Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΛΕΛΗΘΌΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΛΩΛΟΤΩΝ

 
  Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΛΕΛΗΘΟΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΛΩΛΟΤΩΝ
               
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Επειδή οι ιστορίες και τα ονόματα είναι μισο-αληθινές, μπορεί ο αναγνώστης που έζησε εκείνη την εποχή στη γειτονιά να παραπλανηθεί ή ν’ απορήσει. Δηλώνω λοιπόν ότι οι όποιες συμπτώσεις δεν απηχούν απόλυτα την πραγματικότητα. Επίσης κάποιες διηγήσεις στηρίζονται στις αναμνήσεις παιδιού τεσσάρων έως επτά ετών κι υπό το πρίσμα της κοινωνικής βίας εκείνης εποχής. Αυτές οπωσδήποτε περιέχουν υπερβολές, κριτικά λάθη κι ανακρίβειες.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:
  1.Ο ΤΡΕΛΟΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 5
  2.Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΙ Ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 21
  3.ΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .33
  4.Ο ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .52
  5.ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΦΙΛΟΠΑΠΠΟΥ. . . . . . . . . . . . . . . . . . .64
  6.ΤΟ ΡΟΜΠΟΤ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 88
  7. ΤΕΧΝΗ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΘΗ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ. . . . . . . . . . . .100
  8. ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΝΑΣΟΥ ΛΟΥΤΑ. . . . . . . 154   
  9.ΜΙΣΗ ΜΙΣΗ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .  182
10.ΚΛΑΡΑ ΚΙΓΚΑΝ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 199
11.Η ΦΟΝΗ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 203
12.ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . .210
13.ΟΙ ΕΝΤΟΛΕΣ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 213
14. 24 ΙΟΥΛΙΟΥ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 134






1.                             Ο ΤΡΕΛΟΣ
Ήταν τότε που μόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος, αλλά στα βουνά συνεχιζόταν ακόμα τ’ αντάρτικο κι ο αντίκτυπός του βασίλευε παντού. Όλα τα σπίτια της γειτονιάς είχαν και κάποια πληγή, που ήταν πρόχειρα κρυμμένη, αφού όλοι τη γνώριζαν και κανείς δε συζητούσε ποτέ γι’ αυτήν.
    Οι φανερές πληγές ήταν οι τρελοί.  Όλες οι γειτονιές είχαν τους τρελούς τους που κανείς δε μπορούσε τότε να κρύψει σε ιδρύματα, αλλά κυκλοφορούσαν στη γειτονιά κάνοντας κάτι εδώ κι εκεί στην αγορά, δηλαδή θελήματα κι έτσι δεν ήταν στο περιθώριο.  Λίγο τους πείραζε ο κόσμος, λίγο τους συμπονούσε κι εκείνοι, που τότε ήταν πάρα πολλοί, που βρίσκονταν στο έσχατο σημείο της μιζέριας, παρηγορούντο πως υπάρχουν και χειρότερα. Έτσι ο μύλος άλεθε όλο αυτό το ανθρώπινο υλικό με κρυφό πόνο και πίκρα, που χάρη στους τρελούς έπαιρνε κάποιο χρώμα.
     Ο Φώτης ήταν παραγιός στον παγοπώλη της γειτονιάς.  Το παγοπωλείο ήταν «παράρτημα» του παντοπωλείου, που ιδιοκτήτης ήταν ο Χερουβίμ Σμαΐλογλου. Αυτό ήταν ένα διώροφο οίκημα, όπου στον όροφο υπήρχε η κατοικία του Χερουβίμ, στο υπόγειο η αποθήκη και το ισόγειο αποτελείτο απ’ το μπακάλικο, το μανάβικο και το καρβουνιάρικο, το οποίο ήταν στο πίσω μέρος, στην αυλή του κτιρίου, όπου υπήρχαν και τα βαρέλια με το κρασί. Εκεί σε μια γωνιά της αυλής, κάτω απ’ το κεραμοσκεπές υπόστεγο που αποθηκεύονταν τα κάρβουνα, υπήρχε η παράγκα που ήταν το γραφείο και δίπλα στην παράγκα αυτή, σ’ ένα μικρό δωματιάκι που η πόρτα έκλεινε με μάνταλο, κοιμόταν ο Φώτης και τ’ αδελφάκι του ο Νικολάκης. Λίγο πιο κει υπήρχε το τεράστιο ψυγείο πάγου που ήταν ένα μεγάλο ξύλινο δωμάτιο με μονωμένους τοίχους. Το γραφείο ήταν πάντα κλειδωμένο και τ’ άνοιγε μόνον ο Χερουβίμ κάθε φορά που θά’ βαζε τα

                                                                                    5
τιμολόγια σ’ ένα φάκελο ή όταν ερχόταν ο «Καμπούρης» με την τσάντα. Ο Καμπούρης ήταν ελεγκτής της εφορίας κι ο λογιστής της γειτονιάς που γύριζε κάθε μέρα τα μαγαζιά για τον έλεγχο. Του άνοιγε το γραφείο ο Χερουβίμ, το ξεσκόνιζε πρόχειρα ο Φώτης με το φτερό και ο Καμπούρης καθόταν κι έφτιαχνε τα λογιστικά του καταστήματος, κάνοντας την ίδια στιγμή και το φορολογικό έλεγχο. Ότι δηλαδή, θα δηλώσουμε τόσο για να μην αναρωτιέται η εφορία. Ο Φώτης στο δωματιάκι δίπλα είχε μια γκαζιέρα πετρελαίου κι έδινε εντολή στο Νικολάκι, τ’ αδελφάκι του, που «κρατούσε το νοικοκυριό» και τα είχε όλα στην εντέλεια, να ψήσει ένα βαρύ γλυκό στον κύρ-Αριστείδη (αυτό ήταν τ’ όνομα του Καμπούρη αλλά τον προσφωνούσαν κυρ-Αριστείδη μόνον όταν ήταν παρών).
     Έτσι ο Φώτης έφευγε ήσυχος κι ο Νικολάκης που ήταν ολοκάθαρος και λίγο γυναικωτός, πήγαινε τον καφέ στον καμπούρη. Ο Νικολάκης ήταν ένα παιδί κάπου είκοσι χρονών που δεν είχε μεγαλώσει, ούτε στο μπόι ούτε στο μυαλό, λόγω της εκ γενετούς νοητικής του καθυστέρησης απ’ τη σύφιλη της μάνας του, που όταν ζούσε, ήταν πουτάνα με τ’ όνομα Ρόζα στη «σπηλιά» του Φιλοπάππου. Η Σπηλιά ήταν το πουταναριό της περιοχής, όπου Μαμά ήταν η φοβερή Βικτόρια, βοηθός η αδελφή της Αμαλία και Νταής ο γιος της Γιωρίκας, που τον έλεγαν Ζωρίκα λόγω του βίαιου χαρακτήρα του.
      Ο καμπούρης είχε μεγάλη αδυναμία στο Νικολάκι, όταν τό’ βλεπε πάθαινε ταραχή. Έδινε λοιπόν εντολή στο Χερουβίμ να μην τον ενοχλούν όταν είναι στο γραφείο, γιατί κάθε λογιστικό λάθος, μπορεί να είχε ανεπανόρθωτες οικονομικές συνέπειες. Φώναζε το Νι-κολάκι και τού’ δινε μια σοκολάτα τεράστια, «Ατσάρου», από την ομώνυμη σοκολατοποιία που υπήρχε στη γειτονιά, όπου δούλευαν όλες σχεδόν οι κοπέλες τις  γειτονιάς,  για  να φτιάξουν  την προίκα τους ή να βοηθήσουν οικονομικά την οικογένειά τους.

6
Πλησίαζε ο Νικολάκης, καθόταν στην απέναντι καρέκλα κι ο καμπούρης τον κοίταζε για λίγο μ’ αγάπη και τρυφερότητα. Αυτό το όμορφο πλάσμα, το αγνό, είχε ακριβώς ότι έλειπε απ’ αυτόν κι αυτός ότι έλειπε από κείνον.  Ο Νικολάκης έτρωγε τη σοκολάτα και τον κοίταζε παραξενεμένος. Ο καμπούρης τού’ πιανε το χέρι το χάιδευε και το φιλούσε. Στα μάτια του τρέχανε δάκρυα κι ο Νικολάκης έπαιρνε ένα ύφος περίλυπο που δε μπορούσε να του γιατρέψει τον πόνο. Τότε το πρόσωπό του γινόταν πιο αστείο, κάτι που έκανε τον καμπούρη να συγκινείται περισσότερο και να του σκίζεται η καρδιά.
      Το μπακάλικο ήταν χωριστό απ’ το μανάβικο, αλλά επικοινωνούσαν μ’ ένα αρκετά μεγάλο άνοιγμα, έτσι η είσοδος για το μανάβικο ήταν απ’ το μπακάλικο, για να ελέγχει τα πάντα ο Χερουβίμ.  Το «τεφτέρι» με τα χρωστούμενα των γειτόνων, ήταν στο συρτάρι με τα λίγα λεφτά που υπήρχαν πάντα στο ταμείο για τα ρέστα.  Αυτό ήταν χωρισμένο σε τρία μέρη, όπου αναγράφετο τ’όνομα του χρεώστη, το ποσό και το προϊόν που είχε αγοράσει. Δηλαδή εμπορεύματα απ'το μπακάλικο, το μανάβικο και το καρβουνιάρικο, που περιείχε ακόμα το κρασί και τον πάγο.  Κάθε φορά που κοίταζε το τεφτέρι ο Χερουβίμ ένιωθε τον κοινωνικό χαρακτήρα του μαγαζιού του.  Εκεί θα έγραφε κάτι πάρα πάνω σ’αυτούς που είχαν, για να εξισορροπήσει αυτούς που αδυνατούσαν να ξεπληρώσουν. Υπήρχε λοιπόν ένα είδος κοινωνικής ισορροπίας και ανθρωπισμού σ’ αυτό το τεφτέρι, αφού χωρίς το μαγαζί του και φυσικά το τεφτέρι, πάρα πολλοί δεν θα τα κατάφερναν.     Το καρβουνιάρικο άνοιγε μετά τις δέκα, γιατί ο Φώτης έλειπε για να μοιράσει τον πάγο. Κι’επειδή η διανομή του πάγου ήταν κάτι που δεν χρειαζόταν «γραφειοκρατία» γιατί οι πελάτες ήταν πάντα ίδιοι, ο Χερουβίμ είχε γραμμένο ένα σταθερό ποσό σε κάθε σπιτικό κάθε μήνα.                           

                                                                                    7
      Με το καρότσι, τη λαστιχένια ποδιά, τα χοντρά λαστιχένια γάντια, τις γαλότσες και το γάντζο ο Φωτ-Φώτ (έτσι τον έλεγαν γιατί ψεύδιζε), ξεκινούσε ανεβαίνοντας το γολγοθά της Καλλισθένους κάθε πρωί, αφού ήταν χωματόδρομος και βαθιά αυλακωμένος απ’ τη βροχή, είχε γίνει ρέμα. Ακούμπαγε στην εξώπορτα κάθε σπιτιού τον πάγο, που ήταν κομμένος έτσι, που να χωράει στο «ψυγείο πάγου».  Αυτό ήταν ένα ξύλινο ντουλάπι χωρισμένο σε δυο μέρη. Το επάνω, που έμπαινε ο πάγος πάνω στον ελικοειδή σωλήνα που ξεκινούσε από ένα μικρό ντεπόζιτο, όπου έμπαινε το νερό και κατέληγε σε μια βρύση.  Και στο κάτω μέρος, που ήταν το ντουλάπι, που έμπαιναν τα τρόφιμα για να διατηρούνται. Βέβαια τα τρόφιμα ήταν πολύ λίγα, σχεδόν αρκούσαν για μια μέρα ή το πολύ για δύο, έτσι η ψύξη ήταν υπεραρκετή.    Όλοι έβρισκαν τον πάγο στην πόρτα τους κι ο καθένας ήξερε ότι στο τέλος της βδομάδας θα πήγαινε στο Χερουβίμ να πληρώσει. Όλα ήταν τόσο απλά, εκτός αν κάποια νοικοκυρά ήθελε λίγο περισσότερο πάγο γι’άλλη χρήση (το παγωτό ή τις μπίρες), αν είχαν κάποιο γλέντι, ή ακόμα αν κάποια νοικοκυρά, ήθελε να «κάνει κέφι» με το Φώτη.  Να του κάνει φλέρτ κι ο Φώτης να τη ζητάει σε γάμο και να κανονίζουν τα στέφανα και τον κουμπάρο που δεν αργούσε να βρεθεί.  Ακόμα, όταν ήταν πολλές γυναίκες μαζί, για να μην πάρει θάρρος και ορμήξει, του κάναν διάφορα ερωτικά υπονοούμενα κι η πλάκα μπορούσε να τραβήξει πολύ μακριά.  Το πανηγύρι όμως ήταν τις Κυριακές το πρωί που ο πάγος ήταν κάτι ιερό, αφού σπάγαν πάγο στον τενεκέ και πάγωναν τη μπίρα κι όλοι περίμεναν να πάρουν και λίγο περισσότερο. Ήταν το κυριακάτικο φαγητό, δηλαδή –κρέας-, που ψηνόταν στο φούρνο της γειτονιάς κι ήταν ιερουργία. Ο Φώτης την Κυριακή θα σταυρωνόταν και θ’αναστηνόταν εκατό φορές. Θα έτρωγε φάπες ή μπορεί και κανένα γιαούρτωμα κι αυτός για να εκδικηθεί θα έλεγε όλα τα ξόμπλια και τις κακίες που λέγονταν γι’αυτούς

8
στη γειτονιά. ―Κλάμα και γέλιο. Στο τέλος θα έτρωγε
κα’να μεζεδάκι, θά’πινε μερικά ουζάκια, μπορεί και κανένα φιλάκι και θα γύριζε στ’αφεντικό του κλαμένος, χαρούμενος και μεθυσμένος.  Άσε οι προτάσεις γάμου, ίσα με δέκα κάθε Κυριακή πρωί κι έπεφτε σε βαθύ συλλογισμό, αφού ήταν πολύ δύσκολο να διαλέξει νύφη.
    Την Κυριακή το απόγεμα, ο Φώτης στον αγώνα της ομάδας, του δοξασμένου Ακράτητου, θά’σπαγε μια κολόνα πάγο σε κομματάκια μέσα σ’ένα μεταλλικό κουβά πού’λαμπε από καθαριότητα και θα γύριζε στο γήπεδο πουλώντας λεμονάδες, πορτοκαλάδες ή γκαζόζες· αυτές με το μόνιμο καπάκι από πορσελάνη, που με ένα συρμάτινο μοχλό άνοιγαν κάνοντας αυτό το θαυμάσιο ήχο, σαν σαμπάνιες και βέβαια μερικές μπίρες Φίξ για τους μερακλήδες.   Η έδρα της ομάδας ήταν το γήπεδο του Φωστήρα, που ήταν «ο φονεύς των γιγάντων» και το γήπεδο ήταν η «Μόσχα». Όσοι αντίπαλοι θα έπαιζαν εκεί, έλεγαν με δέος: «έχουμε αγώνα μέσα στη Μόσχα». Δηλαδή, δεν ήταν «παίξε-γέλασε». Οι κερκίδες του γηπέδου ήταν από χωματόλοφους όπου κάθονταν οι φίλαθλοι κι εμψύχωναν την ομάδα τους, «τρομοκρατώντας» τους αντιπάλους ή που τραγουδούσαν τον ύμνο της ομάδας τους: "Ακράτητε των Άνω Πετραλώνων όλες τις ομάδες ανικάς".  Ο Αρκούδας ο έφορος της ομάδας με την στεντόρεια φωνή, καλούσε την ομάδα να επιτεθεί κι ο Τζακ, ο Κύκλωπας, με το γυάλινο μάτι, απειλούσε όσους αντιπάλους έπαιζαν βρόμικο παιχνίδι: “αγόρι μου πρόσεξε έχω μια βδομάδα να φάω άνθρωπο” και έβγαζε το ψεύτικο μάτι του και το γυάλιζε. Η ομάδα δε συμπλήρωνε πάντα εντεκάδα, αφού οι παίκτες ήταν σκληρά εργαζόμενοι και δεν ήταν πάντα διαθέσιμοι. Κυρίως όμως κατέβαινε με τερματοφύλακα τον Κωλάρα, μπακ τον Καμπάκο και τον Κουγιουμτζή, δηλαδή τον Καλαμαζού, σέντερ μπάκ τον απροσπέλαστο Τσολακάκη, κέντρο το Μηνά Παπάζογλου και τον Μπέμπη Σαΐτη, ακραίους τον
                                                                                     9
Χατζιγιαννάκη και τον Καβάση και τριπλέτα το Μήμη Σαΐτη, τον Τσιλιμπή(ζογλου), και τον Κωτσόβολο. Βέβαια η ομάδα είχε πάρα πολλούς άλλους παίκτες, όπως τον φοβερό Κολοβίνα που πήρε ο Παναθηναϊκός, το Λάμπρο Λύρα κι άλλους, αλλά αυτοί κυρίως ήταν οι βασικοί. Μετά τον αγώνα, όλοι στο καφενείο ξεφαντωμένοι είχαν ξεδώσει κι ο Φώτης μπορούσε να κάτσει χωρίς πειράγματα σε τραπέζι πού’ παίζαν χαρτιά ή τάβλι, να παρακολουθεί κι αυτός με τους άλλους σαν ίσος προς ίσον και να κάνει, όπως όλοι, επικρίσεις. Ας πούμε αν παίχτηκε καλά η ζαριά, αν η πόρτα ή το πιάσιμο ήταν το σωστό κι είχε την αντιμετώπιση που είχαν κι οι άλλοι. Έτσι κυλούσαν οι μέρες κι όλοι ήξεραν ότι ο Φώτης στο καφενείο ούτε θελήματα έκανε, ούτε πειράγματα, ούτε χαρτζιλίκι δεχόταν. Κάποτε που καταπατήθηκε αυτή η «άγραφη» συμφωνία, ο Φώτης έκαν’ένα μήνα να φανεί στο καφενείο του Φάνη κι οι μάγκες πικράθηκαν, ένιωσαν ότι δε φέρθηκαν εντάξει. Έτσι πήγε κάποιος τον παρακάλεσε κι ο Φώτης ξαναγύρισε θριαμβευτής. Μέχρι να έλθουν τα πράγματα στο κανονικό τους ο Φώτ-Φώτ, που ήταν και ο Τρίγωνος, γιατί το κεφάκι του ήταν έντονα τριγωνικό καθόταν σ’ένα τραπεζάκι μόνος και σκεφτικός, το στόμα του ήταν πάντα μισάνοιχτο κι όταν έπεφτε στην κατάθληψη, κάποιες φορές έτρεχαν τα σάλια του. Όμως αυτό γρήγορα το συνειδητοποιούσε και μάζευε το στόμα του. Τότε έπαιρνε το ύφος με το τρελό πειραχτικό χαμόγελο και ήταν έτοιμος για όλα.
      Ο Κώστας ο επιλεγόμενος χωροφύλακας, ήταν ένα παλικάρι απ’την Πελοπόννησο, νέος κάτοικος φερτός.  Ήταν ψηλός, ολόξανθος, ωραίος, σαν αρχαίος θεός και τον έλεγαν χωροφύλακα γιατί μπαινόβγαινε στο Θ΄του Θησείου. Εκεί που ήταν τα άδυτα της ασφάλειας κι όλοι ήξεραν ότι κανείς δεν έμπαινε χωρίς λόγο, εκεί που παλιά έδρευαν οι Χίτες. Τους οποίους οι Πετραλωνίτες το 46, μετά από «σκληρή μάχη» στο Φιλοπάππου, “πήραν φαλάγγι” μαζί με τους αστυνομικούς και τους “ευυπόληπτους” πολίτες του
10
Θησείου και μπήκαν νικητές στο Θ΄. Λέγεται ότι οι πειναλέοι πρόσφυγες των Πετραλώνων, που φυσικά ήταν κουμουνιστές, μπήκαν στα πλουσιόσπιτα των εμπόρων (έμποροι εκείνη την εποχή ίσον μαυραγορίτες) και δεν άφησαν τίποτα. Κουβέρτες, ρούχα, στρώματα, πιάτα, τυριά, λάδια, φασόλια κι ότι ποθούσε η ψυχή τους μια ολόκληρη ζωή, τ’ απόχτησαν εκείνη την αμαρτωλή νύχτα. Ακόμα κι η Βικτόρια, η πουτάνα της σπηλιάς του Φιλοπάππου, μεταξύ άλλων, εσωρούχων και σεντονιών, αναγκαίων για την αναβάθμιση του μαγαζιού, πήρε για τον εαυτό της ένα θαυμάσιο ολομέταξο κεντητό νυχτικό, το οποίο φορούσε όποτε πήγαινε στη εκκλησία, αφού νόμιζε ότι ήταν τουαλέτα. Όμως το μίσος του Θ΄ για τους Πετραλωνίτες, όλοι ξέρουν ότι ήταν άλλο. Οι τοίχοι του χτιρίου ήταν γεμάτοι φωτογραφίες αστυνομικών μ’ αναμμένα από κάτω τους καντηλάκια, θυμίζοντας “την κομουνιστική αναρχία και θηριωδία”. Άλλοι πέσαν στις μάχες κι άλλοι, που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι δικάστηκαν σαν “χίτες” απ’το λαϊκό δικαστήριο στην Πλατεία Μερκούρη. Καταδικάστηκαν κι εκτελέστηκαν λίγο πιο κάτω, στις Τρεις Γέφυρες. Γι’αυτό όταν κάποιος έμπαινε στο Θ΄, κι απ’τη διεύθυνσή του φαινόταν πως ήταν Πετραλωνίτης, ο αστυνόμος υπηρεσίας ή ο αστυφύλακας, που τον υποκαθιστούσε, κουνούσε το κεφάλι τονίζοντας: «κάτοικος Πετραλώνων», σοβάρευε ξερόβηχε και συμπλήρωνε «καλώς». Σαν να έλεγε σ’έχω υπόψιν μου.  Ο πολίτης έπρεπε νά’χει κατεβάσει το κεφάλι ελαφρά, γιατί ήταν Πετραλωνίτης και να νιώθει τύψεις.  Όταν όμως έβγαινε απ’το τμήμα έχοντας την εικόνα των καντηλιών στο νου του, τον έπιανε ένα νευρικό χαιρέκακο γέλιο, σαν νά’λεγε: την άλλη φορά θα γεμίσουμε όλο τον τοίχο καντηλάκια, ―αδιόρθωτοι κομμουνισταί.
      Εκείνη τη μέρα ο χωροφύλακας είχε ρέντα. Τά’χε πιάσει στο μπαρμπούτι  που είχαν στήσει τάκα-τάκα και με την “άδεια της αστυνομίας”, αφού κι ο χωροφύλακας παρών στο παιχνίδι.  Και λέει: Φωτάκι
                                                                                   11
έλα σού’φεξε, τσάκω το κατόμπαλο, γιατί απ’την ώρα που αρχίνισε το παιχνίδι κι έριξα την πρώτη ζαριά σ’έχω γούρι μου, (κατοστάρικο τότε ίσον δυόμισι μεροκάματα). Ο Φώτ κόμπιασε λίγο και είπε: «Ε-εντάξει, όμως δ-δουλεύω, ε-έχω λ-λεφτά κράτ-τα τα θα τ-τα χ-χρεια-στείς» και τα μάτια του είχαν αυτή τη λάμψη του τρελού γέλιου, που ήταν συγχρόνως πειραχτική. Ο Κώστας σοβάρεψε, γύρισε και τον κοίταξε αμήχανα. «Εεέ-λα ρε Φωτάκι τώρα, με προσβάαλεις». Ο Φωτ-Φωτ έπαψε να έχει αυτό το πειραχτικό γέλιο, ένιωθε ότι τον πρόσβαλε αλλά δεν μπορούσε να τα πάρει. Το βλέμμα του έγινε θλιμμένο κι είπε πολύ σοβαρά: «σ-σε π-παρακ-καλώ, ε-εγώ δ-δουλεύω». Ο Κώστας φουρκίστηκε και το πράγμα θα σταματούσε εκεί, αν η παρέα που κατάλαβε την αδυναμία του Κώστα, δεν άρχιζε το «γαζί».  Ο Φάνης ο καφετζής δίνει μια φιλική φάπα στο Φώτη, γιατί ήταν άνθρωπος που είχε δει πολλά και μυριζόταν τις κακοτοπιές. Λίγο τίμιος, λίγο άτιμος, λίγο προαγωγός, λίγο χασικλής κι «έμπορος», λίγο ρουφιάνος, λίγο πονόψυχος, λίγο φιλάνθρωπος· λίγο απ’ λα, ανάλογα με την περίσταση, τίποτα πολύ γιατί βλάφτει. «Πάγαινε ρε Φωτάκη σπίτι κι αύριο πάλι».  Ο Φωτ-Φωτ σηκώθηκε, τον κοίταξε κατάματα με πολύ νόημα, έτσι που το πρόσωπό του έγινε πιο αστείο μα και πιο πικραμένο, γιατί ένιωθε ότι εδώ χάνονταν όλα του τα κεκτημένα κι είπε αποφασιστικά: «Φ-φ-φάνη είμαι π-πελάτης; Φ-φιάξε κ-καφέ». Ο χωροφύλακας είχε κουρδιστεί πάρα πολύ κι είχε γίνει εκτός εαυτού. Ο τρελός δεν ήθελε τα λεφτά του, τον περιφρονούσε κι όλα αυτά τα κουμούνια γύρω το γλένταγαν πολύ. Το κύρος του χανόταν, από χωροφύλακας, γινόταν απλά ρουφιάνος. Τη λεπτή αυτή διαφορά είχε κατακτήσει με τη συμπεριφορά του και τον άνετο τρόπο στο καφενείο. Το παιχνίδι του ξέφευγε, άρπαξε το Φώτη απ’το γιακά και τον τράνταξε πέρα-δώθε, είχε αφρίσει: «παλιοκουμούνι παλιοκουμούνι». Τού’δωσε μια σπρωξιά κι ο Φώτης έπεσε πάνω σε ένα τραπέζι, σκορπώντας την τράπουλα κατά γης.
12
Ο Φώτης τα πήρε στο κρανίο, βουτάει την καράφα του νερού απ’το τραπέζι κι ορμάει στο χωροφύλακα. ―Πουτάνα χαφιέ, θα σε γαμήσω (δεν τραύλισε). Τον χτύπησε ξώφαλτσα στο κεφάλι. Ο χωροφύλακας τον άρπαξε απ’το λαιμό και τον έσφιγγε. Τα μάτια του Φώτη πετάχτηκαν έξω.  Το πράγμα παράγινε κι ο Φώντας Ρεΐσογλου, ένας χασικλής που είχε μια βδομάδα “έξω” κι είχε την αίσθηση της αξιοπρέπειας κάπως αυξημένη, πιάνει το χέρι του χωροφύλακα να τον σταματήσει: ―Έλα ρε μαλάκα φτάνει, μας την έχεις δώσει, ας τον άνθρωπο ήσυχο. Ο Κώστας σπρώχνει το Φώτη και τον ξαπλώνει ανάσκελα. Ορμάει στο Φώντα. Ο Φώντας τραβάει μαχαίρι. Ο χωροφύλακας βγάζει απ’την εσωτερική του τσέπη ένα μικρό πιστόλι ασημί εννιάρι γυαλιστερό, γυναικείο. Δέχτηκε τη μαχαιριά στο στήθος κι ίσα που πρόλαβε να πυροβολήσει στο ταβάνι. Τον πήρε ο Γιώργος Γιώτης, ο αναρχικός με το «πειρατικό» του στον Ερυθρό Σταυρό, ο επονομαζόμενος Ταμπάχανας (αφού είχαν πρόβλημα τα “εργαλεία” του). Μαζί του πήγε ο Ασημάκης Μάνου, ο νοσοκόμος, κι ο Αντρέας Ιωάννου ή Κολλητήρης. Τη γλίτωσε στο τσακ. Στην ανάκριση κανείς δεν ήξερε τίποτα κι ο Φάνης, ο καφετζής, είπε πως τα παιδιά κάτι έλεγαν κάτι έπαιζαν, χωρίς ένταση ή παρεξήγηση και ξαφνικά χωρίς φανερό λόγο έγινε το κακό, αλλά για πυροβολισμό τσιμουδιά. Το πρόβλημα λύθηκε όταν συνήλθε ο Κώστας. Είπε λοιπόν ότι κάνανε μια πλάκα με το μαχαίρι που κρατούσε ο Φώντας. Αυτό είχε φέρει στο καφενείο να πουλήσει, ένας λαθρέμπορας ναυτικός περαστικός. Κάποια στιγμή ο Κώστας έπεσε κατά λάθος πάνω στο μαχαίρι κι έγινε το κακό. Έτσι ο χωροφύλακας ξανακέρδισε την εμπιστοσύνη του καφενείου και θα μπορούσε να συνεχίζει τη δουλειά του, με πιο πολύ προσοχή από δω και πέρα κι ο Φώντας θά’ μενε «έξω», γιατί κι αυτός θα ήταν χρήσιμος στη ασφάλεια για κάποια πληροφορία, όταν θα ήταν ανάγκη. Όλα  έγιναν  όπως  πριν  με  μια μοναδική απώλεια: Ο Φώτης δεν
                                                                                  13
ξαναπήγε στο καφενείο, ούτε στο παγοπωλείο. Δεν ξαναπούλησε λεμονάδες στο γήπεδο. Τα μάτια του δεν είχαν πια αυτό το γέλιο με την πειραχτική λάμψη της τρέλας, αλλά μια θλιμμένη απορία. Γύριζε στα σπίτια ζητιανεύοντας. Οι οικοκυρές δεν τον ξαναπείραξαν ούτε ξαναγέλασαν μαζί του. Κι ο Νικολάκης βγήκε απ’το προστατευτικό του κέλυφος, φόρεσε την ποδιά, τις γαλότσες και τα λαστιχένια γάντια, πήρε το γάντζο, ζώστηκε το καρότσι και μοίραζε πάγο στη γειτονιά.
Το καφενείο δεν άλλαξε συνήθειες. Τα παιδιά καθόντουσαν το καλοκαίρι στο πεζοδρόμιο καβάλα στις καρέκλες κι έκαναν κριτική στα κορίτσια που περνούσαν. Όταν περνούσε ένας κορίτσαρος, η Ματούλα Σιντηλή, που περπατούσε σαν αγριόγατα, ο κόσμος χάλαγε. Η Μάτα υπήρξε πρωταθλήτρια μήκους κορασίδων με ρεκόρ τέσσερα-εβδομήντα. Το τι έλεγαν σέρνοντας τη φωνή τους με πάθος, δεν περιγράφεται. Να την έχεις έτσι ή αλλιώς, εδώ ή εκεί κι έπαιρναν ανάλογες στάσεις κι ανάλογο αποχαυνωμένο ύφος βαριανασαίνοντας σα να συνουσιάζονται, προσποιητά. Η Μάτα προχωρούσε αγέρωχα και συμμετέχοντας σ’αυτό το παιχνίδι, διέσχιζε το λουτρό του περιρρέοντος πόθου αυτών των πεινασμένων ερωτικά αντρών. Ήξερε καλά ότι έπεφταν το βράδυ στο κρεβάτι και την ήθελαν βίαια με πάθος. Όταν λοιπόν κι αυτή ξάπλωνε φορώντας το ανάλαφρο διαφανές νυχτικό της ένιωθε το σώμα της ν’ ανατριχιάζει απ’το ρίγος του πόθου όλων αυτών των πεινασμένων που την κατασπάραζαν βογκώντας. Πόσο σπέρμα δεν σπαταλιόταν κάθε βράδυ για χάρη της! Ήταν όμως σπατάλη ή ιερή σπονδή στον έρωτα;
     Οι μανάδες μας ήταν παιδικές φίλες. Τα σπίτια μας είχαν κοινή αυλή και μπαινοβγαίναμε σ᾽αυτά χωρίς προειδοποίηση. Έτσι κι αλλιώς τα σπίτια ήταν τότε ανοιχτά, αφού δεν υπήρχε τίποτα  να κλαπεί.
14
Μπορεί π.χ. η μάνα μου να πήγαινε στο σπίτι της φίλης της Ιουλίας, ενώ αυτή απουσίαζε, να έπαιρνε το αλάτι ή τη ζάχαρη και να τα επέστρεφα εγώ αν ήμουν εκεί. Έτσι όταν μια φορά μπήκα στο σπίτι να επιστρέψω τη ζάχαρη, για καλή μου τύχη η Ματούλα είχε κάνει μπάνιο και σκούπιζε την κορμάρα της κοιτώντας στον καθρεφτη. Σάστισα. Ήταν πολύ ανώτερη απ’τη Μπριζίτ. Τουρλοκάπουλη, με σώμα φιδίσιο και μυώδες, τα βυζιά της όρθια σαν πέτρα (αθλήτρια βλέπεις). Μολονότι με κατάλαβε αμέσως, έκανε πως άργησε να μ’αντιληφθεί. Εγώ είχα φουντώσει. Ίσως αυτό ήθελε κι αυτή.  Ήμουν τότε δεκάξι χρονών, αλλά το ποδόσφαιρο μ’είχε κάνει δεμένο και φαίνεται πως δεν της περνούσα απαρατήρητος.  Τυλίχτηκε με την πετσέτα που ήταν πολύ μικρή και σχεδόν όλα της ήταν έξω. Με πλησίασε μού’πιασε τα χείλια με τα δυο δάχτυλα σα να τα τσιμπάει και μου ταρακούνησε το στόμα με χαριτωμένη αυστηρότητα.
―Είσαι’σύ ένας, μού’πε με νόημα και συμπλήρωσε χωρίς εξηγήσεις: Αν δε βιαζόμουν.…. Μια Κυριακή πρωί που όλοι είχαν πάει στην εκκλησία κι εγώ “χουζούρευα” στο κρεβάτι σε πλήρη στύση μπαίνει η Μάτα φορώντας τη ρόμπα της. ―Γύρνα μπρούμουτα με διέταξε αυταρχικά. Εγώ φυσικά υπάκουσα μετά χαράς. Είχε δει απ’την προηγούμενη μέρα στην πλάτη μου έ-να μπιμπίκι. Καβάλησε επάνω μου κι εγώ ένιωσα τη ζεστασιά που είχε Εκεί Ανάμεσα. Τό’βγαλε. Όταν με ξεκαβάλησε η ρόμπα είχε ανοίξει και φυσικά ώσπου να την κλείσει, είδα Ό,τι ήθελε να δείξει. Δεν φορούσε εσώρουχο και κατάλαβα ότι οι προθέσεις της, ξεπερνούσαν το μπιμπίκι. Τη ρώτησα λοιπόν κι εγώ πονηρά αν είχα κανένα μπιμπίκι και στο στήθος. ―Αλητάκο μου είπε και κούνησε το κεφάλι της χαριτωμένα. Για να δούμε. Μου τράβηξε το σεντόνι και με καβάλησε ακριβώς πάνω στο ευαίσθητό μου σημείο.

                                                                                   15

Η Μάτα ήταν 20 χρονών κι αρραβωνιασμένη μ’έναν ραγδαία ανερχόμενο οικονομικά πολιτικό μηχανικό κι όπως θα διαπίστωνα σε λίγο, δεν ήταν παρθένα. Μου φόρεσε τη λεγόμενη «σκουφίτσα» και βρέθηκα μέσα της.  Η ρόμπα της είχε ανοίξει και με ίππευε με βία                                                                        λαχανιάζοντας. Τα βυζάκια της ανεβοκατέβαιναν, το στόμα της ήταν μισάνοιχτο κι αγκομαχούσε, ενώ οι κόρες της είχαν σχεδόν χαθεί προς τ’απάνω και το ασπράδι των ματιών της είχε ανέβει στα μάτια. Όταν τελείωσε, αφέθηκε’ πάνω μου ολόγυμνη λαχανιασμένη κι ένιωθα την καρδούλα της να χτυπά στο στήθος μου. Η αγέρωχη αθλήτρια πού’πεσε πάνω μου “ως εν κτήματι”, κούρνιασε απροστάτευτη σαν πουλάκι στην αγκαλιά μου κι εγώ ένιωσα για πρώτη φορά άντρας.
     Με ξεκαβάλησε μού’πιασε τη μύτη σφιχτά με τα δυο της δάχτυλα και την ταρακούνησε. ―Αυτή είναι η πρώτη και τελευταία μας φορά μου είπε και θα είναι για πάντα το μυστικό μας, αν σου ξεφύγει στά’κοψα με απείλησε πονηρά.
    Όταν περνούσε η Κική, η αλλήθωρη, με το κεφαλάκι χαμηλά, μολονότι άρεσε σ’όλους, έπεφτε μια σιωπή κάτι σαν νέκρα. ―Τι ωραίο πράγμα λέγανε κάποιοι, αλλά τό’να της μάτι κοιτάει το Λυκαβητό και τ’άλλο την Ακρόπολη. ―Και λοιπόν εκδηλώθηκε ο Αντρέας ο “Κολλητήρης”. Είδατε ρε αυτό το ραχάτ-λουκούμ πως περπατάει; Είδατε πως ανεβοκατεβαίνει το κωλαράκι της; Είδατε τα μαγουλάκια και τα χειλάκια της τα κατακόκκινα που είναι σαν τριανταφυλλάκια; Και ήταν αλήθεια, είχε απόλυτο δίκιο. Ήταν όμως αλλήθωρη!        Ο Αντρέας ήταν πλασιέ φαρμάκων, αφού είχε μπει στην ιατρική αλλά λόγω φτώχειας, δεν κατάφερε να συνεχίσει. Αυτός ασκούσε την υψηλή τέχνη του κολλητηριού κι όταν η παρέα είχε κέφι τον καλούσε να διδάξει. ―Ο χώρος δράσης έλεγε είναι οι ουρές, η παρέλαση, τα στριμωγμένα λεωφορεία και γενικά ο συνωστισμός. Ο επιστήμων εφαψίας είναι κατ’αρχήν καθαρός, ευγενής κι υπεράνω πάσης υποψίας. Στην πρώτη προσέγγιση, δείχνει ότι κατά το στριμωξίδι αποφεύγει μ’ευγένεια την όποια επαφή και μάλιστα προσπαθεί να προστατέψει το θύμα απ’ το συνωστισμό δημιουργώντας άλλοθι. Την επόμενη φορά πέφτει ελαφρά πάνω στο θύμα, ζητώντας  ευγενικά  συγνώμη.
16
Έτσι αποκτάπροσωρινή ασυλία την οποία προσπαθεί με διακριτικότητα να εκμεταλλευτεί. Αν το θύμα ανταποκριθεί, αναπτύσσει κι αυτός σταδιακά τις δεξιότητές του κι αυτό μπορεί να φτάσει ως την εκσπερμάτωση ή ακόμα στο ραντεβού και την ερωτική σχέση. Αν το θύμα αντιδρά, ο σοφός εφαψίας απομακρύνεται, αφού όλη αυτή η διαδικασία προϋποθέτει να είναι ωραία και με την ανοχή του “θύματος”. Ο παθιασμένος όμως παίρνει μια κοντινή θέση, δίπλα σ’άλλον επιβάτη με δυνατότητα πρόσβασης στο θύμα και περιμένει ξανά ένα φρενάρισμα ή κάποιο στρίμωγμα από την είσοδο νέων επιβατών. Τότε και την κρίσιμη στιγμή που δημιουργείται σύγχυση, χουφτώνει. Επειδή όμως βρίσκεται σ’ απόσταση που δεν προκαλεί υποψία και κάποιος ανυποψίαστος θα φάει το χαστούκι. Τότε δημιουργείται αναμπουμπούλα όπου ο έξυπνος κολλητηρτζής ξαναχουφτώνει την ίδια ή άλλη. ―Ρε’συ Αντρέα έτσι επιστημονικά που τα λες μας ξενερώνεις, εμείς θέλουμε αληθινή ιστορία και όχι θεωρία. ―Ωραία ρε μάγκες, θα σας πω μια ιστορία που επαναλαμβάνεται σχεδόν κάθε Κυριακή πρωί. ―Η Κική, η αλλήθωρη πάει κάθε Κυριακή πρωί στο Έδεμ για μπάνιο, την έχω βάλει στο μάτι. Αυτό το πλάσμα σταμάτησε στη έκτη γυμνασίου αφού οι γονείς της αποφάσισαν να την στείλουν στον Ατσάρο να δουλέψει, γιατί δεν έπαιρνε τα γράμματα. ―Ώωχ το παρατραβάς. Άσε τα κουλτουριάρικα και μίλα για κολλητήρι μωρ’αδελφέ μου. Τη στρίμωξες ή όχι; ―Αυτά τα πράγματα για να έχουν νόημα, πρέπει να αντιληφθήτε όλο το σκηνικό ρε. Αλλιώς πηγαίντε στον απόπατο για μαλακία. ―Η ιστορία ξεκίνησε στη λειτουργία ανήμερα των Τριών Ιεραρχών που πλάκωνε κόσμος. Φυσικά πήγα κι εγώ για κανένα τυχερό, αφού στην έξοδο της εκκλησίας θα γινόταν στριμωξίδι. Όμως ενώ δεν είχα πάρει θέση για δράση και βρισκόμουν στη ρίζα της μαρμάρινης σκάλας της εισόδου, άνοιγαν βίαια δρόμο να περάσει ο Κώστας ο Χωροφύλακας έχοντας στην αγκαλιά την Κικίτσα, που είχε λιποθυμήσει απ’το συνωστισμό.
                                                                                   17
Ο Κώστας της είχε περάσει το δεξί χέρι κάτω απ’τις μασχάλες και το αριστερό απ’τις κλειδώσεις των ποδιών. Όμως το φουστάνι της κρεμόταν έτσι που δεν προστάτευε τίποτα απ’τη μέση και κάτω. Κι ενώ αυτός βρισκόταν στο ύψος της σκάλας, κάπως του ξέφυγε κι ανοίξαν τα ποδαράκια της. Το κωλαράκι είχε δαγκώσει το κιλοτάκι. Μού’ρθε κατακεφαλιά. ―Λοιπόν από τότε την έβαλα στο μάτι και μετά από κόπους, αυτό το κουκλί με περιμένει κάθε Κυριακή στο λεωφορείο για κολλητήρι. Ενώ όμως εκεί κάνει την αδιάφορη και μου κάθεται, δεν θέλει να βγει μαζί μου. Μ’έχει ανάψει τόσο που θα πάω στη μάνα της να τη ζητήσω.
Η σοκολατοποιία Ατσάρου ήταν κάτι σαν ίδρυμα αφού είχε σχέση με την εκκλησία. Μάλιστα κάθε χρόνο έδινε ένα σεβαστό ποσό με κλήρο σε κάποιο ανύπαντρο κορίτσι, για να τσοντάρει στην προίκα της. Εκείνη τη χρονιά το πήρε η Κικίτσα. Αμέσως έκανε εγχείριση κι έπαψε να είναι αλλήθωρη. Όταν ο Αντρέας πήγε να τη ζητήσει τον ευχαρίστησαν, αλλά θα παντρευόταν τον ανιψιό του Παπαδημήτρη.    Υπήρξαν σχόλια για τη βράβευση: ότι δηλαδή μίλησε ο παπάς και πήρε το βοήθημα η Κική. Ελέχθη επίσης ότι ο Γιαννάκης, ο ανεψιός του παπά, που δούλευε στο λογιστήριο, όταν έκαναν καταμέτρηση υλικών στην αποθήκη, την ξεμονάχιασε και τη διακόρευσε. Μολονότι η Κικίτσα γκαστρώθηκε, ο Γιάννης δεν την έπαιρνε γιατί ήταν αλλήθωρη. Αυτό λοιπόν διορθώθηκε με την παρέμβαση του Παπαμήτρη και τα λεφτά της σοκολατοποιίας Ατσάρου.
Έξω απ’το καφενείο περνούσε κι η Μάρω, μια κοντού-λα πανέμορφη μελαχρινή, με μια ελιά στο μάγουλο, αλλά πολύ σοβαρή ”κουμπωμένη”. Περνούσε γρήγορα κοιτώντας κάτω, σα να ήθελε να περάσει απαρατήρητη. Ο Ηλίας ο ταξιτζής που κάτι τέτοιες στιγμές  έσπαγε  τη σιωπή, αναστέναζε κι έλεγε: αυτό είναι κορίτσι για σπίτι και γάμο. Ο Κοντόγιωργας που την είχε ιδανικό και μυστικό του έρωτα τον στραβοκοίταγε, δεν ήθελε κανείς να μιλάει γι’αυτήν. Είχε ήδη αρχίσει τις εργολαβίες κι όταν γινόταν εργολάβος με λεφτά,  τότε θα πήγαινε να τη ζητήσει.  

18
  Ο Ηλίας κάποτε ξεπέρασε τα όρια. ―Μ’ανάβει τόσο είπε, που αν την είχα, κάθε χρόνο θα την γκάστρωνα. Τότε χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε κάτω κι έτρωγε στη μούρη μπουνιές. Όλο το καφενείο έπεσε πάνω τους να τους χωρίσει. Ο Κοντόγιωργας όμως ήταν μπετατζής (κουβαλούσε πηλοφόρι), δηλαδή μπορούσε να γυρίσει το καφενείο με τους θαμώνες ανάποδα. Επενέβη ο Παπασώ που ήταν ηγέτης και συνείδηση του καφενείου και μόνον έτσι τη γλίτωσε. Από τότε όμως όταν πέρναγε η Μάρω, όλοι τα μάτια κάτω και τσιμουδιά.  Ο Κοντόγιωργας δεν πρόλαβε να την κάνει δική του· αυτή παντρεύτηκε την ίδια χρονιά μ’έναν περαιώτη κουμουνιστή πού’χε μεταφορική εταιρία και φορτηγά.
Για να κλείσει αυτή η ιστορία πρέπει ν’αναφέρουμε ότι ο Φάνης πήρε σύνταξη κι η Ασφάλεια του Θ΄ αποφάσισε ν’αποκαταστήσει τον Κώστα και να του δώσει το καφενείο. Ο Κώστας που δεν ήταν πια ο Χωροφύλα-ας, αλλά ο κύριος Βασιλόπουλος. Είχε γκαρσόνι και γραφείο μέσα στο καφενείο, όπου διευθετούντο υποθέσεις των πολιτών, οι οποίες είχαν σχέση με το δημόσιο ή την αστυνομία. Παραβάσεις, διορισμοί και τα συναφή με το ανάλογο κόμιστρο ή την ανάλογη υποταγή. Είχε αγοράσει δυαράκι στην Τριών Ιεραρχών και φιατάκι κι αφού “όλα κι όλα” η Πατρίδα κι η Θρησκεία ήθελαν και Οικογένεια, είχε αρχίσει τις Κυριακές να εκκλησιάζεται στους Τρεις Ιεράρχες, για να φτιάξει εικόνα για προξενιό.
Μια Κυριακή πρωί πού’βγαινε απ’την εκκλησία, τον περίμενε ο Φωτ-Φωτ μ’ένα μπουκάλι βιτριόλι. Του τό’ ριξε στη μούρη.
     Ο Χωροφύλακας έχασε το φως του και πήρε σύνταξη. Πήγε στο χωριό του, όπου έλεγαν ότι είχε εγκλωβιστεί σ’ένα όχημα κατά τη μάχη κι όταν αυτό πυρπολήθηκε έπαθε κι ο Κώστας τη ζημιά.
                          Ήταν ένας ήρωας.
Ο Φώτης κλείστηκε στο ψυχιατρείο. Δεν ξαναβγήκε ποτέ από κει.  Δεν τον ξαναείδαμε.  Τον χάσαμε.
                      Ήταν σαν να πέθανε.
20


2.              Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΙ Ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Το σπίτι μας ήταν κτισμένο σε μια παλιά καρβουναποθήκη. Το μισό οικόπεδο ήταν καλυμμένο με ένα ξύλινο σκέπαστρο, που παλιά είχε κεραμίδια κι όταν η χρήση του σαν αποθήκη έπαψε, τα κεραμίδια για την προστασία του εμπορεύματος αφαιρέθηκαν γι’άλλη χρήση. Στην άκρη του οικοπέδου υπήρχε μια θαυμάσια παράγκα, που πιθανόν χρησιμοποιείτο παλιά σαν γραφείο. Λέω θαυμάσια, αφού ήταν εσωτερικά πετσωμένη με τάβλες, το πάτωμα ήταν ξύλινο όπως και το ταβάνι, στη στέγη είχε κεραμίδια και στους τοίχους παλιές οικογενειακές φωτογραφίες.  Στη μια γωνία είχε ένα παράθυρο που έβλεπε ακριβώς στην είσοδο του προσφυγικού συνοικισμού κι όπου πάντα κάποιος θα περνούσε και κάτι θα γινόταν. Αυτή η παράγκα ήταν πολύ φροντισμένη αφού την κατοικούσαμε. Στο οικόπεδο ήταν χτισμένα δύο δωμάτια κι ένα αποχωρητήριο. Η κουζίνα ήταν ένας κεραμοσκεπής ανοικτός μπροστά χώρος με νεροχύτη και βρύση όπου επίσης υπήρχε το ψυγείο, αυτό το ξύλινο ντουλάπι με τον πάγο.
     Ο χώρος του οικοπέδου που ήταν άκτιστος και περίσσευε, καλύπτονταν από μια μεγάλη κληματαριά. Μέσ’την αυλή, κάτω απ’την κληματαριά υπήρχε μικρός ξύλινος θάλαμος, που μέσα του ήταν το τηλέφωνο (κατάλοιπο απ’την καρβουναποθήκη). Στους πέτρινους τοίχους της μάντρας υπήρχαν κολλημένοι ξύλινοι πάγκοι για να κάθονται αυτοί που περίμεναν τηλέφωνο, αφού μπορεί να κατοικούσαν μακριά κι ήταν δύσκολο να ειδοποιηθούν ή ακόμα όταν περίμεναν τη σειρά τους να τηλεφωνήσουν. Η γιαγιά μου κέρναγε καφέ-δες, έτσι που αν υπήρχε κάποιο μικρό διάφορο απ’τα τηλεφωνήματα έφευγε στον καφέ. Υπήρχε λοιπόν πάντα παρέα για συζήτηση, που η γιαγιά μου απολάμβανε, μια που το σπίτι της στη Σμύρνη, ήταν στον οικισμό του Χατζηφράγκου, όπου οι μονοκατοικίες απ’την πίσω πόρτα των σπιτιών περιέβαλλαν μια κεντρική αυλή όπου υπήρχε ένα σιντριβάνι.  Εκεί όπου κάθονταν οι γυναίκες και κουτσομπόλεβαν όπως ακριβώς στο σπίτι στα Πετράλωνα. Κάθε τόσο όμως πήγαινε σε μια γωνιά της αυλής, που είχε πάντα αναμμένη φωτιά κι έβραζε εσώρουχα ή πιατικά με αλισίβα, να καταπολεμά τα μικρόβια. Η φυματίωση θέριζε εκείνο τον καιρό.
                                                                                    21

Το σπίτι μας ήταν ένα είδος κέντρου διερχομένων. Το ρεύμα των επισκεπτών που πέρναγε κάθε μέρα από κει, λόγω τηλεφώνου, ήταν ως επί το πλείστον πρόσφυγες Ατταλιώτες. Τ’άλλο ρεύμα ήταν Χιώτες, απ’τα Καρδάμυλα. Συγγενείς απ’τη Χίο, αφού η γιαγιά μου ήταν Χιώτισσα που είχε παντρευτεί Σμυρνιό-Χιώτη κι εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Αυτοί φιλοξενούντο στο σπίτι μας, όταν έφευγαν για την Αμερική μετανάστες, όταν πήγαιναν σε γιατρούς στη Αθήνα ή όταν κάποιος γιος ή άντρας ναυτικός θα πέρναγε απ’τον Πειραιά κι οι δικοί του ήθελαν να τον δουν. Τα ταξίδια τότε κρατούσαν πολύ και τα πλοία έφευγαν αμέσως για κει που τα καλούσαν. Ένα πλοίο μπορεί να έκανε χρόνια να πιάσει Πειραιά κι ίσως σε δυο-τρεις μέρες να είχε φύγει. Αυτές οι επισκέψεις συνέβαιναν πολύ συχνά ίσως και δυο φορές το μήνα. Θα έφερναν ένα καλάθι με αμύγδαλα, καμιά κοπανιστή και καμιά μυτζήθρα ξερή, θα έτρωγαν και θα κοιμόντουσαν. Πήγαινα κι εγώ στη Χίο τα καλοκαίρια και με φιλοξενούσαν.  Έτσι τους γνώριζα καλά και χαιρόμουν την παρέα τους. Όπως οι Κεφαλλονίτες έλεγαν ανέκδοτα που σατίριζαν τους εαυτούς τους. Ότι δηλαδή ήταν φοβητσιάρηδες, τσιγκούνηδες και προπάντων κουτοί. Άσε που ήταν φοβερά αθυρόστομοι, όπως οι παλιοί Αθηναίοι, κάτι που φαίνεται ότι ακολουθούσε από αρχαιοτάτων χρόνων τους Ίωνες.  ―«Έ Παπα-Τσαπέλα έλα να σε φιλέψω χαλβά». «Έμαινε, το χαλβά να τον φας εσύ, τον τρώγουν οι πούστουδες». (διάλογος πιστού κι εφημέριου)
22
Έλεγαν ότι οι Χιώτες ήταν πολύ βλάκες. Έβαλαν λοιπόν τον Χιώτη στο μπαούλο να τον στείλουν τηλεγραφικά στην Πόλη. Και τακ-τακ-τακ χτυπούσαν το μπαούλο στέλνοντάς τον μήνυμα. Όταν άνοιξαν το μπαούλο κι ο Χιώτης βγήκε, έμεινε έκπληκτος και λέει με θαυμασμό: ―Ήντα Χίος, ήντα Πόλις, να και του Μπαρμπαγιάννη ο καφενές.
     Έλεγαν επίσης για την δειλία τους, που ήταν σε συνδυασμό με την κουταμάρα: Πιάσαμε πόλεμο με τους παλιοτούρκαλάδες, μπαμ εμείς κάτω εμείς, μπαμ οι παλιοτουρκαλάδες κάτω εμείς. Πιάσαμε έναν Τούρ-κο. ―Σκότωσέ τον βρε Μανωλιό. ―Ήντα που, για φονιά μ’έκαμες βρε; ―Σκότωσέ τον βρε Γιαννιό. ―Για φονιά μ’έκαμες; Μας κοιμίζει ο παλιοτουρκαλάς και μας σφάζει και τους δυο.
     Αυτές οι ιστορίες μάλλον το αντίθετο έδειχναν γιατί οι Χιώτες ήταν σπινθηροβόλοι στο πνεύμα κι ανοιχτοχέρηδες στο μέτρο της φτώχειας των νησιών του Αιγαίου. Όσο για παλικάρια ήταν όλοι ναυτικοί, που τα υπερπόντια ταξίδια τότε ήθελαν πολύ κουράγιο.
     Έτσι λοιπόν στο σπίτι μας οι Χιώτες συναντούσαν τους Ατταλιώτες και το καλαμπούρι πήγαινε κορδόνι. Κι επειδή οι Χιώτες συνεχώς αυτοσαρκάζονταν, μπορούσαν να λένε ότι ήθελαν στους Ατταλιώτες, χωρίς να παρεξηγούνται. Αφού οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, βασανισμένοι και πικραμένοι, είχαν χάσει το χιούμορ τους κι επειδή δεν είχαν άλλο απ’τον εαυτό τους, παρεξηγούντο εύκολα και τραβούσαν πολύ συχνά μαχαίρι για να προστατέψουν ό,τι θεωρούσαν τιμή τους.
      Επειδή ο κυβέρνηση εκείνη την εποχή ήθελε να ξεκαθαρίσει την “ανοησία” των δυο ημερολογίων, όπως είχε ξεκαθαρίσει τους ναούς απ’τις αναχρονιστικές βυζαντινές αγιογραφίες και τις είχε αντικαταστήσει με ευρωπαΐζουσες, είχε απαγορεύσει να λειτουργούν οι παλαιοημερολογίτες, κλείνοντας τους ναούς τους.  Οι Χιώτες κι Ατταλιώτες είχαν κοινό ότι ήταν παλιομερολογίτες κι ακολουθούσαν το ημερολόγιο του Πατριαρχείου. Έβρισκαν λοιπόν πάρα πολλές φορές στο σπίτι μας τον πατέρα Αντώνιο που ήταν συγγενής της της γιαγιάς μου. Επειδή λοιπόν στο σπίτι μαζεύονταν παλιομερολογίτες ερχόταν ιερουργούσε κι έβλεπε το ποίμνιο της περιοχής.
                                                                                23
 Όταν τελείωνε τη λειτουργία κλεινόταν σ’ένα δωμάτιο όπου κάποιοι έμπαιναν, εξομολογούντο, κοινωνούσαν και όποιοι είχαν περίσσεμα άφηναν κάτι. Π.χ. ένα μήλο λίγες φακές, φασόλια κάποιο ρουχαλάκι παιδιού που δεν του χωρούσε πια, τέτοια πράματα, ποτέ λεφτά, γιατί ο Πατήρ Αντώνιος δεν άγγιζε ποτέ χρήματα ήταν διαβολικά κι έτσι δεν έμπαινε ούτε σε λεωφορείο, πήγαινε παντού με τα πόδια. Κάποιοι λοιπόν έμπαιναν αφήνοντας κάτι κι  άλλοι έβγαιναν παίρνοντας κάτι. Αυτό δεν έσωνε βέβαια απ’τη φτώχεια του προσφυγικού συνοικισμού, αλλά ήταν κάτι συμβολικό, κάτι που έδενε τους κοινωνούς όλης αυτής της ιερής πρακτικής.
      Έτρωγε ένα λιτό φαγητό σ’ένα μικρό πιάτο με μια φέτα ψωμί, ποτέ κρέας, πλενόταν στη σκάφη, του έπλενε η γιαγιά μου τη δεύτερή του αλλαξιά. Χτένιζε τα μαλλιά του με μια χτένα περίεργη παλιακιά που είχε κι απ’τις δυο μεριές δόντια και την οποία του φύλαγε η γιαγιά μου αφού εκεί θα ξαναπλενόταν και θα χτενιζόταν. Όταν τελείωνε, με φώναζε κάπως αυταρχικά με έναν αστείο τρόπο. Μου ζήταγε ένα ποτήρι νερό και όταν του το έφερνα, μου έδινε ένα βιβλίο με ψαλμούς να διαβάσω μεγαλόφωνα για ν’ακούει. Μετά από μερικές σειρές ανάγνωσης, με σταματούσε και μου έλεγε: τώρα άκου. Τότε μ’αφορμή κάποια πρόταση ή ακόμα και κάποια λέξη, ξεκινούσε έναν αργό μονόλογο κάτι σαν παραμιλητό, για το νόημα των λέξεων ή για τις έννοιες που είναι ιερές και τελειώνοντας, έπινε το νερό που του είχα φέρει με μεγάλη ευχαρίστηση, δίνοντας μεγάλη σημασία στην πόση του νερού. Τα πιο ωραία πράγματα είναι τζάμπα μου έλεγε, ο αέρας, το νερό, η σκέψη. Και συμβαίνει αυτό το παράδοξο. Νερό κι αέρα μπορείς να πίνεις και ν’αναπνέεις όσο ορίζει η φύση, όχι πάρα πάνω. Να σκέφτεσαι όμως είναι θεϊκό κι έτσι δεν έχει κανένα όριο. Να φαντάζεσαι λοιπόν και να σκέφτεσαι όσο θέλεις,  μην το ξεχνάς.

24
    Ο Πατήρ-Αντώνιος ήταν ένα παράδοξο άτομο. Ο πατέρας του ήταν Χιώτης που είχε μπαρκάρει και τό’ σκασε στην Αργεντινή. Εκεί γνώρισε τη γυναίκα του. Αυτή ήταν ένα νεαρό κορίτσι ορφανό που ζούσε σ’ένα τσίρκο κάνοντας μικροακροβατικά ή διάφορες φιγούρες, ώσπου να ξεκινήσει το αληθινό πρόγραμμα. Μαγεύτηκε απ’τη ζωή των σαλτιμπάγκων και χώθηκε στο μπουλούκι κάνοντας διάφορες δουλειές εδώ κι εκεί. Εκεί γεννήθηκε ο μικρός Αντώνης κι όταν η γρίπη του πήρε τους γονείς τον υιοθέτησε ένας ακροβάτης Έλληνας της διασποράς απ’τη Σμύρνη ή την Αλεξάνδρεια.  Αυτός ήταν ένας λόγιος, που πέρασε στο Αντώνιο την αγάπη για την ελληνική γλώσσα και τη γραμματεία.
    Ο Αντώνιος γύρισε στην Αθήνα όταν είχε ξεσπάσει ο εμφύλιος και μάλιστα κατετάγη εθελοντής στον εθνικιστικό στρατό για να σώσει την πατρίδα απ’τους άθεους. Εκεί κατάλαβε ότι πολλές φορές οι «άθεοι» ήταν πιο πιστοί απ’τους πιστούς και οι πιστοί ήταν πιο άθεοι από τους άθεους. Έτσι αποφάσισε ν’ ακολουθήσει το δρόμο του θεού και να γίνει διάκος. Διαπίστωσε ότι πολλοί παπάδες ήταν πιο άπιστοι απ’ τους άπιστους κι ότι η εκκλησία έμοιαζε με ένα είδος στρατώνα που η υπακοή ήταν το ανώτατο καθήκον, άσχετα αν ήταν δίκαιο ή άδικο.  Όταν λοιπόν απογοητεύτηκε, προσχώρησε στην «αίρεση των παλιοημερολογιτών».  Αυτός ήταν ο Αντώνιος ο Χιώτης, ο άλλος ήταν ο Αντώνης ο Μικρασιάτης. Κατοικούσε στον προσφυγικό συνοικισμό κι ήταν ασπριτζής και στεγανωτής ταρατσών.
     Οι ταράτσες τότε, επειδή το μπετό έπεφτε με το τενεκέ έτρεχαν. Δηλαδή όταν έπρεπε να πέσουν μπετά, ο εργολάβος έβρισκε το Μαγκλή, που ήταν ο αστυφύλακας της γειτονιάς για τσίλιες. Ο Μαγκλής ήταν ένας “λαϊκός” αστυφύλακας και φίλος του κόσμου της γειτονιάς, τις τσίλιες κρατούσε αφού σε κανένα σπίτι δεν υπήρχε τότε άδεια οικοδομής.  Και μην νομίζεται ότι ο Μαγκλής  έπαιρνε πάντα τη χρυσή λύρα που δικαιούτο για τις τσίλιες, αφού πάρα πολλές φορές όταν υπήρχε φτώχεια δεν έπαιρνε τίποτα.
                                                                                   25
     Ακόμα μια που μιλάμε γι’αστυνόμους της γειτονιάς δεν πρέπει να ξεχάσουμε τον Κικίλια. Αυτός ήταν απόμακρος χωρίς πολλές παρτίδες με τον κόσμο. Είχε μια ευγενική σύζυγο και δυο θαυμάσια παιδιά ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Σ’ εποχές τρόμου όμως, που όλοι διψούσαν για αίμα, όταν συνέλαβαν ένα παλικαρόπουλο είκοσι ετών, τον Κώστα Παπαδάκη στη θέση του εκτελεστή της ΟΠΛΑ Πλάτωνα να τον εκτελέσουν, ο Κικίλιας πήγε μάρτυρας υπεράσπισης. Βεβαίωσε ότι δεν ήταν αυτός ο Πλάτων. Ο Κώστας γλίτωσε την εκτέλεση, αλλά πήγε στη Μακρόνησο.
Φώναζε λοιπόν ο εργολάβος καμιά δεκαριά εργάτες που «έσπαγαν μπετό» με το φτυάρι και γέμιζαν τενεκέδες, όπου καμιά τριανταριά εργάτες οι λεγόμενοι μπετατζήδες, έριχναν τους τενεκέδες στον ώμο και τρέχοντας στη σειρά ο ένας μετά τον άλλον, ανέβαιναν από μια σκαλωσιά, άδειαζαν το μπετό κατεβαίνοντας από μια άλλη για να ξαναγεμίζουν και να ξανανέβουν· το λεγόμενο ”ρολόι”. Το μπετό, άπλωναν με τις τσάπες τέσσερις πέντε τεχνίτες και στο τέλος, ο ίδιος ο μάστορης, ο εργολάβος, που είχε όλη την ευθύνη απέναντι στον πελάτη, μ’ένα μαδεράκι έστρωνε το μπετό. Οι λεγόμενοι μπετατζήδες ήταν κάτι σαν «ράμπο» της δουλειάς. Ήταν άνθρωποι με φοβερές σωματικές ικανότητες. Βέβαια όλοι, χτίστες, σουβατζήδες και μπετατζήδες ήταν πρόσφυγες, κλειστό επάγγελμα γιατί από κει ζούσε η προσφυγιά. (Υπήρχε βέβαια και το πλανόδιο εμπόριο. Ένα τόπι στον ώμο, το τεφτέρι και τις δόσεις στις γειτονιές).
 26   
 Το χαρμάνι της πλάκας, δεν ήταν ποτέ δυνατόν με τις συνθήκες αυτές να μην τρέχει, έτσι κοντά στο τέλος του καλοκαιριού, όταν είχε στεγνώσει καλά το μπετό, έπρεπε να περαστεί κατράμι. Ο Αντώνης πέρναγε τις πλάκες κατράμι. Αυτό θεωρείτο πολύ σοβαρό επάγγελμα αφού αφορούσε την κατοικία. Είχε λοιπόν κι αυτός τους δικούς του, που ήταν όλοι τους μακρονησιώτες ή «χαρακτηρισμένοι» απ’την ασφάλεια αριστεροί. Αυτοί δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά, παρά μόνο σε τέτοια βαριά επαγγέλματα κι επειδή οι πιο πολλοί, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, δεν ήταν δα κι αρκετά ικανοί σ’αυτά, ήταν περαστικοί μέχρι να βρουν κάτι άλλο πιο κατάλληλο. Πήγαινε ο ιδιοκτήτης στο καφενείο του Βαλέκα, το προσφυγικό, που σύχναζαν οι μαστόροι κι έβρισκε τον Αντώνη. Ο Αντώνης κέρναγε καφέ. Ποτέ δεν πλήρωνε τον καφετζή, γιατί κι αυτός δεν έπιανε λεφτά στα χέρια του. Τον καφετζή τον πλήρωνε το κόμμα μ’ένα μόνιμο μηνιάτικο άσχετα απ’τους καφέδες που κερνούσε.  Ο Αντώνης αφού άνοιγε μια ήπια πολιτική συζήτηση με τον ιδιοκτήτη, για να κάνει το καθήκον του, αφού απώτερος σκοπός δεν ήταν το επάγγελμα, αλλά η διάδοση της ιδεολογίας, έλεγε για το Κεφάλαιο, τους εργάτες, την εκμετάλλευση και κατέληγε: Πάρε τρεις-τέσσερις τενεκέδες πίσσα κι αύριο πρωί πρωί αρχίζουμε. Η πληρωμή δε γινόταν με λεφτά, εκτός αν επέμενε ο ιδιοκτήτης και τα λεφτά αυτά πηγαίναν κατευθείαν στους φτωχούς του συνοικισμού. Γενικά η πληρωμή γινόταν με φαΐ. Θά’πιναν καφέ με λίγο γάλα και ψωμί κι όταν τέλειωναν θά’τρωγαν ένα πιάτο φαΐ.  Επίσης μέσ’τους όρους, ήταν και το φαΐ όταν δεν είχε δουλειά.  Αλλά έτσι κι αλλιώς ο Αντώνης, όταν πείναγε, περνούσε από φιλικά σπίτια, που σχεδόν όλα ήταν φιλικά, καθόταν στο τραπέζι κι έτρωγε συνοδευόμενος από κάποιον δικό του, πάντα ένα μικρό λιτό πιάτο με μια φέτα ψωμί.
      Ο Αντώνης ήταν πολύ συχνά σπίτι μας λόγω τηλεφώνου, όταν περίμενε εντολές «από πάνω», όπως έλεγε ο κόσμος για τα γραφεία του κόμματος. Κάποια κινητοποίηση σε επίπεδο γειτονιάς ή κάποια διαμαρτυρία· είχε στέκι το καφενείο και το τηλέφωνο. Καθόταν μέσ’ στον τηλεφωνικό θάλαμο, έπινε τον καφέ που τού’ φτιαχνε  η γιαγιά μου  και κάπνιζε.  Όταν ήταν στο θάλαμο ο Αντώνης όλοι έφευγαν, αφού για να κάθεται ο Αντώνης στο θάλαμο είχε πολύ σοβαρό λόγο. Μόνον εγώ πήγαινα εκεί και μού’λεγε για τους φτωχούς που τους περιφρονούν όλοι γιατί είναι κουρελήδες, για τους πλούσιους που είναι φαταούληδες κι άδικοι, για τα παιδιά που πεινάνε και τέτοια κουμουνιστικά.

                                                                                   27
―Κυρ-Αντώνη του λέω μια φορά, τα ίδια λέει και ο Πατήρ-Αντώνιος.  Αυτός στην αρχή σάστισε, πήρε ύφος σοβαρό κι άρχισε να λέει για τους κεφαλαιοκράτες που είναι σύμμαχοι με την εκκλησία, για τον πλούτο της Εκκλησίας κι άλλα τέτοια που δεν πολυκαταλάβαινα, γιατί είχαν και λέξεις ακαταλαβίστικες. Ξαφνικά σταμάτησε με κοίταξε και χαμογέλασε, το μελαχρινό του πρόσωπο, το ανατολίτικο, με τα ολόλευκα δόντια τα ολόμαυρα μάτια και τα μεγάλα μήλα. Ο κόσμος φώτισε. Αυτός ο άνθρωπος, άλλοτε αυστηρός, άλλοτε οργισμένος, άλλοτε δραστήριος, όμως όλες αυτές ήταν μάσκες, το αληθινό του πρόσωπο ήταν αυτό το χαμόγελο, που έβγαινε χωρίς συναλλαγή και σ’ έπειθε χωρίς την ανάγκη επιχειρημάτων. Μετά πάλι σοβάρεψε. ―Ο πατήρ Αντώνιος είναι καλός αλλά κάνει κακό.  Στη ζωή θα μάθεις ότι σχεδόν όσους αγαπάμε δε μας αγαπούν και σχεδόν όσοι μας αγαπούν δεν τους αγαπάμε, αλλά έτσι είναι ο κόσμος μας και πάμε μαζί του. Εγώ πέρα από αγάπες και μίση αποφάσισα να υπηρετώ το κόμμα.
     Ο Αντώνης παλιά ήταν στην ΟΠΛΑ, οργάνωση που θεωρείτο η πιο σκληρή ομάδα του ΚΚΕ, εκεί ανήκαν κι οι εκτελεστές, όπως ο Πλάτων ένας κοντός ξανθός με ανέκφραστα μάτια που ποτέ δε μιλούσε, μόνον άκουγε.  Λέγεται πως με το πλακέ πιστόλι του δε λάθευε ποτέ. Κι Αντώνης τι ήθελε εκεί; και πως τον θεωρούσαν άγιο;
28     
Οι μάχες με τους Χίτες στο Φιλοπάππου ήταν αρκετές. Το Φιλοπάππου άλλαζε συνεχώς χέρια. Όταν μαζί μ’άλλα τμήματα μάχης, η Κατερίνα Σερέτη με την ομάδα της, επετέθει στο Θ΄, οι μάχες στο Φιλοπάππου είχαν κοπάσει, αυτή μπροστά μ’ένα “στεν” στο χέρι φορώντας μια σχεδόν κουρελιασμένη ιταλική χλαίνη, μπαρολέ μαύρες κάλτσες και πάνω απ’αυτές χοντρές στρατιωτικές, λάφυρα απ’τους ιταλούς. Φορούσε μαύρη μαντίλα τυλιγμένη σφιχτά στο κεφάλι αφού πενθούσε την πατρίδα πού’ταν σκλαβωμένη. Οι άλλοι πίσω της, αυτόμολοι του εθνικού στρατού με τα όπλα τους, κάποιοι μαχητές του ΕΛΑΣ, ο Παυλής ο κουτσός με τις πατερίτσες τη σπάθα και τις ιταλικές χειροβομβίδες στη ζώνη, ο Καράμπουρνους με τα μαχαίρια και η ομάδα του, παιδιά απ’την επαρχία, με κοντάρια που είχαν στη άκρη δεμένες,  ακονισμένες καλά,  στρατιωτικές λόγχες.  Ο Πίτσιρικ, ο Γιάννο, ο Στραβοκάνης, ο Φωκίων, ο Μάτολο κι άλλα, αλητάκια που τα τόξα κι οι σφεντόνες τους είχαν αποδειχθεί φοβερά όπλα και τα χειρίζονταν με μαεστρία εκτοξεύοντας σιδερένιες μπίλιες και μολύβι. Αθόρυβα κι ακριβή που χτυπούσαν τους φρουρούς, χωρίς να πάρει κανείς χαμπάρι. Είχαν κατέβει με προφυλάξεις απ’το Φιλοπάππου, πέρασαν χαράματα την Ακάμαντος κι αιφνιδίασαν τους φρουρούς του Θ΄, μια που κανείς δεν περίμενε κάτι τέτοιο, αφού η «μάχη» τότε κυρίως εξελίσσετο γύρω απ’το στρατόπεδο Χωροφυλακής, στο λεγόμενο Σύνταγμα Μακρυγιάννη. Το Θ΄ έπεσε κι οι πρόσφυγες που ακολουθούσαν μπήκαν στα σπίτια των μαυραγοριτών και τα λεηλάτησαν. Φασόλια, φακές, λάδια, σταφίδα, αλεύρι, υφάσματα, ρούχα, φορτώθηκαν σε κάρα και τα μοίρασαν στο λαό στην πλατεία Σπύρου Μερκούρη.     Οι αστυνομικοί που πιάστηκαν αιχμάλωτοι, θεωρήθηκαν αμέσως Χίτες, αφού το θ΄του Θησείου ήταν η έδρα τους. Οι αληθινοί Χίτες όμως είχαν φύγει προπολλού. Τους έδεσαν με σχοινιά και τους οδήγησαν απ’το Θησείο μέσ’απ’την Καλλισθένους στην Πλατεία Μερκούρη, ανάμεσα στον κόσμο που είχε βγει να τους δει. Κάποιοι που έχασαν δικούς τους απ’τους Χίτες,  έφτυναν κι απειλούσαν. Ο Μήτσος Καρατάσσογλου βγήκε από το μπακάλικο της Καλλισθένους και Κυδαντιδών, κρατώντας επιδεικτικά μια καρφίτσα, από αυτές πού’ βαζαν οι κυρίες στα καπέλα τους. Όρμηξε τάχα οργισμένος και κάρφωνε μ’αυτή τους αστυφύλακες, που αν και τρομαγμένοι κρατούσαν ένα επίπεδο αξιοπρέπειας, πονούσαν μα δε μιλούσαν.
                                                                                    29
Τον είδε ο Αντώνης, τον άρπαξε απ’ το γιακά και του άστραψε δυο δυνατά χαστούκια: “τσακίσου αλήτη”. Και σχεδόν μονολογώντας σιγότερα είπε: αυτοί μπορεί να χάσουν τη ζωή τους. Ας τη χάσουν μ’ αξιοπρέπεια. Τους καταδίκασαν σε θάνατο και τους οδήγησαν στις τρεις γέφυρες. Ο Αντώνης “οργισμένος” άρπαξε το Νικολάκη Σφυρόερα, ένα ορφανό δεκάξι χρονών, που νταραβεριζόταν με τους ασφαλίτες για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του απ’τους αντάρτες. ―Αυτός είναι δικός μου, εγώ θα τον καθαρίσω, είπε.  Τον πήγε πιο κάτω να μην τους βλέπουν και τού’δωσε δυο φάπες στο σβέρκο. ―Πάγαινε στη μάνα σου ρε κωλόπαιδο μην πάει κα’νας άλλος του είπε.
 Ένα δεκαπενταύγουστο έγινε το αναπάντεχο. Είχε τελειώσει η “λειτουργία” κι ο κόσμος είχε φύγει.  Ο πατήρ Αντώνιος που σπάνια έπινε καφέ, καθόταν και τον «απολάμβανε» μη μπορώντας ν’αρνηθεί, αφού σχεδόν πιεστικά του τον είχε προσφέρει η γιαγιά μου, που τον θεωρούσε καλύτερο τρατάρισμα. Εκεί λοιπόν που ο Πατήρ Αντώνιος είχε κάτσει να διαλογιστεί, δηλαδή να παραδοθεί σ’εκείνο το παραλήρημα εννοιών και λέξεων, μπαίνει κι ο Αντώνης.  Οι δυο Αντώνιδες μαζί, βρέθηκαν σε κάποια αμηχανία, αλλά γρήγορα το ξεπέρασαν. ―Την ευχή σου πάτερ είπε πρώτος, ο Αντώνης, με αγάπη αλλά χωρίς σεβασμό και κατάνυξη, που ένιωθαν οι πιστοί. ―Κάτσε Αντώνιε, του απάντησε ο άλλος, τραβώντας μια καρέκλα κι αστειευόμενος έκανε φιλική υπόκλιση.     Ο Πατήρ Αντώνιος έξαφνα έπαψε να είναι ένας άγιος κι ο Αντώνης έπαψε να είναι ο κομισάριος που δεν έλεγε τίποτα δικό του, μα εκπροσωπούσε άλλους (λέγοντας πάντα «εμείς νομίζουμε αυτό ή εκείνο»,  ποτέ «εγώ»).   Άνοιξαν μια συζήτηση αόριστη, αφού δεν ήθελαν να διαφωνήσουν και να πικράνουν τον άλλον.
30
Κάποια στιγμή ο Πατήρ Αντώνιος λέει στον Αντώνη: δεν έχω τίποτα να σε φιλέψω, από λίγο κρασί και λίγο ψωμί.  Έφερε το δισκοπότηρο και τον άρτο, βούτηξαν μαζί κι έφαγαν. Όταν τελείωσαν του είπε σοβαρά: αυτό ήταν το σώμα και το αίμα του Χριστού, πρέπει να πίνω όλο όσο περισσεύει και συ με βοήθησες και μετάλαβες κιόλας. Ο παπάς χαμογέλασε πονηρά-συνωμοτικά. Ο Αντώνης αστειευόμενος του είπε πως δεν έκανε καλά κι ότι αυτό ήταν θρησκευτικό ατόπημα. ―Εγώ ούτε νήστεψα ούτε εξομολογήθηκα. ―Δεν είναι έτσι, απάντησε ο Πατήρ Αντώνιος. Εσύ μιαν ολόκληρη ζωή, ξέρω καλά ότι νηστεύεις κι όλη αυτή την ώρα κάναμε αμφότεροι μιαν εκ βαθέων εξομολόγηση μπροστά σ’αυτό το παιδί.  Κι έδειξε εμένα. ―Ωραία, αλλά ξέρεις ότι είμαι συνειδητά άθεος.
 Ο Πατήρ Αντώνιος κούνησε με θλίψη το κεφάλι του. Το ξέρω: αυτούς που αγαπά περισσότερο ο θεός, δεν τον αγαπούν, αλλά αυτός ελπίζει. Εξάλλου προτιμά αυτούς που κάνουν το θέλημά του χωρίς να πιστεύουν, απ’αυτούς που πιστεύουν και τον προδίδουν. Τα μάτια του σκοτείνιασαν, κοίταξε στο βάθος του σκοτεινού δωματίου κι άρχισε τους αόριστους χρησμούς, έχασε πάλι την επαφή με την πραγματικότητα: Αντώνιος, Αντωνάι, Γιαχβέ, Ιοβάκχος, Διόνυσος· αιώνια θνήσκων. Άρτος και οίνος, agnous dei, αμνός του θεού.
     Ο Πατήρ Αντώνιος χάθηκε. Είπαν ότι πήγε να ιδιωτεύσει σε σκήτη στο Σινά κι ότι ζούσε πολλές μέρες στην έρημο για να ξεδιαλύνει τις έννοιες, που όσο περνούσε ο καιρός αντί να φωτίζονται συγχέονταν.  Άλλοι είπαν πως κλείστηκε σ’ένα ασκηταριό στο Άγιον Όρος μα όταν τον αναζήτησαν δεν τον ξαναβρήκαν. Άλλοι είπαν πως ήταν συγχρόνως στο Άγιο Όρος και στο Όρος Σινά, ―είπαν για θαύμα.
       Η αρχιεπισκοπή έδωσ’ εντολή να σταματήσει η συζήτηση για κάποιον που ούτε καν γνώριζαν αν υπάρχει αληθινά.
                                                                                   31
Ο Αντώνης δε σκοτώθηκε σε μάχη, ούτε πέθανε στη φυλακή, όπως οι περισσότεροι φίλοι του, έζησε σέρνοντας τον καρκίνο ως το τέλος, βλέποντας την πορεία του κινήματος να φθίνει. ―Αιώνια θνήσκων―. Μια μέρα του 92 τον είδα, Τρώων και Κυδαντιδών, στο σταυροδρόμι των καφενείων να πουλάει Ριζοσπάστη. Φορούσε το κόκκινο γαρύφαλο του Μπελογιάννη στο πέτο σχεδόν ξερό, ξεχασμένο.  Με διέταξε να φυλάω το πόστο μέχρι που νά’ρθει, γιατί είχε δουλειά. Και φυσικά το θεώρησα τιμή μου. Αυτός είχε αράξει κάπου συζητώντας άρες-μάρες. Όταν γύρισε του έκανα αστείο τάχα θυμωμένος. ―Άντε μ’έβαλες να πουλάω Ριζοσπάστη.  (Είχαμε μιλήσει πολλές φορές για τις άλλες απόψεις, δηλαδή για τις καταγγελίες περί ρεφορμισμού και γραφειοκρατίας κ.λπ). Σοβάρεψε, μου είπε: αν όλοι οι τίμιοι άνθρωποι είχαν μείνει στο κόμμα τα πράγματα θα ήταν αλλιώς. ―Η θέση σου είναι εδώ, αν είσαι τίμιος άνθρωπος. Έριξε τη μάσκα της σοβαρότητας και φόρεσε αυτό το χαμόγελο, που ήταν το αληθινό του πρόσωπο. Ο άνθρωπος αυτός χαμογελούσε ακόμα.  Στο πρόσωπό του πέρασε όλη η χαμένη γενιά η μυθική, που ήταν και η τραγωδία του καιρού μας.  
      Σκέφτηκα, ότι αν πρέπει να ξαναρχίσουμε από κάπου, ίσως από κει πρέπει να ξαναρχίσουμε. ―Απ’αυτό το χαμόγελο.
    Θυμήθηκα  τους σύγχρονους πολιτικούς αναλυτές, τους “οικονομικούς ρεαλιστές” και συμβιβαστές, τους λέκτορες, πρώην μαρξιστές, που γύριζαν από συγκέντρωση σε συγκέντρωση, έχοντας μετατρέψει τον διασυρσυρμό του εαυτού τους και της ιδεολογίας τους σ’ επιστήμη και επάγγελμα.     
    Ναι αν ξαναρχίσουμε, πρέπει απ’αυτό το χαμόγελο να ξαναρχίσουμε.
Τον Αύγουστο του 2000 γύρισε απ’ την Αμερική ο κ. Νίκος Σφυρόερας καθηγητής του ΜΙΤ, έψαξε για τον Αντώνη το φίλο του στα καφενεία.  Δεν τον βρήκε.
32

4.                        ΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ
Στο σταυροδρόμι ήταν τα καφενεία και ήταν δύο διαγωνίως απέναντι, κι ακριβώς αντίθετα στις άλλες δυο γωνίες ήταν οι ταβέρνες. Δηλαδή η μία, του Οικονόμου ήταν εστιατόριο κι στην απέναντι γωνία, κάτω απ’το ψιλικατζίδικο του Λάμπη στο υπόγειο, ήταν η ταβέρνα του Πανόπουλου. Αυτή ήταν αληθινή ταβέρνα κάτι σαν κουτούκι, αφού εκεί δεν πήγαιναν για φαΐ αλλά για κρασί.  Το υπόγειο ήταν γεμάτο βαρέλια σε ειδικά ξύλινα στηρίγματα κι από κάτω, τραπεζάκια και ψάθινες καρέκλες. Το κρασί ήταν μόνο ρετσίνα κι ο μεζές ρέγκα, τσίρος και σπάνια γαύρος ή μαρίδα τηγανιτά, όχι για χόρταση αλλά για να ομορφαίνει το κρασί.      Η ταβέρνα του Οικονόμου, άνοιγε νωρίς για να ετοιμαστούν τα φαγητά του μεσημεριού. Όλοι οι εργένηδες κι οι μοναχικοί θα τρώγανε εκεί. Ο Οικονόμου που αυτός ίδιος είχε ετοιμάσει το φαΐ θα το σερβίριζε κιόλας. Δεν ήταν δα και πάρα πολύ μεγάλη η πελατεία.  Βοηθό είχε το Γιώργο το Λώλο, που ήταν χαζός κι ήταν αυτός που έφερνε κρασί και νερό ή καμιά έχτρα σαλάτα και τέλος έπαιρνε τα πιάτα απ’τα τραπέζια σκούπιζε το μαγαζί και βοήθαγε στο πλύσιμο των πιάτων. Θα έκλειναν δυο ώρες για μεσημεριανό ύπνο και μετά άντε φτου κι απ’την αρχή για τη βραδινή βάρδια. Το μαγαζί δεν έμενε ανοικτό ποτέ αργότερα απ’τις δώδεκα το βράδυ και νωρίτερα απ’ τις δώδεκα το μεσημέρι.  Το απόγευμα ερχόταν κι ο Αποστόλης με την κιθάρα του και τραγουδούσε. Στην ταβέρνα τον έφερνε η μάνα του γιατί ήταν σχεδόν τυφλός, δηλαδή διέκρινε φιγούρες και σκιές όχι όμως φυσιογνωμίες. Το βράδι περνούσε πάλι η μάνα του και τον έπαιρνε. Εκεί θά’ τρωγε καί θά’ βγαινε κάποιο μεροκάματο απ’τα μπορ-μπουάρ.
     Τα καφενεία, ήταν του Κόλια και λοξά απέναντι του Βαλέκα.  Το πρώτο, υποτίθεται πως ήταν για Αθηναίους ενώ το δεύτερο, για πρόσφυγες κυρίως Ατταλιώτες.
                                                                                  33
Έγινε όμως έτσι, που στου Κόλια πήγαιναν όλοι οι επαρχιώτες αφού τα Πετράλωνα είχαν γίνει κάτι σαν παροικία τους. Οι περισσότεροι ήταν ψαραγορίτες, απ’την ορεινή περιοχή της Στυμφαλίας, ενώ στου Βαλέκα οι πρόσφυγες δεύτερης γενιάς που φυσικά ήταν Αθηναίοι. Βέβαια κανείς δεν απαγόρευε σε κανέναν να πάει στο ένα ή το άλλο καφενείο, αλλά ήταν άγραφος νόμος και για ένα λόγο πάρα πάνω, που στου Βαλέκα οι πρόσφυγες το είχαν κάνει στέκι της μαστοράντζας κι όποιος ήθελε μάστορη εκεί πήγαινε.  Ακόμα στο προσφυγικό καφενείο οι άνθρωποι είχαν αγριέψει λόγω φτώχιας και προσφυγιάς και πολύ συχνά γίνονταν καβγάδες που κατέληγαν σε μαχαιρώματα.
    Στα καφενεία γυναίκες δεν πήγαιναν κι αν πήγαινε κάποια θά’ταν πολύ περπατημένη ή πολύ μάγκισσα, σαν τη Γιώτα τη Βολιώτισσα που έμπαινε στο καφενείο κι όλοι κάναν στη μπάντα.  Λέγονταν χίλια δυο γι’αυτήν, δηλαδή ό,τι λέγαν και για τη Βούλα που πήγαινε στο καφενείο αργά και κάπου με κα’ναν άντρα. Όμως όταν έλεγαν για τη Βούλα ότι αλλάζει τους άντρες σαν πουκάμισα, παίρναν ένα ύφος αποχαύνωσης πονηρό άνοιγαν βαριανασαίνοντας προσποιητά το στόμα τους κι έκαναν ρυθμικά το πρόστυχο σχήμα με το δάχτυλό τους. Όταν όμως έλεγαν τα ίδια για τη Γιώτα παίρναν ένα  ύφος σοβαρό, θαυμασμού κι άλλοι αααχ  αναστέναζαν κιόλας. Αυτό γιατί η Γιώτα σ’όλες τις κουβέντες, απ’τη μπάλα ως τα πολιτικά, ήταν μέσα. Ακόμα θα τη ρωτούσαν αν ήθελαν και για τα αισθηματικά τους.
      Η Γιώτα άνοιγε το Σαντέ χωρίς φίλτρο, νομίζω πως τσιγάρα με φίλτρο δεν υπήρχαν τότε, το χτύπαγε στο πακέτο ιεροτελεστικά, το έβαζε στο στόμα, και σχεδόν αμέσως κάποιος της το άναβε. Άπλωνε το σώμα της πάνω στην καρέκλα, έτσι που η καρέκλα στεκόταν στα πίσω πόδια και τεντωνόταν κάπως σαν νωχελικά που έγερνε  το κεφάλι  και τα καστανοκόκκινα  μαλλιά της τρέχανε πίσω.Τ’ολόασπρο πρόσωπό της έπαιρνε μιαν έκφραση σοβαρή, λίγο περιφρονητική κι έλεγε:

34                                                                                   
ο Παπάγος είναι τσανακογλείφτης των Εγγλέζων και δεν είχε δεύτερη κουβέντα, ούτε γιατί ούτε πως. Ακόμα κι ο Κώστας ο «χωροφύλακας» λούφαζε, δεν έλεγε τίποτα. Βέβαια αν ήθελε μπορούσε να παρέμβει και να της κάνει τη ζημιά ή να βάλει να την καλέσουν στο Θ΄ ν’ απολογηθεί, όμως υπήρχε πάντα ο άγραφος νόμος του καφενείου για τη συμπεριφορά των θαμώνων που δεν επέτρεπε μπαμπεσιές. Ο χωροφύλακας είχε κατακτήσει αυτό το επίπεδο κοινής αποδοχής κι αν φερόταν σκάρτα θα τα έχανε όλα. Άλλωστε η Γιώτα είχε καταφέρει να έχει ένα προβάδισμα στο καφενείο, ήταν αποδεκτή κι επιθυμητή έτσι ακριβώς όπως ήταν κι έπρεπε να «παίξει» με τους δικούς της όρους. Άσε που εις βάρος του υπήρχε κι η ζημιά που είχε κάνει στο Φώτη, τον Φωτ-φωτ, και τον χάσανε απ’την παρέα. Όταν όμως έφευγε η Γιώτα άρχιζε: «πόσο καθαρά μιλάει, πόσο καλά ξέρει τη γλώσσα, πως δεν είναι Ελληνίδα, αλλά Ρωσίδα πού’μαθε ελληνικά στο “Ινστιτούτο Ξένων Γλωσσών και Προπαγάντας της Μόσχας” όπου εκεί μαθαίνουν ελληνικά καλύτερα απ’τους Έλληνες».     ―Έλα ρε, βλαχάκι τού’λεγε ο Χρυσοστομάκης ο τραβαγιέρης, που ήταν και λιγάκι κομάνσαβά, “τοιούτος” όπως λέγεται. Αλλά κι αυτός με δυσκολία μεν, είχε καταχτήσει τη θέση του μέσ’το καφενείο. Τού’ριχνε μια μούντζα με τα δυο δάχτυλα χαριτωμένα και “κουνιστά”. ―Ρε βλαχάκι αυτή είναι γέννημα θρέμμα Αθηναία, μορφωμένη ρε, κι ας τη λένε Βολιώτισσα.
      Κάποτε που ο χωροφύλακας είπε μπροστά της, για πράχτορες και κατασκόπους, να δείξει ότι δε μασάει αυτός αλλά ξέρει. Η Γιώτα γέλασε δυνατά: «Άλα ρε ντεντέκτιβ» του λέει, «εντάξει ρε συ, κάνεις τη δουλειά σου στο Θ΄, σου λέει κανείς τίποτα; είσ’ ωραίος σε ξέρουμε. Άσε να κάνουμε κι εμείς τη δουλειά μας να φέρουμε και κα’να ρούβλι συνάλλαγμα».

                                                                                   35
Ο Κώστας έγινε  κουρέλι,  αν  ήταν  άντρας  θα πλακωνόντουσαν, αλλά με γυναίκα και τη Γιώτα; Αυτή τη γυναίκα που μόνο σ’αυτόν ταίριαζε εκεί μέσα, ―νέος λεβέντης ωραίος―. Αν δεν είχε πίσω του όλο το σόι τους βασιλόφρονες και τους κομουνιστοφάγους, αυτός ήταν ικανός να τα κλοτσήσει όλα και να πέσει από δίπλα στη Γιώτα.  Αλλά αυτά δεν μπορούν να γίνουν!  τέλος πάντων. Ήταν φως φανάρι, πως αυτή έπαιζε ρόλο σοβαρό, αφού στο τραπέζι της ώρες-ώρες έρχονταν άγνωστοι άντρες κάτι λέγανε, κάτι γράφανε ή κάτι διαβάζανε. Ο χωροφύλακας το μάτι αστρίτης, να δει βιβλία να βρει άκρη, να έχει στοιχεία.   Η Γιώτα τον φώναζε να πάει στην παρέα τους, να τον γνωρίσει στους φίλους της. Ήταν όμως τόση η ειρωνεία της, που αναγκαζόταν να φεύγει απ’το καφενείο.  Έτσι το μόνο που κατάφερε ήταν να πάρει το μάτι του Σικελιανό, Βάρναλη, Ευριπίδη· ρώτησε κι έμαθε. Του είπαν «αυτά είναι πρόσχημα εσύ τα μάτια σου δεκατέσσερα».                                                                                                  
     Την προεκλογική περίοδο που στη γειτονιά έπιαναν καμιά δεκαριά αριστερούς προ των εκλογών για εκφοβισμό και τους άφηναν μετά, μαζί με τον Αντώνη, τον Στράτο, τον Αποστολάκη, τον Παυλή τον κουτσό, πιάσαν και τη Γιώτα.  Ο χωροφύλακας οργίασε, ότι θα δικαστεί, ότι κατασκοπεία, ότι εσχάτη προδοσία κι ότι δεν γλίτωνε το τουφέκι.  Μετά από μερικές μέρες όμως, νά’σου η Γιώτα και όχι μόνο, αλλά νοικιάζει και σπίτι στη γειτονιά. Θα εγκατασταθεί μόνιμα.  Μονοκατοικία, τρία δωμάτια κι αυλή δική του. Το ένα δωμάτιο για ύπνο, το άλλο σαλόνι και τ’άλλο εργαστήρι μεταξοτυπίας. Ήταν ζωγράφος και τύπωνε μπλουζάκια. Πολύ δουλειά και καλή κονόμα. Πρώτα την πλήρωναν και περίμεναν το εμπόρευμα, μερικές φορές και μήνα. Αυτή δούλευε λίγο, τον πιο πολύ καιρό καφενείο, συζήτηση, καφές και τσιγάρο.          Η παρέα της στο καφενείο, λόγω που υπήρχαν άνθρωποι σαν τον χωροφύλακα, που έκαναν πρόστυχους υπαινιγμούς, σιγά σιγά μετακόμισε στο μπακάλικο του Βαγγέλη Ελμαλόγλου.   Ο Βαγγέλης πούλαγε όλη μέρα βερεσέ και στοτέλος της βδομάδας έφερναν άλλοι λίγα άλλοι πολλά κι οι λίρες, που του είχε αφήσει ο πατέρας του, λιγόστευαν και γινόντουσαν βερεσέδια σε τεφτέρια.

36                                                                                    
 Όμως κάθε βράδυ στις 8¹/2 που έκλεινε το μαγαζί, έβαζε στη μέση δυο τραπεζάκια και μαζευόντουσαν οι φίλοι για το ρεφενέ. Αλλά ο Βαγγέλης έβγαζε μεζέδες που ξεπερνούσαν κατά πολύ το ρεφενέ, που ήταν πρόσχημα να δίνουν κάτι οι φίλοι για να μην πικραθούν που ήταν μπατιράκια. Να μη νιώθουν ότι κάνουν τράκα. Και να τα σουτζουκάκια, ο παστουρμάς, τα ουζάκια κι ο μπαγλαμάς με το τραγούδι πηγαινοερχότανε. Όσοι πέρναγαν απ’έξω ζήλευαν που δε μετείχαν στο “κογκρέσο”.  Έτσι έλεγαν την παρέα τους στη γειτονιά.  Λέγανε βέβαια κι άλλα πονηρά, γιατί η γειτονιά όλα τα προσέχει και δεν της ξεφεύγει τίποτα. ―Τι ήθελε η Γιώτα με τέσσερις άντρες; κι όλο έβλεπαν την κοιλιά της να μεγαλώνει κι όλο έπεφταν έξω.  Όμως κάποτε πράγματι η Γιώτα έμεινε έγκυος.  Βρε ποιανού είναι το παιδί;  Ο Γιάννης έλεγε δικό του, ο Βαγγέλης δικό του, ο Θάνος κι ο Νίκος δεν έλεγαν τίποτα, όχι πως δεν ήθελαν ή δεν ήταν πιθανό, αλλά μπατίρια, τι παιδί και τι οικογένεια. Έτσι ο Γιάννης ζήτησε τη Γιώτα σε γάμο, αλλά αυτή αρνήθηκε. Του είπε πως το παιδί δεν ήταν δικό του.
     Ο Βαγγέλης, που ήταν ένας γίγαντας κάπου 1.95, όλο τρίχα, μόνο στη μύτη και στ’αφτιά δεν είχε και φυσικά στην καράφλα, κι αυτό ήταν το μεγάλο του παράπονο: τόση τρίχα θεέ μου και καραφλός;  Η Γιώτα τον συμπαθούσε πολύ γιατί είχε χρυσή καρδιά, ήταν πολύ εντάξει. Την πλησίασε και της είπε: ―Ρε Γιώτα, το παιδί, εσύ, εγώ και διάφορα μπερδεμένα. Είχε τόσο ταραχτεί, που ένιωθε άλλη μια φορά πως ήταν στην κομαντατούρ, τότε που τον είχαν πιάσει οι Γερμανοί κι ένας θεός ξέρει τι ξύλο και πως τη γλίτωσε. Έτσι έγινε πάλι, μόνο που τώρα ήταν χειρότερα, αβάσταχτα.  ―Ρε Βάγγο του απάντησε, μπορεί να είναι δικό σου το παιδί, μπορεί και όχι, ξέρεις τώρα. ―Δεν με νοιάζει ρε
Γιώτα εγώ σε θέλω. ―Ρε Βάγγο ξέρεις, δεν είμαι καμιά νοικοκυρούλα ούτε είμαι και πιστή. Είσαι καλός φίλος μα ως    εκεί. 
                                                                               37
  Την άλλη μέρα ο Βαγγέλης έκλεισε το μπακάλικο και μπάρκαρε δεν ξαναφάνηκε ποτέ πια. Η Γιώτα έφυγε πήγε στη Θεσσαλονίκη, μεγάλωσε το παιδί. Κάποια στιγμή λύγισε, αποκαταστάθηκε, παντρεύτηκε έναν δημόσιο υπάλληλο.
Το καφενείο σιγά-σιγά διάλυσε, οι νέοι πήγαιναν στην καφετέρια, που είχε και κορίτσια, ακόμα κι οι άντρες πήγαιναν εκεί με τις γυναίκες τους και φιλικές οικογένειες· έτρωγαν γλυκό, έπιναν καφέ, ακόμα και ούζο με μεζέ. Στο καφενείο σύχναζαν οι γέροι. Δίπλα του τυχαία άνοιξε γραφείο τελετών «ο Μύστρας» κι έγινε προθάλαμος του νεκροταφείου.   Το σταυροδρόμι των καφενείων, που ήταν χωματόδρομος κι όλοι μαζεύονταν απόγεμα ή Κυριακή πρωί, άλλοι μπαρμπούτι, άλλοι στριφτό, τα παιδιά ποδήλατο. Που ήταν σιωπηρή συμφωνία να είναι πλατεία, αφού τα σπίτια στον Ασύρματο δεν είχαν σαλόνι και το σαλόνι όλων των σπιτιών ήταν το σταυροδρόμι απ’όπου κανένα όχημα δεν περνούσε, έγινε άσφαλτος. Αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες σ’ένα πανδαιμόνιο καυσαερίου και θορύβου, παραβίασαν το άβατο.  Ο Τάσος πού’σχιζε τράπουλες και λύγιζε σίδερα στην ”πλατεία”, με το βοηθό τον Τζίμη τον Τίγρη διάλυσαν, έφυγαν. Ο Τζίμης χάθηκε, πήγε να δουλέψει αλλού, ο Τάσος έγινε λούστρος στο σταθμό του Θησείου. Τα σπιτάκια γύρω απ’το σταυροδρόμι έγιναν πολυκατοικίες, το Μποέμ, το θέατρο σκιών, πού’παιζε ο Θοδωρόπουλος, έγινε πολυτελής κατοικία «μπαουχάουζ» μ’αυλή και κήπο. Το καλοκαιρινό σινεμά Ζέφυρος, που τότε το δούλευε ο Ιορδάνης, κι όπου είδαμε ταινίες όπως «Οι Νύχτες της Καμπίρια», «Το Λιμάνι της Αγωνίας». «Το Βίβα Ζαπάτα», «Οι Κυριακές στην Πόλη Αβρέ». «Ο Κλέψας του Κλέψαντος», «Ο Δρόμος», «Το Πλοίο των Τρελών»,  αλλά και τούρκικα για τους γέρους του ασυρμάτου όπως το «Αλαχτάν Μπούλ»(απ’το θεό να τό’βρεις) ή «Τσακιτζής, ιππότης των ορέων» κλπ, και που τις Κυριακές γινόταν και Βαριετέ, με το Ζαζά, τον Αγκόπ, το Μητσάρα, τον Κοκοβιό, το Μανέλη, τον Καραμπέτ, το Στολίγκα κι άλλους, το μισό έγινε πολυκατοικία και τ’άλλο μισό συνέχισε θερινό σινεμά.

38                                                                                   
Όλ’άλλαξαν εκτός απ’το παντοπωλείο του Βαγγέλη. Αφού αυτός χάθηκε και μη έχοντας κληρονόμο, έμεινε έτσι να ρημάζει. Το παλιό νεοκλασικό ερείπιο ανάμεσα στις ολοκαίνουριες πολυκατοικίες είναι πιο όμορφο. Βάζει κι ένας πλανόδιος το τραπεζάκι εκεί απ’έξω, κι είναι το μόνο μέρος που μπορεί ακόμα λίγο η ανθρωπιά.
       Έχω την εντύπωση ότι με την “αποκαθήλωση” του καφενείου, ο άγραφος νόμος της γειτονιάς, που στο καφενείο έπαιρνε την πιο έγκυρη μορφή του, άρχισε να χάνεται. Στη γειτονιά αόριστα μπορούσε κάποιος να παραβαίνει τους κανόνες, στο καφενείο όχι. Ο επίορκος μπορούσε να συμμετέχει σαν κολαούζος στην παρέα, αλλά ποτέ δεν του πρότειναν κάτι που τον αφορά, μπορεί να μιλούσε μέσ’την παρέα αλλά τα λεγόμενά του δε δικαιούντο απάντησης, ήταν σα να μη μι-λούσε. Μπορούσε να ακολουθά την παρέα στο γήπεδο, αλλά κανείς ποτέ δεν τον καλούσε. Μπορούσε να συμμετέχει-αμέτοχος και περιφρονημένος απ’τους άλλους, ως τη στιγμή που θα έσπαγε ο πάγος κι απ’τη συμπεριφορά του τα πράγματα σιγά-σιγά θ’άλλαζαν. Ο επίορκος που αθέτησε χωρίς αιτία αρραβώνα, που φέρθηκε άσχημα σ’αδύναμο, που δανείστηκε κι αναίτια δεν επέστρεψε την οφειλή του, που ψευδολογούσε, που ήταν άνανδρος και μια σειρά κανόνων που έχουν απαξιωθεί σήμερα, ήταν στο περιθώριο. Ο μυθομανής αν ήταν χαριτωμένος και δεν πρόσβαλλε, ακόμα κι αν πέρναγε κάποιες φορές τα όρια, ήταν αποδεκτός· όπως ο Γιώργης Καβάσιλας που συνεχώς αράδιαζε ιστορίες που σχοινοβατούσαν στα όρια αλήθειας και ψεύδους. Η παρέα έκανε χάζι κι αυτός έκανε το βίτσιο του, όπως έλεγαν ή ακόμα κι ο Ηλίας ο ταξιτζής ο “γκομενιάρης”.

                                                                                    39
Απ’την άλλη υπήρχε ο Σώτος Παπασώτος ή απλά Παπασώ. Αυτός ήταν κάτι σαν την συνείδηση της παρέας. Ήταν σαραντάρης με πυκνά ψαρά φουντωτά μαλλιά, ξερακιανός κι είχε πάντα ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη ανάλογα με την κατάσταση που εξελισσόταν. Άλλοτε ήταν φιλικό, άλλοτε ειρωνικό, άλλοτε οργισμένο (είχε και οργισμένο χαμόγελο) και φυσικά περίμενε την κατάλληλη στιγμή που η κατάσταση ή η συζήτηση έφτανε σ’αδιέξοδο να επέμβει και να δώσει λύση. Ήταν γεννημένος ηγέτης. Όταν μιλούσε, σπάνια τίθεντο ερωτήματα και το θέμα θεωρείτο λήξαν. Όλοι ήξεραν ότι ήταν αριστερός, αλλά ποτέ δεν ανακάτευε την ιδεολογία με τα γεγονότα, ακόμα ποτέ δεν έκανε προπαγάντα. Λέγεται ότι ο κομματικός παράγοντας, που στριφογύριζε στη γειτονιά προ των εκλογών, τον είχε μεμφθεί, γιατί όπως ο Αντώνης δε συμμετείχε με το κύρος του πιο ενεργά στην εκστρατεία του κόμματος. Αυτός τότε είχε απαντήσει ότι ο κόσμος της γειτονιάς δεν έχει ανάγκη υποδείξεων, έχει δικό του νου και κρίνει. Ακόμα είχε πει, ότι αν μαζευτούν γύρω απ’ το κόμμα άνθρωποι που δεν έχουν μόνοι τους κατασταλάξει, το κόμμα θα πάει κατά διαόλου. Αυτός ήταν κι ο λόγος που ήταν πάντα στο περιθώριο του κόμματος και δήλωνε στρατιώτης ή οπαδός.
Και δεν έφταναν όλα αυτά, ένα απ’αυτά τ’απογέματα του καλοκαιριού έγινε μπλόκο στον Ασύρματο, τον προσφυγικό συνοικισμό των Πετραλώνων, -το άβατο-, που κατοικούσαν οι Ατταλιώτες.  Όλοι ήξεραν ότι εκεί την κατοχή υπήρχε ασύρματος, άρα και γιάφκα κομουνιστών.  Τρία καμιόνια γεμάτα ασφαλίτες με πολιτικά, αλεξίσφαιρα γιλέκα (που βλέπαμε για πρώτη φορά), και τόμιγκαν στα χέρια, σαλτάρισαν απ’ τα καμιόνια, παρατάχτηκαν, μπλόκαραν την είσοδο του Ασυρμάτου κι «εισέβαλλαν» για να κάνουν «εκκαθάριση». Βέβαια  όλοι οι κομουνιστές «της συνοικίας το όνειρο» είχαν ειδοποιηθεί, αφού είχαν πράχτορα μέσ’το Θ΄, μπορεί και το Μαγκλή, μόνον ο Κώτσαμπρος ο Γρέγος, ο σαλταδόρος, ο ήρωας της γειτονιάς (είχε σώσει κόσμο την κατοχή), ο αδελφός του Παυλή που αναφέραμε στην «κατάληψη» του Θ΄ και της Κλειώς της αδελφής του Παυλή.

40                                                                                    
Ήταν αυτή που στην «πολιορκία» του Μακρυγιάννη είχε αρραβωνιαστικό χωροφύλακα μέσα κι αδελφό κομουνιστή έξω. Έτσι είχε το ελεύθερο να περνά κρυφά τις γραμμές φύλαξης και να πηγαίνει στον αρραβωνιαστικό της σερφετάς με φαΐ. Κάποια στιγμή που φρουρούσε ο μαύρος φασίστας, ο Παπαλέξαντρος, που φυσικά δεν ήξερε τι συνέβαινε, τη μυρίστηκε και τη γάζωσε με αυτόματο. Η Κλειώ σώθηκε· μόνη απώλεια το “γαζί” πού’μεινε για πάντα στα μπούτια της.
       Ο Κώτσαμπρος έκανε πιάτσα στο ταβερνάκι του Ασυρμάτου μέσ’το βάθος του «άβατου» και φυσικά οπλοφορούσε, είχε πάντα στην τσέπη την αγαπημένη του μπερέτα, το ιταλικό «πλακέ». Κι επειδή ο Κώτσαμπρος και μετά την «απελευθέρωση» δεν είχε πειστεί  ότι απελευθερωθήκαμε, αφού συνέχιζαν ακόμα να εξουσιάζουν οι ταγματασφαλίτες κι οι μαυραγορίτες, συνέχιζε να είναι σαλταδόρος. Όταν μαθεύτηκε για το μπλόκο, ο Κώτσαμπρος νόμισε λαθεμένα ότι είχαν κινητοποιηθεί γι’αυτόν κι έτσι σαλτάρισε στα κεραμίδια της ταβέρνας, ώστε απ’τις ταράτσες των παραπηγμάτων να το σκάσει προς το Φιλοπάππου. Όμως η ασφάλεια είχε πιάσει όλες τις εισόδους, ακόμα και τις πίσω για το Φιλοπάππου. Τότε αυτός γύρισε προς την αντίθετη μεριά, απ’το φούρνο της Παπατζίκου που ήταν μέσ’τον Ασύρματο κι έβγαινε στην ταράτσα του σπιτιού του. Εκεί τον μυρίστηκε κάποιος ασφαλίτης τη στιγμή που «γλιστρούσε» κάτω από κάποιο λούκι και τον γάζωσε. Όταν διαπίστωσαν πως ήταν ο Κώτσαμπρος ήταν φανερό πως ακόμα και οι ασφαλίτες πικράθηκαν. Ο Ασημάκης ο νοσοκόμος που έτυχε να είναι το σπίτι του εκεί κοντά κι ο Κουκάκης ο γιατρός, ο επιλεγόμενος Κουκάς, διαπίστωσαν το θάνατό του. Κι έγινε το εξής παράδοξο: επειδή το σπίτι του Κώτσαμπρου ήταν λίγο πιο κάτω κι επειδή η “περίθαλψή” έγινε στο σπίτι του, από σεβασμό δεν τον πήραν στο νεκροτομείο, τον άφησαν στη μάνα του. Της έδωσαν και το πιστόλι του να δει ότι οπλοφορούσε κι ότι δεν τον «έφαγαν» άδικα.

                                                                                   41
Το πιστόλι η κυρά Σοφούλα το τύλιξε στην μανδύλα για το πρόσφορο της εκκλησίας και τό’ βαλε στα εικονίσματα, για την εκδίκηση κι έτσι δεν ξανάστειλε πρόσφορο. Ήλθαν οι γειτόνισσες, οι φιλενάδες της, τον έπλυναν, τον φρόντισαν με σεβασμό κι αγάπη, αφού τον θεωρούσαν δικό τους παιδί και τον μοιρολόγησαν μέχρι τα χαράματα. Αργά το βράδυ απέναντι απ’το σπίτι σε μια συστάδα από μουριές, κάπως δειλά και στα κρυφά, γιατί δεν ήξεραν πως θα το πάρει η κυρά Σοφούλα, ήρθαν οι φίλοι μ’ένα μπαγλαμαδάκι κι έπαιξαν για κατευόδιο: «έννοια σου ρε συ Κώτσαμπρε κι εμείς θα τονε’ βρούμε τον μπάτσο που σε σκότωσε να τον εγδικηθούμε». Βγήκε η κυρά Σοφούλα μ’ένα δίσκο κονιάκ, τους κέρασε και μετά τους ξαπόστειλε γιατί μπορεί να πλάκωνε η ασφάλεια. Εγώ που ήμουν τεσσάρων χρονών και καθόμουν στο διπλανό σπίτι που είχε παράθυρο στη γωνία, είχα δει όλη την εξέλιξη του γεγονότος απ’το μπλόκο ως το φόνο.
    Ο Κώτσος ήταν «φίλος» μου κι ερχόταν πολύ συχνά να κάνουμε παρέα, μ’έλεγε κοροϊδευτικά κουτσάφτη, επειδή είχα πολύ μικρά αυτιά.  Στην γειτονιά έπρεπε να μάθεις από νωρίς, πως θα έχεις πάντα ένα σκωπτικό παρατσούκλι. Κι εγώ για να τον εκδικηθώ τού’λεγα ένα κοροϊδευτικό γι’αυτόν τραγούδι: “ο Κώτσος εμπατίρισε, εφινίρισε έφαγε κουκουτσάλευρο, πατατάλευρο”. Πάντα προτού φύγει άφηνε μια σοκολατίτσα.  Το παράδοξο ήταν ότι δε λυπήθηκα, γιατί όλοι περίμεναν ότι κάποια στιγμή ο Κώτσαμπρος έτσι θα πήγαινε.  Εξ άλλου ο θάνατος καραδοκούσε παντού. Ήταν ο ήρωάς μου που χάθηκε με το όπλο στο χέρι χωρίς να παραδοθεί. Έτσι θα πέθαινα κι εγώ.      Στην κατοχή ήταν φίλος με τον Ιταλό της γειτονιάς τον Ούγκο. Κάνανε ”δουλειές”. Δηλαδή ξεσήκωναν ολόκληρες αποθήκες και τις σκορπούσαν στον κόσμο.  Ο Ούγκο ήταν Έλληναςτης Ιταλίας που μιλούσε κάτι παράξενα Ελληνικά. Του άρεσε το τραγούδι «Μικρή χωριατοπούλα», αλλά η παρέα στη γειτονιά του έλεγε αυτό το τραγούδι μ’άλλα λόγια. Δηλαδή «Κορόϊδο Μουσουλίνι». Αυτόν οι αρι-στεροί τον πήραν μαζί στο βουνό, ήταν αντιφασίστας.  Χάθηκε δεν ξαναγύρισε ποτέ.
42                                                                                     
       Το επόμενο βράδυ μαζεύτηκαν απέναντι στο οινομπακάλικο του Μήτσου Καρατάσογου, μπροστά στο φαρδύ πεζοδρόμιο οι φίλοι της γειτονιάς. Ο Άτανας έπαιζε ακορντεόν, ο Γιάννο ακομπανιάριζε με μια κιθάρα, ο Τζάκ ο κύκλωπας τη φυσαρμόνικα, ο Αρκούδας κι ο Μπέμπη ο ξυλοπόδαρος τραγούδι. Μολονότι πιστιρικάδες, ο Τζόνη του Μηλωνά, ο Σαράντο ο αδελφός του Άτανας κι ο Τσιλιμπής αρχίνησαν το χασάπικο. Όταν ζέστανε το γλέντι-μνημόσυνο κι αρχίνησε το ζεϊμπέκικο, σηκώθηκε ο Νίκος ο Αλαφασός απ’την Πάρο, κολλητός του Κώτσαμπρου. Έκανε δύο βήματα συρτά κι έναν αργό κύκλο κι αφού πάτησε το δεξί του πόδι κάτω δυνατά, σταμάτησε για λίγο και τέντωσε τα χέρια του σαν σταυρωμένος, κι αμέσως τέντωσε το σώμα του και σήκωσε το κεφάλι του ψηλά. Φάνηκε πως έκλαιγε. Ξεκίνησε τα βήματά του αργά και σαν σε μέθη κι ύστερα αρχίνησε να χορεύει πατώντας τους βηματισμούς στέρια κι αντρίκεια με νόημα. Όταν τελείωνε ένας φίλος του έδωσε ένα ποτήρι τσίπουρο να πιει. Το στήριξε στα δόντια του κι όπως χόρευε έκανε μια έτσι και το ήπιε αφήνοντας το ποτήρι σκόπιμα να πέσει κάτω και να σπάσει.  Η “κομπανία” τότε θέλησε να ξεκουραστεί λίγο, αλλά σηκώθηκε ο Φώντας ο Ρεΐσογλου που είχε τραβήξει και μια ρουφηξιά χασίσι. Και λέει: “Συννεφιασμένη Κυριακή”. Τα παιδιά δε θα μπορούσαν να του τη χαλάσουν που ήταν μάγκας πολύ ξηγημένος και το μαχαίρι του καθάριζε πάντα για την παρέα. Ο Φώντας βημάτιζε τον ιερό χορό παραπατώντας, αλλά το παραπάτημά του έκανε τον χορό του πιο δραματικό. Κάποια στιγμή άρπαξε το σπασμένο ποτήρι από κάτω και με μια γρήγορη κίνηση, έκοψε τις φλέβες του σταυρωτά. Όπως έπαιρνε στροφές το αίμα σκορπιζόταν γύρω.
                                                                                  43
Οι φίλοι σηκώθηκαν να τον φροντίσουν. Τα μάτια του Φώντα άστραψαν και τράβηξε μαχαίρι. Οι φίλοι τηλεφώνησαν στο πρώτων βοηθειών. Ο Φώντας καθώς έπαιρνε τις τελευταίες στροφές, του πέρασε απ’το νου η ζωή του η χαμένη, η αγάπη του το Μαράκι, που ποτέ δεν της μίλησε, αφού ήταν απόκληρος και χασικλής, αλλά κυρίως η υποταγή του στην ασφάλεια μετά το συμβάν με τον χωροφύλακα στο καφενείο. Μολονότι η παρέα το είχε ξεχάσει, αυτός δεν μπόρεσε. Την ώρα πού’φτανε το νοσοκομειακό έπεσε αργά σαν θεατρικά και κύλησε ανάσκελα. Τα μάτια του ήταν μισάνοιχτα, σαν νά’βλεπε κάτι που οι άλλοι δε μπορούσαν να δουν. Είδε τους νοσοκόμους να πλησιάζουν με το φορείο, με μιαν έσχατη προσπάθεια άρπαξε το μαχαίρι και το κάρφωσε στον λαιμό του.
     Ο αστυνόμος Γιώργος Βαρδιάμβασης που ήξερε ότι χρωστούσε τη ζωή του, δεν πήρε μέτρα προστασίας, αφού αν ήθελαν να τον βρουν θα τον έβρισκαν. Έτσι κοίταζε να χαρεί τη ζωή που του έμενε. Όταν γύριζε από γλέντι σπίτι του, στην οδό Βασάνης που ήταν ένα σκοτεινό στενό, κάποιος τον αιφνιδίασε, με μια μαχαιριά κατευθείαν στην καρδιά. Άφησε το μαχαίρι τιμής ένεκεν στο στήθος του Βαρδιάμβαση. Αφού ο Βαρδιάμβασης μετά το φόνο του Κώτσαμπρου αντρίκεια κι έδωσε το πιστόλι του στη μάνα του τιμής ένεκεν. Όμως το αίμα, για αίμα και η τιμή, για τιμή. Ο Τάσος Ψαρρός στο μαχαίρι του είχε μονόγραμμα που σήμαινε ότι εκεί τελείωνε κι ζωή του. Όταν αφήσεις το μαχαίρι σου σαν πράξη τιμής στο θύμα, δεν ξαναπιάνεις μαχαίρι και δεν αμύνεσαι. Πρέπει σαν άντρας να περιμένεις τη σειρά σου. Ο διοικητής του Θ΄κ. Κωστόπουλος που δεν ήξερε απ’αυτά ζήτησε  από τους  πληροφοριοδότες  να κινηθούν αθόρυβα, αφού ήξερε ότι ήταν αντεκδίκηση για το φόνο του Κώτσαμπρου και τα στόματα θα ήταν κλειστά. Το πέπλο της σιωπής δεν διερράγει. Οι ασφάλεια δεν έμαθε ποιοι ήταν οι φονιάδες. Αυτό όμως το ήξεραν εκείνοι που θα συνέχιζαν το θλιβερό καθήκον. Ο Τάσος Ψαρρός βρέθηκε σ’ένα χαντάκι στα Σφαγεία, του είχαν κόψει το λαιμό.
44
Και αφού μιλήσαμε για βουνό, δεν πρέπει να ξεχάσω και τον φίλο μου τον Τζάκο που ήταν συμμαθητής μου στην δευτέρα δημοτικού κι Εβραίος. Το ότι ήταν Εβραίος το ξέραμε γιατί στο μάθημα των θρσκευτικών, ο τυχεράκιας την πέρναγε στην αυλή. Η αλήθεια είναι ότι ήταν κάπως μοναχικός, απέφευγε τις παρέες, αλλά κι οι παρέες τον απέφευγαν. Με λίγα λόγια ήταν στο περιθώριο μ’έναν πολύ φυσικό τρόπο, αλλά που δεν ενοχλούσε ούτε αυτόν ούτε τους άλλους. Βέβαια μιλούσε και του μιλούσαν, αλλά δεν έμπαινε στην παρέα, γιατί υπήρχε αμηχανία ανάμεσά τους. Εκτός αυτού δεν ταίριαζε γιατί ήταν και λίγο βουτυρόπαιδο.  Μόνο μ’εμένα είχε στενή φιλία, μολονότι στο σπίτι μου δεν είχε έλθει ποτέ, ενώ εγώ πήγαινα συχνά, αφού μαμά του η κυρά Στέλλα ή Εστέλα, όπως την έλεγαν αληθινά, με συμπαθούσε. Κάποιες φορές συζητούσαμε για την αδικία του κόσμου ή την απανθρωπιά, που είχε μια εμμονή σ’αυτό κι εγώ το κατανοούσα, αφού ήταν Εβραίοι κι είχαν τραβήξει πολλά απ’τους Γερμανούς και τους ταγματασφαλίτες. Απ’αυτήν όμως κατάλαβα το νόημα την καλοσύνης και της ευγένειας, που βέβαια υπήρχε στη γειτονιά, αλλά αυτή έδειχνε να την αντιλαμβάνεται με κάποιον ανώτερο τρόπο. Τον μπαμπά του Τζάκου έλεγαν Γιωσέ Γαβριήλ κι όπως έ-λεγαν οι αριστεροί της γειτονιάς, υπήρξε λοχαγός του ΕΛΑΣ και σημαντικό στέλεχος του κόμματος. Η αστυνομία τον είχε υπό παρακολούθηση κι έπρεπε να εμφανίζεται σε τακτά διαστήματα στο Θ΄. Αυτοί κάποια στιγμή έφυγαν και αργότερα μάθαμε ότι πήγαν στην Γιουγκοσλαβία και από κει στη Μόσχα.  Οι ασφαλίτες τους έψαχναν ρωτώντας στα σπίτια, μάλιστα ήλθαν και στο σπίτι μας και ρώτησαν εμένα που ήμουν φίλος μου.  Αμέσως μετά, ο Αντώνης κι ο Παναγιώτης ο Ζάνος με πήραν στο καφενείο και αφού με κέρασαν υποβρύχιο, «μ’εξήγησαν». Δηλαδή αφού με ανέκριναν, μ’ έμαθαν ότι είμαι δικός τους κι ότι η ασφάλεια μ’είχε από τώρα στα κιτάπια της.     Ένιωσα ήρωας.
                                                                                  45
Οι άλλοι Εβραίοι της γειτονιάς ήταν η οικογένεια του κ. Βιτάλη Μιχαήλ.  Κι αυτοί είχαν καταφέρει να επιζήσουν, αφού είχαν φιλίες με το διπλανό σπίτι. Δη-λαδή το μπακάλικο του Βαγγέλη. Τα υπόγεια των δύο σπιτιών επικοινωνούσαν κι έτσι είχαν ανοίξει μια είσοδο που καλύπτετο από βαρέλια και δέματα.  Η οικογένεια του κ. Μιχαήλ έτσι μπορούσε να ζει στο σπίτι του Βαγγέλη τη μέρα και το βράδυ, χωρίς ν’ ανάβει φώτα, να κοιμάται στο δικό της σπίτι.   Ο κύριος Μιχαήλ είχε μαγαζί υφασμάτων στην Αιόλου κάπου απέναντι από την Αγ. Ειρήνη.  Μαζί του δούλευε στις αρχές κι ο γιος του Τζάκος που έφυγε αργότερα γι’Αμερική. Ήταν ένα λεβεντόπαιδο που είχε παρτίδες μόνο με την καλή κοινωνία της γειτονιάς, ήταν ψηλομύτης, χωρίς βέβαια να περιφρονεί τους άλλους γείτονες.  Όπως έκανε κι ο κ. Βιτάλης, ο πατέρας του, στον οποίον όμως η γειτονιά το συγχωρούσε, γιατί όταν κάποιος ήθελε ρούχα ή κάθε είδους προικιά σ’αυτόν θα πήγαινε κι ήταν σίγουρος ότι ο κύριος Μιχαήλ θά’βρισκε τιμή που δε σήκωνε παζάρια. Ο κύριος Μιχαήλ δεν ξεχνούσε ότι κανείς δεν άνοιξε το στόμα του την κατοχή κι ειδικά ο Βαγγέλης. Αλλά κι αυτός κάθε φορά που μάθαινε τότε ότι κάποιος ήταν στο αμήν, έδινε μια δυνατή λύση μέσω του Βαγγέλη. Ο κύριος Μιχαήλ ήταν ο Εβραίος μας. Μπορούσε λοιπόν να είναι βλοσυρός κι αμίλητος, να έχει νεύρα και να καβγαδίζει όποτε γούσταρε μ’όλο τον κόσμο της γειτονιάς χωρίς κάποιος να του ζητά το λόγο, αφού ήταν ο δικός μας.  Αντίθετα η κόρη του η Ραχήλ κι η μητέρα της κ. Ρεμπέκα, είχαν πολλές παρτίδες μ’όλη τη γειτονιά. Π.χ. η μητέρα μου ήταν πολύ συχνά στο σπίτι τους για να τους ράβει. Έτσι μπαινόβγαινα κι εγώ εκεί μέσα.
46
Η ταράτσα του σπιτιού μας, που ήταν ισόγειο, συνό-ρευε λοξώς γωνιακά, με τον πρώτον όροφο του σπιτιού τους. Δηλαδή στην πίσω πόρτα του πρώτου ορόφου, υπήρχε μια μικρή ταράτσα που είχε πέργκολα με γιασεμί, όπου συνήθιζαν να κάθονται και να πίνουν καφέ. Κι επειδή ο πατέρας μου δούλευε στην ψαραγορά, η μάνα μου είχε πολύ ψάρι και τους έστελνε πεσκέσι τηγανητά μπαρμπούνια. Η κ. Ρεμπέκα σ’αντίδωρο έστελνε τις μπίρες ―‘εβίβα’. Όποτε ήθελε παρέα η κυρία Ρεμπέκα με φώναζε να πάω να της ψωνίσω. Δηλαδή κάτι ασήμαντα ψιλοπράγματα που ως αποτέλεσμα είχε να κάθομαι να συζητάμε και στο τέλος για τον κόπο μου να με χαρτζιλικώνει.  Βέβαια η κυρία Ρεμπέκα ζωγράφιζε κι ήθελε κάποιον να συζητάει περί τέχνης. Κι αφού εγώ απ’την προσχολική ηλικία ζωγράφιζα, με θεωρούσε αδελφή ψυχή και μου έλεγε τα πάντα περί τέχνης και ειδικά για τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Δηλαδή για τις μορφές που έπρεπε ν’ατενίζουν ελαφρώς ψηλά, δημιουργώντας την εντύπωση του γίγαντα ανθρώπου, που ήταν κι η σοσιαλιστική προοπτική. Είχε όμως παράπονο ότι μ’ όλο που προσπάθησε, τα παιδιά της δεν αγάπησαν την τέχνη.   Η κόρη της η Ραχήλ δεν ήταν όπως ο Πατέρας της κι ο αδελφός της ξανθή και πανύψηλη.  Ήταν καστανή σαν την μάνα της κι είχε πάντα διάθεση πειραχτική απέναντί μου. Ήταν ένα πανέμορφο πλάσμα δεκαεπτά χρονών κι όταν την έβλεπα κατέβαζα το κεφάλι και κοκκίνιζα. Τότε ήμουν δώδεκα χρονών κι η Ραχήλ το γλεντούσε πολύ που την είχα ερωτευτεί. Δε μ’άφηνε σε χλωρό κλαρί. Κάθε φορά που έφευγα έδινα λόγο στον εαυτό μου ότι δεν θα ξαναπατούσα, αλλά πάντα τον αθετούσα. Κάποια στιγμή έφυγαν όλοι γι’Αμερική. Μετ’από χρόνια η Ραχήλ ξαναγύρισε μεγάλη πια. Πήγα και την είδα. Είχε ακόμα εκείνο το χαμόγελο το πειραχτικό.  Ήταν άρρωστη και όπως μου είπε γύρισε να πεθάνει μόνη στο σπίτι αυτό που τόσο αγαπούσε.
                                                                                    47
Ο πιο αγαπημένος Εβραίος της γειτονιάς όμως ήταν ένας ξένος. Ήταν ο Ιλία Έρεμπουργκ. Όταν η εκλογική μάχη  ανάμεσα στην αριστερά και την δεξιά είχε πάρει φωτιά, κι επειδή η ΕΔΑ επένδυε στον πολιτισμό, αφού όλοι σχεδόν οι καλλιτέχνες κρυφά ή φανερά ήταν με το μέρος της, κάλεσε τον σοβιετικό συγγραφέα Ιλία Έρεμπουργκ να βοηθήσει με την παρουσία του τον α-γώνα. Ενάντια στον Έρεμπουργκ η δεξιά κατέβασε τη Φρειδερίκη, που ήταν μια νέα γυναίκα κι η εικόνα της δεν είχε ακόμα ‘καεί’. Την έντυσαν λοιπόν Βασίλισσα Αμαλία και την περιέφεραν στη γειτονιά.  Οι γριές του ασυρμάτου έτρεχαν μαγεμένες και φώναζαν «η πριγκιπέσα, η πριγκιπέσα» κι έπεφταν και της φιλούσαν τα πόδια. Η ΕΔΑ είχε στείλει τον Έρεμπουργκ με τον Αντώνη οδηγό και το Γιωσέ διερμηνέα. Έκαναν κι αυτοί την ίδια διαδρομή, αλλά στα σπίτια των αριστερών, γιατί αν πήγαιναν σε δεξιούς μπορεί να γίνονταν φασαρίες.  Στο σπίτι μας ο Αντώνης έκανε νεύμα στη μάνα μου κι αυτή έφερε ένα τραπεζάκι με κεντητό τραπεζομάντιλο κι ένα μπουκάλι λευκό κρασί απ’τα βαρέλια του αδελφού της Ηλία. Ο Έρεμπουργκ έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για το κέντημα, αφού θαύμαζε, όπως είπε, την λαϊκή τέχνη.  Ο Αντώνης μπήκε στο δωμάτιο κι έφερε σχεδόν με τη βία έξω τον φίλο του Πατέρα Αντώνιο να τον γνωρίσει στον Έρεμπουργκ. Έκατσαν όλοι μαζί γύρω απ’το τραπεζάκι κι η μητέρα μου τους έφερε τηγανιτά τα περίφημα πετρομπαρμπουνάκια της Βεγγάζης που μοσκομύριζαν ιώδιο. Εκείνη την εποχή, οι τράτες είχαν κάνει συμφωνία με την κυβέρνηση της Λυβίης υπό το Βασιλέα Ιντρίς, να ψαρεύουν στη Βεγγάζη κι έτσι κατά το μεσημέρι έφταναν στην αγορά τα ψάρια και γινόντουσαν ανάρπαχτα.  Όλοι έφαγαν λίγο, λες κι ήλθαν να μιλήσουν κι όχι να φάνε. Μίλησαν στα ισπανικά αφού ο Πατήρ Αντώνιος, ο Έρεμπουργκ κι ο Γιωσές τα γνώριζαν.  Ο Γιωσές μετέφραζε στον Αντώνη, αλλ’αυτός δεν έδινε βάση στα λεγόμενα, αφού πέτυχε το σκοπό του, δηλαδή να δημιουργήσει στη γειτονιά την εντύπωση ότι οι Ρώσοι διανοούμενοι ήταν λαϊκοί άνθρωποι που λάτρευαν την Ελλάδα. Κάποια στιγμή ο Πατήρ Αντώνιος έθεσε το ερώτημα:  
48
Γιατί ο Στάλιν παρέδωσε την Ελλάδα στους Εγγλέζους  που την αιματοκύλισαν.  Ο Έρεμπουργκ σώπασε γι’ αρκετή ώρα, τόση που δημιούργησε αμηχανία. Ξαφνικά σηκώθηκε και χωρίς λόγο τον ακολούθησαν κι οι Άλλοι. Ήταν μάλλον μετρίου αναστήματος ή οι άλλοι, δηλαδή ο Γιωσές κι ο Αντώνης ψηλότεροι, μόνον ο Πατήρ Αντώνιος ήταν στο ύψος του. Έμοιαζαν στο πρόσωπο σαν δύο αδέλφια, μόνο που ο ένας ήταν πολύ αδύνατος με γένια. Ήταν πολιτισμένοι και πράοι.  Φορούσαν κι οι δύο ένα μακρύ παλτό, ο παπάς μαύρο κι ο άλλος “τουίντ” γκρίζο, αλλά της ίδιας κοπής, λες κι ήταν μοναχοί διαφορετικού μοναστηριού. ―Πάτερ-Αντώνη η απάντηση που θα σου δώσω δεν είναι αυτή που με ικανοποιεί. Όμως όλοι ξέρουμε ότι ο Αβραάμ κι ο Αγαμέμνων θυσίασαν τα καλύτερά τους παιδιά.  Η Ελλάδα είναι για μας τους πολιτισμένους ιερή, γιατί είναι τόπος θυσίας καί κατά τον πόλεμο καί κατά την αντίσταση καί τώρα. Πλησίασε τον Πατέρα Αντώνιο, έβαλε το πρόσωπό του ανάμεσα στις παλάμες του και τον φίλησε στο στόμα κατά τα ρώσικα πρότυπα. Μετά κατέβασε το κεφάλι και χωρίς ούτε να τον χαιρετήσει βγήκε μόνος του έξω δακρυσμένος.                                         
Εκείνη τη χρονιά στην Αθήνα δεν συνέλαβαν αριστερούς για προεκλογικό εκφοβισμό, λόγω της δημοσιότητας που δημιουργούσε η παρουσία του Έρεμπουργκ.      Μετά τις εκλογές και λίγο καθιστερημένα, επισκέφτηκαν την κυρά Σοφούλα, η Μαρίνα η Κρητικιά κι η Σόνια η Ρωσίδα, που είχε έλθει απ’τη Μόσχα ξανά στη γειτονιά (ήταν υπάλληλος της σοβιετικής πρεσβείας πια και μπορούσε να επισκέπτεται τους παλιούς φίλους και συντρόφους της κατοχής), επίσης είχε έλθει μαζί κι η Δανάη Στρατηγοπούλου, που ανήκε κι αυτή στην ίδια αντιστασιακή ομάδα. Η Μαρίνα είχε φέρει και την κιθάρα της.
                                                                                   49
 Κάποια στιγμή χτύπησε η πόρτα μας.  Τα σπίτια μας ήταν πλάι πλάι. Ήταν η Σόνια. Φώναξε τη μάνα μου να πάει στη παρέα.  ―Βασιλικούλα είμαστε δίπλα τόση ώρα και δε φάνηκες, μας ξέχασες; τη ρώτησε και την αγκάλιασε δακρυσμένη. Παίξανε και τραγούδησαν, κυρίως η Δανάη μέχρι αργά το βράδυ. Όταν μαθεύτηκε ότι τραγουδούσε η Δανάη μαζεύτηκε από τη γειτονιά κόσμος έξω απ’το σπίτι, αφού το σπίτι ήταν πολύ μικρό και δε χωρούσε κόσμο. Η κυρά Σοφούλα ξέσπασε σε λυγμούς:  ―Μια τέτοια κηδεία με τραγούδια ήθελε κι ο Κώτσαμπρός μου.   Η Σόνια ρώτησε που είναι η Πάτρα η συναγωνίστριά της. Όλες σώπασαν! Η κυρα-Σοφούλα την πήρε κατά μέρος, της εξήγησε: Όταν σε μιαν ανταλλαγή πυρών στα Σφαγεία, αριστεροί απ’τα Πετράλωνα σκότωσαν δυο Γερμανούς, αυτοί με τους ταγματασφαλίτες για αντίποινα μπλόκαραν τα Πετράλωνα. Έσπαγαν τις πόρτες σπιτιών αρπάζοντας όσους άντρες εύρισκαν μέχρι να μαζέψουν διακόσιους. Μπήκαν και στο σπίτι της Πάτρας όπου υπήρχε μόνο ο γερο-πατέρας της. Όταν ένας νεαρός Γερμανός τον άρπαξε, αυτή έπιασε το Γερμανό απ’ το γιακά και του έδωσε δυο χαστούκια. Ο Γερμανός σάστισε, κατέβασε το κεφάλι άφησε το γέρο και βγήκε. Τότε μπήκαν δυο ταγματασφαλίτες. Ο ένας την άρπαξε απ’το μαλλί και της έβαλε το πιστόλι στον κρόταφο. ―Μωρή πουτάνα νομίζεις ότι δεν ξέρουμε ότι ο μεγάλος αδελφός σου σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον μας κι ότι ο μικρός είναι στο βουνό; Κόλλησε το πρόσωπό της στο πρόσωπο του πατέρα της και του τίναξε τα μυαλά στον αέρα.  Έβγαλε ένα σύρμα απ’την τσέπη του και της έδεσε τα χέρια σφιχτά να ματώσουν. ―Αυτοί που πέσαν στα χέρια των Γερμανών θα πεθάνουν, της είπε. Εσύ θα ζήσεις αλλά θα προτιμούσες να είχες πεθάνει. Στην “ανάκριση” δε μίλησε. Όταν την άφησαν δεν μίλησε γι’αρκετά χρόνια σε κανέναν.     
    Λέγεται ακόμα ότι δεν ξαναμίλησε ποτέ σε άντρα.
Όταν χώρισαν, η μάνα μου πλησίασε τη Σόνια, πέρασε το χέρι της γύρω από τον ώμο της την αγκάλιασε και κάτι της ψιθύριζε σαν μυστικό.
Η Σόνια δεν ξαναπάτησε στη γειτονιά, ούτε η Μαρίνα, ούτε η Δανάη.  Ήξεραν βέβαια ότι η κατάσταση δεν ήταν παίξε-γέλασε, ο κόσμος είχε κατά πολύ αλλάξει, είχε γεμίσει χαφιέδες.    
                   Υπήρχαν φυλακισμένοι και τρομοκρατία.
                    Ο πατέρας μου ήταν μόλις που είχε βγει.

50                                                                                    




4.                   Ο ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Ο Λάκης Ζακίνης ήταν παλικαρόπουλο δεκάξι χρονών, πολύ γυμνασμένο, σαν αίλουρος. Από παιδάκι έκανε ακροβατικά στο σταυροδρόμι των καφενείων για το χαρτζιλίκι του. Ό,τι μικροδουλειές-σαμποτάζ, το κόμμα ανάθετε σ’αυτόν κι ήταν σίγουροι ότι όλα θα πήγαιναν τέλεια και τέρμα «αριστερά».  Το χειμώνα του 45 όμως του δόθηκε εντολή να ξεκάνει το κάθαρμα τον Παπαλέξαντρο. Αυτός “έκανε πιάτσα” στο καφενείο του Ρίζου στο Θησείο που ήταν δυο τετράγωνα πιο πάνω απ’ το Θ΄. Στο Θ΄ που τότε είχαν έδρα οι Χίτες κι οι ταγματασφαλίτες.  
     Ο Παπαλέξανδρος ήταν αντικείμενο θαυμασμού κι υπόδειγμα παλικαριάς για τους δεξιούς και τους ταγματασφαλίτες. Το καφενείο του Ρίζου ήταν κάπως σαν οχυρό. Δεξιά συνόρευε με κάποιο διώροφο και άρα ήταν απρόσβλητο από κει. Αριστερά είχε μιαν απότομη σκάλα που κατέβαινε απ’την Ακάμαντος προς τη Νηλέως και την Ηρακλειδών. Αυτοί οι δρόμοι ήταν πολύ χαμηλά, μάλιστα κάτω απ’το Ρίζο στη Νηλέως, υπήρχε έν’ανθοπωλείο. Έτσι το καφενείο ήταν σχεδόν έναν όροφο υπερυψωμένο και άρα απρόσβλητο κι από κει. Μόνη πρόσβαση ήταν η είσοδός του απ’την Ακάμαντος, αλλά και από κει “είχαν γνώση οι φύλακες”.  Υπήρχε πάντα κάποιος ένοπλος που είχε το νου του, μολονότι δεν ήταν κανονικός φρουρός.
     Λίγες μέρες πριν, κάποιοι ταγματασφαλίτες είχαν κατέβει απ’το Φιλοπάππου, το οποίο είχε περάσει εκεί-νες τις μέρες υπό τον έλεγχό τους.  Με την δικαιολογία  ότι κάποιος τους έριξε μια χειροβομβίδα κατά την ώρα των ασκήσεών τους, συνέλαβαν 22 περαστικούς κυρίως στην οδό Καλλισθένους που συνόρευε με το Φιλοπάππου κι αφού τους βασάνισαν τους εκτέλεσαν. Μεταξύ αυτών τα δυο αγόρια της μαμής κ. Βελίνι 18 και 20 χρονών, η οποία ήταν αφανάτιστη δεξιά, επειδή οι κομουνιστές ήταν άθεοι. Τον Μήτσο Σαράφογλου, τον οποίον γνωρίσαμε στην ίστορία με το Μιχάλη τον εφευρέτη και ο οποίος φυσικά δεν ήταν κομουνιστής.
52                                                                                    
Αυτός, καθώς τους οδηγούσαν απ’την Καλλισθένους προς το Θησείο και τη στιγμή που περνούσαν έξω απ’ την καρβουναποθήκη του αδελφού του Ηλία ξέφυγε και χώθηκε κάτω από ένα σωρό κάρβουνα.     Οι ταγματασφαλίτες μπήκαν μέσ’την αποθήκη κι επειδή δεν τον βρήκαν υπέθεσαν ότι τό’σκασε απ’τη πίσω μάντρα στο διπλανό οικόπεδο. Τον Νίκο Σκούρτσο καθηγητή, πατέρα τριών παιδιών και ιεροψάλτη των Τριών Ιεραρχών. Τον οποίον πρόλαβαν να γλιτώσουν οι συγγενείς του, που ήταν δεξιοί κι ο οποίος μέχρι να τον σώσουν, απ’το πολύ ξύλο έμεινε κουφός. Αυτός διηγήθηκε μετά, ότι στις “Φυλακές του Σωκράτους”, που είχαν προσωρινά βάλει τους συλληφθέντες, οι τοίχοι ήταν γεμάτοι αίματα κι ανθρώπινα μυαλά. Τέλος πάντων, οι ταγματασφαλίτες συνέλαβαν ανθρώπους ανυποψίαστους, αφού αν πράγματι οι κομουνιστές είχαν ρίξει χειροβομβίδα, φυσικά την είχαν κοπανίσει. Έτσι αυτοί μάλλον την τακτική των γερμανών ακολούθησαν, κάνοντας αντίποινα στο λαό των Πετραλώνων που φυσικά ήταν κυρίως με το μέρος των κομουνιστών.  Οι κομουνιστές είπαν για το γεγονός, ότι οι ταγματασφαλίτες μεθούσαν με πουτάνες κι ένας πιτσιρικάς για να κάνει πλάκα έριξε μια τρακαστρούκα. Το κόμμα λοιπόν έπρεπε να εκδικηθεί τα αδικοχαμένα θύματα κι έτσι μολονότι μια τέτοια πράξη δεν ήταν στρατηγικής σημασίας ενίσχυε το φιλοκομουνιστικό αίσθημα του λαού. Έτσι ο Λάκης έπρεπε να κάνει το βάπτισμα πυρός και να ξεκάνει γι’αντίποινα τον Παπαλέξανδρο.   Ήξεραν ότι ο Παπαλέξανδρος πήγαινε νωρίς για καφέ στου Ρίζου, αλλά δεν ήξεραν ότι αυτή την ώρα βρισκόταν εκεί για καφέ κι όλη η Ασφάλεια.    Ο Λάκης θα καβαλούσε στην πίσω θέση της μοτοσικλέτας του Λάμπρου, ενός παλιού αγωνιστή κάπου εξήντα χρονών.  Η μηχανή θα σταματούσε μπροστά στο καφενείο του Ρίζου και θα περίμενε αναμμένη. Ο Λάκης θα έμπαινε γρήγορα με ένα αυτόματο και θα γάζωνε τον Παπαλέξανδρο κι όσους ήταν στην παρέα του.
                                                                                   53
Όταν όμως μπήκε μέσα, ο Παπαλέξανδρος δεν ήταν στη θέση που του είχαν υποδείξει, αλλά πίσω απ’το πάγκο για να πάρει μόνος του ένα ποτήρι νερό. Ο Λάκης τά’ χασε κι άρχισε να ρίχνει ”στο γάμο του Καραγκιόζη”.  Βέβαια από μιαν άλλη όψη, εκεί μέσα ήταν όλοι μαύροι κι έτσι καμιά δεν θα πήγαινε χαμένη. Ο Παπαλέξανδρος σχεδόν ακαριαία  ταμπουρώθηκε πίσω απ’τον πάγκο, τράβηξε τα περίφημα κουμπούρια του, κι άρχισε να ρίχνει.     Ο Λάκης, που τα είχε σχεδόν χαμένα, την κοπάνισε και χάθηκε καβάλα στη μοτοσικλέτα με τον Λάμπρο απ’την Ακάμαντος προς την Τρώων, για τα Πετράλωνα.  Ο Λάκης διηγείτο μετά από χρόνια ότι δεν πάει σε καμπόικα έργα γιατί κάποιες σκηνές του θυμίζουν τον Παπαλέξανδρο ταμπουρωμένο στον πάγκο, να ρίχνει με τα κουμπούρια.
Τα πράγματα τότε είχαν αρχίσει να παίρνουν άσχημη τροπή. Πολλές φορές την ιδεολογία παραμέριζε η εκδίκηση και το προσωπικό μίσος όπως στην περίπτωση των δύο Γιάννηδων, του Καρακούση και του Καραμάνη. Αυτοί από παιδιά είχαν έναν ανταγωνισμό αφού κι οι δύο ήταν οι καλύτεροι στην τάξη και στην μπάλα. Αυτός ο ανταγωνισμός συνεχίστηκε αργότερα στις γκόμενες και στις σπουδές.  Ο πατέρας του Καρακούση ο κ. Μίλτος ήταν καθηγητής φιλόλογος και είχε τη δυνατότητα να σπούδασει τον γιο του, ενώ ο κυρ-Μήτσος που ήταν εργάτης, μολονότι το παιδί του πέρασε στο Πολυτεχνείο, τον τρίτο χρόνο διέκοψε. Έπρεπε να φέρει λεφτά στο σπίτι. Τα δυο παιδιά από οικογενειακή καταβολή είχαν διαφορετικές ιδεολογίες, οι οποίες εκείνη της εποχή οξύνθηκαν. Ο ένας πήγε στον ΕΛΑΣ κι άλλος βρέθηκε με τους Χίτες.
     Εκείνη την περίοδο στη γειτονιά οι «μάχες» ήταν αμφίρροπες, έτσι είχαν δημιουργηθεί στον δρόμο δύο ταμπούρια. Στο στενό προς το Θησείο οι δεξιοί και στ’
54                                                                                    
άλλο προς την πλατεία οι αριστεροί. Βέβαια η μαχητικότητά τους είχε ξεθυμάνει κι όταν έφτανε μεσημέρι σήκωναν «λευκή σημαία». Κάποιες φορές μάλιστα κάποιος κρατώντας το άσπρο μαντίλι του εμφανιζόταν κι έκανε προσφορές: Κουμούνια έχω αμερικάνικο κορνε-μπίφ και το δίνω για ένα μπουκάλι κρασί. Τότε κάποιος θα σηκωνόταν και θ’απαντούσε θετικά ή θα έκανε αντιπροσφορά: δίνω δύο κρασιά για το κορνε-μπιφ και μισή φραντζόλα ψωμί. Τότε έβγαινε ένας από κάθε μεριά, με τα χέρια ανοιχτά για να φαίνεται το εμπόρευμα, προχωρούσαν αργά και σταθερά και στα μέσα του δρόμου έκαναν την ανταλλαγή. Σε μια απ’ αυτές τις συναλλαγές ο ένας ξεφώνησε από χαρά: ―Ρε Γιαννάκη Δόβα, εσύ είσαι ρε μαλακισμένο που σημαδεύω ένα μήνα τώρα και δεν σε πετυχαίνω;  Ρε αγόρι μου εσένα θέλω να ξεκάνω; ―Ρε Γιωργάκη δε ντρέπεσαι ρε; ―Άκουσε αγόρι μου αυτό το άτιμο το εγγλέζικο το Νο4 είναι φαρμάκι, όταν ρίχνω να κρύβεσαι αγόρι μου. Κι αγκαλιάστηκαν πολύ σφιχτά σα να ήθελαν να πνίξουν ο ένας τον άλλον. ―Ρε συ όταν όλα τελειώσουν θα σας σκίσουμε ρε. Ο Ακράτητος αγόρι μου είναι πολύ ανώτερος απ’τον Πανθυσιακό γιατί εσείς είσαστε βουτυρόπαιδα ρε.
      Έτσι γινόταν κάθε μεσημέρι εκεχειρία για φαΐ.  Αυτό όλο διαδραματίζονταν μπροστά στο σπίτι της κ. Μαρίας Καρακούση, που ο γιος της ήταν ταγματασφαλίτης σε κάποια άλλη περιοχή. Η κ. Μαρία που αντελήφθη την εκεχειρία του μεσημεριού κι αποφάσισε να συμμετάσχει. Έτσι ένα μεσημέρι κατέβηκε από το σπίτι της με έναν δίσκο φτωχά φαγητά και μπαίνοντας ανάμεσα στα παιδιά τους κάλεσε για φαΐ. Τότε όλοι χωρίς καμιά συζήτηση προχώρησαν προς το μέρος της κι αυτή έντεχνα τους οδήγησε στην αυλή του σπιτιού της που είχε στρωμένο τραπέζι. Τα παιδιά, παλιοί φίλοι και γείτονες, άρχισαν να θυμώται παλιές ιστορίες με μπάλα, κορίτσια και διάφορα καλαμπούρια. Τραγούδησαν και γλέντησαν.                                                                                     
                                                                                    55
                                                                                  
Από τότε, η εκεχειρία έγινε αορίστου διαρκείας. Αυτό πήγε στ’αυτιά σκληρών ταγματασφαλιτών, έστειλαν κάποιους εκπαιδευμένους σε τέτοιες καταστάσεις κι αυτοί έδωσαν λύση. Όταν η κυρά-Μαρία τους ξανά κάλεσε, δημιούργησαν αναμπουμπούλα κι άρχισαν οι ανταλλαγές πυρών. Σ’αυτή την ανταλλαγή πυρών η κυρία Καρακούση χτυπήθηκε από “αδέσποτη” και πέθανε. Οι μαχητές ξαναταμπουρώθηκαν, αλλά δεν υπήρξε ανταλλαγή πυροβολισμών. Κάποια στιγμή ένα δεξιός σήκωσε το όπλο και στόχευσε. Ένα φίλος του δίπλα του άρπαξε το όπλο και τον χαστούκισε. ―Ρε μαλάκα τι κάνεις ρε, δεν ξέρεις ότι η κυρα-Μαριώ κοιμάται;
Ο Γιάννης ο Καρακούσης, ο γιος της, όταν τό’μαθε για εκδίκηση, περνώντας έξω απ’το σπίτι του Καραμάνη, ο οποίος ήταν στο βουνό με τον ΕΛΑΣ, έριξε μια χειροβομβίδα απ’το παράθυρο την ώρα που η γυναίκα του, ο δίχρονος γιος του κι ο πατέρας του έτρωγαν. Ο κυρ Μήτσος σαλτάρισε, καπάκωσε με το σώμα του τη χειροβομβίδα κι έγινε κομμάτια.  Όταν το τάγμα του ΕΛΑΣ που κατετάγη ο Καρακούσης βρέθηκε στην Αθήνα, στρατοπέδευσε για σιγουριά γύρω απ’την πλατεία Μερκούρη. Ο Καρακούσης που ήταν αγνώριστος απ’τα μακριά μαλλιά και γένια, πήγε στο σπίτι του κ. Μίλτου. Χτύπησε την πόρτα. Ο κ. Μίλτος είχε ξαποστείλει τη νύφη, την εγγονή του και τον περίμενε.  Για λίγο βρέθηκαν σ’ αμηχανία. Ο κ. Μίλτος του ζήτησε να περάσει. Έψησε καφέ (καβουρντισμένο κριθάρι). Ο Γιάννης ρούφηξε μια και σηκώθηκε αποφασισμένος. Ο κ. Μίλτος τον ρώτησε: είναι ανάγκη να γίνει; Ο Γιάννης που τον σεβόταν πολύ, για λίγο κόμπιασε. Κατέβασε το κεφάλι και μετά χωρίς να τον κοιτάζει στα μάτια απάντησε: Αφού το ξέρεις κύριε Μίλτο! Ο κ. Μίλτος έβγαλε το παλτό του και το σακάκι του να τα πάρει κάποιος άλλος, να μην πάνε χαμένα. Πήγαν στην πλατεία Μερκούρη που είχε στηθεί λαϊκό δικαστήριο, αυτός δεν δικάστηκε.  Ο Γιάννης τον πήρε παράμερα αλλά μπροστά στον κόσμο, γιατί επρόκειτο γι’αντεκδίκηση -πατέρας για πατέρα-, του ζήτησε να γονατίσει.  Αγκάλιασε το κεφάλι του κ. Μίλτου με κάποια τρυφερότητα κι έξαφνα του πέρασε απ’το λαιμό το μαχαίρι.
56
Ο Παπαλέξανδρος όταν όλα πια έληξαν, ιερουργούσε στους Τρεις Ιεράρχες, όπου κατηγορήθηκε για παιδεραστία και μετετέθη στη Ρόδο. Εκεί υπέπεσε ξανά στο πάθος του και καθαιρέθη.
     Ο Λάκης υπήρξε όλη τη ζωή του υπάλληλος φίλου και παλιού στελέχους του κόμματος, που για άγνωστους λόγους είχε αποχωρήσει απ’το κόμμα.
     Ο Μαστρολάμπρος μέχρι τα εβδομήντα του σωβάντιζε κι έκτιζε. Όταν έκαναν έργα βελτίωσης στις φυλακές της Καλλιθέας, ο εργολάβος Γιώργος Μάντζιος, γνωστός αριστερός, που όλοι τον ήξεραν με το όνομα Καράγιωργα, γιατί ήταν μαύρος, μέσ’το συνεργείο είχε και το Λάμπρο. Τις μέρες λοιπόν που σωβάντιζε κάποιους συμπληρωματικούς τοίχους στον διοικητικό τομέα της φυλακής, όπως δούλευε στη σκαλωσιά, εμφανίστηκε ένας δεσμοφύλακας να τον ενημερώσει ότι ”πρέπει να τελειώνει για σήμερα”. Μόλις τον είδε η καρδιά του άρχισε να χτυπά σαν τρελή. Ήταν αυτός που στον Άι Στράτη τον είχε ”υποδεχτεί” μ’ένα στειλιάρι και τού’βγαλε το ένα μάτι κατά τον ξυλοδαρμό. Το μυαλό του πήρε χιλιάδες στροφές.  Για “καλή του τύχη” είχε πάνω στη σκαλωσιά τη σκάφη μ’ολόφρεσκο ασβέστη. Αυτό είναι παράτυπο αφού ο ασβέστης είναι καταγής και τα χαρμάνια γίνονται στο πάτωμα. Εκείνη τη μέρα όμως έφτιαχνε κάτι μερεμέτια που ήταν ψηλά κι επειδή δεν είχε βοηθό είχε ανεβάσει τον ασβέστη και τα υλικά σ’ένα μικρό πλάτωμα για να μην ανεβοκατεβαίνει. Όταν πλησίασε ο δεσμοφύλακας κι ήταν ακριβώς από κάτω, μ’ένα σκόπιμα αδέξιο χειρισμό, τού’ριξε τη σκάφη με τον ασβέστη στα μάτια.  Στο χώρο αυτό δεν υπήρχαν άλλοι εργαζόμενοι και έτσι, έ- κανε ό, τι μπορούσε να καθυστερήσει, προσπαθώντας τάχα να τον καθαρίσει από τον ασβέστη.  Καλούσε για βοήθεια σε μέρος που δεν θ’ακουγόταν.
                                                                                    57
Όταν τελικά ήλθε “το πρώτων βοηθειών” απ’τον Ερυθρό Σταυρό, ο Μαστρολάμπρος ακολούθησε μέσ’ το όχημα “από καθήκον κι ενδιαφέρον” κλαίγοντας· εσωτερικά από χαρά κι εξωτερικά από λύπη. Ο δεσμοφύλακας δεν έχασε τελείως την όρασή του, αλλά έβλεπε πολύ θολά. Έτσι πήρε πρόωρη σύνταξη. Κάποτε που συναντήθηκαν στο δρόμο κι αφού το θλιβερό αυτό γεγονός τους είχε φέρει κοντύτερα, πήγαν για καφέ. Εκεί ο δεσμοφύλακας εκμυστηρεύτηκε ότι τους είχε βαρεθεί πια. Δεν μπορούσε άλλο τη βαρβαρότητα. Επίσης χάρηκε που πήρε σύνταξη ακόμα κι έτσι. Όταν χώρισαν ο Λάμπρος έφυγε μ’ ανάμικτα συναισθήματα. Ήταν τότε που έμαθε ότι ο άνθρωπος που του έβγαλε το μάτι δεν ήταν πια αυτός ο ίδιος, ήταν άλλος. Είχε επίσης διαπιστώσει ότι πολλοί αριστεροί πια δεν ήταν αριστεροί, μα ούτε κι οι δεξιοί ήταν δεξιοί. Ακόμα ότι οι περισσότεροι πιστοί είχαν γίνει άπιστοι κι ότι πολλοί άθεοι είχαν γίνει ασυνείδητα πιστοί ή τέλος πάντων πιστότεροι απ’τους πιστούς.    Αυτό ήταν δείγμα μιας παρακμής, ενός κόσμου που έφθινε, αλλά συγχρόνως κι ελπίδας, αφού μάλλον γεννιόταν ένας άλλος καλύτερος. Όπως έλεγε κι ο Γιάννης Λεούσης, καθοδηγητής στην ΚΟΒΑ: “mudus senescit”, δηλαδή ο κόσμος φθίνει. Αυτό ο Λάμπρος το έβρισκε βαθύτατα φιλοσοφημένο κι όταν βρισκόταν σ’ αδιέξοδο ή αμηχανία, το επαναλάμβανε σαν φάρμακο: mudus senescit, mudus senescit…      
     Ο καθοδηγητής αυτός, ήταν ο ήρωάς του, όχι μόνο γιατί υπήρξε τουλάχιστον είκοσι χρόνια έγκλειστος σε «σωφρονιστικά ιδρύματα» χωρίς να σωφρονιστεί, αλλά για το όποιο ερώτημα, είχε πάντα με σιγουριά μιαν απάντηση. Όταν ερωτάτο για την κατάντια της αριστεράς, απαντούσε σιβυλλικά: Ένα είναι το κόμμα κι ο νοών νοείτο.

58     
Κι επειδή η διήγηση για τον Παπαλέξανδρο ξεχείλωσε τόσο, δεν είναι δυνατό να μην φτάσει ως το τέλος: Ο δεσμοφύλακας λοιπόν, που δεν ήταν πια ένα απρόσωπο κτήνος κι είχε πάρει ανθρώπινη μορφή, ήταν ο Φωκίων Γρουμπούλης. Αυτός κατήγετο από ένα ορεινό χωριό της Ευρυτανίας και δεν γνώρισε πατέρα, αφού οι δημοκράτες τον έστειλαν να πολεμήσει στα βάθη της Ασίας, στο Σαγκάριο ή κάτι τέτοιο, όπου άφησε τα κόκαλά του.     Έχοντας λοιπόν σαν εφόδιο αυτό και τον βασιλόφρονα πατριωτισμό του, κατετάγη στον εθνικό στρατό κι από κει, διορίστηκε δεσμοφύλακας στον Αϊστράτη. Έτσι τελικά βρέθηκε στις φυλακές της Καλλιθέας.
Όταν συνταξιοδοτήθηκε ήταν μπεκιάρης, αφού με το στρατό και τα σωφρονιστικά ιδρύματα, δεν τού’ μεινε καιρός για γάμο. Έσβηνε το πάθος του στις πουτάνες χωρίς καμιά υποχρέωση, όπως κάνουν οι κύριοι που δε θέλουν να εξαπατήσουν κορίτσια τάζοντας τους γάμο. Τώρα όμως με τη σύνταξη, αλλά και την αναπηρία, ήταν άμεση ανάγκη ν'αποκατασταθή.  Κάποιοι φίλοι του συνέστησαν την Αμαλία Πόθου.  Η Αμαλία υπήρξε ένα πανέμορφο κορίτσι με ήθος και πατριωτικές αρχές. Η μητέρα της η κυρία Μπέτη ήταν εξαιρετική μοδίστρα. Έραβε την κυρία Όλγα Σκρέκη, που ήταν “μαντάμ ντε κομπανύ” της αυτής μεγαλειότητος της βασιλίσσης Φρειδερίκης κι η οποία κατήγετο απ’τη μεγάλη οικογένεια των Σκρέκιδων της Βίεννης του περασμένου αιώνα. Απ’αυτήν γνώρισε κι άλλες κυρίες “ντε κομπανύ”, οι οποίες όταν ήθελαν κάτι πρόχειρο, που δεν ήταν ανάγκη να έλθει από το Παρίσι, τη φώναζαν.     Η Αμαλία τα είχε μπλέξει μ’ένα εξαίρετο παιδί στην κατοχή, τον αστυφύλακα Αλέκο. Αυτός ήταν ένας πραγματικός ιππότης, ο οποίος εκτός αυτού καθάριζε για όλα, η Αμαλία τον χρησιμοποιούσε και για τις φίλες της. Όταν κάποιοι μεθυσμένοι Ιταλοί είχαν μπει στο σπίτι της γειτόνισσας και φίλης της Μαρίτσας που ήταν όμορφη, αφού ξυλοφόρτωσαν τον άντρα της, γύρευαν “κρεβάτι”. Η Αμαλία που κατάλαβε τι γινόταν, πήγε γρήγορα στο φαρμακείο και τηλεφώνησε στον Αλέκο. Σε δέκα λεπτά ο Αλέκος έφτασε απ’το Θ΄ με δυο φίλους και καθάρισαν.
                                                                                   59
Ο Γάμος είχε οριστεί αμέσως μετά την απελευθέρωση. Όμως η Αμαλία του είχε ήδη δοθεί αφού είχαν τρελό έρωτα κι αμέριστη εμπιστοσύνη.
     Ακόμα κι η μάνα της, όταν ο Αλέκος την πήγαινε στην κρεβατοκάμαρα να “συζητήσουν τα ιδιωτικά τους”, έκανε τα στραβά μάτια. Η κυρία Μπέτη ήξερε ότι ο Αλέκος δεν είχε ολιγωρήσει και την είχε ξαπαρθενέψει, έτσι τα προσχήματα είχαν πέσει κι έμπαινε στο σπίτι σαν σώγαμπρος. Με την απελευθέρωση πήρε παράταση λόγω του ανταρτοπόλεμου και με το τέλος του ανταρτοπόλεμου, απεσπάσθη σ’άγνωστη περιοχή. Η κυρία Μπέτη κινήθηκε αστραπιαία και μέσω των “γνωριμιών” της, έμαθαν την αλήθεια.  Ο Αλέκος ήταν παντρεμένος στη Θεσσαλονίκη με δυο παιδιά. Βέβαια αυτό που έκανε στο κορίτσι, θεωρήθηκε άνανδρο και πρόστυχο, αλλά δε θα μπορούσαν να διαλύσουν μια οικογένεια για χάρη της.  Εξάλλου οι εποχές τότε ήταν έκρυθμες· ακόμα οι καλές κοπέλες δεν δίνουν την παρθενιά τους προ του γάμου.  Όταν η κυρία Όλγα Σκρέκη είχε πάει να διαμαρτυρηθεί στον διοικητή του, αυτός ζήτησε στην “κυρία των τιμών” να παραβρεθεί στην επίπληξη, αλλ’αυτή δεν ήθελε να είναι παρούσα, θ’άκουγε απ’το διπλανό δωμάτιο.  Ο Αλέκος τότε ήταν υπαστυνόμος κι η σχέση του με τον διοικητή ήταν φιλική. ―Βρε παιδί μου πως μπόρεσες, αξιωματικός με τέτοια εύσημα στο σώμα, να υποπέσεις σ’αυτό το λάθος;  Ο Αλέκος έσκυψε το κεφάλι, το έβαλε ανάμεσα στις χούφτες του και ξέσπασε σε λυγμούς. ―Αρχηγέ του απάντησε, δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πλάσμα, η αναπνοή της, το άγγιγμά της, το περπάτημά της, ―όταν τη βλέπω η καρδιά μου χτυπά άναρχα. ―Λοιπόν θες να πεις ότι σε παρέσυρε; ―Αρχηγέ την αγάπησα κι ακόμα την αγαπώ, είναι ότι καλύτερο έχει συμβεί και θα συμβεί στη ζωή μου. Αν ξαναγύριζε πίσω ο χρόνος πάλι το ίδιο θά’κανα κι αν δεν είχα δυο παιδιά, δεν θα ξαναγύριζα στη γυναίκα μου.

60

Η κυρία Σκρέκη ξέσπασε σε λυγμούς. Έφυγε κρυφά χωρίς να χαιρετήσει τον διοικητή. Ανάμεσά τους λοιπόν υπήρξε αυτό το μικρό ιερό ερωτικό μυστικό. Όμως με την πρόωρη αναχώρησή της δεν άκουσε τη συνέχεια της απολογίας του Αλέκου.  
―Για το μόνο που μετανιώνω αρχηγέ, είναι ότι την απατούσα με την φίλη της τη Μαρίτσα.   Κάποια μέρα που περνούσα μετά την υπηρεσία από τη γειτονιά, τη συνάντησα στον δρόμο. Ήταν αυτή για την οποία είχα επέμβει κάνοντας το καθήκον μου ως όργανο της τάξης, τότε που είχαν μπει στο σπίτι της μεθυσμένοι Ιταλοί και ήθελαν να την βιάσουν.    
    Η Μαρίτσα με παρακάλεσε να περάσω για λίγο στο σπίτι της να με φιλέψει, αφού από τότε που συνέβη το γεγονός δεν μ’είχε ξαναδεί να με ευχαριστήσει.  Τηγάνισε γρήγορα-γρήγορα μερικά μπαρμπουνάκια κι έβγαλε ένα ποτήρι μπίρα. Αυτή, την ώρα που έτρωγα, γύρισε φορώντας μια αποκαλυπτική ρόμπα. Κάθισε στην απέναντι πολυθρόνα προκλητικά σταυροπόδι και με κοιτούσε σα ν’απολάμβανε την παρουσία μου. Όταν τελείωσα με πλησίασε πάρα πολύ κοντά και μου ψιθύρισε στ’αυτί, σαν να με φυσάει μια αρωματική αύρα: είσαι πολύ χαριτωμένος. Εγώ κατάλαβα. Της τόνισα όμως για να την αποφύγω, ότι είμαι εν υπηρεσία κι ότι έπρεπε να φύγω. Αυτή με μια χαριτωμένη αυταρχικότητα, άπλωσε το αριστερό της χέρι, με έπιασε θωπευτικά από τον σβέρκο και κουνώντας το δάχτυλο του δεξιού της χεριού απαγορευτικά, πλησίασε ακόμα κοντύτερα έτσι που το μπούτι της να μπει σχεδόν “κα-τά λάθος” ανάμεσα στα πόδια μου και να με αγγίξει στο ευαίσθητό μου σημείο.  Δεν θα φύγεις από δω με ένα τόσο μικρό κέρασμα είπε χαριτωμένα, αλλά και ένα μικρό λαχάνιασμα αφού η αναπνοή της έδειχνε ότι ήθελε διακαώς και κάτι άλλο. Μου έβγαλε το σακάκι και με οδήγησε τραβώντας με από το χέρι στο υπνοδωμάτιο. ―Ο άντρας μου έχει πάει ταξίδι και θα γυρίσει αύριο είπε μ’έναν ερωτικά συνωμοτικό τρόπο. Έριξε τη ρόμπα κι έμεινε γυμνή.
                                                                                    61
Πέσαμε στο κρεβάτι και κάναμε βίαια και γρήγορα έρωτα.  Άναψα τσιγάρο κι η Μαρίτσα μου το πήρε από το στόμα, τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και μου το ξανάβαλε στο στόμα. Αυτή η γυναίκα, έκανε κάθε απλούστατη κίνησή της, έτσι που να προκαλεί ερωτικά. Στην αρχή νόμιζα ότι το έκανε προσποιητά αλλά μετά κατάλαβα ότι ήταν απ’τη φύση της. Ήταν γεννημένη πόρνη. Όταν αποφάσισα να σηκωθώ με τράβηξε αυταρχικά. ―Που πας; μου είπε, εγώ δεν τελείωσα.  Όταν φύγεις από’δω, αυτή τη μέρα δεν θα την ξεχάσεις ποτέ.  Εξ άλλου μου το χρωστάς. Σου ζήτησα εγώ να έλθεις να με σώσεις; Μπορεί να ζητούσα βοήθεια για τα μάτια της γειτονιάς, αλλά μέσα μου ήθελα τόσο πολύ να με καβαλάνε ο ένας μετά τον άλλο δυο μεθυσμένοι Ιταλοί κι εγώ να μυξοκλαίω. Η Μαρίτσα ήδη είχε αρχίσει τον νέο ερωτικό γύρο κάνοντας όλα όσα μπορούν να γίνουν με το στόμα. Έμεινα όλο το βράδυ εκεί και δεν πήγα στην Αμαλία με τη δικαιολογία ότι είχα επείγουσα υπηρεσία.  Από τότε κύριε Διοικητά βρέθηκα ανάμεσα σε δυο γυναίκες. Έναν άγγελο κι ένα διάβολο, αλλά δε μπόρεσα να διαλέξω μία ανάμεσά τους.
Η Αμαλία γνωρίστηκε με τον Παυλή, τον κουτσό που γνωρίσαμε στις άλλες διηγήσεις. Ο Παυλής με αναπηρική σύνταξη απ’το κράτος, αφού του είχε κόψει το πόδι το τραμ, με το κόμμα στην παρανομία, μόνος κι έρημος κι η Αμαλία στο περιθώριο πια, ένωσαν τις μοναξιές τους διά λόγου χωρίς γάμο. Μολονότι αυτός κομουνιστής κι αυτή βασιλικών φρονημάτων, κόλλησαν. Έζησαν δυο χρόνια χαράς, ώσπου ο Παύλος πέθανε από καρδιά.   
62     
Η Αμαλία λοιπόν παντρεύτηκε με παπά και με κουμπάρο τον Φωκίωνα. Ήταν μια σαραντάρα ακόμα όμορφη, αλλά φαινόταν μεγαλύτερη. Ποτέ δεν έχασε όμως την ελπίδα για χαρά, όπως κι αν ερχόταν.  Έτρωγαν το ψαράκι τους, έπιναν τη μπιρίτσα τους, μετά καθόντουσαν αγκαλιά στην κρεμαστή κούνια,  που είχαν στο μεγάλο μπαλκόνι κι ερέμβαζαν, ο καθένας με το δικό του τρόπο. Αυτή θυμόταν τον Αλέκο, που ήταν ο έρωτας της ζωής της, ενώ ο Φωκίων τις δόξες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου ήταν “βασιλιάς”. Τότε σιγοτραγουδούσαν με νοσταλγία: «Σόφια, Μόσχα είναι τ’όνειρό μας, ποτέ θά’ρθει η άγια μέρ’αυτή που το τιμημένο λάβαρό μας στα βουνά της Μόσχας επάνω θα στηθεί» ή άλλα πατριωτικά εμβατήρια και τραγούδια. Έζησε καλά άλλα πέντε χρόνια μέχρι που ο Φωκίων χτυπήθηκε από ταξί καθώς, μολονότι δεν έβλεπε αρκετά, είχε πάει βόλτα μόνος Κυριακή απόγευμα στο Ζάππειο. Η Αμαλία φόρεσε τρία χρόνια μαύρα, πήρε τη σύνταξή του κι άραξε στο διώροφο καταξιωμένη χήρα.
Η ιστορία αυτή αληθινά δεν έκλεισε ακόμα.  Αφού στη γειτονιά οι ασήμαντες, αλλά σημαντικές προσωπικότητές της συνεχίζουν να τριγυρνούν και να χάνονται αργά μα σταθερά μέχρι σήμερα.  Πριν ένα μήνα πέθανε ο λαϊκός γλύπτης Κώστας Παπαδάκης. Αυτός για να ζήσει έφτιαχνε μαρμάρινους νεροχύτες. Κατά τη διάρκεια της εργασίας του ένιωσε άσχημα, ήλθε το «Πρώτων Βοηθειών» απ’τον «Ερυθρό». Διέγνωσαν έμφραγμα κι έπρεπε να τον πάρουν στο νοσοκομειακό με φορείο. Αυτός αρνήθηκε. Δεν ήθελε να χαρούν οι εχθροί του. ―Δε θα με πάρετε ξαπλωτό, θά’ρθω όρθιος, είπε. Σηκώθηκε όρθιος και περπάτησε καμαρωτός, για να βλέπουν όλοι γύρω, όπως όταν οι κομουνιστές πήγαιναν για εκτέλεση. Μπήκε στο νοσοκομειακό και ξεψύχισε.
     Μόλις χθες έμαθα ότι χάθηκε ο Λάκης ο Ζακίνης.  Οι βετεράνοι του κόμματος του επιφύλαξαν κηδεία ήρωα. Με τις καραμπίνες τους τον φρούρησαν όλη νύχτα έξω απ’το νεκροθάλαμο κι όταν έμπαινε στο χώμα έπεσαν, τιμής ένεκεν και οι ανάλογοι πυροβολισμοί.  Όπως άρμοζε κάποτε στους αντάρτες.                                                                                                    

                                                                                                                                                                                                                   63

5.           ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΦΙΛΟΠΑΠΠΟΥ
Είχαμε φτάσει στο καλοκαίρι του 50 κι όλες οι γνωστές μάχες είχαν πια τελειώσει. Όμως υπέφωσκαν ακόμα κάποιες που αν δεν γίνονταν θα υπήρχαν συνεχώς «διοικητικές» εκκρεμότητες και διεκδικήσεις στις γειτονιές.
     Τα Πετράλωνα είχαν μια ποδοσφαιρική ομάδα Γ’ κατηγορίας, τον δοξασμένο Ακράτητο που αρχικά ονομαζόταν «Πράσινα Πουλιά» ανάγοντας στον Παναθηναϊκό. Όταν όμως η ομάδα έπεσε στα χέρια των προσφύγων που ήταν Αεκτζήδες κράτησαν το πράσινο αφού ήταν χρώμα της ελπίδας των προσφύγων για ένα καλύτερο αύριο, άλλαξαν όμως τ’όνομα. Η ομάδα μολονότι Γ΄ κατηγορίας είχε στο ενεργητικό της μια νίκη επί του Α.Ο. Κηφισίας που ήταν Α¹ κατηγορίας, αλλά κι επί της Α.Ε.Κ στα πέναλτι για το κύπελλο Ελλάδος, αφού ο Κωλάρας, που ήταν Παναθηναϊκάκιας, εκείνη τη μέρα δεν έτρωγε γκολ με τίποτα. Η αγωνιστική έδρα του Ακράτητου ήταν το γήπεδο του Φωστήρα, που είχε την επωνυμία «Φονεύς των Γιγάντων» και το γήπεδο, λόγω του ότι ήταν έδρα κομουνιστικών ομάδων, λεγόταν Μόσχα.  Όταν οι αντίπαλες ομάδες είχαν αγώνα σ’αυτό το γήπεδο, έλεγαν με δέος ότι «είχαν αγώνα μέσ’τη Μόσχα», δηλαδή θα έπεφτε ξύλο. Ο Ακράτητος όμως έκανε “προπόνηση” στο «βασιλικό θέατρο». Αυτό ήταν ένα γηπεδάκι μικρό στην αρχαία Κοίλη Οδό, που είχε δημιουργηθεί από τις προσχώσεις της βροχής. Η Κοίλη Οδός ξεκινούσε από τον Άγιο Δημήτρη τον Λουμπαρδιάρη και κατέληγε στα Πετράλωνα σαν ρέμα. Προπολεμικά είχε γίνει προσπάθεια στην έξοδο του ρέματος, νομίζω με πρωτεργάτη το Ροντήρη, να κτιστεί εκεί ένα ανοικτό θέατρο με αρχαία πρότυπα. Το κτίσμα αυτό, είχε ονομαστεί στη γειτονιά Βασιλικό Θέατρο. Φυσικά δεν τελείωσε ποτέ. Έτσι είχε δημιουργηθεί ένα φράγμα στη ροή των υδάτων, απότις προσχώσεις του οποίου είχε γίνει το γήπεδο του βασιλικού θεάτρου, που απλά το λέγαμε «βασιλικό».
64                                                                                  
Επειδή αυτό το γήπεδο χρησιμοποιούσαν οι μεγάλοι κι όχι η «μαρίδα», δηλαδή η αλανοπιτσιρικαρία, γήπεδο μας ήταν το «αστεροσκοπείο».  Δηλαδή, το μικρό πλάτωμα μπροστά στο παλιό αστεροσκοπείο με γύρω-γύρω βραχάκια για κερκίδες.
     Το «αστεροσκοπείο» όμως διεκδικούσαν κι οι Θησιώτες. Αυτό στην αρχή είχε λυθεί με την πρωτιά. Δη-λαδή αυτοί που είχα αρχίσει παιγνίδι πρώτοι έπαιζαν κι οι άλλοι περίμεναν να τελειώσουν αυτοί που είχαν ξεκινήσει, για να παίξουν.  Επειδή όμως το ποδόσφαιρο ήταν παιχνίδι της αλαναρίας κι επειδή στο Θησείο που ήταν πλούσια συνοικία, τα παιδιά ήταν βουτυρόπαιδα κι εκεί τ’αλανάκια ήταν λίγα, υπήρχε πρόβλημα. Δη-λαδή δε μπορούσαν να περιμένουν τα βουτυρόπαιδα που δε συμπλήρωναν ομάδες και κωλοβαρούσαν με το «μονότερμα» στο γήπεδο, μια δωδεκάδα παιδιά για να παίζουν «δίτερμα», έξη-έξη ή πέντε-πέντε.
     Ακόμα υπέφωσκε και το υποδόριο μίσος των Πετραλωνιτών κατά των Θησειωτών, που είχε ταξική αιτία. Απ’τη μια οι πλούσιοι κι απ’την άλλη οι φτωχοί, άσχετα αν τα παιδιά που έπαιζαν ποδόσφαιρο μολονότι Θησειώτες ήταν κι αυτοί φτωχοί. Βέβαια όταν μιλάμε για τη φτώχεια και τους φτωχούς εκείνης της εποχής, ο νους μας πρέπει να πηγαίνει στον Ασύρματο, την προσφυγική συνοικία. Εκεί τα σπίτια ήταν διώροφα παραπήγματα 2Χ3 τ.μ. όπου ο Α΄όροφος απλά ήταν κρεβάτι για όλη την οικογένεια και το ισόγειο ήταν κουζίνα που τρώγαν καθιστοί στο πάτωμα. Τα δρομάκια ανάμεσα στα σπίτια ήταν ενάμισι μέτρο πλάτος και το χειμώνα ήταν λασπωμένα. Ακόμα ο συνοικισμός έπαιρνε νερό από τρεις βρύσες που λειτουργούσαν με ωράριο. Δηλαδή ουρά μια ώρα το πρωί και μια ώρα το απόγευμα, για να μη γίνεται σπατάλη, αφού αυτό το νερό η Ούλεν το πρόσφερε στους πρόσφυγες δωρεάν. Άρα για τους Ασυρματιώτες, τους Ατταλώτες των Πετραλώνων όλοι ήταν πλούσιοι και μόνον αυτοί ήταν οι φτωχοί.
                                                                                    65
 Έτσι άρχισε στο γήπεδο του αστεροσκοπείου μια αντιπαλότητα με κάποια σπρωξίματα, καρπαζιές και τελικά πετροπόλεμο. Τους απωθήσαμε προς την κατηφοριά του λόφου του αστεροσκοπείου περοβολώντας ως την Ακάμαντος. Το γήπεδο έτσι πέρασε βίαια στ’αλανάκια των Πετραλώνων. Αν ήθελαν τα Θησιωτάκια να παίξουν έπρεπε να περιμένουν να τελειώσουμε εμείς ή να χωθούν σε κάποια ομάδα, δικιά μας όταν δεν ολοκληρώνονταν οι αντίπαλες εξάδες.
    Ήταν Αύγουστος του 50 όταν συνέβη τ’αναπάντεχο. Πήγαμε να παίξουμε στο «γήπεδό μας» και οι Θησειώτες μας είχαν στήσει «καρτέρι θανάτου». Είχαν μαζευτεί καμιά εικοσαριά αλανάκια κι από άλλες γειτονιές, πανέτοιμοι με τόξα και σφεντόνες με δίπροκα. Τις σφεντόνες βέβαια όλοι τις ξέρουνε. Τα τόξα ήταν ελάσματα ή ελαστικά ξύλα με χοντρό λάστιχο για εκτοξευτή και βέλη από μεταλλικά στηρίγματα ομπρέλας, τα οποία στη μύτη ήταν ακονισμένα. Ήταν φανερό ότι αυτό είχε προετοιμαστεί. Στο μπαράζ της επίθεσης μολονότι προσπαθήσαμε ν’αντισταθούμε πετώντας πέτρες με τα χέρια, μετά από σκληρή μάχη αρκετής ώρας και μολονότι είχαν έλθει πρόχειρες ενισχύσεις απ’τον Ασύρματο, είχαμε πολλές απώλειες και υποχωρήσαμε. Πολλά κεφάλια σπασμένα και καρφωμένα στο σώμα δίπροκα και βέλη. Εγώ πολύ αργά κατάλαβα ότι είχα στον κρόταφο, δίπροκο καρφωμένο κι έτρεχε αίμα χωρίς να το νιώθω. Αυτό όμως που μας πείραξε περισσότερο ήταν, ότι κάποιοι Θησειώτες, όταν εμείς το σκάγαμε και μας κυνηγούσαν στην Καλλισθένους, δηλαδή “ήττα κατά κράτος”, τραγουδούσαν «τους Xίτες του Θησείου μας τους προσμένει δόξα και τιμή…». Οι μάχες βέβαια για το «αστεροσκοπείο» συνεχίστηκαν κι έτσι κανείς δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει. Τελικά ένα φερτό παιδί, ο Μάκης ο Μάτουλας, κατάφερε να μας συμβιβάσει και να δοθεί ειρηνική λύση.

66                                                                                 
Ο Μάκης λεγόταν Μάτουλας αφού επιδίδετο μ’ επιμέλεια στην ιερή τέχνη του μπανιστηριού, αφού στο Φιλοπάππου εκτός από τα ζευγαράκια, έκαναν πιάτσα και πολλές παράνομες πουτάνες. Αυτές ο Γιωρίκας ο γιος της Βικτόριας, της περίφημης τσατσάς της «Σπηλιάς», τις ξυλοφόρτωνε για να φύγουν και να μην χαλάνε την πιάτσα ή της μάζευε στο «μαντρί» για νέο αίμα. Και μη νομίσετε ότι αυτά τα κορίτσια ήταν αλήτισσες, εκεί τις οδήγησαν οι συγκυρίες. Για τρία κορίτσια που ήταν γειτονόπουλα, η παρέα τουλάχιστον των φίλων, ήξερε καλά πως έγινε.
     Η πρώτη, η Σουλτάνα, ήταν η επίσημη αγαπητικιά του Γιωρίκα. Και μη νομίζεται ότι ο αυτός ήταν κάποιο τέρας. Ήταν λεβεντόπαιδο ψηλό μελαχρινό, που μπήκε στη δουλειά λόγω της μάνας του της Βικτόριας και της θείας του της Αμαλίας που κυριαρχούσαν αδιαμφισβήτητα στο βραδινό ερωτικό χώρο του Φιλοπάππου και μάλιστα από προπολεμικά είχαν κατοχυρώσει τη «Σπηλιά» σαν μαγαζί τους. Εκτός των άλλων ο Γιωρίκας είχε υπηρετήσει εθελοντής στην Κορέα κι είχε αποκτήσει την εμπιστοσύνη της αστυνομίας αλλά και “κοινωνικό κύρος” με τα λάφυρα που είχε φέρει από’κει (πορσελάνες, φορέματα και χαλιά).
     Ο Γιωρίκας λοιπόν έστελνε τη Σουλτάνα και τ’άλλα δύο κορίτσια, για τα οποία θα μιλήσουμε αμέσως μετά, με ραντεβού σ’ευκατάστατους οικονομικά κυρίους της γειτονιάς ή κι σ’άλλους, που είχε φτάσει η φήμη για την ομορφιά τους.   
   Η δεύτερη ήταν η Ασπασούλα ή Σούλα ή τελικά Όλγα επί το αριστοκρατικότερο. Αυτή είχε κλασική κορμοστασιά και φυσιογνωμία, ήταν σαν αρχαία θεά.  
    Ο κύριος Γεράσιμος Παπαδάτος, ήταν ο έμπορος υφασμάτων της γειτονιάς.  Είχε μαγαζί στην πλατεία Σπ. Μερκούρη με τέσσερις υπαλλήλους και ήταν παντρεμένος με την κυρία Μελίνα απ’την Πόλη. Δεν είχαν παιδιά κι έτσι η κυρία Μελίνα ήθελε, τώρα που γέρασε, να πάρουν μια ψυχοκόρη απ’την Κεφαλλονιά, που είναι άνθρωποι με αρχές, να τη βοηθάει και να τηνφροντίσει στα γεράματά της. Και φυσικά ό,τι είχαν θα γινόταν δικό της.
                                                                                   67                                                                                 
Ο κύριος Μάκης έφερε μιαν εξ’αγχιστείας ανιψούλα, ηπου ήταν φτωχιά και την είχε βάλει από μικρή στο μάτι. Αυτό το κοριτσάκι μόλις που είχε ξαπεταχτεί κι αν αργούσε σίγουρα κάποιος θα το στεφανωνόταν και θα τό’χανε.  
     Οι γονείς της καταχάρηκαν αφού μια μεγάλη πόρτα άνοιγε για την κορούλα τους. Όταν το κορίτσι εγκαταστάθηκε στο σπίτι, της παραχώρησαν ένα τεράστιο δωμάτιο γεμάτο πολυτελή έπιπλα. Το κρεβάτι της ήταν φτιαγμένο από σύννεφο. Κολακεύτηκε και χάρηκε τόσο, που αμέσως γονάτισε και φίλησε το με μητρικό σεβασμό το χέρι της κυρίας Μελίνας, η οποία απαίτησε, από δω και πέρα, να την λέει «μητέρα».  Περιέργως όταν κατ’ιδίαν είδε τον κύριο Μάκη και πήγε να του φιλήσει το χέρι, αυτός το τράβηξε και την αγκάλιασε μ’εγκαρδιότητα. ―Αγάπη μου, της είπε αστειευόμενος, εγώ δεν είμαι γέρος, θέλω να με βλέπεις πρώτα σαν φίλο και μετά σαν πατέρα. Η Ασπασία κολακεύτηκε τόσο που τον έσφιξε στην αγκαλιά, σα να ήταν παλιοί φίλοι και τον φίλησε στα δυο μάγουλα. ―Αυτό μάλιστα, είπε ο κύριος Μάκης, που πραγματικά φαινόταν πολύ νεότερος απ’ό,τι ήταν αλλά και πολύ χαριτωμένος. Καλύτερα φίλοι της είπε εγκάρδια. Ο κύριος Μάκης ήταν πολύ ικανοποιημένος με την ραγδαία εξέλιξη του ονείρου του.  Μπορούσε να κάνει σχέδια για γρήγορη πραγμάτωση. Της ζήτησε όμως κλείνοντας το μάτι πονηρά και χαριτωμένα, να τον λέει Μπαμπά μπροστά στη Μελίνα. ―Πρέπει να ξέρεις κορίτσι μου ότι δεν περίμενε να είσαι τόσο όμορφη κι όπως ξέρεις οι γυναίκες ζηλεύουν. Θα σου εκμυστηρευτώ κάτι που δεν το ξέρει κανείς. Η σχέση με τη γυναίκα μου έχει από χρόνια σβήσει, αφού όποτε προσπαθούσαμε για παιδί το έχανε κι ένιωθε ένοχη γι’αυτό κι οπωσδήποτε δυστυχισμένη. Η δυστυχία αυτή μπήκε για πάντα ανάμεσά μας και γι’αυτό πρόσεχε ακόμα και πως με κοιτάς.

68                                                                                 

Η Ασπασία συγκινήθηκε απ’ αυτή την ιστορία κι όπως τα πρόσωπά τους είχαν πλησιάσει για να της πει το μυστικό, αλλά κι όπως ο Μάκης είχε καταφέρει να δημιουργήσει ατμόσφαιρα οικειότητας τον χάιδεψε και του φίλησε τα μαλλιά. Αμέσως μετά κοκκίνισε και του ζήτησε συγνώμη για την υπερβολική οικειότητά της, αλλά ο Μάκης, κατέβασε υποκριτικά συγκινημένος το κεφάλι και την ευχαρίστησε, αφού όπως είπε: είχε πολλά χρόνια να τον αγγίξει γυναίκα με τρυφερότητα.  Τόνισε τη λέξη «γυναίκα» για ν’αφήσει το υπονοούμενο ότι δεν την έβλεπε σαν κοριτσάκι και μάλιστα κόρη του. Της ζήτησε την επόμενη μέρα, όταν η Μελίνα τη στείλει για ψώνια, να περάσει απ’το εμπορικό, να της δώσει χρήματα και να πάνε στα μαγαζιά την πρώτη της φορά μαζί, για να ξέρουν όλοι ποια είναι. Και μετά απ’αυτό γύρισε κάπως χαριτωμένα και της είπε με νόημα:  Να γνωρίσεις και την περιουσία σου. ―Μα του είπε, αφού θα πάμε μαζί δεν χρειάζεται να μου δώσετε χρήματα. ―Όχι είπε αυτός με στόμφο και κουνώντας αυστηρά το δείχτη του δεξιού του χεριού, θα πληρώσεις εσύ για να μάθουν όλοι ποια είναι η κυρά του σπιτιού.  Και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο με πατρική τρυφερότητα. ―Άντε-άντε, πήγαινε τώρα στην μαμά σου και κλείνοντάς της πονηρά το μάτι, την πόνιασε να μην της ξεφύγει τίποτα απ’τα μυστικά τους.   Την άλλη μέρα της έδειξε την περιουσία της και κάλεσε ταξί. Δεν ψώνισαν στη γειτονιά, αλλά στην αγορά, κυρίως στη Ερμού, όπου την έντυσε σαν πριγκίπισσα και της αγόρασε χρυσό σταυρό.  Αυτά βέβαια της τόνισε, ότι ήταν κρυφά δώρα και γυναίκα του δεν έπρεπε να το γνωρίζει.  Ο Μάκης είχε από βραδύς ψήσει τη γυναίκα του ότι έπρεπε να πάρει την Ασπασία στα μαγαζιά να μην είναι σαν φτωχοβλαχούλα αφού πια επρόκειτο να γίνει κόρη τους. Έτσι καί η Μελίνα τό’ξερε καί η Ασπασία παραμυθιαζόταν, ότι υπήρχε μια αδιόρατη ερωτική ενοχή. Γιατί τέλος πάντων είχε καταλάβει την αδυναμία του Μάκη γι’αυτήν, αλλά δεν ήξερε μέχρι που ακριβώς το πάει.      

                                                                                   69
    Τη δεύτερη βδομάδα κι αφού η Μελίνα πια έπινε νερό στ’ όνομα της Ασπασίας, ο Μάκης πήγε τη Μελίνα στην Κηφισιά να παίξει χαρτιά σε μια ξαδέλφη της, όπου θα διανυκτέρευε. Έτσι βρέθηκαν μόνοι στο σπίτι. Τότε ο Μάκης “ένιωσε” έναν αβάσταχτο πόνο στην πλάτη. Η Ασπασία ανησύχησε και ρώτησε αν πρέπει να φωνάξει το γιατρό. ―Έλα μωρέ δεν είναι τίποτα σήκωσα κάποια βάρη στο μαγαζί και “στράβωσα” λίγο, απλά πονάει πολύ και θέλει λίγο τρίψιμο μ’αυτή την αλοιφή. Όταν θα’ρθει η Μελίνα θα με τρίψει και θα γίνω αμέσως καλά. Τότε η Ασπασία ένιωσε παραμερισμένη.  ―Καλά εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό Μάκη μου. Της είχε ζητήσει όταν ήταν μόνοι για να μην παρεξηγηθούν, να μιλάνε σαν φίλοι. ―Και βέβαια μπορείς, της είπε, αλλά δεν τόλμησα να στο ζητήσω. Και με λίγο ένοχο τρόπο ψιθύρισε έτσι που σίγουρα να το ακούσει κι αυτή, ―γιατί μπορεί να σκανδαλιστούμε.
    Όπως τον έτριβε της ζήτησε να καβαλήσει στην πλάτη του και να βάλει όλη της τη δύναμη. Αυτή ξεκούμπωσε τη ρόμπα της απ’τη μέση και κάτω, για να μπορεί να τον καβαλήσει. Τα μπούτια της φάνηκαν ορθάνοιχτα κι αυτός τα ένιωσε πάνω του. Κρυφοκοίταξε αλλ’αυτή νόμιζε ότι δεν μπορούσε να δει τίποτα κι έτσι δεν την πείραζε. Αφού τον έτριψε πολύ καλά ξεκαβάλησε και άρχισε να τον τρίβει στο στήθος. Τον έτριβε τρυφερά κι απαλά, έτσι που τον διαπερνούσε μια γλυκιά ανατριχίλα που τον είχε αναστατώσει. Τότε αυτός μ’έναν χαριτωμένο θυμό, της εξήγησε: ―Έτσι δεν κάνεις τίποτα αγαπούλα και τη γύρισε ανάσκελα να της δείξει πως γίνεται. Αυτή κοκκίνισε όταν κατάλαβε τι ακριβώς θέλει, αλλά είχε κι’αυτή αρχίσει να ενδίδει στις επιταγές του ενστίκτου. Καβάλησε πάνω του κι άρχισε να τον τρίβει, έτσι που κατ’ανάγκη το επίμαχο σημείο της είχε εφαρμόσει και παλινδρομούσε αναγκαστικά στο μόριό του που ήταν σε πλήρη στύση. Αυτός τότε, αφού είχαν πέσει τα προσχήματα, με μια γρήγορη κίνηση την γύρισε ανάσκελα.  Αυτή πάλεψε λίγο αλλά παραδόθηκε.
70                                                                                 
Τη φίλησε στο στόμα και την έγδυσε αφήνοντας το σώμα της ξέσκεπο, γυμνό πάνω στο κρεβάτι να το απολαύσει. Οι αντιστάσεις της είχαν πια εξανεμιστεί απ’τον πόθο. Έπεσε επάνω της στην αρχή με τρυφερότητα· της φιλούσε τις ρόγες και το σώμα έως τη στιγμή που δεν μπορούσε πια ν’αντισταθεί άλλο στο ζωώδες του ένστικτο. Τότε αγρίεψε κι η Ασπασία μολονότι είχε παραδοθεί στον πόθο, τρόμαξε και την έσχατη στιγμή ασυναίσθητα, προσπάθησε να του ξεφύγει. Πάλεψαν λίγο. Αυτό όμως ήταν που άναβε το Μάκη ακόμα περισσότερο, αφού οι πόρνες έκαναν τη δουλειά τους απόλυτα υποταγμένες. Τη διακόρευσε βίαια, δηλαδή όπως λένε στη γειτονιά, την έσπασε. Όταν αυτή πόνεσε συνήλθε από την ηδονική νάρκη που είχε υποπέσει, προσπάθησε ξανά να του ξεφύγει. Όμως δεν μπόρεσε, γιατί την είχε ακινητοποιήσει. Εξ άλλου είχε ήδη χάσει αυτό που θά’θελε να προστατεύσει. Έτσι βυθίστηκε μέχρι το τέλος στο έρεβος της ηδονής κι άφησε το Μάκη να δείξει τον αληθινό του εαυτό και να λυσσομανάει πάνω της σαν άγριο ζώο.  Όταν πια ξεθύμανε τραβήχτηκε από πάνω της, άναψε τσιγάρο, κάθισε δίπλα της και τη χάιδευε με τρυφερότητα σα να ήταν η γάτα του. Αυτή, που είχε χάσει πια την αγνότητά της, είχε κρύψει το πρόσωπό της και κρυφόκλαιγε με λυγμούς. Ο Μάκης απολάμβανε μ’απύθμενη ηδονή αυτή τη σκηνή, ένιωσε ότι όλες οι στιγμές αυτής της διακόρευσης ήταν ανεπανάληπτα ηδονικές. Τη γύρισε απότομα να τον βλέπει. Αυτή δεν μπορούσε πια να τον κοιτάξει στα μάτια, ένιωθε σαν δούλα ντροπιασμένη. Ο Μάκης δεν μπορούσε να πιστέψει πόσες ηδονικές εκπλήξεις έκρυβε αυτό το άβγαλτο δεκαεπτάρικο θηλυκό, του οποίου την κρυφή προσωπικότητα μόλις είχε με τον πιο βάναυσο τρόπο παραβιάσει και χαρεί. Την ήθελε ξανά και τη χάρηκε, μολονότι αυτή ένιωθε βιασμένη και ταπεινωμένη, αλλά ανήμπορη πια ν’αντισταθεί. Ο κύριος Μάκης αφού χάρηκε την σωματική της παραβίαση και επειδή η Ασπασία όταν διακορεύτηκε υπέπεσε μεν “αλλά ήθελε και δεν ήθελε”, δηλαδή αντιστάθηκε, τώρα παραβίαζε και την ψυχή της. Έτσι με το πρώτο κρεβάτι της τά’παιρνε όλα.
                                                                                  71

Κάποια μέρα που η κυρία Μελίνα αρρώστησε. Πήγε στο νοσοκομείο.  Η ζωή της ήταν σε κίνδυνο. Όμως τη γλίτωσε κι έμεινε δέκα μέρες για θεραπεία. Η Ασπασία στα πόδια της, την φρόντιζε με λατρεία. Η κυρία Μελίνα παρά τις παραινέσεις της Ασπασίας να μένει να την φροντίζει το βράδυ, αυτή την έστελνε στο σπίτι. Εκεί περίμενε ο Μάκης που είχε πια εκτροχιαστεί ερωτικά. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο εκτός απ’αυτήν. Έπαιζε με τον εαυτό του ένα παιχνίδι βάναυσο και ψυχοφθόρο. Ένιωθε ότι η Ασπασία δεν ήταν απόλυτα δική του, ότι είχε κι άλλα να του δώσει, αλλά αυτός δεν ήταν άξιος να τα ανακαλύψει και να τ’αποσπάσει με την ερωτική βία, που βέβαια γνώριζε πολύ καλά και την απολάμβανε ως το τέλος.  Το διάστημα λοιπόν που ήταν μόνοι στο σπίτι, την διέφθειρε από παντού, δηλαδή της έκανε όλα αυτά που απαιτούσε απ’τις πόρνες και σε κάθε μια διακόρευση απολάμβανε και το βίαιο ψυχολογικό παιχνίδι που της ασκούσε. Η Ασπασία μολονότι είχε αρχίσει ν’απολαμβάνει και να μπαίνει στο έρεβος των ερωτικών απαιτήσεών του, στο βάθος της ψυχής της ένιωθε ότι τη βρόμιζε κι είχε αρχίσει να τον σιχαίνεται. Αυτό ο Μάκης το ένιωθε και το περίμενε, αφού το παιχνίδι έπρεπε να έχει και την πτυχή της ερωτικής βίας την κάθε φορά. Έπρεπε να θέλει και να μην θέλει, για να μπορεί να την εξαναγκάζει. Αυτό τον τρέλαινε αφού η ίδια αυτή η διαδικασία απαιτούσε να την έχει, αλλά να μην την έχει κιόλας. Ήξερε λοιπόν, ότι δεν ήταν κατά δική του, αλλά αυτό το ήθελε αλλά δεν το ήθελε κιόλας, αφού από τη μια ήθελε να την κάνει τελείως δική του, από την άλλη θα έχανε τη διάσταση του βιασμού στην κάθε τους συνεύρεση.      

72                                                                                 
Η κυρία Μελίνα γύρισε, αλλά δεν μπορούσε να περπατήσει, έτσι την έβαζαν στο αναπηρικό καροτσάκι να γυρίζει στο σπίτι.  Κάποια φορά που η κυρία Μελίνα δεν πρόλαβε να πάει στην τουαλέτα κι ανακουφίστηκε πάνω της, η Ασπασία κάνοντας το καθήκον της την καθάρισε και την έπλυνε.     Όταν πήγαινε τα βρόμικα στο πλυσταριό της ήλθε αηδία κι έκανε τον γνωστό ήχο του ξερατού αλλά δεν ξέρασε.  Ο Μάκης, που τώρα πια την είχε κάνει τελείως δική του, την άρπαξε απ’τα μαλλιά ωθώντας τη σχέση τους περισσότερο στο σκοτάδι και την πήγε μπρος την κ. Μελίνα. Της δίνει δύο χαστούκια και την υποχρεώνει να ζητήσει συγνώμη απ’την κυρία της. Η κ. Μελίνα ταράχτηκε. Σε παρακαλώ μην το κάνεις αυτό είπε· φυσικά, το κορίτσι αηδίασε.  Αυτός οργισμένος την έσπρωξε και την έστειλε να κάνει μπάνιο για να μην αηδιάζει και να κλειστεί στο δωμάτιό της να σκεφτεί.  Όταν έφυγε, ο Μάκης εξήγησε στην γυναίκα του ότι είχαν παραγνωριστεί κι έπρεπε “η κόρη τους” ν’ αναλογιστεί ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο κι ότι λίγος σεβασμός πάρα πάνω μόνο καλό θά’κανε.  Αφού χάιδεψε μ’αγάπη τη γυναίκα του, που ήταν τόσο βασανισμένη, της έδωσε να πιει το ζεστό της κι ένα ποτήρι νερό για το υπνωτικό. Η Κυρία Μελίνα που δεν ένιωθε την ανάγκη υπνωτικού εκείνη τη μέρα, πήρε μια ασπιρίνη και ξάπλωσε. Ο Μάκης περίμενε την ανάλογη ώρα να δράσει το χάπι κι αφού μπήκε στο δωμάτιο της γυναίκας του την χάιδεψε, την φίλησε και την καληνύχτισε. Αυτή όμως που ήταν κάπως συγχυσμένη απ’τη συμπεριφορά του στην Ασπασία, απέφυγε ν’απαντήσει κι ο Μάκης πίστεψε ότι το χάπι είχε δράσει.
      Όταν ήταν πια σίγουρος ότι δεν θα ξυπνούσε ούτε με κανονιά, κατευθύνθηκε στο δωμάτιο της Ασπασίας μ’ένα έντονο κι άρρωστο ερωτικό πάθος. Ήταν απ’το πάθος τόσο λαχανιασμένος, που για μια στιγμή η καρδιά του κόντεψε να σπάσει.  Σταμάτησε έξω απ’το δωμάτιό της για λίγο και προσπάθησε να ηρεμήσει.  Όταν οι σφυγμοί του άρχισαν να επανέρχονται σχεδόν στο κανονικό, μπήκε χωρίς να χτυπήσει. Αφού πια ήταν κυρίαρχος του παιχνιδιού.
                                                                                  73
Η Ασπασία δεν ήταν στο κρεβάτι, αλλά είχε ζουριάζει σε μια γωνιά του δωματίου κι έκλαιγε μ’ αναφιλητά.  Δεν ήθελε να πάει στο κρεβάτι, τον σιχαινόταν.  Την άρπαξε από το μπράτσο, την έσυρε βίαια και την έσπρωξε στο κρεβάτι. ―Η θέση σου είναι εκεί της ψιθύρισε σέρνοντας βίαια τη φωνή του σαν φίδι. Αυτή τρόμαξε μυξόκλαιγε και παρακαλούσε. ―Δεν θέλω, δε σε θέλω πια, άσε με σε παρακαλώ, αύριο το πρωί θα φύγω. ―Δε θα πας πουθενά, της είπε, από δω και πέρα μου ανήκεις. Η Κυρία Μελίνα που δεν κοιμόταν άκουσε.  Με υπεράνθρωπη προσπάθεια κάθισε στο καροτσάκι και γύρισε τις ρόδες.  Είδε τον άντρα της ολόγυμνο να έχει γδύσει το κορίτσι, να είναι επάνω του σαν ζώο και να το βιάζει.
     Έβγαλε μια φωνή και λιποθύμησε. Ο Μάκης την είδε μα δεν μπορούσε πια να σταματήσει. Ένιωθε περισσότερη ηδονή αυτός να βιάζει, η Ασπασία να κλαίει και η γυναίκα του να πεθαίνει βλέποντας. Τον έπιασε μεγαλύτερη μανία. Η κ. Μελίνα συνήλθε και φώναξε: “βοήθεια”. Κάλεσε και την αστυνομία. Ανέβηκε απ’τη πίσω πόρτα η Κυρία Πολυξένη η νοικάρα του ισογείου κι έμεινε άναυδη. Ο Μάκης κατηγορούσε την Ασπασία ότι τον είχε αποπλανήσει, αλλά αυτό η γυναίκα του δε μπορούσε να το χάψει με τίποτα. Επειδή όλα ανήκαν στην κ. Μελίνα ακόμα και το μαγαζί, τον έδιωξε. ―Πάρε τα πράγματά σου και φύγε απ’το σπίτι. Πήγαινε στο μαγαζί και κλέψε όλες τις εισπράξεις για χαρτζιλίκι και μην ξαναπατήσεις ούτε εδώ ούτε στο μαγαζί.  Και πρόσεξε τρέχα, έρχεται η ασφάλεια. Και συ Ασπασία μολονότι δε φταις, μετά απ’αυτό καταλαβαίνεις ότι δε μπορείς να μένεις εδώ πια.   Άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου της και της έδωσε πέντε χιλιάδες δραχμές για τα πρώτα της έξοδα και της ζήτησε να ξανάρθει την επόμενη μέρα.  Την αποζημίωσε με άλλα πενήντα χιλιάρικα.
    
74                                                                               
Η Αμαλία βρέθηκε ξαφνικά με πολλά για κείνη της εποχή λεφτά, με αρκετά ακριβά ρούχα και κοσμήματα. Ένιωσε ελεύθερη. Νοίκιασε σπίτι στο Θησείο κι έκανε ζωή. Ξενύχτια, γκομενάκους και γλέντια. Τα λεφτά όμως τελείωσαν κι όταν διπλάρωσε τους παλιούς της γκόμενους, αυτοί ήταν μπατίρια.  Ένας εργένης την σπίτωσε για λίγο κι αυτή κατάλαβε τότε ότι κάποιοι από την παλιά παρέα, έπρεπε να πληρώνουν κάτι κάθε φορά που την κρεβάτωναν.  Οι άλλοι που δεν είχαν δικό τους σπίτι, αλλά έμεναν με τους γονείς τους ή ήταν παντρεμένοι, την πήγαιναν στου Φιλοπάππου.  Έτσι η αλαναρία που έκανε μπανιστήρι έβλεπε την Ασπασία να το κάνει με πολλούς και κατάλαβε. Κάποτε που ένας πελάτης την έστησε και περίμενε. Ο Στέλιος Λακιώτης, που δούλευε σε μηχανουργείο παραγιός που ήταν σχεδόν δεκαπέντε χρονών και καμάρωνε ότι είχε πάει δυο φορές σε πουτάνα. Την διπλάρωσε κι αυτή δέχτηκε. Φυσικά κάναμε όλοι ρεφενέ και μας άφησε να κάνουμε νόμιμα μπανιστήρι από κοντά.  Όταν όμως την ανέλαβε ο Γιωρίκας η τύχη της άλλαξε και έγινε κοκότα πολυτελείας.
Το άλλο κορίτσι ήταν η Πόπη απ’τη Ναύπακτο.  Αυτή είχε έλθει παρακόρη στην κυρία Μαρίνα Ξένου, που είχε άνδρα της τον Ανανία κι ανιψιό της τον Νότη.  Η κυρία Μαρίνα κι ο κύριος Ανανίας δεν είχαν παιδιά και είχαν μαζί τους τον Νότη, που ήταν γιος της αδελφής της Ερασμίας. Ο κ. Ανανίας είχε εργοστάσιο ελαστικών κι έφτιαχνε τόπια, ελαστικές κούκλες, που είχαν στην πλάτη μια τρυπίτσα με σφυρίχτρα που έβγαζε τον ανάλογο ήχο όταν τις πίεζαν. Το εργοστάσιο επίσης έβγαζε και προφυλακτικά, την “Σκουφίτσα” ή την “Αλεπουδίτσα”.
     Η Πόπη ήταν κοντούλα ολόασπρη, κατάξανθη και γαλανομάτα.  Ήταν μπουκιά και συχώριο, όπως έλεγε το καφενείο όταν περνούσε. Κι η συζήτηση της ερωτικής πείνας δεν σταματούσε εκεί. Άλλοι έκαναν το γνωστό σχήμα με το δάχτυλο, που ακολουθείτο κι απ’ την έκφραση της ερωτικής αποχαύνωσης  και λεγόταν ό,τι μπορούσε να φανταστεί το πεινασμένο μυαλό του στερημένου άντρα.
                                                                                   75

Την Πόπη φυσικά είχε βάλει στο μάτι με αξιώσεις ο Νότης, που είχε το προβάδισμα, αφού ήταν εργοστασιάρχης και δεν ήταν ούτε πεινάλας, ούτε στερημένος. Επίσης ήταν το δουλικό του κι όπως νά’ ναι θα είχε ήδη ”απλώσει” κι ίσως θά’χε προχωρήσει ακόμα περισσότερο. ―Την έχει ξεσκίσει έλεγε σέρνοντας τη φωνή του με πάθος ο Ηλίας ο ταξιτζής, ο επονομασμένος Παραμύθας, γιατί όλα τα ήξερε και φυσικά ήξερε τα πάντα από κρεβάτι. Ο Παραμύθας ήταν κάπου σαράντα χρονών και καμάρωνε ότι ξεκίνησε τις επισκέψεις στα μπουρδέλα από δεκάξη χρονών.   Ο πατέρας του ήταν πλούσιος κι έδινε στο παιδί κάθε Τρίτη, που οι πουτάνες είχαν περάσει ήδη από υγειονομικό έλεγχο, να πηγαίνει και να σβήνει το σεκλέτι του. Αυτός λοιπόν μ’έναν πρόχειρο υπολογισμό, αφού πήγαινε τέσσερις φορές το μήνα κι άλλαζε πουτανίτσα προσεγγιστικά κάθε μήνα, είχε πάει με 250 γυναίκες: και 4Χ12=48 το χρόνο και 48Χ24 χρόνια, δηλαδή το είχε κάνει τουλάχιστον 1150 φορές. Μπορούσε λοιπόν να μιλάει για κρεβάτι και γυναίκες.
     Ο Νότης ήξερε να χειριστεί την κατάσταση με τέχνη και ηρεμία. Καί από γυναίκες ήξερε αλλά καί την είχε μέσ’τα πόδια του.  Είχε λοιπόν σπάσει τον πάγο αφεντικού και δούλας (έτσι ονόμαζαν στη γειτονιά τις ψυχοκόρες), αφού όπως τις είχε δώσει να καταλάβει, “σαν νέοι” είχαν πολλά να πουν μεταξύ τους.  Η κυρία Μαρίνα φοβόταν ότι αυτό δε θά’χε καλό τέλος αλλά ο κύριος Ανανίας την καθησύχαζε. ―Εξ άλλου Μαρινάκι μου δε θα της βάλει το μαχαίρι στο λαιμό.  Ακόμα τι θέλεις, το παιδί να πηγαίνει στα πορνεία και να κολλήσει αρρώστιες; Και μη σκιάζεσαι εμείς όταν θα έλθει η ώρα θα τη “μαντάρουμε” και θα την ξανακάνουμε κορίτσι. Ας είναι καλά η κυρά-Κούλα.

76                                                                                  
Η κυρία Κούλα Ρεϊσογλου γέννημα θρέμμα  του Ασυρμάτου, ήταν επιστήμων μαία.  Αυτή πια δεν ξεγεννούσε,  αλλά είχε συμβληθεί με μια μικρή κλινική στην οδό Τζαβέλα στα Εξάρχεια και πήγαινε τις γκαστρωμένες εκεί για απόλυτη σιγουριά. Τα λεφτά όμως τα κονόμαγε απ’τις εκτρώσεις, που τότε ήταν παράνομες, μια που στις φτωχογειτονιές κάποια κορίτσια ξεγελιόντουσαν απ’τους  πλούσιους και τις γκάστρωναν.
   Επίσης όταν ένα κορίτσι είχε ξεγελαστεί αλλά ξαναγυρίσει στον ίσιο δρόμο, έπρεπε προ του γάμου να “μανταριστεί”.  Να κάνει την παρθενορραφή της, που τότε ήταν θεμέλιο του επιτυχούς γάμου. Αυτό το κοινωνικό μα επικερδές καθήκον βέβαια το αναλάμβανε με πλήρη εχεμύθεια η κ. Κούλα.
    Ο κύριος Ανανίας ήταν πεπειραμένος γυναικάς, κάτι που γνώριζε πολύ καλά η γυναίκα του, αφού πότε για να τον τον καλοπιάσει, πότε για να τον μαλώσει, τον έλεγε “μουρντάρη”.  Έτσι καθοδηγούσε το παιδί από μικρό στον σωστό δρόμο του αληθινού κι ατόφιου άντρα. Του είχε πει λοιπόν: Όταν η μικρή είναι έτοιμη κι όταν αυτός θελήσει να κάνει το βήμα, θα πάρει τη θεία και θα πάνε Σαββατο-Κύριακο εκδρομή. ―Θα έχεις Σάββατο απόγευμα και Κυριακή, έχε κι ένα χρυσό σταυρουδάκι να της περάσεις στο λαιμό την ώρα που θ’αφήνεις υπαινιγμούς για κάτι σοβαρό στο βάθος του χρόνου. Οι δούλες τρελαίνονται με το χρυσό και ο σταυρός είναι σύμβολο σοβαρής σχέσης. Τσιμπάνε πάρα πολύ μ’αυτό και σίγουρα θα τη ρίξεις στο κρεβάτι. Πρόσεξε όμως η πρώτη μέρα είναι η καλύτερη, αλλά θέλει σεβασμό. Μην ξεχνάς ότι μια γυναίκα ακόμα και δούλα, στο κρεβάτι είναι πριγκίπισσα. Τα πράγματα όμως πήραν άλλη τροπή αφού Πόπη ήταν ατσίδα και τον “τύλιξε” το Νότη χωρίς να το καταλάβει.  Η Πόπη οδηγούσε τις συζητήσεις του φλερτ έτσι που να ανάβει τον Νότη, αλλά να μην του δίνει “κρέας”. Χουφτώματα, φιλάκια, ακόμα και παιχνίδι στο κρεβάτι αλλά ως εκεί. Άσε που τον είχε πληροφορήσει ότι δε φορούσε κιλότα γιατί δεν ήταν αναγκαίο όταν φορούσε φούστα κι έτσι έπαιρνε αέρα κι όλας.
                                                                                   77
Όταν λοιπόν έπρεπε να μαζέψει κάτι απ’το πάτωμα ή καθάριζε κάτι ψηλά ή χαμηλά στο δωμάτιό του, έσκυβε απρόσεχτα και πολύ, ώστε ο Νότης να Το βλέπει. Έτσι όταν άναβε τον ξάπλωνε και τον ανακούφιζε περίτεχνα με το χέρι.  Όταν λοιπόν, τη μέρα που βρέθηκαν μόνοι, προσπάθησε να ολοκληρώσει τους πόθους του, αυτή αγρίεψε. ―Τι με πέρασες, του είπε, καμιά πουτανίτσα, εγώ σ’ αγαπώ και χαίρομαι το φλερτ σου, αν θέλεις γαμήσι μπορείς να πας εκεί που πάνε όλοι οι άντρες, αν όμως θέλεις αληθινό έρωτα με αγάπη κι αληθινό πόθο χωρίς υποκρισίες, να μου βάλεις την κουλούρα. Ο Νότης απογοητεύτηκε, ίσως θύμωσε κιόλας, όμως δε μπορούσε να μην παραδεχτεί ότι η Πόπη του μίλησε “σπαθί” κι ότι είχε το δίκιο με το μέρος της. Γύρισε απ’την άλλη μεριά του κρεβατιού αληθινά πολύ στεναχωρημένος. Η Πόπη τότε, για να μην χάσει το παιγνίδι, τον χαΐδευε και τον φίλαγε στο σβέρκο, ασκώντας όλη της την ερωτική τέχνη.  Έτσι ο Νότης αρκείτο στις γλύκες και στην ανακούφιση που του πρόσφερε με το χέρι της. Το χέρι της που ήταν τόσο τρυφερό και επιδέξιο και που σίγουρα το προτιμούσε από τη συνεύρεση με τις πόρνες.  Τελικά τον κατάφερε.  Άρχισαν να βγαίνουν και να παρουσιάζονται στη γειτονιά σαν ζευγάρι. Ανακοίνωσε στο θείο και τη θεία του ότι θα την παντρευτεί. Η θεία Μαρίνα λιποθύμησε κι ο Ανανίας έγινε έξω φρενών.  Η Πόπη έχασε το παιχνίδι κι είχε χάσει και την τιμή της, αφού καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα.  Όλοι στη γειτονιά ήταν απόλυτα πεπεισμένοι ότι ο Νότης σαν αφέντης και περπατημένος άντρας είχε κάνει το καθήκον του. Την είχε σπάσει.
Ένα βράδυ, όταν η Πόπη κοιμόταν, την άρπαξε με βία ο άντρας. Αυτή στην αρχή πάλεψε λίγο, αλλά αφού τέλος πάντων τα είχαν πια συμφωνήσει, στο τέλος παραδόθηκε και τη διέφθειρε. Όταν όμως άναψε το φως αντί να δει τον Νότη είδε τον Ανανία. Ο Ανανίας είχε δώσει τη λύση.  
78                                                                                 
   Έτσι διακορευμένη πια, δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει το Νότη. Έβαλε τις φωνές και τα κλάματα. Την πλησίασε η κυρία Μαρίνα και την καθησύχασε. Την έφερε από δω την έφερε από κει και την έπεισε. Τις έδωσε σαράντα χιλιάρικα ζεστά στο χέρι. ―Εξ άλλου κόρη μου, της είπε με τρυφερότητα, όλοι στη γειτονιά πιστεύουν ότι δεν είσαι αγνή. Κι έτσι η Πόπη μετά από μια γρήγορη ερωτική πορεία με φίλους, πήρε κι αυτή το δρόμο για το Φιλοπάππου.     
Η συμμορία της αλαναρίας τη γούσταρε πάρα πολύ, κι αυτή μ’έναν περίεργο τρόπο το απολάμβανε. Που και που όταν η παρέα μάζευε το τίμημα για την ανάλογη “ακολασία”, δηλαδή να τους Το δείχνει για να μαλακιστούν ομαδικά ή να κάτσει σε κάποιον που την είχε προηγουμένως κερδίσει στον κλήρο κι άλλοι να βλέπουν.
    Όταν την πήρε υπό την προστασία του ο Γιωρίκας για δουλειά πολυτελείας, την προηγούμενη μέρα μάζεψε την παρέα που αγαπούσε τόσο πολύ, γιατί έλεγε ότι αυτοί οι πιτσιρικάδες ήταν αληθινοί άντρες, “κάθισε” και στους δέκα που ήταν από δέκα έως δεκατεσσάρων χρονών, “για το βάπτισμα του πυρός” και τους αποχαιρέτησε.       
Οι μάχες του Φιλοπάππου δεν τελείωσαν εδώ, υπήρξε κι ένα άλλο παρατράγουδο: ήλθε στην παρέα κι ένα βουτυρόπαιδο ο Ιάσων Γραμμούλης.  Ο πατέρας του ήταν πλούσιος αλλά πτώχευσε κι αυτοκτόνησε.  Η μάνα του νοίκιασε ένα καλυβάκι με καμπινέ στην αυλή και βολεύτηκε προσωρινά στη γειτονιά αφού πολύ γρήγορα θα έφευγε γι’αλλού. Εν τω μεταξύ για να ζήσουν, συνόδευε φίλους του άντρα της από την παλιά παρέα. Βέβαια αυτό πολλές φορές έπαυε να είναι απλή συνοδεία στο σινεμά ή στο μπαράκι, αλλά κατέληγε και στο κρεβάτι. Όλα αυτά τελείως φιλικά, αφού ήταν μόνη κι αβοήθητη, αλλά γυναίκα όμορφη καλλιεργημένη, μορφωμένη και με χαρισματική προσωπικότητα. Θα συζητούσαν τα πάντα μαζί της: τα επαγγελματικά τους, ήταν οικονομολόγος. Αν ο άντρας της την είχε ακούσει στις τελευταίες εκείνες επενδύσεις δε θά’χε καταστραφεί.
                                                                                   79
Θα συζητούσαν για τέχνη και γράμματα, ακόμα και τα ερωτικά τους ή τα οικογενειακά τους προβλήματα. Οι φίλοι που επιζητούσαν την παρέα της, της έβαζαν με τακτ και κάποιο σεβαστό ποσό στην τσάντα. Στο κρεβάτι δεν πήγαινε αν δεν έκανε κι αυτή κέφι, ήταν μαντάμ ντε κομπανί φίλων ανδρών που πρώτα απ’ όλα ήταν κύριοι.  Καμιά φορά όμως όταν το ποσό ήταν πολύ μεγάλο ή όταν έκρινε πως ήταν αναγκαίο, πήγαινε χωρίς  να κάνει κέφι, έτσι για τη φιλία.
     Ο Ιάσων που είχε ένα ιδίωμα στην ομιλία κι επρόφερε το “ρ” σχεδόν σαν “γ” και το “σ” σαν “θ”, όταν τον ρώτησαν πως τον λένε, είπε Ιάθων Γγαμμούλης. Του έμεινε το Γαμούλης και δεν μπορούσε να πει τίποτα, αφού τέλος πάντων έτσι τον έλεγαν.   Ο Ιάθων που ήταν βουτυρόπαιδο, απ’την πολλή ευγένεια θεωρήθηκε κουνιστός κι ο αρχηγός της παρέας ο Στελάκης ο Κατής τον έβαλε στο μάτι. Τον τριγύριζε, του έκανε τον κολλητό και πολλές φορές τον χάιδευε κιόλας. Μια φορά η παρέα τους είδε σε χωσιά στο Φιλοπάππου με κατεβασμένα τα παντελόνια και το Στέλιο κολλημένο πίσω στον Ιάθωνα. Αυτό δεν άρεσε στην παρέα και τους κράξανε. Έτσι ο Στέλιος κι ο Ιάθων άρχισαν να συναντώνται ξεχωριστά και σιγά-σιγά πήγαιναν ο ένας στο σπίτι του άλλου. Ήταν και τα δύο ορφανά κι μάνα του Στέλιου έφευγε χαράματα για δουλειά, ήταν καθαρίστρια σε υπουργείο.  Όταν η μητέρα του Ιάθωνα είχε ολονύκτια υποχρέωση, ο Ιάθων έμενε και κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι με το Στέλιο.  Η παρέα είχε καταλάβει πολλά, αλλά δεν είχε αποδείξεις. Κι έτσι ο Στέλιος συνέχιζε να είναι ο αρχηγός της συμμορίας. Σιγά-σιγά όμως ο Στελάκης άρχισε να γίνεται πολύ καθαρός και πολιτισμένος, ίσως και λίγο κουνιστός. Αντίθετα ο Ιάθων που απαίτησε από μια στιγμή και μετά να τον λένε οι άλλοι Ιάσωνα και Γραμμούλη κι όχι Ιάθωνα Γαμούλη, έγινε πιο βάρβαρος και βαριότανε το πολύ πλύσιμο. Ακόμα πλακωνόταν συχνά στο ξύλο “μ’ όποιον λάχαινε να πούμε".
80                                                                                
Επειδή η συζήτησή μας αφορούσε το Φιλοπάππου, τη συμμορία της αλαναρίας και το πουταναριό της Σπηλιάς, δεν πρέπει να παραλείψω και το τέλος της μικρής αυτής “κοινωνίας”. Μετά τον εμφύλιο, αργά στην αρχή, αλλά μ’επιταχυνόμενο ρυθμό στη συνέχεια, η κατάσταση άλλαζε. Ο Ασύρματος ξηλώθηκε κι οι πρόσφυγες, όσοι είχαν μείνει μεταφέρθηκαν σε λαϊκές πολυκατοικίες. Λέω “όσοι είχαν μείνει” αφού η οικοδομή, με το σήκωμα των πολυκατοικιών, άλλαξε. Οι μικρο-εργολάβοι με τ’ αναβατόρια και τις μπετονιέρες παίρναν αντιπαροχή οικόπεδα και θησαύριζαν. Υπήρχαν οι μεγαλο-κατασκευαστές όπως ο Παυλίδης κι οικογένειά του. Οι Παυλίδηδες μετά τον πόλεμο αφαιρούσαν με κίνδυνο της ζωής τους εκρηκτικά απ’τις οβίδες και τους όλμους που δεν είχαν “σκάσει” και μ’αυτά έκαναν δυναμίτες για φουρνέλα. Ο ίδιος ο Γιάννης, ο αρχηγός της οικογένειας, είχε χάσει τα τρία δάχτυλα του αριστερού του χεριού. Άλλοι έχασαν ακόμα και τη ζωή τους.  Με σιρμαγιά αυτά τα λεφτά, σήκωσε την πρώτη πολυκατοικία στην οδό Τριών Ιεραρχών. Από κει πέρα “χέστηκε στο τάλιρο”. Η μια πολυκατοικία έφερνε κορδόνι την άλλη. Αλλά υπήρχαν κι οι μικροί που ήταν τεχνίτες, δηλαδή καλουπατζήδες, μπετατζήδες, σωβατζήδες, μαρμαράδες κλπ. Αυτοί αν ήταν έξυπνοι συνεταιρίζονταν ευκαιριακά και σήκωναν πολυκατοικίες.  Κάποιοι απ’αυτούς έκαναν μιαν αρπαχτή και συνέχιζαν να δουλεύουν οικοδομή, άλλοι έκαναν μόνιμους συνεταιρισμούς και γίνονταν κατασκευαστές. Όπως οι αδελφοί Σαΐτη που παίζανε και μπάλα στον Ακράτητο ή τ’αδελφια Μηνάς και Γιώργος Παπάζογλου, που κι αυτοί καζαντίσανε με την ανέγερση πολυκατοικιών και τη σκληρή δουλειά τους.  Βέβαια αυτοί είχαν ήδη φύγει, πριν ξηλωθεί ο Ασύρματος. Έτσι ένας χώρος φτώχειας απ’όπου αντλούσε νέο αίμα η Σπηλιά χάθηκε, ακόμα τα πορνεία είχαν οργανωθεί κι εκσυγχρονιστεί. Η Σπηλιά ερήμωσε. Έμειναν μόνο κάποιες παλιές πουτάνες που εδέχοντο ζητιάνους κι απόκληρους για φραγκο-δίφραγκα. Η Βικτόρια κι Αμαλία τρελάθηκαν απ’τη σύφιλη.

                                                                                   81
Η Αμαλία γύριζε στους δρόμους της γειτονιάς με το πρόσωπό της αλειμμένο αλεύρι αντί για πούντρα, που είχε κολλήσει επάνω σαν μάσκα από αλευρόκολλα. Όταν χτυπήθηκε με μια πουτάνα και τη μαχαίρωσε για την κυριαρχία στη Σπηλιά, συνελήφθη απ’την αστυνομία.  Στη δίκη, που είχε μαζευτεί πολύς κόσμος να κάνει χάζι, ο πρόεδρος της ζήτησε να του λύσει την περιέργεια. ―Κυρία μου έχετε ακόμα πελάτες; Κι η Αμαλία τον ρώτησε: Δηλαδή τι θες να πεις ρε, ξόφλησα; κι απάντησε: Μάτσα ρε πούστη μου.
Το γήπεδο του αστεροσκοπείου εγκατελήφθει. Οι πιτσιρικάδες αλλά κι οι μεγαλύτεροι που έπαιζαν ακόμα μπάλα, πήγαιναν στο “Βασιλικό”, αφού οι παίκτες του Ακράτητου προπονούντο πια στη Μόσχα, στο γήπεδο του Φωστήρα.  Στο «Βασιλικό» το “δίτερμα” έξη-έξη, μέσ’ τον καλοκαιρινό μπουχό κι από μακριά ν’ακούγονται ακόμα οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν με πάθος. Οι φίλαθλοι που είχαν βάλει στοιχήματα, ταλιράκια, διφραγκάκια άντε και κα’να δεκαρικάκι, ―Έτσι τζίρος να γίνεται―, επευφημούσαν. Στις ομάδες μας, ο Μπέμπης ο Καραχισαρλής, ο Τζακ ο Κύκλωπας κι άλλοι, σακάτηδες και όχι, χτυπιόμασταν με πάθος. Το ξύλινο πόδι του Μπέμπη θέριζε στην άμυνα και η φωνή του Κύκλωπα ξεπέρναγε τις ιαχές των φιλάθλων. ―Αμάν ρε Μπέμπηηηη μας έχεις τρελάνει αγόρι μου με το πόδι σου, λάδωνέ το που και που γιατί στριγγλίζει πολύ αγόρι μου.  ―Το βλέπεις αυτόν, είπε για τον Τσώλο κάποιος φίλαθλος, αυτός παίζει μπάλα, όχι αστεία. Χορεύει. Αυτός είναι η πολαρίνα Νουρέγιεφ. ―Μπαλαρίνα ρε μαλάκα του λέει ο άλλος, αν είναι πολαρίνα πώς παίζει μπάλα ρε;

82                                                                                
   Πριν μερικά χρόνια, μια παρέα παιδιών απ’τον Ασύρματο βρήκε σε μια χωσιά του Φιλοπάππου έναν όλμο, όπως τον περιεργαζόντουσαν “έσκασε”. Ο Γιαννακός Προδρόμου, δηλαδή ο “Φάκεμπάστεν”, σκοτώθηκε επί τόπου, αλλά με το σώμα του προστάτεψε τους άλλους. Ο Μπέμπης, έχασε τ’ αριστερό του πόδι και χέρι, ο Τάκης Κακίσης δηλαδή ο “Καρδάρας”, ο Νικηφόρος Καραγκούνης, δηλαδή ο “Κασιδιάρης,” γέμισαν σ’όλο το σώμα μικροτραύματα κι ο Τζακ έχασε το μάτι του. Στη γειτονιά δεν υπήρχε υποκριτική ευγένεια, τον Μπέμπη ονόμαζαν “ξυλοπόδαρο”, τον Τζακ “Κύκλωπα” και τον Τάκη που είχε γεμίσει όλο το πρόσωπό του στίγματα “βλογιοκομμένο”.      
Μετά από λίγο καιρό η μικρή “συμμορία” και το πουταναριό της Σπηλιάς, διάλυσαν. Οι Θησειώτες κι Πετραλωνίτες έγιναν φίλοι και στις εκλογές κάποιες φορές η αριστερά έπαιρνε περισσότερους ψήφους στο Θησείο κι η δεξιά στα Πετράλωνα.
Η γειτονιά είχε και τους πούστηδές της. Υπήρχαν αρκετοί δηλωμένοι: π.χ. ο Χρυσοστομάκης που είχε κατακτήσει τη θέση του στο καφενείο, αφού ήταν πολύ αξιοπρεπής, δηλαδή δεν προκαλούσε. Έτσι δικαιούτο να είναι ό,τι θέλει αφού δεν ενοχλούσε κανέναν. Η γειτονιά υπέθετε, αλλά ποτέ κανείς δεν τον είδε. Υπήρχε ο κύριος Επαμεινώντας Καλλιώρας πρώην διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων στη οδό Μητροπόλεως. Αυτός είχε πιαστεί ν’ασχημονεί, δηλαδή όπως έλεγε η γειτονιά, να γαμιέται στο γραφείο του με τον καφετζή του κυλικείου.  Το κύρος του κατέρρευσε· έτσι για να αποφευχθεί το σκάνδαλο, “υπεχρεώθει εις παραίτησιν”.
     Αυτός είχε ένα θαυμάσιο διώροφο στη δεξαμενή, δηλαδή στην άλλη άκρη των Πετραλώνων την αριστοκρατική. Εκεί έκανε μια διακριτικά έκρυθμη ζωή χωρίς να προκαλεί. Δηλαδή μπαινόβγαιναν νεαροί, αλλά μόνον αυτό μπορούσε να δει η γειτονιά,  κάτι  που δεν ήταν επιλήψιμο.  Η κυρία Σοφία Καρακάσογλου που ήταν η καθαρίστρια και οικονόμος του, έλεγε ότι ζωγράφιζαν, απήγγειλαν ποιήματα και τέτοια. ―Ο θεός να με κάψει αν λέω ψέματα.   Η γειτονιά βέβαια δεν τά’ χαφτε αυτά,  ήταν σίγουροι  ότι το στόμα της  ήταν πολύ μπουκωμένο για να μιλήσει.
                                                                                    83
 Στο καφενείο ήταν κάποιοι που έλεγαν διάφορα, αλλά ήταν όλα αποκυήματα της άρρωστης φαντασίας τους.  Έτσι όταν μια φορά βρέθηκε στο καφενείο με την παρέα της Γιώτας να συζητήσουν για ποίηση, δηλαδή όπως έλεγαν κάποιοι, να πούνε για πουστιές, δημιουργήθηκε μια αναστάτωση που έσπασε την ανία της καθημερινότητας.  Δεν ήταν λίγοι που ήθελαν να μιλήσουν μαζί του, αφού μολονότι θεωρείτο πούστης, ήταν συγχρόνως και μια εξέχουσα προσωπικότητα των γραμμάτων και των τεχνών.  Εξάλλου δεν ήταν καμιά λουμπίνα αλλά κύριος, ένας κίναιδος. Κάποιοι άνοιξαν μαζί του συζήτηση περί ομοφυλοφιλίας.  Αυτός λοιπόν είχε πει ότι όλοι οι άντρες αλλά κι οι γυναίκες ήταν στο βάθος ομοφυλόφιλοι. ―Εκείνος ο φορτηγατζής για να είναι ο σκληρός άντρας, βαθιά μέσ’την ψυχούλα του έχει κρυμμένο σαν θησαυρό ένα μικρό κοριτσάκι που κλαίει. Αλλά κι η παρθένα, έχει κρυμμένο στο βάθος της ψυχής της ένα βάρβαρο θηρίο. Αυτό που την κάνει συνεσταλμένο κοριτσάκι.
      Κάποια μαγκάκια που είχαν μόλις ξεπεταχτεί κι ήθελαν να κάνουν τους άντρες, λίγο έτσι λίγο αλλιώς έπιασαν συζήτηση μαζί του κι απ’έξω απ’έξω την φτάσαν πονηρά στο ψητό. Αυτός παλιά πουτάνα τους έφερε από δω τους έφερε από κει και κανόνισαν να πάνε στο σπίτι του “να τους το δείξει”.  Πράγματι πήγαν, με τη πονηρή πρόθεση να τον “μαδήσουν”, αφού θα χρησιμοποιούσαν το πάθος του και θα τα κονόμαγαν. Όταν όμως μετά τους ψάρεψαν οι μάγκες στο καφενείο, πες το ένα πες το άλλο τα μπέρδεψαν κι η ομερτά έσπασε. Τελικά μαθεύτηκε ότι “πήγαν για μαλλί και φύγαν κουρεμένοι”. Και την άρπαξαν καί λεφτά δεν πήρανε.
84                                                                                 
Ο Μαρίνος ήταν ένα πανέμορφο παλικάρι που ζούσε μόνο του στη μονοκατοικία που είχε κληρονομήσει απ’ τη γιαγιά του. Αυτός έβγαινε συνήθως με ταξί βράδυ ντυμένος γυναίκα.   Η Μαρίνα ήταν τόσο όμορφη, που όταν περνούσε χάλαγε ο κόσμος. Είχε τα νυχτερινά της στέκια κι έτσι η γειτονιά σπάνια την έβλεπε. Όταν όμως ήθελε να κάνει κέφι με τους ερωτικά πεινασμένους, πήγαινε στο καφενείου. Τότε ο κόσμος χάλαγε. Κάποιοι χειροκροτούσαν κιόλας. Αυτός ακόμα κι όταν δεν φορούσε γυναικεία, απέπνεε μια έντονη θηλυκότητα.  Δηλαδή δεν χρειαζόταν να κουνιέται ή να παριστάνει τη γυναίκα, ήταν πιο θηλυκός απ’αυτές. Όταν διάβαζε περιοδικό τού’πεφταν τα γυαλάκια στη μύτη κι έκανε τότε «μια έτσι», με τέτοια χάρη και τα ξανανέβαζε που τους τρέλαινε όλους. Ήταν σταρ, ό-ποιος την ήθελε έπρεπε να πληρώσει αδρά.  Η Μαρίνα ξαφνικά χάθηκε απ’τη γειτονιά. Είπαν ότι γνωρίστηκε μ’έναν πούστη Ελληνοαμερικάνο που την προώθησε στη Σόου Μπίζ της Νέας Υόρκης. Οι κακεντρεχείς είπαν πως την έκανε κοκότα πολυτελείας. Ενώ άλλοι είπαν ότι τραγουδούσε κι ότι σύντομα θα τη δούμε στο σινεμά.
      Απ’την άλλη υπήρχε η Σωτηρούλα που συζούσε με το ψυχοπαίδι της τον Τάκη Μποθήρη. Ο Τάκης ήταν ομορφόπαιδο αλλά λογοδοσμένος μ’έναν ναυτικό.  Ο ναυτικός τους είχε σπιτώσει σ’ένα διαμέρισμα. Δηλαδή την αγάπη του τον Τάκη και την πεθερά του, όπως έλεγε τη Σωτηρούλα. Ο Τάκης όμως άρεσε πολύ κι έτσι είχε και παράνομους έρωτες.
       Κάποια μέρα η Σωτηρούλα περνούσε έξω απ’το καφενείο, συμμαζεμένα και συνεσταλμένα γιατί ήταν κάπου εξήντα χρονών, αδύνατος και ξερακιανός (κι η αλαναρία της γειτονιάς την ασχήμια στους πούστηδες δεν τη συγχωρούσε).  Ο Γιάγκος ο Καρακίτσος, που ήταν σφάχτης στον Ταύρο, τη φώναξε: έλα δω μωρή λουμπίνα. Η Σωτηρούλα θορυβήθηκε γιατί τον ήξερε τον Καρακίτσο, ήταν πολύ βάναυσος κι είχε βαρύ χέρι. Αυτός σηκώθηκε την άρπαξε απ’το σβέρκο με τη βία. Πάρε μωρή ένα δεκάρικο και πάμε στο βουνό. Η Σωτηρούλα τσέπωσε τα λεφτά και τον ακολούθησε. Μολονότι φοβόταν,  δεν μπορούσε  να υποτάξει το πάθος της. Εξάλλου αυτό το παιγνίδι την κρατούσε ακόμα ζωντανή. Το παιγνίδι του ερωτικού εξευτελισμού και του κινδύνου. Ενός κινδύνου που κάποιες φορές δεν ήξερε που θα τη βγάλει.
                                                                                  85  Από πίσω και η συμμορία της αλαναρίας για το μπανιστήρι. Ο Γιάγκος την ανάγκασε να τον πάρει στο στόμα κι αφού τελείωσε της έδωσε ένα χαϊδευτικό χαστουκάκι κι ένα δεκάρικο ακόμα. ―Τώρα χάσου απ’τα μάτια μου μωρή πουτανίτσα, γιατί αν καλοσκεφτώ με ποιαν τό’κανα, θα σε μπαστουνιάσω στο ξύλο. Η Σωτηρούλα σχεδόν τό’σκασε γιατί πολλοί “πελάτες” ήταν ανώμαλοι κι έδερναν άσχημα.  Άλλο να τρως ξύλο από πάθος κι άλλο από μίσος. Ένα αλανάκι κάπου δεκαπέντε χρονών, ο Κύρκελος την πλησίασε και της έδωσε μια γερή κατακεφαλιά. Η Σωτηρούλα που μυριζόταν πια τις κακοτοπιές άρχισε να τρέχει. Τότε χωρίς λόγο η συμμορία άρχισε να την κυνηγά κι να την πετροβολά. Αυτή αλαφιασμένη και με αρκετά χτυπήματα από πέτρες, παραδόθηκε και κάθισε στα σκαλιά ενός σπιτιού. Έβαλε στα χέρια της το κεφάλι κι έκλαιγε. Τα παιδιά σάστισαν. Ήταν με τις πέτρες στα χέρια και στέκονταν εκεί αποσβολωμένα. Αυτή έτρεμε από φόβο αλλά κι από μιαν άρρωστη κρυφή ηδονή. Εκείνη την ώρα ήλθε ο Παπασώ, που είχε δει από μακριά τη φάση.  Έβαλε το δάχτυλο στα δόντια και το δάγκωσε οργισμένος. Τα παιδιά ντράπηκαν και τό’σκασαν. Ο Παπασώ πήρε τη Σωτηρούλα με τρυφερότητα απ’τον ώμο και την πήγε σπίτι της. Αυτή η απανθρωπιά τελικά γύρισε σε μάθημα ανθρωπιάς, αφού τα παιδιά δεν το ξανάκαναν, αλλά ούτε ξανα-περοβόλησαν τον κ. Ανέστη Πόθο όταν γύριριζε τ’απόγευμα στο σπίτι μεθυσμένος κολόνα-κολόνα.    
     Όταν ζήτησαν απ’τον κ. Καλλιώρα να κρίνει αυτό το γεγονός, που είχε θορυβήσει τη γειτονιά για τη συμπεριφορά των παιδιών τους, αυτός είπε ότι δεν πετροβολούσαν τη Σωτηρούλα ή τον Ανέστη, αλλά τον κρυμμένο εαυτό τους, που σιχαίνονταν και περιφρονούσαν.  
86                                                                                 
Εκείνο τον καιρό γυρίζει κι ο ναυτικός. Πληροφορημένος ότι η κυρά του το απατούσε, τράβηξε μαχαίρι και κάρφωσε τον Τάκη πέντε φορές, δηλαδή μ’ όσους τον είχε απατήσει. Η Σωτηρούλα είχε βγει στο μπαλκόνι και φώναζε με τρόμο. ―Βοήθεια σφάζουν τ’ορφανό. Αμέσως μετά την πήγε ο ίδιος ο ναυτικός κλαίγοντας στο νοσοκομείο. Σώθηκε. Η ζωή συνεχίστηκε χωρίς άλλα παρατράγουδα. Γύρισαν σπίτι, έπιασε δουλειά σε μηχανουργείο και σταμάτησε τα ταξίδια, γιατί η αγάπη του ήταν πολύ ελκυστική και φυσικά δε μπορούσε ν’αντισταθεί στους πειρασμούς.  
Και τελευταία δεν πρέπει να ξεχάσουμε τη Φτερού.  Αυτός ήταν τότε ένα νέο και όμορφο αγόρι. Ήταν “μπουκιά και συχώριο”, όπως έλεγαν στο καφενείο. Περνούσε απ’τις γειτονιές και διαλαλούσε το εμπόρευμα με νάζι και χάρη. Πουλούσε φτερά για ξεσκόνισμα. Όμως κανείς δεν μπορούσε να καμαρώσει ότι την είχε βατέψει. Κάποιοι έλεγαν ότι δεν ήταν πούστης, αλλά τον παρίστανε για να κάνει κέφι ο κόσμος και ν’αγοράζει. Είχε πολύ χιούμορ και ήταν ετοιμόλογη.  Όποιος την πείραζε την πάταγε. Τον έφερνε από δω τον έφερνε από κει, τον μπουρδούκλωνε κι αυτός δεν ήξερε τι έλεγε.
      Κάποια μέρα στο καφενείο, ένας ψευτόμαγκας πήγε κρυφά από πίσω να της βάλει κωλοδάχτυλο για να τον ξεφτιλίσει. Ξαφνικά η φτερού γύρισε απότομα και του τράβηξε δυο χαστούκια ανάποδα, τόσο δυνατά που βρέθηκε στο πάτωμα.

                      Κανείς δεν το περίμενε!

―Φίλε εγώ δεν κάνω πουστιές. Δεν σ’άγγιξα! Πρόσεξε πως φέρεσαι. Το να είσαι πούστης δεν είναι παίξε-γέλασε. Το βράδυ στην Αθηνάς κρατάω πάντα μαζί μου μαχαίρι.


                                                                                   87

6.                          ΤΟ ΡΟΜΠΟΤ
Ο Μιχάλης Δάρας ήταν ένας κλειστός άνθρωπος, πάντα απησχολημένος με τις δικές του υποθέσεις. Είχε πολύ λίγους φίλους και δεν πήγαινε ποτέ στο καφενείο ή στην ταβέρνα.  Ήταν ως επί το πλείστον κλεισμένος στο σπίτι του που’χε και το «εργαστήρι» του. Μολονότι δεν είχε σπουδάσει ηλεκτρολόγος ή μηχανικός γνώριζε εμπειρικά σχεδόν τα πάντα για τις μηχανές. Διόρθωνε το κάθε τι στη γειτονιά από ηλεκτρικές συσκευές, ποδήλατα ακόμα κι αυτοκίνητα, έναντι μιας μικρής αμοιβής. Ακόμα ήταν περιπτώσεις που κάνοντας κάτι σ’ό,τι διόρθωνε, γινόταν ακόμα καλύτερο.
     Αγαπούσε τις μηχανές και δεν θύμωνε ποτέ με τις δυσκολίες που δημιουργούντο απ'αυτές.  Κοίταγε το μηχάνημα τρυφερά και πονηρά σαν να του έκρυβε κάποια μυστικά που αυτός έπρεπε να τα βρει, όπως κάποιοι λατρεύουν τα σταυρόλεξα. Ήταν γι’αυτόν ένα χαρούμενο διανοητικό παιγνίδι που γεννούσε ένα μυστικό διάλογο με το μηχάνημα.  Όταν δημιουργούντο οι δυσκολίες ποτέ δεν έφταιγε το μηχάνημα, ήταν η άγνοιά κι η ανικανότητά του να καταλάβει τι ήθελε να του πει. Έτσι όταν δούλευε είχε μια έκφραση διαφορετική. Ήταν γελαστός ή θλιμμένος, ανάλογα με το πρόβλημα που συναντούσε, θύμωνε μόνο όταν του έφερναν βρόμικα μηχανήματα. ―Ας το καθαρίσουμε πρώτα κι έπειτα θα δούμε τι έχει. Το μηχάνημα έλεγε είναι πιο σπουδαίο απ’τον άνθρωπο, γιατί είναι αποτέλεσμα δουλειάς πολλών ανθρώπων κι ίσως ενός ολόκληρου πολιτισμού.   
     Είναι αλήθεια πως όταν καθάριζε ένα μηχάνημα, ήταν φορές που δεν χρειαζόταν διόρθωση για να λειτουργήσει. Τότε ζητούσε περισσότερα χρήματα για την “επιδιόρθωση” σαν ποινή στον ιδιοκτήτη, που δεν έδειχνε τον ανάλογο σεβασμό στο εργαλείο.    

88
Όταν ο Θύμιος Καρατζάς τον φώναξε να διορθώσει το μηχάνημα του καθαριστηρίου του που χάλασε, τον έβαλε πρώτα να το καθαρίσει καλά κι αφού τελείωσε συνέχισε κι αυτός να το καθαρίζει γι’αρκετές ώρες. Μετά έκανε το χώρο του μηχανήματος να λάμπει κι άρχισε να το λύνει κρατώντας σημειώσεις σ’ένα τετράδιο και βάζοντας σε κουτάκια τα μικρο-εξαρτήματα.   Το έκανε βίδες.   
    Ο Θύμιος κι η γυναίκα του δεν μιλιόντουσαν, άσε που οι καλοθελητές έκαναν πλάκα που εμπιστεύτηκαν στον τρελό την περιουσία τους.
    Μια βδομάδα κράτησε το βάσανό τους ώσπου ο Μιχάλης τους φώναξε και παρέδωσε το κλειδί του μαγαζιού. Έβαλε μπρος τη μηχανή και ήταν καλύτερη από καινούρια. Ήταν τελείως αθόρυβη. Τότε ο Μιχάλης άρχισε να τους εξηγεί τι πρέπει να προσέχουν και γιατί η μηχανή έκανε θόρυβο πριν. Ο Θύμιος ήθελε πολύ ν’αποφύγει το μάθημα, μα όλοι ήξεραν πολύ καλά ότι θα δυσαρεστούσαν το Μιχάλη γιατί θα του αφαιρούσαν τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Ήταν σαν τον Σέρλοκ Χόλμς που θά’πρεπε να κάνει ανάλυση στη λύση του «εγκλήματος», δηλαδή στις αιτίες της βλάβης.
    Όταν ο μοναδικός του φίλος ο Μήτσος Σαράφογλου, που ήταν μηχανικός αυτοκινήτων, αποφάσισε να πάρει ένα κατεστραμμένο ιταλικό φορτηγό να το διορθώσει και να το δουλέψει, φώναξε το Μιχάλη για βοήθεια.  Όχι ακριβώς για βοήθεια, αλλά περισσότερο για παρέα στο «γλέντι» της ανακατασκευής του φορτηγού. Το έσπρωξε μέσα στην αυλή του σπιτιού του, που παλιότερα ήταν αποθήκη καυσίμων, δηλαδή ξύλα και κάρβουνα και κόψε ράψε με το Μιχάλη, το κάναν αυτοκίνητο.
     Ο Μήτσος δεν ήταν αντικοινωνικός όπως ο Μιχάλης, όλη η γειτονιά ήταν φίλοι του.   Ήταν φυσικό λοιπόν όλη η αλαναρία κι η πιτσιρικαρία της γειτονιάς να τους παρακολουθεί και να κάνουν όλα τα θελήματα του Μήτσου. Να τους φέρνουν καφέδες απ’το απέναντι καφενείο ή το κολατσιό και οπωσδήποτε τις γκαζόζες που έπινε όλη η παρέα. Γινόταν πανηγύρι.
                                                                                   89
Όταν τελείωσαν υπήρχε αγωνία απ’όλους, αφού κι οι πιτσιρικάδες ένιωθαν πως συμμετείχαν στο εγχείρημα.  Ανέβηκε ο Μήτσος στ’αυτοκίνητο με το χέρι έτοιμο στο κουμπί της μίζας κι ο Μιχάλης κάτω με τη μανιβέλα έδινε στροφές στη μηχανή.  Φραπ-φραπ, γκα-γκα-γκά, η μηχανή δεν έπαιρνε μπρος.  Ο Μήτσος κατέβηκε με το μυστικό του χαμόγελο απ’το κουβούκλιο κι άνοιξε το καπό. Κάτι διόρθωσε και ξανανέβηκε. Ο Μιχάλης ξαναγύρισε τη μανιβέλα κι ο Φραγκεστάιν (όπως το είχε ονομάσει ο Μιχάλης, αφού είχε μονταριστεί από εξαρτήματα ακόμα κι αυτοκινήτων άλλης μάρκας), πήρε μπρος μέσ’τις επευφημίες των “θεατών”.  
       Ο Μήτσος κι ο Μιχάλης ανέβηκαν στ’αμάξι έκαναν όπισθεν και βγήκαν στη γειτονιά. Όλοι ήταν στα πεζοδρόμια να δουν το θαύμα. Η κυρά Πολυξένη απέναντι έκανε το σημείο του σταυρού στο φορτηγό για το καλό κατευόδιο.   
      Ο Μήτσος πήγαινε μ’αυτό στα Ψαχνά της Εύβοιας κι έφερνε κάρβουνο. Ο Ταλαιποριακός, όπως είχε ονομάσει τ’αμάξι ο βοηθός του Μήτσου, ο Γιάννης ο Μαδιάς, θα σταματούσε μια-δυο φορές στο δρόμο για πρόχειρη επισκευή. Όταν σταματούσε, κατέβαινε ο Μήτσος απ’το αυτοκίνητο έχοντας εκείνο το εσωτερικό ξεκαρδιστικό γέλιο που ίσα-ίσα έβγαινε, σαν το αυτοκίνητο να ήταν γαϊδούρι και νά’κανε ζαβολιές. Λίγο νερό στο ψυγείο ή κάποιο σφίξιμο σε κάποιο μπουζί ή κάτι που σχεδόν ήξερε ότι θα συμβεί από πριν αλλά περίμενε πρώτα να συμβεί για να επέμβει. Ο Ταλαιποριακός αγκομαχούσε στις ανηφόρες και κατρακυλούσε στις κατηφόρες σχεδόν ανεξέλεγκτα. Το ΣΠΑΠ που για κάποιο άγνωστο λόγο το έλεγε έτσι ο Μήτσος, έκανε πάντα το καθήκον του.
90
Ο Μιχάλης λοιπόν ζούσε φτωχά, αλλά είχε όλη την ευχέρεια ν’αγοράζει παλιοσίδερα και παλιά μηχανήματα και να γεμίζει μ’αυτά τον κήπο του σπιτιού της μάνας του της Κυρα-Στέλας. Ήταν ανύπαντρος γιατί η αγαπημένη του Νανά δεν τού’δινε καμιά σημασία του τρελάρα κι ίσως δεν είχε άδικο. Ο Μιχάλης δεν ήταν επαγγελματίας που θα μπορούσε να στηρίξει πάνω του μια κοπέλα τα όνειρά της, ήταν «επιστήμονας». Δηλαδή έφτιαχνε διάφορα μηχανάκια αυτοματισμού, συνήθως κούκλες, που μάλλον ήταν παιγνίδια, για το κέφι του, αφού δεν είχαν κάποια χρήση.           Τ’όνειρό του ήταν να δείξει σ’όλους την αξία του. Μέσ’το «μυστικό εργαστήρι», που φυσικά όλη η γειτονιά γνώριζε, αφού ήταν το σαλόνι του σπιτιού και η Κυραστέλα το έδειχνε με παράπονο στις φίλες της, υπήρχε το μεγάλο μυστικό.   Αυτό το δωμάτιο, που  φυσικά έλαμπε από καθαριότητα και υπήρχαν παντού κουτιά με αριθμούς που είχαν μέσα εξαρτήματα, είχε μεσ’τη μέση το ρομπότ. Οι νοικοκυρές σταυροκοπιόντουσαν γιατί κάτι τρελό, κάτι παραφύση γινόταν εκεί μέσα. Ο μόνος που μπορούσε να επισκέπτεται το μυστικό εργαστήρι ήταν ο φίλος του ο Μήτσος, γιατί είχε κι αυτός «ψώνιο» με τα μηχανήματα και την επιστήμη. Μ’αυτόν συζητούσε τα πάντα, ήταν κάπως σαν συνεργάτης του.                  Το ρομπότ είχε ετοιμαστεί όλο στα χαρτιά κι είχε σχεδόν μονταριστεί μηχανικά. Είχαν όμως κολλήσει στο σύστημα εκκίνησης και στο σύστημα μετατροπής της πορείας.
      Ο Μήτσος ήταν ειδικός στις ραδιομεταβιβάσεις, απ’τη σχολή της αεροπορίας όπου είχε αριστεύσει και που του έκαναν πρόταση για μονιμότητα, αλλ’αυτός αρνήθηκε, γιατί πνεύμα ελεύθερο και άναρχο, προτι-μούσε, όπως έλεγε, να πεινάει παρά να μπαίνει στην ουρά για συσσίτιο.  Είχε λοιπόν βοηθήσει εδώ. Ένας πομπός θα έδινε εντολή, ένας δέκτης θα τη λάμβανε και το σύστημα εκκίνησης θά’παιρνε μπρος.  Είχαν ό-μως ακόμα πολλές δυσκολίες στην ρύθμιση της πο-ρείας και την ευελιξία του ρομπότ.

                                                                                   91
―Αυτό είναι επανάσταση, έλεγε ο Μιχάλης, και όχι οι βλακείες του Νίκου του αδελφού του, του επιλεγόμενου Τρότσκυ, αφού είχε κι αυτός γυαλιά και μούσι και ήταν απαράλλαχτος ο Τρότσκυ.  Ο Νίκος που τώρα ήταν στη φυλακή. Ήταν στη φυλακή αφού σαν λοχαγός του ΕΛΑΣ, κατηγορήθηκε ότι πήρε με τη βία ένα κατσίκι από κάποιο τσοπάνο δίνοντάς του πληρωμή, απόδειξη του Λαϊκού Στρατού κι όταν αυτός αρνήθηκε βίαια, τον σκότωσε. Η υπεράσπιση είπε ότι ο τσοπάνος θύμωσε κι επετέθη με μια κάμα από πίσω του να τον σφάξει. Τότε ένα απ’τα παλικάρια του πυροβόλησε. Το δικαστήριο βέβαια δεν έλαβε υπόψιν αυτά τα ελαφρυντικά του και τον καταδίκασε σε θάνατο, που όμως δεν εκτελέστηκε αμέσως κι όταν τα πράγματα ξεφούσκωσαν τη γλίτωσε παραμένοντας στη φυλακή.
―Και πως αλλάζεις τον κόσμο κύριος από’κει μέσα με το Μαρξ και τέτοια;   Ο καλύτερος κόσμος είναι εδώ κύριε, η επιστήμη και η τεχνική. Ο Αϊνστάιν, ο Μάξγουελ, ο Χαίζενμπεργκ αυτοί είναι επαναστάτες. Κι όλος αυτός ο μονόλογος δεν αποτείνετο στο Μήτσο, αφού κι αυτός είχε φρενοκρουστεί απ’την επιστήμη και την τεχνική, αλλά στον αδελφό του λες και ήταν παρών.  Κι η συζήτηση αυτή συνεχιζόταν από προπολεμικά όταν ο Τρότσκυ ήταν ελεύθερος. ―Φτιάχνουμε εμείς το ρομπότ, έτσι Μήτσο και τότε τα ρομπότ θα δουλεύουν κι οι άνθρωποι θα κάθονται.
      Είχαν μαζέψει πολλά επιστημονικά βιβλία απ’το Γιουσουρούμ, αφού την κατοχή, άνθρωποι των γραμ-μάτων, φτώχαιναν και πούλαγαν σπίτια ολόκληρα για ένα κομμάτι ψωμί. Κι οι μαυραγορίτες φώναζαν τους παλιατζήδες και σήκωναν τα βιβλία τζάμπα ν’αδειάζει ο τόπος. Τους λείπανε όμως πάρα πολλά πάνω στην τηλεκίνηση και τον τηλεχειρισμό.

92
     Πάνω στη ώρα βγαίνει κι ο Τρότσκυ απ’τη φυλακή.  Αυτός είχε σπουδάσει με υποτροφία μηχανολόγος ηλεκτρολόγος κι είχε μετεκπαιδευτεί στο Βερολίνο. Εκεί είχε ενδιαφερθεί για τις μαθηματικές προτάσεις του Φον Νόυμαν και τις απόψεις του Βίνερ, δηλαδή σχεδόν για όσα χρειάζονταν για να  προχωρήσει το“προγραμμα”.                                                                Όταν ο Τρότσκυ μπήκε στο σπίτι, η κυρα-Στέλα τά’χασε, άρχισε να τον φιλάει, να τον αγκαλιάζει, να τον χαϊδεύει, αλλά ξάφνου τα μάτια της σκοτεινιάσαν κι άρχισε να τον βρίζει, δολοφόνο, εγκληματία, κομουνιστή. Ζαλίστηκε κι έκατσε στην καρέκλα ν’ανασάνει. Ο Τρότσκυ έτρεξε να φέρει νερό, γιατί τα μάτια της είχαν γυρίσει ανάποδα και φαινόταν τ’ασπράδι. Η Κυραστέλα είχε πεθάνει. Κράτησε το λόγο της. Είχε πει «ας ξαναδώ το παιδί μου ζωντανό κι ας πεθάνω», τότε λίγοι αριστεροί γλίτωναν το τουφέκι.
 Ο Τρότσκυ άνεργος, αποδιοπομπαίος απ’την κοινωνία κι απ’το κόμμα, ―ήταν αριστερή αντιπολίτευση―, άρα προδότης, έτσι κόλλησε στον αδελφό του.  Έπεσε σαν τρελός στη δουλειά, τους έκανε και τους δυο στη μπάντα. Η βιβλιοθήκη γέμισε γερμανικά, γαλλικά κι εγγλέζικα βιβλία επιστημόνων που ήταν άγνωστοι στο Μιχάλη. Τελικά με τα τρανζίστορ που ήταν νέα ανακάλυψη, αποφάσισε να το ξαναφτιάξει απ’την αρχή. Απ’το παλιό ρομπότ κράτησε μόνο τον κινητήρα βενζίνης. Το ρομπότ έγινε πιο μικρό πιο ελαφρύ και ήταν όσο το δυνατό πιο απλό. Υπάκουσε επαρκώς κάνοντας τις κινήσεις που έπρεπε. Τους συμβούλεψαν να το κατοχυρώσουν στο υπουργείο βιομηχανίας. Αυτοί γέλασαν: Οι Έλληνες, “άσε μας κάτω”.  Είκοσι χρόνια φυλακή ο ένας και σαράντα χρόνια μιζέριας ο άλλος.
      Πήγαν στην Αμερική και παρουσίασαν τη δουλειά τους στη Μέρκουρυ ή την GMC ή ίσως σε άλλη εταιρία που είχε κάποιο τέτοιο πρόγραμμα.  Τους άρεσε, τους ζήτησαν να το αφήσουν να μελετηθεί ένα μήνα. Αυτοί θά’φευγαν στην Ελλάδα κι οι άλλοι θα τους έστελναν ειδοποίηση.  Η ειδοποίηση ήρθε γρηγορότερα. Έλεγαν δηλαδή ότι το σύστημά τους ήταν ωραίο, μακριά όμως απ’το δικό τους πρόγραμμα. Ήταν μεν αξιόλογο αλλά παράλληλο και δεν μπορούσαν ν’ανατρέψουν τα σχέδιά τους για να το ενσωματώσουν στη από ένα εισιτήριο να ξαναπάνε, να συζητήσουν.

                                                                                 93
Όταν έφτασαν εκεί τους εξήγησαν χωρίς περιστροφές ότι ήθελαν τον Νίκο, τον Μιχάλη θα έπαιρναν ως βοηθητικό με καλό μισθό. Ο Τρότσκυ το πήρε στραβά, «κατάλαβε» ότι τους κλέψαν τη ιδέα κι ήθελαν να τους ξεζουμίσουν ακόμα περισσότερο.  Βρήκε το Γερμανό επικεφαλής του προγράμματος που μ’αυτόν ερχόταν σ’ επαφή και του τα είπε στα γερμανικά. Ο Γερμανός του γέλασε μέσ’τη μούρη. Τι πατρότητα και σαχλαμάρες, δεν βλέπεις ότι αυτό είναι καταξίωση; Και του είπε στα γερμανικά κάτι όπως εμείς λέμε: τι νομίζεις εδώ «μπρίκια κολλάμε» ή πηγαινοερχόμαστε και παίρνουμε μισθούς; Ιδέες γεννάμε, μας πληρώνουν και τις πουλάνε για δικές τους. Από εδώ και μπρος, για τουλάχιστον εκατό χρόνια ο κόσμος κι η ιστορία θα μιλάει γι’αμερικάνικες ανακαλύψεις που τις έχουν κάνει άλλοι και θεωρούνται δικές τους, αφού έχουν το χρήμα και μπορούν ν’αγοράζουν και μας και τις ιδέες μας. Εσύ που είσαι Έλληνας θα ξέρεις, ότι όλα τα έργα τέχνης που θεωρούνται ρωμαϊκά, Έλληνες τα φτιάξανε.
     Ο Μιχάλης ήθελε να μείνει, τον μάγευε και μόνο να βρίσκεται, μέσα σ’ αυτά τα εργαστήρια. Ο Τρότσκυ όμως του ξεκαθάριζε ότι αν ήθελε να πουληθεί, θα τό’χε κάνει πολύ πιο πριν και δε θά’τρωγε και είκοσι χρόνια φυλακή. Ο Μιχάλης τους είπε ότι δέχεται, αυτοί όμως θα του απαντούσαν εν καιρώ. Η απάντηση άργησε και ήταν αρνητική. Επίσης αν ήθελε το Ρομπότ θα τό’στελναν με δικά του έξοδα.  Ο Μιχάλης δεν απάντησε και το ρομπότ έμεινε εκεί.
94
Απ’την επιστροφή και μετά ο Μιχάλης σταμάτησε να δουλεύει. Είδε τα θαυμάσια εργαστήρια των Αμερικάνων κι αφού δεν κατάφερε να δουλέψει εκεί δεν ξαναδούλεψε. Πούλησε όλα τα εργαλεία και τα παλιοσίδερα κι έδωσε το σπίτι αντιπαροχή. Πήρε διαμερίσματα και καθόταν.
   Άραξε στο ταβερνάκι της γειτονιάς και κουτσόπινε με τις νέες του παρέες.  Όταν ήταν μόνος στο σπίτι πολύ συχνά έβαζε το χέρι στο κούτελο κι έλεγε: Βρε τι τρέλα! Πέρασα τη ζωή μου μεσ’τα παλιοσίδερα παίζοντας τον επιστήμονα.
     Ο Τρότσκυ άνοιξε παλαιοβιβλιοπωλείο στα Εξάρ-χεια που γρήγορα έγινε στέκι αναρχικών κι αντιρρη-σιών της αριστεράς. Γύρισε στα νερά του και βρήκε την ηρεμία του.  Από τότε τ’αδέλφια ξέκοψαν, τίποτα δεν τους ένωνε πια.
Ένα βράδυ που ο Μιχάλης κουτσόπινε με την παρέα στην ταβέρνα του Γιαννόπουλου, που μόλις είχε βάλει τηλεόραση για να διασκεδάζει τους πελάτες, έδειχνε μια εκπομπή με συστήματα τηλεκίνησης. Έδειχνε ρομπότ. Όλοι τότε γύρισαν προς το Μιχάλη με παράπονο, σαν να τους είχε προδώσει. Ξάφνου στην οθόνη ο Γερμανός που φυσικά οι άλλοι δεν ήξεραν κι ανάμεσα στα ιστορικά μοντέλα είχε και το δικό του.  Μάλιστα έδειξε μια φωτογραφία με το ρομπότ, τον Μιχάλη, το Νίκο και τον Γερμανό. Ο Γερμανός τό’χε ονομάσει «γκρικ κόμετ» δηλαδή ελληνικός κομήτης, γιατί όπως εξήγησε, το είχαν αφήσει εκεί δυο Έλληνες που χάθηκαν σαν κομήτες και τα στοιχεία τους είχαν εξαφανιστεί.   Ο Μιχάλης ένιωσε ένα σοκ, η ηρεμία που είχε καταχτήσει με τόσο κόπο, διαταράχτηκε. Όλοι τον κοίταξαν με θαυμασμό κι επιβράβευση, για λίγο ένιωσε περήφανος, μα όλη αυτή η χαρά τον έριξε σ’ ένα απύθμενο κενό.   
      Τελείωσε το κιλό του και σηκώθηκε αμίλητος. Προτού φύγει έριξε μια περίεργη ματιά στο γυαλί που συνέχιζε να λέει γι’αυτά, που όλοι στην ταβέρνα άρχισαν να βρίσκουν πολύ ενδιαφέροντα, αφού εκεί αναφέρονταν κι ένας δικός τους, ο Μιχάλης ο Εφευρέτης.  Ναι ο Εφευρέτης, αυτή η λέξη ανέβηκε στο ύψος της και πήρε σοβαρότητα, γιατί ως τότε την έλεγαν μόνο και μόνο για να τον περγελάσουν και να κάνουν κέφι.
                                                                                     95
     Ο Μιχάλης ένιωσε ότι κάτι έστριψε μέσα του. Ήταν σ’ ένα καταγώγιο, γύρω του δεν υπήρχαν παράθυρα, μόνον η πόρτα του υπογείου και πολλά σκαλιά.   Οι                                                                                    
άνθρωποι εκεί ήταν ναυάγια, που έπιναν ως τη στιγμή που δεν μπορούσαν ν’αρθρώσουν λόγο. Ο ταβερνιάρης ψηλός ξερακιανός στρυφνός, περιφρονούσε τη δουλειά του και τους πελάτες, ίσως τους μισούσε κιόλας, η ταβερνιάρα, χοντρή, πονηρή και καπάτσα, έφερνε περισσότερο κρασί απ’όσο ζητούσαν και χρέωνε ακόμα περισσότερο. Τι γύρευε αυτός εκεί; Ούτε καν το πάθος του κρασιού δεν είχε.  Γέλασε, «έλα τώρα», είπε στον εαυτό του,  θα σε πιάσει  πάλι  η παλιά  αρρώστια  του  «από  που ερχόμαστε και που πάμε;» Όχι βέβαια, πάνε αυτά «για έναν κόσμο καλύτερο, για την επιστήμη και τους ανθρώπους που κάνουν κάτι που φεύγει απ’τη μιζέρια της καθημερινότητας». Όχι, όχι, δεν είχε να ζηλέψει τίποτα πια, ούτε τα καταπληκτικά εργαστήρια των Αμερικάνων.
Είχε πιει λίγο πάρα πάνω εκείνη τη μέρα. Όμως τότε διαπίστωσε ότι το ίδιο το κρασί μετά από κάποια στιγμή, σου δίνει δύναμη να ξεπεράσεις την πρώτη σου μέθη, σου δίνει κάποιο κουράγιο, κάτι που, όλοι οι θαμώνες που είχαν ναυαγήσει εκεί μέσα, ήξεραν.  Ο κόσμος είχε πάρει μιαν απόσταση απ’ αυτόν, τους έβλεπε όλους σαν σε θεατρική παράσταση, σαν σε κινηματογραφική ταινία. Σηκώθηκε σαν υπνωτισμένος· κάποιος τον καληνύχτισε, αυτός δεν απάντησε, ήξερε πως ότι κι αν έλεγε, κανείς δε θα τον άκουγε, γιατί αυτός είχε φύγει γι’άλλο παραμύθι. Ανέβηκε τη σκάλα και βγήκε στο δρόμο, περπατούσε στη γειτονιά κοιτώντας τα φωτισμένα παράθυρα των σπιτιών. Οι άνθρωποι εκεί μέσα κάτι έλεγαν, κάτι έκαναν, είχαν δουλειές. Άλλοι γύρω απ’το τραπέζι έτρωγαν συζητούσαν ή γελούσαν. Ήταν ένας κόσμος άλλος που αυτός ποτέ δε χάρηκε. Ήταν ο αληθινός κόσμος, που αυτός περνούσε πάντα από δίπλα ποτέ όμως μέσα του. Δάκρυσε.

96    
 Ξάφνου βρέθηκε μπροστά στο σπίτι του παλιού φίλου της νιότης, του Μήτσου που χρόνια είχαν ξεκόψει. Κοντοστάθηκε, στο φωτισμένο παράθυρο. Το σπίτι ήταν ολόιδιο τίποτα δεν είχε αλλάξει. Κάτι τον έσπρωξε να χτυπήσει το τζάμι να φωνάξει: «Μητσάρα»
κι αυτός να πεταχτεί έξω με το περίεργο χαμογελαστό του πρόσωπο, τη μύτη την πλακουτσή που είχε σπάσει στο μποξ και ν’απαντήσει μ’αυτό το ξεκαρδιστικό γέλιο, που έδινε έτσι χωρίς λόγια.
      Χτύπησε αλλά το χτύπημα ήταν χωρίς θόρυβο έκανε μόνο την κίνηση.  Βγήκε όμως η μάνα του Μήτσου η κυρ’Άννα. Ένα “στοιχειό” κάπου ενενήντα χρονών, που ζούσε γυροφέρνοντας στη γειτονιά αλύγιστη στα χτυπήματα της δυστυχίας. Χαμογέλασε, το πρόσωπό της βγήκε μέσα απ’το σκοτάδι του. ―Για σου Μιχαλάκη, τι κάνεις παιδί μου; του είπε. Αυτός τά’χασε, δεν περίμενε να βγει, ήθελε να το βάλει στα πόδια, όπως τότε που σαν πιτσιρίκια πέταγαν πέτρες στα τζάμια και τό’σκαγαν τρέχοντας.  Η φωνή όμως της γριάς ήταν τόσο τρυφερή πού’θελε ξαφνικά να πέσει στην αγκαλιά της να κλάψει. Στάθηκε όμως στο ύψος του δε λύγισε, γύρισε σοβαρός και ρώτησε: τι κάνει ο Μήτσος κυρ’Άννα;  Η γριά τον κοίταξε, δεν εξεπλάγη, ήταν τόσο μεθυσμένος, δεν ήξερε που βρισκόταν.
―Αγόρι μου, του είπε, ξέρεις πως πέθανε. Και μετά σα να μην αποτείνεται σ’αυτόν μουρμούρισε. ―Έχει χρόνια που πέθανε.
     Ο Μιχάλης έφυγε παραπατώντας, όμως πιο κάτω γύρισε πάλι στο φωτισμένο παράθυρο, όπου η γριά καθόταν ακόμα εκεί. Του φάνηκε πως έκλαιγε. Τότε πήρε κι αυτός ένα ύφος περίλυπο, «έτσι ρώτησα» είπε «ρώτησα να βεβαιωθώ, που ξέρεις».  Κι έφυγε παραπατώντας σχεδόν τρέχοντας, σα νά’χε πάλι πετάξει κι άλλη πέτρα σε κάποιο τζάμι.
     Έπεσε πάνω στη Νανά τον παλιό του έρωτα. Αυτή τον έπιασε και τον κράτησε σταθερό, γιατί πια δε μπο-ρούσε να κρατήσει την ισορροπία του.  Πήρε τότε κι αυτή το θάρρος να του πει κάτι που έπρεπε να είχε πει πριν.   Μιλούσε αλλ’αυτός δεν πολυκαταλάβαινε τι έλεγε, γιατί η ζάλη του ήταν μεγάλη. Όμως για χάρη της Νανάς, του μεγάλου του έρωτα, συγκροτήθηκε λίγο. Η Νανά  χωρίς  περιστροφές  του  πρότεινε  να ενώσουν τις μοναξιές τους.  Την κοίταξε και γούρλωσε τα μάτια του, να μην κλείσουν να δει καλά να ξυπνήσει. Τού’ρθαν γέλια. Ξέσπασε. «Καλά λένε» σκέφτηκε «μετά τη μεγάλη κατρακύλα δεν μπορείς να κλάψεις, βάζεις τα γέλια». Γέλια που ήταν και κλάμα, όλο δάκρυα. Ξαφνικά σταμάτησε, πήρε ύφος πολύ σοβαρό, «να η αναγνώριση» είπε «μετά είκοσι έτη». Εννοούσε βέβαια τον έρωτα κι όχι την «επιστημονική καταξίωση».  

                                                                                    97                                                                                     
     Όλα συνέβησαν μαζί και τόσο αργά, που δεν τα άντεχε πια. Ανέβηκε σιγά-σιγά μεθυσμένα το μονοπάτι που πάει για το μνημείο του Φιλοπάππου, όταν έφτασε κάθισε σ’ένα βράχο, είχε για καλά νυχτώσει. Κοίταξε τα φώτα της πόλης. Η Αθήνα είχε μεγαλώσει πάρα πολύ. Ήταν ένα τεράστιο θέατρο. Θυμήθηκε τον «Αόρατο Θίασο», του ποιητή. Προσπάθησε ν’απαγγείλει, δεν του ερχόταν κι όμως ένιωθε τον αόρατο θίασο να πλησιάζει, να είναι παρών. Ξανάρχισε την απαγγελία: «σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη», κατάλαβε ήταν πολύ μεθυσμένος, αλλά ήθελε να πει, άλλα έλεγε κι άλλα καταλάβαινε. Τα μάτια του κλείνανε, ήθελε να βρει μέρος να ξαπλώσει, να πέσει να κοιμηθεί.
    Το άλλο πρωί τον βρήκαν. Είχε πέσει απ’τον γκρεμό που βρισκόταν στο πίσω μέρος του μνημείου, απ’τη μεριά που βλέπει στο Κουκάκι.   Οι εφημερίδες έγραψαν για τον άτυχο μεθύστακα που παραπάτησε κι έπεσε.  Η ασφάλεια απ’το Θ΄Αθηνών που έκανε πραγματογνωμοσύνη, «απέρριψε κάθε εγκληματική περίπτωση αφού απ’τις τσέπες του θύματος δεν φαινόταν να λείπει τίποτα».
Ο Τρότσκυ δεν έμαθε ποτέ για το θάνατο του αδελφού του. Εξάλλου πολύ γρήγορα τον βρήκαν οι φίλοι του νεκρό στο δωματιάκι πίσω απ’ το μαγαζί.  Ήταν σαν να κοιμόταν.       
                    Πέθανε από έμφραγμα.
98

Η Νανά που είχε πενηνταρίσει πια, αποφάσισε να σπάσει τη γκίνια, έβαψε το μαλλί της ξανθό. Οι γυναίκες αλλά και κάποιοι άντρες, έβαφαν το μαλλί τους καστανό ή μαύρο, που ήταν το συνηθισμένο· αλλά ξανθό; Αυτό τότε θεωρείτο πολύ πουτανίστικο, πρόστυχο. Όμως αυτό απέδωσε, “τύλιξε” τον παιδίατρο της γειτονιάς, κύριο Ιορδάνη Μενδώνη.      
     Αυτός ήταν ένα γεροντοπαλίκαρο κάπου 60 χρονών, που είχε τη φήμη του παλιού καζανόβα. Επίσης ήταν σκληρός χαρτοπαίχτης και ιπποδρομιάκιας.  
Η Νανά στα χαρτιά δεν τον ακολουθούσε, στον ιππόδρομο όμως ήταν πρώτη.  
Κάπου-κάπου θυμόταν με νοσταλγία το Μιχάλη τον εφευρέτη.               Δεν τον ξεχνούσε.    
Τη μέρα του θανάτου του, κάθε χρόνο, έκανε μνημόσυνο στ’όνομά του.  


                                                                                    99                                                                                                                                                                                                 



7.                 Η ΜΕΘΗ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ
Η Μαγδαληνή Ασπρογέρακα ήταν από μια φτωχή οικογένεια της Νάξου, δηλαδή ο πατέρας και η μητέρα της δούλευαν σε ξένα χωράφια κι όταν η αγροτική δουλειά τελείωνε, έκαναν άλλες εργασίες στο νησί και συμπλήρωναν τα προς το ζην. Ο πατέρας της ο Αυγουστής έκανε μερεμέτια και βοηθούσε σε οικοδομές, ενώ η μάνα της έκανε χρέη έκτακτης οικιακής βοηθού όταν κάποια νοικοκυρά ήταν έγκυος, άρρωστη ή ήθελε κάτι το οποίο δεν κατάφερνε η ίδια.  Ήταν το 60 που οι γονείς της πήγαν στην κηδεία του θείου της στη Σάμο και στην επιστροφή το καΐκι που επέστρεφαν μετά από μπουρίνι τουμπάρισε και πνίγηκαν τέσσερα άτομα, μεταξύ των οποίων οι γονείς της. Η θαλασσοταραχή ήταν τέτοια που δεν μπόρεσαν να ανασύρουν κανέναν από του πνιγμένους κι έτσι οι τέσσερις χάθηκαν. Η κηδεία τους έγινε εικονικά στην εκκλησία του χωριού. Η Μαγδαληνή που δεν είχε άλλους συγγενείς στο χωριό, πήρε το κομπόδεμα του πατέρα της, που δεν ήταν ευκαταφρόνητο, πήγε στην Αθήνα κι εγκαταστάθηκε σ’ένα καμαράκι τρία επί τρία, σπιτιού δωματίων με κοινή αυλή και δύο κοινές τουαλέτες. Ήταν 17 χρονών πολύ όμορφη αλλ’άβγαλτη όπως ήταν, συνιστούσε, όπως έλεγαν κάποιοι για την ομορφιά χωρίς φυσικό προστάτη, «ευχή και κατάρα», αφού όλοι οι πονηροί θα έπεφταν πάνω της να την κατασπαράξουν.        
   Η πρώτη της δουλειά ήταν στο εργαστήρι γυναικείων εσωρούχων «η Γωγώ». Έτσι ονομαζόταν η συζύγος και ιδιοκτήτη Θεμιστοκλή Προδρόμου, η οποία ήταν και η ψυχή του εργαστηρίου, αφού αυτή ήταν η τεχνήτρα. Ο άντρας της ήταν σαΐνι στην εμπορική συναλλαγή κι ήταν αυτός ο οποίος οργάνωσε το εργαστήρι έτσι που να γίνει μια αλάνθαστη παραγωγική μηχανή ποσότητας και ποιότητας, αφού το γυναικείο εσώρουχο ήθελε τέχνη, κομψότητα, αλλά και κάθε έ-να, συνιστούσε κάποια ερωτική πρόταση.
100
      Είχαν μια κόρη τριαντάρα, τη Δέσπω, που ήταν ο δερβέναγας στο εργαστήρι. Όλα τα έβλεπε και για όλα είχε άποψη, τίποτα δεν της ξέφευγε. Επίσης είχαν κι έναν γιο τον Τάκη, που ήταν εικοσιπεντάρης και ο οποίος είχε πάρει αναβολή λόγω σπουδών (είχε περάσει στη Νομική Αθηνών), τις οποίες όμως σπουδές είχε γράψει στα παλιά του τα παπούτσια. Αμαξάδα, γκομενίτσες, ξενυχτάκια, αφού είχε κι ένα μινικουπεράκι που τότε ήταν πολύ της μόδας.      Η πρόσληψή της έγινε απ’τη Δέσπω, η οποία με τον καιρό είχε παραμερίσει τους γονείς της στο κουμάντο του εργαστηρίου κι οποία ήταν μια ταλαντούχος μοντελίστ που σχεδίαζε και δικά τις μοντέλα εσωρούχων. Η Μαγδαληνή, η οποία από μικρή βοηθούσε τη μάνα της στις μοδιστρικές εργασίες ήταν αρκετά καλή, επειδή εδώ όμως επρόκειτο για «οίκο μόδας», δεν ήταν παίξε γέλασε.  Η Δέσπω, αφού την πέρασε από ένα είδος δοκιμασίας, την προσέλαβε κι αμέσως έδειξε ενδιαφέρον για την εξέλιξή της, την οποίαν λόγω του νεαρού της ηλικίας, της ορφάνιας και της ομορφιάς της, την περιέπτυξε με ιδιαίρετη φροντίδα.
       Υπήρχε όμως πέρα απ’την αξία της Μαγδαληνής και κάποια σκοτεινή πτυχή στα αισθήματα της Δέσπως, η οποία έρρεπε ερωτικά προς το γυναικείο φύλο.  Όταν την πρωτοείδε, αναστέναξε με κάποια ανακούφιση. «Επί τέλους τα τελώνια του έρωτα μου έστειλαν αυτό που είχα θαμμένο στα πιο τολμηρά μου όνειρα». Την ερωτεύτηκε παράφορα, αλλά συγκρατημένα αφού αυτό το πλάσμα θα γινόταν ο άνθρωπός της. Ονειρεύτηκε ότι θα ζούσε για πάντα μαζί της και θα την είχε πριγκιποπούλα της. Είχε όμως αποκτήσει πείρα πια, γιατί οι προηγούμενες σχέσεις της την είχαν διδάξει ότι έπρεπε να μη βιάζεται να δείχνει στο ενδιαφέρον το πάθος της, αλλά να αφήνει τον χρόνο να δουλεύει γι’ αυτήν.

                                                                                 101       
Στην αρχή ασκούσε πάνω της μια ματερναλιστική επαγγελματική αλλά τρυφερή επίβλεψη, έτσι που έδειχνε στη Μαγδαληνή ότι είχε επενδύσει κι ότι περίμενε πολλά απ’αυτήν, αφήνοντας να υφέρπει ότι αυτό δεν ήταν μόνο και μόνο επαγγελματικό, αλλά να αναδύεται κάτι βαθύτερο. Έτσι κάθε μια από τις πολλές φορές που έμεναν μόνες στο εργαστήρι, αφού οι άλλες είχαν σχολάσει, την πλησίαζε φιλικά σιγά-σιγά, δείχνοντας έντεχνα αλλά πολύ ευγενικά ότι η σχέση τους ξεπερνούσε πολύ την επαγγελματική. Της άφηνε να εννοηθεί ότι ήταν η αγαπημένη της μαθήτρια, αλλά κι η άξια αντικαταστάτριά της στον μικρό αυτό οίκο μόδας. Μάλιστα αρκετά απογεύματα συζητούσαν για ερωτικές προτάσεις εσωρούχων, αφού το θέμα δεν ήταν απλά τεχνικό αλλά άπτετο του έρωτα και έτσι της ανθρώπινης ψυχής και της ψυχολογίας.      Όταν λοιπόν η Δέσπω σχεδίαζε τα πρωτότυπα, είχαν φτάσει στην οικειότητα να κάνει το μοντέλο πάνω στο οποίο τα δοκίμαζε κι από κει θα περνούσαν στην καινούρια παραγωγή. Η Δέσπω ήταν ένα δαιμόνιο και ταλαντούχο άτομο, που είχε μιαν ιδιόμορφη ομορφιά, η οποία συνδύαζε τη σοβαρότητα, την γνώση, αλλά και την τρυφερότητα. Έτσι σιγά-σιγά η Μαγδαληνή τυλιγόταν στα δίχτυα του έρωτά της.            Μπορεί η Δέσπω όταν την έβλεπε να πάθαινε ταχυπαλμία απ'τον έρωτα, όμως κρατούσε την ισορροπία και το μέτρο. Ποτέ μα ποτέ δεν παραμέλησε τη δουλειά για το πάθος της.     Κάποιο απόγευμα που συνεργάζοντο μόνες στο ατελιέ, τη ρώτησε με αληθινά τρυφερό ενδιαφέρον για τα προσωπικά της.  Για τα οικονομικά της, για το αν είχε άλλους συγγενείς και τελικά έφτασε στη κατοικία της.  Της είπε με χαριτωμένη αυστηρότητα, ότι ένα "μοντέλο" σαν αυτήν, το οποίο ήταν μάλιστα κι εκκολαπτόμενη "σχεδιάστρια μόδας" δεν μπορούσε να ζει σε μια τρώγλη.  Επέμεινε λοιπόν ότι έπρεπε να της νοικιάσει ένα μικρό διαμέρισμα, στο οποίο, για να μην νιώθει υπόχρεη, θα είχε κι ένα μικρό δικό της σχεδιαστήριο, όπου θα συνεργάζονται κιόλας έξω απ’τον καταθλιπτικό χώρο του εργαστηρίου. Η αυταρχικότητα που το πρότεινε ήταν τόσο τρυφερή που η Μαγδαληνή δεν μπορούσε με τίποτα να αρνηθεί.
102                                                                               
  Είχε αρχίσει να νιώθει αυτό που κι οι άλλες εργάτριες είχαν αντιληφθεί, οι οποίες με διάφορους τρόπους της έδειχναν, ότι υπήρχε κάτι περισσότερο μεταξύ αυτής και της Δέσπως, που δεν μπορούσε παρά να έχει και ερωτική διάσταση. Όλες οι εργάτριες είχαν κρυφά ερωτικά απωθημένα με αυτό το θηλυκό «σατράπη» του εργαστηρίου. Πέρα απ'όλα τ'άλλα όμως, δηλαδή την αυστηρότητα που τους ασκούσε και την ακρίβεια την οποία απαιτούσε στη δουλειά, ό,τι χρειάζονταν ή ό,τι συνέβαινε στη οικογένειά τους, σ’αυτή θα πήγαιναν και δεν ήταν λίγες οι φορές που θα της κλαψούριζαν κιόλας. Αυτή πάντα θα έδινε μια λύση. Έτσι όλα τα κορίτσια, μολονότι ήξεραν το πάθος της, αφού κάποιες φορές την ανακούφιζαν κιόλας, ζήλευαν αυτή την πιτσιρίκα, που όλες ήξεραν ότι την είχε τρελάνει.
      Η Δέσπω είχε επιπλώσει το μικρό δυαράκι με θαυμάσιο τρόπο και μάλιστα είχε φέρει βιβλιοθήκη γεμάτη αξιόλογα βιβλία, τα οποία έκρινε ότι θα ήταν εύκολα κι ευχάριστα για το ταξίδι στη λογοτεχνία που της ετοίμαζε. Επίσης έφερε κι ένα εξαίρετο έπιπλο ραδιοστερεοφωνικό, το οποίο στο κάτω μέρος του είχε θήκες με κλασικούς δίσκους, που θα ήταν ευκολότερα αποδεκτοί στη φτωχή ακόμα αισθητική του κοριτσιού, αλλά και ποιοτικούς λαϊκούς από διάφορα μέρη του κόσμου. Στη βιβλιοθήκη υπήρχαν επίσης πολυτελή βιβλία έργων τέχνης απ’όλα σχεδόν τα μουσεία του κόσμου.  
     Στο διαμέρισμα ακουγόταν συνεχώς θαυμάσια προ-κλασική ή κλασική μουσική την οποία η Μαγδαληνή ποτέ δεν είχε ξανακούσει, αλλά και θαυμάσια λαϊκά τραγούδια από διάφορες χώρες του κόσμου. Την μάγεψε αυτή η μουσική που λίγοι άνθρωποι ήξεραν κι απολάμβαναν.  
      Το διαμέρισμα  είχε  δύο  υπνοδωμάτια,  ένα μικρό

                                                                                  103
σαλονάκι κουζινίτσα κι ένα θαυμάσιο λουτρό. Το ένα υπνοδωμάτιο ήταν της Μαγδαληνής, όπου το κοριτσάκι είχε εντοιχισμένη ντουλάπα για τα ρούχα που η Δέσπω της είχε αγοράσει και τα οποία ήταν τόσα, που δεν μπορούσε να φανταστεί πότε θα τα φορούσε και που θα πήγαινε μ’αυτά. Στο άλλο δωμάτιο, το οποίο ήταν της Δέσπως, υπήρχε ντουλάπα και κρεβάτι, αλλά κι ένα μικρό σχεδιαστήριο, όπου ζωγράφιζε σε φυσικό μέγεθος τα εσώρουχα, κι η μικρή παρακολουθούσε. Όταν τελείωνε κάποιο εσώρουχο, το άφηνε στο καβαλέτο της ζωγραφικής και καθόντουσαν μαζί, κοντά-κοντά στον καναπέ και το έκριναν. Δηλαδή η Δέσπω περίμενε απ’την Μαγδαληνή να κρίνει την αισθητική και την ευρυθμία του εσωρούχου, αφού είχε αρχίσει κιόλας να διαμορφώνει δική της γνώμη. Το εσώρουχο έπρεπε να είναι ωραίο, αλλά συγχρόνως πρακτικό και βολικό. Η Δέσπω ήταν κατενθουσιασμένη με την εξέλιξη της μαθήτριά της, αφού δεν ήταν μόνο ένα θαυμάσιο αντικείμενο του κρυφού έρωτά της, αλλά και μια εκκολαπτόμενη μοντελίστ, στην οποία κάποτε θα άφηνε να ινία του Οίκου.        Όταν η δουλειά τραβούσε αργά το βράδυ, η Δέσπω έπεφτε στο κρεβάτι του δωματίου της και κοιμόταν. Έτσι σιγά-σιγά η παρουσία της έγινε πιο εμφανής αλλά και πιο αναγκαία. Η Μαγδαληνή ένιωθε πολύ καλύτερα με την ματερναλιστική της προστασία. Μάλιστα αυτή είχε αναλάβει όλες τις δουλειές του σπιτιού αλλά και το μαγείρεμα αφού ήταν μια εξαίρετη παραδοσιακή μαγείρισσα. Έτσι σιγά-σιγά, χωρίς καμιά άλλη δικαιολογία ή συζήτηση, η Δέσπω εγκαταστάθηκε στο διαμέρισμα κι άρχισε η συμβίωσή τους. Στο σπίτι της κανείς δεν τόλμησε να της φέρει αντιρρήσεις, αφού με το πατέρα της, μολονότι τον αγαπούσε, είχαν μια αδιόρατη αντιπαλότητα, στην οποία ο πατέρας άφηνε χώρο για χάρη της, η οποία δεν ήταν και τόσο κόρη βέβαια. Μάλιστα η συμβίωσή με τη Μαγδαληνή, είχε δημιουργήσει κρυφές συζητήσεις στη γειτονιά και στο σπίτι. Κανείς όμως ούτε στο σπίτι, ούτε στη γειτονιά δεν άνοιξε το στόμα του, αφού όλοι ήταν δεμένοι με τα δεσμά της γλυκιάς δεσποτείας της.
104
     Μάλιστα κάποιο απόγευμα που ο κύριος Θέμης πήγαινε ν’αράξει στον καφενέ της γειτονιάς με τους φίλους, οι περισσότεροι απ'τους οποίους του είχαν υποχρέωση, πλησιάζοντας στην πόρτα του καφενέ, άκουσε συζήτηση που τον αφορούσε και κοντοστάθηκε. Κάποιος θαμώνας είχε τολμήσει να υπαινιχθεί υπονοούμενα για την την κόρη του Θεμιστοκλή κι ο Γιάννης Καραχάλιος, ο φίλος του, είχε απαντήσει: τι θες να πεις ρε μαλάκα;  Θες να πεις ότι η Δέσπω είναι λεσβία και συζεί με γυναίκα;  Θα σου πω ρε αυτό: Μακάρι και η κόρη μου να έβρισκε έναν άντρα σαν την Δέσπω! Η Δέσπω ρε έχει περισσότερα αρχίδια από όλα τα αντράκια της γειτονιάς. Αυτοί μάλιστα και τ’αρχίδια που έχουν δεν ξέρουν τι να τα κάνουν, τα έχουν για να μαλακίζονται. Ο κύριος Θεμιστοκλής έκανε μια γρήγορη στροφή, για να μην τον δει κανείς και γύρισε για το σπίτι. Δεν μπορούσε να πάει αυτή τη στιγμή στο καφενείο, έπρεπε να περιμένει αυτή η συζήτηση η οποία τον είχε χαροποιήσει τόσο, πρώτα να ξεχαστεί. Στο δρόμο για το σπίτι, από μέσα του βγήκε μετά βίας ένας λυγμός κρυφός δαγκωμένος και τα μάτια του άρχισαν να τρέχουν σαν βρύσες. Ένιωσε τεράστια ανακούφιση. Ναι η Δέσπω του ήταν άντρας. Που όχι μόνο το είχε δείξει στη δουλειά, αλλά και η γειτονιά το ήξερε και το είχε δεχτεί.
        Η μόνη που μπορούσε να της μιλά γι’αυτό της το ατόπημα, ήταν η μάνα της που της είχε φοβερή αδυναμία. Από παιδάκι ήταν ερωτευμένη μ’αυτό το αθόρυβο και σιωπηλό πλάσμα που κρατούσε το σπίτι στην εντέλεια, τα παιδιά της να λάμπουν σαν πριγκιπόπουλα και το εργαστήρι στα μαγικά της χέρια. Όταν σιγά-σιγά πήρε αυτή τα ινία του εργαστηρίου και του σπιτιού, δεδομένης και μιας ασυνείδητης αλλά τρυφερής αντιπαλότητας με τον πατέρα της, ένιωσε αυτή ο άντρας του σπιτιού.
                                                                                 105
Αυτή, για χάρη της μάνας της έκανε κοιλιά και στα καμώματα του αδελφού της, ο οποίος το είχε ρίξει τελείως έξω κι αντί για κάποια εποικοδομητική δραστηριότητα, γλένταγε τη ζωή του. Είχε πει για να γλυκάνει τη μάνα της: ας το αφήσουμε το παιδί να χαρεί αυτό που εμείς δεν μπορέσαμε, εξ άλλου έχει πολύ καιρό ακόμα για δουλειά μπροστά του.  Η μάνα της την πλησίαζε με τρυφερότητα και της ψιθύριζε στ’αυτί: αγάπη μου πρέπει ν’αποκατασταθείς, περνάνε τα χρόνια, βρες ένα καλό παλικάρι.  Η Δέσπω την αγκάλιαζε σφιχτά, πολύ σφιχτά, σαν να ήθελε να την πονέσει από αγάπη κι αφού της έβαζε το πρόσωπο μέσα στις δυο παλάμες της ώστε να μη μπορεί να της ξεφύγει, της έδινε ένα ανάλαφρο φιλί στο στόμα κι έφευγε πειραχτικά γελώντας.
      Τη χαροποιούσε όμως περισσότερο το ότι η Μαγδαληνή ήταν καλλιτεχνικά, δυνητικά πηδούσαμε.  Η Δέσπω ήταν μια γυναίκα ψηλή λεπτή, με πρόσωπο όμορφο αλλά αυστηρό και ντύσιμο σοβαρό. Δεν φο-ρούσε ποτέ κοσμήματα. Γενικά ήταν μια σοβαρή, απρόσιτη προσωπικότητα, αλλά όλες οι κοπέλες, μολονότι την σέβονταν ένιωθαν θαλπωρή στο πλησίασμά της. Ήταν ένα είδος μητέρας θεάς, η οποία κρατούσε το πηδάλιο του εργαστηρίου σφιχτά, έτσι που όλοι ακόμα κι οι γονείς της ένιωθαν την δεσποτεία της. Μολονότι λοιπόν δε συμφωνούσαν με τις ερωτικές προτιμήσεις της, δεν τολμούσαν να την κρίνουν. Σ’ένα μήνα περίπου η κατάσταση είχε πάρει το δρόμο της. Η Δέσπω κι η Μαγδαληνή συζούσαν, κάτι που όλοι το θεωρούσαν πολύ φυσικό και κανείς μιλούσε ούτε αναρωτιόταν γι’αυτό.
       Η ζωή τους είχε πάρει τον ρυθμό που ζούσε η Δέσπω: συναυλίες, εκθέσεις ζωγραφικής, εκδρομές σε περιοχές με αρχαιολογικά μουσεία και κάποιες φορές με παρέες φίλων σε κάποιο καφέ.
 
106    

 Ένα απόγευμα η Δέσπω είχε τελειώσει κάποιο σχέδιο, το οποίο δεν την ικανοποιούσε και ένιωθε κάπως μπαϊλντισμένη απ’τη δουλειά, έβαλε έναν μεγάλο δίσκο με λαϊκά πορτογάλικα ερωτικά τραγούδια, που τόσο πολύ αγαπούσε. Έφερε δυο ποτηράκια ροζέ κρασί, ξάπλωσε στον καναπέ. Τα τραγούδια σκορπούσαν γύρω μιαν αόριστη ερωτική γλυκύτητα που λίγωνε την καρδιά του ερωτευμένου. Η Δέσπω ένιωσε να βρίσκεται σ'ένα ερωτικό σύννεφο κι άπλωσε το χέρι της, τεντώνοντάς το, σαν για κάποια αόριστη επίκληση. Μια επίκληση τρυφερή και χαριτωμένα αυταρχική και τόσο οικεία, την οποία η μικρή ακολούθησε σαν υπνωτισμένη, σαν μαγεμένη.  Χωρίς να το καταλάβει ήπιε το κρασί της, έπεσε δίπλα της και χώθηκε μέσα στη θαλπωρή της αγκαλιάς της. Η Δέσπω της χάιδευε ελαφρά τα μαλλάκια έτσι που η Μαγδαληνή για πρώτη φορά παραδόθηκε ερωτικά χωρίς κανένα φόβο χωρίς καμιά προϋπόθεση, απλά γιατί ένιωθε σαν σε ερωτικό όνειρο. Κάποια στιγμή της έδωσε ένα αδιόρατο και αέρινο φιλάκι στο λαιμό, αφού όπως το κοριτσάκι είχε γείρει επάνω της, αυτός είχε αποκαλυφθεί σαν ένας μικρός ακατανίκητος πειρασμός. Αυτό ήταν! Από κείνη τη στιγμή, ήταν σαν να ξεκίνησε ένας αδιόρατος ερωτικός μηχανισμός, ο οποίος στη αρχή βάδιζε με μια ανάλαφρη τρυφερότητα, αλλά στη συνέχεια ξέσπασε σ’ένα βίαιο ερωτικό πάθος. Ένα πάθος κρυμμένο που βρήκε το δρόμο να αναβλύσει εκρηκτικά.   Η Δέσπω σηκώθηκε και την άρπαξε μέσα στη αγκαλιά της σαν πούπουλο και αφού τη μετέφερε στο κρεβάτι την γύμνωσε βίαια.  Η μικρή είχε παραδοθεί, τα ματάκια και το στοματάκι της ήταν μισάνοιχτα σαν να ήταν σε ένα απόμακρο ηδονικό όνειρο, το οποίο δεν ήταν ακριβώς αυτή που το ζούσε, αλλά κάποια άλλη σε κάποιον άλλο κόσμο. Ένιωθε τόσο τρυφερά αδύναμη στα χέρια αυτού του απόκοσμου όντος, που δεν μπορούσε να συμμετάσχει ενεργητικά, είχε απλά παραδοθεί σ’αυτό το αυταρχικό ηδονικό νέφος. Ήταν έτοιμη και περίμενε τα πάντα, και μάλιστα ακόμα κι αυτά που δεν γνώριζε ότι μπορούσαν να της συμβούν.
                                                                                  107
Η Δέσπω δεν αρκέστηκε να χαρεί αυτό της το όνειρο και να βρεθεί μαζί με αυτό το θαυμάσιο πλάσμα σε οργασμό, αλλά ένιωσε την ανάγκη να την κάνει τελείως δική της, έτσι την διακόρευσε κιόλας. Ένιωσε την εξουσία του ανδρός, στην πρώτη μέρα του γάμου, πάνω στο αβοήθητο ερωτικό του θήραμα. Την κρατούσε εκεί κάτω από τη θωπευτική αγκαλιά της κι Μαγδαληνή ένιωθε κατακτημένη κι εγκαταλελειμμένη στα βελουδένια δεσμά του ισχυρού. Ένιωσε ότι αυτό το απόκοσμο πλάσμα ήταν πια ο άντρας της.
       Φαίνεται ότι όλη αυτή η ερωτική καταιγίδα που ξέσπασε, εξελίχθει αστραπιαία, αφού ο δίσκος συνέχιζε να παίζει και τα τραγούδια συνέχιζαν ακόμα να ακούγονται. Εκείνη τη στιγμή απ’το μυαλό της Δέσπως πέρασε η ρήση του Λάο Τσέ: «Η μεγάλη καταιγίδα θα κρατήσει λίγο», έτσι κι καταιγίδα του έρωτά τους, ενώ ξεκίνησε δειλά και τρυφερά, ξέσπασε για λίγο βίαια και μετά ξαναγύρισε στη γαλήνη που πάντoτε ακολουθεί την καταιγιστική βιαιότητα. Είχαν χαθεί σ’ένα όνειρο και τώρα σαν εξουθενωμένες, είχαν αγκαλιά παραιτηθεί σ’ένα χτυποκάρδι που συνέχιζε να τις λαχανιάζει.
      Κρατούσε  αυτό  το θαυμάσιο  πλάσμα  ολόγυμνο στην αγκαλιά της και μολονότι είχαν φτάσει σε οργασμό, ξαπλωμένες σε ένα καταλυτικό σύννεφο που τις είχε διαλύσει σωματικά, περίμεναν να τελειώσει αυτή η θαυμάσια ερωτική μουσική με την οποία είχαν αρχίσει.
      Η Δέσπω σηκώθηκε πρώτη κι έκανε ένα ντουζ. Όταν γύρισε ντυμένη και σοβαρή, ήταν πάλι η μητέρα θεά, η φιγούρα της οποίας, μολονότι αγαπημένη έμοιαζε και λίγο απρόσιτη.  Η Μαγδαληνή δεν είχε σηκωθεί ακόμα, δεν ήθελε να τελειώσει αυτή της η ευτυχία.  Η Δέσπω έγειρε δίπλα της και την φίλησε. Μετά απροσδόκητα ξέσπασε σε κλάμα. Ένα κλάμα απροσδόκητης ευτυχίας.

108
     Ο Τάκης, ο χαϊδεμένος γιος της μαμάς του και κατ’ ανάγκην της Δέσπως, είχε περάσει στη νομική, αλλά στην πορεία και μολονότι είχε φτάσει στο πτυχίο, είχε σχεδόν εγκαταλείψει τη σχολή. Είχε δική του γκαρσονιέρα, δικό του αμαξάκι κι επιδίδετο στη τέχνη του ξελογιάσματος των κοριτσιών. Τους έδειχνε τον παράφορο έρωτά του, τους έταζε γάμο κι όπως ήταν φανερό ότι ανήκε σε πλούσια οικογένεια, είχε διακορεύσει όλα τα χωριατοκόριτσα που κατέφθαναν στη σχολή και δεν είχαν ακόμα γνωρίσει το ποιον του.    Η μάνα του, αφού είχε αποδεχτεί τη ζωή της κόρης της, δεν είχε πια άλλον καημό, από την συμπεριφορά του γιου της. ―Αγόρι μου του έλεγε, όποτε τον έβλεπε, δε με νοιάζει για τη σχολή, παράτα την, έχεις δουλειά. Βρες μια συμμαζεμένη κοπελίτσα που να σ’αρέσει να την παντρευτείς, να κάνεις το στρατιωτικό σου και να έλθεις εδώ στη δουλειά σου.    ―Μάνα δε βρίσκω, όλες είναι πουτάνες, βρες μου εσύ μία καλή κι εγώ θα σου κάνω το χατίρι.
Ο Τάκης είχε ακούσει από φίλους για το γκομενάκι της Δέσπως. Κάποια μέρα λοιπόν που είχε μιαν έκτακτη ανάγκη για λεφτά, πήγε στο ατελιέ. Τάχα να δει τι γίνεται και να δώσει χαρά στη μάνα του ότι δείχνει ενδιαφέρον.  Είδε σε μια μηχανή ένα πλάσμα θαυμάσιο που τον καθήλωσε.  Γύριζε γύρω-γύρω τάχα να δει πως δουλεύουν τα κορίτσια, αλλά το μάτι του λοξά και πονηρά περιεργαζόταν τη Μαγδαληνή. Κάποια στιγμή η Μαγδαληνή, η οποία ούτε που τον είχε προσέξει, σηκώθηκε δίπλωσε την παραγωγή που είχε συσσωρευτεί και την τοποθέτησε στα ανάλογα ράφια. Όταν την είδε όρθια να κινείται, τού'ρθε κατακεφαλιά. Αυτή δεν είναι γκόμενα σκέφτηκε, αυτή είναι ο έρωτας. Τώρα μάλιστα! αν ήθελαν όλοι στην οικογένεια να νοικοκυρευτεί, έπρεπε να του τη δώσουν. Βέβαια ήξερε ότι ήταν το αγαπημένο γκομενάκι της Δέσπως, αλλά εδώ δεν μιλάμε για γκομενάκι αλλά για τον παθιασμένο του έρωτα.
                                                                                 109
Εκείνη τη μέρα ο κόσμος του άλλαξε, φόρεσε το κουστούμι, το οποίο φορούσε μόνο στις εξετάσεις του πανεπιστημίου και πήγε σπίτι του με κόκκινα τριαντάφυλλα, σαν να πήγαινε να ζητήσει το κορίτσι σε γάμο από την μάνα της. Οι γονείς του παραξενεύτηκαν αλλά αυτός τους εξήγησε: Θέλετε να τελειώσω τη σχολή, να παντρευτώ, να πάω στο στρατό και να νοικοκυρευτώ; Θέλω αυτό το πλάσμα. Προσέχτε αυτό δεν είναι κάποιο απ’τα καπρίτσια μου. Μ’αυτό το πλάσμα βρήκα τον εαυτό μου, αν δεν την πάρω δεν ξέρω τι θα κάνω.   Ο πατέρας του, που είχε πια αποδεχτεί τη ζωή της Δέσπως και που ενδόμυχα ήταν περήφανος γι’αυτήν κι ήταν μάλιστα περήφανος ακόμα γιατί, ανάμεσα σε τόσους άντρες αυτή είχε κατακτήσει αυτό το θαυμάσιο πλάσμα, αντέδρασε. ―Άντε πάλι του είπε, ποτέ μα ποτέ δεν θα κάνεις κάτι που να μην φέρει προβλήματα στο σπίτι μας. Ό,τι κάνεις πρέπει πάντα να μας πονάει; Ο Τάκης δεν το περίμενε, θεωρούσε ότι η πρότασή του ήταν όχι μόνο η καλύτερη για όλους, αλλά και η πιο λογική.  Μάλιστα ισχυρίστηκε ότι αν η Δέσπω χάσει αυτό το κορίτσι, ίσως απογοητευτεί απ’τις γυναίκες και προσγειωθεί σε κάποιον άντρα. Αυτό θα είναι καλό γι’αυτήν, καλό για το κοριτσάκι που το έχει διαφθείρει, καλό γι’αυτόν και βέβαια καλό για τα μάτια όλης της γειτονιάς. ―Είναι η πρώτη φορά που εγώ φέρομαι λογικά και κοινωνικά μετρημένα κι εσείς μου το αρνείστε.
     Η αλήθεια είναι ότι ο Τάκης για πρώτη φορά ήταν μέσα στα όρια της λογικής και του απολύτως ηθικά σωστού κι αυτοί ξαφνικά βρέθηκαν μπροστά σε κάποιο εσωτερικό δισταγμό να κάνουν το πρέπον. Ένιωσαν ότι η δεσποτεία της κόρης τους δεν ήταν πια μόνο πάνω στην εργασία, αλλά είχε απλωθεί και στη  συμπεριφορά όλων. Είχε εισέλθει μέσα τους, έτσι που δεν τολμούσαν ακόμα και να της μιλήσουν. Δεν είπαν τίποτα. Ούτε ναι ούτε όχι. Ο Τάκης κατάλαβε ότι δεν θα τολμούσαν. Από κείνη τη στιγμή κάτι έσπασε μέσα του, άραξε στο δωμάτιό του και δεν ξαναβγήκε.  Το αυτοκίνητο, η γκαρσονιέρα, η σχολή κι οι φίλοι δεν τον ξαναείδαν.

110
       Στην αρχή όλα έγιναν απλά, χωρίς μελόδραμα, έτσι που κανένας δεν φαντάστηκε πως ήταν κάτι σοβαρότερο. Ο Τάκης έτρωγε και καθόταν στην πολυθρόνα του ακούγοντας μουσική χωρίς να λέει ή να κάνει τίποτα άλλο. Στο μήνα επάνω, η μάνα του που είχε πιο ευαίσθητες κεραίες κι ένιωθε μιαν έντονη ανησυχία, τον πλησίασε. Αυτός πολύ απλά απάντησε ότι κατάλαβε το λάθος του. ―Η Ζωή τρέχει και συνεχώς αλλάζει, έτσι πρέπει να βρίσκουμε πάντα αυτό που ταιριάζει εκείνη της στιγμή, γιατί αν αργήσουμε φεύγει και χάνεται.  Μάνα εγώ είχα το μυαλό μου αλλού κι έτσι έχασα το τρένο, άργησα πολύ.  Και για πρώτη φορά στη ζωή του έπεσε πάνω στην αγκαλιά της μάνας του και έκλαιγε με λυγμούς σαν μικρό παιδάκι. Η μάνα του πάνιασε, κατάλαβε ότι είχε μπροστά της την καταστροφή, αφού δεν θα άφηνε το πράγμα έτσι. Όχι μόνο θα μιλούσε στη Δέσπω, αλλά ακόμα θα της ασκούσε πίεση, θα τραβούσε τα πράγματα στα άκρα κι όπου έβγαινε.  Η Δέσπω θα έπρεπε να κάνει το σωστό και να υποχωρήσει.
     Όταν αποφάσισαν να μαζευτούν γύρω απ’το τραπέζι για να κάνουν αυτή τη συζήτηση, ήταν παρούσα κι η Μαγδαληνή. Η συζήτηση μολονότι την προσέβαλλε, αφού κανείς δεν την ρώτησε γι’αυτό που άμεσα την αφορούσε, συγχρόνως ένιωσε ότι η παρουσία κι η ευτυχία της, τους είχε προξενήσει τέτοιο άλγος, που διέλυε το σπίτι τους. Κάποια στιγμή, κι ενώ όλοι ήταν απησχολημένοι με τη διαμάχη τους, η Μαγδαληνή γλίστρησε αθόρυβα κι έφυγε.  Πήγε στο διαμέρισμα, πήρε τα αναγκαία σε μια βαλίτσα και χάθηκε.
Η Δέσπω της είχε ανοίξει βιβλιάριο τραπέζης, στο οποίο είχαν μπει οι μισθοί ενός ολόκληρου χρόνου κι αφού  δεν είχε  καθόλου έξοδα,  είχαν μαζευτεί  πολλά

                                                                                  111
λεφτά, κι έτσι τουλάχιστον για αρκετό διάστημα ήταν εξασφαλισμένη οικονομικά. Άλλαξε γειτονιά. Πήγε σε μια γκαρσονιερίτσα μιας παλιάς πολυκατοικίας στο Παγκράτι, που ήταν μια πυκνοκατοικημένη και πολυσύχναστη περιοχή κι όπου εκεί κανείς δε θα την αναζητούσε.  Ήταν απαρηγόρητη και για αρκετό διάστημα έκλαιγε. Είχε μείνει κλεισμένη στην γκαρσονιέρα δεκαπέντε μέρες. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Μήπως η πράξη της ήταν υπερβολική; Μήπως έπρεπε να φερθεί με μεγαλύτερη ωριμότητα; Δηλαδή να έβρισκε κρυφά απ’την οικογένεια τη Δέσπω και να συνέχιζαν χωρίς να το ξέρει κανείς; Βέβαια αν ήταν μια πεπειραμένη γυναίκα, φυσικά αυτό θα έκανε. Δεν θ’άφηνε για το καπρίτσιο του γιόκα τους, να χαθεί αυτή η αγάπη. Δεν το τόλμησε. Έμεινε κλεισμένη έως ότου τελείωσαν οι προμήθειες και τα δάκρυά της. Ακόμα άρχισε να νιώθει ότι έπρεπε ν'απελευθερωθεί από τον κλοιό ακόμα κι αυτής της αγάπης. Κάποια στιγμή, το πρόσωπό της άλλαξε, σηκώθηκε αποφασιστικά, έκανε ένα μπάνιο, φόρεσε κάτι απλό, βολικό αλλά και κομψό για το δρόμο και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Έβλεπε έναν άλλον άνθρωπο, μιαν άλλη Μαγδαληνή. Το πρόσωπό της έχει μιαν ολοφάνερη εγκατάλειψη, αλλά είχε μια πρόωρη ωριμότητα και μια τρυφερή σκληρότητα, κάτι σαν αδιαφορία για ό,τι μπορεί να συμβαίνει γύρω της.  Αυτό της δημιουργούσε μια αίσθηση ελευθερίας, μιας ελευθερίας ακόμα κι απ'τον ίδιο της τον εαυτό. Όλες οι αρχές της, ένιωθε ότι έπρεπε να αναθεωρηθούν. Εκεί έξω, υπήρχε μια συνεχής έκρηξη ενός κοσμικού γίγνεσθαι κι αυτή μυξόκλαιγε για έναν χαμένο της έρωτα. Τόσο κακομοίρα ήταν; Ένιωσε ότι αυτό έπρεπε άμεσα να αλλάξει.  Βγήκε στο δρόμο κι έκανε μια βόλτα στα μαγαζιά.  Σε κάποια ζήτησε δουλειά.  Όπου υπήρχαν γυναίκες δουλειά δεν υπήρχε, όπου ήταν άντρες, μαζί με τη δουλειά υπήρχε και μια γλοιώδης τρυφερότητα, η οποία την απωθούσε. Όσοι άντρες ήταν γλυκομούρηδες, δηλαδή ένιωθαν όμορφοι και τσέπη τους δεν ήταν άδεια, κορδώνονταν σαν κοκοράκια και της μιλούσαν καμαρώνοντας, σα να κοιτάζονται στον καθρέφτη. Οι μεσόκοποι βαψομαλλιάδες και μάλιστα αυτοί που είχαν φράγκα, ήταν ακόμα χειρότεροι, άπλωναν χέρι.  Έτσι τά’μπλεξε μ’ένα λεβεντόπαιδο, λίγο αλητάκι, που δούλευε σαν αποθηκάριος σ’ένα κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων εκεί στη γειτονιά.

122
       Αυτός της συνέστησε να πάει στην κυρία Βάσω, η οποία ήταν ιδιοκτήτρια του μαγαζιού, αλλά να μην της αναφέρει το όνομά του. Εξ άλλου αφού έραβε, η κυρα-Βάσω την είχε ανάγκη. Η Μαγδαληνή θα της ήταν πολύ χρήσιμη αφού όχι μόνο θα ήταν πωλήτρια, αλλά και θα προσάρμοζε τα φορέματα στο σώμα των αγοραστριών. Την προσέλαβε δοκιμαστικά, για να δει στην πράξη τη μοδιστρική της.  Της άρεσε πολύ, όμως δεν την έβγαζε στο χώρο των πωλήσεων γιατί ήταν όμορφη κι αυτό θα δημιουργούσε πρόβλημα στις κυρίες με τους άντρες τους. Έτσι η Μαγδαληνή βρήκε την ησυχία της. Πήγαινε στις οκτώ κι έφευγε στις τέσσερις, συνεχές ωράριο. Αφού τα σημεία ραφής στις μετατροπές που είχαν μεγάλη σημασία, τα όριζε η κυρία Βασώ και της κατέβαζε στο υπόγειο τα φορέματα να τα ράψει. Η Μαγδαληνή συναντιόταν δύο φορές τη βδομάδα με το φίλο της τον αποθηκάριο, τον Σταύρο Χριστόπουλο και τον φιλοξενούσε στο σπίτι της. Τα πράγματα ήταν απλά, ούτε η Μαγδαληνή ήθελε γάμο, ούτε αυτός, αφού ήταν μπατίρι, έτσι έκαναν έρωτα δυο φορές τη βδομάδα και δεν είχαν άλλη σχέση. Ό-που ήθελε πήγαινε μόνη της, αφού ο Σταύρος μολονότι είχε πολύ χιούμορ, ήταν στουρνάρι από κουλτούρα.  Ο Σταύρος έκανε χοντρή λαϊκή πλάκα και δεν φοβόταν να αυτοσαρκάζεται κιόλας.  Η πλάκα του όμως, που ήταν πάντα πειραχτική, για την κυρα-Βάσω, τα κορίτσια που δούλευαν εκεί και το γιόκα της, το αφεντικό, ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό, δεν περιελάμβανε ποτέ τη Μαγδαληνή. Ήταν φανερό ότι έτρεφε βαθύτερα αισθήματα γι'αυτήν, αλλά είχε τον ρεαλισμό να μην τα εκδηλώνει. Ήταν θαυμάσιο και του αρκούσε, αυτό το θεϊκό πλάσμα να κάνει το κέφι της επάνω του. Ήταν ένα δώρο κάποιου άγνωστου σ’αυτόν θεού κι έσπαγε το κεφάλι του να βρει ποιος ήταν.
                                                                                 113
Η Δέσπω κλείστηκε στον εαυτό της, κι ο Τάκης άλλαξε ζωή, χώθηκε στο εργαστήρι κι από εραστής έγινε βιοτέχνης. Όλα φαινόντουσαν τόσο ήρεμα! Ενημέρωσε το αδελφό της για όλα τα μυστικά της δουλειάς κι αφού αυτός σε λίγο χρόνο είχε καταρτιστεί σε όλα, παραιτήθηκε από τη δουλειά κι έφυγε. Είχε ένα αρκετά μεγάλο ποσό στην τράπεζα κι έτσι δεν είχε οικονομικό πρόβλημα. Εν τω μεταξύ βρήκε και δουλειά σ’έναν εκδοτικό οίκο ο οποίος ειδικευόταν στη ποίηση κι έτσι με μια ευχάριστη δουλειά μπόρεσε να συνεχίσει ήρεμα τη ζωή της. Είχε όμως κάπως λοξέψει. Πήγαινε σε γυναικεία μοναστήρια κι είχε δημιουργήσει φιλίες με καλλιεργημένες μοναχές. Κάποιες φορές, όταν τις βοηθούσε στη ραφή αναγκαίων ενδυμάτων κι εσωρούχων, κοιμόταν εκεί. Τελικά κατέληξε σ’ένα μικρό μοναστήρι εντός Αττικής και πολύ κοντά στη Αθήνα, όπου παρά τον κανόνα και τις συνήθειες του μοναστηριού, κατοικούσε εκεί και συγχρόνως πήγαινε από κει στη δουλειά της.  Η Ηγουμένη ήταν μια μεσόκοπη κυρία πολύ καλλιεργημένη, που είχε ακολουθήσει το μοναστικό βίο λόγω μεγάλης ερωτικής απογοήτευσης. Οι δύο γυναίκες κόλλησαν. Η Ηγουμένη απεδείχθει άτομο υψηλής κουλτούρας. Ήταν απομονωμένη στο κελί του κρυφού της κόσμου, όπου καμιά μοναχή δε μπορούσε να εισβάλλει. Άκουγε κλασική μουσική, είχε δική της μυστική βιβλιοθήκη κι αγιογραφούσε θαυμάσια.  Έκανε ακριβώς αυτό που θα ήθελε και μπορούσε να κάνει κι η Δέσπω. Στην αρχή, επειδή είχε εξαιρετικό χέρι, άρχισε να αγιογραφεί κάτω απ’τις οδηγίες και στη σκήτη της Ηγουμένης Αγαθής. Οι δύο γυναίκες ενώθηκαν με μια υψηλή φιλία η οποία περιείχε τεράστιο αλληλοσεβασμό.  Μάλιστα κι οι δύο άνοιξαν την καρδιά τους, έτσι που και οι δύο γνώριζαν το πάθος του έρωτα το οποίο τις είχε οδηγήσει στη Μονή.
114
Η Δέσπω ονομάστηκε Αρετή κι εντάχτηκε στο τάγμα, αλλά η Αγαθή, η Ηγουμένη την έλεγε κρυφά Υπατεία.  Αυτό ήταν το μυστικό τους. Οι δύο γυναίκες μολονότι είχαν δεχτεί το νέφος της ιερότητας της χριστιανικής πίστης, παράλληλα και μυστικά θαύμαζαν την ελληνικότητα η οποία ήταν παγανιστική. Η Αγαθή είχε γράψει κάποιο θαυμάσιο σύγγραμμα για την Υπατεία, στο οποίο έκανε σφοδρή κριτική στον χριστιανισμό εκείνης της εποχής.   Η Αρετή, η οποία είχε σχέση με εκδόσεις, πρότεινε στην Αγαθή να παρουσιάσουν το βιβλίο με κάποιο αντρικό ψευδώνυμο. Το βιβλίο εκδόθηκε με μεγάλη επιτυχία. Το όνομα του συγγραφέα ήταν Θεόφιλος Βάρδας.  Ο Θεόφιλος Βάρδας ήταν ο ήρωας κάποιου μεγάλου μεσαιωνικού μυθιστορήματος με τον τίτλο «Η Μαρία η Αιγυπτία».
      Η ζωή των δύο γυναικών στο μοναστήρι ήταν προ-κλητική, αφού οι δύο γυναίκες εκοιμούντο στον ίδιο κοιτώνα κι ευρίσκοντο συνεχώς μαζί. Ακόμα παρά την ιεραρχία που προϋπήρχε, η Αρετή έγινε το δεξί χέρι της ηγουμένης, η οποία πια δεν μιλούσε με καμιά μοναχή, αλλά όταν περιφέρετο στο μοναστήρι, ήταν σαν να βρίσκεται σ’άλλο κόσμο, σαν να υπνοβατούσε.  Μάλιστα, μολονότι κάποιες μοναχές θεωρούσαν τη ζωή της βέβηλη, οι περισσότερες ένιωθαν ότι είχε αγιάσει κι όταν περνούσε γονάτιζαν και την προσκυνούσαν.
     Η Δέσπω παρ’όλο το νεαρό της ηλικίας της, δεν είχε σαρανταρίσει ακόμα, είχε ανέβει την κλίμακα της ιεραρχίας σκανδαλωδώς.  Ήταν το άλλο πρόσωπο της ηγουμένης κι όλες οι μοναχές μόνο μ’αυτήν επικοινωνούσαν. Βέβαια η έμπειρη μοναχή Γεσθημανή η οποία ήταν τυπικά η επίκουρος της ηγουμένης, συνέχιζε ν’ασκεί τα καθήκοντά της, παίρνοντας εντολές από  την νεαρά μοναχή Αρετή. Αυτό μολονότι η Γεσθημανή και κάποιες άλλες μοναχές έκριναν απαράδεκτο, το αποδέχονταν προσωρινά, αλλά το κρατούσαν και σαν όπλο, όταν θα έπρεπε να δώσουν λόγο στην ιεραρχία.   
                                                                                 115
Αυτό βέβαια το ήξερε η ηγουμένη, αλλά δεν φοβόταν κανέναν, αφού είχε ισχυρούς δεσμούς με κυρίες υψηλά ιστάμενες στην κοινωνική πυραμίδα.  Μάλιστα έλεγαν ότι η πρώην υπουργός και συγγραφεύς διεθνούς ακτινοβολίας κυρία Πηνελόπη Μπακρατσά, όταν ένιωθε την ανάγκη να ανοίξει τη ψυχή της, σ’αυτήν πήγαινε κι εξομολογείτο. “Εξομολογείτο”, ήταν μια τυπική λέξη, η οποία δεν εκπροσωπούσε την ουσία αυτής της πρακτικής. Θα τις μιλούσε για τα σχέδιά της, για τους πόθους της, για τα λάθη της ή ακόμα και για τις κακίες της. Της ζητούσε την συμβουλή και για θέματα του υπουργείου όταν ήταν εν δράσει. Ακόμα ήταν πολλές καλλιεργημένες κυρίες της επιστήμης, των τεχνών, της πολιτικής και διακεκριμένες στην οικονομική πυραμίδα που ένιωθαν αυτή την ανάγκη. Είχε λοιπόν τεράστια δύναμη για να μπορέσει να σηκώσει κεφάλι η Γεσθημανή κι οι μοναχές της.  Η Γεσθημανή είχε βέβαια κάνει κάποια κουβέντα με τον ιερέα πατέρα Αρτέμιο, ο οποίος λειτουργούσε στον ναό της μονής κι ασκούσε το καθήκον του συνδέσμου με την Αρχιεπισκοπή, αλλά κι αυτός της συνέστησε προς το παρόν τη σιωπή, αφού η Αρχιεπισκοπή ήξερε αλλά περίμενε τη σωστή στιγμή.
Η κυρία Βάσω, δηλαδή τ’αφεντικό της Μαγδαληνής, είχε έναν γιο που ουσιαστικά είχε αναλάβει την λειτουργία του μαγαζιού και την επιτήρηση των εργαζομένων. Αυτός άνοιγε το μαγαζί, αυτός διακοσμούσε τις βιτρίνες κι αυτός τελικά ολοκλήρωνε τις συζητήσεις με τους πελάτες, οι οποίοι ήθελαν κάτι περισσότερο από το εμπόρευμα ή όταν ο υπάλληλος έπρεπε να πάρει απόφαση που αφορούσε σημαντική έκπτωση. Ο κύριος Δημήτρης ήταν σαραντάρης, τυπικό αφεντικό, αλλά με καλούς τρόπους, οι οποίοι δεν αφορούσαν μόνο στους πελάτες, αλλά και στο προσωπικό. Οι μισθοί που έδινε βέβαια ήταν χαμηλοί. Ο κύριος Μίμης όμως δεν έμπλεκε την δουλειά με την διασκέδαση, εκτός που ήτανθρήσκος και κάθε Κυριακή αγκαζέ με την κυρία Μαμά του πήγαιναν στην εκκλησία. Ποτέ μα ποτέ δεν άσκησε το παραδοσιακό δικαίωμα του αφεντικού να τα ρίχνει στα κορίτσια που είχε υπό την δεσποτεία του. Ο κύριος Μίμης όμως είχε κάποιο ελάττωμα.
116
Ήταν άσχημος και το ήξερε. Έτσι δεν διακινδύνευε φλερτ αλλά ούτε έταζε γάμο για να επωφελείται από τα κορίτσια. Σαν τίμιος άντρας, πήγαινε μια φορά τη βδομάδα στο οίκο ανοχής όπου τα κορίτσια ήταν επαγγελματίες και δεν τις ένοιαζε η ομορφιά άλλα το χρήμα. Και μάλιστα μ’έναν πελάτη ο οποίος πάντα σαν τζέντλεμαν, άφηνε κάτι ιδιαιτέρως στο μαγικό χεράκι της μικρής πόρνης που φρόντιζε να ανακουφίσει το ταμπεραμέντο του. Όταν λοιπόν είδε την Μαγδαληνή είπε στη Μάνα του: Μάνα μια γυναίκα πέφτει κι σε μένα, ας είναι η Μαγδαληνή.  Η Μάνα του, η οποία φυσικά τον λάτρευε, πλησίασε την Μαγδαληνή και την πληροφόρησε ότι άνοιξε η τύχη της.  Η Μαγδαληνή όμως την πληροφόρησε ότι είχε ήδη κάνει δεσμό με τον Σταύρο τον αποθηκάριο. Η κυρία Βάσω τον είχε προσλάβει αφού ήταν γιος της φίλης της και ήταν κάπως προστατευόμενός της. Ήταν μια καλοζωισμένη εξηντάρα που είχε τις ανάγκες της και τον χαρτζιλίκωνε χοντρά, όταν κάποιες, φορές της έσβηνε τους καημούς και της απάλυνε τη μοναξιά. ΄Οταν η Μαγδαληνή της εξήγησε το λόγο της άρνησής της, η κυρία Βάσω χωρίς δεύτερη κουβέντα τους απέλυσε και τους δύο.
Ο Σταύρος της έγινε βεντούζα κι είχε εγκατασταθεί στο διαμέρισμά της.  Έτσι τις ώρες που η Μαγδαληνή έψαχνε για δουλειά, αντί κι αυτός να κάνει το ίδιο, άραζε στα σφαιριστήρια κι έτρωγε το χαρτζιλίκι που του έδινε για να κινείται προς αναζήτηση δουλειάς και κοπροσκύλιαζε.   Ήταν όμως πάλι ο Σταύρος που της βρήκε δουλειά σερβιτόρας σ'ένα στέκι μηχανόβιων, στο οποίο κάπου κάπου πήγαινε κι αυτός με της σαραβαλομηχανή του.  Η Μαγδαληνή που είχε αλλάξει πια κι ήθελε η δουλεία της να είναι περιπέτεια κι εμπειρία, δηλαδή παίγνιο ζωής, καταχάρηκε. Μακριά πια! Έξω και μακριά οι βελόνες κι κλωστές. Ούτε να τις ακούσει δεν ήθελε.
                                                                                117
     Η Μάγδα όπως την ονόμασε το συνάφι, έγινε στα γρήγορα η ψυχή της παρέας, τα μαγκάκια έκοβαν φλέβα γι’αυτήν αλλά κανείς δεν άπλωσε χέρι πάνω της.       Αυτά τα παιδιά, οι μηχανόβιοι, ζούσαν σαν  σπουργίτια. Δεν έκαναν σχέδια και δεν το έπαιζαν κάποιοι, το μόνο που τους ένοιαζε ήταν που θα πάνε τις Κυριακές εκδρομή με τις μηχανές. Ήταν τόσο ξένοιαστη κι ανοιχτόκαρδη αυτή η παρέα, που δεν άργησε η ώρα, όταν ήταν στο κέφι, να ενδίδει σε κάποιο αγόρι, έτσι φιλικά.  Σιγά σιγά όμως σχεδόν όλοι οι φίλοι είχαν και μια μικρή, αλλά σημαντική ερωτική περιπέτεια μαζί της. Είχαν κάνει κρεβάτι. Αυτό όμως ενώ στην αρχή ηδονικό παιχνίδι, σιγά-σιγά άλλαζε μορφή κι όταν κάποιος ήθελε επιτατικά γυναίκα της την έπεφτε. Η Μάγδα άρχισε να βαριέται αυτήν την κατάσταση, εξάλλου φίλοι-φίλοι, αλλά αυτό ήταν προσβλητικό. Τη λύση έδωσε ο Σταύρος, που τουλάχιστον ήταν κι ο επίσημος εραστής της, αλλά ο οποίος ποτέ δεν της έδειξε στοιχεία κτητικότητας. Ήταν μαζί του απλά γιατί τον γούσταρε και μπορεί αύριο ν’άλλαζε γνώμη. Πήγε λοιπόν, με τη συγκατάθεση της Μάγδας, ένα απόγεμα που ήταν όλη η παρέα εκεί κι ξηγήθηκε: Παιδιά, φίλοι-φίλοι, αλλά όποιος θέλει κρέας, πρώτα τον μπερντέ. Δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ, όποιος ήθελε κρεβάτι, πρώτα τα λεφτά. Μάλιστα για να μην τους κακοφανεί στην αρχή,  το ποσό ήταν πολύ προσιτό. Έτσι και η παρέα δεν έσπασε και ο Σταύρος με τη Μάγδα, έβαζαν ένα πολύ καλό χαρτζιλίκι. Είχε πείσει εύκολα τη Μάγδα, πως αυτό ήταν ένα σκοτεινό ερωτικό παίγνιο κι αν ήθελε μπορούσε να πειραματιστεί μ’αυτό. Ο Σταυρός όμως σιγά-σιγά ανέβαζε το ποσό, αλλά συγχρόνως έφερνε στο σπίτι της και φίλους, οι οποίοι μετά το γλεντάκι μπορούσαν να κάνουν και κρεβάτι με κάποιο αξιοσέβαστοστο ποσό αν ήθελαν. Εξ άλλου εκεί δεν είχαν πάει να γαμήσουν αλλά να γλεντήσουν, για τα πάρα πέρα όμως έπρεπε να πέσουν.
118
  Αυτό δεν άρεσε στη Μάγδα, το θεωρούσε τραβηγμένο, αφού ό,τι είχε συμβεί με την παρέα των μηχανόβιων, δεν είχε ξεφύγει απόλυτα απ'το παίγνιο της ηδονής. Μια ηδονής ιδιόμορφης, η οποία είχε κανόνες που η ίδια είχε ορίσει. Εξ άλλου γινόταν μόνον όταν αυτή ήθελε, ενώ το άλλο είχε αρχίσει να φεύγει από το παιχνίδι της ηδονής και γινόταν καθαρή πορνεία.  Βέβαια δεν της το επέβαλλε ο Σταύρος με τη βία, αλλά κι αυτή η ίδια είχε αρχίσει να διεγείρεται από αυτό το σκοτεινό παίγνιο του αγοραίου έρωτα. Όμως κάτι, αισθητικά την έσπρωχνε έξω απ’αυτό.  Ο Σταύρος όμως ο οποίος την είχε "ψωνίσει", θέλησε να της δείξει κι άλλες πτυχές αυτού του αγοραίου σκότους. Όταν λοιπόν δήλωσε ότι αυτό δεν θα ξαναγίνει, ο Σταύρος άναψε τσιγάρο κι όπως το είχε να κρέμεται ασίκικα στην άκρη του στόματος και των χειλιών του, της δίνει δύο χαστούκια. Αυτή τά’χασε κι αυτός την έσυρε στο κρεβάτι και την βίασε. Όταν τελείωσε την πήρε με τέτοια τρυφερότητα στη αγκαλιά του κι άρχισε να την καλοπιάνει έτσι, που αυτή το είδε διαφορετικά. Ο Σταύρος το έπαιξε μαστορικά. ―Έλα βρε μωρό, της είπε, δεν θέλεις να περάσουμε κι αυτόν τον σκοτεινό δρόμο της ηδονής;  Η Μάγδα εξεπλάγη, δεν είχε δει αυτό το ερωτικό παίγνιο τόσο προωθημένα. Της άρεσε. Ήταν φορές που το παίγνιο είχε τόσο εκτραπεί που την έπαιρναν κάποιες φορές δυο άντρες μαζί. Έτσι σιγά-σιγά μετά μια μικρή διαδρομή τελικά κατέληξε στο μπουρδέλο, όπου μάλλον εκεί ήταν κι ο πάτος του παιχνιδιού. Και μολονότι δεν κάπνιζε τσιγάρο, κάπου-κάπου τράβαγε και καμιά  ντζουρίτσα χασίσι.
       Μόλο τον ηθικό ξεπεσμό της, η Μάγδα είχε κρατήσει τις καλλιτεχνικές της συνήθειες. Διάβαζε, άκουγε κλασική και λαϊκή μουσική, πήγαινε θέατρο, σχεδίαζε κι ακόμα έγραφε στίχους με τους οποίους συνέστησε μια ποιητική συλλογή, που βέβαια πραγματευόταν το σκοτεινό χώρο του αγοραίου έρωτα.
                                                                                 119

Στο κέντρο της Αθήνας υπήρχε ξεχασμένο σε μια στοά στην οδό Βουλής το παλιό τυπογραφείο Αθανασίου-Παπαδογιάννη το οποίο προπολεμικά, ήταν ένας εκτυπωτικός κολοσσός. Αυτό τελικά είχε πέσει στα χέρια του γερο-Γιάννη Παπαδογιάννη και του γιου του Τίτου και ήταν χωρισμένο σε τρεις τομείς: Ο πρώτος ήταν η σύγχρονη λιθογραφία (όφσετ), όπου εκτυπώνοντο κάθε είδους βιβλία, περιοδικά κι ειδικά επιστημονικά κείμενα. Εκεί το πρόσταγμα είχε ο κυρ-Αναστάσης, ένα εβδομηντάρης, που είχε μεγαλώσει μέσ' το εργαστήρι κι ήταν δεξί χέρι και φίλος του γερο-Γιάννη. Το δεύτερο ήταν το τμήμα παλαιάς τυπογραφίας, όπου υπήρχε η επίπεδη πρέσσα, στην οποία αναλάμβανε ο ίδιος ο γερο-Γιάννης την εκτύπωση κυβερνητικών εντύπων ή συμπληρωματικών ανακοινώσεων της εφημερίδας της κυβέρνησης. Όταν η μηχανή είχε στοιχειοθετηθεί, κατέβαινε ο γέρο-Παπαδογιάννης ντυμένος με την ειδική στολή του και τα ειδικά μαλακά παπούτσια του, ήλεγχε κι όταν βεβαιωνόταν ότι όλα ήταν εντάξει, έδινε εντολή στον ειδικό τεχνίτη να ξεκινήσει. Μολονότι ο γερο-Παπαδογιάννης ήταν κάπου 80 χρονών, ακόμα θεωρούσε έργο τιμής να εκτυπώνονται τα κρατικά έγγραφα από το ίδιο του το χέρι. Ο τρίτος τομέας ήταν κάτι σαν μικρό κρυφό καφενείο.  Εκεί υπήρχε μια μικρή χειροκίνητη εκτυπωτική μηχανή για τα δοκιμαστικά και λίγο πιο κει μια όρθια κλασική Χαϊδεμβέργη, όπου ο Τίτος Παπαδογιάννης ο “υιός”, τύπωνε τις ποιητικές συλλογές.  Κάπου στην άκρη αυτού του χώρου υπήρχε ο μικρός καφενές, “Το Στέκι”, όπως το έλεγαν κι όπου σύχναζαν οι ποιητές κι οι φίλοι τους, όταν γινόταν η εκτύπωση. Εκεί όμως άραζαν οι κουλτουριάρηδες, οι οποίοι το είχαν καταφύγειό τους. Μάλιστα ένιωθαν κυριολεκτικά έτσι, αφού το Στέκι ήταν στο υπόγειο.
120

Όταν η Μάγδα πήρε την απόφαση να τυπώσει την συλλογή της, ρώτα εδώ, ρώτα εκεί, βρέθηκε στο υπόγειο.  Εκεί, χωρίς κανένα φανερό λόγο, ένιωσε κάποιο έντονο δέος. Έπαθε τρακ και για λίγο ξέχασε τον λόγο για τον οποίο είχε κατεβεί εκεί κάτω. Εκεί υπήρχε κάποιο γραφείο στο οποίο ήταν κλεισμένος ο Τίτος Παπαδογιάννης, που είχε πάντα μπροστά του κάποιο χειρόγραφο. Λίγο πιο κάτω και κοντά στην παρέα των ποιητών, οι οποίοι συζητούσαν για κάποιο έργο που είχε μόλις τυπωθεί, υπήρχε ένας πάγκος. Ήταν ο πάγκος του “καφετζή”, ο οποίος έπαιζε και το ρόλο γραμματέα του Παπαδογιάννη. Επίσης ήταν και με το ένα πόδι στη συζήτηση των ποιητών. Η Μάγδα ρώτησε τον “καφετζή” που έπρεπε να αποτανθεί κι αυτός σχεδόν την διέκοψε. "Αγάπη μου μη βιάζεσαι, πάρ'το καφεδάκι σου κάτσε στο τραπεζάκι σου και περίμενε". Η Μάγδα άραξε στο τραπεζάκι κι ενώ έπινε τον καφέ της, άκουγε τις κρίσεις των ποιητών για το έργο που διάβαζαν μόλις είχε τυπωθεί. Η συζήτησή τους είχε μια ένταση, λες και έλυναν προβλήματα πολιτικής παγκοσμίου επιπέδου.                                                                                                                     
     Εκείνη τη στιγμή κάποιος απ’την παρέα έλεγε: Το ποίημα δεν πρέπει να πελαγοδρομεί σε φιλοσοφικές ενατενίσεις, έχει τη δύναμη της εικόνας την οποία θα χρησιμοποιήσει και την αμεσότητα του συναισθήματος. Ακόμα αυτά τα δύο προτερήματα πρέπει να συλλαμβάνονται μέσ'τη ζωντανή στιγμή της καθημερινότητας και οπωσδήποτε ν'αποφεύγουν αυτά που οι χαρτογιακάδες της γραφής θεωρούν υψηλά. Μακριά από ιδεολογία, μακριά από κοινωνική καθοδήγηση, και μακριά από κάθε γκεμπελική ντουντούκα. Δηλαδή μακριά από το βάθρο κάθε είδους πολιτικού καθοδηγητή. ―Και καλά ρε συ Τζίμη τον διέκοψε κάποιος άλλος, η αρχαιοελληνική τραγωδία που καθοδηγεί κοινωνικά και πολιτικά είναι προς αποφυγήν;  Με το που έπεσε αυτή η παρατήρηση το “γλέντι” άναψε. Ήταν τόση η έξαψη της συζήτησης, που όλοι μαζί μιλούσαν και κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα. Κάποια στιγμή πετάχτηκε κι ο ποιητής του οποίου το έργο συζητούσαν. Ελάτε ρε παιδιά, δεν ήρθαμε εδώ να σφαχτούμε. Ήρθαμε πρωτίστως να πιούμε τον καφέ μας και να κάνουμε κέφι συζητώντας για ποίηση.
                                                                                  121
 Εκείνη τη στιγμή άνοιξε την πόρτα ο Παπαδογιάννης και την φώναξε: Περάστε. Η Μάγδα σηκώθηκε. Έδειχνε καλλιεργημένη, χειραφετημένη, ωραία και ντυμένη με απλό αλλά θαυμάσιο γούστο.  Το όμορφο πρόσωπό της, μολονότι ακόμα πολύ νέο, ήταν 26 χρονών, ανέδιδε υπέρμετρη σοβαρότητα και πείρα. Ο Τίτος κάπως εντυπωσιάστηκε. Την παρακάλεσε να καθίσει. Αμέσως πήρε τα χειρόγραφα κι άρχισε το διάβασμα. Η γραφή του κειμένου ήταν καλλιγραφική κι αυτό τον εξέπληξε πολύ θετικά. Ένιωσε ότι εδώ υπήρχε αγάπη ή ηδονή γι’αυτή την ίδια τη διαδικασία της γραφής, κάτι που εκείνη την εποχή ήταν ξεχασμένο. Ακόμα κι η διάταξη των ποιημάτων στο χαρτί ήταν έκτακτη. Όταν άρχισε να διαβάζει εξεπλάγη. Είχε μπροστά του ένα ηθικά αιρετικό κείμενο, το οποίο ήταν πρωτόγονα γραμμένο, κάτι σαν ακατέργαστος πολύτιμος λίθος που μάλιστα ήταν στη λάσπη. Δεν ακολουθούσε τους κανόνες γραφής κά-ποιου καθιερωμένου ποιητικού καθωσπρεπισμού. Οι στίχοι έπεφταν σαν ριπές πυροβόλου, ματώνοντας την καρδιά κάθε ενός, αφού διαβάζοντάς το, όλοι ένιωθαν υπαίτιοι κάποιας αστοχίας, απ’όλες τις οποίες συνιστούσαν την κοινωνία μας και που αυτή, η ποιήτρια, είχε αναμοχλεύσει ιστορώντας τα σκοτεινά κανάλια ενός κόσμου αγοραίου που αφορούσε και στον Έρωτα. Τον Έρωτα ο οποίος φτερούγιζε στους σκοτεινούς αυτούς χώρους σαν κολασμένος δαίμονας, σαν Θάνατος με το δρεπάνι του, αλλά όχι λίγες φορές σαν μικρός ολόξανθος Άγγελος-Τοξότης που μάτωνε αληθινά τις καρδιές όλων αυτών των κολασμένων. Η συγγραφέας είχε το ψευδώνυμο “Υπατεία”, κάτι που του άρεσε πολύ.
122
Η Υπατεία ήταν η τραγική προσωπικότητα που θαύμαζε μέσα απ’τα κατάβαθα της ψυχής του και την οποίαν ο άγιος Κύριλλος, πατριάρχης της Αλεξανδρείας, λανάρισε με το πλήθος των καλογήρων που κατέστρεφαν ό,τι παγανιστικό στην πόλη. Η Υπατεία δεν ήταν μόνο μαθηματικός και φιλόσοφος, αλλά κάτι πολύ πιο βέβηλο. Εκείνη τη σκοτεινή εποχή, έδειχνε κιόλας τη χειραφέτησή της από την ανδρική κυριαρχία. Όρθια και μόνη στον δίφρο της κάλπαζε μέσ'τους δρόμους της Αλεξάνδρειας, σκανδαλίζοντας τα μάτια των πιστών.
Ο Τίτος το διάβασε μονορούφι. Της ζήτησε συγνώμη και το ξαναδιάβασε. Την κοίταξε στα μάτια με θαυμασμό αλλά και τόση συμπόνια, που η Μάγδα, η πόρνη, κοκκίνισε και κατέβασε το κεφάλι. Ο Παπαδογιάννης σηκώθηκε αργά, με πολύ προσοχή, αφού υπήρχε μεγάλη συναισθηματική φόρτιση. Είχε καταλάβει τι της συνέβη, την πλησίασε, της χάιδεψε τα μαλλιά με πολύ τρυφερότητα και καλοσύνη. Έβαλε το χέρι του κάτω από το πιγούνι της και της σήκωσε το κεφάλι. Είναι κρίμα! της είπε με νόημα. Ήταν φανερό ότι αυτός ο άνθρωπος είχε συναιστανθεί τα πάντα.  Ήταν ένας κοντούλης, με ασήμαντο παρουσιαστικό, κάπου εξήντα χρονών. Είχε γνωρίζει ανθρώπους κι ανθρώπους, όμως εδώ για πρώτη φορά κατάλαβε τι σημαίνει αληθινά άνθρωπος. Για μια στιγμή της φάνηκε σαν ένας γίγαντας, ένας αρχάγγελος. Όμως δεν το άντεξε. Σηκώθηκε κάπως απότομα, δακρυσμένη, θέλοντας να φύγει. Ο Παπαδογιάννης την άρπαξε σφιχτά απ’το μπράτσο, τόσο σφιχτά που ένιωσε ένα δυνατό, αλλά αφόρητα γλυκό πόνο. Τα δάχτυλά του μπορεί να είχαν χωθεί μέσα στη σάρκα της. ―Δε σ’αφήνω να φύγεις, της είπε αυταρχικά. Αυτή ένιωσε τόση θαλπωρή απ’ αυτή τη δεσποτική του συμπεριφορά, που σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε σαν υποταγμένο αγρίμι.  ―Μην ξαναγυρίσεις εκεί. Εδώ σου έχω δουλειά. Θα πάρεις τη θέση  στον πάγκο  του ιερού μου καφενείου.  Ο Λάκης  έχει άλλες δουλειές πολύ πιο σημαντικές. Η Μάγδα ασυναίσθητα έπεσε στην αγκαλιά αυτού του ασήμαντου παρουσιαστικά μικρόσωμου εξηντάρη, που γι’αυτήν ήταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, και ξέσπασε σε λυγμούς. Είχε να κλάψει έτσι από τότε που χώρισε με την Δέσπω.
                                                                                  123
Άλλαξε κατοικία και ξέκοψε απ’αυτό το σκοτεινό κύκλωμα. Έπαψε τελείως να βάφεται, ακόμα και τα μαλλιά της που μολονότι 26 χρονών, είχαν αρχίσει πρόωρα να ασπρίζουν. Τ'άφησε έτσι. Μ’αυτή την επιλογή της, ένιωσε ένα είδος ελευθερίας παράξενης, μιας μικρής ελευθερίας που όμως ήταν μια αρχή. Είχε αντιληφθεί ότι αυτό που ονομάζουμε ελευθερία και το έχουμε στον νου μας ως υψηλό κι ανέγγιχτο με χρυσά γράμματα, δεν είναι αληθινή ελευθερία. Αληθινή ελευθερία είναι πολλές μικρές καθημερινές ελευθερίες που έπρεπε κάθε άνθρωπος να διεκδικεί και παλεύει γι'αυτές απαρέγκλιτα. Μπορούσε βέβαια να απαριθμήσει κάποιες απ’αυτές, αλλά είχε την αίσθηση ότι αυτές δεν ήταν καθορισμένες και συγκεκριμένες, αλλά εκτός που έπαιρναν συνεχώς διαφορετική μορφή, η ζωή γεννούσε συνεχώς κι άλλες. Στο τέλος λοιπόν έμενε μια αίσθηση ελευθερίας που ο άνθρωπος ενεδύετο ως στάση ζωής.
     Εκείνο το πρωί που πήγαινε για πρώτη φορά σ’αυτή τη νέα της δουλειά, η οποία μάλιστα ήταν στην παλιά στοά της οδού Βουλής, ένιωσε άλλος άνθρωπος. Ένιωσε στη πράξη αυτό που την απασχολούσε συνεχώς. Δηλαδή ότι οι άνθρωποι δεν ήμαστε συνεχώς αυτοί οι ίδιοι, αλλά κάπως διαφορετικοί, κάτι που βέβαια ήταν φυσικό, αφού ο κόσμος και μαζί του όλοι αλλάζουμε, αλλά ακόμα ότι καθένας μας δεν ήταν Ένας άνθρωπος αλλά Πολλοί, που αναφαίνονται την κάθε συγκεκριμένη και δεδομένη στιγμή, κάτι που εμείς δεν συναισθανόμαστε. Αυτή η ίδια ήταν συγχρόνως ένα τρυφερό κοριτσάκι, μια χειραφετημένη νέα, μια πόρνη, μια πουτανίτσα, μια ευφυής διανοούμενη, ίσως μια καλλιτέχνις και τώρα μια εργαζόμενη-οκταώρου καφετζού, που σ’αυτή της τη δουλειά ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ένιωθε  ότι ίσως ήταν μόνο και μόνο αυτό.  Ήταν μια καφετζού σ’αυτό το θαυμάσιο τυπογραφείο.
124
Όταν η μοναχή Αρετή πήγε σ’αυτό το τυπογραφείο το έργο της Ηγουμένης, κάθισε όπως όλοι σ’ένα τραπεζάκι κάπως σαν ξένη σ’αυτό το περιβάλλον, απομονωμένη σε κάποια άκρη.  Ήταν μια ψηλή γυναίκα που το πανέμορφο πρόσωπό της είχε υποστεί ζημίες και φθορές. Ήταν σαν θρυμματισμένο αρχαίο-ελληνικό γλυπτό. Ήταν μια Ήρα η οποία είχε καρφώσει το βλέμμα της σε κάποιο ιδεατό σημείο, ώστε να μην συμμετέχει στο χαρούμενο αυτό καλλιτεχνο-διαλογικό μπάχαλο. Ο Τίτος που τη γνώριζε και είχαν φιλική σχέση από τότε που δούλευε στις εκδόσεις, την πλησίασε κι έριξε κάπως φιλικά στο τραπεζάκι το έργο της Υπατείας, παρατηρώντας ότι είναι ένα έργο στο οποίο από την κόλαση αναδύεται η αγάπη.  Η Αρετή γύρισε και τον κοίταξε.  Της ήταν από τότε τόσο πολύ συμπαθής, ακόμα μπορούσε να μιλά μαζί του για θέματα κουλτούρας, τα οποία δεν είχαν καμιά σχέση με τη θρησκεία. Σ’αυτόν έμοιαζε με Μητέρα Θεά Αφροδίτη. "Άραγε τι οδήγησε αυτό το υπέροχο ον στο μοναστήρι;"  Όποτε την έβλεπε, ακριβώς αυτή η σκέψη περνούσε απ'το νου του. Χτύπησε τις παλάμες του όπως γίνεται στα καφενεία για να έλθει το γκαρσόνι και παρήγγειλε ένα μέτριο.  Η Μάγδα έψησε τον καφέ και τον πήγε στο τραπέζι. Η μοναχή ήταν γυρισμένη αντίθετα κι έτσι τον άφησε κι έφευγε.  Η Τίτος την κάλεσε να καθίσει κι η Μάγδα κάθισε. Οι δύο γυναίκες διασταύρωσαν κατ’ανάγκη τα βλέμματά τους. Τα πρόσωπά τους πέτρωσαν και βουβάθηκαν σε βαθμό που ο Τίτος ένιωσε έντονη αμηχανία. Η Αρετή σηκώθηκε και πλησίασε την Μαγδαληνή κοιτώντας της με λατρεία. Αυτή έπεσε στην αγκαλιά της.  Δεν είπαν τίποτα για το παρελθόν που τις ένωνε ή τις χώριζε, αλλά απλώς έκλαιγαν από χαρά και λύπη.
                                                                                 125
 Ο Τίτος μολονότι εξεπλάγη, την συνέστησε συμπληρωματικά ως Υπατεία και δημιουργό της συλλογής αυτής.  Κάποιος κάλεσε την Μάγδα κι έπρεπε για λίγο να φύγει, έτσι η Αρετή μπόρεσε να διαβάσει μέσες άκρες κάποια μέρη του έργου. Τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν κι ο Τίτος πήρε το θάρρος να την αγγίξει, με τρυφερότητα στους ώμους. Η Αρετή σηκώθηκε, ολοφάνερα ταραγμένη, πήρε το βιβλίο και ζήτησε απ’τον κ. Παπαδογιάννη να τη δικαιολογήσει στη Μάγδα. ―Θα ξανάλθω σε λίγες μέρες είπε κι εξαφανίστηκε σαν αέρινη σκιά.
Ο Τίτος έμεινε εμβρόντητος. Πήγε και χώθηκε στο γραφείο του. Ο κόσμος μας είναι πολύ μυστήριος σιγοψιθύρισε κι άρχισε να υφαίνει ένα πιθανό ιστορικό που πιθανόν ένωνε την Αρετή με τη Μάγδα. Ήταν ολοφάνερο ότι η υψηλή κουλτούρα τόσο μιας μικρής πόρνης, όσο και μιας μοναχής οι οποίες είχαν μια παλιά κι έντονα συναισθηματική γνωριμία, μόνο με μια σοβαρή ερωτική σχέση μεταξύ τους μπορούσε να δικαιολογηθεί.  Η Μάγδα μπήκε κι αυτή στο γραφείο και κάθισε στην καρέκλα απέναντι στον Τίτο κοιτώντας τον μ’ένα τρυφερό αλλά θλιμμένο χαμόγελο. ―Λοιπόν; ρώτησε ο Τίτος. Κι απάντησε μόνος του: Εδώ μυρίζει καταραμένο έρωτα. Κι αν έχω δίκιο, υπάρχει μεγάλος πόνος. Χωρίς πολλές περιστροφές η Μάγδα το παραδέχτηκε κι ο Τίτος έβγαλε αμέσως το συμπέρασμα ότι αυτός ο χωρισμός είχε πλήξει τόσο και τις δύο γυναίκες, που είχε ως αποτέλεσμα τον δρόμο που πήραν μετά
―Δεν ξέρω. του απάντησε, μπορεί, αλλά τίποτα ποτέ δεν είναι σίγουρο.  Οι άνθρωποι πολλές φορές κάνουν αυτό που είναι γραμμένο μέσα στη φύση τους, αλλά δικαιολογούνται ότι οι καταστάσεις τους ώθησαν εκεί. Η Μάγδα καθώς κοιτούσε τον Τίτο, είχε δακρύσει. Τότε βρήκε κι αυτός την ευκαιρία να της μιλήσει για κάτι που ήθελε από καιρό, αλλά δεν το τολμούσε.
126
―Μάγδα εγώ είμαι 55 χρονών και ζω με τον πατέρα μου που είναι 80. Είμαστε δυο ξερά κούτσουρα. Δεν έχω κληρονόμους ούτε κοντινούς συγγενείς κι όταν συνταξιοδοτηθώ, αυτό το έργο ζωής θα πουληθεί πιθανόν σε κάποιους επιχειρηματίες που δεν θα το αγαπήσουν και θα το κάνουν μαγαζάκι. Κι αφού η διαφορά ηλικίας μας είναι τεράστια και δεν θα μπορούσα να σου προτείνω κάτι άλλο, νομίζω ότι θα μπορούσα να σε ορίσω κληρονόμο μου. Κι αφού εμείς, δύο γέροι, έχουμε ένα τεράστιο σπίτι, να έλθεις να εγκατασταθείς εκεί. Ξέρω ότι ίσως σου φανεί κάπως παράξενο, όμως θα σου πω αυτό: δεν είναι απόλυτα δική μου πρόταση, αφού εγώ, για να μην παρεξηγηθώ, δεν θα το τολμούσα. Είναι πρόταση του γέρου, που σε λατρεύει. Όπως μου έχει εξομολογηθεί, η μόνη χαρά της ζωής που του έχει μείνει τώρα στα τελευταία του, είναι να έρχεται στο καφενείο να του φτιάχνεις καφέ και να κάθεται σε μια γωνίτσα να σε παρακολουθεί.  Σκέψου το μερικές μέρες κι όταν αποφασίσεις απάντησέ μου. Η Μάγδα γύρισε και τον κοίταξε με λατρεία. ―Όλο αυτόν τον καιρό, του απάντησε, τριγυρίζει μέσα μου ο Θεός κι Διάβολος. Κι επειδή δεν θέλω να σε χάσω με τίποτα, σκεφτόμουν κάποιο τρόπο που θα μπορούσαμε να έλθουμε πιο κοντά. Ντρέπομαι να πω ότι είχα φανταστεί ακόμα και να γίνω σύζυγος ή ακόμα ερωμένη, αλλά όπως είπες αυτό το τρένο έχει φύγει.  Λοιπόν δέχομαι.  ―Πρέπει να ξέρεις, της είπε ο Τίτος, ότι η πρότασή μας δεν κρύβει υστεροβουλία, για τις δουλειές του σπιτιού έχουμε μια κυρία που τις κάνει.      Η Μάγδα πήγε κι εγκαταστάθηκε στο σπίτι τους, που ήταν ένα παλιό διώροφο νεοκλασικό καλοδιατηρημένο στην οδό Αποστόλου Παύλου στο Θησείο με θέα την Ακρόπολη.  Η οικειότητά της μ’αυτούς του δύο ανθρώπους ήταν τέτοια, που μπήκε κι εγκαταστάθηκε στο σπίτι σαν να ήταν δικό της, ακόμα κι η θητεία της στον κόσμο του σκότους, της είχε δώσει μιαν αμεσότητα και μια διάθεση να δέχεται το ωραίο χωρίς πολλές περιστροφές ή τουλάχιστον χωρίς να ψάχνει τι μπορεί να είναι κρυμμένο πίσω του.  Ήξερε καλά ότι δεν υπήρχε καλό χωρίς κακό και το αντίθετο κι αυτή είχε μάθει να τα δέχεται καί τα δυο μαζί, όταν τουλάχιστον δεν μπορούσε να τα διαχωρίσει.  Ήξερε επίσης ότι μπαίνοντας σ’αυτό το σπίτι έχανε ένα μεγάλο μέρος της ελευθερίας της, αλλά κέρδιζε μιαν οικογένεια.
                                                                                127
Η Μάγδα σηκωνόταν πολύ νωρίς κι άνοιγε το εργαστήρι κατά τις επτά. Συμμάζευε και υποδεχόταν τους εργαζομένους στο τμήμα της όφσετ, όπου ήταν αληθινά η παραγωγή, αφού όλα τα άλλα ήταν απλώς μεράκι.  Εκεί υπήρχε κι ο αρχιεργάτης κέρβερος της εκτύπωσης ο κυρ. Αναστάσης, ο οποίος “είχε φάει χώμα” από παιδάκι σ’αυτό το τυπογραφείο. Ήταν το “άλτερ έγκο” και φίλος του γερο-Γιάννη και ήταν αυτός που κουμαντάριζε τα πάντα. Μολονότι ήταν εβδομηντάρης δεν έπαιρνε σύνταξη αφού μπορούσε ακόμα να δουλεύει κι αφού όταν έφευγε από το μαγαζί δεν είχε που να πάει. Ήταν μπεκιάρης και είχε τόσο απομακρυνθεί απ’τους λίγους συγγενείς του, που σαν μόνους συγγενείς έβλεπε τα παιδιά που εργάζονταν στο λιθογραφείο. Εκεί ήταν ένας πατέρας-αφέντης. Αν κάποιος έκανε κάποια στραβή στη δουλειά, ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε. Όμως ό,τι κι αν χρειάζονταν οι εργαζόμενοι, σ’αυτόν θα πηγαίναν κι αυτός πάντα θα έβρισκε λύση.  Κι επειδή είχε καλό μισθό, όλα τα λεφτά του φεύγανε σε δώρα για τα πιτσιρίκια των εργαζομένων.
Ο κυρ. Αναστάσης ήταν και αυτός εκεί από νωρίς, αφού δεν είχε και πολύ ύπνο, έτσι η Μάγδα του έψηνε τον καφέ και του πρόσφερε λίγο κέϊκ για πρωινό. Με την Μάγδα ο κυρ. Αναστάσης μιλούσε για πολιτική. Ήταν πέρα για πέρα ΚΚΕ και της ανέλυε κάθε πρωί τη φιλοσοφία του μαρξισμού-λενινισμού και ειδικά τη διαλεκτική σκέψη.
       Επειδή ο κυρ Αναστάσης δεν ήταν μορφωμένος, στην αρχή όλο αυτό το παίγνιο της επικοινωνίας μαζί του, της είχε φανεί κάπως γραφικό, αφού ο άνθρωπος ήταν του δημοτικού. Σιγά σιγά όμως, μέσα απ’τις τάχα απλοϊκές αντιρρήσεις της και τις δικαιολογίες του, μέσα απ’τις τάχα σοβαρές ερωτήσεις της, που έκρυβαν και λίγη συμπάθεια κάπως υποτιμητική, είχε αρχίσει να μπαίνει στο νοητικό παιχνίδι που της είχε στήσει. Κάτι οι εργατικές διεκδικήσεις, οι οποίες δεν ήταν παράλογες, αλλά όπως επέμενε ο κυρ Αναστάσης ήταν αναγκαίες για την αισθητική και σωστή λειτουργία της κοινωνίας, όπου η ισότητα της προσφοράς και της απολαβής, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων στο κοινωνικό γίγνεσθαι, δεν άπτεται μόνο της δικαιοσύνης, αλλά είναι πρωτίστως και θέμα αισθητικής. Δεν είναι αισθητικά ωραίο το δικό μου παιδί να είναι αρχοντόπουλο και του φίλου και γείτονα να πεινάει και να είναι στα κουρέλια.
128
Έτσι κάθε πρωί η Μάγδα, μέχρι να αρχίσει να κινείται ο μηχανισμός του εργαστηρίου, έπινε καφέ συζητώντας πολιτικά με τον κυρ Αναστάση, μαγειρεύοντας και το μεσημεριανό της οικογενείας της, το οποίο συνήθως ήταν εντράδα, γεμιστά, η κανένα μπριάμ, αλλά μια φορά τη βδομάδα είχαν και ψαράκια στο φούρνο (γαύρο ή σαρδελίτσα). Της άρεσαν τα φτηνά φαγητά, εξ άλλου αυτά είχε μάθει να μαγειρεύει από τη μάνα της στο νησί. Μάλιστα το κρέας δεν ήταν στο μενού της εκτός απ’το κυριακάτικο τραπέζι, που αυτό δεν γινόταν στο εργαστήρι, αφού την Κυριακή δεν εργάζονταν.
   Στη αρχή και κατά τη μεσημεριανή διακοπή για κολατσιό, ο γερο-Γιάννης, ο Τίτος, ο Αναστάσης κι η Μάγδα, κάθονταν στο τραπέζι που είχε στρώσει η Μάγδα, κι έτρωγαν ανοίγοντας και καμιά μπιρίτσα.  Κάποια μέρα ο κυρ Αναστάσης, ορθώθηκε σηκώνοντας το ποτήρι του και είπε στην υγειά της παρέας, αλλά και των εργατών της παραγωγής, που πάντα τους ξεχνάμε στα καλύτερα.  Αυτοί ήταν δέκα άτομα. Τη άλλη μέρα η Μάγδα με δική της πρωτοβουλία, έβαλε στη φωτιά ακόμα τρεις κατσαρόλες. Το φαΐ ήταν κοκινιστά φασολάκια με μοσχαράκι και στα τραπέζια του καφενείου μοιράστηκαν τόσες μερίδες όσοι ήταν όλοι οι μέτοχοι της λειτουργίας του εργαστηρίου κι όσοι φίλοι συγγραφείς είχαν ξεμείνει ως το μεσημέρι.      Αυτό μάλιστα! είπε ο φίλος και ποιητής Νίκος Καραμανώλης. Αυτό είναι ο σοσιαλισμός, όχι λόγια. Όλοι χειροκρότησαν από χαρά αλλά ο κυρ Αναστάσης, μολονότι έδειχνε τρισευτυχισμένος, τους τα χάλασε. Όχι φίλε μου αυτό δεν είναι σοσιαλισμός. Αυτό είναι αλληλοσεβασμός που σ’αυτό το εργαστήρι ονομάζεται Μάγδα.  Για λίγο όλοι γύρισαν προς τη Μάγδα και τα μάτια τους είχαν μια γλυκιά θλίψη. Ήξεραν πόσο είχε πονέσει αυτό το αγαπημένο πλάσμα, αλλά δεν ξεχνούσαν ότι ήταν από δική της επιλογή. Και μετά σήκωσαν το ποτήρι. Στη Μάγδα, στη Μάγδα. Και η Μάγδα σήκωσε κι αυτή το ποτήρι και είπε: εγώ λέω στον Γερογιάννη Παπαδογιάννη και στον αδελφό του κυρ-Αναστάση.  Ο Τίτος, που είχε χωθεί σε μια γωνία, όπου κανείς δεν τον έβλεπε, σήκωσε κι αυτός το ποτήρι κι είπε χαμηλόφωνα και πικρά: και μακάρι να ήταν έτσι ιδεατός ο κόσμος, όπως εδώ σήμερα, αλλά μάλλον κανείς δεν τον άκουσε.
                                                                                129
Από τότε αυτό συνεχίστηκε χωρίς τυμπανοκρουσίες και παράτες, αλλά και με γεύματα μικρότερα, αφού εδώ ήταν εργαστήρι κι όχι ταβέρνα. Όμως έγινε καθημερινότητα που όλοι την ακολουθούσαν, χωρίς να θυμούνται τον εργάτη που τη συντηρούσε, όπως κανείς δεν σκέπτεται ποτέ τον ήρωα που βρίσκεται πίσω από τη βιτρίνα όλων των σπιτιών, αυτόν που οργανώνει τα πάντα αθόρυβα και κανείς δεν αναγνωρίζει πια τον ηρωισμό του. Τη Μάνα, της οποίας η δύναμη συνίσταται κι αναπτύσσεται στην αδυναμία της: Στην τρυφερότητα, στην υποχωρητικότητα, στη σιωπηρή και υπό-γεια δράση της, η οποία σ’αυτό της το ύψος, ποτέ δεν αναφαίνεται ή προβάλλεται. Η Μάγδα είχε κατά κάποιο τρόπο γίνει η Μάνα του εργαστηρίου κι από τότε όλοι όσοι είχαν κάποια ανάγκη σ’αυτήν πια αποτείνονταν κι όχι στον κυρ Αναστάση ούτε στον γερο-Γιάννη ή στον Τίτο.  Ήταν η Μαστρο-Μάγδα κι έτσι αποτείνονταν σ’αυτή.
   Το βράδυ η Μάγδα κι οι Παπαδογιάννηδες θα έπιναν κανένα ουζάκι με κάποιο μεζεδάκι στο μπαλκόνι του σπιτιού με θέα τη φωταγωγημένη Ακρόπολη και θα άκουγαν τη μουσική που θα έβαζε στο στερεοφωνικό η Μάγδα. Κάποτε προκλασική ή ακόμα λαϊκά τραγούδια κι από άλλα μέρη του κόσμου. Κάποια στιγμή, που ήταν μόνοι τους, αφού ο γερο-Γιαννης είχε πάει για ύπνο, κι άκουγαν τα πορτογάλικα ερωτικά τραγούδια, που η Μάγδα άκουγε με τη Δέσπω, ο Τίτος τη ρώτησε: τέλος πάντων ρε παιδάκι μου που τα βρήκες αυτά τα τραγούδια, που μας έχουν λιγώσει τόσο; Η Μάγδα κατέβασε το κεφάλι και δεν μίλησε. Ο Τίτος κατάλαβε αμέσως, την πλησίασε και της χάιδεψε με τρυφερότητα τα μαλλιά.   Η Μάγδα δεν άντεξε, έπεσε στην αγκαλιά του και τον φίλησε στο στόμα.  Αυτό ήταν σαν μια ρωγμή σε κάποιο υδατόφραγμα που εξερράγη και κατέρρευσε, αφήνοντας ένα τεράστιο κύμα κρυφού έρωτα να ξεσπάσει.
130
 Η Μάγδα θυμήθηκε τον ερωτικό εαυτό της και τον πήρε από το χέρι σχεδόν τραβώντας τον στο κρεβάτι. Αυτός είχε σχεδόν αποσβολωθεί, η καρδιά του χτυπούσε σαν ξεχαρβαλωμένο τύμπανο. Μπορεί να μην άντεχε αυτή την ανέλπιστη ευτυχία.  Όταν τον έσυρε στο κρεβάτι, αυτός της φίλησε τα χέρια και ήταν σαν να της ζήτησε να περιμένουν λίγο. Ήταν τόσο λαχανιασμένος, που η καρδιά του κόντευε να σπάσει. Η Μάγδα το κατάλαβε. Τον κράτησε στην αγκαλιά της να ξελαχανιάσει απ'τη λαχτάρα και να έλθει πάλι στην ηρεμία του. Τον πήρε σιγά-σιγά κοντά της και επιδόθηκαν σε μια τρυφερή ερωτική πάλη, ένα παίγνιο ερωτικής γνωριμίας. Αφού ο Τίτος ήταν ολοφάνερο ότι είχε μαύρα μεσάνυχτα από έρωτα. Ερωτεύτηκαν και κοιμήθηκαν μαζί. Η Μάγδα σηκώθηκε χαράματα, γιατί δεν ήξερε πως θα το είχε αφομοιώσει αισθητικά αυτός ο αγαπημένος της άνθρωπος. Δεν ήθελε με τίποτα να το χαλάσει. Έφυγε για το εργαστήρι ώστε, όταν συναντηθούν, να υπάρχει ανάμεσά τους η δουλειά και οι άλλοι. Ένιωθε και λίγη ντροπή, γιατί αυτή τον έσυρε στο κρεβάτι, έχοντας θυμηθεί την πόρνη που είχε κάποτε μέσα της.
                                                                                 131
Όταν οι Παπαδογιάννηδες ήλθαν στο εργαστήρι, ο Τίτος την πλησίασε την έπιασε απ’το μπράτσο και την τράβηξε σχεδόν βίαια στο γραφείο. Έκλεισε την πόρτα και κάθισε απέναντί της.  Της έπιασε τα χέρια και την κοίταξε στα μάτια. Αυτή το κοιτούσε με κάποιο φόβο, αλλά με τρυφερότητα και κάποια λαχτάρα. Ο Τίτος λύγισε. Όλα αυτά που ήθελε να της πει, δηλαδή "αν εννοούσε αυτό που συνέβη κι αν δεν ήταν ένα επιπόλαιο παίγνιό της, το οποίο θα τον συνέτριβε ηθικά", έπεσαν στο κενό. Η Μάγδα τον αγκάλιασε και τον φίλησε με τέτοια τρυφερότητα, που θα ήταν ανόητος ακόμα και να σκέφτεται τέτοιες μπούρδες. Αυτό το κορίτσι του έδινε κομμάτια από τη ζωή της, ιδίως τα πιο γλυκά κι αυτός, ο χαρτογιακάς αναρωτιόταν αν θα ήταν αιώνιος ο έρωτας. ―Ποιος αιώνιος έρωτας ρε γεροξεκούτη; Ρώτησε τον εαυτό του, την ώρα που αυτό το πλάσμα του χάιδεψε τα μαλλιά και πήγε στη δουλειά της.   Είσαι στον παράδεισο κι αναρωτιέσαι γιατί; Κατάλαβε τη διαφορά του απ’τη Μάγδα. Αυτός ήταν ένας θεωρητικός της ζωής και της τέχνης, κι όταν διάβαζε ότι “η τέχνη είναι η μέθη του ωραίου”, όπως έλεγε ο Νίτσε, συγκινείτο. Ενώ η Μάγδα, ένα κορίτσι στη μισή του ηλικία, χωρίς να έχει διαβάσει Νίτσε, είχε νιώσει αυτή τη μέθη και στη ζωή, αφού είχε φτάσει ως το βάθος του σκότους της, αλλά και στην τέχνη με το ποιητικό της έργο που βγήκε από μόνο μέσα απ’ αυτήν.
    Κλείστηκε στο γραφείο κι έγραψε ένα μικρό δοκίμιο για την τέχνη με σκοπό να το δώσει στη Μάγδα, να την καλοπιάσει για τη μικρόψυχη συμπεριφορά του:              
 132          
 Η ΤΕΧΝΗ ΩΣ ΜΕΘΗ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ
Όταν οι Έλληνες εμφανίστηκαν στο μπαλκόνι της ιστορίας, βρήκαν έναν κόσμο θαυμάσιο, όπου υπήρχαν τέχνες,  γράμματα και επιστήμες,  δηλαδή υπήρχε ένας πολυδιάστατος πολιτισμός. Οι Έλληνες έξαφνα σήκωσαν το χέρι τους ψηλά, σαν να έδιναν μιαν εντολή, την οποίαν οι άλλοι έπρεπε να ακούσουν. Είπαν ότι "εδώ όλα τελειώνουν και θα ξαναρχίσουμε τα πάντα απ’την αρχή". Είπαν ότι από δω και πέρα όλα πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται ως υψηλές τέχνες.  Ξεκινώντας απ'την Νόηση ως συνειδητή, την όρισαν μέσ'τη φιλοσοφία. Εκεί η υψηλή τέχνη της σκέψης, πήρε δύο ανώτατες μορφές, που είναι ο Ορθολογισμός κι η Διαλεκτική ως συνειδητές. Στη συνέχεια για να ολοκληρωθούν αυτές οι δύο τέχνες και μολονότι όλοι οι λαοί είχαν κάποιες γλώσσες συνεννόησης, ανέδειξαν την Ρητορική ως υψηλή τέχνη του Λέγειν.  Έτσι κάθε μια απ’τις δύο αυτές τέχνες του Νοείν, απέκτησε την δική της λογικο-γλωσσική σύνταξη, με την οποία μόνο θα μπορούσαν να λέγονται ως τέτοιες. Αυτό ακολούθησε κι όλες της εκδηλώσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι, κάθε μια εκ των οποίων θα ήταν πλέον μια υψηλή και ιερή τέχνη, η οποία θα είχε τον δικό της τρόπο υπαρξιακής δόμησης και γλώσσας, που θα ήταν οι κανόνες της. Συνολικά όλες αυτές οι τέχνες μαζί ως κοινωνικό γίγνεσθαι θα συνιστούσαν την τέχνη του Ζην, η οποία, ως υψηλή, απεικονιζόταν στην Τραγωδία.  Έτσι ο ορισμός που έδωσε ο Νίτσε στην τέχνη, ως "Μέθη του Ωραίου", έχοντας το αρχαιοελληνικό της υπόβαθρο θεωρήθηκε ολοκληρωμένη. Μολονότι λοιπόν αυτό δίνει μιαν ικανοποίηση στον παραλήπτη, γεννά συγχρόνως μια σειρά ερωτημάτων, το οποίο επίσης δεν είναι κακό. Διαλεκτικά, η "αληθινή αλήθεια", όντας εν τω γίγνεσθαι, δε δίνει τελεσίδικη απάντηση σε κανένα ερώτημα, μάλιστα όσο "αληθινότερη" είναι, αντί γι' απαντήσεις τόσο περισσότερα ερωτήματα γεννά.      Ας δούμε λοιπόν με κριτικό βλέμμα την πολυσυζητημένη απόφανση του Νίτσε, δηλαδή "την τέχνη ως η μέθη του ωραίου" κι ας προσεγγίσουμε τα ερωτήματα τα οποία γεννά:
                                                                                 133
  Όσοι έχουν ασκήσει κάποια τέχνη σίγουρα έχουν νιώσει τη μέθη της δημιουργίας. Δεν υπάρχει έργο τέχνης το οποίο είναι απλά και μόνο το αποτέλεσμα μια ιδιόμορφης τεχνικής διαδικασίας.  Αυτό έχει ξεκαθαριστεί πια. Ένα αρχαίο-ελληνικό αριστούργημα, ως πρωτότυπο, είναι έργο υψηλής τέχνης. Όμως ένα θαυμάσιο αντίγραφό του ή μια σειρά πρωτότυπα τα οποία το μιμούνται θαυμάσια, είναι εξαιρετικά τεχνικά κατασκευάσματα. Η διαφορά λοιπόν σ' αυτά τα δύο, στο πρωτότυπο και το αντίγραφο συνίσταται στο ότι κατά τη σύλληψη του πρωτοτύπου ο καλλιτέχνης κοινωνεί υπερβατικής διονυσιακής μέθης, ενώ στο αντίγραφο βρίσκεται σε κατάσταση υψηλής νοητικής και πρακτικής δεξιότητας. Το πρώτο μαχητικό αεροπλάνο "Μινκ" των σοβιετικών, ήταν έργο τέχνης, ενώ τα ρωσικά του και κινεζικά του αντίγραφα, μολονότι καλύτερα, δεν ήταν έργα τέχνης αλλά έργα υψηλής τεχνολογίας.
Όμως η μέθη της δημιουργίας δεν είναι στοιχείο μόνο του έργου τέχνης αλλά και του έργου υψηλής νοητικής δημιουργικότητας, όπως η διατύπωση μιας νέας μαθηματικής ή φιλοσοφικής σύλληψης. (Η Θεωρία της Σχετικότητας είναι συγχρόνως έργο τέχνης).
   Ο γενέθλιος τόπος της τέχνης λοιπόν, είναι η δημιουργική μέθη.   ―Αφού δώσαμε μια περιγραφή περί δημιουργικής μέθης που σχετίζεται με το έργο τέχνης, μας μένει να περιγράψουμε την έννοια του Ωραίου ως Υψηλού. Εκ πρώτης όψης το θέμα είναι απλό: Υπάρχουν μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι πολύ ωραίες δραστηριότητες και πράγματα τα οποία όμως δεν άπτονται της μέθης του ωραίου. Το Ωραίο ως Υψηλό είναι το αληθινό έργο τέχνης. Για να προχωρήσουμε όμως, πρέπει να γίνει ακόμα μια μικρή διευκρίνιση: Βλέπουμε ένα θαυμάσιο ηλιοβασίλεμα ή μια θαυμάσια ανατολή ή ακόμα μια τρομερή καταιγίδα ή ένα συγκλονιστικό φυσικό φαινόμενο κι αμέσως αποφαινόμεθα ότι αυτό είναι ωραίο.   Όμως εδώ πέφτουμε στην παγίδα της συνήθειας κι αποφαινόμεθα χωρίς κρίση. Μήπως υπάρχει κάποιο ηλιοβασίλεμα ή κάποιο απ' αυτά τα φυσικά φαινόμενα που να μην είναι ωραίο;

134
 Όχι.  Όλα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι ωραία. Έτσι το να λέμε ότι ένα ηλιοβασίλεμα είναι ωραίο, είναι κάτι χωρίς νόημα, αφού το ελάφι είναι ωραίο, η γάτα είναι ωραία και όλα τα γεννήματα της φύσης είναι τυπικά ωραία ή ακόμα "η φύση είναι ωραία".  Όταν λέμε ότι "μια γυναίκα είναι ωραία", αυτός ο χαρακτηρισμός είναι έωλος, γιατί δεν μπορούμε να ορίσουμε απόλυτα την έννοια της γυναικείας ομορφιάς, αφού αυτή αλλάζει σύμφωνα με τις εποχές ή τα γούστα του κάθε ανθρώπου. Κάποτε και σε κάποιους λαούς, η γυναίκα για να είναι ωραία, έπρεπε να είναι σαν βαρέλι. Μάλιστα κάποιοι μαχαραγιάδες όταν τις αγόραζαν στο δουλοπάζαρο, τις ζύγιζαν κιόλας.  Άλλες εποχές, όπως η δική μας, η γυναίκα πρέπει να ξεψυχάει, δηλαδή να είναι πετσί και κόκαλο.  Γενικά όμως η γυναίκα ως γέννημα της φύσης,  είναι πάντα ωραία,  εξ άλλου η ομορφιά  της εξαρτάται και από την ερωτική διάθεση του αρσενικού το οποίο αληθινά την κρίνει. Έτσι μας μένει λοιπόν να δούμε τι είναι αυτό το οποίο κάνει τη γύναικα να μην είναι ωραία. Η γυναίκα δεν είναι ωραία όταν έχει κάποια ελαττώματα μορφής τα οποία βέβαια είναι κυρίως αποτέλεσμα δυσλειτουργίας της φύσης. Τα στραβά πόδια, ο αλληθωρισμός, το τεράστιο κεφάλι και το πολύ μικρά πόδια και πάει λέγοντας. Δεν υπάρχει λοιπόν ωραία ή άσχημη γυναίκα, αφού όλες οι φυσιολογικές γυναίκες με τον ένα ή τον άλλον τρόπο είναι ωραίες, αν δεν έχουν φυσικό ελάττωμα, που δεν χαρακτηρίζει την ασχήμια, αλλά κάποιο λάθος της φύσης.  Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για όλα όσα μας περιβάλλουν κοινωνικά. Δηλαδή ότι είναι ωραία όλα με κάποιον συμβατικό τρόπο ως είδη καθημερινής επαφής ή ακόμα χρήσης, τα οποία κάνουν τη ζωή μας βιώσιμη, άνετη, ευχάριστη, υποφερτή ή ακόμα και πολυτελή.
     Το ωραίο λοιπόν ως υψηλό, είναι μόνο το έργο τέχνης, το οποίο όπως είπαμε, είναι το αληθινό δημιούργημα, άσχετα αν είναι εικαστικό, μουσικό ή νοητικό και το οποίο σχετίζεται ως δημιούργημα αλλά και ως αντικείμενο παρατήρησης με την Μέθη της Δημιουργίας ή τη Μέθη της Μέθεξης με το έργο τέχνης και ειδικά με τη Μέθη του Ωραίου.
                                                                               135
 Επειδή όμως το έργο τέχνης ως υψηλής δεν αδιαφορεί για το παγκόσμιο γίγνεσθαι, αφού ο δημιουργός του βρίσκεται μέσα σ'αυτό, πρέπει να δεχτούμε ότι το υπερβατικό στοιχείο της δημιουργικής μέθης, ως υψηλής, σχετίζεται με τον φυσικό μηχανισμό του υπερβατικού γίγνεσθαι. Δηλαδή είναι αυτό το οποίο σπρώχνει το Ον στον αιώνιο βηματισμό της συνεχούς εξελικτικής ανοδικής πορείας και συμπίπτει με την ίδια τη μέθη της δημιουργικότητας του ωραίου ως υψηλού.
     Όμως αν αυτή η μέθη του ωραίου σχετίζεται με το γίγνεσθαι, δε μπορεί ν'αδιαφορεί και για το Όλλυσθαι, που είναι ο σκοτεινός του συμπαντιακός αντίλογος.  Όπως ο κόσμος καταλύεται-συντιθέμενος, δηλαδή από τη μια Γίγνεται κι απ’την άλλη Καταρρέει, από τη μια οδεύει προς τα Επιφάνεια κι από την άλλη προς τα Καταγώγια, έτσι κι η τέχνη είναι Φωτεινή και Σκοτεινή. Δηλαδή, μαζί με τον "Μοσχοφόρο" την "Ντελικάτα", τον Έφηβο των Αντικυθήρων, τους Πολεμιστές του Ριάτσε, τα κατά Ματθαίο Πάθη ή και άλλα απεριόριστα αθάνατα έργα, τη μέθη της υψηλή τέχνης ως φωτεινής, συγχρόνως μπορούμε να έχουμε και την μέθη της τέχνης ως σκοτεινής:  Λογοτεχνικά έργα τα οποία αφορούν στα σκοτεινά καταγώγια του αγοραίου πόθου, στα σκοτεινά συναισθήματα διεστραμμένου πάθους ή ακόμα κι ό,τι αφορά στην αποσύνθεση του ανθρώπινου Είναι ή του κοινωνικού γίγνεσθαι ως Όλλυσθαι, έχουν κι αυτά μερίδιο στην μέθη του ωραίου αλλά ως σκοτεινού. ―Υπάρχει κάποιο διήγημα στο οποίο περιγράφεται το ωραίο όπως το ένιωθε κάποιος νεαρός χαλίφης-πολεμιστής. Αυτός ακολουθούμενος από τους σωματοφύλακές του, στην πρώτη γραμμή και με κίνδυνο της ζωής του, καβάλα στ’άλογό του, τυλιγμένος στο αρωματισμένο ιερό του άμφιο, επιδίδετο στη μέθη της σφαγής. Μετά τη μάχη, εξουθενωμένος παραδίδετο ταπεινωμένος στις ερωτικές ορέξεις  των σωματοφυλάκων του.  'Όλο αυτό το γίγνεσθαι της σφαγής και της ερωτικής ταπείνωσης θεωρούσε ανώτατη και ιερή τέχνη.
136
Όταν τελείωσε αυτό το μικρό δοκίμιο περί τέχνης, το άφησε για λίγο και κάποια στιγμή αργότερα το ξαναδιάβασε. Ντράπηκε. Αυτή είναι τέχνη παρακμής.  Αποφάσισε να το σχίσει. Εκείνη τη στιγμή μπήκε η Δέσπω, η μοναχή Αρετή.  Η Αρετή τον κατάλαβε. Καλέ μου φίλε προτού το σχίσεις άσε με να το δω κι εγώ
     Ήταν μικρό κι έτσι το διάβασε γρήγορα.  Τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Ο Τίτος ένιωσε κάτι να τον διαπερνά. ―Τόσο πολύ την αγαπάς; τον ρώτησε. Άλλαξες ακόμα και τις αρχές σου γι’αυτό το πλάσμα; ―Δεν άλλαξα τις αρχές μου, είπε κάπως απολογητικά ο Τίτος. Αυτό το έργο μου θύμισε έννοιες και ιδέες κλεισμένες βαθιά μέσα μου, που αναδύθηκαν και μ' αφορμή αυτού του έργου έγραψα αυτή την απολογία “μετανοίας”.
―Τότε γιατί ήθελες να το σχίσεις;  ―Αχ αγία και καλή μου φίλη Αρετή, αφού ξέρεις την ευθύνη ενός τέτοιου κειμένου αν πέσει σε λανθασμένα χέρια. Όμως με ρώτησες αν την έχω ερωτευτεί. Μπορεί, γιατί είναι υπέροχο πλάσμα. Όμως θα σου πω αυτό: Εκείνη που είχα ερωτευτεί παράφορα ήσουν εσύ. Κι ακόμα θα σου το κι αυτό: από τότε δεν έφτιαξα δεσμό κι έζησα με τη θύμησή σου. Δεν μ’αρέσουν τα δράματα, αλλά εσύ με προκάλεσες και στο είπα. Κι αν αυτό το πλάσμα κάνει το λάθος να δεθεί μαζί μου, στο βάθος του Είναι μου αλλά και στο πρόσωπό της, θα υπάρχεις πάντα και εσύ. ―Καλέ μου φίλε ήταν λάθος σου, αφού ήξερες τις ερωτικές μου προτιμήσεις. Διάβασα τη συλλογή της Υπατείας κι όπως είχα υποσχεθεί ξαναήλθα και θέλω να της μιλήσω. Κι αν δε σε πειράζει παραχώρησέ μας το γραφείο.
                                                                                  137
      Η Αρετή κλείστηκε στο γραφείο κι εκεί ξανα-συναντήθηκαν μόνες τους για πρώτη φορά μετά από οκτώ περίπου χρόνια.  Η Αρετή έγινε πάλι για λίγο Δέσπω, αλλά η Μάγδα δεν ήταν το άβγαλτο κοριτσάκι, που της είχε κάψει την καρδιά, ήταν μια χειραφετημένη γυναίκα η οποία μάλιστα έμοιαζε κάπως στο χαρακτήρα της παλιάς Δέσπως. Κάθισαν σε δυο καρέκλες σχεδόν κολλητά κι απέναντι. Η Δέσπω της κρατούσε τα χέρια και την κοιτούσε με άδολη αγάπη, σαν μαμά που έβλεπε το παιδάκι της, ενώ η Μάγδα ένιωθε ότι η Δέσπω, την οποία πια έβλεπε περισσότερο σαν μοναχή Αρετή, ήταν τελικά αυτή που είχε πονέσει περισσότερο. Για την Αρετή δεν είχε πάψει να υπάρχει κάποιο κρυφό φτερούγισμα έρωτα, αλλά για τη Μάγδα ένας τρυφερός σεβασμός ο οποίος γύριζε σε μητρική αγάπη. Ήταν σαν να είχε δει μια χαμένη μάνα της, η οποία όμως δεν είχε καμιά σχέση με τη φυσική μητρότητα. Ήταν μια μάνα ιδεατή. Της φίλησε τα χέρια με σεβασμό και τρυφερότητα. Δεν μίλησαν καθόλου για την πορεία που είχαν ακολουθήσει μέχρι να φτάσουν ως εκεί, αφού θα ήταν κάπως μελοδραματικό. Και οι δύο ήξεραν ότι η ζωή είναι μια ατέρμονη πορεία με τεράστιες διαστάσεις και διεξόδους κι όποιος νομίζει ότι αυτός έχει επιλέξει την πορεία του, μόνο την άγνοιά του μπορεί να δείξει.  Δεν είπαν λόγια. Ό,τι μπορούσαν να πουν, ελέχθη με τα μάτια και την τρυφερή αφή από το άγγιγμα των χεριών. Την ενημέρωσε μόνο για το μοναστήρι, του οποίου σχεδόν τη διακονία έχει αναλάβει, γιατί η ηγουμένη ήταν ηλικιωμένη και έχει ανέβει ψηλότερα από τον κύκλο των εγκοσμίων. Επίσης την κάλεσε αν ποτέ ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει, να πάει εκεί να την βρει. Μάλιστα την ενημέρωσε ότι αυτή και η μητέρα της, η Ηγουμένη, είχαν σκοπό ν'αφήσουν αυτό το μοναστήρι και στα συντρίμμια κάποιου άλλου, να δημιουργήσουν νέο. Κι ήταν αλήθεια. Με την προτροπή του αρχιεπισκόπου που ήταν άγιος χαμηλών τόνων αλλά με υψηλή κουλτούρα, είχαν αποφασίσει να κάνουν αυτό το άλμα πίστης. Δηλαδή να εγκαταλείψουν τη βολική καθημερινότητά τους και να ξαναπέσουν στο ανταριασμένο πέλαγος.
138
      Είχε έλθει κάποια μέρα στο μοναστήρι ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος με τον οποίον ήταν συμφοιτητές και φίλοι απ'τη Φιλοσοφική Αθηνών και μετά από μια παράλληλη πορεία και θεολογικές σπουδές κατέληξαν και οι δύο στις θέσεις τους.  Ο Αρχιεπίσκοπος ήθελε να λύσει το Γόρδειο Δεσμό που αποτελούσε για την εκκλησία η “ανάρμοστη” συμπεριφορά της παλιάς του φίλης Ασπασίας και νυν Αγαθής, αλλά κι η αγάπη με την οποίαν την περιέβαλλαν υψηλά ιστάμενα μέλη του κοινωνικού γίγνεσθαι. Είχε δεχτεί ότι μόνο με την συγκατάθεση της Ηγουμένης Αγαθής και με την ευφυή του πρόταση για την ιερή δοκιμασία της δημιουργίας νέου μοναστηριού, θα έλυνε το πρόβλημα. Αφού το μοναστήρι θα γεννάτο στα ερείπια ενός παλαιού, που θ'αναπαλαιωνόταν, αλλά κι η λεπτομέρεια ότι ο μισοερειπωμένος ναός την Μεταμόρφωσης του Σωτήρος που υπήρχε στην ερειπωμένη μονή, ήταν κτισμένος πάνω στον αρχαίο ναό της Αρτέμιδας. Ήταν σίγουρος ότι αυτό δημιουργούσε μιαν ηθική πρόκληση για την παλιά του φίλη. Ο Αρχιεπίσκοπος είχε υποσχεθεί μάλιστα και ανάλογη οικονομική βοήθεια για την αναπαλαίωση και την αρωγή του υπουργείου πολιτισμού με τους ανάλογους μηχανικούς. Έτσι όλοι θα ήταν ευχαριστημένοι.
     Η μοναχή Αρετή, με την προτροπή της ηγουμένης, το ανακοίνωσε στις μοναχές, ώστε όποιες θέλουν, να διακονήσουν σ’αυτό το ιερό όραμα του αρχιεπισκόπου. Η προθυμία ήταν πτωχή, μόνο τέσσερις. Η Αρετή όμως το διέδωσε στους καλλιτεχνικούς κύκλους με τους οποίους είχε φιλική σχέση, αφού μαζί με την Ηγουμένη, είχαν εκθέσει αγιογραφίες στη μικρή γκαλερί “Όραμα”, όπου εντυπωσίασαν πολλούς καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες. Κι επειδή υπήρχε πάντα οικονομική κρίση στους καλλιτεχνικούς κύκλους, μαζεύτηκαν άλλες τέσσερις γυναίκες αλλά και δύο άνδρες.  Ακόμα στο χώρο του ερειπωμένου μοναστηριού, υπήρχαν τρεις μοναχές οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει τις εργασίες με τις πενιχρές τους δυνάμεις και με την βοήθεια κάποιων αγροτών της περιοχής.
                                                                                  139

  Μόλις αυτό αποφασίσθηκε, οι εργασίες σταμάτησαν μέχρι ν’αναλάβουν οι μηχανικοί του υπουργείου πολιτισμού.  Μετά και όταν όλα θα έμπαιναν σε μια επιστημονικά προγραμματισμένη πορεία, θα έκτιζαν πρώτα κάποιους αξιοπρεπείς κοιτώνες για του εργαζόμενους και τις μοναχές και από κει και πέρα θα άρχιζε η πορεία της ανασκαφής και της αναστήλωσης, αλλά συγχρόνως και η λειτουργία του νέου μοναστηριού. Αυτό βέβαια θα τραβούσε αρκετά, αφού οι κρατικοί μηχανισμοί  θέλουν πάντα  και κάποιο διάταγμα για να κινηθούν κι έτσι δυσκολεύονται κι αργούν να πάρουν μπρος.  Έτσι η Ηγουμένη με την μοναχή Αρετή, θα παρέδιδαν την διοίκηση του μοναστηριού και η μοναχή Γεσθημανή θα αναλάμβανε ως Ηγουμένη.  Αυτό όμως δεν απαγόρευε στις δυο μοναχές πια, να κρατάνε τον ειδικό κοιτώνα τους και να έχουν μιαν ιδιόμορφη ελευθερία, που καμιά άλλη μοναχή δεν είχε.  Δηλαδή να δέχονται τις επιφανείς επισκέψεις τους ακόμα εκεί, αφού προς το παρόν δεν είχαν κάποια στέγη δική τους, αλλά ακόμα να πηγαίνουν οι ίδιες να τις συναντούν σε κάποιους συνεδριακούς χώρους ή ακόμα και στο σπίτι τους.  Η δημιουργία αυτού του νέου μοναστηριού είχε εξάψει τη φαντασία ακόμα και στις επιφανείς φίλες της αγίας Ηγουμένης, οι οποίες λάτρευαν την ιδέα να έχουν ένα κατάδικό τους μοναστήρι, το οποίο θα είχε συγχρόνως κι ένα τέτοιο πολιτισμικό παρελθόν. Θα βοηθούσαν λοιπόν χρηματικά και για τον λόγο αυτό συνέστησαν μια επιτροπή αρωγής για τη δημιουργία του μοναστηριού.
     Η Μάγδα, μολονότι ένιωσε αυτά τα έντονα συναισθήματα αγάπης κατά την συνάντησή της με την Δέσπω, δεν της πήγαιναν τα μοναστήρια, έτσι δεν την είχε επισκεφτεί και ίσως να μην πήγαινε ποτέ εκεί. Όμως στο χρόνο πάνω ο Γερο-Γιάννης πέθανε και βρέθηκε μόνη στην ίδια στέγη με τον Τίτο, ο οποίος είχε αρχίσει ν'αλλάζει προσωπικότητα.

140
Η ερωτική στέρηση τόσων ετών και το άνοιγμα ερωτικών οριζόντων στο σχεδόν τέλος της ερωτικής του ζωής, του δημιούργησε έναν ερωτικό πανικό. Ήθελε όσο ακόμα μπορούσε να τα δοκιμάσει όλα. Κι ενώ αυτό μπορεί γι’αυτόν να ήταν θεμιτό, η Μάγδα τον έρωτα μαζί του είχε αντιληφθεί διαφορετικά. Δε μπορούσε να ξαναγίνει πόρνη, ακόμα και γι’αυτόν που τόσο αγαπούσε. Προσπάθησε να του το δείξει, αλλά αυτός είχε ξεσαλώσει, είχε αρχίσει να μην είναι ο εαυτός του, αλλά ένα μικρό κτήνος που ανέβαινε από το κρυφό σκοτάδι, που όλοι έχουμε μέσα μας και με τόσο κόπο έχουμε θαμμένο.         
       Η Μάγδα ένα Σάββατο πήγε πρωί-πρωί στη δουλειά, κι αφού έκανε τα καθήκοντά της, αγκάλιασε τον κυρ Αναστάση χωρίς να του εξηγήσει γιατί, πήρε ένα σακίδιο με κάποια πράγματά της κι έφυγε για το μοναστήρι. Όταν έφτασε εκεί, κάποια μοναχή της απαγόρευσε να μπει, γιατί εκείνη την ημέρα δεν εδέχοντο. Η Μάγδα την πληροφόρησε ότι ήταν αδελφή της μοναχής Αρετής κι ότι τουλάχιστον θα έπρεπε να την ενημερώσει για την παρουσία της.
      Η Αρετή έτρεξε γρήγορα και δακρυσμένη την αγκάλιασε με λαχτάρα. Την πήγε έτσι αγκαλιά ως τον κοιτώνα της Ηγουμένης.  Ο κοιτώνας αυτός ήταν χωρισμένος σε δύο μικρά δώματα. Το ένα ήταν της Αγαθής και ήταν σαν μικρός χώρος υποδοχής μ’ένα κρεβατάκι κι ο άλλος ήταν σαν γραφείο μ’ένα κρεβατάκι.
     Η Αρετή παρουσίασε την Μαγδαληνή στην Αγαθή και της υπενθύμισε ότι στην ποιητική της συλλογή είχε πάρει το όνομα Υπατεία, δηλαδή όπως ακριβώς ονόμαζε μυστικά η Ηγουμένη την Αρετή. Μάλιστα πίστευε ότι η επιλογή του ονόματος αυτού από την Μαγδαληνή δεν ήταν απλά μια απλή σύμπτωση, αλλά μια ενορατική λάμψη.   Ένιωθε ότι υπήρξε κάποια μεταφυσική ώθηση στην επιλογή της αυτή, η οποία ακόμα την ώθησε στο μοναστήρι.
                                                                                 141

       Έξαφνα η Ηγουμένη άπλωσε το χέρι της στη Μαγδαληνή επικλητικά κι αυτή ακολούθησε σαν υποταγμένη. Πλησίασε την Αγαθή και χωρίς να το σκεφτεί γονάτισε μπροστά της. Η Αγαθή ακούμπησε το χέρι στην κορυφή του κρανίου της ανάλαφρα, αλλά αυτή ένιωσε ένα τεράστιο βάρος πάνω της κι έπεσε αγκαλίαζοντας, για να κρατηθεί, τα γόνατα της ηγουμένης.  Η ηγουμένη έσκυψε και της ψιθύρισε κάποια λόγια, τα οποία καμιά τους δεν άκουσε ξεκάθαρα. Τότε η Μαγδαληνή σαν ν’αφυπνίστηκε. ―Εγώ η Ηγουμένη σου σε ονομάζω ξανά Μαγδαληνή, γιατί αυτό είναι το αληθινό σου όνομα. Είσαι "η εν πολλές αμαρτίες περιπεσούσα γυνή" η οποία ορθώθηκε απ’το έρεβος του θανάτου. Γύρισε στην Αρετή και μ'ένα κέλευσμα, το οποίο ήταν περιβεβλημένο με το νέφος της μητρικής αγάπης ως υψηλής, την κατέστησε υπεύθυνη να οδηγήσει τη νεοφώτιστη στο δρόμο της αρετής.
     Η μοναχή Αρετή την οδήγησε στον ιερό λουτήρα ο οποίος υπήρχε πίσω από τα λουτρά του κοιτώνα της ηγουμένης. Αυτός ήταν μια αρχαία μαρμάρινη σταυροειδής κολυμβήθρα, που στο σημείο του σταυρού υπήρχε η Ιερά Θέσις, όπου η λουομένη, στην περίπτωσή μας η Μαγδαληνή, στεκόταν γυμνή και ορθή. Εκεί η εν θεώ μητέρα της, στην περίπτωσή μας η μοναχή Αρετή, είπε κάποιους ψαλμούς μυστικούς ή τουλάχιστον τόσο σιγανά που με την ακολουθία της ψαλτικής να μην ακούγονται καθαρά, την έπλενε. Μετά την έλουσε με αγιασμένο ύδωρ αποκαθάροντάς την απ'όλα της τ’αμαρτήματα.  Αφού την περιέβαλλε με το ιερό ένδυμα της μοναχής, την οδήγησε ξανά στην αγία ηγουμένη.  Πλησίασε και γονάτισε.  Η Ηγουμένη, που ήταν καθισμένη σ’ένα χαμηλό κάθισμα, έτσι που το κεφάλι της Μαγδαληνής, όπως ήταν σκυμμένο να είναι λίγο κάτω απ’το πρόσωπο της ηγουμένης, της το φίλησε ελαφρά και μετά ψιθύρισε ακόμα μια προσευχή.  Μετά βυθίστηκε σ'ένα σιωπηλό σκοτάδι κι άρχισε να φθέγγεται ακαλλώπιστα κι ακατανόητα. Στο τέλος αυτού του σκοτεινού νοητικού λαβυρίνθου, άρχισε να επανέρχεται στον Λόγο. ―Αγάπη μου, η Απόπλυση του Λουτήρα όπως είναι φυσικό κι όπως συμβαίνει με όλους, δεν σε αποκάθαρε τελείως.   Έχεις, όπως όλοι, έναν πανίσχυρο δαίμονα μέσα σου, τον οποίον εσύ θα στρέψεις προς το καλό ή προς το κακό. Εσύ που είσαι στο απώτατο βάθος αυτός ο δαίμονας, θα γίνεις Θεός ή Διάβολος.
142
     Η Μαγδαληνή που είχε αποκτήσει, απ’τις πολιτικο-φιλοσοφικές συζητήσεις που άπτοντο της διαλεκτικής με τον κυρ-Αναστάση, την ικανότητα να διακρίνει ότι αυτά τα οποία έλεγε η αγία Ηγουμένη ήταν οπωσδήποτε αιρετικά. Είχαν έντονο άρωμα τραγικής διονυσιακής παγανιστικής σκέψης. Για πρώτη φορά μετά την επίκλιση και την απόφανση της Ηγουμένης, ένιωσε ότι όλ’αυτά τα διαλεκτικά ή τα παγανιστικά-διονυσιακά, που είχε συσσωρεύσει ακούοντας τις συζητήσεις των ποιητών και των διακεκριμένων καλλιτεχνών στο καφενείο του υπογείου, αποκτούσαν αληθινό νόημα. Είχε καταλάβει ότι ο Θεός δεν είναι ένας ζηλωτής τιμωρός, αλλά το γενεσιουργό πνεύμα της φύσης που υπάρχει παντού και πάντα. Μάλιστα, επειδή ο άνθρωπος είναι το ιερότερο σημείο της φύσης, αυτό που θεωρείται  ψυχή μέσα του, είναι αυτό το οποίο περιλαμβάνει κάθε στιγμή και συνεχώς το όλον, που ως Φύση βρίσκεται  σε συνεχή υπερβατική αλλαγή. Αυτό λοιπόν είναι ο Θεός, ο οποίος έχει απεριόριστες όψεις μέσα σε κάθε ον, και είναι αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος που επιλέγει τις μορφές που θα δώσει στον Θεό μέσα του ή αλλιώς που θα δώσει στον ίδιο τον εαυτό του. Μπορεί δηλαδή να γίνει Θεός ή Διάβολος.
                                                                                  143
Η διαβίωση στον μικρό κύκλο των μυημένων μοναχών, είχε πάρει μορφή παγανιστικού τραγικού θίασου, όπου  όλα άπτοντο της θεότητας,  ακόμα και αυτά  που θεωρούντο ως πιο ασήμαντα.  Η Γη ήταν ιερή μητέρα, το χώμα ήταν ιερό, η καλλιέργια του κήπου ήταν ιερή, η φροντίδα των οικόσιτων ζώων ήταν ιερή.  Γενικά η τροφή ήταν μια ιερή θυσία, κατά την οποία το θύμα, άσχετα αν ήταν ζώο ή φυτό, πλησιάζετο με σεβασμό αφού ήταν μέρος του θεού, δηλαδή της Φύσης και θυσιαζόταν γι'άλλο μέρος της, τον άνθρωπο. Η μοναχή έπρεπε να καταναλώνει τόσο όσο να ζει κι αυτή η πρακτική θα έπρεπε να έχει σαν σκοπό τη δημιουργική υπέρβαση. Η κατανάλωση κρέατος ήταν μιαρή κι εγένετο μόνο κάποιες σημαδιακές στιγμές του χρόνου με μορφή θυσίας. Τότε έπρεπε η ίδια η Ηγουμένη, μπροστά στις ακολούθους της στην ιερή πρακτική, να σφαγιάσει με τα ίδια της τα χέρια το ιερό θύμα εν μέσω ψαλμών, ώστε να πάρει την ευθύνη τον μιαρό φόνο του ζώου να μετατρέψει σε δημιουργική πρακτική. Οι ψαλμοί αυτοί περιεστρέφοντο γύρω από την πρακτική της σφαγής και την ευθύνη των μετόχων στην ιερή κρεατοφαγία, με το έργο τους να την ανεβάσουν στο ύψος του Θεού. Αυτό δεν ήταν άλλο από ένα είδος Τραγωδίας· δηλαδή τρωγωδίας, αφού η έννοια τραγωδία προέρχεται απ’το απαρέμφατο του ρήματος τρώγω που είναι "τραγείν".
Ο Τίτος που είχε καταλάβει τι συνέβει, αρχικά δεν την αναζήτησε. Ένιωσε αφόρητη ντροπή για τη χυδαία συμπεριφορά του. Είχε μάθει για το μοναστήρι, αλλά δεν τολμούσε. Μετά από δεκαπέντε μέρες όμως δεν άντεξε την αφόρητη μοναξιά και πήγε εκεί σαν ικέτης.  Όταν την αναζήτησε, εμφανίστηκε η μοναχή Αρετή, την οποία θεωρούσε αγαπημένη φίλη.  Η Αρετή τον κοίταξε βαθιά στα μάτια κι αυτός λύγισε. Δεν μπο-ρούσε να κρυφτεί από τον μεγάλο έρωτά του ο οποίος ήταν ιδεατός και υψηλός. Ήταν μόνοι στη μικρή αί-θουσα υποδοχής, έτσι είχε αποβάλλει τις ιδεατές ασ-πίδες του εσωτερικού του κόσμου. Η Αρετή τον ρώ-τησε αυστηρά: μήπως δεν μπόρεσες να κρατήσεις το Μέτρο της σχέσης πάθους και αγάπης;
144
       Ο Τίτος ξέσπασε σε κλάμα κι έπεσε στην αγκαλιά της.  Η Αρετή μολονότι πόνεσε, έτσι που το ωραίο της πρόσωπο να φαίνεται πιο θρυμματισμένο, τον έσπρωξε διακριτικά και τον ξανακοίταξε με επιμονή στα μάτια. Αυτός δεν είπε τίποτα. Είχε χαθεί μέσα σ'αυτή την καταιγίδα αρνητικών συναισθημάτων. Η Αρετή τον έπιασε με δύναμη αλλά και με μια βιαιότητα που ήταν περιβεβλημένη μ’αγάπη και συμπάθεια. ―Φίλε μου αγαπημένε, μ'αυτό το πλάσμα έχω κάνει κι εγώ το ίδιο λάθος και το έχω πληρώσει, έκλαψα πικρά. Όμως σεβάστηκα την προσωπικότητά της και προχώρησα μπροστά. Σε συμβουλεύω σαν φίλη, να κάνεις το ίδιο.  Βέβαια επειδή τη σέβομαι, δεν θα ασκήσω το δικαίωμά μου ως εκπρόσωπος της Ηγουμένης να σε διώξω, αλλά θα σου δώσω τη δυνατότητα της προσωπικής επαφής μαζί της. Να είσαι όμως όπως πάντα αξιοπρεπής και να μην κατρακυλήσεις στο μελόδραμα. Εξάλλου η αιτία που η Μαγδαληνή βρίσκεται εδώ είσαι εσύ, δηλαδή ένας γέρος ο οποίος δεν ένιωσε ότι η παρουσία της στη ζωή του ήταν ένα ανεξήγητο θαύμα, μια ευλογία.
       Η Αρετή άφησε τον Τίτο να περιμένει περίπου μία ώρα, ώστε να σκεφτεί καλά ό,τι είχαν συζητήσει, ακόμα να έχει τη δυνατότητα να παρουσιαστεί αξιοπρεπώς. Ο Τίτος άρχισε να χάνει της ελπίδα ότι θα απολογείτο στη Μάγδα. Έξαφνα όμως παρουσιάστηκε μπροστά του η μοναχή Μαγδαληνή.  Ξαφνιάστηκε δεν ήξερε τι να κάνει. Μεσ’την αμηχανία του έπεσε στα πόδια και γονάτισε, χωρίς να ξέρει γιατί.  Η μοναχή Μαγδαληνή του έπιασε τα χέρια και τον σήκωσε. Τον οδήγησε σ'έναν καναπέ και άρχισε να του μιλά χαμηλόφωνα με πολύ αγάπη και συμπόνια.  ―Αγαπημένε μου, του είπε, είχες δίκιο που ένιωσες ότι η ζωή σου όφειλε κι ένα μέρος σκοτεινού έρωτα. Η σχέση μας όμως μ'αυτό άλλαξε και δεν σε κατακρίνω. Κατακρίνω του εαυτό μου, που δεν μπόρεσε να προσφέρει στον άνθρωπο που αγάπησε περισσότερο απ' όποιον άλλο στον κόσμο, ό,τι μ’ένα ευτελές αντίτιμο πρόσφερε σ’άλλους, οι οποίοι κάποιες φορές, ήταν ακόμα και μισητοί.

                                                                                 145
Δεν άντεχα όμως να ξαναγυρίσω εκεί, ακόμα και με τον αγαπημένο μου. Αυτό ήταν μια απόδειξη ότι δεν σ'αγάπησα αρκετά, αλλά και μια απόδειξη ότι κι εσύ δεν με σεβάστηκες αρκετά. Ο Τίτος που είχε οργανώσει τη σκέψη για μιαν απολογία απ'τα βάθη της ψυχής, καταποντίστηκε.  Ήταν τόσο ανόητος και τόσο μακριά νυχτωμένος, που ούτε είχε σκεφτεί αυτή την εκδοχή. Για αρκετή ώρα σώπασε, δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Όταν άρχισε ν'ανασυγκροτείται κατάλαβε ότι σαν τίμιος άντρας και σαν γενναίος αγαπημένος, δεν είχε τίποτα να πει. Της έπιασε το χέρι μ'αγάπη γονάτισε και το φίλησε συνειδητά. Ήταν πολύ έξυπνος άνθρωπος κι ήξερε ότι αυτή είχε πάρει άλλο δρόμο χωρίς επιστροφή. Την κοίταξε με στοργή, κατέβασε το κεφάλι κι έφυγε.
      Από κάποια στιγμή και μετά τα γεγονότα στη μονή εξελίχθησαν καταιγιστικά: Η μικρή ομάδα του υπουργείου πολιτισμού που είχε ήδη εγκατασταθεί στην περιοχή της ερειπωμένης μονής, δημιούργησε τη δυνατότητα εγκατάστασης των μοναχών και των εργατοτεχνιτών, που ήταν όλοι ειδικοί στην αναπαλαίωση μεσαιωνικών κτιρίων. Δημιουργήθηκε μια επιτροπή λήψης αποφάσεων και δράσης στην οποίαν συμμετείχαν, μία αρχαιολόγος κι ένας μηχανικός του υπουργείου, ο επικεφαλής των εργατοτεχνιτών, ο οποίος ήταν ειδικός επιστήμων-μηχανικός ανακατασκευής παλαιών κτιρίων, η μοναχή Αρετή και πρόεδρος η ηγουμένη της μονής Αγαθή.  Η Αρετή κι η Αγαθή, μπορεί να μην είχαν πρακτική εμπειρία σε τέτοια θέματα, αλλά είχαν μελετήσει από αρχαιολογικής πλευράς τόσο πολύ το θέμα που ήταν απαραίτητες. Εξάλλου είχαν ξεσκονίσει όλα τ’αρχαία κείμενα που μιλούσαν για την περιοχή. Είχαν λοιπόν διαβάσει στον περιηγητή Παυσανία ότι ακριβώς σ'αυτή τη θέση, υπήρχε αρχαϊκός ναός της Δήμητρας και Κόρης (Περσεφόνης), στον οποίο ελατρεύοντο παράλληλα η αρχαϊκή Άρτεμις ως Γοργώ κι ο μικρός Διόνυσος.
146
Αυτός ο συνδυασμός θεοτήτων οδηγούσε στη σκέψη ότι εκεί μπορεί  να υπήρχε  κάποιο μαντείο το οποίο είχε με τον καιρό χάσει το χαρακτήρα του ως τέτοιο, κι επειδή διέθετε ιερές πηγές, είχε αναδυθεί ως αναγκαιότερος, ο χαρακτήρας του θεραπευτηρίου μέσω της νηστείας και πόσης ιερού ύδατος.  Απεδείχθει ότι ο ναός, είδους βασιλικής, της Μεταμόρφωσης Σωτήρος, που είχε κτιστεί πάνω στα θεμέλια και με τα υπόλοιπα δομικά στοιχεία του κατεστραμμένου, είχε ακολουθήσει σχεδόν την τυπική αρχιτεχτονική δομή του αρχαίου ναού, έχοντας όμως, με διαφορετικά χωρίσματα και βυζαντινή τοιχοποιία, αλλάξει το τρόπο χρήσης του. Όμως κι αυτός ο ναός είχε παραδοθεί στην πυρά όταν οι Σαρακηνοί πειρατές του Ιμπραχίμ αλ Χαρούντ λεηλάτησαν τον ναό γύρω στο 1700 και σφαγίασαν τους μοναχούς του, απλά και μόνο για την ηδονή της σφαγής.  Ο Ιμπραχίμ είχε ανεβεί στον άμβωνα του ναού και μίλησε στους μοναχούς:  ―Όσοι από σας αλλαξοπιστήσετε θα ζήσετε. Όσοι από σας θέλετε να ζήσετε απαρνούμενοι το καθήκον σας, θα μαστιγωθείτε και θα φύγετε, αφού κάτω από την επίβλεψή μου θάψετε τους νεκρούς. Όσοι από σας ακολουθήσετε την πίστη σας θα αποκεφαλιστείτε και θα ταφείτε όλοι μαζί αλλά τα κεφάλια σας ξεχωριστά.   Όσοι λοιπόν κρατήσουν την πίστη τους ας γονατίσουν κι εγώ ο ίδιος θα έχω την τιμή να τους στείλω στον παράδεισο με το δαμασκηνό σπαθί μου.   Οι μοναχοί ενταφιάστηκαν κάτω από τις πλάκες του ναού, κι όταν αυτό το έργο είχε τελειώσει, ο Αλ Χαρούντ διέταξε να κάψουν τον ναό.
  Μετά από εργασίες δύο ετών, η μονή είχε αποκατασταθεί και το μοναστήρι είχε γίνει εστία πολιτισμού και πόλος έλξης διακεκριμένων ατόμων της κοινωνίας από τον πολιτισμό τις τέχνες τα γράμματα και την οικονομία. Μάλιστα όλοι αυτοί οι διακεκριμένοι ένιωθαν το μοναστήρι δικό τους, αφού είχαν συμμετάσχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην αναγέννησή του.
 
                                                                                  147
  Υπήρχαν λοιπόν δίπλα στους κοιτώνες της ηγουμένης και της μοναχής Αρετής, που ήταν διαρρυθμισμένοι όπως στο άλλο μοναστήρι και κοιτώνες φιλοξενίας για κάποιους διακεκριμένους επισκέπτες αν το επιθυμούσαν.
    Πολύ συχνά όμως φιλοξενείτο το ζεύγος της αρχαιολόγου και του μηχανικού, οι οποίοι είχαν αναπτύξει στενή φιλία με την ηγουμένη.  Η ηγουμένη, η μοναχή Αρετή και το ζευγάρι των νεαρών επιστημόνων, διαβουλεύοντο τρόπο με τον οποίον θα μπορούσαν ν’ ανακαλύψουν τα αρχαϊκά μυστικά του ναού, γιατί δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι ο αρχαιοελληνικός ναός τα είχε αποκαλύψει όλα.  Το ζευγάρι λοιπόν πήγαινε όταν ο ναός δε λειτουργούσε κι αναζητούσαν κάποια μυστική κρύπτη ή καταπακτή.   Στην αυλή του ναού και πίσω απ’το ιερό, υπήρχε μια μεγάλη σαρκοφάγος η οποία είχε βρεθεί κενή και ήταν έτσι τοποθετημένη ώστε να μην μπορεί να μετακινηθεί χωρίς καταστροφές, αφού είχε δομηθεί με τις πλάκες του ναού. Ο Νίκος Φέρρης κι η Άννα Φονκοζιάν, δηλαδή ο μηχανικός κι η αρχαιολόγος, μυρίστηκαν ότι αυτή, μολονότι έμοιαζε με σαρκοφάγο δεν ήταν, αφού ήταν πολύ μεγάλη και μάλιστα ο πυθμένας της δεν ήταν μονολιθικός αλλά είχε δομή. Όταν λοιπόν την καθάρισαν, διέκριναν ότι μια απ’τις πλάκες που αποτελείτο η βάση της, μπορούσε ν’ανασηκωθεί. Την ανασήκωσαν και διαπίστωσαν ότι υπήρχε ισχυρός κρίκος για την ανόρθωση άλλης πλάκας βαθύτερης. Έπρεπε να ειδοποιήσουν την ηγουμένη, έτσι ώστε να τους δώσει μυστική άδεια να φέρουν κάποιο εργαλείο για την ανόρθωση της πλάκας.  Έφτιαξαν κι έναν ξύλινο φράχτη που μετέτρεψαν σε παραβάν το οποίο απαγόρευε να βλέπει ο καθένας τι γίνεται εκεί μέσα, αφού αν πήγαινε στ'αυτιά της αρχιεπισκοπής θα παρενέβαινε αρνητικά κι αν πήγαινε στ'αυτιά της αρχαιολογίας, θ'αναλάμβαναν αυτοί το έργο, κάτι άδικο, μιας και είχαν δουλέψει τόσο πολύ γι'αυτό. Η Ηγουμένη συμφώνησε κι ο Φέρρης έφερε ένα μικρό γερανάκι με το οποίο ανασήκωσε την πλάκα. Πλήρωσε τον χειριστή και τον έδιωξε χωρίς να τον αφήσει να έχει καλύτερη εικόνα για το τι συμβαίνει. Έκλεισαν καλά τον προστατευτικό περίγυρο κι επιδόθηκαν στη λύση του γρίφου της εισόδου.
148
Κάτω απ’την πλάκα υπήρχε μπρούντζινη πόρτα η οποία είχε σκουριάσει και ήθελε μεγάλη προσοχή. Δεν εβιάζοντο. Ο μηχανικός προσέλαβε κάποιους εργάτες οι οποίοι έκτισαν ένα κομψό οίκημα γύρω από την σαρκοφάγο του οποίου το κλειδί είχε αυτός. Έτσι θα μπορούσαν ακόμα κι όταν εισέλθουν στην υποτιθέμενη καταπακτή να εργαστούν, χωρίς κάποιοι να τους ενοχλούν. Πήραν ειδικά υγρά με τα οποία καταπολέμησαν την σκουριά και την άνοιξαν χωρίς ζημίες. Η είσοδος αυτή ήταν τόσο μικρή που κατάφεραν σχεδόν έρποντας να φτάσουν κάτω από τον ναό. Φορούσαν ειδικές μάσκες και κασκέτα σπηλαιολόγων τα οποία είχαν φορητούς φακούς φωτισμού αλλά κρατούσαν και μικρούς φακούς χειρός. Μολονότι δεν είχαν αρκετό φωτισμό έμειναν έκπληκτοι. Υπήρχε βωμός, από τη μια πλευρά του οποίου υπήρχε κεραμεικό άγαλμα της Αρτέμιδας κι απ' την άλλη της Εκάτης τα οποία ήταν τεχνοτροπίας αρχαϊκής και χρωματισμένα. Αμέσως κατάλαβαν ότι ήταν Καταγώγιο όπου ελατρεύετο ως αντίθετη και συγχρόνως μαζί με την Αρτέμιδα κι η Εκάτη. Η Άρτεμις ως Σελήνη, ορατή και φωτεινή, δε μπορούσε παρά να συνυπάρχει με την Εκάτη, ως σκοτεινή και αόρατη πλευρά της Σελήνης. Γι'αυτό θεώρησαν φυσικό ότι ο Ναός ήταν συγχρόνως της Δήμητρας και της κόρης Περσεφόνης, που στο ξεκίνημα του χειμώνα ακολουθούσε τα Καταγώγια και στο ξεκίνημα του καλοκαιριού τα Επιφάνεια. Τότε "ΑΙ ΩΡΑΙ," δηλαδή οι εποχές του χρόνου θεωρούντο δύο και γι'αυτό συμμετείχε ο Διόνυσος, αφού οι Ώρες ήταν νύμφες ακόλουθοί του και είχαν να κάνουν με τη γονιμότητα της φύσης όσο κι η Άρτεμις με την Εκάτη, οι οποίες είχαν να κάνουν με τον γυναικείο κύκλο γονιμότητας.                                                                                           149
Δεν είχαν αρκετό φωτισμό και έτσι αποφάσισαν να σταματήσουν για να μην κάνουν ζημιές. Την άλλη μέρα πρωί είχαν φέρει μαζί τους πανίσχυρο φακό μπαταρίας, μερικά εργαλεία ανασκαφής κι ένα μικρό μοχλό. Ο Μηχανικός, η Αρχαιολόγος, η Ηγουμένη κι η Μοναχή Αρετή μπήκαν με δυσκολία στο Καταγώγιο, αφήνοντας τη Μαγδαληνή ν’ ασκεί χρέη διοίκησης, αν προέκυπτε κάτι. Μόλις μπήκαν κι άναψαν το πανίσχυρο φορητό φωτιστικό, αντελήφθησαν ότι είχε συμβεί μια μεγάλη αρχαιολογική ανακάλυψη.  Όμως υπήρχε υποψία ότι το Καταγώγιο είχε συληθεί, αφού υπήρχαν σε μια γωνιά αρχαιολογικά ευρήματα τα οποία ήταν τοποθετημένα με τάξη σε ξύλινα κιβώτια. Λίγο απόμερα, αλλά και σε περίοπτη θέση υπήρχε μία σαρκοφάγος της οποίας το σκέπασμα ήταν ορειχάλκινο με ανάγλυφα σχέδια, τα οποία ήταν έγχρωμα και βερνικωμένα για να μην οξειδωθεί το μέταλλο και να διατηρηθούν τα χρώματα. Έσπρωξαν με το μικρό μοχλό το σκέπαστρο και μέσα υπήρχε μια ξύλινη επιχρυσωμένη κύστη και λίγο πιο κει κιβώτιο βλημάτων βρετανικού όπλου τύπου Νο4. Αυτό κι αν δεν ήταν έκπληξη. Αμέσως το άνοιξαν και μέσα του υπήρχαν με απόλυτη τάξη τοποθετημένες δεσμίδες αγγλικών χρυσών λυρών σε φυσίγγια των πενήντα. ―Αυτό είναι δώρο θεού είπε η Ηγουμένη. Θα μπορέσουμε να κάνουμε τεράστιο φιλανθρωπικό έργο, όπως το ορφανοτροφείο που ονειρευόμασταν. Και οι δύο μαζί γονάτισαν για να προσευχηθούν για την απρόσμενη τύχη. Εκείνη τη στιγμή ο μηχανικός με τη μικρή του σκαπάνη τις χτύπησε με βία το κεφάλι κι έμειναν νεκρές. Η αρχαιολόγος τρόμαξε και δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή της. Αυτό δημιούργησε στον μηχανικό αμφιβολία για την μελλοντική συμπεριφορά της. Μολονότι αστραπιαία, όταν χτυπούσε τις μοναχές, πέρασε απ’τον νου του να την έχει εταίρο στη λεία, άλλαξε γνώμη και τη σκότωσε.  Έβγαλε τα ευρήματα απ’τη σαρκοφάγο, κι άφησε μέσα το κιβώτιο με τον χρυσό. Πήρε δέκα φυσίγγια και τα έβαλε στην τσάντα του.
150
Τρελάθηκε "για σκέψου αυτά τα λίγα είναι πεντακόσιες χρυσές λύρες, μια περιουσία" μονολόγησε.  Έβαλε τα τρία πτώματα πίσω απ’τη σαρκοφάγο και την έκλεισε. Παρατήρησε ότι υπήρχε κι άλλη δίοδος εξόδου. Με μεγάλη προσπάθεια την άνοιξε και βρέθηκε πίσω ακριβώς απ’την Αγία Τράπεζα.  Έριξε χώμα στις ρωγμές της πλάκα της μικρής εισόδου για να μην φαίνεται το άνοιγμα.   Σκέφτηκε ότι προσωρινά αυτός ο χώρος προς το παρόν ήταν ο πιο ασφαλής για το θησαυρό.  Βέβαια δεν ήξερε ότι η Αρετή είχε ενημερώσει την Μαγδαληνή για την ανακάλυψη εισόδου και ότι αυτή παρακολουθούσε τις εξελίξεις. Μάλιστα όταν είδε φως στον Ναό, αυτή πήγε με προσοχή και είδε τον μηχανικό να βγαίνει από το Ιερό, ενώ είχε μπει από την εξωτερική είσοδο. Τον ακολούθησε κρυφά. Αυτός πήγε στον εξωτερικό μικρό περιφραγμένο χώρο όπου υπήρχε η σαρκοφάγος της εισόδου για το Καταγώγιο και με το μοχλό του έριξε τη βαριά πλάκα και την έκρυψε. Έτσι αυτός ο χώρος θα ήταν για πάντα δικός του, κι όποτε θα μπορούσε να μεταφερει τις λύρες σιγά-σιγά σ'άλλον χώρο.    Μόλις έφυγε ο μηχανικός η Μαγδαληνή μπήκε στο Ιερό και βρήκε την είσοδο. Πήγε στον κοιτώνα της και πήρε έναν φακό, κατέβηκε στο Καταγώγιο και μαζί με τα ευρήματα και τις λύρες είδε αίματα. Αμέσως κατάλαβε τι συνέβη. Άνοιξε τη σαρκοφάγο και βρήκε μέσα το κιβώτιο με τις λύρες· μετά κοιτώντας πίσω από τη σαρκοφάγο, βρήκε τις νεκρές. Στην αρχή ένιωσε φοβερή λύπη, άνοιξε η γη και την κατάπιε. Έχανε ξανά αυτούς που αγαπούσε και που ήταν οι δικοί της. Κάθισε σ'ένα σκαλοπάτι κι έκλαψε μ’ αναφιλητά και γι' αρκετή ώρα ήταν αποσβολωμένη. Έξαφνα την έπιασε πανικός. Με το βεβαρυμένο παρελθόν και τις λύρες, ήταν η πρώτη ύποπτος. Η αστυνομία την είχε φακελώσει σαν πόρνη, αλλά κι η διαγωγή της θεωρείτο τόσο ασταθής, που ήταν ικανή για όλα.  Πήγε πάλι στον κοιτώνα της πήρε ένα μοναστικό ταγάρι, έβαλε μέσα εκατό φυσίγγια κι έφυγε για Αθήνα με τα πόδια.
                                                                                 151
Το κάθε φυσίγγιο είχε πενήντα λύρες και άρα ήταν περίπου τρακόσια πενήντα γραμμάρια, έτσι τα εκατό φυσίγγια ήταν κάπου τριάντα πέντε κιλά. Σταμάτησε να ξεκουραστεί σ’ένα μέρος γνώριμο κι αγαπητό, το οποίο απείχε δυο χιλιόμετρα απ’τη μονή κι όπου συνήθιζε ν’απομονώνεται εκεί κάποιες φορές. Κράτησε τρία φυσίγγια κι εκεί έκρυψε τις λύρες, όπου θα μπορούσε να επισκεφθεί και να τις πάρει αργότερα όταν θελήσει. Έκανε τρεις ώρες να φτάσει με τα πόδια στην Αθήνα. Πήγε σ'ένα ξενοδοχείο κι έβγαλε την νύχτα, μετά πήγε κι αγόρασε ρουχισμό. Πήγε σε δημόσιες τουαλέτες κι άλλαξε αμφίεση. Μάλιστα έβαψε τα χείλια της και τα μάτια της για να μην μπορεί κανείς να την υποψιαστεί και πήγε σε άλλο ξενοδοχείο. Πήγε σε σαράφη κι έσπασε το ένα μασούρι λύρες σε κατώτερη, αλλά πολύ καλή τιμή και μετά νοίκιασε μια γκαρσονιέρα στα Πετράλωνα. Μόλις εγκαταστάθηκε, δηλαδή την επόμενη μέρα, έστειλε στον Τίτο επιστολή που περιέγραφε τα πάντα και τον παρακαλούσε να ενημερώσει την αστυνομία. Η ασφάλεια διαπίστωσε ότι όλα όσα κατήγγειλε η Μαγδαληνή ήταν σωστά. Αλλά λόγω του παρελθόντος της έπρεπε να παρουσιαστεί στην ασφάλεια, μολονότι ο μηχανικός είχε συλληφθεί με τις λύρες κι είχε ομολογήσει τα πάντα.  Όταν η Μαγδαληνή τηλεφώνησε στον Τίτο να μάθει τι έγινε, ο Τίτος την παρακάλεσε να παραδοθεί για να καθαρίσει τ’όνομά της. Αυτή του απάντησε ότι τ’όνομά της είναι πολύ λερωμένο και δεν καθαρίζει με τίποτα. Καλύτερα γι'αυτήν θα ήταν να κρυφτεί για κάποιο καιρό για να χαθούν τα ίχνη της. Έτσι κι έκανε. Τη μονή ανέλαβε κάποια άλλη ηγουμένη, την οποίαν είχε ορίσει ο Αρχιεπίσκοπος κι οι αρχαιολογικές αποκαλύψεις στα καταγώγια του ναού αποσιωπήθηκαν. Το Καταγώγιο σφραγίστηκε με όλα του τα ευρήματα. Τα πτώματα των τριών γυναικών ενταφιάστηκαν με τον πρέποντα τρόπο, αλλά η αστυνομία δεν ανέφερε τίποτα που να φανερώνει τον τρόπο και τον τόπο που συνέβη το έγκλημα. Πολύ γρήγορα όλα σκεπάστηκαν.
152
Κάποια μέρα του ογδόντα, συνέβη στα Εξαρχία μια αιματηρή συμπλοκή ανταρτών πόλεως κι αστυνομικών. Μια ομάδα τεσσάρων νεαρών υπό τις διαταγές μιας σαραντάρας αποφασισμένης, εγκλωβίστηκαν έξω από κάποιο καφενείο αντιρρησιών συνείδησης. Οι "αν-τάρτες" είχαν ταμπουρωθεί πίσω απ’τις τσιμεντένιες ζαρντινιέρες κι η αντιτρομοκρατική σε πολύ καλές θέσεις βολής. Η ηγέτις της ομάδας είπε στα παιδιά να το σκάσουν, όταν αυτή θα κάνει μια θεαματική ενέργεια για να τραβήξει την προσοχή των ασφαλιτών.  Ξαφνικά πετάχτηκε με το σαρανταπεντάρι της κι έριχνε δείχνοντας ότι μετακινείται σ’άλλο ταμπούρι. Την πήρε μια βολή στο πόδι, αλλά έφτασε έρποντας. Τα παιδιά προσπάθησαν να το σκάσουν, αλλά είχαν αργήσει, οι ασφαλίτες είχαν κλείσει και την δίοδο διαφυγής. Οι δύο χτυπήθηκαν και οι δύο πέταξαν τα πιστόλια κι έπεσαν καταγής.  Αυτή συνέχισε μέχρι που την βρήκε ένα βλήμα στο στήθος. Καθώς βυθιζόταν στο σκοτάδι πέρασε γρήγορα απ’το νου η ζωή της.  Δεν είχε κανένα παράπονο, όσοι γνώρισε της άνοιξαν δρόμους με αγάπη και προχώρησε. Είχε ολοκληρώσει τη ζωή της με πληρότητα, ακόμα και το βλήμα που την οδηγούσε στον θάνατο, την πονούσε ηδονικά. Όταν πλησίασαν κάποιος ασφαλίτης την αναγνώρισε. Την είχε ερωτευτεί όταν κάποτε την συνέλαβαν με την κατηγορία της πορνείας. Είχε πει σ’ένα φίλο τότε: “αυτό το πλάσμα το έχω ερωτευτεί κεραυνοβόλα κι ας είναι πόρνη”. Όταν τό’ μαθε ο Τίτος, κίνησε όλες τις γνωριμίες του να πάρει το πτώμα για ταφή. Τα κατάφερε. Την έβαλε στον οικογενειακό τάφο στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών, παρέα με τον πατέρα του. Αφού την έχασε ζωντανός τουλάχιστον θα την έχει νεκρός για πάντα. Στην ταφόπλακα έγραψε το απόφθεγμα περί τέχνης του Νίτσε:
   "Η ΤΕΧΝΗ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΘΗ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ” και λίγο πιο κάτω με μικρότερα γράμματα κι εντός παρενθέσεως: (σκοτεινή ή φωτεινή).          
                                                                                  153


8. ΒΙΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΕΊΑ ΤΟΥ ΝΑΣΟΥ ΛΙΟΥΤΑ
Μητέρα του ήταν η Γκόλφω Καλαϊτζή κι ο πατέρας του ο Θοδωρής Λιούτας. Κατοικούσαν στη Δήμητζα, ένα χωριό στα σύνορα της ορεινής Κορινθίας και Αρκαδίας. Είχε τρεις αδελφάδες την Καλλιόπη, την Πολυτίμη και την Αφροδίτη και δύο αδέλφια, το Γιάννο και τον Πανταζή. Ο Νάσος ήταν ο μικρότερος αδελφός και με απόσταση εννιά χρόνια απ’τον αμέσως μεγαλύτερό του Γιάννο και κατά κάποιο τρόπο ήταν το στερνοπούλι της οικογένειας, το αποσπόρι. Η μάνα τους ήταν μια ομορφογυναίκα που ζούσε με τον πατέρα της τον Πέτρο. Αυτός ήταν κάποτε ο προεστός του χωριού και μολονότι ήταν δίκαιος, ήταν σκληρός και αυστηρός σε βαθμό κακίας. Με την επιδημία της γρίπης του δεκαεπτά, που αποδεκατίστηκε σχεδόν το μισό χωριό, έχασε τη γυναίκα του και τον αγαπημένο του γιο το Στέφανο κι έμεινε μόνος με την κόρη του Γκόλφω. Από τότε κάκιωσε και για ένα λόγο πάρα πάνω, αφού μετά την επιδημία το χωριό αποφάσισε να μετακινηθεί χαμηλότερα προς τη Στυμφαλία χωρίς να τον ρωτήσουν. Αυτός με την κόρη του έμεινε εκεί που είχε θάψει τους αγαπημένους του. Ήταν όμως πάππου-προσπάππου καλαϊτζής και δε μπορούσαν παρά να του πηγαίνουν όλα τους τα χαλκώματα να τα γανώνει. Λέγανε γι’αυτόν ότι «καλημέρα» τού’λεγες «κακιαώρα» σού’λεγε, γι’αυτό τού’χαν δώσει το παρατσούκλι Κακίσης. Έτσι η όμορφη Γκόλφω ήταν απλησίαστη κι είχε μείνει γεροκόρη.  Ο πατέρας του Νάσου, ο Θοδωρής Λιούτας ήταν βαρελάς απ’την Τρίπολη. Έφτιαχνε κυρίως βαρελάκια και τσότρες, που τα φόρτωνε σε μουλάρια και γύριζε στα χωριά πουλώντας το εμπόρευμα. Εκεί διόρθωνε τα χαλασμένα βαρέλια κι έπαιρνε παραγγελίες για άλλα, αν υπήρχε ανάγκη. Κάποια φορά που γύρισε γρηγορότερα στο σπίτι, βρήκε τη γυναίκα του στο κρεβάτι με τον κουμπάρο του Γιάννη Καρακούση. Έβγαλε το μαχαίρι και σαν έντιμος κερατάς τους έσφαξε.
154
Αργότερα μαθεύτηκε ότι και οι δύο επέζησαν κι έτσι το κοριτσάκι τους που ήταν μωρό δεν έμεινε στο δρόμο ή παραπαίδι στους συγγενείς. Αυτός όμως το είχε σκάσει μ’ένα μουλάρι και τα βασικά εργαλεία της δουλειάς του κι εγκαταστάθηκε στη Δήμητζα, που ήταν ένα απόμερο χωριό όπου κανείς δεν θα τον αναζητούσε για το υποτιθέμενο διπλό του έγκλημα.      Αυτός ήταν κοντός κι άσχημος αλλά τετραπέρατος. Ήταν ένας δαίμονας. Όταν πρωτομπήκε στο καφενείο του χωριού για να του κάνουν πλάκα οι θαμώνες, επειδή ήταν κοντός, άρχισαν να κλάνουν. Αφού τελείωσαν, ο Κοντοθοδωρής στάθηκε στο κέντρο του καφενείου αμόλησε μια βροντερή και είπε: Α! όλα κι όλα εγώ δεν αφήνω ποτέ χρέη. Το καφενείο έσκασε στα γέλια κι ο Κοντοθοδωρής κέρδισε με την πρώτη τη θέση του εκεί μέσα. Ήταν άσσος στα χαρτιά, ήξερε γιατροσόφια και φυσικά σαν βαρελάς ήταν εξαίρετος ξυλουργός. Για να τον κρατήσει το χωριό του προξένεψε την Γκόλφω που ήταν πανέμορφη μεν τριαντάρα δε. Παντρεύτηκαν κι αγαπήθηκαν γιατί, μολονότι η Γκόλφω είχε το χαρακτήρα του πατέρα της, αυτός ήταν τόσο έξυπνος και τόσο καλαμπουρτζής, που δεν μπορούσε κανείς ν’αντισταθεί στη «γοητεία» του. Ακόμα κι ο πεθερός του ο Κακίσης τα έβρισκε μαζί του κι έπιναν καφέ που πάντα υπήρχε στο σπίτι τους, αφού ο Θοδωρής που γύριζε στα κεφαλοχώρια και πούλαγε το εμπόρευμα πάντοτε έφερνε.
     Εξ άλλου ήταν κι οι δύο γερά ποτήρια και έπιναν το κρασί τους, που ήταν απ’τα δικά τους αμπέλια. Χτήματα και ζωντανά είχαν λίγα αφού καί αυτός καί ο πεθερός του ήταν τεχνίτες κι έτσι δε ζούσαν απ’τις καλλιέργειες ή τα ζωντανά. Ο Θοδωρής που βοηθούσε το γέρο στα γανώματα, έγινε κι ο γανωματής της περιοχής. ΄Οταν πέθανε ο Κακίσης, ο Θοδωρής που είχε ήδη αγοράσει κτήμα στην άκρη του νέου χωριού κι είχε εκεί το ξυλουργικό εργαστήρι, έχτισε σπίτι δίπατο με υπνοδωμάτια πάνω και στάβλο κάτω για τα μουλάρια όπου εγκαταστάθηκε με τη γυναίκα και τα παιδιά του.

                                                                                155
Είχε τρία κορίτσια κι ένα γιο. Εκεί γεννήθηκε κι ο δεύτερος γιος του αλλά κι ο μικρός του ο Νάσος. Εκεί έχασε και την αγαπημένη του κόρη την Καλλιόπη που ήταν πεντάμορφη σαν την μάνα της.  Τ’άλλα του δυο κορίτσια και τον μεγάλο του γιο Πάνο τα είχε παντρέψει. Το εργαστήρι το είχαν κυρίως αναλάβει ο Πάνος κι ο Γιάννος. Ο Γιάννος που ήταν καλλιτέχνης, ότι άγγιζαν τα χέρια του γινόταν χρυσάφι. Όταν έκοβαν ξύλα στη πλαγιά και τον έπιανε κέφι για τραγούδι, όλα τα τσεκούρια και τα πριόνια σταματούσαν ν’ακούσουν. Κι όταν καμιά φορά για κάποιο λόγο δεν είχε κέφι για τραγούδι ακούγονταν απ’το δάσος φωνές: άντε ρε διαβολάκο τραγούδα, περιμένουμε, θα μας σκάσεις;   
     Ο Νάσος ήταν πολύ καλός μαθητής και ο δάσκαλος ο κ. Παπακωσταντίνου συνέστησε στον Θοδωρή να στείλει το παιδί στην Αθήνα να σπουδάσει. Όλοι ήξεραν ότι η Γκόλφω είχε έναν πρωτοξάδελφο τον Βαλάσιο ή Βλάση που είχε προκόψει στη Ευρώπη κι είχε επιστρέψει κι εγκατασταθεί στην Αθήνα. Είχε αλλάξει και τ’όνομά του από Καλαϊτζής σε Καλατζόπουλος. Αυτός είχε μπλέξει με Ηπειρώτες εμπόρους κι είχε εγκατασταθεί στη Βιέννη, όπου έκανε περιουσία. Εκεί γνωρίστηκε με τη Φρίντα μια θαυμάσια κοπέλα που τον ερωτεύτηκε, αφού αυτός ήταν σαν τον Απόλλωνα. Οι γονείς της όμως είχαν τίτλο Ευγενείας και φυσικά δεν τον ήθελαν με κανένα τρόπο. Έτσι αυτός πήρε τη γυναίκα του και κατ’αρχήν εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου απέκτησαν δυο κορίτσια κι αφού οι αντιπροσωπίες που είχε πήγαιναν καλά και μετά από απαίτηση της Φρίντας μετοίκησαν στην Αθήνα, στο Κολονάκι, όπου απέκτησαν ένα θαυμάσιο ημιτριόροφο νεοκλασικό.  Βλάσης, που είχε αλλάξει κι αυτό του το όνομα σε Βάσος, είχε ξεκόψει απ’όλη την οικογένεια του χωριού, ούτε που ήθελε να τους ξέρει, έτσι προς το παρόν ο Νάσος που ήταν τότε δώδεκα χρονών κι αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα, φιλοξενείτο από κάποιον μακρινό του ξάδελφο, που ήταν κάπως μεγαλύτερος και ήδη είχε πιάσει δουλειά στη Βαρβάκειο ψαραγορά. Εκεί βέβαια έκανε και τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα.
156
Ήταν παιδί για όλες τις δουλειές. Ένα απ’τα καθήκοντά του ήταν και το εξής: Όταν περνούσε κάποια κυρία οι ψαραγορίτες έβαζαν στοίχημα για το αν είχε ωραία πόδια, ο Νάσος έπρεπε, όπως αυτές περπατούσαν αμέριμνες, να τρέξει και «ώοοοπ» να τους σηκώσει το φόρεμα και να εξαφανιστεί. Και βέβαια αν μπορούσαν σαφώς να χαρακτηριστούν οι γάμπες τους ως καλές ή κακές κάποιοι κέρδιζαν το στοίχημα, αλλιώς τους έμενε τουλάχιστον το μπανιστήρι. Απ’αυτό ο Νάσος κέρδιζε μια δραχμή, κάτι όχι ευκαταφρόνητο τότε.  Είχε όμως έτσι την αγάπη όλων των ψαράδων που τον θεωρούσαν δικό τους παιδί. Δηλαδή από δώδεκα χρονών είχε κερδίσει τη θέση του στην παρέα και πήγαινε μ’αυτους στο καφενείο, στη μπάλλα, στα μπουρδέλα και στις διαδηλώσεις του κόμματος. Όμως απ’το σχολείο, δηλαδή το γυμνάσιο, που ήταν τ’όνειρό του απομακρύνθηκε. Έφτασε ήδη δεκαοκτώ χρονών, ωραίος, πανύψηλος κι αρρενωπός και σχεδόν όλες οι πελάτισσες τον φλέρταραν, ήταν ίδιος ο Κλαρκ Κέϊμπλ στα νιάτα του, και βέβαια είχε και το ανάλογο μουστάκι για να του μοιάζει. Στον πάγκο της ψαραγοράς που πουλούσε ψάρι, φορούσε πάντα κολάρο και κουστούμι. Όταν κάποτε έβγαλε λόγο ο Ζαχαριάδης στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, οι ψαραγορίτες αυτόν έστειλαν να δώσει το κόκκινο γαρίφαλο στον αρχηγό και να τον φιλήσει σαν εκπρόσωπος του σωματείου. Μάλιστα αυτή η σκηνή είχε φωτογραφηθεί και δημοσιευθεί στον τότε Ριζοσπάστη, κι ο Νάσος την είχε κορνιζάρει και την κρεμούσε στο όποιο δωμάτιο φιλοξενείτο την κάθε φορά. Στρατεύτηκε στο ναυτικό και μάλιστα στο Αβέρωφ.
                                                                                 157
Όταν έβγαινε με άδεια επισκέπτετο τον θείο Βάσο, τον πλούσιο ξάδελφο της μάνας του, που τότε είχε χάσει τη γυναίκα του κι η μια του κόρη Ισαβέλα εγκαταστάθηκε στη Βιέννη και ξέκοψε απ’τον πατέρα της· είχε χρόνια να τον επισκεφτεί. Η άλλη η Καρολίνα, η μικρή, που ήταν κάπως παιχνιδιάρα και γκομενιάρα δεν μπορούσε με τίποτα το πρωτόκολλο της Βιέννης κι έκατσε στην Αθήνα.   Ο Βάσος είχε πια αρχίσει να χάνει την οικονομική του δύναμη, γιατί μπήκαν κι άλλοι νεότεροι στο εμπορικό κύκλωμα πιο δραστήριοι και πιο μορφωμένοι. Στο σπίτι υπήρχαν δύο υπηρέτριες και μια οικονόμος. Η οικονόμος ήταν μια εικοσιπεντάρα η Νότα, μακρινή ανεψιά του Βάσου και δευτερο-ξαδέλφη του Νάσου.  Αυτή είχε μεγαλώσει μέσα σ’αυτό το σπίτι, αφού η μητέρα της ήταν χήρα μαγείρισσα του σπιτιού. Υπήρχε ένα ένοχο μυστικό στη σχέση του θείου Βάσου με τη Νότα. Αφού από τότε που πέθανε η γυναίκα του η Φρίντα, η Νότα που ήταν τότε κοριτσάκι δεκατριών χρονών, αλλά πάρα πολύ ανεπτυγμένο σωματικά ξεμοναχιαζόταν με το θείο. Αυτό το είχε παρατηρήσει η μαμά της και την συμβούλευε να μην του δοθεί και να τον κρατά από κοντά, αλλά σε κάποια απόσταση. Ο «θείος» βέβαια, δεν είχε «προχωρήσει» με το κοριτσάκι τουλάχιστον όσο ζούσε η μάνα της, η οποία, όπως φαίνεται, «ανακούφιζε» το δευτερο-ξάδελφό τις δύσκολές του στιγμές. Κάτι που ήταν πια γνωστό μέσα στο στενό κύκλο του σπιτιού και μάλιστα έλεγαν ότι η μεγάλη κόρη του Ιζαμπέλα έφυγε, γιατί κάποια φορά τους είχε πιάσει σε πολύ ιδιαίτερη περίπτυξη και αηδίασε.  Όταν η μάνα της Νότας πέθανε, αυτή που είχε πια τελειώσει το γυμνάσιο και είχε τον αέρα του αρχοντικού, έγινε η οικονόμος και μάλιστα ακολουθούσε το θείο σαν συνοδός στις δεξιώσεις, αφού η κόρη του είχε πολύ καλύτερα πράγματα να κάνει, όπως έλεγε. Η Νότα κατά κάποιο τρόπο είχε γίνει η κυρία του σπιτιού με την ανοχή της Καρολίνας, η οποία έκανε και την πλάκα της αφού άφηνε συνεχώς αιχμές για την τάχα ένοχη σχέση της Νότας με τον πατέρα της.  Βέβαια αυτό δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας της, αφού πολλές φορές η Νότα απ’τα δεκαεπτά της διανυκτέρευε στο δωμάτιο του θείου, όταν αυτός δεν αισθανόταν καλά κι έκανε τα ιδιαίτερα καθήκοντα της μάνας της απέναντι στο ξάδελφο κι αφέντη της.
158
Δεν ήταν και λίγες οι φορές, όταν η Νότα είχε πια κάπως ξεπεταχτεί, που πήγαινε στο δωμάτιο του θείου να παίξουν. Δηλαδή να παλέψουν ιεροτελεστικά, να τον βάζει κάτω κι αυτός να την τουμπάρει έως όπου εξουθενωθούν. Αυτό βέβαια το παίγνιο σταματούσε εκεί και δεν μπορούσε κανείς να πει με βεβαιότητα ότι ήταν ερωτικό ή παίγνιο τρυφερότητας. Όμως σχεδόν πάντα μετά απ’αυτό αναλάμβανε καθήκοντα η μαμά της, καθήκοντα που συνεχίζονταν μέχρι πρωίας.  Η κυρία Καλλιόπη, κάποια στιγμή που τον είχε καβαλήσει και τον είχε στη θέση της έσχατης αδυναμίας και δύναμης, του υπενθύμισε με αυστηρότητα: Πρόσεξε μην παρασυρθείς με το κορίτσι, γιατί θα σου βγάλω τα μάτια. Και για να ελαφρύνει τη σκηνή του είπε χαριτωμένα: ξέρεις καλά ότι ζηλεύω. Αυτό απ’τη μια έβαζε φραγμούς στις όποιες φιλοδοξίες του Βάσου, από την άλλη όμως έμπαζε στο παιχνίδι της φαντασίωσής του και το κορίτσι.  Έτσι κάποια στιγμή, την ώρα που ο Βάσος βρισκόταν σε οργασμό παραμίλαγε ψιθυρίζοντας το όνομα της μικρής. Αυτό μολονότι ανησύχησε την Καλλιόπη συγχρόνως ένιωσε ότι τον κρατούσε καλά, αρκεί να προσέχει πως θα παίξει.  Όταν λοιπόν η Καλλιόπη πέθανε και το κορίτσι ήταν σε ηλικία δεκαεπτά χρονών, πριν ακόμα τελειώσει το γυμνάσιο έπεσε στα χέρια του, αφού ήδη η Καλλιόπη χωρίς να το θέλει σχεδόν τους είχε και τους δύο προετοιμάσει γι’αυτό.   Δύο μέρες μετά την κηδεία της μητέρας της και κάποια στιγμή που είχε πάει στο δωμάτιό της και την παρηγορούσε που έκλεγε. Εκεί επάνω στο αγκάλιασμα το πράγμα ξέφυγε ή μάλλον πήρε το δρόμο που είχαν ανοίξει παλιότερα παίζοντας λίγο πονηρά και λίγο ανέμελα. Την διέταξε να ντυθεί και να στολιστεί. Φώναξε ταξί και την πήγε σ’ένα πανέμορφο εξοχικό κέντρο στην Κηφισιά το οποίο είχε και δωμάτια για παράνομα ζευγαράκια.
                                                                                 159
    Κατέλυσαν στο δωμάτιο και τους έφεραν φαγητό και ποτό φυσικά εκεί. Δηλαδή κάτι ανάλαφρο όχι για την πείνα, αλλά για την ατμόσφαιρα: ένα αστακουδάκι μια σαλατίτσα με σπαράγγια και μια σαμπάνια από την οποία φυσικά θα έπιναν ένα ποτηράκι. Ο Βάσος ζήτησε απ’το γκαρσόνι να καθαρίσει τον αστακό, να τον κόψει μικρά κομματάκια και να σερβίρει τη σαμπάνια. Του έδωσε ένα καλό φιλοδώρημα για να δει η Νότα και να νιώσει ότι ανήκει πια σε άλλο κόσμο και άρχισε να την ταΐζει σαν μωρό με περισσή φροντίδα. Φυσικά η Νότα είχε καταλάβει τι γινόταν και βέβαια ήξερε ότι αυτό είχε ήδη τραβήξει πολύ μακριά, αλλά ήταν κάτι που περίμενε. ―Λοιπόν τι έγινε μήπως ήταν η πρώτη ή η τελευταία μικρή που τα έμπλεκε με γέρο για να σιγουρέψει το μέλλον της; Σκέφτηκε. Εκτός αυτού σ’αυτόν τον άνθρωπο όφειλε πάρα πολλά και ήξερε ότι ήταν κι αυτός ένας δυστυχισμένος που είχε χάσει την τεράστια οικονομική του αίγλη, τη γυναίκα του, την ερωμένη του αλλά και τις κόρες του, αφού η μία που του είχε μείνει, πολύ σπάνια ήταν στο σπίτι και μάλιστα τα είχε μπλέξει μ’ένα πλουσιόπαιδο και το πήγαιναν για γάμο.  Δεν ήταν λοιπόν απλά ένας πλούσιος γέρος, αλλά κατά κάποιο τρόπο ο άνθρωπός της, που θα την φρόντιζε και ίσως θα της έβρισκε όταν έπρεπε κι ένα καλό παιδί να την αποκαταστήσει. Η σαμπάνια είχε λίγο επιδράσει στις αναστολές της και είχε αφεθεί, αυτός τη χάιδευε τρυφερά και με κάποια επιδεξιότητα την είχε βάλει να ξαπλώσει στο κρεβάτι. Είχε μεγάλη πείρα στις γυναίκες. Την ποθούσε αλλά δεν μπορούσε να προχωρήσει, αφού ήξερε ότι εκεί θα οικοδομούσε μια σχέση τρυφερότητας και γιατί όχι αγάπης, για ένα πλάσμα που αυτός είχε μεγαλώσει και λατρέψει. Αυτό όλο δεν ήθελε με τίποτα να το βρομίσει. Ήθελε να έλθει όλο μαζί φυσιολογικά από μόνο του και προπάντων ήθελε η Νότα να τον εμπιστευτεί και να του το ζητήσει.
160
Της έβγαλε το φόρεμα και την άφησε  στο κρεβάτι με το μεσοφόρι.  Την σκέπασε και κάθισε σε μια καρέκλα να την χαζεύει και να της χαϊδεύει τα μαλλάκια. Η Νότα ένιωσε ότι είχε έναν προστάτη που της φερόταν με τρυφερότητα κι αγάπη κι αυτό δεν ήταν λίγο, ήταν πάρα πολύ. Ήξερε ότι ο θείος Βάσος ήταν ένας διαβόητος εραστής και δεν περίμενε απ’αυτόν τέτοια τρυφερότητα. Νόμιζε ότι κάποια στιγμή θα την διακόρευε βίαια όπως γίνεται με τα κορίτσια που παρασύρονται στα δίχτια των πεπειραμένων εραστών. Το ήθελε πάρα πολύ! Νόμιζε ότι αυτή ήταν η ιδιαίτερη στιγμή για να γίνει πια γυναίκα.  Ο Βάσος την είχε στο ημίφως κι αυτή ένιωθε πολύ ευάλωτη στις όποιες ορέξεις του. Κάποια στιγμή άνοιξε τα μισάκλειστα μάτια της και τον κοίταξε ερωτικά: ―Αγάπη μου του είπε, περιμένω αυτή τη στιγμή χρόνια, από τότε που παίζαμε ανέμελα στο κρεβάτι, μήπως δεν με θέλεις; Ο Βάσος την πλησίασε και την φίλησε για πρώτη φορά στα χείλη. Εντάξει σκέφτηκε δεν ήταν και τόσο γέρος. Ήταν πενήντα εννιά χρονών τόσο καλοζωισμένος που μπορούσε να περάσει άνετα και για σαραντάρης. Τι σκεπτόταν; Ένιωθε ενοχές, δηλαδή τις ενοχές που ένιωθε πάντα ακόμα και όταν οργίαζε με τη μάνα της στο κρεβάτι του κι εκείνη τη στιγμή του οργασμού μόνο αυτό το δεκατετράχρονο τότε κοριτσάκι σκεπτόταν. Αυτό το κοριτσάκι που ήταν ο πιο κρυφός και σκοτεινός του πόθος. Πόσες φορές δεν το είχε ξεσκίσει στο νου του όταν οργίαζε με τη μάνα της.  Και τώρα που κατά κάποιο τρόπο τη δικαιούτο και τού’χε ήδη δοθεί, ένιωθε ένα χτυποκάρδι, μιαν αναστολή, φοβόταν ότι αν την αγγίξει θα τα χαλάσει όλα. Η Νότα τον τράβηξε πάνω της τον φίλησε. Ανακάθισε κι άρχισε να τον γδύνει. Ο Βάσος ντρεπόταν ένιωθε ότι ασελγούσε ότι ασχημονούσε, άσχετα αν η Νότα είχε την πρωτοβουλία. Κι αυτή πως πήρε μια πρωτοβουλία σε κάτι που δεν είχε ξανακάνει;  Ένιωθε ότι αυτή ήταν που είχε τη δύναμη να φέρει σε πέρας αυτό το καθήκον. Ήταν καθήκον ή ο κρυφός ενδόμυχος πόθος πού’χε γεννηθεί τότε που έπαιζαν ερωτικά αμέριμνοι και πίστευαν ότι αυτό θα έμενε μόνο εκεί στο παιγνίδι.
                                                                                 161
 Όταν πια είχαν φτάσει στο σημείο που απαιτούσε το ανίκητο πάθος τους κι ήταν πια δέσμιος από τον πόθο. Ο Βάσος με μια γρήγορη αλλά βέβαιη κίνηση, για να μην διαρκέσει καθόλου ακόμα κι αυτός ο μικρός πόνος, την διακόρευσε. Η Νότα ακριβώς εκείνη τη στιγμή ήλθε σε οργασμό και μάλλον η ηδονή ήταν πολύ μεγαλύτερη απ’τον πόνο. Έτσι όταν αυτός πήγε να τραβηχτεί, αυτή τον κράτησε μέσα της για να φτάσει κι αυτός σε οργασμό. Τον κράτησε ως που έλιωσε μέσα της και γλίστρησε έξω μόνος του. Συνέχισε να τον κρατά σφιχτά στην αγκαλιά της, σαν μιαν ασφάλεια σαν ένα στήριγμα στους νέους δρόμους που ένιωθε ότι ανοίγονταν. Σκέφτηκε ότι ήταν πια δικιά του αλλά δε μπορούσε να νιώσει ότι κι αυτός ήταν δικός της. Ο Βάσος ένιωσε ότι άλλη μια φορά ξαναγεννιώταν μέσα σ’έναν αληθινό, καινούριο έρωτα, όμως φοβόταν ότι δεν του ανήκε αληθινά.  Είχε στην αγκαλιά του ένα περιστέρι που αυτό κάποια στιγμή θα συνέχιζε να πετάει και θα τον άφηνε μόνο. Αλλά αυτός δεν ήταν ονειροπόλος ήξερε ότι έτσι έχουν τα πράγματα, ούτε καλύτερα ούτε χειρότερα, ήταν πάρα πολύ φυσικό να τον αφήσει κάποτε πίσω. Αυτό που τον ανησυχούσε όμως ήταν, γιατί περνούσε απ’το νου του αυτό το μελόδραμα, μήπως ήταν αληθινά ερωτευμένος; Μήπως κι αυτός περνούσε αυτή τη νεανική αρρώστια. Όμως οι νεανικές αρρώστιες στους γέρους είναι συνήθως θανατηφόρες. ―Έ, τέλος πάντων, είπε μέσα του, ας είναι θανατηφόρες, η μίζερη ζωή μου τουλάχιστον θ’αποκτήσει κάποιο γλυκό νόημα και τέλος. Είχε πάρει λοιπόν τις αποφάσεις του και ήθελε να το ζήσει αυτό ως το τέρμα. Της φερόταν σαν να ήταν μια πριγκίπισσα, μια κυρία. Ήθελε να την κάνει νιώσει ότι είναι σημαντική γι’αυτόν κι ότι δεν ήταν το πουτανάκι του πλούσιου γέρου που θα έκανε πάνω της όλα του τ’απωθημένα βίτσια. Έτσι χωρίς ν’αποκλείει τίποτα απ’τις χαρές του έρωτα, που ανέμενε ν’απολαύσει ως το τέλος, ήθελε όλα να έλθουν όπως πρέπει, δηλαδή σαν μια ευλογία κι όχι σαν μια σκοτεινή ηδονική κατάρα.
162
Ο Βάσος λοιπόν κατάφερε να πετύχει αυτό που ονειρευόταν κι όλα πήγαιναν για τη Νότα κατ’ευχήν, ως τη στιγμή που μια υπηρετριούλα η Πόπη, που είχε η Νότα βοηθό της, της εκμυστηρεύτηκε τον έρωτά της. Η Πόπη δεν ήταν φτωχή που δούλευε από ανάγκη στον κ. Καλανζόπουλο, αλλά για να ξεφύγει από την αυστηρή δεσποτεία του αδελφού της Ιορδάνη και να ζήσει σ’ένα διαφορετικό περιβάλλον που διέγειρε τη φαντασία της. Είπε λοιπόν στη Νότα ότι πήγε στην ψαραγορά κι εκεί γνώρισε τον έρωτα της ζωής της. Η Νότα που δεν είχε ξεχάσει ότι μέχρι χθες ανήκε στο υπηρετικό προσωπικό και τις παλιές φιλίες δεν τις πετούσε στα σκουπίδια, θέλησε να πάνε να ψωνίσουν μαζί για να τον δει και να της πει τη γνώμη της.  Όταν τον είδε έμεινε άναυδη, ήταν ο Νάσος για τον οποίον σαν κοριτσάκι έναν διάστημα ήταν ξετρελαμένη. Δεν ήξερε τι να πει. Ο Νάσος που την είδε και τώρα πια δεν ήταν το νιάνιαρο που τον ενοχλούσε πλησίασε την αγκάλιασε και τη φίλησε. ―Ξαδελφούλα εσύ έγινες κοτζάμ κοπελάρα: «Ένας κορίτσαρος σωστός γενίτσαρος». ―Καλά και συ ούτε μια φορά δεν πέρασες να δεις το θείο σου κι εμένα τον ρώτησε η Νότα.  ―Αγαπούλα μπορεί να είμαι μπατίρης αλλά δεν θέλω να μου φέρονται σαν μπατίρη, είπε.  ―Ξέρεις ότι εγώ είμαι η οικονόμος του σπιτιού και το κάνω ότι θέλω; ―Έπ-επ, αυτό βρε μωρό αφήνει πολλά υπονοούμενα. Μήπως το πράγμα έχει προχωρήσει ακόμα περισσότερο; ―Είσαι συ ένας! τίποτα δεν σου ξεφεύγει. Λοιπόν ναι υπάρχουν πράγματα που δε ξέρεις.  Έδωσε τα ψάρια στη φίλη της την Πόπη να τα πάει στο σπίτι κι αυτή έμεινε να συζητήσουν τα οικογενειακά τους. Η Πόπη κατάλαβε ότι είχε κάνει λάθος. Η Νότα της είχε κάποτε πει για τον χαμένο τον απελπισμένο έρωτά της κι αμέσως της πέρασαν όλα απ’το νου σαν αστραπή.
                                                                                163
 ―Πρέπει ν’αρχίσουμε να βλεπόμαστε τώρα που μεγάλωσες είπε ο Νάσος. ―Γιατί όχι; αλλά πρώτα θέλω ν’αρχίσεις με κάποιο τρόπο να έρχεσαι στο σπίτι και να αναθερμάνεις τις σχέσεις με τον θείο, γιατί είναι ο κηδεμόνας μου. ―Εγώ νόμιζα ότι είναι κάτι πάρα πάνω είπε ο Νάσος. ―Ας πούμε ναι, είναι κάτι σοβαρό. ―Έχετε προχωρήσει; τη ρώτησε. Γιατί απ’ ότι ξέρω είναι πολύ μπήχτης. Στα νιάτα του δεν άφηνε θηλυκό για θηλυκό.
―Ναι έχουμε προχωρήσει και το πάμε στα σοβαρά. ―Κοίταξε, εγώ σε καταλαβαίνω, αλλά θέλει πολύ προσοχή. Και μια συμβουλή: Τώρα που ξανασυναντθήκαμε και το ξέρει η Πόπη, καλά θα είναι να φύγει απ’το σπίτι, γιατί εγώ δε σκοπεύω να κάτσω ήσυχα, θα κάνω ζαβολιές κι αυτή μπορεί να τα ξεράσει στ’αφεντικό. ―Ακόμα δεν ειδωθήκαμε και σκέφτεσαι τις ζαβολιές; ―Εγώ δε μασάω τα λόγια μου, εξάλλου νομίζω ότι και συ δεν πας πίσω. ―Πρόσεξε αν έχεις υπόψη σου φλερτ και παιχνιδάκια, πες μου το να την κοπανήσω από τώρα. ―Έεελα, του είπε, και τι θα κάνεις; Την άρπαξε απ’το χέρι και την πήγε λίγο πιο κάτω, σ’ένα πανάθλιο ξενοδοχείο της οδού Αθηνάς που συνήθως πήγαιναν εκεί τις πόρνες. Την πήγε γρήγορα μέσα, της σήκωσε τα φουστάνια, της παραμέρισε την κιλότα και της το έκανε βίαια στα όρθια. ―Αυτό είναι το δείγμα, της είπε γελώντας, αν θες μπορούμε να περάσουμε και στο «εμπόρευμα», αλλά για τώρα θα σου πάρει χρόνο κι ο κηδεμόνας σου ίσως πονιαστεί.
     Η Νότα κατάλαβε τι είναι ο νέος άντρας στο ζενίθ του, η ζωή της είχε επιφυλάξει θαυμάσιες εκπλήξεις. Είχε και τον προστάτη αλλά και τον εραστή.
     Η Νότα έπεισε τον Βάσο να διώξει την Πόπη με μια καλή αποζημίωση κι έτσι όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Το Σαββατόβραδο ο Νάσος επισκέφτηκε το σπίτι του θείου του. Ο θείος μόλις τον είδε ευχαριστήθηκε πολύ, γιατί όπως και νά’ ναι ο Νάσος δεν ήταν πια το βλαχάκι που τον εξέθετε, αλλά με τη συναναστροφή κυριών  και  δεσποινίδων  του  καλού  κόσμου, μολονότι ψαραγορίτης, είχε αποκτήσει κάποιο φέρεσθαι και τον είχαν μάθει να ντύνεται αναλόγως. Ακόμα, κανείς δε μπορούσε να μην παρατηρήσει ότι του’ μοιαζε σαν να ήταν αυτός στα νιάτα του ή σαν να ήταν γιος του.

164
―Κακά τα ψέματα ήμαστε ομορφόσογο. Ακόμα κι η Νότα που είναι τριτανεψιά, κόρη της ξαδέλφης, της ξαδέλφης μας, δηλαδή τρέχα-γύρευε, είναι πανέμορφη.  Ίσως ο αέρας ή το νερό του χωριού. Ο Νάσος κι ο Βάσος έγιναν κάτι σαν φίλοι.
      Σε κάθε προσπάθεια του Βάσου να τον βοηθήσει οικονομικά ο Νάσος απαντούσε αρνητικά κι απαξιωτικά για το χρήμα, εξ άλλου στην αγορά ήταν ένας ευτυχισμένος βασιλιάς. Ζούσε μ’όλη του τη χαρά το νταραβέρι του παζαριού εκεί μέσα.  Άσε που ήταν στη μόστρα και είχε πηδήξει όλα τα δουλικά, αλλά και πολλές από τις κυράδες του Κολωνακίου. Αυτός δεν ανακάτευε τα λεφτά με την ευχαρίστησή του, αφού μπορούσε να τραβήξει την καλύτερη κυρία σε καταγώγιο της Αθηνάς ή ακόμα και στου Φιλοπάππου στα όρθια. Πήγαινε εκεί γιατί ήθελε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Βάσου και να πηδάει την Νότα. Και δεν ήταν δύσκολο. Ο Βάσος δεν ήθελε να κοιμάται με τη Νότα στο ίδιο δωμάτιο παρά μόνο μια φορά τη βδομάδα, όταν τον καλούσε ο πόθος. Και πολύ σοφό, αφού αυτό το ελαφάκι, μια, δυο, τρεις φορές πρωινό ξύπνημα μαζί, θα τον σιχαινόταν. Έτσι η Νότα κοιμώταν σε άλλο δωμάτιο απομονωμένο και όποτε ήθελε άνοιγε την πόρτα στον Νάσο και κοιμόντουσαν μαζί.  Η γριά Στέλλα, η παραδουλεύτρα, όμως αποφάσισε ν’ αποκαλύψει στον αφέντη, που τόσο αγαπούσε ότι αυτό το μπασταρδάκι τον ατίμαζε. Ο Βάσος που ήταν άνθρωπος του κόσμου και φυσικά το περίμενε αυτό.   Της κληροδότησε λοιπόν όλη του την περιουσία «μετά θάνατον» και αποφάσισε να την παντρέψει τυπικά με τον Νάσο, γιατί όπως είπε, αν την παντρευόταν αυτός θα γινόταν σκάνδαλο.

                                                                                 165
Δηλαδή ουσιαστικά η γυναίκα θα ήταν δική του, αλλά τυπικά ο Νάσος θα εφέρετο ως σύζυγός της. Έτσι μπορεί να μην την είχε όλη δικιά του, δεν θα μπορούσε όμως να του φύγει αφού της είχε γράψει τα πάντα μετά θάνατον. Και ο Νάσος θα ήταν παρών και θα έπαιζε το ρόλο του μπαλαντέρ όταν αυτός θα ήταν μπαϊλντισμένος. Ακόμα θα μπορούσε έτσι να της ζητήσει, επειδή η ζωή είναι λίγη, ότι περνούσε απ’το νου του, αφού πια θα ήταν ηθικά εκτροχιασμένη.  Θα την είχαν κι οι δύο πουτανάκι τους και θα μπορούσε να γλεντήσει το παιχνίδι και να το οδηγήσει όπου αυτός ήθελε. Έτσι θα δημιουργείτο ένα πολυγωνικό σχήμα με πολλές διαστάσεις. Μέσ’το παιγνίδι όμως μπήκε κι η Πόπη, η οποία δεν ήταν ευκαταφρόνητη, αφού καί όμορφη ήταν και σοβαρής οικογενείας που είχε κάποια οικονομική επιφάνεια.  Ο Νάσος λοιπόν, μολονότι του άρεσε το σχέδιο του θείου του άρχισε να κάνει νερά, αφού του φαινόταν ανώμαλο και διεστραμμένο. Εξάλλου τη Νότα την είχε ήδη γλεντήσει κι αν ήθελε μπορούσε να την συναντά έξω απ’το σπίτι· δεν χρειαζόταν λοιπόν να δεσμευτεί, αφού κάποια στιγμή θα έπρεπε να φτιάξει κι αυτός τη ζωή του.  Όμως ούτε ο Βάσος, ούτε ο Νάσος έπαιρναν προφυλάξεις, αφού ο ένας θα φόρτωνε στον άλλον το παιδί. Όταν η Νότα έμεινε έγκυος ο Νάσος έκανε νερά. Δεν μπορούσε να μπει σ’ένα τέτοιο σχήμα τώρα που υπήρχε παιδί. Αυτός δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν πατέρας έτσι. Είπε στη Νότα να κάνουν ένα τέστ πατρότητας κι αν το παιδί ήταν δικό του θα έκανε το καθήκον του, γιατί το παιδάκι έπρεπε να ζήσει σωστά και σε μια αληθινή οικογένεια. Η Νότα αρνήθηκε προτίμησε να προκαλέσει την τύχη της με τον Βάσο και το πέτυχε, ο Βάσος την παντρεύτηκε.
      Έτσι λοιπόν ο Νάσος αποφάσισε να στραφεί προς την Πόπη και τη ζήτησε επισήμως απ’τ’αδέλφια της.  Αυτοί δεν τον ήθελαν με τίποτα, όλοι στη γειτονιά ήξεραν ότι ήταν ρέμπελος, γκομενάκιας και κουμουνιστής, δηλαδή τα δύο πρώτα μπορούσαν να τα παραβλέψουν, το τρίτο όμως προϋπέθετε αντεθνική δράση και παρτίδες με την αστυνομία.  Αυτό καθιστούσε αυτόν κι όλους όσους είχαν συγγένεια ή φιλία μαζί του διά βίου σεσημασμένους.  

166
 
      Η Πόπη όμως παρά τις παραινέσεις των συγγενών ακόμα και του Παπα-Δημήτρη, αφού η οικογένειά της ήταν χριστιανικών αρχών, γκαστρώθηκε κι με τη συγκατάθεση του Νάσου, το ανακοίνωσε όταν η κοιλιά της δεν κρυβόταν. Είχε συμφωνήσει με το Νάσο ότι έτσι δε θα μπορούσαν να του την αρνηθούν. Και σύμφωνα με την Πόπη θα μπορούσαν να διεκδικήσουν μεγαλύτερη προίκα. Ο Νάσος που μπορεί να είχε αυτό το ρέμπελο παρελθόν, τέτοιες πουστιές δεν έκανε και μάλιστα της πρότεινε να παντρευτούνε χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Η Πόπη που ήταν ήδη έγκυος σηκώθηκε απ’το τραπεζάκι του εξοχικού καφενείου που καθόντουσαν και του άστραψε ένα δυνατό χαστούκι. Ο Νάσος τα πήρε στο κρανίο, αλλά δεν είχε ποτέ σηκώσει χέρι σε γυναίκα. Της άρπαξε το χέρι και της το έσφιξε τόσο που την ξέρανε. Αυτή ένιωσε μια περίεργη ηδονή, της άρεσε η κρυφή τρυφερότητα της αντρικής βίας. ―Λοιπόν, τον ρώτησε χαδιάρικα, νομίζεις ότι η αξία μου είναι να φύγω απ’το σπίτι χωρίς ν’ασκήσω τα δικαιώματά μου σαν κόρη κι αδελφή;  Ο Νάσος μπλέχτηκε,  αυτές οι μπούρδες  πάντα  τον άφηναν αδιάφορο. ―Πάντως της είπε, εγώ μπορεί να είμαι μπατίρης, αλλά δε θέλω να μου φέρονται σαν μπατίρη, ούτε να σκεφτούν ποτέ ότι είμαι εκβιαστής. Δεν θα πει κανείς στη γειτονιά ή στην αγορά ότι ο Νάσος Λιούτας είναι κότα ή προικοθήρας. ―Καλά αυτό είναι κάτι που α-φορά εμένα και τους δικούς μου κι εγώ θα το λύσω με τον καλύτερο τρόπο, είπε η Πόπη.
Τους πάντρεψε ο Παπαδημήτρης και κουμπάρος ήταν ο Αντώνης Αντωνιάδης, σεσημασμένο κουμούνι. Ο Παπαδημήτρης έφριξε αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει το μυστήριο, την ώρα μάλιστα που η νύφη ήταν και γκαστρωμένη.
                                                                                167
Της έδωσαν προίκα ένα γωνιακό οικόπεδο με δύο επιπλωμένα δωμάτια κουζίνα και πλυσταριό στην αυλή, που είχε ξεχωριστό χώρο για απόπατο και λουτρό. Δηλαδή στόφα ξύλων για τη θέρμανση του νερού και μια ανοξείδωτη λεκάνη λουτρού.  Το οικόπεδο παλιά ήταν μάντρα υλικών οικοδομής κι ήταν καλυμμένο στο μεγαλύτερο μέρος του από κεραμίδια.   Η Πόπη δυστυχώς στους τρεις μήνες επέβαλλε.
Όταν ο Ιορδάνης, ο αδελφός της Πόπης, είχε γυρίσει απ’τον πόλεμο είχε φέρει ένα ιταλικό περίστροφο. Αυτό ήταν λάφυρο από έναν Ιταλό αξιωματικό νεκρό, τον οποίον είχαν βρει τότε που πολεμούσαν στην Πίνδο. Αυτός μέσα στο χιτώνα του είχε ένα καρβέλι ψωμί μισοματωμένο. Έκοψαν με προσοχή το ματωμένο μέρος και έφαγαν το υπόλοιπο. Μετά του έβγαλαν τις κάλτσες, τ’ άρβυλα, το παντελόνι, τη χλαίνη και τα έβαλαν απ’τη μια μεριά, κι απ’την άλλη έβαλαν το πορτοφόλι και το περίστροφό του. Τα έπαιξαν κι ο Ιορδάνης κερδισε το περίστροφο και το πορτοφόλι. Το περίστροφο ήταν πολύ μεγάλο, όπως σήμερα λέμε «μάγκνουμ».
       Όταν λοιπόν την κατοχή απαγορεύτηκε η οπλο-κατοχή, οι ταγματασφαλίτες έκαναν έρευνες στα σπίτια για όπλα. Ο Ιορδάνης έκανε μια έτσι και το έκρυψε στο κάσωμα των κεραμιδιών. Όπως όμως το έχωσε μέσα, αυτό που ήταν μεγάλο βγήκε το μισό απ’την άλλη μεριά έξω. Στην πρώτη έρευνα, οι ταγματασφαλίτες, που κυρίως ήταν πλιατσικολόγοι και φυσικά δεν έψαχναν για όπλα, αλλά για βελόνες κουβαρίστρες και τρόφιμα, ούτε που το είδαν, αφού ήταν απησχολημένοι να βρουν τα αυγά που είχαν γεννήσει οι κότες στις χωσιές του κεραμοσκεπούς. Όσα αυγά βρήκαν τα πήραν, ακόμα πήραν «υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», όπως τους πληροφόρησαν, και τις χυλοπίτες, που είχαν αγοράσει στη μαύρη αγορά. Βέβαια αυτό δεν πείραξε τον Ιορδάνη και την οικογένειά του, αφού έφυγαν κι ούτε βία-σαν γυναίκες, ούτε βασάνισαν κανέναν, αλλά ούτε βρήκαν τις κρυμμένες χρυσές λύρες που ήταν η ασφάλεια του σπιτιού.

     168
Το περίστροφο  ο Ιορδάνης,  το πέρασε γράσο, το τύλιξε με δέρμα και το έθαψε σ’ένα σημείο της αυλής κοντά στον τοίχο. Και τότε, με την υπόθεση της Πόπης, πόσες φορές δε σκέφτηκε να το ξεθάψει και να καθαρίσει το παλιοκουμούνι. Μαζί με την Πόπη ο Νάσος κληρονόμησε και την μητέρα της την κ. Γεσθημανή η οποία τον λάτρευε. Η κ. Γεσθημανή ήταν Σμυρνιά και ήξερε από άντρες. Είχε καταλάβει ότι η κόρη της πήρε έναν πανέμορφο, τίμιο και τρυφερό άντρα, που δεν μπορούσε να την ξεγελάσει με την πρωτόγονη και βίαιη συμπεριφορά του.  Η κ. Γεσθημανή, ήταν αυτή που σηκωνόταν στις τρεισήμισι τα χαράματα να του ψήσει καφέ για να μη φύγει με άδειο στομάχι κι όχι η κόρη της, η οποία το είχε δηλώσει ότι τέτοια βάρβαρη ώρα αυτή δεν σηκώνεται, μα να ήταν και η βασιλιάς Γεώργιος.
Ο Νάσος περίμενε στην Τριών Ιεραρχών και Κυδαντιδών γωνία τον Αρίστο από τη Νέα Ιωνία ο οποίος μίσθωνε τρίκυκλη ματοσικλέτα. Αυτή πίσω ακριβώς απ’τη σέλα είχε βιδωμένο έναν πάγκο όπου μπορούσαν να κάτσουν άλλοι δύο επιβάτες. Από κει κατέβαιναν στην σκάλα Περάματος, φόρτωναν το τρίκυκλο με καμιά δεκαριά τελάρα μαρίδα, γόπα, γαύρο και σαρδέλα δηλαδή ψάρι λαϊκό και το πήγαιναν χαράματα στην ψαραγορά.
    Ο Αρίστος κι ο Νάσος έβαζαν τα τελάρα στους πάγκους πήγαιναν στην ταβέρνα της αγοράς, έπιναν μια πατσά και δούλευαν μέχρι τις δώδεκα. Από κει και πέρα για το απόγευμα θα αναλάμβαναν ο Κατρίνης, ο Λαγός κι ο Σαρλός, οι οποίοι ήταν κι αυτοί μυστικά μέλη του κόμματος. Ο Λαγός ήταν κι ο «διευθυντής» του μαγαζιού κι έδινε αναφορά στον Κωλοβίνα που ή-ταν το αφεντικό που και αυτός ήταν κρυφοκουμούνι.  Όλοι όμως έδιναν λόγο στον λογιστή ο οποίος ήταν ο Θεοφάνης Θεοφάνους απ’την Κύπρο κι ο οποίος ήταν κάποτε δεξί χέρι του Λουκή Ακρίτα. Είχε μάθει λογιστική στο σχολείο του βουνού με τ’ανάλογα μαθηματικά. Είχε μάθει Γαλλικά κι Αγγλικά.

                                                                               169
Τον θεωρούσαν μεγάλο εγκέφαλο στην αγορά κι έτσι ό,τι έπρεπε να γίνει, θα το αποφάσιζε αυτός. Αυτός τους φώναξε στο πατάρι του μαγαζιού, που ήταν και το γραφείο. Τους ανακοίνωσε ότι η πουτάνα ο Τσώρτσιλ κι οι ταγματασφαλίτες αθέτησαν τη συμφωνία κι άρχισαν τις προγραφές. Ο Ζεύγος, ο Σαράφης κι αρκετά ηγετικά στελέχη ήταν κιόλας νεκροί. Έτσι το κόμμα έδωσε εντολή να οπλιστούν, γιατί τώρα που ήταν άοπλοι, πιθανόν ο Τσώρτσιλ να προκαλούσε μια τελική αναμέτρηση. Επίσης τους συμβούλεψε να προσέχουν και να μην ξεμοναχιάζονται, γιατί γίνονται εύκολος στόχος. Ο Θεοφάνης είχε σε χαρτοσακούλες κάτι εικοσάευρου πιθανόν «Ζάσταβα» με τις ανάλογες γεμιστήρες. Σηκώθηκε, φώναζε έναν-έναν, τον αγκάλιαζε και του έδινε το πιστόλι.  ―Παιδιά μακάρι να μη γίνει τίποτα, αλλά φοβάμαι ότι θα έχουμε εξελίξεις και τότε «ελευθερία ή θάνατος».  ―Ελευθερία ή Θάνατος είπαν όλοι μαζί με αποφασιστικότητα.
    Μετά από μια βδομάδα πλάκωσε η ασφάλεια. Συνέλαβαν το Θεοφάνους, τον Αρίστο και τον Κατρίνη, που είχαν το πιστόλι πάνω τους και τον Νάσο γιατί ήταν στενός φίλος τους. Ο Λαγός ειδοποίησε την Πόπη να φυγαδεύσει το πιστόλι, αφού θα πλακώσει η ασφάλεια στο σπίτι.  Η Πόπη αγόρασε ένα κουτί γλυκά απ’το Χρηστόπουλο στη γειτονιά και τ’άδειασε στο ψυγείο. Έβαλε το πιστόλι στο κουτί, το δίπλωσε όμορφα-όμορφα, πήρε το λεωφορείο και έφυγε με το δέμα για το Χαλάνδρι, όπου ζούσε ο αδελφός του Νάσου που ήταν δεδηλωμένος δεξιός. Φτάνοντας στη στάση «σίδερα», υπήρχε μπλόκο της ασφάλειας, αυτή επιστρατεύοντας όλη της τη χάρη πέρασε απ’τους ασφαλίτες, χαμογελώντας κάπως προκλιτικά, έτσι που κανείς δεν σκέφτηκε ότι στα γλυκά υπήρχε το πιστόλι, κατέβηκε απ’το λεωφορείο και συνέχισε με τα πόδια σα να μην τρέχει τίποτα.  Κάποιος ασφαλίτης που την είχε βάλει στο μάτι με πονηρό σκοπό, την έχασε  και  τότε υποπτεύθηκε  και την αναζήτησε.  Το πουλάκι όμως είχε πετάξει. Άφησε το πιστόλι στον κουνιάδο της και γύρισε σαν αστραπή στα Πετράλωνα.
170
                                                                                                                   
Οι ταγματασφαλίτες, λες και ήταν συνεννοημένοι, μετά από δέκα λεπτά χτύπησαν την πόρτα κι όταν τους άνοιξε μπούκαραν βίαια μέσα κι άρχισαν να αδειάζουν τα συρτάρια στο πάτωμα.  Αφού δεν βρήκαν τίποτα άρχισαν να σηκώνουν στρώματα και να μετακινούν έπιπλα. Έκαναν το σπίτι άνω-κάτω. Η Πόπη που ήταν από δεξιά οικογένεια τα πήρε στο κρανίο κι άρχισε να φωνάζει. Ο επικεφαλής, ένα άτομο καλοβαλμένο που κρατούσε κάποια προσχήματα, την πήρε στο διπλανό δωμάτιο και το κλείδωσε. Πόπη, της είπε, λες και την ήξερε από παλιά, δεν βγαίνει άκρη έτσι αγάπη μου. Κάνε και συ κάτι και τότε εγώ που είμαι επικεφαλής και που τέλος πάντων δεν βρήκα τίποτα επιβαρυντικό, θα μπορέσω να μιλήσω για τον άντρα σου. Θα βρω εγώ τρόπο, να τον βγάλω λάδι. Εν τω μεταξύ την είχε πάρει από τους ώμους και την οδηγούσε με κάποια αυταρχική τρυφερότητα προς το κρεβάτι. Η Πόπη που το κατάλαβε, μα που δεν είχε σκοπό ν’αντισταθεί, έκανε ότι δεν ήθελε και προσπάθησε ν’απομακρυνθεί αλλά δεν φώναξε. Αυτός που ήταν πολύπειρος την έριξε στο κρεβάτι μπρούμουτα ώστε να μην μπορεί ν’αντιδράσει και την έγδυνε απ’τη μέση και κάτω. Αυτή που τάχα προσπαθούσε ν’αντισταθεί, έκανε κινήσεις που δεν έδειχναν αληθινή αντίδραση. Ο ασφαλίτης που το είχε καταλάβει την άφηνε να παίξει αυτό το ιεροτελεστικό παιχνίδι την μάταιας πάλης, το οποίο όμως ήταν προδιαγεγραμμένο. Κι αυτό βέβαια φάνηκε ολοκάθαρα, αφού όταν μπήκε μέσα της, αυτή παραδόθηκε τελείως κι αγκομαχούσε, δείχνοντας ότι το απολάμβανε. Αυτός σταμάτησε βγήκε από μέσα της και την κοίταγε στα μάτια. ―Είσαι εσύ ένα γκομενάκι, της είπε, μπορείς να τρελάνεις τον αληθινό άντρα. Κοίταξε, ο άντρας σου δε θα πάθει τίποτα, άσχετα αν θέλεις να συνεχίσουμε αυτό του παιχνίδι και μετά. Η διεύθυνσή μου είναι Δοϊράνης 7 στην Καλλιθέα και το τηλέφωνό μου 34778. Όταν αποφασίσεις πάρε με κι εγώ θα σ’ ευγνωμονώ. Όταν ο Τάκης Καρακώστας λέει «ευγνωμονώ» έχει σημασία βαρύνουσα.
                                                                                 171
Πράγματι ο Τάκης κίνησε γη και ουρανό. Έφερε μάρτυρες στις ανακρίσεις και κατάφερε να τον σώσει χωρίς να υπογράψει «δήλωση μετανοίας».  Τότε η Πόπη κατάλαβε τη δύναμη που έχει ανάμεσα στα σκέλια της και αποφάσισε να την χρησιμοποιήσει.  
      Την άλλη μέρα την φώναξε στο σπίτι της η κυρία Βασταρδή, η αριστοκράτισσα της γειτονιάς, της οποίας ο σύζυγος ήταν συνταγματάρχης πεζικού. Ήθελε να της ράψει κάποια νυχτικά, αφού τα άλλα της ενδύματα έρχονταν απ’τη Ρώμη ή το Παρίσι. Όταν η Πόπη της έπαιρνε μέτρα, εμφανίστηκε ο κ. Βασταρδής φορώντας τη στολή του. ―Πόπη μόλις τελειώσεις με τη γυναίκα μου, νά’λθης στο γραφείο μου. Πράγματι η κ. Βασταρδή την οδήγησε στο γραφείο κι ο κ. Βασταρδής τη διέταξε να μην τους διακόψει τουλάχιστον για μια ώρα.
      Μόλις έφυγε η κ. Ιουλία, ο κ. Συνταγματάρχης την ρώτησε πόσο θα κοστίσουν τα νυχτικά.  Η Πόπη με προσποιητή αποστροφή για τα χρήματα τον πληροφόρησε ότι αγαπά την κυρία του τόσο, που το θεωρεί τιμή της κι ότι θα ήταν τουλάχιστον ασέβεια προς το πρόσωπό της να πάρει χρήματα. Ο συνταγματάρχης που είχε πληροφορηθεί απ’τον Τάκη τον ασφαλίτη ότι ενδίδει, έμεινε για αρκετή ώρα σκεπτικός. Τόση ώρα που της δημιούργησε αμηχανία και φόβο. ―Μήπως σας προσέβαλλά κ. Μιχάλη τον ρώτησε με το μικρό του. Δηλαδή όπως τον ήξερε από τότε που ήταν δεκατεσσάρων χρόνων παιδούλα και πήγαινε στην κ. Ιουλία να κάνει θελήματα. ―Όχι αγάπη μου κάθε άλλο, να σε πληρώσω και να σε ξαναπληρώσω, μόνο και μόνο να σε βλέπω να μπαινοβγαίνεις εδώ μέσα και να φέρνεις την δροσιά σου. Μόνο αγάπη μου πρέπει να μιλήσεις στον άντρα σου, γιατί μολονότι ξέρουμε τι καπνό φουμάρει και δεν τον θεωρούμε επικίνδυνο. Τώρα τελευταία κάνει στο καφενείο κουτουράδες. Μιλάει πάρα πολύ.

172
― Έεελα, έεελα αγάπη μου, έλα δω. Την έβαλε να κάτσει στα γόνατά του και της χάιδευε τα μαλλιά με τρυφερότητα όπως όταν ήταν παιδούλα. ―Εσύ πεσ’του να κρύβει λόγια κι εμείς για χάρη σου θα τον καλύπτουμε. Μου μίλησε για σένα κι ο Τάκης. Αν είσαι τόσο γαλαντόμα σ’αυτόν, που είναι πολλές σκάλες κατώτερος στην ιεραρχία από μένα, τότε πρέπει να μην περιφρονήσεις το δικό μου ενδιαφέρον, που έχει τις ρίζες του από τότε που ήσουν παιδάκι και σε λαχταρούσα. Όμως δε θέλω να σε πιέσω. Θα καταλάβω τις προθέσεις σου όταν την άλλη βδομάδα σε καλέσει η Ιουλία. Αν έλθεις θα το δεχτώ σαν ευνοϊκή διάθεση για μένα, αν όχι, ας το ξεχάσουμε κι οι δυο κι ας μη ξαναμιλήσουμε γι’αυτό. Πρόσεξε σέβομαι την οικογένειά σου και δε θέλω να δημιουργηθεί ηθικό πρόβλημα. Όσο για τον άντρα σου, πιστεύω ότι θα ακούσει τις παραινέσεις μας, αλλιώς μπορεί να βρεθεί μέσα, και τότε τα πράγματα γι’αυτόν θα είναι πολύ άσχημα.   Και τέλος πάντων τι του βρήκες βρε παιδάκι μου, υπάρχουν άντρες που τη σήμερον ημέρα θα σε κάνουν βασίλισσα και θα εξουσιάζεις όλη τη γειτονιά, αφού μάλιστα το αξίζεις και στην ικανότητα αλλά και στην ομορφιά.            Όπως λοιπόν καθόταν στα γόνατά του της έδωσε ένα φιλάκι στο λαιμό και της έβαλε στο χέρι έξι λύρες χρυσές. Αυτό για να έρχεσαι να ράβεις την Ιουλία και να μπορώ να σε βλέπω κι ακόμα αν τα πράγματα μεταξύ μας πάνε καλά, θα συνταξιοδοτήσω την Ιουλία απ’το δημόσιο και θα την στείλω στο χωριό της. Πιστεύω να κατάλαβες τι εννοώ.
     Όταν η Πόπη βγήκε στο δρόμο κατάλαβε ότι ανοίγονται καινούριοι και μεγάλοι δρόμοι γι’αυτήν. Βέβαια ο Νάσος ήταν άντρας που δεν τον βρίσκεις κάθε μέρα, αλλά εδώ ανοίγεται μπροστά της η εξουσία. Πόσες πουτανίτσες και κυρίες στη γειτονιά δεν της έμπαιναν συνεχώς στο μάτι; Καιρός ήταν να μπουν όλες στη θέση που τους ταιριάζει.

                                                                                 172
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Μάλιστα κάποια στιγμή ένιωσε τον εαυτό της ανακουφισμένο που ο Νάσος ήταν ακόμα στην ασφάλεια για ανάκριση, μπορεί με τις σημερινές συνθήκες να ήταν καλύτερο να καθόταν εκεί αρκετό καιρό, έτσι που να είχε την δικαιολογία ότι ήταν μια νέα και απροστάτευτη γυναίκα που ενέδωσε εξ ανάγκης.
     Το πρωί είχε πάρει τις αποφάσεις της. Πήγε στο φαρμακείο και πήρε τηλέφωνο τον κύριο Βασταρδή. Του είπε ότι της είναι μεγάλη τιμή η πρότασή του και ότι κανένας δεν μπορεί να σταθεί δίπλα του σαν άντρας. Γιατί ο άντρας δεν είναι μια όμορφη κούκλα,  αλλά μια δυναμική  και καταλυτική προσωπικότητα στην οποία αυτή δεν θα μπορούσε ποτέ να αρνηθεί τίποτα. Επίσης η αποδοχή της δεν είναι υστερόβουλη. Δεν έχει σκοπό να πάρει τη θέση της κ. Ιουλίας στην οικία του, αλλά τη θέση της ερωτευμένης στην καρδιά του. Κι από κει και πέρα ό,τι θέλει ας γίνει. Αυτό η Πόπη το εννοούσε, αφού ήξερε ότι αν του δινόταν, αυτός θα έκανε εκείνο που ήταν καλύτερο γι’αυτήν.  Εξ άλλου είχε βαρεθεί πια τους νεανικούς έρωτες που δεν απέφεραν τίποτα. Ένιωθε ότι αυτός ο έρωτας μπορεί να είναι μ’όλα όσα θα φέρει μαζί του, έρωτας της ζωής της.             
       Την άλλη μέρα κιόλας ήλθαν στο σπίτι της τεχνικοί του ΟΤΕ κι εγκατέστησαν τηλέφωνο για να μπορεί να την παίρνει και να κλείνουν ραντεβού έως ότου η σχέση τους πάρει τον τελικό της δρόμο.   
       Αμέσως εκείνο το βράδυ της έδωσε ραντεβού στο Σύνταγμα και την πήγε στο Σαιν Τζώρτζ για φαγητό. Φυσικά το φαγητό της το προσέφερε σ’ ένα θαυμάσιο δωμάτιο του ξενοδοχείου, όπου θα έκαναν εκείνο το βράδυ βαθύτερη τη γνωριμία τους, αφού ο κ. Βασταρδής θα της εκδήλωνε όλες τις ιδιοτροπίες στις ερωτικές του προτιμήσεις.

174
Ο συνταγματάρχης κ. Βασταρδής ήταν ένας εξαιρετικής κατάστασης εξηντάρης, αλλά ολοφάνερα ευπατρίδης και πολύπειρος στον έρωτα, κι αυτή ένα τριαντάρικο παμπόνηρο θηλυκό το οποίο μολονότι είχε χορτάσει πια τον έρωτα, δεν έπαυε να είναι μέσα στη ψυχή της αυτό που ήταν πάντα: μια αχόρταγη πουτανίστα. Κι επειδή το γνώριζε αυτό πολύ καλά, ήθελε μ’ όλη την ψυχή της να εκτροχιαστεί χωρίς να επιδιώκει κάποιο προϋπολογισμένο κέρδος, αλλά ό,τι ερχόταν από μόνο του.   
       Ο Μιχάλης, που δεν ήταν πια κ. Βασταρδής, είχε στο δωμάτιο μια μεγαλούτσικη βαλίτσα που είχε φέρει για την περίπτωση της Πόπης. Μάλιστα απ’τη στιγμή που συναντήθηκαν στο Σύνταγμα την έλεγε Πιπίτσα, δηλαδή όπως τη λέγανε όταν ήταν δεκατεσσάρων χρονών και του είχε κάψει την καρδιά.  Η Πόπη ήταν ακόμα λεπτούλα κι έσφυζε από νεανικότητα. Έτσι όταν της φόρεσε τα σοσονάκια και την ποδίτσα του σχολείου δεν τον απογοήτευσε.  ―Αγάπη μου, της είπε, θέλω ν’ ακολουθήσουμε όλη την πορεία τη σχέσης μας, όπως θα ήταν αν σε είχα από τότε δική μου. Δηλαδή από τότε που μ’έλεγες θείο Μίμη, όταν ήσουν παιδάκι και σ’ανέβαζα στα γόνατά μου και σού’δινα σοκολατάκια. Κι έτσι σιγά-σιγά να φτάσουμε ομαλά ως το σήμερα, που είναι η ολοκλήρωση του ονείρου μου. Ξέρω ότι αυτό δε γίνεται από μέρα σε μέρα, έτσι μπορούμε παράλληλα με την σημερινή ερωτική μας καθημερινότητα να κάνουμε τις ερωτικές αναδρομές που έζησα στη φαντασία μου χωρίς εσένα.
      Η Πιπίτσα ποτέ δεν είχε ξεχάσει πως ο θείος Μίμης την έπαιρνε στα γόνατά του και μάλιστα όταν ήταν τελείως μόνοι κάπως αγρίευε και την έσπρωχνε βίαια αγκομαχώντας μ’αυτό το σκληρό και μεγάλο πράγμα που είχε ανάμεσα στα γόνατά του. Δεν ξεχνά ακόμα ότι ένιωθε μια ένοχη αίσθηση όπως της το έτριβε ανάμεσα στα ανοιχτά πόδια της που αφηνόταν στις ορέξεις του και λαχάνιαζε από έντονη ευχαρίστηση ακόμα κι όταν ο Θείος Μίμης αγκομαχούσε και την έσφιγγε πάνω του με βία. Όταν τελείωνε τις έδινε φιλάκια και τηνχάιδευε με πολύ τρυφερότητα.
                                                                                  175
 Έτσι κι αν είχε κάποιους ενδοιασμούς ή ενδόμυχη αγωνία γι’αυτό που της έκανε, ένιωθε ότι ήθελε πολύ να έχουν αυτό το μυστικό, που της φαινόταν ένοχο και γι’αυτό δεν έπρεπε κανείς να το ξέρει. Ο Συνταγματάρχης κ. Βασταρδής είχε δείξει την πρόθεσή του στους γονείς της, αφού με την κ. Ιουλία δεν είχαν τη χαρά να έχουν δικό τους παιδί, να την υιοθετήσει και να της γράψουν όλη τους την περιουσία στην Αθήνα και τα κτήματα στην επαρχία. Κι αφού αυτό δεν ευόδωσε η κ. Ιουλία παρακάλεσε να της στέλνουν το κοριτσάκι που τόσο αγαπούσε, να κάνουν παρέα και να τρώνε το μεσημέρι μαζί.
  Η Πιπίτσα έλεγε στις φίλες της ότι αυτή θα παντρευτεί τον αρραβωνιαστικό της που ήταν στρατηγός, κι όταν φορούσε τη στολή του, που ήταν μέσ’το χρυσάφι, έμοιαζε με τον Άγιο Γιώργη το στρατηλάτη. Οι φίλες της έσκαγαν στα γέλια και την κορόιδευαν: κυρία Στρατηγού, κυρία Στρατηγού. Ακόμα κι μάνα της γέλαγε μαζί της κι όταν κάποτε έπιασαν αυτή τη συζήτηση, της εκμυστηρεύτηκε ότι αυτή θα παντρευτεί τον κύριο Βασταρδή. Το αστείο πήγε στ’αυτιά της κ. Ιουλίας κι αυτή με τη σειρά της έκανε κέφι και γέλαγε. Ακόμα πείραζε τον κ. Βασταρδή πως η μικρούλα τον είχε ερωτευτεί κι ότι ήθελε να τον παντρευτεί. Αυτό το γεγονός, του δημιουργούσε μιαν ενδόμυχη ανασφάλεια, αλλά και μια κρυφή ηδονική χαρά, αφού το κοριτσάκι τον είχε ερωτευτεί και συμμετείχε στην ηδονική ευωχία του, άρα δεν ήταν και τόσο παράνομη, ώστε να νιώθει τέτοιες τύψεις κάθε φορά που συνήρχοντο ερωτικά, αφού την πρόσεχε και τ’απολάμβανε κι αυτή μαζί του.
    Αυτό όμως τον αποδέσμευσε από τους περιορισμούς και κάποια στιγμή της έβγαλε το εσώρουχο ώστε οι τριβές να είναι πιο άμεσες και να νιώθουν περισσότερη ευχαρίστηση. Κάποια τέτοια στιγμή μπήκε η κ. Ιουλία, παρά τις εντολές του να μην τον ενοχλήσει ποτέ όταν βρίσκεται στο γραφείο με την Πιπίτσα.

176
Μολονότι θα έπρεπε να μείνει άναυδη, διαπίστωσε αυτό που υποπτευόταν. Έκλεισε αμέσως την πόρτα και βγήκε για να μην τους ενοχλήσει, αλλά και να συμμετέχει με κάποιο τρόπο στο μιαρό μυστικό του, αφού αυτό από κει και πέρα θα αναβάθμιζε τη θέση της μέσ’το σπίτι. Δεν θα ήταν πια μια πολυτελής δούλα, αλλά μια ισότιμη συνεργάτις που θα είχε ίσες υποχρεώσεις αλλά και ίσα δικαιώματα. Όταν ο κ. Μίμης έδιωξε την Πιπίτσα, πλησίασε τη γυναίκα του μ’έναν τρόπο απολογητικό αλλά συγχρόνως και αυταρχικό. Η κ. Ιουλία τον ήξερε απ’όλες τις μεριές και τον περίμενε ακριβώς έτσι. ―Μιχάλη μου σε παρακαλώ μην υποβιβάζεις τον εαυτό σου, είσαι ένας συνταγματάρχης που ασκεί το κατακτητικό του δικαίωμα. Αλίμονο αν ένας άντρας σαν εσένα δεν δικαιούται να έχει γυναίκα, ερωμένη, αλλά και το μικρό του πουτανάκι να του φεύγει το σεκλέτι. Έπεσε πάνω του κι άρχισε να του τον χαϊδεύει, κάτι που δεν είχε τολμήσει ποτέ μέχρι τότε. Εξ άλλου δεν ήταν ευκαταφρόνητη, ήταν μια πολύ όμορφη κυρία, που ήξερε καλά ότι οι σοβαρές κυρίες είναι οι καλύτερες πουτανίτσες στο κρεβάτι. Ήξερε αυτή πολύ καλά να συμπληρώνει το κενό που του άφηνε φεύγοντας η Πιπίτσα, αλλά έτσι και να συμμετέχει σ’ αυτό το σκοτεινό παίγνιο κάνοντας την περισσότερο αναγκαία στον άντρα της. Όταν λοιπόν ο κ. Βασταρδής ολοκλήρωνε με την Ιουλία, ρυθμικά και συγχρόνως με τις παλινδρομήσεις του ερωτικού οργασμού,  αναφω-νούσε Πιπίτσα, Πιπίτσα, Πιπίτσα ως τη στιγμή που έσβηνε. Η κ. Ιουλία τον κρατούσε με καμάρι δέσμιο ανάμεσα στα σκέλια της.
      Η κυρία Γιεσθμανί το γένος Δεμερτζόγλου, η μαμά της Πόπης είχε αρχίσει να υποψιάζεται κάτι, μέχρι τη στιγμή που η υποψία της πήρε μορφή σε κάποια ξερά εκκρίματα στο εσώρουχο της Πόπης. Ο θείος Μίμης στον οργασμό του δεν μπόρεσε να ορίσει τη σπερματέγχυση του. Έτσι μολονότι προσπάθησε να καθαρίσει τα πάντα, έμειναν ίχνη τα οποία ξεράθηκαν και τράβηξαν την προσοχή της κ. Γιεσθημανής, αφού τέτοια ίχνη μόνο στα σώβρακα των αγοριών της  υπήρχαν.

                                                                                 177
 Προσπάθησε  να ψαρέψει  την Πόπη, αλλά αυτή ήταν καλά δασκαλεμένη κι έτσι δεν έβγαλε τίποτα. Κοίταξε με πολύ προσοχή αν το κορίτσι είχε διαφθαρεί, αλλά αυτό τουλάχιστον δεν είχε συμβεί. Πήρε όμως την απόφαση να μην ξαναστείλει το κορίτσι στην κ. Ιουλία και να πάει να εξηγηθεί μαζί της. Με πρώτη εκδήλωση των υποψιών, η κ. Ιουλία έσπασε!  Έβαλε τα κλάματα και διηγήθηκε το δράμα που περνούσε, αλλά και το δράμα του κ. Βασταρδή, που ένας τόσο σοβαρός και διακεκριμένος κύριος είχε υποπέσει στο αμάρτημα να ερωτευτεί παράφορα ένα παιδί. Και μάλιστα τις νύχτες ξαγρυπνούσε και δεν ήταν λίγες φορές που έκλαιγε κιόλας. Γονάτισε μπροστά στην κ. Γεσθημανή και την παρακάλεσε να μην πει τίποτα κι αυτή, μια που το παιδί δεν είχε κάποια βλάβη, θα βρει μια λύση που θα τους ικανοποιήσει όλους. ―Ντρέπομαι βέβαια που θα καταφύγω σ’αυτό, αλλά εμείς οι γυναίκες είμαστε πρακτικές και βρίσκουμε πάντα ρεαλιστικές λύσεις. ―Να! έχω κάποιες οικονομίες και θα στις δώσω για την προικούλα της Πιπίτσας, κι όταν με το καλό έλθει η ώρα αλλά και σε κάθε άλλη ανάγκη, εγώ θα είμαι πάντα εδώ. Της έδωσε δέκα χιλιάδες, ποσό αξιοσέβαστο για κείνη της εποχή, αφού το διπλανό οικόπεδο είχε πουληθεί πενήντα χιλιάδες.     Η κ. Ιουλία προχώρησε το θέμα στο έπακρο, έτσι που ο κ. Συνταγματάρχης να έχει ακόμα περισσότερο εκτεθεί και μάλιστα να τον έχει σώσει. Ο κ. Βασταρδής βρισκόταν στη βιβλιοθήκη και ψηλοάκουγε αυτά που έλεγαν κι όταν η κ. Γεσθημανή έφυγε, παραδέχτηκε μπροστά στην γυναίκα του ότι ήταν πανέξυπνη και με τον θαυμάσιο χειρισμό της τον είχε σώσει από την καταστροφή.
      Η κ. Γεσθημανή έβαλε τα λεφτά σε ένα μικρό δοχείο στην αποθήκη και δεν ξαναμίλησε ποτέ γι’αυτό. Όταν η κ. Ιουλία την κάλεσε στα γενέθλια της Πόπης να της επισκεφθεί, κάποια στιγμή που έλειπε ο κ. συνταγματάρχης, της έψησε καφέ κι έκατσαν να συζητήσουν τα μυστικά τους, δηλαδή τους καημούς του σπιτιού τους.
178
Έτσι είχε την κ. Γεσθημανή σε συνεχή γυναικεία συνωμοτική επαφή ενάντια στη αντρική κυριαρχία.  Η κ. Γεσθμανή βέβαια δεν μπορούσε τα σκεφτεί ότι η κ. Ιουλία την έκανε παρέα για τον προαναφερθέντα λόγο, αφού με τα δέκα χιλιάρικα, το στόμα της είχε μπουκώσει. Ένιωθε ότι η κ. Ιουλία είχε καταλάβει την αξία της και την έκανε παρέα από εκτίμηση, αλλά γιατί όχι κι από αγάπη.  Το ανάστημά της είχε πολύ ανεβεί αφού μάλιστα κάποιες φορές πήγαιναν μαζί στους Τρεις Ιεράρχες να εκκλησιαστούν.
       Ο κ. Βασταρδής λοιπόν τώρα που ήταν «στα πράγματα» και που τ’όνειρό του είχε γίνει πραγματικότητα, θα ροκάνιζε την Πιπίτσα μέχρι τέλος. Ποτέ μα ποτέ δεν είχε ξεχάσει αυτό το διαβολάκι που γλάρωνε τα ματάκια του όταν κατρακυλούσαν στις στιγμές εκείνου του ηδονικού σκοταδιού. Αυτό τον είχε χαράξει κατάβαθα. Έτσι μολονότι για να σβήσει τον καημό του συνευρέθει ή διέφθειρε πολλά κοριτσάκια, ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το πάθος του γι’αυτήν. Αλλά κι η Πιπίτσα που είχε πια χορτάσει τους νεανικούς έρωτες, εύρισκε τον στρατηλάτη, που θα την ανέβαζε στο ανώτατο ύψος της γειτονιάς με την εξουσία του. Όταν θύμωνε, όλοι και όλες θα κατουριόντουσαν. Αφού ο Μπαμπάς, όπως είχε καταλήξει να τον λέει, δεν της απαγόρευε τη συναναστροφή με τον Τάκη Καρακώστα, ώστε να φαίνεται ότι ήταν ερωμένη του, κι αυτή όποτε ήθελε, θα τον έστελνε με τους ταγματασφαλίτες του στο σπίτι όποιας της έκανε την κυρία και θα του έλεγε αυτό που ήθελε να τις κάνουν για να συμμαζευτεί. Φυσικά οι «ποινές» που επέβαλλε η Πόπη, είχαν πάντα τη μορφή του ερωτικού εξευτελισμού, αφού όλες τη θεωρούσαν και μεταξύ τους την αποκαλούσαν πουτάνα.

                                                                                 179
 Ακόμα κι όταν ο πνευματικός της οικογένειάς της, την κάλεσε  σε απολογία,  στη θέση της  πήγε ο Τάκης με την παρέα του κι από τότε, ούτε ο παπά-Δημήτρης, ούτε ο αδελφός της ο Ιορδάνης της έβγαζαν γλώσσα.  Η Πόπη είχε μετατραπεί σε μικρό σατράπη, ο οποίος μάλιστα κρατούσε όλα τα μυστικά νήματα κι είχε στο μυαλουδάκι της φάκελο για όλες τις οικογένειες της γειτονιάς.
     Μετά από δυο μήνες βγήκε κι Νάσος τον οποίον πληροφόρησαν ότι οφείλει τη ύπαρξή του στον κ. Βασταρδή. Αυτός όμως στο κρατητήριο πληροφορήθηκε από κάποιον ταγματασφαλίτη, ότι την ύπαρξή οφείλει στο πράμα της γυναίκας του και ότι είχε καθήκον, βγαίνοντας από κει, να πάει να υποβάλλει τα σέβη του. Εξ άλλου εκεί θα έβρισκε και την γυναίκα του. Ο Νάσος πήγε κατευθείαν στο Χαλάνδρι και πήρε το πιστόλι που είχε αφήσει η γυναίκα του στο αδελφό του. Χτύπησε το κουδούνι του κ. Βασταρδή και βγήκε η κ. Ιουλία. Τα μάτια της άστραψαν από μια άρρωστη χαρά. Πήρε τον Νάσο κατά μέρος και τον ενημέρωσε, ότι οι προκομμένοι βρίσκονται στην κρεβατοκάμαρα και κάνουν τα όργιά τους παρέα με το άλλο ρεμάλι τον Καρακώστα, του έβαλε στο χέρι το περίστροφο του Βασταρδή, τον σταύρωσε και τον φίλησε στο μέτωπο. ―Ο θεός μαζί σου παιδί μου, πρέπει να πληρώσουν, έχουν φάει κόσμο.  Ο Νάσος άνοιξε την πόρτα και τους βρήκε να κάνουν το τρενάκι. Ατμομηχανή η Πόπη, πρώτο βαγόνι ο κ. Βασταρδής και πίσω του ο Τάκης Καρακώστας τελευταίο βαγόνι.  Μόλις τον είδαν να κρατάει στο ένα χέρι το περίστροφο του Βασταρδή πετάχτηκαν απ’το κρεβάτι. Ο Νάσος πυροβόλησε πρώτα την Πόπη στη πλάτη, μετά τον Τάκη στο στήθος και μετά πλησίασε τον Βασταρδή και του τίναξε εξ επαφής τα μυαλά στο αέρα.  Μπήκε η κ. Ιουλία, είδε ότι ο Νάσος φορούσε κάτι πλεκτά γάντια, άρα το περίστροφο είχε τα δακτυλικά αποτυπώματα του Βασταρδή. Πήρε το όπλο από τα χέρια του Νάσου και το έβαλε στα χέρια του Βασταρδή. Ήταν βράδυ! ―Φύγε αγόρι μου, του είπε,  και μην πεις σε κανένα τίποτα.  Θα τ’αναλάβω όλα εγώ και θα σε βγάλω λάδι.

180

Ο Νάσος κατάλαβε κι έφυγε για Χαλάνδρι. Η κ. Ιουλία άρχισε να κλαίει και να φωνάζει βοήθεια, πήρε τηλέφωνο το Θ΄Αθηνών κι αυτοί κατέφθασαν σε δέκα λεπτά. Ισχυρίστηκε ότι κοιμόταν κι άκουσε τους πυρο-βολισμούς. Επίσης ισχυρίστηκε ότι δεν είδε κανέναν να μπαίνει στο σπίτι. Ήταν λοιπόν φως-φανάρι ότι ο κ. Βασταρδής μάλλον για λόγους ζηλοτυπίας σκότωσε το ζευγάρι κι αυτοκτόνησε.
      Η κ. Ιουλία πήρε μια θαυμάσια σύνταξη, πούλησε το σπίτι, πήγε στο χωριό της και ξαναπατρεύτηκε έναν άνθρωπο της δουλειάς, έναν έντιμο αγρότη.
      Ο Νάσος εκλήθει στην ασφάλεια για ανάκριση, αλλά ήταν ολοφάνερο ότι δεν είχε ιδέα για το φόνο.  Η ασφάλεια όμως του συνέστησε επί τη ευκαιρία, καλού-κακού να υπογράψει δήλωση, ότι απαρνείται μετά βδελυγμίας τον κομμουνισμό και ότι στο εξής θα είναι εθνικόφρων. Όπως κι έγινε. Ξαναγύρισε στη Νότα την παντρεύτηκα και της έκανε άλλα δύο παιδιά.

Η Νότα ποτέ δεν έμαθε την αλήθεια, αλλά ούτε οι φίλοι της αγοράς. Ο Νάσος άλλαξε προσωπικότητα και δεν ξαναπάτησε εκεί. Εξ άλλου ντρεπόταν τον εαυτό του, ήταν ένας ξεφτίλας κερατάς και δηλωσίας. Ανέλαβε τις επιχειρήσεις του θείου Βάσου κι έγινε ένας σοβαρός επιχειρηματίας.


                                                                                   181

9.                        ΜΙΣΗ-ΜΙΣΗ
Είναι συχνά που στη ζωή συμβαίνουν παράδοξα πράγματα, που ξαφνιάζουν τους ανθρώπους κι όταν τα διηγούνται φαίνονται απίστευτα. Κάτι τέτοιο είχε συμβεί σ’ένα χωριό της Χίου απ’αυτά τα μικρά που βλέπουν απέναντι στις Οινούσσες. Το χωριό είχε κτιστεί στη ρίζα του βουνού γύρω απ’την πηγή, όπου ακριβώς ήταν η λιθόστρωτη πλατεία ανάμεσα σε πλατάνια. Από κει ανηφόριζε πυκνώνοντας και σταματώντας στη ρίζα του βουνού κατηφόριζε αραιώνοντας προς τη θάλασσα. Απ’ την πηγή ως τη θάλασσα πρέπει να υπήρχε υπόγειο ρεύμα γλυκού νερού κι έτσι υπήρχαν μπαξέδες μέσ’τον περίβολο των αραιών σπιτιών. Αυτά ήταν δίπατα αρχοντικά λιθόκτιστα, όμως εγκαταλελειμμένα στην πλειονότητά τους. Οι στέγες και τα εσωτερικά πατώματα είχαν καταρρεύσει αφού οι νοικοκυραίοι τους είχαν μπαρκάρει και καταλήξει στην Αμέρικα. Όσο έφταναν τα σπίτια προς τη θάλασσα φτώχαιναν και γινόντουσαν στο τέλος μικρά ψαρο-κάλυβα.
     Οι κάτοικοι δεν μπορούσαν μόνο με τα χωράφια ή μόνο με τα ζώα ή το ψάρεμα κι έτσι έκαναν λίγο απ’ όλα.  Μαγαζιά δεν υπήρχαν, μόνο το καφενείο του χωριού, όπου ο καφετζής έκανε το μπακάλη και το σφάχτη, όταν κάποιος έστελνε το ζωντανό του, που είχε γεράσει ή τραυματιστεί, στη σφαγή.  Έβγαινε λοιπόν ο ντελάλης και διαλαλούσε: Σήμερα το πρωί ο Τάδες θα σφάξει τη γελάδα του, όποιος θέλει να πάει για κρέας. Ο καφετζής τό’σφαζε πούλαγε το κρέας ή το αντάλλασσε μ’άλλα προϊόντα, κρατούσε το μερδικό του και τα υπόλοιπα τά’δινε στον ιδιοκτήτη. Μια φορά το μήνα ερχόταν κι ο έμπορας απ’τη Χώρα, όπως έλεγαν την πρωτεύουσα του νησιού, την Χιο. Αγόραζαν εργαλεία, πανικά, κατσαρολικά και πούλαγαν δικά τους περισσέματα.  Μικρός τζίρος αφού οι γυναίκες είχαν αργαλειούς και έραβαν ή έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους. Το χρήμα εξάλλου ήταν πολύ λίγο κι ερχόταν σαν έμβασμα απ’ τα καράβια ή απ’την Αμέρικα. Όλοι είχαν κάποιον να έχει μπαρκάρει ή να έχει εγκατασταθεί στην Αμέρικα και να πλουτίζει.  Ήταν κι αυτοί που είχαν επιστρέψει στο νησί με κάποιο κομπόδεμα και ζούσαν με τους τόκους ή το μικρεμπόριο με την Αθήνα ή την Αμέρικα. Τη μοναδική μαστίχη, τη ρακή, τα περίφημα γλυκά κουταλιού, τα περίφημα λουκούμια και τα αμύγλαδα…                                                                                                       
182

Πλησίαζε πρωτοχρονιά και το χωριό είχε κάποιο χρώμα εορταστικό. Τότε συνέβη το παράδοξο που γέμισε χαρά κι αισιοδοξία το χωριό, κι έγινε αιτία για συζητήσεις στο καφενείο και στα σπίτια.  Η κυρά Κατίνα η μαμή ξεγέννησε τη Μαριγώ του Πέτρου του Σβόκου κι αμέσως μετά, ίσα που πρόλαβε, την Αννίτσα του Γιάννη του Αλιφραγκή που τα σπίτια τους συνόρευαν.  Δίδυμα αγόρια η πρώτη, δίδυμα κορίτσια η δεύτερη. Η κυρά Κατίνα τριάντα χρόνια μαμή, δεν τό’χε ματαδεί κι απ’ότι ήξερε δεν είχε ξαναγίνει στο νησί.  Λέγανε λοιπόν ότι αυτή η διπλή γέννα με τα διπλά μωρά δεν ήταν απλή σύμπτωση. Ήταν ένα καλό σημάδι. Μαθές κάτι καλό θα συνέβαινε στο χωριό τη χρονιά πού’ρχεται. Μόνον ο Παπά Τσαπέλας είχε αντίρρηση. Αυτός κατέβαινε κάθε πρωί στο καφενείο να πιει καμιά ρακή με τους ψαράδες που γύριζαν απ’τη θάλασσα αφού χαράματα έφευγαν για τα δίχτυα.
―Να είπε, που θα σας νοιαστεί ο θεός και θα στείλει σημάδια. Άδεεε! εγώ κάθε Κυριακή μόνος μου την πίνω την θεία κοινωνία κι έχω γίνει μπεκρής. Εκεί είναι τα σημάδια, αν είναι, κάτι κακό να περιμένετε.  Και βάλανε τα γέλια με την παρέα που η ρακή είχε αρχίσει να επιδρά καταλυτικά πάνω τους.
―Στην υγειά του παπά Τσαπέλα. Κι αρχίνισαν το τραγούδι: «έμμορφη νησιωτοπούλλα με το φόρεμα το μπλου μοιάντζεις σαν πριγκιποπούλλα σαν νεραϊδα του’ραννού». Κι ήταν ο παπά Τσαπέλας που οδηγούσε κι οι άλλοι ακολουθούσαν.
    Ήταν αλήθεια, όταν ήρθε ο καινούριος χρόνος  τίποτα δεν άλλαξε. Ούτε τα ζώα, ούτε η γη, ούτε τα δέντρα γέννησαν περισσότερα, ούτε καλύτερα ούτε χειρότερα.                                                                                            
                                                                                   183

   Τα τέσσερα δίδυμα, αφού οι μανάδες τους φιλενάδες, μεγάλωναν μαζί και φυσικά ερωτεύτηκαν. Τα πάντρεψαν γρήγορα-γρήγορα γιατί μπορεί να γινόταν κάποιο παρατράγουδο. Αυτά δεν κρατιόντουσαν, όλο σε χωσιές τα βρίσκανε.
      Η Ευγενία πήρε τον Λουκά κι η Δέσποινα τον Νι-κόλα. Τα ζευγάρια έμοιαζαν τόσο πολύ, που δύσκολα μπορούσαν να τα ξεχωρίσουν. Τους έφτιαξαν ένα σπίτι, δηλαδή δύο κολλητά, που χώριζαν μ’ένα μονότουβλο, αλλά όπως συνέχιζαν στο βάθος οι κουζίνες ενώνονταν κάπου σε μία και «γκρέμισε εδώ, χτίσε εκεί» έγιναν περισσότερο ένα σπίτι και μια οικογένεια.  
     Οι άντρες έβγαιναν με μια μεγάλη βάρκα, σχεδόν καΐκι, την «Ευγενική Δέσποινα», τ’απόγευμα ανοίγονταν προς τις ακτές του Τσεσμέ κι άπλωναν τα δίχτυα. Μετά γύριζαν κι άραζαν στον κήπο, τρώγανε κάτι κι έπιναν καφέ με τις γυναίκες τους, συζήταγαν και πήγαιναν για ύπνο.  Το χάραμα φεύγαν να μαζέψουν τα δίχτυα. Αν είχε πολύ ψάρι το πήγαιναν στη Χώρα και αν είχε λίγο, τό’φερναν πίσω στο χωριό.  Κάτι πούλαγαν, κάτι έτρωγαν, κάτι πεσκέσια κι έτσι ήταν.  Τις υπόλοιπες ώρες άλλος στα κτήματα, άλλος στα ζώα, βοηθούσαν τις γυναίκες.  Στο χρόνο πάνω τα κορίτσια γέννησαν κι έγινε πάλι αυτό το παράδοξο: Όταν η κυρά Κατίνα πήγε να τις ξεγεννήσει και τις δυο, τις είχε στο ίδιο δωμάτιο και γέννησαν σχεδόν την ίδια ώρα. Τα παιδάκια ολόιδια και στην αναμπουμπούλα ε-πάνω τα μπερδέψανε. Μικρό το κακό δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν και όλα ήταν ολουνών.  Ξανθά και κόκκινα ολόιδια όπως ήταν, όλοι τα έλεγαν δίδυμα. Λίγο λίγο διέκριναν ότι το ένα είχε πιο γαλανά μάτια απ’το άλλο. Πέτρος ο ένας, Πέτρος κι ο άλλος, αλλά για να ξεχωρίζουν Πετρολούκας ο ένας, δηλαδή του Λουκά, Πετρονικόλας ο άλλος. Ο Νικόλας κι ο Λουκάς είχαν γυρίσει αργά εκείνο τ’απόγιωμα πού’χαν πάει ν’απλώσουν τα δίχτυα. Ο Λουκάς είχε πυρετό κι έπεσε. Όλη μέρα ψηνόταν. Το πρωί ο Νικολής πήγε μόνος να μαζέψει τα δίχτυα. Τον πήρε το μπουρίνι. Από τότε ο Λουκάς έκλεισε όλα τ’ανοίγματα, άφησε μόνο μια πόρτα στο μονότουβλο και έβαλε τις γυναίκες και τα παιδιά στό’να σπίτι κι αυτός έμενε στο άλλο. Δεν ξανακοιμήθηκε με τη γυναίκα του. Πρόλαβε να μεγαλώσει τα παιδιά και πέθανε.  Έπινε κρυφά κι έκαψε το συκώτι του.
184
      Τα παιδιά πήραν τη βάρκα κι η ζωή συνεχίστηκε.
Ο Πετρολούκας κι ο Πετρονικόλας πήγαιναν μαζί στη δουλειά. Όταν τέλειωνε η δουλειά, ο Πετρολούκας έπαιρνε την τσάντα με τα εργαλεία, το μυστρί, το αλ-φάδι, το φραγκόφτυαρο ή τα ξυλουργικά και πήγαινε στη γειτονιά, όπου τον καλούσαν, για μερεμέτια ή κα-ασκευές. Ο Πετρονικόλας στον καφενέ, καμιά ρακή, κανένα τσιγαράκι και κανένα πείραγμα στα κορίτσια. Ήταν ο μόνος πού’χε το ελεύθερο ―όποια κι αν πείραζε―, γιατί όλες ήταν ή αδελφές ή ξαδέλφες κά-ποιου.   Τα «δίδυμα» έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό, αλλά είχαν κάτι που τους χώριζε.  Ο Πετρολούκας, ο Λούκας, όπως τον φώναζαν με τον καιρό, ήταν ο «Τίμιος Ξυλουργός». Τον έλεγαν έτσι όταν ήθελαν να κάνουν πλάκα.  Όμως όταν γύριζε και τους κοίταζε, τα μάτια του είχαν μια πραότητα, ήταν τόσο άδολα που το αστείο ανέβαινε στο ύψος του σοβαρού. Όλοι το ή-ξεραν πολύ καλά, ότι αυτός ήταν αληθινά ο τίμιος ξυλουργός.  Αυτός γύριζε και τους κοιτούσε καλοσυνάτα κι απαντούσε έτσι χωρίς λόγια. Γνώριζε ότι τα παιδιά ήθελαν να παίξουν λίγο κι ότι τον αγαπούσαν. Άσε ο Πετρονικόλας, που κι αυτουνού τ’όνομα είχε απλουστευθεί και τον έλεγαν Νικόλα, όποτε τον έβλεπε να περνά απ’ τον καφενέ του έριχνε αυτό το «δυστυχισμένα νιάτα ευτυχισμένα γεράματα» κι όλοι ξεραινόντουσαν στα γέλια. Ο Νικόλας λοιπόν ήταν τελείως διαφορετικός απ’τον Λούκα, είχε μια ζωντάνια που έλαμπε από χαρά και κέφι, τα μάτια του ήταν γελαστά ακόμα κι όταν δε γελούσε, στις άκρες των χειλιών τουκρεμόταν πάντα κάτι σαν χαμόγελο πειραχτικό.  Μόλις εμφανιζόταν στο καφενείο άναβε το κέφι.   Μετά στο σπίτι μαζί έτρωγαν μαζί και κοιμόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο.  Δεν μπορούσε ο ένας χωρίς το άλλον.
                                                                                 185
Τη μέρα εκείνη, που τον φώναξε ο Πετρολούκας να μιλήσουν σοβαρά, όλοι παραξενεύτηκαν. Τι να πουν άραγε;  Δεν είχαν τίποτα να πουν. Εξάλλου όλα τά’ λεγαν σαν μονόλογο, όπου ο ένας άκουγε κι απαντούσε χαμηλόφωνα και γρήγορα, σαν παραμιλητό, σαν να περίσσευαν τα λόγια ή σαν να ήξερε ο ένας τι θα έλεγε ο άλλος.
―Ρε Νικολή νομίζω ότι ήρθε ο καιρός να παντρευτούμε.
―Άλα του απάντησε ο Πετρονίκος, μη μου πεις ότι τη βρήκες κιόλας ρε χαμηλοθώρη! Σε ξέρω εγώ, τα κάνεις όλα σαν το ποντικό και κανείς δε σε βλέπει.  Γέλασε ο Πετρολούκας.
―Εσύ τίποτα ρε;  Όλα τα κορίτσια εσένα κοιτάνε.
―Έλα ντε, όμως τη βρήκα κι εγώ. Βρήκα αυτή που δε με κοιτάζει. Μια φορά με κοίταξε και κάηκα.
―Τότε όλα εντάξει να πας να της μιλήσεις, έτσι Νι-κολή.
―Επ-επ, και πως θα γίνει αυτό, εμείς πρέπει να βρούμε δίδυμες ή να παντρευτούμε την ίδια γυναίκα. Γέλασαν κι οι δυο με το αστείο. Όμως μια σκιά πέρασε από τα μάτια του Λούκα, το αστείο δεν ήταν και τόσο αστείο.  Ο Νικολής συνέχισε ν’αστειεύεται και στο τέλος έφτασε στο γάμο.
―Ναι θα παντρευτούμε κι οι δυο μαζί την ίδια ώρα και θα βγούμε απ’την εκκλησία, εσύ με την κυρά σου, κι εγώ με τη δικιά μου τη Φωτούλα. Γύρισε ξαφνικά προς τον Πετρολούκα γιατί ένιωσε κάποιο ρίγος, ένιω-σε πως κάτι παράταιρο συνέβη, πως τον πείραξε αυτό που είπε. Τα μάτια του Λούκα δεν ήταν άδολα ήταν θλιμμένα κι οργισμένα.  Δεν τον είχε ξαναδεί έτσι. ―Δεν είναι δίκιο ρε Νικολή. Πρώτη φορά σήκωσε τη φωνή ο Λούκας, εσένα σε θέλουν όλες και συ βρήκες αυτή που αγαπάω; ―Άστ’αυτά Λούκα κι σένα σε θέλουν όλες και πιο πολύ από μένα, στο λέω εγώ που ξέρω. Κι εγώ την αγαπάω. Ας πάρει αυτόν που θέλει η Φωτούλα. Θα της μιλήσουμε και σ’όποιον πει το ναι, θα πάει στη μάνα της.
126                                                                                    

 Τη βρήκε πρώτος ο Πετρονικόλας. Η Φωτεινή σοβαρή ολοκάθαρη, πρώτη νοικοκυρά, πρώτη στο σχολείο, είχε τελειώσει το γυμνάσιο σε κάποιο κοντινό κεφαλοχώρι, κι όλοι τη θαύμαζαν. Περπατούσε γρήγορα με το κεφάλι ελαφρά σκυφτό, δεν ήθελε πολλές κουβέντες. Τη σταμάτησε κάπως παράμερα να της μιλήσει.  Σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια, τον γονάτισε.
―Τι θέλεις; τον ρώτησε σοβαρά και κοφτά.
―Φωτούλα θέλω να σου στείλω προξενιά, μα θέλω να ξέρω πρώτα αν με θες και συ.
    Η Φωτούλα σήκωσε πάλι το αυτό το βλέμμα και τον κοίταξε, μόνο που τώρα το βλέμμα της  είχε κάτι που σε κοίταγε αλλά δε σ’έβλεπε, που έβλεπε μακριά αλλού, είχε κάτι απ’το βλέμμα του τίμιου ξυλουργού.
―Είσαι καλός και το ξέρω πως πρέπει να παντρευτώ, αλλά έτσι που είναι τα πράγματα δε μου πέφτει λόγος. Στη μάνα μου. Ξέρεις καλά πως είμαστε φτωχές και δε μπορώ να σου αρνηθώ.
    Την κοίταξε. ―Θέλω να ξέρω αν μ’αγαπάς ή τουλάχιστον αν με θέλεις και συ. ―Δεν ξέρω, δεν το έχω σκεφτεί, είχα άλλα να σκεφτώ όλο αυτό τον καιρό. Δε σου λέω όχι, στη μάνα μου όμως.
     Καθώς έφευγε ο ζεβζέκης εαυτός του την κοίταζε, αχ αναστέναξε, θα σε ρίξω στο κρεβάτι και θα μ’αγαπήσεις σιγοψιθύρισε σέρνοντας τη φωνή του με πάθος.
      Ήταν Παρασκευή, την Κυριακή θα γύριζε ο θείος της ο Μανωλιός απ’τη Χώρα πού’χε πάει για δουλειές· ήταν φίλος του, τα πίνανε μαζί, κι αυτός θα πήγαινε τα προξενιά.
                                                                                187
Λίγο αργότερα ο Πετρολούκας κατηφόριζε για το σπιτάκι τους,  να δει τη μάνα της,  την κυρά Χριστίνα, να μιλήσουν για κάτι μερεμέτια που ήθελε.  Είχε όμως την ελπίδα ότι θα συναντούσε τη Φωτούλα να βολιδοσκοπήσει αν μπορούσε να της μιλήσει.  Φοβόταν πως αυτό το παιγνίδι ο Νικόλας το γνώριζε καλύτερα.  Αν δεν ήταν η Φωτούλα σίγουρα θα τα είχε παρατήσει.
    Το σπιτάκι ήταν πολύ μικρό φτωχικό, είχε όμως διάφορα παραπήγματα σε κάποια απόσταση γύρω που υπήρχαν τα ζώα κι οι κότες. Μ’όλη τη φτώχια υπήρχε ολοφάνερη πάστρα, τάξη και ατέλειωτα λουλούδια. Όλα ήταν φρεσκοασπρισμένα και βαμμένα.
    Όταν έφτασε στο σπιτάκι, η κυρά Χριστίνα είχε πάει στα ζώα ή τις κότες, και δεν την φώναξε· είχε την ελπίδα πως θα φανεί η Φωτούλα και θα την δει μόνη. Αυτή φάνηκε προτού τελειώσουν οι σκέψεις του.                                                                                            
―Γειά σου Λούκα τη μάνα μου θέλεις; να την φωνάξω.
―Περίμενε λίγο, έχω κάτι να σου πω, της είπε ο Λούκας.
Αυτή κατάλαβε, σκέφτηκε…. οι δίδυμοι…
    Ο Λούκας πλησίασε την έπιασε με τα δυο χέρια απ’ τους ώμους αντικριστά και την κοίταξε στα μάτια. Μέσα του έτρεμε. Πως τόλμησε να την ακουμπήσει; Έτσι πρέπει, είπε μέσα του, ότι είναι να γίνει θα γίνει τώρα.  Η Φωτούλα μεσ’τα μάτια του διέκρινε κάτι απ’ τον χαμένο εαυτό της, αυτό την πόνεσε, ένιωσε θλίψη. Ίσως να ήταν η θλίψη που τους ένωνε.  Ίσως να ήταν αυτό το κάτι που είχαν κοινό, δεν της ήταν ξένος.  Χωρίς να προλάβει να την ρωτήσει τού’δωσε την απάντηση:  Λούκα στη μάνα μου, αν πει το ναι εντάξει.
―Αχ ρε Φωτούλα με πληγώνεις, θέλω να ξέρω αν και συ με θέλεις.
    Αυτή έσκυψε το κεφάλι μετά γύρισε και κοίταξε μακριά στο πέλαγος κι έδειξε σα να σκεφτόταν, μα δεν σκεφτόταν. Απ’το μυαλό της περνούσαν άλλα συγκεχυμένα πράγματα, ένιωθε όμως και μεγάλη συμπάθεια για τον Λούκα, αλλά δεν ήταν έτοιμη να δεχτεί ένα γάμο μόνο γι’αυτό.   

188
― Δε θα σου πω όχι, του απάντησε.
Ο Πετρολούκας λύγισε ήθελε μια καθαρή απάντηση και δεν την είχε, θά’φευγε, έχασε. Καθώς έφευγε με το κεφάλι κάτω θλιμμένος, η Φωτούλα γύρισε.
―Λούκα θα σου πω μόνον αυτό: είσαι ο καλύτερος κι αν δε σ’αγαπώ σίγουρα θα σ’αγαπήσω.
    Της έπιασε τα χέρια απαλά και τα φίλησε. Η κυρά Χριστίνα καθώς γύριζε το είδε και κατάλαβε· θά’χουν χαρές στο σπίτι.
―Κυρά Χριστίνα είπε ο Πετρολούκας…―Ναι γιε μου εντάξει του απάντησε. ―Να ορίσουμε τους γάμους είπε ο Λούκας.  ―Εσύ είσαι ο άντρας, του απάντησε. ―Αύριο Σάββατο, μεθαύριο Κυριακή, την άλλη Κυριακή της είπε. ―Μα το ξέρουν οι δικοί σου παιδί μου; ―Την Κυριακή, την Κυριακή, θα το μάθουν τώρα. ―Συμπάθα μας κυρά Χριστίνα, θα πάρω τη Φωτούλα να μιλήσουμε. ―Καθίστε εδώ γιε μου, εγώ άλλωστε έχω πολλές δουλειές. ―Ξέρω Λούκα τι θέλεις ν’ακούσεις, είπε η Φωτούλα, ναι παίρνω τον καλύτερο, αλλά δεν γίνομαι εύκολα ευτυχισμένη, αυτό να το ξέρεις προτού με παντρευτείς.
      Την κοίταξε με προσοχή, ήταν μια άλλη Φωτούλα αυτή που κοιτούσε, οι λέξεις της έκοβαν σαν μαχαίρι. Ένιωσε μικρός μπροστά της. Αυτήν τη Φωτούλα την κρυμμένη την απόμακρη, την άγνωστη, μπορεί να κατάφερνε να γνωρίσει και να την κάνει να τον αγαπήσει.
―Εντάξει κι εγώ ορκίζομαι εδώ τώρα πως κάθε σκέψη σου θα είναι χαρά για μένα να γίνει αληθινή, της είπε.  Κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν, έτσι ήταν καλύτερα. Η Φωτούλα ψέλλισε σιγανά κάτι όπως «άσε αυτά είναι των παραμυθιών», αλλά ο Λούκας την διέκοψε πιάνοντάς της το χέρι. ―Ε όσο περνάει απ’το χέρι μου ένας ψαράς είμαι, και ξέσπασαν στα γέλια μαζί.
―Όμως πρόσεξε είπε ο Λούκας δεν είσαι μόνο εσύ που εννοείς αυτά που λες, και γω τα εννοώ.                                                                                                    
    Έκαναν έτσι μια συμφωνία που σφραγίστηκε με το τίμιο βλέμμα τους, κάτι πάρα πάνω από συμφωνία.

                                                                                 189
Προχώρησαν στη ακρογιαλιά χωρίς να λένε τίποτα. Ξάφνου η Φωτούλα γύρισε και τού’πε:  Το ξέρεις  ότι είμαι πάμπτωχη,  όμως θέλω κάτι να σου δώσω και δεν έχω τίποτε άλλο από την εμπιστοσύνη μου. Αν θες από αύριο μπορείς να μπεις στο σπίτι μου και να είμαι δικιά σου. Ο γάμος είναι κάτι τυπικό.  Ο Λούκας την αγκάλιασε και τη φίλησε στο στόμα, «αυτό μου αρκεί» είπε.  Είχε σκοτεινιάσει και δε φάνηκαν τα πρόσωπά τους που ήταν κατακόκκινα από ντροπή.  Είχαν και οι δύο ξεπεράσει κατά πολύ τον εαυτό τους.  Χωρίς να πουν τίποτε άλλο χωρίστηκαν σχεδόν τρέχοντας.
  Ανακοίνωσε στο σπίτι ότι παντρεύεται. Ο Πετρονικόλας πάγωσε σκοτείνιασε.  Ήταν η πρώτη φορά που χάθηκε απ’τα μάτια του και την άκρη των χειλιών του αυτό το παιχνιδιάρικο πειραχτικό χαμόγελο. Τον αγκάλιασε, «η ώρα η καλή» είπε, «εγώ αύριο φεύγω για Πειραιά, μπαρκάρω». Οι μανάδες θύμωσαν.  ―Τί ντροπή κι αυτή!  ―Ε δεν τό’ξερα, απάντησε· μήπως θέλετε το παπόρι να περιμένει τους γάμους.  Την άλλη μέρα έφυγε.  Ο Λούκας τον πήγε στη Χώρα που θα έπαιρνε το καράβι για τον Πειραιά.  Προτού φύγει ο Νικολής τον αγκάλιασε τάχα να τον φιλήσει.  ―Α ρε  Λούκα, του ψιθύρισε, μου την έφαγες μπράβο σου, άντε ρε μια που την έχεις όλη δικιά σου, ρίξε και για μένα έναν.  
       Ο Πετρολούκας πειράχτηκε, ποτέ δεν του άρεσαν αυτά τα αστεία του Νικολή, απ’την άλλη όμως τώρα που έφευγε ήταν σίγουρο ότι ο Νικολής είχε βρει ξανά τον εαυτό του. Έκανε πως θύμωσε πως τον κυνηγούσε, όμως αυτός μια και δυο είχε κιόλας φτάσει επάνω, γελώντας δυνατά και πειραχτικά.  Τα μάτια του όμως δεν γελούσαν ήταν κατακόκκινα.

190
   Η κυρά Χριστίνα μετά το γάμο πέθανε, “άντεξε” ως που να δει το κορίτσι της αποκαταστημένο. Οι δυο μανάδες πέθαναν το άλλο χρόνο κοντά-κοντά, κι ο Νικολής χάθηκε ούτε γράμμα, λες κι αυτός ο γάμος διέλυσε το σπίτι.  Κι η Φωτούλα όλο και περισσότερο χανόταν στις σκέψεις, όλο κι πιο πολύ κοιτούσε το πέλαγος χωρίς να το βλέπει. Ο Πετρολούκας δεν άντεξε.
―Τι σε τρώει Φωτούλα και μου ματώνεις την καρδιά, μίλα μου. Αυτή γύρισε και κατέβασε το κεφάλι.   ―Οι άνθρωποι όλο και κάτι έχουν που δεν φτάνουν για να τους βασανίζει, του είπε. Ένα όνειρο είχα να γίνω γιατρός, να βοηθάω κόσμο κι αντί γι’αυτό είμαι εδώ και κοιτάω χωρίς λόγο το πέλαγος.     Έσκυψε απότομα το κεφάλι και ξέσπασε σε λυγμούς.
―Α ρε Φωτούλα, αυτό ήταν μανούλα μου, και τι είμαι εγώ. Δεν είπαμε και άντρας και αδελφός και πατέρας.
     Πούλησε το σπίτι το πατρικό κι άφησε με λόγο το σπιτάκι της Χριστίνας στο Νικολή, πούλησε τα ζώα και τα χτήματα πούλησε και την «Ευγενική Δέσποινα» και μάζεψε ένα μικρό πουγκί.    Φύγανε για Πειραιά.
     Η Φωτεινή πέρασε στην Ιατρική της Αθήνας. Αυτός χρεώθηκε κι έβγαλε μια πολύ καλή βάρκα με μηχανή, δούλευε σκληρά και τ’απογέματα την τσάντα στο χέρι με τα εργαλεία για μερεμέτια κάθε είδους στη γειτονιά. Όλοι τον αγαπούσαν κι έβγαζε χρήματα. Πήρε δυαράκι, το ξεχρέωσε.
      Η Φωτούλα ήταν άριστη· ο καθηγητής την είχε δεξί του χέρι κι αμέσως διορίστηκε στο νοσοκομείο. Εκεί πολύ γρήγορα έγινε η ψυχή του νοσοκομείου.
     Όταν η νέα κυβέρνηση αποφάσισε ν’αναβαθμίσει τα νοσοκομεία και κάλεσε νέους διακεκριμένους επιστήμονες από το εξωτερικό, στο δικό της νοσοκομείο έστειλαν έναν σαραντάρη καθηγητή ιατρικής από την Αγγλία.  Η Φωτεινή έγινε βοηθός του αφού ήταν η πιο δραστήρια κι πιο ενήμερη για τα προβλήματα του νοσοκομείου. Η συνεργασία τους έγινε πολύ στενή, ακόμα και στο σπίτι της τηλεφωνούσε.  Ο διευθυντής την κάλεσε μια μέρα να φάνε μαζί έξω για να κερδίσουν το χαμένο χρόνο  του νοσοκομείου  και να συνεργάζονται τρώγοντας. Τα θέματα του νοσοκομείου ήταν ακόμα άνω-κάτω με τις νέες προσαρμογές.  Η Φωτεινή κατέβασε το κεφάλι. ―Συγνώμη δε γίνεται, του απάντησε.Ο διευθυντής εξεπλάγη, δεν το περίμενε. ―Καλή μου, της είπε, δε σε καλώ σε ραντεβού, αλλά σε γεύμα ερ-γασίας.  ―Αγαπώ τον άντρα μου κι αν το μάθει δεν θα καταλάβει και θα πικραθεί.   
                                                                                191
     Την άλλη μέρα χτύπησε το κουδούνι του μικρού διαμερίσματος.  Ήταν ο διευθυντής. ―Κύριε Σβόκο Κατηφόρης, προϊστάμενος της συζύγου σας.
     Η Φωτεινή πήγε να παρέμβει αλλά ο διευθυντής γύρισε αυστηρά προς το μέρος της. ―Κυρία μου σας παρακαλώ αυτή είναι αντρική υπόθεση, κάνοντας υπαινιγμό για το γυναικουλίστικο φέρσιμό της. ―Καλώς ορίσατε κύριε Κατηφόρη, είπε ο Λούκας. ―Δεν ήλθα έτσι απρόσκλητα να σας ενοχλήσω, όμως έχω ένα πρόβλημα συνεργασίας με τη σύζυγό σας και τόνισε με στόμφο που περιείχε και κάποια ειρωνεία, δεν είμαι κανένας κορτάκιας, επιστήμονας είμαι. Στη φάση που βρίσκεται το νοσοκομείο οι ώρες δουλειάς μας δεν επαρκούν, παρακαλώ λοιπόν επιτρέψετέ μου να έχω μια φιλική επιστημονική συνεργασία πέραν του ωραρίου, με τη σύζυγό σας, έως ότου το νοσοκομείο μπει σε μια σειρά.                                                                                           
      Ο Πετρολούκας κατάλαβε. Μολονότι ήξερε πως η Φωτεινή τον αγαπούσε, τις λίγες ώρες που βρισκόταν μαζί στο σπίτι αληθινά δεν είχαν τίποτα να πουν.  Με τον διευθυντή όμως όλη μέρα λέγανε και δε φτάνανε. Άδειασε ο κόσμος μέσα του για μια στιγμή, ένιωσε πως εκείνο το βλέμμα που κοίταγε μακριά, τον είχε ξεπεράσει, είχε πάει πάρα πολύ μακριά. Γύρισε και κοίταξε τον διευθυντή ο τίμιος ξυλουργός. Ο διευθυντής το ένιωσε. Ένιωσε πως αυτός ο αγράμματος ψήλωσε και έγινε πελώριος, ασυναίσθητα κι αστραπιαία πέρασε απ’το νου του πως θα έπρεπε ν’αναθεωρήσει τις απόψεις του περί των απλών αγράμματων ανθρώπων.  ―Ναι κύριε είμαι αδελφός, πατέρας κι άντρας της Φωτούλας αλλά δεν κατάφερα να γίνω φίλος της.  Ας έχει και έναν φίλο.   

192                                                                                    
Ο διευθυντής καληνύχτισε κι έφυγε έτσι γρήγορα όπως ήλθε. Όταν βγήκε στο δρόμο ένιωσε πως ο δρόμος ήταν άλλος και οι άνθρωποι διαφορετικοί κι αυτός περπατούσε χωρίς σαφή λόγο, χαρούμενος σαν παιδί. Ξαφνικά σταμάτησε, μια αδιόρατη σκιά πέρασε και τον σκοτείνιασε μέσα του για λίγο και τίποτ’άλλο.
     Η Φωτεινή είχε κατεβάσει το κεφάλι, σκεπτόταν. Σηκώθηκε απότομα και πλησίασε τον Λούκα. Τον πήρε στην αγκαλιά της τρυφερά και τον κράτησε για λίγο χωρίς μιλιά. Έκανε μια βόλτα στο δωμάτιο, σταμάτησε στη μέση του δωματίου ξανακατέβασε το κεφάλι και τελικά το είπε: Πήρα την απόφασή μου. Παραιτούμαι και θα πάμε πίσω στο νησί, θ’ανοίξω ιατρείο και θα είμαστε σαν πρώτα ευτυχισμένοι.
―Φωτούλα ευτυχία είναι αυτό που έχεις και μπορείς να το χαρείς κι εδώ είμαστε ευτυχισμένοι.   Γνώριζε όμως ο Πετρολούκας ότι η αγάπη του την έφθειρε, την κρατούσε πίσω. Την πλήγωνε με την αγάπη του.  Είχε πάρει ένα πληγωμένο πουλάκι μέσ’το κλουβί, το φρόντισε μα αυτό ήταν γεράκι έπρεπε να φύγει να πετάξει.   
      Κάποτε πήγε στο νοσοκομείο να την πάρει απ’την εφημερία. Η Φωτούλα έτρεχε, την ζητούσαν, την ρωτούσαν. Αυτός ήταν καθισμένος σε μια πολυθρόνα στο διάδρομο, η Φωτούλα πέρασε πολλές φορές από μπροστά του, τον κοιτούσε, αλλά δεν τον έβλεπε.  Κάτι άλλο περνούσε εκείνη την ώρα από μέσα της, ήταν μια άλλη μια άγνωστη.
     Κάποια μέρα της μίλησε για παιδί. Αρνήθηκε. ―Δε μπορούμε ακόμα, του απάντησε, όταν το νοσοκομείο μπει σε μια γραμμή, τότε.
    Το άλλο πρωί αντί να μαζέψει τα δίχτυα, ξανοίχτηκε στα βαθιά. Άνοιξε τον πείρο· το νερό άρχισε να μπαίνει στη βάρκα και να τη βουλιάζει. Καθισμένος έβλεπε τον ήλιο ν’ανατέλλει την ώρα που αυτός ο ίδιος χανόταν στο νερό.
                                                                                  193
Η Φωτεινή παραιτήθηκε πήρε τον άντρα της και τον έθαψε στο νησί. Εκείνη τη μέρα την φιλοξένησε η μα-μή. Όταν γύρισε στο σπίτι, στην ακρογιαλιά μ’έκπληξη το είδε ανοιχτό.   Ένα ρίγος πέρασε το σώμα της, της φάνηκε ότι είδε το Λούκα μέσα να την περιμένει. Ήταν ο Νικολής. Μόλις την άκουσε σηκώθηκε. Ήταν άθλιος, πιωμένος. Κρατήθηκε απ’την ξύλινη κολόνα του σπιτιού.  
―Συμπάθαμε, είπε δε μπόρεσα να έρθω στη κηδεία, προσπάθησα να πάρω δύναμη, να έρθω να σε δω.  Είχα πέσει στο πιοτό τότε που ταξίδευα, και γύρισα πίσω για να γιατρευτώ. Αγόρασα ξανά τη βάρκα και ζούσα ψαρεύοντας. Όταν έμαθα το κακό ξανάπεσα στο πιοτό. Το σπίτι είναι δικό σου εγώ θα φύγω, θα πάω αλλού.
―Το σπίτι είναι δικό σου Νικολή, έτσι όρισε ο Λούκας. Αν με θες μπορώ να μείνω κι εγώ εδώ. Δεν έχω άλλον από σένα στον κόσμο.
―Να έρθεις αύριο· να το νοικοκυρέψω λίγο, μα πιο πολύ να μην είμαι σ’αυτό το χάλι.
    Η Φωτούλα έφυγε κι ο Πετρονικόλας βγήκε στην καρέκλα, αυτή πού’βλεπε στο πέλαγο. Έμεινε εκεί αποσβολωμένος ως τα χαράματα. Έξαφνα σηκώθηκε με δάκρυα στα μάτια.  ―Α ρε Λούκα θα σ’την πάρω τη γυναίκα, μισή-μισή ρε, μισή-μισή. Μπήκε πάλι ο διάολος μέσα του, μα ήταν πολύ κουρασμένος αφέθηκε στην καρέκλα κι αποκοιμήθηκε. Απ’την άλλη μέρα δεν ξανάβαλε κρασί στο στόμα του, ούτε ξανακάπνισε.  Η Φωτεινή πήγε και κατοίκησε στο σπίτι κι άνοιξε ιατρείο στο χωριό. Αυτό έγινε κάτι σαν κέντρο αναφοράς στη γύρω περιοχή αφού όλοι ερχόντουσαν από παντού γιατί της είχαν τυφλή εμπιστοσύνη.
     Στο χρόνο επάνω ψάχνοντας κάτι συρτάρια έβγαλε τα προικιά, που της είχε φέρει ο Νικολής απ’τα καρά-βια για να της τα στείλει μα ποτέ δεν τά’στειλε. Γέλα-σε πικρά, ένα θαυμάσιο κεντητό νυχτικό λίγο διάφανο, δε θα το φόραγε ποτέ.  Ο Λούκας τη σεβότανε, τόσα χρόνια δεν την είχε ποτέ δει γυμνή, έκαναν έρωτα πάν- τα στα σκοτεινά.

194
     Ο Νικολής γύριζε τ’απογέματα στη γειτονιά με την τσάντα του Λούκα κι έκανε μερεμέτια. Κάποια μέρα ένας φίλος κατά λάθος τον φώναξε Πετρολούκα. Το συνειδητοποίησε μετά, ναι Πετρολούκα. Άκου κει ρε, μήπως έγινα ξενέρωτος. Θύμωσε μέσα του.
 ―Α ρε Λούκα θα σου τη φάω τη γυναίκα.
Η Φωτεινή είχε ετοιμάσει το τραπέζι κι είχε φορέσει ένα θαυμάσιο φόρεμα απ’αυτά που της είχε φέρει απ’ τα καράβια. Έλαμπε! Ο Πετρονικόλας ένιωσε αυτό το βλέμμα που τον λύγιζε, σήκωσε το ανάστημά του, τα μάτια του χαμογέλασαν ξανά, στο στόμα του ξαναφάνηκε το χαμόγελο που χρόνια είχε χαθεί. Αυτό το πειραχτικό το παιχνιδιάρικο που κρεμόταν στις άκρες των χειλιών του. Έτρωγαν χωρίς να μιλάνε, μόνο που και που κοιταζόντουσαν σαν να ήθελαν να πουν κάτι, αλλά που δεν έβγαινε, γιατί φαινόταν περιττό. Η Φωτεινή πήρε πάλι αυτό το ύφος το άδολο, μάζεψε τα πιάτα για να τα πλύνει.  ―Να πάρει σκέφτηκε ο Νικολής, κάτι δεν πάει καλά, την χάνω πάλι.  Σηκώθηκε και της έπιασε το χέρι τρυφερά. ―Έλα τώρα άσε τα πιάτα, της αγρίεψε χαριτωμένα. ―Έλα να κάτσουμε. Αυτή κατέβασε το κεφάλι μπήκε στο υπνοδωμάτιο και μετά από λίγο άνοιξε η πόρτα. Είχε φορέσει αυτό το νυχτικό που ο Νικολής την είχε ονειρευτεί τόσες φορές.  Λιγώθηκε κι αποσβολώθηκε. Αυτή τον πήρε απ’το χέρι και και τον οδήγησε στο κρεβάτι. Άσκησε πάνω της μια τρυφερή βία που φούντωνε και δε μπορούσε να τη ελέγξει. Ήθελε να την κομματιάσει χωρίς να τη βλάψει. Ερωτεύτηκαν.  Μετά την αγκάλιασε απαλά σα να μην είχε λείψει ποτέ, σα να την είχε πάντα. Η Φωτεινή αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του μα αυτός δεν είχε ύπνο.  Σηκώθηκε και βγήκε στην καρέκλα που έβλεπε στο πέλαγο. Είχε μαζί του ένα πακέτο τσιγάρα αυτό το τελευταίο, που είχε ξεμείνει στο σπίτι από τότε που το είχε κόψει. Άναψε τσιγάρο αλλά δεν κατέβαινε σαν να μην είχε καπνίσει ποτέ. Θυμήθηκε το Λούκα που δεν κάπνιζε, θύμωσε.

                                                                                  195
Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Ο ήλιος σηκώθηκε αργά αργά μέσα απ’τη θάλασσα. Ήταν πολύ κουρασμένος θυμήθηκε τότε που βούλιαζε στο νερό την ώρα που ο ήλιος ανέβαινε. Ταράχτηκε μπήκε να πλύνει το πρόσωπό του, άναψε το φως.  Το βλέμμα του τίμιου ξυλουργού. Του φάνηκε πως τα μάτια του είχαν γυρίσει λίγο προς το γαλάζιο. Θύμωσε, βγήκε έξω μπήκε ως τη μέση στη θάλασσα. ―Λούκα, φώναξε δυνατά, Πετρολούκα ούτε μια φορά δε μ’άφησες ρε μου την πήρες πίσω.    Η Φωτεινή άκουσε και χαμογέλασε, ήταν αυτό το χαμόγελο το άδολο, που δεν ήταν και τόσο άδολο.  Γύρισε απ’την άλλη και χουζούρεψε. Αυτή ήξερε, τους είχε και τους δυο.    Μετά απ’αυτό έμεινε έγκυος κι έγινε αυτό το παράδοξο στο χωριό. Κανείς δεν αναρωτήθηκε. Άσε που ήταν φορές που το Νικολή στο χωριό το φώναζαν Πετρολούκα κι αυτός λίγο-λίγο τό’χε συνηθίσει. Άλλωστε ήταν ξενέρωτος σαν κι εκεί-νον. Δεν έπινε, δεν κάπνιζε, δεν πήγαινε στο καφενείο, δεν πείραζε κορίτσια, άσε που έπαιρνε και την τσάντα του τίμιου ξυλουργού και γύριζε τη γειτονιά.
     Η Φωτεινή λόγω εγκυμοσύνης απέκτησε δύο βοη-θούς, αφού το ιατρείο είχε γίνει μια μικρή κλινική, τον Παπά-Τσαπέλα που φορούσε ένα ολοκάθαρο άσπρο άμφιο κι είχε κόψει τη ρακή και το τσιγάρο, ή του-λάχιστον τά’χε περιορίσει δραστικά και φυσικά τη μα-μή, που τις γέννες έτσι κι αλλιώς τις έκανε με τη βοήθεια της Φωτεινής για καλύτερα.
―Θυμάσαι Παπατράγο, είπε η μαμή στον Παπατσαπέλα, (είχαν πάντα αντιθέσεις με τα πολιτικά, ο παπάς δεξιός, η μαμή είχε χάσει το γιο της στο αντάρτικο), θυμάσαι που είχα πει ότι κάτι καλό θα συμβεί στο χωριό; Ο παπάς μελαγχόλησε. ―Ναι μωρή Κατίγκω είχες δίκιο, όμως όλοι αυτοί φαρμακώθηκαν, πήραν μαζί τους όλο το κακό του χωριού.
―Τέλος καλό όλα καλά του απάντησε· η Φωτούλα θα τον κάνει πάλι τον Πετρολούκα. Γέλασε πονηρά ο Παπατσαπέλας. ―Αυτή η σκρόφα η μαμή έχει καλή καρδιά, πώς δεν τό’χα καταλάβει τόσα χρόνια, ήμουν τυφλός.

196                                                                                   
    Η μαμή ξεγέννησε τη Φωτούλα και στα βαφτίσια θα γινόταν γλέντι τρικούβερτο. Έφεραν καρέκλες και τραπέζια, όλο το χωριό ήταν εκεί στ’ακρογιάλι στο σπίτι το χαροκαμένο. Τα βαφτίσια έγιναν και το παιδί η Φωτούλα τ’ονόμασε Λούκα, ούτε Λουκά ούτε Πετρολούκα. Η μαμή είχε το παιδί στην αγκάλη και το κανάκευε. Γύρισε η μάνα του και τό’δε, την κοιτούσε μ’αυτό το άδολο βλέμμα. Έγειρε κοντά της ο Νικολής και ψιθύρισε «ο τίμιος ξυλουργός». Τα μάτια του ξαναπήραν εκείνο το παιχνιδιάρικο βλέμμα και το στόμα του εκείνο το πειραχτικό χαμόγελο. Η Φωτεινή ρίγησε είχε ξυπνήσει ο Νικολής μέσα του. Την τράβηξε κατά μέρος και κάτι της ψιθύριζε. Ο Παπατσαπέλας τον τράβηξε βίαια τού’βαλε ένα τσιγάρο στο στόμα και άρχισε να τον προκαλεί.  Όλοι ξέραν πως ο Νικολής ήταν πρώτος στο ζεϊμπέκικο και μόνον ο παπάς του αντιστεκότανε.
    Τράβηξε δυο βαθιές ρουφηξιές και τό’σβησε με το πόδι στο πάτωμα σέρτικα όπως συνήθιζε παλιά.     ―Χόρεψε συ για μένα ρε παπά και του κλείνει πονηρά το μάτι.  Εγώ βλέπεις έχω άλλη δουλειά πιο σοβαρή.
    Την άρπαξε απ’τη μέση και την πήγε μέσα.  Μολονότι είχαν βαφτίσια το τραγούδι του γάμου ακουγόταν σε όλη την ακρογιαλιά. Η τσιαμπούνα λύσσαγε, παίζοντας τον αιώνιο επιθαλάμιο.
    Η Φωτεινή κατέβασε το κεφάλι ένιωσε ότι για πρώτη φορά πήγαινε με άντρα, με ξένο άντρα, γιατί ο Λούκας ήταν κάτι απ’τον εαυτό της, κάτι από μέσα της και η επαφή που είχε με το Νικολή τότε, δεν ήταν με το Νικολή, τουλάχιστον έτσι ένιωθε. Την έσπρωξε βίαια στο κρεβάτι και της έδωσε μια δαγκωματιά στον λαιμό. Αυτός ο γλυκός διάβολος ένιωθε να την κομματιάζει, να την κατασπαράζει. Η βία του ξέσπαγε μέσα της και δεν ήταν αρκετή. Οργίασαν. Τελειώνοντας ο Νικολής αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της.
                                                                                  197

Το γλέντι σιγά σιγά έσβηνε, η μαμή μπήκε να βάλει το παιδί για ύπνο, αυτό δεν κοιμόταν κάτι περίμενε. Ο Παπατσαπέλας φώναξε τους φίλους του τους ψαράδες να μπουν, γιατί θά’μεναν εκεί να ξημερωθούν. Θα πήγαιναν κατευθείαν για τα δίχτυα το πρωί. Μπήκαν όλοι μέσα. Ο παπάς έβγαλε το ευαγγέλιο και τ’ακούμπησε στο τραπέζι.―Μωρή Κατίγκω είσαι έτοιμη;  ―Τι να κάνω, του απάντησε, το μωρό δεν κοιμάται. ―Κάτι ξέρει μωρή φέρ’το κι αυτό εδώ.
     Μπήκε στο υπνοδωμάτιο, ταρακούνησε το Νικολή κι αυτός πετάχτηκε, τρόμαξε, τού’δωσε δυο γερά χαστούκια. ―Να ρε, που τό’χεις το κορίτσι αστεφάνωτο.  Ντύσου γρήγορα.  Ο Νικολής ποτέ δεν είχε φάει πιο δυνατά και πιο γλυκά χαστούκια. Του φίλησε τα χέρια κι έτρεξε. Μετά ο Παπατσαπέλας πήρε τα χέρια της Φωτεινής τα φίλησε και τη χάιδεψε τρυφερά.      ―Ξύπνα αγάπη μου της ψιθύρισε.  Κόρη μου έχουμε μυστήριο.
    Η Φωτεινή ξαναφόρεσε εκείνο το νυφικό το δικό της το πικραμένο. Ο παπάς είχε στα χέρια τα στεφάνια και στάθηκαν μπροστά του.
―Άντε μωρή Κατίγκω δε θα τους στεφανώσεις; ―Και το μωρό βρε παπά, δεν το είπε τράγο λόγω του μυστηρίου, μα του το χρώσταγε.
―Το παιδί θα το κρατάει ο πατέρας του, να είναι κι αυτό μέσ’το μυστήριο.
Ο Νικολής νόμιζε ότι ονειρευόταν, ήταν υπνωτισμένος, είχε στο ένα χέρι το μωρό και στο άλλο τη Φωτεινή.

―Μισή-μισή ρε Νικολή, του ψιθύρισε ο Λούκας.     Γύρισε κοίταξε το μωρό, ―Ήταν δυνατόν;
―Ναι ρε Λούκα μισή-μισή, εσένα μάνα σου κι εμένα γυναίκα μου, του απάντησε.
         Όλα μπορούσαν να συμβούν εκείνη τη μέρα.
198


10.                    Η ΚΛΑΡΑ ΚΗΓΚΑΝ
Η τελευταία ζαριά ήταν ασόδυο, έχασε.  Ήπιε το αράκ που τού’φερε ο Καλίλ ο καφετζής, ο λιβανέζος, αυτός πού’χε το καφενείο και κρατούσε το βιδάνιο στο Ντόριαν Στρίτ και Σαράντα Δρόμους γωνία κι έφυγε.
    Το φορτηγάκι του, μια κλειστή σεβρολέτα σαραβαλιασμένη πού’χε μέσα όλα τα σύνεργα της δουλειάς και τα υλικά της μέρας, -ήταν μπογιατζής-, το είχε αφήσει σ’ένα τυφλό στενό λίγο πιο κάτω. Πέρασε απ’ το Μπάουερυ Στριτ όπου ο «Στρατός Σωτηρίας» μοίραζε στους άστεγους αποφάγια από εστιατόρια.
    Είχε πολλή υγρασία σχεδόν ομίχλη. Τα φώτα στις κολόνες των δρόμων σκόρπαγαν αφήνοντας ένα στεφάνι θολό γύρω τους. Η πόλη ήταν σαν σκηνικό που έβλεπες όλα τα πλάνα να χάνονται στη ομίχλη. Είχε πάντα στη τσέπη ένα «κουότερ» αυτό το ασημένιο τέταρτο του δολαρίου και το πέταγε σε κάποιον άστεγο κολασμένο που ήταν ξαπλωμένος σε κάποια γωνιά του δρόμου περιμένοντας το φαΐ.
     Θυμήθηκε τη φτώχεια στο νησί. Είχε μπαρκάρει 17 χρονών σε χιώτικο φορτηγό, μάζεψε ένα μικρό πουγκί και τό’σκασε. Ξεμπάρκαρε στη Ν. Υόρκη που δούλεψε παράνομα μπογιατζής σε Χιώτες και τελικά αξιώθηκε να κάνει δική του «επιχείρηση». Οδηγούσε το φορτηγάκι κι όπου έβλεπε ερειπωμένο ή άβαφο σπίτι σε φτωχογειτονιές, έβαζε τις σκαλωσιές κι άρχιζε να βά-φει. Σ’αυτά τα σπίτια κατοικούσαν συνταξιούχοι κι όταν οι άνθρωποι έβγαιναν έκπληκτοι και τού’λεγαν πως δεν έχουν λεφτά, αυτός τους καθησύχαζε. ―Θα τελειώσω το σπίτι κι όποτε έχετε θα δίνεται κι εμένα κάποιες δόσεις. Γνώριζε ότι οι συνταξιούχοι ήταν άνθρωποι άλλης εποχής που είχαν μπέσα. Ποτέ δεν είχε χάσει λεφτά απ’αυτούς. Άσε που τις πιο πολλές φορές όταν τελείωνε, δεν τον άφηναν να φύγει αν δεν του έστρωναν τραπέζι.
                                                                                199
       Μπήκε στ’αμάξι κι έφτασε στο σπίτι αργά μετά τα μεσάνυχτα. Η πόρτα ήταν ανοιχτή κι η τηλεόραση αναβόσβηνε σαν ξεχασμένη φωτίζοντάς το. Η Κλάρα Κήγκαν ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι ολόγυμνη, σχεδόν έτοιμη στη στάση της παράδοσης.  Είχε έρθει να πιει τις μπίρες του.
     Έτσι έκανε η Κλάρα, είχε πεντέξι άντρες και πήγαινε στα σπίτια τους να πίνει τις μπίρες πού’χαν στο ψυγείο, μ’αντάλλαγμα τις αναμενόμενες ερωτικές υπηρεσίες.
     Την κοίταξε με τρυφερότητα, είχε ένα λεπτό αγορίστικο σώμα, τα λεπτά της πόδια κατέληγαν στους θαυμάσιους γοφούς, όπου έσπαγε μια λεπτή μέση κι ανέβαινε κάθετα προς τ’απάνω στο θώρακα που έβγαιναν οι φαρδιοί μα λεπτοί της ώμοι. Το ένα χέρι ήταν απλωμένο κάθετα στο σώμα βγαίνοντας έξω απ’το κρεβάτι, κρατώντας μια μπίρα, το άλλο το αριστερό ανέβαινε ψηλά και χανόταν στα κόκκινα μαλλιά που ήταν σκορπισμένα γύρω απ’το κεφάλι. Τό’να στήθος έγερνε δεξιά λίγο προς τα κάτω και τ’άλλο το αριστερό ανέβαινε προς τα πάνω όρθιο ακολουθώντας το αριστερό χέρι. Το ένα πόδι ήταν απλωμένο έτσι που να κρέμεται απ’την άκρη του κρεβατιού και τ’άλλο λυγισμένο κι ανασηκωμένο στο γόνατο. Είχε μεγάλα πράσινα μάτια, λεπτή μακριά μύτη και πάντα μια έκφραση αμηχανίας στο πρόσωπο, λες και όλα τα πράγματα τα έβλεπε για πρώτη φορά και μαζί μ’αυτό ένα αστείο χαμόγελο τόσο αόριστο, που φαινόταν να μην είχε βγει ακόμα. Πολύ απλά και χωρίς λόγια, ήταν έτοιμη να εκπληρώσει τα συμπεφωνημένα.
      Την πλησίασε της χάιδεψε τα μαλλιά. ―Καλό μου, της είπε, γιατί βασανίζεις αυτό το κορμάκι τ’αγαπημένο; Τα μάτια της θάμπωσαν τον έσπρωξε βίαια και πετάχτηκε απ’το κρεβάτι τον κοίταξε με πόνο και αγάπη, μετά σκλήρυνε και τού’δωσε δυο δυνατά χαστούκια. Έριξε μια ρόμπα κι έφυγε. Στην πόρτα κοντοστάθηκε τα μάτια της τρέχανε.
200                                                                                    
―Γιατί το κάνεις αυτό Κώστα; Ξέρεις πως δεν αντέχω το βάρος του έρωτα, η αγάπη μ’έχει πληγώσει. Σε λατρεύω μα δε θα ξαναπιώ τις μπίρες σου.
     Αυτός κατηφόρισε το δρόμο για τα μπαρ. Ήθελε κάποιον να τον χτυπήσει να πληγωθεί να πονέσει για να φύγει ο άλλος ο πόνος ο αβάσταχτος.    Προκαλούσε και τον χτύπησαν άσχημα αλλά ξανασηκώθηκε, δεν είχε χορτάσει. Ένας μεθυσμένος έβγαλε μια λάμα να τον φοβίσει, πιάστηκαν, η λάμα τον πήρε λίγο κάτω απ’τ’αυτί και τού’κοψε τη φλέβα, δεν πόναγε το αίμα έτρεχε.  Ένιωσε πως αυτό ήταν αρκετό. Πήγε πίσω στο στενό δρομάκι, εκεί που τα μαγαζιά έβγαζαν τα σκουπίδια και είχε ησυχία, ξάπλωσε.  Εκεί κανείς δε θα τον ενοχλούσε.        
                     Θυμήθηκε τη μάνα του.
―Πότε θά’ρθεις γιόκα μου, τον ρώτησε. ―Τώρα έρχομαι μάνα, της απάντησε.
      Γύρισε και κοίταξε τη ρεματιά, αυτή που κατηφόριζαν τα κατσίκια να πιουν θάλασσα. Είδε την γαλάζια θάλασσα να παγώνει σαν κρύσταλλο και μετά να θολώνει σκοτεινιάζοντας.  Μέσα στο νερό ήταν η Κλάρα Κήγκαν, τα κόκκινα μαλλιά της τα έπαιρνε η θάλασσα εδώ κι εκεί. Γύρισε και τον κοίταξε με κείνο το χαμόγελο το πικραμένο.
      Το άλλο πρωί τον βρήκαν σε μια λίμνη από αίμα. Βρήκαν και την Κλάρα, είχε πηδήξει απ’τη γέφυρα του Μπρούκλιν ολόγυμνη.
      Η κυρά Μαγδαληνή Κακούρη, η “δαιμονισμένη”, αφού είχε να μιλήσει σε άνθρωπο από τότε πού’φυγε ο Κώστας της, γλίστρησε κι έπεσε απ’το βράχο που ανέβαινε και παρακολουθούσε τα γίδια της.
      Την ώρα της κηδείας όλοι είδαν δυο κατσίκια που κατηφόρισαν απ’το βουνό ολοκάθαρα πλυμένα χωρίς σκόνη. Το ένα ολόμαυρο σερνικό και τ’άλλο κατακόκκινο θηλυκό. Πλησίασαν και στάθηκαν στη θέση των συγγενών αφού δεν υπήρχε κανείς εκεί.
                                                                                  201
Όλοι ξέρουν, πως αυτό το βράδυ του Αυγούστου κάθε χρόνο στο βουνό του νησιού βγαίνει η Μαγδαλινή η Δαιμονισμένη πάνω σ’αυτό τον βράχο και φωνάζει με την τσιριχτή κι απόκοσμη φωνή της, τα γίδια της που έχουν γίνει αγριοκάτσικα και γυρίζουν στο βουνό. Όλοι φοβούνται να τ’αγγίξουν γιατί κι αυτά είναι δαιμονισμένα.
Τότε πλησιάζουν δυο μικρά ολοκάθαρα, ένα μαύρο σερνικό κι ένα κατακόκκινο θηλυκό. Η Δαιμονισμένη τ’αγκαλιάζει και τα χαϊδεύει τρυφερά ως το χάραμα που χάνονται.
                                                                                                                                  

202



11.                         Η ΦΟΝΗ
Ο Νικολάκης Γούδας ο επιλεγόμενος λόγω επαγγέλματος σιμιτζής, πήρε τη Φόνη τη γυναίκα του με το μικρό τους κομπόδεμα, φτιαγμένο με το αίμα τους και κατέβηκαν στην Αθήνα να προκόψουν.
      Μέσα σε πέντε χρόνια, είχαν δικό τους φούρνο, σε πέρασμα έξω απ’την Αθήνα. Ήταν τότε που όλοι αγόραζαν αυτοκίνητα, που ήθελαν εξοχικά, έμπαιναν, έβγαιναν, ψώνιζαν, πέταγαν.  Τότε που όλοι ήθελαν έστω για λίγο καιρό να ζήσουν σαν Αμερικάνοι.
      Ο Γούδας τα γραμμάτια τα είχε κάτω απ’το μαξιλάρι να κοιμάται με το βάρος τους, όσο να τα ξεχρεώσει. Κάθε μήνα η Φόνη πήγαινε στην Εθνική και πλήρωνε, ποτέ δεν καθυστέρησε. Η δουλειά πήγαινε ρολόι κι ο λογαριασμός στη Εθνική όλο και φούσκωνε. Είχε και δυο Αθηναίους βοηθούς, αλλά οι Αθηναίοι δεν είναι για δουλειά, νομίζουν πως σου κάνουν χάρη.
      Κάποτε που έπιασε συζήτηση με έναν από αυτούς, απ’έξω-απ’έξω για πολιτικά, του είπε ότι «απ’τη στιγμή που βάζει το ποδάρι του ο εργάτης μέσ'το εργοστάσιο, αρχίζει να χτυπάει υπεραξία». ―Και τι είναι ρε Γιαννάκη η υπεραξία, τον ρώτησε με περιέργεια, γιατί ο Γιαννάκης είχε βγάλει και το γυμνάσιο, κι όπως νά’ ναι ήταν μορφωμένος. ―Η υπεραξία κυρ Νίκο είναι το κέρδος που αποκομίζει το κεφάλαιο απ’τη στιγμή που ο εργάτης πατάει το ποδάρι μεσ’το εργοστάσιο. Τότε κατάλαβε ότι οι Αθηναίοι ήταν τεμπέληδες, γιατί ήταν μορφωμένοι. Έτσι αυτός στο ζύμωμα απ’ τις πέντε το πρωί, αυτός στο φούρνισμα κι οι βοηθοί μόνο κουβαλήματα και θελήματα.
      Η Φόνη κρατούσε το λιανοπούλι απ’το πρωί ως το βράδυ. Είχε φτάσει τα εικοσιοχτώ κι ήθελε παιδί. Αυτό το ήξερε ο Γούδας, ήξερε πως είχαν μείνει πολύ πίσω, αλλά βλέπεις η δουλειά.    

                                                                                 203
Με την κοιλιά στο στόμα το κρατούσε το μαγαζί η Φόνη ως τη στιγμή που «σπάσαν τα νερά» κι ο Νικολής την έβαλε στ’αμάξι για την κλινική.   «Σήμερον κλειστόν λόγω γέννας», έγραψε πρόχειρα στην πόρτα του μαγαζιού ο Γούδας.  
      Η Φόνη ήταν πάντα περισσότερο από άξια, και τώρα με τη μια του έκανε το γιο.  (Άλλες για να κάνουν έναν γιο σου αραδιάζουν στη αρχή και μερικές τσιούπρες). Της έδωσε λεφτά και το βιβλιάριο, αφού πήγαν στην ακριβότερη κλινική, που είχε και στο φουαγέ (όπως λένε το χώρο αναμονής οι Αθηναίοι) ένα μικρό πάγκο η Εθνική Τράπεζα. Αυτός τηλέφωνα κάθε μέρα να βλέπει τι κάνουν.  Αυτός στο ζύμωμα, αυτός στο φούρνισμα, αυτός και στο λιανοπούλι. Στο λιανοπούλι που ήταν τα λεφτά και μόνον αυτός κι η Φόνη μπορούσαν να μπουν. Το βράδυ έκλεινε το μαγαζί λιπόθυμος.
     Οι Αθηναίες στην κινική κοκορευόντουσαν για τους άντρες τους που ερχόντουσαν τ’απογέματα όλο ξούρες, αρώματα και παρδαλά πουκάμισα. Τετρακόσα της μιας το μήνα, πεντακόσα της άλλης, που νά’ξεραν οι ψωριάρες πως αυτή κι ο Γούδας αξούριστος και μέσα στ’αλεύρι βγάζαν εκατό περίπου τη μέρα, άσε τα Σαββατοκύριακα.
     Τις έφερναν τα παιδιά τους να τα θηλάσουν και όλο ουφ και ουφ, κι όταν έρχονταν οι άντρες τους, αχ και βαχ, βασίλευαν και λιγώνονταν.  Και ψη-ψη-ψη και μου-μου-μου, «πού’ναι καλέ ο άντρας της, δεν έρχεται να τη δει»;  Κι αυτή για να εκδικηθεί, τ’απόγευμα που μαζεύονταν οι άντρες και ήταν όλοι μαζί και κακάριζαν, σηκωνόταν ξανθή και ψηλή σαν παγόνι αργά αργά, με το χαμόγελο, αυτό το δικό της το υπεροπτικό, όπως έλεγαν στα Γιάννενα. Χωρίς αχ και βαχ, χωρίς να δείχνει πόνο, έβγαζε το στήθος της να βλέπουν όλοι και θήλαζε. Τι μωρό που ήταν κι αυτό, αγγελούδι, ολόξανθο. Όχι όπως τ’άλλα μαυροτσούκαλο ή στραβοκέφαλο με πεταχτά αυτιά.

204                                                                                   
Οι σύζυγοι, τάχα αδιάφορα, λόξευαν το κεφάλι τους και τη θαύμαζαν αυτήν, την παγόνα, που περπατούσε χαμογελώντας περιφρονητικά κι οι γυναίκες τους οι κατσιβέλες, τους τραβούσαν και τους αγκάλιαζαν για να τους εξουσιάσουν κι έπεφταν πάνω τους χαδιάρικα.
 ―Α ρε Γούδα γιατί δεν ήρθες ρε, έστω και μια φορά.
Όχι η Φόνη δεν ζήλευε τίποτα από όλα αυτά, ήξερε τι τραβούσε ο Γούδας στο φούρνο. Ήξερε πως ο Γούδας την αγαπούσε, όμως εκείνο τον καιρό που έμεινε μόνη στην κλινική θυμήθηκε. Θυμήθηκε τα Γιάννενα, τα κυνηγητά, τα κρυφά ραντεβού, τον έρωτα.   Οι Γούδες κι οι Μπουκουραίοι είχαν αρχαίο μίσος που δεν θυμόντουσαν πότε είχε αρχίσει.  Απ’την τουρκοκρατία, στην αντίσταση και τώρα με τα κόμματα. Οι Γούδες αρχόντοι, οι Μπουκουραίοι αντάρτες. Μπρος τον έρωτα όμως, τους χέσαν όλους κλεφτήκαν και φύγανε. Από τότε που φύγαν, οι Μπουκουραίενες κι οι Γούδενες, κρυφά απ’τους άντρες τους άνοιξαν κουβέντα. Να μαθαίνουν νέα.
―Κοίτα, είπε στον εαυτό της η Φόνη, τίποτα δεν μας χώρισε, ούτε σόγια, ούτε μίση, ούτε ακόμα και το αίμα που είχε χυθεί ανάμεσά μας. Μόνο τα λεφτά τώρα. Αυτό το βιβλιαράκι, που το κρατούσε αυτή στα δικά της χέρια. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Το πρωί έγραψε ένα γράμμα στον άντρα της, το άφησε στην κλινική, πήρε το παιδί της κι έφυγε για τα Γιάννενα. ―«Νικολάκη Γούδα αν με θες ακόμα, ξέρεις που θα με βρεις».
     Ο Γούδας μουλάρωσε κλείστηκε μεσ’το μαγαζί και δούλευε, τα λεφτά τα έβαζε στο λογαριασμό που ήταν στα χέρια της.  Περίμενε να έλθει πίσω στον άντρα της όπως είχε χρέος. Πείσμα στο πείσμα. Πίστευε ότι στο μήνα επάνω θα της περάσει η Μπουκουραίικια τρέλα και θα γυρίσει στον άντρα της όπως έχει χρέος. Πέρασαν δυο, τρεις, τέσσερις μήνες, ήθελε να πάει ο ίδιος μα κάτι τον κρατούσε.  Όσο περνούσε ο καιρός τόσο περισσότερο  ήθελε, αλλά τόσο δυσκολότερο του ήταν.
                                                                                 205

Στο χρόνο επάνω και στα γενέθλια του παιδιού αποφάσισε να πάει. Έφτασε ως τα Γιάννενα, μα γύρισε πίσω, δεν μπορούσε. Δεν ήθελε να τον δει κανένας, ούτε να μιλήσει σε κανέναν, δεν μπορούσε να την δει.  Δέκα χρόνια τράβηξε αυτός ο χωρισμός.  Στα δέκα χρόνια ακριβώς, από τη μέρα πού’φυγε η Φόνη, έβαλε λουκέτο στο μαγαζί, θα την έβρισκε κι αν δεν τον δεχόταν δε θα ξαναγύριζε.  Θα ξενιτευόταν.      
     Η Φόνη είχ’ένα μικρό ψηλικαντσίδικο στη γειτονιά, φορούσε μαύρα και μαντίλι σαν χήρα. Τα προξενιά που της έστελναν τα γύριζε πίσω. Το παιδί, η δουλειά και το σπίτι της.
     Τα νέα μαθεύτηκαν γρήγορα, ―Γύρισε ο Γούδας.
Σήκωσε το κεφάλι, έβγαλε το μαύρο μαντίλι και σηκώθηκε όρθια. Ήταν η ώρα που περίμενε χρόνια τώρα. Ο Γούδας φρενάρισε κάπως απότομα νευρικά ήταν ταραγμένος. Βγήκε όμως απ’το αμάξι αφεντούλικα με αρχοντιά να μην τον λυπηθεί κανείς. Όσοι μάθαν το νέο ήταν εκεί να δουν τι θα συμβεί.  Άλλοι έλεγαν πως έφταιγε η Φόνη που εγκατέλειψε ένα τέτοιο νοικοκυριό και τον άντρα της και άλλοι ότι ο Γούδας δεν ήταν καλός νοικοκύρης. Ότι φαίνεται πως τα λεφτά χαλάνε τον άνθρωπο, κι ότι μίλησε μέσα του το αίμα των Γουδαίων που ήταν σκληροί κι απάνθρωποι. Άσε δέκα χρόνια που άφησε, μια γυναίκα μόνη μ’ένα παιδί.  Κανείς δεν ήξερε ότι όλη η περιουσία του ήταν σ’αυτό το μικρό βιβλιαράκι που ήταν στα χέρια της Φόνης. Κι αυτή δεν τό’χε επιστρέψει γιατί ο Γούδας συνέχιζε να βάζει τα χρήματά του μέσα. Αυτό ήταν κάτι σαν μυστική συμφωνία που τους ένωνε ακόμα. Αν ο Γούδας σταματούσε να βάζει λεφτά, αυτή θα καταλάβαινε και θα το επέστρεφε.
   Ο Γούδας μπήκε μέσ’το μαγαζάκι σαν υπνωτισμένος. Είχε κατεβάσει όλα τα «ρολά του εαυτού του», που τον έκαναν να σκεφτεί. Δεν μπορούσε να σκέφτεται τίποτα αυτή τη στιγμή. Αν έκανε την παραμικρή σκέψη,  θα σωριαζόταν κάτω ή θα έφευγε,  θα χανόταν χωρίς να πει τίποτα.

206                                                                                   

  Έτσι την περίμενε, την ήξερε την Παγόνα την περήφανη. Τα μάτια της λίγο υγρά δακρυσμένα μα τό'κρυβε.
―Τι θα φάμε σήμερα ρε γυναίκα μεσημέριασε, είπε κάπως αυθάδικα αντρίκεια να κρύψει τη συστολή του και τον πόνο του.
―Άρε Νικολάκι Γούδα, είπε η Παγόνα, ξεκουμπώνοντας το επάνω κουμπί του πουκαμίσου της να δείξει πως το πένθος έφυγε. Τέτοια μέρα σήμερα γλεντάνε ρε τρώνε έξω.
     Για μια στιγμή λιγώθηκε λιποψύχησε η Παγόνα, τα μάτια της τρέχανε, οι κροτάφοι της γκρίζοι. Την έσφιξε πάνω του κι έκλαιγε. Α ρε Φόνη μου το χρυσάφι σου το έκανα ασήμι ο έρμος.
      Είδε το χρώμα της λίγο ωχρό, αλλά η συγκίνηση, λίγο τό’χεις.
―Να το βιβλιαράκι ρε Γούδα, τα έχει όλα μέσα και ακόμα περσσότερα. Μέτρα τα. Πόσα θα δώσεις να πάρεις πίσω τα δέκα χρόνια.
    Την επόμενη βδομάδα η Περσεφόνη μπήκε στο νοσοκομείο.  Λευκαιμία.  Πάνω στο προσκεφάλι της μέρα-νύχτα, η Φόνη δεν ήθελε άλλον. Την τελευταία νύχτα του έκανε νεύμα να σκύψει. Σ’ευχαριστώ Νικολάκη Γούδα, έριξες όλη την περηφάνια σου στα πόδια μου.   Το παιδί δεν τον αγάπησε ποτέ και πήγε στους Μπουκουραίους, στη θεία του την Αντωνία τη γεροκόρη.  Οι Μπουκουραίοι κι οι Γουδαίοι ξανακάκιωσαν χειρότερα.
                                                                                 207
Ο Νικολάκης Γούδας ο επιλεγόμενος λόγω επαγγέλματος σιμιτζής, πήγαινε λουλούδια στο νεκροταφείο και την ξενυχτούσε κάθε βράδυ. Κοιμόταν πάνω στον τάφο. Οι φύλακες λυπήθηκαν, δεν το άντεχαν άλλο ούτε αυτοί, που είχαν δει τόσα και τόσα. Λίγο με το καλό λίγο με το ζόρι, ήρθε κι ο χωροφύλακας, τον διώξανε, τον ξεκολλήσανε.
      Ο Γούδας κατάλαβε! η Φόνη πάλι είχε φύγει, αλλά δεν ήξερε για που. Θα μπαρκάριζε να πάει να την βρει.
Εκείνη λοιπόν τη μέρα που είχε πιει πάρα πάνω, κατηφόριζε το δρόμο με τα μαγαζιά, κάτω ως την προβλήτα της Λίμνης, εκεί που θα περίμενε το μπάρκο.  Ήρθε ένα καΐκι, εκείνο με την άσπρη τέντα.  Ήταν άδειο όλοι είχαν φύγει. Είχε λίγο κυματάκι κι τιμονιέρη πηγαινοερχόταν χωρίς λόγο.  Μπήκε μέσα και άραξε.  Περίμενε το ταξίδι.
     Ο τουρκόγυφτος εκεί κοντά σε μια καρέκλα σταυροπόδι, αυτοσχεδίαζε επάνω στο «Ρούσσα Παπαδιά», «και το ποτάμι ήταν θολό, θολό κατεβασμένο».  Δάκρυσε τού’ρθε στο νου η Ρούσσα, η Παγόνα. Κάτι τον έγδαρε μέσα του, ―Αχ ρε Περσεφόνη, Ρούσσα και Ξανθή.
     Γύρισε την πλάτη του στη λίμνη κοίταξε την πόλη. Αυτό τον δρόμο τον είχε ανεβοκατεβεί χιλιάδες φορές, όμως πρώτη φορά τον έβλεπε.  Κι η πόλη η γενέτειρά του τα Γιάννενα ήταν, αλλά δεν την γνώριζε. Μόνο τον τουρκόγυφτο γνώριζε που τον έβλεπε για πρώτη φο-ρά. Τότε ένιωσε ξανά εκείνη τη δαγκωματιά. Εκείνη που τον πρωτοδάγκωσε όταν έφυγε η Φόνη.  Ήταν ε-κείνο τ’αγρίμι που είχε μέσα του και που τώρα κατάφερε να βγει. Έπεσε.
     Εκεί ξαπλωμένος θυμήθηκε την Περσεφόνη, που άλλοτε την έλεγαν Μαγδαληνή κι άλλοτε Αναστασία.  Θυμήθηκε και τον εαυτό του που κάποτε τον έλεγαν Ευριπίδη κι άλλοτε Βάιο, ναι άκουσες Βάιο, τι όνομα κι αυτό. Όλα αυτά όμως ήταν τόσο αμυδρά, έκλεισαν τα μάτια του κι αποκοιμήθηκε.
Εκεί στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων ο Νικολάκης Γούδας γνώρισε την Αναστασία. Μόλις τελείωσε πήγε φαντάρος κι ώσπου να γυρίσει, η Αναστασία αποφοίτησε κι αυτή. Παντρεύτηκαν. Θά’φευγαν για την Αθήνα, να πιάσουν δουλειά, μέχρι να βρουν το δρόμο τους. Θα έπαιρναν μαζί και την Αντωνία μάνα και θεία του.
208
Τους φώναξε η Αντωνία.  Κάθισαν στο τραπέζι.  
―Εγώ δε φεύγω τους είπε, που θ’αφήσω τους άλλους. Θά’μαι εδώ και θα’ρχόσαστε να μας βλέπετε όλους.  
   Έβγαλε απ’το ντουλαπάκι ένα μικρό φάκελο. Μέσα ήταν το βιβλιάριο τραπέζης κι ένα κλειδί. Το κλειδί του μαγαζιού.     

Το ξεκλείδωσε πάλι το μαγαζί ο Νικολάκης Γούδας και ήρθε μαζί του κι η Παγόνα, η όμορφη, η Αναστασία.

Μπήκαν μέσα στο μαγαζί. Και ήταν τώρα πια πάνω σ’αυτούς τι θ’ απογίνει στο τέλος.



                                                                                 209


12.         ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ
Τελικά κατάφερε να οδηγήσει το κοπάδι μέσ’από θύελλες, εκεί που ήταν προκαθορισμένο απ’τον θεό του.  Κάποιες γυναίκες, εκείνη τη χρονιά, αντί για πρόβατα γέννησαν λύκους κι ο χρυσός μόσχος ανέβηκε πάλι στο ύψος του θεού. Ακούμπησε το χέρι του στο τείχος των δακρύων, καμιά απόκριση. Ένιωσε πως ο θεός του τον είχε ξεχάσει.  
       Θυμήθηκε τη Χέφσιμπαχ. Εκεί στην πλατεία της μικρής μας πόλης. ―Σ’αγαπώ περισσότερο απ’τον Χαΐμ, του είχε πει, όμως ο Χαΐμ μ’αγαπά αληθινά, θα ήταν άδικο να σε προτιμήσω. Η δική σου καρδιά είναι από πέτρα. ―Την καρδιά από πέτρα την κάνω κομμάτια για χάρη σου, της είχε απαντήσει.  ―Θα γίνω δική σου, χωρίς κανένα άλλο όρο, αν εδώ μπροστά στον κόσμο τραγουδήσεις για χάρη μου ένα ερωτικό τραγούδι.
     Ο Σαμπεθάι Καμπηλής έκλεισε τα μάτια του και τραγούδησε μ’όλη τη δύναμη της ψυχής του ένα ρωμέικο ερωτικό τραγούδι.  Η φωνή του όμως δεν κατάφερε να σπάσει τις πόρτες της καρδιάς του. Όταν άνοιξε τα μάτια του η Χέφσιμπαχ είχε φύγει.
Πάλι εδώ τώρα, στη μικρή μας πόλη, την πόλη του γυρισμού, στη μικρή πλατεία της Συναγωγής το φανάρι ήταν σβηστό κι η πλατεία έρημη. Μόνο φωνές παιδιών ακούγονταν από άλλες κοντινές γειτονιές.  Φώναξε, Χαΐμ Χαΐμ. Το παράθυρο ήταν κλειστό, το σπίτι σκοτεινό. Το μαγαζί κάτω, «κλειστό λόγω πένθους», έλεγε.
     Ήταν μόνος δεν είχε που να ζητήσει εξηγήσεις ούτε που ν’απολογηθεί. Τότε ήλθε στο νου ο Ζοζέφ Ελιγιά, ο αγαπημένος του. ―Ραβί, έτσι τον έλεγε, το Ταλμούδ έχει αξία γιατί μπορεί να παίρνει κι άλλες εξηγήσεις.
    Ο Σαμπεθάι Καμπηλής για πρώτη φορά είχε σηκώσει τη φωνή στον αγαπημένο του το «παιδί του».
210                                                                                    
―Έχω καθήκον ξέρεις! τόνισε τις λέξεις δραματικά. Εσύ κι αυτός ο ξεμυαλισμένος ο Χαΐμ θα το σκορπίσετε «το κοπάδι».   Ήταν τότε που ο θεός του είχε ζητήσει να θυσιάσει αυτόν, το παιδί της ψυχής του, τον αγαπημένο του.  Ο πόνος τον είχε λιγώσει, μα η αγάπη του θεού του τον είχε κρατήσει όρθιο, όπως πάντα.                                                                                                     
Ο καιρός είχε χαλάσει, το πήγαινε για βροχή.  Ήταν μόνος. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά.  «Θεός δεν υπάρχει» σκέφτηκε.  Ζαλίστηκε, προσπάθησε να κρατηθεί από κάπου, μολονότι γνώριζε πως δεν είχε πουθενά.  Έπεσε αργά θεατρικά σαν ψεύτικα. Το καπέλο του, φίνο μπορσαλίνο, κύλησε στα λασπόνερα. Το μάγουλό του ακούμπησε στις υγρές πλάκες. Δεν πονούσε πουθενά, ένιωθε μια ξεκούραση μιαν ανακούφιση κι έναν ανά-λαφρο ύπνο γλυκό να έρχεται.  Μονάχα ο πόνος της ψυχής του.  Σκέφτηκε ότι αν ήθελε θά’κανε «μια έτσι» και θα σηκωνόταν πάλι, αλλά μάλλον δεν ήθελε ή δεν μπορούσε και δεν το ήξερε.
      Θυμήθηκε τη μητέρα του, που τραγουδούσε εκείνο το θαυμάσιο γερμανικό τραγούδι «Το εμβατήριο της άνοιξης», όπου οι νέοι ροβολούσαν κάτω απ’τα μπαλκόνια των αγαπημένων τους, άλλος με τη σκούφια λεβέντικα στραβά κι άλλος ριγμένη τσακίρικα πίσω.  Ήταν κι αυτός που δε φορούσε σκούφια, αλλά τα σγουρά του τα μαλλιά κυμάτιζαν στους ώμους και καθόταν κάτω απ’το μπαλκόνι της αγαπημένης του, που ήταν αυτή η μόνη που τον περιφρονούσε.
Γύρω μαζεύτηκαν παιδιά. Πρώτη φορά έβλεπαν μεθύστακα τόσο καλοντυμένο.  Ήθελε να τραγουδήσει για να μην τρομάξουν τα παιδιά.  Δυο φορές στη ζωή του χρειάστηκε να τραγουδήσει και δεν τού’βγαινε. Μόνο ύμνους είχε πει στο θεό του, εκεί απέναντι στη «Χάβρα», όπως έλεγαν τη Συναγωγή οι Ρωμιοί, που ήταν τώρα κλειστή.
     Το πρόσωπό του έγινε μάσκα πόνου, άρχισε να κλαίει  τραγουδώντας.   Το μόνο που του έβγαινε ήταν «το εμβατήριο της άνοιξης» που αυτός ο ίδιος, χωρίς να θυμάται γιατί, το είχε ονομάσει «εμβατήριο της χαράς».
                                                                                  211

     Καθώς τα γερμανικά του έβγαιναν απ’το στόμα τσακισμένα από πόνο, τα παιδιά τρόμαξαν και σκόπισαν εδώ κι εκεί.  Μόνον εκείνο το κοριτσάκι που του χάιδεψε το πυρωμένο μέτωπο και κατά λάθος το χεράκι της γλίστρησε και τού’κλεισε τα μάτια.
Καθώς το εμβατήριο της χαράς τον έπαιρνε μαζί του, για μια στιγμή μόνο, είδε. Ναι ήταν η Χέφσιμπαχ.  Η εγγονή της αγαπημένης του Χέφσιμπαχ και του πιο αγαπημένου φίλου του, του Χαΐμ, που ήταν κι μεγαλύτερος εχθρός του.



 212                                                                                



12.                         ΟΙ ΕΝΤΟΛΕΣ
Τα πράγματα είχαν αρχίσει να αλλάζουν πολύ γρήγορα κι έναν-έναν είχαν αρχίσει να τους διώχνουν.
      Ο λοχαγός Μπαλατσιώκας έστειλε το Γιάννη Κα-πούλα στο δώδεκα. Πάγαινε ρε Γιαννάκι, δώστου καναδυό μαλακές, έτσι να έχουμε εκτελέσει το καθήκον.  Ώρα την ώρα οι εντολές θ’αλλάξουν θα τον διώξουν κι αυτόν και θα γλιτώσουμε απ’αυτό το στουρνάρι τον Βερίκο.   Πήγε στο δώδεκα, κάθισε στην καρέκλα σαν αφηρημένος, σαν κάτι να τον απασχολούσε. Ήταν κάτι ανάρμοστο, αφού ο κρατούμενος έπρεπε να βλέπει ένα εντεταλμένο όργανο που πίσω απ’τη στολή του είναι τελείως κρυμμένη η ανθρώπινη παρουσία ή τέλος πάν-των απωθημένη πολύ πίσω στο βάθος της ύπαρξής του. Ο στρατονόμος Γιάννης Καπούλας ήταν τυπικός, δεν έκανε τίποτα περισσότερο απ’αυτό που απαιτούσε η υπηρεσία. Βέβαια ήταν φορές που νόμιζε ότι απολάμβανε αυτό το παιχνίδι εξουσίας πάνω στον άλλον, που σύμφωνα με την υπηρεσία αυτός ο άλλος δεν έπρεπε ν’αντιμετωπίζεται σαν άνθρωπος ή τουλάχιστον η ανθρώπινή του φύση έπρεπε ν’απωθείται πολύ πίσω στο βάθος της ανθρώπινης παρουσίας, έτσι που να μην υπολογίζεται.
     Η υπηρεσία δεν περίμενε τίποτα από τις τάχα ανακρίσεις, αφού ουσιαστικά δεν υπήρχε τίποτα που να γνωρίζει ο κρατούμενος και να είναι άγνωστο σ’αυτούς. Έπρεπε όμως όλοι αυτοί οι ατίθασοι ψευτοεπαναστάτες να διδαχτούν ταπεινοφροσύνη και σεμνότητα, κι ακόμα να σέβονται το νόμο και την τάξη.  Ο Βερίκος λοιπόν ήταν το αντικείμενο της δουλειάς του, μιας δουλειάς που πάνω απ’όλα ήταν ένα βίαιο ψυχολογικό παιγνίδι που αυτό το στουρνάρι ο Βερίκος, αυτός ο χαμένος, ο τρεις πιθαμές άνθρωπος, το αντιμετώπιζε με υπεροψία. Τελικά το στουρνάρι αυτό δεν μπορούσε ν’αλλάξει, ήταν αληθινό στουρνάρι.
                                                                                 213
Ο Βερίκος ήξερε ότι είχε φάει το γάιδαρο και ήταν στη ουρά, έτσι είχε ανέβει η αυτοπεποίθησή του. Είναι αλήθεια πως του αναγνώριζε ότι δεν είχε ποτέ υπερβεί το καθήκον. Πάντα ερχόταν ατσαλάκωτος καλοσιδερωμένος λες κι έκανε δουλειά γραφείου. Στην αρχή υπήρχαν κάποια ερωτήματα και αφού όπως ήταν φυσικό αυτά δεν είχαν απάντηση αλλά σωφρονιστικό χαρακτήρα, δηλαδή ν’αναγκάζεις τον κρατούμενο να παραβιάζει τις αρχές του ή να αποδέχεται αβάσιμες ή κι ανόητες πράξεις, για να γλιτώσει την ταλαιπωρία ή τον βασανισμό. Μετά η διαδικασία γύριζε στην επιδίωξη ο κρατούμενος ν’αποδεχθεί δηλώσεις ταπεινωτικές για την ιδεολογία του, κι αν τελικά δεν τελεσφορούσε κι αυτό, έκανε το «καθήκον» του δηλαδή τον ξυλοφόρτωνε κι έφευγε. Υπήρχε η περίπτωση, αυτός που έκανε αυτό το «καθήκον» να το γλεντούσε κιόλας, αφού η ανθρώπινη φύση είναι σκοτεινή κι απύθμενη και μπορούσε να κατρακυλήσει σε σκοτεινά μονοπάτια σαδισμού που δεν έφθειραν μόνο τον κρατούμενο, αλλά ίσως περισσότερο το εκτελεστικό όργανο. Ο Γιαννάκης Καπούλας όμως, ξέροντας ότι όλα αυτά ήταν αληθινά χωρίς νόημα, εκτελούσε το καθήκον του τυπικά χωρίς υπερβάλλοντα ζήλο, ίσως χαλαρά.
―Α ρε Βερίκο μια μπουκιά άνθρωπος, τι με βασανίζεις τόσον καιρό ρε; θα είχες υπογράψει που λέει ο λόγος αυτό το κωλόχαρτο και μπορεί τώρα να ήμασταν και φίλοι. Γιατί δε μιλάς μήπως κάνω λάθος;
      Τον άρπαξε από το γιακά και τον τράνταξε.  Έπρεπε να θυμώσει κάπως έπρεπε να κάνει το καθήκον του. Δηλαδή αυτός τι ήτανε, κάτι άλλο σπουδαίο, δεν ήταν όπως όλοι οι άλλοι που δεν θέλανε μπλεξίματα, που φοβόντουσαν την ταλαιπωρία και το ξύλο;  Ή ήταν κάτι ανώτερο απ’αυτόν που τον ξυλοφόρτωνε και τον έβλεπε αφ’υψηλού. Δεν μπορούσε όμως να θυμώσει. Πρώτη φορά ένιωθε πως όλ’αυτά ήταν χωρίς νόημα και πρώτη φορά βρισκόταν σε αμηχανία.

214
      Ο Βερίκος τον κοίταζε χωρίς να τον βλέπει, είχε μια μάσκα περιφρονητικής αποστασιοποίησης. ―Κάνε τη δουλειά σου να τελειώνουμε, ψιθύρισε.  Ο Γιάννης Καπούλας τον παράτησε απότομα και σήκωσε το χέρι κάνοντας μια εικονική κίνηση σα νά’θελε να τον χτυπήσει, ένιωσε την περιφρόνησή του, έκανε να φύγει να παραβεί τις εντολές.    
      Έξαφνα οργίστηκε γύρισε κι έκανε ξανά αυτή την εικονική κίνηση που ήταν μοιραία, αφού ο Βερίκος ξαφνιάστηκε και προσπαθώντας να την αποφύγει, έτσι εξαντλημένος που ήταν, παραπάτησε και χτύπησε το κεφάλι στη σιδερένια γωνιά του κρεβατιού. Διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Η εντολή απελευθέρωσής άργησε μιαν ώρα.
     Ο Ιωάννης Καπούλας στρατονόμος 23 ετών, που τον άλλο μήνα θ’απολυόταν έφαγε 10 χρόνια φυλακή. Η κατάσταση είχε αλλάξει και κάποιοι έπρεπε να πληρώσουν για όλα. Οι εφημερίδες είχαν πρωτοσέλιδο τον θηριώδη βασανιστή.
Στην κηδεία ο Χάρης Βερίκος ξαπλωμένος, μέσ’τα λουλούδια κοιμόταν γαλήνιος.  Ξάφνου μια ομάδα νέων με δάκρυα στα μάτια σήκωσαν τις γροθιές τους. «Ζει, ζει» φώναξαν.  Ναι «ζει» φώναξε και το Μαράκι, έτσι το έλεγε.  
     Θυμήθηκε τότε στον Άγιο Μερκούριο, στην εκδρομή, είχε πέσει ο Χάρης στα λουλούδια και κοιμόταν τον κούναγε αλλά δεν ξύπναγε,  Όλο τέτοια αστεία της έκανε.
     Άστραψαν τα ματάκια της, ναι ναι ζει είπε.  Τον άρπαξε απ’το γιακά και τον τράνταζε.  
     Έλα Χάρη ξύπνα, έλα ρε Βερίκο, τρομάζω μην το κάνεις αυτό. Τα πόδια της λύγισαν την έβαλαν σε μια καρέκλα.
     Χρόνια τώρα το Μαράκι περιμένει στην καρέκλα, τον Χάρη να ξυπνήσει.



                                                                                 215


14.                       24   ΙΟΥΛΙΟΥ
Ο Γιάννης Καρακώστας είχε ορίσει εκείνη τη μέρα σαν “ημέρα ανεξαρτησίας”. Ακριβώς πριν τρία χρόνια τάχε σπάσει με το κορίτσι του την Κατερίνα που τη φώναζε Πέπη από το Καραπιπέρη.      Σαν ερωτευμένο ζευγάρι πολύ συχνά λογόφερναν, εκείνο όμως τ’απόγευμα μετά από ένα σύντομο καβγά και μια παρατεταμένη σιωπή, η Πέπη “δι’ασήμαντον αφορμήν” απαίτησε μιαν απάντηση, για κάτι που έχει ξεχαστεί πια, αλλιώς θα έφευγε. Η απάντηση ήταν “στα παλιά μου τα παπούτσια”.
     Τις πρώτες μέρες του χωρισμού της τηλεφωνούσε, αλλά η Πέπη το είχε πάρει πολύ στραβά και δεν απαντούσε.  Μετά δέκα μέρες και μετά από ώριμη σκέψη του τηλεφώνησε. Ο Γιάννης είχε μουλαρώσει και δεν της απάντησε. Αυτός είχε κάνει τρία τηλέφωνα κι έτσι περίμενε τουλάχιστον άλλο ένα. Το δεύτερο τηλέφωνο δεν έγινε.
     Ο Γιάννης έκανε κάποιους δεσμούς αλλά κανένας δεν είχε “κολλήσει”, κάτι συνέβαινε και χάλαγαν.   
     Σ’αυτά τα τρία χρόνια, τη μέρα ανεξαρτησίας του, είχε ορίσει αργία και την πέρναγε με το συνονόματό του Γιάννη Μύτικα ο οποίος έχοντας κληρονομήσει απ'τη γιαγιά του τέσσερα διαμερίσματα, ήταν εισοδηματίας κι έτσι ήταν πάντα διαθέσιμος αφού δεν δούλευε.
     Ο “δεσμός” του Μύτικα ήταν μια Κεφαλλονίτισσα η Μάγια, την οποία επισκεπτόταν στο διαμέρισμά της κάθε Τρίτη με το αντίτιμο των πενήντα ευρώ.  Δεν ήταν απλός πελάτης, αλλά και φίλος, αφού τις Τρίτες για τη Μάγια ήταν αργία κι έτσι δεν υπήρχε πελατεία. Εκτός λοιπόν από εκείνο “το φιλικό καθήκον”, πίνανε καφέ και συζητούσαν. Σ’ότι συζήτηση άνοιγαν συμφωνούσαν, ακόμα στα πολιτικά και την μπάλα.  Ήταν πέρα για πέρα ΚΚΕ, αφού “ένα είναι  το κόμμα”  και πέρα για πέρα ΑΕΚ, αφού “ΑΕΚ σημαίνει προσφυγιά ξεριζωμένη”.

216
 Ένα απόγεμα ο Μύτικας της πήγε λουλούδια κι επάνω στον καφέ τη ζήτησε σε γάμο. Αυτή αποσβολώθηκε για λίγο, δεν απάντησε, πήγε στο διπλανό δωμάτιο για μερικά λεπτά. Αναστατώθηκε κι έκλαψε από χαρά και λύπη. Σκούπισε τα μάτια της κι όταν συνήλθε γύρισε χαμογελαστή και του είπε, ότι ήταν πάρα πολύ αργά για κάτι τέτοιο, αυτό έπρεπε να είχε συμβεί πριν πέντε χρόνια.  Ο Μύτικας έφυγε κι έκανε ένα μήνα να ξαναπατήσει, όμως στο μήνα επάνω προσγειώθηκε.
     Οι δυο Γιάννηδες τελικά κόλλησαν, ακόμα και στη Μάγια πήγαιναν παρέα.
      Η Κατερίνα μετά από κάποιους δεσμούς που δεν κόλλησαν και με τις δυο φίλες της κι αυτές “χωρισμέ-νες”, σ’ανάμνηση του τρίτου χρόνου χωρισμού της στις 24 Ιουλίου 2005, είχαν πάει σ’ένα μπαράκι για μερικά ποτάκια ή τέλος πάντων και για κανένα τυχερό με κάποιαν αντροπαρέα.  Είχαν πιει πολύ πάρα πάνω και κατέληξαν στο διαμέρισμα της Πέπης, που ήταν εκεί κοντά. Πέσαν με τα ρούχα στο κρεβάτι και στις πολυθρόνες. Το τηλέφωνο της Πέπης χτυπούσε ενοχλητικά παρατεταμένα κι η φίλη της η Καίτη το απενεργοποίησε.     
       Ήταν λοιπόν το 2005 αυτός ο τρίτος χρόνος χωρισμού που είχε τύχει να είναι μόνος του, αφού συνέπεσε να είναι τρίτη που ο Μύτικας είχε ραντεβού με τη Μάγια. Ο Καρακώστας μολονότι αυτή ήταν η μέρα ανεξαρτησίας δεν ακολούθησε.
      Είχε φάει τη μισή πίτσα αλλά η άλλη μισή δεν κατέβαινε κι είχε πιει μια μπιρίτσα όλη κι όλη.  Στην τηλεόραση έπαιζε μιαν αισθηματική κομεντί όπου μετά από πολλές παρεξηγήσεις το ζευγάρι είχε χωρίσει και μετά ένα χρόνο συναντήθηκαν τυχαία στο Παρκ Άβενιου. Το “αγόρι” έπιασε απ'το χέρι το “κορίτσι” και περπάτησαν ξένοιαστοι στον δρόμο, σαν αν μην είχε συμβεί τίποτα. Δάκρυσε, θυμήθηκε την Πέπη. Ήταν τότε που της τηλεφώνησε κι αυτή δεν είχε απαντήσει, αφού με τις άλλες ήταν τέρμα μεθυσμένη.

                                                                                 217

     Την άλλη μέρα η Πέπη βρήκε την κλήση στο κινητό κι απάντησε αμέσως, ο Γιάννης είχε πάει για τσιγάρα. Όταν γύρισε της τηλεφώνησε.  Η Πέπη είχε μετανιώσει και δεν το σήκωσε. Μετά μια βδομάδα πληκτρολόγησε τον αριθμό πολλές φορές αλλά δεν τον ενεργοποίησε.  Όλα θα είχαν τελειώσει αν ο Γιάννης σαν αληθινός άντρας δεν έδινε τη λύση.
     Στήθηκε έξω απ’το σπίτι της Σάββατο πρωί.  Όταν βγήκε την πλησίασε. Της έπιασε το χέρι και προχώρησαν μαζί στο “Παρκ Άβενιου” που ήταν απέναντι.  Μετά γύρισαν στο σπίτι της, κάθισαν στον καναπέ, αλλά δεν είχαν τίποτα να πουν. Παρήγγειλαν μια πίτσα και ήπιαν από μια μπίρα. Ο Γιάννης ένιωσε ότι ήταν η καλύτερη στιγμή να της προτείνει γάμο κι αυτή δέχτηκε.    Είχαν κι οι δυο καταλάβει ότι ο έρωτας είχε χαθεί πια και τους είχε μείνει το θλιβερό αλλά πανίσχυρο προνόμιο να ενώσουν τις μοναξιές τους. Κατάλαβαν επίσης ότι αυτό ήταν πολύ σπουδαίο, μια επένδυση για το μέλλον, επένδυση ζωής.  Με πολύ προσοχή και σοβαρότητα, ο καθένας με τα δικά του μικρά μυστικά απέφυγαν να ξανοιχτούν, εξάλλου αυτό έκανε η Πέπη με τη φίλη της την Καίτη κι ο Γιάννης με τον Μύτικα.
    Αυτός κάθε 24 Ιουλίου οπωσδήποτε πήγαινε για την τιμή των όπλων και της ελευθερίας του ένα ολόκληρο απόγευμα στη Μάγια που τους πρόσφερε εκτός απ’τις ειδικές επαγγελματικές υπηρεσίες, που από σεβασμό δεν είχε ζητήσει ποτέ απ’τη γυναίκα του, καφέ και συζήτηση. Μια συζήτηση που περιείχε τα πάντα, δηλαδή όσα με πολύ προσοχή κι ευθύνη απέφευγε να συζητήσει με τη γυναίκα του, μα και συμβουλές πως να σέβεται, να προσέχει τη γυναίκα και να τιμά το γάμο του.
      Οι επισκέψεις βέβαια αυτές δεν περιορίζονταν μόνο κάθε 24 Ιουλίου ήταν πολύ συχνότερες, αλλά ακριβώς εκείνη τη μέρα η επίσκεψη ήταν εορταστική και σημαντική,  αφού εκεί επάνω στηριζόταν  η ισορροπία της οικογένειάς του.

Είχε αποκτήσει την ωριμότητα να καταλάβει ότι η αληθινή οικογενειακή ευτυχία στηρίζεται πάρα πολύ στο σκοτάδι ανεξιχνίαστων μυστικών, που δεν έπρεπε ποτέ να βγουν στην επιφάνεια της οικογενειακής γαλήνης.
Έκαναν δυο παιδιά. Ο ένας νοιαζόταν, συμπονούσε κι αγαπούσε τον άλλον.  
Τα παιδιά ποτέ δεν έμαθαν ότι όφειλαν τη ζωή και την οικογενειακή θαλπωρή τους, σε ένα ασήμαντο, αλλά σημαντικό κι αξιόλογο πρόσωπο, τη Μάγια, που ήταν πόρνη.  
Η πόρνη η Μάγια της οποίας το όνομα δεν ήταν Μάγια αλλά κανείς από την μικρή αυτή παρέα δεν έμαθε αλλά ούτε αναρωτήθηκε ποτέ ποιο ήταν.218