Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Ε.Β.ΙΛΙΕΝΚΟΦ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ-ΔΟΚΊΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑΣ

Ε. Β. ΙΛΙΕΝΚΟΦ
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ  ΔΟΚΙΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑΣ
Μετάφραση Μ. Αναστασιάδη
Πρόλογος Ε. Μπιτσάκη
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ


Συγγραφέας:Ένα απ’ τα καθήκοντα των σοβιετικών φιλοσόφων, εξακολουθεί να παραμένει, όπως και πρώτα, η υπόδειξη του Β. Ι. Λένιν για την επεξεργασία μιας συστηματικά αναπτυγμένης έκθεσης διαλεκτικής ως λογικής και θεωρίας της γνώσης του σύγχρονου υλισμού.  
   Το νέο βιβλίο του Ιλιένκοφ, διδάκτορα των φιλοσοφικών επιστημών, όπου εκτίθενται τα αποτελέσματα πολυετών ερευνών του συγγραφέα στον τομέα της διαμόρφωσης της διαλεκτικής λογικής κι εξετάζονται ουσιαστικές πλευρές της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας της διαλεκτικής, αποτελεί συνεισφορά στη λύση αυτού του προβλήματος. Όπως κι άλλες εργασίες του συγγραφέα, το βιβλίο διακρίνεται για την περιεκτική ανάλυση και προσιτή έκθεση των πιο συνθέτων προβλημάτων της φιλοσοφίας. Το βιβλίο προορίζεται για το ευρύ αναγνωστικό κοινό, που ενδιαφέρεται για φιλοσοφικά προβλήματα.
                                                                                                                                                                 Παρατήρηση: Ο ρωσικός πρόλογος αυτής της έκδοσης, αναδεικνύει ένα πρόβλημα για το οποίο, ο ίδιος ο Λένιν, πρότεινε στους σοβιετικούς φιλοσόφους να επιδιώξουν τη λύση του: Να επεξεργαστούν μια σύγχρονη Διαλεκτική Λογική θεωρίας και γνώσης, κάτι που σημαίνει ότι κι ο ίδιος ο Λένιν αμφέβαλλε  αν η διαλεκτική ήταν ολοκληρωμένη στην εποχή του ή ακόμα αν υπήρχε κάποια τέτοια στην εποχή του. Κι έρχεται ο πρόλογος της Ελληνικής έκδοσης που επεξηγεί: Τι σημαίνει ο όρος Διαλεκτική; Ποιος είναι ο καταστατικός ορισμός της διαλεκτικής και ποια η νομιμότητά της; Ποιες είναι οι Αρχές κι οι νόμοι της; Ποιες είναι οι σχέσεις της με την παραδοσιακή τυπική λογική;
                                                                                                                                                                           Και συνεχίζει: Έχει περάσει πάνω από ένας αιώνας από τότε που οι Μαρξ κι Ένγκελς, «αντιστρέφοντας» την ιδεαλιστική λογική του Χέγκελ, διαμόρφωσαν την Υλιστική Διαλεκτική. Για τον Χέγκελ, έγραφε ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, «η κίνηση της νόησης την οποία προσωποποιεί με το όνομα της ιδέας, είναι δημιουργός της πραγματικότητας, η οποία δεν είναι παρά η φαινομενική μορφή της ιδέας». Αντίθετα, για τον Μαρξ, η κίνηση της νόησης, δεν είναι παρά η αντανάκλαση της πραγματικής κίνησης, μεταφερμένη και μετατεθειμένη στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Στον Χέγκελ η διαλεκτική βάδιζε με το κεφάλι κάτω. Οι θεμελιωτές του μαρξισμού την έστησαν στα πόδια της, ορίζοντάς την σαν «ουσιαστικά κριτική κι επαναστατική», γιατί στη θετική αντίληψη της πραγματικότητας περιλαμβάνει την μοιραία άρνηση, την αναγκαστική καταστροφή της.
                                                                                                                                                              Παρατήρηση: Ενώ ο Λένιν αμφιβάλλει αν υπάρχει, ακόμα και στις μέρες του, μια Διαλεκτική Λογική, ο συγγραφέας του προλόγου μας δείχνει ότι υπάρχει, αφήνοντας να θεωρηθεί, ότι αυτή έχει ήδη οργανωθεί απ’ τους Μαρξ και Ένγκελς. Δηλαδή, “αντιστρέφοντας την Διαλεκτική του Χέγκελ, όχι μόνο την έστησαν στα πόδια της, αλλά περιέλαβαν μέσα της και την ‘μοιραία’ Άρνηση η οποία αναγκαστικά καταστρέφει (την εγελιανή διαλεκτική ή ίσως την ορθολογική αντίληψη περί κόσμου;)”. Στη συνέχεια Εβραίοι διανοητές της Διασποράς και ρεφορμιστές του μαρξισμού, έσπειραν την τελική σύγχυση στο “τι είναι διαλεκτική” βάζοντας και την ταφόπετρα πάνω στον αναμενόμενο διαλεκτικό-υλιστικό μαρξισμό. (Η παρατήρηση αυτή, που αφορά στους Εβραίους διανοητές, δεν είναι ρατσιστική αλλά ρεαλιστική: Οι Εβραίοι διανοητές, μολονότι μεγάλοι καλλιτέχτες, επιστήμονες και λεπτολόγοι μελετητές, με την εμμονή τους για την σύλληψη της Άρνησης ως στοιχείου της διαλεκτικής σκέψης λαθεύουν, σπέρνοντας σύγχυση. Αφού η Άρνηση, δεν είναι κάτι νέο στη Λογική, αλλ’ υπάρχει αναπόφευκτα σε κάθε λογική διαδικασία: στον ορθολογισμό, ως αντίθετη προς την Κατάφαση, κι από κει, με την αναλυτική διαδικασία, στη δημιουργία των Κατηγοριών· και στην Διαλεκτική, ως στοιχείο αντιφατικότητας, της Καταφατικής-Αρνητικότητας, περιγράφοντας έτσι το αέναο γίγνεσθαι. Μιας εξαρχής λοιπόν αναδύεται σύγχυση, στη Διαλεκτική των συγχρόνων μαρξιστών, την οποία προτίθενται να διδάξουν. Μια σύγχυση που ξεκίνησε ο Χέγκελ και στη συνέχεια οι κλασικοί του μαρξισμού, στην προσπάθειά τους για την υλιστική ανατροπή της εγελιανής ιδεαλιστικής λογικής, κατρακύλησαν στο αριστοτελικό ορθολογισμό, τον οποίο κάποιοι μαρξιστές συνειδητά πια θεωρούν “διαλεκτική”.
                                                                                                                                                                            Εδώ λοιπόν κι εγώ ως κριτικός αναγνώστης πρέπει να τονίσω τη διαφορά αντιθετικότητας κι αντιφατικότητας ώστε να καθοριστούν τα όρια του Ορθολογισμού απ’ τη Διαλεκτική: Μολονότι εγώ θεωρώ την Διαλεκτική αντιφατική, λόγω εμμονής των ιδεαλιστών για την ύπαρξη κι αντιθετικής Διαλεκτικής, καταχρηστικά δεχόμαστε ότι είναι δύο:
       Α. Η αντιθετική διαλεκτική η οποία δέχεται ότι ο κόσμος κι η λογικο-γλωσσική σύνταξη που τον περιγράφει, στο απώτατο βάθος συντίθεται από μια σειρά αναλλοίωτων στοιχειωδών εσχάτων (γνώσιμων ή όχι), που αλληλεπιδρούν, χωρίς να παραβιάζουν τα έσχατα όρια μεταξύ τους. Αυτά συνιστούν αντικειμενικό ορθολογικό δυναμικό-διαφορικό σύστημα, το οποίο έχοντας απόλυτους όρους λειτουργίας, προϋποθέτει από μια στιγμή και μετά, την επ’ άπειρο επανάληψη συγκεκριμένης, πεπερασμένης, τετελεσμένης, προδιαγεγραμμένης, σειράς παιγνίων, τα οποία μπορούν να ονομαστούν «συνθετικά πρότυπα του τέλους». Τα παίγνια αυτά, που είναι και τα όρια του συστήματος, υπάρχουν ιδεατά εκ των προτέρων, περιμένοντας την πραγματοποίησή τους απ’ την ακολουθία της λειτουργίας του συστήματος. Ο Αριστοτέλης τη διαδικασία αυτή, είχε ονομάσει Εντελέχεια. Αυτό το τελεολογικό, τετελεσμένο πεπερασμένο, κλειστό σύστημα, της ορθολογικής αντικειμενικότητας, έχοντας όρους κι όρια απόλυτα προκαθορισμένα, προϋποθέτει ύπαρξη Κόσμου Ιδεών, του οποίου το φαινομενικό γίγνεσθαι περιμένει ν’ αναφανεί απ’ την εξέλιξη της λειτουργίας του ορθολογικού δυναμικού αυτού συστήματος.
    Β. Η Αντιφατική Διαλεκτική, η οποία δέχεται ότι στο βάθος ο κόσμος κι η λογικο-γλώσσική σύνταξη που τον περιγράφει, είναι Όλον σε συνεχή εξέλιξη. Γι’ αυτό δε συντίθεται από έσχατα, αναλλοίωτα στοιχειώδη, αλλ’ από αντιφατικά κι αυτοαναιρούμενα, τα οποία αλληλεπιδρώντας, δεν αφήνουν απαραβίαστα περιθώρια μεταξύ τους. Σ’ αυτόν αντιφατικό κόσμο για να υπάρχει Κάτι, πρέπει να καταλύεται-συντιθέμενο από υπογεγονότα κατώτερου επιπέδου, τα οποία κι αυτά με τη σειρά τους και με τον ίδιο τρόπο, να καταλύονται-συντιθέμενα κι αυτό επ’ άπειρον. Δηλαδή ως το έσχατο επίπεδο, (τον πυθμένα του κόσμου, όπως έδειξε ο Ζήνων), όπου τ’ αντιφατικά στοιχειώδη τείνοντας για μηδενικό μέγεθος, τείνουν συγχρόνως για άπειρο, όντας ακίνητα κι ακαριαία, συνθέτοντας την Αντιφατικότητα Γυμνή δηλαδή το Εν Δυνάμει Είναι.
     [Για να έχει κάποιο στοιχειώδες φύση καταλυτικο-συνθετική,  πρέπει  υπό μορφήν  στοιχείων  ενέργειας, (κβάντα, ή πυριδίων αείζωου πυρός), να διέρχεται εντός του συνεχής ροή-αντιρροή υπογεγονότων, τα οποία περνώντας μέσα απ’ το γεγονός, αναχωρούν για το Σύμπαν, επιστρέφοντας συγχρόνως στο γεγονός απ’ όπου ξεκίνησαν, κάνοντάς το πραγματικότητα. Με τον τρόπο αυτόν, καταρχήν αλληλεπιδρούν σταδιακά με γεγονότα του εγγύτερου περιβάλλοντος, μετά μ’ αυτά του απώτερου και τελικά με το Σύμπαν, που είναι ο Απώτατος-Άλλος εαυτός, ο έσχατος συμπαντιακός του αντίλογος, εξαιτίας του οποίου τα πορευόμενα υπογεγονότα αλλάζουν κι επιστρέφοντας, αλλάζουν και το γεγονός. Επειδή όμως το σύμπαν των διαλεκτικών προ-σωκρατικών είναι άπειρο, η διαδρομή αναχώρησης-επιστροφής των υπογεγονότων στο σύμπαν, δεν είναι κυκλική, αλλά πυκνή σπειροειδώς ελλειπτική.  Έτσι τα υπογεγονότα επιστρέφοντας στην θέση που ξεκίνησαν, δεν επαληθεύουν το καταλυτικο-συνθετικό γεγονός το απόλυτα εκεί, αλλά το επαληθεύουν-διαψεύδοντάς το, σιγά-σιγά λίγο πιο κει και λίγο διαφορετικό, κάνοντάς το να είναι Αυτό-Άλλο-Αλλού. Κι επειδή η ταυτότητα του καταλυτικο-συνθετικού γεγονός αλλάζει, αλλάζοντας συγχρόνως και συνεχώς θέση, ουσιαστικά δεν κινείται σε κάποιον ανεξάρτητο χώρο, ούτε κατά τη διάρκεια κάποιου ανεξάρτητου χρόνου, αλλά κινείται εντός του εαυτού του. Κι επειδή τα όρια του αντιφατικού στοιχειώδους, συνεχώς παραβιάζονται απ’ τον εαυτό τους ταξιδεύοντας στο σύμπαν, περιέχουν δυναμικά και στιγμιαία κάθε φορά μ’ έναν δικό τους τρόπο κι ένα ολοκληρωμένο πρόσωπο του Όλου. Ο τρόπος αυτός είναι ο κώδικας του κόσμου, όπως είναι κάθε στιγμή γεγεγραμμένος στο κάθε συγκεκριμένο καταλυτικο-συνθετικό γεγονός κατά την διάρκεια της αναχώρησης-επιστροφής  των υπογεγονότων του (των αντιφατικών στοιχειωδών του) στο σύμπαν και την αλληλεπίδρασή του μ’ αυτό. Δηλαδή, όπως το γεγονός έχει εξελιχθεί ως την στιγμή της μορφοποίησής του, περιέχοντας με τρόπο δαιδαλώδη και παράκεντρο όλα τα πρόσωπα και τις στιγμές του ως τότε κόσμου. Αντιφατικά ο κόσμος είναι Ένα Ανοικτό Λογικο-γλωσσικό Όλον, σε συνεχές Γίγνεσθαι, τα στοιχειώδη του οποίου περιέχουν το ανεπανάληπτο κι εν το δυνάμει άπειρο, ως αποτέλεσμα της εξέλιξής τους].
Επίσης πρέπει να επισημάνω ότι: Η Διαλεκτική Λογική, όπως κάθε λογική, είναι μηχανισμός και μέθοδος σκέψης. Δεν πρέπει λοιπόν να συγχέεται με το όποιο αποτέλεσμα εφαρμογής, της όποιας λογικής. Βέβαια το αποτέλεσμα είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής της λογικής διαδικασίας, όταν όμως βασικός σκοπός είναι η οργάνωση της ίδιας της Λογικής, το αποτέλεσμα πρέπει να διαχωρίζεται απ’ την ίδια τη Λογική, αλλά να χρησιμοποιείται ενίοτε σαν παράδειγμα και μόνον όταν είναι αναγκαίο. Η επισήμανση αυτή έγινε γιατί πολλοί διανοητές, μιλώντας για διαλεκτική, αντί να προσδιορίζουν μηχανισμούς σκέψης, μπαίνουν σ’έναν λαβύρινθο λογοδιάρροιας και περιγραφής κοινωνικών καταστάσεων, οι οποίες απέχουν απ’ το να είναι μηχανισμοί λογικής σκέψης, αλλά το αποτέλεσμά τους. Κι επειδή αλήθεια είναι ότι ακόμα η διαλεκτική σκέψη, δεν κατάφερε να οργανωθεί έτσι που να γίνει εργαλείο πράξης, όλη αυτή η λογοδιάρροια, δεν είναι άλλο από ορθολογικές πρακτικές εφαρμογές, επιτυχημένες ή αποτυχημένες.
                                                                                                                                                                            Και συνεχίζει: Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς επεξεργάστηκαν μια σύνολη αντίληψη της Διαλεκτικής Λογικής και την αξιοποίησαν για την ανάλυση των κοινωνικών κι ιστορικών φαινομένων, καθώς και για τη φιλοσοφική ανάλυση των φυσικών επιστημών. Ωστόσο κανείς απ’ τους δύο δεν έγραψε κάποια πραγματεία Διαλεκτικής Λογικής. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τον Λένιν, παρ’ όλο που στον «Υλισμό κι Εμπειροκριτισμό», στα «Φιλοσοφικά του Τετράδια» και στα υπόλοιπα έργα του, δεν αξιοποίησε απλώς, αλλ’ ανέπτυξε πάρα πέρα τη διαλεκτική λογική. Σήμερα μπορεί κάποιος να βρει πολλά εγχειρίδια και ειδικές πραγματείες, που έχουν σαν αντικείμενο την διαλεκτική λογική. Ωστόσο η απάντηση στα ερωτήματα που θέσαμε δεν είναι εύκολη, γιατί η επεξεργασία της διαλεκτική λογικής στα 100 χρόνια που πέρασαν απ’ τον θάνατο του Μαρξ, δεν πραγματοποιήθηκε, έξω απ’ την ανάπτυξη, αλλά τις περιπέτειες και τις στρεβλώσεις του επαναστατικού κινήματος του αιώνα μας. Έτσι υπήρξε περίοδος που η επαναστατική διαλεκτική είχε υποβαθμιστεί σε εργαλείο οικονομισμού και ρεφορμισμού.
                                                                                                                                                                 Παρατήρηση: Μέχρι τώρα σ’ αυτό το έργο «Διαλεκτική» ακούμε και διαλεκτική δεν βλέπουμε, ούτε στη χρήση του κειμένου αυτού, αλλά ούτε αυτό το κείμενο υποδεικνύει κάποια χρήση της απ’ τους κλασικούς. Βέβαια μας έχει υπενθυμίσει κατ’ εξακολούθηση ότι κανείς απ’ αυτούς δεν έγραψε μια Διαλεκτική Λογική, αλλά ότι «έστησαν τη λογική του Χέγκελ στα πόδια της». Αυτή η παρατήρηση όμως, μολονότι ακούγεται συνεχώς, ποτέ δεν καθορίστηκε επαρκώς κι έτσι δημιουργούνται συνεχώς παρανοήσεις, που δεν συμβάλλουν στη δημιουργία μιας διαλεκτικής-υλιστικής λογικής, ούτε στην κατανόηση, “πως ακριβώς θα ήταν μια τέτοια”, αλλ’ ούτε αν υπάρχει κάποια τέτοια συγκροτημένη πρόταση περί αυτού. Εγώ θα παρατηρήσω, κι ας δεχτώ την οργή των συνοδοιπόρων μου στον μαρξισμό, ότι κανένα μαρξιστικό κείμενο απ’ όσα έχω διαβάσει, δεν εμφορείται από μια σαφή διαλεκτική, η οποία θα οδηγήσει τους διανοητές σε κάποια οργανωμένη τέτοια. Επίσης, όσοι απ’ τους μαρξιστές διανοητές δεν έχουν ακόμα απαρνηθεί την αντιφατικότητα της διαλεκτικής σκέψης, όταν αναφέρονται στην αντίφαση, δεν ξέρουν τι να την κάνουν! Όπως κι ο Ιλιένκοφ.
                                                                                                                                                                           Και συνεχίζει: Με τον Λένιν η διαλεκτική ξαναβρήκε την αρχική της λάμψη κι επαναστατικότητα, κι έγινε το ακονισμένο όπλο του προλεταριάτου.
                                                                                                                                                                     Μικρή παρεμβολή: Κάτι για το οποίο όμως ο ίδιος ο Λένιν αμφιβάλλει, αφού προτείνει στους σοβιετικούς φιλοσόφους να επεξεργαστούν μια σύγχρονη για την εποχή του Διαλεκτική.
                                                                                                                                                                          Και συνεχίζει: Στα επόμενα χρόνια η διαλεκτική χρησιμοποιήθηκε σαν όπλο απολογητικής και στο όνομα της ορθοδοξίας την απέκοψαν απ’ την τυπική λογική. Ο απλοϊκός μαρξισμός έφτασε, σ’ ακραίες περιπτώσεις, ν’ απαρνηθεί τη νομιμότητα της τυπικής λογικής, διαλύοντας ταυτόχρονα, μέσα σε μια ψευδο-διαλεκτική ρευστότητα, την ίδια την διαλεκτική λογική. Απ’ την άλλη. Η αστική φιλοσοφία κι επιστημολογία αρνήθηκαν την ίδια τη νομιμότητα της διαλεκτικής λογικής, στ’ όνομα της τυπικής λογικής Αρχής της Μη-Αντίφασης.
                                                                                                                                                           Παρατήρηση: Η Λογική που χρησιμοποιήθηκε σαν όπλο απολογητικής δεν ήταν αληθινή διαλεκτική, αλλά ούτε ήταν απλοϊκός ο μαρξισμός που προσπάθησε ν’ αποκόψει τη διαλεκτική απ’ την ορθολογική τυπικότητα. Εδώ ο κ. Μπιτσάκης, ο οποίος γράφει αυτή την εισαγωγή, παίρνει ξεκάθαρα θέση υπέρ μιας διαλεκτικής η οποία δεν θεωρεί την αντίφαση στοιχείο του γίγνεσθαι κι έτσι δεν αντιτίθεται στην ορθολογική τυπικότητα, η οποία θεωρεί την αντίφαση στοιχείο ψεύδους.
Υπενθυμίζω ότι: Ο Ορθολογισμός γεννήθηκε στους κόλπους της ηρακλειτικής Διαλεκτικής, ως κριτική απ’ τον Παρμενίδη, ακριβώς γιατί θεωρούσε την αντιφατικότητα αναληθή. Πρέπει λοιπόν να υπενθυμίσω τους δρόμους που πήρε αυτή η ιδεολογική πάλη, για να μπούμε επί τέλους στις ράγες της διαμάχης της Διαλεκτικής με το Ορθολογισμό, γιατί έως τώρα αερολογούμε χωρίς κάποιο λογικό αντίκρισμα.
Λέω λοιπόν: Η Διαλεκτική υπήρξε από αρχαιοτάτων χρόνων Λογική του Γίγνεσθαι, αφού σύμφωνα μ’αυτή, κάθε τι ευρισκόμενο σε συνεχές καταλυτικο-συνθετικό γίγνεσθαι και γι’ αυτό είναι σε κατάσταση αντιφατικότητας, συνεχώς Είναι-ΜηΌντας.                                                                                            
    Ο Παρμενίδης λοιπόν αναρωτήθηκε, αν το ΜηΕίναι μπορεί να υπάρξει και φυσικά απάντησε, ότι το ΜηΕίναι δεν μπορεί να υπάρξει και γι’ αυτό η αντίφαση που Είναι-ΜηΌντας κι εν μέρει περιέχει το ΜηΕίναι, δεν περιέχει όλη την αλήθεια, αλλά μέρος της. Έτσι χαρακτήρισε το αντιφατικό γίγνεσθαι της καθημερινότητας φαινομενικό. Για να βρει λοιπόν, σύμφωνα μ’ αυτόν κάποιος την αθάνατη καρδιά της ολοστρόγγυλης αλήθειας, πρέπει απ’ τη σκέψη του ν’ αποβάλλει την αντιφατικότητα.                           ―Το “τι είναι η Διαλεκτική” και ποια είναι η διαφορά της απ’ τον Ορθολογισμό έχει οριστεί πριν 2500 χρόνια, απ’ αυτούς που γέννησαν και την Διαλεκτική και τον Ορθολογισμό. Κι επειδή εμείς ξανανακαλύπτουμε τα κεκτημένα μας μαζί με τους Ευρωπαίους σοφούς, κληρονομούμε και την άγνοιά τους. Υποβίβασαν λοιπόν το αληθινό γίγνεσθαι του κόσμου σε φαινομενικό κι αποφάσισαν ότι η αντιφατικότητα, ακόμα και στην διαλεκτική πρέπει ν’ αποφεύγεται.
                                                                                                                                                                          Και συνεχίζει: Ανεξάρτητα απ’ τις διαμάχες των φιλοσόφων, η τυπική λογική αναπτύχθηκε αλματικά στον αιώνα μας, σε οργανική σχέση με τα σύγχρονα μαθηματικά, την θεωρία των πληροφοριών και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Η τυπική λογική δεν είναι στον αιώνα μας η λογική του Αριστοτέλη, αλλά σ’ εξάρτηση με τις επιστήμες διαμόρφωσε αυστηρούς φορμαλισμούς κι ανέπτυξε νέους κλάδους σαν ισχυρό εργαλείο επιστημονικής έρευνας και διαχείρισης του καπιταλισμού.
                                                                                                                                                            Επισημαίνω: Όλ’ αυτά τα οποία υπενθυμίζει ο κ. Μπιτσάκης αληθεύουν. Αλλά όμως τίποτα απ’ αυτά δεν πάει πουθενά χωρίς τις αρχές της αριστοτελικής τυπικότητας, που είναι η βάση του ηλεκτρονικού υπολογιστή, ο οποίος είναι η βάση της λειτουργίας κάθε υπολογισμού στον σύγχρονο επιστημονικό και καπιταλιστικό κόσμο. Και βέβαια είναι έτσι! ―Λοιπόν εμείς τι πρέπει να κάνουμε; Να ονομάσουμε τον Ορθολογισμό “Διαλεκτική” κι από κει να λύσουμε το πρόβλημα της γνώσης μας ή να εμμείνουμε στην διαλεκτική; ―Γιατί όμως πρέπει ν’ αλλάξουμε ένα σύστημα που λειτουργεί θαυμάσια, μ’ ένα άλλο το οποίο είναι αβέβαιο; Κι απαντώ: γιατί η ίδια η επιστήμη το επιζητά, αφού η ορθολογική τυπικότητα, η αντικειμενικότητα κι ο ντετερμινισμός, ακόμα και με την επικουρία αυτών των σύγχρονων μαθηματικών, σύμφωνα σε την σύγχρονη επιστήμη, η οποία σχετίζεται με την Σχετικότητα και τα Κβάντα, δεν περιγράφουν τον κόσμο όπως πράγματι είναι.
                                                                                                                                                                          Και συνεχίζει: Δυστυχώς δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τη Διαλεκτική λογική. Η οποία μέσα απ’ τις περιπέτειες του προοδευτικού κινήματος εμφανίζεται κουβαλώντας ασάφειες, αντιφάσεις, ρητορεία, πλαδαρότητα κι ακαδημαϊσμό. Αλήθεια! πως μπορεί να γραφεί μια πραγματεία διαλεκτικής λογικής; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Στην πράξη βλέπουμε άλλοτε να δεσπόζει η ασάφεια των εννοιών κι ο βερμπαλισμός, κι άλλοτε η διαλεκτική να συστηματοποιείται σοφά σε αρχές, νόμους, περιοχές κ.λπ. δηλαδή να μετατρέπεται σε βαρύ δυσκίνητο ακαδημαϊκό κλάδο. Το παλιό και γνωστό βιβλίο του Μ. Ρόζενταλ «Αρχές της Διαλεκτικής Λογικής», παρά τον πλούτο του υλικού του, αποτελεί δείγμα δεύτερης απόκλισης. Το βιβλίο του Ιλιένκοφ, σημαδεύει μια ριζική αλλαγή στον τρόπο διαπραγμάτευσης της διαλεκτικής λογικής.
                                                                                                                                                                    Τονίζω εδώ ότι: Εδώ ο κ. Μπιτσάκης επισημαίνει την όλα τ’ αρνητικά στοιχεία μιας διαλεκτικής η οποία δεν είναι “διαλεκτική”, κι αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να οργανωθεί μια νέα διαλεκτική λογική, που θα σταθεί στο γίγνεσθαι και γι’ αυτό να διαφέρει απ’ τον ορθολογισμό στην περί αντιφατικότητας αντίληψη.  Η ανθρωπότητα έχει μια ορθολογική Λογική, η οποία πρέπει να γίνει δεκτή ως επαρκής στα όρια του νευτώνειου κόσμου. Στη σύγχρονη σχετικιστική και κβαντική επιστήμη όμως (και στο κοινωνικό επαναστατικό γίγνεσθαι όπως ο σοσιαλισμός), επειδή η ορθολογική αντικειμενικότητα δεν θεωρείται επαρκής, αναζητείται επειγόντως μια άλλη λογική, η οποία μάλιστα υπήρχε πριν απ’ τον ορθολογισμό και την οποία μας έχουν προσφέρει από το 500 π.χ. οι προσωκρατικοί. Κι αυτή είναι η προσωκρατική Διαλεκτική.
                                                                                                                                                                         Και συνεχίζει: Η λογική του Μαρξ δεν εκτίθεται σαν σύνολο αξιωμάτων, αρχών και νόμων, οριστικό και κλειστό γέννημα του δημιουργού του.
                                                                                                                                                                     Τονίζω ότι: Μία διαλεκτική λογική χωρίς αρχές, νόμους και κάποιο σύστημα μεθόδου ανάλυσης και σύνθεσης δεν μπορεί να υπάρξει. Χωρίς αυτούς του όρους, μπορεί ο καθείς να τσαλαβουτά εδώ κι εκεί μ’ ασυνέπεια και να καμώνεται τον λογικό χωρίς να είναι. Ή ακόμα να πηδά κατά βούληση απ’ το ένα λογικό σύστημα στο άλλο δημιουργώντας σύγχυση. Γι’ αυτό οι προσωκρατικοί, που ήταν ομολογουμένως σοφοί, διαχώρισαν την διαλεκτική λογική του γίγνεσθαι, απ’ τον ορθολογισμό, (τη λογική της αιώνιας αλήθειας) κι ο καθένας επέλεξε τον δρόμο της σκέψης που προτιμούσε.   
 Είναι όμως πληκτικό αλλά συγχρόνως και συγκλονιστικό ν’ αναμασάμε ξανά και ξανά τα ίδια και στην ίδια γλώσσα εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια και να μην έχουμε ακόμα καταλήξει.
                                                                                                                                                                          Και συνεχίζει: Κατ’ αρχήν πρόκειται για δοκίμια ιστορίας και θεωρίας της διαλεκτικής λογικής.  
                                                                                                                                                          Υπενθυμίσω εδώ ότι: Η Διαλεκτική Λογική έχει ολοκληρωθεί και μάλιστα υπάρχει και κριτική για την αξία της από τους προσωκρατικούς, η οποία περιέχει και τον ορθολογισμό ως αντίδοτο στην εμμονή της για το γίγνεσθαι και την αντιφατικότητα.  Μας μένει λοιπόν να επιλέξουμε τρόπο νόησης και δράσης μέσω του ορθολογισμού ή της διαλεκτικής. Εμείς όμως, θεωρώντας τις δυναμικές και διαφορικές διαδικασίες του ορθολογισμού “Διαλεκτική” δρούμε ορθολογικά και δεν έχουμε ακόμα δημιουργήσει κάποιο διαλεκτικό τυπικό εργαλείο σκέψης και δράσης. Ο Λένιν λοιπόν, που ήταν σοφός, ήξερε ότι εκεί ακριβώς ο μαρξισμός μας υστερεί και γι’ αυτό πρότεινε σε νέους διανοητές της διερεύνηση αυτού ακριβώς του θέματος και γι’ αυτό ο Ιλιένκοφ δραστηριοποιείται εκεί. Όμως φαίνεται ότι ακόμα κι Λένιν δεν ήταν ενήμερος για το εύρος των προσωκρατικών.
                                                                                                                                                                          Και συνεχίζει: Στο έργο λοιπόν δεσπόζει το ιστορικό στοιχείο και η ανάδειξη της ιστορικής διάστασης· είναι ο καλύτερος τρόπος έκθεσης της διαλεκτικής λογικής, της οποίας οι νόμοι κι οι κατηγορίες είναι προϊόντα της ιστορίας και όργανα του ιστορικού γίγνεσθαι.
                                                                                                                                                           Επισημαίνω ότι: Εδώ φαίνεται άγνοια διαλεκτικής σκέψης απ’ τον συγγραφέα αυτού του κειμένου, αφού η διαλεκτική όντας λογική του Γίγνεσθαι, σχετίζεται άμεσα με τη διαδικασία καταλυτικής-συνθετότητας των όντων και της φύσης. Κατά την οποία κάθε τι δεν διαθέτει σταθερή ταυτότητα ώστε να διαρκεί κι έτσι τίποτα δεν υπόκειται στο ιστορικό γίγνεσθαι, αφού διαλεκτικά κάθε τι είναι Μόνο Τώρα: “Το Χθες δεν υπάρχει, το Αύριο δεν υπάρχει, το Τώρα είναι μόνο, το Τώρα που δεν είναι, που είναι πάντα Άλλο, είναι αυτό που είναι τίποτα. Το Τώρα είναι η μηδενική αιχμή του φθίνοντος παρόντος, αιώνια στη μηδενικότητά της.  Επειδή λοιπόν ο χρόνος Εκεί ως διάρκεια δεν μπορεί να υπάρξει, αλλά είναι ρυθμός επανάληψης χωρικών μέτρων σε θέση, (συχνότητα) κι ο χώρος το μήκος κύματός τους, η ιστορικότητα είναι μια ορθολογική αυταπάτη, αφού όλα όντας σε συνεχές γίγνεσθαι, είναι μόνο Τώρα.
                                                                                                                                                                          Και συνεχίζει: Αλλά ο Ιλιένκοφ δεν κάνει το σφάλμα να παρουσιάσει την ανάπτυξη της διαλεκτικής λογικής σαν ομαλή ιστορική διαδικασία, όπου η διαμόρφωση των συστατικών στοιχείων της παραδοσιακής λογικής θα ήταν άμεσα αντανάκλαση της αλλαγής των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών. Ο Ιλιένκοφ ανιχνεύει κι αναδεικνύει τις εσωτερικές αντιφάσεις και τ’ αδιέξοδα της παραδοσιακής λογικής και τη διαδικασία υπέρβασής τους, μέσ’ την ιστορία της νόησης, όπου οι εξωτερικοί οικονομικοί, κοινωνικοί κι ιδεολογικοί παράγοντες λειτούργησαν πάντα, μέσα απ’ την εσωτερική δυναμική της ίδιας της λογικής.
                                                                                                                                                              Υπενθυμίζω ότι: Αυτή η αντίληψη περί διαλεκτικής δείχνει σύγχυση κι αμάθεια. Η διαλεκτική δεν αναδεικνύει τις εσωτερικές αντιφάσεις και τ’ αδιέξοδα της παραδοσιακής λογικής (του ορθολογισμού). Πρώτον: γιατί ο ορθολογισμός, απορρίπτει τις αντιφάσεις ως αναληθείς κι έτσι δεν υπάρχουν μέσα του τέτοιες που ν’ αναζητηθεί την υπέρβασή τους. Δεύτερον: η διαλεκτική επιδιώκει τις εσωτερικές αντιφάσεις τις οποίες θεωρεί γενέθλιο τόπο του γίγνεσθαι.
Επίσης τονίζω ότι: Όλ’ αυτά για τα οποία μας πληροφορεί ο αφηγητής μας, εκτός του ότι δεν έχουν σχέση με την διαλεκτική σκέψη, πρέπει να αναφανούν κι από τις προτάσεις του Ιλιένκοφ. Μια μικρή αναδρομή στο έργο του όμως προ της αφήγησης αυτής, δεν αναδεικνύει τίποτα από όλ’ αυτά. Μάλιστα βλέπουμε κι από τον Ιλιένκοφ άγνοια διαλεκτικής σκέψης και τελικό καταποντισμού στον ορθολογισμό.
Ήδη λοιπόν απ’το πρώτο δοκίμιο ο ξεναγός μας στη λογική και μάλιστα στην διαλεκτική λαθεύει:
                                                                                                                                                                               Και συνεχίζει: Ο όρος «Λογική» αναφορικά με την επιστήμη της νόησης, χρησιμοποιήθηκε απ’ τους στωικούς.
                                                                                                                                                                            Υπενθυμίζω: Χωρίς να έχει σημασία από ποιους και πότε χρησιμοποιήθηκε ο όρος ή το πως και γιατί, η Λογική υπήρχε πριν απ’ αυτούς.  Άραγε αυτοί οι σκοτεινοί μας πρόγονοι που διαβιούσαν στα σπήλαια, διέθεταν την λογική του αετού ο οποίος ήξερε ότι ανεβάζοντας της χελώνα πολύ ψηλά κι αφήνοντάς την στο κενό, αυτή έσπαγε απ’ τη σύγκρουση με το έδαφος κι έτσι μπορούσε να φάει το κρέας της, ή την ταχτική της μαϊμούς η οποία βάζοντας ένα κλαράκι στη φωλιά των τερμιτών αυτοί σκαρφάλωναν επάνω κι η μαϊμού μπορούσε να τους φάει. Λοιπόν, η λογική ξεκινά από τις δραστηριότητες των ζώων, που λίγο πολύ τη χρησιμοποιούσαν αυθόρμητα. Η Λογική όμως ως συνειδητή πρακτική ξεκινά απ’ τον διάλογο κάποιων φιλοσόφων πάνω στο “ποια αντίληψη είναι αυτή η οποία περιγράφει τον κόσμο με ακρίβεια”. Και φυσικά κάποιοι απ’ αυτούς πρότειναν μεθόδους, που ήταν λογικο-γλωσσικές συντάξεις, με τις οποίες λέγεται ο κόσμος και δρούμε σύμφωνα μ’ αυτές. Από κει και πέρα η Λογική έγινε τέχνη της νόησης και υποθέτουμε ότι, ενάντια στον ορθολογισμό των Πυθαγόρα και Ξενοφάνη εστράφει ο Θαλής, αλλ’ επειδή δεν έχουμε δικά τους συγγράμματα περί Λογικής ως συνειδητής διαδικασίας και την βλέπουμε κατ’ αρχήν στ’ αποφθέγματα των Αναξίμανδρου και Ηράκλειτου ως Διαλεκτική, και του Παρμενίδη ως Ορθολογισμό, πρέπει να δεχτούμε αυτούς σαν συνειδητούς ιδρυτές της Λογικής ως επιστήμης. Η Λογική που αναφαίνεται απ’ τα αποφθέγματα του Αναξίμανδρου, αντιλαμβάνεται τον κόσμο σ’ άπειρο  αντιφατικό, καταλυτικο-συνθετικό γίγνεσθαι, κάτι με το οποίο ο Ηράκλειτος συμφωνεί απόλυτα και μάλιστα το εντάσσει στον Λόγο ο οποίος είναι η αντιφατική λογικο-γλωσσική σύνταξη και πράξη (δηλαδή όχι μόνο είχαν οργανώσει "Λογικές", αλλά είχαν οργανώσει και τις λογικο-γλωσσικές τους συντάξεις, κάτι για το οποίο λανθασμένα, οι σύγχρονοι φιλόσοφοι νομίζουν ότι αυτοί έχουν συλλάβει). Ενάντια σ’ αυτήν την διαλεκτική-αντιφατική Λογικο-γλωσσική σύνταξη, σήκωσε ανάστημα ο Παρμενίδης αμφισβητώντας την αξία της αντιφατικότητας ως γενέθλιου τόπου του γίγνεσθαι και της αλήθειας, θεωρώντας την αντίφαση στοιχείο ψεύδους.
―Ρωτά λοιπόν ο Παρμενίδης: Μπορεί να υπάρξει το ΜηΕίναι; Κι απαντά: το ΜηΕίναι όπως έχει καθήκον, δεν μπορεί να υπάρξει. Έτσι συνάγει ότι κι η αντίφαση η οποία Είναι-ΜηΌντας και περιέχει το Μη Είναι, έστω και μερικώς, δεν περιέχει όλη την αλήθεια, αλλά είναι στοιχείο ψεύδους. Έτσι ο κόσμος του γίγνεσθαι θεωρείται φαινομενικός κι όχι αληθινός. Για να μπορεί λοιπόν η Λογική, σύμφωνα με τον Παρμενίδη, να οδηγήσει τον διανοητή στον δρόμο της αταλάντευτης αλήθειας, πρέπει συστηματικά ν’ αποβάλλει κάθε αντίφαση και να πατά συνειδητά μόνο στο Είναι. Όπως βλέπουμε εδώ γεννιέται ο συνειδητός Ορθολογισμός σ’ αντίθεση προς την αντιφατικότητα της συνειδητής Διαλεκτικής. Αυτό όμως συνέβη πριν 2500 χρόνια κι εμείς ακόμα αναρωτιόμαστε ποια είναι αληθινή διαλεκτική και σε τι διαφέρει από τον ορθολογισμό. Μάλιστα οι επιτυχίες του αριστοτελικού τυπικού αντικειμενικού ορθολογισμού είναι τέτοιες, που δεν είναι λίγοι οι μαρξιστές,  οι οποίοι  λόγω  της επιστημονολαγνείας τους δε μπορούν να ξεχωρίσουν την διαλεκτική τους απ’ τον δυναμικό-διαφορικό ορθολογισμό που δημιούργησαν σύγχρονοι ορθολογιστές μαθηματικοί χρησιμοποιώντας διαφορικές κι ολοκληρωματικές εξισώσεις για να ξεπεραστεί η στατικότητα του ορθολογισμού. Τον ορθολογισμό αυτόν, ο οποίος αντιλαμβάνεται την κίνηση ξέχωρα από το γίγνεσθαι, αφού το κινούμενο σύμφωνα μ’ αυτόν,  δεν είναι αναγκασμένο ν’ αλλάζει κιόλας, θεώρησαν κάποιοι απελπισμένοι μαρξιστές “διαλεκτική”, και το πρόβλημά τους ως διά μαγείας λύθηκε. Είναι και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ, και με τον ορθολογισμό και με τη διαλεκτική. Να που ο Ιλιένκοφ όμως, δεν το θέλει αυτό και κατ’ αρχήν στρέφεται ορθολογικά ενάντια στην ίδια τη Λογική, αναμασώντας την αμφισβήτηση της νοητικής κηδεμονίας του Αριστοτέλη πάνω τους. Δηλαδή ο Ιλιένκοφ επιδίδεται σε μια λογοδιάρροια απαξίωσης της Λογικής από διακεκριμένους διανοητές και ειδικά του αριστοτελικού ορθολογισμού, ξεχνώντας όμως ότι όλοι αυτοί, ακόμα κι αυτός που τους αναφέρει, χωρίς αριστοτελική αντικειμενική τυπική ορθολογικότητα δεν μπορούν να πάνε πουθενά. Δηλαδή όλοι αυτοί οι διανοητές, είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απολογητές του ορθολογισμού, άσχετα με το πως τον ονομάζουν και αν τον πολεμούν, αφού φοβούνται κάθε σχέση με την αντιφατικότητα της διαλεκτικής, που θεωρούν κατάρα της νόησης.
―Στην συνέχεια ο Ιλιένκοφ επιδίδεται σε μιαν αμφισβητούμενη ιστορική πορεία της Λογικής η οποία βέβαια δεν έχει καμιά σχέση με την Διαλεκτική, που είναι το θέμα μας. Από τους διαλογισμούς του Καρτέσιου λοιπόν περί Λογικής θα καταλήξει στον «ρεαλισμό» του Σπινόζα, ο οποίος ήταν βαθύτατα αντιδιαλεκτικός, αντιρεαλιστικός και μηχανιστικός.
    Η λογική που χρησιμοποίησε ο Σπινόζα είναι βέβαια τυπική ορθολογική, σε βαθμό που θέλει να περιλάβει το γίγνεσθαι του κόσμου στην λειτουργία της ευκλείδειας γεωμετρίας. Και βέβαια η άποψη του Ιλιένκοφ ότι οι αρχές της λογικής του Σπινόζα, “που καλύπτονται από έναν προστατευτικό θώρακα τυπικής λογικής δεν συμπίπτει καθόλου με την τυπική λογική των αξιωμάτων, θεωρημάτων και των αποδείξεών τους" δεν έχει σχέση με την Διαλεκτική.  Εδώ ο Ιλιενκοφ δείχνει τον τρόπο με τον οποίον αντιλαμβάνεται την Ορθολογική Σκέψη του Σπινόζα σαν κάποιο ξεκίνημα της Διαλεκτικής, κάτι που μας βάζει σε σοβαρές υποψίες για τις “διαλεκτικές” απόψεις του.
                                                                                                                                                                     Εγώ λέω ότι: Μετά τους προσωκρατικούς, οι οποίοι είναι αληθινοί διαλεκτικοί, η ενασχόληση με την διαλεκτική, ανά τους αιώνες, έγινε ο τρόπος με τον οποίον ευφυείς άνθρωποι, δείχνουν την αμάθεια και την ανοησία τους. Και πιο πολύ απ’ όλους οι μαρξιστές, οι οποίοι θέλουν να είναι διαλεκτικοί υλιστές, χωρίς ν’ απαρνούνται τον ορθολογισμό και την επιστημονικότητά του, γιατί φοβούνται ότι θα κάνουν σοβαρό λογικό λάθος.
      Αφού ο Ιλιένκοφ μας έδειξε πόσο αντιδιαλεκτικός είναι στη μικρή πραγματεία του περί της “διαλεκτικής του Σπινόζα”, συνεχίζει δείχνοντάς μας ότι ο Σπινόζα μπορεί ακόμα να θεωρηθεί και πρωτοπόρος διανοητής του μαρξισμού. Από κει, χωρίς καμιά ξεκάθαρη κριτική και μ’ οδηγό τον Καρτέσιο, περνά στην διαλεκτική πραγματεία του Κάντ, ο οποίος όμως ήταν ο κατεξοχήν διανοητής του ορθολογισμού και της μεταφυσικής. Έτσι είναι κι ο Καντ ενταγμένος μέσ’ την λατρεία των αγίων της διαλεκτικής και του μαρξισμού, αφού όλοι όσοι θεωρήθηκαν μεγάλοι διανοητές, δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνονται στην πορεία της εξέλιξης του μαρξιστικού γίγνεσθαι. Είναι όλοι εκεί μαζί με τα εξαπτέρυγα και τα εικονίσματα της επανάστασης, της επιστήμης και της προόδου. Και βέβαια από κει θ’ ακολουθήσουν ο Φίχτε κι ο Χέγκελ και έτσι θα ολοκληρωθεί η πορεία του μαρξισμού στη διαλεκτική και τον διαλεκτικό υλισμό.
―Άραγε τι συνήγαγαν περί διαλεκτικής απ’ αυτό το ιστορικό σαλιάρισμα οι αναγνώστες; Φυσικά τίποτα. Αυτό ήταν ένα σύγγραμμα με το οποίο ο Ιλιένκοφ έδειξε τις ιστορικές του γνώσεις, και το πως αυτές θα χαϊδέψουν τ’ αυτιά αυτών των γραφειοκρατών που διοικούσαν την ΕΣΣΔ εκείνη την εποχή κι οι οποίοι, μ’ αυτόν τον τρόπο, θεωρούντο, η συνέχεια όλου του παγκοσμίου γίγνεσθαι και του πολιτισμού, αλλά επεργάζοντο μέσω της “διαλεκτικής τους” την παλινόρθωση του καπιταλισμού.
     Ίσως αυτός είναι κι ο λόγος που αυτό το φιλοσοφικό έργο έχει πια χαθεί. Φαίνεται ότι ακόμα και οι διανοητές που πρόσκεινται στο ΚΚΕ δεν μπορούν ν’ ανιχνεύσουν την ύπαρξη διαλεκτικής σκέψης μέσα του.
     Ας μαζέψουν τα τσουράπια τους κι ας αφήσουν την διαλεκτική ήσυχη όσοι δεν την γνωρίζουν, δεν είναι δα κι αναγκαίο να μιλάμε για διαλεκτική αντιδιαλεκτικά-ορθολογικά.
                                                                                                                                                     ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ  ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
                         
Μολονότι η Διαλεκτική εμφανίστηκε πρώτη ως συνειδητή λογική πρακτική με τους Αναξίμανδρο και Ηράκλειτο, με την εμφάνιση του συνειδητού Ορθολογισμού απ’ τον Παρμενίδη και της ορθολογικής τυπικότητας από τον Αριστοτέλη, παραμερίστηκε. Και μολονότι συνεχίζει αιώνες τώρα να γίνεται συζήτηση γι' αυτήν, αληθινά ποτέ δεν υπήρξε ξεκάθαρη αντίληψη για το “τι είναι ή δεν είναι η Διαλεκτική”, αφού τα κείμενα αυτών των μεγάλων διανοητών της Αρχαιότητας, έφτασαν σ' εμάς αποσπασματικά, θρυμματισμένα και καψαλισμένα απ’ την Ιερή Πυρά. Η επανεμφάνιση της Διαλεκτικής με τον Χέγκελ, μολονότι έδωσε νέα πνοή σ' αυτού του είδους σκέψη και μολονότι δημιούργησε ένα τεράστιο φιλοσοφικό ρεύμα προς όλες τις κατευθύνσεις (ιδεαλιστικές και υλιστικές), δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα, να δώσει ένα τυπικό εργαλείο χρήσης στην επιστημονική έρευνα, όπως η ορθολογική τυπικότητα του Αριστοτέλη. Ακόμα μολονότι με τον μαρξισμό ξανάνοιξε o δρόμος για το κοινωνικό όραμα, με την κατάρρευσή του εκ των έσω, ανεκόπη. Έτσι η Διαλεκτική παραμερίστηκε ξανά γιατί θεωρήθηκε νεκρή, όχι μόνο στην επιστημονική έρευνα, αλλά και στο κοινωνικό όραμα, αφού μολονότι ο σοσιαλισμός εδέχετο κινητήρα σκέψης του τον Διαλεκτικό Υλισμό, δεν μπόρεσε ν’ αποφύγει τη χρήση της ορθολογικής τυπικότητας στην επιστημονική έρευνα, στην καθημερινότητα και στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Έτσι η Διαλεκτική παρέμεινε νεκρή-άταφη και το φάντασμά της, αιώνες τώρα, περιφέρεται στους φιλοσοφικούς, πολιτικούς κι επιστημονικούς κύκλους, αφού μολονότι ο άνθρωπος δεν κατάφερε να την χρησιμοποιήσει επιτυχώς, ποτέ δεν σταμάτησε να διαλογίζεται και να ονειρεύεται μέσ’ από αυτήν.   Αυτό βέβαια είναι φυσικό, αφού ο άνθρωπος, απ’ την πρώτη στιγμή που αντίκρισε κριτικά τον κόσμο, είδε να αλλάζει βίαια και γρήγορα, να καταλύεται-συντιθέμενος, να Είναι-Μη Όντας. Αυτή όμως η διαπίστωση, την αρχέγονη εκείνη εποχή, δεν μπορούσε να οργανωθεί για να δώσει ένα επιστημονικό ή τυπικό εργαλείο έρευνας, το οποίο να φέρνει πρακτικά αποτελέσματα σε μια καθημερινότητα συνεχώς εξελισσόμενη. Μάλιστα οι πρωτόγονες, αυθόρμητες αιτιακές διαπιστώσεις της καθημερινότητας, συνηγορούσαν υπέρ της ορθολογικής στατικότητας, η οποία έφερνε έγκυρα και πρακτικά αποτελέσματα. Εκείνη την αρχέγονη εποχή όμως, στη διαλεκτική έμεινε αναμφίβολα το καθήκον  της πολιτισμικής  διαμόρφωσης  του πρωτόγονου ανθρώπου, μέσω της φιλοσοφικο-θρησκευτικής τραγικής αίσθησης.  Δηλαδή επικοινωνώντας ο άνθρωπος με την τραγικότητα του Είναι, οργάνωσε μέσω αυτής τις κοινωνικές σχέσεις και την ηθική στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε αυθόρμητα στην καθημερινότητά του και τους δύο τρόπους σκέψης, ανάλογα με την περίσταση, χωρίς επιστημονική συνειδητότητα και πειθαρχία. Ακόμα και σήμερα όμως, φαίνεται ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει μια αμιγής λογική στο κοινωνικό γίγνεσθαι, αφού μολονότι ο άνθρωπος βλέπει τον κόσμο γύρω του σε συνεχές γίγνεσθαι φτερουγίζοντας προς τη διαλεκτική, η ζωή του περισφίγγεται απ’την αριστοτελική ορθολογική τυπικότητα και τον νευτώνειο αντικειμενικό ντετερμινισμό. Ο οποίος ντετερμινισμός, με την αρωγή διαφορικών εξισώσεων κι ολοκληρωμάτων, σύμφωνα με τους ορθολογιστές, υπερβαίνει ακόμα και την αδυναμία της στατικής αντίληψης για την φύση του κόσμου και των γεγονότων του. Επίσης υπάρχουν ανανεωτές του μαρξισμού, που αυτές τις δυναμικές-διαφορικές διαδικασίες του ορθολογισμού θεώρησαν "διαλεκτική" κι έτσι το θέμα γι' αυτούς έχει λήξει.                                                                                                                         
Δεν μπορούμε όμως να δεχτούμε ότι το θέμα για μιαν αυτόνομη Διαλεκτική Λογική έχει λήξει, αφού η σύγχρονη επιστήμη, με την είσοδο των Θεωριών Σχετικότητας και Κβάντα στο επιστημονικό προσκήνιο, αμφισβητεί βίαια τον ντετερμινισμό και την αντικειμενική ορθολογική τυπικότητα. Επίσης σ’ αυτό το επιστημονικό γίγνεσθαι αναφαίνεται ότι κι ο δυναμικός ορθολογισμός, τον οποίον κάποιοι ρεφορμιστές του μαρξισμού θεώρησαν "Διαλεκτική", δεν περιγράφει τον κόσμο όπως ακριβώς είναι, σύμφωνα με τις σύγχρονες επιστημονικές αντιλήψεις. Έτσι μολονότι οι επιστήμονες, έχουν γενικά χαμηλό φιλοσοφικό επίπεδο, άρχισαν κατ’ ανάγκη να φιλοσοφούν και αναζητώντας "στα τυφλά" μιαν άλλη λογική, για την περιγραφή κι ερμηνεία του σύγχρονου επιστημονικού γίγνεσθαι, έφτασαν χωρίς να το ξέρουν στη πόρτα της προσωκρατικής διαλεκτικής.
                                                                                                                                                                Υπενθύμιση Α. Στο μικρό δοκίμιο «Η Νομιμότητα της Διαλεκτικής της Φύσης», που κατέθεσε στο φιλοσοφικό συνέδριο της Ε.Φ.Ε "Περί Διαλεκτικής" το 1988 ο διακεκριμένος διανοητής της αριστεράς κ. Ε. Μπιτσάκης μας πληροφορεί ότι σύμφωνα με τον μεγάλο επιστήμονα κι ανθρωπιστή Μπωμ: στην κβαντομηχανική, η θεωρία του πεδίου περιγράφει την κίνηση των στοιχειωδών σωματίων ως δημιουργία-καταστροφή τους. Έτσι αν ένα ηλεκτρόνιο υποστεί σκέδαση απ’ την αρχική του πορεία σ' άλλη, το περιστατικό περιγράφεται ως καταστροφή αυτού του ηλεκτρονίου και δημιουργία άλλου, που κινείται σε νέα κατεύθυνση. Δηλαδή εκεί είναι δεκτό, ότι δεν υπάρχει σωμάτιο που διατηρεί πάντα την ταυτότητά του. Έτσι αν δούμε βαθύτερα την παράσταση του πεδίου κίνησης ενός ελευθέρου σωματίου, διαπιστώνουμε ότι η κίνησή του περιγράφεται μαθηματικά σαν σειρά καταστροφής-δημιουργίας, που έχει συγχρόνως αποτέλεσμα τη συνεχή αλλαγή του σωματίου μέσ’ τον χώρο.                 
                                                                                                                                                             Υπενθύμιση Β. Ηράκλειτος: Στον ίδιο ποταμό μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε, είμαστε και δεν είμαστε. Την ίδια ουσία δεν ξαναγγίζουμε γιατί όλα αλλάζουν βίαια και γρήγορα, σκορπάνε-μαζεύοντας, φεύγουν-επιστρέφοντας, καταλύονται-συντιθέμενα, Είναι-Μη Όντας.     Κι ο Ζήνων: Το κινούμενο δεν κινείται, ούτε στον τόπο που βρίσκεται, ούτε στον τόπο που δεν βρίσκεται. Δηλαδή ως καταλυτικο-συνθετικό γεγονός, ουσιαστικά το κινούμενο κινείται μέσ’τον εαυτό του, όντας Άλλο-Αλλού, Όμοιο με τον εαυτό του.       Έτσι η σύγχρονη επιστήμη, δέχεται την συμπεριφορά των κβαντικών γεγονότων, σχεδόν όπως προτείνουν οι Αναξίμανδρος, Ηράκλειτος και Ζήνων, για τα σώματα και την φύση.
―Είναι λοιπόν αναπόφευκτο το ερώτημα, αν μπορεί να υπάρξει μια αυτόνομη Διαλεκτική Λογική, που να μην είναι βοηθητικό, συμπληρωματικό εργαλείο του ορθολογισμού. Μολονότι αυτό το θέμα πλέον αφορά στην λογικο-γλωσσική σύνταξη της επιστημονικής περιγραφής του κόσμου, δεν μπορεί παρά να είναι και φιλοσοφικό, αφού η εξέτασή του ανακρατά απ' τα βάθη της ιστορίας της ανθρώπινης σκέψης. Υπάρχουν όμως λόγιοι, όπως ο Ιλιένκοφ, οι οποίοι "Φιλοσοφία" θεωρούν την Ιστορία της Φιλοσοφίας, αυτοί στη φιλοσοφική διαπραγμάτευση αυτής της έρευνας θα δημιουργήσουν σύγχυση. Αυτοί πρέπει να περιμένουν μέχρι να τελειώσουν το έργο τους οι διανοητές που αντλούν απ’ τις πηγές της ίδιας της λογικής και των νοημάτων που απορρέουν απ’ το επιστημονικό γίγνεσθαι, για ν’ αναδείξουν την ύπαρξη μιας σύγχρονης διαλεκτικής σκέψης κι αν αυτοί το επιτύχουν, μετά θα έλθει κι η σειρά των άλλων, αφού αντιληφθούν τι έγινε, να πληροφορήσουν το κοινό με το δικό τους έργο.
    Κατά τη γνώμη όμως των περισσοτέρων απ’ αυτούς, τίποτα νέο δε μπορεί να ειπωθεί απ' ό,τι έχει ήδη λεχθεί, κάτι το οποίο φαίνεται ότι ισχύει ως αλάθητη πρόγνωση για ό,τι μελλοντικό: Επειδή ο άνθρωπος ονειροπόλησε με κάθε τρόπο επί αιώνες, για όλα σχεδόν τ’ αντικείμενα γνώσης, δεν θεωρείται δυνατόν ότι έχει να προτείνει κάτι νέο που να μην μοιάζει ή να μη συμπίπτει, έτσι ή αλλιώς, με κάτι που ήδη έχει προταθεί. Αυτό όμως, μολονότι τ’ αποδέχονται σχεδόν όλοι οι διανοητές, είναι το αιώνιο λάθος εκείνων που θεωρούν ότι το Παγκόσμιο Γίγνεσθαι είναι τετελεσμένο, πεπερασμένο και γι’ αυτό κλειστό-φαινομενικό.  Όσοι θεωρούν το παγκόσμιο γίγνεσθαι προδιαγεγραμμένο, τετελεσμένο, πεπερασμένο, κλειστό και φαινομενικό, αποδεχόμενοι ότι τίποτα νέο δεν μπορεί να προταθεί, πρέπει επίσης να δεχτούν ότι πίσω ή κάτω απ’ αυτό το φαινομενικό γίγνεσθαι, υπάρχει σύστημα, υλικών ή ιδεατών αναλλοίωτων κι αιωνίων στοιχειωδών εσχάτων. Αυτά ως έσχατα κι ενάντια στοιχειώδη, αλληλεπιδρούν χωρίς να παραβιάζουν τα έσχατα όρια μεταξύ τους, συνιστώντας αυτό το κλειστό, τετελεσμένο, πεπερασμένο οντολογικό λογικο-γλωσσικό σύστημα, το οποίο είναι ο δυναμικός-αντικειμενικός ορθολογισμός.
Αυτό το κλειστό λογικο-γλωσσικό σύστημα, έχοντας απόλυτους όρους λειτουργίας, προϋποθέτει, από μια στιγμή και μετά, την επ’ άπειρον επανάληψη συγκεκριμένης, προδιαγεγραμμένης, πεπερασμένης, τετελεσμένης και σειράς παιγνίων, τα οποία μπορούν να ονομαστούν «συνθετικά πρότυπα του τέλους».  Αυτά τα παίγνια, ενώ είναι τα όρια του συστήματος, βρίσκονται συγχρόνως ιδεατά στην αρχή, περιμένοντας απ’ την ακολουθία της λειτουργίας του συστήματος την πραγμάτωσή τους. Ο Αριστοτέλης, που είναι ο κύριος εκπρόσωπος της ορθολογικής τυπικότητας, την διαδικασία αυτή είχε ονομάσει Εντελέχεια, δείχνοντας έτσι ότι δεν θεωρεί τον Δυναμικό Ορθολογισμό "Διαλεκτική". Βέβαια από τότε μέχρι σήμερα, ο Δυναμικός Ορθολογισμός έχει ενισχυθεί από μια τεράστια αρματωσιά μαθηματικών εργαλείων κι έχει τόσο πολύ οργανωθεί, που για κάποιους δεν υπάρχει πια χώρος για τη διαλεκτική σκέψη, αφού αυτός ο χώρος έχει καλυφθεί πλήρως. Όμως απ' την έρευνά μας στην προσωκρατική διαλεκτική, διαπιστώνουμε ότι αυτοί οι διανοητές του σκοτεινού παρελθόντος, δεν είπαν την τελευταία κουβέντα.       
  Παράλληλα λοιπόν μ' αυτό το πεπερασμένο, τελεολογικό, αντικειμενικό κλειστό ορθολογικό σύστημα, οι όροι και τα όρια του οποίου, είναι προκαθορισμένα, προϋποτίθεται κι η ύπαρξη «Κόσμου Ιδεών», του οποίου το φαινομενικό γίγνεσθαι αναμένει ν’ αναφανεί απ' την εξέλιξη της λειτουργίας αυτού του ορθολογικού δυναμικού συστήματος. Αυτό λοιπόν, έτσι ή αλλιώς, είναι ο Ιδεαλισμός, ο οποίος μάχεται τ’ αληθινό Γίγνεσθαι και την αληθινή Διαλεκτική. Επίσης μόνον έτσι μπορεί να είναι δυνατή η νομιμότητα του τετελεσμένου διαλογικού γίγνεσθαι, το οποίο απαγορεύει την πρόταση αληθινά νέων απόψεων, που να μην έχουν προταθεί στο απύθμενο παρελθόν.
        
Σκοπός επίσης αυτών των Προλεγομένων, είναι να πείσει εκείνους που θεωρούν την ενασχόληση με την Διαλεκτική σημαντική, ότι πρέπει για λίγο να διακόψουν την δουλειά τους, να θεωρήσουν “ό,τι έγινε ως τώρα, σαν να μην έγινε” και να ξαναρχίσουν τις δραστηριότητες τους, αφού πρώτα απαντήσουν στο ερώτημα: "Αν και πως είναι αληθινά δυνατή η ύπαρξη αυτόνομης Διαλεκτικής Λογικής".                                                                                                                                                                                                                                                   Αν η Λογική ως Ορθολογισμός είναι μια ξέχωρη επιστήμη, θα έπρεπε ν’ αναρωτηθούμε αν έχει αυτό το δικαίωμα κι η Διαλεκτική, ώστε να έχει όνομα και θέση έξω απ’ τα όρια του Ορθολογισμού, ως άλλο είδος Λογικής. Αν ναι, πρέπει να ορίσουμε τις ειδοποιούς διαφορές τους. Αν όχι, πρέπει με γενναιότητα να δεχτούμε ότι Διαλεκτική Λογική δεν μπορεί να υπάρξει ως τέτοια, αλλά μόνον ως συμπληρωματικό διαφορικό εργαλείο του ορθολογισμού, το οποίο δεν δικαιούται να έχει ειδική θέση στο νοητικό γίγνεσθαι. Επίσης θα πρέπει τότε ν’ αποδεχτούμε ότι, επάνω της δεν μπορεί να στηριχτεί άλλη κοσμοθεωρία, εκτός της ιδεαλιστικής φαινομενικότητας. Κι εξαιτίας αυτού πρέπει να δεχτούμε ότι, ο κόσμος που ερχόμαστε σ’ άμεση επαφή, είναι φαινομενικός και πίσω του υπάρχει κρυμμένος ο αληθινός κόσμος, που μας είναι άγνωστος ή πιθανόν θα μας είναι για πάντα άγνωστος.  Κάτι που αποδέχεται ο Ιδεαλισμός.
Το να ρωτήσεις “αν μια επιστήμη είναι δυνατή” προϋποθέτει ότι αμφιβάλλεις για την πραγματικότητά της. Μάλιστα μια τέτοια αμφιβολία, προσβάλλει αυτούς των οποίων το έχειν περιλαμβάνεται σ' αυτό το υποτιθέμενο κειμήλιο. Εκείνος λοιπόν που εξωτερικεύει αυτήν την αμφιβολία, πρέπει ν’ αναμένει αντίδραση κι απ’ τις δύο πλευρές του φιλοσοφικού γίγνεσθαι. Του Υλισμού, αφού υπάρχει τεράστιο μαρξιστικό κοινωνικό γίγνεσθαι που στηρίζεται στον “Διαλεκτικό Υλισμό”, αλλά και του ιδεαλισμού, αφού υπήρξε ένα τεράστιο ιδεαλιστικό γίγνεσθαι, που στηρίχτηκε στον Πλάτωνα και τον Χέγκελ, των οποίων η σκέψη θεωρείται “κορύφωση της διαλεκτικής” ανά τους αιώνες.  Οι κοινωνοί αυτών των απόψεων, οι οποίοι μάλιστα είναι πολύ περήφανοι για την κατοχή αυτής της ομολογουμένως υψηλής γνώσης, η αξία της οποίας αμφισβητείται, παίρνουν στα χέρια τα "Διαλεκτικά" τους εγχειρίδια, μεταφυσικά ή υλιστικά κι απλά κοιτάζουν μ’ απαξίωση αυτόν που θέτει μια τέτοια ερώτηση, περιφρονώντας τον όποιον διάλογο.  
     Επειδή όμως η διαλεκτική υπεσχέθει τα πάντα αλλά δεν τήρησε τίποτα, ούτε ως εγελιανή, πρέπει όλοι όσοι την αγαπούν πραγματικά, να σκύψουν πάνω της για να δουν “πότε κι από που γεννήθηκαν οι αδυναμίες που της απαγορεύουν να είναι αυτόνομη”. Ακόμα πρέπει πέρα από κάθε δογματισμό, με γενναιότητα ν’ αναρωτηθούν αν μπορεί να υπάρξει μια συνειδητή και συγκροτημένη Διαλεκτική Λογική ή αν ήταν μια νοητική ουτοπία έωλων ποιητικών ενατενίσεων.
       Για να υπάρξει λοιπόν η επιστήμη της Διαλεκτικής Λογικής, πρέπει να βρεθούν οι λογικές πηγές ύπαρξης,
αλλά και δυνατοτήτων της, οι οποίες δεν πρέπει να βασίζονται, ούτε να συμφιλιώνονται (όπως ισχυρίζεται ο Χέγκελ) με τον Ορθολογισμό, αλλά να διαφέρουν απ’ αυτόν. Βέβαια η Διαλεκτική, μολονότι ποτέ δεν κατάφερε να πάρει τη θέση που αληθινά της αρμόζει και μολονότι δεν μπόρεσε να δώσει κάποιο εργαλείο διαλεκτικής τυπικότητας, όπως αυτό του Αριστοτέλη για τον Ορθολογισμό, ποτέ δεν έπαψε να κινείται μέσ' τους φιλοσοφικούς και διανοητικούς κύκλους, δείχνοντας ότι έχει Κάτι να πει, το οποίο ο Ορθολογισμός δεν μπορεί να εκφράσει. Μολονότι λοιπόν αυτό το Κάτι πραγματευόμεθα φιλοσοφικά συνεχώς, πρέπει να ιχνηλατηθεί ξανά πιο συγκροτημένα, γιατί η σύγχρονη επιστήμη, η οποία δεν χρησιμοποιεί ακόμα την διαλεκτική σκέψη, έχει φτάσει πια ν' αμφιβάλλει βίαια για την αξία του ντετερμινισμού, του αντικειμενικού ορθολογισμού και της τυπικότητάς του, ως έγκυρο εργαλείο έρευνας. Έτσι αναζητά στα τυφλά ένα νέο είδος "διαλεκτικής" σκέψης, το οποίο να δώσει στο σύγχρονο επιστημονικό γίγνεσθαι έγκυρες περιγραφές και συμπεράσματα. Το “αναζητά στα τυφλά”, γιατί η διαλεκτική του Χέγκελ, η οποία λανθασμένα θεωρήθηκε ως η πιο σύγχρονη κι η πιο έγκυρη, δεν εκπλήρωσε τις υποσχέσεις της, αλλ’ αντίθετα σκόρπισε θύελλες και βαθιά σύγχυση στην Διαλεκτική Σκέψη. Επειδή την εγελιανή “Επιστήμη της Λογικής” όρισαν οι σύγχρονοι διανοητές ως η Διαλεκτική Λογική καθαυτή, αφού ο ηρακλειτικός αποφθεγματικός Λόγος λανθασμένα θεωρήθηκε, θαυμαστός αλλά πρωτόγονος κι αντεπιστημονικός, πρέπει να δούμε προσεκτικά αν η εγελιανή “Επιστήμη της Λογικής”, πράγματι μπορεί να είναι Διαλεκτική, να είναι Λογική ή ακόμα να είναι κι Επιστήμη. Κι αφού λύσουμε αυτό το πρόβλημα, χωρίς να παρασυρθούμε απ’ την ιδιοφυή ακολουθία των εγελιανών συλλογισμών και το σύνδρομο της “παγκόσμιας λέσχης  των ευφυών, που κοινωνούν της εγελιανής σκέψης”, ας ανασύρουμε με προσοχή απ’ τον ιστορικό κορμό της διαλεκτικής ή ας συλλάβουμε νέα στοιχεία, που θ’ αναδείξουν την Διαλεκτική ως αυτόνομη απ’ τον ορθολογισμό.

Η συνέχεια σ’ αυτό το σκεπτικό, παρουσιάζεται στην εργασία μου «Διαλεκτική Σκέψη», Εκδ. Δωδώνη 2023.