Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

H ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ Κ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ ΣΤΗΝ ΕΓΕΛΙΑΝΗ ΚΑΙ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

                                     ΘΟΔΩΡΟΣ ΚΑΒΑΣΗΣ
               ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΗΜ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ
               ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ XΕΓΚΕΛ ΚΑΙ ΤΟΥ MAΡΞ

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Η λογική από αρχαιοτάτων χρόνων θεωρείται ένα πρακτικό εργαλείο για την ανεύρεση της αλήθειας σε θέματα που δεν είναι απόλυτα προφανή. Άρα πρωτίστως είναι η πρακτική διαδικασία που αφορά την πιστή περιγραφή συγκεκριμένων γεγονότων του κόσμου, τη στενότερη ή ευρύτερη σχέση μεταξύ τους και στη συνέχεια την παραγωγή έγκυρων συλλογισμών που τα αφορά.
     Όπως όλα έτσι καί η λογική στην αρχαία Ελλάδα, θεωρήθηκε σαν μία απ’τις ανώτερες τέχνες, δηλαδή σαν «τέχνη της νόησης» που τελικά συνέπεσε με τη φιλοσοφία.  Η τέχνη της νόησης ως συνειδητή πρακτική, δηλαδή ως επιστήμη, ξεκίνησε από τη "διαμάχη" των δύο μεγάλων βάρδων της Νόησης, Ηράκλειτου για τη Διαλεκτική και Παρμενίδη για τον Ορθολογισμό.  Αυτοί πρότειναν δυο τρόπους του Νοείν, που για την ηρακλειτική Διαλεκτική, ολοκληρώθηκαν από τον μαθητή του Παρμενίδη Ζήνωνα, και για τον παρμενίδειο Ορθολογισμό απ'τους Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Δεν πρέπει όμως να ξεχνιέται κι η συνεισφορά του Αναξίμανδρου στη διαλεκτική σκέψη ως πρόδρομου του Ηράκλειτου, του Λάο-Τσε ως ενός απώτατου και παράλληλου διανοητή, αλλά και η συνεισφορά του Ξενοφάνη ως πρόδρομου του Παρμενίδη.
                     Υπάρχουν λοιπόν δύο τρόποι αντίληψης για τον κόσμο:
Α. Ο ηρακλειτικός, όπου ο κόσμος όντας αντιφατικός αλλάζει αληθινά, άρα το Γίγνεσθαι που διαπιστώνεται εμπειρικά είναι πραγματικό.  Για να περιγραφεί απόλυτα αυτός ο κόσμος, ο Ηράκλειτος πρότεινε μιαν αντιφατική λογικο-γλωσσική σύνταξη, τον Λόγο, όπου συγχρόνως αναφαίνονται και οι μηχανισμοί της Διαλεκτικής σκέψης.
Β. Ο παρμενίδειος, όπου ο κόσμος αληθινά δεν αλλάζει, άρα το γίγνεσθαι που διαπιστώνεται εμπειρικά θεωρείται φαινομενικό. Ο Παρμενίδης λοιπόν σαν μέσο για τη διερεύνηση της Αλήθειας όρισε τον Ορθολογισμού.  Η ορθολογική λογικο-γλωσσική σύνταξη, ξεκινώντας από το αυτονόητο, ότι δηλαδή το |Μη-Είναι| δεν υπάρχει, απορρίπτει και κάθε αντίφαση που αναφαίνεται στο Γίγνεσθαι ως |Είναι-ΜηΌντας|. Η λογικο-γλωσσική αυτή σύνταξη λοιπόν για να έχει απόλυτη αντιστοιχία με τον θεωρούμενο ως αληθινό κόσμο που υπάρχει πίσω απ'τα φαινόμενα, ακολουθεί τον δρόμο του |Είναι| απορρίπτοντας σε κάθε βήμα της το |Μη-Είναι| και κάθε αντίφαση κατά τις λογικές διαδικασίες. Έτσι δέχεται ότι μπορεί να φτάσει στην "αταλάντευτη καρδιά της ολοστρόγγυλης της αλήθειας".
     Τονίζω ότι η διαλεκτική των προσωκρατικών, που είναι μια «διαλεκτική της φύσης», προϋπέθετε την αντιστοιχία νόησης και φύσης (εμπειρίας), αφού κι η ίδια η νόηση ως λειτουργία του εγκεφάλου, θεωρείτο φυσική λειτουργία.  Επίσης καί ο Παρμενίδης στον ορθολογισμό του φρόντισε να δείξει ότι η Νόηση, το Είναι και το Λέγειν αντιστοιχούν.  Αντίθετα ο Χέγκελ στη Διαλεκτική Λογική δεν δέχεται ότι το νοείν αντιστοιχεί με την υλική πραγματικότητα, δηλαδή κατ'αυτόν το Νοείν και το Λέγειν δεν αντιστοιχούν με το Είναι του κόσμου των πραγμάτων, αλλά με ένα ιδεατό Είναι που αφορά μόνο τη λογική, όπως θα δείξω στην εξέλιξη αυτής της εργασίας.
     Για τη διευκρίνιση της διαφορας της Διαλεκτικής από τον Ορθολογισμό τονίζω ότι:  ο Ορθολογισμός χαρακτηρίζεται από αντιθετικότητα, όπου τα ενάντια αλληλεπιδρούν χωρίς να παραβιάζουν τα τελικά όρια μεταξύ τους, ενώ η Διαλεκτική χαρακτηρίζεται από αντιφατικότητα όπου τα ενάντια αλληλεπιδρούν χωρίς ν'αφήνουν όρια  απαραβίαστα μεταξύ τους, συνιστώντας αντιφατικές ενότητες.  
      Η πραγματεία του κ. Δημητράκου, ξεκινώντας από την κριτική της «διαλεκτικής» του Χέγκελ απλώνεται μέσω αυτής καταχρηστικά και στη Διαλεκτική γενικά.  Προτίθεμαι λοιπόν να κάνω μια διευκρίνηση περί της προσωκρατικής διαλεκτικής για να φανεί εξ’αρχής αν ισχύει ή όχι η διαλογική νομιμότητα της εργασίας του κ. Δημητράκου σε σχέση με την διαλεκτική γενικά και έτσι να φανεί συγχρόνως τι αληθινά είναι η διαλεκτική, αλλά να φανούν εξ’αρχής και οι δικές μου προθέσεις.

                      ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
                                      Λάο-Τσε:
Η μεγάλη ευθεία oφείλει να είναι κυρτή. -Το μεγάλο τετράγωνο δεν έχει γωνίες.
     Λέει ο ντετερμινιστής Αϊνστάιν: αν ένα σώμα είναι σε κατάσταση αδρανείας, δηλαδή κινείται ευθύγραμμα και ομαλά στο σύμπαν, κάποια στιγμή θα επιστρέψει στη θέση που ξεκίνησε.
     Η κίνηση ενός ευθύγραμμα και ομαλά κινουμένου σημείου στο Χώρο, ο οποίος ως αδρανειακή κατάσταση έχει την περιστροφή, μετατρέπει την ευθύτητα της πορείας του σημείου σε κυρτή.  Η ευθύτητα της πορείας ενός σημείου στη φύση κι όχι σχεδιασμένη στο χαρτί είναι αντιφατική δηλαδή διαψεύδεται-επαληθευόμενη.  Απ'την όψη του πορευομένου σημείου είναι ευθεία, ενώ από την όψη του χώρου ως περιστρεφόμενου είναι κυρτή.
     [Για να γίνει ακόμα περισσότερο αντιληπτή η σχέση σημείου, πορείας και χώρου ας υποθέσουμε ένα υπερβολικό νοητικό πείραμα:  Δεχόμαστε ότι το πορευόμενο ευθύγραμμα και ομαλά σημείο «θέλει» να επιτύχει την απόλυτη ευθύγραμμη πορεία. Τότε θα πρέπει να αρχίσει να επιταχύνεται για να προλάβει την περιστροφή του χώρου. Όμως μολονότι η πορεία του αρχίζει να «ισιώνει», δεν μπορεί να είναι απόλυτη ευθεία παρά μόνο στην ακαριαία ταχύτητα. Στην κατάσταση του ακαριαίου το σημείο βρίσκεται στη θέση εκκίνησης και συγχρόνως σε κάθε θέση μέσα στο σύμπαν, όντας ακίνητο και ακαριαίο, μηδενικού και απείρου μεγέθους.  Δηλαδή η απόλυτα ευθύγραμμη και ομαλή πορεία ενός σημείου στη φύση και όχι ως γεωμετρικό σχήμα στο χαρτί, είναι η ακαριαία και απειροστική διαστολή του σημείου στο σύμπαν και η ταυτόχρονη επιστροφή του στη μηδενική θέση εκκίνησής του.  Από αυτό συνάγουμε ότι στη φύση, το σημείο, η ευθεία, ο χώρος και ο χρόνος συνιστούν μιαν ενότητα, όπου καθένα από αυτά βρίσκεται σε μια κατάσταση επειδή το υπαγορεύει η σχέση του με όλα τα άλλα.  Υπ' αυτή την έννοια η αντίφαση είναι εγγενής στην κίνηση και τη φύση].
    Στη συνέχεια θα δούμε τον τρόπο που είναι λογικά δυνατή η αντιφατικότητα στα ίδια τα πράγματα, τα γεγονότα και στον κόσμο και πως γίνονται αντιληπτά ως έχοντα αντιφατική φύση:

                              Αναξίμανδρος:
εν και κινούμενον και άπειρον… αρχή τε και στοιχείον των όντων το άπειρον…
οι μεν γαρ απείρους τω πλήθει τους κόσμους υποθέμενοι, ως οι περί Αναξίμανδρον, 
γινομένους αυτούς και φθειρομένους υπέθετον επ'άπειρον, άλλων μεν αεί φθειρομένων,
άλλων δε γινομένων και την κίνησιν αίδιον έλεγον, άνευ γαρ κινήσεως ούκ έστι γένεσις ή φθορά.
    [Το σύμπαν είναι ένα, κινούμενο και άπειρο. . . Αρχή και στοιχειώδες των όντων είναι το άπειρο. . .  Αυτοί που υποθέτουν ότι οι κόσμοι είναι κατά το πλήθος άπειροι, όπως οι περί τον Αναξίμανδρο, δέχονται ότι οι κόσμοι γεννώνται και φθείρονται επ’άπειρον και είναι αυτό που θεωρούν αέναη κίνηση.  Διότι χωρίς κίνηση δεν υπάρχει γένεση και φθορά].
     Το άπειρο περιλαμβάνει τα όντα ως μέγα, ενώ συγχρόνως περιλαμβάνεται εν δυνάμει στα στοιχειώδη και μικρά, αφού κι αυτά όντας σε κατάσταση καταλυτικής-συνθετότητας, είναι σε συνεχή καί άπειρη εξέλιξη.

αρχήν είναι την αΐδιον κίνησιν και ταύτη τα μεν γεννέσθαι τα δε φθείρεσθαι.
   [Αυτό που άρχει είναι η αιώνια κίνηση, μέσα στην οποία άλλα όντα γεννώνται κι άλλα χάνονται]. 
Τα όντα και ο κόσμος βρίσκονται σε συνεχή καταλυτικο-συνθετικό γίγνεσθαι.

την εις άλληλα μεταβολήν των τεττάρων στοιχείων, ούτος ουκ ηξίωσεν εν τι τούτων υποκείμενον ποιήσαι, αλλά τι άλλον παρά ταύτα.    ούτος δ' ουκ αλλοιωμένου του στοιχείου την γένεσιν ποιεί, αλλ' αποκρινομένων των εναντίων δια της αϊδίου κινήσεως…
     [Στην αλληλομετατροπή των τεσσάρων στοιχείων της φύσης αυτός δεν αξιώνει ότι κάποιο απ’αυτά είναι το γενεσιουργό, αλλά κάτι άλλο από αυτά.  Δεν δέχεται ότι η αιτία της γένεσης ωφείλεται στην αλλοίωση ή την μετατροπή των υπαρχόντων στοιχείων, αλλά δια του διαλόγου των αντιθέτων και δια μέσου της αέναης κίνησης].
     Κατ'αυτόν δεν είναι τα μεταβαλλόμενα στοιχειώδη η αιτία της κίνησης και της αλλαγής, αλλά οι μηχανισμοί της διαλεκτικής η οποία δεν είναι μόνον τρόπος σκέψης αλλά καί Ουσία. Μας προϊδεάζει λοιπόν όπως κι ο Ηράκλειτος ότι το Γίγνεσθαι και οι διαλεκτικοί μηχανισμοί του είναι Ουσία και Λόγος.

ούτος αρχή των όντων έφη τινά του απείρου,  εξ'ης γίγνεσθαι τους ουρανούς και τον εν αυτοίς κόσμον περιέχειν…  προς δε τούτω κίνησιν αΐδιον είναι, εν ή συμβαίνει γίγνεσθαι τους ουρανούς…  τον δε χρόνον ως ωρισμένης της γενέσεως και της ουσίας και της φθοράς. . . .
     [Ο Αναξίμανδρος είπε ότι το όντα εξουσιάζονται από κάποιο είδος απείρου, το οποίο είναι η αιτία για το Γίγνεσθαι των ουρανών και των κόσμων που αυτοί περιέχουν… Επίσης είπε ότι χρόνος είναι σχετικός κι αποκτά νόημα από τη γένεση και τη φθορά των όντων.
    Στην πρόταση αυτή αναφαίνεται η αντίληψη των προσωκρατικών για τη σχετικότητα του Χρόνου με τη γένεση και τη φθορά των των ουσιών οι οποίες βέβαια ως βασικό χαρακτηριστικό έχουν τον Χώρο. Δηλαδή κατ' αυτούς ο Χώρος και ο Χρόνος σχετίζονται με το γίγνεσθαι και το άπειρο, (κάτι που θα δούμε ολοφάνερα και στις απόψεις του Ζήνωνα).

Κατά τον Αναξίμανδρο λοιπόν το Σύμπαν δεν συνίσταται από δύο κόσμους, δηλαδή τον υλικό και τον ιδεατό, αλλά τα πάντα συνιστούν μιαν ενότητα σε άπειρη εξελικτική πορεία, δηλαδή σε Αέναο Γίγνεσθαι.  Αυτός επίσης απορρίπτει την ύπαρξη αναλλοίωτων στοιχειωδών εσχάτων, τα οποία συνθέτουν τον κόσμο χωρίς να παραβιάζουν τα όρια μεταξύ τους. Δέχεται ότι το σύμπαν συνίσταται από την αλληλεπίδραση των αντιθέτων που γεννούν την αέναη Κίνηση.  Κατ’αυτόν λοιπόν το Σύμπαν συμπίπτει με το Άπειρο, το οποίο με τη σειρά του συμπίπτει με το αέναο Γίγνεσθαι. Κι επειδή ο Χρόνος σχετίζεται με τη γένεση και τη φθορά των όντων άρα κι ο Χρόνος σχετίζεται με το Γίγνεσθαι.  Μπορούμε λοιπόν να δεχτούμε ότι ο Αναξίμανδρος προτείνει ένα είδος ενότητας Χώρου, Χρόνου, Κίνησης κι Απείρου που συμπίπτει στο παγκόσμιο Γίγνεσθαι. 
     Για να είναι όμως αυτός ο ισχυρισμός λογικά συγκροτημένος, προϋποτίθεται ότι στο διάλογο τον οποίον δέχεται ο Αναξίμανδρος, τα ενάντια αλληλο-προεκτείνονται χωρίς ν’αφήνουν απαραβίαστα όρια μεταξύ τους, συνιστώντας αντιφατικές ενότητες. Για τον λόγο αυτό ο διάλογος σε κάθε αντιφατική ενότητα μπορεί να παραβιάζει τα όρια που συνιστούν κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, και ταξιδεύοντας μακριά έξω απ’αυτό να διαλέγεται με το σύμπαν. Δηλαδή τα στοιχειώδη κάθε γεγονότος, ξεκινώντας από το διάλογο εντός εαυτού, περνούν στο διάλογο με τις εγγύτερες αντιφατικές ενότητες του περιβάλλοντος, μετά με τις απώτερες και τελικά με το ίδιο το Σύμπαν, που είναι ο παντοτεινά Άλλος, ο απώτατος, ο αντίθετος Εαυτός και η έσχατη αιτία της συνεχούς αλλαγής του γεγονότος,  που συνίσταται από τα πορευόμενα μέσω του εαυτού προς το σύμπαν και επιστροφή στον εαυτό στοιχειώδη.  Δηλαδή με τον εσωτερικό και τον εξωτερικό διάλογο των στοιχειωδών του, το γεγονός συνεχώς αλλάζει, αλλάζοντας και τ’άλλα με τα οποία διαλέγεται κατά την πορεία των στοιχειωδών του στο σύμπαν. Με τον τρόπο αυτό κάθε στοιχειώδες συνιστά πάντα, όπως είπαμε, μιαν αντιφατική σχέση, έχοντας φύση εξελικτική καταλυτικο-συνθετική, περιέχοντας εν δυνάμει ένα πρόσωπο του απείρου. 
    Έτσι το άπειρο δεν άρχει μόνο επί των όντων ως όλον, αλλά χαρακτηρίζει και το στοιχειώδες ως ελάχιστο γενεσιουργό μέρος τους.

.....................................................................................................................................................................................................................
                      ΜΙΚΡΗ ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗΣ ΤΩΝ ΕΙΔΏΝ:
Αναξίμανδρος έφασκεν εν υγρώ γεννηθήναι τα πρώτα ζώα φλοιοίς περιεχόμενα ακανθώδεσι,  προβαινούσης δε της ηλικίας αποβαίνειν επί το ξηρότερον και του φλοιού περιρρηγνυμένου επ'ολίγον χρόνον μεταβιώνται…   αποφαίνεται δε εν ιχθύσι εγγενέσθαι πρώτον τους ανθρώπους και τραφέντες ώσπερ οι γαλαίοι και γενομένους ικανούς εαυτούς βοηθείν εκβήναι τίνικαύτα και γης λαβέσθαι.
    [Ο Αναξίμανδρος ισχυρίζετο ότι τα πρώτα ζώα γεννήθηκαν σε υγρό περιβάλλον έχοντας λέπια· όταν το περιβάλλον έγινε ξηρότερο απέβαλλαν τα λέπια και προσαρμόσθηκαν στο νέο περιβάλλον.    Επίσης ισχυρίζετο ότι οι άνθρωποι γεννήθηκαν κατ’αρχήν ανάμεσα στα ψάρια, τρεφόμενοι σαν τους γαλαίους κι όταν έγιναν ικανοί βγήκαν στην ξηρά].
      Ο Αναξίμανδρος πίστευε ότι η αντιφατικότητα του απείρου και του γίγνεσθαι έχουν ως αποτέλεσμα την εξέλιξη των ειδών κι αντίθετα.      
     “Η Θεωρία της Εξέλιξης των Ειδών” του Δαρβίνου, είναι ένα κομψοτέχνημα παρατηρήσεων και ορθολογικών συμπερασμάτων, στο οποίο μπροστά η πρόταση του Αναξίμανδρου, αν δε ληφθεί υπόψιν ότι διατυπώθηκε 2500 χρόνια πριν, ωχριά ως έχουσα τον χαρακτήρα ενός αυθόρμητου πρωτογονισμού.  Οι προτάσεις του Αναξίμανδρου όμως έφτασαν σε μας αποσπασματικά κι έτσι δεν γνωρίζουμε τον τρόπο που είχαν αληθινά διατυπωθεί.  Μολαταύτα υπάρχει κάτι που η πρόταση του Δαρβίνου υπολείπεται, αφού ο Αναξίμανδρος με τις παρατηρήσεις που τον οδήγησαν στην αποδοχή της εξέλιξης των όντων και του κόσμου, προχώρησε στη διατύπωση των βάσεων της Διαλεκτικής Λογικής, η οποία περιγράφει την καταλυτικο-συνθετική αντιφατικότητα των όντων ως αιτία της εξέλιξης των ειδών, κάτι για το οποίο ο Δαρβίνος, απ'ότι γνωρίζω, αδιαφορεί.
.....................................................................................................................................................................................................................

                                         Ηράκλειτος:
Κόσμον τόνδε τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών, ούτε ανθρώπων έποίησεν αλλ'ην, έστιν και έσται πυρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα.
[Αυτόν τον κόσμο που είναι ίδιος για όλους (που υπάρχει αντικειμενικά), δεν τον εποίησε ούτε θεός ούτε άνθρωπος, αλλά ήταν, είναι και θα είναι πυρ αείζωον, που ανάβει-σβήνοντας με μέτρο].  

Οι διαλεκτικοί προσωκρατικοί είχαν μια κι έξω διαχωρίσει τη θέση τους απ'τον ιδεαλισμό και το σολιψισμό. Γι’αυτούς ο κόσμος ήταν αυτούσιος και ίδιος για όλους, κι έτσι η λογική (διαλεκτική ή ορθολογισμός), έχοντας αντιστοιχία με τη φύση, ήταν αποδεκτή ως κοινή στον ανθρώπινο νου. Έτσι λοιπόν κατ'αυτούς η Λογική μπορούσε να είναι αξιόπιστο εργαλείο της σκέψης.

… διαφερόμενον εαυτώ ομολογέει…
[Αυτό το οποίο αλλάζει συμφωνεί με τον εαυτό του]
       (Η Αρχή της Αντιφατικής Ταυτότητας).

Πυρός άνταμοιβή τα πάντα και πυρ απάντων, ώκωσπερ χρυσού χρήματα και χρημάτων χρυσός
[Όλα μετατρέπονται σε πυρ και το πυρ σε όλα, όπως ο χρυσός σε εμπορεύματα και τα εμπορεύματα σε χρυσό].

Σύμφωνα με τον Χάιζενμπεργκ το Πυρ του Ηράκλειτου δεν μπορεί παρά να είναι η ενέργεια της σύγχρονης φυσικής, η οποία μετατρέπεται σε όλα και όλα σ’αυτήν και της οποίας το γενικό Μέτρο αντιστοιχίας όπως αποκάλυψε ο Αϊνστάιν είναι  ε=mc².

Ποταμοίς τοις αυτοίς εμβαίνομέν τε και ουκ εμβαίνομεν είμέν τε και ουκ είμεν … της αυτής ουσίας ουκ άψασθαι κατ'έξιν αλλ'οξύτητι και τάχει μεταβολής, σκίδνησι και πάλιν συνάγει και πρόσεισι και άπεισι, (ουδέ πάλιν ουδ'ύστερον, αλλ'άμα συνίσταται και απολείπει).
[Στον ίδιο ποταμό μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε, είμαστε και δεν είμαστε …. την ίδια ουσία δεν ξαναγγίζουμε, γιατί όλα αλλάζουν βίαια και γρήγορα, σκορπάνε-μαζεύοντας, διαχωρίζονται-ενώνοντας, (όχι πριν ή μετά αλλά συγχρόνως συνίστανται-καταλυόμενα)].

Γναφείω oδός ευθεία και σκολιή μία εστί και η αυτή (η του κοχλίου εν τω γναφείω περιστροφή).
[Η περιστροφική κίνηση στον κοχλία είναι συγχρόνως κι ευθεία. Στον κοχλία η ευθεία είναι αποτέλεσμα περιστροφής].

Τα δύο προηγούμενα αποσπάσματα είναι μια τέλεια περιγραφή για το πως μπορεί να είναι λογικά δυνατή η αλλαγή και η αντιφατική ταυτότητα.  Επίσης μας προϊδεάζει για το πως είναι λογικά δυνατή η σχέση σωματιδίου-κύματος ή σωματιδίου-πεδίου μέσω του οποίου γίνεται η ανταλλαγή ενεργείας. 
     Το παράδειγμα του ποταμού γίνεται εύκολα αντιληπτό, το παράδειγμα όμως των στερεών ουσιών; Εντάξει αλλάζουν αναφωνεί ο Πόππερ κι ερμηνεύει: τα ξύλα σαπίζουν, τα μέταλλα σκουριάζουν, οι πέτρες θρυμματίζονται κλπ..   Ο Ηράκλειτος όμως ορίζει και τον τρόπο της αλλαγής, δηλαδή ότι καταλύονται-συντιθέμενα (κάτι που μας ενδιαφέρει πολύ αφού όλοι κατανοούν και διαπιστώνουν από την καθημερινή εμπειρία ότι όλα αλλάζουν, μα είναι ο μηχανισμός της αλλαγής που κάνει τη διαφορά).
       Με τον συνδυασμό των τεσσάρων αποσπασμάτων, δηλαδή “της ροής των υδάτων στον ποταμό”, το “περί της καταλυτικής-συνθετότητας των όντων και των κόσμων”,  “της σχέσης ευθείας και κυρτής πορείας” και "της μετατροπής των πάντων σε ενέργεια και της ενέργειας σε όλα", ο Ηράκλειτος δείχνει ότι η μετακίνηση ενός γεγονότος από θέση Α σε θέση Β, είναι αποτέλεσμα της περιστροφικής διαδρομής στοιχειωδών υπογεγονότων αείζωου πυρός. Τα οποία στοιχειώδη περνώντας μέσα από κάποιο γεγονός και κάνοντάς το πραγματικότητα, αναχωρούν για το σύμπαν επιστρέφοντας συγχρόνως στο γεγονός. Η πορεία αυτών των στοιχειωδών υπογεγονότων, αφού το Ηρακλειτικό σύμπαν είναι άπειρο, δεν είναι απόλυτα κυκλική, αλλά πυκνή ελικοειδώς ελλειπτική.    Έτσι τα υπογεγονότα που επιστρέφουν-επαληθεύοντας τη θέση ύπαρξης του γεγονότος, την επαληθεύουν λίγο πιο εκεί.   Δηλαδή επαληθεύουν-διαψεύδοντάς το γεγονός και με τον τρόπο αυτό το γεγονός κινείται, όντας Άλλο-Αλλού, (διαφορετικό και όμοιο με τον εαυτό του).  Το υλικό γεγονός λοιπόν καταλύεται-συντιθέμενο λίγο πιο κει, έχοντας ως κατάσταση αδρανείας την ομαλή και ευθύγραμμη πορεία.

                                     Ζήνων:
το κινούμενον ούτ'εν ω τόπω έστι κινείται, ούτ'εν ω μη έστι.
[Το κινούμενο δεν κινείται ούτε εκεί που βρίσκεται, ούτε εκεί που δεν βρίσκεται].
      Είχε πει ο Χέγκελ και επικροτούσε ο Λένιν ότι: «κάτι κινείται όχι επειδή τη μια στιγμή βρίσκεται εδώ και την άλλη αλλού, αλλά επειδή την ίδια χρονική στιγμή βρίσκεται εδώ και όχι εδώ», δηλαδή τόνιζε ότι «η κίνηση είναι αντιφατική».
      Αυτή η αντίληψη περί αντιφατικότητας της κίνησης σύμφωνα με τον Ζήνωνα είναι πτωχή και ψευδής. Ο Ζήνων θέτει το θέμα σε ηρακλειτική βάση:  Η κίνηση για τον Ζήνωνα, τον Ηράκλειτο και τον Αναξίμανδρο (όπως έχουμε ήδη περιγράψει) συμπίπτει με το γίγνεσθαι και την αλλαγή.  Τα πράγματα δεν κινούνται αυτά αληθινά, γιατί σε κάθε θέση είναι Άλλα-Αλλού (διαφορετικά και όμοια). Κάθε τι για να μπορεί να υπάρξει καταλύεται-συντιθέμενο, όντας συνεχώς Άλλο-Αλλού και με τη διαδικασία αυτή, συγχρόνως μετακινείται.  Έτσι «δεν κινείται ούτε εκεί που βρίσκεται ούτε εκεί που δεν βρίσκεται», μα αληθινά κινείται μέσ'τον ίδιο του τον εαυτό του, όντας συνεχώς Άλλο-Αλλού. 
     Για τον λόγο αυτό ο Χρόνος ως διάρκεια πραγματικά δεν υπάρχει, αφού όλα καταλύονται-συντιθέμανα, όντας συνεχώς Άλλα-Αλλού.  Επίσης στο απόσπαμα αυτό όπως και σε άλλα αποσπάσματα, διαφαίνεται ότι και ο Χώρος σαν έκταση και γενικό υπόβαθρο εξελίξεων, πραγματικά δεν μπορεί να υπάρξει. Αληθινά Χώρος ή τόπος είναι μόνον ό,τι το όν περιλαμβάνει μέσα του κάποιο γεγονός κατά τη διάρκεια της εξέλιξής του, κάτι που είναι συνεχώς αυτοαναιρούμενο αφού συνεχώς αλλάζει. Άρα και η ταχύτητα όπως την έχουμε αποδεχτεί δεν μπορεί να υπάρξει, αφού το "κινούμενο" είναι συνεχώς άλλο.
    Όπως θα φανεί και στο επόμενο απόσπασμα ο Χώρος, ο Χρόνος, το Είναι και το Γίγνεσθαι ως καθαυτά υπάρχουν σαν μια ενότητα του απείρως μικρού και του απείρως μεγάλου. Δηλαδή συμπίπτουν με την αντιφατικότητα γυμνή, η οποία είναι το Εν Δυνάμει Είναι, αλλά και το Αντιφατικό Στοιχειώδες.

ει μη έχοι μέγεθος το ον, ούδ'αν είη, ει δ'έστιν ανάγκη έκαστον μέγεθός τι έχειν και πάχος και απέχειν αυτού το έτερον από του ετέρου, και περί του προύχοντος ο αυτός λόγος,  και γαρ εκείνο έξει μέγεθος και προέξει αυτού τι, όμοιον δη τούτο.  άπαξ τε ειπείν και αεί λέγειν. ουδέν γαρ αυτού τοιούτον έσχατον έσται. ούτε έτερον προς έτερον ουκ έσται.  ούτως ει πολλά έστιν, ανάγκη αυτά μικρά τε είναι και μεγάλα, μικρά μεν ώστε μη έχειν μέγεθος, μεγάλα δε ώστε άπειρα είναι.
[Δεν υπάρχει κάτι χωρίς μέγεθος, αν υπάρχει πρέπει να έχει μέγεθος και όγκο και κάποια απόσταση από κάποιο άλλο. Το ίδιο ισχύει και για το μεταξύ τους περιθώριο.  Γιατί και αυτό θα πρέπει να έχει μέγεθος και πάντα να περισσεύει κάτι αναλόγως. Θα το πω μια για πάντα: δεν είναι δυνατόν να υπάρξει έσχατο μέρος κάποιου, ούτε του σώματος ούτε του περιθωρίου. Επίσης δεν μπορεί κάτι να υπάρξει από μόνο του. Έτσι αν υπάρχουν πολλά, είναι ανάγκη να είναι συγχρόνως μικρά και μεγάλα. Τόσο μικρά που να μην έχουν μέγεθος, τόσο μεγάλα που να είναι απείρου μεγέθους].

Απ’αυτό το απόσπασμα οι ορθολογιστές, παραμερίζοντας την αμφισημία του Ζήνωνα, κρίνουν ότι τα Πολλά λόγω της αντιφατικότητάς τους δεν μπορούν να υπάρξουν.  Αυτή όμως είναι μια αντίληψη απλουστευμένη  που πτωχαίνει τον πολυσήμαντο και αμφίσημο χαρακτήρα των λεγομένων του Ζήνωνα.  Εγώ αντίθετα πιστεύω ότι ο Ζήνων με την σχετικότητα Μεγάλου και Μικρού, Ενός και Πολλών, δείχνει ότι τα Πολλά με το Ένα συνιστούν μία αδιαχώριστη αντιφατική ενότητα, όπου η μία έννοια γεννά την άλλη, αλλά συγχρόνως την μάχεται κιόλας.   Στο απόσπασμα αυτό παρουσιάζεται η Αντιφατικότητα Γυμνή, το Είναι ως Καθαυτή Ουσία, ως Δυναμικό υπόβαθρο του κόσμου, που σαν τέτοιο περιέχει εν δυνάμει όλα τα πρόσωπα του κόσμου και συγχρόνως κανένα. 
      Αυτή λοιπόν η μονάδα δεν ταιριάζει καθόλου με το Εόν του Παρμενίδη. Όπως θα αναφέρουμε στη συνέχεια, το Εόν του Παρμενίδη έχοντας αντιθετική φύση, δέχεται έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη Φωτός και Σκότους, δηλαδή―πυρίδια (φωτόνια) και σκοτόνια (αντιφωτόνια)].

Για να γίνει σαφέστερη η προσωκρατική διαλεκτική και ειδικά αυτή του Ηράκλειτου, είναι αναγκαία η συνοπτική παρουσία κάποιων σημαδιακών αποσπασμάτων του άλλου μεγάλου βάρδου της νόησης και ορθολογιστή Παρμενίδη, ο οποίος συνειδητά αντιτίθεται στη ηρακλειτική διαλεκτική.

                                             Παρμενίδης:
                                            Απόσπασμα 1, στ. 24-32
ω κούρ'αθανάτοισι συνάορος ηνιόχοισιν ίπποις ταί σε φέρουσιν ικάνων ημέτερον δω, χαίρ'επεί ούτι σε μοίρα κακή προύπεμπε νέεσθαι τήνδ'οδόν, η γαρ από ανθρώπων εκτός πάτου εστίν αλλά θέμις και δίκη τε.  χρεώ δε σε πάντα πυθέσθαι ημέν αληθείης εύκυλκέος ατρεμές ήτορ ηδέ βροτών δόξας, ταις ουκ ένι πίστις αληθής. αλλ'έμπης και πάντα μαθήσεαι ως δοκούντα χρήν δοκίμως είναι δια παντός πάντα περώντα.
     [Νέε, που σ’έφεραν στα δώματά μου αθάνατοι ηνίοχοι, χαίρε γιατί σ’αυτό το δρόμο, που είναι μακριά από τα’χνάρια των ανθρώπων, τον δρόμο της Θέμιδος και Δίκης, (του πρέποντος και της αιτιότητας), δεν σ’έφερε κακή μοίρα.  Είναι ανάγκη να τα μάθεις όλα, καί της ολοστρόγγυλης αλήθειας την αταλάντευτη ψυχή, καί τις δοξασίες των θνητών για τα εφήμερα που δεν μπορεί κάποιος να πιστεύει με σιγουριά. Αλλά μαζί με τ’άλλα πρέπει να γνωρίσεις κι αυτά για να έχεις εμπειρία για όλα μ’όλους τους τρόπους].

                                                 Απόσπασμα 2
Ει δ'αγ'εγών ερέω,  κομίσαι δε συ μύθον ακούσας αίπερ οδοί μούναι διζήσιός* είσι νοήσαι. η μεν, όπως  |έστιν τε και ουκ έστιν|  μη είναι, πειθούς ** έστι κέλευθος (αληθείη γαρ οπηδεί)***,  η δ'ως ουκ έστιν,  τε και ως χρεών έστι, μη είναι, την δή τοι φράζω παναπευθέα έμμεν αταρπόν, ούτε γαρ γνοίης το γε μη όν, ου γαρ ανυστόν, ούτε φράσαις.
    [Άκουσε με προσοχή τι θα σου πω: αυτοί οι δύο δρόμοι έρευνας μόνον είναι προς αποφυγή (αντιφατικοί): ο πρώτος όπου δεν μπορεί κάτι να |Είναι―Μη-Όντας|. Αυτός είναι ο δρόμος της Πειθούς, από τον οποίον η Αλήθεια διαφεύγει. Ο άλλος δρόμος κατά τον οποίον το |Μη-Είναι| θεωρείται υπαρκτό, πρέπει όπως έχει χρέος να αποφευχθεί. Απ’αυτόν τον δρόμο σε αποτρέπω τελείως, γιατί το |Μη-Είναι| δεν μπορεί ούτε να νοηθεί, ούτε να γνωστεί αλλά ούτε να ομιληθεί].
     Liddell & Scott: δίζω: τελώ εν αμφιβολία. δίζημαι: ζητέω, αναζητώ, διερευνώ. δίζησις: εξέτασις, έρευνα.  δίζως: ο έχων διπλή φύση.  διζήσιος: ο αμφίβολος στην έρευνα (εδώ κατά τη γνώμη μου ο αντιφατικός).  πείθω: με απατηλούς λόγους , διά δεήσεως, διαφθείροντας διά χρημάτων.
      Δική μου άποψη: αληθείη (αφαιρετική): από την αλήθεια.  οπη-δεί, οπη-δέω: υποχρεούμαι να συμπεριφερθώ ανάλογα με την ύπαρξη οπής, διαφεύγω από οπή. Ακολουθώ διαφεύγοντας από οπή.  (Η λέξη οπηδός, οπαδός είναι αμφίσημη: ακολουθώ μεν διαφεύγω από την ουσία δε).

Ο Παρμενίδης με μια μονοκονδυλιά θέτει τις λογικές προϋποθέσεις των δύο πρώτων αρχών της τυπικής λογικής και του ορθολογισμού.
Α. Κάθε τι μπορεί μόνο να |Είναι| να υπάρχει. Β. Κάτι δεν μπορεί να |Είναι―Μη-Όντας|.
    Στο Α αναφαίνεται η “αρχή της Ταυτότητας” η οποία στη συνέχεια θα ενισχυθεί ως πρόταση, και φυσικά στο Β η “αρχή της μη αντίφασης”. Βέβαια ο ορθολογισμός ήταν σε μιαν ασυνεπή χρήση από αρχαιοτάτων χρόνων, αλλά εδώ φαίνεται η προσπάθεια οργάνωσης συνειδητού ορθολογικού οργάνου το οποίο στρέφεται συνεπώς ενάντια στην ηρακλειτική Διαλεκτική.

                                                Απόσπασμα 5.
 Ξυνόν δε μοί έστι,  οππόθεν άρξομαι τόθι γαρ πάλιν ήξομαι αύθεις.   
      [Εγώ νομίζω ότι απ’όπου ξεκινάμε εκεί ξαναγυρίζουμε].
(Ο κόσμος είναι κλειστός-πεπερασμένος και έτσι τίποτα δεν μπορεί να διαφύγει από τη νόηση).

Σ’ένα κόσμο κλειστό και σφαιρικό, όπως ορίζεται απ’τον Παρμενίδη στο απόσπασμα 8 και στους στίχους 42-44, ο οποίος “δε μπορεί να κινηθεί προς κάποια κατεύθυνση αφού “δεν έχει που να πάει” περιστρέφεται. Έτσι είναι φυσικό “όταν κάτι κινείται ευθύγραμμα και ομαλά, υποχρεούται να γυρίσει κάποια στιγμή στη θέση που ξεκίνησε”, όπως ισχυρίζεται κι ο Αϊνστάιν.  Βλέπουμε λοιπόν ότι παρά τη λογική προσπάθειά του ο Παρμενίδης να παραμερίσει την αντιφατικότητα από την λογική του, αυτή αναπάντεχα ξαναεμφανίζεται θυμίζοντας τον Λάο-Τσε όπου “η μεγάλη ευθεία ωφείλει να είναι κυρτή” και τον Ηράκλειτο, όπου “η ευθύγραμμη πορεία είναι αποτέλεσμα περιστροφής”.

                                                 Απόσπασμα 3 
 . . . το γαρ αυτό νοείν έστίν τε και είναι.
       [(Εφόσον ο κόσμος είναι κλειστό σύστημα), το Νοείν και το Είναι συμπίπτουν κι έτσι τίποτα απ’ότι υπάρχει δεν μπορεί να διαφύγει από την νόηση, άρα μπορούμε να έχουμε ασφαλή λογικά συμπεράσματα]. 
      (Αυτό μας υπενθυμίζει μια λογική ιδιότητα του ντετερμινισμού).

                                                  Απόσπασμα 4
Λεύσσε δ'ομώς απεόντα νόω παρεόντα βεβαίως, ου γαρ αποτμήξει το εόν του εόντος έχεσθαι ούτε σκιδνάμενον πάντη παντός κατά κόσμον ούτε συνιστάμενον.
      [(Επειδή το Νοείν και το Είναι συμπίπτουν), μπορείς να φωτίσεις με τον νου (τη λογική), δια μέσου των παρόντων με βεβαιότητα τα απόντα. Γιατί δεν μπορεί να αποκοπεί το υπάρχον του υπάρχοντος (ο Νους από το Είναι), ούτε ως Όλον, ούτε ως πολλά συγκεκριμένα].

Ο Παρμενίδης τονίζει ότι οι λογικές αρχές που προτείνει για την μετάβαση από τα γνωστά στα άγνωστα, ισχύουν για τον κόσμο ως Όλον αλλά καί στις σχέσεις των συγκεκριμένων μερών του.  Κατ'αυτόν λοιπόν με τη σωστή χρήση του ορθολογισμού, μπορούμε ν'αποκαθάρουμε τον εφήμερο κόσμο απ'την αντιφατικότητα, η οποία περιέχει το ψεύδος του Μη-Είναι και να έχουμε βεβαιότητα στους συνειρμούς μας.

                                                Απόσπασμα 6 στ, 1-2
 Χρή το λέγειν τε νοείν τ'εόν έμμαινε. έστι γαρ είναι, μηδέν ουκ έστιν. τα σ'εγώ φράζεσθαι άνωγα.
       [Είναι ανάγκη το Νοείν και το Είναι να συμπίπτουν. Γιατί μόνο το Είναι υπάρχει, το μηδέν δεν υπάρχει.  Έτσι σε συμβουλεύω να σκέπτεσαι και να μιλάς].

Εδώ ακόμα τονίζει ότι εκτός της Νόησης και του Είναι πρέπει να συμπίπτει και το Λέγειν. Έτσι ούτε ο Λόγος δεν πρέπει να διαφεύγει από την λογική.

                                            Απόσπασμα 6 στ 3-9
πρώτης γαρ σ'αφ'οδού ταύτης διζήσιος <είργω>, αυτάρ έπειτ'από της, ην δη βροτοί ειδότες ουδέν πλάττονται δίκρανοι, αμηχανίη γαρ εν αυτών στήθεσιν ιθύνει πλαγκτόν νόον. οι δε φορούνται κωφοί ομώς τυφλοί τε, τεθηπότες άκριτα φύλα οις το πέλειν* τε και ουκ είναι ταυτόν νενόμισται κ'ου ταυτόν, πάντων δε παλίντροπός εστι κέλευθος.
     [Από τον δρόμο αυτόν, τον πρώτο, τον αντιφατικό σε αποτρέπω (είναι ο πρώτος από τους δύο δρόμους που παρουσιάζεται προς αποφυγήν στο απόσπασμα 2 στίχο 3).  Οι θνητοί δεν έμαθαν τίποτα ακολουθώντας τον, γίνονται δίβουλοι γιατί η αμηχανία στα στήθια τους σαλεύει το νου. Φαντάζουν κουφοί, τυφλοί και χαμένοι, αφού δέχονται ότι όλα υπάρχουν συγχρόνως και μ’έναν αντίδρομο τρόπο].
     Liddell & Scott  πέλλειν, πέλλω, πέλλομαι: διατελλώ εν κινήσει, επέρχομαι, πλησιάζω-υπάρχω είμαι, αλλά διακρίνεται από το είναι, καθόσον περιέχει κάποια έννοια συνέχειας, όντας εν χρήσει παρομοιώσεων (και προσομοιώσεων).

Στο απόσπασμα αυτό συνάγουμε ότι ο Παρμενίδης μετά τον υπαινιγμό για “την αρχή της ταυτότητας” και “την αρχή της μη αντίφασης” τονίζει και τον όρο “της αντιστοιχίας νόησης και Είναι”, αφού μόνον έτσι μπορεί απρόσκοπτα να λειτουργήσει αυτή η διαδικασία.  Μετά μας εκπλήσσει, αφού κατηγορώντας την αντιφατική σκέψη ότι φέρνει σύγχυση στον διανοητή, δείχνει ότι γνωρίζει της "συγκριτικές διαδικασίες" τις οποίες η διαλεκτική θεωρεί συμβατικές (ότι είναι και δεν είναι έγκυρες ή ότι είναι συμβατικά έγκυρες).   Προτείνει λοιπόν την απόλυτη εγκυρότητα των συγκριτικών διαδικασιών, αφού μόνο μ’αυτές η λογική μπορεί να φτάσει απ’τα γνωστά στ’άγνωστα με βεβαιότητα.

       Συγκριτική διαδικασία:
Αν Α όμοιο του Β και Β όμοιο του Γ, τότε και Α όμοιο του Γ
Αν Α όμοιο του Β και Β διάφορο του Γ, τότε και Α διάφορο του Γ

                                         Απόσπασμα 7
ου γαρ μήποτε τούτο δαμή, είναι μη εόντα, αλλά συ τησδ'αφ'οδού διζήσιος είργε νόημα, μηδέ σ'ήθος πολύπειρον οδόν κατά τήνδε βιάσθω νωμάν άσκοπον όμμα και ηχήεσαν ακουήν και γλώσσαν κρίναι δε λόγω πολύδηριν έλεγχον εξ εμέθεν ρηθέντα.
                              Τη λέξη τούτο ερμηνεύω ταυτότητα
[Γιατί ποτέ μα ποτέ η ταυτότητα δεν θ’αναγκαστεί να Είναι–ΜηΌντας. Να είσαι λοιπόν μακριά απ’τον αντιφατικό δρόμο, να μην παρασύρεσαι από τη συνήθεια και ότι βλέπεις ή ακούς να το κρίνεις με τον τρόπο που σου έμαθα τον δοκιμασμένο].
      Εδώ πλέον ολοκληρώνεται ο ορισμός της "αρχής της ταυτότητας" και η σχέση της με την "αρχή της μη αντίφασης".

                                        Απόσπασμα  8 στ. 1-20
μόνος δ'έτι μύθος οδοίο λείπεται ως έστιν.  ταύτη δ'επί σήματα έασι πολλά μάλα, ως αγένητον και ανώλεθρόν εστιν, ούλον, μουνογενές τε και ατρεμές ουδ'ατέλεστον, ουδέ ποτ'ην ουδ'εσταί, επεί νύν εστιν ομού πάν εν συνεχές.  τίνα γαρ γένναν διζήσεαι αυτού;  πη πόθεν αυξηθέν;  ούτ'εκ του μη εόντος άσσω φάσθαι σ'ουδέν νοείν. ου γαρ φατόν ουδέ νοητόν εστιν όπως ουκ έστι.  τί δ'αν μιν και χρέος ώρσεν ύστερον ή πρόσθεν του μηδενός αρξάμενον φυν; ούτως ή πάνπαν πελέναι χρεών εστιν ή ουχί ούτε ποτ'εκ μη εόντος εφήσει πίστιος ισχύς γίγνεσθαί τι πάρ'αυτό.  τού είνεκεν ούτε γίγνεσθαι ούτε όλλυσθαι ανήκε δίκη χαλάσασα πέδησιν άλλ'έχει. η δε κρίσις περί τούτων εν τωδ'έστιν.  έστιν ή ουκ έστιν.  κέκριται δ'ουν ώσπερ ανάγκη των μεν εάν ανόητον ανώνυμον, ου γαρ αληθής έστιν οδός.  των δ'ώστε πέλειν και ετήτυμον* είναι.
       [Ο μόνος δρόμος για τον οποίο μπορούμε να μιλάμε, μένει αυτός που αφορά το Είναι. Πάνω σ’αυτόν υπάρχουν πολλά στοιχεία που μπορούμε να μιλήσουμε, όπως ότι όντας αθάνατο είναι αγένητο, όλον, αταλάντευτο, τετελεσμένο, ποτέ δεν ήταν ούτε θα είναι, γιατί αυτό είναι όλο μαζί ένα συνεχές μόνο τώρα. Τι είδους γέννα να αναζητήσεις σε αυτό; Από που προς τα που να προεκταθεί;  Αφού για το Μη Όν, το μη υπάρχον, δεν μπορείς να αντιληφθείς ούτε να πείς τίποτα γι'αυτό, γιατί το μη υπάρχον, δε νοήται ούτε λέγεται. Δε μπορεί τίποτα ν’αναγκάσει κάτι να υπάρξει πριν ή μετά το μηδέν. Έτσι λοιπόν κάθε τι πρέπει να συμπέσει με το Όλον, το Υπάρχον ή με το μηδέν που δεν υπάρχει.  Από το μη υπάρχον δεν μπορεί κάποιος να περιμένει γίγνεσθαι ή όλλυσθαι, αφού αυτό ορίζει η λογική.  Κάθε κρίση πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια αυτά, δηλαδή να Είναι ή να Μην Είναι. Όπως λοιπόν είναι αναγκαίο, ο ένας δρόμος κρίνεται ανώνυμος και χωρίς νόημα, (αναληθής), ενώ ο άλλος είναι ο δρόμος της βεβαιότητας των συγκριτικών διαδικασιών, όπου το όμοιο ανήκει σε συγγενή ομάδα].
     Liddell & Scott   ετήτυμον: ετήτυμβον, ανήκων στον αυτόν τύμβον, συγγενές
                                    πέλλειν και ετήτυμον είναι:  Το όμοιο ανήκει σε συγγενή ομάδα.
     Εδώ τονίζεται η βάση πάνω στην οποία οικοδομείται ο ορθολογισμός, δηλαδή ότι το Μη-Είναι (το μηδέν) δεν μπορεί να υπάρξει και ότι η λογική βασίζεται στη συγκριτική σχέση των κατηγοριών.
                                        Απόσπασμα 8  στ, 35-44
ου γαρ άνευ του εόντος, εν ω πεφατισμένον εστίν, ευρήσεις το νοείν. ουδέν γαρ ην έστιν ή έσται άλλο παρέξ του εόντος, επεί το γε μοίρ'επέδησεν ούλον, κίνητον τ'έμεναι.  τω πάντ'όνομα έσται όσσα βροτοί κατέθεντο πεποιθότες είναι αληθή, γίγνεσθαι τε και όλλυσθαι, είναι τε και ουχί, και τόπον αλλάσσειν δια τε χρόα φανόν αμείβειν. αυτάρ επεί πείρας πύματον, τετελεσμένον εστί πάντοθεν ευκύκλου σφαίρης εναλίγκιον όγκω μεσσόθεν ισοπαλές πάντη…..
        [Δέν μπορείς να βρείς το Νοείν παρά μέσα στο Είναι, γιατί εκεί είναι γεγραμμένο. Τίποτα άλλο εκτός από το Είναι δεν μπορεί να υπήρχε, να υπάρχει ή να υπάρξει, γιατί είναι Όλον Ακίνητο. Όλα τα άλλα είναι ονόματα που του δίνουν οι θνητοί, γιατί πιστεύουν ότι υπάρχει γίγνεσθαι και όλλυσθαι, Είναι-ΜηΌντας και γενικά κάθε είδους μετακίνηση ή αλλαγή. Αλλ’αυτό είναι πεπερασμένο, τετελεσμένο, σφαιρικό και πλήρως ισόρροπο].
                                         Απόσπασμα 8 στ. 50-61
εν τω σοι παύω πιστόν λόγον ηδέ νόημ, αμφίς αληθείης δόξας από τούδε βροτείας μάνθανε κόσμον, εμών επέων, απατηλόν, ακούω.  μορφάς γαρ κατέθετο δύο γνώμας ονομάζειν, την μίαν ου χρεών εστιν, εν ω πεπλανημένοι εισίν. τ'άντια εκρίνατο δέμας και σήματ'έθεντο χωρίς επ'αλλήλων.  το μεν φλογός αιθέριον πυρ, ήπιον ον, μέγ'ελαφρόν,  εαυτώ πάντοσε τωυτόν, τω δ'ετέρω μη τωυτόν, ατάρ κακείνο κατ'αυτό ταντία, νύκτ'αδαή, πυκινόν δέμας εμβριθές τε. τον σοι εγώ διάκοσμον εοικότα πάντα φατίζω, ως ου μη ποτέ τίς σε βροτών γνώμη παρελάση.
       [Εδώ σταματώ το λόγο που έχει αληθινό νόημα και θα σου μιλήσω για τον κόσμο της αμφίδρομης αλήθειας, τον φθαρτό, τον απατηλό.  Νομίζουν ότι κάθετί έχει δύο τρόπους να υπάρχει έχοντας δύο μορφές, η μία δεν τους αρκεί. Εδώ κάνουν λάθος. Τα αντίθετα θεωρούν ενωμένα, ενώ συγχρόνως έβαλαν όρια διαχωριστικά μεταξύ τους. Απ'τη μιά το αιθέριο πυρ της φλόγας ίδιο πάντα με τον εαυτό του, απ'την άλλη  διάφορο απ'τον εαυτό του, αυτό το ίδιο ενάντια στον εαυτό του, δηλαδή πυκνό σκοτάδι μπερδεμένο. Σου μιλώ για τον φαινομενικό κόσμο, τον διάκοσμο, ώστε να μην ξεγελαστείς από την φθαρτή σκέψη].

Σ’αυτό το απόσπασμα ο Παρμενίδης στρέφεται σαφώς κατά της ηρακλειτικής αντιφατικότητας, έχοντας θέσει άλλους όρους, που απορρίπτουν την ύπαρξη του μηδενός (αφού το υπάρχειν του μηδενός είναι η αντίφαση καθαυτή).  Έτσι στη δική του πρόταση περί λογικής κάθε αντιφατικός συλλογισμός πρέπει να απορρίπτεται επειδή περιέχοντας το Μη-Είναι περιέχει μέσα του σφάλμα.

                                                Απόσπασμα 9
 αυτάρ επεί πάντα φαός και νυξ, ονόμασται και τα κατά σφετέρας δυνάμεις επί τοισί τε και τοις,
 παν πλέον εστίν ομου φάεος και νυκτός αφάντου ίσων αμφοτέρων επεί ουδετέρω μετά μηδέν.
      [Επειδή όλα έγιναν από φως και σκότος με τις δικές τους δυνάμεις και μετά από σκληρή πάλη πήραν διάφορες μορφές, ό,τι μπορεί να “περισσεύει”, είναι τόσο φως, όσο σκότος ίδια μεταξύ τους, αφού πέραν κάθε ενός απ’αυτά δεν μπορεί να υπάρξει το Μηδέν].
      Ο Παρμενίδης τονίζει ότι το σύμπαν είναι κλειστό και τετελεσμένο και συνιστάμενο από φως και σκότος τα οποία είναι ίσα μεταξύ τους. Από τη σύνθεσή τους, τελικά δεν μπορεί να περισσέψει τίποτα, αφού όλα είναι ισόρροπα και καταλαμβάνουν όλο τον κόσμο, επειδή δεν μπορεί να υπάρξει ούτε κενός χώρος ούτε μηδέν.

                                             Απόσπασμα 1 (περιληπτικά)
ηλιάδες κούραι προλιπούσαι δώματα νυκτός εις φαός ωσάμεναι κράτων απο χερσί καλύπτρας. ένθα πύλαι νυκτός και ήματός εισι κελεύθων και σφας υπέρθυρον αμφίς έχει λάινος ουδός. αυταί δ'αθέριαι πλήνται μεγάλοισι θυρέτροις των δε δίκη πολύποινος έχει κληίδας αμοιβούς.
    [Εδώ με οδήγησαν οι κόρες του ήλιου… όπου υπάρχει θύρα διπλή με εναλλασσόμενα κλειδιά, τα οποία κρατά η Δίκη (η αιτιότητα)… (Από κει ξεκινά ο δρόμος του φωτός και του σκότους, δηλαδή της σύνθεσης του κόσμου].

Ο Παρμενίδης ισχυρίζετο ότι ακολουθεί έναν νέο δρόμο, αυτόν της αιτιότητας, που ως τότε ήταν μακριά απ’τα βήματα των ανθρώπων.  Κατ’αρχήν απεδέχθει το αυτονόητο, δηλαδή ότι μόνο το Είναι (το Εόν) υπάρχει. Η ύπαρξη του Μη-Είναι (του μη υπάρχοντος), είναι η αντίφαση καθ’αυτή.  Πρότεινε λοιπόν μια λογική που σε κάθε της βήμα απορρίπτει το Μη-Είναι, θεωρώντας την αντιφατικότητα της καθημερινότητας, που είναι σύμφυτη με το γίγνεσθαι ως φαινομενική.  Επίσης επειδή απέρριπτε το Μη-Είναι και το Γίγνεσθαι, απέρριπτε και το Κενό, αφού ο κόσμος |μόνον υπάρχοντας|, δεν έχει που αλλού να πάει (ούτε να κινηθεί, ούτε να εξελιχθεί).  Επειδή λοιπόν θεωρούσε το σύμπαν κλειστό πεπερασμένο και τετελεσμένο, το Είναι το Νοείν και το Λέγειν έπρεπε να συμπέσουν.  Συμπίπτοντας όλ’αυτά μαζί μπορούν να δώσουν ένα όργανο βεβαιότητας των συγκριτικών διαδικασιών και για τον ίδιο λόγο, χρησιμοποιώντας την λογική, μπορούμε απ’τα γνωστά και παρόντα να πηγαίνουμε με ασφάλεια στ’άγνωστα κι απόντα.
       Βλέπουμε λοιπόν σε λίγες αράδες, να ορθώνεται ο Ορθολογισμός και η τυπική λογική ως συνειδητή πρακτική κι εν συνεχεία να περιγράφεται ένα είδος ντετερμινισμού.  Από την άλλη βλέπουμε την πιο συνειδητή και οργανωμένη πολεμική ενάντια στην ηρακλειτική Διαλεκτική ως Λόγο και Ουσία.
     (Για περισσότερες πληροφορίες στην ανάρτησή μου thodoroskavasis,blogspot.com “Από τον Διθύραμβο στη Διαλεκτική” ή στην ομόνυμη έκδοση της Δωδώνης το 2016 και στην ανάρτησή μου "Διαλεκτική Υλιστική Σκέψη").

Ο λογικός άνθρωπος του 21ου αιώνα πρέπει να ξαναδεί τι είναι το Εόν και πως το οριοθετεί ο Παρμενίδης, γιατί υπάρχουν λογικές θέσεις, που θεωρώντας τις δεδομένες, τις προσπερνούν ξεχνώντας που στηρίζονται κι από που έρχονται, κι έτσι μπορεί να αποδεχτούν συμπληρωματικές προς αυτές λογικές προτάσεις που αντιλέγουν τα θεμέλια των προηγουμένων, δημιουργώντας αντινομίες και σύγχυση.  Ο Ορθολογισμός ως αδιάψευστο όργανο επαλήθευσης και παραγωγής αναμφισβήτητων συλλογισμών, προϋποθέτει κλειστά συστήματα και σύμπαν πεπερασμένο. Δηλαδή ο ορθολογισμός κι ο ντετερμινισμός απορρίπτουν μιας εξ αρχής την ύπαρξη του απείρου.   Όμως αυτό δεν λαμβάνεται υπόψιν από πολλούς διανοητές που τον έχουν σαν εργαλείο σκέψης, κι έτσι είναι φορές που τσαλαβουτάνε ανάμεσα σε δρόμους που δεν συμβιβάζονται λογικά.  Αυτό ως αποτέλεσμα έχει τη δημιουργία λογικών αντινομιών και αδιεξόδων.
   Βλέπουμε επίσης ότι η ερμηνεία του κβαντικού γίγνεσθαι ζητά ένα νέο τρόπο λογικής προσέγγισης που παράδοξα είναι κι ο αρχαιότερος, δηλαδή τη λογική των Αναξίμανδρου, Ηράκλειτου και Ζήνωνα. Αυτή είναι η Διαλεκτική Σκέψη που γεννήθηκε μέσα από την ψυχή του Διονυσιακού Διθύραμβου.
      Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι οι προσωκρατικοί μεταξύ των οποίων και ο Παρμενίδης, θεωρούν ότι η νόηση και η όποια λογική σχετίζεται μ’αυτήν, είναι συνυφασμένη με τον εμπειρικό κόσμο.  Αυτοί δεν γνώριζαν τον κόσμο των Ιδεών του Πλάτωνα, ούτε είχαν σχέση με τον μυστικιστικό ιδεαλισμό των αγίων πατέρων του χριστιανισμού, ενώ αντίθετα ο Χέγκελ τα έλαβε πολύ σοβαρά υπόψιν κι οικοδόμησε επ’αυτών.

              Η ΠΑΡΑΝΟΗΣΗ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΗΡΑΚΛΕΙΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

Υπάρχει μια παρανόηση για την Ηρακλειτική διαλεκτική, η οποία συνήθως ορίζεται, όπως και στην παρούσα πραγματεία του κ. Δημητράκου, από την ρήση «τα πάντα ρει».  Αυτή η ρήση δεν είναι του Ηράκλειτου αλλά φέρεται ως εμβληματική συμπύκνωση της ηρακλειτικής σκέψης, η οποία κατά τη γνώμη μου είναι απλουστευτική και ίσως απλοϊκή.  Ο Ηράκλειτος μπορεί να δέχεται ότι "όλ'αλλάζουν βίαια και γρήγορα, αλλά ότι συγχρόνως καταλύονται-συντιθέμενα (αντιφάσκουν), δηλαδή |Είναι-ΜηΌντας|", “Διαφερόμενα εαυτοίς ομολογέουν”. Εδώ ορίζεται κι η πρώτη αρχή της διαλεκτικής του, που είναι αυτή “της αντιφατικής ταυτότητας”. Η αρχή της αντιφατικής ταυτότητας όμως, επειδή είναι εν τω γίγνεσθαι πρέπει να καθοριστεί με ποιό τρόπο είναι δυνατή ως τέτοια, σε αντίθεση με την τυπική “αρχή της ταυτότητας” (που δεν έχει δομή ή άλλο μηχανισμό από το ότι “κάτι είναι απόλυτα ο εαυτός του”).  Οι Αναξίμανδρος, Ηράκλειτος και Ζήνων λοιπόν για να μην αερολογούν περί το γίγνεσθαι, δέχονται ως μηχανισμό της αντιφατικότητας του Είναι την καταλυτική-συνθετότητα.  Ο μηχανισμός αυτός της προσωκρατικής αντιφατικότητας όμως, ο οποίος μπορεί να είναι η βάση δημιουργίας μιας έστω σύνθετης και ίσως δυσνόητης καταλυτικο-συνθετικής μεθόδου, από την εποχή του Αριστοτέλη έχει παραμεριστεί.   Μετά απ’αυτό φάνηκε ότι η διαλεκτική είναι ένας έωλος διαισθαντικός διαλογισμός μιας αλλαγής χωρίς έρμα και χωρίς δυνατότητα μεθόδου, ο οποίος περιλαμβάνεται στην εμβληματική φράση “τα πάντα ρει” μη μπορώντας να έχει κάποιο συμπαγές επιστημονικό αντίκρισμα.
     Λέει όμως ο Ηράκλειτος: ―Όλα μετατρέπονται σε πυρ και το πυρ σε όλα, όπως ο χρυσός σε εμπορεύματα και τα εμπορεύματα σε χρυσό. ―Η ευθεία είναι αποτέλεσμα της περιστροφής.
     Ο μηχανισμός της καταλυτικής-συνθετότητας λοιπόν ενισχύεται με την έννοια του Αείζωου Πυρός (της ενέργειας), το οποίο περνώντας συνεχώς μέσα απ’τα γεγονότα και φεύγοντας απ’αυτά για το σύμπαν επιστρέφει κάποτε στη θέση αναχώρησης και τα επαληθεύει-διαψεύδοντάς τα.  Δηλαδή, επειδή το σύμπαν των προσωκρατικών διαλεκτικών είναι άπειρο και ανοικτό, το ταξίδι αναχώρησης-επιστροφής των στοιχειωδών του αείζωου πυρός δεν είναι απόλυτα κυκλικό αλλά πυκνά σπειροειδές, γι’αυτό η επαλήθευση είναι συγχρόνως διάψευση.  Κι επειδή κάθε γεγονός συνίσταται από μια τεράστια σειρά στοιχειωδών που περνούν απ'αυτό και ταξιδεύντας στο σύμπαν επιστρέφουν αυτό το γεγονός επαληθεύεται πολυδιάστατα λίγο πιο κει και λίγο διαφορετικό, κινούμενο (ευθύγραμμα και ομαλά) συγχρόνως.  Αυτό επαληθεύει η σύγχρονη επιστήμη δια στόματος του μεγάλου επιστήμονα και ανθρωπιστή Μπωμ: ”την κβαντομηχανική, η θεωρία του πεδίου  περιγράφει την κίνηση  των στοιχειωδών σωματίων, ως δημιουργία-καταστροφή τους. Έτσι αν ένα ηλεκτρόνιο υποστεί σκέδαση από την αρχική του πορεία σε διαφορετική, αυτό το περιστατικό περιγράφεται ως "καταστροφή" αυτού του ηλεκτρονίου και "δημιουργία" άλλου που κινείται σε νέα κατεύθυνση. Δηλαδή δεν υπάρχει σωμάτιο που να διατηρεί πάντα την ταυτότητά του. Έτσι αν δούμε την παράσταση του πεδίου κίνησης ενός ελευθέρου σωματίου βαθύτερα, διαπιστώνουμε ότι η κίνησή του περιγράφεται μαθηματικά ως μια σειρά καταστροφής-αναδημιουργίας που έχει συγχρόνως ως αποτέλεσμα τη συνεχή αλλαγή του σωματίου μέσ’το χώρο.
      Λέει ο Ηράκλειτος: Την ίδια ουσία δεν ξαναγγίζουμε γιατί όλα αλλάζουν βίαια και γρήγορα, φεύγουν-επιστρέφοντας, σκορπάνε-μαζεύοντας, καταλύονται-συντιθέμενα, Είναι-Μη Όντας.  Και ο Ζήνων συμπληρώνει: Το κινούμενο δεν κινείται ούτε στον τόπο που βρίσκεται ούτε στον τόπο που δεν βρίσκεται.   Ακόμα υπάρχουν αποσπάσματα των Αναξίμανδρου και Ηράκλειτου που συμφωνούν με τη σχετικότητα Είναι, Χώρου και Χρόνου, κάτι που αναφαίνεται κι από τα παράδοξα του Ζήνωνα.
         Η επισήμανση λοιπόν του κ. Δημητράκου περί της μεθολογικής αχρηστίας της διαλεκτικής στη σύγχρονη επιστήμη αφορά την εγελιανή “διαλεκτική”.  Είναι βέβαιο ότι αυτή δεν μπόρεσε να δώσει κάποιο σίγουρο και έγκυρο τυπικό όργανο χρήσης, όπως αυτό της αριστοτελικής τυπικής λογικής.  Οι λεγόμενες “αρχές της διαλεκτικής λογικής” μολονότι σωστές ως προς το περιεχόμενο, έρχονται ως τελικό αποτέλεσμα της τυπικής ορθολογικής διαδικασίας, μη μπορώντας να γίνουν εργαλείο έγκυρων συμπερασμάτων. 
      Η εγελιανή διαλεκτική μολονότι διατυμπανίζει την αντιφατικότητα και ίσως μερικές στιγμές την περιγράφει θαυμάσια, όπως στην αρχή της "αλληλοδιείσδησης των αντιθέτων", μέσω όμως της ανάλυσης της αντιφατικότητας σε “άρνηση της άρνησης” και του τριαδικού συστήματος “θέση-αντίθεση-σύνθεση” την μετατρέπει σε αντιθετικότητα.  Αυτού του είδους “άρνηση της άρνησης” όμως συνάγεται και από την ορθολογική αντιθετική-αντικειμενικότητα, συμπίπτοντας παράκεντρα και καταχρηστικά με μιαν ορθολογική διαφορικότητα.   Ο ορθολογισμός από τους αρχαίους χρόνους με τον Αρχιμήδη και στη συνέχεια με τον Γαλιλαίο, τον Λάιμπνιτς, το Νεύτωνα κ.λπ, ενισχύθηκε με μαθηματικές διεργασίες, που τον οργάνωσαν σε δυναμική ορθολογική διαφορικότητα.   Όμως εκεί η διαφορικότητα αφορά τη μετακίνηση πραγμάτων, αφού γίνονται δεκτά ως αναλλοίωτες ταυτότητες κατά την κίνηση.   Αντίθετα η κίνηση στην προσωκρατική διαλεκτική συμπίπτει με το γίγνεσθαι εντός των πραγμάτων τα οποία ως καταλυτικο-συνθετικά γεγονότα, δεν μπορούν απόλυτα να διατηρούν την ταυτότητά τους (άρα διαφερόμενα εαυτοίς ομολογέουν), ούτε την απόλυτη αντικειμενικότητά τους, αφού αληθινά εισχωρούν το ένα στο άλλο χωρίς ν'αφήνουν απαραβίαστα περιθώρια μεταξύ τους.    

Θα μπορούσε εύλογα ο λάτρης της ορθολογικής τυπικότητας να θέσει ένα ερώτημα που αφορά την αντιφατικότητα της καταλυτικής-συνθετότητας:  «Αν όλα τα γεγονότα κάποιου επιπέδου καταλύονται-συντιθέμενα απ’τη διέλευση στοιχειωδών σωματίων κατώτερου επιπέδου του κόσμου μέσα τους, θα μπορούσαν να συνιστούν περιστασιακά κλειστά σύνολα. Τότε υπό συνθήκες και μέσω της καταλυτικο-συνθετικής διαδικασίας θα μπορούσε να λειτουργεί ένας ιδιόμορφος ορθολογισμός και η τυπικότητά του».    Αυτό βέβαια είναι σωστό, και γι’αυτό έως σήμερα δεν υπήρχε πρόβλημα από την ορθολογική διαδικασία. Ίσως ακόμα γι’αυτό υπάρχει κι αυτή η σύγχυση περί διαλεκτικής. Όμως όπως αναφαίνεται απ΄τις τις αντιλήψεις των συγχρόνων επιστημόνων, έχουμε αγγίξει το υποκβαντικό επίπεδο του κόσμου μας, δηλαδή φτάσαμε στα υπόγεια και τον πυθμένα του κόσμου.  Εκεί όπως όρισε ο Ζήνων για το έσχατο επιπεδο του κόσμου, ισχύει το εξής:  Δεν υπάρχει κάτι χωρίς μεγεθος, αν υπάρχει πρέπει να έχει μέγεθος και όγκο και κάποια απόσταση από κάποιο άλλο.  Το ίδιο ισχύει και για το μεταξύ τους περιθώριο αναλόγως. Γιατί και αυτό θα πρέπει να έχει μέγεθος και πάντα να περισσεύει κάτι αναλόγως. Θα το πω μια για πάντα: δεν είναι δυνατόν να υπάρξει έσχατο μέρος κάποιου, ούτε του σώματος ούτε του περιθωρίου. Επίσης δε μπορεί κάτι να υπάρξει από μόνο του. Έτσι αν υπάρχουν πολλά, είναι ανάγκη να είναι συγχρόνως μικρά και μεγάλα. Τόσο μικρά που να μην έχουν μέγεθος, τόσο μεγάλα που να είναι απείρου μεγέθους.
     Εδώ ο Ζήνων δηλώνει σαφώς, ότι δεν μπορεί να υπάρξει έσχατο μέρος κάποιου σώματος ή ουσίας, όπως ισχυρίζετο ο Παρμενίδης για έσχατα φωτός και σκότους (φωτόνια και σκοτόνια) ή οι Λεύκιππος και Δημόκριτος για τα άτομα.   Η στοιχειώδης “μονάδα” του Ζήνωνα, αντίθετα με το Εόν του Παρμενίδη και τα άτομα του Δημόκριτου, έχει αντιφατική φύση.  Ο Ζήνων εκτός του ότι δεν δέχεται την ύπαρξη εσχάτου αναλλοίωτου στοιχειώδους, επίσης δεν δέχεται την ύπαρξη εσχάτου περιθωρίου ανάμεσα στα πράγματα.  Δέχεται όμως συγχρόνως, ότι τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει από μόνο του.  Τα αντίθετα γι'αυτόν υπάρχουν, αλλά προεκτείνονται το ένα βαθιά μέσ'το άλλο, χωρίς ν’αφήνουν έσχατο περιθώριο απόλυτης αυτονομίας μεταξύ τους, συνιστώντας έτσι μιαν αντιφατική ενότητα.  Αυτή η μονάδα λοιπόν συμφωνεί με τον Λόγο, το Έμμετρο Πυρ του Ηράκλειτου και το Αντιφατικό Στοιχειώδες του Αναξίμανδρου.   Αυτό το αντιφατικό στοιχειώδες, δικαιολογεί την ύπαρξη ακαριαίας αλληλεπίδρασης  κατά την οποία τα όποια ενάντια στοιχειώδη τείνοντας προς το μηδέν, τείνουν συγχρόνως προς το άπειρο. Έτσι το Αντιφατικό Στοιχειώδες είναι συγχρόνως ακίνητο και ακαριαίο (αφού το κινούμενο ακαριαία, βρίσκεται συγχρόνως στο σημείο που ξεκίνησε, αλλά καί σε όλα τα σημεία του σύμπαντος, έχοντας διασταλλεί στο άπειρο αλλά συγχρόνως και συσταλλεί στο μηδενικό σημείο της εκκίνησης). Βλέπουμε λοιπόν ότι εκεί η ορθολογική τυπικότητα κι η αντικειμενικότητα αίρονται και για το λόγο αυτό, μόνον ευκαιριακά, συμβατικά και σε μικρή κλίμακα μπορεί να λειτουργήσει. Στα απώτατα όρια κάθε ορθολογικού συλλογισμού όμως, παραμονεύει κάποιο σφάλμα που φανερώνεται ως λογική παραδοξότητα. 

Ο ορθολογισμός είναι ένα εργαλείο που ώθησε για διόμισι χιλιάδες χρόνια τον κόσμο από την εποχή του Αριστοτέλη στην εποχή του Νεύτωνα.  Η θεωρία της σχετικότητας κι η θεωρία των κβάντα όμως έδειξαν, ότι το χαλύβδινο πλαίσιο του ντετερμινισμού και της ορθολογικής τυπικότητας δεν είναι ο μόνος τρόπος να οραματιζόμαστε τον κόσμο.  Η φύση είναι πολύ πιο “δημοκρατική” από τον ορθολογισμό μας, για κάθε ερώτημα έχει πάντα περισσότερες από δύο έγκυρες απαντήσεις οι οποίες μπορεί να είναι καί αντίθετες. Ο κόσμος μπορεί να είναι αντιθετικός, αντικειμενικός και ορθολογικός, αλλά μπορεί να είναι διαλογικά συντεταγμένα αντιφατικός και αντιτερμινιστικός, έτσι που να έχει ανάγκη όχι μόνο την αριστοτελική τυπικότητα, αλλά και την προσωκρατική διαλεκτική, η όποια απέχει απ’τον εγελιανο-πλατωνικό “διαλογικό ιδεαλισμό” και την εγελιανο-χριστιανο-ιουδαϊκή μεταφυσική.
       Αντίθετα λοιπόν με τον ορθολογισμό, η Διαλεκτική είναι η λογική του αληθινού γίγνεσθαι, δηλαδή της αντιφατικότητας των γεγονότων, των πραγμάτων και αυτού του ίδιου του κόσμου.  Στον ορθολογισμό τα αντίθετα διαλέγονται χωρίς να παραβιάζουν τα έσχατα όρια μεταξύ τους, έτσι διέπονται από αντικειμενικότητα κι αντιθετικότητα, ενώ στη διαλεκτική εισχωρούν κατά το διάλογο το ένα μέσα στο άλλο, χωρίς να αφήνουν έσχατα απαραβίαστα όρια, γεννώντας αντιφατικές ενότητες.  Έτσι ο ορθολογισμός διέπεται από αντιθετικότητα ενώ η διαλεκτική από αντιφατικότητα.
       Υπενθυμίζω ξανά πως  μολονότι ένθερμος υποστηρικτής του ντετερμινισμού ο Μπώμ, διαπιστώνει στα σύγχρονα εργαστήρια αυτό που οι  προσωκρατικοί είχαν προτείνει μόνο με τη διαλεκτική τους: «Στη θεωρία του πεδίου, κάθε κίνηση στην κβαντομηχανική, περιγράφεται με βάση την δημιουργία-καταστροφή των στοιχειωδών σωματίων. ΄Ετσι κατά την σκέδασή ενός ηλεκτρονίου προς άλλη κατεύθυνση, θεωρείται περιστατικό που περιγράφεται ως καταστροφή του ηλεκτρονίου σε μια θέση και δημιουργία άλλου σ’άλλη θέση.   Εκεί γενικά η κίνηση ενός ελευθέρου σωματίου, περιγράφεται ως καταστροφή ενός σωματίου σ’ένα σημείο και δημιουργία άλλου-αλλού.  Η κίνηση γίνεται δεκτή σαν σειρά θέσεων δημιουργίας-καταστροφής που ως γενικό αποτέλεσμα έχει συγχρόνως την αλλαγή».

      ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΙ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΓΕΛΙΑΝΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ

Επειδή η διαλεκτική στον σύγχρονο κόσμο, συγχέεται με την “Επιστήμη της Λογικής” του Χέγκελ, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η εγελιανή “επιστήμη της διαλεκτικής λογικής” δεν είναι ούτε επιστήμη, ούτε λογική, ούτε διαλεκτική.  Περί αυτού του θέματος μπορεί ο αναγνώστης να ενημερωθεί στην ανάρτησή μου thodoroskavasis.blogspot.com. “Διαλεκτική Σκέψη” και στο κριτικό μέρος περί εγελιανής διαλεκτικής ή την "Κριτική Ανάγνωση της Εγελιανής Λογικής" . Επειδή αυτή μου η πρόταση μπορεί δίκαια να εξοργίσει πολλούς προοδευτικούς διανοητές, γι’αυτό θα πρέπει τουλάχιστον εδώ να την δικαιολογήσω επιγραμματικά.   
    Λέει ο Χέγκελ στην “Επστήμη της Λογικής”εκδ. Δωδώνη μετάφραση σχόλια Γ. Τζαβάρας § 48 σελ 135: «Στην προσπάθεια που κάνει η λογική ικανότητα να γνωρίσει το απόλυτο στοιχείο του κόσμου μπλέκεται σε αντινομίες, δηλαδή καταφάσκει σε δύο αντίθετες προτάσεις για το ίδιο αντικείμενο και μάλιστα έτσι ώστε κάθε μια από αυτές τις προτάσεις, πρέπει να καταφάσκει με ίση αναγκαιότητα. Από κει προκύπτει, ότι το περιεχόμενο του κόσμου, του οποίου οι περιγραφικοί ορισμοί πέφτουν σε μια τέτοια αντίφαση, δεν μπορεί να είναι το περιεχόμενο καθ’εαυτό αλλά μόνο ένα φαινόμενο.  Λύση της αντινομίας είναι ότι η αντίφαση δεν αφορά το αντικείμενο καθ’εαυτό και δι’εαυτό, αλλά μόνο την λογική ικανότητα η οποία επιχειρεί να το γνωρίσει»…     
     «Διατυπώνεται έτσι η υπόθεση ότι το ίδιο το περιεχόμενο, δηλαδή η εσωτερική υφή των κατηγοριών, είναι αυτό που προκαλεί την αντίφαση. Η σκέψη αυτή, ότι η αντίφαση που εγκαθιδρύεται μέσα στην περιοχή της λογικής ικανότητας, μέσω των κατηγοριών είναι ουσιώδης και αναγκαία και πρέπει να θεωρηθεί ως ένα από τα πιο σηματικά και βαθυστόχαστα βήματα προόδου της νεώτερης Φιλοσοφίας . . .                                                                                                         «Δεν πρέπει να φέρει το Πράγμα (η ίδια η ουσία του κόσμου), το ελάττωμα της αντίφασης, αλλά αυτό μπορεί ν’αποδοθεί στη σκεπτόμενη λογική ικανότητα, την ουσία του πνεύματος. Προφανώς κανείς δεν θα αρνηθεί ότι ο εμφανιζόμενος κόσμος παρουσιάζει αντιφάσεις στο πνεύμα που τον εξετάζει·  εμφανιζόμενος είναι ο κόσμος έτσι όπως παρουσιάζεται στο υποκειμενικό πνεύμα, στις αισθήσεις και τη διάνοια. Αλλά αν τώρα συγκριθεί, η ουσία του κόσμου με την ουσία του πνεύματος, θ’απορήσει κανείς με πόση αμεροληψία εκτίθεται από κάποιον κι επαναλαμβάνεται από άλλους η ταπεινόφρονη παραδοχή ότι η έδρα της αντίφασης είναι το σκεπτόμενο ον, η λογική ικανότητα και όχι ο κόσμος. Δεν βοηθά σε τίποτα το να χρησιμοποιηθεί η διατύπωση ότι η λογική ικανότητα πέφτει σ’αντίφαση μόνον επειδή εφαρμόζει τις κατηγορίες. Γιατί παράλληλα γίνεται αποδεκτό, ότι αυτή η εφαρμογή των κατηγοριών είναι αναγκαία και ότι η λογική ικανότητα δεν διαθέτει για το γνωρίζειν άλλον όρο από τις κατηγορίες.  Και πράγματι το γνωρίζειν είναι ορίζουσα κι οριζόμενη νόηση· αν η λογική ικανότητα είναι μόνο μια κενή αόριστη νόηση, δεν σκέπτεται τίποτα. Αλλά αν τελικά η λογική ικανότητα περικοπεί αναγόμενη σε μια κενή ταυτότητα [χωρίς ετερότητα], τελικά θα πετύχει μιαν ευτυχισμένη απελευθέρωση απ’την αντίφαση, με αντίτιμο την “ασήμαντη” θυσία κάθε περιεχομένου συστατικού».

Εδώ φαίνεται ότι ο Χέγκελ στη “Λογική” του μιας εξαρχής αποδέχεται αναντιστοιχία Νοείν και Είναι, (Λογικής και Πραγματικότητας).  Αυτό την υποβιβάζει ως Λογική αλλά και ως Επιστήμη, αφού η λογική κι η επιστήμη έχουν καθήκον την αντιστοιχία Νοείν και Είναι, Πραγματικότητας, Εμπειρίας και Πράξης. Επίσης αφού στη διαλεκτική του θεωρεί το Γίγνεσθαι της Νόησης ως Φαινομενικό, θα πρέπει να αποδεχτεί ότι πίσω από την φαινομενικότητα υπάρχει κάποιος άλλος Κόσμος Καθαυτών Πραγμάτων τα οποία όπως μας πληροφορεί δεν είναι υποχρεωμένα να αντιφάσκουν, αλλά επίσης ότι υπάγονται νόμιμα στην εφαρμογή των κατηγοριών ως βάση της λογικής δηλαδή του ορθολογισμού.    Η αποδοχή μιας αναλλοίωτης πραγματικότητα που υπάρχει πίσω από τα φαινόμενα, σημαίνει ότι η εμπειρία που “βλέπει” τον κόσμο σε εξέλιξη, δεν μας πληροφορεί αληθινά για τη φύση του κόσμου, έτσι τα πράγματα ως καθαυτά δεν μπορούν άμεσα να γνωστούν (και ίσως είναι μη γνώσιμα).  Εδώ αναδύεται ένα είδος παραδοσιακής οντολογικής μεταφυσικής, που τίποτα δεν μας απαγορεύει να την εντάξουμε στο ρεύμα του ιδεαλισμού. Δηλαδή τα πράγματα ως αναλλοίωτα στοιχειώδη που συνιστούν τον κόσμο δε μπορεί παρά να συμπίπτουν εννοιολογικά κάθε ένα με κάποια Ιδέα.  Από κει και πέρα ο Χέγκελ πήρε ένα λανθασμένο μάθημα απ’τον “Παρμενίδη” του Πλάτωνα, δηλαδή απ’την ανάλυση περί της αντινομίας της ιδέας “ως ειδικής για κάθε πράγμα” (που αφορά την έννοια των πραγμάτων ως καθαυτά) και περί της αντινομίας της Ιδέας “ως Ιδέα όλων των Ιδεών” (που αφορά τα πράγματα ως Όλον σε εξέλιξη).   Ενώ λοιπόν οντολογικά δέχεται την Ιδέα ως Ειδική για κάθε πράγμα, κρατά εννοιολογικά την Ιδέα ως “Ιδέα όλων των Ιδεών” οργανώνοντας ένα φαινομενικό Γίγνεσθαι για τη Νόηση.  Αυτό, κατ’αυτόν, πρέπει να είναι φαινομενικό αφού ο κόσμος των πραγμάτων ως Καθαυτά δεν υπόκειται σε γίγνεσθαι, γιατί τα πράγματα δεν αντιφάσκουν. Κι επειδή τα πράγματα δεν αντιφάσκουν και δεν μπορούν να νοηθούν ως καθαυτά, το φαινομενικό γίγνεσθαι της νόησης έχει ως σημείο εκκίνησης το Απόλυτο Μηδέν (την απόλυτη άγνοια), ως Καθαρό και Καθαυτό. Γι’αυτό το λόγο λοιπόν, αυτό το Μηδέν εννοιολογικά συμπίπτει με το Καθαρό και Καθαυτό Είναι (αφού το Καθαυτό Είναι, μολονότι θεωρείται υπαρκτό από την Μεταφυσική, είναι συγχρόνως μη γνώσιμο και άρα για τον Χέγκελ κατά το γίγνεσθαι της ιδέας συμπίπτει γνωσιολογικά με το Μηδέν). Στη συνέχεια αντινομεί ξανά δεχόμενος ότι η ενότητα Είναι και Μηδενός γεννά το Φαινομενικό Γίγνεσθαι της Ιδέας, το οποίο ολοκληρώνεται στο Απόλυτο Είναι.  Δηλαδή η λογική του Χέγκελ δεν αφορά τα πράγματα αλλά την εννοιολογική πορεία του όλου ως ιδεατού.    Στην "Επιστήμη της Λογικής" του λοιπόν βλέπουμε μια διακορευμένη και χιλιομπαλωμένη “διαλεκτική λογική”, η οποία μας οδηγεί από το απόλυτο Μηδέν στο Απόλυτο Είναι που μάλλον είναι η γνώση του Θεού (ο οποίος θεωρείται και τονίζεται εμφατικά από τον Χέγκελ ότι "αυτός και μόνον αυτός είναι η αλήθεια"). 
    Επίσης η διαλεκτική αυτή στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να γίνει αντιληπτή ως η αφηρημένη πορεία του αυτοπροσδιορισμού ή της αυτογνωσίας του αφηρημένου Εγώ.   Αλλά ακόμα κι έτσι, δεν θα μπορούσε να γίνει οδοδείκτης μιας τέτοιας πορείας, μολονότι πάρα πολλοί φιλόσοφοι διαλογίστηκαν γύρω από αυτού του είδους αυτοπροσδιορισμό ως εκκίνηση για στοχασμούς ενδοϋποκειμενικούς και κατάληξαν σε λογικά αδιέξοδα ή στο μυστικισμό .
     Τα παράδοξα λοιπόν που αναφέρει ο κ. Δημητράκος, δεν είναι παράδοξα της διαλεκτικής αλλά της “Επιστήμης της Λογικής” του Χέγκελ, τα οποία όπως επεσήμανα οφείλονται στο ότι δεν είναι ούτε λογική, ούτε επιστήμη, ούτε διαλεκτική, αλλά μια υπερβασιακή ιδεαλιστική μυστικιστική θεολογία για την αποκάλυψη και τη δόξα του θεού. (Κάτι το οποίο τονίζει με διαφορετικό τρόπο καί ο κ. Δημητράκος).
      Η μεγάλη της απήχηση στους προοδευτικούς φιλοσοφικούς κύκλους οφείλεται στην άγνοια για την προσωκρατική υλιστική διαλεκτική, την παρανόηση ή την αποσιώπηση των προσωκρατικών κειμένων, αλλά και στην περιρρέουσα αντίληψη των διανοητών της ευρώπης ότι η έννοια της "εξέλιξης" και του "γίγνεσθαι" είναι κάτι που προέρχεται από αυτή την ίδια την εξέλιξη των επιστημών. Αυτό σήμαινε γι' αυτούς ότι η Αρχαία Ελληνική σκέψη δεν θα μπορούσε να έχει αξιόλογο διαλογικό μερίδιο στη διαλεκτική σκέψη.
      Αναρωτιέμαι επίσης για το εξής: αφού ο Χέγκελ, όπως κι ο Παρμενίδης, δέχεται ότι το πράγματα δεν αντιφάσκουν, γιατί δεν ακολουθεί τη λογική του Παρμενίδη η οποία αποκαθάρει το Νοείν απ'την αντίφαση, ώστε να έχει αντιστοιχία με τα πράγματα, αλλά ακολουθεί το δρόμο της νοητικής αντιφατικότητας, η οποία δεν αντιστοιχεί κατά τη γνώμη του με τη φύση των πραγμάτων.

Αφού διευκρινίσαμε το περί παραδοξότητας της εγελιανής “διαλεκτικής”, ας δούμε και την παραδοξότητα της κριτικής σκέψης που στηρίζεται στον ορθολογισμό:  Από την εποχή της διαμάχης περί λογικής μεταξύ του Ηράκλειτου με το μέρος της διαλεκτικής και του Παρμενίδη με το μέρος του ορθολογισμού, έχει διευκρινιστεί ότι ο γενέθλιος τόπος του ορθολογισμού είναι το Εόν, δηλαδή το Είναι Καθαυτό (το οποίο στη συνέχεια ανελύθει στις Ιδέες Καθαυτές και στα Πράγματα Καθαυτά που θεωρούνται καί από τον Καντ ως μη γνώσιμα).   Έτσι η ορθολογική κριτική διαδικασία μόνο τον φαινομενικό κόσμο που είναι αντανάκλαση του αληθινού (του Εόντος) μπορεί να γνωρίζει.  Επίσης υπάρχει απ’τον ορθολογισμό και μια αμφιβολία για το αν η εμπειρία αντανακλά τα πράγματα στη νόηση όπως αληθινά είναι ή όχι.  Ο ορθολογισμός λοιπόν αντινομεί όλος μαζί: δέχεται ότι μπορεί να γνωρίζει αυτό για την ύπαρξη του οποίου αμφιβάλλει, ενώ αυτό για την ύπαρξη του οποίου είναι βέβαιος, δηλαδή των Καθαυτών, που ως μέθοδος στηρίζεται πάνω σ’αυτή τη βεβαιότητα, δεν μπορεί να γνωρίσει. 
     Η εξέλιξη της επιστήμης, παρά τις διακηρύξεις του ιδεαλισμού περί φαινομενικότητας του εμπειρικού κόσμου, αποκαλύπτει και αποδέχεται συνεπώς την εξέλιξη του κόσμου και την εμπειρική διαδικασία ως αληθινή απορρίπτοντας την φαινομενικότητα.   Από κει και πέρα όμως χρησιμοποιώντας ως εργαλείο τον Ορθολογισμό και την τυπική Λογική, τα οποία δέχονται την ερευνητική διαδικασία κατ’ανάγκην στατικά, ή την στατικοποιούν ευκαιριακά για να λειτουργήσουν οι αρχές της ορθολογικής τυπικότητας, υποπίπτει σε διγλωσσία.   Αυτή λοιπόν η διγλωσσία έχει ήδη επισημανθεί από τον Ζήνωνα με τα παράδοξά του αλλά και από τον Πλάτωνα στον διάλογό του “Παρμενίδης”.  Ο Ζήνων στα παράδοξά του επισημαίνει τις αντινομίες του Ορθολογισμού όταν πραγματεύονται καταστάσεις εν κινήσει, ενώ ο Πλάτων επισημαίνει ότι όλες οι θεμελιακές αρχές του ορθολογισμού σε οριακές θέσεις αντινομούν. 
     Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Ορθολογισμός υποπίπτει σε διγλωσσία επειδή αντινομεί μιας εξάρχής, ενώ θα δείξουμε στη συνέχεια ότι η αληθινή προσωκρατική “διαλεκτική της φύσης” μας λέει τον κόσμο όπως ακριβώς είναι, αφού ο κόσμος είναι εν τω γίννεσθαι.

Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΟΥ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΎ ΣΤΗ ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Το σωματιδιακό ορθολογικό σύμπαν του Νεύτωνα, όπως κι ο κόσμος με τις “μπίλιες” του δόκτορος Χιούμ, θα μπορούσε να θεωρηθεί κόσμος δυνάμεων και σωματιδίων που διαθέτουν κάθε στιγμή ιδιότητες μέσα στο χώρο, όπως η μάζα που είναι στατική αφού δεν αλλάζει κατά τη διάρκεια του χρόνου και η ταχύτητα που είναι δυναμική και αλλάζει.  Σύμφωνα με την Νευτώνεια αντίληψη, το γίγνεσθαι στον κόσμο είναι αποτέλεσμα δυνάμεων που δρούν στα σωμάτια εξωτερικά δημιουργώντας κίνηση, συνδιασμούς σωματιδίων και συγκρούσεις. Ο ίδιος ο Νεύτων, αποφεύγει να σχολιάσει τη φύση αυτών των δυνάμεων με την περίφημη φράση του «hypotheses non fingo» (δεν κάνω καμιά υπόθεση).
    Το σύμπαν του Νεύτωνα είναι απόλυτα ορθολογημένο μέσα στα προαναφερθέντα όρια των προϋπαρχόντων και ανεξαρτήτων μεταξύ τους χώρου και χρόνου.  Εκεί είναι δεδομένο ότι οι ιδιότητες των σωμάτων είναι παρούσες άσχετα αν τις παρατηρούμε ή όχι. Με κορμό την αριστοτελική λογική, η νευτώνεια αντίληψη έχει καθιερωθεί ως αναμφισβήτητη στην καθημερινότητα και μέχρι χθές στην επιστημονική κοινότητα.
    Η πρώτη αμφιβολία για το κύρος αυτού του μοντέλου, γεννήθηκε από την ειδική θεωρία της σχετικότητος,  όπου ο Αϊνστάιν δείχνει ότι οι έννοιες του χώρου και του χρόνου δεν μπορούν πια να γίνονται αντιληπτές με το νευτώνειο τρόπο. Δηλαδή δεν μπορούν πια να θεωρούνται ξέχωρες αλλά σαν μία ενότητα, που είναι ο χωρόχρονος.  Πέραν τούτου όμως, ο ίδιος ο Αϊνστάιν κι η δουλειά του δεν αντιστρατεύονται τη νευτώνεια τάξη σε βαθμό που να διαφωνεί με την αντικειμενικότητα όπως είναι εκεί αποδεκτή. Αυτό, σύμφωνα με τον Αϊνστάιν, θα εστρέφετο κατά της επιστημονικότητας, όπως είχε πλέον διαμορφωθεί σαν ντετερμινισμός.
    Την ίδια εποχή ο Πλάνκ αποκαλύπτει την κβαντική φύση της ακτινοβολίας του θερμού αντικειμένου.  Εκεί φαίνεται ότι η ενέργεια εκλύεται σε ορισμένα ελάχιστα ποσά που το μέγεθός τους εξαρτάται από τη συχνότητα του φωτός, δηλαδή τον χρωματισμό τους.  Λέγεται ότι οι συνέπειες αυτής της εργασίας, υπονόμευσαν το κύρος του νευτωνείου οικοδομήματος σχετικά με τις αντιλήψεις των επιστημόνων για τον μεγάκοσμο και τον μικρόκοσμο.
      Σύμφωνα με την νευτώνεια αντίληψη, για να διαπιστωθεί η θέση κάποιου βλήματος, που αυτό λογίζεται σαν πράγμα ή αντικείμενο, το φωτίζουμε κάποια ορισμένη χρονική στιγμή και το στατικοποιούμε ιδεατά σ’αυτή τη θέση πάνω στο φωτογραφικό φίλμ.  Το φώς δια μέσου του οποίου γίνεται όλη η διεργασία, δηλαδή τα φωτόνια που αντανακλώνται από το σώμα και βρίσκουν τη φωτογραφική πλάκα, αν επιδρούν στο βλήμα, δεν ενδιαφέρει την έρευνα γιατί η διαφορά που προκύπτει είναι αμελητέα.  Για ένα ηλεκτρόνιο όμως το θέμα είναι πολύ διαφορετικό, λόγο της μεγάλης ταχύτητας και του μικρού μεγέθους του ηλεκτρονίου. Το φωτόνιο που θα βρεί το ηλεκτρόνιο, πρέπει να έχει υψηλή συχνότητα για να δώσει στοιχεία μέτρησης κι έτσι αλλοιώνει σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση αυτού που ερευνάται. 
    Ακόμα μια σειρά κλασικών πειραμάτων έδειξε ότι το ηλεκτρόνιο κατά τη μετάδοσή του παρουσιάζει και κυματιακές ιδιότητες, από κει και πέρα η νευτώνεια άποψη περί κόσμου αμφισβητήθηκε ακόμα περισσότερο.

Στη σύγχρονη επιστήμη, για να γίνει περιγραφή ενός φαινομένου, πρέπει να προταθεί ένα μοντέλο, το οποίο με μια μαθηματική διεργασία, θα παίρνει υπόψιν του όλες τις ιδιότητες και τις ιδιομορφίες που αφορούν το φαινόμενο. Έτσι στην περίπτωση του ηλεκτρονίου ως κβαντικού γεγονότος χρειάζεται μαθηματική δομή, η οποία να μπορεί να περιλάβει τις στατικές του ιδιότητες που είναι το φορτίο και η μάζα και τις δυναμικές που είναι η θέση και η ορμή (μάζα επί ταχύτητα), η διεύθυνση του σπιν, κλπ.   Ακόμα, αυτή η μαθηματική δομή πρέπει ν’αντανακλά τη κυματο-σωματιδιακή συμπεριφορά του κβαντικού γεγονότος.  Το πρόβλημα περιγραφής του κβαντικού γεγονότος, έχει λυθεί με τρεις τρόπους από τους Χάιζενμπεργκ, Ντυράκ και Σρέντιγκερ. Λέγεται πως καί οι τρεις περιγραφές είναι ισάξιες μαθηματικά αλλά η περιγραφή του Σρέντιγκερ, καθιερώθηκε σαν πιο εύχρηστη.   Ο Σρέντιγκερ συνέλαβε μιαν εξίσωση που μπορεί να περιγράψει τις μετατροπές του γεγονότος σε κάθε δυνατή θέση μέσα στο χώρο κατά την διάρκεια του χρόνου. Η εξίσωση αυτή περιέχει ιδεατά όλες τις ιδιότητες που διαθέτει ένα κβαντικό γεγονός, που στη δεδομένη περίσταση είναι το ηλεκτρόνιο. Υπάρχει λοιπόν μεγάλη διαφορά σ’αυτό τον τρόπο περιγραφής, από τον νευτώνειο.  Σύμφωνα με τη νευτώνεια άποψη, οι ιδιότητες ενός βλήματος, είναι προϋποτιθέμενες σε σχέση με αυτό και δεν μπορεί να μην υπάρχουν.  Για το ηλεκτρόνιο όμως, η περιγραφή του Σρέντιγκερ υπολογίζει πιθανότητες τιμών της συγκεκριμένης αξίας της μετρούμενης ιδιότητας, που θα μπορούσε να πάρει το κβαντικό γεγονός όταν μετρηθεί. Η περιγραφή αυτή δεν αναφέρεται στο θέμα της σύμφυσης ή όχι των διερευνουμένων ιδιοτήτων του υπό μέτρησιν κβαντικού γεγονότος.   Στη νευτώνεια άποψη που δέχεται το ηλεκτρόνιο σαν βλήμα (σωματίδιο), η θέση και η ορμή του γίνονται δεκτά ως απολύτως ακριβή και πραγματικά, κάτι που είναι σύμφωνο με την κοινή λογική.  Στην κυματοσυνάρτηση του Σρέντιγκερ όμως, που είναι η κβαντική άποψη, υπάρχει απλά κύμα πιθανοτήτων που μορφοποιείται τη στιγμή της μέτρησης κι όπως αποδέχονται οι περισσότεροι επιστήμονες είναι μορφής μαθηματικής. Αυτός όμως είναι ο μόνος τρόπος που είναι δυνατόν να περιγραφούν τα εργαστηριακά αποτελέσματα, που έχοντας δοκιμαστεί χρόνια τώρα, θεωρείται επαρκής και σύμφωνος με τα πειραματικά δεδομένα.
    Έτσι προκύπτει το θέμα της ερμηνείας των πειραματικών δεδομένων:
Το γεγονός προ της μέτρησης, περιγράφεται από μια κυματοσυνάρτηση η οποία, όπως ισχυρίζονται κάποιοι επιστήμονες, αντιπροσωπεύει ιδεατά ορισμένες ιδιότητες των  κβαντικών γεγονότων, όπως π.χ. τη θέση κάποιου ηλεκτρονίου, εδώ πρέπει να τονίσω, ότι υπάρχουν εξίσου σπουδαίοι επιστήμονες, που την εν λόγω συνάρτηση δε θεωρούν ιδεατή μα πραγματική. Η κυματοσυνάρτηση    αυτή η υποδηλώνει την σχετική πιθανότητα μιας ιδιότητας, ορίζοντας έτσι κάποια απ'τις εν δυνάμει αξίες που θα πάρει τη στιγμή της μέτρησης.  Όμως αυτά που φαίνονται απλά στην κοινή λογική, για την επιστημονική κοινότητα που έχει σαν αντικείμενο τον κβαντικό κόσμο, όπως η έννοια του μέσου μέτρησης, είναι κάτι που χρειάζεται ιδιαίτερη διευκρίνιση.  Η κοινή λογική υπαγορεύει ότι το μέσο μέτρησης είναι κάθε συσκευή που καταγράφει πιστά το αποτέλεσμα της πειραματικής  διαδικασίας.  Μια σειρά όμως μεγάλων επιστημόνων, όχι αναίτια, έχει πολύ διαφορετική άποψη.  Αυτοί υποστηρίζουν ότι το αντικείμενο και το μέσο μέτρησης αλληλεπιδρούν σε τέτοιο βαθμό που να μην μπορεί να γίνει λόγος για ανεξαρτησία του ενός από το άλλο. Ακόμα υπάρχουν μεγάλοι επιστήμονες όπως ο Νόυμαν, που ισχυρίζονται πως κατά τη διαδικασία της μέτρησης, που έχει σαν οριακή στιγμή την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης, το μέσον μέτρησης, το μετρούμενο αντικείμενο αλλά καί η ανθρώπινη συνείδηση, συνιστούν κβαντική ενότητα. Εκεί η ανθρώπινη συνείδηση θεωρείται ο βασικότερος παράγοντας, αφού αυτή εξαναγκάζει την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης.
      Ένα άλλο θέμα που διχάζει τους επιστήμονες είναι, τι ιδιότητες μπορεί να έχει ή όχι ένα κβαντικό γεγονός, προ της μέτρησης. Οι βασικές αντιλήψεις γι’αυτό είναι δύο.  Η θέση της σχολής της Κοπενχάγης, που θεωρείται ορθόδοξη αρνείται την αντικειμενικότητα των κβαντικών οντοτήτων, με ηγέτες τους Μπόρ, Χάιζενμπεργκ, Σρέντιγκερ, Νόυμαν κ.λ.π. κι η σχολή της αντικειμενικότητας με τους Αϊνστάιν, Ντε Μπρογί, Μπώμ κλπ., που με την αποδοχή της ύπαρξης κρυφών παραμέτρων, αποδέχεται το αντίθετο,
                        Οι Βασικές Θέσης της Σχολής της Κοπενχάγης:
α. Η κυματοσυνάρτηση δίνει πλήρη περιγραφή του συγκεκριμένου κβαντικού γεγονότος.
β. Τα κβαντικά γεγονότα που εκπροσωπούνται απ’την ίδια κυματοσυνάρτηση, είναι εκ φύσεως ίδια.
γ. Κάθε έλλειψη πληροφορίας περί των ιδιοτήτων των κβαντικών γεγονότων προ της μέτρησης, είναι έτσι γιατί δεν υπάρχουν εκεί συγκεκριμένες ιδιότητες να γίνουν γνωστές.
δ. Οι όποιες παρατηρούμενες διαφορές μεταξύ ομοίων κβαντικών γεγονότων προ της μέτρησης, οφείλονται στον παράγοντα του τυχαίου ο οποίος είναι σύμφυτος με αυτά.
                      Οι Βασικές Θέσεις της Κλασικής Αντικειμενικότητας:
α. Η κυματοσυνάρτηση δίνει μόνο στατιστική περιγραφή ενός συνόλου αντικειμένων, άρα δεν μπορεί να είναι πλήρης περιγραφή για κάθε συγκεκριμένο κβαντικό αντικείμενο.
β. Κβαντικά αντικείμενα που παρουσιάζονται από τις ίδιες κυματοσυναρτήσεις, μπορεί να μην είναι ίδια από τη φύση τους.
γ. Η έλλειψη παρατήρησης ιδιοτήτων κβαντικών αντικειμένων υπαρχόντων προ της μέτρησης, οφείλεται στην ύπαρξη αγνώστων μεταβλητών, τις οποίες η κβαντομηχανική δεν διακρίνει ή αποκρύπτει.                                                                                                      

Όλες οι σχολές που συγγενεύουν με αυτή της Κοπενχάγης, δέχονται ότι οι δυναμικές ιδιότητες των κβαντικών αντικειμένων είναι συμβατικές και γεννώνται κατά τη διαδικασία της μέτρησης. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, αυτή η αντίληψη βασίζεται στην αποδοχή, πως το μέσο και το αντικείμενο μέτρησης, αλλά και για πολλούς επιστήμονες καί ο παρατηρητής, συνιστούν μιαν ενότητα κβαντικής φύσης. (Αφού το αποτέλεσμα της μέτρησης θεωρείται αναμφισβήτητα επιρρεασμένο από την διαδικασία της μέτρησης).
   Η σχολή της Κοπενχάγης απορρίπτει την ύπαρξη κρυφών μεταβλητών, βασιζόμενη στο μαθηματικό πόνημα του φον Νόυμαν το οποίο στηρίζει και δικαιολογεί τις απόψεις της κβαντομηχανικής. Στην εργασία του Νόυμαν δεν μπορεί μαθηματικά να οριστεί σημείο διαχωρισμού παρατηρητή, μέσου και αντικειμένου μέτρησης, απορρίπτοντας την ύπαρξη αγνώστων μεταβλητών.  Μ’αυτό τον τρόπο ο Νόυμαν «συμπεραίνει» αυτή την ενότητα, έχοντας όμως ισχυριστεί ότι η ανθρώπινη συνείδηση είναι ο καταλυτικός παράγοντας που κάνει τη διαφορά σ’αυτή τη διαδικασία, όντας κι ο πιο ουσιώδης.   Ο Χουίλλερ που συμμερίζεται σε μεγάλο βαθμό τις βασικές απόψεις της Κοπενχάγης, συμφωνεί κι αυτός με τον Νόυμαν, ότι η στιγμή της μέτρησης μπορεί να θεωρηθεί με έναν ήπιο τρόπο στιγμή δημιουργίας. Ότι δηλαδή η ανθρώπινη συνείδηση, μπορεί να συμμετέχει στο γίγνεσθαι της δημιουργίας των κβαντικών ιδιοτήτων αλλά αυτό συμβαίνει μ’έναν πολύ περιορισμένο τρόπο και μόνο στο κβαντικό επίπεδο.
    Κατά τον Χάιζενμπεργκ η κβαντική πραγματικότητα συνίσταται από δυο καταστάσεις: την εν δυνάμει και την εν ενεργεία, που συνδεόνται με τη διαδικασία της μέτρησης.  Αυτή η άποψη είναι αποδεκτή σχεδόν από όλες τις σχολές που συγγενεύουν με τη σχολή της Κοπενχάγης αλλά με διαφορετικούς τρόπους:  Ο εν ενεργεία κόσμος, δηλαδή αυτός των φαινομένων, υπάρχει ουσιαστικά, αλλά κάτω από αυτόν υφέρπει η καθαρή δυνατότητα, δηλαδή η τάση των γεγονότων να ουσιαστικοποιηθούν με έναν συγκεκριμένο τρόπο, όταν μετρηθούν, (να γίνουν εν ενεργεία, όταν παρατηρηθούν).  Κατ’αυτόν, η εν λόγω συνάρτηση περιέχει την ουσία από την οποία πραγματοποιούνται και όλα τα πράγματα της καθημερινότητας.  Δηλαδή αυτός όλος ο μη παρατηρούμενος εν δυνάμει κόσμος, είναι κυματοσυναρτήσεις οι οποίες εκπροσωπούν την δυνατότητα που κατά τη μέτρηση γίνεται πραγματικότητα.
        Αντίθετα μ'αυτούς, θέλοντας ο Αϊνστάιν να τονίσει ότι η κβαντομηχανική δεν είναι επιστημονικά ολοκληρωμένη, κατηγορεί τη σχολή της Κοπενχάγης για σιωπηρή αποδοχή ακαριαίων αλληλεπιδράσεων (κάτι που αντιστρατεύεται στη θεωρία της σχετικότητας). Μάλιστα ο ίδιος με συνεπίκουρους τους Ρόζεν και Ποντόλσκυ έχει προτείνει το γνωστό νοητικό πείραμα, όπου ένα ειδικό μηχάνημα εκτοξεύει δίδυμα ηλεκτρόνια.  Αυτά σύμφωνα με τον Αϊνστάιν πρέπει να έχουν εξαρχής αντίθετο σπιν, ενώ για τη σχολή της Κοπενχάγης αυτό είναι εν δυνάμει αντίθετο ως τη στιγμή της μέτρησης, εξαιτίας της οποίας αυτόματα πραγματώνεται στα δίδυμα ηλεκτρόνια, παρουσιάζοντας αντίθετο σπιν.
                        Ο Αϊνστάιν θέτει το ερώτημα: 
Αν αυτά τα δυο ηλεκτρόνια που εκτοξεύθησαν έχουν απόσταση ετών φωτός, υπακούοντας στους νόμους του εν δυνάμει επιπέδου που αποδέχεται η σχολή της Κοπενχάγης, πρέπει να ανταποκρίνονται αυτομάτως στη διαδικασία μέτρησης.  Δηλαδή τη στιγμή της μέτρησης στο ένα ηλεκτρόνιο, το δίδυμό του σε απόσταση ετών φωτός, θα πρέπει να εκδηλώσει ακαριαία αντίθετο σπιν απ’το άλλο. Ο Αϊνστάιν δείχνει μ’αυτό τον τρόπο, ότι η σχολή της Κοπενχάγης, σ’αυτό το εν δυνάμει επίπεδο του κόσμου, κάνει αποδοχή ακαριαίων αλληλεπιδράσεων, κάτι που αντίκειται στην Θεωρία της Σχετικότητας.  (Αυτό το πείραμα λέγεται ότι πραγματοποιήθηκε με επαρκείς όρους και έδειξε ότι αν δύο κβαντικά αντικείμενα, όπως τα δύο αυτά δίδυμα ηλεκτρόνια, έχουν αλληλεπιδράσει στο παρελθόν και είναι από την ίδια τη γένεσή τους δίδυμα, τότε πράγματι αμφότερα ανταποκρίνονται ακαριαία στην κάθε επίδραση πάνω σε ένα από αυτά).

Άσχετα όμως απ'όλες τις αντιρρήσεις τους ή αν οι αντικειμενιστές θεωρούν την κβαντομηχανική ελλιπή, είναι το μόνο όργανο που διαθέτει η επιστήμη.  Αν ο Μπώμ ή κάποιος άλλος, είχε να προτείνει κάτι χρήσιμο στην έρευνα ξεπερνώντας τα προβλήματα που λέγεται ότι προκύπτουν, όλοι θα έγερναν με χαρά προς τον ντετερμινισμό, αφού όλοι αυτοί οι μεγάλοι επιστήμονες έχουν τραφεί στο τραπέζι του ντετερμινισμού, αλλά φαίνεται ότι βλέπουν άλλα πράγματα στο εργαστήριο.  ΄Ολοι κάνουν κάθε προσπάθεια να περισώσουν ότι είναι δυνατόν, όμως φαίνεται ότι το κβαντικό γίγνεσθαι δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί αντιτερμινιστικά κι ίσως με μία άλλη λογική διαδικασία.
     Ακόμα όμως κι αυτοί που υπερασπίζονται το ντετερμινισμό, φαίνεται ότι έχουν διαφοροποιηθεί ως προς τις κατευθύνσεις τους.  Δεν μπορούν πια να αρνούνται την κβαντομηχανική πρακτική και ψάχνουν για ένα άλλο είδος ορθολογισμού, ίσως πιο ήπιο και εύπλαστο, αυτό δείχνει η επισήμανση του Μπώμ ότι:  «Στη θεωρία του πεδίου, κάθε κίνηση στην κβαντομηχανική περιγράφεται ως δημιουργία-καταστροφή των στοιχειωδών σωματίων. ΄Ετσι κατά τη σκέδαση ενός ηλεκτρονίου προς άλλη κατεύθυνση, θεωρείται περιστατικό που περιγράφεται ως καταστροφή του ηλεκτρονίου σε μια θέση και δημιουργία άλλου σ’άλλη θέση.  Εκεί γενικά η κίνηση ενός ελευθέρου σωματίου, περιγράφεται ως καταστροφή ενός σωματίου σ’ένα σημείο και δημιουργία άλλου-αλλού.  Η κίνηση γίνεται δεκτή σαν μια σειρά θέσεων δημιουργίας-καταστροφής που ως γενικό αποτέλεσμα έχει συγχρόνως την αλλαγή».
    Αυτό είναι κάτι που μας θυμίζει την καταλυτική-συνθετότητα της προσωκρατικής διαλεκτικής, ενώ δεν συμφωνεί με την αριστοτελική λογική και τη νευτώνια αντίληψη, οι οποίες δεν φαίνεται να ταιριάζουν στον κβαντικό κόσμο.   Εκεί η αντικειμενικότητα που είναι το βάθρο όπου στηρίζεται ο ορθολογισμός κι ο ντετερμινισμός δεν βοηθά πια τις λογικές διεργασίες, αφού όπως φαίνεται έχουμε να κάνουμε με έναν κόσμο όπου τα λεγόμενα αντικείμενα δεν είναι σαφώς αντικείμενα μη έχοντας σαφή διαχωρισμό μεταξύ τους, έτσι οι ιδιότητες που τους προσδίδουμε παραδοσιακά πρέπει να “ξανακοιταχτούν”.  Επειδή λοιπόν η ταυτότητα των κβαντικών αντικειμένων βρίσκεται σε συνεχή καταλυτικο-συνθετική διαδικασία έχοντας αντιφατική φύση, η τυπική λογική κι ο ντετερμινισμός εκεί ακυρώνονται. Έτσι στον κβαντικό κόσμο επείγει η χρήση μιας νέας καταλυτικο-συνθετικής διαλεκτικής τυπικότητας. (ο αναγνώστης μπορεί να πληροφορηθεί περί αυτής στην ανάρτησή μου "Διαλεκτική Σκέψη"  thodoroskavasis.blogspot.com)
      Ένας νέος κόσμος αναδύεται, όπου ο βρεταννικός εμπειρισμός, το δίκρανο κι οι μπίλιες του δόκτορος Χιούμ και οι ντετερμινιστικοί συλλογισμοί τύπου Σέρλοκ Χόλμς αδυνατούν να τον περιγράψουν.  Η ταφόπετρα του Αριστοτέλη πάνω στην προσωκρατική διαλεκτική ανασηκώνεται και η διαλεκτική αναδύεται επιτατικά.

        ΜΙΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ

                                            ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ:
 Ο κόσμος είναι ένας κινούμενος και άπειρος…Ο Αναξίμανδρος όρισε, ότι αυτό που Άρχει αλλά συγχρόνως είναι και Στοιχειώδες των όντων, είναι το Άπειρο· και είναι ο πρώτος που έδωσε το όνομα αυτό στην Αρχή· εξ’αιτίας αυτού, η κίνηση είναι αέναη που μέσα της συμβαίνει το Γίγνεσθαι των ουρανών… Οι περί τον Αναξίμανδρο που υποθέτουν ότι οι κόσμοι είναι κατά το πλήθος άπειροι, δέχονται ότι αυτοί γεννώνται και φθείρονται επ’άπειρον και είναι αυτό που θεωρούν αέναη κίνηση.  Διότι χωρίς κίνηση δεν υπάρχει γένεση και φθορά.
                                    ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ:
 Αυτό που αλλάζει, συμφωνεί με τον εαυτό του…
Στον ίδιο ποταμό μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε, είμαστε και δεν είμαστε.
Την ίδια ουσία δεν ξαναγγίζουμε, γιατί όλα γρήγορα και βίαια αλλάζουν, χωρίζονται-ενώνοντας-συστέλλονται-διαστελλόμενα, όχι πριν ή μετά, μα συγχρόνως καταλύονται-συντιθέμενα.    
                               Και ο ΖΗΝΩΝ συμπληρώνει:
 Tο κινούμενο δεν κινείται ούτε εκεί που βρίσκεται, ούτε εκεί που δεν βρίσκεται.

Απ'όλα αυτά εμείς συνάγουμε ότι ο χρόνος ως διάρκεια κι ο χώρος ως έκταση, σε καταλυτικο-συνθετικά γεγονότα, όπως είναι αυτά του μικρόκοσμου και αληθινά του μακρόκοσμου είναι αντιλήψεις αυθαίρετες. Τα γεγονότα αυτά όπως ισχυρίζεται ο Ζήνων, δεν κινούνται αυτά τα ίδια σε κάποιο χώρο, αλλά μέσα στον ίδιο τους τον εαυτό, όντας συνεχώς Άλλα-Αλλού.
       Ο Ηράκλειτος με το παράδειγμα του ποταμού και της καταλυτικο-συνθετικής διαδικασίας του Είναι και των γεγονότων του κόσμου, αλλά και η πρόταση του Ζήνωνα που ενέφερα, μας δείχνουν ότι ο τρόπος που θα μπορούσε να είναι αποδεκτές οι έννοιες του Είναι, του Χρόνου και του Χώρου, σ’αυτές τις διαδικασίες είναι πολύ διαφορετικές απ’ότι νομίζουμε. Ο Χώρος, ο Χρόνος και το Είναι ως Ουσία, συμπίπτουν στο Γίγνεσθαι που κι αυτό ως καταλυτικο-συνθετικό συμπίπτει με το Άπειρο. Έτσι ούτε ο Χρόνος ως διάρκεια, ούτε ο Χώρος ως αφηρημένη έκταση, αλλά ούτε η Ταχύτητα, μπορεί να υπάρξει όπως τα αντιλαμβανόμεθα, αφού όλα καταλύονται-συντιθέμενα και Είναι-μη Όντας.  Επίσης δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ αν η ζεύξη της Σχετικότητας με τη νευτώνια πραγματικότητα από τον Αϊνστάιν είναι απόλυτα νόμιμη, αφού στο κβαντικό επίπεδο του κόσμου μας, ο χρόνος και η "ταχύτητα" των φωτονίων δεν μπορεί να υπάρξει με τον ίδιο τρόπο όπως στον νευτώνιο κόσμο.  Στον κβαντικό κόσμο ο χρόνος είναι η συχνότητα, ενώ αληθινά ταχύτητα δεν υπάρχει αφού τα κβαντικά αντικείμενα είναι συνεχώς Άλλα-Αλλού.

Όπως προσπάθησα να δείξω και έχει ήδη φανεί, η Διαλεκτική δεν είναι αποκλειστικά «η Λογική του Όλου», αφού μπορεί συγχρόνως να είναι η αληθινή Λογική του περιστασιακού, ούτε θεωρείται μια «υπερλογική δύναμη»*, όπως ισχυρίζεται ο κ, Δημητράκος που εξομοιώνει τη διαλεκτική με αυτήν του Χέγκελ. Η διαλεκτική είναι η λογική που αντιστοιχεί με την ίδια την πραγματικότητα, που είναι τόσο περιστασιακή όσο οικουμενική.  Είναι λοιπόν νόμιμο και αναγκαίο να οργανωθεί μια νέα Διαλεκτική Λογική που να είναι μακριά από την εγελιανή και να αντιλαμβάνεται τον κόσμο και τα πράγματα ως γεγονότα τα οποία βρίσκονται σε συνεχές καταλυτικο-συνθετικό γίγνεσθαι.  Αυτή η καταλυτικο-συνθετική αντίληψη περί του κόσμου και των όντων μπορεί να δώσει θεμελιακό βάθρο πάνω στο οποίο να πατήσει μια νέα διαλεκτική καταλυτικο-συνθετική μέθοδος, όπου η «αρχή της ταυτότητας» θα πρέπει να μεταμορφωθεί σε «αρχή της (καταλυτικο-συνθετικής) αντιφατικής ταυτότητας» και η «αρχή της αιτιότητας» σε «αρχή της αμφίδρομης αιτιότητας». Βέβαια ένα τέτοιο εγχείρημα είναι πολυσύνθετο, αλλά αναγκαίο για να μπορεί η Λογική να περιγράφει τον κόσμο όπως είναι, δηλαδή αντιληπτός μετά τη «θεωρία της σχετικότητας» και την «κβαντική θεωρία». (Ο αναγνώστης μπορεί να ενημερωθεί περί αυτού στην ανάρτησή μου thodoroskavasis, blogspot. com και στην εργασία μου περί «Διαλεκτικής σκέψης»,  στο μέρος περί «Διαλεκτικής Λογικής» όπου προτείνεται «η αντιφατική μοναδολογία και η καταλυτικο-συνθετικήΔιαλεκτική».
*Υπερλογικός μπορεί παράγματι να θεωρηθεί ο ορθολογισμός, αφού υπερβαίνει την εμπειρική πραγματικότητα αποδεχόμενος την ύπαρξη Καθαυτού κόσμου και αναλλοίωτων στοιχειωδών εσχάτων.

                     ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΚΑΙ Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Δεν είναι κρυφό ότι ο κ. Δημητράκος ως απώτερο σκοπό του έχει την πολεμική κατά σοσιαλισμού κι έτσι η διαλεκτική τον αφορά ως ουσία της μαρξιστικής σκέψης. Γι'αυτό κι εγώ ως κομμουνιστής νιώθω την ανάγκη να υπερασπιστώ τον μαρξισμό και τον σοσιαλισμό ως θεωρία και πρακτική, αφού νομίζω ότι η κριτική που ασκεί είναι επιδερμική).
      Ο μαρξισμός πολύ σωστά δέχτηκε την αντιφατικότητα του Νοείν σε αντιστοιχία με την αντιφατικότητα του Είναι, (της πραγματικότητας, της φύσης).  Όμως κανείς μέχρι τώρα δεν επεσήμανε ότι η αντιφατικότητα του νοείν στον Χέγκελ έντεχνα και με επιμονή, μολονότι ονομάζεται έτσι, επανειλημμένα και μεθοδικά μέσω του τριαδικού συστήματος “Θέση, Αντίθεση, Σύνθεση” μετατρέπεται σε αντιθετικότητα.  Από τον Χέγκελ λοιπόν και μετά η αντιφατικότητα και η αντιθετικότητα συγχέονται δημιουργώντας απύθμενη ασυνενοησία περί διαλεκτικής. Πατώντας πάνω σ’αυτή τη σύγχυση, ο κ. Δημητράκος κάνει ένα κριτικό ταξίδι στη εγελιανή διαλεκτική και τον μαρξισμό, χρησιμοποιώντας και προτάσεις ηχηρών αλλά υπερτιμημένων ονομάτων της φιλοσοφίας οι οποίοι παγιδευμένοι ασυνείδητα ή όχι στον ιδεαλισμό του Χέγκελ έχουν χαθεί στο λαβύρινθο της μεγαλειώδους και υπερβασιακής του σύγχυσης.  Μιας σύγχυσης που διέλυσε την έννοια της διαλεκτικής σκέψης, δίνοντας όμως τη δυνατότητα σε μια σειρά φιλοσόφων να βρούν τόπο διαλογικής δραστηριότητας.   Κάποιοι απ’αυτούς, -οι φίλοι-, ακολούθησαν εναλλακτικούς δρόμους, ενώ άλλοι, -οι εχθροί-, αποκάλυπταν με τυμπανοκρουσίες κάθε τόσο και έναν καινούριο θάνατο της  διαλεκτικής.
      Τονίζω ότι όλη η φιλολογία κάποιων σύγχρονων φιλοσόφων "περί δυνατότητας εφαρμογής της διαλεκτικής λογικής μόνο στο κοινωνικό γίγνεσθαι και όχι στη φύση" είναι ανόητη αφού η διαλεκτική γεννήθηκε από την ερμηνεία του Γίγνεσθαι στη φύση.  Δηλαδή μόνον έτσι το Γίγνεσθαι ως αληθινό και όχι ως φαινομενικό μπορεί να είναι δυνατό. Αντίθετα το κοινωνικό γίγνεσθαι μπορεί να λειτουργεί περιστασιακά και ορθολογικά αλλά εμείς οι διαλεκτικοί, πολύ σωστά, θέλοντας να το εναρμονίσουμε με το γίγνεσθαι της φύσης, οργανώνουμε εξελίσσοντας συνεχώς τη μαρξιστική θεωρία με το διαλεκτικό γίγνεσθαι.  Τονίζω το "συνεχώς" γιατί κανείς δεν είναι μάγος ή προφήτης, κι έτσι ένα μελλοντικό πρόγραμμα πρέπει συνεχώς να πατά στην εξελισσόμενη πραγματικότητα.
     Υπάρχει η συνήθεια από αστούς δημοκράτες να κρίνουν την μαρξιστική θεωρία από ορθολογική σκοπιά. Επειδή όμως ο μαρξισμός στηρίζεται στη διαλεκτική της φύσης, ως σύστημα είναι πολύ διαφορετικά δομημένο. Έτσι όλη αυτή η περίτεχνη πραγματεία περί της χρεοκοπίας της Μαρξιστικής διαλεκτικής στο κοινωνικό γίγνεσθαι που επιχειρεί ο κ. Δημητράκος, παραμερίζει πολλές απ’τις βασικές παραμέτρους και “μηχανισμούς” της, όπου ακριβώς επάνω πρέπει να γίνει η κριτική.  Το κοινωνικό γίγνεσθαι δεν αφορά μόνο την οικονομία, αλλά την ισονομία και τη δυνατότητα ισότιμης συμμετοχής των ατόμων στο κοινωνικό γίγνεσθαι (κάτι που δεν υπάρχει στη φύση αλλά ο μαρξισμός προτίθεται να κάνει αλλάζοντας τον κόσμο).   Αυτό θα πει ότι ο Μαρξ δεν συνέλαβε τη θεωρία του για να δείξει ότι το κεφάλαιο κάποια στιγμή θα χρεοκοπήσει, αλλά για να δικαιολογήσει ότι επειδή οι κοινωνικές σχέσεις των ατόμων μέσ'τον καπιταλισμό είναι άδικες, τίθεται ηθικό και πολιτισμικό θέμα ότι πρέπει να αλλάξουν, και επειδή σύμφωνα με την αντίληψή του για το «Κεφάλαιο», ο καπιταλισμός νομοτελειακά θα καταρρεύσει, είναι δυνατή επιστημονικά αυτή η αλλαγή.  Η κριτική λοιπόν στο μαρξισμό δεν πρέπει να είναι μια τυπική ορθολογικότητα με όρους μόνο οικονομικούς, αλλά και ηθικο-πολιστιμικούς οι οποίοι αντιστοιχούν σε ένα άλλο είδος Λογικής, πολιτικής οικονομίας, -διοίκησης και δημοκρατίας-. Αυτοί οι ηθικο-πολιτισμικοί παράγοντες που άλλαξαν τη φεουδαρχία σε αστική δημοκρατία, μπορούν να αλλάξουν, μετατρέποντας και την αστική δημοκρατία σε σοσιαλισμό, όταν οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες το επιτρέψουν.   Οι προσπάθειες να ορθωθεί ένα τέτοιο σύστημα δεν απέδωσαν ακόμη, ίσως γιατί οι οικομικο-πολιτισμικές συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει.

Για να κρίνω την εργασία του κ.Δημητράκου περί διαλεκτικής, μαρξισμού και σοσιαλισμού, θα πρέπει να προσδιορίσουμε συνοπτικά “τι είναι αληθινά ο σοσιαλισμός”, αφού όλοι τον συγχέουν με το αποτυχημένο κρατικο-μονοπωλιακό “πείραμα” της ονομαζόμενης “Σοβιετίας”.  Μέσα από κει θα βγει το γίγνεσθαι της διαλεκτικής του μαρξισμού ως φιλοσοφία πολιτικο-οικομικού ήθους, φωτίζοντας και τις αρνητικές παρατηρήσεις του κ. Δημητράκου.
      Στις όποιες εκ των προτέρων ενστάσεις του αναγνώστη για μια τέτοια συζήτηση, λόγω της χρεοκοπίας του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, δεν πρέπει ο αναγνώστης να ξεχνά κάτι που θα δείξω στη συνέχεια, ότι αυτό δεν ήταν σοσιαλισμός αλλά μια αποτυχημένη προσπάθεια η οποία μπορεί να μας οδηγήσει στην αποφυγή λαθών στο μέλλον, άρα δεν ήταν μάταια.  Επίσης προτείνω να φέρει στο νου του και την παγκόσμια κόλαση που μας έχει φέρει το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, που έχουμε την τιμή και τη δυστυχία να διάγουμε τώρα.  Δηλαδή αυτό που διάγουμε τώρα είναι αποτέλεσμα αληθινού καπιταλισμού, ενώ η “κόλαση” του λεγόμενου “υπαρκτού σοσιαλισμού” ήταν ουσιαστικά άσχετη με τον αληθινό σοσιαλισμό.  Ο λεγόμενος “υπαρκτός σοσιαλισμός” σχετίζεται τόσο με το σοσιαλισμό, όσο η εφαρμογή του χριστιανισμού με τη διδασκαλία του Ιησού.
      Δεν μπορώ όμως να μην βάλω στη σωστή θέση την κριτική του κ.Δημητράκου για τους Στάλιν και Μάο: η διαλογική τυπικότητα βρετανικού τύπου που επιχειρεί είναι πολύ πτωχούλα για την ερμηνεία ή την κριτική της διαλεκτικής σκέψης. Επίσης η παρατήρηση του κ. Δημητράκου για το άτοπο της υποστήριξης του Στάλιν ότι "οι μποσλεβίκοι είναι υπέρ του μαρασμού του κράτους μα συγχρόνως υπέρ της δικτατορίας του προλεταριάτου", δείχνει ότι ο κ. Δημητράκος εκτός του ότι δεν είναι σωστά ενημερωμένος, δεν έχει αντιληφθεί ή σκόπιμα παραβλέπει τους μηχανισμούς της διαλεκτικής σκέψης.
     Σύμφωνα με τον μαρξισμό η “δικτατορία του προλεταριάτου” είναι μια αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου υπό την εξουσία της εργασίας. Είναι λοιπόν μια εξελικτική διαδικασία κατάργησης του χρήματος και της εξουσίας. Δηλαδή στο τέλος της εξελικτικής πορείας δημοκρατίας-δικτατορίας-εργασίας-κεφαλαίου, η οποία υπό την εξουσία της εργατικής τάξης είναι ο σοσιαλισμός, (και που οι κομμουνιστές λένε με το όνομά της "Δικτατορία του Προλεταριάτου"), υποθετικά θα έχουμε κομμουνισμό όπου η εξουσία και μαζί της το κράτος και όλα τα πολιτικά κόμματα θα έχουν μαραθεί.   Επειδή όμως έτσι συνοπτικά ο προκατειλημμένος αναγνώστης δεν θα το αντιληφθεί, είμαι υποχρεωμένος να παρουσιάσω όλη τη διαδικασία ανάλυσης της αντιφατικής σχέσης δημοκρατίας-δικτατορίας στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
      Θα παραλείψω λοιπόν την κριτική των συγκεκριμένων συλλογισμών του κ. Δημητράκου περί σταλινισμού και μαοϊσμού, αφού ο αναγνώστης θα μπορεί να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.  

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ:
Οι προτάσεις που θα περιληφθούν στο μέρος αυτής της εργασίας, είναι περιρρέουσες κι αποδεκτές στην μαρξιστική σκέψη, αλλά ως ένα μεγάλο μέρος ξεχασμένες και παραμερισμένες από θέσεις «νεωτερικές» που έχουν προταθεί ως «εξέλιξη» του μαρξισμού. Εδώ γίνεται ένας συνοπτικός επαναπροσδιορισμός τους, με έμφαση στην διαλεκτική υλιστική τους υπόσταση που καί αυτή πια είναι σχεδόν παραμερισμένη, ξεχασμένη και «ανανεωμένη» από τους «ευρωμαρξιστές».

ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Κάθε κοινωνικό σύνολο αποτελείται από ταξικές ομάδες και στρώματα των οποίων τα συμφέροντα δεν είναι μόνο διαφορετικά, αλλά πολλές φορές είναι αντίθετα και συγκρούονται. Έτσι τυπικά οι νόμοι σε κάθε χώρα έχουν σκοπό να ρυθμίσουν τις σχέσεις των κοινωνικών ομάδων που έχουν διαφορετικά συμφέροντα.  Όμως οι ομάδες που έχουν κοινά συμφέροντα, οργανώνονται σε τάξεις και προσπαθούν να θεσμοθετούν νόμους που προωθούν τις επιδιώξεις τους.  Στην προσπάθειά τους αυτή υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός.΄Οποια τάξη καταφέρει να υπερισχύσει, δηλαδή να πάρει την εξουσία, οργανώνει σύστημα λειτουργίας με το οποίο οριοθετεί τις δραστηριότητες των ατόμων μέσα στο σύστημα, αλλιώς αυτά απωθούνται βίαια στο περιθώριο. Το σύστημα που η κάθε τάξη νομοθετεί και ασκεί εξουσία τ’ονομάζει δημοκρατία, αφού οι όροι που το κάνουν να λειτουργεί, είναι ίδιοι για όλα τα άτομα του συνόλου (χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν το ταξικό πλαίσιο κι οι μηχανισμοί, που είναι το κράτος, κι οι οποίοι εγγυούνται την λειτουργία και την άμυνα του συστήματος).  Μολονότι οι όροι κάθε δημοκρατίας είναι ίδιοι για όλους τους πολίτες ως άτομα, κάθε νόμος που ευνοεί μια τάξη, το κάνει έτσι που να είναι σε βάρος των άλλων τάξεων ή κάνει την κατάσταση αυτών που έχουν διαφορετικά ταξικά συμφέροντα δυσμενέστερη. Το σύστημα λοιπόν αυτό το οποίο λέγεται δημοκρατία, είναι τόσο πιο δημοκρατικό για την τάξη που κυβερνά, όσο πιο δικτατορικό για τις τάξεις και τα ταξικά στρώματα που δεν συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας.
     Το αστικοδημοκρατικό σύστημα, που θεωρείται απ’τους φίλους του συνώνυμο της δημοκρατίας, έχει κι αυτό αντιφατική φύση.   Είναι τόσο πιο δημοκρατικό για την αστική τάξη, όσο πιο δικτατορικό είναι για τη εργατική τάξη. Ενώ οι όροι λειτουργίας αυτού του συστήματος φαίνονται δίκαιοι και τυπικά όλοι μπορούν, σύμφωνα με το νόμο, να συμμετέχουν στη λειτουργία αυτής της δημοκρατίας ή τουλάχιστον να έχουν ίσα δικαιώματα κι υποχρεώσεις, στην πράξη υπάρχει ένας παράγων που τα ρυθμίζει όλα με το δικό του τρόπο. Ο παράγων αυτός είναι το χρήμα, που μ’αυτό κάποιος μπορεί να συμμετέχει παντού ενώ χωρίς αυτό πουθενά.   Οι άνθρωποι λοιπόν σ’αυτή τη δημοκρατία δεν είναι ίσοι, άλλοι γεννιώνται δούλοι κι άλλοι ελεύθεροι. Ο γεννημένος φτωχός είν'αδύνατον ν'ανταγωνιστεί τον γεννημένο πλούσιο, στον αγώνα για ισότιμη κοινωνική συμμετοχή και κοινωνική καταξίωση. Το κοινοβούλιο είναι «απαγορευτικό» για τον εργάτη, αφού χρειάζονται πάρα πολλά λεφτά και γνωριμίες για να προβληθούν οι απόψεις του από τα «μέσα ενημέρωσης».  Και αν οι εργαζόμενοι καταφέρουν να προβάλλουν κάποιους οι οποίοι να προωθούν τα συμφέροντά τους μέσα στο αστικό κοινοβούλιο δεν διασφαλίζονται, αφού οι αντίπαλοί τους, άνθρωποι του χρήματος, θα μπορούν να τους εξαγοράζουν ή να κρίνουν παράνομους αυτούς που δεν εξαγοράζονται ή δεν κινούνται στα «νόμιμα» πλαίσια που τους έχουν καθορίσει. Ακόμα αν οι εργαζόμενοι επιτύχουν να οργανωθούν, έτσι που να μπορέσουν κάποτε να πάρουν την εξουσία με τους όρους που έχει θέσει η αστική τάξη, δεν θα τους επιτραπεί.  Το αστικό κράτος έχει μηχανισμούς «προστασίας» των θεσμών που σε κάθε τέτοια περίσταση επεμβαίνει «δικαίως» αφού η εργατική τάξη παίρνοντας την εξουσία είναι φυσικό να θέλει την αλλαγή όλων των οικομοτεχνικών δομών, του πολιτισμικού εποικοδομήματος και των μηχανισμών προστασίας των θεσμών.  Δηλαδή όπως ορίζει ο Λένιν στο «Κράτος και Επανάσταση» θέλει ένα ριζικά άλλο είδος κρατικού μηχανισμού.
     Η δημοκρατία λοιπόν είναι ένα αντιφατικό γεγονός γιατί η κοινωνία έχει αντιφατική φύση. Δεν μπορεί να υπάρξει κεφάλαιο χωρίς μισθωτή εργασία, ούτε μισθωτή εργασία χωρίς κεφάλαιο, αυτά όμως έχοντας αντίθετα συμφέροντα, συγκρούονται κιόλας.
     Αντίθετα η εργατική τάξη έχει να προτείνει τη δική της δημοκρατία που λέγεται ανάλογα προλεταριακή ή λαϊκή. Εκεί το κοινοβούλιο είναι διαφορετικό και αποτελείται από εκπροσώπους των σωματίων των εργαζομένων που αναπάσα στιγμή είναι ανακλητοί για να μην εξαγοράζονται και να ελέγχεται η τιμιότητα κι η αξία τους. Ο αριθμός των εκπροσώπων θα εξαρτάται απ’το ποσό των μελών των σωματείων. Π.χ οι εργάτες μετάλλου που ίσως είναι περισσότεροι απ’τους ξυλουργούς θα έχουν περισσότερους εκπροσώπους. Οι βιοτέχνες ή κάποιοι εργοστασιάρχες ή εφοπλιστές, σε μια λαοκρατική εξουσία μπορεί να μην έχουν κανέναν γιατί δε θα τους «παίρνει το μέτρο». Αυτοί αν θέλουν να  εκπροσωπηθούν, πρέπει να συνασπιστούν μεταξύ τους. Αυτό είναι δημοκρατικότατο και πολύ φυσικό από την πλευρά της Λαϊκής Δημοκρατίας, αφού οι εκπρόσωποι εκλέγονται ανάλογα με την ποσότητα των εργαζομένων, δηλαδή των ενεργών μελών της κοινωνίας.  Από την πλευρά των αστών όμως αυτό είναι απαράδεκτο, γιατί η ανθρώπινη υπόσταση με μόνο το ένδυμα του εργαζομένου δεν περιέχει όλη την αξία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος κατά την αστική αντίληψη βαραίνει μαζί με την περιουσία του και τη συμμμετοχή του στη διακίνηση του χρήματος μέσα στο σύστημα.  Έτσι αυτό που θεωρείται δημοκρατία για τους εργαζομένους, είναι στυγνή δικτατορία για τους αστούς και τ’αντίθετο. Όταν λοιπόν μιλάμε για αστική δημοκρατία, εννοούμε τη δημοκρατική-δικτατορία των αστών, ενώ όταν μιλάμε για λαϊκή δημοκρατία, εννοούμε τη δημοκρατική-δικτατορία του λαού κι όταν μιλάμε για δικτατορία του προλεταριάτου, εννοούμε τη δημοκρατική-δικτατορία των εργατών.
      Η δημοκρατία και η δικτατορία συνιστούν αντιφατική σχέση, που ενώ το ένα γεννά τ’άλλο, συγχρόνως το μάχεται και το αναιρεί κιόλας. Στην περίπτωση της δημοκρατικής δικτατορίας των αστών, αληθινά έχουμε τη δημοκρατία και την εξουσία του χρήματος.   Εκεί οι άνθρωποι αληθινά ψηφίζουν στις τράπεζες και στο χρηματιστήριο με τα λεφτά τους και την κίνηση κεφαλαίων μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι.  Χωρίζονται σ’αυτούς που όταν «εργάζονται» κινείται το χρήμα και σ'αυτούς που εργάζονται όταν κινηθεί το χρήμα. Όλοι οι άλλοι βρίσκονται στο περιθώριο και μια επένδυση μπορεί να τους ξεθεμελιώσει αν το κομπιούτερ της τράπεζας δεν τους υπολογίσει.   Αυτό υπολογίζει μόνον ότι μπορεί να αποφέρει κέρδος.  Αντίθετα στην περίπτωση της δημοκρατικής-δικτατορίας του λαού έχουμε τη δημοκρατία και την εξουσία της εργασίας, όπου οι άνθρωποι αληθινά ψηφίζουν με τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων, στο χώρο της υλικής και πνευματικής παραγωγής.
      Αν την εξουσία έχει το χρήμα κι η εργασία είναι υπηρέτης στην παραγωγή κέρδους έχουμε καπιταλισμό, αν την εξουσία έχει η εργασία και το χρήμα είναι υπηρέτης της εργασίας, για τη διακίνηση των προϊόντων, έχουμε σοσιαλισμό.
      Ο άνθρωπος οργανώνοντας την ζωή του και εξελισσόμενος, το αποτέλεσμα της δουλειάς του που θα μπορούσε ν’αποθηκευθεί, μετέτρεψε σ’εμπόρευμα κι εμπορεύματα που θεωρούντο μεγάλης και διαρκούς αξίας μετέτρεψε σε μέσο συναλλαγής δηλαδή χρήμα. Έχουμε μια πορεία εξέλιξης απ’την εργασία στο προϊόν, απ’το προϊόν στο εμπόρευμα κι απ’το εμπόρευμα στο χρήμα. Ως εκεί ήταν μια φυσιολογική εξέλιξη, που με κάποιο τρόπο εξυπηρέτησε τις ανάγκες του ανθρώπου. Απ’τη στιγμή όμως που το χρήμα γίνεται κεφάλαιο φανερώνει την αντιφατική του φύση: απ'τη μια υπηρετεί το προϊόν κι απ'την άλλη το υποδουλώνει.  Ο κεφαλαιούχος σιγά-σιγά αποκόπτεται απ’τη συγκεκριμένη παραγωγική δραστηριότητα κι έτσι το χρήμα απελευθερώνεται απ’την παραγωγή.  Δεν έχει μοναδικό σκοπό την εξυπηρέτηση του παραγωγού αλλά τον μετατρέπει σε υπηρέτη της κερδοσκοπικής διαδικασίας και καπιταλιστικής ευφορίας.
    Η απελευθέρωση του χρήματος γεννά την ανάγκη του χρηματιστηρίου. Το χρήμα που γεννήθηκε για την υπηρεσία του προϊόντος και της εργασίας, τελικά τα υποτάσσει και το χρηματιστήριο που γεννήθηκε για να υπηρετεί το χρήμα, τελικά το υποτάσσει.  Το στάδιο που όλες οι οικονομικές, παραγωγικές και πολιτισμικές δραστηριότητες έχουν υποταχτεί στο κέρδος ως Καθαυτό, δηλαδή στο χρηματιστηριακό κεφάλαιο, έχουμε ιμπεριαλισμό.
     Καμιά δραστηριότητα δεν ενεργοποιείται, αν δεν αφήνει ένα προϋπολογισμένο κέρδος, άσχετα αν είναι κοινωφελής ή όχι.  Ακόμα όποια δραστηριότητα αφήνει κέρδος είναι δυνατή αν μπορεί να παρουσιάζεται ως νομότυπη ή δεν προβλέπει κάποιος νόμος την τιμωρία της.  Από κει και πέρα η ελεύθερη αγοροπωλησία, «ο νόμος της προσφοράς και ζήτησης» τα ρυθμίζει όλα. Τα «μέσα ενημέρωσης» κι ειδικά η τηλεόραση, που καί αυτή λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο, δεν παρέχει υπηρεσίες αν δεν αφήνουν κέρδος. Φροντίζει να υπηρετεί αυτούς που πληρώνουν.  Βασικό καθήκον κι έσοδό της έχει τη διαφήμηση, δηλαδή τη διαμόρφωση από την παιδική ηλικία αγοραστών και καταναλωτών.  Έτσι η τέχνη που έχει σκοπό την διαμόρφωση κοινωνικού ήθους, στην εποχή του ιμπεριαλισμού, ως διαφήμηση, έχει καθήκον να καλλιεργεί την καταναλωτική απληστία. Όποια δραστηριότητα δεν προσφέρει στην ανάπτυξη και τη λειτουργία του συστήματος ή δεν μπορεί να γίνει δελεαστικό προϊόν, δηλαδή εμπόρευμα, μένει στο περιθώριο φυτοζωώντας. Ακόμα πάρα κάτω, ο ιμπεριαλισμός γνωρίζοντας, ότι η πολιτισμική ανάπτυξη των λαϊκών μαζών γεννά ρεύματα αντίστασης, κάνει ότι του είναι δυνατό, να διαστρέψει το πολιτισμικό ήθος του λαού. Πνίγει λοιπόν τα μέσα ενημέρωσης και τους χώρους επικοινωνίας με αντιπολιτισμικά και αντιαισθητικά εκτρώματα, φημώνοντας κάθε πολιτισμική προσπάθεια, προωθώντας έτσι την βαρβαρότητα.
     Ο ιμπεριαλισμός είναι αντίθετος σε κάθε οραματισμό, μια που η αυτοκρατορία του κέρδους υπάρχει ως πραγματικότητα.  Εκεί το κέρδος είναι μια οντότητα που ζούμε και πεθαίνουμε κρατώντας την ζωντανή.  Είναι η ανώτατη ιδέα, όπου περνώντας σαν τη φωτιά τα καίει όλα, αναλώνοντας τα πάντα μέσα της για να μπορεί να ζει και θα πάψει να υπάρχει μόνον όταν θα τα έχει κάψει όλα.  Γι’αυτό, οι νέοι θεωρητικοί του ιμπεριαλισμού μιλούν για το τέλος της ιστορίας, αφού με την έννοια που αυτοί την αντιλαμβάνονται, η ιστορία κάνει πλέον φαύλους κύκλους, επαναλαμβάνοντας τον τετελεσμένο εαυτό της, έχοντας φτάσει στην ολοκλήρωσή του αστικού οράματος.
    Κάθε δημοκρατική παροχή σε κάποιο κοινωνικό στρώμα είναι φυσικό να καταπιέζει περισσότερο τα στρώματα, που δεν την απολαμβάνουν. Αυτός ο νόμος θα ήταν ολοφάνερος αν δεν υπήρχε η αντιφατική σχέση ιμπεριαλισμού και εξάρτησης.  Στις χώρες που βρίσκονται στην κορυφή του ιμπεριαλιστικού σχήματος, είναι δυνατόν να γίνονται παροχές από την άρχουσα τάξη στις τάξεις που την ανταγωνίζονται, στέλνοντας τον δικτατορικό τους αντίποδα έξω απ’τη μητρόπολη, στις εξαρτημένες οικονομικά χώρες.  Έτσι μπορεί να γίνεται λόγος για μια δημοκρατία, που το βρώμικό της πρόσωπο δεν το βλέπουν τα κατώτερα στρώματα της χώρας αυτής, γιατί είναι κολλημένο στη μούρη κάποιων κολασμένων σε κάποια άλλη χώρα μακρινή.
     Εδώ έχουμε μια ταξική συμμαχία που μπορεί να υπάρχει, όσο ο λαός της εξαρτημένης χώρας υπομένει το ζυγό. Από τη στιγμή που η εξαρτημένη χώρα ενεξαρτοποιείται ή μπαίνει στην εξάρτηση άλλης χώρας, ο δικτατορικός αντίποδας μετατίθεται, μπαίνοντας σταδιακά στη μητρόπολη.  Η μητρόπολη κάτω απ’την πίεση των κοινωνικών ταραχών και των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, ψάχνει τρόπο με πολέμους ή οικονομικούς εκβιασμούς να πάρει πίσω τη θέση της στην πυραμίδα της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας.
     Η δύναμη και ο πλούτος, είναι αυτό που μπορεί να δικαιώσει κάθε ενέργεια, άσχετα πόσο ανήθικη είναι από τη «φιλοσοφία» του ιμπεριαλισμού.  Έτσι ο πόλεμος και οι καταστροφές, η σπατάλη της ενέργειας και των υλών, είναι το αποτέλεσμα του ιμπεριαλισμού επειδή δεν μπορεί να φρενάρει τον ανταγωνισμό, απειλώντας τον κόσμο με καταστροφή.  Έχει λοιπόν και ο ιμπεριαλισμός την αδυναμία του εκεί που βρίσκεται η δύναμή του. Ο ανταγωνισμός ο οποίος είναι το βάθρο πάνω στο οποίο οικοδομεί την εντατικοποίηση για να προωθείται οικονομικά, είναι και η αδυναμία του να φρενάρει το κατρακύλισμα στην οικολογική καταστροφή και την ηθική και οικονομική εξαθλίωση του ανθρώπου.
      Στο παίγνιο του ιμπεριαλισμού, κυρίαρχος είναι αυτός που βρίσκεται στην κορυφή, ελέγχοντας το χρηματιστήριο και τους εξοπλισμούς.  Ελέγχοντας όμως το χρηματιστήριο πνίγει το ίδιο το σύστημα. Όπως κάθε τι έτσι και ο ιμπεριαλισμός συνίσταται από αντιφάσεις, οι οποίες από τη μια τον ωθούν και από την άλλη είναι η αιτία του θανάτου του.  Ο άκρατος ανταγωνισμός γεννά τον ατομικισμό που καταλήγει στη θεοποίηση του κέρδους και την παντοδυναμία του χρηματιστηρίου.  Αυτό το πνεύμα είναι υπερεθνικό, ενώ συγχρόνως είναι νεοεθνικό. Ο εθνικισμός δεν μπορεί χωρίς ιμπεριαλισμό, αλλά στο ανώτατο στάδιό του θέλει να τον υπερπηδήσει.  Θέλει τον έλεγχο του χρηματιστηρίου, ενώ η «υγιής» ιμπεριαλιστική οικονομία θέλει το χρηματιστήριο υπερεθνικό, όμως ο ανταγωνισμός που γεννά καί τον ιμπεριαλισμό καί την αξία του χρηματιστηρίου, θέλει το χρηματιστήριο υποταγμένο στη χώρα που βρίσκεται στην κορφή των εξοπλισμών.   Η εγγενής αυτή αντίφαση θα είναι πάντα η αιτία κάποιας σύγκρουσης, που θα κρέμεται πάνω στο κεφάλι της ανθρωπότητας σαν «δαμόκλειος σπάθη».  Ο ιμπεριαλισμός συσσωρεύει ισχή απ’την καταπίεση των λαών και θρέφεται από τις αντιθέσεις, γι’αυτό επιζητά την αδικία και την συντηρεί.  Κάθε προσπάθεια για την οικοδόμηση οικονομικού μοντέλου που δεν υπακούει στην ιεραρχία του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού σχήματος είναι φυσικό να ποδοπατείται άγρια αφού ο ανταγωνισμός είναι η φύση του ιμπεριαλισμού.  Επιζητεί τη βία χρησιμοποιώντας όλες τις αιτίες που του δίνονται και όταν δεν έχει αρκετές, τις γεννά αυτοσπαρασσόμενος.
      Ο ιμπεριαλισμός απορρίπτει κάθε ανθρωπιστικό όραμα στη φιλοσοφία και την τέχνη, υπακούοντας μόνο στο νόμο της ζούγκλας, όπου ο ισχυρός καρασπαράσσει τον αδύναμο πολλές φορές χωρίς επαρκή αιτία.     
      Αντίθετα ο σοσιαλισμός «έχει διαφορετική άποψη» από τον ιμπεριαλισμό. Στο σύστημα αυτό, το χρήμα είναι μέσο συναλλαγής και υπηρέτης  της εργασίας.  Απώτερος σκοπός του σοσιαλισμού είναι ότι ολοκληρώνοντας την πορεία του, δηλαδή φτάνοντας στο στάδιο του κομμουνισμού, να καταργήσει το χρήμα αφού δεν θα χρειάζεται πιά.  Δεν θα υπάρχουν πλέον διακρίσεις οι οποίες θα μπορούν να εκφραστούν με το χρήμα, κι έτσι δεν θα χρειάζονται κόμματα να τις εκπροσωπούν.
      Στο σοσιαλισμό το χρήμα λογίζεται σαν συσσωρεμένη ανθρώπινη εργασία που είναι αφηρημένη και ιδεατή, εκεί ο άνθρωπος δεν χρησιμοποιείται σαν μέσο για την αναπαραγωγή του χρήματος, αλλά το χρήμα χρησιμοποιείται σαν μέσον για την εξυπηρέτηση του ανθρώπου. Δηλαδή χρησιμοποιείται σε επενδύσεις που δεν έχουν αυτοσκοπό το κέρδος, αλλά την δημιουργία εξελίξεων για την ανάπτυξη πολιτισμικού πλαισίου που να προωθεί την κατάργηση κάθε διάκρισης και τελικά του χρήματος που είναι η διάκριση γυμνή.  Κι αυτό το σύστημα έχει την αδυναμία του εκεί που βρίσκεται η δύναμή του.  Έχοντας σαν όραμα να οδηγεί τον άνθρωπο σε μια κοπιαστική ανοδική πορεία, ξεφεύγει από την πεπατημένη των ανταγωνισμών και του κέρδους, έχοντας απέναντί του το αντίθετό του, τον ιμπεριαλισμό που είναι ο κατηφορικός δρόμος όπου όλα πορεύονται σαν το νερό στ’αυλάκι προς την καταστροφή.
     Ο σοσιαλισμός επιχειρεί το νέο, το σωτήριο για την ανθρωπότητα, που είναι το δύσκολο. Ο δρόμος της ποιοτικής ανόδου, της προσφοράς, της αυτοθυσίας, της ισότητας, της λιτότητας και όλων των ιδιοτήτων που θέλουν παιδεία και πολιτισμό, είναι αντίθετος με τον δρόμο της απληστίας, της αρπαγής, της σπατάλης, της χυδαιότητας και της εκμετάλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ο ένας δρόμος απαιτεί απ’τον δυνατό σεβασμό και προσφορά προς τον αδύναμο, ενώ ο άλλος επιτάσσει την εκμετάλευσή του αδυνάτου από τον δυνατό, αν θέλει να επιβιώσει ή αν θέλει να ενισχύσει τον αδύναμο. Στην περίπτωση του ιμπεριαλισμού, άσχετα αν ωφελείται ο κόσμος ή όχι, «η οικονομία πρέπει να προοδεύει». Εκεί κάθε επένδυση θα γίνει μετά από προσεκτική εκτίμηση και μηχανογραφικούς υπολογισμούς αν αποφέρει το προϋπολογισμένο κέρδος, άσχετα αν είναι για το καλό του ανθρώπου ή όχι και ποιές επιπτώσεις θα έχει στο περιβάλλον.  Αντίθετα, στην περίπτωση του σοσιαλισμού, οι δραστηριότητες δεν πρέπει να έχουν αποκλειστικό γνώμονα το κέρδος, αλλά να σχοινοβατούν ανάμεσα στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη. Αν η οικονομία μεγαλώνει εις βάρος του πολιτισμού, γεννώνται αντιθέσεις που τη λύση θα δώσει η παλινόρθωση του καπιταλισμού.  Αν η πολιτισμική ανάπτυξη γίνεται εις βάρος της οικονομίας, δημιουργούνται οι αντιθέσεις που θα έχουν αποτέλεσμα την κατάρευση της οικονομίας. Τότε το σύστημα είναι ευάλωτο στον ανταγωνισμό που ασκεί ο ιμπεριαλισμός, άρα δεν μπορεί να αντισταθεί τις οικονομικές και πολεμικές του προκλήσεις.  Έτσι φαίνεται ότι ο αγώνας του σοσιαλισμού ενάντια στον ιμπεριαλισμό είναι άνισος αν δε ληφθεί υπόψιν ένας άλλος παράγοντας: Ενώ ο άνθρωπος κουράζεται απ'τη συνεχή πολιτισμική επαναστατική πορεία που είναι ανοδική, ξέρει ότι θα τον ελευθερώσει από την βαρβαρότητα και την ανοησία που θέλει τον άνθρωπο δούλο του κέρδους και την επιστήμη καταστροφέα του περιβάλλοντος.
    Ο άνθρωπος στο βάθος της ψυχής του, είναι περήφανος κι έχει αντιστάσεις στη βαρβαρότητα. Ο σοσιαλισμός απελευθερώνει απεριόριστες κοινωνικές δυνάμεις που δε φοβούνται το δύσκολο έργο που γεννά το όραμα του σοσιαλισμού.  Θέλουν να εργαστούν γι’αυτό το ένδοξο έργο, που δικαιολογεί το μύθο που πλέκει για τον ανθρωπο και τη σχέση του με τη δουλειά το όραμα του σοσιαλισμού. Επιστήμονες κι εργαζόμενοι, μακριά απ’τον ατομικισμό, ζουν την εμπειρία της συλλογικότητας, δηλαδή μιας άλλης διάστασης του  εαυτού,  που τους οδηγεί  πολύ συχνά στην εμπειρία της υπέρβασης  του εαυτού από τον εαυτό.  Έτσι δημιουργούνται απεριόριστες προϋποθέσεις, για μιαν αληθινή κοινωνική ανάπτυξη και όχι αλόγιστη ανάλωση του δυναμικού της κοινωνίας όπως στον ιμπεριαλισμό.
     Βέβαια στον καιρό μας η ανοησία και η χυδαιότητα έχουν περισσέψει, η δουλειά και η αυτοθυσία θεωρούνται ντροπή και όλοι θαυμάζουν αυτούς που βρίσκονται «ψηλά», ποδοπατώντας ότι άξιο προσέφερε ο πολιτισμός. Αυτό όμως δε μπορεί να περάσει έτσι, επειδή οι συνέπειες θα φανούν. Τότε ειρηνικά ή με τη βία, θα βρεθεί πάλι ο σοσιαλισμός να περιμαζέψει τις φθορές να γειάνει τις πληγές, ξανανοίγοντας τον δρόμο για το όραμα.

ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ

Ως εδώ οριοθετήθηκε διαλεκτικά η αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου, δημοκρατίας και δικτατορίας.  Στη διαλεκτική τα αντίθετα δεν μπορούν να υπάρχουν από μόνα τους, αυτά προεκτείνονται το ένα μέσα στο άλλο χωρίς ν’αφήνουν περιθώριο ανεξαρτησίας μεταξύ τους, συνιστώντας αντιφατικές ενότητες, όπου ενώ το ένα είναι αιτία της ύπαρξης του άλλου, μάχονται θέλοντας το ένα να απορρίψει το άλλο. Δηλαδή το ένα αρνείται-επαληθεύοντας το άλλο.  Ενώ η μισθωτή εργασία γεννιέται απ'το κεφάλαιο, συγχρόνως είναι η αιτία του κεφαλαίου· κι ενώ το ένα δε μπορεί χωρίς τ’άλλο, συγχρόνως σπαράσσονται.
      Στην αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου όταν η εξουσία ανήκει στην αστική τάξη έχουμε καπιταλισμό ενώ όταν η εξουσία ανήκει στην εργατική τάξη έχουμε σοσιαλισμό.  Καί στις δυο περιπτώσεις υπάρχουν διακρίσεις οι οποίες μπορούν να εκφραστούν με το χρήμα.  Η μόνη λύση της αντιφατικής σχέσης μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου είναι ο κομμουνισμός όπου το χρήμα δεν χρειάζεται, αφού η εργασία και τα αγαθά εκεί παύουν να είναι εμπορεύματα. Η εργασία εκεί θα είναι συνυφασμένη με τη δημιουργικότητα του όντος, άρα το προϊόν θα είναι ιερό και θ’αντιμετωπίζεται με σεβασμό. Εκεί οι ύλες και γενικότερα η φύση θα πάρουν τη διάσταση που πρέπει στην ανθρώπινη συνείδηση. Εκεί δεν θα υπάρχει ούτε δικτατορία ούτε δημοκρατία αφού η αντιφατική σχέση κυριαρχίας και υποταγής (μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου) θα έχει λυθεί.
       Υπάρχει η εντύπωση ότι η κρατικοποιημένη οικονομία είναι συνώνυμο του σοσιαλισμού, έτσι θα κάνω την εξής διευκρίνιση: Αφού η αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου συνεχίζεται και στη διάρκεια του σοσιαλισμού,  η συσσώρευση αξίας σε κρατικές αποθήκες κι οι κρατικές παραγωγικές επενδύσεις αν έχουν την ανάγκη και γεννούν μισθωτή εργασία, είναι κεφάλαιο. Ακόμα αν το κεφάλαιο εξουσιάζεται από γραφειοκρατικό μηχανισμό, τότε έχουμε καπιταλισμό. Αν αυτός ο κρατικός μηχανισμός δεν είναι γραφειοκρατικός αλλά λαϊκός ή προλεταριακός, μολονότι η αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου συνεχίζει να υπάρχει, τότε έχουμε σοσιαλισμό.  Καί στις δυο περιπτώσεις όσο μεγαλύτερος είναι ο γραφειοκρατικός μηχανισμός, τόσο περισσότερα βάρη επωμίζεται το προλεταριάτο για να τον συντηρεί. Καί σ’αυτή την κοινωνική φόρμα υπάρχουν δυο ομάδες με οργανωμένα ταξικά συμφέροντα: Το προλεταριάτο και η νεοαστική γραφειοκρατική τάξη. Ανάμεσά τους υπάρχουν στρώματα τεχνικών και επιστημόνων που είναι αναγκαία καί στις δυο τάξεις για να ασκήσουν εξουσία.
      Οι τεχνικοί που έχουν υψηλές ειδικεύσεις, είναι φυσικό στην πλειοψηφία τους να θέλουν τη διάκριση, γι’αυτό συντάσσονται με τους γραφειοκράτες. Όμως ένα μεγάλο ποσοστό απ’αυτούς, λόγω κουλτούρας, περιφρονούν τις διακρίσεις και τάσσονται με το μέρος του προλεταριάτου παίζοντας ρόλο πρωτοποριακό. Σ’αυτή την αντιφατική σχέση, πάλι δεν είναι μόνον οι οικονομοτεχνικές δομές που δείχνουν αν υπάρχει σοσιαλισμός ή καπιταλισμός, αλλά κι ο φορέας της εξουσίας.  Αν η γραφειοκρατία είναι ο φορέας της εξουσίας έχουμε καπιταλισμό, αν ο φορέας της εξουσίας είναι οι εργαζόμενοι έχουμε σοσιαλισμό.
      Η ύπαρξη τακτικού στρατού, τακτικής δικαιοσύνης και γενικά τακτικού κρατικού μηχανισμού, φανερώνει πως την εξουσία έχει η γραφειοκρατία. Αν το κοινοβούλιο, η δικαιοσύνη και ο στρατός είναι προλεταριακά, τότε την εξουσία έχει η εργατική τάξη.  Όταν όμως είναι προωθημένο ένα σχήμα προλεταριακής εξουσίας, χαραχτήρας του σοσιαλισμού είναι και η λαϊκή εξουσία με προλεταριακή πρωτοπορεία. Δηλαδή λαϊκός στρατός, λαϊκή δικαιοσύνη, και λαϊκό κοινοβούλιο.
         Στην περίπτωση του τακτικού κρατικού μηχανισμού, μισθωτοί γραφειοκράτες κρατάνε όλες τις θέσεις κλειδιά που φαίνεται ότι υπακούν σε κάποια κυβέρνηση, ορισμένη από κάποιο εκλεγμένο κοινοβούλιο. Όσους κι αν απολύσει η κυβέρνηση για να προσλάβει άλλους, αυτό το κράτος έχει θεσμούς που ορίζουν τον τρόπο που λειτουργεί από μόνο του.  Ο γραφειοκρατικός μηχανισμός είναι το ουσιαστικό υπόβαθρο της εξουσίας, που δεν έχει την ανάγκη κοινοβουλίου ή εκλεγμένης κυβέρνησης για να κυβερνά. Απ’την άλλη αυτό το είδος κοινοβουλίου δεν μπορεί χωρίς γραφειοκρατικό μηχανισμό.  Ακόμα και το κοινοβούλιο των λεγομένων χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», μολονότι έχει μεγαλύτερη εξουσία απ’το αστικό κοινοβούλιο, είναι ένα «δημοκρατικό όργανο» που εκφράζει συμφέροντα των γραφειοκρατών και των τεχνοκρατών. Αυτοί είναι σίγουροι πως η εργατική τάξη δεν είναι σε θέση να ασκήσει εξουσία. Για χάρη λοιπόν των εργατών και των αγροτών, αυτοί τους «υπηρετούν» κάνοντας αυτό το δύσκολο έργο. Για το λόγο αυτό οι εργαζόμενοι πρέπει να τους περιβάλλουν με τιμές και διακρίσεις, που πάντα εκφράζονται και με το ανάλογο χρήμα. Παίρνουν έτσι την οικονομία στα χέρια τους και στο βαθμό που έχουν καί την εξουσία, αυτοί είναι οι νέοι κεφαλαιοκράτες.
      Οι παλιοί κεφαλαιοκράτες, σκληροί, δραστήριοι και αυτοδημιούργητοι ήταν πολλές φορές πρωτοπόροι. Οι νέοι παμπόνηροι χυδαίοι αετονύχιδες δε θέλουν την παλινόρθωση του παλιού καπιταλισμού.  Στο μεγάλο μονοπώλιο που είναι ο χώρος τους ξέρουν να διαφεντεύουν. Αυτοί δεν έχουν δουλέψει ποτέ γι’αυτό είναι πιο σκληροί απέναντι στην εργατική τάξη. Με μια μονοκοντυλιά ανεβάζουν τις «νόρμες» των εργατών και τις δικές τους αποδοχές στο όνομα ενός «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», αφού ο άνθρωπος είναι ατελής κι όχι ιδεώδης και στο όνομα μιας «πραγματιστικής πολιτικής στον τομέα της εξέλιξης της παραγωγικότητας».  Μέσ’τους κόλπους τους υπάρχει σκληρή πάλη, αφού ένα μέρος των ειδικών δε θέλει να δεσμεύεται καθόλου μέσα σε αυτό το μονοπώλιο, γιατί αυτό ορίζει κάποια κλίμακα μισθών που περιορίζει τα όρια της φιλοδοξίας και της αλαζονίας μιας ομάδας αυθεντιών. Αυτοί θέλουν την ελεύθερη αγοροπωλησία της προσφοράς ανθρώπινου δυναμικού που τους ευνοεί, αφού οι ατάλαντοι γραφειοκράτες έχουν μετατρέψει την δημοκρατική-δικτατορία του λαού, σε δικτατορία της νεοαστικής γραφειοκρατίας.
      Αντίθετα στην περίπτωση της λαοκρατικής εξουσίας:  το λαϊκό κοινοβούλιο πρέπει ν’απαρτίζεται από εκπροσώπους λαϊκών επιτροπών που δεν έχουν μονιμότητα, όντας αναπάσα στιγμή ανακλητοί. Οι επιτροπές μπορούν και πρέπει να στέλνουν διαφορετικούς εκπροσώπους για την ανάλογη περίσταση που θα παίρνουν απόφάσεις για θέματα που θα προωθούνται εκεί μαζί με άλλα λαϊκά όργανα.
    Απ’το λαϊκό κοινοβούλιο πρέπει να εκλέγεται μια επιτροπή επαγρύπνησης που θα παίζει το ρόλο κυβέρνησης εκτάκτων περιστάσεων μη έχοντας καμιά μονιμότητα. Μπορεί ν’αλλάζει μετά από κάθε συνέλευση, κι έτσι η εξουσία ουσιαστικά θα ασκείται απ’το λαϊκό κοινοβούλιο. Όσο λιγότερη μονιμότητα έχουν τα όργανα εκπροσώπησης, τόσο μεγαλύτερη η δημοκρατία για το λαού κι η δικτατορία πάνω στους γραφειοκράτες. Ακόμα έτσι είναι υποχρεωμένοι όλοι να συμμετέχουν και να είναι άγρυπνοι στις εξελίξεις του κοινωνικού γίγνεσθαι.  Θα ήταν προτιμότερο οι λαϊκοί εκπρόσωποι να είναι μέλη του Κ.Κ., αυτό όμως δεν είναι αναγκαίο αφού θα λειτουργούν κι άλλα κόμματα (το κόμματα δεν πρέπει να καταργούνται, αλλά να μαραίνονται από μόνα τους όταν πάψει  η αναγκαιότητά τους).  Πρέπει να υπάρχουν εκπρόσωποι από όλες τις ζωντανές τάσεις.  Καθήκον του Κ.Κ. είναι να πάρει την πρωτοπορεία μέσ’το λαό με τους αγώνες, το ήθος και την εργατικότητά του.  Θα βάλει τα άλλα κομματα σε μαρασμό, αν καταφέρει να πείσει ότι είναι το καλύτερο, κάτι που είναι δύσκολο και προπάντων μακροπρόθεσμο.  Έτσι το Κ.Κ. θα δοκιμάζεται συνεχώς , κατακτώντας μιαν ανώτερη ποιότητα και όχι ασκώντας μια στείρα δικτατορία των λίγων πάνω στους πολλούς, ξαφνικά χωρίς να το καταλάβει νά'χει διαβρωθεί και νά'χει μετατραπεί σε γραφειοκρατικό, ευρισκόμενο σε αντιλαϊκές και αντεργατικές θέσεις.
      Είναι φυσικό μετά από μιαν επανάσταση, αυτοί που έπαιξαν ρόλο να έχουν τον ανάλογο λαό και οπλισμό, διαφορφώνοντας την εξουσία, σε διάφορους φορείς και περιοχές τη δεδομένη στιγμή.  Η εξουσία μετεπαναστατικά διαμορφώνεται απ’τους φορείς των παραγωγικών στρωμάτων, που με τη σειρά τους δίνουν τη μάχη για την ειρήνη.  Έτσι τα διάφορα επαναστατικά κόμματα, θα μεταμορφώνονται από την εισβολή νέων μελών μέσα τους.  Μέσα απ’αυτή την ειρηνική διαδικασία, το Κ.Κ. μπορεί να χάσει την εξουσία ή μέρος της εξουσίας που δεν του ανήκει πια, από άλλους φορείς που επάξια μπορεί να του την πάρουν.  Έτσι δε θα μπορεί να επαναπαυθεί και να γίνει βάρος στο λαό.  Με τον τρόπο αυτό η ευμετάβλητη σύνθεση του λαϊκού κοινοβουλίου θα φανερώνει την αληθινή εξέλιξη της σοσιαλιστικής πορείας.  Η πορεία αυτή ξεκινά από ένα πολύμορφο και μικτό λαϊκό κοινοβούλιο καταλίγοντας σ’ένα κοινοβούλιο αμιγώς προλεταρικό, αν όλα πάνε καλά, αφού υποτίθεται ότι το Κ.Κ. με τη δραστηριότητά του θα καταφέρει να προλεταριοποιήσει το μέρος των λαϊκών στρωμάτων, που πρόσκεινται σε άλλα κόμματα.  Η εξελικτική πορεία αυτής της διαδικασίας θα ζητήσει κάποια στιγμή το μαρασμού όλων των κομμάτων και κατα συνέπεια, την κατάργηση του ίδιου του Κ.Κ. αφού δε θα υπάρχει πλέον ανάγκη κομματικών ανταγωνισμών.  Η αντιφατική σχέση των κομματικών ανταγωνισμών και η λύση τους, είναι η ίδια η σοσιαλιστική πορεία όπου στο τέλος της δεν θα υπάρχουν κόμματα κι αντιθέσεις.
      Λαϊκός στρατός είναι οι ένοπλοι πληθυσμοί, που ακούνε στις λαϊκές επιτροπές τοπικής αυτοδιοίκησης.  Αυτός ο στρατός είναι κατεξοχήν αμυντικός αφού οι ένοπλοι πληθισμοί δεν μπορούν να εκστρατεύσουν. Η αμυντική του δύναμη όμως είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την επιθετική του.
       Μπαίνοντας ο εισβολέας στη χώρα σχετικά εύκολα, θα έχει τόσο πιο δύσκολη προέλαση και θα δέχεται τόσο μεγαλύτερη πίεση από παντού, όσο πιο βαθιά και πιο πολύ μένει στη χώρα, σε βαθμό που τελικά να μη μπορεί να υποχωρήσει. Αυτό γιατί οι πληθυσμοί θα συντάσσονται σε μεγάλες στρατιές λαϊκής άμυνας (νέων, γέρων, ανδρών και γυναικών), που θα σαμποτάρουν και θα χτυπούν κλέφτικα ή τακτικά, έναν εχθρό έρμαιο της δικής τους τακτικής επιλογής στο σημείο της σύγκρουσης.
     Αφού όμως υπάρχουν σύνορα, το λαϊκό κράτος έχει ανάγκη από ένα μικρό τακτικό συνοριακό στρατό, που θα ελέγχεται από επιτροπές των συνοριακών πληθυσμών.  Αυτός ο στρατός μαζί με τα ένοπλα λαϊκά στρώματα των συνοριακών πληθυσμών, θα έχει καθήκον να καθιστερεί τον εισβολέα, έως ότου οι εργαζόμενοι πληθυσμοί συνταχτούν και αν είναι δυνατόν, έντεχνα να οδηγεί τον εισβολέα σε επιθυμητές θέσεις σύγκρουσης.
     Έτσι λοιπόν ενώ ο λαϊκός στρατός απ’τη σύνθεσή του, δεν μπορεί να έχει επιθετικό χαρακτήρα, αφού οι ένοπλοι πληθυσμοί δεν μπορούν να κάνουν εκστρατείες, τμήματα στρατιωτικά που θα μπορούσαν να εκστρατεύσουν, δεν θα μπορούν να ελέγχονται από λαϊκές επιτροπές.  Όσο πιο μεγάλα είναι τα τακτικά εκστρατευτικά τμήματα, τόσο πιο επικίνδυνα είναι να καταλύσουν την λαϊκή εξουσία, πολύ περισσότερο επιστρέφοντας νικηφόρα. Επίσης γνωρίζουμε πως τα μέλη επιθετικών στρατιωτικών σωμάτων, χάνουν ένα μέρος απ’την ανθρωπιά τους και τη λαϊκή τους κουλτούρα, γι’αυτό γίνονται πιο επικίνδυνοι με την αίγλη μιας νίκης.
    Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα όμως του λαϊκού στρατού είναι η αφαίρεση της στρατιωτικής εξουσίας από τα χέρια των γραφειοκρατών και των τεχνοκρατών με την κατάργηση του τακτικού στρατού.  Αυτό είναι μια απόλυτη ανάγκη, με όλα τα μειονεκτήματα που ακολουθούν μια τέτοια επιλογή, αφού «ο λαός χωρίς λαϊκό στρατό δεν έχει τίποτα». Η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η εξουσία καταχτώνται κι ασκούνται με τα όπλα, κανένας δεν τα χαρίζει. Επίσης ο γραφειοκράτης χωρίς όπλα δηλαδή χωρίς τον έλεγχο του στρατού, έχει μόνο την δύναμη της δουλειάς του κι είναι ανίκανος να πάρει πλήρως την εξουσία. Για ν’αφαιρέσει ο λαός από τους γραφειοκράτες και το μέρος της εξουσίας που ασκούν μέσα από τη δουλειά τους, τοποθετεί λαϊκούς επιτρόπους, περιορίζοντας όσο είναι δυνατόν για κείνη τη στιγμή καί τη δύναμη καί το κύρος των γραφειοκρατών.  Μένει λοιπόν στους γραφεικράτες μόνον η διάκριση της ειδίκευσής τους και της μισθολογικής τους κλίμακας.
     Ας σκεφτούμε πόσοι μόνιμοι γραφειοκράτες στρατιωτικοί και άλλοι ειδικοί και τεχνικοί, απασχολούνται απ’τον τακτικό στρατό και ζουν προνομιούχα εις βάρος του λαού.  Όλοι αυτοί διατηρούνται για την περίπτωση πολέμου και όταν έλθει ο πόλεμος, στέλνουν το λαό στο σφαγείο.  Αυτοί στην πλειονότητα σχεδιάζουν στα χαρτιά και υπογράφουν διαταγές από απόσταση, στα επιτελικά γραφεία, την ώρα που οι λαϊκές μάζες πατάνε μέτρο-μέτρο ότι σχεδιαστεί στο χαρτί και κάθε ριπή σωριάζει δεκάδες κάτω.
     Οι τακτικοί στρατοί όντας επιπλέον μισθοφορικοί (και μάλιστα στην ηγεσία) πάσχουν απ’την αρρώστια αυτών των στρατών: είναι γενναίοι και σκληροί όταν αντιμετωπίζουν αόπλους ή όταν ο πόλεμος είναι μακριά, αλλά δειλιάζουν όταν ο κίνδυνος πλησιάζει. Ακόμα είναι άπιστοι στους δημοκρατικούς θεσμούς κι όταν τους δωθεί η ευκαιρία, τους καταλύουν.  Είναι φυσικό ένας μόνιμος πολεμικός μηχανισμός να υπηρετεί την τάξη που τον  γέννησε  και  στην  περίπτωση αυτή,  την αστική  τάξη.  Ο τακτικός  στρατός είναι ο κυριώτερος παράγων προστασίας των αστικών συμφερόντων και θεσμών, όντας υπέρμαχος της διάκρισης. Όσο μεγαλύτερος ο τακτικός στρατός σε μια λαϊκά εξουσιαζόμενη ή σοσιαλιστική χώρα, τόσο μεγαλύτερη η δύναμη της γραφειοκρατίας στη χώρα αυτή.  Εκεί όπωσδήποτε βρίσκονται οι δυνάμεις της ανατροπής και της αντίδρασης.
        Η λαϊκή αστυνόμευση είναι κι αυτή καλύτερη.  Οι πολίτες αστυνομεύουν εκ περιτροπής το δικό τους χώρο αφού έτσι κι αλλιώς είναι ένοπλοι κι ανήκουν σε λαϊκές στρατιωτικές οργανώσεις· οι εργάτες στο εργοστάσιο και οι λαϊκοί στη γειτονιά.  Ακόμα η λαϊκή  αστυνόμευση είναι πιο αποτελεσματική, αφού οι γείτονες γνωρίζονται μεταξύ τους και πολύ γρήγορα εντοπίζονται οι πιθανοί ένοχοι.  Αντίθετα ένα τακτικό αστυνομικό σώμα είναι φυσικό να υπακούει στους γραφειοκράτες, να είναι ταξικά αντιμέτωπο με το προλεταριάτο κι εχθρικό προς την λαϊκή εξουσία. Η τακτική αστυνόμευση όντας τυπική και δύσπιστη στη λαϊκή συμμέτοχή είναι σαφώς κατώτερη και αναποτελεσματική στ’αστυνομικά της καθήκοντα.
       Η λαϊκή δικαιοσύνη είναι καί αυτή ανώτερη και άμεση. Αποδίδει αυστηρότητα όπου χρειάζεται κι ανάλογη επιείκεια όταν πρέπει, αφού οι δικαστές όντας οι ίδιοι οι γείτονες γνωρίζουν από πρώτο χέρι τις εκδικαζόμενες υποθέσεις, το χαρακτήρα και τις διαφορές των διαδίκων γειτόνων τους. Οι λαϊκοί δικαστές δεν είναι μισθοφόροι ή επαγγελματίες που λαχταράνε ν'αποκομίσουν κέρδη και ν'«αξιοποιήσουν» τις σπουδές τους οικονομικά, δηλαδή να διακριθούν με όποιον τρόπο μπορεί να φανταστεί κανείς σε μια ανταγωνιστική και διεφθαρμένη κοινωνία. Για τους λαϊκούς δικαστές είναι θέμα ταξικής τιμής να δικάζουν όχι εξ επαγγέλματος.  Ο ίδιος ο λαός της γειτονιάς είναι ο μέγιστος κριτής, που όταν διαφωνεί παρεμβαίνει. Έτσι η λαϊκή αστυνόμευση και δικαιοσύνη περιορίζει στο μέγιστο τη γραφειοκρατία και προωθεί τη λαϊκή αμεσότητα.
         Σε μια χώρα λαϊκή-προλεταριακή φυλακές δε χρειάζονται. Αφού κανείς δε μπορεί να αποδράσει. Κανείς δεν μπορεί να πάει κάπου χωρίς να ενημερώσει τις τοπικές επιτροπές, αφού για να μετακινηθεί θα πρέπει να παρουσιαστεί κάπου, για δουλειά, κατοικία  φαγητό κλπ.  Κανείς δεν είναι απρόσωπος.  Έτσι ο κατάδικος θα εκτίει την ποινή στο σπίτι του, θα τιμωρείται από τη συμπεριφορά των γειτόνων του και τις εργασίες που θα του αναθέτουν.  Όταν όμως πρόκειται για επικίνδυνους κακοποιούς, θα πρέπει να υπάρχουν ειδικά χωριά-ιδρύματα, με σύγχρονες εγκαταστάσεις και ψυχιατρική φροντίδα για σωστή διαπαιδαγώγηση- διαβίωση.  Εκεί θα στέλνεται κάποιος μετά από απόφαση των γειτόνων, των συνεργατών και των συγγενών του, όταν κανείς πλέον δε θα μπορεί να εγγυηθεί για τη μελλοντική συμπεριφορά του.   Οι χώροι αυτοί θα αυτοδιοικούνται και θα έχουν αυτόνομη παραγωγική δραστηριότητα.  Οι εκλεγμένες επιτροπές τους θα συνεργάζονται με ειδικούς που θα παίρνουν εντολές από τους λαϊκούς επιτρόπους της περιοχής, που θα φιλοξενείται το σωφρονιστικό χωριό και που θ’ανήκει πολιτιστικά και παραγωγικά.  Η καλύτερη “τιμωρία” και διαπαιδαγώγηση είναι αυτή που παύει να είναι τιμωρία.  Αυτή είναι ο άθλος να μπορείς να ζεις έντιμα και με την αξία σου, χωρίς να επιβαρύνεις ή να αδικείς κανέναν. Αυτό που φαίνεται αυτονόητο για άλλους, για άτομα αντικοινωνικά ή απροσάρμοστα στις απαιτήσεις του σοσιαλισμού, είναι ένας άθλος άξιος αγάπης και φροντίδας.
    Σε ήπιες όμως περιπτώσεις αντικοινωνικότητας, που παρουσιάζεται σε άτομα με καλλιτεχνική ή ιδιόμορφη δημιουργική φύση, η λαϊκή μέριμνα θα έχει φροντίσει.  Αυτοί οι ευφυείς άνθρωποι πρέπει για το καλό της κοινωνίας και τις αξίας που αυτά τα άτομα είναι ενδεδυμένα, να έχουν από μικρά μιαν ιδιαίτερη φροντίδα, για να μπορεί να διοχετευτεί η δημιουργικότητά τους.

Η ουσία της λαϊκής εξουσίας είναι ο προγραμματισμός παραγωγής στο εργοστάσιο και τον αγρό από τη βάση. Στο λαϊκό κοινοβούλιο θα παίρνονται αποφάσεις ευρύτερου παραγωγικού προγραμματισμού και σχεδιασμού που θα διαμορφώνονται από τις προτάσεις των εκπροσώπων της βάσης που θα είναι και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι. Οι ερευνητές και οι τεχνοκράτες θα δουλεύουν υπό τη διακριτική επιτήρηση και συνεργασία εξειδικευμένων λαϊκών επιτρόπων και θα χαίρουν εκτίμησης, αφού δεν θα είναι απλοί υπάλληλοι όπως στον καπιταλισμό αλλά συνεργάτες. Όμως πρέπει κι αυτοί να μην ξεχνούν τη φροντίδα, την αγάπη, τις σπουδές και ότι άλλο τους έχει προσφέρει χωρίς αντάλλαγμα ή καμιά πληρωμή ο λαός.  Για όσους τεχνοκράτες δεν προλεταριοποιούνται όμως θα είναι αρκετή η μισθολογική τους διάκριση, ενώ για τους άλλους που γίνονται προλετάριοι, ο θαυμασμός, το κύρος κι η εξουσία. Ο λαϊκός οικονομικός και παραγωγικός προγραμματισμός είναι η νίκη των εργαζομένων επάνω στην γραφειοκρατία. Το προλεταριάτο πρέπει να παλεύει όλες οι αποφάσεις να παίρνονται από τη βάση, ώστε η κοινωνία να είναι προλεταριακή στην πράξη και όχι στα λόγια.
     Εδώ ο σοσιαλισμός φανερώνεται με το δυναμικό προτσές δύο πόλων που συνιστούν αντιφατική ενότητα. Από τη μια ο πόλος της προλεταριακής αμεσότητας (αποκέντρωσης) και από την άλλη ο πόλος της γραφειοκρατίας (συγκέντρωσης). Αυτό το προτσές είναι μια πορεία που ξεκινά από συγκεντρωτικές θέσεις και καταλίγει σε θέσεις αποκεντρωτικές περνώντας από όλες τις ενδιάμεσες θέσεις της σχέσης συγκέντρωσης-αποκέντρωσης.   Στο τέλος αυτής της πορείας, έχουμε την άρση της αυτής αντιφατικής σχέσης, που δεν θα μπορεί να ονομαστεί πλέον ούτε αποκετρωτική ούτε συγκεντρωτική, αφού η αντιφατική σχέση γραφειοκρατίας-προλεταριάτου δεν θα υπάρχει. Στον κομμουνισμό δε θα υπάρχει γραφειοκρατία μα ούτε και προλεταριάτο, αλλά μια νέα ποιότητα ελευθέρων ανθρώπων.

Το σοσιαλιστικό προτσές μπορεί ακόμα να ξεκινά απ’τη στιγμή που το προλεταριάτο θα πάρει την εξουσία, με όσο δυνατόν μικρότερη προλεταριακή συμμετοχή, με συμμάχους όμως άλλα λαϊκά στρώματα. Το δικαίωμα αυτό το αντλεί απ’την πείρα του παγκόσμιου προλεταριακού κινήματος ή την ύπαρξη άλλων ισχυρών προλεταριακών χωρών, αν υπάρχουν.  Μπορεί το προλεταριάτο και τα λαϊκά στρώματα να μην περιμένουν να ωριμάσει το οικονομοτεχνικό υπόβαθρο της χώρας τους, αν έχει προηγηθεί σ’άλλη μεγάλη χώρα η κατάκτηση και η εδραίωση της εξουσίας απ’τους εργαζομένους και τα λαϊκά στρώματα. Σε μια τέτοια φάση το προλεταριάτο για να μπορεί ν’ασκήσει εξουσία, έχει ανάγκη τη γραφειοκρατία και την τεχνοκρατία, τη διάκριση και το χρήμα αφού δεν είναι ακόμα σε θέση, να άρει την αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου. Κατά την εξέλιξη της πορείας του όμως, το προλεταριάτο πρέπει να οργανώνει μηχανισμούς λαϊκής εξουσίας έτσι που η γραφειοκρατία να περιορίζεται απ’τη λαϊκή και προλεταριακή αμεσότητα. Αυτή η πορεία της αντιφατικής σχέσης γραφειοκρατίας-λαοκρατίας, είναι η πορεία της λαϊκοποίησης των γραφεικρατικών μηχανισμών κι είναι ένα πρόσωπο της πορείας του σοσιαλισμού.
        Η σοσιαλιστική πορεία είναι σύμφυτη με τη σταδιακή ανάπτυξη προλεταριακού πολιτισμού και ενός  τεχνολογικού επιπέδου που θα μπορεί να υποκαταστήσει την γραφειοκρατία στους διοικητικούς και τεχνολογικούς μηχανισμούς.  Για να γίνει αυτό δυνατό, πρέπει παράλληλα με την πολιτιστική επανάσταση, να προωθείται μέσ'τους κόλπους της καί η τεχνολογική επανάσταση καί η μεταρύθμιση των οικομοτεχνικών δομών. Αν η πολιτισμική δραστηριότητα γίνεται είς βάρος της οικομοτεχνικής, τότε η οικονομία καταρρέει και το προλεταριάτο αδυνατώντας να ακολουθήσει τον διεθνή ανταγωνισμό, θα χάσει την εξουσία. Το ίδιο θα συμβεί και με την ασύμμετρη ανάπτυξη της οικονομίας σε βάρος του πολιτισμού. Η οικονομική ανάπτυξη χωρίς προλεταριακή πολιτιστική ανάπτυξη, αλλοτριώνει την προλεταριακή συνείδηση του λαού, λειτουργώντας υπέρ της γραφειοκρατίας και της παλιόρθωσης του καπιταλισμού. Τότε το σύστημα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της γραφειοκρατικής εξουσίας, χωρίς καμιά προσπάθεια από μέρους των γραφειοκρατών, θα πέσει στα χέρια τους για να το «σώσουν» απ’την κατάρρευση.
    Θα μπορούσαμε λοιπόν να δούμε μέσ’το σοσιαλισμό, ένα πανίσχυρο προλεταριάτο να χάνει την εξουσία από τους γραφειοκράτες και έναν αδύναμο λαϊκο-δημοκρατικό μηχανισμό που προχωρά με σύνεση να κατακτά την εξουσία, να την εδραιώνει και να προωθεί τον αληθινό σοσιαλισμό.  Όταν το προλεταριάτο είναι στη εξουσία πρέπει το Κ.Κ. να είναι ανοικτό στο λαό πρωτοπορώντας δημοκρατικά σε λαϊκούς και ταξικούς αγώνες και όχι να είναι κλειστό στο λαό κι ανοικτό στις αυθεντίες, που διαμορφώνουν την παραγωγή πίσω από ηλεκτρονικούς υπολογιστές σύμφωνα με το «συμφέρον» των εργατών. Το Κ.Κ έχει καθήκον να οδηγεί το λαό στο δρόμο της αυτοοργάνωσης και του αυτοπρογραμματισμού που είναι μεν δύσκολος αλλ’αυτοσκοπός.  Βέβαια το αποτέλεσμα παίζει μεγάλο ρόλο, αλλά μεγαλύτερο παίζει ο τρόπος που κάνει την αυτοοργάνωση αυτή δυνατή. Αυτή είναι η ταξική πάλη μέσα στο σοσιαλισμό. Οι αποφάσεις, ο προγραμματισμός και η δυνατότητα να πραγματοποιεί αυτό που επιλέγει η εργατική τάξη, απορρέει από την εξουσία.    Είναι βέβαιο ότι οι γραφειοκράτες εχθροί του προλεταριάτου και όσοι από τους λαϊκούς έχουν γραφειοκρατική συνείδηση, όταν βρίσκονται σε θέσεις παραγωγής και επιλογής αποφάσεων κι ακόμα περισσότερο όταν βρίσκονται μέσα στο Κ.Κ, έχοντας μεγάλο μέρος της εξουσίας είναι επικίνδυνοι. Έτσι η ταξική πάλη μέσ’το σοσιαλισμό μπορεί να πάρει μορφή εξεγέρσης σε περιπτώσεις όπου το Κ.Κ. θα έχει γραφειοκρατικοποιηθεί ή αστικοποιηθεί.  Ο δρόμος της εξέγερσης μέσα στο σοσιαλισμό, μπορεί να φαίνεται αβέβαιος δρόμος, ενώ ο γραφειοκρατικός βέβαιος και σταθερός δρόμος, το προλεταριάτο όμως τέτοιο δρόμο είχε και πριν την επανάσταση.  Γι’αυτό το προλεταριάτο αγωνίζεται πρώτα από όλα για την εξουσία που είναι η δυνατότητα επιλογής και πραγματοποίησης των επιδιώξεών του, όντας η ελευθερία του. Αυτός που χαρακτηρίζεται σαν αβέβαιος δρόμος, είναι ο καλύτερος αφού ως την κατάκτηση της αταξικής κοινωνίας το προλεταριάτο, είναι η τάξη που προσφέρει περισσότερα και απολαμβάνει λιγότερα.  Η κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο δεν σημαίνει απολαύσεις και διακρίσεις όπως στο αστικό και στο σοσιαλγραφειοκρατικό καθεστός, αλλά περισσότερη δουλειά και ευθύνη για ένα καλύτερο αύριο για όλο το κοινωνικό σύνολο.
    Ο «αβέβαιος» αυτός δρόμος είναι της πάλης και της αλλαγής, αφού κάθε σταθερότητα και στατικότητα, είναι σε βάρος της εργατικής τάξης και υπέρ της γραφειοκρατίας.
    Η ανάπτυξη της λαϊκής κουλτούρας και της τεχνολογικής παιδίας, της συνεχούς αφύπνησης  και  της ταξικής συνείδητοτητας της εργατικής τάξης, είναι μια εξελικτική πορεία που κι αυτή είναι ένα πρόσωπο του σοσιαλισμού. Γενικά σοσιαλισμός είναι η ταξική πάλη με την εξουσία στα χέρια του Κ.Κ. ή του λαού.

Με την άνοδο του επιπέδου τεχνολογικής εξειδίκευσης των εργαζομένων, κάποτε ο εργάτης θα χειρίζεται μηχανήματα υψηλής τεχνολογίας και η δουλειά του θα είναι επιστημονική, που θα διαφέρει μόνο απ’τη δουλειά των ερευνητών, των χειροτεχνών και των καλλιτεχνών.  Τεχνοκράτες, εκείνη της εποχή, θα είναι μόνον οι ερευνητές, αλλά φτάνοντας στο ύψος της ιδιότητάς τους, αυτό θα είναι και το όριό τους, αφού εκεί η έρευνα θα γίνεται με τη βοήθεια τεραστίων συγκροτημάτων που θ’ανήκουν στο προλεταριάτο και θα είναι υπό την καθοδήγηση μικτών ομάδων τεχνικών και εκπροσώπων του προλεταριάτου. Εκεί μολονότι ο ερευνητής θα έχει πάντα σαν άτομο τον σεβασμό, την αξία και τις προοπτικές των προσωπικών του οραμάτων, θα είναι ο μικρότερος παράγοντας στα θέματα κοινωνικών επιλογών.

Ο κόσμος μας ξεκινώντας από κοινωνικές φόρμες όπου το άτομο παίζει ηγετικό και πρωτεύοντα ρόλο, καταλήγει σε φόρμες όπου το σύνολο παίζει αυτό το ρόλο. (Ανάμεσα απ’αυτούς τους δυο πόλους, που συνιστούν μιαν αντιφατική σχέση, υπάρχουν απεριόριστες θέσεις δυναμικής σχέσης ατόμου-συνόλου). Στην εξέλιξη αυτής της δυναμικής σχέσης, θα έλθει η ώρα που η χειρονακτική εργασία, η τέχνη και η έρευνα, θα είναι αξεχώριστα και κάθε άλλη εργασία θα γίνεται από αυτόματα συστήματα. (Μόνον η έρευνα κι η τέχνη θα είναι «χειρονακτικές-πνευματικές»).  Αυτή η πορεία της τάσης για τελική συνάντηση χειρονακτικής και διανοητικής εργασίας, δείχνει κι άλλο ένα πρόσωπο της σοσιαλιστικής πορείας.

Η αστική τάξη έχοντας την εξουσία μπορεί να προωθεί την τεχνολογία, χωρίς ν’αναγκάζεται να προωθεί συγχρόνως το πολιτιστικό επίπεδο των λαϊκών μαζών, γιατί αυτό μπορεί να γίνει ο δικός της τάφος.  Ενώ αντίθετα, τα λαϊκά στρώματα και το προλεταριάτο για να μπορούν ν’ασκήσουν την εξουσία, πρέπει προθώντας την τεχνολογία να προωθούν και το πολιτιστικό επίπεδο του λαού.  Η αστική κι η νεοαστική  γραφειοκρατική τάξη, για να μπορούν να ασκούν απρόσκοπτα την εξουσία, πρέπει να προωθούν την τεχνολογία αντιστρόφως ανάλογα με τον πολιτισμό, ενώ το προλεταριάτο πρέπει να προωθεί την τεχνολογία ανάλογα και παράλληλα με τον πολιτισμό.
      Ακολουθώντας αυτό το δρόμο το προλεταριάτο θα μπορέσει να εκπληρώσει το ιστορικό του καθήκον, καταργώντας τη γραφειοκρατία από την προλεταριακή αμεσότητα και οδηγώντας τις λαϊκές μάζες σε μια ειρηνική σοσιαλιστική πορεία προς τον κομμουνισμό.
      Αν την εξουσία την έχει η γραφειοκρατική νεοαστική τάξη ή ο κάθε λογής ιμπεριαλισμός, με την υψηλή τεχνολογική ανάπτυξη θ’αφήνει πίσω ανειδίκευτους παρίες, οι οποίοι  κάνοντας κάτι «εδώ κι εκεί» θα φυτοζωούν.  Αυτοί μάλλον θα είναι εθνικές μειονότητες που πιθανόν δε θα έχουν εθνικά απορροφηθεί κι ομογενοποιηθεί και κάνοντας τυφλές αιματηρές εξεγέρσεις θ’ανεβάσουν το πολιτικό τους επίπεδο και θα ενωθούν με το προλεταριάτο συνιστώντας έναν επαναστατικό χείμαρο.  Τότε θα γίνει η πιο αιματηρή σύγκρουση, η καθαρή προλεταριακή επανάσταση, που θα οδηγήσει άμεσα στον κομμουνισμό.   Τότε η  σοσιαλιστική πορεία θα είναι η ίδια η διαδικασία της εξέγερσης.   Έτσι έχουμε δυο δρόμους προς τον κομμουνισμό: Τον ειρηνικό δρόμο που είναι ο σοσιαλισμός ο οποίος ωθείται με συνεχείς πολιτιστικές εξεγέρσεις. Εκεί το προλεταριάτο έχει την εξουσία και οδηγεί την μετάβαση ειρηνικά στον κομμουνισμό μ’ελεγχόμενη ταξική πάλη. Και τον βίαιο δρόμο, που την εξουσία έχει ο ιμπεριαλισμός ή η νεοαστική γραφειοκρατική τάξη όπου η μετάβαση θα είναι η ίδια η επαναστατική διαδικασία της εξέγερσης.

Ένας άλλος δείκτης για την κατάσταση της σοσιαλιστικής πορείας σε μια χώρα, είναι ο ρόλος που παίζει το χρήμα μέσ’το σύστημα.  Όσο υπάρχει χρήμα, υπάρχει η αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας-κεφαλαίου, προλεταριάτου-γραφειοκρατίας, υπάρχει διάκριση και οικονομικά κίνητρα. Όσο υπάρχει χρήμα υπάρχει εμπόριο φανερό ή κρυφό, κρατικό ή ιδιωτικό. Πάντοτε κάποιος στη διάρκεια της σοσιαλιστικής πορείας, θα μπορεί να συσσωρεύει το χρήμα που του περισσεύει και με αυτό να αγοράζει προϊόντα, που θα διαθέτει σε «φίλους» με κάποιο κέρδος, όταν κάποιος θέλει κάτι περισσότερο από ότι δικαιούται. Ακόμα ομάδες οργανωμένες, μπορεί να κάνουν αγορές, δημιουργώντας τεχνητή έλλειψη στην αγορά για να πουλήσουν αργότερα ακριβά.  Όταν υπάρχει χρήμα, υπάρχει παραεμπόριο ή εμπόριο, που δημιουργεί συσσώρευση ιδιωτικών κεφαλαίων. Αυτά τα κατέχουν ομάδες που ο σοσιαλισμός δεν τις εκφράζει και είναι φυσικό να τον υπονομεύουν με πάρα πολλούς τρόπους.  Οι τρόποι αυτοί ξεκινούν από την παγιωποίηση της κάθε κοινωνικής κατάστασης, αφού η όποια προώθηση του σοσιαλισμού τους θίγει, φτάνοντας ως την πάλη για την παλινόρθωση του καπιταλισμού.
      Είναι φυσικό όταν υπάρχει διάκριση στην αξία της ανθρώπινης εργασίας και προσφοράς, να υπάρχει ο τρόπος που αυτή να υλοποιείται, δηλαδή το χρήμα. Επίσης υπάρχει και ένας βίαιος αγώνας για την κατάχτησή του.  Όταν κάποιος δουλεύει οκτάωρο και δε μπορεί να απολαύσει όλα τα προϊόντα της διατροφής και του πολιτισμού, ενώ άλλος με τον ίδιο χρόνο δουλειάς ή ακόμα και λιγότερο, να τα απολαμβάνει και να έχει και περίσσευμα, είναι μια κατάσταση που κάνει το χρήμα αναγκαίο. Το χρήμα που είναι ο τελευταίος προμαχώνας της αστικής τάξης, το χρήμα που είναι η διάκριση γυμνή. 

Το προλεταριάτο έχοντας την εξουσία, μόνο με την τεχνολογική και πολιτιστική του ανάπτυξη θα μπορέσει να άρει τη διάκριση, τη γραφειοκρατία, το χρήμα, το κράτος, την εξουσία, δηλαδή την αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου. Αυτά θα μαραθούν ειρηνικά όλα μαζί, αν την εξουσία ασκεί αληθινά το προλεταριάτο. Η προλεταριακή εξουσία που δεν είναι ακριβώς εξουσία, αλλά η άμυνα των αδυνάτων στις επιδομές των ισχυρών.

ΒΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ
      «Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού  την τρομερή
        σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετρά τη γη».

Δεν αρκεί μόνο μια τάξη να θέλει να πραγματοποιήσει τις αποφάσεις της και το πρόγραμμά της, (στην περίπτωσή μας ο λαός ή το προλεταριάτο), αλλά να μπορεί κιόλας. Δηλαδή να έχει την εξουσία. Η εξουσία δεν χαρίζεται, αλλά καταχτάται με τα όπλα, «απορρέει από τις κάνες των πυροβόλων».  Η συζήτηση γι’αυτό το θέμα είναι πια εξαντλημένη και μπορεί μόνο να περιστραφεί στο ποιός θα μπορούσε να είναι ο φορέας της εξέγερσης.
     Μολονότι κι αυτό το ερώτημα είχε απαντηθεί εξαντλητικά, ο τρόπος που εξελίσσεται η κοινωνία μας διαμορφώνεται έτσι, που η χρήση της τεχνολογικής ανάπτυξης να είναι αποκλειστική απ’τα ανώτερα οικονομικά στρώματα, που έχουν συσπειρωθεί γύρω απ’το χρηματιστήριο και τις τράπεζες. Αυτό βέβαια συνέβαινε και πριν, μα η τεχνολογία τώρα είναι πανάκριβη και απρόσιτη για τους πολλούς, όντας στα χέρια των ολίγων.
      Η τεχνολογία, μ’όλες τις προσδοκίες του αιώνα της τεχνολογικής επανάστασης, αντί για κοινωνική χρήση τελικά έγινε όργανο κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού πάνω στο διεθνές προλεταριάτο. Κι έτσι με τη χρήση της τεχνολογίας στις παραγωγικές διαδικασίες, η ταξική διάταξη που ξέραμε έχει διαταραχθεί ποιοτικά και ποσοτικά. Η δύναμη που έχει συσσωρεύσει αυτή η παγκόσμια νεοαστική τάξη, είναι η μεγαλύτερη που έχει γίνει ποτέ σε τόσο λιγότερα χέρια. Αυτό που θα μπορούσε να γίνει κάποτε σε μια χώρα, δηλαδή η εξέγερση κι η εγκαθίδρυση λαϊκής εξουσίας, μετά την επιτυχή εφαρμογή της παγκοσμιοποίησης απ’τον ιμπεριαλισμό, τώρα θα πρέπει να έχει παγκόσμια διάσταση ή τουλάχιστον σ’ένα μεγάλο και αναπτυγμένο μέρος του κόσμου.
      Η μετακίνηση κεφαλαίων προς τις χώρες οι οποίες βρίσκονται στη βάση της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας, απ’τη μια ανεβάζει το βιοτικό επίπεδο αυτών των χωρών, "σηκώνοντας το καπάκι της χύτρας που βράζει" κι από την άλλη, με ομαλό τρόπο κατεβάζει το επίπεδο των λαών που βρίσκονται στις ανώτερες ή μεσαίες βαθμίδες της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής πυραμίδας. Αν καταφέρει να εξισορροπήσει την κατάσταση χωρίς απώλειες, ίσως περάσουμε έναν μακρύ μεσαίωνα υψηλής τεχνολογίας, η οποία θα γιγαντώνεται με βασικό σκοπό την περαιτέρω παγίωση αυτής της κατάστασης.
     Η απληστία κι ο ανταγωνισμός των χωρών που βρίσκονται στα ανώτατα επίπεδα της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας και το χρηματιστηριακό κεφάλαιο που στηρίζεται σε ιδεατές αξίες αφού το χρήμα δεν είναι παρά τυπωμένα χαρτιά, που η αξία τους είναι συμβατική ή επιβάλλεται με τη βία.  Ο ανταγωνισμός λοιπόν αυτών των τεχνολογικά απεπτυγμένων χωρών, δε μπορεί παρά να οξύνει τις σχέσεις τους.  Δεν είναι εύκολο μια τεχνολογικά ανεπτυγμένη και ισχυρή στρατιωτικά χώρα, να δεχτεί αμαχητί ένα τέτοιου είδους υποβιβασμό. Ο αναταγωνισμός αυτός μπορεί να φέρει σε δύσκολη θέση τις τάξεις των εργαζομένων της χώρας που θα ηττηθεί. Εκεί μπορεί να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για επαναστατική αλλαγή.  Οι στρατιές των ανέργων υψηλής και χαμηλής ειδίκευσης, μπορεί να συστήσουν φορέα εξέγερσης και ένοπλης αλλαγής.  Ένοπλη αλλαγή, γιατί μόνον έτσι θα μπορούν να κρατήσουν την εξουσία κι ακόμα μετά τη νίκη δεν θα πρέπει να αποχωριστούν τον οπλισμό τους, γιατί «ο λαός χωρίς όπλα δεν έχει τίποτα».
      Σε μια μεγάλη χώρα όπως η Αμερική, η Γερμανία, η Γαλλία κλπ. μπορεί μια επανάσταση να γίνει πραγματικότητα, αφού δεν είναι εύκολο να στραγγαλιστεί οικονομικά από τις τράπεζες ή στρατιωτικά από τον ιμπεριαλισμό.  Επειδή ο ιμπεριαλισμός θα φοβηθεί μια άμεση στρατιωτική επέμβαση αφού ένας μεγάλος πόλεμος σε μια χώρα που έχει καταρρεύσει ως ιμπεριαλιστική, πάντα θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάρρευση της ισορροπίας όλου του ιμπεριαλιστικού συστήματος.  Έτσι το παιγνίδι θα παιχτεί στο οικονομικό επίπεδο, αφού ο ιμπρεριαλισμός νοιώθει ότι αυτό είναι το στοιχείο του και με εκβιασμούς, εμπορικούς αποκλεισμούς και προπαγάντα θα περιμένει την επανάσταση να καταρρεύσει από μέσα. Αν όμως οι επαναστάτες μπορέσουν να ορθώσουν αξιόπιστο κρατικό μηχανισμό και ν’αντέξουν, και αν το παράδειγμά τους ακολουθήσει και άλλη επανάσταση σε άλλη μεγάλη χώρα, τότε μπορεί να ορθωθεί μια παγκόσμια αλλαγή, που θα στηριχθεί στη δικαιοσύνη και τον πολιτισμό, αποφεύγοντας τα λάθη της Παρισινής Κομμούνας, της Οκτωβριανής Επανάστασης και της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην Λαϊκή Κίνα.
     Αν μια οικονομική αναταραχή στη λεγόμενη «ζώνη του ευρώ», δεν αντιμετωπιστεί γρήγορα και με ανάλογους χειρισμούς, κάτω απ’τον ανταγωνισμό των «ανερχόμενων χωρών», των χωρών της ανατολής και ειδικά της Κίνας, μπορεί να δημιουργήσει οικονομικό χάος, που μόνο με την κατάληψη της εξουσίας από επαναστατικές επιτροπές θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί.  
   Άσχετα αν αυτή η εξουσία μπορεί να είναι καθαρά επαναστατική ή ένα πραξικόπημα μιας «επαναστατικής χούντας», αυτό θα μπορούσε να εξελιχτεί σε μια λαϊκοδημοκρατική αλλαγή, αφού για να λειτουργήσει αυτή η κατάσταση, θά'χει ανάγκη τη λαϊκή συμμετοχή και την αυθόρμητη προσφορά των δραστήριων αυτόνομων λαϊκο-πολιτικών ομάδων δράσης που θα έχουν ήδη πάρει μέρος σε διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις.
     Αν κάτι τέτοιο γινόταν συγχρόνως σε δυο ή τρεις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης με βασικό άξονα τη Γερμανία και τη Γαλλία, η επιτυχία θα ήταν σχεδόν βέβαιη. Τότε θα βλέπαμε τη Γερμανία του Μαρξ ν’αναδύεται πάλι σαν πιθανός φορέας της σοσιαλιστικής επανάστασης, που θα παρέσυρε όλη την Ευρώπη. Μια Ευρώπη αποκλεισμένη απ’την αγορά και τους φυσικούς πόρους, θα μπορούσε να πάρει το φυσικό της δρόμο που θα ήταν ένας σοσιαλισμός εξανάγκης, για ν'αποφευχθεί η κοινωνική κατάρρευση κι εξαθλίωση. Αν οι παραγωγικές διαδικασίες σ’αυτό το σοσιαλιστικό σχήμα περνούσαν στη εξουσία επιτροπών των εργαζομένων, τότε θα ήταν δυνατή μια ειρηνική αλλαγή επαναστατική.
         Η Ευρώπη έχει επαναστατική πείρα και παράδοση, επίσης έχει υψηλή τεχνολογική ανάπτυξη, ακόμα υπάρχουν χώρες που θά’θελαν ανταλλαγή τεχνολογίας με πρώτες ύλες (οι μουσουλμανικές) και τέλος θα μπορούσε να εκμεταλευτεί τον ανταγωνισμό Κίνας-Ρωσίας-Ιαπωνίας-Δύσης·  επίσης τον ανταγωνισμό σωβινισμού και χρηματιστηρίου, κεφαλαιούχων του υπανάπτυχτου κόσμου και του ιμπεριαλισμού, τον ανταγωνισμό των ΗΠΑ με τις άλλες ιπεριαλιστικές χώρες που θα επιδιώκουν την κορυφή κλπ.

     Ο Ευρωπαίος:
Α. Έχει τη μεγαλύτερη δημοκρατική πείρα στο σύγχρονο κόσμο.
Β. Έχει τη μεγαλύτερη επαναστατική πείρα στο σύγχρονο κόσμο.
Γ. Έχει το υψηλότερο τεχνολογικό επίπεδο.
Δ. Έχει μάθει σε υψηλό επίπεδο διαβίωσης και δεν θα αποδεχτεί επίπεδο τριτοκοσμικό
Ε. Έχει ανώτερο πολιτιστικό, αισθητικό και πολιτικό επίπεδο.
Ζ. Έχει υπερηφάνεια και καλλιέργεια τέτοια, που να μη δεχτεί να βάλει το κουστούμι που του έχει ετοιμάσει ο ιμπεριαλισμός.

Η Ευρώπη αναδύεται ξανά σαν ελπίδα του κόσμου. Η Ευρώπη «θα ανατείλει κόκκινη».

Όμως πέρα απ’όλα όσα επιγραμματικά αναφέραμε πρέπει να τονιστεί πως απώτερο καθήκον του σοσιαλισμού δεν είναι απλά η ισονομία ή η δικαιοσύνη.  Όλα αυτά έχουν προταθεί κι από άλλα κοινωνικά συστήματα ή φιλοσοφικές θεωρείες, μια που «το τι είναι δίκαιο», είναι πολυδιάστατο κι όχι απόλυτο.  Η ισονομία κι η δικαιοσύνη είναι μια σκάλα που ανεβάζει το Ον σ’άλλο ψηλότερο αισθητικό επίπεδο, όπου ο άνθρωπος κοινωνώντας του τραγικού «ορθώνεται μπρος στον ισχυρό και γέρνει μπρος τον αδύνατο».  Το ουσιαστικότερο στοιχείο του τραγικού είναι η αυτοθυσία κι ο πολιτισμός, εκεί όπου ο ανθρωπος πρέπει να πατήσει ξανά για να μπορέσει ο πολιτισμός να δώσει καρπούς.   Ο σοσιαλισμός πέρα απ'όλα αυτά, μέσα απ'τη σοσιαλιστική παιδεία που είναι η κοινωνία του τραγικού, θέλει να οδηγήσει τον άνθρωπο σε μια Νέα υπερβατική ποιότητα.  Τον Νέο άνθρωπο, τον Σοσιαλιστικό Άνθρωπο.
     Το πρόβλημα λοιπόν που δημιουργήθηκε στον λεγόμενο υπαρκτό σοσιαλισμό, ήταν πως δεν έλαβε αρκετά υπόψιν τη σωστή ανέλιξη του πολιτισμικού επιπέδου της κοινωνίας και οι επίγονοι της επανάστασης δεν συνέχισαν το ασκητικό έργο των επαναστατών.  Δεν μπορεί ποτέ στην επανάσταση ηγετικά στελέχη να απολαμβάνουν αγαθά που δεν απολαμβάνει ο λαός και ειδικά τα αδύναμα μέλη της κοινωνίας. Από την άλλη αν ο σοσιαλισμός σκοπεύει μόνον στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατωτέρων στρωμάτων, με την επιτυχία αυτού του σκοπού και χωρίς άνοδο της σοσιαλιστικής κουλτούρας μπαίνει στο φαύλο κύκλο του καταναλωτισμού. Ο καταναλωτισμός είναι ο τάφος του πολιτισμού, ο τάφος του σοσιαλισμού και ο τάφος κάθε ανθρωπιστικής ποιότητας. Ο καταναλωτής συνεχώς θέλει ότι φαντάζεται πως δεν έχει· θέλει με την κατανάλωση να καλύψη το κενό της ανθρωπιάς που γεννά ο ίδιος ο καταναλωτισμός.
     Αν η επανάσταση θέλει ν’αλλάξει τον κόσμο κι όχι μόνο να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής των κατωτέρων στρωμάτων, πρέπει να ξεκινήσει πάλι απ’τις πηγές του πολιτισμού, να τις ξαναεπεξεργαστεί, να τις ανανεώσει και να τις εντάξει μέσα στην κοινωνική παιδεία της επανάστασης. Οι ρίζες του πολιτισμού μας είναι το τραγικό πνεύμα μέσα στο οποίο γεννήθηκε η Διαλεκτική σκέψη και το εκπροσωπευτικό πολίτευμα. Λοιπόν βάση του τραγικού πνεύματος είναι η λατρεία της φύσης, δηλαδή ο Παγανισμός. Ένας παγανισμός με τα σύγχρονα δεδομένα είναι η επιστημονικότητα ως τέχνη υπερβατική κι η τραγικότητα ως αίσθηση αυτοθυσίας του ατόμου για το κοινωνικό σύνολο.   Ο σοσιαλιστικός άνθρωπος βάζει πάντα το καλό του συνόλου πάνω από το καλό του ατόμου και ειδικά του εγώ.

Μετά απ’αυτά οι οραματισμοί των θεωρητικών του μαρξισμού ακόμα και του ιδίου του Μαρξ, αφού “ο κόσμος αλλάζει βίαια και γρήγορα”, μπορούν να αναδιαμορφώνονται, χωρίς να απεμπολείται ο βασικός σκοπός που είναι η ίδια η εξουσία των λαϊκών μαζών και της εργατικής τάξης. Αφού “ο λαός χωρίς λαϊκό στρατό δεν έχει τίποτα” όπως τονίζει ο Μάο και βεβαιώνει η λογική.

Υ.Γ  Έχει τεθεί ένα “σκοτεινό” εσωτερικό υπαρξιακό καθήκον σε όλους τους αστούς διανοούμενους που σέβονται την τάξη τους και την αυθυπαρξία τους: να διακηρύσσουν σ’όλους τους τόνους τον αντισταλινισμό και τον αντιμαοϊσμό τους.   Η αστική προπαγάντα απεικονίζει τους Στάλιν και Μάο ως κατά συρροήν δολοφόνους παρανοϊκούς δικτάτορες και βιαστές της ατομικότητας, της ανθρώπινης βούλησης και προσωπικότητας.
     Όμως κάθε πράξη ή πρακτική, ορατή από διαφορετικές οπτικές γωνίες, παίρνει και διαφορετικό νόημα. Η βιομηχανική πρόοδος των ευρωπαίων, η οποία ξεκίνησε απ'τα τέλη του μεσαίωνα κι ολοκληρώθηκε σχεδόν ως τα μέσα του 19ου αιώνα, πλήν της μεγάλης αναπτυξιακής και πολιτισμικής πορείας, είχε ως αρνητικό αποτέλεσμα εκατόμβες κολασμένων εργατών και των παιδιών τους στις βιομηχανίες αυτές.  Κάτι το οποίο δικαιολογείται στη συνείδηση των ευρωπαίων, αφού θεωρήθηκε σαν εποποιία με μεγαλειώδες αποτέλεσμα.  Η βιαία όμως εκβιομηχάνιση της Ε.Σ.Σ.Δ και της Κίνας, η οποία επιτελέσθη σε τριάντα χρόνια, αντί σε πέντε αιώνες, ενόχλησε τους ανθρωπιστές και δημοκράτες της καπιταλιστικής δύσης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι ο Στάλιν παρέλαβε μια μισοφεουδαρχική κοινωνία, η οποία απ’τη στιγμή της επανάστασης εδέχθει την επίθεση των κρατών της “κοινωνίας των εθνών” και τη συνεχή της φθοροποιό δραστηριότητα σε όλα τα επίπεδα.   Ο Στάλιν λοιπόν για να σώσει τη χώρα από τους ευρωπαίους επίδοξους σωτήρες της, πήρε την ευθύνη απέναντι στην ιστορία και το λαό του, τη βιομηχανική επανάσταση των τεσσάρων ή πέντε αιώνων των δυτικοευρωπαίων να ολοκληρώσει σε τριάντα χρόνια. Αυτό φυσικά είχε συνέπειες όχι μόνο στο λαό αλλά και στα μέλη του κόμματος. Το Κ.Κ. μετετράπει σε ένα πεδίο ανταγωνισμών για την ορθότερη διαχείριση αυτού του προβλήματος.   Ο λαός έδινε τη ζωή του στην υλοποίηση των προγραμμάτων, αλλά και τα μέλη του κόμματος που λάθευαν ή ολιγωρούσαν, μη έχοντας κάτι άλλο να βάλουν ενέχειρο, έβαζαν τη ζωή τους.  Στις δίκες της Μόσχας δεν υπήρξε κάποιος καταδικασθείς που να κατηγόρησε τον σοσιαλισμό. Δέχτηκαν τις ποινές εν σιωπή, αναμένοντας της ιστορία να τους δικαιώσει.  Ήξεραν πως αν είχαν δικαιωθεί μπορεί οι αντίπαλοί τους να βρίσκονταν στη δική τους θέση. Η επανάσταση έτρωγε τα παιδιά της για ένα καλύτερο αύριο.

Βέβαια ο κ. Δημητράκος θα αντιτείνει την προσφιλή κριτική του ότι η επανάσταση συνδέει, χωρίς επαρκή εμπειρική συσσώρευση, το "δέον γενέσθαι με το υπάρχον", κάτι που περιέχει ένα "άλμα πίστης". Όμως δε νομίζω ότι ο κόσμος μας μπόρεσε ποτέ να αποφύγει στην ιστορική πορεία του αυτό το άλμα πίστης. Μάλιστα θα έλεγα ότι προχωρούσε περισσότερο με άλματα πίστης παρά με την έμπειρική τάξη που ορίζεται από το δίκρανο του Χιούμ (τον ορθολογισμό με εμφατική εμπειρική υποστήριξη). Όμως ο κόσμος μας δεν κινείται συνεχώς στις "ράγες" του εμπειρικά πεπατημένου, αφού σε κάθε του βήμα αναζητά το Νέο. Στην αναζήτηση του Νέου που είναι γνωσιολογικά και πρακτικά υπερβατικό ως συνεχής κοινωνική επανάσταση, η σιγουριά της πεπατημένης βοηθά να γυρίζουμε συνεχώς γύρω από τα γνωστά. Το Νέο έχει ανάγκη ένα "άλμα πίστης-αμφιβολίας", του οποίου η πίστη συνίσταται από γνώση και η αμφιβολία από την συνεχή επανάσταση της αναζήτησης του Νέου.