Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019

ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΥΛΙΣΤΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ (ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ)

ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΥΛΙΣΤΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ (Συνοπτικά)                 ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΕΓΕΛΙΑΝΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΔΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ
ΒΙΟΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ
                                                                                                                                                                          Η μικρή κριτική ανάγνωση στην εγελιανή λογική βασίζεται στη μετάφραση κι ερμηνεία της Επιστήμης της Λογικής του Χέγκελ εκδ. Δωδώνη, από τον κ. Γιάννη Τζαβάρα.
                                                                                                                                                                       Τις επιστημολογικές πληροφορίες κυρίως αντλώ από το έργο του John Kasti "Paradigms lost" εκδ. Morrow, του E. Μπιτσάκη "Η Δυναμική του Ελαχίστου" εκδ. Ζαχαρόπουλος, του Ρόμπερτ Χάβεμαν "Φυσική Επιστήμη και Κοσμοθεώρηση" εκδ. Πέλλα, μετάφραση Καμπουρίδη, και άλλα έργα.
 
Τ’αποσπάσματα του Χέγκελ και των προσωκρατικών παρουσιάζω με λοξή-χονδρή γραφή ενώ τις όποιες παρατηρήσεις μου θέλω να τονίσω με χονδρή και όρθια γραφή.

Η πραγματεία Αντιφατική Μοναδολογία και Αντιφατική Λογικο-γλωσσική Σύνταξη είναι η εκ νέου διαπραγμάτευση των εργασιών: «Η Αντιφατικότητα είναι η Κίνηση και η Υλικότητα» Εκδ. Δωδώνη 1983 και «Λογική Γλώσσα και Πράξη»  Εκδ. Δωδώνη1994.

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
Μολονότι η διαλεκτική εμφανίστηκε πρώτη ως συνειδητή λογική πρακτική με τον Αναξίμανδρο και τον Ηράκλειτο, με την εμφάνιση του συνειδητού ορθολογισμού απ’τον Παρμενίδη και της ορθολογικής τυπικότητας από τον Αριστοτέλη, η διαλεκτική παραμερίστηκε. Και μολονότι συνεχίζει αιώνες τώρα να γίνεται συζήτηση γι'αυτήν, αληθινά ποτέ δεν υπήρξε μια ξεκάθαρη αντίληψη για το “τι είναι ή δεν είναι η Διαλεκτική”, αφού τα κείμενα αυτών των μεγάλων διανοητών έφτασαν σ'εμάς αποσπασματικά, θρυμματισμένα και καψαλισμένα, απ'την ιερή πυρά των χριστιανών.  Η επανεμφάνιση της διαλεκτικής με τον Χέγκελ, μολονότι έδωσε νέα πνοή σ'αυτού του είδους σκέψη και δημιούργησε ένα τεράστιο φιλοσοφικό ρεύμα προς όλες τις κατευθύνσεις, δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα, να δώσει ένα τυπικό εργαλείο χρήσης στην επιστημονική έρευνα, όπως αυτό του Αριστοτέλη για τον Ορθολογισμό. Ακόμα, μολονότι με τον μαρξισμό άνοιξε ξανά το δρόμο για το κοινωνικό όραμα, ανεκόπει. Έτσι η Διαλεκτική παραμερίστηκε πάλι επειδή θεωρήθηκε νεκρή, όχι μόνο στην επιστημονική έρευνα, αλλά και στο κοινωνικό όραμα (τον σοσιαλισμό), αφού μολονότι ο σοσιαλισμός εδέχετο κινητήρα της σκέψης του τον Διαλεκτικό Υλισμό, στην καθημερινότητα και στο κοινωνικό γίγνεσθαι δεν μπόρεσε ν’αποφύγει τη χρήση της ορθολογικής τυπικότητας. Έτσι η Διαλεκτική παραμένει νεκρή-άταφη και το φάντασμά της αιώνες τώρα περιφέρεται στους φιλοσοφικούς, πολιτικούς κι επιστημονικούς κύκλους, αφού μολονότι ο άνθρωπος δεν κατάφερε να τη χρησιμοποιήσει επιτυχώς, ποτέ δεν σταμάτησε να διαλογίζεται και να ονειρεύεται μέσα απ'αυτήν. Αυτό βέβαια είναι φυσικό, αφού ο άνθρωπος, από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε κριτικά τον κόσμο, τον είδε ν'αλλάζει βίαια και γρήγορα, να καταλύεται-συντιθέμενος, να Είναι-ΜηΌντας. Αυτή όμως η διαπίστωση εκείνη την αρχέγονη εποχή, δεν μπορούσε να οργανωθεί διανοητικά έτσι ώστε να δώσει κάποιο επιστημονικό ή τυπικό εργαλείο έρευνας το οποίο να φέρνει πρακτικά αποτελέσματα σε έναν κόσμο συνεχώς εξελισσόμενο. Μάλιστα οι πρωτόγονες, αυθόρμητες αιτιακές διαπιστώσεις του ανθρώπου την εποχή εκείνη, συνηγορούσαν υπέρ της ορθολογικής στατικότητας, αφού έφερναν πρακτικά αποτελέσματα. Εκείνη την αρχέγονη εποχή όμως, έμεινε αναμφίβολα στην διαλεκτική, το καθήκον της διαμόρφωσης της φιλοσοφικο-θρησκευτικής τραγικής αίσθησης του πρωτόγονου ανθρώπου. Δηλαδή, επειδή το κοινωνικό γίγνεσθαι επικοινωνούσε με την τραγικότητα του Είναι (την αντιφατικότητα), οργανώθηκαν μέσω αυτής της αντίληψης οι κοινωνικές σχέσεις και η ηθική.  Έτσι, ακόμα και στην καθημερινότητά του, ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε αυθόρμητα και τους δύο τρόπους σκέψης, ανάλογα με την περίσταση, χωρίς επιστημονική συνειδητότητα και πειθαρχία. Ακόμα και σήμερα όμως, μολονότι ο ορθολογισμός βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του κοινωνικού γίγνεσθαι, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως αμιγής λογική, αφού ο άνθρωπος, αν και βλέπει τον κόσμο σε συνεχές γίγνεσθαι φτερουγίζοντας προς τη διαλεκτική, η ζωή του περισφίγγεται απ'την ορθολογική αριστοτελική τυπικότητα και τη νευτώνεια αντικειμενική ντετερμινιστική επιστημονικότητα.     Ο ντετερμινισμός, ο οποίος με την αρωγή του διαφορικού και του ολοκληρωματικού λογισμού, υπερβαίνει σύμφωνα με τους ορθολογιστές, ακόμα και την αδυναμία της στατικής αντίληψης για τη φύση του κόσμου και των γεγονότων του. Επίσης υπάρχουν κάποιοι ανανεωτές του μαρξισμού, οι οποίοι "Διαλεκτική" θεωρούν αυτές τις δυναμικές-διαφορικές διαδικασίες του ορθολογισμού κι έτσι το θέμα γι'αυτούς έχει λήξει.  Όμως ένας διάλογος μεταξύ αυτών και των κλασικών ορθολογιστών ή και των παραδοσιακών μαρξιστών, καταλήγει σ'ένα θέατρο του παραλόγου, αφού με διαφορετικές λέξεις εννοούν τα ίδια πράγματα ή με τις ίδιες λέξεις εννοούν διαφορετικά πράγματα, μπαίνοντας σ'ένα λαβύρινθο της ασυνεννοησίας.
                                                                                                                                                                         Η εργασία αυτή όμως δεν μπορεί να δεχτεί ότι το θέμα για μιαν αυτόνομη Διαλεκτική Λογική έχει λήξει, αφού η σύγχρονη επιστήμη με την είσοδο στο επιστημονικό προσκήνιο των Θεωρίων Κβάντα και Σχετικότητας, αμφισβητεί το ντετερμινισμό και την αντικειμενική ορθολογική τυπικότητα. Επίσης φαίνεται ότι και ο δυναμικός ορθολογισμός, τον οποίον κάποιοι μαρξιστές-ρεφορμιστές θεώρησαν "Διαλεκτική", δεν είναι δεκτό ότι περιγράφει πλέον τον κόσμο όπως ακριβώς είναι.   Έτσι οι επιστήμονες, μολονότι έχουν γενικά ανεπαρκές φιλοσοφικό επίπεδο, άρχισαν κατ’ανάγκην να φιλοσοφούν κι ν’αναζητώντας "στα τυφλά" μιαν άλλη λογική για την περιγραφή κι ερμηνεία του σύγχρονου επιστημονικού γίγνεσθαι, έφτασαν χωρίς να το γνωρίζουν στη πόρτα της προσωκρατικής διαλεκτικής. 
 
Αυτά τα προλεγόμενα λοιπόν σκοπό έχουν ρωτήσουν: αν μπορεί να υπάρξει η Διαλεκτική Λογική ως αυτόνομη και όχι ως βοηθητικό συμπληρωματικό εργαλείο του Ορθολογισμού. Το θέμα αυτό μολονότι πλέον αφορά στην λογικο-γλωσσική σύνταξη της επιστημονικής περιγραφής του κόσμου, δεν μπορεί παρά να είναι και φιλοσοφικό, αφού αφορά στη Λογική, η εξέτασή του οποίου ανακρατά απ'τα βάθη της ιστορίας της ανθρώπινης σκέψης. Υπάρχουν όμως λόγιοι οι οποίοι θεωρούν "Φιλοσοφία" την Ιστορία της Φιλοσοφίας κι οι οποίοι στην φιλοσοφική διάσταση αυτής της έρευνας θα δημιουργήσουν σύγχυση. Τα "Προλεγόμενα" αυτά λοιπόν δεν γράφτηκαν γι'αυτούς. Αυτοί πρέπει να περιμένουν μέχρι να τελειώσουν το έργο τους διανοητές οι οποίοι αντλούν από τις πηγές της ίδιας της λογικής και των νοημάτων τα οποία απορρέουν από το  επιστημονικού γίγνεσθαι, για να αναδείξουν την ύπαρξη μιας σύγχρονης διαλεκτικής σκέψης και μετά θα έλθει η σειρά τους, αφού αντιληφθούν τι έγινε, να πληροφορήσουν με το δικό τους έργο το κοινό.  Κατά τη γνώμη όμως των περισσοτέρων απ'αυτούς, τίποτα νέο δεν μπορεί να ειπωθεί απ'ό,τι έχει ήδη λεχθεί, κάτι το οποίο φαίνεται ότι ισχύει ως αλάθητη πρόγνωση για ό,τι μελλοντικό. Επειδή ο άνθρωπος ονειροπόλησε με κάθε τρόπο επί αιώνες, για όλα σχεδόν τα αντικείμενα γνώσης, δεν θεωρείται δυνατόν ότι έχει να προτείνει κάτι νέο το οποίο να μην μοιάζει ή να συμπίπτει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με κάτι το που ήδη έχει προταθεί. Αυτό όμως μολονότι φαίνεται αληθινό και αποδεκτό από όλους σχεδόν τους διανοητές, είναι το αιώνιο λάθος αυτών οι οποίοι πιστεύουν ότι το Γίγνεσθαι του κόσμου είναι τετελεσμένο-πεπερασμένο, φαινομενικό και κλειστό. Όσοι θεωρούν το παγκόσμιο γίγνεσθαι πεπερασμένο, τετελεσμένο, προδιαγεγραμμένο, κλειστό και γι’αυτό φαινομενικό, αποδεχόμενοι ότι τίποτα νέο δεν μπορεί να προταθεί, πρέπει επίσης να δεχτούν ότι πίσω ή κάτω από αυτό το φαινομενικό γίγνεσθαι, υπάρχει σύστημα, ιδεατών ή υλικών αιωνίων και αναλλοίωτων στοιχειωδών εσχάτων, τα οποία ως ενάντια, αλληλεπιδρούν χωρίς να παραβιάζουν τα έσχατα όρια μεταξύ τους, συνιστώντας κλειστό, τετελεσμένο, πεπερασμένο οντολογικό σύστημα, το οποίο λογικο-γλωσσικά είναι ένας αντικειμενικός-δυναμικός ορθολογισμός. Αυτό το κλειστό λογικο-γλωσσικό σύστημα, έχοντας όρους λειτουργίας απόλυτους, προϋποθέτει από κάποια στιγμή και μετά, την επ’άπειρον επανάληψη μιας προδιαγεγραμμένης, συγκεκριμένης, πεπερασμένης και τετελεσμένης σειράς παιγνίων, τα οποία θα μπορούσαν να ονομαστούν «συνθετικά πρότυπα του τέλους».  Αυτά τα παίγνια, ενώ είναι τα όρια του συστήματος, συγχρόνως βρίσκονται ιδεατά στην αρχή, περιμένοντας την πραγμάτωσή τους απ’την ακολουθία της λειτουργίας του.             Ο Αριστοτέλης τη διαδικασία αυτή είχε ονομάσει Εντελέχεια. Παράλληλα όμως αυτό το πεπερασμένο, τελεολογικό, κλειστό σύστημα, ορθολογικής αντικειμενικότητας του οποίου οι όροι και τα όρια είναι προκαθορισμένα, προϋποθέτει την ύπαρξη ενός «Κόσμου Ιδεών», του οποίου το φαινομενικό γίγνεσθαι αναμένεται ν'αναφανεί απ'την εξέλιξη της λειτουργίας του ορθολογικού δυναμικού αυτού συστήματος. Αυτό λοιπόν έτσι ή αλλιώς είναι ο Ιδεαλισμός, ο οποίος μάχεται το αληθινό Γίγνεσθαι και την αληθινή Διαλεκτική. Επίσης μόνον έτσι μπορεί να είναι δυνατή η νομιμότητα του τετελεσμένου διαλογικού ιδεατού γίγνεσθαι, το οποίο απαγορεύει την έκφραση αληθινά νέων απόψεων, που να μην έχουν έτσι ή αλλιώς προταθεί στο απύθμενο παρελθόν.                                                                                                                                                                                      Επίσης σκοπός αυτών των Προλεγομένων, είναι να πείσει εκείνους οι οποίοι θεωρούν την ενασχόληση με την Διαλεκτική σημαντική, ότι πρέπει για λίγο να διακόψουν τη δουλειά τους, να θεωρήσουν “ό,τι έγινε ως τώρα, σαν να μην έγινε” και να ξαναρχίσουν τις δραστηριότητες τους αφού απαντήσουν πρώτα στο ερώτημα: "Αν και πως είναι αληθινά δυνατή η ύπαρξη αυτόνομης Διαλεκτικής Λογικής ".                                                                                                                                                                            Αν η Λογική ως Ορθολογισμός είναι μια ξέχωρη επιστήμη, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν έχει αυτό το δικαίωμα καί η Διαλεκτική, ώστε να έχει όνομα και θέση έξω απ’τα όρια του Ορθολογισμού, ως άλλο είδος Λογικής. Αν ναι, πρέπει να ορίσουμε τις ειδοποιούς διαφορές τους. Αν όχι, με γενναιότητα πρέπει να δεχτούμε ότι Διαλεκτική Λογική δεν μπορεί να υπάρξει ως τέτοια, αλλά μπορεί μόνο να είναι συμπληρωματικό διαφορικό εργαλείο του ορθολογισμού, το οποίο δεν δικαιούται να έχει ειδική θέση στο νοητικό γίγνεσθαι. Επίσης θα πρέπει τότε να αποδεχτούμε ότι, επάνω της δεν μπορεί να στηριχτεί άλλη κοσμοθεωρία, εκτός αυτής της ιδεαλιστικής φαινομενικότητας. Κι εξαιτίας αυτού θα πρέπει να δεχτούμε ότι, ο κόσμος που ερχόμαστε σε άμεση επαφή, είναι φαινομενικός και άρα πίσω του υπάρχει ο κρυμμένος αληθινός κόσμος, ο οποίος μας είναι άγνωστος ή πιθανόν θα μας είναι πάντα άγνωστος, κάτι το οποίο αποδέχεται κι ο συνεπής Ιδεαλισμός.
                                                                                                                                                                      Στο ερώτημα "αν μια επιστήμη είναι δυνατή" προϋποθέτει ν’αμφιβάλλεις για την πραγματικότητά της. Μάλιστα μια τέτοια αμφιβολία, προσβάλλει αυτούς των οποίων όλο το έχειν περιλαμβάνεται σ'αυτό το υποτιθέμενο κειμήλιο. Εκείνος λοιπόν ο οποίος εξωτερικεύει αυτήν την αμφιβολία, πρέπει ν’αναμένει αντίδραση και από τις δύο πλευρές του φιλοσοφικού γίγνεσθαι. Του Υλισμού, αφού υπάρχει ένα τεράστιο μαρξιστικό κοινωνικό γίγνεσθαι το οποίο στηρίχτηκε στον “Διαλεκτικό Υλισμό”, αλλά και του Ιδεαλισμού, αφού υπήρξε ένα τεράστιο ιδεαλιστικό γίγνεσθαι το οποίο στηρίχτηκε στον Πλάτωνα και στον Χέγκελ, των οποίων η σκέψη θεωρείται “η κορύφωση της διαλεκτικής” ανά τους αιώνες.   Οι κοινωνοί αυτών των απόψεων, οι οποίοι μάλιστα είναι πολύ περήφανοι για την κατοχή της αυτής ομολογουμένως υψηλής γνώσης της οποίας η αξία αμφισβητείται, παίρνουν στα χέρια τα "Διαλεκτικά" τους εγχειρίδια (μεταφυσικά ή υλιστικά) και απλά κοιτάζουν με περιφρόνηση, όποιον θέσει μια τέτοια ερώτηση, περιφρονώντας τον όποιον αντίλογο.  Επειδή όμως η διαλεκτική υπεσχέθει τα πάντα, αλλά δεν τήρησε τίποτα, ούτε ως εγελιανή, πρέπει όλοι όσοι την αγαπούν πραγματικά, να σκύψουν πάνω της για να δουν “πότε κι από που γεννήθηκαν οι αδυναμίες που τις απαγορεύουν να είναι ζωντανή”. Ακόμα πρέπει πέρα από κάθε δογματισμό και με γενναιότητα ν'αποδεχτούν, αν μπορεί να υπάρξει συνειδητή και συγκροτημένη Διαλεκτική Λογική ή αν ήταν μια νοητική ουτοπία έωλων ποιητικών ενατενίσεων.   Για να υπάρξει λοιπόν η επιστήμη της "Διαλεκτικής Λογικής", πρέπει να βρεθούν οι λογικές πηγές της ύπαρξης, αλλά και των δυνατοτήτων της, οι οποίες δεν πρέπει να βασίζονται, ούτε να συμφιλιώνονται (όπως ισχυρίζεται ο Χέγκελ) με τον Ορθολογισμό.  Βέβαια, μολονότι η Διαλεκτική ποτέ δεν κατάφερε να πάρει τη θέση, που σύμφωνα με τους φίλους της, αληθινά της αρμόζει και μολονότι δεν μπόρεσε να δώσει κάποιο εργαλείο διαλεκτικής τυπικότητας, όπως αυτό του Αριστοτέλη για τον Ορθολογισμό, ποτέ δεν έπαψε να κινείται μέσ'τους φιλοσοφικούς και διανοητικούς κύκλους, δείχνοντας ότι έχει Κάτι να πει, το οποίο δεν μπορεί να εκφράσει ο Ορθολογισμός.  Μολονότι λοιπόν αυτό το Κάτι συνεχώς πραγματευόμεθα φιλοσοφικά, πρέπει να ιχνηλατηθεί ξανά πιο συγκροτημένα, γιατί η σύγχρονη επιστήμη μολονότι δεν χρησιμοποιεί τη διαλεκτική σκέψη, αφού αληθινά δεν έχει κάποια τέτοια, έχει φτάσει πια ν'αμφιβάλλει βίαια για την αξία του ντετερμινισμού, του αντικειμενικού ορθολογισμού και της τυπικότητάς του, ως έγκυρο εργαλείο έρευνας. Έτσι αναζητά στα τυφλά ένα νέο είδος διαλεκτικής σκέψης, το οποίο να δώσει στη σύγχρονη επιστήμη έγκυρες περιγραφές και συμπεράσματα. Το “αναζητά στα τυφλά”, γιατί η διαλεκτική του Χέγκελ, η οποία λανθασμένα θεωρήθηκε ως η πιο σύγχρονη και πιο έγκυρη, δεν εκπλήρωσε τις υποσχέσεις της, αλλά αντίθετα σκόρπισε θύελλες και βαθιά σύγχυση στην Διαλεκτική Σκέψη.                                                                                                                                    Επειδή η εγελιανή σκέψη έχει οριστεί από τους σύγχρονους διανοητές ως -η Διαλεκτική Λογική καθαυτή-, αφού ο ηρακλειτικός αποφθεγματικός Λόγος θεωρήθηκε λανθασμένα, θαυμαστός αλλά πρωτόγονος κι αντεπιστημονικός, πρέπει να δούμε συνοπτικά αν η εγελιανή “Επιστήμη της Λογικής”, πράγματι μπορεί να είναι επιστήμη, διαλεκτική ή ακόμα να είναι μια Λογική. Κι αφού λύσουμε αυτό το πρόβλημα με προσοχή, χωρίς να παρασυρθούμε από την ιδιοφυή ακολουθία των συλλογισμών του Χέγκελ, πρέπει να ανασύρουμε με προσοχή από τον ιστορικό κορμό της διαλεκτικής ή να συλλάβουμε κάποιο δικό μας στοιχείο, το οποίο θα αναδείξει την Διαλεκτική ως ξέχωρη και αυτόνομη από τον Ορθολογισμό                                                                                                                                                                 ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ:
Επικρατεί η αντίληψη ότι η λέξη διαλεκτική προέρχεται από την ελληνική λέξη διαλέγομαι, η οποία σημαίνει διεξάγω συζήτηση. Επίσης ότι στην αρχαιότητα με τη διαλεκτική εννοούσαν την τέχνη να φτάνει κανείς στην αλήθεια μέσω της σύγκρουσης αντιθέτων απόψεων, όπως στο σύνολο σχεδόν των Πλατωνικών έργων.  Αυτός ο ορισμός όμως είναι έωλος για να στηριχτεί ένας τόσο σημαντικός φιλοσοφικός όρος.   Αν ήταν έτσι, η διαλεκτική θα λεγόταν "διαλογική".    Οι προσωκρατικοί και ειδικά ο Ηράκλειτος, οι οποίοι αναμφισβήτητα είναι οι πρώτοι και οι πιο συνεπείς διαλεκτικοί, την Διαλεκτική ονόμαζαν "Λόγο".  (Στο Liddell και Scott, "διάλεκτος" είναι "η γλώσσα, λαλουμένη έν τινι ιδιαιτέρω τύπω").   Ο Λόγος λοιπόν (η διαλεκτική) ήταν μια Διάλεκτος, στην τρέχουσα γλώσσα, (μια ειδική γλώσσα μέσ'τη γλώσσα), δηλαδή μια ειδική λογικο-γλωσσική σύνταξη. Έτσι η Διαλεκτική είναι η διαδικασία ειδικής λογικο-γλωσσικής σύνταξης, που προϋποθέτει την αλληλοδιείσδυση των αντιθέτων εννοιών και τελικά στην εσωτερική διείσδυση κάθε έννοιας μέσα στον ίδιο της τον εαυτό, συνιστώντας αντιφατική ενότητα και σχέση. Δεν είναι λοιπόν απλά ο διάλογος που χαρακτηρίζει τη διαλεκτική σκέψη, αλλά οι μηχανισμοί της οι οποίοι γεννούν αντιφατικές ποσοτικο-ποιοτικές ενότητες με Μέτρο.  Όταν λοιπόν το ποσοτικο-ποιοτικό Μέτρο σχέσης των σκελών της αντιφατικής ενότητας διαταράσσεται, αλλάζει μορφή η αντιφατική ενότητα και μεταλλάσσεται σε κάτι Άλλο.
                                                                                                                                                        ΕΙΣΑΓΩΓΗ:
Επειδή το έργο μου “Διαλεκτική Υλιστική Σκέψη” βασίζεται στην αντιφατική αντίληψη για τον κόσμο, πάρα πολλές φορές και σε κομβικά σημεία του έργου, πατά συγχρόνως στην άρνηση και την κατάφαση.  Αυτό μολονότι δικαιολογείται κατά την ακολουθία του έργου, δυσκολεύει τον τυπικό αναγνώστη που έχει διαμορφώσει χαρακτήρα και νοητικό ήθος μέσα στα πλαίσια του ορθολογισμού και του ντετερμινισμού.  Προτείνω λοιπόν στον αναγνώστη να εντείνει την προσπάθειά του στην αρχή, και ειδικά στο μέρος περί της προσωκρατικής διαλεκτικής και είμαι σίγουρος ότι θα ανταμειφθεί, βλέποντας τον κόσμο και από μιαν άλλη ματιά. Κι αυτό είναι σημαντικό γιατί ο κόσμος μας είναι πολύ πιο δημοκρατικός από ό,τι εμείς κι ο ντετερμινισμός μας, αφού για το ίδιο ερώτημα μπορεί να δεχτεί περισσότερες από μία απάντηση οι οποίες να είναι εξίσου αληθείς. Δηλαδή μπορεί να είναι αντικειμενικός-ορθολογικός-ντετερμινιστικός (νευτόνειος), αλλά συγχρόνως, ανιτερμινιστικός, διαλεκτικός, σχετικιστικός και κβαντικός.
        Επισημαίνω επίσης ότι συχνά οι σύγχρονοι διανοητές, όταν πραγματεύονται την Διαλεκτική ως Λογική, ξεστρατίζουν συγχέοντας τη διαλεκτική λογική, η οποία ως Λογική είναι μια διαδικασία λειτουργίας νοητικών μηχανισμών, με την ιστορία της διαλεκτικής ή ακόμα με το αποτέλεσμά της που είναι οι εφαρμογές της.  Πρέπει όμως να πηγαίνουμε στις εφαρμογές όταν ήδη έχουμε διερευνήσει και καταλήξει στους μηχανισμούς της διαλεκτικής νόησης.
                                                                                                                                                                      Η διαλεκτική σκέψη είναι μια περιπέτεια της νόησης που ξεκίνησε από τον Αναξίμανδρο, πέρασε στον Ηράκλειτο κι ολοκληρώθηκε στο Ζήνωνα. Επειδή όμως από τα έργα αυτών των διανοητών έφτασαν σ’εμάς μόνον αποσπάσματα, η διαλεκτική τους είναι ντυμένη με ένα πυκνό νέφος αμφιβολιών.  Έτσι η διαλεκτική για πολλούς αιώνες είχε απαξιωθεί και συγχέετο με την σοφιστική, για ένα λόγο πάρα πάνω ότι δε μπόρεσε να δώσει ένα χρήσιμο τυπικό εργαλείο, σαν αυτό του Αριστοτέλη για τον ορθολογισμό.
      Τα πράγματα όμως για τη διαλεκτική άλλαζαν από τη στιγμή που η σύγχρονη επιστήμη, η οποία ασχολείται με την κβαντομηχανική, αμφισβητεί βίαια τον ορθολογισμό, την τυπική λογική, τον ντετερμινισμό και την νευτώνεια ορθολογική αντικειμενικότητα, αναζητώντας "απεγνωσμένα" κι ασυναίσθητα λογική λύση σε κάποιου είδους διαλεκτική. Αυτό όμως δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με τα σημερινά δεδομένα, αφού η εγελιανή “Επιστήμη της Λογικής” η οποία θεωρείται ως η πιο σύγχρονη κι ολοκληρωμένη Διαλεκτική Λογική, δεν μπόρεσε να εκπληρώσει τα καθήκοντά της, (όπως επισημαίνω και δικαιολογώ στο κεφάλαιο περί εγελιανής διαλεκτικής). Έτσι αιωρείται επιτατικά η αναζήτηση μιας διαλεκτικής λογικής η οποία να συμφωνεί με τις σύγχρονες επιστημονικές αντιλήψεις.
                                                                                                                                                                      Η εργασία μου αυτή, χωρίζει τον δρόμο για το νοητικό ταξίδι ως τη Διαλεκτική Λογική, σε πέντε στάδια: Πρώτο, είναι η προσέγγιση της διαλεκτικής μέσα από την αντιφατική λογικο-γλωσσική σύνταξη των προσωκρατικών και ειδικά των Αναξίμανδρου, Ηράκλειτου και Ζήνωνα, χωρίς να ξεχνά τ'αποφθέγματα του Λάο Τσε.  Δεύτερο, είναι η διαλεύκανση του γρίφου της εγελιανής "Επιστήμης της Λογικής". Τρίτο, είναι η συνοπτική περιγραφή της σύγχρονης επιστημονικής εξέλιξης κι η σχέση της με την διαλεκτική. Τέταρτο, είναι η πρότασή μου για μιαν “αντιφατική μοναδολογία” δηλαδή μιαν “αντιφατική ταυτότητα” κι από κει μια προσπάθεια για τη διατύπωση ενός αντιφατικού ορθολογισμού.  Πέμπτο, είναι μια συνοπτική προσέγγιση στις διαλεκτικές βάσεις της μαρξιστικής σκέψης.
                                                                                                                                                                    Ως προεισαγωγή θ'αναφέρω μερικά διαλεκτικά αποφθέγματα τα οποία οδηγούν εξαρχής και συνεγείρουν τον αναγνώστη στην αντιφατικότητα της διαλεκτικής σκέψης. Αυτά τα αποφθέγματα μολονότι, απ'τον εξασκημένο στην αντιφατικότητα αναγνώστη γίνονται άμεσα λογικά αποδεκτά, από τον αμάθητο όμως θα διαλευκανθούν κατά την ανάπτυξη της διαλεκτικής αντιφατικότητας των προσωκρατικών.

 1.   Η μεγάλη ευθεία οφείλει να είναι κυρτή.
 2.   Το μεγάλο τετράγωνο δεν έχει γωνίες.
 3.   Ο κύκλος είναι πολύγωνο απείρου αριθμού γωνιών.
 4.   Στον ίδιο ποταμό μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε είμαστε και δεν είμαστε.
 5.   Την ίδια ουσία δεν ξαναγγίζουμε, γιατί όλα αλλάζουν βίαια και γρήγορα,
       καταλύονται-συντιθέμενα, Είναι-ΜηΌντας.
 6.   Tο κινούμενο ευθύγραμμα και ομαλά, θα γυρίσει στη θέση που ξεκίνησε.
 7.   Το κινούμενο δεν κινείται ούτε στον τόπο που βρίσκεται, 
       ούτε στον τόπο που δεν  βρίσκεται.
 8.   Τείνοντας κάτι για το μηδέν τείνει συγχρόνως προς το άπειρο.
 9.   Το ακαριαίο είναι συγχρόνως ακίνητο.
10.  Το ίδιο το φως είναι σκοτεινό.                                                                                                         11.  Αυτόν τον κόσμο που είναι ίδιος για όλους, δεν τον έφτιαξε ούτε θεός ούτε άνθρωπος.
       ήταν, είναι και θα είναι αείζωον πυρ που ανάβει-σβήνοντας με μέτρο.                                          12.  Η πίστη αποτρέπει από τη γνώση.                                                                                                       
                                                                                                                                                         Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ..
ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΑΝΤΙΘΕΤΙΚΗ Ή ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ;
                                                                                                                                                         Μολονότι η διαλεκτική είναι αντιφατική, λόγω της εμμονής των ιδεαλιστών θα δεχτούμε καταχρηστικά ότι υπάρχουν δύο είδη "διαλεκτικής": Α. η Αντιθετική διαλεκτική και Β. η Αντιφατική διαλεκτική.
Α.  Η Αντιθετική Διαλεκτική (Ιδεαλιστική) δέχεται ότι το παγκόσμιο γίγνεσθαι, που ερχόμαστε σε άμεση επαφή, είναι φαινομενικό και γι'αυτό στο βάθος ο κόσμος κι η λογικο-γλωσσική σύνταξη που τον περιγράφει συντίθεται από μια πεπερασμένη-τετελεσμένη σειρά αναλλοίωτων στοιχειωδών εσχάτων (υλικών ή ιδεατών, γνώσιμων ή όχι).  Αυτά αλληλεπιδρούν χωρίς να παραβιάζουν τα όρια μεταξύ τους, συνιστώντας ένα πεπερασμένο δυναμικό-διαφορικό ορθολογικό λογικο-γλωσσικό σύστημα.  Αυτά τα έσχατα λοιπόν τα οποία συνιστούν αυτό το λογικο-γλωσσικό σύστημα, προϋποθέτουν λειτουργώντας, από μια στιγμή και μετά, την αέναη επανάληψη μιας συγκεκριμένης και πεπερασμένης σειράς παιγνίων, τα οποία μπορούν να ονομαστούν «συνθετικά πρότυπα του τέλους». Αυτά βρίσκονται εκ των προτέρων εκεί ιδεατά, δηλαδή από τη στιγμή που ετέθησαν οι όροι του συστήματος, περιμένοντας την πραγματοποίησή τους από την ακολουθία της εξελικτικής λειτουργίας του. Αυτή την διαδικασία ο Αριστοτέλης είχε ονομάσει «Εντελέχεια». Αυτός είναι ένας κόσμος αντικειμενικότητας, κλειστός, πεπερασμένος-τετελεσμένος, ντετερμινιστικός, τελεολογικός με απόλυτα προκαθορισμένους όρους κι όρια, ο οποίος προϋποθέτει την ύπαρξη ενός «Κόσμου Ιδεών», του οποίου το φαινομενικό γίγνεσθαι περιμένει να αναφανεί από την εξέλιξη της λειτουργίας αυτού του δυναμικού συστήματος.
ΒΗ Αντιφατική Διαλεκτική (υλιστική) δέχεται ότι το παγκόσμιο γίγνεσθαι με το οποίο ερχόμαστε σε άμεση επαφή είναι πραγματικό, γι'αυτό ο κόσμος κι η λογικογλωσσική σύνταξη που τον περιγράφει, είναι Όλον σε συνεχή εξέλιξη. Έτσι δεν συντίθεται από έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη, αλλά από  αυτοαναιρούμενα-αντιφατικά στοιχειώδη, τα οποία αλληλεπιδρώντας δεν αφήνουν απαραβίαστα περιθώρια μεταξύ τους, συνιστώντας αντιφατικές ενότητες. Τα αντιφατικά σκέλη των ενοτήτων αυτών συνιστούν πάντα κάποια αντιφατική ισορροπία η οποία εκφράζεται με το ανάλογο ποσοτικο-ποιοτικό Μέτρο.  Αν αυτό το Μέτρο διαταραχθεί αλλάζει και η φύση του γεγονότος το οποίο εκπροσωπεί η αντιφατική σχέση.  Έτσι στη θέση αυτού του Μέτρου συνίσταται άλλο Μέτρο το οποίο εκπροσωπεί άλλο γεγονός με άλλη ποσοτικο-ποιοτική σχέση.                                                                                                 Σ’αυτόν τον αντιφατικό κόσμο, για να υπάρχει κάθε γεγονός, καταλύεται-συντιθέμενο από υπογεγονότα κατώτερου επιπέδου, τα οποία υπάρχουν με τον ίδιο τρόπο και αυτό επ’άπειρον. Δηλαδή και αυτά καταλύονται-συντιθέμενα από υπογεγονότα κατωτέρου επιπέδου, έως το έσχατο επίπεδο του κόσμου, (τον πυθμένα του κόσμου, όπως τον έδειξε ο Ζήνων). Εκεί, στο έσχατο επίπεδο του κόσμου, τα αντιφατικά στοιχειώδη τείνοντας για μηδενικό μέγεθος τείνουν συγχρόνως για άπειρο, όντας συγχρόνως Ένα και Πολλά, ακίνητα κι ακαριαία, δηλαδή η Αντιφατικότητα Γυμνή, το Εν Δυνάμει Είναι, το Γίγνεσθαι ως Ουσία.
       Για να βρίσκεται το στοιχειώδες σε συνεχή καταλυτική-συνθετότητα, πρέπει να διέρχεται μέσα του συνεχής ροή-αντιρροή υπογεγονότων (αείζωου πυρός ή ενεργειακά ποσά, κβάντα ενεργείας), τα οποία περνώντας απ'το γεγονός, αναχωρούν για το σύμπαν, επιστρέφοντας συγχρόνως πίσω στο γεγονός. Έτσι κατ'αρχήν αλληλεπιδρούν με τα γεγονότα του εγγύτερου περιβάλλοντος, μετά μ'αυτά του απώτερου και τελικά με το Σύμπαν, το οποίο είναι ο Απώτατος Άλλος Εαυτός, δηλαδή ο έσχατος συμπαντιακός αντίλογος του γεγονότος, εξαιτίας του οποίου τα πορευόμενα υπογεγονότα πρέπει συνεχώς να αλλάζουν κι επιστρέφοντας να αλλάζουν και το ίδιο το γεγονός.  Με τον τρόπο αυτόν το γεγονός από τη μια συντίθεται και από την άλλη αποσυντίθεται, όντας ίδιο και διαφορετικό απ'τον εαυτό του. Επειδή το σύμπαν των προσωκρατικών είναι άπειρο, η διαδρομή αναχώρησης-επιστροφής των υπογεγονότων στο σύμπαν, δεν είναι κυκλική, αλλά πυκνή σπειροειδώς-ελλειπτική.  Έτσι τα υπογεγονότα επιστρέφοντας στο γεγονός, δεν το επαληθεύουν απόλυτα, αλλά το επαληθεύουν-διαψεύδοντάς το. Δηλαδή επαληθεύουν το γεγονός, που καταλύεται-συντιθέμενο, λίγο πιο κει και λίγο διαφορετικό, κάνοντάς το Αυτό-Άλλο-Αλλού, όμοιο κι ανόμοιο με τον εαυτό του.   Και επειδή κάθε πράγμα ή γεγονός συνεχώς καταλύεται-συντιθέμενο, δεν διαθέτει κάποια σταθερή ταυτότητα κι έτσι δεν δικαιούται να κινείται αυτό το ίδιο σε κάποιο ανεξάρτητο χώρο και κατά τη διάρκεια κάποιου ανεξάρτητου χρόνου, αλλά εξελισσόμενο κινείται εντός του εαυτού του, αλλάζοντας θέση κιόλας. Έτσι τα όρια του στοιχειώδους, το οποίο εκ της καταλυτικο-συνθετικής του διαδικασίας έχει αντιφατική φύση, παραβιάζονται συνεχώς, περιέχοντας στιγμιαία και δυναμικά κάθε φορά το Όλον μ’έναν δικό του τρόπο. Αυτός ο τρόπος είναι ο κώδικας καταγραφής του κόσμου στο στοιχειώδες γεγονός κατά τη διαδικασία αναχώρησης-επιστροφής των υπογεγονότων του στο σύμπαν και την αλληλεπίδρασή του μ’αυτό. Δηλαδή όπως αυτό το γεγονός έχει εξελιχθεί έως την στιγμή της μορφοποίησής του μια δεδομένη στιγμή, περιέχοντας με τρόπο δαιδαλώδη και παράκεντρο όλες τις στιγμές και τα πρόσωπα του έως τότε κόσμου. Αντιφατικά ο κόσμος είναι Ένα-Όλον-Ανοικτό, μια λογικο-γλωσσική σύνταξη σε συνεχές Γίγνεσθαι, όπου κάθε στοιχειώδες περιέχει μέσα του τη δυνατότητα του ανεπανάληπτου, όντας αποτέλεσμα του εαυτού του.
                                                                                                                                                         Υπενθύμιση Α: Στο μικρό δοκίμιο «Η Νομιμότητα της Διαλεκτικής της Φύσης» το οποίο παρέδωσε στo συνέδριο Ε.Φ.Ε. περί "Διαλεκτικής" το 1988, ο διακεκριμένος διανοητής της αριστεράς Ε. Μπιτσάκης, μας πληροφορεί ότι σύμφωνα με τον μεγάλο επιστήμονα και ανθρωπιστή Μπωμ: Η θεωρία του πεδίου στην κβαντομηχανική, περιγράφει την κίνηση των στοιχειωδών σωματίων, ως δημιουργία-καταστροφή τους. Έτσι αν ένα ηλεκτρόνιο υποστεί σκέδαση απ'την αρχική του πορεία σε άλλη, αυτό το περιστατικό περιγράφεται ως «καταστροφή» αυτού του ηλεκτρονίου και «δημιουργία» άλλου που κινείται σε νέα κατεύθυνση. Δηλαδή εκεί δεν υπάρχει σωμάτιο το οποίο διατηρεί πάντα την ταυτότητά του. Έτσι στην παράσταση του πεδίου κίνησης ενός ελευθέρου σωματίου, διαπιστώνουμε ότι η κίνησή του περιγράφεται μαθηματικά ως σειρά καταστροφής-αναδημιουργίας, που συγχρόνως έχει αποτέλεσμα τη συνεχή αλλαγή του σωματίου μέσ’το χώρο. 
                                                                                                                                                      Υπενθύμιση Β λέει ο Ηράκλειτος: Στον ίδιο ποταμό μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε, είμαστε και δεν είμαστε. Την ίδια ουσία δεν ξαναγγίζουμε γιατί όλα αλλάζουν γρήγορα και βίαια σκορπάνε-μαζεύοντας, φεύγουν-επιστρέφοντας, καταλύονται-συντιθέμενα, Είναι-ΜηΌντας.                              Και ο Ζήνων: Το κινούμενο δεν κινείται ούτε στον τόπο που βρίσκεται ούτε στον τόπο που δεν βρίσκεται.  Δηλαδή το κινούμενο κινείται εξελισσόμενο-ουσιαστικά μέσα στον εαυτό του.
     Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η σύγχρονη επιστήμη μέσα στα πολύτιμα εργαστήρια αντιλαμβάνεται την συμπεριφορά των κβαντικών γεγονότων σχεδόν όπως ο Αναξίμανδρος, ο Ηράκλειτος και ο Ζήνων, την οποία αντελήφθησαν μόνο με τη διαλεκτική τους σκέψη.
                                           
Μετά απ'αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι επειδή στον κόσμο των κβάντα τα πράγματα και τα γεγονότα ή όπως λέγονται τα κβαντικά αντικείμενα δεν είναι Ταυτά με τον Εαυτό τους, δηλαδή καταλύονται-συντιθέμενα όντας συνεχώς Άλλα-Αλλού, δεν διαρκούν ώστε να υπάγονται στον χρόνο ως διάρκεια, όπως είναι κοινά αντιληπτός ή όπως τον αντιλαμβάνεται η αριστοτελική λογική και η νευτώνεια αντικειμενικότητα, αλλά επίσης δεν μπορούν να κινούνται σε κάποιον αντικειμενικά υπαρκτό χώρο, έτσι αληθινά ούτε ταχύτητα μπορούν να έχουν. Αυτές οι ιδιότητες πρέπει να ξανακοιταχτούν και να εναρμονιστούν με την καταλυτική-συνθετότητα των όντων και των κόσμων.    Όπως λέει και ο Ζήνων: το κινούμενο δεν κινείται ούτε στον τόπο που βρίσκεται ούτε στον τόπο που δεν βρίσκεται, εννοώντας ότι κινείται εξελισσόμενο μέσα στον εαυτό του κι έτσι συμπίπτει με το αέναο γίγνεσθαι, όπως το αντιλαμβάνονται ο Ηράκλειτος και ο Αναξίμανδρος.
    Εκεί Χρόνος είναι η Συχνότητα επανάληψης υπογεγονότων σε θέση και Χώρος το μήκος κύματός τους. Η συχνότητα και το μήκος κύματος του γεγονότος είναι ουσιαστικά αδιαχώριστα κι έτσι ο Χώρος κι ο Χρόνος, συνιστούν ενότητα με το Είναι και το Γίγνεσθαι.   Βλέπουμε όμως ότι καί η Θεωρία της Σχετικότητος, αλλά κι η Θεωρία των Κβάντα (η εξίσωση του Στρέντιγκερ) δεν το λαμβάνουν υπόψιν, στριμώχνοντας έτσι παράνομα στο ίδιο νοητικό γίγνεσθαι, δηλαδή στο κβαντικό γίγνεσθαι, τον νευτώνειο Χρόνο και Χώρο (διάρκεια και έκταση), όπου μεσουρανεί η αντικειμενικότητα και τον κβαντικό Χώρο και Χρόνο (συχνότητα και μήκος κύματος) όπου η αντικειμενικότητα καταρρέει. Επίσης προϋποτίθεται από αυτές τις θεωρίες ότι τα κβαντικά γεγονότα ή αντικείμενα διαθέτουν ταχύτητα μετακίνησης, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί αφού τα κβαντικά αντικείμενα δεν διαθέτουν σταθερή ταυτότητα η οποία να μετακινηθεί. Αυτό όμως που φαίνεται σ'εμάς ταχύτητα μετακίνησης και ανταποκρίνεται στον νευτώνειο κόσμο, στον κβαντικό κόσμο είναι ένα είδος ταχύτητας της καταλυτικο-συνθετικής αλλαγής εντός του κβαντικού γεγονότος, είναι δηλαδή η ταχύτητα της ΠΟΡΕΙΑΣ ΑΛΛΑΓΗΣ του κβαντικού γεγονότος μέσα στον ίδιο τον εαυτό του.   Αν έχουν έτσι τα πράγματα και η σύγχρονη επιστήμη δεν το λάβει σοβαρά υπόψιν, θα έχουμε πάντα στα θεμέλια των υπολογισμών μας σύνδρομο αναξιοπιστίας.  Αν όμως η σύγχρονη επιστήμη θέλει να είναι ακριβής και να λάβει υπόψιν στις μετρήσεις την καταλυτικο-συνθετική φύση των όντων και του κόσμου, πρέπει να επιχειρήσει μιαν εκ βάθρου αλλαγή σε όλο το "επιστημονικό σκηνικό".  Μια τέτοια αποδοχή θα άλλαζε τον κόσμο εκ βάθρων κι έτσι θα χρειαζόταν μια νέα διαλεκτική σκέψη η οποία θα λαμβάνει υπ'όψιν το αντιφατικό καταλυτικο-συνθετικό γίγνεσθαι των όντων. Στο έργο αυτό επιχειρώ να θέσω τις βάσεις μιας τέτοιας αντιφατικής διαλεκτικής λογικο-γλωσσικής σύνταξης και ειδικά στο μέρος της πραγματείας "περί της Αντιφατικής Μοναδολογίας", που είναι και το ουσιαστικότερο μέρος της εργασίας αυτής.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

ΛΑΟ ΤΣΕ ― ΤΑΟ  (κάποια αποσπάσματα)

Το Ταό γράφτηκε από τον Λάο-Τσε περίπου το 500 π.Χ. Η τελική μορφή του όμως είναι αυτή την οποίαν ο φημισμένος αυτοκράτορας Κουμπλάι Χαν κράτησε το 1300 μ.Χ, αφού κατέστρεψε όλες τις άλλες που υπήρχαν την εποχή του, πιστεύοντας ότι μόνον αυτή ήταν η γνήσια. Έτσι το Ταό τελικά διαμορφώθηκε σε μια χρονική πορεία 1800 ετών, αντανακλώντας τη σοφία του κινεζικού λαού.

Η αξία του τροχού, βρίσκεται στο το κενό που υπάρχει στο κέντρο
η αξία του δοχείου, στο κενό που τα τοιχώματα δημιουργούν.

Η μεγάλη καταιγίδα θα κρατήσει λίγο,
η φύση είναι λιγόλογη, απλή, συνοπτική,
οι ριζικές αλλαγές επιτελούνται βίαια, αλματικά,

Ο τέλειος δρομέας δεν αγγίζει τη γη,
η καλή ομιλία είναι λιγόλογη λιτή, η κάλλιστη δεν έχει λόγια.
ο καλός λογιστής δεν κάνει πράξεις,
η πιο ασφαλής πόρτα δεν έχει κλειδαριά,
το καλό δέσιμο δεν έχει κόμπο.
ο πιο ευθύς δρόμος φαντάζει δαιδαλώδης
η μεγάλη αρμονία χάος, η μεγάλη αγνότητα ντροπή,
η μεγάλη καλοσύνη υποκρισία, η μεγάλη δύναμη αδυναμία.
το μεγάλο τετράγωνο δεν έχει γωνίες,
ο μεγάλος ήχος δεν ακούγεται, η μεγάλη εικόνα δεν έχει σχήμα,
το μεγάλο δημιούργημα είναι χωρίς δημιουργό
δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ
η μεγάλη τελειότητα είναι ατελής, δε ζει μετά την ολοκλήρωσή της
είναι το πλήρες που είναι το κενό
η μεγάλη ευθεία οφείλει να είναι κυρτή
η μεγάλη ικανότητα περιέχει αβεβαιότητα
ο πολύ νοήμων φαντάζει απλοϊκός
η μεγάλη ευφράδεια είναι λιτή, η ανώτατη σιωπηρή
η πολυμάθεια είναι άγνοια

Κίνηση είναι η ηρεμία, η ηρεμία είναι η κίνηση,
πάνε μαζί η σχέση τους οριοθετεί το σύμπαν
η οικουμενικότητα είναι χωρίς μορφή, χωρίς αρχή και τέλος
απ’αυτήν αναδύονται όλα, και όλα σ’αυτήν βυθίζονται.
                                                                                                                                  
ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ-ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ-ΖΗΝΩΝ

Η διαλεκτική σκέψη αυτών των διανοητών βασίζεται στην αντίληψη του Αναξίμανδρου για το άπειρο γίγνεσθαι ως αποτέλεσμα της καταλυτικής-συνθετότητας των όντων και του σύμπαντος κι έτσι στην αντιφατικότητα του Είναι και του Γίγνεσθαι. Ο Ηράκλειτος τη γενική αυτή αντίληψη οργάνωσε στον Λόγο, ο οποίος είναι το λογικά συντεταγμένο αντιφατικό λέγειν, δηλαδή η συνειδητή πρόταση μιας αντιφατικής λογικο-γλωσσικής σύνταξης, μιας Διαλεκτικής Λογικής. Ο Λόγος όμως, ακόμα περισσότερο, ορίζεται απ’τον Ηράκλειτο ως -Λογική, Γλώσσα και Ουσία-, η οποία συμπίπτει με το αέναο Υλικό Γίγνεσθαι, έτσι σχετίζεται και με την Διαλεκτική της Φύσης.  Ο Ζήνων αποκαλύπτοντας με τα παράδοξά του τις ορθολογικές αντινομίες της Κίνησης και του Είναι, αναδεικνύει με δικό του τρόπο μιαν Αρνητική Διαλεκτική, συμπληρώνοντας τη διαλεκτική των Αναξίμανδρου κι Ηράκλειτου.

ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ (μερικά αποσπάσματα)

ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ Φυσικά 24, 13
     ἕν καὶ κινούμενον καὶ ἄπειρον. . . . ἀρχή τὲ καὶ στοιχεῖον τῶν ὄντων τὸ ἄπειρον. . .    
     τὴν εἰς ἄλληλα μεταβολήν τῶν τεττάρων στοιχείων οὗτος οὐκ ἠξίωσεν ἕν τι τούτων                           ὑποκεἰμενον ποιήσαι,ἀλλά τι ἄλλον παρά ταῦτα.  οὗτος δὲ οὐκ ἀλλοιωμένου τοῦ στοιχείου τὴν 
     γένεσιν ποιεῖ,  αλλ᾽ἀποκρινομένων τῶν ἐναντίων διὰ τῆς ἀϊδίου κινήσεως
[Το σύμπαν είναι ένα, κινούμενο και άπειρο. . . Αρχή και στοιχειώδες των όντων είναι το άπειρο. . .
Στην αλληλο-μετατροπή των τεσσάρων στοιχείων της φύσης, αυτός δεν αξίωσε κάποιο απ’αυτά ως γενεσιουργό, αλλά κάτι άλλο.  Δεν δέχεται ότι η αιτία της γένεσης οφείλεται στην αλλοίωση ή την μετατροπή των υπαρχόντων στοιχείων, αλλά στο διαλόγου των αντιθέτων μέσω της αέναης κίνησης].

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ  φυσ. Α4 187α 20
     οἱ δ᾽ἐκ τοῦ ἑνὸς τὰς ἐναντιότητας ἐκκρίνεσθαι ὥσπερ
     Ἀναξίμανδρός φησι καὶ ὅσοι γ᾽ἕν καὶ πολλά φασίν εἶναι.
[Ο Αναξίμανδρος και όσοι πιστεύουν ότι το Ένα είναι και Πολλά, ισχυρίζονται ότι οι εναντιότητες είναι σύμφυτες στο Ένα κι απορρέουν από αυτό].   (Αντιφατικότητα)

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ  αἱρ. ἔλεγ. 16 1-7
    οὖτος ἀρχή τῶν ὄντων ἔφη τινά τοῦ ἀπείρου, ἐξ᾽ἧς γίγνεσθαι τοὺς οὐρανούς καὶ τὸν ἐν αὑτοἶς       κόσμον περιέχειν. λέγει δὲ χρόνον ὡς ὡρισμένης τῆς γενέσεως καὶ τῆς φθορᾶς ...     οὗτος μὲν             ἀρχήν καὶ στοιχεῖον εἴρηκε τῶν ὄντων τὸ ἄπειρον, πρῶτος τοὔνομα καλέσας τῆς ἀρχῆς.                     πρὸς δὲ τούτῳ κίνησιν αΐδιον εἶναι, ἐν ᾗ συμβαίνει γίγνεσθαι τοὺς οὐρανούς.
[Αυτός είπε ότι τα όντα εξουσιάζονται από κάποιο είδος απείρου, απ’το οποίο γίγνονται οι ουρανοί κι ο κόσμος που περιέχουν.  Αυτός ισχυρίστηκε ότι ο χρόνος είναι σχετικός με την γέννηση και τη φθορά της κάθε συγκεκριμένης ουσίας . . . Επίσης όρισε ότι άρχων και στοιχείο όλων είναι το άπειρο κι είναι ο πρώτος που το ονόμασε έτσι.  Αυτός όρισε ότι το άπειρο είναι η αέναη κίνηση, στην οποία μέσα συμβαίνει το γίγνεσθαι των ουρανών].

ΕΡΜΕΊΑΣ
     ἀρχἠν εἶναι τὴν αΐδιον κίνησιν καὶ ταύτῃ τὰ μὲν γεννᾶσθαι τὰ δὲ φθείρεσθαι.
[Αυτό που άρχει είναι η αιώνια κίνηση, που μέσα της άλλα όντα γεννώνται και άλλα φθείρονται].
  
ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ φυσ. 1121, 5
    Οἱ μὲν γὰρ ἀπείρους τῷ πλήθει τοὺς κόσμους ὑποθέμενοι, ως οἱ περὶ Ἀναξίμανδρον,
    ἄλλους γινομένους ἐξ αὐτῶν καὶ ἄλλους φθειρομένους ἐπ᾽ἄπειρον ὑπέθετον 
    καὶ την κίνησιν ἀΐδιον ἔλεγον, ἄνευ γὰρ γένεσεως καὶ  φθοράς ούκ ἔστι κίνησις.
[Οι περί τον Αναξίμανδρο, υπέθεταν ότι οι κόσμοι είναι κατά το πλήθος άπειροι, γιατί άλλοι γεννώνται κι άλλοι φθείρονται, (καταλύονται-συντιθέμενοι) επ’άπειρον και είναι αυτό το οποίο θεωρούν αέναη κίνηση.  Διότι χωρίς γένεση και φθορά δεν υπάρχει κίνηση].

Από αυτά τα αποσπάσματα του, συνάγουμε ότι η Κίνηση είναι η συνεχής Αλλαγή, δηλαδή η συνεχής αλληλουχία γέννησης και θανάτου των όντων και των κόσμων, άρα το αέναο και Άπειρο καταλυτικο-συνθετικό Γίγνεσθαι. Επίσης συνάγουμε ότι η Ύλη, το Άπειρο, ο Χώρος κι ο Χρόνος συνιστούν ενότητα, συμπίπτοντας στο αέναο Γίγνεσθαι, το οποίο είναι η Κίνηση ως Ουσία. Γι’αυτό όλα τα πράγματα ή τα γεγονότα είναι ιδιότητες της Κίνησης κι όχι η κίνηση ιδιότητα των πραγμάτων. Ακόμα η Ύλη δεν θα μπορούσε να είναι ζωντανή, δηλαδή να εξελίσσεται, αν μέσα σε κάθε στοιχειώδες της δεν υπήρχε Εν Δυνάμει το Άπειρο να την ενεργοποιεί.  Έτσι το άπειρο άρχει, περιέχοντας ποσοτικά τα πάντα ως μέγα και γενεσιουργό, ενώ συγχρόνως το μικρό και στοιχειώδες, περιέχει δυναμικά και ποιοτικά το άπειρο σαν ένα πρόσωπο του Όλου σε συνεχή εξέλιξη. 
       Για να μπορέσει όμως αυτός ο ισχυρισμός να είναι λογικά δυνατός, υποτίθεται ότι υπάρχει διάλογος, όπου τα ενάντια, ως καταλυτικο-συνθετικά,  αλληλο-προεκτείνονται χωρίς ν’αφήνουν απαραβίαστα όρια μεταξύ τους, συνιστώντας αντιφατικές ενότητες. Για τον λόγο αυτό, μέσα σε κάθε αντιφατική ενότητα ο διάλογος παραβιάζει τα όρια των διαλεγομένων, ταξιδεύοντας μακριά έξω από τα όρια του γεγονότος (της αντιφατικής σχέσης) και διαλέγεται αλληλεπιδρώντας με το σύμπαν. Έτσι τα στοιχειώδη του γεγονότος, ξεκινώντας από το διάλογο μέσα στον εαυτό, περνούν στον διάλογο με τις εγγύτερες αντιφατικές ενότητες του περιβάλλοντος, μετά με τις απώτερες και τελικά με το ίδιο το Σύμπαν, που είναι ο Άλλος, ο απώτατα αντίθετος εαυτός (ο συμπαντιακός του αντίλογος) και η έσχατη αιτία της συνεχούς αλλαγής του γεγονότος.  Με τον εσωτερικό και εξωτερικό διάλογο των στοιχειωδών του το γεγονός αλλάζει, αλλάζοντας συνεχώς και τα άλλα με τα οποία διαλέγεται κατά την πορεία των στοιχειωδών του στο σύμπαν. Όπως είπαμε λοιπόν κάθε στοιχειώδες συνιστά μιαν αντιφατική σχέση, η οποία έχει φύση καταλυτικο-συνθετική-εξελικτική, περιέχοντας εν δυνάμει ένα πρόσωπο του απείρου.  Έτσι που άπειρο δεν είναι μόνον αυτό που άρχει επί των όντων ως όλον, αλλά είναι και το μικρό, το στοιχειώδες ως ελάχιστο δυναμικό εξελικτικό-γενεσιουργό μέρος τους.

ΑΕΤΙΟΣ  V  19. 4
    Ἀναξίμανδρος ἔφασκεν ἐν ὑγρῷ γεννηθῆναι τὰ πρῶτα ζῷα φλοιοῖς περιεχόμενα ἀκανθώδεσι,             προβαινούσης δὲ τῆς ἡλικίας ἀποβαίνειν έπὶ τὸ ξηρότερον καῖ τοῦ φλοιοῦ περιρρηγνυμένου
    ἐπ᾽'ὀλίγον χρόνον μεταβιῶνται
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ  συμπ. VIII 8.4
    Ἀναξίμανδρος ἀποφαινεται ἐν ἰχθύσι ἐγγενέσθαι πρῶτον τοὺς ἀνθρώπους καὶ τραφέντες ὥσπερ        οἱ γαλαῖοι καὶ γενομένου ἱκανούς ἑαυτούς βοηθεῖν εκβῆναι τίνικαῦτα καὶ γῆς λαβέσθαι.
[Ο Αναξίμανδρος είπε ότι τα πρώτα ζώα γεννήθησαν σε υγρό περιβάλλον με λέπια κι όταν το περιβάλλον έγινε ξηρότερο, απέβαλλαν τα λέπια και προσαρμόσθησαν στο νέο περιβάλλον. Επίσης ισχυρίζετο ότι οι άνθρωποι γεννήθηκαν κατ’αρχήν ανάμεσα στα ψάρια, τρεφόμενοι σαν τους γαλέους κι όταν έγιναν ικανοί βγήκαν στην ξηρά].

Ο Αναξίμανδρος αντελήφθη ότι η αντιφατικότητα του απείρου και του γίγνεσθαι είχε αποτέλεσμα την εξέλιξη των ειδών ή τέλος πάντων ότι η εξέλιξη είχε αποτέλεσμα το άπειρο γίγνεσθαι.
     “Η Θεωρία της Εξέλιξης των Ειδών” του Δαρβίνου, είναι ένα άρτιο κομψοτέχνημα παρατηρήσεων και ορθολογικών συμπερασμάτων, μπροστά στο οποίο η πρόταση του Αναξίμανδρου, αν δεν λάβουμε υπόψιν ότι διατυπώθηκε 2500 χρόνια πριν, ωχριά ως έχουσα τον χαρακτήρα ενός αυθόρμητου πρωτογονισμού.  Οι προτάσεις του Αναξίμανδρου όμως, μολονότι έφτασαν σε μας αποσπασματικά και δεν γνωρίζουμε τον τρόπο που αληθινά διατυπώθηκαν, έχουν κάτι ως προς το οποίο, η πρόταση του Δαρβίνου υπολείπεται.  Ο Αναξίμανδρος μαζί με τις παρατηρήσεις που τον οδήγησαν στην αποδοχή της εξέλιξης των όντων και των κόσμων, προχώρησε στη διατύπωση των βάσεων της διαλεκτικής σκέψης, η οποία περιγράφει την αντιφατικότητα των όντων ως αιτία της εξέλιξης των ειδών, κάτι για το οποίο νομίζω ότι ο Δαρβίνος αδιαφορεί.

     ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ  φυσ. Γ4 203 b 6.
ἄπαντα γὰρ ἀρχή ἤ ἐξἀρχῆς, τοῦ δὲ ἀπείρου ούκ ἔστιν ἀρχή, εἴη γὰρ αὐτοῦ πέρας, ἔτι δ’ἀγέννητον καὶ ἄφθαρτον ὡς ἀρχή οὖσα.  τὀ τε γὰρ γενόμενο ἀνάγκη τέλος λαβείν καὶ τελευτή πάσης ἐστὶ φθορᾶς.… Ἀναξίμανδρος καὶ οἱ πλεῖστοι τῶν φυσιολόγων, τοῦ δὲ εἶναι τι ἄπειρον ἡ πίστις έκ πέντε μάλιστ᾽ἄν συμβαίνει σκοποῦσιν: Α. ἐκ τοῦ τὲ  χρὀνου,  οὗτος γὰρ ἄπειρος.  Β. καὶ ἐκ τοῖς μεγέθεσι διαιρέσεως, χρῶνται γὰρ οἱ μαθηματικοί τῷ ἀπείρῳ.  Γ. ἔτι τῷ ούτως ἃν μόνως μὴ ὑπολείπειν γένεσιν ἢ φθοράν, εἰ ἄπειρον εἴη ὅθεν ἀφαιρεῖται τὸ γινόμενον.  Δ. ἔτι τῷ πεπερασμένον ἀεὶ πρός τι περαίνειν ανάγκη ἕτερον πρὸς ἕτερον.   Ε. μάλιστα δὲ καὶ κυριώτατον ὅ τὴν κοινήν ποιεῖ ἀπορίαν πᾶσιν,  διὰ τὸ γὰρ ἐν τῇ νοήσει μὴ ὑπολείπειν καὶ ὁ ἀριθμός δοκεῖ ἄπειρος εἶναι καὶ τὰ μαθηματικά μεγέθη καὶ τὸ ἔξω τοῦ οὐρανοῦ. ἀπείρου δὲ ὄντος τοῦ ἔξω καὶ σῶμα ἄπειρον εἶναι δοκεῖ καὶ οἱ κόσμοι.
      [Όλα έχουν μιαν αρχή ή είναι η αρχή κάποιου άλλου. Ότι γεννιέται πρέπει να έχει κάποιο τέλος ως αποτέλεσμα της φθοράς, έτσι το άπειρο όντας η Αρχή όλων είναι αγέννητο και άφθαρτο.  Λέγεται ότι ο Αναξίμανδρος και οι περισσότεροι των φυσικών φιλοσόφων, δέχονται την ύπαρξη του απείρου με πέντε τρόπους:  Α. Απ'το χρόνο που είναι άπειρος.  Β. Απ'τη διαιρετότητα των μαθηματικών μεγεθών.   Γ. Απ'το ότι μόνον έτσι θα μπορούσε να υπάρξει συνεχής γένεση και φθορά, αφού μόνον από το άπειρο μπορεί να αντλείται κάτι τέτοιο.  Δ. Απ'το ότι κάθε πεπερασμένο συνορεύει με κάποιο άλλο πεπερασμένο και αυτό ατελείωτα.  Ε. Αλλά το σπουδαιότερο που προκαλεί απορία, γιατί καθένας που διαθέτει κοινό νουν, μπορεί ν’αντιληφθεί το απειροστικό των μαθηματικών μεγεθών και την άπειρη προέκταση του ουρανού προς τα έξω, είναι ότι αφού το σύμπαν είναι άπειρο εξωτερικά, κάθε σώμα είναι άπειρο κι οι κόσμοι είναι άπειροι] . 

Ας δούμε τώρα  με κριτικό βλέμμα ποιοι από τους πέντε αυτούς τρόπους του Αριστοτέλη συμφωνούν με το πνεύμα του Αναξίμανδρου.
       Α.  Από την έννοια του χρόνου που είναι άπειρος.
Η αντίληψη του Αριστοτέλη περί Χρόνου διαφέρει απ'αυτήν του Αναξίμανδρου. Ο Χρόνος σύμφωνα με τον Αναξίμανδρο είναι Άπειρος όχι γιατί είναι χωρίς αρχή και τέλος, αλλά αντίθετα γιατί, ως αντιφατικός, έχει απεριόριστες αρχές και τέλη (καταλύεται-συντιθέμενος).
      Ο χρόνος αντιφατικά δεν υπάρχει ως διάρκεια (ως βέλος αλληλουχίας παρελθόντος και μέλλοντος). Επειδή τα στοιχειώδη κάθε όντος, ως καταλυτικο-συνθετικά, είναι σε συνεχή εξέλιξη κι αλλαγή όντας Άλλα-Αλλού, δεν διαθέτων απόλυτα σταθερή ταυτότητα η οποία να μπορεί να μετακινηθεί, μέσα στο χρόνο και τον χώρο, έτσι μόνο το παρόν υπάρχει το οποίο Είναι-Πάντα-Αυτό-Άλλο, που συνεχώς Είναι-ΜηΌντας. Συνεπώς ο χρόνος είναι μόνο Τώρα η μηδενική αιχμή του φθίνοντος παρόντος, το οποίο υπάρχει πάντα, όντας συνεχώς άλλο, μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Αυτό στην παντοτινή αλλαγή του είναι αιώνιο στη μηδενικότητά του (είναι η αντιφατικότητα γυμνή).
       Β.  Από την διαιρετότητα των μαθηματικών μεγεθών.
Το άπειρο, ως διαιρετότητα των μαθηματικών μεγεθών, δεν γίνεται αντιληπτό από τον Αναξίμανδρο με τον τρόπο που θέλει ο Αριστοτέλης. Αυτό συνάγεται από τη φράση του Αναξίμανδρου «ἀρχή καὶ στοιχεῖον τῶν ὄντων τὸ ἄπειρον». Εκεί το άπειρο, ως Αρχή και Μέγα, περιέχει και ορίζει ποσοτικά τα πάντα, αλλά συγχρόνως ως Μικρό και πεπερασμένο Στοιχείο, το οποίο καταλύεται-συντιθέμενο, περιέχεται ποιοτικά από τα πάντα, όντας το Εν Δυνάμει Άπειρο. Δηλαδή το Άπειρο περιέχει ποσοτικά τα πάντα και περιέχεται ποιοτικά από τα πάντα.
     [Η προσωκρατική αμφισημία αντιλαμβάνεται την διαιρετότητα με πιο σύνθετο τρόπο από αυτήν του Αριστοτέλη.  Οι προσωκρατικοί πίστευαν ότι αυτό που διαιρείται, απ’τη μια μικραίνει κι απ’την άλλη μεγαλώνει κι’όλας. Μικραίνουν τα τμήματα που το αποτελούν αλλά ο όγκος του μεγαλώνει, περιέχοντας περισσότερα κενά μεταξύ των τμημάτων.  Έτσι σύμφωνα με τον Ζήνωνα, τείνοντας τα τμήματα κάποιου προς μηδενικό μέγεθος, συγχρόνως τείνουν για το άπειρο (συνιστώντας αντιφατική ενότητα μεγάλου και μικρού, κενού και πλήρους). Αυτό βέβαια πίστευαν όσοι δεν αποδέχοντο την ύπαρξη ατόμων (μη τεμνομένων εσχάτων) θεωρώντας την απλοϊκή αντίληψη].
      Γ.  Η συνεχής γένεση και φθορά θα μπορούσε να είναι ατέλειωτη, αφού μόνον από το άπειρο θα μπορούσε να αντλείται κάτι τέτοιο.
Αυτή η αποδοχή Περί Απείρου από τον Αριστοτέλη, μολονότι φαίνεται σωστή, αποκρύπτει την ουσία της αντίληψης του Αναξίμανδρου.  Η απάντηση σ'αυτήν την πρόταση δίδεται από τον Αναξίμανδρο ως εξής:  Μόνο το πεπερασμένο, διά της συνεχούς γένεσης και φθοράς του μπορεί να είναι δυναμικά άπειρο, αλλά το απολύτως Άπειρο δεν μπορεί να υπάρξει, αφού αν υπήρχε θα ήταν τετελεσμένο και άρα πεπερασμένο.
      ΔΚάθε πεπερασμένο τελειώνει σε κάποιο άλλο πεπερασμένο κι αυτό ατέλειωτα.
Αυτή η τυπική πρόταση περί απείρου, από τους προσωκρατικούς θεωρείτο μια απλοϊκή ποσοτική συσσώρευση που δεν δίνει αληθινό άπειρο. Το άπειρο των προσωκρατικών έχει τον ποιοτικό χαρακτήρα που απορρέει από την έννοια του γίγνεσθαι.
      Οι προσωκρατικοί θεωρούν το γίγνεσθαι ως ένα άλλο πρόσωπο του απείρου.  Έτσι λοιπόν νομίζω ότι το άπειρο που δέχεται ο Αναξίμανδρος, είναι αυτό το οποίο αναφέρει ο Αριστοτέλης με έναν τόνο ελαφράς ειρωνείας:  Ε. Αφού το σύμπαν είναι εξωτερικά άπειρο, κάθε σώμα είναι άπειρο και οι κόσμοι είναι άπειροι.

Ο Αναξίμανδρος γονιμοποιώντας την αντίληψή του περί της καταλυτικής-συνθετότητας των όντων, του Απείρου και του Γίγνεσθαι, και την άποψή του ότι ο Χρόνος σχετίζεται με την γένεση και τη φθορά των όντων και των κόσμων, την προεκτείνει και στα στοιχειώδη που συνιστούν τον κόσμο:  Έτσι δεν θεωρεί το άπειρο απλή ποσοτική συσσώρευση, αλλά αντιφατικό ποσοτικο-ποιοτικό γίγνεσθαι, το οποίο καταλύεται-συντιθέμενο από στοιχειώδη που κι αυτά καταλύονται-συντιθέμενα ως το έσχατο επίπεδο του κόσμου, όντας καθένα τους Eν Δυνάμει Άπειρο.
      Για τους προσωκρατικούς η σχέση Ενός και Πολλών ήταν βαθύτερη, από την ορθολογική. Εκεί το Ένα προεκτείνεται στα Πολλά, ενώ συγχρόνως τα Πολλά βυθίζονται στο Ένα συνιστώντας μιαν αντιφατική ενότητα (αντιφατική μονάδα), έτσι που η Ταυτότητα της μονάδας αυτής να μην είναι ανεξάρτητη από το Όλον.  
      Το άπειρο λοιπόν που ισχυρίζετο ο Αριστοτέλης ότι αποδεχόταν ο Αναξίμανδρος ως σχέση Ενός-Πολλών, έπρεπε μάλλον να ήταν αλλιώς:  [Κάθε γεγονός κατ’αρχήν διαλέγεται με τον εαυτό του, μετά με τα πλησιέστερα σ’αυτό γεγονότα, μετά με τα μακρύτερα και τελικά με το σύμπαν που είναι ο Άλλος ο αντίθετος εαυτός, ο οποίος υποχρεώνει το γεγονός συνεχώς να αλλάζει.   Τα όρια του εαυτού ξεκινούν πολύ βαθιά μέσα του, τόσο βαθιά που να μην μένει μέρος του απαραβίαστο από τον όποιο διάλογο και ταξιδεύοντας πολύ μακριά έξω από τον εαυτό στο σύμπαν, να επιστρέφουν κάποτε διαφοροποιημένα πίσω στον εαυτό διαταράσσοντας την ταυτότητα της ύπαρξής του.  Έτσι τα όρια του το γεγονότος, (του Ένος), δεν είναι απόλυτα κι απαραβίαστα, αλλά όντας σε συνεχή διάλογο με τα Πολλά είναι εξελισσόμενα, κάνοντας το γεγονός δυναμικά άπειρο].
       Για τον Αναξίμανδρο και τους διαλεκτικούς προσωκρατικούς, οι έννοιες του απείρως μικρού και του απείρως μεγάλου συνιστούν μιαν ενότητα που συμπίπτει με την έννοια του Αιθέρα, ο οποίος κατά τον Ηράκλειτο είναι το αείζωον Πυρ.  Αυτός ο αιθέρας δεν είναι το αδρανές υλικό που είχαν φανταστεί οι ευρωπαίοι επιστήμονες τον 19ου αιώνα και το οποίο απέρριψε το πείραμα Μίκελσον-Μόρλυ.            Ο δυναμικός Αιθέρας των Μιλησίων είναι η αντιφατικότητα γυμνή, το Εν Δυνάμει Είναι, ως δυναμικό υπόβαθρο του κόσμου μας.  Η σύγχρονη φυσική με την υποψία της ύπαρξης αλληλεπιδράσεων ακαριαίων στον πυθμένα του κόσμου μας, ξαναφέρνει πίσω την έννοια του Αιθέρα ως αντιφατικού ενεργού ποιητικού αιτίου της ύλης.  Ως «ἀρχή καὶ στοιχεῖον τῶν ὄντων τὸ ἄπειρον», όπου το ακαριαίο είναι συγχρόνως ακίνητο, μηδενικό και άπειρο, περιέχοντας δυναμικά όλα τα πρόσωπα του κόσμου και συγχρόνως κανένα.
       Σύμφωνα με την Διονυσιακή λατρεία, όλα είναι προσωπεία πάνω σε προσωπεία και το έσχατο προσωπείο είναι αυτό του Διονύσου. Πίσω από αυτό υπάρχει το Άδειο Πρόσωπο, «η παρουσία μέσ’την απουσία», ο Διθύραμβος, το πέρασμα από δύο αντίθετες θύρες συγχρόνως, τη θύρα της γένεσης και του θανάτου, που είναι η αντιφατικότητα γυμνή, το Εν Δυνάμει Είναι.

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ (μερικά αποσπάσματα)

ΜΑΡΚΟΣ ΑΝΤΩΝΙΝΟΣ  IV 116
    ὧ μάλιστα διηνεκῶς ὁμιλοῦσι,  λόγῳ τοῦτῳ διαφέρονται
     καὶ οἷς καθ᾽ἠμέραν ἐγκυροῦσι,  ταῦτα αὐτοὶς ξένα φαίνεται
[Κοινωνούν συνέχεια με τον Λόγο, εξαιτίας του οποίου αλλάζουν κι ενώ κάθε μέρα βεβαιώνονται γι’αυτό, τους φαίνεται ξένος (δεν τον νιώθουν, δεν τον αισθάνονται)].

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ ΙΧ 9
    οὐ ξυνιᾶσιν ὅκως διαφερόμενον ἑαυτῷ ὁμολογέει
    παλίντροπος ἁρμονίη, ὅκωσπερ τόξου καὶ λύρης
[Δεν νιώθουν ότι αυτό που αλλάζει, συμφωνεί με τον εαυτό του· όπως η  αμφίδρομη αρμονία, της λύρας και του δοξαριού].

ΣΕΞΤΟΣ VII 133
     διὸ δεῖ ἔπεσθαι τῷ, τοῦ λόγου δ᾽ἐόντος ξυνοῦ
     ζώουσιν οἱ πολλοί ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν
[Επειδή πρέπει ν’ακολουθούν τον Λόγο, που είναι κοινός-ένας για όλους, οι πολλοί, οι άνθρωποι, ζουν έχοντας δική τους βούληση κι ιδιαιτερότητα].

Η κοινωνία των όντων με την αντιφατικότητα του Λόγου, γεννά την ιδιαιτερότητα και την ελευθερία τους.

ΚΛΗΜΗΣ  ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ  V 60
   κόσμον τόνδε τὸν αὐτόν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν οὔτε ανθρώπων ἐποίησεν
   ἀλλ’ἦν καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον, ἁπτόμενον μέτρα, αποσβεννύμενον μέτρα
[Αυτόν τον κόσμο που είναι ίδιος για όλους, δεν τον εποίησε ούτε θεός ούτε άνθρωπος, αλλά ήταν είναι και θα είναι Πυρ Αείζωον, που ανάβει-σβήνοντας με Μέτρο].

Ο κόσμος σύμφωνα με τον Ηράκλειτο είναι η αιώνια φωτιά (η ενέργεια) που ανάβο-σβήνει με Μέτρο. Δηλαδή είναι η συνεχής εναλλαγή γένεσης και θανάτου των όντων που καταλύονται-συντιθέμενα απ’το αιώνιο Πυρ σε μιαν έμμετρη σχέση. Η αντιφατικότητα του Λόγου ως Λέγειν και Είναι, προϋποθέτει πάντα κάποιο Μέτρο του ενός σκέλους της αντίφασης ως προς το άλλο. Αυτό το Μέτρο είναι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της σχέσης που συνιστά ευκαιριακά μια Ταυτότητα, η οποία κοινωνώντας με το αέναο ρεύμα του παγκοσμίου γίγνεσθαι, αίρεται συγχρόνως σε Άλλη. Το Μέτρο είναι η δυναμική ισορροπία η οποία συνιστά μια ταυτότητα σε συνεχή αλλαγή, δηλαδή που «Πάντα-Είναι-ΜηΌντας».
       Σύμφωνα με τον Χάιζενμπεργκ το Αείζωον Πύρ του Ηράκλειτου δεν μπορεί παρά να είναι η  Ενέργεια της σύγχρονης φυσικής.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ  ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΙ ΤΟΥ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ 388 Ε
      πυρός άνταμοιβή τὰ πάντα καὶ πῦρ ἀπάντων
      ὅκωσπερ χρυσοῦ χρήματα καὶ χρημάτων χρυσός
[Όλα μετατρέπονται σε πυρ και το πυρ σε όλα, όπως ο χρυσός σε εμπορεύματα και τα εμπορεύματα σε χρυσό].

Σήμερα όλοι γνωρίζουμε ότι τα πάντα μετατρέπονται σε ενέργεια και η ενέργεια σε όλα. Μάλιστα ο Αϊνστάιν είναι διάσημος κυρίως από την διατύπωση του Μέτρου σχέσης: Ε=mc².                                 
                                                                                                                                                                      ΑΛΛΗΓΟΡΙΑΙ 24                                                                                                                                              ποταμοῖς τοῖς αὐτοῖς ἐμβαίνομεν τε καὶ οὐκ ἐμβαίνομεν, εἷμεν τε καὶ οὐκ εἶμεν.      
[Στον ίδιο ποταμό μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε, είμαστε και δεν είμαστε].
     

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΙ ΤΟΥ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ 392β.
    ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ οὐδὲ τῆς αὐτῆς οὐσίας δὶς ἅψασθαι κατ᾽ἔξιν
    ἀλλ᾽ὀξύτητι καὶ τάχει μεταβολῆς, σκίδνησι καὶ πάλιν συνάγει καὶ πρόσεισι καὶ ἄπεισι,                       (οὐδέ πάλιν ουδ᾽ ὕστερον, ἀλλ᾽ ἄμα συνίσταται καὶ απολείπει).
[Στον ίδιο ποταμό δεν ξαναμπαίνουμε, ούτε την ίδια ουσία ξαναγγίζουμε, γιατί όλ'αλλάζουν βίαια και γρήγορα, χωρίζονται-ενώνοντας, σκορπάνε-μαζεύοντας, καταλύονται-συντιθέμενα, (όχι πριν ή μετά αλλά συγχρόνως συνίστανται-αποσυντιθέμενα), Είναι-ΜηΌντας].

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ ΙV10
    γναφείῳ ὁδός εὐθεῖα καὶ σκολιή μία ἐστὶ καὶ ἡ αὐτή
    (ἡ τοῦ ὀργάνου καλουμένου κοχλίου ἐν τῷ γναφείῳ περιστροφή εὐθεῖα καὶ σκολιή)
[Στον κοχλία (τον τόρνο) η ευθεία είναι αποτέλεσμα της περιστροφής)] (Η Ευθεία και η Καμπύλη συνιστούν μιαν αντιφατική ενότητα όπου το ένα γεννά το άλλο, αλλά το μάχεται κιόλας).                      Είναι η λεγόμενη "ενότητα και πάλη των αντιθέτων", δηλαδή η αντιφατικότητά τους.

Αν συνθέσουμε τις τέσσερις προηγούμενες προτάσεις θα έχουμε το εξής αποτέλεσμα:  Κάθε γεγονός υπάρχει γιατί δέχεται ροή-αντιρροή υπογεγονότων Αείζωου-Πυρός (στοιχεία ενεργείας, κβάντα ή πυρίδια, όπως τα έλεγαν τότε) με ένα συγκεκριμένο αντιφατικό Μέτρο από μέσα του. Αυτά περνώντας από το γεγονός, αναχωρούν για το σύμπαν κι αλληλεπιδρώντας με τα στοιχεία του σύμπαντος αλλάζουν, στη συνέχεια επιστρέφοντας  πίσω στο γεγονός, το κάνουν μια καταλυτικο-συνθετική πραγματικότητα, αλλάζοντάς το κιόλας.  Επειδή το σύμπαν του Ηράκλειτου είναι άπειρο, τα στοιχειώδη παγκόσμιου αείζωου πυρός που αναχωρούν από το γεγονός για το σύμπαν, επιστρέφοντας στο γεγονός δεν κάνουν κυκλική διαδρομή, αλλά μια πυκνή ελικοειδώς ελλειπτική. Έτσι αυτά τα υπογεγονότα επιστρέφοντας δεν επαληθεύουν απόλυτα το γεγονός στη θέση της αναχώρησής του, αλλά το επαληθεύουν-διαψεύδοντάς το λίγο πιο κει και λίγο διαφορετικό. Γι’αυτό κινείται κιόλας, όντας Άλλο-Αλλού, Όμοιο κι Ανόμοιο με τον εαυτό του. Δηλαδή ουσιαστικά κινείται αλλάζοντας μέσ'τον εαυτό του.

ΥΠΠΟΛΥΤΟΣ  ΙΧ 9
     αἰὼν παῖς ἐστι παίζων πεττεύων, παιδός βασιληίη
[Ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει πεσσούς, είναι η βασιλεία του παιδιού].

Λέγεται ότι οι πεσσοί ήταν ένα έντεχνο, διανοητικό, ημιτυχερό παίγνιο, το οποίο έπαιζαν οι μεγάλοι με στρατηγική και πείρα.  Ο μεγάλος είναι έξω από το παιγνίδι, σχεδιάζει αντικειμενικά και κινείται με γνώμονα τη λογική. Το παιδί αντίθετα όντας μέσ’το παιγνίδι και κινούμενο με πάθος, παύει να είναι ο εαυτός του και βυθίζεται στο Άλλο.   Η αξία του παιγνιδιού βρίσκεται στο ότι το παιδί υπερβαίνει τον εαυτό του, μπαίνοντας σε άλλη πραγματικότητα.
      Ο χρόνος είναι η βασιλεία του παιδιού, που όντας αντιφατικός, αίρει υπερβαίνοντας συνεχώς τον εαυτό του: Το Χθες δεν υπάρχει, το Αύριο δεν υπάρχει, το Τώρα είναι μόνο,το Τώρα που δεν είναι, που είναι Πάντα Άλλο. Έτσι ο χρόνος είναι η μηδενική αιχμή του φθίνοντος παρόντος, μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Είναι μια φθίνουσα αιχμή, που τείνοντας συνεχώς προς το μηδέν, είναι αιώνια στη μηδενικότητά της. Είναι η αντιφατικότητα γυμνή. Ο κόσμος χρονικά είναι μόνο Τώρα-Πάντα-Άλλος. Μηδενικός και άπειρος.

Συμφωνούν λοιπόν ο Αναξίμανδρος και ο Ηράκλειτος στην καταλυτικο-συνθετική αντιφατικότητα του κόσμου και στην αντιφατική λογικο-γλωσσική του σύνταξη που είναι η διαλεκτική και που ο Ηράκλειτος την ονόμασε συνειδητά Λόγο.  Ο Λόγος που είναι Υλική Ουσία, Νόηση και Λέγειν.

                                              ΖΗΝΩΝ (μερικά αποσπάσματα)
 
       ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ ΦΥΣ. 140, 34
εἰ μὴ ἔχοι μέγεθος τὸ ὄν, οὐδ᾽ἂν εἴη, εἰ δ᾽ἔστιν ἀνάγκη ἕκαστον μέγεθός τι ἔχειν καὶ πάχος καὶ ἀπέχειν αὐτοῦ τὸ ἕτερον ἀπό τοῦ ἑτέρου,  καὶ περὶ τοῦ προύχοντος ὁ αὐτός λόγος,  καὶ γὰρ ἐκεῖνο ἔξει μέγεθος καὶ προέξει αὐτοῦ τι, ὅμοιον δὴ τοῦτο.   ἄπαξ τε εἰπεῖν καὶ ἀεί λέγειν.   οὐδέν γὰρ αὐτοῦ τοιοῦτον ἔσχατον ἔσται. οὔτε ἕτερον πρὸς ἕτερον οὐκ ἔσται.  οὕτως εἰ πολλά ἐστιν, ἀνάγκη αὐτά μικρά τε εἶναι καὶ μεγάλα, μικρά μὲν ὥστ μὴ ἔχειν μέγεθος, μεγάλα δὲ ὥστε ἄπειρα εἶναι.
     [Για να υπάρχει κάτι πρέπει να έχει μέγεθος και όγκο και κάποια απόσταση από άλλο.  Το ίδιο ισχύει και για το μεταξύ τους περιθώριο αναλόγως. Γιατί και αυτό θα πρέπει να έχει μέγεθος και πάντα να περισσεύει κάτι αναλόγως. Θα το πω μια για πάντα: δεν είναι δυνατόν να υπάρξει έσχατο μέρος κάποιου, ούτε του σώματος ούτε του περιθωρίου. Επίσης δε μπορεί κάτι να υπάρξει από μόνο του. Έτσι αν υπάρχουν πολλά, είναι ανάγκη να είναι συγχρόνως μικρά και μεγάλα. Τόσο μικρά που να μην έχουν μέγεθος, τόσο μεγάλα που να είναι απείρου μεγέθους].

Σ’αυτό το απόσπασμα, οι ορθολογιστές, παραμερίζοντας την αμφισημία του Ζήνωνα, κρίνουν ότι τα Πολλά, λόγω της αντιφατικότητάς τους, δεν μπορούν να υπάρξουν.  Αυτή όμως είναι μια αντίληψη απλουστευμένη, η οποία πτωχαίνει τον πολυσήμαντο χαρακτήρα και την αμφισημία των λεγομένων του Ζήνωνα.  Εγώ αντίθετα πιστεύω ότι: ο Ζήνων με την σχετικότητα Μεγάλου και Μικρού, Ενός και Πολλών, δείχνει ότι τα Πολλά με το Ένα συνιστούν μίαν αντιφατική ενότητα, όπου η μία έννοια γεννά την άλλη, αλλά συγχρόνως τη μάχεται κιόλας. Εδώ παρουσιάζεται το έσχατο υπόβαθρο του κόσμου, δηλαδή η Αντιφατικότητα Γυμνή, το ακίνητο και ακαριαίο, το Είναι ως Καθαυτή Ουσία, το Εν Δυνάμει Είναι, το οποίο περιέχει όλα τα πρόσωπα του κόσμου και συγχρόνως κανένα και συμπίπτει με τον δυναμικό αιθέρα των Μιλησίων και τον Λόγο του Ηράκλειτου.

   ΔΙΟΓΕΝΗΣ  ΙV 72
τὸ κινούμενον οὔτ᾽ἐν ᾧ τόπῳ ἔστι κινεῖται, οὔτ᾽ἐν ᾧ μὴ ἔστι.
   [Το κινούμενο δεν κινείται ούτε εκεί που βρίσκεται, ούτε εκεί που δεν βρίσκεται].

Είπε ο Χέγκελ: «κάτι κινείται όχι γιατί τη μια στιγμή βρίσκεται εδώ και την άλλη αλλού, αλλά επειδή βρίσκεται συγχρόνως εδώ και όχι εδώ, άρα η κίνηση είναι αντιφατική».  Με τον τρόπο αυτό όμως, ο Χέγκελ παρουσιάζει την αντιφατικότητα της μετακίνησης, όπου η ταυτότητα του κινουμένου δεν είναι υποχρεωμένη ν’αλλάζει κατά τη διάρκεια της κίνησής της. Αντίθετα όπως συνάγουμε, για να λυθεί το αίνιγμα της ρήσης του Ζήνωνα, το κινούμενο καταλύεται-συντιθέμενο, όντας άλλο-αλλού, όμοιο κι ανόμοιο με τον εαυτό του. Δηλαδή κινείται μεν, όμως όχι σε κάποιον ξεχωριστό τόπο, αλλά μέσα στον ίδιο του τον εαυτό αλλάζοντας συνεχώς, κι έτσι φαίνεται ότι μετακινείται κιόλας. Βέβαια αυτή η αντίληψη δεν είναι κοινώς αποδεκτή, αφού όλοι θέλουν τον δαιμόνιο Ζήνωνα να είναι ιδεολογικός «σκύλος» του Παρμενίδη και να μη διαφωνεί μ’αυτόν στο αν αληθινά υπάρχει κίνηση ή όχι.       
     Εγώ όμως εδώ βλέπω ότι ο Ζήνων με τον τρόπο αυτό, παρουσιάζει την σχετικιστική άποψη ότι: τα όντα, ο χώρος κι ο χρόνος συνιστούν μιαν αδιαχώριστη ενότητα στο άπειρο γίγνεσθαι. Κάτι το οποίο η σύγχρονη επιστήμη έχει διατυπώσει πια με αδιάβλητο επιστημονικά τρόπο. Έτσι η ταφόπλακα της αριστοτελικής και της νευτώνειας αντικειμενικότητας πάνω στους προσωκρατικούς, έχει ήδη αρχίσει ν’ανασηκώνεται, απ’τη σχετικιστική και κβαντική επιστήμη.
 
ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ

Υπάρχουν μαρτυρίες για τέσσερα παράδοξα της κίνησης τα οποία αποδίδονται στο Ζήνωνα.
      Για ευκολία θα συνοψίσω τα τρία στην κίνηση του βέλους:
Α.  Ένα βέλος που εκτοξεύεται, για τα φτάσει στο στόχο πρέπει πρώτα να φτάσει στο μέσον της διαδρομής από το τόξο στον στόχο. Όμως πριν απ’αυτό πρέπει να φτάσει στο μισό της μισής διαδρομής κι αυτό επ’άπειρο. Το βέλος λοιπόν “έστηκεν”, έμεινε ακίνητο.
Β.   Ένα βέλος που εκτοξεύεται, για να φτάσει στο στόχο πρέπει πρώτα να φτάσει στο μέσον της διαδρομής από το τόξο στο στόχο.  Μετά πρέπει να φτάσει στο επόμενο μισό της μισής διαδρομής κι αυτό επ’άπειρον.  Το βέλος τείνει μα δεν φτάνει ποτέ στον στόχο.
Γ.   Ένα βέλος στοχεύει μια χελώνα που προχωρεί, την στιγμή που την πλησιάζει, αυτή έχει πάει λίγο πιο κει κι αυτό επ’άπειρον.  Το βέλος μολονότι είναι ταχύτερο απ'την χελώνα ποτέ δεν την φτάνει.
Δ.   Λέγεται ότι στο τέταρτο παράδοξο του Ζήνωνα υπάρχει σύγχυση στην παράδοση των διαφόρων κειμένων, ίσως γιατί δεν έγινε ποτέ απόλυτα κατανοητό.  Εγώ θα χρησιμοποιήσω αυτό που αναφέρεται από τις εκδόσεις Κάκτος, όπως παραδίδεται από τον Αριστοτέλη στα Φυσικά: Ζ9 239b 33: περὶ τῶν ἐν σταδίῳ κινουμένων ἐξ ἐναντίας ἴσων ὄγκων παρ᾽ἴσους, τῶν μὲν ἀπό τοῦ τέλους τοῦ σταδίου τῶν δὲ ἀπό τοῦ μέσου ἴσων τάχει, ἐν ᾧ συμβαίνειν, |οἴεται|, ἴσων εἶναι χρόνον τῷ διπλασίῳ τὸν ἤμισυν.
     [Όταν σ’ένα στάδιο κινούνται σώματα ίσων όγκων αντιθέτως, άλλα ξεκινώντας απ’το μέσον του σταδίου και κατευθύνονται προς το τέρμα κι άλλα ξεκινώντας απ’το τέρμα και κατευθύνονται προς την εκκίνηση, (νομίζει ο Ζήνων), πως μολονότι κινούνται με την ίδια ταχύτητα και στον ίδιο χρόνο, τα μεν διανύουν μισή απόσταση από τα δε].

Θα διερευνήσω το Δ. νοητικό πείραμα από διαφορετικές όψεις, λόγω της ασάφειας που προσφέρεται:
α.  Το σώμα που κινείται αντίθετα από το τέρμα προς την εκκίνηση, έχει να διανύσει διπλάσια πορεία  από αυτό που κινείται από το μέσον της διαδρομής προς το τέρμα.  Αν αυτά τα δύο σώματα κινούνται  με την διαδικασία της τομής της πορείας στη μέση, είναι φυσικό να έλθει η στιγμή, κατά την οποίαν και τα δύο θα πλησιάζουν στο σκοπό τους χωρίς να τον επιτυγχάνουν, αφού και των δύο η απόσταση από το σκοπό τους θα τείνει προς το μηδέν, αλλά ποτέ δε θα μηδενίζεται.  Θα έχουν λοιπόν διανύσει σχεδόν διπλάσια απόσταση το ένα από το άλλο στο ίδιο χρόνο και με την ίδια ταχύτητα. Η διαφορά τους όσο περνά ο χρόνος θα λιγοστεύει αλλά πάντα θα υπάρχει κάποια, η οποία θα τείνει κι αυτή προς το μηδέν. (Αυτός είναι κι ένας βηματισμός προς τον απειροστικό λογισμό).
β.  Τώρα ας αλλάξουμε λίγο αυτό το νοητικό πείραμα, βάζοντας δύο σώματα ίσου μεγέθους να κινούνται, το ένα από την εκκίνηση προς το τέρμα και το άλλο απ’το μέσον της διαδρομής προς το τέρμα, με την ίδια ταχύτητα και στον ίδιο χρόνο. 
      Ακολουθώντας πάλι τη διαδικασία τομής της πορείας τους στη μέση, συμβαίνει το εξής:   Όταν το ένα σώμα τείνει να φτάσει για το τέρμα, συγχρόνως τείνει και το άλλο να φτάσει επίσης.  Μολονότι είχαν απόσταση μισού σταδίου και κινούντο με την ίδια ταχύτητα, το δεύτερο έχει κολλήσει στο πρώτο κι η απόστασή τους έχει μηδενιστεί.
γ.  Ας δούμε τώρα την κίνηση ενός μοναδικού σώματος πάνω σ’αυτό το ιδιόμορφο στάδιο:  Το κινούμενο σώμα έχει συγκεκριμένο μήκος Α―Β (με Α την αρχή του και Β το τέλος του).  Ας υποθέσουμε ότι το σώμα ακολουθεί και αυτό την διαδικασία της τομής της πορείας στη μέση.   Υπολογίζοντας την απόσταση του σώματος από την αρχή του Α, προς το τέρμα της διαδρομής και συγχρόνως υπολογίζοντας την απόστασή του από το τέλος του Β προς το τέρμα, διαπιστώνουμε ότι κάποια στιγμή το τέλος και η αρχή του σώματος τείνουν να φτάσουν συγχρόνως στο τέρμα της διαδρομής. Αυτό σημαίνει ότι το σώμα έχει χάσει σχεδόν όλο το μήκος του τείνοντας να μηδενιστεί. Δηλαδή το κινούμενο χάνει μέρος από το μήκος του κατά την διεύθυνση της πορείας του.
        Αυτό ισχυρίζεται και η σχετικιστική φυσική. Ο Λόρεντς έχει αποδείξει μαθηματικά ότι το κινούμενο χάνει μέρος του μήκους του κατά την φορά της κίνησής του.
 
Ο ΠΑΡΜΕΝΙΔΕΙΟΣ ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ

Στον ομώνυμο διάλογό του ο Πλάτων, μας παρουσιάζει έναν Παρμενίδη διαφορετικό απ’αυτόν που ανακαλύπτουμε στο ποίημα «Περί Φύσεως», του ιδίου του Παρμενίδη. Είναι πιθανόν ο Παρμενίδης να έγραψε αυτό το ποίημα σε νεαρή ηλικία (αφού η Μούσα φέρεται στο έργο αυτό να τον ονομάζει “κούρο”) κι ίσως αργότερα για κάποιο λόγο ν’άλλαξε απόψεις.        
       Ο Πλάτων στον διάλογό του, παρουσιάζει έναν Παρμενίδη μάλλον εμφορούμενο από τις απόψεις του Ζήνωνα και μολονότι οι δοξογράφοι θέλουν τον Ζήνωνα να είναι απολογητής κι υπερασπιστής των απόψεων του Παρμενίδη εκεί φαίνεται να συμβαίνει το αντίθετο.  Ίσως ο Πλάτων για τους δικούς του λόγους, οι οποίοι δεν είναι ευκαταφρόνητοι, αφού το αποτέλεσμα είναι μεγαλοπρεπές, παραβίαζε τα κείμενα ή τις απόψεις προσώπων που συμμετέχουν στους Διαλόγους του. Επίσης είναι παράδοξο ότι ο Πλάτων δεν μας παρουσιάζει τον Παρμενίδη, όπως αναδύεται απ’το ποίημά του ιδίου “Περί Φύσεως”, δηλαδή ιδρυτή του ορθολογισμού ως συνειδητού κι προάγγελο της τυπικής λογικής και του ντετερμινισμού. Επίσης μέσα απ’την κριτική την οποία ασκεί ο Παρμενίδης σ’αυτό του το έργο, αναδεικνύει τις ειδοποιούς διαφορές του ορθολογισμού και της διαλεκτικής, προσφέροντας εξαιρετικές υπορεσίες και στους ορθολογιστές και στους διαλεκτικούς διανοητές.
                                                                                                                                                ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ (αποσπάσματα από το ποίημά του Περί Φύσεως)

Απόσπασμα 1, στ. 24-32
   ὦ κοῦρ᾽ἀθανάτοισι συνάορος ἡνιόχοισιν,
   ἵπποις ταί σε φέρουσιν ἱκάνων ἡμέτερον δῶ,
   χαῖρ᾽, ἐπεὶ οὔτι σε μοῖρα κακὴ προὔπεμπε νέεσθαι
   τήνδ᾽ ὁδόν (ἧ γὰρ ἀπ᾽ἀνθρώπων ἐκτὸς πάτου ἐστίν),
   ἀλλὰ θέμις τε δίκη τε. χρεὼ δὲ σε πάντα πυθέσθαι
   ἠμὲν ἀληθείης εὐκυκλέος ἀτρεμὲς ἦτορ
   ἠδὲ βροτῶν δόξας, ταῖς ούκ ἔνι πίστις άληθής.
   ἀλλ᾽ ἔμπης καὶ ταῦτα μαθήσεαι, ώς δοκοῦντα
   χρῆν δοκίμως εἶναι διὰ παντὸς πάντα περῶντα·

[Νέε, που σε έφεραν στα δώματά μου αθάνατοι ηνίοχοι, χαίρε, γιατί σ’αυτό το δρόμο δε σ’έφερε κακή μοίρα, ―τον δρόμο που είναι μακριά απ’τα χνάρια των ανθρώπων―, (που είναι νέος) τον δρόμο της Θέμιδος και της Δίκης (του πρέποντος και της αιτιότητας). Είναι ανάγκη να τα μάθεις όλα, και της ολοστρόγγυλης αλήθειας την αταλάντευτη ψυχή, και τις δοξασίες για τα εφήμερα που κανείς δεν μπορεί να πιστεύει με σιγουριά. Αλλά μαζί με τα άλλα πρέπει να γνωρίσεις και αυτά, γιατί πρέπει να έχεις εμπειρία για όλα με όλους τους τρόπους].

Απόσπασμα 2   
   εἰ δ᾽ ἄγ᾽ἐγὼν ἐρέω, κομίσαι δὲ σὺ μῦθον ἀκούσας,
   αἵπερ ὁδοὶ μοῦναι διζήσιος* εἱσι νοῆσαι,
   ἡ μὲν, ὅπως  |ἔστιν τε καὶ οὐκ ἔστι|  μὴ εἶναι,
   πειθοῦς** ἐστι κέλευθος (ἀληθείῃ γὰρ ὀπηδεῖ),***
   ἡ δ᾽ ὡς  |οὐκ ἔστιν|,  τε καὶ ὡς χρεῶν ἐστι, μὴ εἶναι,
   τὴν δή τοι φράζω παναπευθέα ἔμμεν ἀταρπόν·
   οὔτε γὰρ ἂν γνοίης τὸ γε μὴ ἐόν (οὐ γὰρ ἀνυστόν) οὔτε   φράσαις.  
                                             
Liddell & Scott -δίζω: τελῶ ἐν ἀμφιβολίᾳ. δίζημαι: ζητέω, ἀναζητῶ, ἐπιζητῶ.  δίζησις:  ἐξέτασις, ἔρευνα. δίζως: ὁ ἔχων διπλή μορφή, διπλή φύση. *διζήσιος: ο αμφίσημος στην έρευνα, (ίσως ο  αντιφατικός, -δική μου πρόταση-),
**
Πείθω: με απατηλούς λόγους, δια δεήσεως, διαφθείρω δια χρημάτων.  
***ὀπηδεῖ, ὀπή-δέω: υποχρεώνομαι να συμπεριφερθώ ανάλόγα με την ύπαρξη οπής:  διαφεύγω από οπή, ακολουθώ διαφεύγοντας από οπή.  
                                                                                                                       
Συμπέρασμα ερμηνείας -πειθοῦς ἐστι κέλευθος (ἀληθείῃ γὰρ ὀπηδεῖ)- :  Α. Η Πειθώ δεν είναι πάντα ο δρόμος της Αλήθειας, μάλιστα μπορεί να είναι και ο δρόμος του ψεύδους ή της συναλλαγής.   Β. Ο οπηδός ή οπαδός δεν ακολουθεί πάντα την Αλήθεια.   Γ. Όταν μάλιστα η αλήθεια είναι σε πτώση αφαιρετική και όχι αιτιατική, δεν μπορεί να ακολουθείται η αλήθεια, αλλά ν'αφαιρείται απ'την αλήθεια. Έτσι πιο σωστή ερμηνεία θα ήταν “από την αλήθεια διαφεύγει”.

Ερμηνεία: [Άκουσε λοιπόν με προσοχή τι που θα σου πω: αυτοί οι δυο δρόμοι έρευνας μόνον είναι αντιφατικοί. Κατά τον πρώτον, δεν μπορεί κάτι να Είναι και να Μην Είναι (να Είναι-ΜηΌντας), αφού αυτός είναι ο δρόμος της πειθούς, γιατί από την αλήθεια διαφεύγει. Κατά τον άλλον, το Μη-Είναι, όπως έχει χρέος δεν μπορεί να υπάρξει. Από αυτόν το δρόμο σε αποτρέπω τελείως, αφού το Μη-Είναι δεν μπορείς ούτε να το εννοήσεις, ούτε να το γνωρίσεις, ούτε να το πεις].

Εδώ με μια μονοκοντυλιά, ο Παρμενίδης θέτει τις βάσεις του ορθολογισμού και τις δύο αρχές της τυπικής λογικής:
Α.  Κάθε τι μπορεί μόνο να Είναι (ο εαυτός του).
Β.  Κάτι δεν μπορεί να Είναι-ΜηΌντας (ο εαυτός του).

Μπορεί ο άνθρωπος να χρησιμοποιούσε τον ορθολογισμό απ'την εποχή των σπηλαίων, εδώ όμως διαπιστώνουμε ότι ο Παρμενίδης κάνει τα πρώτα βήματα του ανθρώπου στον ορθολογισμό, την τυπική λογική και στον ντετερμινισμό ως συνειδητή πρακτική. Δηλαδή επιστημονικοποιεί την αόριστα προϋπάρχουσα ορθολογική σκέψη, ως αντίθετη στην διαλεκτική, όπου κυριαρχεί η αντιφατικότητα, δηλαδή όπου κάθε τι | Είναι-ΜηΌντας |.

Απόσπασμα 3
     τὸ γὰρ αὐτό νοεῖν ἐστίν τε καὶ εἶναι
[Γιατί το νοείν και το είναι συμπίπτουν].

Όταν το Νοείν και το Είναι συμπίπτουν, τίποτα απ’ότι υπάρχει δεν μπορεί να διαφύγει απ’τη νόηση, άρα μπορούμε να έχουμε ασφαλή συμπεράσματα διά μέσου της λογικής.

Απόσπασμα 4
    λεῦσσε δ᾽ὁμῶς ἀπεόντα νόῳ παρεόντα βεβαίως·
    οὐ γὰρ ἀποτμήξει τὸ ἐὸν τοῦ ἐόντος ἔχεσθαι
    οὔτε σκιδνάμενον πάντῃ πάντως κατὰ κόσμον
    οὔτε συνιστάμενον.

[(Επειδή η νόηση και το είναι συμπίπτουν) μπορείς να φωτίσεις, μέσω των παρόντων με το νου (την λογική) με βεβαιότητα τα απόντα. Γιατί δεν μπορεί ν’αποκοπεί το υπάρχον του υπάρχοντος (ο νους από το είναι), ούτε θεωρώντας τον κόσμο ως μέρη (τετμημένο), ούτε ως όλον].

Εδώ τονίζει ότι οι λογικές αρχές που έχει προτείνει για τη μετάβαση από τα γνωστά στα άγνωστα, ισχύουν και για τα μέρη και για το όλον. Έτσι, με την χρήση του ορθολογισμού, μπορούμε να έχουμε έγκυρους συνειρμούς.

Απόσπασμα 5
   ξυνὸν δέ μοί ἐστι, ὁππόθεν ἄρξομαι τόθι γὰρ πάλιν ἵξομαι αὖθις.
[Εγώ νομίζω ότι απ’όπου ξεκινάμε εκεί γυρίζουμε πάλι].
(Ο κόσμος είναι κλειστός πεπερασμένος και έτσι τίποτα δεν μπορεί να διαφύγει από τη νόηση).

Σε ένα κόσμο κλειστό και σφαιρικό, όπως ορίζεται απ'τους Ξενοφάνη και Παρμενίδη στο “απόσπασμα 8” και στους στίχους 42-44,  πρέπει  “όταν κάτι κινείται ευθύγραμμα κι ομαλά, να επιστρέψει κάποια στιγμή στη θέση που ξεκίνησε”, όπως ισχυρίζεται κι ο Αϊνστάιν.   Βλέπουμε όμως ότι: παρά την προσπάθειά του ο Παρμενίδης να παραμερίσει απ'τη λογική του την αντιφατικότητα, αυτή αναπάντεχα να εμφανίζεται ξανά: Σύμφωνα με τον Λάο-Τσε “η μεγάλη ευθεία οφείλει να είναι κυρτή” και σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, “η ευθύγραμμη πορεία είναι αποτέλεσμα περιστροφής”.

Απόσπασμα 6 στ. 1-2
   χρὴ τὸ λέγειν τε νοεῖν τ᾽ἐόν ἔμμαινε· ἔστι γὰρ εἶναι,
   μηδὲν οὐκ ἔστιν, τὰ σ᾽ἐγὼ φράζεσθαι ἄνωγα.

[Είναι ανάγκη λοιπόν, το Λέγειν το Νοείν και το Είναι να συμπίπτουν, γιατί μόνο το Είναι υπάρχει, το Μηδέν δεν υπάρχει, έτσι σε συμβουλεύω να σκέπτεσαι].

Εδώ ακόμα τονίζει ότι εκτός από Νοείν και το Είναι, πρέπει και το Λέγειν να συμπίπτει μαζί τους. Έτσι και ο λόγος δε θα μπορεί ουσιαστικά να διαφύγει από τη λογική.

Απόσπασμα 6 στ. 3-9
   πρώτης γὰρ σ᾽ἀφ᾽ὁδοῦ ταύτης διζήσιος <εἴργω>,
   αὐτὰρ ἔπειτ᾽ἀπὸ τῆς, ἣν δὴ βροτοί εἰδότες οὐδὲν
   πλάττονται δίκρανοι, ἀμηχανίη γὰρ ἐν αὐτῶν
   στήθεσιν ἰθύνει πλαγκτόν νόον. οἱ δὲ φοροῦνται
   κωφοί ὁμῶς τυφλοί τε, τεθηπότες ἄκριτα φῦλα
                                                                                         οἷς -τὸ πέλειν* τε καὶ οὐκ-,  εἶναι ταὐτὸν νενόμισται
   κοὐ ταὐτόν,  πάντων δὲ παλίντροπός ἐστι κέλευθος.

LIDDELL & SCOTT * πέλειν, πέλω, πέλομαι: διατελώ εν κινήσει επέρχομαι, -υπάρχω, -είμαι, ἀλλά διακρίνεται από το είμαι καθ᾽όσον περιέχει κάποια έννοια συνεχείας, γι’αυτό και είναι σε χρήση επί παρομοιώσεων και συγκρίσεων.
                                                                                                                                                        Ερμηνεία: [Από αυτόν τον δρόμο έρευνας, τον πρώτο, (τον αντιφατικό), σ'αποτρέπω. (Είναι ο πρώτος απ’τους δυο δρόμους προς αποφυγήν, που παρουσίασε στο απόσπασμα 2  και στοίχο 3).
Οι θνητοί απ’αυτόν δεν έμαθαν τίποτα, γίνονται δίβουλοι, γιατί η αμηχανία στα στήθια τους σαλεύει το νου.  Φαντάζουν κουφοί, τυφλοί και χαμένοι, χωρίς κρίση, αυτοί που νομίζουν ότι η συγκριτική βεβαιότητα, είναι και δεν είναι έγκυρη, γιατί δέχονται πως για όλα υπάρχει συγχρόνως κι αντίδρομος τρόπος να είναι]

Ο Παρμενίδης μαζί με τον υπαινιγμό του για τις αρχές της ταυτότητας και μη αντίφασης, τονίζει τον όρο της αντιστοιχίας Νόησης και Είναι, γιατί μόνον έτσι θα μπορούσε να λειτουργήσει αυτή η λογική διαδικασία. Μετά προτείνει την εγκυρότητα των συγκριτικών διαδικασιών κι από κει τη δημιουργία κατηγοριών, όπου μόνο μ’αυτήν η λογική θα μπορούσε κάποιος να φτάσει από τα παρόντα στα απόντα, έχοντας έγκυρη παραγωγή συλλογισμών (ανάλυση και σύνθεση)].

[Συγκριτική διαδικασία:  
Αν Α όμοιο του Β και Β όμοιο του Γ τότε Α όμοιο του Γ. (σύνθεση)
Αν Α όμοιο του Β και Β διάφορο του Γ τότε Α διάφορο του Γ. (ανάλυση)] 

Απόσπασμα 7
     οὐ γὰρ μήποτε τοῦτο δαμῇ, εἶναι μὴ ἐόντα·
     ἀλλὰ σὺ τῆσδ᾽ἀφ᾽ ὁδοῦ διζήσιος εἶργε νόημα,
     μηδὲ σ᾽ἔθος πολύπειρον ὁδὸν κατά τήνδε βιάσθω
     νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα και ἠχήεσαν ἀκουήν καὶ γλῶσσαν,
     κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ  ἐμέθεν ρηθέντα.

            [την λέξη «τοῦτο» ερμηνεύω «ταυτότητα»]
[Γιατί ποτέ μα ποτέ η Ταυτότητα δεν θ'αναγκαστεί, να Είναι-Μη Όντας·  να είσαι λοιπόν μακριά από τον αντιφατικό δρόμο και να μην παρασύρεσαι απ'την συνήθεια, αλλά ότι βλέπεις ή ακούς κρίνε το με τον τρόπο που σου έμαθα τον δοκιμασμένο].

Απόσπασμα 8 στ. 1-18  
                                    μόνος δ᾽ἔτι μῦθος ὁδοῖο
      λείπεται ὠς ἔστιν·  ταύτῃ δ᾽ἐπὶ σήματα ἔασι
      πολλὰ μάλ᾽, ὠς ἀγένητον καὶ ἀνώλεθρόν ἐστιν,
      οὗλον, μουνογενές τε καὶ ἀτρεμές οὐδ᾽ἀτέλεστον,
5    οὐδέ ποτ᾽ἧν οὐδ᾽ἐσταί, ἐπεί νῦν ἐστιν ὁμοῦ πάν
      ἕν, συνεχές·  τίνα γὰρ γένναν διζήσεαι αὑτοῦ;
      πῇ πόθεν αὐξηθέν;  οὕτ᾽ ἐκ τοῦ μὴ ἐόντος ἐάσσω
      φάσθαι σ᾽οὐδέ νοεῖν· οὐ γὰρ φατόν ούδὲ νοητόν
      ἔστιν ὅπως οὐκ ἔστι.  τί δ᾽ἄν μιν καὶ χρέος ὦρσεν  
10  ὕστερον ἣ πρόσθεν τοῦ μηδενός ἀρξάμενον φῦν;
      οὕτως ἣ πάνπαν πελἐναι χρεών ἐστιν ἢ οὐχί
      οὔτε ποτ᾽ἐκ μὴ ἐόντος ἐφήσει πίστιος ἰσχὺς
      γίγνεσθαί τι πάρ᾽αὐτό.  τοῦ εἴνεκεν οὔτε γίγνεσθαι
      οὔτ᾽ ὄλλυσθαι ἀνῆκε δίκη χαλάσασα πέδῃσιν             
15  ἀλλ᾽ ἔχει. ἡ δὲ κρίσις περὶ τούτων ἐν τῷδ᾽ἐστιν·
      ἔστιν ἢ οὐκ ἔστιν.  κέκριται δ᾽οὗν ὥσπερ ἀνάγκη
      τὴν μὲν ἐᾶν ἀνόητον ἀνώνυμον, οὐ γὰρ ἀληθής
      ἔστιν ὁδός.  τὴν δ᾽ ὥστε πέλειν καὶ ἐτήτυμον* εἶναι.

     LIDDEL & SCOTT * ἐτήτυμον εἶναι: (ετήτυμβον) ἀνήκων στον ἴδιο τύμβο, συγγενές-αληθές.
     πέλειν καὶ ἐτήτυμον εἶναι:  Το ὅμοιο ανήκει σε συγγενή ομάδα (κατηγορία).    

[Μόνος δρόμος για τον οποίον μπορούμε να μιλάμε, μας μένει το Είναι. Πάνω σ’αυτόν υπάρχουν πάρα πολλά στοιχεία, όπως ότι το αθάνατο είναι κι αγέννητο, Όλον, τετελεσμένο-αταλάντευτο, ποτέ δεν ήταν, ούτε θα είναι (δεν έχει παρελθόν ή μέλλον), γιατί όλο αυτό μαζί είναι ένα, συνεχές, μόνο τώρα. Τι είδους γέννα να αναζητήσεις σ’αυτό; Από που προς τα που να επεκταθεί; Για το Μη-Ον, το Μη-Υπάρχον, δεν μπορείς να καταλάβεις ή να πεις τίποτα. Επειδή δεν υπάρχει, δεν λέγεται, ούτε νοείται. Δε μπορεί τίποτα να αναγκάσει κάτι να υπάρξει πριν ή μετά το Μηδέν.  Έτσι λοιπόν κάθε τι πρέπει να συμπέσει με το Όλον, το σύμπαν, ή το μηδέν που δεν υπάρχει. Από το μη υπάρχον, δεν μπορεί να περιμένει κάποιος ούτε γίγνεσθαι ούτε όλλυσθαι, αφού αυτό ορίζει η λογική. Κάθε κρίση πρέπει να βρίσκεται μέσα σ’αυτά τα όρια, δηλαδή να Είναι ή να Μην Είναι.  Όπως λοιπόν είναι αναγκαίο, ο ένας δρόμος κρίνεται ανώνυμος και χωρίς νόημα (αναληθής), ενώ ο άλλος είναι δρόμος της βεβαιότητας των συγκριτικών διαδικασιών, όπου το όμοιο ανήκει σε συγγενή ομάδα κι είναι ο σωστός].

Αφού στο δεύτερο απόσπασμα ανέφερε τους αντιφατικούς δρόμους προς αποφυγήν, εδώ προτείνει ως μοναδικό δρόμο έρευνας, αυτόν ο οποίος στηρίζεται στο Είναι.

Απόσπασμα 8 στ, 35-40
35   οὐ γὰρ ἄνευ τοῦ ἐόντος, ἐν ᾧ πεφατισμένον ἐστίν,
       εὑρήσεις τὸ νοεῖν· οὐδὲν γὰρ ἦν, ἔστιν ἢ ἔσται
       ἄλλο παρέξ τοῦ ἐόντος, ἐπεὶ τὸ γε μοῖρ᾽ἐπέδησεν
       οὖλον ἀκίνητον τ᾽ἔμεναι·  τῷ πάντ᾽ὄνομα ἔσται
       ὅσσα βροτοί κατέθεντο πεποιθότες εἶναι ἀληθῆ,
40   γίγνεσθαι τε καὶ ὄλλυσθαι, εἶναι τε καὶ οὐχί,
       καὶ τόπον ἀλλάσσειν διὰ τε χρόα φανόν ἀμείβειν.
       αὐτάρ ἐπεὶ πεῖρας πύματον, τετελεσμένον ἐστὶ
       πάντοθεν εὐκύκλου σφαίρης ἐναλίγκιον ὄγκῳ
       μεσσόθεν ἰσοπαλὲς πάντῃ·…..

[Δεν μπορείς να βρεις το Νοείν παρά μόνο μέσα στο Είναι, γιατί εκεί ακριβώς είναι γεγραμμένο. Τίποτα άλλο εκτός απ’το Είναι, δεν μπορεί να υπήρχε, να υπάρχει ή να υπάρξει, γιατί αυτό είναι Όλον Ακίνητο.  Όλα τα άλλα είναι ονόματα τα οποία οι θνητοί του δίνουν, γιατί πιστεύουν ότι πραγματικά υπάρχει γίγνεσθαι και όλλυσθαι, |Είναι-Μη Όντας| και γενικά κάθε είδους μετατροπή ή μετακίνηση. Αλλά αφού αυτό είναι πεπερασμένο και τετελεσμένο είναι τέλεια σφαιρικό και πλήρως ισόρροπο].
                                                                                                                                                              Απόσπασμα 8 στ. 50-61
50  ἐν τῷ σοὶ παύω πιστόν λόγον ἠδὲ νόημα·
      ἀμφὶς ἀληθείης δόξας ἀπὸ τοῦδε βροτείας
      μάνθανε κόσμον, ἐμῶν ἐπέων ἀπατηλόν ἀκούων.
      μορφάς γὰρ κατέθετο δύο γνώμας ὀνομάζειν,
      τῶν μίαν οὐ χρεών ἐστιν, ἐν ᾧ πεπλανημένοι εἰσίν.
55  τ᾽ἄντια ἐκρίνατο δέμας καὶ σήματ᾽ἔθεντο
      χωρὶς ἀπ᾽ ἀλλήλων·  τῇ μὲν φλογός αἰθέριον πῦρ,
      ἤπιον ὄν, μέγ᾽ ἐλαφρόν,  ἑαυτῷ πάντοσε τωὐτόν,
      τῷ δ᾽ἑτέρῳ μὴ τωὐτόν, ἀτὰρ κἀκεῖνο κατ᾽αυτό
      τἀντία, νύκτ᾽ἀδαῇ, πυκινὸν δέμας ἐμβριθές τε.
60  τὸν σοι ἐγώ διάκοσμον ἐοικότα πάντα φατίζω,
      ὡς οὐ μὴ ποτέ τίς σε βροτῶν γνώμη παρελάσῃ.

[Εδώ σταματώ το λόγο που έχει αληθινό νόημα· και θα μιλήσω για τον κόσμο της αμφίδρομης αλήθειας, της φθαρτής τον απατηλό. Νομίζουν ότι κάθε τι έχει δυο τρόπους να υπάρχει, έχοντας δυο μορφές, η μια δεν τους αρκεί.  Εδώ ακριβώς κάνουν λάθος. Τ'αντίθετα θεωρούν ενωμένα, ενώ έβαλαν συγχρόνως διαχωριστικά όρια μεταξύ τους. Απ’τη μια το αιθέριο πυρ της φλόγας ίδιο πάντα με τον εαυτό του, απ’την άλλη, διάφορο απ’τον εαυτό του, αυτό το ίδιο ενάντια στον εαυτό του, δηλαδή σκοτάδι πυκνό μπερδεμένο.  Σου μιλώ για το φαινομενικό κόσμο, το διάκοσμο, για να μην ξεγελαστείς ποτέ απ’τη φθαρτή σκέψη].
        Ο Παρμενίδης στρέφεται κατά της ηρακλειτικής Διαλεκτικής Σκέψης της αντιφατικής, θέτοντας άλλους όρους στη νόηση, οι οποίοι απορρίπτουν την ύπαρξη του Μηδενός, (αφού το υπάρχειν του τίποτα είναι η γυμνή αντιφατικότητα). Κατ'αυτόν κάθε αντιφατικός συλλογισμός ο οποίος Είναι-ΜηΌντας, περιέχοντας  έστω και μερικώς το Μη-Είναι, περιέχει σφάλμα.

Απόσπασμα 9
    αὐτὰρ ἐπεὶ πάντα φαός καὶ νὺξ, ὀνόμασται
    καὶ τὰ κατὰ σφετέρας δυνάμεις ἐπὶ τοῖσί τε καὶ τοῖς,
    πᾶν πλέον ἐστὶν ὁμοῦ φάεος καὶ νυκτός ἀφάντου
    ἰσων ἀμφοτέρων ἐπεὶ οὐδετέρῳ μετά μηδέν.

[Επειδή όλα έγιναν από φως και σκότος με τις δικές τους δυνάμεις, και μετά σκληρή πάλη πήραν διάφορες μορφές, αυτό που «περισσεύει», είναι τόσο φως όσο και σκότος ίσα μεταξύ τους, γιατί πέραν αυτών δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα].

Ο Παρμενίδης προϋποθέτει σύμπαν κλειστό, τετελεσμένο πεπερασμένο, όπου φως και σκότος  συντίθενται μεταξύ τους δημιουργώντας τον κόσμο.  Έτσι, ότι περισσεύει, είναι φως και σκότος ίσια μεταξύ τους, αφού αυτές οι ουσίες καταλαμβάνουν όλο τον κόσμο και πέραν αυτών δεν υπάρχει Κενό ή Μηδέν.  Αν κάποιο απ’τα δυο ήταν περισσότερο, για να έχουμε σύμπαν ισόρροπο, θα έπρεπε να υπάρχει Κενό και Μηδέν.                                                                                                   

Απόσπασμα 1  στ.  9 έως 14
    ἡλιάδες κοῦραι προλιποῦσαι δώματα νυκτός
    εἰς φαός ὠσάμεναι κράτων ἄπο χερσὶ καλύπτρας.
    ἔνθα πύλαι νυκτός καὶ ἤματός εἰσι κελεύθων
    καὶ σφὰς ὑπέρθυρον ἀμφίς ἔχει λάινος οὐδός·
    αὐταὶ δ᾽αἰθέριαι πλῆνται μεγάλοισι θυρέτροις·
    τῶν δὲ δίκη πολύποινος ἔχει κληῖδας ἀμοιβούς.

[Εδώ με οδήγησαν οι κόρες του Ήλιου… όπου υπάρχει θύρα διπλή με εναλλασσόμενα κλειδιά που τα κρατά η Δίκη, (η αιτιότητα)… (Από κει ξεκινά ο δρόμος του φωτός και του σκότους, δηλαδή της σύνθεσης του κόσμου)].

Ο Παρμενίδης ισχυρίζεται ότι ακολουθεί έναν νέο δρόμο, αυτόν της αιτιότητας, ο οποίος τότε ήταν μακριά απ’τα βήματα των ανθρώπων (αφού επικρατούσε η διαλεκτική στη σκέψη κι τραγικότητα ως θρησκεία, ήθος και καθημερινότητα απ’την οποία απορρέει η Διαλεκτική Αντιφατικότητα). Κατ’αρχήν αποδέχετο το αυτονόητο, δηλαδή ότι μόνο το Είναι υπάρχει, ενώ το ΜηΕίναι δεν μπορεί να υπάρξει. Θεώρησε την ύπαρξη του Μη-Είναι, του μη-υπάρχοντος,  ως αντίφαση γυμνή. Πρότεινε λοιπόν μια λογική, η οποία απορρίπτει το Μη-Είναι και την αντιφατικότητα η οποία επειδή Είναι-ΜηΌντας κι έτσι έστω και μερικώς περιέχει το ΜηΕίναι και σε κάθε της βήμα πατά μόνο στο Είναι.  Θεώρησε έτσι την Αντιφατικότητα η οποία είναι σύμφυτη με την εξέλιξη της καθημερινότητας φαινομενική και γι’αυτό εδέχθει ότι ο κόσμος είναι πλήρης χωρίς Κενό και Μηδέν. Έτσι το Είναι το Νοείν και το Λέγειν, είναι υποχρεωμένα να συμπίπτουν. Για τον ίδιο λόγο θεώρησε και το σύμπαν ως τετελεσμένο, πεπερασμένο, σφαιρικό και κλειστό.  Έτσι που ο Λόγος, το Νοείν και το Είναι, συμπίπτοντας όλα μαζί, να δώσουν όργανο βεβαιότητας συγκριτικών διαδικασιών και γι’αυτό να είναι δυνατόν διά του ορθολογισμού, από τα παρόντα να πάμε με βεβαιότητα στα απόντα.  
     Ο Παρμενίδης μέσα σε λίγες σειρές, περιέγραψε τον Ορθολογισμό ως συνειδητή  πρακτική και έκανε τα πρώτα βήματα στον ντετερμινισμού. Από την άλλη, στο ποίημά του αναφαίνεται η πιο συνειδητή πολεμική ενάντια στην αντιφατικότητα της διαλεκτικής ως Λόγος και Ουσία του Ηράκλειτου και μέσα απ'αυτήν διαχώρισε σαφώς τον Ορθολογισμό από την Διαλεκτική.

Ο λογικός άνθρωπος του 21ου αιώνα πρέπει να ξαναδεί πως οριοθετεί ο Παρμενίδης τις προτάσεις του. Γιατί υπάρχουν θέσεις τις οποίες θεωρώντας δεδομένες, προσπερνάμε ξεχνώντας που στηρίζονται κι από που έρχονται. Πρέπει λοιπόν να μην ξεχνάμε ότι ο ορθολογισμός, ως όργανο αναμφισβήτητων συλλογισμών, προϋποθέτει κλειστό συστήμα και κατ' ανάγκην σύμπαν τετελεσμένο και πεπερασμένο. Δηλαδή η ορθολογική σκέψη κι ο ντετερμινισμός, πρέπει οπωσδήποτε μιας εξαρχής ν'απορρίπτουν την έννοια του απείρου σε κάθε λογική διαδικασία, ακόμα ν'αποδέχονται ότι στο βάθος ο κόσμος μας συνίσταται από μια σειρά εσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη τα οποία γεννούν γίγνεσθαι φαινομενικό. Αυτό όμως συχνά δεν συμβαίνει κι έτσι κάποιοι ορθολογικοί διανοητές τσαλαβουτάνε ανάμεσα σε δρόμους που δεν συμβιβάζονται λογικά, δημιουργώντας νοητικά αδιέξοδα.
      Επίσης η προσεκτική μελέτη αυτού του ποιήματος δεν αφήνει καμιάν αμφιβολία ότι η ίδιότητα που χωρίζει σαφώς σαφώς την διαλεκτική από τον ορθολογισμό είναι η αντιφατικότητα. Η αντίφαση στη διαλεκτική θεωρείται γενεσιουργό στοιχείο ενώ αντίθετα στον ορθολογισμό στοιχείο ψεύδους.
                                                                                                                                                                    Ο ΛΟΓΟΣ

Η Ουσία σύμφωνα με τον Παρμενίδη, είναι σύμφυτη με το Νοείν και Λέγειν κι αυτά είναι πεφατισμένα σε κάθε Ον.  Ο Παρμενίδης λοιπόν κι ο Ηράκλειτος συμφωνούν ότι η ενότητα Νοείν και Είναι βρίσκεται στο Λόγο. Ο Λόγος είναι συγχρόνως Νόηση, Ουσία και Λέγειν, επίσης συμφωνούν ότι ο άνθρωπος είναι πεφατισμένος με Νόηση και Λόγο. Διαφέρουν όμως στο ότι ο Λόγος του Παρμενίδη είναι αντιθετικός-ορθολογικός, ενώ αυτός του Ηράκλειτου αντιφατικός-διαλεκτικός.
      Ο Ξενοφάνης είχε ισχυριστεί ότι όλα στο απώτατο βάθος είναι ακατάληπτα. Δηλαδή υπάρχουν πολλά έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη που συνιστούν το Όλον, αλλά καθένα από αυτά είναι άρρητο, αξίωμα, όντας μια ταυτότητα καθαυτή. Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι ο Ξενοφάνης όπως κι ο Παρμενίδης δέχονται τον κόσμο πεπερασμένο, τετελεσμένο, σφαιρικό και κλειστό. Ο Ηράκλειτος αντιτίθεται στην έννοια του άρρητου: «ό,τι μπορεί να υπάρξει είναι Λόγος και Ουσία που λέγεται αντιφατικά γιατί ο κόσμος “Είναι-ΜηΌντας”, δηλαδή βρίσκεται σε συνεχή αλλαγή και εξέλιξη, όντας ανοικτός». 
      Ο λόγος του Ηράκλειτου συμπίπτει με το αντιφατικό καταλυτικο-συνθετικό-Γίγνεσθαι-Ουσία. Γι’αυτόν κάθε τι αληθινό πρέπει ν’αντιλέγει τον εαυτό του, όντας αυτοαναιρούμενο. Επίσης κάθε αντίληψη που δέχεται Πολλά, έσχατα, αναλλοίωτα στοιχειώδη ή ιδέες, δεν μπορεί παρά να γεννά αντινομίες κι αναπάντητα ερωτήματα. Η γλώσσα των “Αιωνίων Αξιών” σύμφωνα με τον Ηράκλειτο δε μπορεί να πει τον κόσμο ακριβώς όπως είναι, γι’αυτό τονίζει ότι αυτός “λέει τα πάντα όπως είναι”, μέσω του αντιφατικού Λόγου.

Το πρόβλημα, ποια γλώσσα είναι η “πιο αληθινή”, έχει απασχολήσει τους κύκλους της επιστήμης και της φιλοσοφίας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα.   Ιδεολογίες και φιλοσοφικά ρεύματα ακόμα διασταυρώνουν τα ξίφη τους. Η συζήτηση αυτή ξεκίνησε ως συνειδητή απ’τους μεγάλους βάρδους της νόησης, Ηράκλειτο και Παρμενίδη και θα συνεχίζεται όσο ο ντετερμινισμός θα αποκαθηλώνεται από την κβαντική επιστήμη, που γυρεύει έναν άλλο, νέο τρόπο σκέψης για την περιγραφή του κόσμου. Το πρόβλημα λοιπόν αυτό που θεωρείται από τη σύγχρονη φιλοσοφία νέο, είναι ίσως το αρχαιότερο και η αιτία της φιλοσοφικής σκέψης. Δηλαδή η ανακάλυψη ενός “Λόγου” με τον οποίον ν'αναδύεται η εγκυρότητα της όποιας λογικής δυνατότητας, γονιμοποιώντας με συνέπεια την εμπειρία.
       Η γλώσσα των μαθηματικών, όπως οργανώθηκε μέχρι σήμερα, προϋποθέτει ύπαρξη πολλών στοιχειωδών αξιωμάτων και Ιδεών. Αυτή είναι η “Πολυμάθεια” του Πυθαγόρα και ο Ορθολογισμός του Ξενοφάνη και του Παρμενίδη.  Η προσπάθεια των σύγχρονων θετικιστών για τη σύνταξη ορθολογικής γλώσσας της αλήθειας, είναι η ίδια η προσπάθεια των αρχαίων που συνεχίζεται.  Επειδή έχουμε την συνήθεια να ξεχνάμε τις ρίζες και έτσι την ουσία των κεκτημένων μας, χρειάζεται πάντα ένας επαναπροσδιορισμός για να τα θυμόμαστε τη νοητική βάση που πατάμε: Οι ορθολογικές γλώσσες έχουν καταβολές στον Πυθαγόρα, τον Ξενοφάνη και τον Παρμενίδη και θα έχουν ένα μικρό έλλειμμα αξιοπιστίας ειδικά όταν θα πέφτει επάνω τους η σκιά του γίγνεσθαι και του απείρου. Ακόμα η βασική προϋπόθεση για την ακριβή λειτουργία αυτών των συστημάτων, είναι ότι απαραίτητα πρέπει να διαδραματίζονται μέσα σε κλειστά όρια. Δηλαδή σύμπαν και συστήματα προδιαγεγραμμένα, πεπερασμένα, τετελεσμένα και κλειστά.  Αντίθετα ο Λόγος του Ηράκλειτου μπορεί να ισχυριστεί ότι μιλάει τον διθυραμβικό Λόγο της αλήθειας, που φθέγγεται όπως η Σίβυλλα, δείχνοντας «το πως αυτός ο Λόγος πλέκεται ως επιστήμη κι ανοικτό σύστημα σε συνεχές γίγνεσθαι».

Ο κόσμος του Πυθαγόρα, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο είναι κόσμος των πολλών αιωνίων στοιχειωδών, ενώ αντίθετα ο δικός του είναι κόσμος του Ενός-Γίγνεσθαι. Ο Παρμενίδης βρίσκεται ανάμεσα, θέλει τον κόσμο του Ενός με την λογική των Πολλών, -μας μπερδεύει-. Το «Εόν» του Παρμενίδη εξ ορισμού είναι το Είναι, το “Υπάρχον”, ενώ το Μη-Είναι εξ ορισμού δεν μπορεί να υπάρξει. Έτσι σύμφωνα μ’αυτόν, το αντιφατικό γίγνεσθαι της καθημερινότητας που περιέχει μέσα του το Μη-Είναι, θεωρήθηκε ότι είναι ο “διάκοσμος”, ο φθαρτός και φαινομενικός κόσμος. Γι’αυτό ο Παρμενίδης αποκαθάρει την σκέψη, μέσω του ορθολογισμού, από το Μη-Είναι και την αντίφαση και αναζητά την «καρδιά της αταλάντευτης Αλήθειας».  Ο Ζήνων, φίλος και μαθητής του πρέπει να είχε αντιρρήσεις στις απόψεις του, αφού το Υπάρχον του Ζήνωνα δεν ήταν ούτε ατρεμές, ούτε πεπερασμένο, αλλά είναι αντιφατικό, ένα και πολλά, μηδενικό και άπειρο, ακίνητο κι ακαριαίο.

Δεν θα μάθουμε όμως ποτέ με βεβαιότητα τι συνέβη σ’αυτό το μαγικό ταξίδι της προσωκρατικής νόησης, θα κάνουμε δημιουργικές υποθέσεις, αφού μας έμειναν μόνο συντρίμμια και τσάχτες.  Η χριστιανική καλοσύνη κι ανεκτικότητα “έσωσαν τον κόσμο απ'την ελληνική βλασφημία της απιστίας”: 
                 «ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι» (Ηράκλειτος)
«Η απιστία, (η αμφιβολία) αποτρέπει απ’την άγνοια». Η πίστη αποτρέπει απ’τη γνώση. Η πίστη γεννά φανατισμό, ο ντετερμινισμός και η τυπική λογική γεννούν την ανελαστική σκέψη. Το τρίπτυχο του Ορθολογισμού, του Φανατισμού και του Μυστικισμού, προετοιμάζουν τον δρόμο στην απολυταρχία και στην βαρβαρότητα. Αντίθετα η αμφιβολία γεννά την έρευνα και τη διαλεκτική σκέψη, τη δημοκρατία της ισότιμης συμμετοχής όλων ανεξαιρέτως των πολιτών στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
     Η διαλεκτική, η αμφιβολία και η ανεκτική σκέψη είναι ο πολιτισμός.                                                                                                                                                                                            

Mικρή κριτικη στην ΕΓΕΛΙΑΝΗ ΛΟΓΙΚΗ

Η εγελιανή “Επιστήμη της Λογικής” είναι ένα αριστούργημα σοφιστικής ρητορείας που ανέλαβε να μας πείσει, μέσα από δαιδαλώδεις προσδιορισμούς, ότι το παγκόσμιο υλικό γίγνεσθαι με το οποίο ερχόμαστε σε άμεση επαφή, είναι κάποια φαινομενική αντανάκλαση μιας κρυφής πραγματικότητας, η αναγωγή της οποίας σε καθαυτή και ιδεατή Λογική θα μας οδηγήσει στην αλήθεια.  Στην εργασία αυτή το φαινομενικό γίγνεσθαι με μια λογικά ανακόλουθη μηδενολογία, ξεκινά από το Μηδέν και καταλήγει στο Απόλυτα προσδιορισμένο Είναι, έτσι ώστε ν’αναφαίνεται η θεϊκή παρέμβαση, αφού το βαθύτερο νόημα του έργου είναι θεολογικό.  Επίσης κατά την ακολουθία του έργου, η αντιφατικότητα του Γίγνεσθαι μετατρέπεται επιμελώς σε αντιθετικότητα, δίνοντας υφέρποντα, αλλά σαφή φόρο υποταγής στον ορθολογισμό. Γι’αυτό πολλές θεμελιακές προτάσεις του, ακολουθώντας δύο λογικο-γλωσσικές συντάξεις συγχέονται τόσο, ώστε δεν υπακούουν ούτε στον Ορθολογισμό ούτε στην Διαλεκτική. Επίσης η εξαρχής αποδοχή από τον Χέγκελ αναντιστοιχίας μεταξύ Λογικής και Πραγμάτων, δεν της επιτρέπει να είναι ούτε Επιστήμη, ούτε Λογική, αλλά και ο Ιδεαλισμός της, της απαγορεύει να είναι αληθινή Διαλεκτική. Μολονότι λοιπόν υπήρξε μία από τις ευφυέστερες φιλοσοφικές συλλήψεις, η οποία συγκλόνισε τον φιλοσοφικό κόσμο, έβλαψε όσο τίποτε άλλο τη διαλεκτική σκέψη. Επίσης για  τους προηγούμενους λόγους δεν μπόρεσε να οργανώσει ένα αληθινό τυπικό διαλεκτικό εργαλείο επιστημονικής έρευνας, όπως αυτό του Αριστοτέλη για τον Ορθολογισμό.
       Για την κατανόηση του έργου πρέπει να έχουμε στο νου τις ακόλουθες θεμελιακές προτάσεις του Χέγκελ από όπου αναδύονται και οι προθέσεις του:
Α. § 1 σελ. 53: Η Φιλοσοφία έχει βέβαια κατ’αρχήν κοινά αντικείμενα με τη θρησκεία. Κι οι δύο έχουν αντικείμενό τους την αλήθεια με το ύψιστο νόημα της λέξης, δηλαδή ότι ο θεός και μόνο αυτός είναι η αλήθεια.  Επίσης πραγματεύονται και οι δυο την περιοχή του πεπερασμένου: τη Φύση και το Ανθρώπινο Πνεύμα, τη σχέση του ενός προς το άλλο και προς τον Θεό ως αλήθεια τους».          (Μολονότι λοιπόν ο Χέγκελ γνωρίζει εξαρχής την αλήθεια που είναι ο θεός και μόνον ο θεός, μπαίνει στον κόπο να την επιβεβαιώσει δια μέσου της δύσβατης φιλοσοφικής του πορείας).
Β. § 88 σελ. 216. «...Πρέπει λοιπόν να εκπλήσσεται κανείς, ακούοντας στην εποχή μας προτάσεις, όπως -απ'το τίποτα δεν γίνεται τίποτα ή μόνον από κάτι μπορεί να γίνει κάτι-, χωρίς να συνειδητοποιείται ότι αυτές είναι το θεμέλιο του Πανθεϊσμού και της Αθεΐας».                                         (Άραγε είναι αυτονόητη η όποια από το Μηδέν δημιουργία για να εκπλήσσεται αρνητικά επειδή οι υλοζωιστές ή οι υλιστές διαφωνούν);
―Α. Β. Εδώ ο Χέγκελ τοποθετεί με φανατισμό στη θέση της λογικής την παλαιά διαθήκη, αφού ο πανθεϊσμός και η αθεΐα τον εκπλήσσει αρνητικά. Σύμφωνα όμως με τη ηρακλειτική διαλεκτική σκέψη, "Αυτός ο κόσμος, που είναι ίδιος για όλους, δεν δημιουργήθηκε από θεό ή άνθρωπο, αλλά ήταν, είναι και θα είναι αείζωον πυρ (ενέργεια), που ανάβει-σβήνοντας με Μέτρο". Δηλαδή ο κόσμος είναι αυτάρκης και δεν χρειάζεται για την ύπαρξη και την εξέλιξή του κανένα θεό.               
        Επίσης στην παράγραφο Α. βλέπουμε ότι η διαλεκτική του Χέγκελ χωλαίνει και στην αντίληψη περί του απείρου γίγνεσθαι, αφού θεωρεί τη φύση και το ανθρώπινο πνεύμα πεπερασμένα. Αυτό βέβαια επιβεβαιώνει την άποψή του ότι τα πράγματα δεν αντιφάσκουν, αλλά είναι η λογική που αντιφάσκει. Σύμφωνα με τον Αναξίμανδρο όμως, ο οποίος πρώτος πρότεινε την έννοια του απείρου και του γίγνεσθαι: "ἀρχή καὶ στοιχεῖον τῶν ὄντων τὸ Ἄπειρον". Δηλαδή ποσοτικά άπειρο είναι το μέγα, αλλά κάθε πεπερασμένο και στοιχειώδες, όντας ἐν τῷ γίγνεσθαι, είναι δυναμικά το ποιοτικό άπειρο, αφού εξελίσσεται συνεχώς αλλάζοντας κι έτσι αληθινά υπάρχει πάντα ως Άλλο-Αλλού, όμοιο κι ανόμοιο με τον εαυτό του.  Αντίθετα προς αυτό όμως, ο Θεός, ο οποίος είναι τέλειος δεν μπορεί να εξελίσσεται, σύμφωνα με την προσωκρατική διαλεκτική κι έτσι είναι τετελεσμένος και γι’αυτό πεπερασμένος.   Η διαλεκτική θέλει το πεπερασμένο στην εξέλιξή του να είναι άπειρο, ενώ το απολύτως άπειρο, ως τετελεσμένο, το θεωρεί πεπερασμένο.
                                                                                                                                                                 ―Γ. § 8 σελ.68: Τίποτα δεν υπάρχει στην αίσθηση που να μην περιέχεται στη νόηση. Με τη έννοια ότι ο νοῦς και με βαθύτερο όρο το πνεύμα είναι η αιτία του κόσμου.                                            (Άποψη η οποία φλερτάρει με τον σολιψισμό και εξανεμίζει την λεγόμενη αντικειμενικότητά του, στην οποία εμείς οι μαρξιστές έχουμε τόσο πολύ επενδύσει ιδεολογικά).
Δ. § 40 σελ.122: Η κριτική φιλοσοφία θεωρεί την εμπειρία Μοναδική βάση των γνώσεων· δεν θεωρεί όμως ότι αυτές είναι αλήθειες, αλλά μόνο γνώσεις φαινομένων.                                 (Θεμελιακή θέση του Παρμενίδη στο ποίημά του“Περί Φύσεως”).
Ε. §84 σελ.201: Δεν πρέπει το Πράγμα, (η ουσία του κόσμου), να φέρει το ελάττωμα της Αντίφασης. Αυτό πρέπει να αποδοθεί στην λογική ικανότητα, (την ουσία του πνεύματος).    (Πλατωνικός διάλογος «Παρμενίδης»).
―Γ.α. Αν όπως λέει ο Χέγκελ, “η Νόηση και το Πνεύμα είναι η αιτία του κόσμου” τότε ο ισχυρισμός του ότι το Νοείν ξεκινά απ’το Μηδέν, αντινομεί, αφού “το Νοείν, η αιτία του κόσμου,” ως  ιδεατό, υψηλό και θεϊκό υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα κι έτσι δεν Ξεκινά ποτέ αλλά πάντα Είναι.          ―Γ.β. Αν όπως λέει “η Νόηση και το Πνεύμα είναι η αιτία του κόσμου” ή τουλάχιστον προηγείται από την εμπειρική πραγματικότητα, ο ισχυρισμός του ότι το Νοείν ξεκινά απ’το Μηδέν, αντινομεί γιατί αυτά τα οποία είναι τα ιερά και όσια του ιδεαλισμού του, τότε συμπίπτουν με το μηδέν.                    ―Αν ο Χέγκελ θεωρεί “Το Νοείν αιτία του κόσμου”, την συνείδηση και το γίγνεσθαι ως Ιδεατό και Υψηλό, επειδή αυτό εκπορεύεται απ’το Θεό, υπάρχει αναμφισβήτητα εκ των προτέρων κι έτσι ο θεός καλύπτοντας τα πάντα, δεν επιτρέπει ύπαρξη Μηδενός η κάποια Αρχή απ’το Μηδέν.  Αν ήταν έτσι το γίγνεσθαι απ’το Απόλυτο Μηδέν έως το Απόλυτο Είναι, θα ήταν η Εντελέχεια του Μηδενός, όπου ως Απόλυτο Είναι είναι ο Θεός, του οποίου ο Χέγκελ ασυναίσθητα τολμά να υπανίσσεται δημιουργία και μάλιστα εκ του Μηδενός.                                                                   

Επίσης το απολύτως καθαρό και καθαυτό Είναι, ξεκινώντας απ’το απολύτως καθαρό και καθαυτό Μηδέν, ως απροσδιόριστο, δεν μπορεί να έχει κατηγόρημα ώστε να είναι κάτι. Ακόμα αν δεχτούμε ότι -το Είναι απλά είναι, ο Μηδενικός προσδιορισμός δεν έχει δυναμική για να δώσει εκκίνηση σε κάποια Εντελέχεια, ώστε να γίνει κάτι περισσότερο απ’το κενό του Είναι. Το απροσδιόριστο καθαρό και καθαυτό Είναι το οποίο συμπίπτει με το Μηδέν, ως έχον μηδενικό προσδιορισμό, (δηλαδή όντας το μη προσδιορισμένο ως Είναι), δε μπορεί με τον μηδενικό προσδιορισμό να μεταπηδήσει από το Μηδέν σε Κάτι.  Το φαινομενικό γίγνεσθαι της αφηρημένης, καθαρής και καθαυτής Ιδέας, που ξεκινά απ’το Μηδέν, ως καθαρό, καθαυτό κι απόλυτο και το οποίο ολοκληρώνεται στο Απόλυτο Είναι, θα έλεγα σκωπτικά ότι μοιάζει με “Απολύτως” Απόλυτο και δεν μπορεί παρά να είναι η απόλυτη αλήθεια, που είναι ο Θεός και μόνον ο Θεός. Έτσι ο κύριος Χέγκελ υβρίζει, αφού το φαινομενικό γίγνεσθαι, που θεωρεί ότι είναι το Νοείν κι ως ιδεατό απορρέει απ’τον Θεό (την Απόλυτη Ιδέα), θεωρεί ότι ξεκινά απ’το Μηδέν κι όχι απ’το Είναι ως Απολύτως Αληθινός και Υπάρχων Θεός, υποβιβάζοντάς τον: Το Νοείν, που είναι η φύση του Θεού μέσ’τον άνθρωπο, υποβιβάζεται από αληθινό σε φαινομενικό. Έτσι Αυτό, μολονότι Θείο, δεν μπορεί να γνωρίσει τον κόσμο των πραγμάτων όπως ακριβώς είναι και μολονότι ο κόσμος είναι δημιούργημα του Θεού και το Νοείν είναι Χάρις του Θεού στον άνθρωπο, δεν αντιστοιχούν έτσι ώστε ο Θεός ν’αντιλαμβάνεται όπως ακριβώς είναι το δημιούργημά του.
                                                                                                                                                                      Γ.γ. Το Νοείν το οποίο σχετίζεται με τη Συνείδηση και το οποίο είναι Ιδεατό, εκπορεύεται από τον Θεό, γι'αυτό είναι εκ των προτέρων.  Η ύπαρξη του Θεού λοιπόν, που καλύπτει τα πάντα κι όλα απορρέουν απ'αυτήν, δεν επιτρέπει ύπαρξη κάποιας άλλης αρχής, πριν ή εκτός απ'αυτήν του Νοείν, το οποίο είναι θεϊκό.  Η δημιουργία όμως του Νοείν εκ του Μηδενός, προϋποθέτει ότι εκτός από το Είναι, το οποίο είναι ο Θεός, υπάρχει ως Ιδέα και το Μηδέν το οποίο βρίσκεται εκτός του Θεού, από το οποίο ο Θεός, δημιουργεί τον κόσμο. Συνάγουμε λοιπόν ότι σύμφωνα με τον Χέγκελ, το Μηδέν το οποίο υπάρχει Ιδεατά (υπάρχει ως Ιδέα επειδή το Νοούμε- υπάρχει εξαιτίας του Νοείν), αλλά και έξω από την ύπαρξη του Θεού ως Μη Είναι. Στη συνέχεια ο Θεός δημιουργεί δια του Νοείν τον κόσμο, από το Μηδεν, το Μη Υπάρχειν, το οποίο είναι κάποιο αόριστο Υπάρχειν εκτός Θεού.  Έτσι η δημιουργία εκ του Μηδενός, αφήνει να εννοηθεί ότι ο Θεός, μέσω του Νοείν, δημιουργεί από το τίποτα, Τίποτα, αφού η έννοια του Μηδενός εκπροσωπεί την Ανυπαρξία.
      Βλέπουμε λοιπόν ότι κάθε συλλογισμός ο οποίος περιέχει μέσα του το Μηδέν, οδηγεί σε έναν διαλογικό φαύλο κύκλο, στο οποίον θα εμπλακώ αν συνεχίσω να μιλώ περί δημιουργίας εκ του Μηδενός, αφού ό,τι εμπλέκεται διαλογικά με το Μηδεν, ακόμα και η έννοια του Θεού καταρρέει στην Ανυπαρξία.                                                                                                                                                         Είπε ο Παρμενίδης 2500 χρόνια πριν: Για το Μη-Ον, το Μη-Υπάρχον, δεν μπορείς να καταλάβεις ή να πεις τίποτα, επειδή δεν υπάρχει, δεν λέγεται, ούτε νοείται. Δεν μπορεί τίποτα ν'αναγκάσει κάτι να υπάρξει πριν ή μετά το Μηδέν.                                                                                                                                                                                                                                                                                         Γ.δ. Η εκκίνηση του γίγνεσθαι του Νοείν (της Ιδέας), απ’το απόλυτο Μηδέν ως το Απόλυτο Είναι, είναι η Εντελέχεια του Μηδενός. Όμως το απόλυτα καθαρό και καθαυτό Είναι, ξεκινώντας απ’το απόλυτα καθαρό και καθαυτό Μηδέν, ως απροσδιόριστο, δεν έχει κατηγόρημα για να μπορεί να είναι. Ακόμα αν δεχτούμε ότι -το Είναι απλά είναι-, το Μηδέν (εκ του νοήματός του) δεν έχει προσδιορισμό ώστε να του προσδόσει εκκίνηση σε κάποια Εντελέχεια για να γίνει κάτι περισσότερο από το κενό Είναι του. Το απροσδιόριστο καθαρό και καθαυτό Είναι, το οποίο συμπίπτει με το Μηδέν, ως έχον μηδενικό προσδιορισμό (δηλαδή ως Είναι μη προσδιορισμένο), δεν μπορεί με τον μηδενικό προσδιορισμό να μεταπηδήσει από το Μηδέν στο Κάτι.      Αυτό το φαινομενικό γίγνεσθαι της αφηρημένης καθαρής και καθαυτής Ιδέας, που ξεκινά απ’το  Απόλυτο Μηδέν κι ολοκληρώνεται στο Απόλυτο Είναι, φαναρώνει την ιδεολογική απληστία του Χέγκελ, ο οποίος πάντα θέλει να ανεβάζει αυτό το οποίο έχει κορυφωθεί ακόμα ψηλότερα.  Θέλει παραδόξως να ορίσει το το “Απολύτως” Απόλυτο. Αυτό δε μπορεί παρά να δείχνει την αναγωγή του Μηδενός σε "απολύτως-απόλυτη" αλήθεια, η οποία είναι ο Θεός και μόνον ο Θεός, και η οποία δεν φανερώνει τίποτα άλλο από την ανυπαρξία του Θεού. Κάτι όμως με το οποίο ο Χέγκελ δεν συμφωνεί καθόλου.
      Ο κύριος Χέγκελ άθελά του υβρίζει, αφού το φαινομενικό γίγνεσθαι, το οποίο είναι το Νοείν και ως ιδεατό απορρέει από τον Θεό, ο οποίος είναι η Απόλυτη Ιδέα, θεωρεί ότι ξεκινά από το Μηδέν και όχι από το Απολύτως Αληθινό και Υπάρχον Είναι, το οποίο είναι ο ίδιος ο Θεός, υποβιβάζοντάς τον: Έτσι το Νοείν, που είναι η φύση του Θεού μέσα στον άνθρωπο, υποβιβάζεται από αληθινό σε φαινομενικό, το οποίο δεν μπορεί να γνωρίσει τον κόσμο των πραγμάτων όπως ακριβώς είναι. Μολονότι λοιπόν ο κόσμος είναι θεϊκό δημιούργημα και το Νοείν, η Χάρις του Θεού στον άνθρωπο, δεν αντιστοιχούν ώστε το Νοείν (ο Θεός), μέσω του ανθρώπου, να αντιλαμβάνεται επαρκώς το δημιούργημά του.
                                                                                                                                                                Ζ. § 6 σελ. 61: Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η φιλοσοφία έχει περιεχόμενο αυτό που παράγεται και παράγει τον εαυτό του  μέσ’ την περιοχή της πνευματικής ζωής, έτσι που να γίνει, ο εξωτερικός κι ο εσωτερικός κόσμος, κόσμος της συνείδησης και η Πραγματικότητα είναι το περιεχόμενο αυτό. Μάλιστα η συμφωνία με την πραγματικότητα μπορεί τουλάχιστον να θεωρηθεί, σαν ένα εξωτερικό κριτήριο της αλήθειας της Φιλοσοφίας. Έτσι πρέπει να θεωρηθεί ως ανώτατος και τελικός σκοπός αυτής της λογικής επιστήμης, η συμφιλίωση της αυτοσυνειδητοποιημένης λογικής ικανότητας με την υπαρκτή λογική ικανότητα ―την πραγματικότητα.
Η. § 24. σελ 102: …οι σκέψεις μπορούν να ονομαστούν αντικειμενικές κι ανάμεσά τους οφείλουν να περιληφθούν κι οι μορφές, οι οποίες εξετάζονται καταρχήν μέσ’τη συνηθισμένη Λογική, (την Τυπική) κι εκλαμβάνονται συνήθως ως μορφές της συνειδητής νόησης… Η λογική συμπίπτει με την Μεταφυσική, αφού συλλαμβάνει τα πράγματα μέσ’τις σκέψεις που εκφράζουν την ουσία των πραγμάτων.
―Ζ και Η. Δηλώνει ότι Ανώτατος και Τελικός σκοπός του έργου είναι η συμφιλίωση της φαινομενικής, αντιφατικής, αυτοσυνειδητοποιημένης, λογικής ικανότητας, με την υπαρκτή Λογική της πραγματικότητας  (τον ορθολογισμό). Έτσι μολονότι προτίθεται να παρουσιάσει την Διαλεκτική Λογική του, δεν θ’αποχωριστεί τις βασικές αρχές του ορθολογισμού, μολονότι κάποιες φορές τις περγελά. Αυτό θα διαπιστώνουμε συνεχώς στην ανάπτυξη των βασικών προσδιορισμών του αλλά και στη διατύπωση των “αρχών της Διαλεκτικής Λογικής” του, όπου μετασχηματίζει τις θεμελιώδεις προτάσεις της μ’επιμέλεια από αντιφατικές σε αντιθετικές, δίνοντας συνεχώς φόρο υποταγής στον ορθολογισμό.
     Στο Ζ ξαναδιαπιστώνουμε ότι γεφυρώνει τη λογική του με την τυπική ορθολογικότητα και πατώντας εκεί συνεχίζει το αυθαίρετο κι α-νόητο ταξίδι του στη Μεταφυσική, χαρακτηρίζοντας τη σκέψη “ουσία των πραγμάτων”. Επίσης μολονότι μας πληροφορεί ότι η λογική του δεν αντιστοιχεί με τη φύση των πραγμάτων, μας μιλά για μία άλλη Πραγματικότητα η οποία περιέχεται στη συνείδηση. Αυτή όμως η πραγματικότητα της συνείδησης ως αποτέλεσμα της φαινομενικής αντιφατικότητας, δεν πρέπει να είναι αληθινή πραγματικότητα αλλά φαινομενική. Αλλά κι η "ουσία" των πραγμάτων η οποία μπορεί να περιλαμβάνεται στη σκέψη, αφού κατ'αυτόν ως σκέψη «φέρει το ελάττωμα της αντίφασης» δεν μπορεί να είναι η ουσία των πραγμάτων.
     Επίσης δεν μας διευκρινίζει αν αυτό το οποίο εγώ συνειδητοποιώ ως πραγματικότητα, ενώ κάποιος άλλος όχι, συνειδητοποιώντας κάτι διαφορετικό, είναι επίσης πραγματικότητα.  Αυτό οδηγεί στον σολιψισμό, δημιουργώντας ερωτήματα για τον αντικειμενικό ιδεαλισμό του Χέγκελ, πάνω στον οποίο εμείς οι μαρξιστές έχουμε ιδεολογικά τόσο πολύ επενδύσει.
Θ. § 19. σελ 92: Η Λογική είναι η επιστήμη της Καθαρής Ιδέας, δηλαδή της ίδέας μέσ’το αφηρημένο στοιχείο της νόησης.  
Ι. § 87. σελ. 206: Το καθαρό Είναι, είναι η καθαρή αφαίρεση άρα το απόλυτα αρνητικό· που λαμβανόμενο άμεσα είναι το Μηδέν.
―Θ.Ι. Ο Χέγκελ υιοθετεί την καντιανή άποψη περί της “Καθαρότητας της Λογικής”. Επίσης συμφωνεί με την “εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα του όντος”, την οποία ο Καντ θεωρεί βάση της Μεταφυσικής, ώστε “ο Νους με το βαθύτερο νόημα, να είναι η αιτία του κόσμου και ο κόσμος της συνείδησης να είναι το περιεχόμενο της πραγματικότητας”. Και ίσως γι’αυτό θέλει η λογική του να ξεκινά απ’το προεμπειρικό Καθαρό και Καθαυτό Μηδέν, το οποίο, συμπίπτει με το απροσδιόριστο Καθαρό και Καθαυτό Είναι. Κάτι που γεννά ερωτήματα, αφού αυτός του ο ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός από τον σύγχρονο άνθρωπο, ούτε διαλεκτικά, ούτε ορθολογικά, γιατί η Ιδέα πρέπει να είναι Ιδέα Κάποιου κι έτσι δε μπορεί να ξεκινά από την Ιδέα του Μηδενός (ιδέα του τίποτα). Επίσης εδώ βλέπουμε ότι ο ίδιος ο προσδιορισμός, ακόμα κι ο Μηδενικός, ο οποίος αληθινά δεν είναι, μέσω του ιδεαλισμού (επειδή το Μηδεν ως Ιδέα υπάρχει, αφού μπορούμε να το σκεφτούμε), να αποκόπτεται από το πράγμα και να ανάγεται σε ουσία και μέσω αυτής να αναδύεται το γίγνεσθαι του Νοείν, ως Ιδέας της Μηδενικότητας Καθαυτής.

Μικρός επίλογος: Το έργο αυτό αντινομεί φιλοσοφικά αφού, α) ο Ιδεαλισμός αρνείται τη Διαλεκτική, β) η αναντιστοιχία νοήματος και πράγματος αρνείται την επιστημονικότητα και τη Λογική, και γ) η μετατροπή της αντιφατικότητας σε αντιθετικότητα αρνείται το αληθινό γίγνεσθαι. Μια λανθασμένη θρησκοληψία του, επιτάσσει ξεκίνημα του γίγνεσθαι της Ιδέας από το Μηδέν, περιορίζοντάς το μέσα σε τετελεσμένο, πεπερασμένο, κλειστό σύστημα, ώστε όλα να απορρέουν απ’τη συνείδηση κι από κει απ’τον Θεό. Το έργο, όπως όλα τα θεολογικά, υβρίζει προσβάλλοντας το Λόγο του Θεού, αφού επιχειρεί να τον υποκαταστήσει ή να αναδειχθεί γνώστης της Θεϊκής Σκέψης και Βούλησης. 
    Εμείς οι υλιστές και άθεοι, σεβόμαστε πολύ περισσότερο από τους πιστούς την έννοια της θεότητας, την οποία ενίοτε την δεχόμαστε με σεβασμό ως δυνάμεις της ιεράς φύσης.
                                                                                                                                                     ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ

§ 1 σελ. 53

«Η φιλοσοφία δεν έχει το προτέρημα που απολαμβάνουν οι άλλες επιστήμες, δηλαδή να έχει τα αντικείμενά της δοσμένα με άμεσο τρόπο στην παράσταση και να προϋποθέτει ως ήδη αποδεκτή τη μέθοδο της γνώσης όσον αφορά το ξεκίνημα και την πρόοδο. Η Φιλοσοφία έχει βέβαια κατ’αρχήν κοινά αντικείμενα με τη θρησκεία. Και οι δύο αυτές έχουν αντικείμενό τους την αλήθεια, με το ύψιστο νόημα της λέξης, δηλαδή ότι ο θεός και μόνον αυτός είναι η αλήθεια. Κι οι δυο αυτές πραγματεύονται επιπλέον την περιοχή του πεπερασμένου: τη Φύση και το Ανθρώπινο Πνεύμα, τη σχέση του ενός πρός το άλλο και προς το Θεό ως αλήθεια τους».
        Η κβαντομηχανική έδειξε ότι η επιστήμη δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μιας καθορισμένης μεθόδου, αλλά ούτε και της ισχύουσας λογικής αφού αμφισβητεί ήπια τον ορθολογισμό και βίαια τον ντετερμινισμό.   Έτσι αναζητεί μιαν άλλη λογική η οποία να ταιριάζει καλύτερα στις νέες απαιτήσεις: Σύμφωνα με τον μεγάλο επιστήμονα και ανθρωπιστή Μπώμ: «Στην κβαντομηχανική η θεωρία του πεδίου περιγράφει κάθε κίνηση, σαν καταστροφή και δημιουργία των στοιχειωδών σωματίων.… Η κίνηση του ηλεκτρονίου περιγράφεται στην παράσταση του πεδίου, ως καταστροφή του σ’ένα σημείο και δημιουργία άλλου σε άλλο σημείο παραπλήσιο».  Διαπιστώνει λοιπόν στα  πανάκριβα ερευνητικά  κέντρα, ό,τι οι Αναξίμανδρος, Ηράκλειτος και Ζήνων, έχουν συνάγει μόνο με τη διαλεκτική σκέψη. Λέει ο Ηράκλειτος: Στον ίδιο ποταμό δεν ξαναμπαίνουμε, ούτε την ίδια ουσία ξαναγγίζουμε,  γιατί όλ’αλλάζουν βίαια και  γρήγορα,  χωρίζουν και  ενώνονται,  συστέλλονται-διαστέλλοντας, καταλύονται-συντιθέμενα. Κι ο Ζήνων συμπληρώνει: Tο κινούμενο δεν κινείται ούτ’εκεί που βρίσκεται, ούτ’εκεί που δεν βρίσκεται αφού όλα καταλύονται-συνιθέμενα όντας Άλλα-Αλλού Όμοια. Έτσι η διαλεκτική των προσωκρατικών αναδύεται πλέον ως επιστήμη.
―Το ότι «οι επιστήμες έχουν ήδη τα αντικείμενά τους δοσμένα», είναι αντιδιαλεκτική υπερβολή, αφού σχεδόν όλα τα αντικείμενά της, τα ανακαλύπτει κατά την εξέλιξή της, αλλά ακόμα αναδιαμορφώνει συνεχώς κι αυτά που έχει ήδη κατακτήσει και στην συνέχεια οι κατακτήσεις της επιστήμης διαμορφώνουν την ίδια την επιστήμη ως ανώτερη.
     Η άποψή του ότι η φύση και το ανθρώπινο πνεύμα βρίσκονται στην περιοχή του πεπερασμένου είναι αντιδιαλεκτική με την οποίαν οι προσωκρατικοί διαφωνούν. Σύμφωνα με τον Αναξίμανδρο “αρχή και στοιχείον των όντων το άπειρον”: κάθε έσχατο πεπερασμένο όντας εν τω γίγνεσθαι, περιέχει εν δυνάμει το άπειρο, έτσι που άπειρο και πεπερασμένο αλληλο-προεκτείνονται ώστε το ένα να αναδύεται από το άλλο, αλλά συγχρόνως να το μάχεται κιόλας:  δεν μπορεί να υπάρξει άπειρο αν τα στοιχειώδη του δεν είναι εν δυνάμει άπειρα. Και σύμφωνα με τον Ζήνωνα, το μικρό αναδύεται απ’το μέγα όσο το άπειρο απ’το μηδέν: Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει έσχατο μέρος κάποιου, ούτε του σώματος, ούτε του περιθωρίου, ακόμα δεν μπορεί να υπάρξει κάτι άσχετα από κάποιο άλλο. Έτσι αν υπάρχουν πολλά, είναι ανάγκη αυτά να είναι συγχρόνως μικρά και μεγάλα. Τόσο μικρά που να μην έχουν μέγεθος, τόσο μεγάλα που να είναι απείρου μεγέθους. Κι ο Ηράκλειτος δήλωσε: Όσο κι αν έψαξα, το πέρας της ψυχής δεν βρήκα, τόσο βαθιά βρίσκεται. Δηλαδή όσο βαθύτερα στην ψυχή εισδύουμε κατά την διερεύνηση τόσο μαρύτερα έξω στο σύμπαν ταξιδεύουμε. (Η ψυχή με σημερινούς όρους είναι το DNA, δηλαδή η καταγραφή του παγκοσμίου γίγνεσθαι μέσα στον κάθε άνθρωπο).
-- Το ότι ο θεός και μόνον ο θεός είναι η αλήθεια, δείχνει ότι το έργο κυρίως είναι θεολογικό και όχι επιστημονικό. Η λογική και ο σκοπός του λοιπόν είναι ο δρόμος δια του οποίου θα γνωρίσουμε τον ίδιο το Θεό, δηλαδή θα πιστέψουμε.  Έτσι εκτός του ότι είναι μια αλαζονική πρακτική, αφού θεωρεί ότι είναι πιο έξυπνος και θέλει να υποκαταστήσει τον λόγο του Ιησού, που είναι ο εντεταλμένος του ίδιου του Θεού, δεν κατάφερε να κάνει τους πιστούς πιστότερους.  Βέβαια ο λόγος του Χριστού αποτείνεται και οδηγεί στη βασιλεία των ουρανών τους "πτωχούς τω πνεύματι", ενώ ο λόγος του Χέγκελ αντίθετα αποτείνεται και οδηγεί στη βασιλεία των ουρανών τους υψηλά ιστάμενους στην πυραμίδα της νόησης, παίζοντας έναν συμπληρωματικό ρόλο στο έργο του Χριστού. Κι αν το καλοσκεφτούμε ο Χέγκελ πιστεύει ότι είναι διανοητικά ανώτερος από τον Χριστό, κι όπως δείχνουν τα πράγματα πιθανόν να είναι. Αλλά αυτό πρέπει να κρύβεται από τους πιστούς, γιατί αν ο Ιησούς ως απεσταλμένος υιός του θεού είναι κατώτερος διανοητικά από τον Χέγκελ, τότε κάτι τρέχει και με τον ίδιο το θεό.

§2 σελ 54, 

«Η φιλοσοφία μπορεί κατ’αρχήν να οριστεί ως σκεπτόμενη εξέταση των αντικειμένων.  Αλλά αν είναι σωστό, (και ασφαλώς είναι σωστό), μέσω της νόησης διαφοροποιείται ο άνθρωπος από το ζώο, τότε κάθε τι ανθρώπινο, είναι ανθρώπινο μέσω τούτου: ότι προκύπτει από τη νόηση. Αφετέρου η Φιλοσοφία είναι ένας ιδιότυπος τρόπος του νοείν, δια του οποίου το νοείν μεταβάλλεται σε γνωρίζειν μέσω των εννοιών.  Άρα το φιλοσοφικό νοείν πρέπει να έχει διαφορά απ’το υπόλοιπο νοείν των ανθρώπων, και μάλιστα από το νοείν που συγκροτεί η ανθρωπιά των ανθρώπων, όσο κι αν ταυτίζεται με αυτό και αποτελεί ένα ενιαίο νοείν.  Αυτή η διαφορά συνδέεται με το γεγονός ότι, τα μέσω του νοείν εμφανιζόμενα ανθρώπινα περιεχόμενα της συνείδησης, καταρχήν δεν εμφανίζονται με τη μορφή μιας σκέψης, αλλά ως αίσθημα, εποπτεία, παράσταση, μορφές που οφείλουν να διακριθούν απ’το νοείν ως μορφή» 
       Για την επιστήμη σήμερα, αυτά τα θέματα αφορούν στη δομή του ίδιου του εγκεφάλου.  Μολονότι βρίσκεται ακόμα στην έρευνα, μας δείχνει ότι η φιλοσοφική προσέγγιση στην λειτουργία της νόησης, όπως την αντιλαμβάνονται και επιχειρούν οι Καντ και Χέγκελ, είναι πρωτόγονη ή διεστραμμένη.  Αν θέλαμε να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα «πως η νόηση είναι δυνατή» με τα σημερινά δεδομένα, θα ήταν πιο ταιριαστό το εξής:  Ο άνθρωπος ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας εξέλιξης, είναι αυτός ο ίδιος μια κωδική καταγραφή όλης αυτής της πορείας.  Η μορφή κι η δομή του είναι μια ιδιάζουσα γλώσσα, η οποία περιγράφει αυτό το εμπειρικό γίγνεσθαι.  Έχει αποδειχθεί σήμερα, ότι αυτό το κωδικά γεγραμμένο εμπειρικό γίγνεσθαι μέσα μας, υπάρχει ως δομική καταγραφή που ονομάζεται DNA κι είναι ο κληρονομικός γνωστικός μηχανισμός κάθε ανθρώπου. Ο εγκέφαλος μέσω του DNA, είναι η ιδιόμορφη καταγραφή όλης της πορείας κάθε όντος σ’αυτό το παγκόσμιο γίγνεσθαι.
      Μια νέα εμπειρία δεν είναι δομικά γεγραμμένη στο κληρονομικό, εμπειρικό, κωδικό, γνωστικό μηχανισμό ολόιδια. Έτσι μπαίνοντας μέσα σ’αυτόν, παραβάλλεται μ’αυτόν, τον αφυπνίζει, αποκωδικοποιώντας τις αρχαίες κωδικές δομές και τον επανακωδικοποιεί λίγο διαφορετικά ως νέο.  Η σύνθεση των νέων κωδικών καταγραφών είναι η Συνείδηση και η Λογική, ενώ το μέρος της δομής του εγκεφάλου το οποίο συνεχίζει να μένει κωδικό κι ανεξερεύνητο, όπως ήταν, είναι το Αίσθημα και η Ενόραση, δηλαδή η Αισθητική.
      Το αποκωδικοποιημένο μέρος του εγκεφάλου και το απύθμενο, το οποίο συνεχίζει να είναι ακόμα κωδικό, δεν είναι απόλυτα ξεχωριστά μεταξύ τους.  Έτσι η συνείδηση συνεχώς αντλεί από το απύθμενο μέρος του εγκεφάλου, που είναι η Αισθητική, η Ενόραση, το Συναίσθημα και η Φαντασία.  Δεν είναι ποτέ δυνατή μια επιστήμη χωρίς Ενόραση και ποτέ δεν είναι αρκετή η εμπειρία με μόνον οδηγό την Ορθολογική διαδικασία. Κάθε επιλογή που ακολουθείται από τον παράγοντα του αγνώστου ή του νέου, προϋποθέτει ένα μικρό ή μεγάλο «άλμα πίστης» για να υπερπηδάμε το κενό γνώσης· κι επειδή κάθε βήμα στο Νέο προϋποθέτει κι ένα εμπειρικό κενό, αυτό προσωρινά αναπληρώνεται απ'την Αισθητική. Ο ερευνητής πατά στον απύθμενο “κωδικά γεγραμμένο κληρονομικό εμπειρικό γνωστικό μηχανισμό” του, δηλαδή στην “ασυνείδητη εκ των προτέρων κληρονομική-εμπειρική του γνωστική δυνατότητα ή την ενδοϋπαρξιακή αίσθηση του Είναι ως Εγώ”, την Ενόραση και την Αισθητική, διακινδυνεύοντας αποφάνσεις. Αυτές μπαίνοντας στην διαδικασία επαλήθευσης, που ανάλογα είναι η εφαρμογή, το πείραμα, ή η καθημερινή δραστηριότητα, δημιουργούν την κατάσταση επάνω στην οποία μπορεί στέρεα να πατά η έρευνα ή η καθημερινή πρακτική.  Όλο αυτό το νοητικο-πρακτικό γίγνεσθαι, αποτελεί μιαν αδιάρρηκτη ενότητα και συνιστά την λεγόμενη στάση ζωής καθε ανθρώπου. Ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίζει και να έχει αληθινή και σωστή εμπειρία, γιατί όλη η πορεία του κόσμου είναι γεγραμμένη κωδικά μέσα του συνιστώντας τον ως ον.

§6 σελ. 61

«Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η φιλοσοφία έχει περιεχόμενο αυτό που παράγεται και παράγει τον εαυτό του μέσα στην περιοχή της πνευματικής ζωής, έτσι που να γίνει ο κόσμος ο εξωτερικός και εσωτερικός κόσμος της συνείδησης και ότι αυτό το περιεχόμενο είναι η Πραγματικότητα.  Αποκτούμε συνείδηση αυτού του περιεχομένου, κατ’αρχήν μ’αυτό που ονομάζουμε Εμπειρία.  Αλλά ακόμα κι η κατ’αίσθηση εμπειρία του κόσμου, είναι ικανή να διακρίνει όσα απ’το ευρύ κράτος της εξωτερικής κι εσωτερικής ύπαρξης είναι απλά Φαινόμενα, δηλαδή προσωρινά κι ασήμαντα απ’όσα αξίζουν στ’αλήθεια μέσα από αυτά το όνομα της Πραγματικότητας.  Μια που η φιλοσοφία διαφέρει μόνο κατά την μορφή απ’όλες τις άλλες συνειδητοποιήσεις αυτού του Ενός κι εξακολουθητικά ίδιου περιεχομένου, πρέπει να βρίσκεται σε συμφωνία με την πραγματικότητα και την εμπειρία.  Μάλιστα αυτή η συμφωνία μπορεί να θεωρηθεί τουλάχιστον, σαν εξωτερικό κριτήριο της αλήθειας της Φιλοσοφίας. Έτσι πρέπει να θεωρηθεί ως ανώτατος και τελικός σκοπός αυτής της επιστήμης, ότι γνωρίζοντας αυτή τη συμφωνία, θα επιφέρει την συμφιλίωση της αυτοσυνειδητοποιημένης λογικής ικανότητας με την υπαρκτή λογική ικανότητα, δηλαδή την πραγματικότητα».
          Άραγε για πια πραγματικότητα μιλάει, αυτήν των πραγμάτων που κατ'αυτόν δεν αντιφάσκουν ή γι’αυτή του εμπειρικού γίγνεσθαι που θεωρεί αντιφατικό; Και πως στη συνέχεια η ενσυνείδητη πραγματικότητα της πνευματικής ζωής που έχει ανέλθει σε ανώτερο στάδιο, μπορεί να βρίσκεται σε συμφωνία με την εμπειρία, η οποία προσλαμβάνει αντιφατικά και φαινομενικά την πραγματικότητα, ενώ γι’αυτόν η “πραγματικότητα των πραγμάτων” δεν αντιφάσκει;  Στο ερώτημα αυτό δίνεται μια έμμεση απάντηση: ότι ο ανώτατος σκοπός αυτής της επιστήμης θα φέρει τη συμφιλίωση της αυτοσυνειδητοποιημένης λογικής ικανότητας δηλαδή του αντιφατικού φαινομενικού γίγνεσθαι της Ιδέας με την υπαρκτή λογική ικανότητα, δηλαδή -την ορθολογική- πραγματικότητα η οποία δεν αντιφάσκει. Έτσι ο προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώνει συνεχώς ότι στην εξέλιξη της διαλεκτικής λογικής του, όλοι οι αντιφατικοί προσδιορισμοί θα μετατρέπονται επιμελώς σε αντιθετικούς, δίνοντας αναφορά σε έναν δυναμικό ορθολογισμό. Μάλιστα χρησιμοποιεί την ”Άρνηση της Άρνησης” και το τριαδικό σχήμα “Θέση, Αντίθεση, Σύνθεση” ως μηχανισμό μετασχηματισμού της αντιφατικότητας σε αντιθετικότητα. Ακόμα η περιφρόνησή του για το περιστασιακό και η αναζήτηση του αιώνιου ως αληθινού,  τον εκτροχιάζει από τα όρια της διαλεκτικής σκέψης. Κι αναρωτιέμαι: άραγε την εποχή των Μαρξ και Ένγκελς ήταν τόσο μεγάλη η φιλοσοφική φτώχεια, ώστε να εκκινήσει η διαλεκτική σκέψη απ'τον Χέγκελ ο οποίος συνεχώς παραπατά ανάμεσα σε μια Διαλεκτική κι Αντιδιαλεκτική νοητική πρακτική; Ακόμα είναι εκπληκτικό ότι και οι ίδιοι Μαρξ και Ένγκελς παρασύρθησαν από την εγελιανή σοφιστική ιδεαλιστική ψευδοδιαλεκτική λογοδιάρροια.

«Μέσ’την κοινή ζωή, κάθε γνώμη, πλάνη, το κακό κι όσα ανήκουν σ’αυτή την περιοχή, παίρνουν τυχάρπαστα το όνομα πραγματικότητα. Αλλά ακόμα και για το κοινό αίσθημα (τον κοινό νου), σε μια τυχαία ύπαρξη δεν αξίζει ο εμφατικός τίτλος του πραγματικού.  Το τυχαίο είναι μια ύπαρξη που δεν έχει μεγαλύτερη αξία απ’την αξία της δυνατότητας, που μπορεί εξίσου καλά να μην είναι (να μην υπάρχει)».
        Εδώ  διαπιστώνουμε την αντιδιαλεκτική προσέγγιση απ'τον πατέρα της σύγχρονης διαλεκτικής σκέψης, στη σχέση τυχαίου και πραγματικού. Αυτός θέλοντας να αποκαθάρει την έννοια της Πραγματικότητας από το εφήμερο και τυχαίο, την αποθεώνει νεκρώνοντάς την. ―Διαλεκτικά το τυχαίο και το αναγκαίο συνιστούν μιαν αντιφατική ενότητα όπου το ένα αναδύεται από το άλλο και συγχρόνως το γεννά-αναιρώντας, όσο το “εν δυνάμει” και το “εν ενεργεία”. Το τυχαίο είναι άλλο τόσο αναγκαίο. Επίσης το τυχαίο, το αναγκαίο, το εν δυνάμει και το εν ενεργεία, έχουν στενή συγγένεια με τη σχέση απείρου και πεπερασμένου, συνιστώντας όλα μαζί μιαν αντιφατική ενότητα. Το αληθινό άπειρο γεννιέται μόνο μέσα από το εξελικτικό γίγνεσθαι του πεπερασμένο. Το πεπερασμένο, πάντα και μόνον, ως εν δυνάμει άπειρο μπορεί αληθινά να υπάρξει· αλλά ακόμα το άπειρο, χωρίς την ιδιότητα του πεπερασμένου (ως εν δυνάμει απείρου), θα ήταν τετελεσμένο-ολοκληρωμένο κι άρα πεπερασμένο.

§ 8 σελ. 68

«Συνηθίζουν  να λένε:  δεν υπάρχει τίποτα  μέσα στη νόηση  που δεν υπήρξε μέσα στην αίσθηση και την εμπειρία. Πρέπει να θεωρηθεί παρεξήγηση, αν η θεωρησιακή Φιλοσοφία δεν παραδεχεται αυτό το αξίωμα. Αλλά η Φιλοσοφία αυτή θα ισχυριστεί και αντίστροφα: Ότι τίποτα δεν υπάρχει στην αίσθηση που να μην περιέχεται στη νόηση. Με τη γενική έννοια ότι ο νους και με βαθύτερο όρο το πνεύμα είναι η αιτία του κόσμου.  Με πιο συγκεκριμένο νόημα αυτή η πρόταση ισχυρίζεται ότι το νομικό, ηθικό και θρησκευτικό αίσθημα, είναι αίσθημα άρα και εμπειρία τέτοιου περιεχομένου, ώστε έχει τη ρίζα και την έδρα του μόνο μέσα στη νόηση».
        Μολονότι ο κόσμος υπήρχε προτού νοηθεί ή ακόμα προτού νοήσουμε το Νοείν, ο Χέγκελ παραβιάζει την τάξη της σχέσης εμπειρίας, νόησης και Είναι, θεωρώντας πρωτεύον την νόηση, αφού κατ’αυτόν το Πνεύμα και ο Νους μπορεί να είναι η αιτία του Κόσμου. Έτσι βλέπουμε ότι ο ιδεαλισμός μπορεί να παγιδέψει τον πιο ευφυή σε ανόητες υπερβολές.
       Διαλεκτικά μολονότι το Είναι προϋπάρχει, στην συνέχεια όμως ούτε η εμπειρία μπορεί να γονιμοποιηθεί χωρίς νόηση, ούτε η νόηση να αναπτυχθεί χωρίς εμπειρία. Το ένα προεκτείνεται στο άλλο χωρίς να αφήνουν προτεραιότητα ή απαραβίαστα περιθώρια μεταξύ τους. Εξ άλλου η νόηση όπως είναι αντιληπτή από τη σύγχρονη επιστήμη, δεν είναι άλλο από υλικές δομές μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Άρα δεν υπάρχει Ιδέα ή νοητική αντανάκλαση η οποία υπάρχει εξω από τις δομές του εγκεφάλου.

Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ 

§ 19 σελ 92

«Η Λογική είναι η Επιστήμη της Καθαρής Ιδέας, δηλαδή της ίδέας μέσα στο αφηρημένο στοιχείο της νόησης».
         Το αφηρημένο όμως πρέπει να είναι αφηρημένο Κάποιου υλικά υπάρχοντος, αφού δεν μπορούμε να έχουμε αφαίρεση του μη υπάρχοντος.  Επειδή λοιπόν αυτό το Κάτι υπήρχε προ της Αφαίρεσής του, η έννοια της Ιδέας ως Καθαρής κι η Εκκίνηση του Νοείν από το Μηδέν, λογικά υπονομεύονται. Διαλεκτικά το Καθαρό, ως εκ των προτέρων υπάρχον, δεν μπορεί να είναι αφηρημένο κάποιου, έτσι ούτε η Νόηση μπορεί να υπάρχει ως καθαρή κι αφηρημένη. Η Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ όμως προϋποθέτει ότι η Ιδέα προϋπάρχει του πράγματος, γι'αυτό μπορούμε να δούμε στις απόψεις του την ύπαρξη της Ιδέας ως Καθαρής κι Αφηρημένης, ακόμα και την ύπαρξη του Μηδενός ως Ιδεατού, δηλαδή ότι το μηδέν, το μη-υπάρχον, υπάρχει αφού μπορούμε και το συλλαμβάνουμε ως Ιδέα.   Αντίθετα η Υλιστική Διαλεκτική επιτάσσει: η Λογική κι η Εμπειρία να αλληλοπροεκτείνονται χωρίς περιθώρια αυτονομίας μεταξύ τους, όντας αδιαχώριστα. Η εμπειρία χωρίς το ανάλογο λογικό ύψος δεν μπορεί να γονιμοποιηθεί, αλλά ούτε η λογική μπορεί ν'αναπτυχθεί χωρίς την εμπειρία. Αυτά αλληλο-αναπτύσσονται μέσ'το παγκόσμιο γίγνεσθαι γεννώντας και δομώντας τον άνθρωπο.                           Υπενθυμίζω ότι η σύγχρονη επιστήμη δεν μπορεί να δεχτεί την ύπαρξη των αισθημάτων, της Ιδέας και του Νοείν έξω από τις ανάλογες υλικές δομές του εγκεφάλου. Μάλιστα φέρνει το παράδειγμα  ανθρώπων οι οποίοι έπαθαν ζημιά στις υλικές δομές του εγκεφάλου κι έχασαν την επαφή τους με τις νοητικές κι αισθητικές ιδιότητες οι οποίες αντιστοιχούσαν σ'αυτές τις εγκεφαλικές δομές.

§ 20 σελ 95

«…Άρα η νόηση ως ενέργεια είναι το ενεργητικό γενικό που ενεργοποιεί τον εαυτό του… Η Νόηση θεωρούμενη ως Σκεπτόμενο Υποκείμενο, είναι κάτι του οποίου ο πιο απλός όρος, ως υπάρχον σκεπτόμενο υποκείμενο, είναι: Εγώ… Το Εγώ είναι το καθ’εαυτό και δι’εαυτό γενικό ως κάτι κοινό σε όλους· η κοινότητα είναι μια μορφή γενικότητας, αλλά και μια εξωτερική Μορφή.  Όλοι οι άλλοι άνθρωποι έχουν μ’εμένα  κοινό  ότι  είναι “Εγώ”, όπως και σ’όλα τα αισθήματα, παραστάσεις μου κλπ, είναι κοινό ότι αυτά είναι δικά μου.  Αλλά το Εγώ, αφηρημένο ως τέτοιο, είναι ο καθαρός αυτοσχετισμός μέσα από τον οποίο έχει γίνει αφαίρεση της παράστασης και της αίσθησης από κάθε κατάσταση ή ιδιαιτερότητα της φύσης, του ταλέντου, της εμπειρίας κλπ. Το Εγώ λοιπόν είναι η ύπαρξη μιας εντελώς αφηρημένης γενικότητας, κάτι αφηρημένα ελεύθερο. Να γιατί το Εγώ είναι η Νόηση ως Υποκείμενο και κατά το μέτρο που Εγώ είμαι μαζί με όλα τα αισθήματά μου, τις παραστάσεις μου κ,λπ, η σκέψη είναι πανταχού παρούσα διαπερνώντας ως κατηγορία όλους τους όρους».
          Ο συνειρμός ότι, «επειδή καθένας είναι Εγώ, όλοι έχουν το Εγώ ως κοινό χαραχτήρα κι αυτό το Αφηρημένο Εγώ είναι η Νόηση ως υποκείμενο», είναι αστεία παρωδία της ορθολογικής τυπικότητας, που ενώ αλλού την περγελά, εδώ ζητά τις υπηρεσίες της, χρησιμοποιώντας την με τον πιο άθλιο τρόπο. Οι γενικεύσεις όπως αυτή, εκτός του ότι κυλούν στη σοφιστική, κρύβουν εκπλήξεις, αφού κάθε Εγώ συγκεκριμένο, είναι Άλλο και διαφορετικό απ’τα Πολλά Άλλα συγκεκριμένα Εγώ, όντας λογικά άχρηστο για τη χρήση που το θέλει ο Χέγκελ.  Επίσης καθένα Εγώ ξεχωριστό, μπορεί να είναι σκεπτόμενο υποκείμενο, το Αφηρημένο και Γενικό Εγώ όμως, δεν μπορεί να σκέπτεται και να υπάρχει ως τέτοιο.  Πατώντας ο Χέγκελ σε ακραία και αφηρημένα θεμέλια, παρασύρεται σε παραλογισμούς.
      Η επιστήμη σήμερα θεωρεί ότι συγκεκριμένες δομές του εγκεφάλου, συνιστούν τις λειτουργικές διαδικασίες της νόησης. Οι γενικεύσεις κι οι εξειδικεύσεις της λειτουργίας των δομών του δεν έχουν τίποτα το αφηρημένο, ούτε έχουν σχέση με τις αριστοτελικές και τις καντιανές κατηγορίες ή τις εγελιανές γενικεύσεις που περνούν σε αφηρημένη και μεταφυσική εξύψωση του “πραγματικού”. Οι δομές αυτές λειτουργούν τελείως διαφορετικά, σχετίζονται με την ανάγνωση του ανθρώπινου DNA και διερευνούνται από την νευροφυσική επιστήμη.

§ 21 σελ 99-100,   § 22 σελ 100 και § 23 σελ  101

«Η αρχαία πίστη σύμφωνα με την οποία ότι υπάρχει αληθινό σε αντικείμενα, ποιότητες και συμβάντα, το εσωτερικό και ουσιώδες, τους, το Πράγμα, δεν βρίσκεται άμεσα μέσ'τη συνείδηση, δεν είναι ό,τι προσφέρει η πρώτη εμφάνιση κι εντύπωση. Πρέπει να αναλογιστούμε πάνω σ’αυτό, για να συλλάβουμε την αληθινή υφή του αντικειμένου και πιστεύεται ότι αυτό επιτυγχάνεται με τον αναλογισμού.»   «Μέσω του αναλογισμού κάτι μεταβάλλεται στον τρόπο που το περιεχόμενο υπάρχει καταρχήν μέσ’την αίσθηση, την εποπτεία ή την παράσταση. Άρα μόνο με μεσολάβηση μιας μεταβολής, φτάνει στη συνείδηση η αληθινή φύση του αντικειμένου». «Επειδή με τον αναλογισμό, φανερώνεται η αληθινή φύση των πραγμάτων και επειδή το σκέπτεσθαι είναι δική μου ενέργεια, άρα η φύση των πραγμάτων είναι προϊόν του δικού μου πνεύματος και μάλιστα ως σκεπτομένου υποκειμένου· προϊόν δικό μου σύμφωνα με την απλή γενικότητά μου ως του απόλυτα παρ’εαυτόν μένοντος Εγώ, δηλαδή της Ελευθερίας μου».
         Η αποκάλυψη του DNA ως κληρονομική εμπειρική καταγραφή του παγκόσμιου γίγνεσθαι μέσ’τον άνθρωπο, προϋποθέτει ότι το Είναι, η Συνείδηση κι η Εμπειρία είναι απόλυτα συμβατά. Έτσι, εκ φύσεως, δεν προϋποτίθεται κάποια μεταβολή ώστε να φτάνει η αληθινή φύση του αντικειμένου μέσω της εμπειρίας στη συνείδηση διαφορετική. Κι επειδή η φύση του κόσμου και κατά συνέπεια του κληρονομικού γνωστικού μηχανισμού μας είναι αντιφατική γι’αυτό αντιλαμβανόμαστε πολύ σωστά, τον κόσμο σε συνεχές γίγνεσθαι και αέναη αλλαγή. Η ιδεαλιστική αντιστροφή του κόσμου και των πραγμάτων ως στατικών είναι καταχρηστική.  Ακόμα η άποψη του Χέγκελ ότι “το σκέπτεσθαι είναι απόλυτα δικό μου”, δεν ευσταθεί, αφού είναι αποτέλεσμα της απύθμενης κληρονομικής εμπειρικής καταβολής του παγκοσμίου γίγνεσθαι ως γεγραμμένου στον κληρονομικό μου μηχανισμό. Έτσι ούτε η συνείδηση, ούτε η φύση των πραγμάτων είναι απόλυτα δικό μου πνευματικό προϊόν.
       Πάντως αυτή η αληθινή φύση των πραγμάτων, υπήρχε και θα υπάρχει, ακόμα κι αν ο Καρτέσιος, ο  Καντ, ο Χέγκελ κι όλη η ανθρωπότητα και μαζί τους το Αιώνιο κι Αφηρημένο Εγώ πάψουν να αναλογίζονται γι’αυτήν. Οι αφηρημένοι συνειρμοί μπορούν να παρασύρουν ακόμα και τον ευφυή σε υπερβολικές ανοησίες.  Ο δογματισμός σκοτώνει τη νόηση.

§ 23 σελ 101

«…Μέσ’τη Νόηση βρίσκεται άμεσα η Ελευθερία, γιατί η Νόηση ως πράξη του γενικού είναι ένας αφηρημένος αυτοσχετισμός, ένα παρ’-εαυτόν-Είναι απροσδιόριστο κατά την υποκειμενική πλευρά που κατά το περιεχόμενο υπάρχει μόνο μέσ’το πράγμα και στα χαραχτηριστικά του».
      Εδώ υπάρχει μια αντινομία: το νοείν μέσα στο οποίο βρίσκεται άμεσα η ελευθερία, ως πράξη του γενικού (γίγνεσθαι της ιδέας), χαρακτηρίζεται από αντιφατικότητα, αλλά κατά το περιεχόμενό του υπάρχει μόνο μέσα στο Πράγμα, το οποίο (κατά τον Χέγκελ) δεν μπορεί να χρεωθεί με την αδυναμία της αντίφασης. Επίσης είναι σαφής ο περιορισμός της Ελευθερίας, όταν κατανάγκην είναι πράξη του γενικού κι απαγορεύεται να είναι τίποτε άλλο. Αυτό συνιστά σαφή περιορισμό της ελευθερίας να είναι -έτσι ή αλλιώς- ο ίδιος της ο εαυτός. Η έννοια Ελευθερία, όπως τη θέλει ο Χέγκελ, έχει ξεπεράσει υβριστικά το αληθινό της ύψος. Η Ελευθερία όπως και το Νοείν ως καθαρά, ιδεώδη κι αφηρημένα, είναι κενά περιεχομένου. Όπως λέει κι ο ίδιος ο Χέγκελ στην §10 σελ.72, «δεν μπορεί κάποιος να μάθει να κολυμπά πριν μπει στο νερό» και είναι προφανές ότι ούτε μπορεί να νοεί πριν αρχίσει να γνωρίζει, αλλά ούτε να γνωρίζει πριν αποκτήσει εμπειρία κι έτσι να νοεί.  Έτσι δεν μπορεί κάποιος να είναι αληθινά ελεύθερος, αν η ελευθερία του δεν περιορίζεται από κάποιους συγκεκριμένους όρους που την κάνουν αληθινή, αφού η αληθινή ελευθερία είναι σύνδρομο σειράς περιορισμών κι απαγορεύσεων.

«… Γιατί η Νόηση κατά το περιεχόμενο, αληθεύει μόνο στο μέτρο που βυθίζεται μέσ’το Πράγμα και κατά την μορφή δεν έχει καμιά ιδιαίτερη κατάσταση ή πράξη του υποκειμένου αλλά έγκειται στ’ότι η συνείδηση συμπεριφέρεται ως αφηρημένο Εγώ, απελευθερωμένο από την κάθε ιδιαιτερότητα άλλων ιδιοτήτων, καταστάσεων κλπ, και πράττει μόνο κάτι το γενικό μέσ’το οποίο η συνείδηση ταυτίζεται με όλα τα άλλα άτομα».
 (Εδώ ξεχνά ότι όρισε το νοείν αντιφατικό ενώ το πράγμα όχι ή εγώ είμαι ανόητος και δεν καταλαβαίνω).
Η Ελευθερία, που είναι η συνείδηση ως Εγώ απελευθερωμένο και αφηρημένο από κάθε ιδιαιτερότητα άλλων ιδιοτήτων, εκτός του ότι περιορίζεται να πράττει μόνο κάτι γενικό, μέσ’το οποίο η συνείδηση ταυτίζεται μ’όλα τ’άλλα άτομα, είναι μια ελευθερία που τη συνδράμουν οι περιορισμοί που απορρέουν απ’την ταύτιση με όλα τα άλλα άτομα. Ο αυτοπεριορισμός στη γενικότητα και το αφηρημένο, παραβιάζει την ιδιαιτερότητα, που είναι η φυσική κι η ελεύθερη αναζήτηση της σκέψης.
      Αληθινά όμως η επιδίωξη της γενικότητας απ’την σκέψη δεν γίνεται για την ανάδειξη του αφηρημένου και κατά τον Χέγκελ του αληθινού, αλλά μέσω των κατηγοριών, για την περαιτέρω ανάδειξη του ειδικού και συγκεκριμένου. Επειδή λοιπόν το νοείν χωρίς την επιβεβαίωση και τις συγκεκριμένες ειδικές αντιστοιχίες μ’όλα τ’άλλα και χωρίς να «βυθίζεται στο Πράγμα» χάνει το κύρος του, η Ελευθερία ως Νοείν γράφεται με μικρό [ε] αφού είναι πια συμβατική, έχοντας σύνδρομο απεριόριστους καταναγκασμούς. 
     Διαλεκτικά η ελευθερία ως γενική έννοια, συνίσταται από μια σειρά απεριόριστων καταναγκασμών κι απαγορεύσεων (όπως διαπιστώνουμε και στην καθημερινότητά μας).
                                                                                                                                                                 Λέει ο Χέγκελ: «Όταν ο Αριστοτέλης μας ζητά να εξυψωθούμε στην αξιοπρέπεια μιας συμπεριφοράς τέτοιας, ζητά να εγκαταλείψουμε τις ιδιαίτερες προκαταλήψεις και τις γνώμες μας και να επιτρέψουμε στο Πράγμα να επικρατήσει μέσα μας».
       Μολονότι ο Αριστοτέλης είναι ο δημιουργός της τυπικής λογικής, την οποία ο Χέγκελ ενίοτε απαξιώνει, δίνει μεγαλύτερη σημασία στο πράγμα ως συγκεκριμένο παρά ως αφηρημένο. [Η έρευνα ως ορθολογική, εισδύοντας στη λεπτομέρια, τη γενικεύει για να οργανώσει Κατηγορίες. Επισημαίνοντας όμως και γενικοποιώντας τις λεπτομέρειες, δε θα πει ότι μετά τις πετά στο καλάθι των αχρήστων, ούτε από κει και πέρα υποβιβάζει την αξία τους, γιατί απώτερος σκοπός της ορθολογικής έρευνας συνεχίζει να είναι το συγκεκριμένο, η ιδιότητα και η λεπτομέρεια. Εκεί οι γενικοποιημένες λεπτομέριες χρησιμοποιούνται ως αντιστοιχίες ορθολογικής σύγκρισης κι όχι ως ανώτερες αξίες της Μεταφυσικής].

§ 24 σελ 102

«Σύμφωνα με τις πάρα πάνω εξηγήσεις, οι σκέψεις μπορούν να ονομαστούν σκέψεις αντικειμενικές και ανάμεσά τους οφείλουν να συμπεριληφθούν και οι μορφές, οι οποίες εξετάζονται κατ’αρχήν μέσ’τη συνηθισμένη Λογική, (την Τυπική) και εκλαμβάνονται συνήθως ως μορφές της συνειδητής νόησης. Η λογική συμπίπτει λοιπόν με τη Μεταφυσική, που συλλαμβάνει τα πράγματα μέσα σε σκέψεις, που θεωρείται ότι εκφράζουν την ουσία των πραγμάτων».
       Ο Χέγκελ δείχνει ότι δεν προτίθεται να αποχωριστεί τις βασικές αρχές του ορθολογισμού κατά την εξέλιξη της διαλεκτικής λογικής του. Αυτό θα το διαπιστώσουμε καί στις βασικές προτάσεις του καί στην ανάπτυξη των όρων της Λογικής του.  Επίσης δεν ξεχνά ποτέ να μας δείχνει και την “μεταφυσική ουρά” του, που είναι και ο θάνατος της διαλεκτικής του.
      Σε όλη την ακολουθία του έργου, την “αντιφατικότητα” με την οποία ενδύεται η λογική του, μετατρέπει μέσω του σχήματος θέση-αντίθεση-σύνθεση και της άρνησης της άρνησης, επιμελώς από αντιφατική-διαλεκτική (αρνητική-κατάφαση), σε αντιθετική-ορθολογική (αρνητική-άρνηση). Οι ορθολογικοί όροι του νοείν, όντας μόνον αρνητικοί ή μόνο θετικοί, είναι δεσμά για τη σκέψη, αφού ορίζουν αρνητικά ή θετικά τη λειτουργία λογικού συστήματος που προϋποθέτει τα προκαθορισμένα όρια ενός κλειστού-τετελεσμένου συστήματος. Αντίθετα οι αντιφατικοί όροι της διαλεκτικής σκέψης, προϋποθέτουν αλληλοπροέκταση των εναντίων σε βαθμό, που να μην αφήνουν έσχατα περιθώρια ανεξαρτησίας μεταξύ τους. Κάθε αντιφατικός όρος προϋποθέτει συγχρόνως μιαν απεριόριστη σειρά από παραπλήσια όμοια-διαφορετικά μέσα του, που τελικά καταλήγει να περιέχει ακόμα και το αντίθετό του. Έτσι οι αντιφατικοί όροι γεννούν απεριόριστες επιλογές, υπερβαίνοντας τον ορθολογικό νοητικό καταναγκασμό. Οι όροι αυτής της διαλεκτικής προϋποθέτουν μια πυκνή, αντιφατικά γεγραμμένη δομή, απεριόριστη πυκνότητα, η όποια ως αντιφατική, μετατρέπεται σ’ένα είδος ενεργής λευκής χάρτας, άρα απεριόριστης, αλλά και αντιφατικά περιοριστικής Ελευθερίας (που είναι η αληθινή ελευθερία).
      Ο δογματισμός μπορεί να παγιδέψει και τον πιο ευφυή άνθρωπο, οδηγώντας τον σ’απόψεις όπως: «η Λογική συμπίπτει με τη Μεταφυσική που συλλαμβάνει τα πράγματα σε σκέψεις οι οποίες είναι η ουσία των πραγμάτων», ή «το Αφηρημένο Εγώ, που απελευθερώνεται από κάθε ιδιαιτερότητα πράττοντας μόνο το γενικό, μέσ’το οποίο η συνείδηση ταυτίζεται με όλα τα άλλα άτομα». 
      Αυτή η πονεμένη ουσία των πραγμάτων, που άλλοτε την θεωρεί αντιφατική συμπίπτοντας με τη σκέψη και άλλοτε μη-αντιφατική, αλλά ακόμα κι αυτό το γαϊτανάκι της συνείδησης ως αφηρημένης γενικότητας και ιδεατότητας, δύναται άραγε να παρουσιάζεται ως κάτι αντικειμενικό;   Άραγε μπορεί αυτή η ιδεατότητα να προσφέρει τίποτα στην επιστημονική έρευνα; Οι αφηρημένες κι ιδεατές νοητικές συλλήψεις κατά την μορφοποίησή τους ως συγκεκριμένες, μπορεί όχι μόνο να μην συμφωνούν καθόλου μ’αυτήν την αφηρημένη αντικειμενικότητα, αλλά όπως γίνεται τις πιο πολλές φορές να διαφωνούν.

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ    

§ 26 σελ 107  §27 σελ 108

«Η αρχική στάση της νόησης προς τα αντικείμενα είναι η απλοϊκή μέθοδος κατά την οποία η νόηση χωρίς να έχει συνείδηση των αντιθέσεων μέσα στον εαυτό της, και απέναντι στον εαυτό της, ξεκινά απ’την πίστη ότι μέσω του αναλογισμού γνωρίζεται η αλήθεια και ότι τ’αντικείμενα έρχονται στη συνείδηση έτσι όπως πράγματι είναι. Μέσα σ’αυτήν την πίστη η νόηση βαδίζει κατευθείαν προς τα αντικείμενα, αντλεί το περιεχόμενο των αισθημάτων και των εποπτειών και το αναπαράγει αφ’εαυτής καθιστώντας το, περιεχόμενο της σκέψης· με αυτό το περιεχόμενο ικανοποιείται, πιστεύοντας ότι αυτό εκφράζει την αλήθεια. Κάθε αρχάρια Φιλοσοφία, κάθε επιστήμη και καθημερινή πρακτική δραστηριότητα και συνείδηση, ζουν μέσα σ’αυτή την πίστη».                     «…η φιλοσόφηση, όπως διαμορφώθηκε, είναι η παλιά μεταφυσική που υπήρχε πριν την Φιλοσοφία του Κάντ.  Αλλά αυτή η Μεταφυσική μόνο σε σχέση με την ιστορία της φιλοσοφίας είναι κάτι αλλοτινό· στην πραγματικότητα υπάρχει πάντα ως άποψη,  που την αποδέχεται η διάνοια σχετικά με τα αντικείμενα της καθαρής λογικής.  Άρα και αυτό το επίκαιρο στοιχείο, προκαλεί ενδιαφέρον για την ακριβέστερη εξέταση της διεξαγωγής της Μεταφυσικής και των βασικών της περιεχομένων».
        Τονίζω ξανά ότι: με την αποκάλυψη του DNA, ως “εκ των προτέρων κληρονομική δυνατότητα γνώσης και δράσης”, η συζήτηση που περιστρέφεται γύρω απ’τους όρους της μεταφυσικής ως επιστήμης και της σχέση της με την νόηση αυτοκαταρρέει.  Όπως έχουμε αναφέρει, η Νόηση και οι όποιοι όροι της Μεταφυσικής δεν μπορούν πλέον να σχετίζονται, αφού η σύγχρονη επιστήμη το απαγορεύει. Έτσι όλη αυτή η φιλολογία περί των όρων της ενδοϋποκειμενικότητας ή εσωτερικότητας, κι ότι αφορά στους “μηχανισμούς” της ψυχολογίας ή και της ίδιας της ψυχής, σε σχέση με τη νόηση ή ακόμα και την ανθρώπινη συμπεριφορά, έχει πέσει στο κενό χάνοντας το νόημά της.
     Επειδή η «εκ των προτέρων κληρονομική γνωστική δυνατότητα» είναι η ίδια η δομή και η φύση του ανθρώπου κι επειδή είναι εμπειρική κληρονομική συσσώρευση ως καταγραφή του παγκόσμιου γίγνεσθαι μέσα του,  γι’αυτό η νόηση μπορεί να εισπράττει την πραγματικότητα όπως ακριβώς είναι.  Άρα ο κόσμος είναι αυτός που ερχόμαστε σε άμεση επαφή και δεν χρειάζεται κάποια "μεσολάβηση",  ούτε έχει σχέση με καθαρές ή καθαυτές ιδέες, ούτε με όποιου είδους φαινομενικότητα.
     Ότι έμεινε από όλη αυτή την παγκόσμια ιδεαλιστική φιλοσοφική φιλολογία, είναι η πλατωνική φιλοσοφία περί Ηθικής ενώ για τον κόσμο των πραγμάτων η χρήση της τυπικής αριστοτελικής λογικής με τις δυναμικές μαθηματικές εφαρμογές για το ξεπέρασμα της όποιας στατικότητάς της όταν χειρίζεται δυναμικά συστήματα και παράλληλα με αυτά, η προσωκρατική διαλεκτική για το μέλλον της επιστήμης και της ανθρωπότητας.
     Ακόμα κι ο ίδιος ο Χέγκελ τόνιζε ότι απ’τη φιλοσοφία του Κάντ δεν έμεινε τίποτα που χρησιμοποιείται απ’την επιστήμη και όπου υπάρχει κάποια αναφορά στο έργο του είναι μάλλον διακοσμητική. Όμως ακριβώς το ίδιο  συμβαίνει και με το έργο του Χέγκελ, αφού ούτε η Λογική του, αλλά ούτε οι "Αρχές της Διαλεκτικής Λογικής" του, έγιναν όργανο επιστημονικής έρευνας:
       Α΄. Της μετατροπής της μέγιστης ποσότητας σε ποιότητα.
       Β΄. Της αλληλοδιείσδησης των αντιθέτων.
       Γ΄. Της άρνησης της άρνησης.                                                                                                             Μολονότι οι φερόμενες ως αρχές της τυπικής εγελιανής διαλεκτικής λογικής είναι αόριστα σωστές, έρχονται ως αποτέλεσμα κι επίβεβαίωση της έρευνας, εκ των υστέρων κι όχι ως αδιάψευστος οδηγός. Π.χ.: Η μετατροπή της μέγιστης ποσότητας σε διαφορετική ποιότητα δεν μπορεί να γίνει οδηγός σ’επιστημονική έρευνα, αλλά είναι μια τελική διαπίστωση η οποία μάλιστα δεν είναι διατυπωμένη σωστά. Αφού όσο κι αν μεγαλώσει η ποσότητα κάποιου τεμαχίου σιδήρου αυτό πάντα θα είναι σίδερο. Μάλιστα όταν ο Χέγκελ χρησιμοποιεί αυτήν την Αρχή στην Επιστήμη της Λογικής του, την βοηθά με τις αρχές της ορθολικής τυπικότητας και συνήθως κατρακυλά στη σοφιστική.  Αυτή την Αρχή όμως, όταν σχετίζεται με καταστάσεις δυναμικών διαδικασιών, δεν την αρνείται ούτε ο ορθολογισμός, αφού τ’αναλλοίωτα καθαυτά, τα οποία είναι πάντα απωθημένα στο βάθος της «υπόστασης», δεν εμπλέκονται στις διαδικασίες των συλλογισμών, όπως συμβαίνει καί στην «Επιστήμη της Λογικής» του Χέγκελ. Αυτά τα έσχατα-αναλλοίωτα καθαυτά σύμφωνα με την άποψή του περί της φαινομενικότητας του αντιφατικού γίγνεσθαι, πρέπει να υπάρχουν κρυμμένα κάπου στο βάθος του Είναι.                                     Αυτή την Αρχή όμως στους προσωκρατικούς και στον Λάο Τσέ, αναδύεται ως αδιαχώριστη ενότητα και σχέση με την Αρχή της Αλληλοδιείσδησης των Αντιθέτων, δηλαδή διατυπώνεται από τους προσωκρατικούς και τον Λάο-Τσε ως Αντιφατικότητα του Είναι.  Λάο-Τσε: η μεγάλη ευθεία οφείλει να είναι κυρτή. Ηράκλειτος: Η ευθεία κίνηση είναι αποτέλεσμα της περιστροφικής κίνησης.  Και: Αυτός ο κόσμος που είναι ίδιος για όλους, ήταν, είναι και θα είναι αείζωον πυρ, που αναβο-σβήνει με Μέτρο. Βλέπουμε λοιπόν ότι, σύμφωνα μ'αυτούς, τα πάντα συνιστούν αντιφατικές ενότητες οι οποίες διέπονται από κάποιο ποσοτικο-ποιοτικό Μέτρο. Όταν το Μέτρο ισορροπίας της ποσοτικο-ποιοτικής σχέσης των αντιφατικών σκελών διαταραχθεί σε μεγάλο βαθμό, η ισορροπία αλλάζει Μέτρο, αλλάζοντας ποιότητα.                                                                                                                                       Η Αρχή της Αλληλοδιείσδυσης των Αντιθέτων, η οποία θα μπορούσε ν’αναδείξει την αντιφατικότητα του Είναι, δεν μπορεί χρησιμοποιηθεί, αφού προηγουμένως δεν έχει οριστεί η αντιφατική μηχανική του τρόπου ύπαρξης της αντιφατικής ταυτότητας, ώστε ν’αναφανεί απ’την περιγραφή της, πως είναι δυνατή αυτή η αλληλοδιείσδυση στη φύση.   Την περιγραφή του μηχανισμού της Αντιφατικής Ταυτότητας, η οποίο μπορεί να γίνει η βάση για τη δημιουργία μιας αντιφατικής λογικογλωσσικής τυπικότητας, επιχειρώ στο κυρίως μέρος της πραγματείας, με όνομα Αντιφατικός Ορθολογισμός.                                                                                                                                                    Επίσης η «αρχή άρνησης της άρνησης», εκτός που δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο έρευνας, είναι και ο τρόπος που η "καταφατική-αρνητικότητα" της αντίφασης, μετασχηματίζεται έντεχνα σε ορθολογική αρνητική-αρνητικότητα. Δηλαδή αυτή η αρχή διαψεύδει την προηγούμενη αρχή «της αλληλοδιείσδησης των αντιθέτων".  Ισχυρίζομαι αυτό γιατί η λογική του Χέγκελ κυρίως ασχολείται με την γραμματολογική διάσταση της φαινομενικής αντιφατικότητα και όχι με την οντολογικά διάσταση μιας υλιστικής λογικής της φύσης.
       Η «Διαλεκτική» του Χέγκελ καταρρέει κάτω από το βάρος του ιδεαλισμού της. Αν λοιπόν αναλυθεί όλο αυτό το νόημα περί της σχέσης μεταφυσικής και νόησης και αφού η νόηση αφορά την ανθρώπινη συμπεριφορά και την επιστήμη, τότε η “Επιστήμη της Λογικής” για την οποία μας προετοιμάζει, δεν πρέπει να είναι ούτε επιστήμη, ούτε λογική, αλλά ούτε διαλεκτική.  Επίσης η Μεταφυσική με βάση την “εκ των προτέρων γνωστική δυνατοτητα”, όπως την ήθελαν οι Καντ και Χέγκελ, μετά την αποκάλυψη του DNA μετετράπει σε κληρονομική εμπειρική συσσώρευση, αρνούμενη την ύπαρξη της μεταφυσικής ως επιστήμης. Έτσι η Εγελιανή Λογική μπορεί να είναι κάποια μεταφυσική υπερβασιακή θεολογία, η οποία λόγω της αλαζονικής δυστροπίας της, δεν βοήθησε ούτε τους πιστούς να γίνουν πιστότεροι.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

§ 40 σελ 122     § 48 σελ 135
                                                                                                                                                                      
«Η κριτική φιλοσοφία έχει κοινό με τον εμπειρισμό, ότι θεωρεί την εμπειρία Μοναδική βάση των γνώσεων·  δεν θεωρεί όμως  ότι αυτές είναι αλήθειες, αλλά μόνο γνώσεις φαινομένων.  Ξεκινά αρχικά απ’την διαφορά ανάμεσα στα στοιχεία, που παρουσιάζονται κατά την ανάλυση της εμπειρίας: τη διαφορά ανάμεσα στην αισθητή ύλη και τις γενικές σχέσεις της».  
… «Στην προσπάθεια που κάνει η λογική ικανότητα να γνωρίσει το απόλυτο στοιχείο του κόσμου εμπλέκεται σ’αντινομίες, έτσι καταφάσκει σε δύο  αντίθετες  προτάσεις  για το ίδιο αντικείμενο και μάλιστα έτσι ώστε κάθε μια απ’αυτές, πρέπει να καταφάσκει με ίση αναγκαιότητα. Απ’αυτό προκύπτει,  ότι το περιεχόμενο  του κόσμου,  οι περιγραφικοί  ορισμοί του οποίου πέφτουν σε τέτοια αντίφαση, δε μπορεί να είναι το καθαυτό περιεχόμενο, αλλά μόνο φαινόμενο. Λύση της αντινομίας είναι ότι: η αντίφαση δεν αφορά το αντικείμενο καθ’εαυτό και δι’εαυτό, αλλά μόνο τη λογική ικανότητα που επιχειρεί να το γνωρίσει».…«Παίρνοντας υπόψιν όλα όσα αναφέραμε στην προηγούμενη παράγραφο §39, ότι μέσα στην κατ’αίσθηση αντίληψη περιλαμβάνονται μόνον όντα μεμονωμένα και μόνον όσα συμβαίνουν, τονίζεται επίσης το γεγονός ότι η γενικότητα κι η αναγκαιότητα συγκροτούν, ως εξίσου σημαντικοί όροι, αυτό το οποίο ονομάζεται εμπειρία. Αφού τα στοιχεία -γενικότητα κι αναγκαιότητα- δεν προέρχονται απ’την εμπειρία ως τέτοια, αλλά ανήκουν στην αυτενέργεια της νόησης, άρα οι νοητικοί όροι που ονομάζονται «έννοιες διάνοιας», υπάρχουν a priori συγκροτώντας με αυτόν τον τρόπο την αντικειμενικότητα των εμπειρικών γνώσεων. Γενικά περιέχουν σχέσεις κι έτσι μέσω αυτών σχηματίζονται οι συνθετικές κρίσεις a priori, οι αρχέγονες σχέσεις ανάμεσα στα αντίθετα».… «Διατυπώνεται έτσι η υπόθεση ότι είναι αυτό το ίδιο, το περιεχόμενο, δηλαδή η εσωτερική υφή των κατηγοριών, που προκαλεί την αντίφαση. Η σκέψη ότι η αντίφαση, η οποία εγκαθιδρύεται μέσ’την περιοχή της λογικής ικανότητας, μέσω των κατηγοριών είναι ουσιώδης κι αναγκαία και πρέπει να θεωρηθεί ως ένα από τα σημαντικά και βαθυστόχαστα βήματα προόδου στη νεότερη Φιλοσοφία».… «Δεν πρέπει το Πράγμα, (η ίδια η ουσία του κόσμου), να φέρει το ελάττωμα της αντίφασης, αλλ’αυτό μπορεί ν’αποδοθεί στη σκεπτόμενη λογική ικανότητα (την ουσία του πνεύματος). Προφανώς κανείς δε θ’αρνηθεί ότι ο εμφανιζόμενος κόσμος παρουσιάζει αντιφάσεις στο πνεύμα που τον εξετάζει· εμφανιζόμενος είναι ο κόσμος έτσι όπως παρουσιάζεται στο υποκειμενικό πνεύμα, τις αισθήσεις και τη διάνοια. Αλλά αν τώρα συγκριθεί η ουσία του κόσμου με την ουσία του πνεύματος, θα απορήσει κανείς με πόση αμεροληψία εκτίθεται από κάποιον κι επαναλαμβάνεται από άλλους η ταπεινόφρονη παραδοχή ότι η έδρα της αντίφασης είναι το σκεπτόμενο ον, η λογική ικανότητα και όχι ο κόσμος.  Δεν βοηθά σε τίποτα το να χρησιμοποιηθεί η διατύπωση ότι η λογική ικανότητα πέφτει σ’αντιφάσεις μόνον επειδή εφαρμόζει τις κατηγορίες. Γιατί παράλληλα γίνεται δεκτό, ότι η εφαρμογή των κατηγοριών είναι αναγκαία κι ότι η λογική ικανότητα δεν διαθέτει για το γνωρίζειν άλλον όρο απ’τις κατηγορίες. Και πράγματι το γνωρίζειν είναι ορίζουσα κι οριζόμενη νόηση· αν η λογική ικανότητα είναι μόνο μια κενή αόριστη νόηση, δεν σκέπτεται τίποτα».


Εδώ ορίζει την αναντιστοιχία Νόησης και Πράγματος στη Διαλεκτική του, που οφείλεται στον ιδεαλιστικό δογματισμό του, ο οποίος απαγορεύει στο έργο του να είναι διαλεκτικό αλλά κι η αναντιστοιχία Νόησης και πράγματος του απαγορεύει να είναι λογική και επιστήμη.    Μολονότι αποδέχεται ότι ο κόσμος γίνεται αντιληπτός αντιφατικά, παρακάμπτει το αυτονόητο: αντί ν’ακολουθήσει τη διαλεκτική σκέψη του Ηράκλειτου, υποθέτει ότι η εικόνα του κόσμου είναι παραπλανητική και δεν το κάνει. Μετά απ’αυτό αντί ν’ακολουθήσει τον παρμενίδειο δρόμο του ορθολογισμού, ο οποίος σε κάθε βήμα του παραμερίζει την αντίφαση ως αναληθή, (αφού περιέχει μέσα της το Μη-Είναι), κάνει το ακατανόητο. Ακολουθεί τον δρόμο μιας διακο-ρευμένης αντιφατικότητας, την οποία με δαιδαλώδεις προσδιορισμούς, συ-νειρμούς κι αντινομίες, μετατρέπει σ’αντιθετικότητα καταλήγοντας “υπόγεια” στον ορθολογισμό. Δηλαδή απ’την Αθήνα πηγαίνει στον Πειραιά μέσω Θεσσαλονίκης και αυτό θεωρεί βαθυστόχαστο βήμα στην φιλοσοφία.    
      Επίσης ορίζει ότι: «η αντιφατικότητα είναι αδυναμία της νόησης και όχι φύση των πραγμάτων» και στην §23 σελ.101 τονίζει ότι: «η αληθινή φύση των πραγμάτων είναι προϊόν του δικού μου Πνεύματος, ως σκεπτομένου υποκειμένου».
      Α. προσέγγιση: Μπορεί η γενικότητα, η αναγκαιότητα κι άλλες κατηγορίες να ανήκουν στη δράση της νόησης, αλλά δεν μπορούν εμφατικά να χαρακ-τηριστούν αποτέλεσμα αυτενέργειας. Αυτές είναι αποτέλεσμα της διαλεκτικής σχέσης νόησης κι εμπειρικού κόσμου, αφού η νόηση βασίζεται πάνω στις εκ των προτέρων εμπειρικές κληρονομικές καταβολές του όντος, έτσι δε μπορεί να θεωρηθούν απόλυτα ως αυτενέργεια όπως το θέλει ο Χέγκελ.
      Β. προσέγγιση: Αλλά τότε η «αληθινή φύση των πραγμάτων» πρέπει να υπάγεται στην αντιφατικότητα της νόησης κι όχι στην αντιθετικότητα της “ουσίας των πραγμάτων” και έτσι τα πράγματα θα πρέπει να υπάγονται στην αντιφατικότητα της διαλεκτικής. Λόγω του ιδεαλισμού του όμως ακολουθεί την άποψη ότι “τα πράγματα δεν αντιφάσκουν, αφού αυτά τελικά είναι τα καντιανά καθαυτά”, έτσι όμως θα έπρεπε ν’άφηνε τη διαλεκτική κατά μέρος και ν’ακολουθούσε τον ορθολογισμό ο οποίος δεν αντιφάσκει. Αυτός όμως θέλει και τα πράγματα να μην αντιφάσκουν και η λογική ν’αντιφάσκει. Δηλαδή συνειδητά θέλει να “παραλογίζεται”, μέσω της Λογικής.
       Επίσης το ότι “η λογική ικανότητα δεν αντιφάσκει γιατί εφαρμόζει τις κατηγορίες του ορθολογισμού, αλλά επειδή αυτή η ίδια είναι αντιφατική” δείχνει ότι δεν προτίθεται να αποκοπεί απ’τον ορθολογισμό κατά την ανάπτυξη της Λογικής του και ότι επιδιώκει με κάθε θυσία την συμφιλίωση της διαλεκτικής του μ’αυτόν (όπως βέβαια και το ισχυρίζεται).
      Και συνεχίζει: «Βασικό σημείο το οποίο πρέπει να τονιστεί είναι, ότι οι αντινομίες δεν περιορίζονται στα τέσσερα αντικείμενα, τα οποία έχουν ληφθεί απ’την Κοσμολογία, αλλά επεκτείνονται στα αντικείμενα κάθε είδους, σ’όλες τις παραστάσεις, έννοιες κι ιδέες.  Αν ξέρει κάποιος τούτο και γνωρίσει τα αντικείμενα μέσ’αυτή τους την ιδιότητα, κάνει ένα βήμα ουσιώδες στη φιλοσοφική πορεία· γιατί αυτή τους η ιδιότητα κάνει αυτό, το οποίο θα προσδιορίσουμε, διαλεκτικό στοιχείο μέσα στη λογική».
      Ενώ προσπάθησε να μας πείσει ότι «τα πράγματα δεν έχουν την αδυναμία της αντιφασής, αλλά αυτό το ελάττωμα έχει μόνον η νοητική μας δυνατότητα», κλείνοντας μας υπενθυμίζει ότι «αν ξέρει κάποιος τα αντικείμενα μέσα σ’αυτήν τους την ιδιότητα» δηλαδή «ν’αντινομούν, θ’αντιληφθεί ότι αυτή τους η ιδιότητα θα προσδιοριστεί ως το διαλεκτικό στοιχείο μέσα στη Λογική».  
     Εδώ τα πράγματα δεν αντιφάσκουν αλλά τ’αντικείμενα αντινομούν. Υπάρχει λοιπόν μια σύγχυση στη χρήση των εννοιών αντινομία, αντίφαση, αντικείμενο και πράγμα, η οποία αναφαίνεται σ’όλη την ακολουθία του έργου.  Αν η αντίφαση είναι αντινομία, το ίδιο θα είναι και η διαλεκτική. Αν η αντίφαση είναι ελάττωμα τότε και η διαλεκτική είναι ελαττωματική
       Αν τα Πράγματα κι ο Κόσμος δεν αντιφάσκουν αλλά τα φαινόμενα, η Λογική ως εργαλείο της νόησης, έχοντας καθήκον την αντιστοιχία με την πραγματικότητα, πρέπει ν’ακολουθήσει αυτό το οποίο όρισε ο Παρμενίδης στο έργο του «Περί Φύσεως»: Πρέπει να παραμερίσει την αντιφατικότητα της καθημερινότητας, να αποκαθάρει την λογική απ’το Μη-Είναι, ―το ανύπαρκτο― και να βαδίσει στο δρόμο της ορθολογικής ταυτότητας και του Είναι πέρα από αντιφάσεις. Όπως έκαναν ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Καρτέσιος και ο Καντ. Αν όμως τα πράγματα κι ο κόσμος αντιφάσκουν, τότε πρέπει να νοηθούν αντιφατικά-διαλεκτικά, όπως έκαναν οι Ηράκλειτος Αναξίμανδρος και Ζήνων.
         Επίσης η άποψή του ότι “η λογική ικανότητα δεν αντιφάσκει επειδή εφαρμόζει ορθολογικές κατηγορίες, αλλά επειδή είναι αυτή η ίδια αντιφατική” είναι ένα ακόμα δείγμα ότι δεν προτίθεται να αποκοπεί από τον ορθολογισμό κατά την ακολουθία της ανάπτυξης της “διαλεκτικής” του, κι ότι θα επιδιώξει τη συμφιλίωσή της με τον ορθολογισμό. Δηλαδή θέλει και την πίτα αφάγωτη και τον σκύλο χορτάτο.

«…βασικό σημείο που πρέπει να προσεχθεί είναι, ότι οι αντινομίες δεν περιορίζονται στα επιμέρους τέσσερα αντικείμενα, που έχουν παρθεί απ’την Κοσμολογία, αλλά επεκτείνονται σε όλα τα αντικείμενα κάθε είδους, σ’όλες τις παραστάσεις, έννοιες και ιδέες.  Αν ξέρει κάποιος τούτο και γνωρίσει τα αντικείμενα μέσα σ’αυτή τους την ιδιότητα, κάνει ένα ουσιώδες βήμα στη φιλοσοφική πορεία· γιατί αυτή η ιδιότητα κάνει αυτό, που θα προσδιορίσουμε πάρα κάτω, ως διαλεκτικό στοιχείο μέσα στη λογική».
       Ενώ σ'ολόκληρη παράγραφο προσπάθησε να μας πείσει ότι «τα πράγματα δεν αντιφάσκουν, αλλά μόνον η νοητική μας δυνατότητα», κλείνοντας μας υπενθυμίζει πως «εάν γνωρίζει κάποιος τα αντικείμενα μέσα σ’αυτήν τους την ιδιότητα» δηλαδή ν’αντινομούν, «θ’αντιληφθεί πως αυτή η ιδιότητα θα προσδιοριστεί ως το διαλεκτικό στοιχείο μέσα στη Λογική». Μια ακόμα επισήμανση είναι ότι υπάρχει σύγχυση στη χρήση των εννοιών “αντινομία” και “αντίφαση”, “αντικείμενο” και “πράγμα”, που διαφαίνεται σε όλη την ακολουθία του έργου. Αν η αντίφαση είναι αντινομία τότε είναι κι η διαλεκτική και τότε είναι προς αποφυγήν.
        Αν το Πράγμα και ο Κόσμος δεν αντιφάσκουν αλλά τα φαινόμενα, η Λογική έχοντας καθήκον την αντιστοιχία με την πραγματικότητα, πρέπει να κάνει αυτό που όρισε ο Παρμενίδης στο έργο του «Περί Φύσεως»: Να παραμερίσει με τον ορθολογισμό τη φαινομενική αντιφατικότητα της καθημερινότητας, ν’αποκαθάρει τη λογική απ’το Μή-Είναι, το ανύπαρκτο και να βαδίσει το δρόμο της ορθολογικής ταυτότητας και του Είναι, πέρα από αντιφάσεις. Όπως έκαναν ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Καρτέσιος κι ο Καντ. Αν όμως τα πράγματα κι ο κόσμος αντιφάσκουν, τότε πρέπει να νοηθούν αντιφατικά-διαλεκτικά, όπως έκανε ο Ηράκλειτος.

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ

§ 84  σελ 201

«Το Είναι είναι η έννοια μόνο καθεαυτήν [δυνάμει]· οι όροι του είναι όντες· όταν διακρίνονται, κάθε όρος είναι άλλος ως προς άλλους και η μορφή την οποία παίρνει η διαλεκτική μέσα τους, δηλαδή ο περαιτέρω προσδιορισμός τους είναι μετάβαση μέσα σε κάτι άλλο.  Αυτός ο  περαιτέρω  προσδιορισμός  είναι  μια εκφορά,  άρα  και  μια ανάπτυξη της καθ’εαυτής ούσας έννοιας και συνάμα μια εντός εαυτού πορεία του Είναι, μια εμβάθυνσή του εντός εαυτού. Η εκτύλιξη της έννοιας, μέσα στη σφαίρα του Είναι, πετυχαίνει δυο πράγματα: εκφέρει την ολότητα του Είναι και αναιρεί την αμεσότητα του Είναι, δηλαδή τη μορφή του Είναι σαν τέτοιου».
        Ορθολογικά το καθαυτό Είναι, είναι κενό περιεχομένου. Δηλαδή για να έχει μορφή πρέπει να εκπροσωπεί κάτι Άλλο-Συγκεκριμένο. Ορθολογικά το Είναι ως έννοια καθαυτή δεν μπορεί να περιέχει τίποτα ν’αναζητηθεί. Ο Αριστοτέλης όρισε: “Τὸ δὲ Εἶναι, οὐθενός εἶναι”.  Ενώ αντίθετα και Διαλεκτικά ο Ζήνων προσδιόρισε το Είναι σαν Ουσία καθαυτή ως εξής: Για να υπάρχει κάτι πρέπει να έχει μέγεθος και όγκο και κάποιαν απόσταση το από κάποιο άλλο. Το ίδιο ισχύει και για το περιθώριο αναλόγως. Γιατί και αυτό πρέπει να έχει μέγεθος και πάντα θα περισσεύει κάτι. Θα το πω μια για πάντα. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει έσχατο μέρος κάποιου, ούτε του σώματος ούτε του περιθωρίου. Ακόμα δεν μπορεί κάτι να υπάρξει από μόνο του, (άσχετα από κάτι άλλο). Έτσι, αν υπάρχουν πολλά, είναι ανάγκη να είναι συγχρόνως μεγάλα και μικρά. Μικρά ώστε να μην έχουν μέγεθος, μεγάλα ώστε να είναι απείρου μεγέθους.  Εδώ ο Ζήνων, με τη σχετικότητα Ενός και Πολλών, Μεγάλου και Μικρού, Μηδενός και Απείρου, δείχνει ότι αυτά συνιστούν μιαν αντιφατική ενότητα, όπου η μια έννοια γεννά αλλά συγχρόνως μάχεται την άλλη. Αυτή είναι η Αντιφατικότητα Γυμνή, το Εν Δυνάμει Είναι, το Γίγνεσθαι ως Ουσία, το Είναι ως Ουσία καθαυτή, η Υλικότητα ως ουσία, την οποίαν ο Αναξίμανδρος όρισε σαν “Αρχή και στοιχείον των όντων το Άπειρο”.         
      Ο Χέγκελ όμως θέλει να μας πει μιαν άλλη ιστορία περί του Είναι. Αναλαμβάνει λοιπόν να μας δείξει στη § 19 σελ. 92 ότι «Η Λογική είναι η Επιστήμη της Καθαρής Ιδέας, δηλαδή της ίδέας μέσ’το αφηρημένο στοιχείο της νόησης». Έτσι η νόηση ως Σκεπτόμενο Υποκείμενο, είναι μια αφηρημένη οντότητα ένα Εγώ καθαυτό κοινό σε όλους. Με τον προσδιορισμό αυτό ανεβάζει τη σκέψη σε μια καθαυτή οντότητα πανταχού παρούσα που διαπερνά τα πάντα. Γι’αυτό τη Λογική του προσδιορίζει ως επιστήμη της καθαρής ιδέας, δηλαδή της a priori νόησης που κατά τον Χέγκελ στην § 8 σελ. 68, «επειδή όλα περιέχονται στη νόηση, το πνεύμα είναι η αιτία του κόσμου» και γι’αυτό κατά τη γνώμη του και αντινομώντας, η νόηση πρέπει να ξεκινά από το Μηδέν για να κάνει αυτό το φαινομενικό αντιφατικό ταξίδι στο κλειστό και ψευδές γίνεσθαι της Ιδέας.
        Η πρόταση του Αναξίμανδρου “αρχή και στοιχείον των όντων το άπειρον” και η πρόταση του Ζήνωνα που ανέφερα πριν ότι “αν υπάρχουν πολλά είναι ανάγκη να είναι συγχρόνως μηδενικού και απείρου μεγέθους", μας προϊδεάζουν ότι το Σύμπαν δε συνίσταται από δύο κόσμους, δηλαδή τον υλικό και τον ιδεατό, αλλά τα πάντα συνιστούν μιαν ενότητα σε άπειρο και αέναο εξελικτικό Γίγνεσθαι. Έτσι απορρίπτουν την ύπαρξη αναλλοίωτων στοιχειωδών εσχάτων που προϋποθέτουν τη φαινομενικότητα του γίγνεσθαι και δέχονται ότι το σύμπαν συνίσταται από αντιφατικά στοιχειώδη που αλληλεπιδρώντας γεννούν την αέναη Κίνηση.  Κατ’αυτόν λοιπόν το Σύμπαν, δηλαδή το Είναι ως υλική ουσία, συμπίπτει με το Άπειρο και αέναο Γίγνεσθαι. Κι επειδή ο Χρόνος σχετίζεται με τη γένεση και τη φθορά των όντων, άρα κι ο Χρόνος σχετίζεται με το αντιφατικό Γίγνεσθαι.  Αυτά όμως όλα συμπίπτουν στην αντιφατικότητα γυμνή, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως ουσία καθαυτή, αφού είναι η βασική ιδιότητα όλων των πραγμάτων, γεγονότων και καταστάσεων.
     Για να είναι όμως αυτός ο ισχυρισμός λογικά δυνατός, προϋποτίθεται ότι μέσα σε όλα  τα όντα υπάρχει διάλογος όπου τα  ενάντια αλληλο-προεκτείνονται χωρίς να αφήνουν απαραβίαστα όρια μεταξύ τους, συνιστώντας έτσι αντιφατικές ενότητες. Για τον λόγο αυτό, μέσα σε κάθε αντιφατική ενότητα ο εσωτερικός διάλογος παραβιάζει τα όρια της αντιφατικής σχέσης του όντος, ταξιδεύοντας μακριά έξω απ’αυτό κι έτσι διαλέγεται με το σύμπαν. Δηλαδή τα στοιχειώδη κάθε γεγονότος, εκκινώντας απ’το διάλογο μέσ'τον εαυτό, περνούν στο διάλογο με τις εγγύτερες αντιφατικές ενότητες του περιβάλλοντος, μετά με τις απώτερες και τελικά με το ίδιο το Σύμπαν, που είναι ο απώτατος Άλλος κι η έσχατη αιτία της συνεχούς αλλαγής του γεγονότος. Με τον εσωτερικό και εξωτερικό διάλογο των στοιχειωδών του, το γεγονός συνεχώς αλλάζει, αλλάζοντας και τ’άλλα με τα οποία διαλέγεται κατά την πορεία των στοιχειωδών του στο σύμπαν. Με αυτό τον τρόπο το στοιχειώδες συνιστά μιαν καταλυτικο-συνθετική-εξελικτική αντιφατική σχέση, που προεκτεινόμενη στο σύμπαν περιέχει Εν Δυνάμει κι ένα πρόσωπο του Απείρου Γίγνεσθαι. Έτσι το άπειρο δεν είναι μόνον αυτό που άρχει επί των όντων ως όλον, αλλά είναι και το στοιχειώδες ως ελάχιστο εν δυνάμει γενεσιουργό μέρος τους.                            Η λογική σύμφωνα με τους προσωκρατικούς είναι αντιφατική για να συμφωνεί με τον αντιφατικό κόσμο. Γι’αυτό δε μπορεί να είναι ούτε Καθαρή, αφού είναι αποτέλεσμα της αντιφατικής εμπειρικής αντανάκλασης του κόσμου μα ούτε Καθαυτή, αφού ως διαλεκτική έχει μέσα της το στοιχείο της συνεχούς αλλαγής.  Μόνον η γυμνή Αντιφατικότητα μπορεί να είναι Καθαυτή αλλά επειδή βρίσκεται σε συνεχή αλλαγή η έννοια του Καθαυτού αίρεται.

Το Καθαυτό Είναι ως Καθαρή έννοια, δεν μπορεί όπως ισχυρίζεται στην § 84, σελ. 201, να είναι «Εν Δυνάμει Είναι», αφού ως καθαρό και καθαυτό, όντας κενό περιεχομένου, δεν έχει όρους που προϋποθέτουν εξελικτική δυνατότητα. Μόνον η αντιφατικότητα ως συγκεκριμένη Ουσία μπορεί να έχει όρους, που προϋποθέτουν εν δυνάμει κατάσταση, αλλά και Αντιφατικοτητα Γυμνή ως εσχατο υπόβαθρο του κόσμου είναι το Εν Δυνάμει Είναι το οποίο περιέχει όλες τις μορφές και καμία συγχρόνως.  Η δυνατότητα δεν μπορεί να γεννηθεί από μια έννοια κενότατη περιεχομένου, όπως το Είναι ως Καθαυτό και Καθαρό και μ’έναν αόριστο προσδιορισμό (το περίφημο ξεκίνημα όπως θα δούμε στην § 86). Τίποτα δεν μπορεί να υποχρεώσει το Καθαυτό και Καθαρό Είναι να «ξεκινήσει» απ’το Μηδέν και να γίνει Κάτι.  Αν γινόταν αυτό, το Είναι δεν θα ήταν ούτε Καθαυτό ούτε Καθαρό και δεν θα έκανε ξεκίνημα αλλά θα συνέχιζε την αέναη κίνηση που θα προϋπήρχε. Εξ’άλλου τα καθαρά και καθαυτά ως ιδέες, όντας αφηρημένα, δεν μπορούν να υπάρξουν εν τω γίγνεσθαι για να προϋποθέσουν κατάσταση εν δυνάμει. Αν οι ιδέες μπορούν να εξελίσσονται, τότε σε κάθε μια θ’αναζητούσαμε την Ιδέα της Ιδέας κι αυτό επ’άπειρον. Τότε όλες οι καθαυτές έννοιες τελικά θα εντάσσοντο στην έννοια της Γυμνής Αντιφατικότητας, δηλαδή του Γίγνεσθαι ως αντιφατική ουσία των προσωκρατικών, που είναι η υλικότητα. Έτσι από την έννοια της ιδεατότητας ως αληθινά αντιφατικής, θα αναδύετο και η έννοια της υλικότητας και η ιδεατότητα θα ήταν αντανάκλαση της υλικότητας.

Λέει ο Χέγκελ: «Όταν διακρίνονται (οι υποτιθέμενοι όροι) μεταξύ τους ο ένας τίθεται έναντι του άλλου, δίνοντας το περιεχόμενο που είναι ο προσδιορισμός τους· κι ο προσδιορισμός αυτός είναι μια μετάβαση σε Άλλο». 
        Εδώ έχουμε το παράδοξο, όπου το Είναι του οποίου οι μοναδικοί και έωλοι όροι Καθαυτό και Καθαρό, τιθέμενοι έναντι αλλήλων να το προσδιορίζουν οδηγώντας το στο Άλλο.  Αυτή η Καθαρή Αυθαιρεσία γίνεται μόνο και μόνο επειδή το Καθαρό Είναι, η Ιδέα Καθαυτή, πρέπει να ξεκινά από το Μηδέν, για να απορρέει ολοκάθαρα από τη θεϊκή δημιουργία.  Στην συνέχεια: «Αυτός ο περαιτέρω προσδιορισμός είναι  εκφορά και ανάπτυξη της Καθαυτής Ούσας Έννοιας», που πάρα κάτω μας βεβαιώνει: «ότι το Καθαρό Είναι, που είναι Καθαρή Αφαίρεση, συμπίπτει με το Μηδέν».  Έτσι αυτό που συμπίπτει με το Μηδέν κι όπως τόνισε ο Χέγκελ, είναι κενό περιεχομένου, έχει να κάνει μια μεγάλη περιπέτεια προσδιορισμών, εντός και εκτός εαυτού. Δηλαδή εκφέροντας την ολότητα του Είναι, αίρει, δίνοντας περιεχόμενο στην αμεσότητά του που είναι κενή.   Όλο αυτό το αντιφατικό παίγνιο χωρίς οντολογικό υπόβαθρο είναι ψευδές. Γι’αυτό κι η διαλεκτική του Χέγκελ δεν μπόρεσε να προσφέρει στη νόηση αυτό που ονειρευόταν: δηλαδή το τυπικό διαλεκτικό όργανο με το οποίο θα υποκαταστούσε την τυπική λογική του Αριστοτέλη.  Ισχύει και γι’αυτόν η επισήμανση την οποία έκανε για τον Καντ στη σελ.161, §60: «Η φιλοσοφία του Καντ δεν μπόρεσε ν’ασκήσει επίδραση στη μέθοδο των επιστημών…όταν οι προτάσεις του βρίσκονται σ’επιστημονικά βιβλία, δίνουν εντύπωση διακοσμητική…»

Α. ΠΟΙΟΤΗΤΑ

α) Είναι  § 86  σελ. 204.

«Το καθαρό Είναι κάνει ξεκίνημα αφενός γιατί είναι καθαρή σκέψη, αφετέρου γιατί είναι απροσδιόριστη, απλή αμεσότητα· και το πρώτο ξεκίνημα δε μπορεί να είναι κάτι μεσολαβημένο από άλλα, ούτε κάτι περαιτέρω προσδιοριζόμενο».
―Πρέπει πάντα να έχουμε στο νου ότι “καθαρό” θεωρείται το προεμπειρικό. Το Καθαρό Είναι όμως, ως κενό περιεχομένου, για να κάνει αυτό το αόριστο ξεκίνημα, πρέπει να οριστεί η δραστηριότητα που θα ξεκινήσει και η αιτία που θα το ωθήσει σ’αυτήν τη δραστηριότητα! Πρέπει να υπάρξει ένας συγκεκριμένος προσδιορισμός αυτού που Είναι, για να δικαιολογηθεί η δραστηριότητά του. Αν προϋπάρχει κάτι τέτοιο όμως, τότε το Είναι δεν μπορεί να είναι Καθαρό, Καθαυτό, Αφηρημένο ή απλή αμεσότητα. Επίσης για τον ίδιο λόγο δεν είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί ένα πρώτο αφηρημένο ξεκίνημα μιας καθαρής και καθαυτής ύπαρξης, αφού ο κόσμος διαλεκτικά θεωρείται αενάως εν τω γίγνεσθαι.
      Το Καθαρό Είναι επειδή ως “δραστηριότητα” έχει μόνο το “Είναι” κι επειδή ήδη υπάρχει, δεν μπορεί να κάνει κάποιο ξεκίνημα (δηλαδή να ξεκινήσει να είναι).  Όταν λοιπόν κάνει κάποιο νέο ξεκίνημα αρχίζει ξαφνικά να υπάρχει ως έχον μιαν άλλη συγκεκριμένη δραστηριότητα η οποία πρέπει να προσδιοριστεί, αφού ο προσδιορισμός -ότι απλά “Είναι”- δεν αρκεί. Διαλεκτικά τίποτα δεν μπορεί να ξεκινά απ’το τίποτα, αφού πρέπει να είναι ήδη μεσολαβημένο και προσδιορισμένο ως Κάτι ήδη υπάρχον και εν τω γίγνεσθαι.

«Όλες οι αμφιβολίες που θα μπορούσαν να προβληθούν ενάντια στο ξεκίνημα της επιστήμης με το αφηρημένο κενό Είναι, θα αρθούν εάν απλώς και μόνο συνειδητοποιήσουμε τι περιέχει η φύση ενός ξεκινήματος. Το Είναι μπορεί να προσδιοριστεί ως Εγώ=Εγώ, ως απόλυτη μη-διαφοροποίηση ή ταυτότητα κλπ.  Όταν θεωρήθηκε αναγκαίο να ξεκινήσουν είτε με κάτι απόλυτα βέβαιο, δηλαδή με την αυτο-βεβαιότητα, ή με έναν ορισμό ή εποπτεία του απόλυτα αληθινού, αυτές και  άλλες παρόμοιες μορφές μπορούν να θεωρηθούν ότι πρέπει να είναι οι πρώτες. Αλλά κάθε μια από αυτές τις  μορφές περιέχει ήδη Μεσολάβηση, άρα δεν μπορεί να είναι η Πρώτη· γιατί κάθε  μεσολάβηση είναι μια έξοδος  που έχει γίνει από κάτι πρώτο προς κάτι δεύτερο και ένα προχώρημα από κάτι διαφορετικό.  Όταν το Εγώ=Εγώ  ή και η διανοητική εποπτεία εκλαμβάνονται στ’αλήθεια ως μοναδικό Πρώτο, αυτή η αμεσότητα δεν περιέχει άλλο από το Είναι· κι αντίστροφα  το καθαρό Είναι,  όταν δεν  είναι πια το Αφηρημένο Είναι, αλλά περιέχει μέσα του κάποια μεσολάβηση, τότε είναι καθαρή νόηση ή επόπτευση».
      Η Ταυτότητα ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε απ'τους ορθολογιστές ως κενό τυπικό και αδιαφοροποίητο σχήμα. Αλλά ούτε η επιστήμη κάνει ποτέ «ξεκινήματα» από αφηρημένα Κενά-Είναι. Τίποτα δεν ξεκινά από το τίποτα. Η Ταυτότητα για ορθολογιστές ή μη, πάντα σημαίνει ένα συγκεκριμένο Κάτι, το οποίο ως ένα σημείο είναι προσδιορισμένο κι η περαιτέρω ορθολογική διεργασία ολοκληρώνει τον προσδιορισμό. Οι ορθολογιστές δεν είναι ανόητοι, ξέρουν ότι όλα αλλάζουν, κι εν γνώσει τους στατικοποιούν την ταυτότητα για να βάλουν ένα θετικό συμβατικό στήριγμα στη νόηση χάριν της έρευνας. Όμως τον «Απειροστικό και Διαφορικό Λογισμό» ορθολογιστές τον ανακάλυψαν πριν γεννηθεί ο Χέγκελ. Ετσι η διαφορότητα της νόησης ήταν εξαντλημένη μέσα στα όρια των δυναμικών διεργασιών του ορθολογισμού ήδη πριν την εποχή του. Απόλυτο διαλογικό ξεκίνημα λοιπόν δεν μπορεί να υπάρξει. Ακόμα και η ταυτότητα προϋποθέτει μια προηγούμενη γενετική υποδομή, την οποία γνωρίζουμε αλλά δεν είναι ανάγκη να την αναφέρουμε συνεχώς. Κι ενώ ο σύγχρονος ορθολογισμός θεωρεί αυτή την πρακτική συμβατική, ο Χέγκελ που λοιδορεί την τυπική λογική, την πρακτική αυτή στη λογική του θεωρεί αναγκαία κι ουσιαστική.  Επίσης η εκκίνηση, η πορεία κι η κατάληξη, στο έργο του Χέγκελ θυμίζουν αριστοτελική “εντελέχεια”. Η εγελιανή διαλεκτική λοιπόν κάνει μιας εξ’αρχής τις ορθολογικές της παραχωρήσεις.

 § 87.  σελ. 206

«Αυτό το καθαρό Είναι είναι η καθαρή αφαίρεση άρα το απόλυτα αρνητικό·  πράγμα που λαμβανόμενο άμεσα, είναι το Μηδέν».…«Από αυτό προέκυψε ο δεύτερος ορισμός του απολύτου: ότι Απόλυτο είναι το Μηδέν. Πράγματι αυτός ο ορισμός περιέχεται στην άποψη ότι το πράγμα καθεαυτό είναι το απροσδιόριστο, το απόλυτα άμορφο, το κενό περιεχομένου ή στην άποψη  ότι ο Θεός είναι μόνο το ανώτατο ον και τίποτε άλλο· γιατί έτσι εκφράζεται η ίδια η αρνητικότητα. Αυτό είναι το Μηδέν που οι Βουδιστές ανάγουν σε καθολικό αξίωμα, σε τελικό αίτιο και σκοπό για κάθε τι, που είναι η ίδια η αφαίρεση».
        Μολονότι συμφωνώ μ’αυτή του την πρόταση, αντίθετα όμως μ’αυτόν πιστεύω, ότι ακριβώς γι’αυτό  δεν περιγράφεται έτσι η αντίφαση που γεννά γίγνεσθαι. Μ’αυτόν τον προσδιορισμό ως εκκίνηση, χάνεται η αντιφατικότητα μιας εξαρχής, αφού το απόλυτα αρνητικό δεν μπορεί να Είναι-ΜηΌντας (αρνητική-κατάφαση) ώστε ν’αντιφάσκει δυναμικά.  Η εξομοίωση του Καθαρού Είναι με το Μηδέν, δεν παρέχει κάποιο γενεσιουργό αντιφατικό άλλοθι, αφού αυτό το ίδιο το Μηδέν ως απόλυτη άρνηση αντιφάσκει μόνον ως αυτοακύρωση. Ο Χέγκελ θέλει εκεί να εκκολάψει την γενεσιουργό αντίφαση, αλλά αυτό ως εκκίνηση είναι αντινομία, η οποία από μόνη της δεν είναι δυναμική για να μπορεί να γεννήσει τίποτα.

«Ο Αναλογισμός  που βρίσκει  βαθύτερους χαραχτηρισμούς  του Είναι και του Μηδενός, είναι η Λογική νόηση, μέσω της οποίας αυτοί προκύπτουν και μάλιστα όχι με Τυχαίο αλλά με Αναγκαίο τρόπο».
       Αν ο Αναλογισμός μπορέσει να βρει βαθύτερους χαρακτηρισμούς του Είναι και του Μηδενός» (παρά το ότι εγώ αμφιβάλω), βρίσκει κάτι Βαθύτερο το οποίο προϋπάρχει των καθαρών Είναι και Μηδενός.  Από κει και πέρα ως συνέχεια αυτών των συλλογισμών αναδύεται κυρίαρχα και η έννοια του εμπειρικού Είναι, το οποίο μπορεί να είναι Κάτι, ενώ αντίθετα η έννοια του εμπειρικού Μηδενός μπορεί να είναι μόνο το Τίποτα, αφού δεν μπορεί να υπάρξει εμπειρία του Απολύτου Μηδενός.  Μολονότι λοιπόν η χρήση του Μηδενός ως στοιχείου της διαλεκτικής αντινομεί πολλαπλά, ο Χέγκελ δεν μπορεί να την παραλήψει, αφού η ύπαρξη του κόσμου και μαζί του το γίγνεσθαι των νοημάτων πρέπει να γεννηθεί εκ του μηδενός από τον Θεό.

«Κάθε σημασία που θα λάβουν (Είναι και Μηδέν) παρακάτω, πρέπει να θεωρηθεί ως περαιτέρω προσδιορισμός κι ως Αληθινότερος Ορισμός του Απολύτου. Ένας τέτοιος ορισμός, δεν είναι πια μια κενή αφαίρεση, όπως το Είναι και το Μηδέν, αλλά κάτι συγκεκριμένο μέσα στο οποίο αυτά τα δύο είναι στάδια».
       Ο «περαιτέρω προσδιορισμός ως αληθινότερος ορισμός του απολύτου», ως Απόλυτος, καταρρέει μεταξύ δυο συγκριτικών προσδιορισμών, αφού δεν μπορεί να υπάρξει ούτε περαιτέρω, ούτε αληθινότερο του Απολύτου. Ως εκ θαύματος όμως με έναν προσδιορισμό του Απόλυτου, το Καθαρό και Καθαυτό Είναι, το οποίο δεν μπορεί να είναι άλλο από το Μηδέν, δηλαδή αυτό το οποίο είναι το απροσδιόριστο, έχουμε το συγκεκριμένο, όπου «το Είναι και το Μηδέν είναι τα δύο του στάδια».

«Η Ανώτατη μορφή του Μηδενός ως κάτι Ξέχωρου θα ήταν η Ελευθερία· αλλά η Ελευθερία είναι η αρνητικότητα, μόνο καθόσον βυθίζεται μέσα στον εαυτό της με ανώτατη ένταση, και είναι συνάμα κατάφαση και μάλιστα απόλυτη κατάφαση».
       Το Μηδέν είναι Αυτό που Είναι, δηλαδή το ανύπαρκτο, δεν μπορεί να έχει ούτε ανώτερη ούτε ανώτατη μορφή. Δεν μπορεί να υπάρξει μηδενικότερο του μηδενός. Όταν όμως αυτό βυθίζεται στον εαυτό του ως απόλυτη άρνηση, αφού βέβαια εθεωρήθει ανώτατη μορφή του Μηδενός, δηλαδή του Τίποτα, ως εκ θαύματος έγινε απόλυτη κατάφαση, δηλαδή η πλήρης Ελευθερία.!                                           Η ανώτατη έκφανση κάποιας ιδιότητας μπορεί σε κάποιες περιστάσεις να δίνει το αντίθετό της, στην περίσταση όμως της σχέσης Μηδενός και Ελευθερίας, όλη αυτή η μηδενολογία είναι μάλλον αστεία και πέφτει στο κενό.
       Η Ελευθερία του Μηδενός ως ξέχωρου και καθευτού (απόλυτη αρνητικότητα) είναι αυτή που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα (δηλαδή είναι ο απόλυτος περιορισμός). Επίσης η βουδιστική απόλυτα αρνητική ελευθερία η οποία φέρεται ως παράδειγμα καθαρού κι ιδεώδους σύνδρομου του Μηδενός (απελευθερωτική απ’τα δεσμά του φαινομενικού κόσμου), ως πραγματική Ελευθερία μετατρέπεται σε μέγιστο καταναγκασμό. Διαλεκτικά η Ελευθερία μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, έχει σύνδρομο μιαν απεριόριστη σειρά απαγορεύσεων και καταναγκασμών, δηλαδή είναι αυτό το οποίο απελευθερώνοντας κάποιους, περιορίζει άλλους αντιθέτων συμφερόντων.

§88  σελ 209

«Όταν το Μηδέν, είναι αυτό το άμεσο και ίσο με τον εαυτό του, ταυτίζεται με το Είναι. Η αλήθεια Είναι και Μηδενός είναι λοιπόν η Ενότητά τους· αυτή η ενότητα είναι το Γίγνεσθαι».
       Εδώ αντινομώντας προσπαθεί να ορίσει την εγκυρότητα του απόλυτα αφηρημένου και μη υπαρκτού Μηδενός ως Ιδεατά υπαρκτού (αφού μπορούμε να σκεφτόμαστε περί αυτού). Αναπτύσσοντας το συλλογισμό του, ορίζει ως αλήθεια του Είναι και του Μηδενός στην Ενότητά τους ως Γίγνεσθαι.  Αυτή όμως η ενότητα κάνει έναν ιδεατό φαύλο κύκλο απ’το καθαυτό και καθαρό Είναι, στο καθαυτό και καθαρό Μηδέν, χωρίς γενετικό αποτέλεσμα. Μπαίνουμε λοιπόν στον πειρασμό να αναρωτηθούμε, πως εννοεί ότι αυτή η ενότητα μπορεί να γονιμοποιηθεί σε Γίγνεσθαι (γενετική διαδικασία νέων ουσιών ή όντων), αφού χωρίς οντολογικό περιεχόμενο (έχοντας μηδενικό περιεχόμενο) δεν μπορεί να υπάρξει γίγνεσθαι. Η ιδέα του Μηδενός, αφού δεν αντανακλά ως ιδέα κάποια ουσία, δεν μπορεί να κινήσει ή να συμμετάσχει στο γίγνεσθαι.

Μολονότι η Ιδέα, σύμφωνα με τους ιδεαλιστές, υπάρχει πάντα αιώνια κι αναλλοίωτη και με όλες τις αμφιβολίες μας, θα δεχόμασταν για χάρη του Χέγκελ ότι μπορεί να εκτυλίξει-μεταμορφώνοντας, έστω φαινομενικά τον εαυτό της. Όμως επειδή το Γίγνεσθαι εδώ θεωρείται φαινομενικό, δεν μπορεί να γεννήσει το Νέο. Η φαινομενικότητα προϋποθέτει κλειστό σύστημα αιωνίων κι αναλλοίωτων εσχάτων, το οποίο ως αποτέλεσμα έχει μια συγκεκριμένη, πεπερσμένη και τετελεσμένη σειρά παιγνίων, δηλαδή των “συνθετικών ορίων του τέλους” της, προϋποθέτοντας ότι η λειτουργία αυτού του συστήματος θα επαναλαμβάνει, από μια στιγμή και μετά, αιώνια αυτά τα προκαθορισμένα παίγνια του τετελεσμένου εαυτού της (που γι’αυτό τον λόγο είναι φαινομενικό). Μετά απ’αυτό το Μηδέν δεν έχει άλλη θέση σ’αυτό το γίγνεσθαι, εκτός του ότι ως φαινομενικό αληθινά δεν υπάρχει. Έτσι το φαινομενικό γίγνεσθαι της ιδέας, όπως το ορίζει ο Χέγκελ, κατά την αλλαγή της μορφής του προσδιορισμένου Είναι ως καταφατική-άρνηση του εαυτού του (ως Άλλο), δεν μπορεί να περιέχει πια το Μηδέν αλλά το Μή-Είναι. Γιατί το Μηδέν εκπροσωπεί το τίποτα  ενώ το Μη-Είναι εκπροσωπεί κάτι που ήταν, ενώ τώρα δεν είναι, όντας κάτι άλλο. Δηλαδή δεν γυρίζει στο τίποτα αλλά συνεχίζει να παραμένει στο Είναι ως Άλλο.

Τι είδους γίγνεσθαι (γέννα) θα μπορούσε να προέλθει απ’το Μηδέν που είναι άμεσο και ίσο με τον εαυτό του; από που να προέλθει και προς τα που να πάει; και τι είδους ταύτηση θα μπορούσε να έχει με το Είναι;   Επίσης πως το Μηδέν θα μπορούσε να είναι άμεσο και ίσο με τον εαυτό του; Τι είδους ισότητα του μηδενός μπορεί να υπάρξει εκτός από την απόλυτη ανυπαρξία όπου γι’αυτό τίποτα δεν μπορεί να λέγεται ούτε να νοήται.

 § 88 σελ 210

«Η πρόταση ότι ―το Είναι και το Μηδέν ταυτίζονται― φαίνεται τόσο παράδοξη στην παράσταση ή στην διάνοια, ώστε αυτή δεν την παίρνει σοβαρά.  Και πράγματι αυτή η πρόταση είναι απ’τις δύσκολες έννοιες που μπορούν  να ανατεθούν  στη νόηση:  γιατί  το Είναι  και το  Μηδέν αποτελούν μιαν αντίθεση σε όλη της την αμεσότητα, δηλαδή χωρίς να τεθεί σε κάποιον απ’τους όρους κατηγορούμενο  που  θα περιείχε τη σχέση του με τ’άλλο. Εντούτοις αυτοί οι όροι περιέχουν αυτό το κατηγορούμενο, όπως δείχτηκε στην παράγραφο §87 ―ένα κατηγορούμενο που είναι ίδιο και στους δυο. Έτσι λοιπόν η παραγωγή της ενότητάς τους είναι εξ’ολοκλήρου αναλυτική· και γενικά ολόκληρη η πρόοδος του φιλοσοφείν ως μεθοδικής, δηλαδή ως αναγκαίας πορείας, έγκειται μόνο στο να τίθενται όσα περιέχονται ήδη μέσα στην έννοια».
      Δεν θα ήταν δύσκολο να μας πείσει για την εννοιακή ταύτηση του Είναι (ως καθεαυτή και καθαρή έννοια), με τον μηδενικό προσδιορισμό (§ 87 σελ. 206). Όμως αυτό σταματά εκεί γιατί ο μηδενικός προσδιορισμός δεν περιέχει τίποτα περισσότερο από το ότι «δεν είναι προσδιορισμός» αληθινά γιατί, ως  μηδενικός προσδιορισμός,  δεν περιέχει προσδιορισμό, ―δεν έγινε―. (Δεν μπορεί να υπάρχει κάτι που δεν έγινε).
      Το Είναι ως Κάτι μπορεί να συμπέσει με το Μηδέν, μόνον όταν είναι γενικό, αόριστο κι αφηρημένο, δηλαδή αληθινά μη εκπροσωπώντας Κάτι. Αντίθετα το Είναι ως γενική αντιφατική ουσία είναι η ενότητα απείρως-Πολλών και κατά συνέπεια απείρων προσδιορισμών. Από εκει όμως αναδύεται η αντιφατικότητα Μηδενός και Απείρου του Ζήνωνα, η γυμνή αντιφατικότητα, το Εν Δυνάμει Είναι έχουσα όλους τους προσδιορισμούς και συγχρόνως κανέναν. Δηλαδή το έσχατο επίπεδο του κόσμου.

Στην §87 ορίζει ότι «Το καθαρό Είναι είναι η καθαρή αφαίρεση άρα και το απόλυτα αρνητικό· έτσι λαμβανόμενο άμεσα είναι το Μηδέν».   Η άρνηση μιας υπαρκτής συμβατικής κατάστασης που έχει ένα νόημα, μπορεί να προϋποθέτει μιαν άλλη διαφορετική υπαρκτή συμβατική κατάσταση, ως Μη-Είναι· ενώ η άρνηση ενός κάποιου, ανύπαρκτου καθαυτού καθαρού και αόριστου Είναι, που συμπίπτει με το Μηδέν, δεν δύναται να περιέχει το αρνητικό του, (αλλά μόνο την κατάφαση), γιατί καί οι δύο όροι δεν υπάρχουν ως ουσία. Δηλαδή καταφάσκουν στο ανύπαρκτο, το οποίο παίζοντας τον ρόλο του απόλυτα αρνητικού, ως τέτοιο δε μπορεί να υπάρχει.  Κι αυτό ακριβώς δεν μπορεί να θεωρηθεί γενεσιουργή αντίφαση αλλά καταλυτική αντινομία.

§88 σελ. 216.

«... Πρέπει λοιπόν  να εκπλήσσεται κανείς,  ακούοντας στην εποχή μας προτάσεις, όπως -από τίποτα δεν γίνεται τίποτα ή μόνον από κάτι μπορεί να γίνει κάτι-, χωρίς να συνειδητοποιείται ότι αυτές  είναι το θεμέλιο του Πανθεϊσμού και της Αθεΐας…»
     Με την έκπληξή του αυτή φαίνεται και ο λόγος του δογματισμού του Χέγκελ: Δηλαδή ότι αυτές οι προτάσεις είναι το θεμέλιο του Παγανισμού και του Πανθεϊσμού, του Υλοζωϊσμού και της Αθεΐας.  Αυτά θεωρεί εξαρχής και με κάθε κόστος απορριπτέα. Κι έτσι (δογματικά), μπορεί να δεχτεί την ύπαρξη του καθαυτού Μηδενός και το εκ του μηδενός Ξεκίνημα του προσδιορισμού του καθαυτού Είναι, ώστε Κάποιος να Ωθεί το Γίγνεσθαι, για να καταλήξει στην Απόλυτη ολοκλήρωση της αυτογνωσίας της Ιδέας.

Το Προσδιορισμένο-Είναι   §89  σελ.216-217

«Μέσα στο Γίγνεσθαι, το Είναι ως ενιαίο με το Μηδέν και το Μηδέν ως ενιαίο με το Είναι, είναι μόνο εξαφανιζόμενα στάδια. Μέσω της εσωτερικής τους αντίφασης, το Γίγνεσθαι συμπίπτει με την ενότητα μέσα στην οποία το Είναι και το Μηδέν αναιρούνται. Το αποτέλεσμά του είναι το προσδιορισμένο-Είναι».
      Η πρόταση αυτή θα μπορούσε να είναι θεμελιακή για τη διαλεκτική σκέψη αν στη θέση του Μηδενός ήταν το Μη-Είναι, ώστε ν’αναφαίνεται ότι το Είναι εκπροσωπεί κάποια υλική ουσία, η οποία ενώ ήταν πλέον δεν είναι, όχι γιατί μηδενίστηκε αλλά γιατί έχει αλλάξει. Έτσι τη θέση του προσδιορισμένου Είναι θα έπαιρνε η υλική ουσία η οποία θα ήταν σε συνεχή καταλυτικο-συνθετική διαδικασία έχοντας ως αποτέλεσμα το αέναο Γίγνεσθαι.

Και συνεχίζει: «Σ’αυτό το παράδειγμα, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ειπώθηκε, στην § 82: …Δεν υπάρχει τίποτα απολύτως μέσ’το οποίο να μην είναι δυνατόν και αναγκαίο να καταδείξουμε μιαν αντίφαση, δηλαδή αντιτιθέμενους όρους· άρα η αφαίρεση που γίνεται από την διάνοια, είναι μια βίαιη συγκράτηση ενός μόνον όρου, μια προσπάθεια να επισκοτιστεί και ν’απομακρυνθεί η συνείδηση του άλλου όρου ο οποίος ενυπάρχει».
       Στην υπογραμμισμένη πρόταση θεωρεί τη μετατροπή της αντίφασης σε αντιτιθέμενους όρους θεμιτή γιατί αναδεικνύονται και οι δύο όροι της νόησης. Αυτό  όμως  είναι το σημείο  όπου η διαλεκτική αντιφατικότητα, μετατρέπεται σε μιαν ορθολογική δυναμική αντιθετικότητα.
      Στην αληθινή Διαλεκτική που συμπίπτει με την υλικότητα, τα ενάντια αλληλεπιδρούν προεκτεινόμενα το ένα μέσα στ’άλλο χωρίς να αφήνουν απαραβίαστα περιθώρια μεταξύ τους, συνιστώντας αντιφατική ενότητα που όντας αδιαχώριστα έχουν ως αποτέλεσμα το αληθινό Γίγνεσθαι και την ανυπαρξία αληθινά αντιτιθέμενων όρων.  Ενώ η μετατροπή της αντιφατικότητας σ’αντιθετικότητα προϋποθέτει τα ενάντια ν’αλληλεπιδρούν εξωτερικά και συνιστώντας ενότητες αντιτιθέμενων όρων να μην παραβιάζουν τα έσχατα και αναλλοίωτα όρια της ιδεατής ταυτότητάς τους, έχοντας ως αποτέλεσμα το φαινομενικό γιγνεσθαι.
      Ο Χέγκελ σ’αυτό το αντιθετικό γίγνεσθαι, αναλύει την αρνητική-καταφατικότητα σε “άρνηση της άρνησης”, δηλαδή σε αρνητική-αρνητικότητα, που με τη διαδικασία της Θέσης-Αντίθεσης-Σύνθεσης τελικά δροσίζεται στην ορθολογική σκέψη. Φυσικά ο ορθολογισμός κι οι αρχές του δεν αντιτίθεται σ’αυτό το “διαλογικό” σχήμα, αλλά το προάγουν και το προϋποθέτουν με τους συνθετικούς κι αναλυτικούς μηχανισμούς της ορθολογικής τυπικότητας.
      Όσο για “τη βίαιη συγκράτηση του ενός όρου της αντίθεσης και την επισκότιση του άλλου ο οποίος ενυπάρχει”, είναι στη “υπερβατική” φαντασία του Χέγκελ.  Κάθε ορθολογιστής που ερευνά μια ταυτότητα, έχει στο πίσω μέρος του μυαλού του ότι αυτή υπάρχει, επειδή μια απεριόριστα αναπτυσσόμενη σειρά από αντίθετα την ορίζουν ως τέτοια και βέβαια χωρίς να ξεχνά ότι “υπάρχουν” και οι απόλυτες ταυτότητες οι οποίες όμως συμπίπτουν με τα καθαυτά όντα, δηλαδή τα έσχατα αναλλοίωτα ιδεατά στοιχειώδη, τα οποία χρειάζεται ο ορθολογισμός για να υπάρχει. Αυτά όμως τα θεωρεί μη γνώσιμα και τα ωθεί πολύ βαθιά στις εσχατιές του Είναι, αχρείαστα στις ορθολογικές διαδικασίες. Εξάλλου καί ο ίδιος ο Χέγκελ στην §48 σελ.135 αποδέχεται ότι την ύπαρξη πραγμάτων στο βάθος του Είναι που δεν αντιφάσκουν, συμφωνώντας με τον ορθολογισμό στο θέμα αυτό.

ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΕ ΟΡΟΥΣ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟΥΣ

Ο Χέγκελ λόγω του ιδεαλισμού του και γι'αυτό της εμμονής του για καθαυτά, καθαρά και απόλυτα, όταν μιλά για αντιτιθέμενους όρους, απορρίπτει έμμεσα την αντιφατικότητα και αναδεικνύει μιαν υποδόρια αλλά ουσιαστική αντιθετικότητα. Από την αντιθετικότητα αυτή όμως αναδεικνύεται η ορθολογική αντικειμενικότητα, όπου οι αντιτιθέμενοι όροι μπορούν  και πρέπει  να διαχωρίζονται  σαφώς.  Εκεί προϋποτίθεται ότι τα αντίθετα μπορούν να συνθέτουν δυναμικά συστήματα και να διαλέγονται μεταξύ τους, αλλά στο βάθος του Είναι τους, διατηρούν την ανεξαρτησία τους υπάρχοντας ως καθαυτά.  Ενώ στην διαλεκτική δεν μπορούν να υπάρξουν αληθινά αντίθετα, αλλά συμβατικά τα οποία αποδεχόμαστε έτσι, για να οργανώνουμε ευκαιριακές λογικές συγκριτικές διαδικασίες. Αυτά όμως στην πλήρη ανάπτυξή τους, συνιστούν έναν αντιφατικό διάλογο ο οποίος δεν αναγνωρίζει όρια μεταξύ «αντιθέτων». Έτσι αλληλοπροεκτείνονται χωρίς ν’αφήνουν απαραβίαστα όρια μεταξύ τους, συνιστώντας αντιφατικές ενότητες.   Η αντιφατικότητα σύμφωνα με τους Αναξίμανδρο, Ηράκλειτο και Ζήνωνα, κατ’ανάγκην προϋποθέτει αληθινό γίγνεσθαι και άπειρο κόσμο. Ενώ η αντιθετικότητα σύμφωνα με τον Παρμενίδη προϋποθέτει ύπαρξη αναλλοίωτων στοιχειωδών εσχάτων, φαινομενικό γίγνεσθαι και κατ’ανάγκην κόσμο κλειστό, πεπερασμένο και τετελεσμένο.

(Ως γνωστόν οι απόλυτοι όροι άσχετα από το μέγεθος του αριθμού τους, προϋποθέτουν ένα πεπερασμένο και τετελεσμένο, κλειστό αντιθετικό δυναμικό σύστημα λειτουργίας. Έτσι από τη στιγμή που τέθησαν οι όροι λειτουργίας αυτού του συστήματος, τα όρια του τέλους του είναι εκεί απ’την αρχή, περιμένοντας την πραγμάτωσή τους απ’την ολοκλήρωσή τους της λειτουργίας του συστήματος. Γι’αυτό τα όρια αυτά μπορούν να ονομάζονται “συνθετικά πρότυπα του τέλους” τα οποία από μια στιγμή και μετά, θα αναπαράγονται αιώνια και ίδια ως παίγνια, από την λειτουργία του πεπερασμένου αυτού δυναμικού συστήματος. Ενώ στη διαλεκτική των προσωκρατικών, το γίγνεσθαι ως αντιφατικό είναι αληθινό, περιέχοντας σε κάθε του στιγμή και το  στοιχείο του ανεπανάληπτου).

Οι αντιτιθέμενοι όροι του Χέγκελ, προϋποθέτουν το κλειστό φαινομενικό γίγνεσθαι των αντιθετικών σχέσεων της πορείας της Ιδέας μέσ’το Νοείν. Τη φαινομενικότητα αυτή που ορίζει ως αντιφατικότητα, είναι φορές που αληθινά παρουσιάζει έτσι, αλλά με την ακολουθία των προσδιορισμών που την προικίζει, σχεδόν πάντα φροντίζει να την αναιρεί σε αντιθετικότητα.  Η αντιφατικότητα όμως, όπως έχουν δείξει από τη μια ο Παρμενίδης κι απ’την άλλη ο Ηράκλειτος, δεν μπορεί να συνίσταται από καθαυτά, απόλυτα ή καθαρά, το μόνο ουσιώδες εκεί είναι το Αέναο Γίγνεσθαι.

§ 89 σελ 218

«Οποτεδήποτε όμως αναγνωρίζεται μια τέτοια αντίφαση μέσα σε κάποιο αντικείμενο ή μέσα σε κάποια έννοια, συνηθίζουν να βγάζουν το συμπέρασμαότι αυτό δεν είναι τίποτα.  Έτσι που πρώτος ο Ζήνων έδειξε την αντιφατικότητα της κίνησης, έβγαλε το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει κίνηση· και οι αρχαίοι που διέγνωσαν τη Γένεση και τη Φθορά σαν τα δυο είδη του γίγνεσθαι, ως αναληθείς όρους, είπαν ότι το Ένα, δηλαδή το Απόλυτο ούτε γεννιέται ούτε φθείρεται».
      Άραγε μπορεί να λέει τέτοιες ανακρίβειες!! Οι προσωκρατικοί που αναμφισβήτητα πρώτοι διέγνωσαν την αντιφατικότητα του Είναι και του Γίγνεσθαι, την όρισαν ως ενότητα γένεσης και φθοράς και -γενεσιουργό αιτία- των όντων και των κόσμων κι αντίθετα με την άποψη του Χέγκελ, αυτοί δεν την θεώρησαν ως αναληθή ή φαινομενική. Αυτοί θεωρώντας το Είναι σε συνεχή κατάσταση καταλυτικής-συνθετότητας, οργάνωσαν την αληθινή διαλεκτική, η οποία πατά πάνω στην αντιφατικότητα ως Ουσία και δέχεται το Γίγνεσθαι ως αληθινό. Κι αν τέλος πάντων δεν γνώριζε τις απόψεις του Αναξίμανδρου ή αν είχε παρανοήσει τις απόψεις του Ζήνωνα, ξέρουμε ότι γνώριζε πολύ καλά τις απόψεις του Ηράκλειτου, αφού έχει δηλώσει πως δεν υπάρχει τίποτα στο έργο του Ηράκλειτου που να μην μπορεί να περιλάβει στο δικό του έργο του.
     Ο Χέγκελ θεωρώντας τον προσωκρατικό συνοπτικό λόγο μάλλον ως απλοϊκότητα, αφού στη εποχή του οι σπουδαίοι συλλογισμοί έπρεπε να είναι δαιδαλώδεις, παρανόησε τις διαλεκτικές προτάσεις τους.  Αυτό έβλαψε πάρα πολύ την ανάπτυξη της διαλεκτικής του.  Κρίνοντας λοιπόν τις απόψεις του Ζήνωνα “περί κίνησης”, ακολουθεί κατά γράμμα τις ερμηνείες των δοξογράφων εκ των οποίων πολλοί ήταν κατώτεροι των περιστάσεων.  Μιας εξαρχής λοιπόν μαζί μ’αυτούς, συγχέει τις απόψεις του Ζήνωνα με αυτές του Παρμενίδη,  θεωρώντας ότι αυτός  ο δαιμόνιος διανοητής ήταν ποτέ δυνατόν να είναι φερέφωνο κάποιου, ακόμα κι αν αυτός ήταν ο μέγας Παρμενίδης. Έτσι ο Χέγκελ έχασε το νοητικό πλεονέκτημα να γνωρίσει τι αλήθινα εννούσε ο Ζήνων, με τον ισχυρισμό
ότι: τὸ κινούμενον οὔτ'ἐν ᾦ ἔστι τόπῳ κινεῖται οὔτ'ἐν ᾧ μη ἔστι. [Tο κινούμενο δεν κινείται ούτε εκεί που βρίσκεται, ούτε εκεί που δεν βρίσκεται].
     Είχε πει “μεγαλοφυώς” ο Χέγκελ, πως «κάτι κινείται όχι επειδή βρίσκεται  μια  στιγμή  εδώ  και  μιαν  άλλη  πιο κει,  αλλά  επειδή κάτι συγχρόνως βρίσκεται εδώ κι όχι εδώ» και τόνισε ότι «η κίνηση είναι αντιφατική».
     Η αντιφατικότητα της κίνησης φυσικά απασχολούσε τους διανοητές της αρχαιότητας και γι’αυτό ο Ζήνων μιλά “για κινούμενο που δεν κινείται”. Οι σχολαστικοί όμως, όντας ορθολογιστές, παγιδεύτικαν αμέσως απ’αυτόν τον δαίμονα, όπως έκανε καί ο Χέγκελ, αποφαινόμενοι ότι ο Ζήνων απορρίπτει την έννοια της κίνησης.   Φαίνεται, ότι κάποιος "Χέγκελ" εκείνης της εποχής, προσεγγίζοντας την αντιφατικότητας της κίνησης, την εδέχετο ως αντιφατικότητα της μετακίνησης. Ο Ζήνων έθεσε το θέμα σε διαφορετική βάση: Η κίνηση για τον Ζήνωνα όπως και τον Ηράκλειτο, είναι το γίγνεσθαι και η αλλαγή. Τα πράγματα δεν κινούνται αυτά τα ίδια, αφού για να μπορούν να υπάρχουν, καταλύονται-συντιθέμενα, από άλλα στοιχειώδη, που διέρχονται μέσα τους κάνοντάς τα πραγματικότητα, δηλαδή συνεχώς Άλλα-Αλλού. Έτσι "το κινούμενο δεν κινείται ούτε εκεί που βρίσκεται, ούτε εκεί που δεν βρίσκεται", αλλά αληθινά κινείται μέσα στον εαυτό του, όντας συνεχώς Άλλο-Αλλού-Όμοιο με τον εαυτό του. Επίσης γι’αυτό οι προσωκρατικοί ισχυρίστηκαν ότι ο χρόνος ως διάρκεια πραγματικά δεν υπάρχει, ούτε ο χώρος ως έκταση επάνω στην οποία εξελίσσεται το γίγνεσθαι, αλλά ούτε η ταχύτητα με τον τρόπο που την θέλουμε υπάρχει.  Όπως αναλύσαμε στην πραγματεία περί των προσωκρατικών.
      Είναι αλαζονία ο Χέγκελ να διδάσκει Αντιφατικότητα, Κίνηση και Διαλεκτική τον Αναξίμανδρο, τον Ηράκλειτο και τον Ζήνωνα.  Αυτοί γνωρίζουν πολύ καλά την έννοια του Γίγνεσθαι και κάποιος μπορεί να φωτιστεί από αυτούς· ενώ εμείς τώρα μαθαίνουμε, πόσο μπορεί να σκοτιστεί απ’τον Χέγκελ. Αυτός βιάζεται να ξεμπλέκει απ’τους Έλληνες διαλεκτικούς, για να μπορέσει απρόσκοπτα να κτίσει το Παλάτι του Απόλυτου.   Η διαλεκτική όμως είναι ένας δύσκολος,  αλλά χαριτωμένος δρόμος, που με δεκανίκια το Απόλυτο, το Καθαρό ή το Καθαυτό, ο διανοητής κουτσαίνει χωρίς να είναι κουτσός, γιατί η ιδεοληψία του χριστιανισμού τον έχει πείσει ότι το «σακατλίκι» είναι το πρέπον.
                                                                                                                                                                    Στη συνέχεια, θεωρώντας τους Έλληνες μόνον ορθολογιστές, ισχυρίζεται ότι: «Μια τέτοια διαλεκτική κοιτάζει μόνο την αρνητική πλευρά του αποτελέσματος κι αφαίρει απ’όσα είναι συγχρόνως πράγματι παρόντα: ένα Προσδιορισμένο αποτέλεσμα, στην περίπτωσή μας ένα Καθαρό Μηδέν, αλλά ένα Μηδέν που περιέχει μέσα του το Είναι κι αντίστροφα ένα Είναι που περιέχει μέσα του το Μηδέν».
        Σκόπιμα ή λαθεμένα ξεχνά την αντιφατική διαλεκτική του Ηράκλειτου κι επειδή η διαλεκτική των Ελλήνων θεωρούσε το Μηδέν άχρηστο προσδιορισμό για τη δημιουργία γενεσιουργού αντίφασης, θεώρησε ότι η διαλεκτική τους βλέπει μόνο την αρνητική πλευρά της αντίφασης, όντας ορθολογική.  Μας αποκαλύπτει λοιπόν ότι το Καθαρό Μηδέν ως Προσδιορισμένο είναι κάτι διαφορετικό, που μπορεί να περιέχει το Είναι και αντίστροφα, θεωρώντας ότι εκεί γεννιέται η αντιφατικότητα και το γίγνεσθαι. Έτσι ενέλαβε το καθήκον ν’αντιστρέψει τον αρχικό ισχυρισμό του για την “κενότητα περιεχομένου του Καθαρού-Καθαυτού Είναι κι εξ’αυτού, της σύμπτωσής του με το Μηδέν”. Θεώρησε λοιπόν ότι το Είναι, λαμβάνοντας τον Προσδιορισμό του Μηδενός κι έτσι προσδιορίζεται ως Μηδενικό, εκ του μηδενικού του προσδιορισμού, αποκτά κάποιο Άλλο προσδιορισμένο περιεχόμενο, όντας Κάτι. Δηλαδή το Μηδέν, (που είναι μηδενικός προσδιορισμός του Είναι), με τον μηδενικό προσδιορισμό ως περιέχον μέσα του το Είναι, ορθώνεται και παίρνοντας έτσι περιεχόμενο από το Είναι, δίνει κι αυτό με τη σειρά του στο κενό Είναι, περιεχόμενο. Μ’αυτόν τον ταχυδακτυλουργικό τρόπο ο Μηδενικός προσδιορισμός δίνει περιεχόμενο στο Είναι και το Είναι αντίστροφα στο Μηδέν κι αυτή η κυκλική μηδενικότητα, όπως θα δούμε στην επόμενη παράγραφο, κατά τον Χέγκελ, γεννά Γίγνεσθαι από το τίποτα, ως δια μαγείας.   Εδώ λοιπόν η Διαλεκτική μέσω της λογικο-γλωσσικής σύνταξης του Χέγκελ μετατρέπεται σε σοφιστική τέχνη.

«Άρα το Προσδιορισμένο-Είναι, είναι 1) η ενότητα του Είναι και του Μηδενός,  στην οποία έχει εξαφανιστεί η αμεσότητα αυτών των όρων,  μαζί και η αντίφαση μέσα στον αμοιβαίο σχετισμό τους, μια ενότητα μέσ’την οποία αυτά είναι μόνο στάδια. 2) Μια και το αποτέλεσμα είναι η ανηρημένη αντίφαση, αυτό το αποτέλεσμα εμφανίζεται  με τη μορφή της απλής ενότητας με τον εαυτό του·  πρόκειται δηλαδή για ένα Είναι, αλλά ένα Είναι μαζί με άρνηση ή με προσδιορισμό· πρόκειται για το γίγνεσθαι που έχει τεθεί  με την μορφή ενός από τα στάδιά του, δηλαδή του Είναι».
        Μας έχει ορίσει για την ενότητα Είναι και Μηδενός στην §88 σελ 209: Όταν το μηδέν είναι αυτό το άμεσο κι ίσο με τον εαυτό του, ταυτίζεται με το Είναι. Η αλήθεια Είναι και Μηδενός είναι η Ενότητά τους· αυτή η ενότητα είναι το Γίγνεσθαι. και στην § 89 218… η ενότητα Είναι και Μηδενός στη οποίαν έχει εξαφανιστεί η αμεσότητα αυτών των όρων μαζί κι η αντίφαση μέσ’τον αμοιβαίο αυτοσχετισμό είναι το Είναι ως προσδιορισμένο. Από αυτά μπορούμε πλέον να συνάγουμε ολοκάθαρα αυτό που υποψιαζόμαστε: Ότι στη μεγαλεπίβολη διαλεκτική του Χέγκελ το γίγνεσθαι δε σχετίζεται με συγκεκριμένους μηχανισμούς εξέλιξης της υλικής ουσίας, αλλ'αφορά το αφηρημένο γίγνεσθαι προσδιορισμών λογικο-γραμματικής φύσης. Εμένα αυτό το λογικο-γλωσσικό γίγνεσθαι, μολονότι ευφυές, δεν με ικανοποιεί, εγώ προτιμώ την ηρακλητική διαλεκτική που αφορά το γίγνεσθαι της ουσίας ως ζωντανής και υλικής πραγματικότητας και όχι ως λογικής και αφηρημένης έννοιας.
      Η εγελιανη “διαλεκτική” είναι ένα ιδιοφυές τεστ εξυπνάδας, ένα νοητικό παίγνιο του σαλονιού και της θερμάστρας τις κρύες νύχτες του χειμώνα, ενώ η ηρακλειτική συμπίπτει με τις διαπιστώσεις της σύγχρονης επιστήμης. Υπενθυμίζω τη δήλωση του μεγάλου επιστήμονα και ανθρωπιστή Μπώμ: «Στην θεωρία του πεδίου, κάθε κίνηση στην κβαντομηχανική, περιγράφεται ως δημιουργία-καταστροφή των στοιχειωδών σωματίων. Εκεί γενικά η κίνηση ενός ελευθέρου σωματίου, περιγράφεται ως καταστροφή ενός σωματίου σ’ένα σημείο και δημιουργία άλλου σε άλλο σημείο. Εκεί η κίνηση γίνεται δεκτή σαν σειρά θέσεων δημιουργίας-καταστροφής που ως γενικό αποτέλεσμα έχει συγχρόνως την αλλαγή της ταυτότητας του κινουμένου».
     Αυτό βέβαια θυμίζει Ηράκλειτο: ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ, οὐδὲ τῆς αὐτῆς οὐσίας δὶς ἅψασθαι κατ᾽ἔξιν ἀλλ᾽ ὀξύτητι καὶ τάχει μεταβολῆς, σκίδνησι καὶ πάλιν συνάγει καὶ πρόσεισι καὶ ἄπεισι, (οὐδέ πάλιν ουδ᾽'ὕστερον, ἀλλ᾽ ἄμα συνίσταται καὶ απολείπει). [Στον ίδιο ποταμό δεν ξαναμπαίνουμε, ούτε την ίδια ουσία αγγίζουμε κατ’έξιν, γιατί όλα αλλάζουν βίαια και γρήγορα, σκορπάνε-μαζεύοντας, χωρίζονται κι ενώνονται, όχι πριν ή μετά αλλά συγχρόνως καταλύονται-συντιθέμενα].

Επίλογος περί Μηδενολογίας : Η εκκίνηση της εγελιανής διαλεκτικής απαιτεί απ’τον διανοητή να δεχτεί μιαν αμφίδρομη ταύτιση |Είναι και Μηδενός|.  Δηλαδή το Καθαρό και Καθαυτό Είναι όντας απροσδιόριστο συμπίπτει με το Μηδέν.  Στη συνέχεια όμως αντιστρέφοντας την εξίσωση αυτή, το Καθαρό και Καθαυτό Μηδέν, έχοντας πλέον αυτόν τον αρνητικό προσδιορισμό, συμπίπτει με το Είναι αποκτώντας, ως ιδεατό, προσδιορισμό το Υπάρχειν. Κι αυτά τα δύο αλληλοπροσδιορίζονται συνιστώντας την γενεσιουργό αντίφαση του Γίγνεσθαι.  Όλη αυτή η διεστραμμένη μηδενολογία είναι αναγκαία αφού το γίγνεσθαι για τον Χέγκελ πρέπει οπωσδήποτε να ξεκινά απ’το Μηδέν. Γιατί όπως δήλωσε: “η άποψη των αρχαίων ότι απ’το μηδέν δεν μπορεί να γεννηθεί τίποτα, είναι η βάση του Παγανισμού και της Αθεΐας”. Αυτό δεν το ανέχεται ο Χέγκελ με κάθε θυσία, ακόμα και με την προσχώρηση στην ανοησία της Παλαιάς Διαθήκης η οποία διδάσκει ότι: Είπεν ο Θεός και Εγένετο…το παγκοσμιο γίγνεσθαι.   Ο Χέγκελ περνά την ηρακλειτική διαλεκτική απ'τον καθετήρα του πλατωνικού και ιουδαϊκο-χριστιανικού ιδεαλισμού για να τον αποκαθάρει από τον παγανισμό και τον υλισμό της.

§ 90  σελ. 218

α)  «Το Προσδιορισμένο-Είναι, είναι Είναι με έναν Προσδιορισμό ο οποίος Απλά Είναι· ένας τέτοιος άμεσος προσδιορισμός είναι η Ποιότητα. Ως ανασκοπούμενο-εντός-εαυτού, μέσα σε αυτόν τον προσδιορισμό του, το Προσδιορισμένο-Είναι, είναι προσδιορισμένο-ον, Κάτι».
       Μας έχει όμως τονίσει (κι έχουμε πλέον πειστεί), ότι ο προσδιορισμός αυτός που Απλά Είναι, είναι ένα Κενό Είναι που συμπίπτει με το Μηδέν. Αυτό το Κενό-Είναι, που ως αφηρημένο, είναι η Ταυτότητα της τυπικής ορθολογικότητας, ανασκοπούμενο εντός του κενού του εαυτού, αυτο-προσδιορίζεται κι έτσι γίνεται Κάτι περισσότερο από το Κενό του.  ―Επισημαίνω ότι αυτός ο αφηρημένος και έωλος Προσδιορισμός είναι ένα από τα κομβικά σημεία για να περάσει «αναίμακτα» το Ξεκίνημα από το Απόλυτο Μηδέν, στο Υπάρχειν και στο Γίγνεσθαι. Αυτή η ορθολογική παραχώρηση της εκκίνησης απ’την Ταυτότητα ως καθαυτή, που είναι η αφηρημένη και καθαυτή ποιότητα, αφήνει συγχρόνως να υφέρπει και το καθευτό ον σαν αόριστη κι έσχατη ουσιαστικότητα. Επίσης μας θυμίζει την αριστοτελική “εντελέχεια” η οποία είναι βασικό στοιχείο της ορθολογικής αντικειμενικότητας.

§ 91 σελ. 220

«Η Ποιότητα ως Ων προσδιορισμός, σε αντίθεση προς την Άρνηση, η οποία περιέχεται μέσα στην Ποιότητα αλλά διαφέρει απ’ αυτήν, είναι η Ρεαλιστικότητα. Η Άρνηση δεν είναι πια το αφηρημένο μηδέν αλλά ως ένα προσδιορισμένο-Είναι και Κάτι, είναι μόνο μορφή ενός τέτοιου Είναι, είναι ως Άλλο-Είναι [Ετερότητα]. Μια και αυτό το Άλλο-Είναι, μολονότι προσδιορισμός της ποιότητάς του, είναι αρχικά διαφορετικό από αυτήν, η Ποιότητα, είναι Είναι-Για-Κάτι-Άλλο, -μια διεύρυνση το προσδιορισμένου-Είναι, του Κάτι. Σ΄αντίθεση με αυτή τη σχέση-προς κάτι άλλο, το Είναι της ποιότητας ως τέτοιο είναι το Καθεαυτό-Είναι».
       [Επισήμανση:  Δεν  πρέπει  να  ξεχνάμε  ότι  κατά  τον Χέγκελ και στην §6 σελ.61 «…η Φιλοσοφία έχει περιεχόμενο αυτό που παράγεται και παράγει τον εαυτό του μέσα στην περιοχή της πνευματικής ζωής, έτσι που να γίνει ο κόσμος, ο εξωτερικός και εσωτερικός, κόσμος της συνείδησης κι αυτό το περιεχόμενο είναι η Πραγματικότητα».
       Εκτός από όλους τους άλλους χαρακτηρισμούς, η Πραγματικότητα σύμφωνα με τον Χέγκελ είναι αυτό το οποίο εμείς συνειδητοποιούμε. Βέβαια δε μας λέει αν αυτό το οποίο εμείς δε συνειδητοποιούμε είναι ή όχι πραγματικότητα;  Κι επειδή η συνειδητότητα αφορά ξεχωριστά στο κάθε συγκεκριμένο άτομο, δεν μας λέει αν είναι πραγματικότητα και αυτό που ενώ κάποιος άλλος έχει συνειδητοποιήσει, εγώ όχι. Αυτή η πρόταση, από τη διαφορετική οπτική γωνία ενός κριτικού αναγνώστη, μπορεί να οδηγεί στον σολιψισμό, θέτοντας ερωτήματα για τον υποτιθέμενο αντικειμενικό ιδεαλισμό του Χέγκελ].

Στην παράγραφο αυτή η αντιφατικότητα μεταλλάσσεται με γραμματικούς όρους σε αντιθετικότητα μετατρέποντας το υλικό γίγνεσθαι σε ιδεατό και φαινομενικό γίγνεσθαι.
     Η ποιότητα διαλεκτικά-προσωκρατικά προσδιορίζεται αλλιώς: Κάθε γεγονός είναι μια ποσοτικο-ποιοτική πραγματικότητα η οποία “αλλάζοντας, συμφωνεί-διαφωνώντας με τον εαυτό της” γιατί “καταλύεται-συντιθέμενη”, Είναι-ΜηΌντας Αυτή-Άλλη-Αλλού. Η ποσότητα κι η ποιότητα αλληλο-προεκτείνονται συνιστώντας μιαν αντιφατική ενότητα, χωρίς να αφήνουν απαραβίαστο περιθώριο μεταξύ τους, αναδεικνύοντας η μια την άλλη. Έτσι κάθε τι που χαρακτηρίζεται Ποιότητα, συνίσταται αλληλο-προσδιοριζόμενη και αλληλεπιδρούσα με μια ποσοτική κλίμακα απεριόριστων ομοίων που ξεκινά από τον εαυτό και περνώντας από όλες τις θέσεις ομοιότητας-ανομοιότητας καταλίγει σ’αυτό το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί αντίθετό  του.  Δηλαδή  συνιστά  μιαν  ολοκληρωμένη  ποσοτικο-ποιοτική σχέση απειροστικής αντιφατικότητας η οποία ορίζεται ως συγκεκριμένη από το αντιφατικό Μέτρο αυτών που αλληλεπιδρώντας, ευκαιριακά και συμβατικά μπορούν να θεωρηθούν αντίθετα.

“Το Είναι της Ποιότητας σαν τέτοιο, είναι το Καθαυτό-Είναι”. Επειδή όμως σ’αυτή την πραγματεία διαχειριζόμαστε έννοιες, μπορούν και πρέπει όλες αυτές να είναι Ιδέες, ως έσχατα κι αναλλοίωτα στοιχειώδη κάποιου κλειστού αντιθετικού δυναμικού συστήματος να ξεκινούν απ’το μηδέν καταλήγει στο απόλυτο.  Το γίγνεσθαι αυτό δε μπορεί να υπάρχει αληθινά αφού το κλειστό πεπερασμένο δυναμικό  κι αντιθετικό σύστημα προϋποθέτει μιαν αριστοτελική “εντελέχεια”. Αυτή όμως απ’τη στιγμή της ποσοτικοποιοτικής της ολοκλήρωσης, θ’αναπαράγει τα πεπερασμένα προκαθορισμένα παίγνια του γερασμένου και νεκρού γίγνεσθαι του εαυτού της, επ’άπειρον. Αυτό είναι ένα τετελεσμένο κλειστό νεκρό γίγνεσθαι, το λεγόμενο κακό άπειρο. Αν όμως γινόταν δεκτή η Ιδέα της Ιδέας ως Ποιότητας Καθαυτής, κάθε φορά θα έπαιρνε ειδικότερο ή γενικότερο διαφορετικό περιεχόμενο, αφού με τη σειρά τους κάθε μια ξεχωριστά όλες αυτές οι συγκεκριμένες Ιδέες-Ποιότητες των καθαυτών πραγμάτων, θα ανάγοντο στην Ιδέα Καθαυτή και αυτό απ’άπειρον. Τότε η έννοια της Ιδέας της Ποιότητας, ως Είναι Αφηρημένο Καθαυτό και Γενικό, θα ευρίσκετο σε αέναο αντιφατικό γίγνεσθαι, όπου κάθε συγκεκριμένη ποιότητα θ’ανάγετο στην Ποιότητα ως έννοια Καθαυτή σαν ένα νέο διαφορετικό ξεκίνημα από μια διαφορετική θέση. Αυτό το γίγνεσθαι όμως της καθαυτής ποιότητας δεν θα μπορούσε πλέον να είναι φαινομενικό, αλλά θα συνέπιπτε με την Αντιφατικότητα Γυμνή, -το αντιφατικό στοιχειώδες- του Ζήνωνα, την αντιφατικότητα μηδενός και απείρου, που είναι η Υλικότητα. Έτσι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το ιδεατό φαινομενικό γίγνεσθαι δεν μπορεί να υπάρξει. Το μόνο αληθινό γίγνεσθαι, που μπορεί να υπάρξει και το μόνο καθευτό είναι το Καθαυτό Είναι της αέναης αντιφατικής υλικής ουσίας, που βρίσκεται σε συνεχή αυτααναίρεση.

§ 92 σελ. 221

β) «Εάν το Είναι συλλαμβανόταν ως διαφορετικό απ’τον προσδιορισμό του ως Καθεαυτό-Είναι, θα ήταν μόνο μια κενή αφαίρεση του Είναι.  Μέσ’το προσδιορισμένο-Είναι ο προσδιορισμός ταυτίζεται με το Είναι·  τιθέμενος ταυτόχρονα σαν άρνηση, ο προσδιορισμός είναι ένα όριο, ένας φραγμός. Επομένως το άλλο Είναι, δεν είναι κάτι αδιάφορο έξω από αυτό, αλλά δικό του στάδιο. Ένα Κάτι, είναι μέσω της ποιότητάς του αφενός πεπερασμένο, αφετέρου μεταβλητό· έτσι ο πεπερασμένος και μεταβλητός  χαραχτήρας ανήκουν στο Είναι  του».
         Διαλεκτικά προσδιορισμός, είναι ο χαραχτηρισμός που ενδύεται το υλικό Είναι παύοντας να θεωρείται ακριβώς αυτό που ήταν αλλά κάτι Άλλο. Έτσι το προσδιορισμένο-Είναι, δεν είναι απλά και μόνο Κάτι Άλλο, αλλά επιβεβαιώνει-διαψεύδοντας συγχρόνως τον εαυτό ως αέναη καταφατική-αρνητικότητα. Δηλαδή συνεχίζει πάντα ν’αντιφάσκει, ΕίναιΑυτό-ΌνταςΆλλο.  Επίσης ο πεπερασμένος και μεταβλητός χαρακτήρας του Είναι, συμφωνώντας με τον Αναξίμανδρο είναι αυτό το ίδιο το Άπειρο, το οποίο ως πεπερασμένο βρίσκεται σ'αέναη καταλυτική-συνθετότητα. Δηλαδή το Άπειρο ως Αρχή και Στοιχείο των όντων.
     Ορθολογικά ο προσδιορισμός ως κατάφαση, είναι η άρνηση για μιαν απεριόριστη σειρά άλλων προσδιορισμών που υπάρχουν σ’αντίθεση με αυτόν ή που μπορούν να θεωρηθούν διαφορετικοί απ’αυτόν. Ο Χέγκελ την αντιφατικότητα της καταφατικής-άρνησης η οποία διαλεκτικά είναι ο προσδιορισμός, αναλύει σε σχέσεις αντίθεσης για κάθε έναν θετικό προσδιορισμό με όλους τους  άλλους αρνητικούς προσδιορισμούς οι οποίοι τον αποκλείουν αρνούμενοι, μετατρέποντας έτσι την αντίφαση σε αντίθεση. Αλλά κι αυτές οι προσεγγέσεις, όταν αφορούν τον μηδενικό προσδιορισμό του Καθαυτού Είναι, είναι ελλιπείς αφού διαφοροποιούν το Είναι από το Τίποτα στο Τίποτα, μη μπορώντας να έχουν ούτε αντιφατική, αλλά ούτε ορθολογική φύση. Ο προσδιορισμός της αντιφατικότητας του Καθαυτού Είναι, πρέπει να αφορά την Υλικότητα ή κάποια συγκεκριμένη ουσία, που συνιστάμενη από μιαν απεριόριστη σειρά αντιφατικών προσδιορισμών νοείται πάντα με έναν δικό της τρόπο ως αντιφατική. Ένας προσδιορισμός όμως που δεν λαμβάνει υπ’όψιν την αντιφατική φύση του προσδιοριζόμενου ως υλικού συγκεκριμένου τίθεται σε Αντίθεση με πεπερασμένη σειρά καθαυτών προσδιορισμών, που συνιστούν ένα αντιθετικό γίγνεσθαι ορθολογικής τάξης. Γιατί η εκκίνηση κάποιου νοητικού γίγνεσθαι από καθαυτά, ανταποκρίνεται όπως τονίσαμε, σε ένα αντιθετικό δυναμικό κλειστό σύστημα αναλλοίωτων και πεπερασμένων στοιχειωδών εσχάτων. Η ορθολογική τάξη όμως απορρίπτει μιας εξ’ αρχής το υπάρχειν του Μηδενός σε κάθε του μορφή και γι’αυτό ακριβώς απορρίπτει κάθε προσδιορισμό αληθινά αντιφατικό τον οποίον θεωρεί αντινομία της νόησης, εντάσσοντάς τον στη φαινομενικότητα του Είναι.
          Καθαυτή και Καθαρή Εννοιακή ή ιδεατή Αντιφατικότητα, δεν μπορεί να υπάρξει, αφού ως ιδεατή είναι εξ’ανάγκης αντιθετική, προϋποθέτοντας κλειστά δυναμικά συστήματα απόλυτων όρων λειτουργίας και απολύτων όριων προδιαγεγραμμένου τέλους. Αυτή πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα φαινομενικό αντιθετικό Γίγνεσθαι Ιδεών το οποίο, όπως αναφέραμε, ως ορθολογικό ενώ πρέπει να ξεκινά από το Μηδέν δεν το δικαιούται, αφού ορθολογικά το μηδέν εξ’ορισμού δεν μπορεί να υπάρξει (η ύπαρξη του Μηδενός είναι η αντίφαση καθαυτή). Και για τον προηγούμενο λόγο αυτό το αντιθετικό φαινομενικό γίγνεσθαι της Ιδέας, δεν μπορεί να υπάρξει αληθινά ούτε ουσιαστικά ούτε εννοιολογικά.

Συμπέρασμα: Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι ο Χέγκελ, την φανταστική διαλογική πορεία της φανταστικής Ιδέας που ξεκινά απ’το απόλυτο Μηδέν κι ολοκληρώνεται στο Απόλυτο Είναι, θέλει για λόγους θεολογικούς, να περιλάβει στην έννοια του γίγνεσθαι. Υποχρεούται γι’αυτό να εμπλακεί παράνομα με την έννοια της αντιφατικότητας, αντινομώντας με τους απόλυτους όρους του ιδεατού διαλογικού του παιγνίου. Έτσι αναγκάζεται στο διαλογικό παίγνιο του καθαρού και καθαυτού Είναι να μετατρέπει την αντιφατικότητα συνεχώς κι έντεχνα σ’αντιθετικότητα, μπαίνοντας παράνομα σ’έναν διαλογικό λαβύρινθο.

«Ένα Κάτι μέσω της ποιότητάς του, αφενός είναι πεπερασμένο, αφετέρου μεταβλητό».    
               Αυτή την πρόταση, προσεγγίζουμε με δυο τρόπους:
Α) Το πεπερασμένο ως ιδεατά ποιοτικό είναι κατ’ανάγκη αντιθετικό. Εκεί το Κάτι (το πράγμα), ως πεπερασμένο δεν μπορεί αληθινά να είναι μεταβλητό, αλλά φαινομενικά. Κι έτσι αναδύεται η αριστοτελική έννοια της “Εντελέχειας” όπου κάθε συγκεκριμένο έχει ιδιότητες οι οποίες προϋποθέτουν τον πεπερασμένο χαρακτήρα του, ορίζοντας εξ’αρχής την ολοκλήρωσή του. Όταν λοιπόν ο πεπερασμένος και μεταβλητός χαραχτήρας περιέχονται στο Είναι του, συνίσταται ενότητα όπου μέσα της υπάρχει η αντίθεση των αναλλοίωτων στοιχειωδών εσχάτων.
Β) Το πεπερασμένο ως αντιφατικό, όπου σύμφωνα με τα αποσπάσματα του Αναξίμανδρου και του Ηράκλειτου, «κάθε τι καταλύεται-συντιθέμενο», «διαφερόμενον, συμφωνεί με τον εαυτό του», όντας εν δυνάμει άπειρο. Ακόμα σύμφωνα με τον Ζήνωνα «δεν υπάρχουν έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη, αφού το έσχατο στοιχειώδες τείνοντας προς το μηδέν, τείνει συγχρόνως προς το άπειρο». Αυτό είναι το Αντιφατικό Στοιχειώδες. Έτσι κάθε τι περιέχοντας το Αντιφατικό Στοιχειώδες ως δομικό στοιχείο,  δεν μπορεί να είναι απόλυτα πεπερασμένο αλλά συμβατικά, ακόμα κι όταν λογίζεται σε μιαν ιδεατή τμήση ή σε ένα συμβατικό "στάσιμο", της διαφορικότητάς του.  Αυτό το Κάτι νοείται αντιφατικά αφού ακόμα και όταν συμβατικά θεωρείται πεπερασμένο και στατικό είναι μεταβλητό, αφού οι έσχατοι όροι της σύστασής του είναι τα αντιφατικά στοιχειώδη, που περιέχουν μέσα τους την αντιφατική σχέση μηδενός και απείρου, που είναι η αληθινή και πιο ολοκληρωμένη έννοια του Απείρου.  Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο «την ίδια ουσία δεν ξαναγγίζουμε αφού όλ’αλλάζουν βίαια και γρήγορα, συγχρόνως σκορπάνε-μαζεύοντας, φεύγουν-επιστρέφοντας, καταλύονται-συντιθέμενα Είναι-ΜηΌντας» κι έτσι η ουσία δεν μπορεί να έχει ούτε απόλυτη αρχή ούτε απόλυτο τέλος.   Όταν λοιπόν κάτι φαίνεται ότι χάθηκε ουσιαστικά υπάρχει ως Άλλο.   

§93 σελ. 222     §94 σελ 222    §95 σελ. 223    

«Ένα Κάτι, γίνεται κάτι Άλλο· αλλά και το Άλλο είναι επίσης Κάτι· άρα γίνεται κι αυτό Κάτι Άλλο, επ’Άπειρον»… «Αυτή η Απεραντοσύνη, είναι η Κακή, ή Αρνητική απεραντοσύνη· είναι μόνον η άρνηση του πεπερασμένου· αλλά το πεπερασμένο αναδύεται επανειλημένα άρα δεν έχει αναιρεθεί. Μ’άλλες λέξεις, η απεραντοσύνη αυτή, εκφράζει μόνο το ότι πρέπει να αναιρεθεί το πεπερασμένο.  Η επ’άπειρον  πρόοδος  δεν προχωρεί πέρα από τη διατύπωση της αντίφασης, η οποία περιέχεται στο πεπερασμένο, δηλαδή ότι το πεπερασμένο είναι καί Κάτι καί κάτι Άλλο και είναι η άπαυτη συνέχιση της εναλλαγής αυτών των όρων, ο καθένας από τους οποίους προάγει τον άλλο».…   «Αυτό που έχουμε τώρα πράγματι μπρος μας είναι, ότι κάτι γίνεται κάτι άλλο και ότι το άλλο εν γένει γίνεται κάτι άλλο.  Μέσα στη σχέση του προς κάτι άλλο, ένα Κάτι είναι ήδη άλλο απ’τον εαυτό του· άρα μιας και αυτό, στο οποίο μεταβαίνει, είναι εντελώς ίδιο με αυτό που μεταβαίνει ―γιατί και τα δύο έχουν έναν και τον αυτόν προσδιορισμό, δηλαδή ότι είναι κάτι άλλο―,  προκύπτει ότι το Κάτι μεταβαίνοντας σε κάτι άλλο απλά και μόνο συνδέεται με τον εαυτό του.  Αυτός ο αυτοσχετισμός μέσα στη μετάβαση και μέσα στο άλλο, είναι η αληθινή απεραντοσύνη. Ή από αρνητική άποψη: αυτό που αλλοιώνεται είναι το Άλλο: γίνεται άλλο του άλλου. Έτσι το Είναι, ως άρνηση της άρνησης επιστρέφει και αποκαθίσταται ξανά, όντας το δι’εαυτό-Είναι».
      Αυτή η μικρή πραγματεία περί του απείρου γίγνεσθαι, που στηρίζεται στην αντιθετική  λογικο-γλωσσική του  σύνταξη,  μολονότι “ψευδίζει” το νόημα του απείρου γίγνεσθαι χωλαίνει για δύο λόγους.  Πρώτος και βασικός είναι ότι, θέλοντας αυτή να είναι αφηρημένη και ιδεατή, μέσω της “Άρνησης της Άρνησης” υποχρεούται να συγχέει την αντιθετικότητα με την αντιφατικότητα.  Η αντιθετικότητα προϋποθέτει την ύπαρξη αναλλοίωτων στοιχειωδών εσχάτων και γι’αυτό κλειστό, τετελεσμένο και πεπερασμένο σύστημα λειτουργίας. Αυτό μετά από ένα χρονικό διάστημα θ’αναπαράγει τα ίδια τελικά παίγνια για πάντα. Αλλά κι η αντιφατικότητα που ενδύει το ιδεατό φαινομενικό γίγνεσθαι της λογικο-γλωσσικής του σύνταξης, (όντας κι αυτή ιδεατή και φαινομενική) δεν μπορεί να είναι συμβατή με τα αληθινά θεμέλια του απειροστικού γίγνεσθαι (όπως κατ’επανάληψιν τονίσαμε), γιατί ως αντιθετικά υποχρεούνται καί αυτά να υπακούουν στην αντιθετικότα.  Θα έπρεπε λοιπόν να είχε ορίσει τον “μηχανισμό” της αντιφατικής φύσης του Άπειρο, έτσι ώστε το σύστημα λειτουργίας του να μην είναι κλειστό και αντιθετικό, που απαγορεύει το αληθινό άπειρο. Διαλεκτικά το άπειρο και το πεπερασμένο αλληλοπροεκτείνονται συνιστώντας το αντιφατικό και αέναο γιγνεσθαι. Έτσι το άπειρο αναδύεται απ’το πεπερασμένο και το πεπερασμένο απ'το άπειρο. Ουσιαστικά όμως το άπειρο είναι το αντιφατικό καταλυτικο-συνθετικό γίγνεσθαι των πεπερασμένων, αφού αλλιώς αυτό θα ήταν τετελεσμένο-ολοκληρωμένο και τότε θα ήταν καί αυτό πεπερασμένο. Όπως μας δίδαξε ο Αναξίμανδρος που αυτός συνέλαβε πρώτος της έννοια του Απείρου: Το άπειρο δεν είναι μόνο το Όλον εν τω γίγνεσθαι, αλλά και το στοιχειώδες, ως αντιφατικό- ελάχιστο δυναμικό μέρος του.

c) Δι’-εαυτό-Είναι         §96  σελ. 228    §97 σελ 229

«α) Το δι’-εαυτό-Είναι ως αυτοσχετισμός είναι η Αμεσότητα και ως αυτοσχετισμός του αρνητικού είναι δι’-εαυτό-ον, το Ένα.  Η ενότητα αυτή που υπάρχει χωρίς εσωτερική διαφορά αποκλείει απ’τον εαυτό το Άλλο».… «β) Ο αυτοσχετισμός του αρνητικού, είναι αρνητική σχέση και άρα διάκριση του Ενός απ’τον εαυτό του ή απώθηση του Ενός·  είναι δηλαδή μια πράξη κατά την οποία τίθενται πολλά Ένα. Σύμφωνα με την αμεσότητα των δι’εαυτά-όντων, αυτά τα πολλά είναι Όντα, και η απώθηση κάθε ενός από αυτά, γίνεται απώθηση του ενός έναντι του άλλου, ως ήδη παρόντων, με άλλες λέξεις: αμοιβαίος αποκλεισμός». (Στη §95, «από αρνητική άποψη: αυτό που αλλοιώνεται είναι το άλλο: γίνεται το άλλο του άλλου. Έτσι το Είναι, ως άρνηση της άρνησης αποκαθίσταται, ξανά: είναι το Δι’-Εαυτό-Είναι»).
         Δεν υπάρχει καμιά ενότητα χωρίς εσωτερική διαφορά, η οποία να μπορεί να αποκλείσει το άλλο, γιατί ο Κόσμος, το Είναι και οι Ουσίες έχουν βασικό στοιχείο ύπαρξης την αντιφατικότητα. Ο μετα-γλωττισμός της αντιφατικότητας σε αντιθετικότητα δεν είναι μόνον δύσχρηστος και άκομψος, αλλά υστερεί και στην περιγραφή της πραγματικότητας.
       Βλέπουμε ότι η λογική χρήση των αφηρημένων προσδιορισμών μετατρέπουν την διαλεκτική σε σοφιστική. Έτσι το Δι-Εαυτό-Είναι, που ορίζεται ως αποτέλεσμα «άρνησης της άρνησης», φανερώνει αυτό που αλλάζει και γίνεται αφηρημένα άλλο και στη συνέχεια τυπικά «άλλο του άλλου», παραλείποντας τη μηχανική της γενεσιουργού αντιφατικότητας του Υλικού-Είναι. Το συναντάμε στην §96 «ως ενότητα που υπάρχει χωρίς εσωτερική διαφορά, η οποία αποκλείει απ’τον εαυτό της το Άλλο»· κι ακόμα στην §97 «αυτός ο αυτοσχετισμός που είναι το Δι’Εαυτό-Είναι και ως αυτοσχετισμός του αρνητικού είναι η διάκριση του Ενός από τον Εαυτό του, είναι η Απώθηση, δηλαδή η πράξη που τίθενται Πολλά-Ένα». Αυτό μας δείχνει πόσο άκομψη και επιδερμική είναι η μετατροπή της αντιφατικότητας σε αντιθετικότητα. 
     Επιπλέον ο Χέγκελ ανακάλυψε και έναν “λογικό” τρόπο με την «Απώθηση» του Ενός από τον Εαυτό του, να γίνει Πολλά. Έτσι το Είναι ως Καθαρό, που δεν είχε περιεχόμενο, γίνεται Ένα-Κάτι και με την Απώθηση, γίνεται Πολλά, και μετά με κάποιον τρόπο Έλξης, που είναι αντίθετη απ’την Απώθηση, θα μπορέσει στο τέλος να γεννηθεί γίγνεσθαι για να ολοκληρωθεί την αποθέωση της Ιδέας, ―το Απόλυτο.
     Ο λογικο-γλωσσικός μηχανισμός όπως τον περιγράφει στην παράγραφο αυτή, θα μπορούσε, αν είχε εμμείνει στην αντιφατικότητα, να υπερβεί τη σοφιστική μηχανική όπου το Ένα αυτοαποθείται δίνοντας Πολλά και θα είχε οδηγηθεί στην αντιφατική μηχανική της υλικότητας όπου το Ένα και τα Πολλά αλληλοκαταλύονται-αλληλοσυντιθέμενα, γεννώντας το γίγνεσθαι της ουσίας.  Εκεί το Ένα και τα Πολλά αλληλοκαταλύονται-αλληλοσυντιθέμενα, χωρίς ν’αφήνουν χώρο για υποδόρια αυτονομία μεταξύ τους, όπως θέλει ο Χέγκελ.  Αυτά έλκονται-απωθούμενα καταλύονται-συντιθέμενα Είναι-ΜηΌντας, συγχρόνως.

§98 σελ. 230

γ)  «Αλλά από τα Πολλά το κάθε Ένα είναι ότι και το Άλλο, καθένα είναι Ένα, ή έστω Ένα από τα Πολλά·  άρα τα Πολλά είναι ένα και το αυτό.  Ή αν εξετάσουμε όλα όσα περιλαμβάνει η Απώθηση, θα δούμε ότι  αυτή  ως  αρνητική  συμπεριφορά  των πολλών-Ένα  προς άλληλα, είναι εξίσου ουσιαστικά ένας αλληλοσχετισμός· κι αφού εκείνα με ταοποία σχετίζεται το Ένα μέσα στην απώθησή του είναι Ένα, μέσα σ’αυτά το Ένα σχετίζεται με τον εαυτό του. Έτσι η απώθηση είναι ουσιαστικά  Έλξη·  και  το  αποκλείον  δι’ εαυτό-Είναι  αναιρείται.  Ο ποιοτικός προσδιορισμός ο οποίος μέσα στο Ένα έχει φτάσει στο ανώτατο σημείο προσδιορισμού του [κατά λέξη: στο καθεαυτό και δι’ εαυτό-προσδιορισμένο-Είναι του], έχει έτσι μεταβεί σε ένα νέο προσδιορισμό ως ανηρημένη ποιότητα, δηλαδή στην ποσότητα».
        Εξομοιώνει μεταξύ τους τα Πολλά, γιατί έχουν κοινό προσδιορισμό να είναι μονάδες. Μετά αφού έχουν όλα τους τον χαρακτηρισμό να είναι Πολλά “Ένα”, τα θεωρεί ένα και το αυτό μεταξύ τους! Κι επειδή θεωρεί την Απώθηση αρνητική συμπεριφορά των Πολλών Ένα στην ανώτατη σχέση με τον εαυτό τους, την ανάγει σε Αυτοσχετισμό. Τότε η Απώθηση συμπίπτει με την Έλξη και το αποκλείον δι’εαυτό αναιρείται. Τόσο απλά! Θέλοντας να ορθολογσει την διαλεκτική με έναν τρόπο παρωδίας της ορθολογικής τυπικότητας, συμπεραίνει ότι: επειδή οι Πολλές Μονάδες είναι κάθε μία ως έννοια «Ένα», το Ένα αποκτά βεβαιότητα ιδεατής υπαρξιακής αυτονομίας. Η έννοια της μονάδας όμως, ως ουσία συγκεκριμένη και όχι αφηρημένη, προϋποθέτει ότι είναι κάτι άλλο, ―μια άλλη ποιότητα― η οποία σε συγκεκριμένες νοητικές διαδικασίες θα δημιουργήσει εκπλήξεις. Μετά από αυτό και με βεβαιότητα, ορίζει την Απώθηση, Έλξη, και ιδού έχει την Αναίρεση!  Αυτού του είδους Αναίρεση όμως δεν είναι «για κάτι Άλλο», αλλά αναίρεση στο τίποτα.
      Με τέτοιου είδους σοφιστικούς συνειρμούς οι αρχαίοι διαλεκτικοί στην αγορά έπαιζαν με το Λόγο για να γελάνε.

Β. ΠΟΣΟΤΗΤΑ

α) Η καθαρή ποσότητα      §99 σελ. 232.
                                                                                                                                                                    
«Η Ποσότητα είναι το Καθαρό Είναι, στο οποίο ο προσδιορισμός δεν έχει πια τεθεί ως ενιαίος με το Είναι, αλλά ως ανηρημένος ή αδιάφορος».
        Στην πρόταση αυτή διαπιστώνουμε ότι το Καθαρό Είναι, που ως τέτοιο  δεν έχει προσδιορισμό, ή ότι δεν προσδιορίστηκε ακόμα, είναι η Ποσότητα. Αυτή ως μη ενιαία αλλά αδιάφορη προς το Καθαρό Είναι συμπίπτει  με  το  Μηδέν.  Στην  § 91  σελ. 220  όμως,  «… .το Είναι της ποιότητας σαν τέτοιο είναι το καθαυτό-Είναι».  Και αν δεν παρανόησα τους προσδιορισμούς του Χέγκελ, το Καθαυτό Είναι δεν πρέπει να διαφέρει από το Καθαρό Είναι. Αφού τα καθαυτά δεν μπορούμε να τα γνωρίσουμε,  αλλά  τα  δεχόμαστε  χωρίς  καμιά  εμπειρική  εμπλοκή.  Η ποσότητα λοιπόν ως Καθαρό Είναι και η ποιότητα, ως Καθαυτό Είναι θα πρέπει να συμπέσουν με το Μηδέν.
     Χρησιμοποιώντας λοιπόν και εγώ την ορθολογική τυπικότητα με τον ίδιο άθλιο κι αφηρημένο τρόπο που συνηθίζει ο Χέγκελ στην “Επιστήμη της Λογικής” του, τουλάχιστον στην περιοχή του ξεκινήματος από το Μηδέν και τις διαστάσεις που μπορεί να πάρει καταχρηστικά, μπορώ να ονομάσω την «Επιστήμη της Λογικής» του Επιστήμη της Μηδενολογίας.

Στη υλιστική διαλεκτική το Είναι, όπως κάθετι, είναι αντιφατικό και στην περίπτωση που συζητάμε, είναι ποσοτικο-ποιοτικό. Η ποσότητα δε μπορεί ποτέ να είναι ξέχωρη απ'την ποιότητα. Ο διαχωρισμός τους οδηγεί σε διαπραγμάτευση εκτός διαλεκτικής σκέψης.

§99 σελ 234

«Άλλωστε οι καθαροί χώρος και χρόνος μπορούν να λαμβάνονται ως παραδείγματα της Ποσότητας αν θεωρούμε το ρεαλιστικά υπαρκτό ως κάτι που γεμίζει τον χώρο και τον χρόνο, αδιάφορο τι είναι αυτό».
       Ο Χέγκελ σε θέματα επιστήμης δεν μας εκπλήττει ποτέ θετικά, όπως κάνουν οι προσωκρατικοί, η αντίληψη του περί χώρου και χρόνου είναι αντιδιαλεκτική κι αντεπιστημονική. Δε θα χρεαζόταν η μεγαλοφυΐα του Αϊνστάιν για ν’αντιληφθούμε ότι ο χώρος και ο χρόνος δεν υπάρχουν ως ξέχωρα και καθαρά κι ότι το «ρεαλιστικά υπαρκτό» είναι η σχετικότητά τους, αφού ο Αναξίμανδρος, ο Ηράκλειτος και ειδικά ο Ζήνων το έδειξαν με μοναδικό εργαλείο τη διαλεκτική σκέψη 2500 χρόνια πριν.
                                                                                                                                                                    C. TΟ ΜΕΤΡΟ                                                                                                                  
                                                                                                                                                                     § 107 σελ 244
                                                                                                                                                                   «Το Μέτρο είναι το ποιοτικό ποσό κατ’αρχήν ως κάτι άμεσο, ένα ποσό με το οποίο είναι συνδεδεμένο ένα προσδιορισμένο-Είναι ή μια ποιότητα».
       Το Μέτρο είναι η μορφή την οποία παίρνει μια αντιφατική ποσοτικο-ποιοτική σχέση κάθε στιγμή συγκεκριμένη.  Αυτό είναι το αντιφατικό ποσοτικο-ποιοτικό στοιχειώδες κάποιου συγκεκριμένου γίγνεσθαι. Ο Ηράκλειτος έδειξε πρώτος την έννοια του Μέτρου στη φιλοσοφία, όπως ο Αναξίμανδρος  την έννοια του Απείρου και του Γίγνεσθαι.  Όμως το Μέτρο έρχεται απ’την αρχαϊκή τραγική σκέψη. Βασικό στοιχείο της τραγωδίας είναι ότι: η παραβίαση του Μέτρου στις ανθρώπινες σχέσεις, είναι η πτώση του ανθρώπου σε αλαζονική και υβριστική συμπεριφορά. Θεωρούσαν ότι το σύγχρονο πέρασμα απ’τις δυο αντίθετες θύρες του Είναι, (της θύρας της ζωής και της θύρας του θανάτου) που ήταν ο Διθύραμβος, δηλαδή η Αντιφατικότητα του Είναι, εκπροσωπούσε τις εγγενείς αντιθέσεις οι οποίες εξισορροπούσαν τη φύση και την κοινωνία. Το Μέτρο ήταν η δυναμική αντιφατική ισορροπία κάθε κατάστασης. Όταν κάποιο σκέλος της αντιφατικής σχέσης διατάρασσε την ισορροπία, τότε παρέσυρε μαζί του και το άλλο, δηλαδή κατέρρεε το Μέτρο.  Όταν ένας ηγεμόνας γινόταν αυταρχικός, ξεπερνώντας το Μέτρο σχέσης αγάπης και σεβασμού με τον λαό του εμπνέοντας φόβο, γινόταν τύραννος προκαλώντας μίσος και οργή. Οντολογικά η κατάρρευση του Μέτρου μιας αντιφατικής ισορροπίας προϋπέθετε την δημιουργία μιας άλλης αντιφατικής ισορροπίας διαφορετικού μέτρου.

§ 108 σελ 245

«Καθόσον μέσα στο μέτρο η ποιότητα και η ποσότητα είναι μόνο άμεσα ενωμένες, η διαφορά τους προκύπτει κατά τρόπο επίσης άμεσο.  [Δύο τινά μπορούν να συμβούν:] Το ειδικό ποσόν [ή μέτρο] είναι σκέτο ποσόν και το προσδιορισμένο-Είναι, είναι ικανό για αύξηση και μείωση χωρίς το μέτρο (που τότε είναι κανόνας) να αναιρείται.  Ειδάλλως η μεταβολή του ποσού είναι και μεταβολή της ποιότητας».
        Λέει «επιστημονικά» για την εποχή του, αυτό που ορίζουν οι αρχαίοι ως Μέτρο της σχέσης ποσότητας-ποιότητας.  Ο Λάο Τσε στο έργο του «Ταό τε Τσιν» (η Ατραπός της Σοφίας) το ορίζει με πολύ πιο κομψό τρόπο και πιο σύμφωνο με την σύγχρονη επιστήμη και την Λογικο-γλωσσική διαλεκτική σύνταξη: «η μεγάλη ευθεία οφείλει να είναι κυρτή», «το μεγάλο τετράγωνο δεν έχει γωνίες». Επίσης τα σύγχρονα μαθηματικά ορίζουν ότι «ο κύκλος είναι πολύγωνο απείρων γωνιών». 
      Όταν το ποσοτικό-ποιοτικό Μέτρο κάποιας αντιφατικής σχέσης διαταραχθεί ή όταν υπάρξη μέγιστη ποσοτική συσσώρευση στο ένα σκέλος του ποσοτικοποιοτικού μέτρου μιας αντιφατικής σχέσης, διαταράσσεται το Μέτρο δίνοντας μια νέα ποιότητα, δηλαδή μια νέα ποσοτικοποιοτική σχέση με νέο διαφορετικό Μέτρο.

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ

§ 112 σελ, 249   

«Η Ουσία είναι η έννοια ως τεθημένη έννοια.  Οι όροι μέσ’την Ουσία είναι σχετικοί και όχι ακόμα απόλυτα ανασκοπούμενοι μέσα τους·  γι’αυτό μέσα στην ουσία η έννοια δεν πραγματώθηκε ακόμα ως κάτι δι’εαυτό. Η ουσία, ως Είναι που έρχεται σε μεσολάβηση με τον εαυτό του μέσω της άρνησης του εαυτού του, είναι αυτοσχετισμός μόνο καθ’όσον σχετίζεται με κάτι άλλο, αλλά αυτό το άλλο παρουσιάζεται άμεσα όχι ως ον, αλλά ως τεθημένο και μεσολαβημένο».   «Το Είναι δεν έχει εξαφανιστεί· καταρχήν η ουσία ως απλός αυτοσχετισμός είναι το Είναι· έπειτα όσον αφορά το μονόπλευρο χαραχτήρα της αμεσότητάς του, το Είναι έχει συρρικνωθεί».… «Το Απόλυτο είναι η ουσία. Αυτός ο ορισμός ταυτίζεται με τον προηγούμενο ορισμό, το Απόλυτο είναι το Είναι, εφόσον το Είναι, είναι επίσης ένας απλός αυτοσχετισμός· αλλά είναι συνάμα ένας ανώτερος ορισμός, γιατί η ουσία είναι το Είναι που έχει βαδίσει Μέσα Στον Εαυτό Του· δηλαδή ο απλός αυτοσχετισμός του έχει τεθεί ως άρνηση του αρνητικού, ως μεσολάβησή του εντός εαυτού με τον εαυτό του. Όταν όμως το Απόλυτο ορίζεται ως ουσία, η αρνητικότητα που περιέχεται σε αυτό  εκλαμβάνεται συχνά μόνο με το νόημα μιας αφαίρεσης των προσδιορισμένων κατηγορουμένων. Αυτή η αρνητική πράξη, η αφαίρεση,  πέφτει έξω από την ουσία και παραμένει τότε ένα σκέτο αποτέλεσμα, ξέχωρα από τις προκείμενές  του, ένα caput mortuum (νεκροκεφαλή) της αφαίρεσης.  Αλλά μια κι η αρνητικότητα δεν είναι εξωτερική προς το Είναι, αλλά είναι η δική του διαλεκτική, η αλήθεια του (δηλαδή η ουσία), είναι το Είναι που έχει βαδίσει μέσα στον εαυτό του ή που είναι  εντός  εαυτού.  Την  διαφορά του  από το  άμεσο Είναι, συγκροτεί εκείνη η ανασκόπηση, δηλαδή η εμφάνισή του μέσα στον εαυτό του, και αυτή είναι το ιδιότυπο χαραχτηριστικό της ουσίας».

§ 113 σελ 252

«Ο αυτοσχετισμός μέσ’την Ουσία, είναι η μορφή της ταυτότητας, της ανασκόπησης εντός εαυτού. Αυτή έχει αντικαταστήσει εδώ την αμεσότητα του Είναι. Αυτές οι δυο είναι η ίδια αφαίρεση: αφαίρεση του αυτοσχετισμού. Η απερισκεψία της αίσθησης να εκλαμβάνει κάθε τι  περιορισμένο  και πεπερασμένο  ως Ον,  γίνεται εδώ  μια μονομανία της διάνοιας, που έγκειται στο ότι το πεπερασμένο συλλαμβάνεται ως ταυτόν με τον εαυτό του, μη αντιφατικό με τον εαυτό του».                                                                                                                                         

§ 114 σελ 253

«Αυτή η ταυτότητα επειδή προέρχεται από το Είναι, εμφανίζεται κατ’αρχήν μόνον ως συνοδευόμενη από τα χαραχτηριστικά του Είναι και ως σχετιζόμενη με το Είναι ως  προς κάτι εξωτερικό.  Αν  αυτό το εξωτερικό ληφθεί ξέχωρα απ’την Ουσία, ονομάζεται επουσιώδες.  Αλλά αυτό είναι λάθος, γιατί η Ουσία είναι εντός-εαυτού-Είναι, είναι ουσιώδης μόνο καθόσον είναι μεσολάβηση.  Άρα, έχει το επουσιώδες, ως δική της εμφάνιση μέσα στον εαυτό της.  Αλλά εφόσον μέσα στην εμφάνιση ή μεσολάβηση περιέχεται η διάκριση, και όσα διαφέρουν  (ως διαφέροντα από εκείνη την ταυτότητα, απ’την οποία προκύπτουν και μέσ’την οποία δεν υπάρχουν ή υπάρχουν ως εμφάνιση), αποκτούν τη μορφή της ταυτότητας, η εμφάνιση πραγματώνεται κατά τον τρόπο του Είναι,  δηλαδή  της αυτοσχετιζόμενης  αμεσότητας.  έχει μέσα  της  το  αρνητικό της,  δηλαδή  τον  σχετισμό  με κάτι  άλλο. Και έτσι η σφαίρα της ουσίας, μεταβάλλεται σε μιαν ακόμη ατελή σύνδεση της αμεσότητας και της μεσολάβησης.  Μέσα της, το κάθε τι έχει τεθεί έτσι, ώστε να σχετίζεται με τον εαυτό του και να τον έχει ταυτόχρονα υπερβεί, ― ως ένα Είναι της ανασκόπησης, ένα Είναι μέσα στο όποίο, εμφανίζεται κάτι άλλο και το οποίο εμφανίζεται μέσα σε κάτι άλλο. Η σφαίρα της Ουσίας, είναι λοιπόν η σφαίρα της τεθημένης αντίφασης, η οποία αντίφαση μέσ’τη σφαίρα του Είναι, είναι μόνον καθ’εαυτήν [δυνάμει].  Επειδή η Μία έννοια είναι  κάτι  κοινό που υπόκειται όλων, μέσ’την ανάπτυξη της ουσίας βρίσκουμε τους ίδιους όρους με εκείνους που βρήκαμε μέσα στην ανάπτυξη του Είναι, αλλά με ανασκοπούμενη μορφή.  Αντί για Είναι και Μηδέν παρουσιάζονται εδώ οι μορφές: Θετικό κι Αρνητικό· το πρώτο κατ’αρχήν ως Ταυτότητα αντιστοιχεί προς το χωρίς αντίθεση Είναι, το δεύτερο αναπτύσσεται (εμφανίζεται μέσ’τον εαυτό του) ως Διαφορά. Επί πλέον παρουσιάζεται το Γίγνεσθαι ως Θεμέλιο του Διορισμένου Είναι, το οποίο όταν αντανακλάται (ανασκοπείται) πάνω στο θεμέλιο, είναι Ύπαρξη.
       Η Διδασκαλία περί της ουσίας είναι το δύσκολότερο μέρος της Λογικής. Περιέχει κυρίως τις κατηγορίες της Μεταφυσικής και της επιστήμης εν γένει.  Αυτά είναι προϊόντα ανασκοπούσης διάνοιας η οποία εκλαμβάνει τις διαφορές ως αυθύπαρκτες,  και συνάμα θέτει επίσης τη σχετικότητά τους, ωστόσο συνδέει την αυθυπαρξία και την σχετικότητα ως συνυπάρχουσες ή ως διαδοχικές μ’ένα «επίσης», χωρίς να συνδέει αυτές τις σκέψεις και χωρίς να τις ενοποιεί σε μίαν έννοια».
         Στο μέρος αυτό, ποοσπαθώντας ν’απαξιώσει τον ορθολογική τυπικότητα, σύροντάς την στην απομόνωση και τη γύμνια του αφηρημένου, κάνει μια επική προσπάθεια, να αναδείξει μέσω μιας ιδιοφυούς λογικο-γλωσσικής σύνταξης, την αντιφατικότητα του φαινομενικού γίγνεσθαι μέσω μιας δυναμικής ορθολογικής αντιθετικότητας.  Επίσης γίνεται προσπάθεια να καθοριστεί η ουσία ως αυτοαναιρούμενη ιδεατότητα. Γι’αυτό το ευφυές και σοβαρότατο μέρος, θα επισημάνω μόνο ότι πάσχει από μιαν φοβερή δυστροπία, η οποία προέρχεται από τις δύο διαλογικές του εκτροπές: Τον Ιδεαλισμό του και την εκκίνηση εκ του Μηδενός.  Αυτές οι εκτροπές τον υποχρεώνουν να μετατρέπει την λογικο-γλωσσική αντιφατικότητα σε αντιθετικότητα, η οποία κατεδαφίζει την αληθινή διαλεκτική σκέψη αλλά και τον αντιφατικό λέγειν: τον Λόγο του Ηράκλειτου.

Είναι κρίμα αυτός ο μεγαλοφυής να πέσει στην παγίδα του Ιδεαλισμού, βάζοντας μια βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της διαλεκτικής σκέψης. Αν όμως αντέστρεφε αυτό το ιδεαλιστικό σχήμα, στην καθιερωμένη υλιστική διαλογική τάξη, θα συνέπιπτε με την προσωκρατική σκέψη. Τότε το μεγαλύτερο από το έργο του δεν θα είχε λόγο να γραφεί και η διαλεκτική του θα ήταν συνοπτική και σεμνή ηρακλειτική:  Την ίδια ουσία δεν ξαναγγίζουμε γιατί όλα αλλάζουν βίαια και γρήγορα, απλώνουν-μαζεύοντας, αναχωρούν-επιστρέφοντας, καταλύονται-συντιθέμενα, Είναι-μηΌντας. Κάτι που διαπίστωσε μέσα στα πολύτιμα εργαστήρια ο μεγάλος επιστήμονας και ανθρωπιστής Μπώμ: «Στη θεωρία  του πεδίου,  η κίνηση στην  κβαντομηχανική,  περιγράφεται με βάση την δημιουργία-καταστροφή των στοιχειωδών σωματίων. ΄Ετσι κατά την σκέδαση ενός ηλεκτρονίου του προς άλλη κατεύθυνση το περιστατικό περιγράφεται ως καταστροφή του ηλεκτρονίου σε μια θέση και δημιουργία άλλου σ’άλλη θέση.  Εκεί ηκίνηση  γίνεται δεκτή  σαν σειρά θέσεων δημιουργίας-καταστροφής, που γενικό αποτέλεσμα έχει συγχρόνως την αλλαγή».
      Διαλεκτικά-Υλιστικά η Καθαυτή Ουσία είναι η Αντιφατικότητα Γυμνή, το Είναι ως Ουσία και Γίγνεσθαι.
                                                                                                                                                                  Την  διαλεκτική-υλιστική λειτουργική αντιστοιχία του Είναι ως Ουσία και ως υλικό Γίγνεσθαι θα αναδείξω στο Τρίτο Μέρος της πραγματείας κατά την ανάπτυξη της “Αντιφατικής Μοναδολογίας και Οικουμενικής Βιοχαρτογραφίας”. Η ανάπτυξη όλης της Αντιφατικο-μοναδολογικής πραγματείας εκπροσωπεί την Αντιφατική Ταυτότητα και το Αντιφατικό Στοιχειώδες ή την Αντιφατική Μονάδα.

Εδώ σταματώ την κριτική ανάγνωση της Επιστήμης της Λογικής αφού στις ευφυείς λογικογλωσσικές προτάσεις του Χέγκελ αληθινά δεν μπορεί να γίνει μια κριτική παρά μόνο με τους όρους που αυτός έχει θέσει.   Κάθε άλλου είδους κριτική, ορθολογική ή διαλεκτική γυρίζει σε παράλληλο μονόλογο τον οποίον εγώ δεν θεωρώ μεμπτό. Νομίζω ότι η συνέχεια του δικός μου παράλληλου μονολόγου δεν θα είχε να προσθέσει πολύ περισσότερα αφού ετέθει το πλαίσιο της κριτικής μου στάσης.

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ:  Είναι απολύτως σίγουρο ότι κάποιες προτάσεις από το έργο του Χέγκελ έχω παρανοήσει. Άλλωστε δεν νομίζω να υπάρχει μελετητής ο οποίος έχει κατανοήσει το έργο του πλήρως. Ακόμα πιστεύω ότι και ο ίδιος ο Χέγκελ είναι φορές που χάνει το δρόμο του μέσα στο ίδιο του το Όνειρο.  Όμως η ανάλυση των βασικών προτάσεών του αλλά και η κυρίως ακολουθία του έργου του τελικά με δικαιώνει.   Η "Επιστήμη της Λογικής" του, δε μπορεί να είναι ούτε Επιστήμη, ούτε Λογική,  ούτε Διαλεκτική.  Είναι μια ανοδική πορεία του Νοείν στο Απόλυτο, το οποίο δεν μπορεί παρά να είναι ο Θεός, κάτι αδιάφορο για την επιστήμη και τη φιλοσοφία σήμερα.  Όμως είναι και ένα από τα μεγαλύτερα έργα τέχνης υψηλής νόησης, το οποίο δικαιούται μελέτης και σεβασμού, όπως το έργο του Καντ και άλλων μεγάλων ιδεαλιστών φιλοσόφων. Είναι φορές όμως κατά τις οποίες παρασύρεται σε μία αφηρημένη και σοφιστική μέθη, η οποία δεν δικαιολογείται ούτε αντιφατικά ούτε ορθολογικά.

ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ:
Αν, οι μεγάλοι ιδεαλιστές σοφοί, Πλάτων, Καντ, Χέγκελ, Χάιντεγκερ, Χούσερλ, κ.λπ. ζούσαν στην εποχή μας, δεν θα είχαν αναλώσει τις δυνάμεις τους σε τόσο σπουδαία και μεγαλοφυεί λάθη.  Ο Κόσμος των Ιδεών κι η “εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα ως επιστημονική βάση της μεταφυσικής”, η “φαινομενική πορεία της έννοιας του γίγνεσθαι των ιδεών” και η “όποια ιδεαλιστική ενδοϋπαρξιακή εννόηση του όντος”, δεν θα απασχολούσαν αυτούς τους μεγάλους σοφούς, ως απαντήσεις στα ερωτήματα περί του Είναι και του Γνωρίζειν.  Σήμερα όλ’αυτά έχουν υπερφαλαγγιστεί απ’την επιστήμη της νευροφυσικής με αδιάβλητο τρόπο, μέσω της «ανάγνωσης» του ανθρώπινου DNA.
     Η Μεταφυσική, ως επιστήμη με την σύγχρονη επιστημονική προσέγγιση, δεν μπορεί πλέον παρά να είναι άκρως «Φυσική». Κάθε είδους Μεταφυσική, τουλάχιστον στην διάσταση που την συνέλαβαν οι ευρωπαίοι ιδεαλιστές σοφοί, είναι άκυρη. Έτσι το έσχατο καταφύγιό της είναι ο μυστικισμός ή ο σύγχρονος φιλοσοφικός παραλογισμός ως φιλοσοφία και ιδεολογία.

ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΔΟΛΟΓΙΑ 
ΚΑΙ ΛΟΓΙΚΟ-ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ

Η ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΒΑΝΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ
ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗ       
(Με χονδρά και λοξά γράμματα παρουσιάζω τις προτάσεις μου που θέλω να τονίσω)

Ποτέ δεν έπαψε να αιωρείται το ερώτημα αν η φιλοσοφία μπορεί να έχει δικαιώματα στο χώρο της επιστήμης ή η επιστήμη στο χώρο της φιλοσοφίας. O κόσμος μας πηγαίνοντας μπροστά γυρίζει με κάποιο τρόπο πίσω. Η φιλοσοφία ξεκίνησε με τον Αναξίμανδρο, όπως είναι γενικά αποδεκτό, σαν μια πρωτόγονη φυσική επιστήμη, όπου η φαντασία, η ενόραση, η παρατήρηση και κάποιες πρωτόγονες πειραματικές διαδικασίες, συνιστούσαν μιαν ενότητα. Εκεί ο Χώρος, ο Χρόνος το Νοείν και το Είναι συνιστούν ένα Άπειρο καταλυτικο-συνθετικό Γίγνεσθαι. Δηλαδή κατ’αυτόν ο κόσμος και τα γεγονότα του καταλύονται-συντιθέμενα και έτσι εξελισσόμενα γεννούν το παγκόσμιο Γίγνεσθαι. Στη συνέχεια με τον Ηράκλειτο, το κοινωνικό και το εξελικτικό γίγνεσθαι στη φύση, συνιστούν το Λόγο, δηλαδή την πρώτη Διαλεκτική Λογικο-Γλωσσική σύνταξη.
      Απ’τον Αριστοτέλη, είχε αρχίσει η επιστήμη, με κάποιον τρόπο να ξεχωρίζει από την φιλοσοφία, που ως την εποχή του Νεύτωνα, δεν αναφαίνεται ξεκάθαρος διαχωρισμός. Οι Νεοθετικιστές τα τελευταία χρόνια,  όρισαν  την  φιλοσοφία  σαν ειδική επιστήμη, μέσα στα όρια της «πραγματείας της λογικής της γλώσσας», όπου κάθε άλλη διάστασή της να θεωρείται ένα έωλο και ασαφές είδος διαλογισμού. Ο ντετερμινισμός από κει και πέρα έγινε συνώνυμο με την επιστημονικότητα, όπου ο χώρος της φιλοσοφίας μέσα στην επιστήμη, ελαχιστοποιθήκε ή μηδενίστηκε.   Με την είσοδο όμως της κβαντομηχανικής στο προσκήνιο και τον ντετερμινισμό να αποκαθηλώνεται, μεγάλοι επιστήμονες που θα έπρεπε να πρόσκεινται στον ντετερμινισμό, βλέπουμε να ανοίγουν ένα   μακρόχρονο   ιδεολογικό  πόλεμο,  πάνω στις αρχές και τις εξελίξεις  της  σύγχρονης επιστήμης.  Αυτή η διαμάχη εμπλέκει άμεσα τη φιλοσοφία μέσ’την καρδιά της επιστήμης, σε βαθμό που να μην είναι πια εφικτός o διαχωρισμός αυτός.  Την εποχή που ορισμένοι διακεκριμένοι φιλόσοφοι, έκλειναν τη θύρα της επιστήμης στη φιλοσοφία, κάποιοι διακεκριμένοι επιστήμονες παραμερίζοντας όλες τις θεωρητικολογίες της εποχής τους περί διαχωρισμού επιστήμης και φιλοσοφίας, αυθόρμητα και όλο ζωντάνια, της άνοιγαν την πόρτα απλόχερα, προσφέροντας μερίδιο ηγεμονικό. Φανέρωναν έτσι ότι δεν μπορεί πρωτοπόρα επιστήμη χωρίς φιλοσοφικό γνώμονα, αλλά την ίδια στιγμή και φιλοσοφία με τη σύγχρονη έννοια, χωρίς έρμα επιστημολογικό.   Βέβαια ο φιλοσοφικός γνώμονας που προσέφερε η φιλοσοφία από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων, εκτός από την οντολογία και την ηθική, συνέπιπτε με την τέχνη της νόησης, που ήταν η Λογική.   Η πρώτη μεγάλη διαμάχη περί την Λογική είναι αυτή των δύο μεγάλων βάρδων της νόησης, Ηράκλειτου με το μέρος της διαλεκτικής λογικής και Παρμενίδη με το μέρος του ορθολογισμού και της πρότασής του για έναν πρωτόγονο ντετερμινισμό.
      Δεν θα υπήρχε λόγος να αναφέρουμε τον Αριστοτέλη, αφού ο Νεύτων είναι ο πιο ολοκληρωμένος εκπρόσωπος του αντικειμενικού τρόπου επιστημονικής σκέψης σήμερα.   Όμως  αυτό  που  θα  πρέπει να  ξεπεραστεί στο κβαντικό γίγνεσθαι δεν είναι μόνον η αντικειμενικότητα και η επιστημονικότητα όπως ορίζεται από τη νευτώνεια σκέψη, που τελικά συνοψίζεται ως ντετερμινισμός, αλλά και η αριστοτελική λογική που στον κβαντικό κόσμο φαίνεται ν’ακυρώνεται ή να δοκιμάζεται βίαια. 
     Ο νευτώνειος τρόπος αντίληψης για τον κόσμο, θα μπορούσε να πει άφοβα κάποιος, ότι είναι ο πιο ολοκληρωμένος αριστοτελικός. Δηλαδή υπάρχει μια μεγάλη πορεία που ξεκινά από τον Αριστοτέλη και ολοκληρώνεται  στον Νεύτωνα.  Ό,τι πλήγμα  λοιπόν  μπορεί να δεχτεί η νευτώνεια σκέψη, στρέφεται με κάποιο τρόπο και ενάντια στην αριστοτελική λογική πάνω στην οποία βασίζεται κι ο ντετερμινισμός. Επειδή όμως σήμερα η επιστήμη «ότι έχει» στην έρευνα, είναι ο ορθολογισμός  και  η τυπική λογική, οι επιστήμονες μολονότι θέλουν να απορρίψουν τον ντετερμινισμό, κρατούν την καρδιά του που είναι ο ορθολογισμός, δημιουργώντας ένα είδος διγλωσσίας και σύγχυσης.

Ο νευτώνειος τρόπος αντίληψης για το μικρόκοσμο, θα μπορούσε να θεωρηθεί κόσμος δυνάμεων και σωματιδίων που διαθέτουν κάθε στιγμή ιδιότητες μέσα στο χώρο, όπως η μάζα που είναι στατική αφού δεν αλλάζει κατά τη διάρκεια του χρόνου κι η ταχύτητα που είναι δυναμική και αλλάζει.   Σύμφωνα  με  την νευτώνεια  αντίληψη, το γίγνεσθαι στον κόσμο είναι αποτέλεσμα δυνάμεων που δρουν στα σωμάτια εξωτερικά, δημιουργώντας κίνηση, συνδιασμούς σωματιδίων και συγκρούσεις. Ο ίδιος ο Νεύτων, αποφεύγει να σχολιάσει τη φύση αυτών των δυνάμεων με την περίφημη φράση του «hypotheses non fingo» (δεν κάνω καμιά υπόθεση).
      Το σύμπαν του Νεύτωνα είναι απόλυτα ορθολογημένο μέσα στα προαναφερθέντα όρια των προϋπαρχόντων και ανεξαρτήτων μεταξύ τους χώρου και χρόνου.  Εκεί είναι δεδομένο πως οι ιδιότητες των σωμάτων είναι παρούσες άσχετα αν τις παρατηρούμε ή όχι. Με κορμό την αριστοτελική λογική, η νευτώνεια αντίληψη έχει καθιερωθεί ως αναμφισβήτητη στην καθημερινότητα και μέχρι χθές, στην επιστημονική κοινότητα. Η πρώτη αμφιβολία για το κύρος αυτού του μοντέλου, γεννήθηκε απ’την ειδική θεωρία της σχετικότητος. Εκεί ο Αϊνστάιν δείχνει, ότι οι έννοιες του χώρου και του χρόνου δεν μπορούν πια να γίνονται αντιληπτές με τον νευτώνειο τρόπο. Δηλαδή δεν μπορούν πια να θεωρούνται ξέχωρες, αλλά ως μια χωροχρονική ενότητα.  Ακόμα λέγεται ότι στον χωρόχρονο, γεγονότα εν εξελίξει, από έναν παρατηρητή μπορεί να θεωρούνται χωρικά κι από άλλο χρονικά την ίδια στιγμή. Λέγεται ακόμα, ότι στο χωρόχρονο, δύο παρατηρητές μπορεί να δουν με αντίθετη χρονική ακολουθία, την εξέλιξη κάποιου γεγονότος.  Πέραν τούτου όμως, ο ίδιος ο Αϊνστάιν και η δουλειά του, δεν αντιστρατεύονται την νευτώνεια τάξη σε βαθμό που να διαφωνεί με την αντικειμενικότητα, όπως είναι εκεί αποδεκτή. Αυτό, σύμφωνα με τον Αϊνστάιν, θα εστρέφετο κατά της επιστημονικότητας, όπως είχε πλέον διαμορφωθεί ως ντετερμινισμός.   Η θεωρία της σχετικότητος, σε θέματα αντίληψης περί των ιδιοτήτων των αντικειμένων, δεν αντιστρατεύεται την ουσία της νευτώνειας σκέψης.
    Την ίδια εποχή ο Πλάνκ ανακαλύπτει την κβαντική φύση της ακτινοβολίας του θερμού αντικειμένου.   Εκεί φαίνεται ότι η ενέργεια εκλύεται σ’ορισμένα ελάχιστα ποσά που το μέγεθός τους εξαρτάται από τη συχνότητα του φωτός, δηλαδή τον χρωματισμό τους. Λέγεται πως οι συνέπειες αυτής της εργασίας, υπονόμευσαν το κύρος του νευτωνείου οικοδομήματος σχετικά με τις αντιλήψεις των επιστημόνων για τον μεγάκοσμο και τον μικρόκοσμο.

Σύμφωνα με την νευτώενια αντίληψη, για να διαπιστωθεί η θέση κάποιου βλήματος, που αυτό λογίζεται σαν πράγμα ή αντικείμενο κάποια ορισμένη  χρονική  στιγμή, το  φωτίζουμε  και το στατικοποιούμε  ιδεατά σ’αυτή τη θέση, πάνω στο φωτογραφικό φίλμ. Το φώς δια μέσου του οποίου γίνεται όλη η διεργασία, δηλαδή τα φωτόνια που αντανακλώνται από το σώμα και βρίσκουν τη φωτογραφική πλάκα, αν επιδρούν στο βλήμα, δεν ενδιαφέρει την έρευνα γιατί η διαφορά που προκύπτει είναι αμελητέα.  Για ένα ηλεκτρόνιο όμως το θέμα είναι πολύ διαφορετικό, λόγο της μεγάλης ταχύτητας και του μικρού μεγέθους του ηλεκτρονίου. Το φωτόνιο που θα βρεί το ηλεκτρόνιο, πρέπει να έχει υψηλή συχνότητα για να δώσει στοιχεία μέτρησης και έτσι αλλοιώνει σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση αυτού που ερευνάται.
     Για να γίνει αντιληπτή η περιγραφή του μικρόκοσμου από την κβαντική θεωρία, υπάρχει το κλασικό πείραμα που περιλαμβάνει κάποιον εκτοξευτή ο οποίος εκτοξεύει σφαιρίδια, κύματα νερού ή ηλεκτρόνια αναλόγως. Αυτά μετά την εκτόξευση κατευθύνονται προς ένα παραπέτασμα το οποίο στο κέντρο έχει δυο οπές και κατά την απαίτηση του πειράματος, πότε η μια και πότε οι δυο μαζί είναι ανοικτές.  Πίσω από το παραπέτασμα, υπάρχουν ανιχνευτές που καταγράφουν την παρουσία και  συμπεριφορά των εκτοξευομένων αντικειμένων.
Α. Αν εκτοξεύσουμε μαύρα σφαιρίδια μέσω της μιας οπής, αυτά θάχουν μια φυσιολογική διανομή αναμενόμενη για σφαιρίδια, όπου θα μπορούσε απόλυτα να υπολογιστεί η θέση τους.  Αν ανοιχτούν καί οι δυο τρύπες  και διοχετευτούν μαύρα σφαιρίδια απ’την μια και άσπρα απ’την άλλη, αυτά θα διαμοιραστούν πάλι όπως θα αναμενόταν, δηλαδή έχοντας συμπεριφορά σωματιδίων.
Β.  Αν κάνουμε το ίδιο με τα κύματα νερού, το αποτέλεσμα θα ήταν επίσης αναμενόμενο. Θα έχουμε την ανάλογη συμπεριφορά  κυμάτων.
Γ. Αν εκτοξεύσουμε ηλεκτρόνια, όταν είναι ανοικτή η μια οπή συμπεριφέρονται ως σωματίδια. Όταν όμως ανοιχτούν κι οι δύο οπές, υπάρχει παρεμβολή κυματιακής φύσης.  Τα ηλεκτρόνια καταφτάνουν ως ανεξάρτητα σωματίδια, όμως η άφιξή τους εκεί υπακούει σε κανόνες κυματιακούς, κάνοντας αδύνατον τον προσδιορισμό από πια τρύπα έχουν περάσει. Από εκεί προέρχεται και το ερώτημα, πως είναι δυνατόν τα ηλεκτρόνια να διαθέτουν ιδιότητες και σωματιδίων και κυμάτων, χωρίς να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο.  Έτσι δημιουργήθηκε στο μικρόκοσμο πρόβλημα περιγραφής, όπου η νευτώνεια άποψη αμφισβητήθηκε ακόμα περισσότερο. 

Στη σύγχρονη επιστήμη, για να γίνει περιγραφή ενός φαινομένου, πρέπει να προταθεί ένα μοντέλο, το οποίο με μια μαθηματική διεργασία, θα παίρνει υπόψιν του όλες τις ιδιότητες και τις ιδιομορφίες που αφορούν το φαινόμενο. Έτσι στην περίπτωση του ηλεκτρονίου ως κβαντικού γεγονότος, χρειάζεται μαθηματική δομή, η οποία να μπορεί να περιλάβει τις στατικές του ιδιότητες, που είναι το φορτίο και η μάζα και τις δυναμικές, που είναι η θέση και η ορμή (μάζα επί ταχύτητα), η διεύθυνση του σπιν, κλπ.   Ακόμα, αυτή η δομή πρέπει ν’αντανακλά την κυματο-σωματιδιακή συμπεριφορά του κβαντικού γεγονότος.  Αυτό το πρόβλημα της περιγραφής του κβαντικού γεγονότος, έχει λυθεί με τρεις τρόπους από τους Χάιζενμπεργκ, Ντυράκ και Σρέντιγκερ. Λέγεται πως καί οι τρεις περιγραφές είναι ισάξιες μαθηματικά, αλλά η περιγραφή του Σρέντιγκερ, καθιερώθηκε σαν πιο εύχρηστη.
       Ο Σρέντιγκερ συνέλαβε μιαν εξίσωση που μπορεί να περιγράψει τις μετατροπές του γεγονότος σε κάθε δυνατή θέση μέσα στο χώρο κατά την διάρκεια του χρόνου. Η εξίσωση αυτή περιέχει ιδεατά όλες τις ιδιότητες, που πρέπει να διαθέτει ένα κβαντικό γεγονός, που στη δεδομένη περίσταση είναι το ηλεκτρόνιο.   Για να μπορέσει να υπολογίσει όλες τις αλλαγές της κάθε συγκεκριμένης αξίας κάθε ιδιότητας, πρότεινε μια συμπληρωματική μαθηματική διαδικασία που θα μπορεί να έχει όλες τις πιθανότητες.
       Όταν ένα ηλεκτρόνιο εκλύεται από ένα διεγερμένο άτομο, στην κβαντομηχανική παρουσιάζεται σαν κυματοσυνάρτηση που διαδίδεται από το άτομο, όπως ένα αρμονικά διαστελλόμενο κύμα.  Το πλάτος διανομής του κύματος, δίνει τις πιθανότητες της θέσης του μέσ’το χώρο μια χρονική στιγμή.
      Κατά την παρατήρηση ενός ηλεκτρονίου, την στιγμή που προσκρούει σε ένα από τα άτομα του αργύρου που ευαισθητοποιούν τη φωτογραφική πλάκα, λέγεται ότι αυτό δίνει όλη του την ενέργεια αφήνοντας ένα ίχνος στην πλάκα. Αυτή ακριβώς είναι η στιγμή την οποία η κυματοσυνάρτηση που εκπροσωπεί το ηλεκτρόνιο, υποτίθεται πως καταρρέει αφήνοντας μόνο το ίχνος της στο φίλμ.  Λέγεται ότι μαζί με την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης χάνεται κι η αβεβαιότητα μένοντας μόνο η τιμή της συγκεκριμένης ιδιότητας.
     [Υποθέσουμε ότι η ποσότητα W(x,t), αναπαριστά την κατάσταση ενός κβαντικού σωματίου σε χρόνο t και χώρο x. Ας ορίσουμε με Α τη θέση που είναι η ιδιότητα που θέλουμε να διερευνήσουμε.  Ο Σρέντιγκερ όρισε,  ότι  κάθε  ιδιότητα  πρέπει  να  σχετίζεται  με  τη  δική της ομάδα κύματων. ΄Ετσι λοιπόν, η ομάδα κυμάτων που αντιστοιχεί στην ιδιότητα της θέσης του ηλεκτρονίου, παρουσιάζεται ως w1(xt),w2(xt) …κλπ. 
     Η αξία της εργασιας αυτής, συνίσταται στο ότι μπορεί να διαπιστώνει τη σχέση κάθε μέλους αυτής της ομάδας κυμάτων με μια από τις αξίες που πιθανόν να πάρει η ιδιότητα όταν μετρηθεί.  Αυτές οι ομάδες έχουν άπειρες τιμές, κι έτσι η Α έχει απειροστικό αριθμό πιθανοτήτων να οριστεί.  Η κατάστση W(xt),  μπορεί με έναν μοναδικό τρόπο ν’αναλυθεί στους όρους της ομάδας κυμάτων, που σχετίζονται με την ιδιότητα Α. Αυτό σημαίνει ότι θα δημιουργηθεί μια σειρά αριθμών c1, c2, c3, c4 κλπ…έτσι πουW(xt)=c1w1(xt)+c2w2(xt)+c3w3(xt)…όπουw1(xt), w2(xt),w3(xt)…,  είναι η ομάδα κυμάτων που αντιστοιχεί στην ιδιότητα της θέσης.   Στην περίπτωση που το λευκό φως διέρχεται από ένα πρίσμα κι αναλύεται στα χρώματα της ίριδος, από κβαντική όψη η κυματο-συνάρτηση W(xt) αντιστοιχεί στο λευκό φως και η ομάδα κυμάτων {wi(xt)},i =1,2,3…στα συγκεκριμένα χρώματα της ίριδος. Για κάθε κυματο-συναρτηση που θέλουμε να διερευνήσουμε, αντιστοιχεί ένα διαφορετικό πρίσμα, δια μέσου του οποίου μπορούμε να δούμε την κυματοσυνάρτηση.  ΄Ετσι κάθε πρίσμα, αναλύει την κυματο-συνάρτηση, στο δικό της φάσμα κι έχουμε μια διαφορετική ομάδα κυμάτων {wi(xt)} και διαφορετική ομάδα αριθμών [ci] στην ανάλυση, που εξαρτάται από πιο πρίσμα ιδιότητας θα χρησιμοποιήσουμε για ν’αναλύσουμε το W. Για να διαπιστώσουμε, μέσ’το πλήθος της διασποράς των τιμών που δίνει αυτή η ανάλυση, την τιμή που θα πρέπει να πάρει η ιδιότητα Α, πρέπει να συνδιάσουμε τον ξεχωριστό αριθμό {ci}, που σχετίζεται κάθε μέλος της ομάδας κυμάτων wi(xt) με την i-οστή αξία, που η ιδιότητα Α θα πάρει όταν μετρηθεί. . . ]
       Βλέπουμε λοιπόν μεγάλη διαφορά σ’αυτόν τον τρόπο περιγραφής, από τον νευτώνειο.  Σύμφωνα με την νευτώνεια άποψη, οι ιδιότητες ενός βλήματος, είναι προϋποτιθέμενες σε  σχέση με αυτό και δεν μπορεί να μην υπάρχουν.    Για το ηλεκτρόνιο όμως, η περιγραφή του Σρέντιγκερ υπολογίζει πιθανότητες τιμών της συγκεκριμένης αξίας της μετρούμενης ιδιότητας, που θα μπορούσε να πάρει το κβαντικό γεγονός όταν μετρηθεί.    Η περιγραφή αυτή δεν αναφέρεται στο θέμα της σύμφυσης ή όχι των διερευνουμένων ιδιοτήτων του υπό μέτρησιν κβαντικού γεγονότος.   Στη νευτώνεια άποψη που δέχεται το ηλεκτρόνιο σαν βλήμα, η θέση κι η ορμή του, ως σωματίδιο γίνονται δεκτά σαν απολύτως ακριβή και πραγματικά, κάτι που είναι απόλυτα σύμφωνο με την κοινή λογική.  Στην κυματοσυνάρτηση  του Σρέντιγκερ όμως, που είναι και η κβαντική άποψη, υπάρχει απλά κύμα πιθανοτήτων που μορφοποιείται τη στιγμή της μέτρησης κι όπως αποδέχονται οι περισσότεροι επιστήμονες είναι μορφής μαθηματικής. Αυτός όμως είναι ο μόνος τρόπος που μπορούν να περιγραφούν τα εργαστηριακά αποτελέσματα, που έχοντας δοκιμαστεί χρόνια τώρα, θεωρείται επαρκής και σύμφωνος με τα πειραματικά δεδομένα.
       Από εκεί, προκύπτει και το θέμα της ερμηνείας των πειραματικών δεδομένων. Οι μεγάλοι αυτοί επιστήμονες δεν αρκούνται απλά στις διαπιστώσεις, αλλά αναγκάζονται να προχωρήσουν σε οντολογικές και φιλοσοφικές διερευνήσεις, για να συλλάβουν το νόημα όλου αυτού του επιστημονικού γίγνεσθαι.
     Ξεκινώντας απ’την επιστημονική προσέγγιση της πραγματικότητας, που είναι η μέτρηση, η περιγραφή κι η ερμηνεία των δραστηριοτήτων αυτών, φτάνουν σε μια σειρά αλληλο-συγκρουομένων οντολογικών αποδοχών.  Αυτές ξεκινούν από την αποδοχή του ντετερμινισμού και της αντικειμενικότητας του κβαντικού γεγονότος και περνώντας από όλες τις πιθανές και εύλογες αντιτερμινιστικές προσεγγίσεις, καταλήγουν σ’έναν αχαλίνωτο αντιτερμινιστικό μυστικισμό.

Το γεγονός προ της μέτρησης, περιγράφεται από μια κυματοσυνάρτηση η οποία, όπως ισχυρίζονται κάποιοι επιστήμονες, αντιπροσωπεύει ιδεατά ορισμένες ιδιότητες των κβαντικών γεγονότων, όπως π.χ. την θέση κάποιου ηλεκτρονίου. Εδώ πρέπει να τονίσω, ότι υπάρχουν σπουδαίοι επιστήμονες, οιοποίοι αυτή τη συνάρτηση δεν θεωρούν ιδεατή αλλά πραγματική.  Η   κυματοσυνάρτηση   αυτή,   υποδηλώνει  την  σχετική πιθανότητα μιας ιδιότητας, ορίζοντας έτσι κάποια από τις εν δυνάμει αξίες που θα πάρει τη  στιγμή της  μέτρησης.   Όμως αυτά που φαίνονται απλά στην κοινή λογική, για την επιστημονική κοινότητα που έχει σαν αντικείμενο τον κβαντικό κόσμο, όπως η έννοια του  μέσου μέτρησης,  είναι κάτι που χρειάζεται ιδιαίτερη διευκρίνιση. Η κοινή λογική υπαγορεύει ότι το μέσο μέτρησης είναι κάθε συσκευή που καταγράφει πιστά το αποτέλεσμα της πειραματικής  διαδικασίας.  Μια σειρά όμως μεγάλων επιστημόνων, όχι αναίτια, έχει πολύ διαφορετική άποψη.  Αυτοί υποστηρίζουν ότι το αντικείμενο και το μέσο μέτρησης αλληλεπιδρούν σε τέτοιο βαθμό που να μην γίνεται λόγος γι’ανεξαρτησία του ενός από το άλλο. Ακόμα υπάρχουν μεγάλοι επιστήμονες όπως ο Νόυμαν, που ισχυρίζονται πως κατά τη διαδικασία της μέτρησης, που έχει σαν οριακή στιγμή την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης, το μέσον μέτρησης, το μετρούμενο αντικείμενο αλλά καί η ανθρώπινη συνείδηση, συνιστούν κβαντική ενότητα. Εκεί η ανθρώπινη συνείδηση θεωρείται βασικότερος παράγοντας, αφού αυτή εξαναγκάζει την κατάρρευση της κυματο-συνάρτησης.

[Σύμφωνα με την κβαντική περιγραφή, κάθε μια από τις ιδιότητες μιας κβαντικής οντότητας, αποκρίνεται σε μια σειρά κυμάτων. Σε μια ανάλογη ομάδα κύμάτων, ανταποκρίνεται και η ανάλογη συζυγής της ιδιότητα·(ενέργεια και χρόνος, παλμός και τόπος, παλμός περιστροφής και γωνία, είναι συζυγείς ιδιότητες).    Ας υποθέσουμε ότι έχουμε δύο πρίσματα, ένα για την ιδιότητα Α και ένα για τη συζυγή ιδιότητα Β, που ανταποκρίνονται, η Α σε κύμα W και η Β σε κύμα Μ.  Αν διοχετευτεί μια αυθαίρετη ομάδα κυμάτων Χ δια μέσου του πρίσματος W, θα λάβουμε ένα φάσμα που θ’αποτελείται από ένα Νw αριθμό χρωμάτων. Ο αριθμός Νw είναι αντιστρόφως αναλόγου μέτρου προσομοίωσης του κύματος Χ, ως προς την ομάδα του πρίσματος W. Δηλαδή όσο ο αριθμός των χρωμάτων Νw, του κύματος W μεγαλώνει, τόσο η ομοιότητα μικραίνει κι αντίθετα. Το ίδιο συμβαίνει, αν από το πρίσμα Μ περάσουμε την ομάδα Χ. Παίρνουμε φάσμα Μ, που συντίθεται από Νm αριθμό χρωμάτων και είναι αντιστρόφου ανάλογης προσομοίωσης της ομάδας Χ με την ομάδα Μ.  Το γινόμενο Nw επί Nm, είναι πάντα μεγαλύτερο του μηδενός, όπου Nw.Nm ≥R.  Για τους επιστήμονες αυτό σημαίνει ότι πρίσματα που ανταποκρίνονται σε ομάδες κυμάτων συζυγών ιδιοτήτων, δεν μπορούν  να αναλύσουν την ίδια στιγμή αντίστοιχες συζυγείς ομάδες με ακρίβεια. Υπάρχει βαθμός αντίστασης βεβαιότητας μιας κοινής ανάλυσης, που σχετίζεται με το R.  Η αρχή της αβεβαιότητας του Χάιζενμπεργκ, καταρχήν είναι συνδεδεμένη μ’αυτό το θέμα. Δηλαδή αφορά τις συζυγείς ιδιότητες και όχι αυτές που δεν είναι συζυγείς. Η ενέργεια κι η θέση του ηλεκτρονίου, μη όντας συζυγείς μπορούν να μετρηθούν μ’ακρίβεια μαζί.    Αν θέλουμε να μετρήσουμε μια ιδιότητα Α, που είναι η θέση του ηλεκτρονίου, αυτή πρέπει να έχει το δικό της πρίσμα που ν’αντιστοιχεί σε μιαν ομάδα κυμάτων που σχετίζεται μ’αυτή την ιδιότητα. Παράλληλα έχουμε, αυτόματα και άνευ φόρτισης, μια συζυγή ιδιότητα Β με το δικό της πρίσμα, που ανταποκρίνεται στην ανάλογη ομάδα κυμάτων Β. Προηγουμένως αναφέραμε, ότι αν μια ομάδα κυμάτων Χ,  που ανταποκρίνεται  στη δική  της ιδιότητα, περάσει δια μέσου των πρισμάτων Α και Β, τα φάσματα που ενεργοποιούνται πρέπει να ικανοποιούν τη σχέση που αναφέρει ότι «όσο περισσότερα χρώματα στο ένα φάσμα, τόσο λιγότερα στο άλλο».  Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μέτρο αντίστροφης ακρίβειας κατά τη μέτρηση της αξίας της ιδιότητας Χ. Αλλά αφού η αντίστροφη σχέση μπορεί να ισχύει για κάθε αυθαίρετη ομάδα, που μπορεί να είναι το Χ και θα ανταποκρινόταν στην ανάλογη ιδιότητα Χ, ας βάλουμε  στη θέση του Χ  την ιδιότητα Α.  Περνώντας  την ομάδα  κυμάτων Α δια μέσου του δικού της πρίσματος θα δώσει πολύ λίγα χρώματα, αφού αυτή είναι η υποχρέωση του πρίσματος Α να κάνει, όταν αντιμετωπίζει την ομάδα κυμάτων Α.  Ακόμα είναι ανάγκη η συζυγής ομάδα κυμάτων Β, περνώντας από το πρίσμα Α να δώσει φάσμα μεγίστου αριθμού χρωμάτων, που θα πει ότι αυτό το πρίσμα δε δίνει ακριβείς αξίες της ιδιότητας Β.   Αν αλλάξουμε τους ρόλους των Α και Β, βάζοντας στη θέση  του Χ το Β, τότε  θα έχουμε τις ίδιες συνέπειες.  Εδώ έχουμε΄Ενα πρίσμα, με το οποίο πρέπει να κάνουμε την ανάλυση, και ενώ αυτό  είναι  κατάλληλο για την ανάλυση του κύματος της μιας ιδιότητας, δεν είναι για την ανάλυση του κύματος της άλλης ιδιότητας]. 
        (Ενώ τυπικά φαίνεται έτσι, έχω την αίσθηση ότι το πρόβλημα έχει βαθύτερες ρίζες που πάνε ακόμα μακρύτερα, στη φύση των συζυγών ιδιοτήτων.  Ίσως να μην είναι απλά και μόνον η αδυναμία του ενός πρίσματος, να κάνει ακριβή παράλληλη μέτρηση και στις δύο συζυγείς ιδιότητες αλλά κι η ίδια η σχέση των συζυγών ιδιοτήτων συνιστά ένα είδος  αντιφατικής ενότητας, που ενώ η μια δεν μπορεί χωρίς την άλλη, για κάποιο λόγο απωθούνται κιόλας.  Ήδη από την κλασική διδασκαλία των κυματισμών παρουσιάζεται παραπλήσια αδυναμία στην περίπτωση της συχνότητας και του χρόνου: στον κβαντικό κόσμο η συχνότητα ως ρυθμός επανάληψης είναι καί αυτή χρόνος. Κι ενώ ο χρόνος ως διάρκεια ανταποκρίνεται στον αντικειμενικό κόσμο των πραγμάτων κι η συχνότητα επανάληψης χωρικών μέτρων είναι ο χρόνος που ανταποκρίνεται στον κόσμο των κβάντα, όπου αναιρείται η αντικειμενικότητα, εμείς τα στριμώχνουμε παράνομα κι αυθαίρετα μαζί στον ίδιο νοητικό χώρο.  Συγχέουμε τον χρόνο του νευτώνειου κόσμου όπου μεσουρανεί η αντικειμενικότητα, με τον χρόνο του κόσμου των κβάντα όπου η αντικειμενικότητα ακυρώνεται. Αυτό παρατηρούμε ότι δεν λαμβάνει υπ’όψιν ούτε η εξίσωση του Σρέντιγκερ, αλλά ούτε η θεωρία της σχετικότητας).  Όπως αναφέραμε, σύμφωνα με τον Μπώμ: Στην κβαντομηχανική η κίνηση ενός ελευθέρου σωματίου περιγράφεται σαν καταστροφή του σωματίου σε μια θέση και ανασύνθεση άλλου σ'άλλη θέση. Δηλλαδή η κίνηση στην κβαντομηχανική σαν σειράθέσεων δημιουργίας-καταστροφής που έχει συγχρόνως αποτέλεσμα την αλλαγή.     Δηλαδή η σύγχρονη επιστήμη συμφωνώντας με τους προσωκρατικούς, δέχεται ότι τα μικροσωμάτια καταλύονται-συντιθέμανα χάνοντας τη σταθερότητα της θεωρούμενης ταυτότητάς τους, όντας Αυτά-Άλλα-Αλλού. Κι επειδή Είναι-Αυτά-Άλλα-Αλλού, ο χρόνος δεν είναι διάρκεια, αφού ως ταυτότητες δεν διαρκούν, αλλά ως ρυθμός επανάληψης είναι συχνότητα επανάληψης κύματος και χώρος είναι το μήκος κύματός τους.  Υπ'αυτές τις συνθήκες αυτά τα σωμάτια αληθινα δεν μπορούν να έχουν ούτε ταχύτητα (κάτι που ούτε η κβαντομηχανική ούτε η θεωρία της σχετικότητας λαμβάνει υπόψιν).

Ένα άλλο θέμα που διχάζει τους επιστήμονες είναι, τι ιδιότητες μπορεί να έχει ή όχι ένα κβαντικό γεγονός, προ της μέτρησης. Οι βασικές αντιλήψεις γι’αυτό είναι δύο.  Η θέση της σχολής της Κοπενχάγης, που θεωρείται ορθόδοξη και αρνείται την αντικειμενικότητα των κβαντικών οντοτήτων, με ηγέτες τους Μπόρ, Χάιζενμπεργκ, Σρέντιγκερ, Νόυμαν κ.λ.π. κι η σχολή της αντικειμενικότητας με τους Αϊνστάιν, Ντε Μπρογί, Μπώμ κλπ.
Οι Βασικές Θέσης της σχολής της Κοπεγχάγης:
α. Η κυματοσυνάρτηση δίνει πλήρη περιγραφή του συγκεκριμένου κβαντικού γεγονότος.
β. Τα κβαντικά γεγονότα που εκπροσωπούνται απ’την ίδια κυματο-συνάρτηση, είναι εκ φύσεως ίδια.
γ. Κάθε έλλειψη πληροφορίας περί των ιδιοτήτων των κβαντικών γεγονότων προ της μέτρησης, είναι έτσι γιατί δεν υπάρχουν εκεί συγκεκριμένες ιδιότητες να γίνουν γνωστές.
δ. Οι όποιες παρατηρούμενες διαφορές μεταξύ ομοίων κβαντικών γεγονότων προ της μέτρησης, οφείλονται στον παράγοντα του τυχαίου ο οποίος είναι σύμφυτος με αυτά.
Οι Βασικές Θέσεις της Αντικειμενικότητας:
α. Η κυματοσυνάρτηση δίνει μόνο στατιστική περιγραφή ενός συνόλου αντικειμένων, άρα δεν μπορεί να είναι πλήρης περιγραφή για κάθε συγκεκριμένο κβαντικό αντικείμενο.
β.  Κβαντικά αντικείμενα που παρουσιάζονται από τις ίδιες κυματο-συναρτήσεις, μπορεί να μην είναι ίδια από τη φύση τους.
γ.  Η έλλειψη παρατήρησης ιδιοτήτων, υπαρχόντων προ της μέτρησης, των κβαντικών αντικειμένων, οφείλεται στην ύπαρξη κάποιων αγνώστων μεταβλητών, τις οποίες η κβαντομηχανική  δεν διακρίνει ή αποκρύπτει.                                                                                                      
          Είναι γεγονός όμως ότι οι περισσότεροι φυσικοί στους χώρους παραγωγής, δέχονται την κβαντομηχανική σαν το μοναδικό εργαλείο έρευνας που διατίθεται προς το παρόν.  Αυτοί δεν πολυνοιάζονται για τις φιλοσοφικές και κοσμολογικές διαστάσεις που μπορεί να πάρει αυτή η δραστηριότητα. Ακόμα δε νοιάζονται αν προσβάλλεται ο ντετερμινισμός και για να αποκατασταθεί η αιτιοκρατία, θα πρέπει να γίνουν αποδεκτές κάποιες κρυφές μεταβλητές, για έναν λόγο πάρα πάνω αφού αυτές είναι μη παρατηρήσιμες.  Αυτά είναι θέματα που απασχολούν διακεκριμένους ερευνητές, που είναι άλλο τόσο φιλόσοφοι.
     Οι εκπρόσωποι των περισσοτέρων σχολών, γενικά αποδέχονται τις βασικές αρχές της σχολής της Κοπενχάγης, αλλά καθένας με τον δικό του τρόπο πάει σε διαφορετικές οντολογικές και κοσμολογικές διερευνήσεις. Αυτοί δεν αρκούνται απλά στη διαπίστωση των αποτελεσμάτων της έρευνας, μολονότι αυτό θα μας φαινόταν αρκετό για επιστήμονες που είναι αρματωμένοι στο φρούριο του ντετερμινισμού και του θετικισμού. Αντίθετα με ότι διακηρύσσουν οι σύγχρονοι θετικιστές, αυτοί νοιώθουν την ανάγκη της φιλοσοφικής διερεύνησης ως συμπλήρωμα και πολλές φορές ως οδηγό στην έρευνα. 
      Όλες οι σχολές που συγγενεύουν με αυτή της Κοπεγχάγης, δέχονται ότι οι δυναμικές ιδιότητες των κβαντικών αντικειμένων είναι συμβατικές και γεννώνται κατά τη διαδικασία της μέτρησης. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, αυτό βασίζεται στην αποδοχή, πως το μέσο με το αντικείμενο μέτρησης, αλλά για πολλούς επιστήμονες κι ο παρατηρητής συνιστούν μιαν ενότητα κβαντικής φύσης. (Αφού το αποτέλεσμα της μέτρησης είναι αναμφισβήτητα επιρρεασμένο απ’τη διαδικασία της μέτρησης).
           Η σχολή της Κοπεγχάγης απορρίπτει την ύπαρξη κρυφών μεταβλητών, βασιζόμενη στο μαθηματικό πόνημα του φον Νόυμαν το οποίο στηρίζει και δικαιολογεί τις απόψεις της κβαντομηχανικής. Στην εργασία του Νόυμαν δεν μπορεί μαθηματικά να οριστεί σημείο διαχωρισμού παρατηρητή, μέσου και αντικειμένου μέτρησης, απορρίπτοντας την ύπαρξη αγνώστων μεταβλητών. Με αυτόν τον τρόπο ο Νόυμαν «συμπεραίνει» αυτή την ενότητα.  Αυτό λέγεται ότι διαφαίνεται απ’τις απόψεις του χωρίς να το έχει διακηρύξει, έχοντας όμως ισχυριστεί ότι η ανθρώπινη συνείδηση είναι ο καταλυτικός παράγοντας που κάνει τη διαφορά σ’αυτή τη διαδικασία, όντας κι ο πιο ουσιώδης.
      Ο Χουίλερ που συμμερίζεται σε μεγάλο βαθμό τις βασικές απόψεις της Κοπεγχάγης, συμφωνεί κι αυτός με τον Νόυμαν, ότι η στιγμή της μέτρησης μπορεί να θεωρηθεί με έναν ήπιο τρόπο στιγμή δημιουργίας. Ότι δηλαδή η ανθρώπινη συνείδηση, μπορεί να συμμετέχει στο γίγνεσθαι της δημιουργίας των κβαντικών ιδιοτήτων αλλά με έναν πολύ περιορισμένο τρόπο και μόνο στο κβαντικό επίπεδο.
     Κατά το Χάιζενμπεργκ η κβαντική πραγματικότητα συνίσταται από δυο καταστάσεις: την εν δυνάμει και την εν ενεργεία, που συνδεόνται με τη διαδικασία της μέτρησης.  Αυτή η άποψη είναι αποδεκτή σχεδόν από όλες τις σχολές που συγγενεύουν με τη σχολή της Κοπεγχάγης αλλά με διαφορετικούς τρόπους.
      Ο εν ενεργεία κόσμος για τον Χάιζενμπεργκ, υπάρχει ουσιαστικά, μα κάτω από αυτόν υφέρπει η καθαρή δυνατότητα, δηλαδή η τάση των γεγονότων να ουσιαστικοποιηθούν με έναν συγκεκριμένο τρόπο όταν μετρηθούν, (να γίνουν εν ενεργεία, όταν  παρατηρηθούν).  Κατ’αυτόν, η συνάρτηση αυτή περιέχει την ουσία από την οποία πραγματοποιούνται και όλα τα πράγματα της καθημερινότητας.  Δηλαδή αυτός όλος ο μη παρατηρούμενος εν δυνάμει κόσμος, είναι κυματοσυναρτήσεις οι οποίες εκπροσωπούν την δυνατότητα η οποία κατά την μέτρηση γίνεται πραγματικότητα. (Η έννοια «μέτρηση» που ταιριάζει στην περίπτωσή μας, στο παγκόσμιο γίγνεσθαι μπορεί να παίρνει κι άλλες μορφές όπως επαφή, αλληλεπίδραση κλπ).
      Η κυματοσυνάρτηση του Σρέντιγκερ λοιπόν αντιμετωπίζεται πολύ διαφορετικά από διάφορους επιστήμονες, οι οποίοι δίνουν διαφορετική οντολογική διάσταση σ’αυτήν. Αυτοί διερευνούν οντολογικά το νόημα που θα μπορούσε να έχει το αποτέλεσμα του πειράματος, κάτι που άπτεται της φιλοσοφίας.

Η πιο αποδεκτή αντίληψη περί αντικειμενικότητας, μέσα στα όρια της κβαντομηχανικής, θεωρείται αυτή του Μπώμ που είναι και αυτή μια άποψη κρυφών μεταβλητών. ΄Οπως όλοι οι υποστηρικτές της ύπαρξης κρυφών μεταβλητών, ισχυρίζεται πως αν γίνουν γνωστές αυτές οι μεταβλητές, η αντικειμενικότητα της φύσης θα αποκατασταθεί.  Σ’αυτή την πρόταση, το κβαντικό σωμάτιο ακολουθείται από ένα πιλοτικό κύμα, που όντας υπερφωτεινό είναι απαρατήρητο. Αυτό πληροφορεί το κβαντικό σωμάτιο για κάθε δραστηριότητα που το αφορά με υπερβολική ταχύτητα· στην περίπτωση αυτή το πληροφορεί για τη μέτρηση κι έτσι είναι έτοιμο να αποκριθεί ανάλογα.
      Η αδυναμία αυτής της πρότασης, που θα ήταν ανάσα για το θνήσκοντα ντετερμινισμό, είναι ότι τον αντιστρατεύεται με έναν άλλο τρόπο. Κατ’αρχήν πρέπει να δεχτεί ότι οι μεταβλητές αυτές είναι υπερφωτεινής ταχύτητας, αφού υποτίθεται ότι διαδραματίζονται κάτω από την επιφάνεια του κβαντικού κόσμου.  Αυτές είναι απαρατήρητες, αφού τα μέσα μέτρησης που είναι δυνατόν να διαθέτουμε στον κβαντικό κόσμο, δεν μπορεί παρά να αντιδρούν σε φωτόνια. 
      Σ’αυτόν τον υποτιθέμενο κόσμο των υπερφωτεινών δραστηριοτήτων, που είναι υποκβαντικός, για να λυθούν οι αντιφάσεις των όποιων αβεβαιοτήτων, θα πρέπει  να αποκαλυφτούν οντότητες με ενέργεια πολύ μικρότερη από το κβάντο ενεργείας. Φαίνεται έτσι ότι η τοπικότητα, όπως την θέλει ο ντετερμινισμός, αλλά  και οι θετικοί  όροι που θέλει πάνω τους να πατά, ακόμα και η ανιχνευσιμότητα που την έχει απόλυτα ανάγκη, εκεί δεν μπορούν να είναι προσιτά. Τελικά καί αυτή η πρόταση που διαμορφώνεται έτσι, είναι πιθανόν να υπονομεύει το ντετερμινισμό. Μια τοπικότητα τέτοιου είδους αόριστη και υπερφωτεινή, ανοίγει το δρόμο σε μια διαδικασία απύθμενη με απειροστικό ένδυμα, αφού το ίδιο πρόβλημα θα περνούσε στα πάρα κάτω από το υποκβαντικό επίπεδα, αφήνοντας πάντα ένα βαθμό αβεβαιότητας παρακαταθήκη, ο οποίος σκιάζει κάθε μαθηματική βεβαιότητα, όταν γίνεται ορατό το στοιχείο του απείρου.  Το στοιχείο του απείρου, που για έναν υγειή ντετερμινισμό είναι «το άσυλο της ανοησίας» (σύμφωνα μ’ έναν μεγάλο μαθηματικό). Το άπειρο, που μιας εξαρχής είχε εξοστρακίσει απ’τον υγειή ορθολογισμό, ο πρώτος εργάτης του ορθολογισμού και του ντετερμινιμού, Παρμενίδης.  Η πρόθεση λοιπόν του Μπώμ ν’αποκαταστήσει την αντικειμενικότητα, θα άνοιγε την ίδια στιγμή το δρόμο του τελικού της θανάτου.

Θα πρέπει να τονιστεί, πως ορισμένες απόψεις που μας φαίνονται υπερβολικές και παράδοξες, έχουν προταθεί από μεγάλους επιστήμονες, που τις έχουν αιτιολογήσει. Από την άλλη όμως, το ότι αυτές οι προτάσεις είναι μεγάλων επιστημόνων που έχουν βασιστεί σ’αυστηρά μαθηματικές διαδικασίες, δεν θα πει ότι δε χωρούν αμφισβήτηση. Τα όποια μαθηματικά πάνω στα οποία στηρίζεται η επιστημονικότητα, είναι ένα απλό όργανο ανάπτυξης μιας φιλοσοφικο-ϊδεολογικής σύλληψης και είναι πιθανόν να περιέχει εκ της αρχικής αποδοχής ένα σφάλμα.  Ακόμα υπάρχει περίπτωση, στον κόσμο των κβάντα να χρειάζεται μια άλλη λογική προσέγγιση κι αυτό θα σήμαινε και κάποιο άλλο μαθηματικό εργαλείο.
     Σε όλο αυτό το επιστημονικό γίγνεσθαι, παρατηρούμε ότι όλες οι απόψεις παραβιάζουν βίαια ή ήπια κάποια δεδομένα της θεωρίας της σχετικότητος. Ο Αϊνστάιν κατηγορεί τη σχολή της Κοπεγχάγης για σιωπηρή αποδοχή ακαριαίων αλληλεπιδράσεων, ενώ όμως και οι κρυφοί παράμετροι πρέπει να είναι υπερφωτεινοί. Μάλιστα ο ίδιος ο Αϊνστάιν με συνεπίκουρους τους Ποντόλσκυ και Ρόζεν, έχει προτείνει το γνωστό νοητικό πείραμα, όπου ένα ειδικό μηχάνημα εκτοξεύει δίδυμα ηλεκτρόνια.   Αυτά σύμφωνα με τον Αϊνστάιν πρέπει να έχουν εξαρχής αντίθετο σπιν,  ενώ για τη σχολή της Κοπεγχάγης,  αυτό είναι εν δυνάμει αντίθετο ως τη στιγμή της μέτρησης, εξαιτίας της οποίας αυτόματα πραγματώνονται αυτά τα δίδυμα ηλεκτρόνια, παρουσιάζοντας αντίθετο σπιν.  Ο Αϊνστάιν θέτει το ερώτημα:  Αν αυτά τα δυο ηλεκτρόνια που εκτοξεύει το μηχάνημα έχουν απόσταση ετών φωτός, υπακούοντας στους νόμους του εν δυνάμει επιπέδου που η σχολή της Κοπεγχάγης αποδέχεται,  θα πρέπει  να ανταποκρίνονται  αυτομάτως  στη διαδικασία μέτρησης.  Δηλαδή την στιγμή της μέτρησης στο ένα ηλεκτρόνιο, το δίδυμό του σε απόσταση ετών φωτός, θα πρέπει να εκδηλώσει ακαριαία αντίθετο σπιν απ’το άλλο. Ο Αϊνστάιν δείχνει μ’αυτό τον τρόπο, ότι η σχολή της Κοπεγχάγης αποδέχεται ακαριαίες αλληλεπιδράσεις σ’αυτό το εν δυνάμει επίπεδο του κόσμου κάτι που αντιστρατεύεται στη θεωρία της σχετικότητας.   Αν οι αλληλεπιδράσεις αυτές δεν είναι ακαριαίες, τότε πρέπει να υπάρχει χώρος για μεταβλητές που η κβαντομηχανική δε μπορεί ν’ανιχνεύσει ή από αδυναμία αποκρύπτει, όντας ανεπαρκής. 
      (Αυτό το πείραμα λέγεται ότι πραγματοποιήθηκε με επαρκείς όρους κι έδειξε ότι αν δύο κβαντικά αντικείμενα όπως τα δύο αυτά δίδυμα ηλεκτρόνια έχουν αλληλεπιδράσει στο παρελθόν και είναι από την ίδια τη γένεσή τους δίδυμα, τότε πράγματι ανταποκρίνονται αμφότερα ακαριαία στην κάθε επίδραση πάνω σε ένα από αυτά).
      Στις  προτάσεις του Ντε Μπρογί για κρυφές μεταβλητές, η σχολή της Κοπεγχάγης είχε αντιδράσει με το σκεπτικό, ότι αντί να δώσει λύσεις, το πρόβλημα θα περιεπλέκετο πιο πολύ αφού τα μαθηματικά προβλήματα που θα προέκυπταν θεωρούντο ανυπέρβλητα.  Ακόμα περισσότερο η εργασία του φον Νόυμαν, λέγεται ότι δεν αφήνει περιθώρια για κρυφές μεταβλητές κι ότι δικαιολόγησε μαθηματικά τις θέσεις της Κοπεγχάγης.  Εκτός λοιπόν ότι κατηγορούν τη σχολή της Κοπεγχάγης για σιωπηρή αποδοχή ακαριαίων αλληλεπιδράσεων κι αυτό το εν δυνάμει υποκβαντικό επίπεδο δεν είναι καθαυτό παρατηρήσιμο, αλλά βλέπουμε τ’αποτέλεσμα της δραστηριότητάς του εφ’όσον έχουν πραγματοποιηθεί. Από την άλλη, ούτε και οι κρυφές παράμετροι είναι ορατές αφού  είναι υπερφωτεινές.  Γίνονται δεκτές μόνο και μόνο γιατί το κβαντικό γίγνεσθαι δεν πρέπει να ξεφεύγει από την αντικειμενικότητα και τον ντετερμινισμό. Όλοι λοιπόν μέ κάποιον τρόπο τελικά στηρίζουν τις προτάσεις τους σε υπερφωτεινές δραστηριότητες, που όπως κι αν τις ονομάζουν, δεν μπορεί παρά να είναι αλληλεπιδράσεις κι είναι αόρατες, αφού μπορούμε να «δούμε» μόνο ό,τι σχετίζεται με φωτόνια.
       Άσχετα όμως αν  οι αντικειμενιστές  θεωρούν  την κβαντομηχανική ελλιπή, είναι το μόνο όργανο που διαθέτουν.  Αν ο Μπώμ ή κάποιος άλλος, είχε να προτείνει κάτι χρήσιμο στην έρευνα, ξεπερνώντας τα προβλήματα που λέγεται ότι προκύπτουν, όλοι θα έγερναν προς το ντετερμινισμό με χαρά, αφού όλοι αυτοί οι μεγάλοι επιστήμονες έχουν τραφεί στο τραπέζι του ντετερμινισμού αλλά φαίνεται ότι βλέπουν άλλα πράγματα στο εργαστήριο.
      Επιπλέον ο Χάιζενμπεργκ ισχυρίζεται ότι κατά τις αντιδράσεις διαχωρισμού των κβαντικών σωματίων, από ένα τυπικά μικρότερο σωμάτιο είναι φορές που προκύπτουν μεγαλύτερα. ΄Ετσι που ούτε η έννοια της διαίρεσης ούτε η έννοια του στοιχειώδους να λειτουργεί, όπως θα έπρεπε να γίνεται τυπικά αντιληπτή. (Αυτό σύμφωνα με τους αντιτερμινιστές, φανερώνει ότι στις κβαντικές διεργασίες, εκτός απ’το μέσο μέτρησης, το μετρούμενο αντικείμενο και τον παρατηρητή, παίρνει μέρος και αυτό το ασαφές αλλά υπαρκτό εν δυνάμει υπόβαθρο. Αυτό στο οποίο, οι αντικειμενιστές με τη σειρά τους θεωρούν, ότι εξελίσσονται οι «κρυφές παράμετροι»).
      Απ’την άλλη, ακόμα κι αυτοί που υπερασπίζονται τον ντετερμινισμό, φαίνεται πως έχουν διαφοροποιηθεί ως προς τις κατευθύνσεις τους. Δεν μπορούν πια να αρνούνται την κβαντομηχανική πρακτική και ψάχνουν για ένα άλλο είδος ορθολογισμού, ίσως πιο ήπιο και εύπλαστο.  Αυτό δείχνει η επισήμανση του Μπώμ ότι: «Στη θεωρία του πεδίου, κάθε κίνηση στην κβαντομηχανική, περιγράφεται ως δημιουργία-καταστροφή των στοιχειωδών σωματίων.  ΄Ετσι κατά την σκέδασή ενός ηλεκτρονίου προς άλλη κατεύθυνση, θεωρείται περιστατικό που περιγράφεται ως καταστροφή του ηλεκτρονίου σε μια θέση και δημιουργία άλλου σ’άλλη θέση. Εκεί γενικά η κίνηση ενός ελευθέρου σωματίου, περιγράφεται ως καταστροφή ενός σωματίου σ’ένα σημείο και δημιουργία άλλου-αλλού. Η κίνηση γίνεται δεκτή σαν σειρά θέσεων δημιουργίας-καταστροφής που ως γενικό αποτέλεσμα έχει συγχρόνως την αλλαγή».
       Αυτό μας θυμίζει την καταλυτική-συνθετότητα της προσωκρατικής διαλεκτικής σκέψης του Αναξίμανδρου και του Ηράκλειτου: την ίδια ουσία δεν ξαναγγίζουμε γιατί όλα αλλάζουν βίαια και γρήγορα, αναχωρούν-επιστρέφοντας, απλώνουν-μαζεύοντας, καταλύονται-συντιθέμενα, Είναι-ΜηΌντας.
       Έτσι η Αριστοτελική αντίληψη και λογική δεν ταιριάζει στον κβαντικό κόσμο, αφού η αντικειμενικότητα που είναι το βάθρο όπου στηρίζεται ο ορθολογισμός, δεν βοηθά πια τις λογικές διεργασίες. ΄Οπως φαίνεται εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν κόσμο όπου τα λεγόμενα  αντικείμενα  δεν είναι σαφώς αντικείμενα,  μη έχοντας σαφή διαχωρισμό μεταξύ τους, κι έτσι οι ιδιότητες που τους προσδίδουμε παραδοσιακά, πρέπει να “ξανα-κοιταχτούν”.  Επειδή η ταυτότητα των κβαντικών αντικειμένων, βρίσκεται σε συνεχή καταλυτικο-συνθετική διαδικασία παρουσιάζοντας αντιφατική φύση, η τυπική λογική εκεί πρέπει να ακυρώνεται. Έτσι μια νέα καταλυτικο-συνθετική διαλεκτική τυπικότητα θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί.

ΜΙΑ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ

Η Λογική είναι η βασική κριτική πρακτική για την ορθή ερμηνεία του κόσμο και τη δράση σύμφωνα με τα συμπεράσματα που συνάγουμε απ’αυτήν.  Αυτός ο ορισμός για τη Λογική όμως, μολονότι αναγκαίος, είναι γενικός κι αφηρημένος.  Για να μπορέσει να οριοστεί η έννοια αυτή πρέπει να προηγηθεί η εξής γνωσιολογικο-επιστημολογική προϋπόθεση: Αν ο ανθρωπος δεν είναι θεϊκό δημιούργημα, αλλά προϊόν του παγκόσμιου Γίγνεσθαι, πρέπει να περιέχει κωδικά γεγραμμένες στη δομή του, όλες τις στιγμές αυτής της πορείας. Έτσι η μορφή και η δομή του είναι πρόσωπα της καταγραφής αυτής.  Ο εγκέφαλος λοιπόν του ανθρώπου, είναι καί αυτός μια κωδική καταγραφή εμπειρίας και γνώσης της πορείας  του κόσμου  μέσα  σε κάθε άνθρωπο.  Υποθέτουμε ότι όλες αυτές οι καταγραφές, συνοψίζονται σε μια μικροδομική καταγραφή, τον κώδικα ζωής του ανθρώπου, δηλαδή το DNA του. Η καταγραφή αυτή, είναι μια γλώσσα μέσα μας που δεν έχει ακόμα όλη διαβαστεί.
     Κάθε εμπειρία που διοχετεύεται στον κληρονομικό γνωστικό μηχανισμό, από τη μια, τον διεγείρει και τον αφυπνίζει ξαναθυμίζοντάς του "αρχαίες" καταβολές που χάνονται βαθιά μεσα στους προγόνους, το ζώο και τη φύση, αποκωδικοποιώντας τις. Απ'την άλλη, η εμπειρία αυτή μη όντας απόλυτα ίδια με την αντιστοιχία της στον κληρονομικό γνωστικό μηχανισμό, αναδιαμορφώνει την "αρχαία" καταβολή που βρίσκει, πλουτίζοντάς την.  Έτσι την αποκωδικοποίηση που ακολουθεί με την είσοδο της εμπειρίας στον γνωστικό μηχανισμό, ακολουθεί μια νέα καταγραφή επανακωδικοποίησης  ή συνειδητής κωδικοποίησης που αναδιαμορφώνει και την δομή του ίδιου του εγκέφαλου.  Η πορεία αποκωδικοποίησης του γνωστικού μηχανισμού και της συνειδητής του επανακωδικοποίησης είναι η Λογική και η Συνείδηση, ενώ το μέρος του γνωστικού μηχανισμού που δεν έχει αποκωδικοποιηθεί παραμένοντας στη κατάσταση που ήταν κληρονομικά, είναι το συναίσθημα, η ενόραση  κι όλες γενικά οι ανεξήγητες και για κάποιους θεωρούμενες μεταφυσικές ιδιότητες του ανθρώπου, δηλαδή η Αισθητική. Σύμφωνα μ'αυτή την οντολογική άποψη "η γνώση είναι δυνατή", γιατί μέσω της εμπειρίας και της κριτικής αποκωδικοποιούμε την πορεία του κόσμου, όπως αυτή είναι πολυδιάστατα γεγραμμένη στον κληρονομικό γνωστικό μας μηχανισμό.   Όλες οι δομές του ανθρώπινου κληρονομικού γνωστικού μηχανισμού είναι επανακωδικοποιημένες ξανά και ξανά, σε μιαν ατέλειωτη πορεία στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Η οντολογική αυτήάποψη μπορεί να γίνει κατανοητή με δύο τρόπους που εξαρτώνται από το πως αντιλαμβάνεται κάποιος τον κόσμο:
Α.  Ο ένας τρόπος είναι αντιθετικός (ορθολογικός), που δέχεται ότι στο βάθος ο κόσμος και η γλώσσα περιγραφής του  συντίθεται από μια σειρά έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη (γνώσιμα ή όχι), τα οποία συνιστούν δυναμικά συστήματα. Τα στοιχειώδη που συνιστούν αυτά τα συστήματα, αλληλεπιδρούν χωρίς να παραβιάζουν τα όρια μεταξύ τους.  Έτσι όμως τα έσχατα στοιχειώδη που συνιστούν αυτό το γλωσσικό σύστημα, δρώντας ως απόλυτοι όροι, προϋποθέτουν λειτουργώντας, από μια στιγμή και μετά, την επανάληψη μιας προδιαγεγραμμένης σειράς παιγνίων,  δηλαδή  των  "συνθετικών  προτύπων του τέλους" που είναι και τα όρια αυτού του συστήματος. Δηλαδή από τη στιγμή που ετέθησαν οι απόλυτοι όροι του συστήματος, τα συνθετικά πρότυπα του τέλους που προϋποθέτουν αυτοί οι όροι, είναι εκεί από την αρχή, περιμένοντας να πραγματωθούν.  Αυτός είναι ένας κόσμος κλειστός αντικειμενικός και τελεολογικός, που έχει προκαθορισμένα όρια ως αποτέλεσμα των όρων της λειτουργίας αυτού του συστήματος, μη μπορώντας παρά να προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κόσμου Ιδεών, που υπάρχει από τη στιγμή που ετέθησαν οι όροι του συστήματος. Ένας τέτοιος κόσμος ιδεών πρέπει να υπάρχει πριν από τα πράγματα, μαζί με τα πράγματα και μετά τα πράγματα, συνιστώντας έτσι το κλειστό αντιθετικό, αντικειμενικό σύστημα, μιας επιστημονικότητας που ξεκινά από τον Αριστοτέλη και καταλήγει στο Νεύτωνα.   Η συζήτηση "αν υπάρχει η ιδέα πριν ή μετά τα πράγματα" δεν έχει νόημα.  Νόημα έχει η συζήτηση "αν ο κόσμος θεωρείται ανοικτό ή κλειστό σύστημα", "πως ένα κλειστό ή ένα ανοικτό σύστημα είναι λογικά δυνατόν" και τι ικανοποιεί τον διανοητή που επιλέγει από κει και πέρα το γνωστικό του ήθος και τη λογική του.
    Ο αντιθετικός τρόπος είναι ένας διαφορικός ορθολογισμός που η διαφορικότητά του σταματά στα έσχατα και αναλλοίωτα στοιχειώδη αυτού του αντιθετικού κόσμου.  Η αποδοχή αυτού του τρόπου ύπαρξης για τον κόσμο, δηλαδή ως κλειστού συστήματος που έχει μια προσδιορισμένη σειρά θετικών και αναλλοίωτων όρων λειτουργίας και ορίων του τέλους (κρυφών ή φανερών, γνώσιμων ή μη γνώσιμων), αντιλαμβάνεται το Γίγνεσθαι ως κλειστό τετελεσμένο και φαινομενική αντανάκλαση της λειτουργίας του συστήματος των προκαθορισμένων όρων και ορίων. Έτσι ο  Ορθολογισμός γενικά προϋποθέτει την ύπαρξη ενός Λογικού Αιτίου (ενός πρώτου  κινούντος) εκτός του συστήματος, που αυτό μπορεί να φανερώνεται ως κόσμος Ιδεών και που τίποτα δεν μας απαγορεύει λογικά αυτό να ονομασθεί Θεός.  Αυτό το λογικά "πρώτο κινούν" όμως, με τη σειρά του εντάσσεται ως "απαράβατος όρος" στο τετελεσμένο σύστημα, όπου ως άπειρο κι αιώνιο να συνιστά τη συνεχή επανάληψη μιας μεγάλης μα προκαθορισμένης και τετελεσμένης σειράς επαναλήψεων των ίδιων φαινομενικών παιγνίων.  Η έννοια λοιπόν της ύπαρξης κάποιου Θεού Δημιουργού, από όποια οπτική κι αν γίνει ορατή, ως λογική σύλληψη αυτοκαταρρέει.
Β.  Ο δεύτερος τρόπος είναι ο αντιφατικός, όπου ο κόσμος κι η γλώσσα περιγραφής του, είναι ένα Όλον σε συνεχή εξέλιξη.   Αυτό είναι δυνατόν όταν δεν υπάρχει σύστημα αναλλοίωτων στοιχειωδών εσχάτων. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη τα στοιχειώδη, αλληλεπιδρώντας, προεκτείνονται το ένα μέσα στο άλλο, χωρίς να αφήνουν όρια απαραβίαστα μεταξύ τους και "βγαίνοντας" έξω απ’τα όρια των αλληλεπιδρώντων αναχωρούν για το σύμπαν επιστρέφοντας συγχρόνως από αυτό.   Για τον λόγο αυτό, κάθε "στοιχειώδες" έχει αντιφατική φύση περιέχοντας το Όλον με έναν δικό του τρόπο.
      Ο τρόπος αυτός είναι ο κώδικας καταγραφής του Παγκόσμιου Γίγνεσθαι μέσα στο αυτοαναιρούμενο στοιχειώδες, όπως αυτό έχει εξελιχθεί ως τη μορφοποίησή του, περιέχοντας με τρόπο δαιδαλώδη και παράκεντρο, όλες τις στιγμές και τα πρόσωπα του ως τότε κόσμου. Με την προϋπόθεση αυτή ο κόσμος είναι Ένα Όλον, Μία Γλώσσα, Μία Γραφή σε συνεχές Γίγνεσθαι.  Έτσι τίποτα δεν μας απαγορεύει λογικά να δεχτούμε ότι ο κληρονομικός μηχανισμός γνώσης και δράσης του ανθρώπου έχει αντιφατική φύση, προϋποθέτοντας ελευθερία ατομικής επιλογής σε έναν κόσμο ανοικτό, όπου κάθε του στοιχειώδες περιέχει το στοιχείο του ανεπανάληπτου. Το γίγνεσθαι που έχει αποτέλεσμα το σύστημα αυτό μπορεί να ονομαστεί διαλεκτική και δεν έχει ανάγκη να αποδεχτεί την  ύπαρξη  κάποιου  θεού για την λειτουργία του.  Έτσι όταν κάποιος είναι "απ’την αρχή ως το τέλος διαλεκτικός" δικαιούται να είναι με συνέπεια υλιστής κι άθεος, αντίθετα δεν μπορεί με συνέπεια να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο.

ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ ΛΟΓΙΚΟ-ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ

ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΣΈΓΓΙΣΗ:  Επειδή ο κόσμος βρίσκεται σε συνεχές καταλυτικο-συνθετικό γίγνεσθαι, η εργασία αυτή προτείνει τη δυνατότητα μιας αντιφατικής διαλεκτικής τυπικότητας και τη λογικο-γλωσσική της σύνταξη.  Επίσης προτείνει το πως τα επόμενα ερωτήματα μπορούν να απαντηθούν λογικά:
α. Πως η αντιφατική μονάδα και το αντιφατικό στοιχειώδες, δηλαδή η αντιφατική ταυτότητα και η αντιφατική αιτιότητα είναι λογικά δυνατή. Από κει και πέρα πως η Διαλεκτική Λογική και πως η τυπικότητά της είναι δυνατή. 
β. Πως ο κόσμος είναι δυνατός σαν ανοικτό σύστημα.
γ. Πως η κίνηση και η αλλαγή (το γίγνεσθαι), είναι δυνατά ως αληθινά και όχι ως φαινομενικά.
δ. Πως το Όλον (το σύμπαν) είναι δυνατόν ως αμφίδρομο επικοινωνιακό πλέγμα θέσεων λήψης-εκπομπής μηνυμάτων και ενότητα του Μεγάλου ως πρός το Μικρό.
ε. Πως το παγκόσμιο επικοινωνιακό πλέγμα θέσεων λήψης-εκπομπής μηνυμάτων, είναι δυνατόν ως μια οντολογική λογικο-γλωσσική σύνταξη, δηλαδή σαν μια Αντιφατική Βιο-γεωμετρία.
ζ. Πως η νόηση και η ενόραση είναι λογικά δυνατές].

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Το κείμενο που θ’ακολουθήσει είναι σειρά προσδιορισμών για την οργάνωση ενός τυπικού οργάνου Αντιφατικού Ορθολογισμού.  Άρα είναι ένα σύστημα αρχών που στηρίζεται στην αποδοχή της Αντιφατικότητας του Είναι ως καταλυτικο-συνθετικού γίγνεσθαι και ως λογικο-γλωσσική σύνταξη όπως ορίσθηκε απ’τους προσωκρατικούς.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Η υλική πραγματικότητα (ο κόσμος), υπάρχει με δυο τρόπους που ενώ είναι αντίθετοι ο ένας δεν αναιρεί τον άλλον αλλά σε προέκταση τον ολοκληρώνει συνιστώντας μιαν αντιφατική ενότητα.
2. Υπάρχει σαν σύνολο συγκεκριμένων πεπερασμένων γεγονότων, που καθένα τους κάθε του στιγμή είναι μοναδικό κι αλληλοκαθορίζεται μ’όλα τ’άλλα συγκεκριμένα πεπερασμένα γεγονότ.
3. Από την όψη των πεπερασμένων συγκεκριμένων γεγονότων, που μόνο με αυτά μπορούμε να έλθουμε σε άμεση επαφή, ο κόσμος υπάρχει πάντα με κάποιο τρόπο πεπερασμένο.
4. Κάθε πεπερασμένο γεγονός έχει όρια ύπαρξης, τα άλλα πεπερασμένα συγκεκριμένα γεγονότα, που την κάθε δεδομένη στιγμή αλληλο-διαμορφώνεται κι αλληλο-καθορίζεται μ’αυτά, σε ευρύτερη ή στενότερη συνάφεια.
5. Υπάρχει μια ποσοτική κλίμακα που εκφράζει αυτή τη συνάφεια. Αυτή συνίσταται απ’τον αυτοκαθορισμό που ξεκινά βαθιά μέσα απ’τον εαυτό, περνά στην αλληλοδιαμόρφωση και αλληλοκαθορισμό με τα γεγονότα του στενότερου περιβάλλοντος, στη συνέχεια του ευρύτερου και τελικά με το σύμπαν, που είναι ο παντοτινά άλλος εαυτός, που αναγκάζει το γεγονός σε κάθε αντιπαράθεση με τον εαυτό του, να είναι πάντα διαφορετικό.
6. Έτσι το πεπερασμένο γεγονός, από μιαν άλλη όψη, είναι ακριβώς αυτό το ίδιο Εν Δυνάμει Άπειρο, αφού δεν μπορεί απόλυτα να οριστεί η αρχή και το τέλος του.
7. Ο κόσμος ως Όλον, είναι η Kαθολικότητα αυτών των εν εξελίξει αλληλοκαθορισμών, των οποίων κάθε στιγμή είναι Μοναδική και Πάντα Διαφορετική. Έτσι η καθολικότητα αυτή είναι μια συνεχής έκρηξη αλλαγής. 
8. Ο κόσμος καθαυτός λοιπόν υπάρχει ως καθολικός αίροντας συνεχώς τον εαυτό του. Είναι Πάντα Αυτός, όντας Συνεχώς Άλλος. Είναι η Αντιφατικότητα γυμνή ως Ουσία Καθαυτή, το Εν Δυνάμει Είναι, το Γίγνεσθαι ως δυναμικό υπόβαθρο του Κόσμου.
9. Ο Χρόνος σαν Χθες δεν υπάρχει, σαν Αύριο δεν υπάρχει, το Τώρα είναι Πάντα, το Τώρα που δεν Είναι, που Είναι Πάντα Άλλο. Αυτό είναι η αιώνια αιχμή του φθίνοντος παρόντος ανάμεσα από το παρελθόν και το μέλλον, η οποία τείνοντας προς το Μηδέν τείνει συγχρόνως προς το Αιώνιο και Άπειρο. Το τώρα είναι αιώνιο στην μηδενικότητά του.
10. Η υλική καθολικότητα ως συνέχεια των συγκεριμένων ασυνεχών είναι η αφηρημένη έκφανση της γενικότητας των συγκεκριμένων αλληλοκαθορισμών.
11. Εδώ στη μέγιστη συνέχεια το αφηρημένο αίρεται ως τέτοιο κι εξυψώνεται σ’ένα νέο συγκεκριμένο, την Αέναη Κίνηση ως Ουσία.
12. Ο κόσμος είναι απεριόριστα ασυνεχή γεγονότα, που όσο πιο στατικά τόσο πιο συγκεκριμένα είναι και στη μέγιστη στατικότητα ή στην ελάχιστη χρονική τμήση, αυτή η στατικότητα αίρεται περνώντας στην Αέναη Κίνηση. (Οι ελάχιστες χρονικές τμήσεις τείνοντας προς στο Μηδέν, γίνονται άπειρη  συνέχεια.  Δηλαδή το άπειρο μέτρο και τα απεριόριστα ασυνεχή συγκεκριμένα, γίνονται μια συνέχεια αφηρημένη που είναι ένα νέο συγκεκριμένο, δηλαδή η Αέναη Κίνηση).
13. Τα συγκεκριμένα υλικά γεγονότα, είναι τόσο σταθμιζόμενα και συγκεκριμένα, όσο σχετικά, ενώ σε σχέση μ’αυτά, το αφηρημένο είναι το αστάθμητο, το ενιαίο, το συνεχώς διαφορετικό. Όμως στην έσχατη διαφορικότητα και ακαριαία αλλαγή, η αφηρημένη διαφορικότητα, αίρεται σ’ένα άλλο νέο συγκεκριμένο, το οποίο προϋποθέτει διαφορετική λογική στάθμιση και προσέγγιση.
14. Υπάρχουν δυο αντίδρομες λογικές προσεγγίσεις που προεκτείνονται η μια μέσα στην άλλη, έτσι ώστε το συγκεκριμένο και το αφηρημένο να είναι ένα συνεχές, ―εξύψωση σ’ένα νέο συγκεκριμένο―, την Κίνηση ως ουσία, το αέναο Γίγνεσθαι.
15. Ο κόσμος είναι τόσο συνέχεια όσο ασυνέχεια, τόσο συγκεκριμένος όσο αφηρημένος, τόσο άπειρος όσο πεπερασμένος. Το τετμημένο, συγκεκριμένο και ασυνεχές γεγονός, προεκτείνεται στο Σύμπαν που είναι το συνεχές, ενώ το Σύμπαν και συνεχές, αντιπροεκτείνεται βυθιζόμενο στο τετμημένο και ασυνεχές, συνιστώντας μιαν αντιφατική ενότητα όπου το ένα μάχεται το άλλο, αλλά συγχρόνως είναι κι η αιτία του.
16. Όσο βαθαίνουμε στο συγκεκριμένο γεγονός, τόσο μακρύτερα ταξιδεύουμε έξω από αυτό, στην υλική ενότητα του σύμπαντος. Ενώ όσο απλωνόμαστε στο Σύμπαν, ―στο αφηρημένο―, τόσο επιστρέφουμε βυθιζόμενοι στο συγκεκριμένο.

Γεγονός και Θέση

17. Κάθε γεγονός συνίσταται σε μια θέση, λόγω της ροής-αντιρροής υπογεγονότων στη θέση αυτή, τα οποία κάνουν το γεγονός μια καταλυτικο-συνθετική πραγματικότητα.  Η θέση αυτή λοιπόν συνεχώς λαμβάνει-εκπέμποντας υπογεγονότα κι έτσι το γεγονός το οποίο συνίσταται εκεί είναι σύνθεση ροής-αντιροής-λήψης-εκπομπής μηνυμάτων.
18. Κάθε γεγονός βρίσκεται σε μια Θέση, η οποία είναι αποτέλεσμα ροής-αντιρροής-λήψης-εκπομπής υπογεγονότων (μηνυμάτων), στο Σύμπαν και από το Σύμπαν, συνιστώντας μια σχέση αντίθεσης-ενότητας αλληλοκαθορισμού-αλληλοδιαμόρφωσης των γεγονότων του κόσμου μας. Δηλαδή η ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ τους, προϋποθέτει και τον αλληλοκαθορισμό, την συνάφεια και την αλληλοπραγμάτωση των συγκεκριμένων γεγονότων.  Έτσι η φύση των γεγονότων είναι τόσο όμοια όσο και ανόμοια μεταξύ τους, τόσο όμοια όσο και ανόμοια με τον εαυτό τους.
19. Είναι αδύνατον κάποιο γεγονός να λαμβάνει-εκπέμποντας μηνυμάτα (να αντιλαμβάνεται αυτό το γίγνεσθαι λήψης-εκπομπής-ροής-αντιρροής) απόλυτα ίδια με ένα άλλο γεγονός.
20. Υπάρχει κλίμακα διαφορετικής "αντίληψης" κάθε γεγονότος για τον κόσμο, από την αντίληψη των άλλων γεγονότων και για κάθε άλλο γεγονός ξεχωριστά.
21. Η "αντίληψη" κάποιου γεγονότος για τον κόσμο ξεκινά από την όψη του γεγονότος αυτού για τον ίδιο του τον εαυτό, (τον αυτοκαθορισμό του), η οποία διαφοροποιούμενη διαδοχικά, περνά στην όψη αυτού του γεγονότος για τα γεγονότα του περίγυρου, δηλαδή στον αλληλοκαθορισμού του με τα Άλλα και τελικά καταλήγει στον αλληλοκαθορισμό του με το πρόσωπο του απωτάτου σύμπαντος, το οποίο του αντιστοιχεί, δηλαδή που είναι κι ο «Συμπαντιακός Αντίλογος» του συγκεκριμένου γεγονότος). Η "αντίληψη" βέβαια αυτή διαμορφώνεται απ’την απόσταση και τον τρόπο λήψης-εκπομπής, συνιστώντας μια κλίμακα σταδιακής διαφορικότητας η οποία για κάθε γεγονός είναι και η δομή του, δηλαδή η Ταυτότητά του.
22. Το γεγονός στέλνει μηνύματα τα οποία καταλήγουν στο σύμπαν. Αυτά περνώντας σταδιακά και ξεχωριστά από όλα τα γεγονότα του περιβάλοντος, αντιπαρατίθενται με αυτά και επιστρέφοντας πίσω στο γεγονός μεταφέρουν τη διαφορά.
23. Υπάρχει κλίμακα λήψης-εκπομπής-ροής-αντιρροής μηνυμάτων, που ξεκινά απ'την αντιπαράθεση με τον εαυτό, περνά στην αντιπαράθεση με τα γεγονότα του στενότερου περιβάλλοντος, μετά με του απώτερου και τελικά με το Σύμπαν, που είναι ο Αιώνια Άλλος Εαυτός, δηλαδή ο Συμπαντιακός του Αντίλογος.
24. Κάθε αντιπαράθεση είναι κι ένας κόμβος αναχώρησης-επιστροφής. Έτσι το μήνυμα διαμορφώνει το γεγονός που το έλαβε, διαμορφωνόμενο από αυτό, διαμορφώνοντας στην επιστροφή και το γεγονός που το έστειλε. Και τελικά μετά από την απεριόριστη διαδικασία κλιμακωτής αναχώρησης-επιστροφής μηνυμάτων προς όλα τα γεγονότα του κόσμου, διαμορφώνει το σύμπαν διαμορφωνόμενο συγχρόνως από αυτό.
25. Δηλαδή κάθε μήνυμα, κάνει απεριόριστους κύκλους αναχώρησης-επιστροφής, οι οποίοι συνιστούν κλίμακα διαφορικότητας, η οποία διαμορφώνοντας το σύμπαν, συγχρόνως διαμορφώνεται από αυτό.
26. Κάθε κύκλος αναχώρησης-επιστροφής, είναι κι ένας κόμβος που θέτει τα όρια του συγκεκριμένου. Περνώντας το μήνυμα από όλους τους κόμβους διαφορικότητας, σε κάθε κόμβο ορίζει τον εαυτό ως προς την αντίθετή του όψη. Η ολοκλήρωση της γνώσης του εαυτού βρίσκεται στο βαθμό που το ίδιο πια έχει αρθεί, αφού το απώτατα αντίθετό του όντας απόλυτα ίδιο αίρεται, δεν υπάρχει πια.
27. Κατά τη διαδικασία ανταλλαγής μηνυμάτων, δηλαδή την αναχώρηση- επιστροφή των μηνυμάτων από τη συγκεκριμένη θέση προς το σύμπαν, αυτά επιστρέφουν τόσο πιο διαφορετικά όσο μεγαλύτερη η απόσταση επαναφοράς κι επαληθεύουν-διαψεύδοντας το γεγονός στη θέση που ξεκίνησαν. Δηλαδή το επιβεβαιώνουν λίγο πιο κει. Γι’αυτό το ίδιο το γεγονός  ξεκινώντας από την ίδια θέση με τον εαυτό  επανέρχεται-απομακρυνόμενο. Αυτό υπάρχει σε μια κλίμακα συνεχούς άρνησης-ταύτισης με τον εαυτό, που ξεκινά από μέγιστη άρνηση κι ελάχιστη ταύτιση (που είναι η αέναη αναχώρηση), που ως ταύτιση συνεχώς αραιώνει, καταλήγοντας σε ελάχιστη άρνηση και μέγιστη ταύτηση (που ακριβώς εκεί είναι η θέση της αέναης επιστροφής). Ανάμεσα σ’αυτές τις δυο ακραίες θέσεις οι οποίες συνιστούν μιαν αντιφατική ενότητα, υπάρχουν απεριόριστες θέσεις-κόμβοι άρνησης-ταύτισης, (αναχώρησης-επιστροφής), όπου το γεγονός είναι τόσο υπαρκτό όσο σχετικό, ενώ στις δυο ακραίες και απόλυτες θέσεις δεν μπορεί να υπάρξει, γιατί έχει αρθεί όντας το ακαριαίο-ακίνητο υπόβαθρο του κόσμου (το εν δυνάμει Είναι). 
       Αυτό το γίγνεσθαι ως ολοκληρωμένο. μπορούμε να ονομάσουμε αντιφατική ταυτότητα, της οποίας την έννοια θα αναπτύξουμε όσο καλύτερα στη συνέχεια.

ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΔΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΒΙΟΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ.
― ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΕΣ―
 (Το μέρος αυτό του έργου χρειάζεται περιγραφή από μιαν αντιφατική γεωμετρία).

σημείο, ευθεία, χώρος και χρόνος

28.  Αν ο κόσμος μας εξελίσσεται αληθινά, δηλαδή είναι ένα ανοικτό σύστημα που κάθε του στιγμή έχει μέσα το στοιχείο του ανεπανάληπτου, πρέπει οι όροι της ύπαρξής του να είναι αυτοαναιρούμενοι, δηλαδή να έχουν φύση αντιφατική συνιστώντας μιαν Αντιφατική Γεωμετρία.
29. Αυτή η Αντιφατική Γεωμετρία πρέπει να έχει διαφορετικά στοιχεία από αυτά της Ευκλείδειας Γεωμετρίας.  Στην Ευκλείδεια Γεωμετρία, το σημείο, η ευθεία και ο χώρος είναι έννοιες σε ιδεώδη κατάσταση, όντας η κάθε μια ξέχωρη από την άλλη και ακίνητες.  Εκεί ο χώρος είναι τρισδιάστατος ακίνητος και προεκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις επ’άπειρον. Είναι κάτι ξέχωρο και μοναδικό που μέσα του τοποθετούνται όλα τ’άλλα, χωρίς η ύπαρξή του να εξαρτάται από αυτά. Μπορεί να υπάρχει και να είναι νοητός χωρίς αυτά που περιέχει, όντας τελικά μια έννοια.
―Το ευθύγραμμο τμήμα αν προεκταθεί επ’άπειρον δεν συναντά τον εαυτό του και οι παράλληλες ευθείες δεν τέμνονται.
―Το σημείο είναι ιδεώδες,  δηλαδή δεν έχει διαστάσεις. 
―Άσχετα με το τι μπορεί να συμβεί σε κάποιο απ’αυτά τα στοιχειώδη, δεν είναι αναγκαίο να συμβεί τίποτα στ’άλλα.
30. Μια Αντιφατική Γεωμετρία θα πρέπαι να έχει το χαραχτηριστικό της εγγενούς κίνησης κι αλληλεξάρτησης των στοιχειωδών που τη συνθέτουν:  Ο χώρος, η ευθεία, το σημείο και λόγω της εγγενούς της κίνησης καί ο χρόνος, είναι όλα μαζί ένα γεγονός σε συνεχή κίνηση κι αλληλεξάρτηση. Κάθε ένα από αυτά τα στοιχειώδη είναι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, γιατί η σχέση του με όλα τα άλλα το υπαγορεύει. Αυτά συνιστούν γίγνεσθαι συνεχούς αλληλεπίδρασης και αλληλοδιαμόρφωσης:
31. Το σημείο στην κατάσταση αδρανείας, δεν μπορεί παρά να νοηθεί ως κινούμενο ευθύγραμμα κι ομαλά. Από την ευθύγραμμη και ομαλή πορεία του σημείου συνίσταται η ευθεία που έτσι δεν είναι ιδεώδης, δηλαδή όπως την έχουμε μέσα στο νου μας, αλλά πραγματική έχοντας και την ανάλογη κυρτότητα.
32. Η πορεία του σημείου μέσ’το χώρο, μετατρέπεται από ευθύγραμμη σε κυρτή, αφού ο χώρος για να είναι αληθινός και όχι ιδεώδης, ως αδρανειακή κατάσταση έχει την περιστροφή.
33. Χώρος για το κινούμενο ευθύγραμμα και ομαλά σημείο, (το Ένα), είναι η απεριόριστη σειρά συγκεκριμένων ομοίων σημείων, (των Πολλών), που καθένα από αυτά πορεύεται ευθύγραμμα και ομαλά, από διαφορετική αφετηρία και προς διαφορετική κατεύθυνση συγχρόνως. Έτσι η πορεία αυτού του Ενός τέμνει διαδοχικά τις πορείες όλων των Άλλων συγκεκριμένων Πολλών, που το Ένα σχετίζεται μ’αυτά. Για το λόγο αυτό τα Πολλά συγκεκριμένα συνιστούν Όλον, το οποίο σχετικά με το πορευόμενο-Ένα είναι ο περιστρεφόμενος χώρος του.
34.  Οι τομές της ευθύγραμμης πορείας του Ενός  πάνω στις πορείες των Πολλών,  λόγω της περιστροφής τους ως Όλον σε σχέση με το Ένα, (που για το Ένα αυτό το Όλον, είναι ο Χώρος), διαψεύδουν την ευθύγραμμη πορεία του, μετατρέποντάς την σε κυρτή.
35. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι το πορευόμενο-Ένα ευθύγραμμα και ομαλά, "θέλει" να πετύχει την απόλυτα ευθύγραμμη πορεία. Αρχίζει λοιπόν να επιταχύνεται για να προλάβει την περιστροφή.  Μολονότι η πορεία του μπορεί να "ισιώνει", δεν μπορεί όμως να γίνει απόλυτη ευθεία,  παρά μόνο  στην ακαριαία ταχύτητα.   Σε αυτήν  την ταχύτητα κάθε απόσταση που θα μπορούσε να καλύψει ένα σημείο κινούμενο "ευθύγραμμα και ομαλά" χάνει το νόημά της, αφού στην ακαριαία ταχύτητα βρίσκεται την ίδια στιγμή παντού, έχοντας διασταλλεί στο σύμπαν. Αν Α―Β είναι η απόσταση αυτού του υποθετικά ευθυγράμμου τμήματος που θα καλύψει το πορευόμενο σημείο, τότε τα σημεία Α και Β, στην ακαριαία ταχύτητα, απωθούνται στο άπειρο, ενώ συγχρόνως έχουν συμπέσει στην ίδια θέση (στο μηδέν), κάνοντας την απόσταση Α―Β μηδενική και άπειρη. Την απόλυτα ευθύγραμμη και ομαλή πορεία λοιπόν μπορούμε μόνο να αντιληφθούμε σαν μιαν ακαριαία έκρηξη αλλαγής κι επαναφορά συγχρόνως στην ίδια θέση.
36.  Αν λοιπόν ένα σημείο κινείται ευθύγραμμα και ομαλά στο σύμπαν, δεν επιστρέφει ποτέ στη θέση που ξεκίνησε, περνά απεριόριστες φορές από κει, είναι συγχρόνως πάντα εκεί.  Μόνον αυτός ο ορισμός μπορεί να εκφράσει την αντιφατικότητα της ουσίας της ευθύγραμμης πορείας, ως απόλυτης, η οποία ως «ακαριαίος κραδασμός» είναι η αφηρημένη αντιφατική ταυτότητα του Όλου.
37. Η απόλυτα ευθύγραμμη πορεία, είναι η κατάσταση που το γεγονός είναι ακίνητο-ακαριαίο-μηδενικό-άπειρο, όντας η αντιφατικότητα γυμνή, το Εν Δυνάμει Είναι, η αέναη αλλαγή, το Όλον ως αντιφατική Ουσία.
38. Η ευθύγραμμη και ομαλή πορεία όμως, ως συμβατική, έχει σύνδρομο την κυρτότητα. Είναι την ευθεία συνιστούν οι απεριόριστοι κόμβοι, που καθένας τους πορεύεται τείνοντας να καλύψει άπειρες θέσεις ελλειπτικής σφαίρας. Έτσι η ευθύγραμμη και ομαλή πορεία είναι κάτι που το γεγονός, συγχρόνως επιτυγχάνει μη επιτυγχάνοντας. Το επιτυγχάνει στη μορφή της ελλειπτικής σφαίρας, αλλά συγχρόνως δεν το επιτυγχάνει στη μορφή της απόλυτης επιβεβαίωσης, που είναι η απόλυτη ευθεία.
 (Μετά την ολοκλήρωση κάθε ελλειπτικής σφαίρας, αυτή καταλύεται στιγμιαία κι ανασυντίθεται ακολουθώντας ξανά και ξανά την κατάλυση και την ανασύνθεσή της. Οι συνεχείς καταλύσεις και ανασυνθέσεις, αφού το γεγονός που εκπροσωπούν καταλύεται-συντιθέμενο κι αυτό σε θέση λίγο μακρύτερα, συνιστούν μιαν ιδεατή πορεία που είχει σχεδόν ευθύγραμμη πορεία σε σχέση με τη ευθύτητα-κυρτότητα της σύστασης των κόμβων και αυτό επ άπειρον, δηλαδή έως το επίπεδο του ακαριαίου και ακίνητου, που όπως είπαμε είναι ένας ακαριαίος κραδασμός, που εκπροσωπεί την αντιφατικότητα γυμνή, τον εν δυνάμει Είναι).
39. Το νοητικό αυτό πείραμα φανερώνει την σχέση σημείου, πορείας και χώρου, όπου η συμπεριφορά του ενός εξαρτάται από την σχέση του με τ’άλλα, συνιστώντας μιαν ενότητα. Η ενότητα αυτή είναι μια αντιφατική χωρο-χρονικότητα, όπου ο Χώρος, ο Χρόνος και το Είναι θεωρούνται αδιαχώριστα.
40. Ανάλογα με την ταχύτητα του σημείου, διαγράφεται κι η ευθύτητα της πορείας, που όσο μεγαλύτερη είναι, τόσο μεγαλύτερος και ο χώρος που ορίζεται μέσα στην κυρτότητά της, επιτάσσοντας και την ανάλογη περιστροφή του πορευομένου σημείου γύρω από τον εαυτό του, αλλά και την περιστροφή του χώρου αντίθετα προς αυτήν του σημείου.
(Εδώ φαίνεται και ο λόγος που η σχέση πορείας του σημείου με την περιστροφή γύρω από τον εαυτό μπορεί να ονομάζεται "χωρό-χρονος", αφού η πορεία ορίζει το μήκος κύματος των υπογεγονότων που συνιστούν-καταλύοντας το γεγονός και η περιστροφή την συχνότητα επανάληψης διόδου τους από τη θέση που συνίσταται καταλυόμενο).                                                                                                     41. Έτσι το περιστρεφόμενο σημείο είναι ένας αντίχωρος (χρόνος) που ξετυλίγεται-απλώνοντας στο χώρο ενώ ο χώρος τυλίγεται συμπτύσσοντας στο σημείο. Αυτό γιατί οι θέσεις τομής της πορείας των Πολλών απ’το Ένα (που είναι ο χώρος που αντιστοιχεί στην πορεία του Ενός), διαμορφώνεται σε μια κλίμακα θέσεων τομής, που ξεκινά από τη θέση τομής που το σημείο τέμνει την πορεία ενός εκ των Πολλών Άλλων και περνώντας από όλες τις πιθανές διαδοχικές θέσεις τομής Πολλών συγχρόνως, δηλαδή συγχρόνως τη θέση τομής της πορείας δύο άλλων, τριών άλλων, τεσσάρων, πέντε κλπ, καταλήγει στη θέση που το πορευόμενο-Ένα να τέμνει τις πορείες Όλων των Άλλων συγχρόνως. Όπου εκεί είναι και το κέντρο του περιστρεφόμενου χώρου, ο οποίος σχετίζεται με το εν λόγω σημείο.  (Έτσι το σημείο πορεύεται-διαστελλόμενο στο χώρο, ενώ συγχρόνως ο χώρος αντι-πορεύεται βυθιζόμενος και συστελλόμενος στο σημείο).
42. Όλο αυτό, από μιαν άλλην όψη, είναι το πορευόμενο-Ένα, το οποίο τέμνοντας διαδοχικά και κλιμακωτά τις πορείες τομής των Πολλών-Άλλων, φτάνει στην πορεία αυτού που θεωρείται αντίθετό του, όντας το κέντρο του υποτιθέμενου περιστρεφόμενου χώρου.  Από κει και πέρα, αρχίζει να "επιστρέφει", κι έτσι κάποια στιγμή θα αρχίσει να τέμνει τη δική του πορεία και συνεχίζοντας κάποτε θα συμπέσει μ’αυτήν.
43.  Αυτή η κυρτή πορεία που είναι ο χώρος και αντιστοιχεί στο πορευόμενο-Ένα είναι ανοικτή, γιατί η ολοκλήρωση της επιστροφής της έχει γίνει μόνον ως κατεύθυνση κι όχι ως απόλυτη επαλήθευση της ίδιας θέσης. (Της υποτιθέμενης ως θέσης εκκίνησης).
44. Το πορευόμενο-Ένα επαληθεύει-διαψεύδοντας τη θέση εκκίνησης, όπως και κάθε άλλη θέση· δηλαδή την αγγίζει λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα με την κλίμακα θέσεων τομής της πορείας των Πολλών-Άλλων από το πορευόμενο-Ένα, αλλά ποτέ δεν μπορεί να συμπέσει απόλυτα μ’αυτή. Είναι γι’αυτό που το σύστημα μπορεί να θεωρηθεί ανοικτό.
45. Ο χώρος ακολουθεί αντίθετα τη διαδικασία του πορευομένου-Ενός σημείου,  και περιστρέφεται-πορευόμενος-διαστέλλεται-συστελλόμενος-φεύγει-επιστρέφοντας.Έτσι σε σχέση με το πορευόμενο-Ένα σημείο συμπεριφέρεται σαν μια ενότητα, ―μια μονάδα.
46. Ο μόνος "χώρος" που δεν περιστρέφεται ούτε πορεύεται, αλλά πάλλεται είναι το Όλον. Πάλλεται ακαριαία, όντας το Εν Δυνάμει Είναι, το οποίο αντίθετα με κάθε άλλη μορφή χώρου δεν μπορεί να εκφραστεί ως κάποια συγκεκριμένη ουσία, αλλά μόνον ως αντιφατικότητα γυμνή. Δηλαδή διαθέτει εν δυνάμει όλες τις μορφές κι ιδιότητες μα συγχρόνως καμία. Αυτό είναι το μηδενικό και άπειρο, το ακαριαίο και ακίνητο, η αντιφατικότητα γυμνή, το γίγνεσθαι ως ουσία, δηλαδή η υλικότητα ως ουσία και γι’αυτό είναι το έσχατο αντιφατικό χωρο-χρονικό επίπεδο του κόσμου μας.
47.  Όταν ο χώρος παύει να είναι το Όλον, το ακαριαίο φεύγει από την επιφάνεια και περνώντας στην υπόσταση χάνεται στο βάθος του Είναι, όντας πολλοί χώροι.  Με τον τρόπο αυτό η αντιφατικότητα παίρνει μορφή ως συγκεκριμένη καθευτή ουσία, φεύγει απ’την επιφάνεια και ξεφεύγοντας απ’το ακαριαίο, κρύβεται στο βάθος του κόσμου αόριστη και ξεχασμένη.  Σ’ακραίες όμως καταστάσεις παρουσιάζει το αντιφατικό της πρόσωπο και μας ξαφνιάζει.
48. Εκτός από τον απόλυτο χώρο που είναι η αντίφαση γυμνή, (το ακαριαία παλλόμενο και ακίνητο, το άπειρο και μηδενικό), ο σχετικός χώρος είναι κυρτός, περιστρεφόμενος και κινούμενος. Αυτός αποτείνεται σε σημείο σχετικό, πορευόμενο και περιστρεφόμενο γύρω από τον εαυτό του αντίθετα προς το χώρο και σε ευθύγραμμη πορεία σχετική. Στην περίπτωση αυτή, το σημείο είναι υπαρκτό έχοντας μέγεθος, περιστροφή, και πορεία με την ανάλογη κυρτότητα, που επιτρέπει το μέγεθος και η περιστροφή του σημείου, έχοντας κι ανάλογη παράκεντρη ταλάντωση, που απαιτεί η αντιφατική ισορροπία της ενότητας αυτής, ως ανάμνηση της ακαριαίας ταλάντωσης του απόλυτου και αντιφατικού χώρου.
49. Τότε ο χώρος είναι πεπερασμένος-περιστρεφόμενος-πορευόμενος και ορίζεται από την κυρτότητα της πορείας του σημείου απ’τη μια, και τη μορφή της περιστροφής του σημείου γύρω απ’τον εαυτό του απ’την άλλη.
50. Υπάρχει χώρος-αντίχωρος [χώρος-χρόνος], δηλαδή η συχνότητα περιστροφής και το μήκος κύματος (κυρτότητας) επαναφοράς των εκπεμπομένων μηνυμάτων στο σύμπαν. Ο χώρος περιλαμβάνεται μέσα στην κυρτότητα της πορείας του σημείου κι ο αντίχωρος, (ο χρόνος), μέσα στην περιστροφή του σημείου γύρω απ’τον εαυτό του. Έτσι το Ένα (το μικρό) διαστέλλεται στο σύμπαν, ενώ το σύμπαν (το μεγάλο), που είναι τα Πολλά, βυθίζεται στο μικρό επιστρέφοντας το χρέος του.
51. Οι δυο αυτοί χώροι συνιστούν μιαν ενότητα, ένα γεγονός, ―τον αντιφατικό χώρο, που είναι αδιαχώριστος απ’τα γεγονότα που σχετίζεται (ή που φαίνεται ότι περιέχει).
52. Αυτό που ονομάσαμε αντιφατικό χώρο, απ’την περιγραφή του γίνεται αντιληπτό ότι είναι χωρόχρονος. Ανάλογα με το σημείο αναφοράς ή τον τρόπο σχέσης των αντιφατικών σκελών μέσα στο σύστημα, χώρος μπορεί να χαραχτηριστεί το μήκος κύματος (πορεία κυρτότητας) των υπογεγονότων στο σύμπαν, τα οποία διερχόμενα μέσα απ’το γεγονός το πραγματώνουν, ενώ αυτό που χαραχτηρίστηκε αντίχωρος (περιστροφή του σημείου γύρω απ’τον εαυτό του, για την οποία θα μιλήσουμε στη εξέλιξη της εργασίας), είναι η συχνότητα επανάληψης υπογεγονότων (λήψης-εκπομπής μηνυμάτων) στη θέση πραγμάτωσης, δηλαδή χρόνος. Ο χαραχτηρισμός του χώρου ή του χρόνου σε αυτή την αντιφατική σχέση, μπορεί ανάλογα με την περίσταση να αντιστραφεί, αλλά ποτέ δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ξέχωρα μεταξύ τους.
53. Ο σχετικός χώρος φεύγει-επιστρέφοντας, χωρίς να επαληθεύσει απόλυτα τον εαυτό του, αφού το σημείο εκκίνησης που ανταποκρίνεται σ’αυτόν, πορευόμενο-επιστρέφει και συμπίπτει κάποτε με τη διεύθυνση της πορείας του, αλλά ποτέ στο ιδεατά υποτιθέμενο σημείο που κάποτε ξεκίνησε. Δηλαδή αγγίζει τη θέση λιγότερο ή περισσότερο αλλά ποτέ δεν συμπίπτει απόλυτα με αυτήν.
54. Το άγγιγμα του πορευόμενου σημείου στη θέση, ξεκινά από αυτό που μόλις αγγίζει το όριό της όντας ελάχιστη επαλήθευση και μέγιστη διάψευση και σταδιακά περνώντας από όλες τις πιθανές διαβαθμίσεις επαλήθευσης-διάψευσης, φτάνει στην μέγιστη επαλήθευση και ελάχιστη διαψευση. Στις θέσεις απόλυτης επαλήθευσης ή απόλυτης διάψευσης, που συνιστούν μιαν αδιαχώριστην ενότητα,  το γεγονός είναι συγχρόνως στην εκκίνηση και στην κατάληξη όντας συγχρόνως το ακαριαίο και το ακίνητο κι έχει ακαριαία ταλάντωση, δηλαδή η αντιφατικότητα γυμνή, ο αντιφατικός χωρό-χρονος.  Αυτό εκεί παύει να είναι πλέον ένα συγκεκριμένο γεγονός, αλλά είναι το Είναι Καθαυτό ως Ουσία. Δηλαδή είναι το Γίγνεσθαι ως Ουσία, το Άπειρο ως Ουσία, η Αντιφατικότητα γυμνή, δηλαδή η Υλικότητα.

η κίνηση του σημείου, οι κλίμακες αναχώρησης-επιστροφής
και διάψευσης-επαλήθευσης μιας θέσης


55. Η  πορεία  αναχώρησης-επιστροφής  των  υπογεγονότων που κάνουν ένα γεγονός πραγματικότητα, ανταποκρίνεται σε μιαν απεριόριστη σειρά διαψεύσεων-επαληθεύσεων, που ξεκινά απ’την απόλυτη επαλήθευση που είναι το ακαριαίο, γιατί εκεί ο χώρος φεύγοντας ακαριαία είναι πάντα εκεί, απόλυτα διαφορετικός (ως αντιφατικότητα γυμνή) και περνώντας απ’όλες τις σχέσεις διάψευσης-επαλήθευσης καταλήγει στην απόλυτη διάψευση που είναι το ακίνητο αφού το γεγονός δεν έφυγε ώστε να επαληθευθεί (Η απόλυτη επαλήθευση συμπίπτει με την απόλυτη διάψευση αφού το ακαριαίο είναι συγχρόνως και ακίνητο). Τα όρια του σχετικού χώρου, μολονότι είναι πεπερασμένος, είναι ασαφή και αόριστα, γιατί το πορευόμενο-Ένα που η πορεία του οριοθετεί το χώρο, δεν έχει απόλυτη αφετηρία λόγω της καταλυτικής-συνθετότητάς του, κι έτσι τα όρια του χώρου αυτού μπορούν συνεχώς να αλλάζουν. Αυτά είναι πάντα σχετικά με κάποια πιθανή και συγκεριμένη αφετηρία του σημείου, που είναι ο τρόπος που η αντιφατική μονάδα μπορεί να εκφράζεται σαν ελάχιστο εκείνη τη στιγμή.
56.  Εφόσον κάθε σημείο κινούμενο ευθύγραμμα και ομαλά έχει ως σύνδρομο την κυρτότητα, η πορεία του από μια στιγμή και μετά, θα πρέπει να δημιουργήσει θέσεις τομής απ’τον εαυτό της. Αυτές οι θέσεις είναι εκεί όπου το πορευόμενο επαναλαμβάνεται περισσότερο από μια φορά, δημιουργώντας μια κλίμακα διαδοχικών θέσεων αυξανόμενης επανάληψης με όρια, από τη μια το μηδέν και από την άλλη το άπειρο, (που είναι οι δύο θέσεις επανάληψης μηδενός και απείρου, και οι οποίες συνιστώντας μιαν ενότητα ανταποκρίνονται στο έσχατο επίπεδο του ακαριαίου και ακινήτου).
57. Αυτό από μιαν άλλη όψη, είναι το ίδιο το πορευόμενο-Ένα που κάνει απεριόριστους κύκλους αναχώρησης-επιστροφής και τείνοντας να επαληθεύσει τον εαυτό του, ορίζει και τον ανάλογο χώρο που κάθε φορά του  αντιστοιχεί.  Τόσο  τον μεγάλο,  που είναι  η διαδρομή αναχώρησης-επιστροφής του, (το μήκος κύματος της πορείας, που είναι ο χώρος), όσο και το μικρό που είναι το μέγεθος του σημείου, που ορίζει η περιστροφή γύρω απ’τον εαυτό του, (η συχνότητα επιστροφής που είναι ο χρόνος).
     Οι κύκλοι αυτοί ξεκινούν απ’αυτόν που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε γιατί  το  σημείο  είναι πάντα εκεί, και φεύγοντας, αφού καλύψει όλους τους πιθανούς κύκλους αναχώρησης-επιστροφής, φτάνει σε αυτόν που δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ, γιατί δε θα επιστρέψει. Ο πρώτος κύκλος είναι αυτός της απόλυτης κατάφασης κι ο τελευταίος της απόλυτης άρνησης. Και οι δυό μαζί, συνιστούν τη σχέση μηδενός και απείρου, ακινήτου και ακαριαίου, που είναι η αντίφαση γυμνή. Εκεί όπου το γεγονός αρνείται απόλυτα τον εαυτό του και συγχρόνως τον επαληθεύει απόλυτα, κι έτσι αίρεται ως Κάτι και περνά στον αόριστο και αντιφατικό χωροχρονικό "κορμό" του όλου, ―του Εν Δυνάμει Είναι.
58. Ανάμεσα σ’αυτές τις δυο θέσεις (που θα πρέπει να έχουμε πάντα στο νου μας ότι συνιστούν μια αδιάρρηχτη χωροχρονική ενότητα), υπάρχουν απεριόριστες θέσεις αναχώρησης-επιστροφής όπου το γεγονός εκεί  επαληθεύεται  σχετικά.  Στις θέσεις  αυτές το γεγονός τέμνει την ιδεατή πορεία του, αλλά όχι απόλυτα. Δεν ξαναπερνά ποτέ απόλυτα απ’τη θέση  που  είχει  περάσει, αλλά την αγγίζει  λιγότερο ή περισσότερο  αναλόγως, (την επαληθεύει-διαψεύδοντάς την). Οι θέσεις αυτές συνιστούν κλίμακα διαδοχικών θέσεων τόσης επαλήθευσης, όση επιτρέπει η διάψευση που περιέχουν, συνιστώντας «πίνακες» εξελισσόμενης επιβεβαίωσης-διάψευσης του κινουμένου σημείου από τον εαυτό του.
59. Το πορευόμενο σημείο στο σύμπαν, κάνοντας αυτές τις διαδρομές αναχώρησης-επιστροφής, ορίζει την σχέση του μεγίστου ως προς το ελάχιστο του χώρου. Αυτό που είναι ο ιδεατός χωρο-χρονικός κύκλος διαδρομής του πορευομένου στο σύμπαν και τα ανάλογα όρια της περιστροφής του σημείου γύρω απ’τον εαυτό του.
60.  Επειδή ο κύκλος αναχώρησης-επιστροφής δεν είναι απόλυτος, (δεν είναι κλειστός), κι επειδή το πορευόμενο επαληθεύει-διαψεύδοντας τη θέση που ξεκίνησε, ο κύκλος του χώρου  εκτός  από  περιστροφόμενος,  γίνεται συγχρόνως και πορευόμενος και ταλαντούμενος.   Έτσι το πορευόμενο σημείο, που μη όντας ακαριαίο έχει όγκο, περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, έχοντας άξονα μετακινούμενο και ταλαντώμενο. Η ταλάντωση αυτή είναι η ανάμνηση του χώρου ως όλον που πάλλεται ακαριαία, αλλά που στην κατάσταση του σχετικού και συγκεκριμένου χώρου, ο παλμός όντας παράκεντρος μετατρέπεται σε κραδαίνουσα περιστροφή.
61. Υπάρχει σχέση κυρτότητας της πορείας διαδρομής του πορευομένου-Ενός, με το μέγεθος του ανοίγματος της περιστροφής, γύρω από τον εαυτό του. Η σχέση αυτή είναι εξελισσόμενη και ξεκινά από μηδενικό μέγεθος ανοίγματος περιστροφής της θέσης πορευομένου και άπειρο χώρο άνοιγματος διαδρομής του, (που είναι το ακίνητο και ακαριαίο) και περνώντας απ’όλες τις πιθανές σχέσεις μεγάλου-μικρού, όπου το μέγεθος του ανοίγματος της θέσης αυξάνεται κι ο χώρος διαδρομής ελαττώνεται, φτάνοντας στην αντίθετη, δηλαδή στην άπειρη θέση και τον μηδενικό χώρο, που είναι κι αυτή έκφραση του ακαριαίου.  Εδώ  όπως ορίσαμε και πριν, μπορεί να οριστεί επίσης η σχέση χώρου και χρόνου, που η περιστροφή γύρω από τον εαυτό του είναι ο χρόνος, ενώ το άνοιγμα της διαδρομής είναι ο χώρος.
62. Αν δεχτούμε ότι υπάρχουν απεριόριστα τέτοια σημεία πορευόμενα "ευθύγραμμα κι ομαλά", που ακολουθούν τη διαδικασία αναχώρησης-επιστροφής, είναι ανάγκη κάθε σημείο (πορευόμενο-Ένα) με τη σειρά του, να περάσει από τις θέσεις όλων των Πολλών Άλλων σημείων κι όλα τ’άλλα σημεία να περάσουν από την ίδια θέση, δηλαδή τη θέση του Ενός. Έτσι απ'τη μια έχουμε το Ένα, που πορευόμενο δια μέσου των Πολλών τα πραγματοποιεί, κι απ'την άλλη τα Πολλά, που πορευόμενα δια μέσου του Ενός, το κάνουν πραγματικότητα.
63.  Έτσι έχουμε απ’τη μια σειρά θέσεων με περιοδικότητα επανάληψης διαφορετικών σημείων μέσα τους κι απ’την άλλη, θέσεις περιοδικότητας τομής από την πορεία του ίδιου του εαυτού τους. Οι θέσεις αυτές συνιστούν μια περιοδική κλίμακα που ορίζει το μέτρο αντιφατικότητας του γεγονότος.
64. Έχουμε λοιπόν τη σύνθεση αντιθέτων ποσοτικών κλιμάκων θέσεων ροής-αντιρροής Ενός μέσω Πολλών και Πολλών μέσου Ενός. 
65. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, τη σύσταση μιας σφαίρας θέσεων με πόλους Α, που είναι η εκκίνηση του Ενός κι η κατάληξη των Πολλών και αντιΑ που είναι η εκκίνηση των Πολλών κι η κατάληξη του Ενός. Στη θέση Α έχουμε μοναδική επανάληψη ροής Ενός και μέγιστη επανάληψη αντιρροής Πολλών-Άλλων, ενώ στη θέση αντιΑ το αντίθετο.
66. Σε όλο αυτό το γίγνεσθαι (που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι μια αντιφατική μονάδα της οποίας την αντιφατικότητα περιγράφουμε όσο το δυνατόν πιο ακριβώς τώρα) το πορευόμενο-Ένα, είναι αυτό που είναι, γιατί έτσι και εκεί ακριβώς το συνιστά η αντιπορεία των Πολλών, ενώ τα Πολλά είναι εκεί όπου συνίστανται διαδοχικά από την πορεία του Ενός.
67. Η αντιπορεία αυτή αποτελείται από τις πορείες απεριορίστων μοναδικών  ομοίων,  κινουμένων  συγχρόνως,  καθένα  προς διαφορετική κατεύθυνση, για να μπορούν να είναι τα Πολλά.  Έτσι καθένα από τα Πολλά καταλήγει με τρόπο διαφορετικό στη θέση συνιστώντας την όλα μαζί, κι αντιπορευόμενα προς αυτήν κάνουν το Ένα να είναι διαφορετικό και παράκεντρα περιστρεφόμενο κάθε φορά. Τα Πολλά την ίδια στιγμή υπάρχουν έτσι, αφού το Ένα διέρχεται με διαφορετική συχνότητα επανάληψης της τομής της πορείας του από τον εαυτό της, κάθε φορά στο καθένα από τα Πολλά ξεχωριστά.
68. Έχει γίνει νύξη, πως τα δυό αντίδρομα ρεύματα που συνιστούν τις θέσεις ροής-αντιροής, μπορούν να θεωρηθούν ως ολοκληρωμένη πορεία  του Ενός-πορευομένου-ευθύγραμμα και ομαλά. Αφού ως αντιπορεία θα μπορούσε να θεωρηθεί η ίδια η τομή της πορείας του Ενός από τον ίδιο τον εαυτό του.
69. Ανάμεσα από τις θέσεις Α και αντιΑ, υπάρχει κλίμακα απεριορίστων θέσεων διαδοχικής διαφορικότητας σχέσης ροής-αντιροής της πορείας του Ενός και της ανάλογης αντιπορείας των Πολλών (όπως τονίσαμε: η πορεία του Ενός είναι έτσι γιατί το απαιτεί η αντιπορεία των Πολλών κι αντίθετα). Κάθε θέση, όντας αναπόσπαστο σημείο της κλίμακας, είναι και μια οντότητα που έχει δικό της χαραχτήρα. Είναι μια διαφορετική σχέση ροής-αντιρροής Ενός και Πολλών, που παίρνει τη μορφή μιας ειδικής αντιφατικής ισορροπίας. Αυτή η ισορροπία είναι η σχέση αναχώρησης-επιστροφής, λήψης-εκπομπής του μηνύματος της συγκεκριμένης πορευόμενης θέσης στο σύμπαν.
70. Kάθε κλίμακα έχει απεριόριστες θέσεις αναχώρησης-επιστροφής μηνυμάτων που καθένα έχει τον δικό του "κώδικα", ο οποίος ορίζεται απ’την ανάλογη λήψη σε σχέση με την ανάλογη εκπομπή μηνυμάτων που φεύγουν για το σύμπαν επιστρέφοντας συγχρόνως στην ανάλογη θέση.  Οι θέσεις αυτές είναι γεγονότα με διαφορετικές ταυτότητες.

η κίνηση, η μετακίνηση  και το παράδοξο της ταχύτητας

71. Κάθε γεγονός συμπίπτει με μια θέση σε κάποια κλίμακα, όντας κι ένα αντιφατικό στοιχειώδες. Από τη μια, το γεγονός κινείται για να επαληθεύεται απ’το μήνυμα στη θέση που το συνθέτει (δηλαδή λίγο πιο κει), απ’την άλλη αλλάζει συνεχώς όμοια μηνύματα από διαφορετική αφετηρία άλλης κλίρμακας, για να βρίσκεται στη ίδια θέση (δήλαδή βρίσκεται "εκεί" αλλάζοντας κλίμακα).
72. Η αλλαγή της θέσης κλίμακας, αλλάζει τον κώδικα λήψης- εκπομπής και η αλλαγή στον κώδικα λήψης-εκπομπής, αλλάζει την θέση της κλίμακας.
73. Κάθε γεγονός βρίσκεται σε συνεχή και διαδοχική εναλλαγή κώδικα για να βρίσκεται στην ίδια κλίμακα, ή κρατά συνεχώς τον ίδιο κώδικα αλλάζοντας συνεχώς κλίμακες.  Η θέση του γεγονότος είναι μια δίνη στην οποία απ’τη μια βυθίζονται τα Πολλά κι απ’την άλλη αναβλύζουν-επαληθεύοντας το Ένα, ενώ συγχρόνως, το Ένα διαπερνά τη θέση και εκτοξεύεται αντίδρομα, επαληθεύοντας συνεχώς και διαδοχικά το κάθε διαφορετικό μήνυμα που συνθέτουν τα Πολλά).
74. Υποθέσαμε ότι το μοναδικό πορευόμενο-Ένα (το γεγονός), που η τμήση της πορείας του από τον εαυτό της, έχει σαν αποτέλεσμα όλο αυτό το γίγνεσθαι Ενός-Πολλών-πορευομένων-αντιπορευμένων, την  στιγμή  του  ακαριαίου,  είναι  το Όλον ως Ουσία, το Εν Δυνάμει Είναι.  Εκεί οι τομές της πορείας από τον εαυτό της, όντας ακαριαίες δεν φαίνονται, αλλά υπάρχουν εν δυνάμει στο βάθος σαν ακαριαία συστολή-διαστολή του Όλου και έχουμε άπειρες τμήσεις μηδενικού μεγέθους.  Όταν όμως μιλάμε για διακριτές μονάδες κινούμενες ευθύγραμμα και ομαλά, το ακαριαίο χάνεται στο βάθος του Είναι βγάζοντας στην επιφάνεια την αντιφατική σχέση Ενός-Πολλών, πορευομένων-αντιπορευομένων. Έτσι αποκτά τμήσεις υπαρκτές και καθορισμένες και πορείες με την ανάλογη κυρτότητα.
75. Υποθέσαμε πριν, την ύπαρξη «σφαίρας» θέσεων ροής-αντιρροής, λήψης-εκπομπής μηνυμάτων με άξονα Α-αντιΑ. Επίσης υποθέσαμε ότι η πορεία του Ενός επαληθεύει την αντιπορεία των Πολλών και ότι η «σφαίρα» αυτή αποτελείται από θέσεις ροής-αντιρροής-λήψης-εκπομπής μηνυμάτων, που συνιστούν τα γεγονότα του κόσμου μας.
76. Η μετακίνηση του Ενός από θέση (α) σε θέση (β), που θα μπορούσαμε να φανταστούμε σαν ελάχιστο υπαρκτό αλματικό διάστημα μετακίνησης στον υποθετικό άξονα των πόλων της «σφαίρας» ροής-αντιροής είναι αλματικό, επειδή οι τμήσεις της πορείας του Ενός από τον εαυτό της έχουν μέγεθος αφού η ταχύτητα δεν είναι ακαριαία. Όπως αναφέραμε το πορευόμενο-Ένα συνίσταται από τα αντιπορευόμενα-Πολλά, και τα Πολλά από το πορευόμενο-Ένα σε αντιφατικό χωρόχρονο πορευόμενο-περιστρεφόμενο κι όχι πλέον ακαριαίο. Μόνο στο ακαριαίο οι τμήσεις της πορείας μπορούν να είναι μηδενικές, άρα και οι ελάχιστες αλματικές μετακινήσεις είναι μηδενικές και συγχρόνως άπειρες (Ζήνων).
77. Η διαδρομή του πορευομένου-Ενός στον άξονα Α-αντιΑ, συντίθεται από την αντιδρομή των αντιπορευομένων-Πολλών. Έτσι η αντιδρομή των αντιπορευομένων-Πολλών από θέση (γ) σε θέση (β), στον άξονα της υποθετικής σφαίρας με πόλους Α―αντιΑ, φεύγει για τα απώτατα όρια αυτής της «σφαίρας» και συνιστά επιστρέφοντας το  πορευόμενο-Ένα από τη θέση (α) στη θέση (β).
78. Η ταχύτητα της διαδρομής του πορευομένου-Ενός πάνω στον υποθετικό άξονα Α-αντιΑ, από θέση (α) σε θέση (β), (που είναι η υποτιθέμενη μικρότερη καταλυτικο-συνθετική αλματική μετακίνηση του πορευομένου-Ενός) θα πρέπει να είναι ασύλληπτα μικρότερη  από την ταχύτητα  των αντιπορευομένων-Πολλών  που το συνιστούν,  αφού η
αντιδρομή που καλύπτουν τα Πολλά είναι τόση όση η ανάπτυξη όλης της σφαίρας με πόλους Α-αντιΑ που αυτά συνιστούν, σε σχέση με τον άξονά της που αντιστοιχεί στην καταλυτικο-συνθετική διαδρομή του Ενός.
79. Αν δεχτούμε ότι το πορευόμενο-Ένα είναι ένα φωτόνιο και τα αντιπορευόμενα-Πολλά είναι τα υποκβαντικά στοιχειώδη που υποθετικά το συνθέτουν. Η θεωρούμενη ως ταχύτητα του φωτoνίου πρέπει να είναι ασύλληπτα μικρότερη, απ’αυτην των υποκβαντικών αντιπορευομένων. Επειδή όμως η καταλυτικοσυνθετική πορεία του φωτονίου από θέση (α) σε θέση (β) δεν έχει "ταχύτητα" ακαριαία, κατά τη μετακίνηση του πορευομένου-Ενός υπάρχει μια τμήση, ένα διάστημα στατικότητας που συνιστά τη Θέση.  Έτσι το κινούμενο-Ένα παρουσιάζεται να "στέκεται" στη θέση (α) για λίγο και μετά να χάνεται για να ξαναεμφανιστεί στη θέση (β).
80. "Χάνεται" σημαίνει ότι "δεν είναι ορατό". Αφού στο διάστημα από η θέση (α) που καταλύεται το πορευόμενο-Ένα έως τη θέση (β) που θ’ανασυσταθεί, κινείται με ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη από την ταχύτητα του φωτός. (Kαταλύεται διαστελλόμενο στο σύμπαν και επιστρέφει συντιθέμενο στην επόμενη θέση).  Έτσι που συνολικά εξισορροπεί τη στατικότητα της θέσης, έχοντας ολική ταχύτητα ίση με τη "λεγόμενη του φωτός".
81. Εδώ βλέπουμε δυο αντίδρομα συστήματα, που το ένα επαληθεύει το άλλο, κινούμενα σε διαφορετικές διαστάσεις. Αυτά αλληλοσυντίθενται, παρουσιάζοντας το γίγνεσθαι της μετακίνησης του πορευομένου και του αντιπορευομένου γεγονότος στον υποθετικό άξονα (Α-αντιΑ) και τον αντίδρομό του (αντιΑ-Α). Ενώ έχουν ασύλληπτα διαφορετικές ταχύτητες, συμπίπτουν αρμονικά σε αυτό το γίγνεσθαι, γιατί το αντίδρομο "ρεύμα" καλύπτει μια πορεία "σφαιρικής διαδοχικής ανάπτυξης στο σύμπαν", ενώ το άλλο καλύπτει διαδοχικά, όλες τις θέσεις του άξονα ανάπτυξης της σφαίρας αυτής. (Την ίδια στιγμή συμβαίνει και το αντίθετο με το αντίδρομο σύστημα που αντιστοιχεί σ’αυτό το γίγνεσθαι).
82. Αν όπως είπαμε πριν, το πορευόμενο-αντιπορευόμενο γίγνεσθαι του άξονα (Α-αντιΑ) και το αντίδρομο γίγνεσθαι του (αντιΑ-Α) συνιστούν  μια χωρο-χρονική σχέση, που ανάλογα με τις συνθήκες μπορεί να αντιστρέφεται αμοιβαία, και όπου οι αντίδρομοι άξονες να μπορούν ν’αντιστρέφονται, τότε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μετατροπή μιας κατάστασης από χωρική σε χρονική και αντίθετα. Εδώ οι παραδοξολόγοι θα μπορούσαν να ισχυριστούν, πως ανάλογα με τη θέση του παρατηρητή και τον τρόπο που σκοπείται το σύστημα, μπορεί αυτό να κινείται καί από το μέλλον στο παρελθόν.  Εγώ θα απαντούσα ότι στο υποτιθέμενο αυτό γίγνεσθαι, το οποίο θα μπορούσε να ονομαστεί κβαντικό, δεν υπάρχει ούτε Παρελθόν ούτε Μέλλον, αλλά μόνο Παρόν. Το Παρόν αυτό είναι χωροχρονικό και συντίθεται απ’τα δυο αντίδρομα ρεύματα, που δεν διαχωρίζονται. Αυτό είναι Ένα καταλυτικο-συνθετικό Γίγνεσθαι όπου τα γεγονότα όντας συνεχώς Άλλα-Αλλού δεν έχουν ταυτότητα ωστε να διαρκούν κι έτσι να έχουν χρόνο ως διάρκεια και αληθινά ταχύτητα. Στον κόσμον  αυτό (που θα μπορούσε να είν αι ο κβαντικός), ο χρόνος είναι συχνότητα επανάλξψης χωρικών μέτρων σε θέση και χώρος το μήκος κύνατός τους.

οι κλίμακες καταλυτικής-συνθετότητας των γεγονότων

83. Η θέση Α θα πρέπει να δέχεται-εκπέμποντας πορευόμενες μονάδες και να εκπέμπει-δεχόμενη συγχρόνως, αντιπορευόμενες εναλλάξ. Αυτό την υποχρεώνει να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της. Μαζί της περιστρέφονται ανάλογα και όλες οι άλλες θέσεις της κλίμακας, αφού κι αυτές είναι αποτέλεσμα ροής-αντιρροής αντίδρομων ρευμάτων. Αυτές ξεκινούν από τη θέση Α, όπου η  περιστροφή είναι αρμονική και διαδοχικά αυτή η περιστροφή γίνεται παράκεντρη ανάλογα με την  διαφορετική σχέση συχνότητας των αντίδρομων ρευμάτων σε κάθε θέση.  Η παράκεντρη τάση αυξάνεται ως το μέσον του άξονα, (που είναι και το κέντρο της σφαίρας) και τείνοντας για τη θέση αντιΑ, διαδοχικά ισορροπείται.  Στην "καρδιά" της θέσης Α υπάρχει ένα "κενό", μια σαφής δυναμική οπή με συγκεκριμένη διεύθυνση (που είναι το μάτι της δίνης), ενώ στις διαδοχικές θέσεις του άξονα,  το κενό αυτό είναι κρυμμένο από το ασαφές "νέφος" διακύμανσης των αντίδρομα πορευομένων. 
84. Αυτό το νέφος της θέσης είναι μια δίνη, που ξεκινά από μιαν αόρατη αλλά υπαρκτή δυναμική οπή, διαστέλλεται στο σύμπαν και επιστρέφει ως αντίδρομο από την αντίθετη θέση του συστήματος. (Αντίθετο στη θέση Α είναι το αντιΑ κ.λ.π.).  Οι διαφορετικές θέσεις επάνω στον άξονα [(Α-αντιΑ)-(αντιΑ-Α)], α, β, γ, . . έχουν διαφορετική σχέση συχνότητας λήψης-εκπομπής-πορευομένων-αντιπορευομένων, έχοντας και ανάλογη γωνία διαφορετικής περιστροφής σε σχέση με τον υποθετικό άξονα και ανάλογη ταλάντωση.
85. Το πολύ μικρό, αυτό που θα λέγαμε σημείο, προεκτείνεται στο πολύ μεγάλο, το σύμπαν, και το σύμπαν αντιπροεκτείνεται (βυθίζεται) στο μικρό συνιστώντας μαζί την αντιφατική μονάδα, όπου τα βαθύτατα όρια του εσωτερικού συμπίπτουν με τα απώτατα όρια του εξωτερικού.
86. Κάθε γεγονός του κόσμου συνίσταται-καταλυόμενο από απεριόριστα τέτοια "σημεία-υπογεγονότα", που καθένα τους φεύγει-προεκτεινόμενο στο σύμπαν και επιστρέφει-επαληθεύοντας σχετικά τον εαυτό. Όπως αναφέραμε, κάθε γεγονός αποτείνεται σε όλα τα διαφορετικά σημεία στις διαφορετικές κλίμακες του σύμπαντος συγχρόνως και με τρόπο κάθε φορά διαφορετικό, περιέχοντας όλα τα πρόσωπα του σύμπαντος σ’αυτή τη διαδικασία λήψης-εκπομπής. Άρα, το Πράγμα που αυτά τα σημεία-γεγονότα το συνιστούν-καταλύοντάς το, είναι μια πολυδιάστατη και συγκεκριμένη δομή τέτοιων στοιχειωδών που καταλύονται-συντιθέμενα και αυτά από άλλα μικρότερα, φτάνοντας ως το επίπεδο του ακαριαίου και ακινήτου, μηδενικού και απείρου, που είναι και το έσχατο επίπεδο της παγκόσμιας αντιφατικότητας.
87. Έτσι κάθε θέση του σύμπαντος, όντας μέσα σε μια συγκεκριμένη κλίμακα ροής-αντιρροής-πορευομένων-αντιπορευομένων σημείων, είναι κι ένας σύνθετος κώδικας λήψης-εκπομπής μηνυμάτων. Αυτή η κλίμακα συνίσταται από απεριόριστες τέτοιες θέσεις που ξεκινούν από θέση μέγιστης λήψης κι ελάχιστης εκπομπής και περνώντας απ’όλες τις διαδοχικά διαφορετικές θέσεις της σχέσης λήψης-εκπομπής (όπου μεγαλώνοντας η λήψη αναλόγως μικραίνει η εκπομπή), καταλήγουν στη θέση ελάχιστης λήψης και μέγιστης εκπομπής.
88. Κάθε θέση αυτής της κλίμακας, αποτείνεται στις αφετηρίες όλων των άλλων πιθανών κλιμάκων, ακόμα και αυτής του ακαριαίου. Έτσι αυτή η ίδια μπορεί  να αλλάζει διαδοχικά, στέλνοντας όλα τα δυνατά μηνύματα αναλόγως.
89. Αυτά  τα μηνύματα  ξεκινούν από θέση, που αναχωρώντας όλα μαζί συγχρόνως και έχοντας διαφορετικό κύκλο διαδρομής (καθένα διαδοχικά μεγαλύτερο) ανάλογα με τη συχνότητα λήψης-εκπομπής τους, έχουν και την ανάλογη ταχύτητα επαναφοράς. Έτσι επιστρέφουν στην θέση και την επαληθεύουν-διαψεύδοντάς την, όλα μαζί συγχρόνως και με διαφορετικό τρόπο.
90. Η θέση αυτή μπορεί να ανήκει συγχρόνως και σε άλλες κλίμακες συμπεριφοράς, έτσι που η κάθε θέση της κλίμακας μπορεί να εκπέμπει από τη μια συνεχώς το ίδιο μήνυμα, αλλά συγχρόνως απ’την άλλη να εκπέμπει και μιαν απεριόριστη σειρά μηνυμάτων, αποτεινόμενη ταυτόχρονα και στις αφετηρίες των άλλων κλιμάκων.
91. Στην κλίμακα αυτής της συμπεριφοράς, όπως φαίνεται στο (89), υπάρχει μια κυκλική διαδοχικότητα διαδρομής μηνυμάτων που έχουν διαφορετική συχνότητα αναχώρησης-επιστροφής.  Στους πόλους του άξονα της κλίμακας, υπάρχουν οι θέσεις όπου το μήνυμα είναι πάντα εκεί και συγχρόνως στο άπειρο. Αυτό είναι ακαριαίο κι ακίνητο. Είναι το εν δυνάμει Είναι σ’αυτή τη θέση.

το σημείο μέσα στο σύμπαν και το αντίθετό του

92.  Το γεγονός που είναι μια θέση μέσα στο σύμπαν, απ'τη μια στέλνει συγχρόνως απεριόριστα μηνύματα, ευρισκόμενο σε συνεχή αλλαγή  (αίροντας συνεχώς τον κώδικα μηνυμάτων του, για να μπορεί να διατηρεί τη θέση του), απ’την άλλη αλλάζει συνεχώς θέση για διατηρεί τον κώδικά του. Αυτό δείχνει ότι το Ένα και Μοναδικό επαληθεύεται από την αντιπορεία των Πολλών και Διαφορετικών μέσα απ’Αυτό, ενώ συγχρόνως τα Πολλά επαληθεύονται από την πορεία του Ένός και Μοναδικού, μέσα απ’αυτά. Αυτή η διαδικασία μολονότι εκπροσωπεί Ένα Αντιφατικό Στοιχειώδες, είναι συγχρόνως κι ένα Ιδιαίτερο Πρόσωπο του Όλου.
93.  Έτσι αυτό που λέμε  "στίγμα στο σύμπαν", απ’τη μια πορεύεται κρατώντας συνεχώς τον κώδικά του, μα αλλάζοντας κλίμακα για να επαληθεύεται απ’τα όμοιά του που βρίσκονται στην ίδια θέση άλλων κλιμάκων, ενώ από την άλλη, αλλάζει συνεχώς κώδικα (με τη διαδικασία της καταλυτικής-σύνθεσης), αλλάζοντας συνεχώς και διαδοχικά θέση στην ίδια του την κλίμακα.  Αυτό  υποχρεώνει το γεγονός,  από τη μια να
είναι σταθερά στίγμα πορευόμενο και από την άλλη ένα συνεχώς διαστελλόμενο νέφος.
94. Το στίγμα λοιπόν μέσα στο σύμπαν, είναι μια θολή μονοκοντυλιά η οποία έχει "μύτη" συγκεκριμένη  που ταξιδεύοντας αφήνει πίσω της ένα ελλειπτικό νέφος, συνεχώς διαστελλόμενο που εκτείνεται σε όλο το σύμπαν.  Η μύτη αυτού του "στίγματος" πορευόμενη παντοτινά στο σύμπαν, επαληθεύει όλους τους κόκκους του νέφους της ουράς του,  επαληθευόμενη την ίδια στιγμή από αυτούς.
95. Από αντιφατική άποψη λοιπόν το αντίθετο σε κάτι, είναι η απεριόριστη πολλαπλότητα που είναι το σύμπαν, όπως διαμορφώνεται έναντι της μοναδικότητας που εκπροσωπεί την κάθε φορά αυτό που είναι το συγκεκριμένο-Ένα γεγονός. Δηλαδή το αντίθετο στο συγκεκριμένο-Ένα, δεν μπορεί να είναι απλά το Μείον Ένα, αλλά μια απεριόριστη σειρά από σχετικά όμοια διαδοχικά διαφοροποιούμενα, που περιέχοντας και τον ίδιο τον εαυτό, υπό συνθήκες θα μπορούσε να παίξει το ρόλο του Μείον Ένα μια συγκεκριμένη στιγμή.
96. Αντιφατικά, το αντίθετο σε κάτι ξεκινά πολύ βαθιά μέσα απ’τον εαυτό, χωρίς να αφήνει περιθώριο ανεξαρτησίας και πορευόμενο πολύ  μακριά έξω από αυτόν, κάνει απεριόριστες διαδρομές αναχώρησης-επιστροφής και επαληθεύει-διαψεύδοντας τον εαυτό σε μια σχέση συνεχώς μεταβαλλόμενη, ―την αντιφατική σχέση.
97. Καθένα απ’την απεριόριστη σειρά ομοίων που υπάρχουν ταυτόχρονα, μπορεί να λογίζεται ως μία ξεχωριστή θέση-εκκίνησης κάποιας άλλης κλίμακας. Αλλά στην κατάσταση του ταυτόχρονου, αλληλοεπαληθεύεται με τ’άλλα όμοια σ’όλες τις θέσεις, εκτός αυτών που εκείνη τη στιγμή παίζουν ρόλο εκκίνησης των άλλων κλιμάκων. Έτσι μπορούμε να έχουμε ευκαιριακά διακριτές μονάδες, όπως το Ένα (που είναι έτσι ακριβώς όπως το ορίσαμε την αντιφατική μονάδα πριν) ή το Δύο, το Τρία κ.λπ. που είναι κι αυτά ίδιες καταστάσεις (αντιφατικές μονάδες), αλλά με δεδομένη τη διαφορετική εκκίνηση κλίμακας.

ΕΝΑ ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 

98. Μπορούμε να φανταστούμε έναν κόσμο, που θα είχε ως υπόβαθρο ένα πλέγμα τέτοιων κομβικών στοιχειωδών θέσεων, που θα συνιστούσαν μιαν αντιφατική ενότητα. Κάθε μια τέτοια κομβική θέση ροής-αντιρροής-λήψης-εκπομπής υπογεγονότων, θα ήταν και μια ξεχωριστή οντότητα (ένα πράγμα), το οποίο θα ελιχε κάποια συγκεκριμένη πλοκή ροής-ανντιρροής υπογεγονότων.
99. Αυτά τα υπογεγονότα, που η ροή-αντιρροή τους συνιστά τα γεγονότα, είναι μηνύματα λήψης-εκπομπής, που εκπροσωπούν το δυναμικό υπόβαθρο του αντιφατικού πλέγματος και προέρχονται απ'αυτό, παίζοντας ρόλο ενέργειας για τις συγκεκριμένες οντότητες του πλέγματος αυτού.
100. Κάθε γεγονός, οντότητα ή πράγμα, συνίσταται από κάποιο σύνολο κομβικών θέσεων του πλέγματος αυτού, που λαμβάνει-εκπέμποντας μηνύματα στο σύμπαν κι απ’το σύμπαν.  Έτσι για κάθε συγκεκριμένη-συνεκτική (συγκεντρωτική) "Εδώ-Δομή" πράγματος ή γεγονότος, θα πρέπει να υπάρχει και ανάλογη συγκεκριμένη αποκεντρωτική «Άπω-Δομή», που να περιλαμβάνει όλο αυτό το συγκεκριμένο «νέφος» αναχώρησης-επιστροφής μηνυμάτων που ανταποκρίνονται στη «Δομή».
101. Αυτό σημαίνει ότι κάθε γεγονός έχει ένα συγκεκριμένο "Συμπαντιακό Αντίλογο", που είναι η εκάστοτε "στιγμιαία άπω-δομική δομή" του στο απώτατο σύμπαν. Αυτό το απύθμενο υλικό πλέγμα μηνυμάτων ως συνειδητό για τον άνθρωπο, θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε πνεύμα ή ψυχή.
102. Ο συνεχής διάλογος "Εδώ" και "Άπω" κάθε πράγματος ή γεγονότος, είναι αυτό που θα  μπορούσε να ονομαστεί "υπόσταση" του γεγονότος  και θα μπορούσε να έχει κάποια όρια που να συνιστούν το συγκεκριμένο Είναι του. Επίσης κάθε αλλαγή στο "Εδώ" δεν μπορεί παρά να ανταποκρίνεται σε μιαν ανάλογη αλλαγή στο "Άπω" και αντίθετα. (Ισως κάποτε γνωρίζοντας τις ακριβείς "συντεταγμένες" των σχέσεων "Εδώ" και "Άπω", κάποιου συγκεκριμένου σώματος θα επεμβαίνουμε για να διορθώνουμε καταστάσεις ή δυσλειτουργίες σε όλο το σύστημα ακόμα και στον οργανισμό των ανθρώπων).
103.  Τα  όρια  του  συγκεκριμένου  που  συνιστούν  ευκαιριακά  κάποιο γεγονός ως πεπερασμένο, αναπάσα στιγμή παραβιάζονται, αφού τα στοιχειώδη κάθε γεγονότος, "κοινωνούν" του δυναμικού αντιφατικού στοιχειώδους, που σαν "έσχατο" υπόβαθρο, είναι η αντιφατικότητα γυμνή, το μηδενικό και άπειρο, το ακαριαίο και ακίνητο, περιέχοντας μια μοναδική μορφή του Όλου, που είναι απειροστική κάθε συγκεκριμένη στιγμή.
104.  Έτσι αν κάθε οντότητα που βρίσκεται σε μια κομβική θέση ή σύνολο  κομβικών θέσεων  του πλέγματος  αυτού  δεχτεί ενέργεια  πέραν αυτής που δικαιούται για να βρίσκεται στη δεδομένη θέση, καταλύεται-εισερχόμενη στο αντιφατικό υπόβαθρο και ανασυντίθεται σχεδόν ακαριαία στη θέση που δικαιούται.  (Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσαν αν γίνουν μετακινήσεις μέσα σ’ένα παγκόσμιο πλέγμα τέτοιων κομβικών θέσεων, δηλαδή να καταλύεται ένα σώμα σ’ένα πλέγμα τέτοιων κοβικών θέσεων και "κατερχόμενο" στο πλέγμα του "ακίνητου και ακαριαίου", να ανασυντίθεται "ανερχόμενο" σε  μιαν  επιθυμητή θέση  άλλου πλέγματος τέτοιων κομβικών θέσεων σχεδον ακαριαία).                                                                                          
105. Υπ’αυτή την έννοια, ο κόσμος μας είναι πλέγμα ανταλλαγής πληροφοριών που η πλοκή του είναι το Γίγνεσθαι ως Ουσία.
106. Έτσι μια τυπική διαλεκτική διεργασία, θα θεωρούσε την Ταυτότητα ως ένα εν εξελίξει καταλυτικο-συνθετικό γεγονός, όπως είναι η αντιφατική μονάδα και με τον τρόπο που παρουσιάστηκε γενικά σ’αυτή την εργασία. Έτσι η αρχή της ταυτότητας, η τόσο αναγκαία για τις συγκριτικές διεργασίες της Λογικής, θα επέστρεφε ως αρχή της αντιφατικής ταυτότητας.
107. Επειδή η αντιφατική ταυτότητα, όπως δείξαμε μπορεί να περιέχει και ένα πρόσωπο του όλου, για να μπορεί να λειτουργήσει ορθολογικά το εύρος της θα πρέπει να ορίζεται από το είδος της έρευνας, το είδος των εμπλεκομένων μονάδων και τις ανάλογες αφετηρίες και αντιστοιχίες αυτών των μονάδων σ’άλλες παράλληλες κλίμακες.
108.  Έτσι αφηρημένα θα μπορούσε να λεχθεί, ότι το γίγνεσθαι που αφορά το εύρος της αντιφατικής ταυτότητας κάθε συγκεκριμένη φορά, θα είναι ένα είδος καταλυτικο-συνθετικής διεργασίας, όπου η τυπικότητα θα υπερβαίνεται από το περιεχόμενο της εκάστοτε πραγματικότητας.
109. Για να μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτή η αντιφατικο-ορθολογική διεργασία, θα πρέπει να έχουν συνταχτεί ιδεατοί πίνακες ροής-αντιροής-λήψης-εκπομπής, όπως αυτοί που αφηρημένα και χωρίς υπολογιστικά όργανα συνέταξα εδώ και τους οποίους προηγουμένως ονόμασα "πλέγματα κομβικών  θέσεων ροής-αντιρροής μυνημάτων". Αυτά θα μπορούσαν ολοκληρωμένα να περιέχουν όλο το φάσμα αυτού του αντιφατικού γίγνεσθαι.
110. Για τη σύνταξη τέτοιων πινάκων, πρέπει να οργανωθεί μια Αντιφατική Γεωμετρία με τους όρους που αναφέραμε πριν. Για κάθε μια συγκεκριμένη περίσταση ένταξης ενός γεγονότος στις συντεταγμένες κάποιου τέτοιου πίνακα, πρέπει να ορίζονται τα προσεγγιστικά όρια της αντιφατικής ταυτότητας του γεγονότος, ανάλογα με την έρευνα και το γεγονός που διερευνάται.
111. Η αντιφατική μονάδα για την οποία μιλήσαμε, είναι δυνατόν να παίρνει ένα νόημα συγκεκριμένο, κάθε φορά που ορίζεται η θέση εκκίνησης του υποθετικού σημείου στην κλίμακα αναφοράς που θα εξυπηρετούσε τη συγκεκριμένη έρευνα.
112. Αυτή η θέση εκκίνησης, η οποία θα μπορούσε να είναι η εκκίνηση για κάποιο καθορισμένο  σύστημα αναφοράς, θα μπορούσε συγχρόνως να σχετίζεται και με όλα τα άλλα απεριόριστα και πορευόμενα σημεία άλλων συστημάτων αναφοράς με διαφορετικό τρόπο για το καθένα.
113. Aυτά τα συστήματα αναφοράς, συνιστούν "ξέχωρες" αντιφατικές ταυτότητες που στο βάθος του διαχωρισμού και της αντικειμενικότητάς  τους, έχουν κρυμμένη την ενότητα της συμμετοχής τους στο έσχατο (ακίνητο και ακαριαίο) καταλυτικο-συνθετικό επίπεδο του παγκοσμίου γίγνεσθαι, που είναι η αντιφατικότητα γυμνή και το εν δυνάμει Είναι.  Έτσι η αντικειμενικότητά τους είναι συμβατική, αφού συνεχώς αίρεται.
114. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλες αυτές οι Μονάδες που θα μπορούσαν να φανούν ως ευκαιριακά αυτόνομες (ταυτότητες), όταν αγγίζουν τις θέσεις των πόλων των κλιμάκων τους, φέρουν στην επιφάνεια το στοιχείο του ακαριαίου και ακίνητου. (Αυτό που όπως αναφέραμε είναι το μηδενικό και άπειρο, το εν δυνάμει, η ενότητα του Όλου, η αντιφατικότητα ως ουσία, όπου εκεί κάθε αντικειμενικότητα και αυτονομία αίρεται).

αντιφατική βιο-χαρτογραφία και αντιφατική βιο-γεωμετρία

115. Όλα αυτά τα σημεία της ταυτόχρονης εκκίνησης, αναχωρούν για το σύμπαν επιστρέφοντας στις θέσεις εκκίνησης, ή οι θέσεις εκκίνησης στέλνουν μηνύματα στο σύμπαν λαμβάνοντας από αυτό. Αυτά επαληθεύουν-διαψεύδοντας τις θέσεις της δικής τους κλίμακας και όλων των άλλων κλιμάκων, εκτός των θέσεων των κλιμάκων που λογίζονται ως ταυτόχρονης εκκίνησης. Έτσι αναδύονται τα όρια στα οποία μπορεί να αναδεικνύεται το Ένα, το Δύο, το Tρία κλπ.
116. Τα πράγματα, τα γεγονότα, τα έμβια όντα και γενικά ο κόσμος μας είναι συστήματα που συντίθενται από εκατομμύρια τέτοιες καταλυτικο-συνθετικές αντιφατικές μονάδες.  Τα αντιφατικά στοιχειώδη των μονάδων αυτών, ταξιδεύουν στο σύμπαν, (στον Συμπαντιακό τους Αντίλογο), επιστρέφοντας, κι έτσι συνθέτουν-καταλύοντας το αντιφατικό τους Μέτρο.  Τα όντα συνίστανται-αποσυντιθέμενα από τέτοιες μονάδες κάποιου ειδικού αντιφατικού Μέτρου, το οποίο είναι σε συνεχή εξέλιξη και αλλαγή και οι οποίες μονάδες συνιστούν αντιφατικά συστήματα λήψης-εκπομπής μηνυμάτων προς και από τον Συμπαντιακό τους Αντίλογο.   Επειδή τα στοιχειώδη αυτού του συσ-τήματος καταλύονται-συντιθέμενα, όντας Άλλα-Αλλού και λίγο πιο κει, το όλο σύστημα που είναι το πράγμα, το ον ή το γεγονός, συνεχώς αλλοιώνεται ως προς τη μορφή και τη δομή, υπάρχει ως τέτοιο έως τη στιγμή που δεν μπορεί να ανασυσταθεί πια κι έτσι γερνά και πεθαίνει.  Τότε το σύστημα διαλύεται κι ανακατατάσσεται ή εισέρχεται στη δομή άλλων ζωντανών συστημάτων.
117.
Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να υποθέσει κάποιο αιτιοκρατημένο και οργα-νωμένο γίγνεσθαι, το οποίο να σχετίζεται με τις θέσεις εκκίνησης, τα συστήματα ανα-φοράς, τη διάρκεια της έρευνας και τον τρόπο που θα συμπεριφέροντο τα μηνύματα αναχώρησης-επιστροφής σ’αυτό το γίγνεσθαι.
118.
Η εργασία αυτή, θα μπορούσε να είναι η επιστήμη, που θα ιχνηλατούσε και θα οργάνωνε μιαν Οικουμενική Βιο-Χαρτογράφηση, για το πως συνίσταται η ενότητα του Μεγάλου με το Μικρό. Αυτή είναι η Αντιφατική Μοναδολογία και η Αντιφατική Βιο-Γεωμετρία που μόνο μέσα στα όριά της, μπορεί να περιγραφεί η Αντιφατική Tαυτότητα κι ο Αντιφατικός Ορθολογισμός.
119.
Αυτή η φανταστική ιστορία του πορευομένου ευθύγραμμα και ομαλά σημείου, σ’όλη της την ανάπτυξη, είναι ο χαρακτηρισμός της Αντιφατικής Μονάδας ή του Αντιφατικού Στοιχειώδους, δηλαδή η Αντιφατική Ταυτότητα.
120.
Απ’ αυτό το αντιφατικό γίγνεσθαι και το χαρακτηρισμό της αντιφατικής ταυτότητας, αναδύεται και η Αρχή της Αντιφατικής Αιτιότητας.
121. 
Η αντιφατική αιτιότητα δεν είναι μονοδιάστατη, εκεί το αίτιο και το  αιτιακό αποτέλεσμα λειτουργούν σταδιακά αμφίδρομα ή καί αμφίδρομα, ανάλογα με τις "αντιθέσεις" και τη "διάρκεια" που συνιστά το εκάστοτε συγκεκριμένο αντιφατικό γίγνεσθαι. Έτσι θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε αμφίδρομη αντιφατική αιτιότητα. Όπως είπαμε, στην Ορθολογική διαδικασία
τα αντίθετα διαλέγονται χωρίς να παραβιάζουν τα όρια που υπάρχουν μεταξύ τους, δηλαδή τα όρια της ταυτότητάς τους. Έτσι αποκαθάρουν τη λογική διεργασία απ’τη συμμετοχή του Μη-Είναι μέσα της, που ορθολογικά θεωρείται το στοιχείο του ψεύδους και της αντιφατικότητας.  Ενώ στη Διαλεκτική (αντιφατική) διαδικασία τ’αντίθετα αλληλοπροεκτείνονται το ένα
μέσα στο άλλο χωρίς να αφήνουν περιθώρια ανεξαρτησίας μεταξύ τους και έτσι η αλληλεπίδραση είναι αμφίδρομη. Σε παράκεντρες όμως καταστάσεις,  όπου  τα θεωρούμενα ως αντίθετα μπορεί κοινωνούν και με άλλα αντιφατικά συστήματα, μπορεί να υπάρξει ευκαιριακά κάποια αιτιακή προτεραιότητα, χωρίς όμως να αποκλείεται και η αμφίδρομη διεργασία, αφού όλα συγχρόνως κοινωνούν με το έσχατο επίπεδο του ακίνητου και ακαριαίου, που είναι η αντιφατικότητα γυμνή, το Εν Δυνάμει Είναι. Απ'όπου απορρέουν οι αρχές "της αντιφατικής σχετικότητας των αντιθέτων" και "της αμφίδρομης αιτιότητας". Εκεί η αλυσίδα της αιτίας ως αμφίδρομη, προϋποθέτει: αιτία κι αποτέλεσμα να αλληλοκαταλύονται-αλληλοσυντιθέμενα, έχοντας απεριόριστες διαστάσεις οι οποίες καταλήγουν τελικά στο Ακαριαίο και Ακίνητο, Μηδενικό και 'Απειρο, το Εν Δυνάμει Είναι, δηλαδή την Αντιφατικότητα Γυμνή. Εκεί η Αιτιότητα συνίσταται από το γίγνεσθαι αναχωρήσεων-επιστροφών, όπως έχει χαρακτηριστεί στη διάρκεια αυτής της εργασίας.
122.
Η αμφίδρομη διεργασία, είναι αυτή του ακαριαίου και ακινήτου, η οποία δε μπορεί να λείψει ποτέ, όντας το στοιχείο του απειροστικού υπόβαθρου. Έτσι η αιτιακή διεργασία ξεκινά από την "αυτό-αλληλεπίδραση", πολύ βαθιά μέσ’ τον ίδιο του τον εαυτό, (χωρίς να αφήνει κανένα περιθώριο απαραβίαστο) και ταξιδεύοντας έξω απ’αυτόν, παραβιάζει τα όρια των άλλων που μπορεί να θεωρηθούν αντίθετα κάθε συγκεκριμένη στιγμή.  Ανάλογα με το βαθμό της αντίθεσής τους, για κάθε αντίθεση ορίζεται και η ανάλογη παραβίαση. Αυτή η παραβίαση μπορεί κάποιες φορές να είναι τέτοια που υπό όρους, να αφήνει κάποιο απαραβίαστο μέρος στο θεωρούμενο ως αντίθετο και γι'αυτό μπορεί να λειτουργεί και ο ορθολογισμός, ως ένα σημείο.
123.
Γενικά όμως ονομάζεται αντιφατικός ορθολογισμός, γιατί μαζί με την ακαριαία συγκριτική διαδικασία (που είναι η ακαριαία αλληλεπίδραση και άρα αντιφατική), υπάρχει κι ένα περιθώριο αντιθετικής (ορθολογικής) διεργασίας μέσ’τα όρια της αντιφατικότητας.
124
. Στη συγκριτική και αιτιακή αυτή διεργασία, όλα εξαρτώνται από τα όρια που θα τεθούν στην αντιφατική ταυτότητα και την αντιθετική "αξία" των σκελών της αντιφατικής σχέσης. Όμως δεν πρέπει ποτέ να ξεχνιέται πως οι σχέσεις εκεί είναι συμβατικές, και σχετικές με το γίγνεσθαι που συνιστούν όλοι οι παράγοντες της αντιφατικής σχέσης.
125. 
Η  εργασία  μου  αυτή  ακολουθείται  από την  αδυναμία  ότι  έχει  την  ανάγκη της αμεσότητας και της πράξης, αφού δεν μπορεί να γίνεται απόλυτα κατανοητή με τα λόγια. Ακόμα προϋποθέτει μιαν άλλη αντίληψη,  περί χώρου,  χρόνου και γίγνεσθαι, επίσης και μιαν αντιφατικο-γεωμετρική μαθηματική σύνταξη που αδυνατώ να ολοκληρώσω.                                                                                  

126. 
  Όλη αυτή τη φανταστική ιστορία του πορευομένου ευθύγραμμα και ομαλά σημείου, σ’όλη της την ανάπτυξη, την οποία χαρακτήρισα αντιφατική ταυτότητα, αντιφατικό στοιχειώδες ή αντιφατική μονάδα, πρέπει να λάβει υπόψιν της η σύγχρονη επιστήμη, αν θέλει να βαδίσει στο Νέο.
127.
Υπ’αυτή την έννοια η γλώσσα της επιστήμης  πρέπει να συμπέσει με τη λογικογλωσσική σύνταξη της αντιφατικής βιογεωμετρίας, όπου ο κόσμος θα είναι βιοχαρτογραφημένος σε ανάλογους πίνακες οι οποίοι θα ορίζονται κι από τα ανάλογα αντιφατικά συστήματα ροής-αντιρροής-λήψης-εκπομπής. Κι εδώ θα υπάρξει μια γλωσσική αντιφατική σύνταξη, που θα λαμβάνει υπόψιν το αντιφατικό στοιχειώδες. Επίσης πρέπει να λάβει υπόψιν τον αντιφατικό τρόπο  οργάνωσης της σκέψης, μέσω της έννοιας του αντιφατικού στοιχειώδους.
128.
Στη συνέχεια όλες οι επιστήμες θα πρέπει να ξανακοιταχτούν, παίρνοντας υπόψιν τον αντιφατικό τρόπο βιο-χαρτογράφησης του κόσμου. Έτσι που η Επιστήμη θα ξαναγίνει Μία και θα συμπέσει με τη Φιλοσοφία, δηλαδή την αντιφατικο-ορθολογική γλώσσα, δηλαδή τη διαλεκτική ως ουσία.

Ως Επίλογος, μια επισήμανση για τον αντιφατικό χώρο και χρόνο:

Τονίζω ότι από αντιφατική όψη, ο χρόνος δεν είναι διάρκεια αλλά ούτε κι ο χώρος έκταση.  Στο κβαντικό επίπεδο του κόσμου μας, χρόνος είναι η συχνότητα επανάληψης χωρικών μέτρων σε θέση (υπογεγονότων σε θέση) και χώρος το μήκος κύματος ή το μέγεθος διασποράς τους. Επειδή αυτό το επίπεδο σχετίζεται με φωτόνια ή κβάντα ενεργείας, με συχνότητες και μήκη κυμάτων, πρέπει να δεχτούμε ότι ο χώρος κι ο χρόνος συνιστούν γενεσιουργό ενότητα με τα γεγονότα (δεν μπορούμε να έχουμε συχνότητα χωρίς μήκος κύματος). Επίσης η ταχύτητα είναι κάτι διαφορετικό απ’αυτό που έχουμε αποδεχθεί. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το φωτόνιο, υπάρχοντας καταλυτικο-συνθετικά, δεν μπορεί να έχει ταχύτητα, αφού ουσιαστικά κάθε στιγμή είναι Άλλο-Αλλού-Όμοιο κι Ανόμοιο μ'αυτό που ήταν (με τον εαυτό του).
     Όλα τα παράδοξα της θεωρίας της σχετικότητας πιθανόν οφείλονται στο γεγονός ότι το φωτόνιο είναι μια κβαντική οντότητα την οποία εμείς αντιμετωπίζουμε ως πράγμα και παράνομα ορίζουμε μέσα στα όρια της νευτώνειας αντικειμενικότητας. Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και στην "αβεβαιότητα" η οποία διέπει τις μετρήσεις συζυγών ιδιότητων κβαντικών αντικειμένων:  Στριμώχνουμε τον χρόνο και τη συχνότητα ενός κβαντικού αντικειμένου στην νευτώνεια διάσταση, όπου εκεί βασιλεύει η αντικειμενικότητα κι ο ντετερμινισμός, ενώ η συχνότητα είναι ο χρόνος στην κβαντική του διάσταση που η αντικειμενικότητα κι ο ντετερμινισμός καταργούνται. (Ακόμα και η εξίσωση του Στρένγκερ μπλέκει τον κβαντικό χρόνο που είναι η συχνότητα με τον νευτώνειο χρόνο, που είναι διάρκεια, ενώ ξέρουμε ότι τα κβαντικά γεγονότα δεν διαρκού αφού είναι συνεχώς Άλλα-Αλλού).

ΤΕΛΙΚΗ ΕΠΙΣΉΜΑΝΣΗ:
Τονίζω ξανά ότι: Αν η επιστήμη δεν λάβει σοβαρά υπ’όψιν την πρόταση μου περί του Αντιφατικού Στοιχειώδους, της Αντιφατικής Ταυτότητας και του Αντιφατικού Ορθολογισμού ή Αντιφατικής Μοναδολογίας, όπως προτείνεται σ’αυτήν την εργασία ή σε πιθανές ανάλογες εργασίες άλλων, ίσως πιο σωστά τοποθετημένες από εμένα και με την ανάλογη μαθηματική κάλυψη, δεν θα προχωρήσει άλλο θεωρητικά.  Αυτό γιατί ο κόσμος είναι ένα δυναμικό γεγονός έχον αντιφατική φύση και για να μπορέσει να ερμηνευτεί ως τέτοιο, χρειάζεται έναν ορθολογισμό ο οποίος να λαμβάνει υπόψιν τον κόσμο αντιφατικά καταλυτικο-συνθετικά. Είναι ανάγκη νέοι διανοητές και μαθηματικοί να παραμερίσουν την γνώση τους, χρησιμοποιώντας την επαναστατικότητα και την δυναμική της διάνοιάς τους και να ασχοληθούν με την εργασία αυτή, ως ξεκίνημα για ένα μακρύ ταξίδι στο Νέο. 
       Θα πρέπει να δημιουργηθεί ένας νέος μαθηματικός λόγος, που να στηρίζει τους πίνακες των μοντέλων οι οποίοι θα περιγράφουν τον κόσμο μας ως καταλυτικο-συνθετικό γίγνεσθαι. Τότε όλες οι επιστήμες θα πρέπει να μπουν σε άλλο θεωρητικό πλαίσιο και λογική, που θα λαμβάνει υπόψιν την καταλυτική-συνθετότητα της ταυτότητας των όντων και την αμφίδρομη αιτιότητα, έτσι που όλα θα πρέπει να ξαναοργανωθούν από την αρχή.
      Η μαθηματική αυτή γλώσσα θα στηρίζεται στην λογικο-γλωσσική σύνταξη που θα έχει σαν βασικό κορμό τους αντιφατικούς πίνακες, για τους οποίους προϊδεάζω τον αναγνώστη, προτείνοντας την λειτουργία αυτού του αντιφατικού μοντέλου ως "Αντιφατική Μοναδολογία και Οικουμενική Βιοχαρτογραφία".

―Παράλληλα με την έννοια της αντιφατικής ταυτότητας, αναδύεται και η έννοια της Ψυχής ως αντιφατικό καταλυτικο-συνθετικό γίγνεσθαι, της σχέσης Συνείδησης και Αισθητικής, η οποία δεν είναι Αθάνατη, αλλά Είναι-ΜηΌντας. Δηλαδή Αιώνια Γεννωμένη-Θνήσκουσα, ως Αυτή-Άλλη-Αλλού, όμοια κι ανόμοια με τον εαυτό της.
                                                                                                                                                              ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ                              

Εδώ θα πρέπει να θυμηθούμε την περί ψυχής  απόφανση του Ηράκλειτου: [Όποιο δρόμο κι αν πήρα στο πέρας της ψυχής δεν έφτασα, τόσο βαθιά βρίσκεται].
       Σύμφωνα με την περιγραφή της Αντιφατικής Ταυτότητας, στο μέρος της εργασίας αυτής περί της Αντιφατικής Μοναδολογίας, ο άνθρωπος συνίσταται από μιαν απεριόριστη, πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη σειρά αντιφατικών στοιχειωδών τα οποία ταξιδεύουν, με το δικό τους ξέχωρο τρόπο, για τον ανάλογο συμπαντιακό αντίλογο και επιστρέφοντας στην ανάλογη θέση επαληθεύουν-διαψεύδοντας το γεγονός που εκπροσωπούν.
       Επειδή ο άνθρωπος συνίσταται από μια απύθμενη σειρά αντιφατικών ποσοτικο-ποιοτικών στοιχειωδών, ο Συμπαντιακός Αντίλογος με τον οποίον διαλέγεται είναι απειροστικά πολυπρόσωπος, πολυεπίπεδος και πολυδιάστατος σε σχέση μ’αυτόν των αντιφατικών στοιχειωδών του. Αυτός εκπροσωπεί έναντι της Εδώ-δομής, δηλαδή της σωματιδιακής δομής, η οποία παρουσιάζεται ως σχετικά σταθερή, την Άπω-δομή η οποία συνίσταται απ’τις ροές-αντιρροές ανταλλαγής μεταξύ της Εδώ-Δομής και της Άπω-Δομής του απειροστικά πολυδιάστατου Συμπαντιακού Αντίλογου του ανθρώπου. Η βασική ροή-αντιρροή του Συμπαντιακού Αντιλόγου είναι αυτή του ακινήτου και ακαριαίου, όπως την παρουσίασε ο Ζήνων και έχει ως λειτουργία τον ακαριαίο παλμικό κραδασμό (τον οποίον περιγράψαμε στην Αντιφατική Μοναδολογία). Αυτός ο κραδασμός ροής-αντιρροής δείχνει ότι το Σύμπαν κι όλα τα όντα έχουν μιαν ακαριαία διαισθαντική επικοινωνία μεταξύ τους συνιστώντας ζωντανό Όλον. Δεν μπορεί να συμβεί κάτι κάπου και να μη γίνει αισθητό απ’το σύμπαν ή ακόμα και απ’όλα τα όντα του σύμπαντος. Αυτή είναι η αιτία των λεγομένων “μεταφυσικών” δυνατοτήτων του ανθρώπου, με τη διαφορά ότι η σύγχρονη επιστήμη έχει ήδη αρχίσει ν’ αναδεικνύει ότι αυτές οι ιδιότητες δεν είναι μεταφυσικές, αλλά είναι απλά φυσικές. Η Ψυχή είναι αυτό το σύστημα ροών-αντιρροών ενεργειακών ανταλλαγών ως γενικό Αντιφατικό Καταλυτικο-Συνθετικό, Υλικό Γίγνεσθαι, το οποίο παίρνει μορφή συγκεκριμένη στην αντιφατική σχέση Αισθητικής και Συνείδησης, κάθε συγκεκριμένου ανθρώπου.             
       Εδώ μολονότι διαλογικά άκομψο, πρέπει να επαναλάβω την πρότασή μου για το πως η νόηση είναι δυνατή, αφού έχει σημασία για την περιγραφή της Ψυχής κα τη σχέση της με τη Φυσική κι όχι με τη Μεταφυσική: Μολονότι η επιστήμη σε θέματα που αφορούν τη δομή του εγκεφάλου βρίσκεται ακόμα στην έρευνα, μπορεί να δείξει ότι η φιλοσοφική προσέγγιση στη λειτουργία της νόησης, όπως τη δέχονται κι επιχειρούν οι Καντ και Χέγκελ είναι πρωτόγονη. Αν θέλαμε να δώσουμε μιαν απάντηση στο ερώτημα «πως η νόηση είναι δυνατή» με τα σημερινά δεδομένα, θα ήταν πιο ταιριαστό το εξής: Ο άνθρωπος ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας εξέλιξης, είναι αυτός ο ίδιος  μια κωδική  καταγραφή  αυτής της πορείας.  Η μορφή και η δομή του είναι μια ιδιάζουσα γλώσσα η οποία περιγράφει ιστορικά όλο αυτό το εμπειρικό γίγνεσθαι. Είναι αποδεκτό σήμερα, ότι το κωδικά γεγραμμένο εμπειρικό γίγνεσθαι, υπάρχει μέσα μας ως μια κληρονομική μικροδομική καταγραφή, που λέγεται DNA. Αυτό είναι ο κληρονομικός γνωστικός μηχανισμός του ανθρώπου ως αποτέλεσμα της κληρονομικής εμπειρικής κωδικής συσσώρευσης. Ο εγκέφαλος μέσω του DNA, είναι μια ιδιόμορφη καταγραφή της εξελικτικής πορείας κάθε όντος στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
      Εισερχόμενη μια νέα εμπειρία στον κληρονομικό εμπειρικό κωδικό γνωστικό μηχανισμό, δεν είναι ολόιδια δομικά γεγραμμένη μέσα του. Έτσι μπαίνοντας παραβάλλεται με αυτόν και αποκωδικοποιώντας τις αρχαίες κωδικές δομές τον αφυπνίζει επανακωδικοποιώντας τον λίγο διαφορετικά ως νέο. Η σύνθεση των νέων κωδικών καταγραφών ανταποκρίνεται στη Λογική και τη Συνείδηση, ενώ το μέρος της δομής του εγκεφάλου το οποίο συνεχίζει να μένει κωδικό κι ανεξερεύνητο, ανταποκρίνεται στο Αίσθημα και τη Ενόραση, δηλαδή την Αισθητική. Το αποκωδικοποιημένο μέρος του εγκεφάλου, δηλαδή η Λογική και το απύθμενο μέρος, δηλαδή η Αισθητική που συνεχίζει να είναι ακόμα κωδικό, δεν είναι απόλυτα ξέχωρα μεταξύ τους. Έτσι η Συνείδηση συνεχώς αντλεί απ’το απύθμενο μέρος του εγκεφάλου, που είναι το Συναίσθημα η Ενόραση και η Φαντασία, δηλαδή η Αισθητική και αντίθετα. Δεν είναι ποτέ δυνατή καμιά επιστήμη χωρίς Ενόραση, ούτε είναι αρκετή η εμπειρία με μόνο οδηγό την Ορθολογική διαδικασία. Κάθε επιλογή, η οποία ακολουθείται απ'τον παράγοντα του αγνώστου ή του νέου, προϋποθέτει μικρό ή μεγάλο «άλμα πίστης» για να υπερπηδάμε το κενό γνώσης· κι επειδή κάθε βήμα στο Νέο προϋποθέτει και ένα εμπειρικό κενό, αυτό αναπληρώνεται προσωρινά απ’την Αισθητική. Ο ερευνητής πατά στον κωδικά γεγραμμένο κληρονομικό εμπειρικό γνωστικό μηχανισμό, δηλαδή στην ασυνείδητη “εκ των προτέρων” κληρονομική εμπειρική γνωστική του δυνατότητα ή την ενδοϋπαρξιακή του αίσθησή του ως Εγώ, την Ενόραση και Αισθητική του, διακινδυνεύοντας αποφάνσεις. Αυτές μπαίνουν σε διαδικασία επαλήθευσης, που είναι η εφαρμογή, το πείραμα ή η καθημερινότητα, δημιουργώντας την βάση στην οποία μπορεί να πατά στέρεα η επιλογή κι η έρευνα. Αυτό το νοητικο-πρακτικό γίγνεσθαι συνιστά μιαν αδιάρρηκτη ενότητα, την στάση ζωής κάθε ανθρώπου:   Ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίζει κι η εμπειρία του να είναι αληθινή, έγκυρη κι όχι φαινομενική, επειδή όλη η πορεία του κόσμου είναι γεγραμμένη κωδικά μέσα του. Είναι αυτή η οποία τον συνιστά ως Ον και συγχρόνως ως καταγραφή, είναι το σύστημα των λογικών αντιστοιχιών με τις οποίες προσλαμβάνει, παραβάλλει κι επεξεργάζεται, γονιμοποιώντας λογικά την εμπειρία.
       Αυτό το πολυδιάστατο σύστημα ροών-αντιρροών ενεργείας, που ονόμασα “Ψυχή”, δεν το θεωρώ αιώνιο. Ξεκινά από την γέννηση του ανθρώπου, πορεύεται ως πολυεπίπεδο-πολυδιάστατο καταλυτικο-συνθετικό γεγονός και καταλύεται με τον θάνατό του ανθρώπου: Τα αντιφατικά στοιχειώδη, τα οποία συνιστούν το νεογέννητο,  υπάρχουν στο αχανές Εν Δυνάμει επίπεδο της παγκόσμιας αντιφατικότητας η οποία είναι παντού και πουθενά, άπειρη και μηδενική, ακίνητη και ακαριαία (όπως την περιέγραψε συνοπτικά ο Ζήνων).  Όταν οι προϋποθέσεις ύπαρξης του όντος συσταθούν, αυτό ξεκινά την ιδιωτική του πορεία, περιέχοντας κληρονομικά το Όλον στο DNA και στον κληρονομικό γνωστικό του μηχανισμό. Από κει και πέρα η Εδώ-Δομή του συνεχώς διαλέγεται με την Άπο-δομή του, η οποία είναι το Σύμπαν, εξελίσσεται και συνεχώς αλλάζει. Οι αλλαγές στη σύνθεσή του όμως, δεν είναι έτσι ώστε να μη επαληθεύονται-διαψευδόμενες απ’τη ροή-αντιρροή των αντιφατικών στοιχειωδών, τα οποία ταξιδεύουν προς τον συμπαντιακό τους αντίλογο επιστρέφοντας στο Ον. Αυτό θα πραγματοποιείται ως μια συνεχής καταλυτικο-συνθετική πορεία επαληθευόμενης-διάψευσής του από τα πορευόμενα-αντιπορεύμενα στοιχειώδη, η οποία θα παρουσιάζει το Ον, σε μια κλιμακούμενη, αναπτυσσόμενη και συγχρόνως φθίνουσα πορεία, και τη στιγμή που το σύστημα ροής-αντιρροής δε θα μπορεί να επαληθεύσει το Ον πια, αυτό θα πεθάνει. Φυσικά ο θάνατος είναι κι αυτός μια μεγάλη πορεία του Όλλυσθαι (αντίδρομη στο Γίγνεσθαι), η οποία με τη σειρά της καταλυόμενη-συντίθεται μέσα σε άλλες καταλυτικο-συνθετικές, εξελικτικές καταστάσεις μετέχοντας στο παγκόσμιο γίγνεθαι ως Άλλο.   Από αυτή την όψη το Ον δεν πεθαίνει αλλά μετασχηματίζεται μετέχοντας στο Άλλο. Για να γίνει πλήρως κατανοητή η άποψή αυτή περί Ψυχής, ο αναγνώστης πρέπει να έχει στον νου την περιγραφή του Αντιφατικού Στοιχειώδους και της Αντιφατικής Ταυτότητας, από της οποίας το αντιφατικό γίγνεσθαι, αναδύεται η Ψυχή.
                                                                                                                                                                    Ο ΥΠΝΟΣ, ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΣΤΑΣΗ ΖΩΗΣ
                                                                                                                                                                 Λέει ο Ηράκλειτος: Ο ανθρώπινος νους εργάζεται συνεχώς, γρηγορών και καθεύδων  (ξύπνιος και κοιμόμενος).                                                                            
       Το ανθρώπινο DNA και μέσω αυτού ο εγκέφαλος δε σταματά ποτέ να λειτουργεί. Έτσι κατά τη διάρκεια του ύπνου φέρνει κυρίως εικόνες από τις δραστηριότητες της καθημερινότητας, αλλά και από καταστάσεις του απύθμενου παρελθόντος, τις οποίες αυτός ο οποίος ονειρεύεται δεν μπορεί να έχει γνωρίζει. Αυτές πιθανόν έρχονται από το απώτατο παρελθόν το οποίο υπήρχε στις συνειδήσεις των προγόνων. Έτσι νιώθουμε ότι έχουμε ζήσει κι άλλες ζωές, οι οποίες ίσως είναι αυτές των προγόνων μας. Επειδή τα όνειρα είναι εικόνες αποθηκευμένες μέσα στον απύθμενο βάθος της Αισθητικής κι επειδή εμφανίζονται στην ίδια ενύπνια αφήγηση, αφου το πάχος του χρόνου έχει συμπτυχθεί στο Τώρα, δεν υπακούουν στην ιστορική τους ορθολογική αλληλουχία και χωρο-χρονική πειθαρχία. Κι επειδή το λογικο-γλωσσικό μας σύστημα κοινωνεί και με το αντιφατικό, απύθμενο, έσχατο επίπεδο του κόσμου, (το ακίνητο-ακαριαίο, το εν Δυνάμει Είναι, όπου υπάρχουν συγχρόνως όλα τα πρόσωπα του κόσμου και κανένα), το όνειρο μπορεί να αναδείξει ως εν δυνάμει πραγματοποιήσιμες και πιθανές καταστάσεις του κοντινού μέλλοντος. Δηλαδή κάποιες φορές να προβλέψει κατά προσέγγιση και το εγγύς μέλλον.
      Όμως το σπουδαιότερο είναι η ενόραση κι η φαντασία μέσω της οποίας ο άνθρωπος οργανώνει δραστηριότητες, όταν τα λογικά και τα εμπειρικά δεδομένα είναι ανεπαρκή. Ο άνθρωπος, μέσω της Αισθητικής, η οποία είναι το απύθμενο βάθος απ’όπου αντλεί την ύπαρξή της η Ψυχή, οργανώνει σε συνδυασμό με τη συνείδηση μια στάση ζωής για το κοινωνικό και το παγκόσμιο γίγνεσθαι κι αποφασίζει χωρίς το ανάλογο εμπειρικό βάρος.
      Ο άνθρωπος δε μπορεί να υπάρξει, αλλά ούτε να λειτουργήσει χωρίς τις ιδιότητες που απορρέουν απ’την αισθητική. Με την “στάση ζωής” του, αναδεικνύει μέσα του έναν ενστικτώδη τρόπο αντιμετώπισης του κόσμου και των προκλήσεων οι οποίες γεννιόνται απ’το περιβάλλον.  Η σκέψη μπορεί να τον οδηγήσει σε νηφάλιες θεωρήσεις κι αποφάσεις, όταν όμως είναι στη δύνη της δράσης, η Αισθητική Πειθαρχία κι η Στάση Ζωής θα πάρουν το πηδάλιο.
Ο άνθρωπος έχοντας τις καταβολές της λογικής, της συνείδησης, της επιστημονικής εμπειρίας και της στάσης ζωής, η οποία έχει οργανωθεί διά της Αισθητικής του, Φαντάζεται, Υποθέτει και ταξιδεύει Ενορατικά μέσα του, αναζητώντας συνεχώς νέα υποθετικά προβλήματα κι ανάλογες λύσεις.  ―Που πηγαίνει παραπατώντας όρθιος ο πίθηκος ο οποίος μόλις κατέβηκε απ’τα κλαδιά και βαδίζει στο ξέφωτο; Όλοι ξέρουν ότι θα χαθεί. Ο πρώτος χάθηκε κι δεύτερος χάθηκε, χάθηκαν πολλοί. Κάποιος όμως με την παρέα του προχωρά ακόμα στον ορίζοντα του πολιτισμού. ―Τι κάνει αυτός ο άθλιος καβάλα στη μικρή ξύλινη σχεδία; θέλει να διασχίσει τις θάλασσες. ―Τι θέλει κάνει αυτός με το τενεκεδένιο του κατασκεύασμα; Θέλει να πετάξει παρά τη θέληση του Θεού και την καθημερινή λογική. Πόσοι ανόητοι δε συνετρίβησαν! Κάποιος όμως με το άθλιο κατασκεύασμά του προτού συντριβεί, έκανε διαδρομή ογδόντα μέτρων.  Οι συνετοί γέλασαν: μια τρύπα στο νερό! Τώρα όμως οι περισσότερες μεταφορές γίνονται με αεροπλάνα, δηλαδή μεταλλικές κατασκευές οι οποίες είναι βαρύτερες από τον αέρα.
                                                                                                                                                             ΟΡΑΜΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ
                                                                                                                                                                    Η έννοια της ουτοπίας είναι μια αφηρημένη και αμφίσημη σχέση Λογικής κι Αισθητικής. Είναι αμφίσημη αφού δε μπορεί να υπάρξει χωρίς το όραμα. Δηλαδή η ουτοπία και το όραμα συνιστούν μιαν αντιφατική ενότητα όπου ενώ το ένα γεννά το άλλο, συγχρόνως το μάχεται κιόλας.
      Η έννοια της ουτοπίας μπορεί αφηρημένα να οριοθετείται συνεχώς αλλά το ακριβές της νόημα να διαφεύγει, γι'αυτό θα ήταν καλύτερο να μπούμε κατευθείαν στο θέμα ως συγκεκριμένο. Έτσι πρέπει να θυμηθούμε αυτά τα οποία υπήρξαν κατεξοχήν ουτοπικά στην πορεία του ανθρώπου κι από κει να κρίνουμε αν κάποια του οράματα πραγματοποιήθηκαν, ενώ θεωρούντο ουτοπικά.
     Το μεγαλύτερο ουτοπικό όνειρο του ανθρώπου ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων να πετάξει. Βέβαια ο άνθρωπος δεν έβγαλε φτερά, αλλά πέτυχε κάτι ακόμα καλύτερο. Δεν πετά μόνο αλλά σηκώνει ολόκληρα υλικά συστήματα και τα μεταφέρει αεροπλοϊκώς όπου θέλει.  Η πτήση που κάποτε θεωρείτο το πιο ουτοπικό όνειρό του ολοκληρώθηκε σε βαθμό που δεν αμφιβάλουμε καθόλου για την πραγματοποίησή της. Επίσης ο άνθρωπος μπορεί να ξεσηκώσει ολόκληρες πολιτείες, τις οποίες να μεταφέρει σιδηροδρομικώς ή ατμοπλοϊκώς όπου θέλει, κάτι το οποίο κάποτε που κάποτε, όχι μόνον ήταν ουτοπικό, αλλά και αδιανόητο.
       Κάποτε στην Ελλάδα οι άνθρωποι αποφάσισαν ότι δεν θέλουν να κυβερνούνται από κληρονομικούς ηγεμόνες ή βασιλείς να κάποιοι να τους ορίζουν τον τρόπο που πρέπει να ζουν. Αυτό κι αν δεν ήταν ουτοπία, αφού ακόμα και σήμερα οι περισσότεροι λαοί στον κόσμο δεν έχουν αληθινή δημοκρατία, αλλά εικονική ή μικτή αριστοκρατική με τον βασιλέα εγγυητή του πολιτεύματος και οπωσδήποτε μια κληρονομικά οργανωμένη άρχουσα κοινοβουλευτική τάξη.
       Όταν έγιναν τα πρώτα βήματα για την οργάνωση της δημοκρατικής κοινωνίας όλοι γέλασαν, αφού αυτό κι αν δεν ήταν μια ουτοπία. Μάλιστα οι σοφοί βρήκαν από τότε άλλο ένα ζήτημα το οποίο θα απασχολούσε την φιλοσοφία και γενικότερα τη σκέψη για πάντα: αν δηλαδή αυτό μπορούσε ή όχι να γίνει και πως; Από τότε η ανθρώπινη κοινωνία πορεύεται πατώντας πάνω στο αν αυτή ή εκείνη η δημοκρατία είναι ουτοπική ή όχι κι αν μπορεί να πραγματοποιηθεί.
Είναι αλήθεια ότι τίποτα από όσα οραματίστηκε ο άνθρωπος δεν έχει ολοκληρωμένα κι απόλυτα πραγματοποιηθεί, αντίθετα ζούμε σε μια συνεχή πραγματοποίηση-διάψευση των οραμάτων του, τα οποία βρίσκονται πάντα κάπου απόμακρα, προκαλώντας μας. Δηλαδή μολονότι τείνουν, ποτέ δεν πραγματοποιούνται όπως ακριβώς τα έχουμε οραματιστεί. Έτσι ενώ κάποιοι βλέπουν μια κατάσταση να τείνει προς το όραμα, άλλοι θεωρούν ότι τείνει στην ουτοπία και μάχονται να δείξουν ότι είναι προς αποφυγήν.
      Από τότε που κάποιοι νεο-πίθηκοι αποφάσισαν να κατέβουν από τα κλαδιά, γιατί οι θέσεις πάνω στα δέντρα δεν ήταν αρκετές ή αρκετά καλές για όλους κι άρχισαν παραπατώντας να απομακρύνονται στο άγνωστο κάτω απ’τη χλεύη των αποκατεστημένων, στα γραφεία, στις τράπεζες, πίσω από τεράστιες περιουσίες και την εικονική δύναμη της εξουσίας, γεννήθηκε η μεγάλη πορεία του όντος μέσα στην ατέρμονη ουτοπία.
     Αφού ο πίθηκος κατέβηκε απ'τα κλαδιά και περπάτησε, αφού έφτιαξε πλοία και ταξίδεψε στο άγνωστο, αφού έφτιαξε αερόπλοια και ιχνηλατεί το σύμπαν, η ουτοπία συνέπεσε πια με τη δυναμική πραγματικότητα.  Μάθαμε πως ό,τι περνά από τον ανθρώπινο νου και στηρίζεται σε λογική διαδικασία είναι εν δυνάμει πραγματοποιήσιμο. Επίσης μάθαμε ότι η ουτοπία είναι η ανθρώπινη πορεία μέσα στην απραγματοποίητη-πραγματικότητα.
      Βέβαια υπάρχει και μια ουτοπία που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας, η οποία μολονότι απασχόλησε τον άνθρωπο για αιώνες, στις μέρες μας έχει πια διαλυθεί. Αυτή είναι η Μεταφυσική. Η σύγχρονη επιστήμη, αυτό το οποίο κάποτε θεωρείτο μεταφυσικό, το ενέταξε φυσική πραγματικότητα. Έτσι έγινε βέβαιο ότι μια ουτοπία δεν μπορεί να γίνει πράξη, όταν είναι ήδη πραγματικότητα, αλλά εμείς, ενώ είναι μπρος τα μάτια μας, από απληστία ή ανοησία ψάχνουμε να τη βρούμε αλλού.
       Η μεγαλύτερη ουτοπία είναι η ανθρώπινη αθανασία την οποία ο άνθρωπος αναζήτησε στην μεταφυσική. Όπως ο άνθρωπος δεν πέταξε μέσω του εαυτού του, δηλαδή δεν έβγαλε φτερά, αλλά πέταξε μέσω της λογικής του, έτσι δεν είναι αιώνιος επειδή αυτός ο ίδιος θα υπάρχει πάντα. Η διαλεκτική σκέψη, μας υπενθυμίζει ότι η αθανασία είναι κάτι που γίγνεται κοινωνικά-πολιτισμικά μέσω των άλλων ή βιολογικά μέσω αναπαραγωγής.  Ό,τι μένει αιώνια Αυτό το Ίδιο, διαλεκτικά είναι νεκρό, αφού η αληθινή αιωνιότητα πραγματοποιείται μέσα απ'το αέναο γίγνεσθαι που καταλύεται-συντιθέμενο και Είναι-ΜηΌντας.  Ό,τι είναι απόλυτα ολοκληρωμένο και τέλειο πεθαίνει, αφού δε έχει χώρο για γίγνεσθαι και υπέρβαση. Ό,τι θεωρείται ουτοπικό και βρίσκεται ατελές στο βάθος του Είναι, μας καλεί σε συνεχή υπέρβαση αυτού το οποίο είμαστε, κα αυτό το αέναο γίγνεσθαι της επιδίωξης είναι η ίδια η Αθανασία.
     Από τα προηγούμενα έγινε νύξη ότι η Ψυχή είναι η διαλογική διαδικασία της αντιφατικής ενότητας της Εδώ-δομής και της Άπω-δομής. Βέβαια αυτή η σχέση όταν συνιστά την ανθρώπινη ψυχή, αποτελείται από απεριόριστη πλοκή αντιφατικών στοιχειωδών απεριόριστης σειράς κοσμικών επιπέδων, η οποία τείνει προς το άπειρο. Είναι η απεριόριστη σειρά “συμπαντιακών αντιλόγων” των αντιφατικών στοιχειωδών, οι οποίοι συμβατικά χωρίζονται σε κοσμικά επίπεδα. Τα επίπεδα αυτά ξεκινούν από το έσχατο της γυμνής αντιφατικότητας (το ακίνητο-ακαριαίο και το Εν Δυνάμει Είναι) και καταλήγουν στο επίπεδο του νευτώνειου κόσμου, δηλαδή των πραγμάτων.
       Κάθε γεγονός, πράγμα ή άνθρωπος, συνίσταται από μια τείνουσα προς το άπειρο σειρά αντιφατικών στοιχείων, τα οποία συνιστούν πολυεπίπεδα και πολυδιάστατα συστήματα πλοκής αντιφατικών οντοτήτων, που έχουν δικούς τους “αντιφατικούς συμπαντιακούς αντιλόγους” οι οποίοι τείνουν προς το άπειρο.  Το αντιφατικό αβυσσαλέο πολυδιάστατο και πολυεπίπεδο αυτό σύστημα, το οποίο βρίσκεται σε αέναη καταλυτικο-συνθετική αλλαγή, ξεκινά απ’το συμπαντιακό αντίλογο της ακαριαίας ταλάντωσης της γυμνής αντιφατικότητας και τελικά φτάνει στους συμπαντιακούς αντιλόγους των νευτωνείων αιτιακών αντικειμενικών σχέσεων της συμβατικής ακινησίας, είναι η Ψυχή κάθε ανθρώπου. Αυτή είναι γεγραμμένη στο DNA του ή ίσως σε κάποιο άλλο ακόμα βαθύτερο σύστημα μικρο-δομικής καταγραφής του Όλου. Έτσι αφού ο άνθρωπος περιέχει υλικά-δομικά το Όλον, μπορεί να κοινωνεί διανοητικά και διαισθαντικά μ’αυτό. Αυτό όμως δεν οφείλεται σε κάποια μεταφυσική δυνατότητα, αλλά στη φύση του η οποία δεν είναι τόσο μηχανική όσο την έχουμε δεχτεί. Η φύση όπως κι η ύλη είναι ζωντανές κι έχουν το δικό τους τρόπο να δείχνουν αυτή την πλευρά της παρουσίας τους.  Η διαίσθηση, η φαντασία και το συναίσθημα που θεωρούνται απόκοσμες και μεταφυσικές ιδιότητες, είναι αυτές που αποτείνονται στα βαθύτερα επίπεδα του Είναι και γι’αυτό πρέπει να θεωρούνται περισσότερο Υλικές από τις άλλες ιδιότητες του ανθρώπου.
      Το όραμα κι η ουτοπία είναι οι πιο πνευματικές ανθρώπινες λειτουργίες οι οποίες απορρέουν απ’το βάθος της Αισθητικής του. Η συνεχής σχέση Αισθητικής και Συνείδησης η οποία είναι η λειτουργία της Ψυχής, βυθίζεται κάθε φορά ταχύτατα έως και ακαριαία σε όλο το απειροστικό αντιφατικό ρεύμα ανταλλαγής ροών-αντιρροών, λήψης-εκπομπής μηνυμάτων από το «Εγώ» προς το «Άλλο» (τον συμπαντιακό του αντίλογο) και αυτό μπορεί να έχει αποτέλεσμα τη συγκίνηση, την αγάπη, την ενόρση, την επιστημονική ή την καλλιτεχνική σύλληψη, δηλαδή τη σχέση ονείρου και ουτοπίας.
                                                                                                                                                                    Η ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΖΩΗ
                                                                                                                                                               Αυτό το πολυδιάστατο, ευμετάβλητο, αντιφατικό και αχνές νέφος, το οποίο τελικά είναι ο άνθρωπος, συνίσταται-καταλυόμενο, Είναι-ΜηΌντας, έτσι ώστε να υπάρχει αλλάζοντας αργά και σταθερά, αφού οι ταχύτατες ή ακόμα κι ακαριαίες αλλαγές των επιπέδων βαθιάς υπόστασης, μετατρέπονται και τιθασεύονται στον κόσμου των πραγμάτων.   Όταν αυτό το απειροστικό γίγνεσθαι ενεργειακών ή όποιων άλλων ανταλλαγών, οι οποίες συνιστούν-καταλύοντας το συγκεκριμένο γεγονός δεν μπορούν πια το ανασυστήσουν, δηλαδή να το επιβεβαιώσουν-διαψεύδοντάς το ως Αυτό-Άλλο-Αλλού, αλλά το επιβεβαιώνουν απόλυτα, διαψεύδοντάς το απόλυτα συγχρόνως, αυτό παύει να υπάρχει ως τέτοιο. Αρχίζει την αέναη φθορά του Όλλυσθαι η οποία είναι το αντίδρομο Γίγνεσθαι, όπου το Ον καταλύεται-συντιθέμενο σε άλλες αντιφατικές ενότητες διαφορετικού Μέτρου κι έτσι τα στοιχεία του διασπείρονται στο σύμπαν ως άλλες οντότητες. Δηλαδή είναι πάλι Αυτά-Άλλα-Αλλού, με διαφορετικό τρόπο κι αυτή ακριβώς είναι η Αθανασία του Όντος. Διαλεκτικά η Αθανασία συνιστά αντιφατική ενότητα με τον Θάνατο, όπου το ένα αντλεί απ’το άλλο, συνιστώντας αντιφατική σχέση στην οποίαν αλληλο-προσδιορίζονται χωρίς ν’αφήνουν απαραβίαστα όρια μεταξύ τους.                                            Η Αθανασία είναι κατάσταση καταλυτικο-συνθετική-διθυραμβική.                                               Δηλαδή:  «Διά του συνεχούς Θανάτου στη συνεχή Ζωή».
                 
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ

ΜΑΡΞΙΣΜΌΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

Επειδή η επιστήμη μέσα απ’τον ορθολογισμό και την τυπική λογική έκανε τεράστια άλματα κι όποτε έγινε προσπάθεια η φερόμενη ως «διαλεκτική λογική» λόγω κακής διαλογικής αντίληψης και κακής χρήσης απέτυχε, για πολλούς μαρξιστές και αριστερούς διανοητές έγινε διαλογικά ύποπτη.
    Ο διακεκριμένος διανοητής της αριστεράς, κ. Μπιτσάκης, στο έργο του «Διαλεκτική και Νεώτερη Φυσική» θέτει το ερώτημα: «αν η διαλεκτική είναι επιστήμη και αν οι νόμοι της έχουν το status των επιστημονικών νόμων», και καταλήγει: «…η φιλοσοφία δεν είναι ειδική επιστήμη όπως π.χ. η φυσική ή η χημεία. Οι νόμοι της κατά συνέπεια δεν μπορούν να έχουν το status των φυσικών και γενικά των ειδικών επιστημών…». Και συνεχίζοντας ο κ. Μπιτσάκης θέτει το πρόβλημα της διαλεκτικής λογικής.  «Υπάρχει ή όχι διαλεκτική λογική»; Κι απαντά: «Η διαλεκτική λογική είναι η λογική της αντίθεσης και όχι της αντίφασης. Εκφράζει την ύπαρξη αντιθέσεων στα ίδια τα πράγματα την συγκεκριμένη και ιστορικά διαφοροποιούμενη ενότητα αμοιβαία αποκλειομένων κατηγορημάτων. Εκφράζει την ύπαρξη απλών αντιθέσεων, που συνιστούν μια σχετικά στάσιμη αντιθετική ολότητα ή ύπαρξη αντιθέσεων που η σχέση τους εξελίσσεται και που η αντίθεση μπορεί να λυθεί με την καταστροφή του ενός πόλου της.     Πως όμως είναι δυνατό να εκφραστεί η σύνθετη αντιθετική κίνηση του πραγματικού, η γένεση και η καταστροφή των μορφών στο επίπεδο της νόησης;  Η λογική αντίφαση είναι απαράδεκτη καί για την διαλεκτική λογική. Η λογική της αντίθεσης δεν είναι αντιφατική». Και ο κ. Μπιτσάκης παραθέτει την άποψη του Η. Lefebvre:  «Η διαλεκτική νόηση ορίζεται κι αυτή από κανόνες και νόμους, διαψεύδει την τυπική λογική αλλά δεν την καταργεί, δεν πέφτει στο παράλογο. Η διαλεκτική δεν επιτρέπει για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια στιγμή, να διατυπώνουμε αντιφατικές αποφάνσεις. Δεν επιτρέπεται να πούμε ότι αυτό το χαρτί είναι ταυτόχρονα λευκό και μαύρο.  Από όπου και το αξίωμα ότι―η θεωρία των αντιθέσεων δεν μπορεί να είναι αντιφατική».
      Εδώ ο κ. Λεφέμπβρ ισχυρίζεται ότι «η αρχή της μη αντίφασης», που πάνω της πατά «η αρχή της ταυτότητας» κι επικροτεί ο κ. Μπιτσάκης, είναι η πεμπτουσία της λογικής και κατ’επέκταση της διαλεκτικής, μια που γι'αυτούς και η διαλεκτική λογική δεν πρέπει να αντιφάσκει, αφού σύμφωνα με το απλοϊκό παράδειγμα τους, το άσπρο χαρτί δε μπορεί συγχρόνως να είναι και μαύρο. Θα μπορούσα ν’αντικρούσω αυτή τη βεβαιότητα των Μπιτσάκη και Λεφέμπβρ, μια που όλοι ξέρουμε ότι στη φύση όλα τα χρώματα είναι προσεγγιστικές συμβάσεις που δεν υπάρχουν ως καθαυτά, αλλ’αυτή είναι μια άλλη συζήτηση που θα αποπροσανατόλιζε την ουσία αυτού του θέματος. Τονίζω επίσης ότι ο Χέγκελ, ο Έγκελς κι ο Ηράκλειτος, δέχονται καθένας με τον δικό του τρόπο ότι η αντιφατικότητα είναι η ουσία της διαλεκτικής λογικής,
        Πριν όμως πριν συνεχίσουμε αυτή την πραγματεία, πρέπει να επισημάνω ότι, αντιθετα με τον κ. Μπιτσάκη, εγώ θεωρώ ότι η Φιλοσοφία από αρχαιοτάτων χρόνων, εκτός των άλλων σημαντικών, όπως την ηθική, την κοσμολογία την οντολογία κ.λπ. , συμπίπτει με την Επιστήμη της Λογικής, η οποία είναι η επιστήμη των επιστημών, δηλαδή η επιστημονική σκέψη.

Οι ευρωπαϊστές της αριστεράς ονόμασαν «Διαλεκτική» τις διαφορικές και δυναμικές διεργασίες του ορθολογισμού και στράφησαν κατά της αντιφατικότητας. Οι δυναμικές διεργασίες του ορθολογισμού όμως ανακαλύφθησαν από ορθολογιστές μαθηματικούς για τη διερεύνηση και περιγραφή καταστάσεων ενεξελίξει. Επίσης στις διαλογικές διαδικασίες αυτών των δυναμικών συστημάτων, μολονότι η κίνηση θεωρείται μια αντιφατική διαδικασία, η αρχή της ταυτότητας δεν παραβιάζεται. Ακόμα όταν τη θέση της ταυτότητας σε μια διαλογική διαδικασία παίρνει ένα δυναμικό σύστημα σε εξέλιξη, το γίγνεσθαι που θα δημιουργηθεί θεωρείται φαινομενικό, κι έτσι αναλλοίωτη έννοια της ταυτότητας μετατίθεται στην υπόσταση του συστήματος.  (Για το θέμα αυτό έγινε αναφορά στην ακολουθία των προηγούμενων κειμένων περί αντιθετικότητας ή αντιφατικότητας της διαλεκτικής, καταλήγοντας ότι η αληθινή διαλεκτική υπακούει στην αντιφατικότητα).
      Συνοπτικά λοιπόν, η ορθολογική Αντιθετικότητα δέχεται ότι στο βάθος ο κόσμος και η γλώσσα που τον περιγράφει συντίθεται από μια σειρά έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη (γνώσιμα ή όχι), που αλληλεπιδρούν χωρίς να παραβιάζουν τα όρια μεταξύ τους, συνιστώντας ένα δυναμικό ορθολογικό διαφορικό λογικο-γλωσσικό σύστημα. Ενώ αντίθετα η διαλεκτική Αντιφατικότητα δέχεται ότι ο κόσμος και η γλώσσα που τον περιγράφει, είναι Όλον σε συνεχή εξέλιξη, που δεν συντίθεται από έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη, αλλά από αυτοαναιρούμενα αντιφατικά στοιχειώδη, που αλληλεπιδρώντας δεν αφήνουν απαραβίαστα περιθώρια μεταξύ τους συνιστώντας αντιφατικές ενότητες.
     Έχοντας στο νου αυτή τη διάκριση μεταξύ αντιθετικότητας κι αντιφατικότητας ας ξανακάνουμε μια αναδρομή στις βασικές έννοιες του μαρξισμού που οι ευρωπαϊστές μέσω του ορθολογισμού με την μετατροπή της αντιφατικότητας σε αντιθετικότητα, απώθησαν τη διαλεκτική του κοινωνικού γίγνεσθαι έξω από τα αληθινά όρια του μαρξισμού.

ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Οι προτάσεις που θα περιληφθούν στη συνέχεια αυτής της εργασίας, είναι περιρρέουσες στη μαρξιστική σκέψη, αλλά ως ένα μεγάλο μέρος ξεχασμένες και παραμερισμένες από θέσεις «νεωτερικές», οι οποίες έχουν προταθεί ως «εξέλιξη» του μαρξισμού. Εδώ κάνω μια συνοπτική προσπάθεια επαναπροσδιορισμού τους, με έμφαση στην διαλεκτική τους υπόσταση που καί αυτή πια είναι σχεδόν παραμερισμένη και ξεχασμένη.

Κάθε κοινωνικό σύνολο αποτελείται από ταξικές ομάδες και στρώματα που τα συμφέροντά τους, δεν είναι μόνο διαφορετικά, αλλά πολλές φορές συγκρούονται κιόλας. Έτσι οι νόμοι σε κάθε χώρα, εκτός των άλλων, έχουν σκοπό να ρυθμίσουν τις σχέσεις των κοινωνικών ομάδων που έχουν διαφορετικά συμφέροντα.   Οι ομάδες που έχουν κοινά συμφέροντα, οργανώνονται σε τάξεις και προσπαθούν να θεσμοθετούν νόμους που προωθούν τις επιδιώξεις τους.  Στην προσπάθεια αυτή υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός.  ΄Οποια τάξη καταφέρει να υπερισχύσει, δηλαδή να πάρει την εξουσία, οργανώνει σύστημα λειτουργίας με το οποίο οριοθετεί τις δραστηριότητες των ατόμων μέσα στο σύστημα, αλλιώς αυτά απωθούνται βίαια στο περιθώριο. Το σύστημα που η κάθε τάξη νομοθετεί και ασκεί εξουσία τ’ονομάζει δημοκρατία, αφού οι όροι που το κάνουν να λειτουργεί, είναι ίδιοι για όλα τα άτομα του συνόλου (χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν το ταξικό πλαίσιο, κι οι μηχανισμοί που εγγυούνται την λειτουργία και την άμυνα του συστήματος, που είναι το κράτος).  Μολονότι οι όροι κάθε δημοκρατίας είναι ίδιοι για όλους τους πολίτες ως άτομα, κάθε νόμος που ευνοεί μια τάξη, το κάνει έτσι που να είναι σε βάρος των άλλων τάξεων ή και κάνει δυσμενέστερη την κατάσταση αυτών που έχουν διαφορετικά ταξικά συμφέροντα. Το σύστημα λοιπόν αυτό που λέγεται δημοκρατία, είναι τόσο πιο δημοκρατικό για την τάξη που κυβερνά όσο πιο δικτατορικό για τις τάξεις και τα ταξικά στρώματα που δε συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας.
     Το αστικοδημοκρατικό σύστημα, που θεωρείται απ’τους φίλους του συνώνυμο της δημοκρατίας, έχει κι αυτό αντιφατική φύση. Είναι τόσο πιο δημοκρατικό για την αστική τάξη, όσο πιο δικτατορικό είναι για τη εργατική τάξη. Ενώ οι όροι της λειτουργίας αυτού του συστήματος φαίνονται δίκαιοι και τυπικά όλοι μπορούν, σύμφωνα με το νόμο, να συμμετέχουν στη λειτουργία αυτής της δημοκρατίας ή τουλάχιστον να έχουν ίσα δικαιώματα κι υποχρεώσεις, στην πράξη υπάρχει ένας παράγων που ρυθμίζει τα πάντα με τον δικό του τρόπο. Ο παράγων αυτός είναι το χρήμα, που μ’αυτό κάποιος μπορεί να συμμετέχει παντού και χωρίς αυτό πουθενά.   Οι άνθρωποι λοιπόν σ’αυτή τη δημοκρατία δεν είναι ίσοι, άλλοι γεννιώνται δούλοι κι άλλοι ελεύθεροι. Ο γεννημένος φτωχός είναι αδύνατον ν’ανταγωνιστεί το γεννημένο πλούσιο, στον αγώνα για ισότιμη κοινωνική συμμετοχή και κοινωνική καταξίωση. Το κοινοβούλιο είναι «απαγορευτικό» για τον εργάτη, αφού χρειάζονται πάρα πολλά λεφτά και γνωριμίες για να προβληθούν οι απόψεις του απ’τα «μέσα ενημέρωσης». Κι αν οι εργαζόμενοι καταφέρουν να προβάλλουν κάποιους, που να προωθούν τα συμφέροντά τους μέσ’το αστικό κοινοβούλιο, δε διασφαλίζονται, αφού οι αντίπαλοί τους, άνθρωποι του χρήματος, θα μπορούν να τους εξαγοράζουν έμμεσα ή άμεσα ή να κρίνουν παράνομους όσους δεν εξαγοράζονται ή δεν κινούνται στα «νόμιμα» πλαίσια που τους έχουν καθορίσει. Ακόμα αν οι εργαζόμενοι επιτύχουν να οργανωθούν, έτσι που να μπορέσουν κάποτε να πάρουν την εξουσία με τους όρους που έχει θέσει η αστική τάξη δε θα τους επιτραπεί. Το αστικό κράτος έχει μηχανισμούς «προστασίας» των θεσμών,  που σε κάθε τέτοια περίσταση  επεμβαίνει  «δικαίως»,  αφού η εργατική τάξη παίρνοντας την εξουσία, είναι φυσικό να θέλει την αλλαγή όλων των οικομοτεχνικών δομών, του πολιτισμικού εποικοδομήματος και των μηχανισμών προστασίας των θεσμών.   Δηλαδή θέλει ένα άλλο είδος κρατικού μηχανισμού.
     Η δημοκρατία λοιπόν είναι ένα αντιφατικό γεγονός γιατί η κοινωνία έχει αντιφατική φύση. Δεν μπορεί να υπάρξει κεφάλαιο χωρίς μισθωτή εργασία, ούτε μισθωτή εργασία χωρίς κεφάλαιο, αυτά όμως έχοντας αντίθετα συμφέροντα, συγκρούονται κιόλας.

Αντίθετα η εργατική τάξη έχει να προτείνει τη δική της δημοκρατία που λέγεται ανάλογα λαϊκή ή προλεταριακή. Εκεί το κοινοβούλιο είναι διαφορετικό κι αποτελείται από εκπροσώπους των σωματίων των εργαζομένων, που είναι ανακλητοί ανά πάσα στιγμή για να μην εξαγοράζονται και να ελέγχεται η τιμιότητα κι η αξία τους. Ο αριθμός των εκπροσώπων εξαρτάται απ’το ποσό των μελών των σωματείων. Οι εργάτες μετάλλου π.χ. που ίσως είναι περισσότεροι απ’τους ξυλουργούς θα έχουν περισσότερους εκπροσώπους. Οι βιοτέχνες ή κάποιοι εργοστασιάρχες ή εφοπλιστές, σε μια λαοκρατική εξουσία δε θα έχουν κανέναν, γιατί δε θα τους «παίρνει το μέτρο».  Αυτοί αν θέλουν να  εκπροσωπηθούν, θα πρέπει να συνασπιστούν μεταξύ τους. Αυτό είναι δημοκρατικότατο και πολύ φυσικό από την πλευρά της Λαϊκής Δημοκρατίας, αφού οι εκπρόσωποι εκλέγονται κατ’αναλογίαν με την ποσότητα των εργαζομένων δηλαδή των ενεργών μελών της κοινωνίας.  Απ’την πλευρά των αστών όμως, αυτό είναι απαράδεκτο, γιατί η ανθρώπινη υπόσταση με μόνον το ένδυμα του εργαζομένου, δεν περιέχει όλη την αξία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος κατά την αστική αντίληψη βαραίνει μαζί με την περιουσία του και τη συμμετοχή του στη διακίνηση του χρήματος μέσα στο σύστημα.  Έτσι αυτό που θεωρείται δημοκρατία για τους εργαζομένους, είναι στυγνή δικτατορία για τους αστούς και τ’αντίθετο. Όταν λοιπόν μιλάμε για αστική δημοκρατία, εννοούμε τη δημοκρατική-δικτατορία των αστών, κι όταν μιλάμε για λαϊκή δημοκρατία, εννοούμε τη δημοκρατική-δικτατορία του λαού κι όταν μιλάμε για δικτατορία του προλεταριάτου, εννοούμε τη δημοκρατική-δικτατορία των εργατών.      Η δημοκρατία και η δικτατορία συνιστούν αντιφατική σχέση, που ενώ το ένα γεννά τ’άλλο, την ίδια στιγμή το μάχεται και το αναιρεί κιόλας. Στην περίπτωση της δημοκρατικής δικτατορίας των αστών, αληθινά έχουμε τη δημοκρατία και την εξουσία του χρήματος. Εκεί οι άνθρωποι αληθινά ψηφίζουν στο χρηματιστήριο και στις τράπεζες με τα λεφτά τους και την κίνηση κεφαλαίων μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι.  Χωρίζονται σ’αυτούς που όταν «εργάζονται» κινείται το χρήμα και σε αυτούς που εργάζονται όταν κινηθεί το χρήμα. Όλοι οι άλλοι βρίσκονται στο περιθώριο και μια επένδυση μπορεί να τους ξεθεμελιώσει αν το κομπιούτερ της τράπεζας δεν τους υπολογίσει. Αυτό υπολογίζει μόνον ότι μπορεί να αποφέρει κέρδος. Αντίθετα στην περίπτωση της δημοκρατίκης-δικτατορίας του λαού έχουμε τη δημοκρατία και την εξουσία της εργασίας όπου οι άνθρωποι αληθινά ψηφίζουν με τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων, στο χώρο της υλικής και πνευματικής παραγωγής.
     Αν την εξουσία έχει το χρήμα κι η εργασία είναι υπηρέτης στην παραγωγή κέρδους έχουμε καπιταλισμό, αν την εξουσία έχει η εργασία και το χρήμα είναι υπηρέτης της εργασίας, για τη διακίνηση των προϊόντων έχουμε σοσιαλισμό.
     Ο άνθρωπος εξελισσόμενος και οργανώνοντας τη ζωή του, το αποτέλεσμα της δουλειάς του που θα μπορούσε να αποθηκευθεί, μετέτρεψε σε εμπόρευμα και εμπορεύματα που θεωρούντο μεγάλης και διαρκούς αξίας μετέτρεψε σε μέσο συναλλαγής δηλαδή χρήμα. Έχουμε μια πορεία εξέλιξης απ’την εργασία στο προϊόν, απ’το προϊόν στο εμπόρευμα κι απ’το εμπόρευμα στο χρήμα. Ως εκεί ήταν μια φυσιολογική εξέλιξη, που με κάποιο τρόπο εξυπηρέτησε τις ανάγκες του ανθρώπου. Απ’τη στιγμή όμως που το χρήμα γίνεται κεφάλαιο, φανερώνει την αντιφατική του φύση: απ’τη μια υπηρετεί το προϊόν κι απ’την άλλη το υποδουλώνει.  Ο κεφαλαιούχος σιγά-σιγά αποκόπτεται από τη συγκεκριμένη παραγωγική δραστηριότητα και έτσι το χρήμα απελευθερώνεται από την παραγωγή μη έχοντας ως μοναδικό σκοπό την εξυπηρέτηση του παραγωγού αλλά τον μετατρέπει σταδιακά σε υπηρέτη της κερδοσκοπικής διαδικασίας.
    Η απελευθέρωση του χρήματος γεννά την ανάγκη του χρηματιστηρίου. Το χρήμα που γεννήθηκε για την υπηρεσία του προϊόντος και της εργασίας, τελικά τα υποτάσσει και το χρηματιστήριο που γεννήθηκε για να υπηρετεί το χρήμα, τελικά το υποτάσσει. Το στάδιο που όλες οι οικονομικές και παραγωγικές δραστηριότητες έχουν υποταχτεί στο κέρδος Καθαυτό, δηλαδή στο χρηματιστηριακό κεφάλαιο, έχουμε ιμπεριαλισμό.
     Καμιά δραστηριότητα δεν ενεργοποιείται, αν δεν αφήνει ένα προϋπολογισμένο  κέρδος, άσχετα αν είναι κοινωφελής ή όχι.  Ακόμα όποια δραστηριότητα αφήνει κέρδος είναι δυνατή, αν μπορεί να παρουσιάζεται σαν νομότυπη, ή δεν προβλέπει κάποιος νόμος την τιμωρία της.  Από κει και πέρα η ελεύθερη αγοροπωλησία, «ο νόμος της προσφοράς και ζήτησης», τα ρυθμίζει όλα. Τα «μέσα ενημέρωσης» κι ειδικά η τηλεόραση, που καί αυτή λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο, δεν παρέχει υπηρεσίες αν δεν αφήνουν κέρδος. Φροντίζει να υπηρετεί αυτούς που πληρώνουν.   Βασικό καθήκον και έσοδο της έχει τη διαφήμιση, δηλαδή τη διαμόρφωση από την παιδική ηλικία αγοραστών και καταναλωτών.  Έτσι η τέχνη που έχει σκοπό την διαμόρφωση του κοινωνικού ήθους, την εποχή του ιμπεριαλισμού είναι η διαφήμιση. Όποια δραστηριότητα δεν προσφέρει στην ανάπτυξη και τη λειτουργία του συστήματος ή δεν μπορεί να γίνει δελεαστικό προϊόν, δηλαδή εμπόρευμα μένει στο περιθώριο φυτοζωώντας. Ακόμα πάρα κάτω, ο ιμπεριαλισμός γνωρίζοντας, ότι η πολιτισμική ανάπτυξη των λαϊκών μαζών γεννά ρεύματα αντίστασης, κάνει ότι του είναι δυνατό, να διαστρέψει το πολιτισμικό ήθος του λαού. Πνίγει τα μέσα ενημέρωσης και τους χώρους επικοινωνίας με αντιπολιτισμικά και αντιαισθητικά εκτρώματα και φιμώνει κάθε πολιτισμική προσπάθεια, προωθώντας έτσι τη βαρβαρότητα.
     Ο ιμπεριαλισμός είναι αντίθετος σε κάθε οραματισμό, μια που η αυτοκρατορία του κέρδους  υπάρχει  ως  πραγματικότητα.  Εκεί το κέρδος  είναι μια οντότητα  που ζούμε και πεθαίνουμε, για να την κρατάμε ζωντανή.  Είναι η ανώτατη ιδέα, όπου περνώντας σαν τη φωτιά τα καίει όλα, αναλώνοντας τα πάντα μέσα της για να μπορεί να ζει και θα πάψει να υπάρχει μόνον όταν θα τα έχει κάψει όλα.  Γι’αυτό, οι νέοι θεωρητικοί του  ιμπεριαλισμού, μιλούν για το τέλος της ιστορίας, αφού όπως την αντιλαμβάνονται, η ιστορία θα κάνει πλέον φαύλους κύκλους, επαναλαμβάνοντας τον τετελεσμένο εαυτό της, έχοντας φτάσει στην ολοκλήρωσή του αστικού οράματος.
     Κάθε δημοκρατική παροχή σε κάποιο κοινωνικό στρώμα είναι φυσικό να καταπιέζει περισσότερο τα στρώματα, που δεν την απολαμβάνουν. Αυτός ο νόμος θα ήταν ολοφάνερος αν δεν υπήρχε η αντιφατική σχέση ιμπεριαλισμού και εξάρτησης.  Στις χώρες που βρίσκονται στην κορυφή του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού σχήματος, είναι δυνατόν να γίνονται παροχές από την άρχουσα τάξη στις τάξεις που την ανταγωνίζονται, στέλνοντας τον δικτατορικό τους αντίποδα έξω απ’τη μητρόπολη, στις εξαρτημένες οικονομικά χώρες.  Έτσι μπορεί να γίνεται λόγος για μια δημοκρατία, που το βρόμικό της πρόσωπο δεν το βλέπουν τα κατώτερα στρώματα της χώρας αυτής, γιατί είναι κολλημένο στη μούρη κάποιων κολασμένων σε κάποια άλλη χώρα μακρινή.
     Εδώ έχουμε μια ταξική συμμαχία που μπορεί να υπάρχει, όσο ο λαός της εξαρτημένης χώρας υπομένει το ζυγό. Από τη στιγμή που η εξαρτημένη χώρα ενεξαρτοποιείται ή μπαίνει στην εξάρτηση άλλης χώρας, ο δικτατορικός αντίποδας μετατίθεται, μπαίνοντας σταδιακά στη μητρόπολη.  Η μητρόπολη κάτω απ’την πίεση των κοινωνικών ταραχών και των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, ψάχνει τρόπο με πολέμους ή οικονομικούς εκβιασμούς να πάρει πίσω τη θέση της στην πυραμίδα της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας.
     Η δύναμη και ο πλούτος είναι αυτό που μπορεί να δικαιώσει κάθε ενέργεια από τη «φιλοσοφία» του ιμπεριαλισμού, άσχετα πόσο ανήθικη είναι. Έτσι ο πόλεμος και οι καταστροφές, η σπατάλη της ενέργειας και των υλών, είναι το αποτέλεσμα του ιμπεριαλισμού επειδή δεν μπορεί να φρενάρει τον ανταγωνισμό, απειλώντας τον κόσμο με καταστροφή.  Έχει λοιπόν και ο ιμπεριαλισμός την αδυναμία του εκεί που βρίσκεται η δύναμή του.   Ο ανταγωνισμός που είναι το βάθρο πάνω στο οποίο οικοδομεί την εντατικοποίηση για να προωθείται οικονομικά, είναι και η αδυναμία του να φρενάρει.  Να φρενάρει το κατρακύλισμα στην οικολογική καταστροφή και την ηθική και οικονομική εξαθλίωση του ανθρώπου.
    Στο παίγνιο του ιμπεριαλισμού, κυρίαρχος είν’αυτός που βρίσκεται στην κορυφή, ελέγχοντας το χρηματιστήριο και τους εξοπλισμούς. Ελέγχοντας το χρηματιστήριο όμως πνίγει το ίδιο το σύστημα.  Όπως κάθε τι έτσι κι ο ιμπεριαλισμός συνίσταται από αντιφάσεις, που απ’τη μια τον ωθούν και από την άλλη είναι η αιτία του θανάτου του.  Ο άκρατος ανταγωνισμός γεννά τον ατομικισμό που καταλήγει στη θεοποίηση του κέρδους και την παντοδυναμία του χρηματιστηρίου.  Αυτό το πνεύμα είναι υπερεθνικό ενώ συγχρόνως είναι νεοεθνικό. Ο εθνικισμός δεν μπορεί χωρίς ιμπεριαλισμό, αλλά στο ανώτατο στάδιό του θέλει να τον υπερπηδήσει.  Θέλει τον έλεγχο του χρηματιστηρίου, ενώ η «υγιής» ιμπεριαλιστική οικονομία θέλει το χρηματιστήριο υπερεθνικό, όμως ο ανταγωνισμός που γεννά καί τον ιμπεριαλισμό καί την αξία του χρηματιστηρίου, θέλει το χρηματιστήριο υποταγμένο στη χώρα που βρίσκεται στην κορυφή των εξοπλισμών. 
       Η εγγενής αυτή αντίφαση θα είναι πάντα η αιτία κάποιας σύγκρουσης, που θα κρέμεται σαν «Δαμόκλειος σπάθη» στο κεφάλι της ανθρωπότητας.  Ο ιμπεριαλισμός συσσωρεύει ισχή απ’ την καταπίεση των λαών και θρέφεται απ’τις αντιθέσεις, γι’αυτό επιζητά την αδικία και τη συντηρεί. Κάθε προσπάθεια για την οικοδόμηση μοντέλου οικονομικού που δεν υπακούει στην ιεραρχία του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού σχήματος είναι φυσικό να ποδοπατείται άγρια αφού ο ανταγωνισμός είναι η φύση του ιμπεριαλισμού.  Επιζητεί τη βία και χρησιμοποιεί όλες τις αιτίες που του δίνονται και όταν δεν έχει αρκετές, τις γεννά αυτοσπαρασσόμενος.
    Ο ιμπεριαλισμός απορρίπτει κάθε ανθρωπιστικό όραμα στη φιλοσοφία και την τέχνη, υπακούοντας μόνο στο νόμο της ζούγκλας, όπου ο ισχυρός καρασπαράσσει τον αδύναμο πολλές φορές χωρίς επαρκή αιτία.     
    Αντίθετα ο σοσιαλισμός «έχει διαφορετική άποψη» από τον ιμπεριαλισμό. Στο σύστημα αυτό, το χρήμα είναι μέσο συναλλαγής και υπηρέτης της εργασίας. Απώτερος σκοπός του σοσιαλισμού είναι ότι ολοκληρώνοντας την πορεία του, δηλαδή φτάνοντας στο στάδιο του κομμουνισμού, να καταργήσει το χρήμα αφού δεν θα χρειάζεται πιά.  Δεν θα υπάρχουν πλέον διακρίσεις που να μπορούν να εκφραστούν με το χρήμα.
     Στο σοσιαλισμό το χρήμα λογίζεται σαν συσσωρεμένη ανθρώπινη εργασία που είναι αφηρημένη κι ιδεατή, εκεί ο άνθρωπος δεν χρησιμοποιείται σαν μέσο για την αναπαραγωγή του χρήματος, αλλά το χρήμα χρησιμοποιείται σαν μέσον για την εξυπηρέτηση του ανθρώπου. Δηλαδή χρησιμοποιείται σε επενδύσεις που δεν έχουν αυτοσκοπό το κέρδος, αλλά την δημιουργία εξελίξεων για την ανάπτυξη πλαισίου πολιτισμικού που να προωθεί την κατάργηση κάθε διάκρισης και τελικά του χρήματος που είναι η διάκριση γυμνή.  Κι αυτό το σύστημα έχει την αδυναμία του εκεί που βρίσκεται η δύναμή του.  Έχοντας σαν όραμα να οδηγεί τον άνθρωπο σε μια κοπιαστική ανοδική πορεία, ξεφεύγει απ’την πεπατημένη των ανταγωνισμών και του κέρδους, έχοντας απέναντί του το αντίθετό του, τον ιμπεριαλισμό που είναι ο κατηφορικός δρόμος όπου όλα πορεύονται σαν το νερό στ’αυλάκι προς την καταστροφή.
    Ο σοσιαλισμός επιχειρεί το νέο, το σωτήριο για την ανθρωπότητα που είναι το δύσκολο. Ο δρόμος της ποιοτικής ανόδου, της προσφοράς, της αυτοθυσίας, της ισότητας, της λιτότητας και όλων των ιδιοτήτων που θέλουν παιδεία και πολιτισμό,  είναι αντίθετος με τον δρόμο της απληστίας, της αρπαγής, της σπατάλης, της χυδαιότητας και της εκμετάλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ο ένας δρόμος απαιτεί απ’τον δυνατό σεβασμό και προσφορά προς τον αδύναμο, ενώ ο άλλος επιτάσσει την εκμετάλευση του αδυνάτου από τον δυνατό, αν θέλει να επιβιώσει ή αν θέλει να ενισχύσει τον αδύναμο. Στην περίπτωση του ιμπεριαλισμού, άσχετα αν οφελείται ο κόσμος ή όχι, «η οικονομία πρέπει να προοδεύει». Εκεί κάθε επένδυση θα γίνει μετά από προσεχτική εκτίμηση και μηχανογραφικούς υπολογισμούς αν αποφέρει το προϋπολογισμένο κέρδος,  άσχετα αν είναι για το καλό του ανθρώπου ή όχι,  και ποιές επιπτώσεις θα έχει στο περιβάλλον. Αντίθετα, στην περίπτωση του σοσιαλισμού, οι δραστηριότητες δεν πρέπει να έχουν αποκλειστικό γνώμονα το κέρδος, αλλά να σχοινοβατούν ανάμεσα στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη. Αν η οικονομία μεγαλώνει εις βάρος του πολιτισμού, γεννώνται αντιθέσεις που τη λύση θα δώσει η παλινόρθωση  του  καπιταλισμού.   Αν  η πολιτισμική ανάπτυξη  γίνεται εις βάρος  της οικονομίας, δημιουργούνται οι αντιθέσεις που θα έχουν αποτέλεσμα την κατάρευση της οικονομίας. Τότε το σύστημα είναι ευάλωτο στον ανταγωνισμό που ασκεί ο ιμπεριαλισμός, άρα δεν μπορεί να αντισταθεί τις οικονομικές και πολεμικές του προκλήσεις.  Έτσι φαίνεται ότι ο αγώνας του σοσιαλισμού ενάντια στον ιμπεριαλισμό είναι άνισος αν δε ληφθεί υπόψιν ένας άλλος παράγοντας: Ενώ ο άνθρωπος κουράζεται από τη συνεχή πολιτισμική επαναστατική πορεία, που είναι ανοδική, ξέρει ότι θα τον ελευθερώσει απ’τη βαρβαρότητα και την ανοησία που θέλει τον άνθρωπο δούλο του κέρδους και την επιστήμη καταστροφέα του περιβάλλοντος.
    Ο άνθρωπος στο βάθος της ψυχής του, είναι περήφανος κι έχει αντιστάσεις στη βαρβαρότητα. Ο σοσιαλισμός απελευθερώνει απεριόριστες κοινωνικές δυνάμεις που δε φοβούνται το δύσκολο έργο που γεννά το όραμα του σοσιαλισμού.  Θέλουν να εργαστούν γι’αυτό το ένδοξο έργο, που δικαιολογεί το μύθο που πλέκει για τον ανθρωπο και τη σχέση του με τη δουλειά το όραμα του σοσιαλισμού. Επιστήμονες κι εργαζόμενοι, μακριά απ’τον ατομικισμό, ζουν την εμπειρία της συλλογικότητας, δηλαδή μιας άλλης διάστασης του εαυτού, που τους οδηγεί πολύ συχνά στην εμπειρία της υπέρβασης του εαυτού από τον εαυτό.  Έτσι δημιουργούνται απεριόριστες προϋποθέσεις, για μιαν αληθινή κοινωνική ανάπτυξη και όχι αλόγιστη ανάλωση του δυναμικού της κοινωνίας όπως στον ιμπεριαλισμό.

ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ

Ως εδώ οριοθετήθηκε διαλεκτικά, η αντιφατική σχέση δημοκρατίας και δικτατορίας, μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου, όπου τα αντίθετα δεν μπορούν να υπάρχουν από μόνα τους, αυτά προεκτείνονται το ένα μέσα στο άλλο χωρίς ν’αφήνουν κανένα περιθώριο ανεξαρτησίας μεταξύ τους, συνιστώντας αντιφατικές ενότητες που ενώ το ένα είναι αιτία της ύπαρξης του άλλου, μάχονται θέλοντας το ένα να απορρίψει το άλλο. Το ένα αρνείται το άλλο επαληθεύοντάς το. 
     Ενώ η μισθωτή εργασία γεννιέται από το κεφάλαιο, συγχρόνως είναι η αιτία του κεφαλαίου· κι ενώ το ένα δε μπορεί χωρίς τ’άλλο, συγχρόνως σπαράσσονται.
     Κατά την αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου, όταν η εξουσία ανήκει στην αστική τάξη έχουμε καπιταλισμό κι όταν η εξουσία ανήκει στην εργατική τάξη, έχουμε σοσιαλισμό.  Καί στις δυο περιπτώσεις υπάρχουν διακρίσεις οι οποίες μπορούν να εκφραστούν με το χρήμα.  Η μόνη λύση της αντιφατικής σχέσης μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου είναι ο κομμουνισμός, όπου το χρήμα δεν χρειάζεται, αφού η εργασία και τα αγαθά, εκεί παύουν να είναι εμπορεύματα. Η εργασία εκεί θα είναι συνυφασμένη με τη δημιουργικότητα του όντος, άρα το προϊόν θα είναι ιερό και θα αντιμετωπίζεται με σεβασμό. Εκεί οι ύλες και γενικότερα η φύση θα πάρουν τη διάσταση που πρέπει στην ανθρώπινη συνείδηση. Εκεί δεν θα υπάρχει ούτε δικτατορία ούτε δημοκρατία αφού η αντιφατική σχέση κυριαρχίας και υποταγής (μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου) θα έχει λυθεί.
      Υπάρχει η εντύπωση ότι η κρατικοποιημένη οικονομία είναι συνώνυμο του σοσιαλισμού, έτσι θα κάνω την εξής διευκρίνιση: Αφού, η αντιφατική σχέση  μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου, συνεχίζεται και στη διάρκεια του σοσιαλισμού,  η συσσώρευση αξίας σε κρατικές αποθήκες κι οι κρατικές παραγωγικές επενδύσεις αν έχουν την ανάγκη και γεννούν μισθωτή εργασία, είναι κεφάλαιο. Ακόμα αν το κεφάλαιο εξουσιάζεται από έναν γραφειοκρατικό μηχανισμό, τότε έχουμε καπιταλισμό. Αν όμως αυτός ο κρατικός μηχανισμός δεν είναι γραφειοκρατικός αλλά λαϊκός ή προλεταριακός, μολονότι η αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου συνεχίζει να υπάρχει, τότε έχουμε σοσιαλισμό.  Καί στις δυο περιπτώσεις όσο μεγαλύτερος είναι ο γραφειοκρατικός μηχανισμός, τόσο περισσότερα βάρη επωμίζεται το προλεταριάτο για να τον συντηρεί. Καί σ’αυτή την κοινωνική φόρμα υπάρχουν δυο ομάδες με οργανωμένα ταξικά συμφέροντα: Το προλεταριάτο και η νεοαστική γραφειοκρατική τάξη. Ανάμεσά τους υπάρχουν στρώματα τεχνικών κι επιστημόνων που είναι αναγκαία καί στις δυο τάξεις για να ασκήσουν εξουσία.
      Οι τεχνικοί που έχουν υψηλές ειδικεύσεις, είναι φυσικό στην πλειοψηφία τους να θέλουν τη διάκριση, γι’αυτό συντάσσονται με τους γραφειοκράτες. Όμως ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς, λόγω κουλτούρας, περιφρονούν τις διακρίσεις και τάσσονται με το μέρος του προλεταριάτου παίζοντας ρόλο πρωτοποριακό. Σ’αυτή την αντιφατική σχέση, πάλι δεν είναι μόνον οι οικονομοτεχνικές δομές που δείχνουν αν υπάρχει σοσιαλισμός ή καπιταλισμός αλλά και ο φορέας της εξουσίας.. Αν φορέας της εξουσίας είναι η γραφειοκρατία έχουμε καπιταλισμό, αν φορέας της εξουσίας είναι οι εργαζόμενοι έχουμε σοσιαλισμό.
     Δεν πρέπει λοιπόν να κοιτάμε τις ταμπέλες ή το πως αυτοονομάζεται ένα καθεστώς αλλά να βλέπουμε τις δομές της εξουσίας. Η ύπαρξη τακτικού στρατού, τακτικής δικαιοσύνης και γενικά τακτικού κρατικού μηχανισμού, φανερώνει πως την εξουσία έχει η γραφειοκρατία. Αν το κοινοβούλιο, η δικαιοσύνη και ο στρατός είναι προλεταριακά, τότε την εξουσία έχει η εργατική τάξη.  Όταν όμως είναι προωθημένο ένα σχήμα προλεταριακής εξουσίας, χαραχτήρας του σοσιαλισμού είναι και η λαϊκή εξουσία με προλεταριακή πρωτοπορία. Δηλαδή λαϊκός στρατός, λαϊκή δικαιοσύνη, και λαϊκό κοινοβούλιο.
     [Στην περίπτωση του τακτικού κρατικού μηχανισμού, μισθωτοί γραφειοκράτες κρατάνε όλες τις θέσεις κλειδιά που φαίνεται ότι υπακούν σε κάποια κυβέρνηση, ορισμένη από κάποιο εκλεγμένο κοινοβούλιο. Όσους κι αν απολύσει η κυβέρνηση για να προσλάβει άλλους, αυτό το κράτος έχει θεσμούς που ορίζουν τον τρόπο που λειτουργεί από μόνο του, έτσι ο γραφειοκρατικός μηχανισμός είναι το ουσιαστικό υπόβαθρο της εξουσίας, που δεν έχει την ανάγκη κοινοβουλίου ή εκλεγμένης κυβέρνησης για να κυβερνά. Απ’την άλλη αυτό το είδος κοινοβουλίου δεν μπορεί χωρίς γραφειοκρατικό μηχανισμό.  Ακόμα και το κοινοβούλιο των λεγομένων χωρών του  «υπαρκτού σοσιαλισμού», μολονότι έχει μεγαλύτερη εξουσία απ’το αστικό κοινοβούλιο, είναι ένα «δημοκρατικό όργανο» που εκφράζει συμφέροντα των γραφειοκρατών και των τεχνοκρατών. Αυτοί είναι σίγουροι πως η εργατική τάξη δεν είναι σε θέση να ασκήσει εξουσία. Για χάρη λοιπόν των εργατών και των αγροτών, αυτοί τους «υπηρετούν» κάνοντας αυτό το δύσκολο έργο. Για το λόγο αυτό οι εργαζόμενοι πρέπει να τους περιβάλλουν με τιμές και διακρίσεις, που πάντα εκφράζονται και με το ανάλογο χρήμα. Παίρνουν έτσι την οικονομία στα χέρια τους και στο βαθμό που έχουν καί την εξουσία, αυτοί είναι οι νέοι κεφαλαιοκράτες.
    Οι παλιοί κεφαλαιοκράτες, σκληροί, δραστήριοι και αυτοδημιούργητοι ήταν πολλές φορές πρωτοπόροι. Οι νέοι, παμπόνηροι χυδαίοι αετονύχηδες, δεν θέλουν την παλινόρθωση του παλιού καπιταλισμού.  Στο μεγάλο μονοπώλιο που είναι ο χώρος τους ξέρουν να διαφεντεύουν. Αυτοί δεν έχουν δουλέψει ποτέ γι’αυτό είναι πιο σκληροί απέναντι στην εργατική τάξη. Με μια μονοκοντυλιά ανεβάζουν τις «νόρμες» των εργατών και τις δικές τους αποδοχές στο όνομα ενός «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», αφού ο άνθρωπος είναι ατελής κι όχι ιδεώδης και στο όνομα μιας «πραγματιστικής πολιτικής στον τομέα της εξέλιξης της παραγωγικότητας».  Μέσ’ τους κόλπους τους υπάρχει σκληρή πάλη, αφού ένα μέρος των ειδικών δε θέλει να δεσμεύεται καθόλου μέσα σε αυτό το μονοπώλιο, γιατί ορίζει κάποια κλίμακα μισθών που περιορίζει τα όρια της φιλοδοξίας και της αλαζονίας μιας ομάδας αυθεντιών. Αυτοί θέλουν ελεύθερη αγοροπωλησία της προσφοράς του ανθρώπινου δυναμικού που τους ευνοεί, αφού οι ατάλαντοι γραφειοκράτες έχουν μετατρέψει την λαϊκή δημοκρατική-δικτατορία, σε δικτατορία της νεοαστικής γραφειοκρατίας].
    Αντίθετα στην περίπτωση της λαοκρατικής εξουσίας:  [το λαϊκο κοινοβούλιο πρέπει ν’απαρτίζεται από εκπροσώπους λαϊκών επιτροπών που δεν έχουν μονιμότητα, όντας αναπάσα στιγμή ανακλητοί. Οι επιτροπές μπορούν και πρέπει να στέλνουν διαφορετικούς εκπροσώπους για την ανάλογη περίσταση οι οποίοι θα παίρνουν αποφάσεις για θέματα που θα προωθούνται εκεί από άλλα λαϊκά όργανα.
    Απ’το λαϊκό κοινοβούλιο πρέπει να εκλέγεται μια επιτροπή επαγρύπνησης που θα παίζει το ρόλο κυβέρνησης εκτάκτων περιστάσεων μη έχοντας καμιά μονιμότητα. Μπορεί ν’αλλάζει μετά από κάθε συνέλευση, κι έτσι η εξουσία ουσιαστικά θα ασκείται απ’το λαϊκό κοινοβούλιο. Όσο λιγότερη μονιμότητα έχουν τα όργανα εκπροσώπησης, τόσο μεγαλύτερη η δημοκρατία για το λαού κι η δικτατορία πάνω στους γραφειοκράτες. Ακόμα έτσι είναι υποχρεωμένοι όλοι να συμμετέχουν και να είναι άγρυπνοι στις εξελίξεις του κοινωνικού γίγνεσθαι.  Θα ήταν προτιμότερο οι λαϊκοί εκπρόσωποι να είναι μέλη του Κ.Κ., αυτό όμως δεν είναι αναγκαίο αφού θα λειτουργούν κι άλλα κόμματα (το κόμματα δεν πρέπει να καταργούνται, αλλά να μαραίνονται από μόνα τους όταν πάψει η αναγκαιότητά τους).  Πρέπει να υπάρχουν εκπρόσωποι από όλες τις ζωντανές τάσεις.  Καθήκον του Κ.Κ. είναι να πάρει την πρωτοπορεία μέσ’το λαό με τους αγώνες, το ήθος και την εργατικότητά του.  Θα βάλει τα άλλα κομματα σε μαρασμό, αν καταφέρει να πείσει ότι είναι το καλύτερο, κάτι που είναι δύσκολο και προπάντων μακροπρόθεσμο. Έτσι το Κ.Κ. συνεχώς θα δοκιμάζεται, κατακτώντας μιαν ανώτερη ποιότητα και όχι ασκώντας μια στείρα δικτατορία των λίγων πάνω στους πολλούς,  ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβει, να έχει διαβρωθεί απ’τη γραφιοκρατία, ευρισκόμενο σε αντιλαϊκές και αντεργατικές θέσεις.
    Είναι φυσικό μετά από μια επανάσταση, αυτοί που έπαιξαν ρόλο, να έχουν τον ανάλογο λαό και οπλισμό, διαμορφώνοντας την εξουσία, σε διάφορους φορείς και περιοχές τη δεδομένη στιγμή. Η εξουσία μετεπαναστατικά διαμορφώνεται απ’τους φορείς των παραγωγικών στρωμάτων, που με τη σειρά τους δίνουν τη μάχη για την ειρήνη. Έτσι τα διάφορα επαναστατικά κόμματα, θα μεταμορφώνονται από την εισβολή νέων μελών μέσα τους. Μέσα απ’αυτή την ειρηνική διαδικασία, το Κ.Κ. μπορεί να χάσει την εξουσία ή μέρος της εξουσίας που δεν του ανήκει πια, από άλλους φορείς που επάξια μπορεί να του την πάρουν.  Έτσι δε θα μπορεί να επαναπαυθεί και να γίνει βάρος στο λαό.  Με τον τρόπο αυτό η ευμετάβλητη σύνθεση του λαϊκού κοινοβουλίου θα φανερώνει την αληθινή εξέλιξη της σοσιαλιστικής πορείας.  Η πορεία αυτή ξεκινά από ένα πολύμορφο και μικτό λαϊκό κοινοβούλιο καταλίγοντας σ’ένα κοινοβούλιο αμιγώς προλεταρικό, αν όλα πάνε καλά, αφού υποτίθεται ότι το Κ.Κ. με τη δραστηριότητά του θα καταφέρει να προλεταριοποιήσει το μέρος των λαϊκών στρωμάτων, που θα πρόσκεινται σε άλλα κόμματα.  Η εξελικτική πορεία αυτής της διαδικασίας θα ζητήσει κάποια  στιγμή το μαρασμού όλων των κομμάτων και κατα συνέπεια, την κατάργηση του ίδιου του Κ.Κ. αφού δε θα υπάρχει πλέον ανάγκη κομματικών ανταγωνισμών.   Η πορεία της αντιφατικής σχέσης των κομματικών ανταγωνισμών κι η λύση τους, είναι η ίδια η σοσιαλιστική πορεία όπου στο τέλος της δεν θα υπάρχουν κόμματα κι αντιθέσεις.
   Ο Λαϊκός στρατός είναι οι ένοπλοι πληθυσμοί, που ακούνε στις λαϊκές επιτροπές της τοπικής αυτοδιοίκησης.  Αυτός ο στρατός είναι κατεξοχήν αμυντικός κι η αμυντική του δύναμη είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την επιθετική του.
    Μπαίνοντας ο εισβολέας στη χώρα σχετικά εύκολα, θα έχει τόσο πιο δύσκολη προέλαση και θα δέχεται τόσο μεγαλύτερη πίεση από παντού, όσο πιο βαθιά και πιο πολύ μένει στη χώρα, σε βαθμό που τελικά να μη μπορεί να υποχωρήσει. Αυτό γιατί οι πληθυσμοί θα συντάσσονται σε μεγάλες στρατιές λαϊκής άμυνας (νέων, γέρων, ανδρών και γυναικών), που θα σαμποτάρουν και θα χτυπούν κλέφτικα ή τακτικά, έναν εχθρό έρμαιο της δικής τους τακτικής επιλογής στο σημείο της σύγκρουσης.
     Αφού όμως υπάρχουν σύνορα, το λαϊκό κράτος έχει ανάγκη από ένα μικρό τακτικό συνοριακό στρατό, που θα ελέγχεται από επιτροπές των συνοριακών πληθυσμών.  Αυτός ο στρατός μαζί με τα ένοπλα λαϊκά στρώματα των συνοριακών πληθυσμών,  θα έχει καθήκον να καθιστερεί τον εισβολέα, έως ότου οι εργαζόμενοι πληθυσμοί συνταχτούν και αν είναι δυνατόν, έντεχνα να οδηγεί τον εισβολέα σε επιθυμητές θέσεις σύγκρουσης.    Έτσι ο λαϊκός στρατός καί από τη σύνθεσή του, δεν μπορεί να έχει επιθετικό χαρακτήρα, αφού οι ένοπλοι πληθυσμοί, δεν μπορούν να κάνουν εκστρατείες. Ακόμα τμήματα που θα μπορούσαν να κάνουν μιαν εκστρατεία, δεν θα μπορούν να ελέγχονται από λαϊκές επιτροπές. Όσο πιο μεγάλα είναι τα τακτικά εκστρατευτικά τμήματα, τόσο πιο επικίνδυνα είναι να καταλύσουν την λαϊκή εξουσία, πολύ περισσότερο επιστρέφοντας νικηφόρα. Επίσης γνωρίζουμε πως τα μέλη επιθετικών στρατιωτικών σωμάτων, χάνουν ένα μέρος απ’την ανθρωπιά τους και τη λαϊκή τους κουλτούρα.  Γι’αυτό γίνονται πιο επικίνδυνοι με την αίγλη μιας νίκης.    Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του λαϊκού στρατού είναι η αφαίρεση της στρατιωτικής εξουσίας από τα χέρια των γραφειοκρατών και των τεχνοκρατών με την κατάργηση του τακτικού στρατού.  Αυτό είναι μια απόλυτη ανάγκη, με όλα τα μειονεκτήματα που ακολουθούν μια τέτοια επιλογή, αλλά «ο λαός χωρίς λαϊκό στρατό δεν έχει τίποτα». Η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η εξουσία καταχτώνται κι ασκούνται με τα όπλα, κανένας δεν τα χαρίζει. Επίσης ο γραφειοκράτης χωρίς όπλα δηλαδή χωρίς τον έλεγχο του στρατού, έχει μόνο την δύναμη της δουλειάς του κι είναι ανίκανος να πάρει πλήρως την εξουσία. Για ν’αφαιρέσει ο λαός από τους γραφειοκράτες και το μέρος της εξουσίας που ασκούν μέσα από τη δουλειά τους, τοποθετεί λαϊκούς επιτρόπους, περιορίζοντας όσο είναι δυνατόν για κείνη τη στιγμή καί τη δύναμη καί το κύρος των γραφειοκρατών.  Μένει λοιπόν στους γραφεικράτες μόνον η διάκριση της ειδίκευσής τους και της μισθολογικής τους κλίμακας.
       Ας σκεφτούμε πόσοι μόνιμοι γραφειοκράτες στρατιωτικοί και άλλοι ειδικοί και τεχνικοί, απασχολούνται από τον τακτικό στρατό και ζουν προνομιούχα εις βάρος του λαού.  Όλοι αυτοί διατηρούνται για την περίπτωση πολέμου κι όταν έλθει ο πόλεμος, στέλνουν το λαό στο σφαγείο.  Αυτοί στην πλειονότητα σχεδιάζουν στα χαρτιά και υπογράφουν διαταγές από απόσταση, στα επιτελικά γραφεία, την ώρα που οι λαϊκές μάζες πατάνε μέτρο-μέτρο ότι σχεδιαστεί στο χαρτί και κάθε ριπή σωριάζει δεκάδες κάτω.
        Οι τακτικοί στρατοί όντας επιπλέον μισθοφορικοί (και μάλιστα στην ηγεσία) πάσχουν απ’την αρρώστια αυτών των στρατών: είναι γενναίοι και σκληροί όταν αντιμετωπίζουν αόπλους ή όταν ο πόλεμος είναι μακριά, αλλά δειλιάζουν όταν ο κίνδυνος πλησιάζει. Ακόμα είναι άπιστοι στους δημοκρατικούς θεσμούς κι όταν τους δοθεί η ευκαιρία, τους καταλύουν.  Είναι φυσικό ένας μόνιμος πολεμικός μηχανισμός να υπηρετεί την τάξη που τον γέννησε και στην περίπτωση αυτή, την αστική τάξη.  Ο τακτικός στρατός είναι ο κυριότερος παράγων προστασίας των αστικών συμφερόντων και θεσμών, κι είναι υπέρμαχος της διάκρισης.  Όσο μεγαλύτερος ο τακτικός στρατός σε μια λαϊκά εξουσιαζόμενη ή σοσιαλιστική χώρα, τόσο μεγαλύτερη η δύναμη της γραφειοκρατίας στη χώρα αυτή. Εκεί όπωσδήποτε βρίσκονται οι δυνάμεις της ανατροπής και της αντίδρασης.

Η λαϊκή αστυνόμευση είναι κι αυτή καλύτερη.  Οι πολίτες αστυνομεύουν εκ περιτροπής το δικό τους χώρο αφού έτσι κι αλλιώς είναι ένοπλοι και ανήκουν σε λαϊκές στρατιωτικές οργανώσεις· οι εργάτες στο εργοστάσιο και οι λαϊκοί στη γειτονιά.  Ακόμα  η  λαϊκή  αστυνόμευση  είναι  πιο αποτελεσματική  αφού οι γείτονες γνωρίζονται μεταξύ τους και πολύ γρήγορα εντοπίζονται οι πιθανοί ένοχοι.  Αντίθετα το τακτικό σώμα της αστυνομίας, είναι φυσικό να υπακούει στους γραφειοκράτες, να είναι ταξικά αντιμέτωπο με το προλεταριάτο κι εχθρικό προς την λαϊκή εξουσία.

Η λαϊκή δικαιοσύνη είναι καί αυτή ανώτερη και άμεση. Αποδίδει αυστηρότητα όπου χρειάζεται κι ανάλογη επιείκεια όταν πρέπει, αφού οι δικαστές είναι οι ίδιοι οι γείτονες,  που γνωρίζουν από πρώτο χέρι τις εκδικαζόμενες υποθέσεις,  τον χαρακτήρα και τις διαφορές των διαδίκων γειτόνων τους.  Οι λαϊκοί δικαστές δεν είναι μισθοφόροι ούτε επαγγελματίες που λαχταράνε ν’αποκομίσουν κέρδη και να «αξιοποιήσουν» οικονομικά τις σπουδές τους δηλαδή να διακριθούν μ’όποιο τρόπο μπορεί να φανταστεί κανείς σε μια ανταγωνιστική και διεφθαρμένη κοινωνία. Για αυτούς είναι θέμα ταξικής τιμής να δικάζουν όχι εξ επαγγέλματος.  Ο ίδιος ο λαός της γειτονιάς είναι ο μέγιστος κριτής, που όταν διαφωνεί παρεμβαίνει. Έτσι η λαϊκή αστυνόμευση και δικαιοσύνη περιορίζει στο μέγιστο τη γραφειοκρατία και προωθεί τη λαϊκή αμεσότητα.

Σε μια χώρα λαϊκή-προλεταριακή φυλακές δε χρειάζονται. Αφού κανείς δε μπορεί να αποδράσει. Κανείς δεν μπορεί να πάει κάπου χωρίς να ενημερώσει τις τοπικές επιτροπές, αφού για να μετακινηθεί θα πρέπει να παρουσιαστεί κάπου, για δουλειά, κατοικία και φαγητό κλπ. Κανείς δεν είναι απρόσωπος. Έτσι ο κατάδικος θα εκτίει την ποινή στο σπίτι του, θα τιμωρείται από τη συμπεριφορά των γειτόνων του και τις εργασίες που θα του αναθέτουν.  Όταν όμως πρόκειται για επικίνδυνους κακοποιούς, θα πρέπει να υπάρχουν ειδικά χωριά-ιδρύματα, με σύγχρονες εγκαταστάσεις και ψυχιατρική φροντίδα για σωστή διαβίωση-διαπαιδαγώγηση.  Εκεί θα στέλνεται κάποιος μετά από απόφαση των γειτόνων, των συνεργατών και των συγγενών του, όταν κανείς πλέον δε θα μπορεί να εγγυηθεί για τη μελλοντική συμπεριφορά του.   Οι χώροι αυτοί θα αυτοδιοικούνται και θα έχουν αυτόνομη παραγωγική δραστηριότητα.  Οι εκλεγμένες επιτροπές τους θα συνεργάζονται με ειδικούς που θα παίρνουν εντολές από τους λαϊκούς επιτρόπους της περιοχής, που θα φιλοξενείται το σωφρονιστικό χωριό και όπου θ’ανήκει πολιτιστικά και παραγωγικά.  Η καλύτερη “τιμωρία” και διαπαιδαγώγηση είναι αυτή που παύει να είναι τιμωρία.  Αυτή είναι ο άθλος να μπορείς να ζεις έντιμα και με την αξία σου, χωρίς να επιβαρύνεις ή να αδικείς κανέναν. Αυτό που φαίνεται αυτονόητο για άλλους, για άτομα αντικοινωνικά ή απροσάρμοστα στις απαιτήσεις του σοσιαλισμού, είναι ένας άθλος άξιος φροντίδας και αγάπης.     Σε ήπιες όμως περιπτώσεις αντικοινωνικότητας που παρουσιάζεται σε άτομα με καλλιτεχνική ή ιδιόμορφη δημιουργική φύση, η λαϊκή μέριμνα θα έχει φροντίσει.  Αυτοί οι ευφυείς άνθρωποι πρέπει για το καλό της κοινωνίας και τις αξίας που αυτά τα άτομα είναι ενδεδυμένα, να έχουν από μικρά μιαν ιδιαίτερη φροντίδα, για να μπορεί να διοχετευτεί η δημιουργικότητά τους.

Η ουσία της λαϊκής εξουσίας είναι ο λαϊκός προγραμματισμός παραγωγής στο εργοστάσιο και τον αγρό απ’τη βάση.  Στο λαϊκό κοινοβούλιο θα παίρνονται αποφάσεις ευρύτερου παραγωγικού προγραμματισμού και σχεδιασμού που θα διαμορφώνονται από τις προτάσεις των εκπροσώπων της βάσης που θα είναι και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι. Οι ερευνητές και οι τεχνοκράτες θα δουλεύουν υπό τη διακριτική επιτήρηση και συνεργασία εξειδικευμένων λαϊκών επιτρόπων και θα χαίρουν εκτίμησης, αφού δεν θα είναι απλοί υπάλληλοι όπως στον καπιταλισμό αλλά συνεργάτες. Όμως πρέπει κι αυτοί να μην ξεχνούν τη φροντίδα, την αγάπη, τις σπουδές και ότι άλλο τους έχει προσφέρει χωρίς αντάλλαγμα ή καμιά πληρωμή ο λαός.  Για όσους τεχνοκράτες δεν προλεταριοποιούνται όμως θα είναι αρκετή η μισθολογική τους διάκριση, ενώ για τους άλλους που γίνονται προλετάριοι, ο θαυμασμός, το κύρος και η εξουσία.
        Ο λαϊκός παραγωγικός και οικονομικός προγραμματισμός είναι η νίκη των εργαζομένων πάνω στη γραφειοκρατία. Το προλεταριάτο πρέπει να παλεύει ώστε όλες οι αποφάσεις να παίρνονται από τη βάση κι έτσι η κοινωνία να είναι προλεταριακή στην πράξη και όχι μόνο στα λόγια.
     Εδώ ο σοσιαλισμός φανερώνεται με το δυναμικό προτσές δύο πόλων που συνιστούν αντιφατική ενότητα. Απ’τη μια ο πόλος της προλεταριακής αμεσότητας (αποκέντρωσης) κι απ’την άλλη ο πόλος της γραφειοκρατίας (συγκέντρωσης). Αυτό το προτσές είναι μια πορεία που ξεκινά από συγκεντρωτικές θέσεις και καταλίγει σε θέσεις αποκεντρωτικές περνώντας από όλες τις ενδιάμεσες θέσεις της σχέσης συγκέντρωσης-αποκέντρωσης. Στο τέλος αυτής της πορείας, έχουμε την άρση αυτής της αντιφατικής σχέσης, που δεν θα μπορεί να ονομαστεί πλέον ούτε αποκεντρωτική ούτε συγκεντρωτική, αφού η αντιφατική σχέση γραφειοκρατίας-προλεταριάτου δε θα υπάρχει. Στον κομμουνισμό δε θα υπάρχει ούτε γραφειοκρατία ούτε προλεταριάτο, αλλά μια νέα ποιότητα.

Το σοσιαλιστικό προτσές μπορεί ακόμα να ξεκινά απ’τη στιγμή που το προλεταριάτο θα πάρει την εξουσία, με όσο δυνατόν μικρότερη προλεταριακή συμμετοχή, με συμμάχους όμως άλλα λαϊκά στρώματα. Το δικαίωμα αυτό το αντλεί απ’την πείρα του παγκόσμιου προλεταριακού κινήματος ή την ύπαρξη άλλων ισχυρών προλεταριακών χωρών, αν υπάρχουν.  Μπορεί το προλεταριάτο και τα λαϊκά στρώματα να μην περιμένουν να ωριμάσει το οικονομοτεχνικό υπόβαθρο της χώρας τους, αν έχει προηγηθεί σ’άλλη μεγάλη χώρα η κατάκτηση και η εδραίωση της εξουσίας απ’τους εργαζομένους και τα λαϊκά στρώματα. Σε μια τέτοια φάση το προλεταριάτο για να μπορεί ν’ασκήσει εξουσία, έχει ανάγκη τη γραφειοκρατία και την τεχνοκρατία, τη διάκριση και το χρήμα αφού δεν είναι ακόμα στη θέση, να άρει την αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου. Κατά την εξέλιξη της πορείας του όμως, το προλεταριάτο πρέπει να οργανώνει μηχανισμούς λαϊκής εξουσίας έτσι που η γραφειοκρατία να περιορίζεται από τη Λαϊκή και προλεταριακή αμεσότητα. Αυτή η πορεία της αντιφατικής σχέσης γραφειοκρατίας-λαοκρατίας, είναι η πορεία της λαϊκοποίησης των γραφεικρατικών μηχανισμών κι είναι ένα πρόσωπο της πορείας του σοσιαλισμού.
          Η σοσιαλιστική πορεία είναι σύμφυτη με τη σταδιακή ανάπτυξη προλεταριακού πολιτισμού  και  ενός  τεχνολογικού  επιπέδου,  που  να μπορεί  να υποκαταστήσει την γραφειοκρατία στους διοικητικούς και τεχνολογικούς μηχανισμούς.  Για να γίνει αυτό δυνατό, πρέπει παράλληλα με την πολιτιστική επανάσταση, μέσα στους κόλπους της, να προωθείται κι η τεχνολογική επανάσταση κι η μεταρύθμιση των οικομοτεχνικών δομών. Αν η πολιτισμική δραστηριότητα γίνεται είς βάρος της οικομοτεχνικής, τότε η οικονομία καταρρέει και το προλεταριάτο αδυνατεί να ακολουθήσει τους διεθνείς ανταγωνισμούς, και χάνει την εξουσία. Το ίδιο θα συμβεί και με την ασύμμετρη ανάπτυξη της οικονομίας εις βάρος του πολιτισμού.  Η οικονομική ανάπτυξη, χωρίς προλεταριακή πολιτιστική ανάπτυξη, αλλοτριώνει την προλεταριακή συνείδηση, λειτουργώντας υπέρ της  γραφειοκρατίας  και  της  παλινόρθωσης  του  καπιταλισμού.  Τότε το σύστημα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της γραφειοκρατικής εξουσίας χωρίς καμιά προσπάθεια από μέρους των γραφειοκρατών, θα πέσει στα χέρια τους για να το «σώσουν» απ’την κατάρρευση.
        Θα μπορούσαμε λοιπόν να δούμε μέσ’το σοσιαλισμό, ένα πανίσχυρο προλεταριάτο να χάνει την εξουσία από τους γραφειοκράτες και έναν αδύναμο λαϊκοδημοκρατικό μηχανισμό που προχωρά με σύνεση να κατακτά την εξουσία, να την εδραιώνει και να προωθεί τον αληθινό σοσιαλισμό.  Όταν το προλεταριάτο είναι στη εξουσία πρέπει το Κ.Κ. να είναι ανοικτό στο λαό πρωτοπορώντας δημοκρατικά σε λαϊκούς και ταξικούς αγώνες και όχι να είναι κλειστό στο λαό κι ανοικτό στις αυθεντίες, που διαμορφώνουν την παραγωγή πίσω από ηλεκτρονικούς υπολογιστές σύμφωνα με το «συμφέρον» των εργατών. Το Κ.Κ έχει καθήκον να οδηγεί το λαό στο δρόμο της αυτοοργάνωσης και του αυτοπρογραμματισμού που είναι μεν δύσκολος αλλά αυτοσκοπός.  Βέβαια το αποτέλεσμα παίζει μεγάλο ρόλο, αλλά μεγαλύτερο παίζει ο τρόπος που κάνει αυτή την αυτοοργάνωση δυνατή. Αυτή είναι η ταξική πάλη μέσ’το σοσιαλισμό.  Οι αποφάσεις, ο προγραμματισμός, και η δυνατότητα να πραγματοποιεί αυτό που επιλέγει η εργατική τάξη, είναι η εξουσία καθαυτή.   
      Είναι βέβαιο πως οι γραφειοκράτες, εχθροί του προλεταριάτου, κι όσοι από τους λαϊκούς έχουν γραφειοκρατική συνείδηση όταν βρίσκονται σε θέσεις παραγωγής και επιλογής αποφάσεων, ή ακόμα περισσότερο όταν βρίσκονται μέσα στο Κ.Κ, έχουν μεγάλο μέρος της εξουσίας.  Έτσι η ταξική πάλη μέσα στο σοσιαλισμό μπορεί να πάρει μορφή εξεγέρσης σε περιπτώσεις που το Κ.Κ. θα έχει γραφειοκρατικοποιηθεί-αστικοποιηθεί.  Ο δρόμος της εξέγερσης μέσα στο σοσιαλισμό, μπορεί να φαίνεται αβέβαιος δρόμος, ενώ ο γραφειοκρατικός βέβαιος και σταθερός δρόμος, όμως το προλεταριάτο τέτοιο δρόμο είχε και πριν την επανάσταση. Γι’αυτό αγωνίζεται πρώτα απ’όλα για την εξουσία που είναι η δυνατότητα επιλογής και πραγματοποίησης των επιδιώξεών του, όντας η ελευθερία του.  Αυτός που χαρακτηρίζεται σαν «αβέβαιος» δρόμος, είναι ο καλύτερος αφού ως την κατάκτηση της αταξικής κοινωνίας το προλεταριάτο, είναι η τάξη που προσφέρει περισσότερα και απολαμβάνει λιγότερα.  Η κατάκτηση της εξουσίας απ’το προλεταριάτο δε σημαίνει απολαύσεις και διακρίσεις όπως στο αστικό και στο σοσιαλγραφειοκρατικό καθεστός, αλλά περισσότερη δουλειά και ευθύνη για ένα καλύτερο αύριο για όλο το κοινωνικό σύνολο.
    Ο «αβέβαιος» αυτός δρόμος είναι αυτός της πάλης και της αλλαγής, αφού κάθε σταθερότητα και στατικότητα, είναι σε βάρος της εργατικής τάξης και με το μέρος της
γραφειοκρατίας.
    Η ανάπτυξη της λαϊκής κουλτούρας και της τεχνολογικής παιδίας, της συνεχούς αφύπνισης και της ταξικής συνειδητότητας της εργατικής τάξης, είναι μια εξελικτική πορεία που κι αυτή είναι ένα πρόσωπο του σοσιαλισμού. Γενικά σοσιαλισμός είναι η ταξική πάλη με την εξουσία στα χέρια του Κ.Κ. ή του λαού.

Με την άνοδο του επιπέδου τεχνολογικής εξειδίκευσης των εργαζομένων, κάποτε ο εργάτης θα χειρίζεται μηχανήματα υψηλής τεχνολογίας και η δουλειά του θα είναι επιστημονική, που θα διαφέρει μόνο από τη δουλειά των ερευνητών, των χειροτεχνών και των καλλιτεχνών.  Τεχνοκράτες, εκείνη της εποχή, θα είναι μόνον οι ερευνητές, αλλά φτάνοντας στο ύψος της ιδιότητάς τους, αυτό θα είναι και το όριό τους, αφού εκεί η έρευνα θα γίνεται με τη βοήθεια τεραστίων συγκροτημάτων που θ’ανήκουν στο προλεταριάτο και θα είναι υπό την καθοδήγηση μικτών ομάδων τεχνικών και εκπροσώπων του προλεταριάτου. Εκεί μολονότι ο ερευνητής θα έχει πάντα σαν άτομο τον σεβασμό, την αξία και τις προοπτικές των προσωπικών του οραμάτων, θα είναι ο μικρότερος παράγοντας στα θέματα κοινωνικών επιλογών.

Ο κόσμος μας ξεκινώντας από κοινωνικές φόρμες όπου το άτομο παίζει ηγετικό και πρωτεύοντα και ρόλο, καταλήγει σε φόρμες όπου το σύνολο παίζει αυτό το ρόλο. (Ανάμεσα απ’αυτούς τους δυο πόλους, που συνιστούν μιαν αντιφατική σχέση, υπάρχουν απεριόριστες θέσεις δυναμικής σχέσης ατόμου-συνόλου). Στην εξέλιξη αυτής της δυναμικής σχέσης, θα έλθει η ώρα που η χειρωνακτική εργασία, η τέχνη και η έρευνα, θα είναι αξεχώριστα και κάθε άλλη εργασία θα γίνεται από αυτόματα συστήματα. (Μόνον η έρευνα κι η τέχνη θα είναι «χειρωνακτικές-πνευματικές»).  Αυτή η πορεία της τάσης για τελική συνάντηση χειρονακτικής και διανοητικής εργασίας, δείχνει κι άλλο ένα πρόσωπο της σοσιαλιστικής πορείας.

Η αστική τάξη έχοντας την εξουσία μπορεί να προωθεί την τεχνολογία, χωρίς ν’ αναγκάζεται να προωθεί συγχρόνως το πολιτιστικό επίπεδο των λαϊκών μαζών, γιατί αυτό μπορεί να γίνει ο δικός της τάφος.  Ενώ αντίθετα, τα λαϊκά στρώματα και το προλεταριάτο για να μπορούν να ασκήσουν την εξουσία, πρέπει προωθώντας την τεχνολογία να προωθούν και το πολιτιστικό επίπεδο του λαού.  Η αστική και η γραφειοκρατική νεοαστική τάξη, για να μπορούν να ασκούν απρόσκοπτα την εξουσία, πρέπει να προωθούν την τεχνολογία αντιστρόφως ανάλογα με τον πολιτισμό, ενώ το προλεταριάτο πρέπει να προωθεί την τεχνολογία ανάλογα και παράλληλα με τον πολιτισμό.
    Ακολουθώντας αυτό το δρόμο το προλεταριάτο θα μπορέσει να εκπληρώσει το ιστορικό του καθήκον, καταργώντας τη γραφειοκρατία από την προλεταριακή αμενότητα και οδηγώντας τις λαϊκές μάζες σε μια ειρηνική σοσιαλιστική πορεία προς τον κομμουνισμό.
    Αν την εξουσία την έχει η γραφειοκρατική νεοαστική τάξη ή ο κάθε λογής ιμπεριαλισμός, με την υψηλή τεχνολογική ανάπτυξη θ’αφήνει πίσω ανειδίκευτους παρίες, οι οποίοι  κάνοντας κάτι  «εδώ κι εκεί»  θα φυτοζωούν.  Αυτοί μάλλον θα είναι εθνικές μειονότητες που πιθανόν δε θα έχουν απορροφηθεί κι ομογενοποιηθεί εθνικά και κάνοντας τυφλές αιματηρές εξεγέρσεις θ’ανεβάσουν το πολιτικό τους επίπεδο και θα ενωθούν με το προλεταριάτο συνιστώντας έναν επαναστατικό χείμαρο.  Τότε θα γίνει η πιο αιματηρή σύγκρουση, η καθαρή προλεταριακή επανάσταση, που θα οδηγήσει άμεσα στον κομμουνισμό.  Τότε η σοσιαλιστική πορεία θα είναι η ίδια η διαδικασία της εξέγερσης. Έτσι έχουμε δυο δρόμους προς τον κομμουνισμό: Τον ειρηνικό δρόμο που είναι ο σοσιαλισμός και ωθείται με συνεχείς πολιτιστικές εξεγέρσεις. Εκεί το προλεταριάτο έχει την εξουσία κι οδηγεί την μετάβαση ειρηνικά στον κομμουνισμό με ελεγχόμενη ταξική πάλη.  Και τον βίαιο δρόμο, που την εξουσία έχει ο ιμπεριαλισμός ή η νεοαστική γραφειοκρατική τάξη όπου η μετάβαση θα είναι η ίδια επαναστατική η διαδικασία της εξέγερσης.

Ένας άλλος δείκτης για την κατάσταση της σοσιαλιστικής πορείας σε μια χώρα, είναι ο ρόλος που παίζει το χρήμα μέσα στο σύστημα.  Όσο υπάρχει χρήμα, υπάρχει η αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας-κεφαλαίου, προλεταριάτου-γραφειοκρατίας, υπάρχει διάκριση και οικονομικά κίνητρα. Όσο υπάρχει χρήμα υπάρχει εμπόριο φανερό ή κρυφό, κρατικό ή ιδιωτικό. Πάντοτε κάποιος στη διάρκεια της σοσιαλιστικής πορείας, θα μπορεί να συσσωρεύει το χρήμα που του περισσεύει και με αυτό να αγοράζει προϊόντα, που θα διαθέτει σε «φίλους» με κέρδος, όταν κάποιος θέλει κάτι περισσότερο απ’ότι δικαιούται. Ακόμα ομάδες οργανωμένες, μπορεί να κάνουν αγορές, δημιουργώντας τεχνητή έλλειψη στην αγορά για να πουλήσουν αργότερα ακριβά.  Όταν υπάρχει χρήμα, υπάρχει παραεμπόριο ή εμπόριο, που δημιουργεί συσσώρευση ιδιωτικών κεφαλαίων. Αυτά τα κατέχουν ομάδες που ο σοσιαλισμός δεν τις εκφράζει και είναι φυσικό να τον υπονομεύουν με πάρα πολλούς τρόπους.  Οι τρόποι αυτοί ξεκινούν από την παγιοποίηση της κάθε κοινωνικής κατάστασης, αφού η όποια προώθηση του σοσιαλισμού τους θίγει, φτάνοντας ως την πάλη για την παλινόρθωση του καπιταλισμού.
    Είναι φυσικό όταν υπάρχει διάκριση στην αξία της ανθρώπινης εργασίας και της ανθρώπινης προσφοράς, να υπάρχει ο τρόπος που αυτή να υλοποιείται, δηλαδή το χρήμα. Επίσης υπάρχει και ένας βίαιος αγώνας για την κατάχτησή του.  Όταν κάποιος δουλεύει οκτάωρο και δε μπορεί να απολαύσει όλα τα προϊόντα της διατροφής και του πολιτισμού, ενώ άλλος με τον ίδιο χρόνο δουλειάς ή ακόμα και λιγότερο, να τα απολαμβάνει και να έχει και περίσσευμα, είναι μια κατάσταση που κάνει το χρήμα αναγκαίο. Το χρήμα που είναι ο τελευταίος προμαχώνας της αστικής τάξης, το χρήμα που είναι η διάκριση γυμνή. 

Το προλεταριάτο έχοντας την εξουσία, μόνο με την τεχνολογικη και πολιτιστική του ανάπτυξη θα μπορέσει να άρει τη διάκριση, τη γραφειοκρατία, το χρήμα, το κράτος, την εξουσία, δηλαδή την αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου. Αυτά θα μαραθούν ειρηνικά όλα μαζί, αν την εξουσία ασκεί αληθινά το προλεταριάτο. Η προλεταριακή εξουσία που δεν είναι ακριβώς εξουσία, αλλά η άμυνα των αδυνάτων στις επιδομές των ισχυρών.

ΒΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ
      «Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού  την τρομερή
        σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετρά τη γη».

Δεν αρκεί μόνο μια τάξη να θέλει να πραγματοποιήσει τις αποφάσεις της και το πρόγραμμά της, (στην περίπτωσή μας το προλεταριάτο), αλλά να μπορεί κιόλας. Δηλαδή να έχει την εξουσία.  Η εξουσία δεν χαρίζεται, αλλά καταχτάται με τα όπλα, «απορρέει απ’τις κάνες των πυροβόλων». Η συζήτηση γι’αυτό το θέμα είναι πια εξαντλημένη και μπορεί μόνο να περιστραφεί στο ποιος πλέον θα μπορούσε να είναι ο φορέας της εξέγερσης.  Μολονότι κι αυτό το ερώτημα είχε απαντηθεί εξαντλητικά, ο τρόπος που εξελίσσεται η κοινωνία μας διαμορφώνεται έτσι, που η χρήση της τεχνολογικής ανάπτυξης να είναι αποκλειστική από τα ανώτερα οικονομικά στρώματα, που έχουν συσπειρωθεί γύρω απ’το χρηματιστήριο και τις τράπεζες. Αυτό βέβαια συνέβαινε και πριν μα η τεχνολογία τώρα είναι πανάκριβη και απρόσιτη για τους πολλούς, όντας στα χέρια των ολίγων.
      Η τεχνολογία, μ’όλες τις προσδοκίες του αιώνα της τεχνολογικής επανάστασης αντί για κοινωνική χρήση, τελικά έγινε όργανο κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού πάνω στο διεθνές προλεταριάτο. Κι έτσι με τη χρήση της τεχνολογίας στις παραγωγικές διαδικασίες, η ταξική διάταξη που ξέραμε έχει διαταραχθεί ποιοτικά και ποσοτικά. Η δύναμη που έχει συσσωρεύσει αυτή η παγκόσμια νεοαστική τάξη, είναι η μεγαλύτερη που έχει γίνει ποτέ σε τόσο λιγότερα χέρια. Αυτό που θα μπορούσε να γίνει κάποτε σε μια χώρα, δηλαδή η εξέγερση κι η εγκαθίδρυση λαϊκής εξουσίας, μετά την επιτυχή εφαρμογή της παγκοσμιοποίησης από τον ιμπεριαλισμό τώρα θα πρέπει να έχει παγκόσμια διάσταση ή τουλάχιστον σ’ένα μεγάλο κι αναπτυγμένο μέρος του κόσμου.
    Η μετακίνηση κεφαλαίων προς τις χώρες που βρίσκονται στη βάση της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας, απ’τη μια ανεβάζει το βιοτικό επίπεδο αυτών των χωρών, σηκώνοντας το καπάκι της χύτρας που βράζει και από την άλλη, με ομαλό τρόπο κατεβάζει το επίπεδο των λαών που βρίσκονται στις ανώτερες ή μεσαίες βαθμίδες της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής πυραμίδας. Αν επιτύχει να εξισορροπήσει την κατάσταση χωρίς απώλειες, ίσως περάσουμε έναν μακρύ μεσαίωνα υψηλής τεχνολογίας, η οποία θα γιγαντώνεται με βασικό σκοπό την περαιτέρω παγίωση αυτής της κατάστασης.
    Η απληστία και ο ανταγωνισμός των χωρών που βρίσκονται στα ανώτατα επίπεδα της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας και το χρηματιστηριακό κεφάλαιο που στηρίζεται σε ιδεατές αξίες, αφού το χρήμα δεν είναι παρά τυπωμένα χαρτιά, που η αξία τους είναι συμβατική ή επιβάλλεται με τη βία γεννά αγριο ανταγωνισμό. Ο ανταγωνισμός λοιπόν αυτών των τεχνολογικά απεπτυγμένων χωρών, δε μπορεί παρά να οξύνει τις σχέσεις τους. Δεν είναι εύκολο μια τεχνολογικά ανεπτυγμένη και ισχυρή στρατιωτικά χώρα, να δεχτεί αμαχητί έναν τέτοιου είδους υποβιβασμό. Ο αναταγωνισμός αυτός μπορεί να φέρει σε δύσκολη θέση τις τάξεις των εργαζομένων της χώρας που θα ηττηθεί. Εκεί μπορεί να δημιουργηθούν  προϋποθέσεις  για  επαναστατική  αλλαγή.  Οι στρατιές  των ανέργων υψηλής και χαμηλής ειδίκευσης, μπορεί να συστήσουν φορέα εξέγερσης και ένοπλης αλλαγής. Ένοπλης αλλαγής, γιατί μόνον έτσι θα μπορούν να κρατήσουν την εξουσία, κι ακόμα μετά τη νίκη δεν θα πρέπει να αποχωριστούν τον οπλισμό τους, γιατί «ο λαός χωρίς όπλα δεν έχει τίποτα».

Σε μια μεγάλη χώρα όπως η Αμερική, η Γερμανία, η Γαλλία κλπ. μπορεί μια επανάσταση να γίνει πραγματικότητα, αφού δεν είναι εύκολο να στραγγαλιστεί οικονομικά από τις τράπεζες ή στρατιωτικά από τον ιμπεριαλισμό.  Επειδή ο ιμπεριαλισμός θα φοβηθεί μια άμεση στρατιωτική επέμβαση αφού ένας μεγάλος πόλεμος σε μια χώρα που έχει καταρρεύσει ως ιμπεριαλιστική, πάντα θα μπορούσε να οδηγήσει  στην  κατάρρευση  της  ισορροπίας όλου του ιμπεριαλιστικού συστήματος.  Έτσι το παιγνίδι θα παιχτεί στο οικονομικό επίπεδο, αφού ο ιμπρεριαλισμός νοιώθει ότι αυτό είναι το στοιχείο του και μ’εκβιασμούς, εμπορικούς αποκλεισμούς και προπαγάντα θα περιμένει την επανάσταση να καταρρεύσει από μέσα. Αν οι επαναστάτες μπορέσουν να ορθώσουν αξιόπιστο κρατικό μηχανισμό και ν’αντέξουν, κι αν το παράδειγμά τους ακολουθήσει κι άλλη επανάσταση σ’άλλη μεγάλη χώρα, τότε μπορεί να ορθωθεί μια παγκόσμια αλλαγή, που θα στηριχθεί στη δικαιοσύνη και τον πολιτισμό, αποφεύγοντας τα λάθη της Παρισινής Κομμούνας, της Οκτωβριανής Επανάστασης και της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην Λαϊκή Κίνα.
     Αν μια οικονομική αναταραχή στη λεγόμενη «ζώνη του ευρώ», δεν αντιμετωπιστεί γρήγορα και με ανάλογους χειρισμούς, κάτω απ’τον ανταγωνισμό των «ανερχόμενων χωρών», των χωρών της ανατολής και ειδικά της Κίνας, μπορεί να δημιουργήσει οικονομικό χάος, που μόνο με την κατάληψη της εξουσίας από επαναστατικές επιτροπές θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί.  
     Άσχετα αν αυτή η εξουσία μπορεί να είναι καθαρά επαναστατική ή ένα πραξικόπημα μιας «επαναστατικής χούντας», αυτό θα μπορούσε να εξελιχτεί σε μια λαϊκοδημοκρατική αλλαγή, αφού για να λειτουργήσει αυτή η κατάσταση, θα έχει ανάγκη τη λαϊκή συμμετοχή και την αυθόρμητη προσφορά των δραστήριων αυτόνομων λαϊκο-πολιτικών ομάδων δράσης που θα έχουν ήδη πάρει μέρος σε διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις.
    Αν κάτι τέτοιο γινόταν συγχρόνως σε δυο ή τρείς χώρες της Κεντρικής Ευρώπης με βασικό άξονα τη Γερμανία και τη Γαλλία, η επιτυχία θα ήταν σχεδόν βέβαιη. Τότε θα βλέπαμε η Γερμανία του Μαρξ να αναδύεται πάλι, σαν ο πιθανός φορέας της σοσιαλιστικής επανάστασης που θα παρέσυρε όλη την Ευρώπη. Μια Ευρώπη αποκλεισμένη απ’την αγορά και τους φυσικούς πόρους, θα μπορούσε να πάρει το φυσικό της δρόμο που θα ήταν ένας σοσιαλισμός εξ ανάγκης για να αποφευχθεί η κοινωνική κατάρρευση και εξαθλίωση. Αν οι παραγωγικές διαδικασίες σ’ αυτό το σοσιαλιστικό σχήμα περνούσαν στη εξουσία επιτροπών των εργαζομένων, τότε θα ήταν δυνατή μια ειρηνική επαναστατική αλλαγή.

Η Ευρώπη έχει επαναστατική πείρα και παράδοση, επίσης έχει υψηλή τεχνολογική ανάπτυξη, ακόμα υπάρχουν χώρες που θα ήθελαν ανταλλαγή τεχνολογίας με πρώτες ύλες (οι μουσουλμανικές) και τέλος θα μπορούσε να εκμεταλευτεί τον ανταγωνισμό Κίνας-Ρωσίας-Ιαπωνίας-Δύσης· επίσης τον ανταγωνισμό σωβινισμού-χρηματιστηρίου, κεφαλαιούχων του υπανάπτυχτου κόσμου και του ιμπεριαλισμού, τον ανταγωνισμό των ΗΠΑ με τις άλλες ιπεριαλιστικές χώρες που θα επιδιώκουν την κορυφή κλπ.
         Όμως πέρα απ’όλα όσα επιγραμματικά αναφέραμε πρέπει να τονιστεί πως απώτερο καθήκον του σοσιαλισμού δεν είναι απλά η ισονομία ή η δικαιοσύνη. Αυτά έχουν προταθεί κι από άλλα κοινωνικά συστήματα ή φιλοσοφικές θεωρείες, μια που «το τί είναι δίκαιο», είναι πολυδιάστατο και όχι απόλυτο.  Η ισονομία και η δικαιοσύνη είναι η σκάλα που ανεβάζει το Ον σε άλλο υψηλότερο αισθητικό επίπεδο όπου ο άνθρωπος κοινωνώντας του τραγικού «ορθώνεται μπρος στον ισχυρό και γέρνει μπρος στον αδύνατο». Το ουσιαστικότερο στοιχείο του τραγικού είναι η αυτοθυσία, και ο πολιτισμός πρέπει ξανά να πατήσει εκεί για να μπορέσει να δώσει καρπούς.
       Ο σοσιαλισμός πέρα από όλα αυτά, μέσα από τη σοσιαλιστική παιδεία που είναι η κοινωνία του τραγικού, θέλει να οδηγήσει τον άνθρωπο σε μια Νέα υπερβατική ποιότητα.
      Τον Νέο άνθρωπο τον Σοσιαλιστικό Άνθρωπο.     Το πρόβλημα λοιπόν που δημιουργήθηκε στον λεγόμενο υπαρκτό σοσιαλισμό, ήταν πως δεν έλαβε αρκετά υπόψιν τη σωστή ανέλιξη του πολιτισμικού επιπέδου της κοινωνίας και οι επίγονοι της επανάστασης δεν συνέχισαν το ασκητικό έργο των επαναστατών. Δεν μπορεί ποτέ στην επανάσταση ηγετικά στελέχη ν’απολαμβάνουν αγαθά που δεν απολαμβάνει ο λαός και ειδικά τα αδύναμα μέλη της κοινωνίας.

Αν ο σοσιαλισμός σκοπεύει μόνον στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατωτέρων στρωμάτων, με την επιτυχία αυτού του σκοπού, χωρίς άνοδο της σοσιαλιστικής κουλτούρας μπαίνει στο φαύλο κύκλο του καταναλωτισμού. Ο καταναλωτισμός είναι ο τάφος του πολιτισμού, ο τάφος του σοσιαλισμού και ο τάφος κάθε ανθρωπιστικής ποιότητας. Ο καταναλωτής συνεχώς θέλει ότι φαντάζεται πως δεν έχει· θέλει με την κατανάλωση να καλύψη το κενό της ανθρωπιάς που γεννά ο ίδιος ο καταναλωτισμός.
     Αν η επανάσταση θέλει ν’αλλάξει τον κόσμο κι όχι μόνο να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής των κατωτέρων στρωμάτων, θα πρέπει να ξεκινήσει πάλι απ’τις πηγές του πολιτισμού, να τις ξαναεπεξεργαστεί, να τις ανανεώσει και να τις εντάξει μέσα στην κοινωνική παιδεία της επανάστασης. Οι ρίζες του πολιτισμού μας είναι το τραγικό πνεύμα μέσα στο οποίο γεννήθηκε η Διαλεκτική σκέψη και το εκπροσωπευτικό πολίτευμα. Λοιπόν η βάση του τραγικού πνεύματος είναι η λατρεία της φύσης, δηλαδή ο Παγανισμός. Ένας παγανισμός με τα σύγχρονα δεδομένα είναι η επιστημονικότητα ως τέχνη υπερβατική κι η τραγικότητα ως αίσθηση αυτοθυσίας του ατόμου για το κοινωνικό σύνολο.
   Ο σοσιαλιστικός άνθρωπος βάζει πάντα το καλό του συνόλου πάνω από το καλό του ατόμου και ειδικά του εγώ.

Η “ΘΕΩΡΙΑ” ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ
Μετά τις προηγούμενες διευκρινίσεις, και έχοντάς τις ο αναγνώστης κατά νου, ίσως μπορέσει να εκτιμήσει τις προτάσεις για την Θεωρία του Χάους και από μιαν άλλη οπτική γωνία.
    Τονίζω επίσης ότι η Θεωρία του Χάους, όπως ορίζεται, είναι μια προσεγγιστική μέτρηση η οποία θέλει να υπερβεί το ύψος των δυνατοτήτων της. Πατά σε ελλιπείς βάσεις και υποπίπτει σε διγλωσσία.  Επίσης δεν γνωρίζει το βάθος του πηγαδιού μέσα στο οποίο έχει πέσει.       
    Όπως το γεωκεντρικό κοσμολογικό μοντέλο του Πτολεμαίου, έχοντας παραμερίσει το ηλιοκεντρικό του Αρίσταρχου και βλέποντας τον κόσμο ανάποδα, έδινε κάποια προσεγγιστικά, αλλά χρήσιμα αποτελέσματα για τις θέσεις των αστέρων, έτσι κι οι θεωρίες περί Χάους βλέπουν τον κόσμο ανάποδα.  Οι κοσμολογικές αντιλήψεις στις οποίες βασίζεται η Θεωρία του Χάους είναι αντίθετες προς την πραγματικότητα, γι’αυτό μας εκπλήσσουν τ'αποτελέσματα των περιγραφών της. Ακόμα ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, ως εργαλείο έρευνας, είναι θαυμάσιος γι'αντικειμενικά, δυναμικά, ορθολογικά συστήματα, αλλά ανεπαρκής για το διαλεκτικό καταλυτικο-συνθετικό γίγνεσθαι, το οποίο συμφωνεί με την πραγματικότητα.
      Νομίζω ότι η επιστήμη μας είναι ακόμα πολύ μακριά για τέτοιου είδους μετρήσεις μολονότι η νοητική σύλληψη τέτοιου είδους άθλων ετέθησαν πριν 25 αιώνες. Έτσι οι επιστήμονες με σεβασμό κι επιμέλεια θα πρέπει να σκύψουν πάλι στα κείμενα των προπατόρων τους προσωκρατικών, οργανώνοντας εξαρχής τον επιστημονικό τρόπο σκέπτεσθαι. Ίσως τότε ξανακερδίσουμε το χαμένο χρόνο του οποίου αιτία ήταν η ιερή χριστιανική πυρά το 400 μ.Χ.
                                                                                                                                                                       Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΟΥΑΝΚΑΡΕ
                                                                                                                                                                   Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Πουανκαρέ διαπίστωσε ότι δεν μπορεί να υπολογιστεί απόλυτα η τροχιά κάποιου ουρανίου σώματος, όταν ο υπολογισμός λαμβάνει υπ’όψιν την επίδραση άλλων δύο τουλάχιστον ουρανίων σωμάτων. Το πρόβλημα λοιπόν εδώ τίθεται ως θέμα χαρτο-γραφικής καταγραφής της πορείας τους.   
      Στον αληθινό κόσμο όμως και όχι σε αυτόν των διαγραμμάτων, οι τροχιές των ουρανίων σωμάτων είναι αποτέλεσμα της καταλυτικο-συνθετικής αλληλεπίδρασης της ίδιας της δομής κάθε στοιχειώδους των σωμάτων με όλο το σύμπαν. Επίσης σύμφωνα με ό,τι συνάγουμε απ’το Ζήνωνα, ο Χώρος, ο Χρόνος, το Είναι και το Γίγνεσθαι, συνιστούν μιαν ενότητα κατά την οποία, ως έσχατο υπόβαθρο έχουν το αντιφατικό στοιχειώδες, το οποίο είναι η αντιφατικότητα γυμνή, το Εν Δυνάμει Είναι: [Δεν υπάρχει κάτι χωρίς μέγεθος, αν υπάρχει πρέπει να έχει και μέγεθος και όγκο και κάποια απόσταση το ένα από το άλλο. Το ίδιο ισχύει  και για το περιθώριο, αναλόγως.  Γιατί κι αυτό θα έχει μέγεθος και πάντα θα περισσεύει κάτι αναλόγως.  Θα το πω μια για πάντα. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει έσχατο μέρος κάποιου, ούτε του σώματος ούτε του περιθωρίου. Ακόμα δεν μπορεί κάτι να υπάρξει από μόνο του, άσχετα από κάτι άλλο. Έτσι, αν υπάρχουν πολλά, είναι ανάγκη να είναι συγχρόνως μεγάλα και μικρά. Τόσο μικρά που να μην έχουν μέγεθος και τόσο μεγάλα ώστε να είναι απείρου μεγέθους].
      Ερμηνεύοντας και αναπτύσσοντας την άποψη αυτή του Ζήνωνα σε συνδυασμό με τις απόψεις του Ηράκλειτου, καταλήξαμε στη διαμόρφωση ενός “αντιφατικού μοναδολογικού συστήματος” (η περιγραφή του οποίου έγινε στο προηγούμενο μέρος της εργασίας).  Στην εργασία αυτήο έσχατος χωρό-χρονος, πάλλεται ακαριαία.  Ο ακαριαίος αυτός παλμός, όταν η εξελικτική πορεία του κόσμου έχει προχωρήσει, μετατρέπεται σε παράκεντρο παλμικό κραδασμό. Έτσι τα πάντα περιέχουν μέσα τους αυτό τον κραδασμό ως ανάμνηση του εσχάτου χωροχρονικού καταλυτικο-συνθετικού αντιφατικού στοιχειώδους. Ακόμα κατά την αντιφατική διαδικασία, το αντίθετο σε κάποιο συγκεκριμένο Ένα δεν μπορεί να είναι το Μείον Ένα, αλλά μια απεριόριστη σειρά από σχετικά όμοια και διαδοχικά διαφοροποιούμενα, τα οποία περιέχοντας και τον ίδιο τον εαυτό υπ’ορισμένες συνθήκες συνιστούν αυτό που μπορεί να παίξει μια συγκεκριμένη στιγμή το Μείον Ένα. Η αντίληψη λοιπόν περί του καταλυτικο-συνθετικού αντιθέτου, μαζί με τον παράκεντρο κραδασμό του, δείχνει ότι δεν υπάρχει κανένας απόλυτα προσδιορίσιμος όρος, και από κει και πέρα, δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτος προσδιορισμός σε τίποτα. Αφού όσο κι αν προσδιοριστούν οι παράμετροι του αντιφατικού δυναμικού συστήματος, ο ζωντανός κόσμος περιέχει ανά πάσα στιγμή το στοιχείο του ανεπανάληπτου. Αυτός όμως ο κραδασμός των αντιφατικών δυναμικών συστημάτων, σε συγκεκριμένες πλέον περιπτώσεις, δεν είναι τελείως απροσδιόριστος. Γιατί αν αναλυθεί, είναι το σύνολο των αντίδρομων ρευμάτων, τα οποία συνιστούν το γίγνεσθαι του αντιφατικού δυναμικού συστήματος, ως αντιθέτου μέσ'την αντίφαση. Από μια πρώτη όψη, αυτά τα δυναμικά συστήματα μπορεί να φαίνονται χαοτικά παρουσιάζοντας αδυναμία σαφούς προσδιορισμού· αν όμως ληφθεί υπόψιν ότι στην αληθινή φύση είναι αντιφατικά, αυτά μολονότι γίνονται ακόμα πιο πολυδιάστατα, αναφαίνεται μέσα τους η έννοια του κλειστού συστήματος με αντιφατική μορφή. Τ’αντιφατικά συστήματα έχουν το χαρακτήρα του αντιφατικού απείρου, το οποίο ως καταλυτικο-συνθετικό, είναι άπειρο-πεπερασμένο κι έτσι ανοικτό-κλειστό. Η έρευνα λοιπόν θα μπορεί να ορίζεται με ένα μικρό σύνδρομο αοριστίας σε μικρά συμβατικά εν δυνάμει και ολοκληρωμένα συστήματα, παραβλέποντας ότι στο βάθος τους, ως αντιφατικά, είναι ανοικτά, κρύβοντας την παγκόσμια ενότητα, αφού κοινωνούν του εσχάτου αντιφατικού στοιχειώδους όπως το περιέγραψε ο Ζήνων.
       Επειδή οι μετρήσεις και οι περιγραφές σωματίων και γεγονότων πρέπει στη σύγχρονη επιστήμη να είναι σωματιδιο-κυματιακές, έτσι που να περιλαμβάνουν και την ίδια τη δομή των μετρουμένων, κι επειδή τα δυναμικά συστήματα που συνθέτουν είναι καταλυτικο-συνθετικά και απύθμενα αντιφατικά, ένα πλήρες σύστημα μπορεί να περιέχει ένα κάποιο στιγμιαίο πρόσωπο του όλου το οποίο τείνει για το άπειρο. Έτσι οι μετρήσεις οι οποίες απαιτούνται σ’αυτό το είδος, όπως γίνονται σήμερα και οι οποίες προσπαθώντας να περιγράψουν το αντιφατικό γίγνεσθαι της φύσης τυπικά κι ορθολογικά, είναι πολύ εκτός πραγματικότητας.
     Το πρόβλημα πρέπει να τεθεί σ’άλλη βάση: Το κινούμενο ουράνιο σώμα, του οποίου η τροχιά υπολογίζεται σε συνάρτηση με τροχιές άλλων σωμάτων του Ηλιακού συστήματος, συνιστά με τα άλλα μια καταλυτικο-συνθετική αντιφατική δυναμική ενότητα. Σύμφωνα μ’αυτήν ο υπολογισμός της τροχιάς του σώματος σε σχέση με δύο άλλα σώματα του Ηλιακού συστήματος περιέχει ανεπαρκή στοιχεία. Το δυναμικό σύστημα που συνιστούν, για να είναι πλήρες και σύμφωνο με την πραγματικότητα, κατεβαίνοντας στο έσχατο επίπεδο του Ζήνωνα, πρέπει να αλληλεπιδρά με όλο το σύμπαν. Οι επιστημονικές δυνατότητές μας λοιπόν ακόμα υπολείπονται για τέτοιους άθλους. Για να υπολογιστούν κινήσεις τέτοιας ακρίβειας, προϋποτίθεται η ύπαρξη καταλυτικο-συνθετικων πινάκων, σαν αυτούς που προτείνονται κατά την ανάπτυξη της “Αντιφατικής Μοναδολογίας και Οικουμενικής Βιοχαρτογραφίας” για την καταλυτικο-συνθετική “Αντιφατική Ταυτότητα” όπως ετέθει στο μέρος περί Αντιφατικής Μοναδολογίας. Αλλά ακόμα και τότε πρέπει να κυριαρχεί η αντιφατικο-διαλεκτική σεμνότητα, κατά την οποία τίποτα απόλυτο δεν μπορεί να υπάρξει, αφού όλα βρίσκονται σε συνεχή αλλαγή.

Το ίδιο ισχύει και με την περίπτωση του Λόρενζ: Όχι μόνον οι ασήμαντες διαταραχές σ’ένα δυναμικό σύστημα μπορούν να γίνουν δυσανάλογα τεράστιες στην εξέλιξή τους, αλλά κάθε στιγμή, ένα αληθινό δυναμικό σύστημα της φύσης πρέπει να δίνει συνεχώς διαφορετικές μετρήσεις, γιατί όντας πάντα εν εξελίξει είναι πάντα σχετικά διαφορετικό. Αυτό στον Νευτώνειο κόσμο δεν θα μπορούσε να φανεί· όμως κατά τις σύγχρονες αλλά ακόμα περισσότερο κατά τις μελλοντικές μετρήσεις και περιγραφές, για πάρα πολλούς λόγους, θα παίρνει μέρος και η ίδια η καταλυτικο-συνθετική η δομή του μετρουμένου. Στις μελλοντικές μετρήσεις, όταν θα είμαστε σε θέση να τις κάνουμε ολοκληρωμένα, όσο μεγάλο και αν είναι το σώμα, θα παίρνει μέρος με την διαδικασία καταλυτικής-συνθετότητάς του, η οποία είναι κβαντική. Έτσι που τίποτα, δεν θα μπορεί ποτέ να είναι “ταυτόν με τον εαυτό του”, όντας συνεχώς άλλο σχετικά όμοιο με τον εαυτό.
                                                                                                                                                                     Το φαινόμενο της πεταλούδας: Αυτό βέβαια είναι ένα νοητικό πείραμα απ’το οποίο λείπουν πολλά δεδομένα. Η ορθολογική περιγραφή κι ανάπτυξη αυτού του δυναμικού συστήματος, βλέπει την πορεία του προς μία κατεύθυνση, αλλά όχι συγχρόνως κι αντίθετα. Έτσι βλέπουμε μόνο την διάσταση της δυναμικής “αναχώρησης” των στοιχείων του κι όχι την πολυδιάστατη διαδικασία “επιστροφής” των αντιθέτων τους, όπως τα περιγράψαμε καταλυτικο-συνθετικά. Έτσι η τυπική περιγραφή του πετάγματος της πεταλούδας, δεν λαμβάνει υπόψιν την αντίδρομη περιοριστική δυναμική στο ολοκληρωμένο αντιφατικά σύστημα, που είναι η πραγματικότητα. Αυτή συνιστώντας αντίφαση, βάζει όρια στην αχαλίνωτη και χαοτική ανάπτυξη του φανταστικού τυπικού-ορθολογικού δυναμικού συστήματος. Αυτό θα πει ότι υπάρχει μια τεράστια σειρά αντιφατικών παραμέτρων οι οποίες μας διαφεύγουν για να μπορεί μια τέτοια περιγραφή να είναι ακριβής. Παράμέτροι οι οποίοι περιορίζουν τον αχαλίνωτο καλπασμό των χαοτικών περιγραφών.                                                                 Συμπέρασμα: Μπορεί το πέταγμα της πεταλούδας να συμμετέχει σε κάποιο μηδαμινό βαθμό στις αλλαγές φυσικών συστημάτων, όπως όλο το γίγνεσθαι της συμμετοχής των όποιων “αμελητέων” παραγόντων, αλλά δεν μπορεί με τίποτα να φέρει καταιγίδα από μόνο του. Ούτε μπορεί ποτέ να θεωρηθεί κάποια απειροστικά απομακρυσμένη κι ασήμαντη διαταραχή, αιτία εν δυνάμει καταστροφής του κόσμου.  Αυτό δείχνει ότι ο ορθολογισμός που είναι κατ’έξοχήν όργανο καθημερινότητας, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ακραίες κι οριακές καταστάσεις ή περιγραφές υψηλών απαιτήσεων, γιατί οδηγεί τον ευφυή σε ανοησίες και υπερβολές.  Η αληθινή φύση λοιπόν μιλάει μιαν αντιφατική γλώσσα, η οποία έχει κανόνες οι οποίοι μπορούν να περιγράψουν την καταλυτικο-συνθετική διαλεκτική της απροσδιοριστία.
Ο ελκιστής: Ο όρος ελκιστής παραπλανά αφού δεν υπάρχει κάτι που έλκει, δημιουργώντας νέφος μυστικισμού. Το αποτέλεσμα του δυναμικού συστήματος είναι ένα γεγονότος που εξαρτάται απ’ τους όρους λειτουργίας του, οι οποίοι μπορεί να υπάρχουν με δύο τρόπους:   
Α. Ο ένας είναι το δυναμικό σύστημα που υπακούει στον ορθολογισμό. Αυτό αποδέχεται ότι η λογικο-γλώσσική του σύνταξη έχει στο βάθος της μια σειρά από έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη που αλληλεπιδρώντας τη συνιστούν χωρίς να παραβιάζουν τα όρια μεταξύ τους. Αυτή η λογικο-γλωσσική του σύνταξη συνίσταται από απόλυτους όρους γεννώντας ένα κλειστό σύστημα. Έτσι λειτουργώντας, από μια στιγμή και μετά, το σύστημα αρχίζει να επαναλαμβάνει επ’άπειρον τον εαυτό του.  Δηλαδή απ’την στιγμή που ετέθησαν οι όροι λειτουργίας του, όλη η εξέλιξή του είναι προδιαγεγραμμένη τελεολογικά, έχοντας εξαρχής μια σειρά από συνθετικά πρότυπα του τέλους, τα οποία περιμένουν εκ των προτέρων να πραγματοποιηθούν.  Ο κλειστός αυτός κόσμος, που έχει εκ των προτέρων συγκεκριμένα όρια λειτουργίας, δε μπορεί παρά να προϋποθέτει ένα κόσμο ιδεών που υπάρχει από πριν, περιμένοντας να πραγματοποιηθεί μέσα απ’τη λειτουργία του λογικο-γλωσσικού αυτού νοητικού συστήματος. Δηλαδή αυτός ο Αντικειμενικός-Αντιθετικός Ορθολογικός τρόπος προϋποθέτει ένα Φαινομενικό Γίγνεσθαι.
Β. Ο άλλος είναι καταλυτικό-συνθετικό-αντιφατικό δυναμικό λογικο-γλωσσικό σύστημα που προϋποθέτει η λογικο-γλωσσική του σύνταξη να συνίσταται από αντιφατικά στοιχειώδη, έχοντας κορμό την αντιφατικότητα με τον τρόπο που επεξεργαστήκαμε στην πραγματεία περί του αντιφατικού ορθολογισμού. Στην αντιφατική λογικο-γλωσσική σύνταξη τ’αντίθετα αλληλεπιδρούν χωρίς να αφήνουν απαραβίαστα περιθώρια μεταξύ τους συνιστώντας αντιφατικές ενότητες. Στο γλωσσικό-γλωσσικό αυτό σύστημα, τα αντιφατικά στοιχειώδη που το συνιστούν, περιέχουν καθένα τους εν δυνάμει το Όλον μ’ένα δικό του τρόπο, που είναι ο κώδικας καταγραφής του κόσμου όπως έχει εξελιχθεί ως τη μορφοποίηση αυτού του γεγονότος.     Ο τρόπος αυτός παραδόξως είναι κι ο αρχαιότερος λογικός κορμός αποδοχής του κόσμου που απορρέει από το διθυραμβικό τραγικό πνεύμα. Το πνεύμα αυτό ορίζεται ολοκληρωμένα απ’τις προτάσεις του Αναξίμανδρου, τη Διαλεκτική (τον Λόγο) του Ηράκλειτου και τις επισημάνσεις της Αρνητικής Διαλεκτικής του Ζήνωνα, για τα οποία μιλήσαμε σε προηγούμενα μέρη.  Η έννοια λοιπόν του “ελκιστή” φαινομενικά ταιριάζει με την ορθολογική λογικο-γλωσσική σύνταξη, αφού προϋποθέτει ότι τα συνθετικά πρότυπα του τέλους, του δυναμικού συστήματος αυτού, όντας απόλυτα συγκεκριμένα, βρίσκονται εκ των προτέρων εκεί από τη στιγμή που ετέθησαν οι όροι του ως κλειστού και προδιαγεγραμμένου. Δηλαδή περιμένουν (έλκουν) την εκ των προτέρων γεγραμμένη πραγματοποίησή τους.  Αυτό όμως δεν έχει καμιά σχέση με τη θεωρία της χαοτικής απροσδιοριστίας, αλλά με τον απόλυτο προσδιορισμό του ντετερμινισμού. Αντίθετα στο δυναμικό σύστημα της αντιφατικής λογικο-γλωσσικής σύνταξης, όπου μια Διαλεκτικά “συντεταγμένη” απροσδιοριστία είναι δεκτή, δεν ταιριάζει η έννοια του “ελκιστή”. Εκεί ταιριάζει η καταλυτικο-συνθετική ώθηση του γίγνεσθαι, που όντας συνεχώς εν εξελίξει κι έχοντας ανά πάσα στιγμή το στοιχείο του ανεπανάληπτου και της μοναδικότητας, περιέχει μέσα της και το στοιχείο ενός αστάθμητου συντεταγμένου και όχι χαοτικού.
      Και τελικά ο όρος του “Χάους” είναι φαντασμαγορικός και υπερβολικός, αφού η έννοια που καλύπτει δεν είναι άλλη από την γνωστή μας “απροσδιοριστία” μέτρησης και περιγραφής, η οποία έχει ήδη εκφραστεί γενικά σε κάποιες ιδιότητες των κυματισμών της κλασικής φυσικής και ειδικά στον προσδιορισμό των συζυγών ιδιοτήτων κβαντικών αντικειμένων.
     Στα ουράνια σώματα βέβαια παρουσιάζεται σαν κάτι νέο. Όμως πρέπει να αντιληφθούμε ότι όπου υπάρχουν κυματο-συναρτήσεις και φάσματα, ακόμα κι αν τα σώματα φαίνονται συμπαγή και μεγάλα, πρέπει στις μετρήσεις τους και στους περιορισμούς τους χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε να συμμετέχει και η καταλυτικο-συνθετική δομή των σωμάτων, κάτι που τα εντάσσει στον κβαντικό κόσμο όπου συμβαίνουν κάποιου είδους απροσδιοριστίες.
      Η μαγεία των ορθολογικών μαθηματικών φορμαλισμών που ακολουθεί όλη αυτή την προσπάθεια των προσδιορισμών δεν πρέπει να παρασύρει τον διανοητή.  Η φύση είναι περισσότερο δημοκρατική απ’ ότι νομίζουμε και μπορεί να εκφράζεται με πάρα πολύ κομψούς αλλά συγχρόνως παράκεντρους και πολυδάπανους νοητικά τρόπους. Όταν βρεθεί ο πιο άμεσος τρόπος προσέγγισης και προσδιορισμού αυτών των φαινομένων, θα αναγκαστούμε με πολύ λύπη να εγκαταλείψουμε τους μαθηματικούς φορμαλισμούς αυτούς, που μας έδωσαν τόσο μεγάλη διανοητική ηδονή.
       Βέβαια όσο ψηλά και αν ανέβει το επίπεδο των μετρήσεων και προσδιορισμών μας, θα υπάρχει πάντοτε μια διαλεκτική απροσδιοριστία αφού κάθε τι στον κόσμο μας καταλύεται-συντιθέμενο όντας Άλλο-Αλλού, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα το αληθινό γίγνεσθαι του Αναξίμανδρου κι όχι το φαινομενικό του Χέγκελ και του Παρμενίδη. Η αντιφατική απροσδιοριστία του ηρακλειτικού Λόγου, συμπίπτει με την διαλεκτική σεμνότητα, όπου κάθε απόλυτο, αιώνιο και αναλλοίωτο είναι υβριστικό κι ανύπαρκτο, γιατί ο κόσμος ως καταλυτικο-συνθετικό γίγνεσθαι είναι σε συνεχή αλλαγή, δηλαδή Είναι-Μη Όντας. Από όσα διαβάζουμε για τη Θεωρία του Χάους, αυτή συνίσταται από στοιχεία τα οποία φαίνονται ασύμβατα μεταξύ τους, αλλά κι η βασική σύλληψη αυτής της θεωρίας, δείχνει πρόχειρη σε βαθμό που να μη μπορεί ακόμα να είναι μια αληθινή θεωρία.
       Αυτή η θεωρία αναφέρεται στον υπολογισμό δυναμικών συστημάτων τα οποία γίνονται αποδεχτά με όρους ορθολογικούς, κάτι που είναι ασυμβίβαστο για τους χώρους που αποτείνεται.  Ακόμα οι πίνακες καταγραφής του εξελικτικού γίγνεσθαι αυτών των δυναμικών συστημάτων, είναι πτωχός σε δεδομένα για να έχει αδιάβλητα αποτελέσματα.   Το αποτέλεσμα λοιπόν της απροσδιοριστίας που αναφαίνεται στους υπολογισμούς αυτών των δυναμικών διαδικασιών, είναι τέτοιο γιατί δεν λαμβάνει υπόψιν ένα τεράστιο ποσό κρυφών παραμέτρων και μεταβλητών, οι οποίες σύμφωνα με το σκεπτικό μιας νεο-ηρακλειτικής και νεο-ζηνώνιας διαλεκτικής αντίληψης περί κόσμου πρέπει να διαφεύγουν. Ακόμα σύμφωνα μ'αυτή τη διαλεκτική, ο ορθολογικός τρόπος αντίληψης περί κόσμου πρέπει να είναι ασύμβατος.
         Αν η επιστήμη θέλει ν'απομακρυνθεί απ’το αρνητικό σύνδρομο της ορθολογικής στατιστικής προσέγγισης και να έχει πλέον ακριβέστερα αποτελέσματα μετρήσεων, πρέπει καταρχήν να δει τον κόσμο όπως είναι, δηλαδή ως καταλυτικο-συνθετικό γίγνεσθαι. Εκεί κάθε γεγονός συνίσταται από τη ροή-αντιρροή άλλων στοιχειωδών τα οποία με τη σειρά τους έχουν την ίδια τύχη. Δηλαδή συνίστανται κι αυτά από άλλα μικρότερα στοιχειώδη βαθύτερου επιπέδου και αυτό απ’ άπειρον, φτάνοντας τελικά με τον τρόπο αυτό σε ένα έσχατο καταλυτικο-συνθετικό επίπεδο του κόσμου, όπως έχει οριστεί από τον Ζήνωνα. Δηλαδή το Εν Δυνάμει Είναι, την Αντιφατικότητα Γυμνή, την Υλικότητα Καθαυτή.
        Σύμφωνα μ’αυτή την αντίληψη περί κόσμου, ένα δυναμικό σύστημα για να είναι πλήρες, πρέπει να έχει οριστεί όλο το φάσμα της αντιφατικότητάς του και των στοιχειωδών του.  Όμως με τον τρόπο που γίνονται σήμερα οι μετρήσεις σ’αυτό το γίγνεσθαι, είναι αδύνατον, αφού καί οι στατιστικοί πίνακες αλλά καί η δομική τους γεωμετρικότητα πρέπει να αλλάξουν. Ακόμα επειδή οι όροι και τα στοιχειώδη αυτού του συστήματος λόγω της συνεχούς αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον και κατά προέκταση με το σύμπαν αλλάζουν, τίποτα δεν μπορεί να υπολογιστεί απόλυτα. Αν λοιπόν λάβουμε υπ’όψιν το δεδομένο της εξαιρετικής ευαισθησίας και της εξάρτησης αυτών των δυναμικών συστημάτων κατά τις αρχικές συνθήκες σύστασής τους, ουσιαστικά μια ακριβής μέτρηση ή ακόμα μια ακριβής επανάληψη μέτρησης  δεν μπορεί  να υπάρξει. Όλα ταμετρούμενα  γεγονότα για τους λόγους που ανέφερα, δηλαδή αφού καταλύονται-συντιθέμενα και συνεχώς Είναι-ΜηΌντας, έχουν στοιχεία που τους δίνουν έναν υπερβολικά μεγάλο χαρακτήρα μοναδικότητας που δυσκολεύει τη μέτρηση. Τα πάντα λοιπόν είναι ένα συνεχές γίγνεσθαι όπου η μοναδική “σταθερά” που έχουμε είναι ο μηχανισμός της αστάθειας ή της αντιφατικότητας αυτού του γίγνεσθαι. Έτσι το πρώτο βήμα για να λυθεί αυτό το πρόβλημα είναι ο ορισμός της αντιφατικότητας, δηλαδή μια ανάλυση ή μια ανατομία της αντίφασης, η οποία αντίφαση είναι ο μοναδικός σταθερός χαρακτήρας του Είναι, όπως αυτή την οποία προσπάθησα να δώσω. Και βέβαια μολονότι η περιγραφή μου είναι πολύ πρωτόγονη, είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα. Έκανα παραπατώντας κάποια βήματα κι απομακρύνθηκα από τα κλαδιά κι αυτή μου η πράξη έχει ήδη δεχτεί τη χλεύη των διακεκριμένων αλλά και των αδαών.                                                                    Επίσης πρέπει να επισημάνω ότι η διαιρετότητα και η προσθεσιμότητα που χρησιμοποιεί ο Ζήνων στα παράδοξά του, είναι βασικό στοιχείο και των «φράγκταλς» στη θεωρία του Χάους. Αυτό δείχνει ότι υπάρχει ασυμβατότητα του ορθολογισμού σε τέτοιες καταστάσεις. Τα φυσικά φράγκταλς δε μπορεί παρά στο βάθος της ομοιότητάς τους να κρύβουν μ’έναν δικό τους τρόπο το στοιχείο της μοναδικότητας, που είναι η κρυφή δυναμική μιας ασυμμετρίας, η οποία αποτείνεται στο χαρακτήρα του αληθώς απειροστικού των όντων και ο οποίος είναι αντιφατικός-καταλυτικο-συνθετικός.
                                                                                                                                                                  Μετά τις επιστημονικές επισημάνσεις και τα συμπεράσματα τα οποία μπορούμε να συγάγουμε από την ακολουθία όλου αυτού του έργου, ας ξαναδούμε το όραμα του μαρξισμού μέσα απ'τον νέο κόσμο. Ο αντικειμενικός ορθολογισμός, ο ντετερμινισμός, οι μπίλιες του δόκτορος Χιούμ, τα ατσαλένια έμβολα, ο ατμός, το ντίζελ, οι τροχοί, τα γρανάζια κ.λπ. μολονότι θα παίζουν μεγάλο ρόλο για αρκετό καιρό στον κόσμο μας, έχουν αρχίσει να δύουν. Ζούμε την εποχή των ηλεκτρονικών ενεργειακών ροών-αντιρροών, των συχνοτήτων και των μηκών κυμάτων, κ.λπ. Παράλληλα ζούμε στην εποχή του ανώτατου επιπέδου του ιμπεριαλισμού και της παγκοσμιοποίησης. Οι επιστημονικές περιγραφές των κλασικών του μαρξισμού είναι πνιγμένες στο πέλαγος του αναχρονισμού. Πρέπει ν’αποκαθάρουμε απ’τις αντιλήψεις μας ό,τι είναι πλέον άχρηστο και να αναδείξουμε ότι μπορεί ακόμα να τεθεί ως βάση για μια νέα πορεία. Όμως σαν αρχή πρέπει να δούμε ξανά τι είναι ο διαλεκτικός υλισμός και να τον διαχωρίσουμε από τον δυναμικό ορθολογισμό.
      Όπως είδαμε η αναγκαστική και γρήγορη ανάπτυξη παραμέρισε το προλεταριάτο από την εξουσία και δημιούργησε γραφειοτεχνολογικές τάξεις μέσ’τους κόλπους του σοσιαλισμού μετατρέποντας τον σοσιαλισμό σε κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό κι εν συνεχεία σε κλασικό καπιταλισμό. Στα προηγούμενα μέρη του έργου προσπάθησα πατώντας στην αντιφατικότητα του Είναι, να αναδείξω απ’την παλιά διαλεκτική, μια νέα. Στη συνέχεια θα ανασύρω τα αντιφατικά στοιχεία του μαρξισμού για μιαν αντιφατική ιδεολογική ανασυγκρότηση του σοσιαλισμού.  
 
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ
                                                                                                                                                          Μολονότι υπάρχουν λίγοι αναγνώστες οι οποίοι έχουν την υπομονή και το σθένος να ανατρέξουν όλο το Κεφάλαιο του Μαρξ, ασκεί στους μαρξιστές μια ιδεολογική και ψυχολογική επίδραση, πολλές φορές υπερβολική κι αδικαιολόγητη, έτσι κανείς δεν τόλμησε να κρίνει πόσο διαλεκτικό είναι.  Είμαι κι εγώ ένας από αυτούς, οι οποίοι για  κοινωνικο-ιδεολογικούς λόγους, δηλαδή από αποστροφή στην κατάφωρη κοινωνική αδικία που βίωνε ο λαός μας, είχα από νέος αποδεχθεί τον "μαρξισμό", χωρίς να έχω μελετήσει το "Κεφάλαιο", αλλά όπως οι περισσότεροι μαρξιστές, είχα τμηματικά διαβάσει κάποια θεωρούμενα σημαντικά του μέρη. Έτσι όπως η Αγία Γραφή, είναι ένα κείμενο το οποίο δεν έχουν διαβάσει οι περισσότεροι χριστιανοί, αλλά γνωρίζουν κάποια σημαντικά μέρη του από την διδασκαλία στην εκκλησία και τις θεολογικές συζητήσεις. Το Κεφάλαιο λοιπόν αλλά κι άλλα μαρξιστικά κείμενα έχουν περάσει στη συνείδηση των αριστερών απ’τις αέναες συζητήσεις, οι οποίες όμως αρκετές από αυτές απέχουν αληθινά απ’τον μαρξισμό. Ο Μαρξισμός έχει γίνει Στάση Ζωής των αριστερών, οι οποίοι τις πιο πολλές φορές έχουν διαμορφώσει στη συνείδησή τους έναν κάπως διαφορετικό μαρξισμό από τους "συντρόφους" τους. Αυτό μολονότι παρακινδυνευμένο, γεννά μια δυναμική που παρασύρει στους κόλπους της αριστεράς πολύ περισσότερες μάζες, οι οποίες ζητούν κοινωνική δικαιοσύνη. Οι περισσότεροι αριστεροί που έχασαν τη ζωή τους στους αγώνες για δικαιοσύνη είναι σίγουρο ότι ήξεραν απ’το Κεφάλαιο κάποιες βασικές ατάκες.        
       Μου έλεγε ο ασπριτζής της γειτονιάς μας όταν ήμουν πιτσιρικάς: Για να μην σε μπλέκουν οι χαρτογιακάδες με τις παρόλες τους, εσύ δεν θα ξεχνάς ποτέ ότι, από τη στιγμή που πατάει ο εργάτης το ποδάρι του στο εργοστάσιο αρχινάει να χτυπάει η Υπεραξία για χάρη του αφεντικού. ―Και τι είναι η υπεραξία Μαστρολάμπρο; ―Είναι η απλήρωτη δουλειά που κλέβει το αφεντικό από τον εργάτη.
       Όταν άρχισα να ξαναδιαβάζω το Κεφάλαιο με μεγαλύτερη επιμέλεια, διαπίστωνα συνεχώς ότι αυτό το έργο είναι ένα επιστημονικό πόνημα το οποίο θέλει να δείξει ότι όλες οι δομές της κοινωνίας μας υπόκεινται σε συνεχή αλλαγή ή ακόμα κι όπου δεν αναφαίνεται άμεσα υποφώσκει στις δομές της. Αυτό είναι μια αντικειμενική ανάλυση του κοινωνικού γίγνεσθαι, από την οπτική γωνία της εργατικής τάξης,  όπου ο Μαρξ αποδέχεται και δείχνει σε γενικές γραμμές, ότι η επιστήμη κι ο ορθολογισμός, οδηγούν το κοινωνικό γίγνεσθαι σε αλλαγή, αλλά ακόμα περισσότερο και στην συνειδητότητα αυτής της αλλαγής. Την επιστημονική εξέλιξη και αλλαγή βέβαια, το μέρος της άρχουσας αστικής τάξης που είναι υπεύθυνο και που εξουσιάζει τις δομές του κοινωνικού γίγνεσθαι πάντα την έβλεπε, τη λάμβανε σοβαρά υπ’όψη και την ακολουθούσε, προσπαθώντας να επωφεληθεί απ’της επιτυχίες της. Ο Καπιταλισμός λοιπόν δεν αγνοεί την εξέλιξη του κοινωνικού γίγνεσθαι, αφού ως ένα μεγάλο βαθμό είναι αυτός υπαίτιος γι' αυτή την εξέλιξη. Δεν μπορεί λοιπόν παρά να συμφωνεί με όλες τις αναλύσεις του μαρξιανού Κεφαλαίου "περί προϊόντος και αξίας" "περί σχέσης χρήματος και εμπορεύματος" ή ακόμα πάρα κάτω και στις αναλύσεις του "περί της μετατροπής του χρήματος σε κεφάλαιο" αλλά και "του κέρδους που αποκομίζει ο καπιταλιστής ως επενδυτής, παραγωγός ή εμπορευόμενος". Ακόμα δεν νομίζω ότι υπάρχει κεφαλαιοκράτης που δεν αναγνωρίζει την αξία της “εργατικής δύναμης” μέσα στον παραγωγικό κύκλο, αφού βασικό του μέλημα εκτός από την προσπάθεια για την προμήθεια φτηνών πρώτων υλών, είναι κυρίως ο αγώνας του να κρατήσει τα μεροκάματα χαμηλά. Επίσης δεν νομίζω ότι ο αστός διαφωνεί με την περιγραφή της υπεραξίας που αποκομίζει μέσω της εργασίας, αφού είναι το βασικότερο και κυριότερο αποτέλεσμα που αναμένει από την παραγωγή και διάθεση των προϊόντων.            Όσο για τη μετατροπή της εργασίας σε μισθωτή, είναι κάτι για το οποίο ο αστός υπερηφανεύεται, αφού όπως λέει, μέσω του μισθού απελευθέρωσε τον εργάτη από τη συνεχή δέσμευση με το μέσο και τον χώρο παραγωγής. Ο αστός κεφαλαιοκράτης δεν διαφωνεί με όλο αυτό το προτσές που περιγράφει ο Μαρξ ούτε εκπλήσσεται, αφού αυτό ακριβώς επιδιώκει.                                                  
       Το Κεφάλαιο του Μαρξ είναι ένα μνημειώδες επιστημονικό έργο, όπου περιγράφεται η μέσω του Κεφαλαίου και της παραγωγής εξέλιξη της αστικής τάξης, μέσα από την οπτική γωνία και το συμφέρον της εργατικής τάξης, στο οποίο όμως χρησιμοποιείται κυρίως η Ορθολογική Αντικειμενική Σκέψη και η Τυπική Λογική.  Αυτήν όμως την εξελικτική διαδικασία την οποία ο Μαρξ περιγράφει στο έργο του, οι αστοί την έκαναν πράξη και γι'αυτό την γνωρίζουν πάρα πολύ καλά. Δηλαδή η επιστημονικότητα του Κεφαλαίου δεν είναι τόσο επαναστατική, αλλά ούτε εμφατικά διαλεκτική.
       Εκεί που διαφωνούν οι αστοί, είναι η επαναστατική πρόταση ότι, το κεφάλαιο  μέσω των όρων σύστασής του και μέσα από την δική του ανάπτυξη, ολοκληρώνοντας την Εντελέχειά του, θα φτάσει στο Τέλος του. (Κατά τον Αριστοτέλη, κάθε τι περιέχει μέσα του όρους που είναι η αιτία της ολοκλήρωσης και συγχρόνως του Τέλους του, δηλαδή την Εντελέχειά του). Το διαλεκτικό στοιχείο στο Κεφάλαιο, είναι ότι βλέπει τον κόσμο σε συνεχή εξέλιξη και αλλαγή, ενώ το στοιχείο της επαναστατικότητας είναι αυτό που αναγνωρίζει στην εργατική τάξη το δικαίωμα της κατάκτησης της εξουσίας, έστω και διά της βίας, αφού είναι η εργασία που δημιουργεί τα πάντα, ενώ η συμμετοχή του κεφαλαίου είναι απλά ένα παρασιτικό δημιούργημα στο σώμα της εργασίας.  Όμως κι αυτή η διαπίστωση, μολονότι δεν είναι αποδεκτή απ’τους αστούς, αφού τους παραμερίζει απ’την αιχμή της εξέλιξης της Ιστορίας και τους παίρνει το κουτάλι από τα χέρια, αναδεικνύεται διά μέσου μιας Αντικειμενικής Ορθολογικής Δυναμικής σκέψης. (Ο Ένγκελς στο μέρος της “Διαλεκτικής της Φύσης” όπου πραγματεύεται περί των Μορφών Κίνησης της Ύλης και την “κατάταξη των επιστημών”, μιλώντας για τα μαθηματικά, υπερθεματίζει την ενίσχυση της “διαλεκτικής” απ’τον Διαφορικό και τον Ολοκληρωματικό Λογισμό. Ξεχνά όμως ότι οι εξελίξεις όπως περιγράφονται εκεί δέχονται την ταυτότητα των κινουμένων να μην αλλάζει, συμφωνώντας με την “αντιφατικότητα της κίνησης” όπως γίνεται αντιληπτή από τον Χέγκελ.
     Είπε λοιπόν ο Χέγκελ: «η κίνηση είναι μια αντίφαση, όχι γιατί το κινούμενο είναι μια κάποια στιγμή εδώ και μιαν άλλη αλλού, αλλά γιατί είναι και δεν είναι στην ίδια θέση την ίδια στιγμή».  Ο Ηράκλειτος κι ο Ζήνων θα του απαντούσαν: «η Κίνηση δεν είναι παρά μόνο το γίγνεσθαι, το οποίο εξελίσσεται μεσ’το γεγονός, ενώ η μετακίνηση είναι μια ψευδαίσθηση, αφού το κινούμενο όντας σε καταλυτική-συνθετότητα, Είναι-ΜήΌντας, αφού η ταυτότητά του συνεχώς αλλάζει.  Δηλαδή το κινούμενο είναι Άλλο σε μια θέση κι Άλλο-Όμοιο σ’άλλη θέση και δνε δικαιούται αυτό το ίδιο να κινηθεί. Έτσι αληθινά η αντιφατικότητά του δε συνίσταται στην μετακίνησή του, αλλά στην καταλυτική-συνθετότητα του Γίγνεσθαι κι άρα στην ίδια την αλλαγή του Είναι του.
      Ο Χέγκελ επίσης στη «Λογική» του τονίζει ότι «δε μπορούμε να χρεώσουμε στα πράγματα την αδυναμία της αντίφασης αλλά στο νοείν», δεχόμενος αναντιστοιχία μεταξύ Νοείν και Είναι. Αντίθετα οι αρχαίοι διαλεκτικοί και ορθολογιστές δέχονται την απόλυτη αντιστοιχία μεταξύ Νοείν και Είναι, όντας συνεπείς στις απόψεις τους.  Στη Διαλεκτική του Χέγκελ λοιπόν τα πράγματα δεν είναι άλλα από τα μη γνώσιμα Καθαυτά, και το Γίγνεσθαι αφορά μόνο τη φαινομενικότητά τους που αντανακλάται στη νόηση. Ενώ αντίθετα στους προσωκρατικούς, (που δεν ένιωθαν την ανάγκη να δίνουν αναφορά στον Πλάτωνα ή στον χριστιανισμό, αφού δεν τους γνώριζαν), το Γίγνεσθαι είναι ουσιαστικό, δηλαδή η Ουσία του κόσμου. Η εγελιανή διαλεκτική, την οποία δείχνει στο θέμα αυτό να αποδέχεται ο Ένγκελς, δεν είναι άλλη από έναν δυναμικό-διαφορικό ορθολογισμό, που δεν απορρίπτει την τυπική λογική, αφού είναι το κύριο νοητικό του όργανο.
      Λέει ο Μπώμ: «Στην κβαντομηχανική η θεωρία του πεδίου περιγράφει κάθε κίνηση ως δημιουργία-καταστροφή των στοιχειωδών σωματίων. Έτσι αν υποστεί ένα ηλεκτρόνιο σκέδαση απ’την αρχική του κατεύθυνση σε άλλη, το περιστατικό περιγράφεται ως καταστροφή του αρχικού ηλεκτρονίου και δημιουργία άλλου το οποίο κινείται σε νέα κατεύθυνση.  Κατά τη θεωρία αυτή δεν υπάρχει σωμάτιο το οποίο να διατηρεί πάντα την ταυτότητά του. Αν δούμε βαθύτερα την παράσταση του πεδίου κίνησης έστω και ενός ελευθέρου σωματίου, ανακαλύπτουμε ότι η κίνηση περιγράφεται μαθηματικά ως καταστροφή σ’ένα σημείο και δημιουργία σε άλλο γειτονικό. Έτσι η κίνηση αναλύεται σε σειρά δημιουργίας-καταστροφής, η οποία συνολικό αποτέλεσμα έχει, τη συνεχή αλλαγή του σωματίου μέσσ στο χώρο».      Λέει ο Ηράκλειτος: Στον ίδιο ποταμό μπαίνουμε και δε μπαίνουμε είμαστε και δεν είμαστε. Την ίδια ουσία δεν ξαναγγίζουμε γιατί όλα αλλάζουν βίαια και γρήγορα, αναχωρούν-επιστρέφοντας, ενώνονται-σκορπώντας, καταλύονται-συντιθέμενα, Είναι-ΜηΌντας.   Και ο Ζήνων: Το κινούμενο δεν κινείται ούτε στον τόπο που βρίσκεται, ούτε στον τόπο που δεν βρίσκεται.   Απ'αυτό συνάγουμε ότι το κινούμενο δεν κινείται σε κάποιος ξέχωρο Χώρο αλλά μέσω της εξελικτικής πορείας του μέσα στον εαυτό του.
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι οι επιστήμονες σήμερα, μέσα στα πολύτιμα εργαστήρια, ανακαλύπτουν ό,τι οι προσωκρατικοί προπάτορές τους είχαν συλλάβει νοητικά μέσω της διαλεκτικής  2500 χρόνια πριν. Δηλαδή την καταλυτική-συνθετότητα των όντων. Κι ενώ αυτοί μας προσφέρουν αυτόν τον τρόπο σκέψης κι αφού οι αντινομίες του ορθολογισμού και ντετερμινισμού δεν μπορούν να ξεπεραστούν χωρίς αυτήν στη σύγχρονη επιστήμη, εμείς δεν απλώνουμε το χέρι να την πάρουμε, όντας πιο αριστοτελικοί απ’τον Αριστοτέλη. Διαπιστώνουμε επίσης ότι η σύγχρονη επιστήμη αντιλαμβάνεται πολύ διαφορετικά τον κόσμο απ’ότι ο Ένγκελς. Πρέπει λοιπόν να δεχτούμε ότι, η ορθολογική εξέλιξη της επιστήμης δίνει ορθολογικά συμπεράσματα, αντίθετα προς τη διαλεκτική σκέψη. Αν λοιπόν θέλουμε να είμαστε διαλεκτικοί πρέπει να βρούμε τρόπο διά του οποίου να ερμηνεύσουμε τον κόσμο.
        Ο Μαρξ στο “Κεφάλαιο”, κυρίως χρησιμοποιεί ορθολογισμό κι όχι διαλεκτική. Δηλαδή την εξελικτική πορεία του κοινωνικού γίγνεσθαι, που είναι μια διαλεκτική σύλληψη, αφού δέχεται την κοινωνία σε αέναη αλλαγή, αναλύει μέσω της δυναμικής ορθολογικής διαδικασίας. Βέβαια στο τέλος αυτής της πορείας, αναδεικνύει ότι η διαταραχή του Μέτρου σχέσης της μισθωτής εργασίας και του κεφαλαίου θα φέρει τη σύγκρουση και την άρση της σχέσης γεννώντας μιαν άλλη διαφορετική από αυτήν της κεφαλαιοκρατίας, στην οποία την εξουσία θα έχει η εργασία, που είναι ο αληθινός κινητήρας του κοινωνικού γίγνεσθαι.
       Μολονότι ο Μαρξισμός χαρακτηρίζεται από Διαλεκτική-Υλιστική Σκέψη, αφού θεωρούμε ότι ο διαλεκτικός υλισμός είναι ο κινητήρας του, στο Κεφάλαιο που είναι το βασικό έργο του Μαρξ, χρησιμοποιείται ένας δυναμικός υλιστικός Ορθολογισμός, ο οποίος μολονότι επιστημονικότατος, δεν είναι αληθινή διαλεκτική. Έτσι πρέπει να τεθεί το ερώτημα πως η ανάλυση του κοινωνικού γίγνεσθαι είναι δυνατή μέσ’από έναν ξεκάθαρο Διαλεκτικό Υλισμό ή μόνο η Διαλεκτική της Φύσης μπορεί να είναι διαλεκτική-υλιστική;  Κάποιοι ευρωμαρξιστές μάλιστα, αντίθετα ισχυρίζονται ότι Διαλεκτική της Φύσης δεν μπορεί να υπάρξει, αλλά μόνο Διαλεκτική του κοινωνικού γίγνεσθαι.                                   
         Για να μπορέσει να διαλευκανθεί αυτό το ερώτημα, πρέπει ν’αναδειχθεί μια κριτική πραγματεία όπου θα περιγραφεί αυτό που εννοούν αυτές οι δύο μαρξιστικές τάσεις ως “Διαλεκτική Υλιστική Λογική”. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε μια τέτοια πραγματεία, το κοινωνικό γίγνεσθαι είναι γεγονός που εξελίσσεται μέσα στον νευτώνειο κόσμο, ο οποίος αφορά στα πράγματα ή τα γεγονότα τα οποία υπόκεινται στην αντικειμενική ορθολογικότητα, το ντετερμινισμό και την τυπική λογική, η "διαλεκτική" των οποίων είναι ένας Δυναμικός ή Διαφορικός Ορθολογισμός. Αντίθετα στις φυσικές επιστήμες, με την είσοδο της Θεωρίας της Σχετικότητας και της Κβαντικής Θεωρίας, ο ντετερμινισμός, η τυπική λογική κι ο αντικειμενικός ορθολογισμός αμφισβητούνται βίαια, αφού δεν μπορούν πια να δώσουν ακριβείς περιγραφές του παγκοσμίου γίγνεσθαι. Στο κοινωνικό γίγνεσθαι όμως, όπου η δυναμική ορθολογική αντικειμενικότητα, ο ντετερμινισμός κι η τυπική λογική μεσουρανούν ποια διαλεκτική θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί;.  Φαίνεται λοιπόν ότι, η αντιφατικότητα η οποία είναι ο κινητήρας της διαλεκτικής σκέψης, χρησιμοποιείται στο κοινωνικό γίγνεσθαι μόνο σε κάποιες θέσεις κλειδιά ή ακόμα κάποιες φορές παραμερίζεται ως άχρηστη και μάλιστα σε ειδικές περιστάσεις ως απόδειξη ψεύδους. Κάτι τέτοιο ορίζει τη διαλεκτική μέσ’τον αριστοτελικό ορθολογισμό. Λέγεται επίσης ότι ο Λένιν, βούρτσισε τα αρχαία ελληνικά του για να διαβάσει Αριστοτέλη στο πρωτότυπο. Επίσης δεν είναι λίγοι που κατηγόρησαν το Στάλιν ότι κοιμόταν με τον "Ηγεμόνα" του Μακιαβέλι στο προσκεφάλι του. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κι ο Στάλιν ήταν αριστοτελικός, αφού αυτό το πόνημα του Μακιαβέλι είναι άκρως και τυπικά ορθολογικό-ντετερμινιστικό. Ακόμα όμως και κατά την πρακτική εφαρμογή του μαρξισμού, μολονότι η τυπική λογική θεωρητικά απαξιωνόταν, κυριαρχούσε ο ορθολογισμός κι η τυπικότητά του.
                                                                                                                                                    ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΥΛΙΣΤΙΚΗ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ:          
Αν ο άνθρωπος είναι αποτέλεσμα της εξελικτικής πορείας του κόσμου, πρέπει να περιέχει κωδικά γεγραμμένες στη δομή του όλες τις στιγμές αυτής της πορείας ή ακόμα η μορφή κι η δομή του να είναι πρόσωπα της καταγραφής αυτής. Έτσι και ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι μια κωδική καταγραφή εμπειρίας και γνώσης της πορείας του κόσμου μέσα σε κάθε άνθρωπο. Όλες αυτές οι καταγραφές συνοψίζονται στον κώδικα ζωής, δηλαδή στο DNA του ανθρώπου. Αυτή λοιπόν η καταγραφή (το DNA), είναι η γλώσσα της φύσης γεγραμμένη μέσα μας, που δεν έχει ακόμα όλη διαβαστεί.
  Κάθε εμπειρία που διοχετεύεται στο κληρονομικό γνωστικό μηχανισμό, από τη μια τον διεγείρει και τον αφυπνίζει, ξαναθυμίζοντάς του «αρχαίους δρόμους» που χάνονται βαθιά μέσα στους προγόνους, το ζώο και τη φύση, από την άλλη, μη όντας αυτή η εμπειρία απόλυτα  ίδια με την αντιστοιχία της στον κληρονομικό μηχανισμό, αναδιαμορφώνει τον «αρχαίο δρόμο» που βρίσκει, πλουτίζοντάς τον. Έτσι την αποκωδικοποίηση του γνωστικού μηχανισμού, που γίνεται με τη διοχέτευση της εμπειρίας, ακολουθεί καταγραφή επανα-κωδικοποίησης ή συνειδητής κωδικοποίησης, που αναδιαμορφώνει τη δομή του ίδιου του εγκεφάλου. Η πορεία αποκωδικοποίησης κι επανα-κωδικοποίησης του γνωστικού μηχανισμού είναι η Συνείδηση κι η Λογική, ενώ το μέρος του εγκεφάλου που δεν έχει αποκωδικοποιηθεί, παραμένοντας όπως ήταν κληρονομικά,  είναι το συναίσθημα,  η ενόραση και γενικά όλες οι ανεξήγητες (και θεωρούμενες λανθασμένα «μεταφυσικές» ιδιότητες του ανθρώπου από κάποιους) δηλαδή η Αισθητική.  
     Σύμφωνα με αυτή την οντολογική άποψη, «η γνώση είναι δυνατή», γιατί μέσω της εμπειρίας, αποκωδικοποιούμε την πορεία του κόσμου όπως αυτή είναι γεγραμμένη στον κληρονομικό γνωστικό μας μηχανισμό.  Όλες οι δομές του ανθρώπινου κληρονομικού γνωστικού μηχανισμού, είναι επανα-κωδικοποιημένες ξανά και ξανά, σε μιαν ατέλειωτη πορεία μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Η πορεία αυτή συνιστά ένα λογικο-γλωσσικό σύστημα (γλώσσα της Νόησης και της Λογικής).  Η οντολογική αυτή άποψη γίνεται κατανοητή με δυο τρόπους:
        Α. Ο ένας τρόπος είναι αντιθετικός (ορθολογικός) που δέχεται, ότι στο βάθος αυτό το λογικο-γλωσσικό σύστημα συντίθεται από μια σειρά έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη (γνώσιμα ή όχι), που αλληλεπιδρούν χωρίς να παραβιάζουν τα όρια μεταξύ τους.  Αυτά τα έσχατα στοιχειώδη, που συνιστούν αυτό το λογικο-γλωσσικό σύστημα, δρώντας ως απόλυτοι όροι, προϋποθέτουν λειτουργώντας από μια στιγμή και μετά, την επανάληψη σειράς παιγνίων, των «συνθετικών προτύπων του τέλους» αυτού του συστήματος. Δηλαδή η εξέλιξή του συστήματος είναι προδιαγεγραμμένη τελεολογικά, αφού από τη στιγμή που ετέθησαν οι απόλυτοι όροι του, τα «συνθετικά πρότυπα του τέλους του», που προϋποθέτουν αυτοί οι όροι, βρίσκονται εκ των προτέρων εκεί περιμένοντας να πραγματοποιηθούν.  Αυτός είναι ένας κόσμος αντικειμενικότητας κλειστός, πεπερασμένος-τετελεσμένος, με προκαθορισμένα όρια του τέλους, ως αποτέλεσμα της λειτουργίας του, προϋποθέτοντας την ύπαρξη ενός κόσμου ιδεών, ο οποίος υπάρχει απ’τη στιγμή που ετέθησαν οι όροι αυτού του συστήματος, περιμένοντας να πραγματοποιηθεί. Ένας τέτοιου είδους κόσμος ιδεών, θα πρέπει να υπάρχει πριν απ’τα πράγματα, μετά τα πράγματα και μαζί με τα πράγματα, συνιστώντας το κλειστό αντιθετικό, αντικειμενικό λογικο-γλωσσικό σύστημα, μιας επιστημονικότητας που ξεκινά από τον Αριστοτέλη και καταλήγει στον Νεύτωνα.
      Β. Ο δεύτερος τρόπος είναι ο αντιφατικός (διαλεκτικός), το λογικο-γλωσσικό  σύστημα του οποίου είναι Όλον σε συνεχή εξέλιξη, χωρίς έσχατα, αναλλοίωτα στοιχειώδη. Σύμφωνα μ'αυτή την άποψη, τα όποια στοιχειώδη αλληλεπιδρώντας-αλληλοπροεκτείνονται  χωρίς ν’αφήνουν απαραβίαστα όρια μεταξύ τους. Έτσι κάθε στοιχειώδες είναι αυτοαναιρούμενο κι έχει αντιφατική-εξελικτική φύση περιέχοντας το Όλον με ένα δικό του τρόπο, που αυτός είναι ο κώδικας καταγραφής του κόσμου μέσα του, (όπως αυτό έχει εξελιχθεί έως την μορφοποίηση του, περιέχοντας με τρόπο δαιδαλώδη και παράκεντρο, όλες τις εξελικτικές στιγμές και τα πρόσωπα του έως τότε κόσμου).  Αυτή η οντολογική άποψη, προϋποθέτει ότι ο κόσμος είναι Όλον, σε συνεχές Γίγνεσθαι. Μ’αυτή την προϋπόθεση, ο κληρονομικός μηχανισμός γνώσης και δράσης του ανθρώπου έχει αντιφατική φύση, προϋποθέτοντας έναν κόσμο ανοικτό, όπου κάθε στοιχειώδες να έχει τη δυνατότητα του ανεπανάληπτου.    Υπ’ αυτήν την έννοια, το σύμπαν ως αποτέλεσμα του εαυτού του, δεν είναι τεμαχισμένο σε χώρους που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Αυτό υπάρχει σαν μοναδική γραφή, η οποία επανακωδικοποιείται συνεχώς πιο οικονομικά και πιο δυναμικά. Η νέα γραφή μολονότι είναι διαφορετική απ’την παλιά, μπορεί να εκφραστεί μέσω της παλιάς, με τρόπο αντιοικονομικό, δαιδαλώδη και παράκεντρο, ως συνέχεια της παλιάς.  Έτσι πρέπει να υπάρχει μια οντολογική γραφή του παγκόσμιου γίγνεσθαι, η οποία δεν είναι ασυνάρτητη αλλά λογική και μοναδική στην κάθε της στιγμή. Αυτή η πορευόμενη κι εξελισσόμενη ιδιόμορφη γραφή, είναι γεγραμμένη στο γνωστικό μας μηχανισμό ή καλύτερα είναι αυτή η ίδια ο γνωστικός μας μηχανισμός που αναμένει να διαβαστεί (να συνειδητοποιηθεί).   
      Στην οντολογική αυτή άποψη γεννιέται το ερώτημα, πως καταγράφεται στον δικό μας μηχανισμό ένα γεγονός που μπορεί να συμβεί σε ένα άλλο ηλιακό σύστημα για να μπορεί να γίνει γνωστό κάποτε:  Παίρνοντας υπόψη την οντολογική άποψη του αντιφατικού στοιχειώδους, που σύμφωνα μ’αυτό, κάθε στοιχειώδες περιέχει εν δυνάμει το Όλον μ’ένα δικό του διαφορετικό τρόπο, αφού ο κόσμος είναι Ένας Αυτοδιαμορφούμενος κι όχι άθροισμα μερών που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, το πολύ μικρό, το στοιχειώδες όντας εν τω γίγνεσθαι, είναι ένα εν δυνάμει αντιφατικό πρόσωπο του Όλου, δηλαδή περιέχει το Όλον σπερματικά, όπως ανέφερα στο μέρος περί αντιφατικού στοιχειώδους. Θα δώσω όμως επιγραμματικά μιαν ιδέα περί αυτού:  [Η αυτοδιαμόρφωση αυτή για να μην έχει τελεολογικό χαρακτήρα δεν μπορεί να συμφωνεί μ’έναν κόσμο χωρισμένο σε μέρη, που μεταξύ τους δεν επικοινωνούν, (δηλαδή απόλυτα καθορισμένα), αλλά σε μέρη ευκαιριακά και σχετικά. Το όποιο μέρος, για να μην έχει σαφή όρια, πρέπει να αποτελείται από αντιφατικά στοιχειώδη σαν αυτά που μας προϊδεάζει ο Ζήνων: Δεν υπάρχει κάτι χωρίς μέγεθος, αν υπάρχει, πρέπει να έχει μέγεθος και όγκο και κάποια απόσταση από άλλο. Το ίδιο ισχύει και για το περιθώριο αναλόγως.  Γιατί κι αυτό θα έχει μέγεθος καί πάντα θα περισσεύει κάτι αναλόγως. Δεν μπορεί να υπάρχει έσχατο μέρος κάποιου, ούτε του σώματος ούτε του περιθωρίου. Ακόμα δε μπορεί κάτι να υπάρξει από μόνο του, (άσχετα από κάτι άλλο). Έτσι αν υπάρχουν πολλά, είναι ανάγκη να είναι συγχρόνως μεγάλα και μικρά. Τόσο μικρά που να μην έχουν μέγεθος και τόσο μεγάλα που να έχουν άπειρο μέγεθος.        (Αυτό είναι το αντιφατικό στοιχειώδες του Ζήνωνα).
      Τ’αντιφατικά στοιχείωδη παραβιάζοντας τα όρια της αντιφατικής σχέσης στην οποία μετέχουν, πλανώνται προεκτεινόμενα μακριά στο Όλον, δηλαδή αναχωρούν-επιστρέφοντας, για να οριοθετήσουν μέσω της κίνησης το γεγονός (τον εαυτό) απ’τον οποίο ξεκίνησαν. Αυτό όμως δεν είναι απόλυτα δυνατό λόγω της καταλυτικής-συνθετότητας του γεγονότος, της πολυδιάστατης και της πολύμορφης διαδικασίας αναχώρησης-επιστροφής των αντιφατικών στοιχειωδών του, αυτά επιστρέφοντας στη θέση βρίσκουν τον εαυτό που θέλουν να επαληθεύσουν σχετικά διαφορετικό. Το πορευόμενο το οποίο επιδιώκει την επαλήθευση, την κάνει σχετικά, αφού θέλοντας να επιβεβαιώσει απόλυτα τον εαυτό, μπαίνει σε μια διαδικασία απεριόριστης φυγής-επιστροφής, καταγράφοντας συνεχώς το Όλον, όπως μορφοποιείται κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας.   Επίσης, επειδή ο κόσμος των προσωκρατικών διαλεκτικών είναι ανοικτός και άπειρος, τα πορεούμενα στοιχειώδη δε κάνουν κύκλο διαδρομής κατά την επαναφορά τους αλλά πυκνή ελικοειδή, ελλειπτική διαδρομή. Έτσι επιστρέφοντας στη θέση που ξεκίνησαν δεν την επαληθεύουν ακριβώς εκεί που ήταν αλλά λίγo πιο κει. Δηλαδή την επαληθεύουν-διαψεύδοντας την. Με τον τρόπο αυτό, όλα τα μέρη μαζί είναι μία πλοκή χωρίς σαφή όρια διαχωρισμού, όπου κάθε μέρος έχει συμβατικά ένα διαφορετικό (δικό του)
πρόσωπο για το Όλον, επειδή είναι «ορατό» από  διαφορετική όψη. Έτσι κάθε γεγονός έχει θολές άκρες, αντανακλώντας και έννοιες με θολές άκρες. Δηλαδή να είναι συρροή μηνυμάτων τα οποία φεύγουν-επιστρέφοντας, κάνοντας απεριόριστους κύκλους διάψευσης-επαλήθευσης του εαυτού. ΄Ετσι ο εαυτός είναι μια πραγματικότητα η οποία συνεχώς αλλάζει, γιατί «ασυνείδητα» μέσω της πορείας αναχώρησης-επιστροφής των στοιχειωδών του στο σύμπαν, φέρνουν κι όλες τις αλλαγές που συντελούνται στο περιβάλλον μαζί του. Ονομάζω αυτό το γεγονός Αντιφατικό Στοιχειώδες και λόγω της κοινωνίας μ’αυτό, κάθε ανθρώπινη γνωστική καταγραφή μπορεί να κοινωνεί με το όλον, έχοντας γνωστικές αντιστοιχίες με κάθε τι που υποτίθεται ότι δεν επικοινωνεί, όπως γεγονότα που συμβαίνουν σε άλλα ηλιακά συστήματα].
      Από αντιφατική άποψη λοιπόν το αντίθετο σε κάποιο Ένα είναι η απεριόριστη πολλαπλότητα που είναι το σύμπαν, όπως διαμορφώνεται έναντι της μοναδικότητας που εκπροσωπεί την κάθε φορά το Ένα συγκεκριμένο γεγονός. Δηλαδή το αντίθετο στο συγκεκριμένο-Ένα, δεν μπορεί να είναι απλά το Μείον Ένα, αλλά απεριόριστη σειρά από σχετικά όμοια που διαδοχικά διαφοροποιούμενα και περιέχοντας ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό, υπό συνθήκες όλο αυτό μαζί, θα μπορούσε να παίξει το ρόλο του Μείον Ένα μια συγκεκριμένη στιγμή.
      Η Διαλεκτική αυτή μπορεί να ονομαστεί αντιφατικός ορθολογισμός, αφού εκεί η ταυτότητα καταλύεται-συντιθέμενη όπως όρισε ο Ηράκλειτος, όντας μια Αντιφατική Ταυτότητα. Από αυτό το αντιφατικό γίγνεσθαι, που χαρακτηρίζει την αντιφατική ταυτότητα, αναδύεται και η αρχή της Αντιφατικής Αιτιότητας η οποία δεν είναι μονοδιάστατη.  Εκεί το αίτιο και το αιτιατό, λειτουργούν αμφίδρομα ή κι αμφίδρομα, ανάλογα με τις «αντιθέσεις» και τη «διάρκεια» που συνιστά το κάθε συγκεκριμένο αντιφατικό γίγνεσθαι.
      Το έσχατο επίπεδο αμφίδρομης (αντιφατικής) αλληλεπίδρασης, είναι αυτό του ακαριαίου και ακίνητου, μηδενικού και απείρου, όπως το όρισε ο Ζήνων και το οποίο δε μπορεί να λείψει από κανενός είδους αλληλεπίδραση, αφού όλα διαδραματίζονται επάνω του κι είναι η αιτία που μπορούν να συμβαίνουν έτσι.

 Αντίθεση, Αντίφαση και Μαρξισμός

Η Διαλεκτική όπως κι ο Ορθολογισμός πρέπει να ήταν σε χρήση απ’ τη σύσταση της ανθρώπινης κοινωνίας. Υπάρχουν αρχαία συγγράμματα, απ’τα οποία κάποια μπορούν να μας οδηγήσουν στη διαμόρφωση της αντίληψης μας για το θέμα αυτό.  
     Επειδή η ανά τους αιώνες Διαλεκτική «ήλθε» σ’εμάς κάπως συγκεχυμένα και με διαφορετικά πρόσωπα, τέθηκε το θέμα: «ποια διαλεκτική είναι η σωστή και πως διαχωρίζεται από τον ορθολογισμό».
      Λέει, ο διακεκριμένος διανοητής της αριστεράς Χαρ. Θεοδωρίδης, στην μικρή του πραγματεία «Περί της Έννοιας του Μηδέν στη Διαλεκτική Νόηση»: «…η διαλεκτική ήταν κι εξακολουθεί να είναι μπερδεμένη ―αυτό δεν πρέπει να διστάσουμε να το ομολογήσουμε― κι έδωσε αφορμή σε συζητήσεις που δεν έκλεισαν ακόμα» και συνεχίζει: «Ο Πλάτων με τη διαλεκτική του εννοούσε πρώτα τις απλές λογικές πράξεις και το ξεχώρισμα των αντικειμένων ή των εννοιών σε γένη και είδη. Ο Πλάτων ακόμα εννοούσε διαλεκτική, τη διαδικασία εξεύρεσης της αλήθειας με ερωτήσεις κι απαντήσεις». Και συνεχίζει: «Σήμερα η πιο απλωμένη αντίληψη για τη διαλεκτική, είναι αυτή που έχει στενή σχέση με το γίγνεσθαι, την κίνηση και την αλλαγή. Μ’αυτή την έννοια διαλεκτικοί και μάλιστα οι πρώτοι, ήταν αδιαφιλονίκητα οι Ίωνες φυσικοί φιλόσοφοι. Με την έννοια αυτή πήρε ο Χέγκελ τη διαλεκτική, ως δημιουργική κίνηση της ιδέας. Ενώ ο διαλεκτικός υλισμός, ξεκινώντας από τον Χέγκελ ξαναγυρίζει με κάποιον τρόπο στην Ηρακλειτική διαλεκτική άποψη».
   Ο Χ. Θεοδωρίδης μολονότι δέχεται την ύπαρξη Διαλεκτικής Λογικής επιμένει ότι δεν είναι κατασταλαγμένη.
  Ένας άλλος διακεκριμένος διανοητής της αριστεράς, ο Ε. Μπιτσάκης, στο μικρό δοκίμιό του για την νομιμότητα της διαλεκτικής σκέψης στο συνέδριο της φιλοσοφικής εταιρίας το 1988, με τη σειρά του θέτει το ερώτημα: «αν η διαλεκτική είναι επιστήμη ή αν οι νόμοι της έχουν το status των επιστημονικών νόμων», κι ο κ.Μπιτσάκης καταλήγει: «…η φιλοσοφία, δεν είναι ειδική επιστήμη όπως π.χ. η φυσική ή η χημεία.  Οι νόμοι της κατά συνέπεια δε μπορούν να έχουν το status των φυσικών γενικά των ειδικών επιστημών» … Και συνεχίζοντας ο κ. Μπιτσάκης θέτει το ερώτημα: «Υπάρχει ή όχι διαλεκτική λογική»; Κι απαντά: «Η Διαλεκτική Λογική είναι η λογική της αντίθεσης κι όχι της αντίφασης. Εκφράζει την ύπαρξη αντιθέσεων στα ίδια τα πράγματα την συγκεκριμένη και ιστορικά διαφοροποιούμενη ενότητα αμοιβαία αποκλειομένων κατηγορημάτων. Εκφράζει την ύπαρξη απλών αντιθέσεων, που συνιστούν  μια σχετικά στάσιμη αντιθετική ολότητα ή ύπαρξη αντιθέσεων, που η σχέση τους εξελίσσεται και που η αντίθεση μπορεί να λυθεί με την καταστροφή του ενός πόλου της».  Κι ερωτά: «Πως όμως είναι δυνατό να εκφραστεί η σύνθετη αντιθετική κίνηση του πραγματικού, η γένεση κι η καταστροφή των μορφών στο επίπεδο της νόησης;» Και τελικά καταλήγει: «Η λογική αντίφαση είναι απαράδεκτη στη διαλεκτική λογική. Η λογική της αντίθεσης δεν είναι αντιφατική».
       Στη συνέχεια ο κ. Μπιτσάκης παραθέτει την άποψη του Lefebvre:  «Η διαλεκτική νόηση ορίζεται κι αυτή από κανόνες και νόμους, δια-ψεύδει την τυπική λογική αλλά δεν την καταργεί, δεν πέφτει στο πα-ράλογο. Η διαλεκτική δεν επιτρέπει για το ίδιο αντικείμενο, την ίδια στιγμή, να διατυπώνουμε αντιφατικές αποφάνσεις. Δεν επιτρέπεται να πούμε ότι αυτό το χαρτί είναι ταυτόχρονα λευκό και μαύρο. Απ’όπου και το αξίωμα ότι: η θεωρία των αντιθέσεων δε μπορεί να είναι αντιφατική».  Εδώ ο κ. Λεφέμπβρ ισχυρίζεται ότι «η αρχή της μη αντίφασης», που πάνω της πατά «η αρχή της ταυτότητας» κι επικροτεί ο κ. Μπιτσάκης, είναι η πεμπτουσία της λογικής και κατ’επέκταση της Διαλεκτικής, μια που και η Διαλεκτική Λογική δεν πρέπει ν’αντιφάσκει, αφού σύμφωνα με το απλοϊκό παράδειγμα τους, «το άσπρο χαρτί δεν μπορεί συγχρόνως να είναι και μαύρο». Θα μπορούσα ν’αντικρούσω αυτή τη βεβαιότητα των κ. Μπιτσάκη και Λεφέμπβρ, μια που όλοι ξέρουμε ότι στη φύση όλα τα χρώματα είναι προσεγγιστικές συμβάσεις, δηλαδή κάτι σαν φασματικές συρροές, όπου δεν υπάρχουν χρώματα ως καθαυτά, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση που θ’αποπροσανατόλιζε την ουσία αυτού του θέματος. Τονίζω επίσης ότι ο Χέγκελ, ο Έγκελς, ο Ηράκλειτος, αλλά κι ο Παρμενίδης ως πολέμιός της, δέχονται καθένας με τον δικό του τρόπο, ότι η αντιφατικότητα είναι η ουσία της Διαλεκτικής Λογικής.  Κι επειδή οι Μπιτσάκης και Λεφέμπβρ ισχυρίζονται ότι η λογική αρνείται την αντιφατικότητα, ας κάνουμε μιαν αναδρομή στις ρίζες του ορθολογισμού για να δούμε αν και πόσο οι θέσεις του ορθολογισμού διαφέρουν από τη «διαλεκτική» των ευρωπαϊστών.
      Οι κ. Μπιτσάκης και Λεφέμπβρ υποτιμούν και τον ορθολογισμό και τη διαλεκτική, ακόμα κι όλους τους επιστήμονες που χειρίζονται χρόνια τώρα αυτά τα εργαλεία. Δεν γνωρίζω ορθολογιστή ή «λάτρη» της τυπικής λογικής από την αρχαιότητα ως σήμερα, να ισχυρίζεται ότι υπάρχει ταυτότητα που δεν αλλάζει μέσα στο χρόνο.  Όλοι έχουν πειστεί ότι όλ’αλλάζουν, αλλά τα «στατικοποιούν» ιδεατά για να μπορεί την συγκεκριμένη στιγμή, να γίνουν αντικείμενα μιας συμβατικής λογικής επεξεργασίας. Ακόμα όλες οι μαθηματικές διαδικασίες διαφορικότητας έχουν προταθεί από ορθολογιστές, για να ξεπεραστεί η αδυναμία της στατικής προσέγγισης των σχημάτων της τυπικής λογικής διεργασίας. Δηλαδή να επεξεργαστούν με ακρίβεια καταστάσεις που δεν είναι δυνατόν να στατικοποιηθούν.   Επίσης η απαγωγική κι επαγωγική διαδικασία της τυπικής λογικής προβλέπουν την κίνηση και αλλαγή των ερευνώμενων καταστάσεων.  Έτσι όλοι οι κλασικοί του ορθολογισμού βλέπουμε ν’απωθούν το Καθαυτό, τη στατικότητα και την ακινησία στο βάθος του Είναι, πολύ βαθιά μέσα στην ουσία ή πολύ μακριά έξω από αυτήν, στο Όλον.  Τόσο μακριά απ’το γίγνεσθαι της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, όπου το καθαυτό να «ορίζεται» ως άγνωστο ή μη γνώσιμο. Οι κλασικοί του ορθολογισμού λοιπόν δέχονται την ύπαρξη του καθαυτού όντος, μακριά απ’τις εν εξελίξει διαδικασίες «της σφαίρας της φαινομενικότητας», η οποία κατ’αυτούς είναι το φαινομενικό γίγνεσθαι που βιώνουμε και μπορεί να διερευνηθεί από μιαν Αντιθετική Διαλεκτική. Στην Αντιθετική Διαλεκτική (όπως τονίσαμε) ο «διάλογος» των αντιθέτων δεν παραβιάζει τα όριά τους, αλλά σταματά σ’αυτά, μηδενίζοντας έτσι το χώρο “δράσης” της αντι-φατικότητας.
Ο Παρμενίδης δέχεται ως Καθαυτό και Απόλυτο Ον, το Ἐόν (το Υπάρχον), δηλαδή την ουσιαστικότητα του Όλου, το οποίο θεωρεί κλειστό-πεπερασμένο-τετελεσμένο, αφού, κατ’αυτόν, το Μη–Είναι δε μπορεί να υπάρξει, υπάρχει μόνο το Είναι. Το Είναι λοιπόν πληρεί τα πάντα κι έτσι δεν έχει που αλλού να πάει, δηλαδή να κινηθεί ή να εξελιχθεί. Ορίζει λοιπόν τον κόσμο ως κλειστό σύστημα και γι’αυτό θεωρεί δυνατή την απρόσκοπτη ορθολογική διεργασία, (κάτι που ξεχνούν οι σύγχρονοι ορθολογιστές).   Ο Παρμενίδης απορρίπτει την ύπαρξη του Μη-Είναι, αφού είναι η αντίφαση καθαυτή και πάρα κάτω, απορρίπτει ως περιέχοντα ψεύδος κάθε αντιφατικό συλλογισμό αφού η αντίφαση Είναι-ΜηΌντας, δηλαδή περιέχει μερικώς το ΜηΕίναι. Επίσης απορρίπτει το Άπειρο και δέχεται το Γίγνεσθαι ως φαινομενικό.  Μας προϊδεάζει για τις αρχές της τυπικής λογικής, που σε συνδυασμό με την αποδοχή του Όλου ως κλειστού και τις προτάσεις του για αλάνθαστη μετάβαση απ’τα γνωστά στα άγνωστα μέσω του Ορθολογισμού, μας θυμίζει τον Ντετερμινισμό.  
     Ο Πλάτων, ακολουθώντας τα χνάρια του Παρμενίδη, για να υπερβεί τη διαφορικότητα της καθημερινότητας και να δώσει μιαν απάντηση στο μυστήριο του Νοείν και του Γνωρίζειν, τροποποίησε το Εόν (το Υπάρχον) του Παρμενίδη σε «Κόσμο των Ιδεών».  Αυτή ήταν μια σπουδαία σύλληψη για την κατανόηση της διαδικασίας της νόησης. Μολονότι θεωρούμε ότι σήμερα αυτή η άποψη έχει ξεπεραστεί απ’την επιστήμη, η βασική ιδέα είναι η ίδια. Σήμερα αντί ν’αντλούμε τις συγκριτικές αντιστοιχίες για τη λογική βεβαιότητα κοινωνώντας με τις Ιδέες, ή την εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα του όντος (Καντ), τις αντλούμε από τον κληρονομικό γνωστικό μας μηχανισμό, που περιέχεται στο DNA.  
Οι Ιδέες θεωρούντο σταθερά καθεαυτά θεμέλια, που επάνω τους θα μπορούσε να πατήσει ο ορθολογισμός, για να λειτουργήσουν οι συγκριτικές  διαδικασίες. Τα σταθερά αυτά θεμέλια, επειδή τα όρια τους δεν μπορούν να παραβιαστούν, συνιστούν μιαν αντιθετική διαλογικότητα, η οποία συνοψίζεται στις δυναμικές διεργασίες του ορθολογισμού, που ονομάζεται από κάποιους Διαλεκτική Λογική.
      Στη συνέχεια, ο Πλάτων στο έργο του «Παρμενίδης», φανερώνει τους όρους που έστω κι αρνητικά μπορούν να οριοθετήσουν αυτό που είχε οριστεί από τον Παρμενίδη (στο έργο του «Περί Φύσεως») ως αντιφατικό φαινομενικό γίγνεσθαι της καθημερινότητας.
      Ξεκινώντας ο Χέγκελ από κει προσπαθεί να ορίσει την πορεία της Ιδέας μέσ’τη φαινομενικότητα. Δημιουργικός μελετητής των Πλάτωνα και Παρμενίδη, περιγράφει την πορεία της Ιδέας μεταξύ δυο Απόλυτων πόλων, που εκπροσωπούν το Εόν, (το Υπάρχον) του Παρμενίδη. Φαίνεται ότι κάθε σχέση του Χέγκελ με τον Ηράκλειτο είναι συμπτωματική ή έχει προστεθεί αργότερα σαν μπάλωμα.  Ο Χέγκελ θέλει να «ολοκληρώσει» το έργο του Πλάτωνα «Παρμενίδης».  Εκεί ο προσεκτικός παρατηρητής θα διαπιστώσει την προσπάθειά του να συγκεράσει τον ορθολογισμό με την αντιφατικότητα της κίνησης και της αλλαγής της Έννοιας. Όμως η συστηματική μετατροπή της αντιφατικότητας σε αντιθετικότητα τριαδικών σχημάτων και η εμπλοκή στο έργο του δύο λογικο-φιλοσοφικών νοητικών συντάξεων (της αντιθετικής ορθολογικότητας και της διαλεκτικής αντιφατικότητας), δημιουργεί συγχύσεις.
       Για να ολοκληρωθεί αυτή η συζήτηση, έστω κι επιγραμματικά, πρέπει να επαναλάβω πως η Διαλεκτική μπορεί να νομιμοποιηθεί απ’ την λειτουργία της δομής της γνωστικής καταγραφής του παγκόσμιου γίγνεσθαι στο DNA: «Αν δεχτούμε ότι ο άνθρωπος είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης του κόσμου κι όχι αποτέλεσμα θεϊκής δημιουργίας, τότε αυτός ο ίδιος είναι μια καταγραφή του Παγκοσμίου Γίγνεσθαι. Αυτή η καταγραφή περιέχει κωδικά όλες τις στιγμές της εξέλιξης του κόσμου. Επειδή ο κόσμος σύμφωνα με την Διαλεκτική έχει φύση αντιφατική, τα στοιχειώδη που τον συνιστούν είναι αντιφατικά, έτσι οι αντιστοιχίες που ανταποκρίνεται, (που είναι η δομή της κωδικής καταγραφής που μέσω αυτής μπορεί να λειτουργεί η λογική), είναι οι παγκόσμιες εξελικτικές δομές που συνίστανται απ’τα αντιφατικά στοιχειώδη. Η γνώση του κόσμου λοιπόν είναι δυνατή απ’τον άνθρωπο γιατί το παγκόσμιο γίγνεσθαι είναι κωδικά γεγραμμένο στο ανθρώπινο DNA».
       Η πρόταση για την αντιφατικότητα του κόσμου, στηρίζεται στις διαλεκτικές-υλιστικές αντιλήψεις περί του Είναι και του Γίγνεσθαι, των Αναξίμανδρου, Ηράκλειτου και Ζήνωνα. Στη Διαλεκτική που προτείνουν αυτοί οι μεγάλοι διανοητές, ο διάλογος των εναντίων παραβιάζει τα όριά τους συνιστώντας αντιφατικές ενότητες, μέσω των οποίων υπάρχει το Γίγνεσθαι κι η υπερβατική διαδικασία.  (Γι’αυτό μιλήσαμε σε προηγούμενο μέρος της εργασίας).
        Έχοντας στο νου την προηγούμενη συλλογιστική περί επιστήμης και Διαλεκτικού Υλισμού θα μπορούσαμε να αποκαθάρουμε την μαρξιστική σκέψη απ’την ορθολογική αντιθετικότητα και ν’αναδείξουμε τις απόψεις διαλεκτικής αντιφατικότητας, οι οποίες είχαν προταθεί με κάποιο τρόπο στο μαρξιστικό κίνημα και σήμερα με την ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού και του ευρω-ρεφορμισμού έχουν παραμεριστεί ως αναχρονιστικές μολονότι μας δείχνουν ακόμα το δρόμο της κοινωνικής αλλαγής.                                                                                                        

ΟΙ ΜΑΡΞΙΣΤΕΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

Επειδή η επιστήμη μέσα από τον ορθολογισμό και την τυπική λογική έκανε τεράστια άλματα κι όποτε έγινε προσπάθεια η φερόμενη ως «διαλεκτική λογική» λόγω κακής διαλογικής αντίληψης, κακής χρήσης, αλλά και της πτώσης της απ’τη διαλεκτική αντιφατικότητα στην ορθολογική αντιθετικότητα απέτυχε, για πολλούς μαρξιστές κι αριστερούς διανοητές έγινε διαλογικά ύποπτη.
      Επειδή οι ευρωπαϊστές της αριστεράς, έχοντας παρασυρθεί απ’τον Χέγκελ, δεν είχαν αντιληφθεί πως λειτουργεί η διαλεκτική αντιφατικότητα, έπεσαν βαθύτερα στον ορθολογισμό. Ονόμασαν “διαλεκτική” τις διαφορικές και δυναμικές διεργασίες του ορθολογισμού και εστράφησαν ενάντια στην αντιφατικότητας. Οι δυναμικές και διαφορικές διεργασίες του ορθολογισμού όμως ανακαλύφθησαν από ορθολογιστές μαθηματικούς για τη διερεύνηση και περιγραφή καταστάσεων εν εξελίξει. Επίσης στις λογικές διαδικασίες των ορθολογικών δυναμικών συστημάτων, μολονότι η κίνηση θεωρείται αντιφατική διαδικασία, δεν παραβιάζεται η αρχή της ταυτότητας. Ακόμα όταν τη θέση της ταυτότητας σε μια διαλογική διαδικασία, παίρνει ένα δυναμικό σύστημα σ’εξέλιξη, το γίγνεσθαι που δημιουργείται θεωρείται φαινομενικό κι έτσι ο αναλλοίωτος χαρακτήρας της ταυτότητας μετατίθεται αλώβητος στην υπόσταση του συστήματος. Το θέμα αυτό διευκρινίστηκε στα προηγούμενα κείμενα περί αντιθετικότητας ή αντιφατικότητας της διαλεκτικής, καταλήγοντας ότι η αληθινή διαλεκτική είναι αντιφατική.
       Συνοπτικά η Ορθολογική Αντιθετικότητα προϋποθέτει ότι στο βάθος ο κόσμος κι η λογικο-γλωσσική σύνταξη που τον περιγράφει συντίθεται από μια σειρά εσχάτων αναλλοίωτων στοιχειωδών, (γνώσιμων ή όχι), τα οποία αλληλεπιδρούν  χωρίς να παραβιάζουν τα τελικά όρια μεταξύ τους. Έτσι συνιστούν ένα δυναμικό-διαφορικό ορθολογικό λογικο-γλωσσικό σύστημα. Ενώ η Διαλεκτική Αντιφατικότητα δέχεται ότι ο κόσμος και η γλώσσα που τον περιγράφει, είναι Όλον σε συνεχή εξέλιξη, η οποία δεν συντίθεται από έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη,  αλλά από αντιφατικά και αυτοαναιρούμενα.  Αυτά αλληλεπιδρώντας δεν αφήνουν απαραβίαστα περιθώρια μεταξύ τους συνιστώντας αντιφατικές ενότητες των οποίων τ’αντιφατικά σκέλη ορίζονται από κάποιο ποσοτικο-ποιοτικο Μέτρο. Όταν η ισορροπία του Μέτρου διαταραχτεί η αντιφατική σχέση καταρρέει και στη θέση της αναδύεται άλλη αντιφατική σχέση με διαφορετικό ποσοτικο-ποιοτικό Μέτρο.
      Έχοντας στον νου μας  την διάκριση μεταξύ αντιφατικότητας  και αντιθετικότητας, ας ξανακάνουμε μιαν αναδρομή στις βασικές θέσεις του μαρξισμού. Θέσεις στις οποίες οι «ευρω-μαρξιστές», την αντιφατικότητα μετατρέπουν σε αντιθετικότητα, απωθώντας τη Λογική εκτός των ορίων του Διαλεκτικού Υλισμού.

Ο δυναμικός ορθολογισμός ενώ μοιάζει με διαλεκτική δεν είναι. Μπορεί να έχει επιστημονική επίφαση και να φέρνει κάποια γρήγορα αποτελέσματα στην επιστήμη, την οικονομία και τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, κρύβει παγίδες τις οποίες όλοι ξέρουμε, αλλά αποφεύγουμε να δούμε κατάματα.
     Ας ξεκινήσουμε από την επιστήμη:
Η Θεωρία της Σχετικότητος, μολονότι εισήγαγε την χωρο-χρονική ενότητα στον επιστημονικό λογισμό, συγχρόνως την παραβλέπει. Παραβλέπει και την διαπίστωση του Μπωμ ότι στον κβαντικό κόσμο τα κινούμενα “κβαντικά σωμάτια” ή καλύτερα γεγονότα, απ’τη μια θέση στην άλλη είναι άλλα-διαφορετικά, δηλαδή καταλύονται-συντιθέμενα, Είναι-ΜηΌντας, αντιφάσκουν.   Δέχεται λοιπόν ότι το φωτόνιο έχει ταχύτητα, μολονότι αυτό είναι συνεχώς Άλλο-Αλλού όμοιο κι ανόμοιο με τον εαυτό του και δεν διαρκεί ώστε να την δικαιούται. Επίσης όταν δεχόμαστε ότι κάτι έχει ταχύτητα, τότε διαχωρίζουμε τον Χώρο πάνω στον οποίον κινείται αυτό το κάτι, από τον Χρόνο τον οποίον κινήται (τη διάρκεια της κίνησης). Δηλαδή σε διάρκεια κάποιων δευτερολέπτων (χρόνο ξέχωρο από χώρο), έχει διανύσει κάποιο χωρικό διάστημα (ξέχωρο από χρόνο). Το φωτόνιο όμως είναι κβαντικό γεγονός το οποίο διαθέτει συχνότητα και μήκος κύματος. Η συχνότητα και το μήκος κύματος μάλιστα συνιστούν αδιάρρηκτη χωρο-χρονική σχέση, όπου το ένα προϋποθέτει την ύπαρξη του άλλου. Επειδή η συχνότητα είναι ρυθμός ροής υπογεγονότων σε θέση, είναι ο Χρόνος και το μήκος κύματος της ροής των υπογεγονότων είναι ο Χώρος. Αυτό όμως εκτός από τη χρήση της θεωρίας της Σχετικότητας, ούτε η εξίσωση του Σρέντιγκερ το λαμβάνει υπόψιν και τα χρησιμοποιεί ως ξέχωρα, μολονότι η κβαντική θεωρία αντιτίθεται στην νευτώνεια αντίληψη περί του διαχωρισμού χώρου και χρόνου . Επίσης μαζί με τον χώρο ως έκταση και τον χρόνο ως διάρκεια χρησιμοποιεί συγχρόνως και τον κβαντικό χωρό-χρονο, δηλαδή την συχνότητα και το μήκος κύματος, μολονότι ο νευτώνειος χώρος και χρόνος ως ξέχωροι, υπακούουν στην ορθολογική αντικειμενικότητα, ενώ ο κβαντικός χωρό-χρονος (συχνότητα-μήκος κύματος) τα απορρίπτει.
       Στην πολιτική οικονομία:
Ο δυναμικός ορθολογισμός τον οποίον χρησιμοποίησαν για ν'αναπτύξουν τις θεωρίες τους, αλλά και ακολούθησαν στην πράξη ως διαλεκτική οι μαρξιστές, όταν βρέθηκαν στη εξουσία, μπορεί να είχε γρήγορο αποτέλεσμα στην οικονομία και την τεχνολογία, όμως (όπως είχε επισημάνει ο Μάο Τσε Τουνγκ, στη διαμάχη του ενάντια στον Λιου Σάο Σι), γεννούσε διακρίσεις οι οποίες απέρρεαν απ’την γραφειοκρατική ορθολογική αντίληψη για την ανάπτυξη. Ο Ορθολογισμός δεν μπορεί χωρίς συγκεντρωτική οργάνωση, η οποία μάλιστα είναι αξιόπιστη κι έχει ταχύτατα αποτελέσματα. Αντίθετα η Διαλεκτική Υλιστική αντίληψη, θέλει η ανάπτυξη να γονιμοποιεί τις λαϊκές μάζες και συγχρόνως να εξελίσσεται μέσω της ανάπτυξης των λαϊκών μαζών, ώστε ο λαός και το προλεταριάτο να μην απομονώνονται απ’την οικομοτεχνολογική εξέλιξη κι έτσι να μη μπορούν να την ακολουθήσουν.  Το γέρας το οποίο επιδιώκει η διαλεκτική βέβαια είναι δυσκολότερο, αλλά είναι και ο σκοπός του σοσιαλισμού, κάτι για το οποίο ο καπιταλισμός αδιαφορεί και μάλιατα απεύχεται.
       Για τον ίδιο λόγο, αλλά και πέρα από τεχνική και οικονομία, όπως επιγραμματικά αναφέραμε πρέπει να τονιστεί ότι απώτερο καθήκον του σοσιαλισμού δεν είναι απλά η ισονομία ή η δικαιοσύνη. Αυτά έχουν προταθεί κι από άλλα κοινωνικά συστήματα ή φιλοσοφικές θεωρίες, μια που «το τι είναι δίκαιο», είναι πολυδιάστατο κι όχι απόλυτο.  Η ισονομία κι η δικαιοσύνη είναι η σκάλα που ανεβάζει το Ον σε ένα υψηλότερο αισθητικά επίπεδο, όπου ο άνθρωπος κοινωνώντας του τραγικού ορθώνεται μπρος στον ισχυρό και γέρνει μπρος στον αδύναμο».  Το ουσιαστικότερο στοιχείο του τραγικού είναι η αυτοθυσία. Εκεί πρέπει να πατήσει ξανά ο πολιτισμός για να μπορέσει να δώσει καρπούς.  Ο σοσιαλισμός πέρα απ’όλα αυτά και μέσα από τη σοσιαλιστική παιδεία, που είναι η κοινωνία του τραγικού, θέλει να οδηγήσει τον άνθρωπο σε μια νέα υπερβατική ποιότητα.  Τον Νέο, τον Σοσιαλιστικό Άνθρωπο.  Το πρόβλημα λοιπόν που δημιουργήθηκε στον λεγόμενο υπαρκτό σοσιαλισμό, ήταν ότι δεν έλαβε αρκετά υπόψιν την ανέλιξη του πολιτισμικού επιπέδου της κοινωνίας κι ότι οι επίγονοι της επανάστασης δεν ακολούθησαν τον Διαλεκτικό Υλιστικό δρόμο που είχαν χαράξει οι επαναστάτες, αλλά τον παραμέρισαν προσωρινά για γρηγορότερη ανάπτυξη. Επίσης δε μπορεί ποτέ στην επανάσταση ηγετικά στελέχη ν’απολαμβάνουν αγαθά τα οποία δεν απολαμβάνει ο λαός κι ειδικά τ’αδύναμα μέλη της κοινωνίας. Ακόμα αν ο σοσιαλισμός έχει ως σκοπό μόνο την βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατωτέρων στρωμάτων, με την επιτυχία αυτού του σκοπού και χωρίς την άνοδο της σοσιαλιστικής κουλτούρας μπαίνει στον φαύλο κύκλο του καταναλωτισμού.                                
       Ο καταναλωτισμός είναι ο θάνατος του σοσιαλισμού, του πολιτισμού και του ανθρωπισμού.  Ο καταναλωτής συνεχώς θέλει ό,τι φαντάζεται πως δεν έχει· θέλει με την κατανάλωση να καλύψει το κενό της ανθρωπιάς το οποίο του γεννά ο ίδιος καταναλωτισμός.                                          
      Αν η επανάσταση θέλει να αλλάξει τον κόσμο κι όχι απλά να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής των κατωτέρων στρωμάτων, πρέπει να ξεκινήσει πάλι από τις πηγές του πολιτισμού, να τις επεξεργαστεί ξανά, να τις ανανεώσει και να τις εντάξει μέσα στην επαναστατική κοινωνική παιδεία.  
      Οι ρίζες του πολιτισμού βρίσκονται στο τραγικό πνεύμα, μέσ'το οποίο γεννήθηκε η Διαλεκτική σκέψη και η Δημοκρατία.  Η βάση του τραγικού πνεύματος είναι η λατρεία της φύσης, η οποία με τα σύγχρονα δεδομένα, είναι η επιστημονικότητα ως υπερβατική τραγική τέχνη κι η αίσθηση της αυτοθυσίας του ατόμου για το κοινωνικό σύνολο. Επίσης η αντίληψη ότι η ολοκλήρωση της ανάπτυξης της οικομοτεχνικής βάσης αυτόματα γεννά και το ανάλογο πολιτισμικό εποικοδόμημα ήταν μηχανιστική-αντιδιαλεκτική. Ο πολιτισμός πρέπει ν’αναπτύσσεται μαζί με την οικονομοτεχνική ανάπτυξη, γιατί η οικονομοτεχνική ανάπτυξη από μόνη της δημιουργεί κοινωνικές δομές που επαναφέρουν τον καπιταλισμό. Η ορθολογική αναπτυξιακή διαδικασία, μέσω της γραφειοκρατίας, μετατρέπει τον σοσιαλισμό σε κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό. (Αυτό το νόημα είχαν οι πολιτιστικές εξεγέρσεις του Μάο Τσε Τούνγκ).

Η εργασία αυτή δεν είναι ένα σχολαστικό-επιστημονικό πόνημα το οποίο περιγράφει λεπτομερώς τις οικονομοτεχνικές συνθήκες και σχέσεις μέσ’το κοινωνικό γίγνεσθαι. Αυτό είναι καθήκον φωτισμένων διαλεκτικών επαναστατών οικονομολόγων οι οποίοι πρέπει να παραμερίσουν τον δυναμικό ορθολογισμό με τον οποίον αναπτύχθηκαν οι δομές του υπαρκτού σοσιαλισμού, οργανώνοντας ένα νέο Διαλεκτικό-Υλιστικό κοινωνικό γίγνεσθαι. Δηλαδή να διαγνώσουν τις δημιουργικές αντιφάσεις σε κάθε συγκεκριμένη κοινωνική διάσταση και πάνω κει να προχωρήσουν σ'έναν σοσιαλισμό ο οποίος να στηρίζει συγχρόνως την παιδεία για στην δημιουργία του Σοσιαλιστικού Ανθρώπου.                                       Η εργασία την οποίαν ανέπτυξα προσπαθεί να αναδείξει τις αντιφατικές σχέσεις και ενότητες  μέσ’το κοινωνικό γίγνεσθαι και τις πιθανές ή επιθυμητές λύσεις τους. Θεωρώ ότι η περαιτέρω επεξεργασία ή η εξειδίκευση των κοινωνικών σχέσεων μέσ’τα όρια μιας σύγχρονης μαρξιστικής ανάλυσης θα πρέπει ν’αποφεύγει την ορθολογική αντικειμενικότητα, αφού αυτή οδηγεί στον συγκεντωτισμό και στο επαναστατικό αδιέξοδο. Οι επαναστατικές αναλύσεις πρέπει να βρουν το δρόμο της αντιφατικότητας, όπως ορίζει η διαλεκτική σκέψη, για να έχουν διαλεκτικά υλιστικά αποτελέσματα. Έτσι μόνο η πορεία προς το σοσιαλισμό δε θα ξαναπέσει στις παγίδες της παλινόρθωσης του καπιταλισμού, όπως συνέβη στη Σοβιετία. Επίσης αν το Κ.Κ. Κίνας δεν είχε ακολουθήσει την πορεία της μονομερούς και γρήγορης τεχνολογικής ανάπτυξης, που αυξάνει συνεχώς την δύναμη της κρατικομονοπωλιακής νεοαστικής τάξης κι απομακρύνει το προλεταριάτο απ’την εξουσία, αλλά ακολουθούσε το δρόμο μιας ανάπτυξης με τη συμμετοχή των λαϊκών στρωμάτων και του προλεταριάτου στην εξουσία, η Λαϊκή Κίνα δε θα γινόταν Εθνικοσοσιαλιστική.  Αυτό το οποίο δεν κατάφερε ο Χίτλερ λόγω του πολέμου, κατάφερε ο Τενγ Σιαο Πίνγκ στρέφοντας το σοσιαλισμό προς τον εθνικισμό και τις κρατικές δομές στο συγκεντρωτικό κρατικό μονοπώλιο.
―Προσοχή! Ο μαρξισμός χωρίς διαλεκτική γίνεται εθνικοσοσιαλισμός και από στήριγμα της ανθρωπότητας γίνεται κίνδυνος γι’αυτήν
 
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
«ΘΑΛΗΣ, ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ, ΑΝΑΞΙΜΕΝΗΣ».  «ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ, ΖΗΝΩΝ, ΜΕΛΙΣΣΟΣ» 
«ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ ΠΛΑΤΩΝΟΣ»   Φιλολογική Ομάδα Κάκτου.
«ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ»  Μετάφραση-Σχόλια Άννα Καλεσίδου Εκδ. Κάκτος.
«ΦΥΣΙΚΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ»   Μετάφραση-Σχόλια  Η. Νικολούλη, Εκδ. Κάκτος.
«ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ»  Μετάφραση-Σχόλια  Α. Κυριαζόπουλος   Εκδ. Κάκτος.
«ΗΡΆΚΛΕΙΤΟΣ»  J. Brun. Μετάφ. Σ. Διαμαντή―Μετ. αποσπ. Π. Γκρέκα. Πλέθρον
«ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ» G. Kirk. Μετάφραση-Σχόλια Ν. Γιαννουδάκης Εκδ. Πολύτυπο
«ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ».  «ΠΑΡΜΕΝΊΔΗΣ»   Ε. Ρούσσος Εκδ. Στιγμή
«ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ»  Ν. Σπυρόπουλος   Ελλ, Εκδ. Εταιρία Α.Ε.
«Η ΑΠΕΡΑΝΤΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ»   Εργασία στον Αριστοτέλη Γ. Τζαβάρας
«ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ»  Καντ.  και  η
«ΕΠΙΣΤΉΜΗ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ» Χέγκελ. Σχόλια-Μετάφραση Γιάννης Τζαβάρας, Εκδ.Δωδώνη
«ΠΛΑΤΩΝ-ΠΛΩΤΊΝΟΣ ΩΡΙΓΕΝΗΣ»  Ι. Θεοδωρακόπουλος
«Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΕΛΑΣΧΙΣΤΟΥ» Ε. Μπιτσάκης  Εκδ. Ζαχαρόπουλος.
«ΤΙ ΕΊΝΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ»  Λεβ Λαντάου Γιούρι Ρούμερ
Μετάφραση. Ν.Κιάος, Α.Μαργαρίτης
«ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΗΣΗ» Ρ. Χάβεμαν μετ. Καμπουρίδη Εκδ. Πελλα
 
 ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ     ΩΣ ΑΠΟΛΟΓΙΑ

Η περιοχή στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσα ήταν τα Άνω Πετράλωνα. To σπίτι μου ήταν στην είσοδο του προσφυγικού συνοικισμού των Ατταλιωτών, ο οποίος ονομαζόταν Ασύρματος. Το όνομα αυτό πήρε, γιατί κατά την κατοχή υπήρχε γιάφκα αριστερών οι οποίοι είχαν ασύρματο.  Ο Ασύρματος κυρίως κατοικείτο από αριστερούς οι περισσότεροι των οποίων είχαν περάσει μικρό ή μεγάλο μέρος της ζωής τους στις εξορίες.   Από την παιδική μου ηλικία λοιπόν παρακολουθούσα πολιτικές και "φιλοσοφικές" συζητήσεις, οι οποίες εξελίσσοντο στη γειτονιά μεταξύ αριστερών. Επειδή με θεωρούσαν παιδί με πρόωρη διανοητική ανάπτυξη, αφού στην προσχολική ηλικία ζωγράφιζα, διάβαζα, έγραφα και είχα μάθει αριθμητική από το χαρτοπαίγνιο και το τάβλι, με άφηναν να ακούω τις συζητήσεις τους κι όταν τολμούσα κάποια κρίση δεν με απόπαιρναν, μολονότι πιθανόν να ήταν ανόητη.   Σε όλες τις συζητήσεις τους, αιωρείτο σαν συνδετικός κρίκος η λέξη "Διαλεκτική", για την οποία ακόμα και όταν έγινα έφηβος, δεν μπόρεσαν να δώσουν, μια περιγραφή η οποία να με ικανοποιεί. Όταν πλέον εντάχθηκα ενεργά στις γραμμές της αριστεράς, διαπίστωσα ότι η έννοια "Διαλεκτική" ήταν αίολη και μάλιστα ένιωσα ότι η χρήση της ήταν μάλλον διακοσμητική όχι μόνο στις αόριστες συζητήσεις, αλλά και σ'όλα τα κείμενα στα οποία αναφέρετο.  Ήταν κάτι το οποίο όλοι "γνώριζαν"κι έτσι δεν χρεαζόταν να γίνουν επεξηγήσεις (αλλά απ'ότι φάνηκε κανείς δεν γνώριζε).  Έτσι όταν κάποιος ήθελε να δώσει κύρος στα λεγόμενά του, έχωνε έντεχνα σε κάποιες κομβικές θέσεις της σύνταξής τους τη λέξη "διαλεκτική", απόκομίζοντας έωλα διαλογικά ωφέλη.
        Αυτό το ερώτημα λοιπόν με ακολουθούσε πάντα και εξ αιτίας του, μολονότι δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι είμουν επαρκώς μορφωμένος, μπορώ να ισχυριστώ ότι έχω ασχοληθεί κριτικά περισσότερο από όλους σχεδον τους διανοητές, οι οποίοι ενδιαφέρθησαν για το θέμα αυτό.   Υπήρξα λοιπόν ένας διανοητής του δρόμου, οποίος σαν ψυχαγωγικό παίγνιο, αφιέρωσε τον μεγαλύτερο διανοητικό του χρόνο στην διαλεύκανση και την συνειδητή κριτική διατύπωση του ερωτήματος "τι αληθινά είναι η Διαλεκτική". Από το 1965, με καθαρή κι ανεπηρέαστη κριτική θεώρηση, με πενιχρό επιστημονικό και φιλοσοφικό οπλοστάσιο και διαλογικό εφαλτήριο την ολοκληρωμένη διαλογική ανάπτυξη της αμφίβολης απόφανσης του Ηράκλειτου "Τα Πάντα Ρει", ολοκλήρωσα το αντιφατικό γίγνεσθαι, το οποίο αναδύετο από τη φράση αυτή. Δηλαδή από τον τρόπο με τον οποίον αυτή η έννοια θα μπορούσε να είναι λογικά δυνατή και τις οντολογικές και γνωσσικές διαστάσεις τις οποίες θα μπορούσε να πάρει, συνέταξη την εργασία μου "Η Αντιφατικότητα Είναι η Κίνηση και η Υλικότητα". Αυτή κυρίως αφορούσε σε μια λογικο-γλωσσική σύνταξη, η οποία κυρίως περιέγραφε την Αντιφατική ταυτότητα ή αλλιώς μιαν Αντιφατική Μονάδα σε όλη την ανάπτυξη όπως εγώ μπορούσα να προσδιορίσω. Την πρώτη μορφή όμως αυτού του έργου ολοκλήρωσα το 1970, αλλά τόλμησα να δώσω για έκδοση το 1974. Αυτό έγινε δεκτό από τον εκδοτικό οίκο "Γκούντεμπεργκ", ο εκπρόσωπος του οποίου με πληροφόρησε ότι πρόκειται να δημιουργήσουν έναν εκδοτικό κύκλο στον οποίον θα περιέχονται φιλοσοφικά έργα σύγχρονων ελλήνων συγγραφέων. Η εργασία έμεινε εκεί τρία χρόνια. Με πληροφόρησαν τελικά ότι ο κύκλος αυτός θα αργήσει να οργανωθεί και με συμβούλεψαν να αποτανθώ στη "Δωδώνη". Αφού το έργο έμεινε κι εκεί άλλα δύο χρόνια, με πληροφόρησαν ότι έγινε αποδεκτό. Ο διορθωτής του οίκου κ. Γιώργος Μηλιός, μολονότι μου έτρεφε μεγάλη συμπάθεια και ήταν φανερό ότι ήθελε να με βοηθήσει στο γλωσσικό θέμα, μάλλον μ'έβλαψε. Το έργο μου βέβαια ήταν γραμμένο άκρως ερασιτεχνικά, με πολλές αδικαιολογητες επαναλήψεις. Πήρε λοιπόν, με την έγκρισή μου, την πρωτοβουλία στη διαμόρφωση της παρουσίας του. Επειδή ο κ. Μηλιός ορισμένα μέρη του έργου θεώρησε περιττές επαναλήψεις, τις αφαίρεσε, εν αγνοία μου. Το έργο αυτό έμεινε στο συρτάρι του κ. Μηλιού περίπου τέσσερα χρόνια ακόμα. Είχα λοιπόν αποδεχτεί την ιδέα ότι δεν επρόκειτο να εκδοθεί. Μ'έκπληξή μου όμως το έργο εκδόθηκε το 1983 και ίσως επειδή δεν ήμουν διακεκριμένος, ούτε καν συγγραφέας, εκδόθηκε χωρίς να εγκρίνω τις όποιες διορθώσεις.  Όταν το διάβασα τυπωμένο διαπίστωσα ότι οι περικοπές αφορούσαν σε ουστικά μέρη του έργου.  Κι επειδή δεν ήμουν συγγραφέας, απογοητεύτηκα και γύρισα στην καθημερινότητά μου. Έγινε όμως μια κριτική αναφορά γι αυτό στο περιοδικό "Το Δέντρο", η οποία ήταν κάτι περισσότερο από επαινετική. Αυτό με ώθησε να γράψω κάποιο έργο το οποίο θα κάλυπτε τα κένα του προηγούμενου και αυτό ήταν τελικά το έργο "Λογική Γλώσσα και Πράξη", το οποιο ήταν πολύ μικρότερο από το άλλο και περιοριζόταν κυρίως στην περιγραφή των όρων για τη δημιουργία αυτής της Αντιφατικής Λογικο-Γλωσσικής Σύνταξης, το οποίο εκδόθηκε από την "Δωδώνη" το 1994.
      Το 1985 στην Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, υπήρξε από την κ. Μάρω Παπαθανασίου κριτική, η οποία ήταν καταπέλτης. Ένιωσα ότι με αδικεί και μάλιστα έστειλα μιαν απάντηση, η οποία την αδικούσε, αφού δεν αφορούσε στο έργο όπως είχε εκδοθεί, αλλά όπως θα ήταν χωρίς τις περικοπές, ολοκληρωμένο. Όταν αργότερα ξαναείδα αυτή την κριτική με νηφαλιότητα, διαπίστωσα ότι αυτή η αυστηρή ορθολογική κριτική με ώθησε να διαλευκάνω πολλές σκοτεινά σημεία της εργασίας, αλλά και να επανεξετάσσω απόψεις τις οποίες θεωρούσα αναμφισβήτητες.  Οφείλω λοιπόν ευγνωμοσύνη για την αρνητική κριτική της κ, Παπαθανασίου, η οποία κατά τη γνώμη μου, σε κάποια σημεία ήταν ατυχή,  ατυχώςόμως δεν της έδειξα αυτή την ευγνωμοσύνη τόσα χρόνια.
     Μολονότι η εργασία αυτή περιείχε πράγματι την ουσία αυτού το οποίο ήθελα να δείξω, ήταν απελπιστικά ερασιτεχνική για φιλοσοφικό κείμενο. Έτσι από τους περισσότερους διανοητές θεωρήθηκα τσαρλατάνος. Είχα ξεκινήσει από την φερόμενη, ίσως λανθασμένα, απόφανση του Ηράκλειτου "τα πάντα ρει" κι από τον τρόπο με τον οποίον αυτή η έννοια θα μπορούσε πλήρως να αναπτυχθεί, για να καταλήξω στην ολοκλήρωση μιας Αντιφατικής Μοναδολογίας, μέσα απο την οποία αναδύεται το Αντιφατικού στοιχειώδες ή Αντιφατική Ταυτότητα και η Αμφίδρομη Αντιφατική Αιτιότητα. Αυτό ήταν το σημαντικό μέρος του έργου το οποίο περιεκόπει από τον φίλο και αγαπητό διορθωτή, ως ακατανόητο και ίσως ενδόμυχα ως ανόητο.  Αυτή η εργσία όμως σε ορισμένα κομβικά της μέρη, συλλάβιζε αυτή την αντιφατική λογικογλωσσική σύνταξη και ήταν αυτή η οποία την καθιστούσε απορριπταία από τους τυπικούς αναγνώστες. 

Υπήρξα μακριά από τους χώρους και τους κύκλους της τέχνης και της φιλοσοφίας, αφού είχα τρία παιδιά κι ένα εργαστήριο μεταξοτυπίας τα οποία απορροφούσαν σχεδόν όλη μου τη δημιουργικότητα.
      
Σαν γλύπτης και διανοητής υπήρξα μοναχικός και περαστικός επισκέπτης, στον οποίον οι υποχρεώσεις δεν άφησαν αρκετό χώρο για ολοκληρωμένη καλλιτεχνική και διαλογική ανάπτυξη.    Άφησα όμως κάποιο προσωπικό στίγμα: στη γλυπτική (περίπου διακόσια πέτρινα και ξύλινα γλυπτά μετρίου μεγέθους και μικρόγλυπτα) και στη φιλοσοφία κυρίως την "Αντιφατική Μοναδολογία" και το έργο "Από τον Διθύραμβο στη Διαλεκτική" εκδ. Δωδώνη για την ερμηνεία των προσωκρατικών Αναξίμανδρου, Ηράκλειτου, Ζήνωνα και Παρμενίδη, αλλά και κάμια εικοσαριά δοκίμια εμπνευσμένα ή έχοντα ως κριτήριο την προσωκρατική διαλεκτική.
      Βρέθηκα για τουλάχιστον εξήντα χρόνια στους δρόμους και σ
τις γραμμές της αριστεράς, μολονότι υπήρξα πάντοτε αποδιοπομπαίος ως αιρετικός.  

Κατέβηκα παιδάκι απ'τα κλαδιά κι άρχισα να παραπατώ κάτω από την οργή των δασκάλων των γονιών και κάτω από τη χλεύη των διανοητικά αποκατεστημένων σε περίοπτες θέσεις των δέντρων. Έπεσα και ξανασηκώθηκα πολλές φορές.                 Έφτασα ογδόντα χρονών κι είμαι ακόμα όρθιος.     
Το σώμα μου δεν με υπακούει κι έτσι δεν μπορώ να ασκήσω την τέχνη της γλυπτικής ή της μεταξοτυπίας, η διανοητική μου διαύγεια με εγκαταλείπει κι έτσι γίνομαι επικίνδυνος όποτε επεμβαίνω για διορθώσεις στα γραπτά μου. Πορεύομαι προς τον τάφο χωρίς φόβο και πάθος αλλά με πάμπολλες ελπίδες για έναν καλύτερο κόσμο.
       Είμαι απελπιστικά μόνος, ίσως ακόμα περισσότερο από τον ίδιο τον εαυτό μου. Πρέπει επειγόντως να κλείσω.