Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ



ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ  ΛΟΓΙΚΗ
Αντιφατική Λογικο-γλωσσική Σύνταξη
ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 
Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ
Κριτική Ανάγνωση
ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΔΟΛΟΓΙΑ
και Οικουμενική Βιοχαρτογραφία

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: «Η Επιστήμη της Λογικής» του Χέγκελ ως ιδεαλιστική πραγματεύεται το φαινομενικό γίγνεσθαι της Ιδέας, δεν μπορεί πράγματι να είναι διαλεκτική κι επειδή για τον ίδιο λόγο δέχεται αναντιστοιχία Λογικής και Πραγματικότητας, δεν μπορεί να είναι ούτε Επιστήμη ούτε Λογική. Γι'αυτό υποχρεούται την αντιφατικότητα του Είναι και του Γίγνεσθαι να μετατρέπει επιμελώς δια τoυ τριαδικού συστήματος «Θέση-Αντίθεση-Σύνθεση» και με το διαλογική σχήμα της «Άρνησης της Άρνησης» σε δυναμική ορθολογική Αντιθετικότητα. Αυτό όμως έχουν επιτύχει ορθολογιστές μαθηματικοί με τρόπο επιστημονικά αδιάβλητο, προτού γεννηθεί ο Χέγκελ, προικίζοντας τον ορθολογισμό με τον Διαφορικό και τον Ολοκληρωματικό Λογισμό, ξεπερνώντας, όσο το δυνατόν τη στατικότητα της ορθολογικής τυπικότητας.
      Επειδή η διαλεκτική είναι η λογική του αληθινού κι όχι του φαινομενικού γίγνεσθαι, θα πρέπει να διαχωριστεί απ’την Δυναμική Ορθολογικότητα, που αντιλαμβάνονται το γίγνεσθαι ως φαινομενικό. Επίσης για να γίνει αυτό μέσα από την ανάλυση της αντιφατικότητας πρέπει να τεθούν οι όροι μιας διαλεκτικής αντιφατικής τυπικότητας. 
      Σ’αυτή την εργασία, φιλοδοξώ να δείξω ότι μια αληθινή υλιστική διαλεκτική μπορεί να γεννηθεί από την προσωκρατική αντιφατικότητα και πατώντας εκεί να προτείνω μιαν αντιφατική-διαλεκτική τυπικότητα. Για να γίνει αυτό δυνατό, στο τρίτο μέρος αυτής της πραγματείας  προτείνω του όρους της αντιφατικής ταυτότητας και όλες τις διαστάσεις που θα μπορούσε να πάρει αυτή ανάλυση.  Το μέρος αυτό του έργου είναι πολύ στρυφνό αλλά είναι πολύ σημαντικό για την σύνθεση αυτής της διαλεκτικής τυπικότητας.
     Με σεμνότητα όμως νομίζω, ότι αν η σύγχρονη επιστήμη δεν λάβει υπόψιν αυτή μου την πρόταση ή αλλες τέτοιου είδους προτάσεις ίσως καλύτερα διατυπωμένες, δεν θα μπορέσει να έχει ένα λογικό εργαλείο περιγραφής του κόσμου όπως αυτός είναι αντιληπτός σήμερα.  Βέβαια για να γίνει η εργασία αυτή άρτια, στο μέρος που πραγματεύεται την “αντιφατική μοναδολογία”, χρειάζεται τη συνδρομή μιας αντιφατικής μαθηματικής περιγραφής

Η εργασία αυτή είναι συγκερασμός κι επαναπροσδιορισμός των εργασιών μου:
“Αντιφατικότητα είναι η Κίνηση και η Υλικότητα” εκδ, Δωδώνη 1983
“Λογική Γλώσσα και Πράξη” εκδ. Δωδώνη 1994
“Από τον Διθύραμβο στη Διαλεκτική”  εκδ. Δωδώνη  2016

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:
Μέρος πρώτο:     Προσωκρατική Σκέψη
Μέρος δεύτερο:  Κριτική Ανάγνωση στην Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ
Μέρος τρίτο:       Αντιφατική Μοναδολογία και Οικουμενική Βιοχαρτογραφία


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ
ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ, ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ. ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ ΚΑΙ ΖΗΝΩΝ

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ:
Τα περισσότερα κείμενα των προσωκρατικών μας έχουν παραδοθεί αποσπασματικά από άλλους συγγραφείς, πιθανόν απλουστευμένα, παρερμηνευμένα ή ακόμα τροποποιημένα όπως τα αντελήφθησαν ή όπως τα ήθελαν για τις ανάγκες των δικών τους συγγραμμάτων.
Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι με τη σειρά μας, να τα αποκαταστήσουμε στο ύψος τους κι έτσι πολλές φορές να εκμαιεύουμε τ’αληθινά τους νοήματα ή να συμπληρώνουμε τα κενά που έχει δημιουργήσει η αποσπασματική παράδοση και η απλοϊκή ερμηνεία τους από κατώτερους αυτών των κειμένων συγγραφείς.
    Αυτό βέβαια γεννά μια “δημιουργική δυναμική” παραβίασης αυτών των κειμένων, που έχουν ήδη παραβιαστεί κι παρερμηνευτεί εξαιτίας της προσπάθειας εξορθολογισμού της προσωκρατικής τους αμφισημίας απ’τους ερμηνευτές τους.
    Ο σύγχρονος ερμηνευτής πρέπει να πάρει την ευθύνη της δημιουργικής παραβίασης, μ’ενάρετο τρόπο και σεβασμό σ’αυτά τα κείμενα, κι αν η προσπάθειά του είναι πράγματι ενάρετη σίγουρα θα δικαιούται μερίδιο της αλήθειας.
     Η πρακτική αυτή δεν είναι ούτε καινούρια ούτε παράδοξη, αφού τ’αμφίσημα κείμενα
περιέχουν μια δυναμική που προκαλεί τον ερμηνευτή να συμμετάσχει ακόμα και στη “δημιουργική" τους ανάπτυξη.  Αυτό όμως ακριβώς είναι και το στοιχείο που τα κρατά ακόμα ζωντανά. Δηλαδή σε προκαλούν να ανέβεις από την αίθουσα των θεατών στη σκηνή και να συμμετάσχεις μέσα στη “θεατρική παράσταση” που παρακολουθείς.
        Στην εξέλιξη της αυτής της εργασίας, αλλά και των άλλων έργων περί διαλεκτικής που την ακολουθούν, επαναλαμβάνεται συχνά ο καθορισμός της αντιθετικότητας έναντι της αντιφατικότητας, η έννοια του καταλυτικο-συνθετικού γίγνεσθαι έναντι της ορθολογικής διαφορικότητας και κάποιες ρήσεις κλειδιά των προσωκρατικών για την κατανόηση της διαλεκτικής. Αυτό μολονότι διαλογικά άκομψο, είναι αναγκαίο αφού ο αναγνώστης μπαίνει σε μια διαλογική διαδικασία αντιφατικότητας, στην οποία ως επί το πλείστον είναι αμάθητος.  Για να προχωρήσει λοιπόν στην κατανόηση ριζικά νέων αντιλήψεων, σε κομβικές θέσεις του κειμένου επαναλαμβάνονται βασικοί διαλεκτικοί όροι, που έχουν διατυπωθεί κατ’επανάληψη.

Από την εποχή του Αριστοτέλη έως σήμερα, ο ορθολογισμός και η τυπική λογική, έχουν πάρει στη συνείδησή μας τη θέση της λογικής καθαυτής. Δηλαδή ο σύγχρονος άνθρωπος, έχοντας αυτή τη λογική συνυφασμένη με την προσωπικότητά του, ακόμα κι αν θέλει να ακολουθήσει μια διαλογικότητα αντιφατικής πειθαρχίας, ασυνείδητα κυλά κατά τη διαδικασία των συλλογισμών του στον ορθολογισμό. Άλλωστε αυτό το είδαμε σε μεγάλους διανοητές όπως ο Χέγκελ ή ακόμα σε πολλούς διακεκριμένους μαρξιστές. Μάλιστα πολλοί απ’αυτούς έχουν συνειδητά κυλήσει σε έναν ορθολογικο-διαλεκτικό εκλεκτικισμό, γιατί δεν μπορούν να αποκαθάρουν τη διαλεκτική τους απ’την ορθολογική τυπικότητα ούτε μπορούν να δεχτούν την αντιφατικότητα σαν βασικό όρο μιας λογικής.  Επίσης η πορεία των επιστημονικών εξελίξεων με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή ως βασικό
όργανο έρευνας, που είναι ένα κατεξοχήν τυπικό-ορθολογικό εργαλείο κι η αντιδιαλεκτική χρήση της διαλεκτικής απ’τις ηγεσίες των πρώην σοσιαλιστικών δημοκρατιών, είχαν ως αποτέλεσμα η διαλεκτική λογική να θεωρηθεί προς αποφυγήν, σαν μια κατάρα του Λόγου. Έτσι όλη αυτή η υπόθεση θα είχε πια τελειώσει αν δεν εμφανιζόταν η κβαντική αντίληψη περί κόσμου, η οποία κατά “διαβολεμένο” τρόπο ταιριάζει τόσο πολύ με την προσωκρατική διαλεκτική.

Η παρούσα εργασία δεν καμαρώνει για τα φιλολογικά της προτερήματα, ούτε καν για τη διαλογική της μέθοδο, ίσως ούτε νοιάζεται γι’αυτό. Επίσης η εργασία αυτή δεν θα είχε γραφτεί αν η ταφόπετρα του Αριστοτέλη δεν βρισκόταν ακόμα επάνω σ’αυτούς τους διανοητές ή αν οι προηγούμενες προσπάθειες άλλων διανοητών είχαν κατά τη γνώμη μου επιτύχει να την ανασηκώσουν.  Νομίζω λοιπόν ότι με το έργο αυτό “αναστηλώνω” την προσωκρατική διαλεκτική και στη συνέχεια οργανώνω μια νέα διαλεκτική η οποία βασίζεται σ’αυτήν.
      Ο ορθολογισμός είναι ένα εργαλείο που ώθησε για διόμισι χιλιάδες χρόνια τον κόσμο από την εποχή του Αριστοτέλη στην εποχή του Νεύτωνα.  Η θεωρία της σχετικότητας κι η θεωρία των κβάντα όμως έδειξαν, ότι το χαλύβδινο πλαίσιο του ντετερμινισμού και της ορθολογικής τυπικότητας δεν είναι ο μόνος τρόπος να οραματιζόμαστε τον κόσμο. Η φύση είναι πολύ πιο “δημοκρατική” από τον ορθολογισμό μας, για κάθε ερώτημα έχει πάντα περισσότερες από δύο έγκυρες απαντήσεις οι οποίες μπορεί να είναι καί αντίθετες. Ο κόσμος μπορεί να είναι αντιθετικός, αντικειμενικός και ορθολογικός, αλλά μπορεί να είναι διαλογικά συντεταγμένα αντιφατικός και αντιτερμινιστικός, έτσι που να έχει ανάγκη όχι μόνο την Αριστοτελική ορθολογική τυπικότητα, αλλά και την προσωκρατική διαλεκτική, η όποια απέχει από τον εγελιανο-πλατωνικό “διαλεκτικό ιδεαλισμό” και την εγελιανο-χριστιανο-ιουδαϊκή μεταφυσική.

Για να προχωρήσει απρόσκοπτα αυτή η εργασία και προς αποφυγήν παρανοήσεων, υπενθυμίζω την άποψη ότι υπάρχουν δύο ειδών διαλεκτικής σκέψης:
Α.  Η Αντιθετική Διαλεκτική (ορθολογική), η οποία δέχεται ότι στο βάθος ο κόσμος κι η γλώσσα που τον περιγράφει συντίθεται από μια σειρά έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη (γνώσιμα ή όχι), που  αλληλεπιδρούν συνιστώντας διαφορικά γλωσσικά συστήματα χωρίς να παραβιάζουν τα όρια μεταξύ τους.  Αυτά λοιπόν τα έσχατα που συνιστούν τα γλωσσικά συστήματα, δρώντας ως απόλυτοι όροι τους, προϋποθέτουν λειτουργώντας από μια στιγμή και μετά, την επανάληψη μιας συγκεκριμένης και πεπερασμένης σειράς παιγνίων που θα μπορούσαν να ονομαστούν "συνθετικά πρότυπα του τέλους", αφού βρίσκονται εκ των προτέρων εκεί περιμένοντας την πραγματοποίησή τους από την ακολουθία της εξέλιξης της λειτουργίας των συστημάτων. Αυτός είναι ένας φαινομενικός, κλειστός, τελεολογικός, κόσμος αντικειμενικότητας, με προκαθορισμένους όρους και όρια της λειτουργίας. Δηλαδή προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κόσμου ιδεών, που υπάρχει από τη στιγμή που ετέθησαν οι όροι λειτουργίας του συστήματος και περιμένουν να πραγματοποιηθούν από τη λειτουργία του. Υπ’αυτή την έννοια, ένας τέτοιος κόσμος ιδεών πρέπει να υπάρχει πριν από τα πράγματα, μαζί με τα πράγματα και μετά τα πράγματα, συνιστώντας το αντικειμενικό, ντετερμινιστικό, τελεολογικό, αντιθετικό, κλειστό σύστημα  που ξεκινά από την Αριστοτέλη και καταλίγει στον Νεύτωνα.
        Η προαναφερθήσα αντιθετική λογική είναι ένας Διαφορικός Ορθολογισμός, του οποίου η διαφορικότητα σταματά στα όρια των εσχάτων και αναλλοίωτων στοιχειωδών αυτού του υποθετικού αντιθετικού κόσμου.  Η αποδοχή αυτού του τρόπου ύπαρξης για τον κόσμο, δηλαδή ως κλειστού συστήματος που έχει μια πεπερασμένη σειρά εσχάτων αναλλοίωτων όρων λειτουργίας και απαράβατων ορίων του τέλους, προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιου λογικού αιτίου εκτός συστήματος.  Αυτό το Λογικό Αίτιο, το οποίο μπορεί να γίνει αντιληπτό ως Κόσμος των Ιδεών, τίποτα δεν μπορεί να μας απαγορεύσει λογικά να το ονομάσουμε Θεό.
Β.  Η Αντιφατική Διαλεκτική η οποία δέχεται ότι ο κόσμος και η γλώσσα που τον περιγράφει, είναι Όλον σε συνεχή εξέλιξη, γι' αυτό δεν συντίθεται από έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη, αλλά από αυτοαναιρούμενα αντιφατικά στοιχειώδη που καταλύονται-συντιθέμενα όντας συνεχώς διαφορετικά.  Σύμφωνα με την άποψη αυτή, τα στοιχειώδη που συνιστούν αυτό το σύστημα λειτουργίας, αλληλεπιδρώντας-προεκτείνονται το ένα στο άλλο χωρίς να αφήνουν απαραβίαστα όρια μεταξύ τους. Έτσι το στοιχειώδες, που τα όριά του συνεχώς παραβιάζονται όντας αυτοαναιρούμενο, έχει αντιφατική φύση περιέχοντας το Όλον με έναν δικό του τρόπο, που είναι ο κώδικας καταγραφής του κόσμου μέσα στο στοιχειώδες, όπως αυτό έχει εξελιχθεί ως τη στιγμή της μορφοποίησής του, περιέχοντας με τρόπο δαιδαλώδη και παράκεντρο όλες τις στιγμές και τα πρόσωπα του έως τότε κόσμου.  Υπ’αυτή την έννοια ο κόσμος είναι Ένα-Όλον-Ανοικτό, μια Γλώσσα μια Γραφή σε συνεχές Γίγνεσθαι, όπου κάθε στοιχειώδες του περιέχει μέσα του τη δυνατότητα του ανεπανάληπτου, όντας αποτέλεσμα του εαυτού του.
              Την ανάπτυξη αυτής της πρότασης έχει σκοπό όλη αυτή η εργασία.

ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ:  Σύμφωνα με τον Μπώμ «Στη θεωρία του πεδίου, κάθε κίνηση στην κβαντομηχανική, περιγράφεται με βάση τη δημιουργία-καταστροφή των στοιχειωδών σωματίων. ΄Ετσι κατά τη σκέδασή του προς άλλη κατεύθυνση ένα ηλεκτρόνιο, θεωρείται περιστατικό  που περιγράφεται  ως καταστροφή  ενός ηλεκτρονίου  σε μια θέση και δημιουργία άλλου σ’άλλη θέση. Εκεί γενικά η κίνηση ενός ελευθέρου σωματίου, περιγράφεται ως καταστροφή ενός σωματίου σ’ένα σημείο και δημιουργία άλλου-αλλού. Η κίνηση γίνεται δεκτή σαν σειρά θέσεων δημιουργίας-καταστροφής που ως γενικό αποτέλεσμα έχει συγχρόνως την αλλαγή»
      Η επισήμανση αυτή, όπως θα δούμε στη συνέχεια, μας θυμίζει προσωκρατική διαλεκτική.

Στην εργασία αυτή δεν πρέπει να να παραμεριστεί και να ξεχαστεί η προσφορά ενός άλλου απώτατου συγγενούς των προσωκρατικών, του Λάο-Τσε ο οποίος με το έργο του «Ταό τε Τσιν»  συνεχίζει ακόμα να διεγείρει τη διαλεκτική σκέψη. Από το έργο αυτό θα παραθέσω, σαν εισαγωγή στη διαλεκτική σκέψη των προσωκρατικών, κάποια σημαδιακά αποσπάσματα.  Αν ο αναγνώστης επιθυμεί μπορεί να διαβάσει στην ανάρτησή μου στο διαδίκτιοτο και στο thodoroskavasis.blogspot.com το έργο μου  «Ταο και Λόγος».

ΛΑΟ ΤΣΕ ― ΤΑΟ

Ο μεγάλος γνωρίζει την αξία του μικρού
το μεγαλο δέντρο έγινε από ένα μικρό κλαράκι
το μεγάλο αντλεί από το μικρό, το μικρό απ’το μεγάλο

Η αξία του τροχού, βρίσκεται στο το κενό που υπάρχει στο κέντρο
η αξία του δοχείου, στο κενό που τα τοιχώματα δημιουργούν,
του σπιτιού επίσης
η αξία της πληρότητας  βρίσκεται στο κενό.

Η μεγάλη καταιγίδα θα κρατήσει λίγο,
η φύση είναι λιγόλογη, απλή, συνοπτική,
οι ριζικές αλλαγές επιτελούνται βίαια αλματικά,
ο τέλειος δρομέας δεν αγγίζει τη γη,
η καλή ομιλία είναι λιγόλογη λιτή, η κάλλιστη δεν έχει λόγια.
ο καλός λογιστής δεν κάνει πράξεις,
η πιο ασφαλής πόρτα δεν έχει κλειδαριά,
το καλό δέσιμο δεν έχει κόμπο.

Ο πιο ευθύς δρόμος φαντάζει δαιδαλώδης
η μεγάλη αρμονία χάος, η μεγάλη αγνότητα ντροπή,
η μεγάλη καλοσύνη υποκρισία, η μεγάλη δύναμη αδυναμία.
το μεγάλο τετράγωνο δεν έχει γωνίες,
ο μεγάλος ήχος δεν ακούγεται, η μεγάλη εικόνα δεν έχει σχήμα,
το μεγάλο δημιούργημα είναι χωρίς δημιουργό
δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ
η μεγάλη τελειότητα είναι ατελής, δε ζει μετά την ολοκλήρωσή της
είναι το πλήρες  που είναι το κενό
η μεγάλη ευθεία οφείλει να είναι κυρτή
η μεγάλη ικανότητα περιέχει αβεβαιότητα
ο πολύ νοήμων φαντάζει απλοϊκός
η μεγάλη ευφράδεια είναι λιτή, η ανώτατη σιωπηρή
η πολυμάθεια είναι άγνοια

Κίνηση είναι η ηρεμία, η ηρεμία είναι η κίνηση,
πάνε μαζί η σχέση τους οριοθετεί το σύμπαν
η οικουμενικότητα είναι χωρίς μορφή, χωρίς αρχή και τέλος
απ’αυτήν αναδύονται όλα, και όλα σ’αυτήν βυθίζονται

ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

Ο Αναξίμανδρος και ο Ηράκλειτος ιστορούνται σαν εκ διαμέτρου αντίθετοι χαρακτήρες. Ο πρώτος, ως ηγετική προσωπικότητα κατά την ακμή της Μιλήτου ήταν αποικιστής. Εκείνους τους σκοτεινούς χρόνους, όταν η Πόλις “ξεχείλιζε” ένας πολυτάλαντος ηγέτης οδηγούσε ομάδα άξιων και τολμητών ανδρών να δημιουργήσουν προγεφύρωμα πρώτων κατοίκων για την ίδρυση αποικίας. Αυτοί θα έπρεπε να ήταν έξυπνοι, γενναίοι και διπλωματικοί, ώστε να πείσουν αυτούς που πιθανόν υπήρχαν εκεί κοντά ότι έρχονται ειρηνικά. Όταν όμως κάτι “πήγαινε στραβά” θα έπρεπε να σύρουν και το ξίφος.  Ο Αναξίμανδρος λοιπόν ήταν ένας επιστήμονας-φιλόσοφος-στρατηγός.  Αντίθετα μ’αυτόν ο Ηράκλειτος φέρεται ως αντικοινωνικός και εχθρικός προς τους συμπολίτες του, που  τους θεωρούσε ανεπανόρθωτα διεφθαρμένους. Ίσως ο Αναξίμανδρος έζησε σε μια Μίλητο ακμής ενώ ο Ηράκλειτος σε μιαν Έφεσο παρακμής. Παρ’όλα αυτά είχαν μεγάλη φιλοσοφική συγγένεια. είναι πιθανόν ότι οι φιλοσοφικές απόψεις του Αναξίμανδρου ενέπνευσαν τον Ηράκλειτο στο έργο του.  Η συγγένειά τους αναδύεται απ’την κοινή τους αντίληψη περί “καταλυτικής-συνθετότητας” των όντων και του κόσμου, δηλαδή της αντιφατικότητάς τους. Αυτό όμως που κάνει τον Ηράκλειτο να ξεχωρίζει είναι η πρότασή του για την έννοια του Λόγου. Ο Λόγος είναι το λογικά συντεταγμένο αντιφατικό λέγειν, δηλαδή η συνειδητή πρόταση μιας αντιφατικής διαλογικότητας, μιας Διαλεκτικής Λογικής. Ο Λόγος όμως, ακόμα περισσότερο, ορίζεται απ’τον Ηράκλειτο ως Λογική, Γλώσσα και Ουσία που συμπίπτουν στο αέναο Γίγνεσθαι.
      Το αντιφατικά συντεταγμένο αυτό λέγειν, είναι ένα είδος “αντιφατικής διαλεκτικής σκέψης”, που προτείνεται από τον Ηράκλειτο σαν ο μόνος τρόπος με τον οποίον μπορεί επ’ακριβώς να λέγεται ο εξελισσόμενος κόσμος.  Οι ρίζες όμως της αντίληψης αυτής βρίσκονται στην άποψη του Αναξίμανδρου περί της καταλυτικής-συνθετότητας των Όντων, του Κόσμου, του Γίγνεσθαι και του Απείρου. Αφού σύμφωνα με τον Αναξίμανδρο το Άπειρο είναι αποτέλεσμα του Γίγνεσθαι των όντων και των κόσμων και το Γίγνεσθαι αποτέλεσμα της αλληλουχίας γένεσης και φθοράς των όντων μέσα του.

ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ

ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ Φυσικά 24, 13
     ἕν καὶ κινούμενον καὶ ἄπειρον. . . .
     ἀρχή τὲ καὶ στοιχεῖον τῶν ὄντων τὸ ἄπειρον. . .
     τὴν εἰς ἄλληλα μεταβολήν τῶν τεττάρων στοιχείων
     οὗτος οὐκ ἠξίωσεν ἕν τι τούτων ὑποκεἰμενον ποιήσαι,
     ἀλλά τι ἄλλον παρά ταῦτα.
     οὗτος δὲ οὐκ ἀλλοιωμένου τοῦ στοιχείου τὴν γένεσιν ποιεῖ,
     αλλ᾽ἀποκρινομένων τῶν ἐναντίων διὰ τῆς ἀϊδίου κινήσεως

[Το σύμπαν είναι ένα, κινούμενο και άπειρο. . .
Αρχή και στοιχειώδες των όντων είναι το άπειρο. . .
Στην αλληλομετατροπή των τεσσάρων στοιχείων της φύσης αυτός δεν αξίωσε ότι κάποιο απ’αυτά είναι το γενεσιουργό, αλλά κάτι άλλο από αυτά.  Δεν δέχεται ότι η αιτία της γένεσης ωφείλεται στην αλλοίωση ή την μετατροπή των υπαρχόντων στοιχείων, αλλά δια του διαλόγου των αντιθέτων και δια μέσου της αέναης κίνησης].
                                                                                                                                               
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ  φυσ. Α4 187α 20
     οἱ δ᾽ἐκ τοῦ ἑνὸς τὰς ἐναντιότητας ἐκκρίνεσθαι ὥσπερ
     Ἀναξίμανδρός φησι καὶ ὅσοι γ᾽ἕν καὶ πολλά φασίν εἶναι.

[Ο Αναξιμανδρος και όσοι πιστεύουν ότι το Ένα είναι και Πολλά, ισχυρίζονται ότι οι εναντιότητες είναι σύμφυτες στο Ένα κι απορρέουν απ’αυτό].

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ  αἱρ. ἔλεγ. 16 1-7
    οὖτος ἀρχή τῶν ὄντων ἔφη τινά τοῦ ἀπείρου,
    ἐξ᾽ἧς γίγνεσθαι τοὺς οὐρανούς καὶ τὸν ἐν αὑτοἶς κόσμον περιέχειν.
    λέγει δὲ χρόνον ὡς ὡρισμένης τῆς γενέσεως καὶ τῆς φθορᾶς . . .
    οὗτος μὲν ἀρχήν καὶ στοιχεῖον εἴρηκε τῶν ὄντων τὸ ἄπειρον,
    πρῶτος τοὔνομα καλέσας τῆς ἀρχῆς. πρὸς δὲ τούτῳ κίνησιν αΐδιον εἶναι,
    ἐν ᾗ συμβαίνει γίγνεσθαι τοὺς οὐρανούς

[Ο Αναξίμανδρος είπε ότι το όντα εξουσιάζονται από κάποιο είδος απείρου, από το οποίο γίγνονται οι ουρανοί και ο κόσμος που περιέχουν.  Αυτός ισχυρίστηκε ότι ο χρόνος είναι σχετικός με την γέννηση και τη φθορά της κάθε συγκεκριμένης ουσίας . . . Επίσης όρισε ότι άρχων και στοιχείο όλων είναι το άπειρο και είναι ο πρώτος που το ονόμασε έτσι. Αυτός όρισε ότι το άπειρο είναι η αέναη κίνηση που μέσα της συμβαίνει το ουράνιο γίγνεσθαι].

ΕΡΜΕΊΑΣ
    ἀρχἠν εἶναι τὴν αΐδιον κίνησιν καὶ ταύτῃ τὰ μὲν γεννᾶσθαι τὰ δὲ φθείρεσθαι.
[Αυτό που άρχει είναι η αιώνια κίνηση, μέσ’την οποία άλλα όντα γεννώνται κι άλλα χάνονται].

Από τα αποσπάσματα του Αναξίμανδρου συνάγουμε ότι: το Σύμπαν δεν αποτελείται από τον υλικό και τον ιδεατό κόσμο, αλλά τα πάντα συνιστούν μιαν τετμημένη ενότητα σε άπειρη εξελικτική πορεία, δηλαδή στο αέναο καταλυτικο-συνθετικό Γίγνεσθαι. Επίσης συνάγουμε ότι απορρίπτει την ύπαρξη αναλλοίωτων στοιχειωδών εσχάτων, που να συνθέτουν τον κόσμο χωρίς να παραβιάζουν τα όρια μεταξύ τους. Δέχεται ότι το σύμπαν συνίσταται από την αλληλεπίδραση των αντιθέτων που γεννούν την αέναη Κίνηση.  Κατ’αυτόν λοιπόν το Σύμπαν συμπίπτει με το Άπειρο, το οποίο με τη σειρά του συμπίπτει με το αέναο Γίγνεσθαι κι επειδή ο Χρόνος σχετίζεται με τη γένεση και τη φθορά των όντων, άρα και ο Χρόνος σχετίζεται με το Γίγνεσθαι.  Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι ο Αναξίμανδρος δέχεται την ενότητα Χώρου, Χρόνου, Κίνησης κι Απείρο, τα οποία συμπίπτουν στο παγκόσμιο Γίγνεσθαι. Επίσης δέχεται ότι τα έσχατα στοιχειώδη που συνιστούν τον κόσμο, έχοντας αντιφατική φύση περιέχονται απ’το άπειρο ενώ συγχρόνως περιέχουν δυναμικά το άπειρο.
     Για να μπορέσει όμως αυτός ο ισχυρισμός να είναι λογικά δυνατός προϋποτίθεται ότι υπάρχει διάλογος όπου τ’αντίθετα αλληλοπροεκτείνονται χωρίς ν’αφήνουν απαραβίαστα όρια μεταξύ τους, συνιστώντας αντιφατικές ενότητες. Για τον λόγο αυτό, μέσα σε κάθε αντιφατική ενότητα ο διάλογος παραβιάζοντας τα όρια των διαλεγομένων, μπορεί να ταξιδεύει μακριά έξω απ’τα όρια του γεγονότος (της αντιφατικής σχέσης) και να διαλέγεται με το σύμπαν. Έτσι τα στοιχειώδη κάθε γεγονότος, ξεκινώντας  απ’το διάλογο  μέσα  στον  εαυτό,  περνούν  στον  διάλογο  με  τις  εγγύτερες  αντιφατικές  ενότητες του περιβάλλοντος, μετά με τις απώτερες και τελικά με το ίδιο το Σύμπαν, που είναι ο Άλλος,  ο απώτατα αντίθετος εαυτός και η έσχατη αιτία της συνεχούς αλλαγής του γεγονότος..  Με τον εσωτερικό κι εξωτερικό διάλογο των στοιχειωδών του το γεγονός αλλάζει, αλλάζοντας συνεχώς και τ’άλλα με τα οποία διαλέγεται κατά την πορεία των  στοιχειωδών  του  στο  σύμπαν.  Έτσι κάθε στοιχειώδες συνιστά μιαν αντιφατική σχέση που έχει φύση καταλυτικο-συνθετική-εξελικτική περιέχοντας δυνάμει ένα πρόσωπο του απείρου.  Έτσι που το άπειρο δεν είναι μόνον αυτό που άρχει επί των όντων ως όλον, αλλά είναι και το μικρό, το στοιχειώδες ως ελάχιστο γενεσιουργό μέρος τους.

ΑΕΤΙΟΣ  V  19. 4
   Ἀναξίμανδρος ἔφασκεν ἐν ὑγρῷ γεννηθῆναι τὰ πρῶτα ζῷα
   φλοιοῖς περιεχόμενα ἀκανθώδεσι,  προβαινούσης δὲ τῆς ἡλικίας
   ἀποβαίνειν έπὶ τὸ ξηρότερον καῖ τοῦ φλοιοῦ περιρρηγνυμένου
   ἐπ᾽ὀλίγον χρόνον μεταβιῶνται

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ  συμπ. VIII 8.4
    Ἀναξίμανδρος ἀποφαινεται ἐν ἰχθύσι ἐγγενέσθαι πρῶτον τοὺς ἀνθρώπους
    καὶ τραφέντες ὥσπερ οἱ γαλαῖοι καὶ γενομένου ἱκανούς ἑαυτούς βοηθεῖν
    εκβῆναι τίνικαῦτα καὶ γῆς λαβέσθαι

[Ο Αναξίμανδρος ισχυρίζετο ότι τα πρώτα ζώα γεννήθησαν σε υγρό περιβάλλον με λέπια κι όταν το περιβάλλον έγινε ξηρότερο, απέβαλλαν τα λέπια και προσαρμόσθησαν στο νέο περιβάλλον. Επίσης ισχυρίζετο ότι οι άνθρωποι γεννήθηκαν κατ’αρχήν ανάμεσα στα ψάρια, τρεφόμενοι σαν τους γαλαίους κι όταν έγιναν ικανοί βγήκαν στην ξηρά].

Ο Αναξίμανδρος αντελήφθει ότι η αντιφατικότητα του απείρου και του γίγνεσθαι είχαν αποτέλεσμα την εξέλιξη των ειδών.
    “Η Θεωρία της Εξέλιξης των Ειδών” του Δαρβίνου, είναι ένα άρτιο κομψοτέχνημα παρατηρήσεων και ορθολογικών συμπερασμάτων που μπροστά του η πρόταση του Αναξίμανδρου, αν δεν λάβουμε υπόψιν ότι διατυπώθηκε 2500 χρονια πριν, ωχριά ως έχουσα χαρακτήρα αυθόρμητου πρωτογονισμού.  Οι προτάσεις του Αναξίμανδρου όμως μολοότι έφτασαν σε μας αποσπασματικά και δεν γνωρίζουμε τον τρόπο που αληθινά διατυπάθησαν, υπάρχει κάτι σ’αυτές που η πρόταση του Δαρβίνου υπολείπεται.  Ο Αναξίμανδρος μαζί με τις παρατηρήσεις που τον οδήγησαν στην αποδοχή της εξέλιξης των όντων και του κόσμου, προχώρησε στη διατύπωση των βάσεων της διαλεκτικής σκέψης, που περιγράφει την αντιφατικότητα των όντων ως αιτία της εξέλιξης των ειδών, κάτι για το οποίο ο Δαρβίνος αδιαφορεί.

ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ φυσ. 1121, 5
   Οἱ μὲν γὰρ ἀπείρους τῷ πλήθει τοὺς κόσμους ὑποθέμενοι, ως οἱ περὶ
   Ἀναξίμανδρον, ἄλλους γινομένους ἐξ αὐτῶν καὶ ἄλλους φθειρομένους
   ἐπ᾽ἄπειρον ὑπέθετον καὶ την κίνησιν ἀίδιον ἔλεγον, ἄνευ γὰρ γένεσεως
   καὶ  φθοράς ούκ ἔστι κινήσις.

[Οι περί τον Αναξίμανδρο, υπέθεταν ότι οι κόσμοι είναι κατά το πλήθος άπειροι, γιατί άλλοι γεννώνται κι άλλοι φθείρονται, (καταλύονται-συντιθέμενοι) επ’άπειρον και είναι αυτό που θεωρούν αέναη κίνηση.  Διότι χωρίς γένεση και φθορά δεν υπάρχει κίνηση].

Από τα αποσπάσματα του, συνάγουμε ότι η Κίνηση είναι η συνεχής αλλαγή, δηλαδή η συνεχής αλληλουχία γέννησης και θανάτου των όντων και των κόσμων, που έχει ως αποτέλεσμα το αέναο Γίγνεσθαι, που είναι το Άπειρο.  Η Ύλη δεν θα μπορούσε να είναι ζωντανή, δηλαδή να εξελίσσεται, αν μέσα στα στοιχειώδη της δεν υπήρχε εν δυνάμει το Άπειρο να την ενεργοποιεί. Έτσι το άπειρο άρχει περιέχοντας τα πάντα, όντας το μέγα και γενεσιουργό, ενώ ως μικρό και στοιχειώδες περιέχει δυναμικά ένα πρόσωπο του Απείρου συγχρόνως. Απ’αυτό συνάγουμε λοιπόν ότι η Ύλη, το Άπειρο, το Γίγνεσθαι και ο Χρόνος συμπίπτουν στην Κίνηση ως Ουσία, γι’αυτό όλα τα πράγματα ή τα γεγονότα είναι ιδιότητες της Κίνησης και όχι η κίνηση ιδιότητα των πραγμάτων.  Όπως θα δούμε στην εξέλιξη της εργασίας, αυτό είναι κάτι με το οποίο συμφωνούν και ο Ηράκλειτος και ο Ζήνων.
[Ο Ηράκλειτος δέχεται ότι κάθε πράγμα ή γεγονός καταλύεται-συντιθέμενο, γιατί άλλα “υπογεγονότα” διέρχονται μέσα του, κάνοντάς το πραγματικότητα. Έτσι κάθε σώμα αληθινά δεν έχει συγκεκριμένα όρια αλλά προεκτείνεται στο σύμπαν, ενώ συγχρόνως το σύμπαν βυθίζεται με τον τρόπο αυτό στο γεγονός. Έτσι κάθε γεγονός είναι σύμφυτο με το Γίγνεσθαι του κόσμου που είναι η Κίνηση ως Ουσία.  Ενώ ο Ζήνων πιστεύει ότι κανένα όν δεν μπορεί να έχει κάποιο έσχατο αναλλοίωτο στοιχειώδες μέρος, όπως το Άτομο των Δημόκριτου και Λεύκιππου. Σύμφωνα μ’αυτόν, το έσχατο τείνοντας προς το μηδέν, συγχρόνως τείνει προς το άπειρο (είναι μηδενικό και άπειρο). Αυτό είναι το αντιφατικό στοιχειώδες, το Εν Δυνάμει Είναι. Χωρίς την αποδοχή αυτού του είδους στοιχειώδους δεν μπορεί κανείς να δέχεται ότι το Είναι, το Γίγνεσθαι, το Άπειρο και γι’αυτό μαζί τους ο Χώρος, ο Χρόνος και η Κίνηση συνιστούν μιαν ενότητα ως Ουσία.
          Από την άλλη όμως η Ύλη, η Κίνηση, το Άπειρο και το Γίγνεσθαι Ορθολογικά, δεν υπάρχουν ως Ουσία Καθαυτή, αυτά θεωρούνται κατηγορίες της νόησης. Ορθολογικά, η Ύλη υπάρχει πάντα σαν ένα συγκεκριμένο πράγμα ή γεγονός, το Άπειρο υπάρχει σαν ατέλειωτη ποσοτική συσσώρευση στοιχειωδών που δεν συνιστούν Όλον-Ουσία, το Γίγνεσθαι είναι ιδιότητα φαινομενική της ύλης κι ο Χρόνος φανερώνει τη διάρκεια πεπερασμένων γεγονότων και καταστάσεων που τα αφορούν. Ορθολογικά λοιπόν καί αυτό το ίδιο το Είναι ως Καθαυτό δεν μπορεί να οριστεί ως ουσία, αλλά ούτε ως έννοια καθαυτή (κάτι που συζητήθηκε από τον Πλάτωνα ως τον Χάιντεγκερ, αλλά κανείς δεν οριοθέτησε ικανοποιητικά). Επίσης η άποψή του περί Απείρου, που θα δούμε αργότερα, όπου “κάθε σώμα είναι άπειρο, επειδή υπάρχουν άπειροι κόσμοι” η οποία κάνει τον ορθολογιστή Αριστοτέλη ν’απορεί ειρωνικά, αναδεικνύει την βαθύτερη αντίληψή του για το άπειρο.   Ο Αριστοτέλης στο απόσπασμα των “φυσικών Γ4 203 b 6” περί απείρου, δεν μας πληροφορεί σωστά για τον τρόπου που αντιλαμβάνεται ο Αναξίμανδρος την έννοια του απείρου. Όλοι οι τρόποι που μας προτείνει δεν ταιριάζουν με τις απόψεις του εκτός αυτής που τον κάνει ν’απορεί ειρωνικά. Ακόμα και η ερμηνευτική εισαγωγή που κάνει περί απείρου είναι πτωχή και βέβαια μακριά από αυτήν του Αναξίμανδρου:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ  φυσ. Γ4 203 b 6.
     ἄπαντα γὰρ ἀρχή ἤ ἐξἀρχῆς, τοῦ δὲ ἀπείρου ούκ ἔστιν ἀρχή,  εἴη γὰρ αὐτού
     πέρας, ἔτι δ’ἀγένητον καὶ ἄφθαρτον ὡς ἀρχή οὖσα.  τὀ τε γὰρ γενόμενο
     ἀνάγκη τέλος λαβείν καὶ τελευτή πάσης ἐστὶ φθορᾶς.  διὸ καθάπερ λέγομεν,
     ού ταύτης άρχή, ἀλλ᾽αὐτή των ἄλλων εἶναι δοκεῖ καὶ περιέχειν πάντα καὶ
     πάντα κυβερνᾶν ὥς φασιν ὅσοι μὴ ποιούσι παρὰ τὸ ἄπειρον ἄλλας αἰτίας,
     οἶον νοῦν ἤ φιλίαν.  καὶ τοῦτ᾽ εἶναι θεῖον.  ἀθάνατον γὰρ καὶ ἀνώλεθρον, 
     ὥς φησίν Ἀναξίμανδρος καὶ οἱ πλείστοι τῶν φυσιολόγων.

[Όλα έχουν μιαν αρχή ή είναι αρχή κάποιου άλλου. Ότι γεννιέται πρέπει να έχει κάποιο τέλος ως αποτέλεσμα της φθοράς, έτσι το άπειρο όντας η Αρχή, είναι αγέννητο και άφθαρτο. Κι επειδή δεν έχει τίποτα άλλο σαν αρχή του, αλλά αυτό είναι η αρχή όλων, τα περιέχει όλα και τα κυβερνά, όπως λένε όσοι δεν δέχονται άλλη γενεριουργό αίτια απ’το άπειρο, όπως τον Νου ή τον Έρωτα.  Το άπειρο λοιπόν είναι θεϊκό αφού είναι αθάνατο και άφθαρτο, όπως ιχυρίζεται ο Αναξίμανδρος και περισσότεροι από τους φυσικούς φιλοσόφους].
        Η αντίληψη του Αριστοτέλη περί ενός απείρου χωρίς αρχή και τέλος, αγέννητου και άφθαρτου, δεν συμφωνεί με το άπειρο του Αναξίμανδρου που είναι αέναο καταλυτικο-συνθετικό γίγνεσθαι.  Δηλαδή έχει απεριόριστες αρχές και τέλη.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ φυσ. Γ4 203 b 6
    ὥς φησιν Ἀναξίμανδρος καὶ οἱ πλεῖστοι τῶν φυσιολόγων, τοῦ δὲ εἶναι τι
    ἄπειρον ἡ πίστις έκ πέντε μάλιστ᾽ἄν συμβαίνει σκοποῦσιν: Α. ἐκ τοῦ τὲ
    χρὀνου,  οὗτος γὰρ ἄπειρος.  Β. καὶ ἐκ τοῖς μεγέθεσι διαιρέσεως, χρῶνται γὰρ
    οἱ μαθηματικοί τῷ ἀπείρῳ.  Γ. ἔτι τῷ ούτως ἃν μόνως μὴ ὑπολείπειν γένεσιν ἢ
    φθοράν, εἰ ἄπειρον εἴη ὅθεν ἀφαιρεῖται τὸ γινόμενον.  Δ. ἔτι τῷ πεπερασμένον
    ἀεὶ πρός τι περαίνειν ανάγκη ἕτερον πρὸς ἕτερον.   Ε. μάλιστα δὲ καὶ
    κυριώτατον ὅ τὴν κοινήν ποιεἶ άπορίαν πᾶσιν,  διὰ τὸ γὰρ ἐν τῇ νοήσει μὴ
    ὑπολείπειν καὶ ὁ ἀριθμός δοκεῖ ἄπειρος εἶναι καὶ τὰ μαθηματικά μεγέθη καὶ
    τὸ ἔξω τοῦ οὐρανοῦ. ἀπείρου δὲ ὄντος τοῦ ἔξω καὶ σῶμα ἄπειρον εἶναι δοκεῖ
    καὶ οἱ κόσμοι.

[Λέγεται ότι ο Αναξίμανδρος και οι περισσότεροι των φυσικών φιλοσόφων, δέχονται την ύπαρξη του απείρου με πέντε τρόπους: Α. Απ’το χρόνο που είναι άπειρος. Β. Από τη διαιρετότητα των μαθηματικών μεγεθών. Γ. Απ’το ότι μόνον έτσι θα μπορούσε να υπάρξει συνεχής γένεση και φθορά, αφού μόνον απ’το άπειρο μπορεί να αντλείται κάτι τέτοιο.  Δ.  Από το ότι κάθε πεπερασμένο συνορεύει με κάποιο άλλο πεπερασμένο και αυτό ατελείωτα. Ε. Αλλά το σπουδαιότερο που προκαλεί απορία, γιατί καθένας που διαθέτει κοινό νουν, θα μπορούσε να αντιληφθεί το απειροστικό των μαθηματικών μεγεθών και την άπειρη προέκταση του ουρανού προς τα έξω, είναι ότι αφού το σύμπαν είναι άπειρο εξωτερικά και κάθε σώμα είναι άπειρο και οι κόσμοι είναι άπειροι]. 

Ας δούμε τώρα με κριτικό βλέμμα ποιοί από τους πέντε αυτούς τρόπους, συμφωνούν με το πνεύμα του Αναξίμανδρου.
     Α.  Από την έννοια του χρόνου που είναι άπειρος.
Η αντίληψη του Αριστοτέλη περί Χρόνου από αυτήν του Αναξίμανδρου, διαφέρει. Ο Χρόνος σύμφωνα με τον Αναξίμανδρο είναι Άπειρος όχι γιατί είναι χωρίς αρχή και τέλος, αλλά αντίθετα γιατί έχει απεριόριστες αρχές και τέλη, όντας αντιφατικός.
      Ο χρόνος ως χθές και ως αύριο δεν υπάρχει, μόνο το τώρα υπάρχει, που Είναι-Πάντα-
Άλλο, που συνεχώς Είναι-ΜηΌντας. Είναι η μηδενική αιχμή του φθίνοντος παρόντος, παντοτινή στην μηδενικότητά της, μεταξύ παρελθόντος και μελλοντος.
     Β.  Από την διαιρετότητα των μαθηματικών μεγεθών.
Το άπειρο ως διαιρετότητα των μαθηματικών μεγεθών δεν γίνεται αντιληπτό από τον Αναξίμανδρο με τον τρόπο που θέλει ο Αριστοτέλης. Αυτό συνάγεται από τη φράση του Αναξίμανδρου «ἀρχή καὶ στοιχεῖον τῶν ὄντων τὸ ἄπειρον» όπου το άπειρο είναι ως Αρχή το Μέγα περιέχοντας και ορίζοντας τα πάντα, αλλά ως Στοιχείο είναι συγχρόνως το Μικρό, που Εν Δυνάμει περιέχει το Άπειρο. Δηλαδή το Άπειρο περιέχει και περιεχόμενο από τα πάντα.
   [Η προσωκρατική αμφισημία αντιλαμβάνεται την διαιρετότητα με πιο σύνθετο τρόπο από αυτήν του Αριστοτέλη.  Οι προσωκρατικοί πίστευαν ότι αυτό που διαιρείται, απ’τη μια μικραίνει και από την άλλη μεγαλώνει κι’όλας. Μικραίνουν τα τμήματα που το αποτελούν αλλά ο όγκος του μεγαλώνει, περιέχοντας περισσότερα κενά μεταξύ των τμημάτων.  Έτσι σύμφωνα με τον Ζήνωνα, τείνοντας τα τμήματα κάποιο προς το μηδέν, συγχρόνως τείνουν για το άπειρο (συνιστώντας αντιφατική ενότητα κενού και πλήρους).  Αυτό βέβαια πίστευαν όσοι δεν εδέχοντο την ύπαρξη ατόμων (μη τεμνομένων εσχάτων) θεωρώντας την απλοϊκή αντίληψη].
      Γ.  Η συνεχής γένεση και φθορά θα μπορούσε να είναι ατέλειωτη, αφού μόνον από το άπειρο θα μπορούσε να αντλείται κάτι τέτοιο.
Το άπειρο όμως που προτείνει ο Αριστοτέλης, ως ατελείωτη ποσοτική συσσώρευση πολλών, είναι πολύ πτωχό για να δώσει συγχρόνως και την απειροστική ποιότητα του γίγνεσθαι όπως το αντιλαμβάνεται ο Αναξίμανδρος.
      Δ.   Κάθε πεπερασμένο τελειώνει σε κάποιο άλλο πεπερασμένο κι αυτό ατέλειωτα.
Αυτή η τυπική πρόταση περί απείρου, από τους προσωκρατικούς θεωρείτο μια απλοϊκή ποσοτική συσσώρευση που δεν δίνει αληθινό άπειρο. Το άπειρο των προσωκρατικών έχει τον ποιοτικό χαρακτήρα που απορρέει από την έννοια του γίγνεσθαι.
      Οι προσωκρατικοί θεωρούν το γίγνεσθαι ως ένα άλλο πρόσωπο του απείρου.  Έτσι λοιπόν νομίζω ότι το άπειρο που αποδέχεται ο Αναξίμανδρος είναι αυτό που αναφέρει ο Αριστοτέλης με έναν τόνο ελαφράς ειρωνίας:  Ε. Αφού το σύμπαν είναι εξωτερικά άπειρο, κάθε σώμα είναι άπειρο και οι κόσμοι είναι άπειροι.

Ο Αναξίμανδρος αντλώντας απ’την άποψή του περί της καταλυτικής-συνθετότητας των όντων, του Γίγνεσθαι και του Απείρου και την άποψή του ότι ο Χρόνος σχετίζεται με την γένεση και τη φθορά των όντων και των κόσμων, προεκτείνει αυτή του την άποψη και για τα στοιχειώδη που συνιστούν τον κόσμο μας:  Θεωρεί ότι το άπειρο δεν είναι μια απλή ποσοτική συσσώρευση αλλά ένα ποσοτικο-ποιοτικό αντιφατικό γίγνεσθαι που καταλύεται-συντιθέμενο από στοιχειώδη τα οποία επίσης καταλύονται-συντιθέμενα ως το έσχατο επίπεδο του κόσμου όντας και αυτά εν δυνάμει άπειρα.
      Για τους προσωκρατικούς η σχέση του Ενός και των Πολλών ήταν βαθύτερη. Το Ένα προετείνετο πέρα μακριά στα Πολλά ενώ συγχρόνως τα Πολλά βυθίζοντο στο Ένα συνιστώντας μια αντιφατική μονάδα, έτσι που η Ταυτότητα της μονάδας αυτής να μην είναι ανεξάρτητη από το Όλον.  
      Το άπειρο λοιπόν που ισχυρίζετα ο Αριστοτέλης ότι αποδεχόταν ο Αναξίμανδρος ως σχέση του Ενός-Πολλών, έπρεπε μάλλον να ήταν αλλιώς: «Κάθε γεγονός κατ’αρχήν διαλέγεται με τον εαυτό του, μετά με τα πλησιέστερα σ’αυτό γεγονότα, μετά με τα μακρύτερα και τελικά με το σύμπαν που είναι ο Άλλος ο αντίθετος εαυτός, που υποχρεώνει  το γεγονός  συνεχώς  να αλλάζει.   Τα όρια  του εαυτού ξεκινούν πολύ βαθιά μέσα του, τόσο βαθιά που να μην μένει μέρος του απαραβίαστο από τον όποιο διάλογο και ταξιδεύοντας πολύ μακρία έξω από τον εαυτό στο σύμπαν, επιστρέφουν κάποτε πίσω στον εαυτό διαταράσσοντας την ταυτότητα της ύπαρξής του.  Έτσι το γεγονός δεν έχει απόλυτα όρια αλλά συνεχώς διαταρασσόμενα και όντας σε συνεχή διάλογο με τα Πολλά, είναι καί αυτό άπειρο».
        Για τον Αναξίμανδρο και τους άλλους προσωκρατικούς διαλεκτικούς, οι έννοιες του απείρως μικρού και του απείρως μεγάλου συμπίπτουν στην έννοια του Αιθέρα, που στον Ηράκλειτο ονομάζεται Πυρ.  Αυτός ο αιθέρας δεν είναι το αδρανές υλικό που είχαν φανταστεί οι ευρωπαίοι επιστήμονες τον 19ου αιώνα και το οποίο απέρριψε το πείραμα Μίκελσον-Μόρλυ. Ο δυναμικός Αιθέρας των Μιλησίων ήταν η αντιφατικότητα γυμνή, το Εν Δυνάμει Είναι, ο πυθμένας του κόσμου μας.   Η σύγχρονη φυσική με την πιθανή αποδοχή της ύπαρξης ακαριαίων αλληλεπιδράσεων στον πυθμένα του κόσμου, ξαναφέρνει πίσω την έννοια του Αιθέρα ως ενεργό αντιφατικό ποιητικό αίτιο της ύλης.  Ως «ἀρχή καὶ στοιχεῖον τῶν ὄντων τὸ ἄπειρον», όπου το ακαριαίο είναι συγχρόνως ακίνητο, είναι μηδενικό κι άπειρο, περιέχοντας δυναμικά όλα τα πρόσωπα του κόσμου και συγχρόνως κανένα.
    Οι πρόγονοι των σημερινών φυσικών Αναξίμανδρος, Ηράκλειτος και Ζήνων, έβλεπαν τον κόσμο αντίθετα από τους σύγχρονους επιστήμονες. Γι’αυτούς η κίνηση δεν ήταν μια ιδιότητα της ύλης ή των απεριορίστων συγκεκριμένων, όπως αξίωσε ο Αριστοτέλης αλλά τα πράγματα και τα γεγονότα  είναι ιδιότητες της κίνησης ως γίγνεσθαι και ως ουσία.
     Σύμφωνα με την Διονυσιακή λατρεία, όλα είναι προσωπεία πάνω σε προσωπεία και το έσχατο προσωπείο είναι αυτό του Διονύσου. Πίσω από αυτό υπάρχει το Άδειο Πρόσωπο, «η παρουσία μέσ’την απουσία», ο Διθύραμβος, το πέρασμα από δύο αντίθετες θύρες συγχρόνως, τη θύρα της γένεσης και τη του θανάτου, που είναι η αντιφατικότητα γυμνή, το Εν Δυνάμει Είναι.

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

ΣΕΞΤΟΣ   ΠΡΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΥΣ  VII 32
     τοῦ δὲ λόγου τοῦδ’ ἐόντος ἀεὶ,  ἀξίνετοι γίνονται ἄνθρωποι,
     καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες τὸ πρῶτον
     γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε,
     ὀκοίων ἐγώ διηγεῦμαι κατά φύσιν, διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει,
     τοὺς δὲ ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἐγερθέντες ποιοῦσιν
     ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδόντες ἐπιλανθάνονται

[Ενώ ο Λόγος υπάρχει πάντα, οι άνθρωποι ποτέ δεν τον αισθάνονται, ακόμα και αν έχουν πληροφορηθεί γι’αυτόν.  Κι ενώ όλα γίνονται σύμφωνα με τον Λόγο, αυτοί μοιάζουν μετέχοντες-αμέτοχοι καί στον τρόπο που λέγονται τα πράγματα καί στον τρόπο που γίνονται, μολονότι εγώ τα αναλύω και τα λέω όπως ακριβώς είναι. Έτσι οι άνθρωποι μοιάζουν να κοιμούνται στο ξύπνιο τους και να αγριπνούν στον ύπνο τους].

Ο Ηράκλειτος σ’αυτό το απόσπασμα μας εισάγει στη λογική του έργου του. Ο Λόγος είναι Λογική Γλώσσα και Ουσία, δηλαδή είναι η Διαλεκτική. Η Ουσία νοείται και λέγεται μόνον έτσι, υπάρχοντας παντού και πάντα. Όλα συνίστανται από τον Λόγο, τον περιέχουν, περιέχονται από αυτόν και τον εκφέρουν.  Είναι όμως αυτό η αιτία που κανείς δεν τον νοιώθει, όπως τα ψάρια δεν νοιώθουν το νερό και οι νέοι δεν νοιώθουν την νεότητα.  (Δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε τη διαδικασία της χώνευσης για να χωνεύουμε. Ακόμα εγώ γνωρίζω τις διαδικασίες των μεταβολών μέσα μου αλλά δεν τις νοιώθω).

ΜΑΡΚΟΣ ΑΝΤΩΝΙΝΟΣ  IV 116
    ὧ μάλιστα διηνεκῶς ὁμιλοῦσι,  λόγῳ τοῦτῳ διαφέρονται
    καὶ οἷς καθ᾽ἠμέραν ἐγκυροῦσι,  ταῦτα αὐτοὶς ξένα φαίνεται

[Κοινωνούν συνέχεια με τον Λόγο, εξαιτίας του οποίου αλλάζουν κι ενώ κάθε μέρα βεβαιώνονται γι’αυτό ακριβώς, όλη αυτή η κατάσταση τους φαίνεται ξένη (δεν την νοιώθουν, δεν την αισθάνονται)].

Όλα κοινωνούν με το Λόγο, ο οποίος είναι η αιτία της συνεχούς αλλαγής και συμφωνώντας μαζί του διαφοροποιούνται.  Επειδή τα Πολλά κοινωνούν με το Ένα, τον Λόγο, που είναι αντιφατικός, γι’αυτό καθένα έχει ιδιαιτερότητα όντας διαφορετικό.   Ο Λόγος είναι η αντιφατικότητα, δηλαδή η διαφορετικότητα και η αλλαγή, κι επειδή όλα κοινωνούν της αντιφατικότητας, συμφωνώντας σ’αυτό διαφέρουν.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ ΙΧ 9
    οὐ ξυνιᾶσιν ὅκως διαφερόμενον ἑαυτῷ ὁμολογέει
    παλίντροπος ἁρμονίη, ὅκωσπερ τόξου καὶ λύρης

[Δεν κατανοούν ότι αυτό που αλλάζει, συμφωνεί με τον εαυτό του·  αυτή είναι η  αμφίδρομη αρμονία, όπως της λύρας και του δοξαριού].

Ότι αλλάζει, διαφωνεί-συμφωνώντας με τον εαυτό του, επιβεβαιώνει-διαψεύδοντας τον εαυτό του.  Αυτή είναι η αντιφατική αρμονία, όπως του εγχόρδου οργάνου και του δοξαριού:   Οι χορδές του οργάνου βγάζουν διακεκομμένο ήχο και διαφορετικές νότες κάθε φορά, ενώ το δοξάρι παράγει ήχο σε ροή.  Έτσι έχουμε σύνθεση δύο αντίθετων τρόπων παραγωγής ήχου συγχρόνως, τον ρεούμενο και τον τετμημένο, ακόμα και μία ροή από πολλές νότες.  Αντίδρομη-αμφίδρομη αρμονία.  Όμως πρέπει να υπάρχει τρόπος να λέγεται όπως ακριβώς είναι αυτός ο εξελισσόμενος κόσμος. Αυτός ο τρόπος του λέγειν είναι ο Λόγος, δηλαδή μια νέα λογικο-γλωσσική σύνταξη που συνοψίζεται στην Διαλεκτική (το αντιφατικό Λέγειν).  Ο Ηράκλειτος μιλά πρώτος αυτόν τον Λόγο, βάζοντας τους κανόνες του. Πρώτος και βασικός κανόνας είναι: «Κάτι είναι ταυτό με τον εαυτό του γιατί τον αρνείται». Επιβεβαιώνει-διαψεύδοντας τον εαυτό του. Αυτή είναι η “αρχή της αντιφατικής ταυτότητας”.                                                                                                                                         

 ΣΕΞΤΟΣ VII 133
     διὸ δεῖ ἔπεσθαι τῷ, τοῦ λόγου δ᾽ἐόντος ξυνοῦ
     ζώουσιν οἱ πολλοί ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν

[Επειδή πρέπει ν’ακολουθούν τον Λόγο, που είναι κοινός-ένας για όλους, οι πολλοί, οι άνθρωποι, ζούν έχοντας δική τους βούληση και ιδιαιτερότητα].

Η ιδιαιτερότητα των ατόμων είναι εκ φύσεως νόμιμη, γιατί πατούν στο κοινό έδαφος που είναι ο Λόγος, δηλαδή η αντιφατικότητα που γεννά την διαφορότητα.

ΚΛΗΜΗΣ  ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ  V 60
      κόσμον τόνδε τὸν αὐτόν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν οὔτε ανθρώπων ἐποίησεν
      ἀλλ’ἦν καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον, ἁπτόμενον μέτρα, αποσβεννύμενον
μέτρα     
[Αυτόν τον κόσμο που είναι ίδιος για όλους, δεν τον εποίησε ούτε θεός ούτε άνθρωπος, αλλά ήταν είναι και θα είναι πυρ αείζωον, που ανάβει-σβήνοντας με μέτρο].

Ο κόσμος είναι αποτέλεσμα του εαυτού του και επειδή όλοι μετέχουν αυτού του κόσμου, έχοντας κοινές καταβολές, είναι ίδιος για όλους τους ανθρώπους. Έτσι όλοι μπορούν να κοινωνούν του Λόγου και να μπορούν να έχουν κοινές λογικές αντιστοιχίες.
    Το πρόβλημα της αντικειμενικότητας και της δυνατότητας κοινής αντίληψης για τον κόσμο δεν είναι νέο. Όλες οι φιλοσοφικές θεωρίες θεωρούσαν αναγκαία τη διερεύνηση αυτού του θέματος ή τουλάχιστον ν’αναφερθούν σ’αυτό, για να μπορέσουν να πατήσουν σε κάποιο βάθρο που νομιμοποιεί την εγκυρότητα των απόψεών τους.   Αυτό ακριβώς έκαναν καί οι δύο βάρδοι της προσωκρατικής νόησης, ο Ηράκλειτος για τη διαλεκτική και ο Παρμενίδης για τον ορθολογισμό.  Το βάθρο αυτό για τον Ηράκλειτο είναι ο Λόγος ενώ για τον Παρμενίδη το Εόν. Το Εόν, όπως θα δούμε στην διαπραγμάτευση των απόψεων του Παρμενίδη, μολονότι είναι κι αυτό όπως ο Λόγος του Ηράκλειτου, Ουσία, Λέγειν και Λογική, διαφέρουν.  Ο Λόγος έχει αντιφατική φύση ενώ το Εόν αντιθετική. Ο Πλάτων στη θέση του Λόγου και του Εόντος βάζει τις Ιδέες, που χωρίς την κοινωνία μ’αυτές δεν έχουμε εσωτερικές αντιστοιχίες για την ύπαρξη εγκύρων συνειρμών και ορθής γνώσης.
     Ο κόσμος σύμφωνα με τον Ηράκλειτο είναι η αιώνια φωτιά που ανάβει-σβήνοντας με Μέτρο, όντας η συνεχής εναλλαγή γένεσης και θανάτου των όντων με Μέτρο. Το Μέτρο είναι και αυτό έννοια φορτισμένη όσο και ο Λόγος. Είναι η ουσία του Λόγου. Η αντιφατικότητα του Λόγου προϋποθέτει πάντα κάποιο Μέτρο του ενός σκέλους της αντίφασης ως προς το άλλο.   Έτσι το Μέτρο είναι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της σχέσης που συνιστά ευκαιριακά την Ταυτότητα, ενώ συγχρόνως κοινωνώντας με το αέναο ρεύμα του παγκοσμίου γίγνεσθαι, αυτή η Ταυτότητα αίρεται συνεχώς σε Άλλη.  Το Μέτρο λοιπόν είναι διθυραμβικό, είναι η δυναμική ισορροπία που συνιστά μια ταυτότητα σε συνεχή αλλαγή,  Πάντα “Είναι-ΜηΌντας”.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ  ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΙ ΤΟΥ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ 388 Ε
      πυρός άνταμοιβή τὰ πάντα καὶ πῦρ ἀπάντων
      ὅκωσπερ χρυσοῦ χρήματα καὶ χρημάτων χρυσός

[Όλα μετατρέπονται σε πυρ και το πυρ σε όλα, όπως ο χρυσός σ’εμπορεύματα και τα εμπορεύματα σε χρυσό].

Ο Λόγος, το Μέτρο, η Αντιφατικότητα ουσιαστικοποιούνται στο Πυρ. Αυτό το Πυρ, στην αρχέγονη μορφή στην οποία το αντιλαμβάνεται ο Ηράκλειτος, είναι η Ενέργεια της  σύγχρονης  φυσικής,  όπως  έχει  τονίσει  και  ο  Χάιζενμπεργκ.   Σήμερα  είναι  ευρύτατα διαδεδομένο, ότι όλα μετατρέπονται σε ενέργεια και η ενέργεια σε όλα και το Μέτρο είναι Ε=mc² όπως διατυπώθηκε απ’τον Αϊνστάιν.  Η Διαλεκτική δέχεται ότι μια ορισμένη ποσοτική συσσώρευση, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπέρβαση του Μέτρου κάποιας σχέσης, μπορεί να διαταράξει αυτό το Μέτρο δίνοντας άλλη ποιότητα διαφορετικού Μέτρου.  Επίσης γνωρίζουμε σήμερα ότι όλα τα υλικά σώματα για να υπάρχουν  εκπέμπουν-λαμβάνοντας συνεχώς ενέργεια.  Η ενέργεια και η μάζα δεν έχουν σαφή διαχωριστικά όρια. Το Μέτρο ως αφηρημένο εκφράζεται έτσι: Τίποτα δεν μπορεί από μόνο του, όλα υπάρχουν πάντα σαν κάποια συγκεκριμένη αντιφατική σχέση με κάτι άλλο, όπου τα στοιχειώδη που την συνιστούν αλληλο-προεκτείνονται χωρίς ν’αφήνουν  απαραβίαστα  όρια μεταξύ τους.  Η βαθύτερη ουσία μιας τέτοιας κατάστασης είναι η Αντιφατική Σχέση κι αν η ισορροπία που συνιστά αυτήν την σχέση διαταραχθεί υπερβαίνοντας το Μέτρο, αυτή καταλύεται-συντιθέμενη με άλλο Μέτρο ως Άλλη.

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ  ΑΛΛΗΓΟΡΙΑΙ 24
     ποταμοῖς τοῖς αὐτοῖς ἐμβαίνομέν τε καὶ οὐκ ἐμβαίνομεν
     εἶμέν τε καὶ οὐκ εἶμεν

[Στον ίδιο ποταμό μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε, είμαστε και δεν είμαστε].
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΙ ΤΟΥ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ 392β.
    ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ
    οὐδὲ τῆς αὐτῆς οὐσίας δὶς ἅψασθαι κατ᾽ἔξιν
    ἀλλ᾽ὀξύτητι καὶ τάχει μεταβολῆς, σκίδνησι καὶ πάλιν συνάγει
    καὶ προσεισι καὶ ἄπεισι, (οὐδέ πάλιν ουδ᾽ὕστερον,
    ἀλλ᾽ἄμα συνίσταται καὶ απολείπει).

[Στον ίδιο ποταμό δεν ξαναμπαίνουμε, ούτε την ίδια ουσία ξαναγγίζουμε, γιατί όλα αλλάζουν βίαια και γρήγορα, σκορπάνε-μαζεύοντας, καταλύονται-συντιθέμενα, όχι πριν ή μετά αλλά συγχρόνως συνίστανται-αποσυντιθέμενα].

Κάθε τι υπάρχει γιατί άλλα διέρχονται μέσα του κάνοντας το πραγματιότητα, δηλαδή καταλύεται-συντιθέμενο. Αυτή είναι η αιτία της αλλαγής κι της αντιφατικής ταυτότητας των όντων.  Κάθε τι είναι Αυτό όντας συγχρόνως Άλλο.
     Επίσης μας προϊδεάζει για το πως θα μπορούσε να είναι η περιγραφή της σχέσης πεδίου-σωματιδίου-κύματος, όπου γίνεται η ανταλλαγή ενεργείας.  Το παράδειγμα του ποταμού γίνεται εύκολα αντιληπτό, το παράδειγμα όμως των στερεών ουσιών;   «Εντάξει αλλάζουν αναφωνεί ο Πόππερ κι ερμηνεύει: τα ξύλα σαπίζουν, τα μέταλλα σκουριάζουν, οι πέτρες θρυμματίζονται―. Ο Ηράκλειτος όμως ισχυρίζεται ότι οι ουσίες καταλύονται-συντιθέμενες. Αν συνδέσουμε την έννοια της καταλυτικής-συνθετότητας των στερεών  με αυτήν  του ποταμού και της μετατροπής όλων των όντων σε ενέργεια (πυρ) και της ενεργείας σε όντα, συνάγουμε ότι όλες οι ουσίες καταλύονται-συντιθέμενες σύμφωνα με το Μέτρο τους. Το παγκόσμιο Πυρ (η ενέργεια) περνά συνεχώς μέσα από τις ουσίες και φεύγοντας για το σύμπαν επιστρέφει σ’αυτές, συνιστώντας τις ως Άλλες θέσεις όμοιες αλλά διαφορετικές

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ ΙV10
    γναφείῳ ὁδός εὐθεῖα καὶ σκολιή μία ἐστὶ καὶ ἡ αὐτή (ἡ τοῦ ὀργάνου
    καλουμένου κοχλίου ἐν τῷ γναφείῳ περιστροφή εὐθεῖα καὶ σκολιή)

 [Η περιστροφική κίνηση στον κοχλία, είναι συγχρόνως καί ευθεία. Στον κοχλία η ευθεία είναι αποτέλεσμα περιστροφής].

Το απόσπασμα αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί ο Ηράκλειτος δείχννει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την κίνηση.  Αν συνδιαστεί με τα αποσπάσματα της ροής των υδάτων στον ποταμό και αυτό το περί καταλυτικής-συνθετότητας των όντων και των κόσμων, βλέπουμε ότι η μετακίνηση ενός γεγονότος από θέση Α σε θέση Β,  είναι αποτέλεσμα της περιστροφικής διαδρομής στοιχειωδών υπογεγονότων τα οποία περνώντας μέσα από το γεγονός, αναχωρούν για το σύμπαν και επιστρέφοντας απ’το σύμπαν στο γεγονός το κάνουν πραγματικότητα. Η πορεία αυτών των στοιχειωδών υπογεγονότων, αφού το Ηρακλειτικό σύμπαν είναι άπειρο, δεν είναι απόλυτα κυκλική, αλλά ελικοειδώς ελλειπτική. Έτσι τα υπογεγονότα που επιστρέφουν για να επαληθεύσουν τη θέση ύπαρξης του γεγονότος, το επαληθεύουν λίγο πιο κεί (το επαληθεύουν-διαψεύδοντάς το)· έτσι κινείται όντας Άλλο-Αλλού, όμοιο αλλά διαφορετικό απ’τον εαυτό του.  Δηλαδή το υλικό γεγονός καταλύεται-συντιθέμενο λίγο πιο κει, έχοντας ως κατάσταση αδρανείας την ευθύγραμμη και ομαλή πορεία.

ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΕΙΣ Ξ. 200
     ξυνὸν γὰρ ἀρχή καὶ πέρας (ἐπὶ κύκλου περιφερίας)
[Κοινή είναι η αρχή και το τέλος (στην περιφέρια του κύκλου)]

Αυτό το απόσπασμα θυμίζει Παρμενίδη: ξυνὸν δὲ μοί ἐστι, ὁππόθεν ἄρξομαι τόθι γὰρ πάλιν ἴξομαι αὖθις  (Εγώ νομίζω ότι από κει που ξεκινάμε, εκεί ξαναγυρίζουμε κάποτε).  Η φράση (ἐπὶ κύκλου περιφερίας),  δεν ταιριάζει στον Ηράκλειτο  αλλά στον Παρμενίδη ο οποίος δέχεται κόσμο σφαιρικό-κλειστό-τετελεσμένο-πεπερασμένο. Αντίθετα ο Ηράκλειτος δεν πιστεύει ότι ο κόσμος είναι κλειστός, προδιαγεγραμμένος, και τετελεσμένος, αλλά ότι βρίσκεται σε αληθινό γίγνεσθαι όπου κάθε του στοιχείο κάθε στιγμή περιέχει το ανεπανάληπτο. Κάθε τι έχει αντιφατική φύση και όντας διθυραμβικό, περνά  από  δύο  αντιθετες  θύρες  συγχρόνως,  τη  θύρα  της  σύνθεσης  και τη  θύρα της
κατάλυσης, Είναι-MηΌντας.  Το απόσπασμα λοιπόν αυτό καλύτερα θα αποδίδετο «κοινή είναι η αρχή και το πέρας» ή «κάθε τέλος είναι συγρόνως και αρχή»

ΩΡΙΓΕΝΗΣ ΚΑΤΑ ΚΕΛΣΟΥ ΙV 42
    εἰδέναι δὲ τὸν πόλεμον εἶναι ξυνόν καὶ δίκην ἔριν
    καὶ γινόμενα πάντα κατ᾽ἔριν καὶ χρεὠμενα

 [Πρέπει να ξέρουμε ότι ο πόλεμος είναι κοινός σε όλα και ότι η Δίκη είναι ή Έρις, γι’ αυτό όλα είναι αποτέλεσμα της Έριδας και της Ανάγκης]
      Ο πόλεμος υπάρχει παντού, είναι η εσωτερική πάλη των αντιθέτων, που όλα τα όντα την περιέχουν μέσα τους και ξεχειλίζει έξω όταν είναι ανάγκη. Η Δίκη και η Έρις συνιστούν την αρχέγονη αιτιακή ώθηση της οποίας όλα είναι αποτέλεσμα.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ  ΙΧ 9
      ἕν τὸ σοφόν, ἐπίστασθαι γνώμην ὁτέη ἐκυβέρνησεν πάντα διὰ πάντων
[Σοφία είναι αυτό το ένα, ο Λόγος, που κυβερνά τα πάντα μέσω όλων των άλλων].
      Το Ένα πραγματοποιείται μέσω των Πολλών και τα Πολλά μέσω του Ενός. Κάθε τι υπάρχει μέσω των άλλων και τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει από μόνο του. Το Ένα, ως Όλον και ως Στοιχειώδες, συνιστούν μιαν ενότητα στον Λόγο που είναι ο κοινός μηχανισμός της αντιφατικότητας, δηλαδή ο Διθύραμβος, το πέρασμα από δύο αντίθετες θύρες.   Αυτός κυβερνά τα πάντα μέσω των πάντων.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ ΙΧ 1
     πολιμαθίη νόον ἔχειν οὐ διδάσκει,  Ἡσίοδον γὰρ ἄν ἐδίδαξε
     καὶ Πυθαγόρην αὖτίς τε καὶ Ξενοφάνεα τε καὶ Ἑκαταῖον

 [Η πολυμάθεια δεν διδάσκει τρόπο σκέψης· γιατί θα δίδασκε τον Ησίοδο, τον Πυθαγόρα, τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο].

Θεωρώ ότι ο Ηράκλειτος, θεωρεί Πολυμάθεια, το γνωστικό ήθος δια του οποίου ο κόσμος είναι αποδεκτός ως συνιστάμενος από πολλά αιώνια, έσχατα κι αναλλοίωτα στοιχειώδη, ιδεατά ή υλικά. Θεωρεί οτι αυτό το γνωστικό ήθος δέχεται κοσμικό σύστημα κλειστό-πεπερασμένο-τετελεσμένο, το οποίο λειτουργώντας από μια στιγμή και μετά θα επαναλαμβάνει τα ίδια παίγνια. Στο σύστημα αυτό το γίγνεσθαι είναι φαινομενικό, κακοτεχνία, δηλαδή νεκρό γεννά νεκρά τέκνα και γι’αυτό είναι απορριπταίο.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ  ΠΡΟΣ ΚΟΛΩΤΗΝ 1118C
     ἐδιζησάμην ἐμεαυτόν
[Διερεύνησα τον εαυτό μου].

Δίζως είναι ο Παν που έχει διπλή φύση. Ο εαυτός όπως όλα είναι κι αυτός διζήσιος, έχων
αντιφατική φύση. Όσο περισσότερο κάποιος διερευνά το έσω βυθιζόμενος μέσα στον εαυτό, τόσο μακρύτερα ταξιδεύει έξω στο σύμπαν. Η ταυτότητα για τον Ηράκλειτο συνίσταται από αντιφατικά στοιχειώδη, άρα η διερεύνηση του εαυτού αφορά στοιχειώδη που μάχονται τον εαυτό τους. Δηλαδή το πολύ μικρό και στοιχειώδες εντός εαυτού, διαλέγεται αποκρινόμενο στο πολύ μακριά εκτός, στο άπειρο σύμπαν. (Όπως το είδαμε στον Αναξίμανδρο “ἀρχή καὶ στοιχεῖον τῶν ὄντων τὸ ἄπειρον” αλλά θα το δούμε και στην αντιφατική μονάδα του Ζήνωνα).

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ  ΙΧ 7              
     ψυχῆς πείρατα ἰῶν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν,
     οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει

[Όποιο δρόμο κι αν πάρω, δεν θα βρω το πέρας της ψυχής, τόσο βαθιά βρίσκεται].

Είναι αδύνατον να φτάσεις στο βάθος κάποιου που βρίσκαται στο άπειρο. Η ψυχή για τον Ηράκλειτο, είναι ο Λόγος του Μεγάλου ως προς το Μικρό, του απείρου ως προς το μηδέν. Εκεί το μεγάλο βυθίζεται στο μικρό και το μικρό συγχρόνως απλώνεται στο μεγάλο συνιστώντας αντιφατική ενότητα. Έτσι υπήρχε η αντίληψη  ότι η αντιφατικότητα του κόσμου  είναι διθυραμβική, δηλαδή περνά από δύο αντίθετες θύρες συγχρόνως: τη θύρα του Γίγνεσθαι και τη θύρα του Όλλυσθαι, τη θύρα του απείρου και του μηδενός. Αυτή είνα η βασική έννοια της ελληνικής διαλεκτικής και του γίγνεσθαι ως αληθινού. Το πολύ μικρό, το ελάχιστο έχει τρόπο να περιέχει δυναμικά ένα πρόσωπο του Όλου, ως ἀρχή καὶ στοιχεῖον τῶν ὄντων τὸ ἄπειρον.
      Ψυχή για τον Ηράκλειτο είναι η έσχατη δυναμική φυσική δομή η οποία κλείνει μέσα στο Είναι του, τον χαρακτήρα κάθε συγκεκριμένου ανθρώπου που συγχρόνως περιέχει κι ένα πρόσωπο του Όλου. Αυτό σήμερα θα μπορούσε να είναι το DNA του.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ  ΙΧ 9
     αἰὼν παῖς ἐστι παίζων πεττεύων, παιδός βασιληίη
[Ο χρόνος είναι σαν το παιδί που παίζει πεσσούς, είναι η βασιλεία του παιδιού].

Λέγεται ότι οι πεσσοί ήταν ένα έντεχνο, διανοητικό, ημιτυχερό παίγνιο, το οποίο ήθελε στρατηγική και πείρα  και το έπαιζαν  οι μεγάλοι.   Ο μεγάλος  είναι έξω  από το παιγνίδι,
σχεδιάζει αντικειμενικά και κινείται με γνώμονα τη λογική. Το παιδί αντίθετα όντας μέσα στο παιγνίδι και κινούμενο με πάθος,  παύει να είναι ο εαυτός του και βυθίζεται στο Άλλο.   Η αξία όμως του παιγνιδιού βρίσκεται στο ότι το παιδί υπερβαίνει τον εαυτό του, μπαίνοντας σ’άλλη πραγματικότητα.
       Ο χρόνος είναι η βασιλεία του παιδιού, που όντας αντιφατικός, αίρει συνεχώς τον εαυτό του: το χθές δεν υπάρχει, το αύριο δεν υπάρχει, το τώρα είναι μόνο, που είναι Πάντα Άλλο.  Ο χρόνος είναι η μηδενική αιχμή του φθίνοντος παρόντος. Η μηδενική αιχμή που είναι αιώνια στην μηδενικότητά της. Είναι η αντιφατικότητα γυμνή. Ο κόσμος χρονικά είναι μόνο Τώρα-Πάντα-Άλλος.
      Η αντιφατική προσέγγιση του Ηράκλειτου για τον κόσμο και τα γεγονότα, δεν αφήνει αμφιβολία ότι δέχεται έναν κόσμο όπου τα αντίθετα συνιστούν ενότητες αντιφατικής αλληλεξάρτησης μεταξύ τους όπως φυσικά το Είναι, ο Χώρος και ο Χρόνος.  Δέχεται τη σχέση αντιφατικής ενότητας μέρους και όλου που ως οικουμενική και ως έσχατο αντιφατικό στοιχειώδες, συνιστά γενετική σχέση με το άπειρο.  Η ταυτότητα των όντων θεωρείτο συνεχής αυτοαναιρούμενη ευκαιριακή αντιφατική σχέση, δηλαδή ένας χωρο-χρονικός διάλογος με το σύμπαν που παίρνει συγκεκριμένη μορφή σύμφωνα με το ανάλογο αντιφατικό Μέτρο.  Ο Χρόνος ως διάρκεια κι ο Χώρος ως έκταση αφορούν τα ευκαιριακά και σχετικά γεγονότα, η Ουσία όμως είναι η ενότητα “Είναι-Χώρου-Χρόνου”, που συνεχώς τα γεννά. Το χωροχρονικό αυτό Γίγνεσθαι είναι μια συνεχής καταλυτικο-συνθετική πορεία, της οποίας κάθε ελάχιστο τμήμα τείνοντας προς το μηδέν, τείνει συγχρόνως προς το άπειρο. Έτσι το χωρο-χρονικό στοιχειώδες της καταλυτικο-συνθετικής αυτής πορείας, μολονότι στοιχειώδες, περιέχει δυναμικά και το άπειρο. 

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ  ΚΟΡΙΟΛΑΝΟΣ 38
     ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι
[Η απιστία αποτρέπει από την άγνοια].
     Η αμφιβολία οδηγεί στη γνώση.
ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ ΙΧ 9
      ὅσων ὅψις ἀκοή μάθησις, αὐτά ἐγώ προτιμέω
[Προτιμώ σαν στοιχεία γνώσης αυτά που εγώ βλέπω και ακούω].
ΑΡΙΣΤΟΤΈΛΗΣ ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΩΝ 443Α 23
      εἰ πάντα τὰ ὄντα καπνός ἐγένετο, ῥῖνες ἂν διαρυγνοῖεν
[Αν τα πάντα ήταν καπνός θα τ’αντιλαμβανόμεθα με τη μύτη].
      Δεν είναι αρκετή μόνον η εμπειρία.
ΠΟΛΥΒΙΟΣ  ΧΙΙ 27
      ὀφθαλμοί γὰρ τῶν ὄτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες
[Οι οφθαλμοί είναι ακριβέστεροι μάρτυρες από τ’αυτιά].
         Προτιμώ αυτά που εγώ βλέπω παρά αυτά που μου διηγούνται.

ΚΛΗΜΗΣ ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ   V 60
       αἰρεῦνται γὰρ ἓν ἀντί πάντων οἱ ἄριστοι, κλέος ἀέναον θνητόν,
       οἱ δὲ πολλοί κεκόρηνται ὅκωσπερ κτήνεα

[Ο άριστος προτιμά τον Λόγο, την αιώνια λάμψη της θνήσκουσας γνώσης, το Ένα αντί των Πολλών. Οι πολλοί ικανοποιούνται μ’αυτά που έρχονται σ’άμεση επαφή σαν τα ζώα].

Ο Λόγος είναι αιώνια θνήσκων, γιατί το περιεχόμενό του συνεχώς αλλάζει. Υπάρχει Πάντα συνεχώς Άλλος. Έτσι ενώ είναι Ένας μοιάζει με Πολλά αλλάζοντας περιεχόμενο.

ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ   ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ 7α
        ὥσπερ σάρμα εἰκῆ κεχυμένον ὁ κάλλιστος κόσμος
[Σαν σκουπίδια χυμμένα εδώ κι εκεί μοιάζει ο όμορφος κόσμος].

Τύχη και αναγκαιότητα. Το τυχαίο κάπου στο βάθος έχει κρυμμένη κάποια αιτία, που τις περισσότερες φορές είναι δύσκολα ανιχνεύσιμη. Έτσι η αρμονία είναι κρυφή.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ  ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΑ 355 α 13
       ἥλιος οὐ μόνον νέος ἐφ᾽ἡμέρῃ ἐστίν,
       ἀλλ᾽ἀεί νέος συνεχῶς,   κάθαπερ Ἡράκλειτός φησι

[Ο Ηράκλειτος ισχυρίζεται ότι η ήλιος δεν είναι μόνο καθε μέρα νέος αλλά πάντα νέος].

Ο Ξενοφάνης πρότεινε την επαναστατική για την εποχή του άποψη ότι «ο ήλιος είναι κάθε μέρα νέος»: τὸν δὲ ἥλιον ἐκ μικρῶν ἀθροιζομένων πυριδίων γίγνεσθαι καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν.   Αυτή η άποψη, αποδίδεται και στον Ηράκλειτο, μολονότι διαφωνεί με τις αντιλήψεις του Ξενοφάνη. Η δική του άποψη μάλλον είναι: ἥλιος ἀεὶ νέος ἐστίν.
       Στις δύο αυτές απόψεις υπάρχει μια βασική διαφορά:  Ο Ξενοφάνης πιστεύει ότι ο κόσμος αλλάζει φαινομενικά και ότι αληθινα στο βάθος του είναι αμετάβλητος, αφού τα έσχατα από τα οποία συντίθεται είναι αναλλοίωτα και άρρητα.  Όταν λοιπόν ισχυρίζεται
ότι “ο ήλιος είναι κάθε μέρα νέος”, εννοεί ότι κατά τη δύση του αποσυντίθεται και κατά την ανατολή του, την άλλη μέρα, ξανασυντίθεται από αυτά τα μικρά στοιχειώδη που ονομάζει “πυρίδια”. Τα πυρίδια, όπως κάθε στοιχειώδες κατά τον Ξενοφάνη, πρέπει να είναι άρρητα και μη γνώσιμα, αφού γι’αυτόν το αληθινά υπάρχον, όντας έσχατο και αναλλοίωτο είναι πάντα έτσι χωρίς αιτία. Αυτό δεν δέχεται άλλη συζήτηση παρά μόνον ότι είναι πάντα ταυτόν με τον εαυτό του, μη έχοντας για διερεύνηση περαιτέρω δομή.
      Ο ήλιος λοιπόν του Ξενοφάνη ανερχόμενος από το Χάος, ανασυντίθεται κάθε μέρα αλλά  ολόιδιος,  γιατί κάθε βράδυ  αποσυντίθεται  στα ίδια  στοιχειώδη  πυρίδια  που είχε
συντεθεί. Ο κόσμος του Ξενοφάνη, όπως θα δούμε, μοιάζει πολύ με τον κόσμου του Παρμενίδη, ο οποίος λέγεται ότι ήταν δάσκαλος του Παρμενίδη. Αυτός ο κόσμος ως Όλον είναι ακίνητος-πεπερασμένος-τετελεσμένος γιατί συνίσταται από άρρητα μη γνώσιμα  έσχατα στοιχειώδη,  τα οποία  όντας αναλλοίωτα,  προϋποθέτουν  την σύσταση κλειστού συστήματος λειτουργίας. Αυτό λειτουργώντας παράγει προδιαγεγραμμένο αριθμό παιγνίων, τα οποία από μια στιγμή και μετά θα απαναλαμβάνονται επ’άπειρον.
      Αντίθετα ο Ηράκλειτος πιστεύει ότι στη θέση που βλέπουμε τον ήλιο, υπάρχει συνεχής ροή στοιχειωδών σωματίων “Αείζωου Πυρός”, τα όποία ταξιδεύοντας στο σύμπαν κι επιστρέφοντας κάποια στιγμή απ’αυτό, συνιστούν τον ήλιο.  Επειδή όμως το σύμπαν του Ηράκλειτου είναι άπειρο και ανοικτό, αυτά επιστρέφοντας δεν κάνουν απόλυτα κυκλικό ταξίδι, αλλά σπειροειδές. Έτσι δεν επαληθεύουν απόλυτα τη θέση που ξεκίνησαν, αλλά την διαψεύδουν-επαληθεύοντάς την λίγο πιο κει. Ο ήλιος λοιπόν προχωρά επειδή συντίθεται-καταλυόμενος λίγο πιο κεί και λίγο διαφορετικός.

ΘΕΜΊΣΤΙΟΣ,  ΛΟΓΟΙ 5 σ, 69          ΥΠΠΟΛΥΤΟΣ  ΙΧ 9
     φύσις κρύπτεσθαι φιλεί ― ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρίττων
[Στη φύση αρέσει να κρύβεται, η κρυφή αρμονία είναι ανώτερη από την φανερή].

Ο κόσμος είναι πολυδιάστατος και πέραν της επιφάνειας που είναι μεν αληθινή, αλλά υπάρχει και το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, το κρυμμένο.  Ακόμα αυτό που ερχόμαστε σ’άμεση επαφή είναι αποτέλεσμα του κρυφού κόσμου.  Κι επειδή ο κόσμος αλλάζει συνεχώς βλέπουμε την κρυφή αρμονία, μέσω του μηχανισμού της αλλαγής. Η εμπειρία με τα μάτια κάποιου βαρβάρου είναι σάρμα ὥσπερ εἰκῆ κεχυμένον.   Ο κάλλιστος κόσμος όμως γίνεται ορατός με νόμους που περιέχονται στον Λόγο.
    Από τότε υπήρχε θέμα για την αξία της εμπειρίας και του τρόπου αξιολόγησής της. Ο ορθολογισμός απεδέχετο τον κόσμο που ερχόμαστε σε άμεση επαφή ως φαινομενικό και θέλοντας  να υπερβεί  τη φαινομενικότητά του,  αφαιρούσε το στοιχείο  που θεωρείτο ότι γεννούσε τη φαινομενικότητα. Αυτό ήταν το “Μη-Είναι”, το οποίο στον ορθολογισμό γινόταν δεκτό στην απόλυτή του μορφή, ως απολύτως μη υπάρχον.  Έτσι η ορθολογική διαδικασία αρνούμενη την αντιφατικότητα του πράγματος θεωρεί το αληθές ως απόλυτα αναλλοίωτο.  Αντίθετα η διαλεκτική έχοντας σαν σκαλί την επιφάνεια που είναι το “πράγμα”, ανεβαίνει στο πράγμα σαν “Μετρο της Αντιφατικότητας”  που είναι η κίνηση ως Ουσία και Λόγος,  Η Διαλεκτική μολονότι αντιλαμβανεται ότι ο κόσμος αναλύεται σε επίπεδα, τα θεωρεί ως μιαν ενότητα όπου η όποια προτεραιότητα είναι συμβατική.

ΠΛΟΥΤΑΣΧΟΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΗ ΧΡΑΝ ΕΜΜΕΤΡΑ ΝΥΝ ΤΗΝ ΠΥΘΙΑΝ  397 Α
       σίβυλλα δὲ μαινομένῳ στόματι ἀγέλαστα καὶ ἀκαλλώπιστα καὶ ἀμύριστα
       φθεγγομένη χιλίων ἐτῶν ἐξικνεῖται τῇ φωννῇ διὰ τὸν θεόν

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ  ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΗ ΧΡΑΝ ΕΜΜΕΤΡΑ ΝΥΝ ΤΗΝ ΠΥΘΙΑΝ  404D
       ὁ ἄναξ, οὕ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλά
       σημαίνει

[Η Σίβυλλα πέραν της καθερωμένης ευπρέπειας, μαινομένη, αγέλαστα κι ακαλλώπιστα φθέγγεται.  Εκφέρει τους φθόγγους ενός Νέου Λόγου ο οποίος σημαίνει. Μαίνεται την ιερή τρέλα του Διονύσου, από το στόμα της μιλά ο ίδιος ο θεός ο οποίος δεν συμβολίζει ούτε αποκαλύπτει αλλά σημαίνει (εκφέρει τον Νέο Λόγο, την πρωταρχική αλήθεια)].

Ο Λόγος της Φύσης που είναι ο Θεός, είναι διθυραμβικός, αντιφατικός, περνώντας απ’τις
δύο θύρες της νόησης συγχρόνως: της άρνησης και της κατάφασης. Ο Ηράκλειτος φθέγγεται την αντιφατική γλώσσα κι το αντιφατικό Μέτρο σε όλα, λέγοντάς.
      «Χιλίων ἐτῶν ἐξικνεῖται τῇ φωνῇ», εξακοντίζει την φωνή στο μέλλον.  Έχουν περάσει 2500 χρόνια κι η φωνή του δεν έφτάσε ακόμα στον προορισμό της.
         Η αντιφατικότητα που είναι συγχρόνως Λόγος και Ουσία, είναι ένας άλλος λόγος που λέγεται μόνον έτσι και δεν χωρά στη λογική των τεσσάρων αρχών του Ξενοφάνη, του Παρμενίδη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, την διαρρηγνύει.  Ο Λόγος αυτός δέχεται βολές από αγάπη και μίσος. Άλλοι τον διαβάλλουν, άλλοι τον παρερμηνεύουν, άλλοι τον εξωραΐζουν.  Φίλοι, εχθροί, μεταφυσικοί, άγιοι πατέρες.                                                                                                                                                                          Άραγε μπορεί ο Ηράκλειτος να προσφέρει σήμερα για να είναι ακόμα ζωντανός;
Όταν ο Νιλς Μπορ ονομάστηκε ιππότης από τον βασιλιά της Δανίας για την προσφορά του στην επιστήμη, ως οικόσημο επέλεξε μιαν ασπίδα που στο κέντρο της υπήρχε το χαρακτηριστικό ανατολίτικο σύμβολο της ενότητας των αντιθέτων. Αυτό αναμφίβολα θα μπορούσε να χαρακτηριστει ως Παρμενίδειο, όπου "τα αντίθετα είναι συπληρωματικά" (contraria cοmplementa sunt). (Όπως θα δούμε στη ανάλυση των απόψεων του Παρμενίδη στη συνέχεια της εργασίας).
                                                                                                                                                      Σύμφωνα με τους επιστήμονες οι οποίοι δέχονται ότι η κβαντομηχανική δίνει πλήρεις περιγραφές, τα κβαντικά αντικείμενα προ της μέτρησης, υπάρχουν εν δυνάμει και γίνονται  εν ενεργεία,  κατά τη διαδικασία  της μέτρησης.  Επί πλέον  ισχυρίζονται ότι το μετρούμενο γεγονός, το μέσο μέτρησης και ο παρατηρητής, συνιστούν μια κβαντική ενότητα κατά τη διαδικασία της μέτρησης.  Επίσης ισχυρίζονται ότι όλα εξελίσσονται σ’έναν εν δυνάμει κόσμο που ανταποκρίνεται μ’ έναν αντιτερμινιστικό και υπερφωτεινό τρόπο στις πειραματικές διαδικασίες. Αυτός ο τρόπος ανταπόκρισης αφήνει υποψίες μιας ακαριαίας επικοινωνιακής δραστηριότητας ή αλληλεπίδρασης, που αντιστρατεύεται τη θεωρία  της  σχετικότητας  στο  θέμα  της  μέγιστης  ταχύτητας.   Έτσι  οι  ντετερμινιστές θεωρούν την κβαντομηχανική προς το παρόν ανεπαρκή, κρίνοντας ότι της διαφεύγουν «κρυφές μεταβλητές» οι οποίες αν εγίνοντο γνωστές ο ντετερμινισμός θα αποκαθίστατο.

Μολονότι ο Μπορ γνώρίζε την αρνητική επισήμανση του Αϊνστάιν ότι η κβαντομηχανική
δε μπορεί παρά ν’αποδέχεται σιωπηρά την ύπαρξη ακαριαίων αλληλεπιδράσεων, δέχεται την συμπληρωματικότητα σωματίων και κυμάτων (εν δυνάμει και εν ενεργεία), που είναι ένα είδος υπαναχώρησης ή ελιγμού σχετικά μ’αυτήν την επισήμανση.  Αν υπάρχει επίπεδο στα “υπόγεια” του κόσμου μας που αντιδρά ακαριαία, ο κόσμος έχει αντιφατική φύση (κάτι που επαληθεύει τον Ηράκλειτο), αν δεν υπάρχει ακαριαία δραστηριότητα, ο κόσμος έχει αντιθετική φύση (κάτι που επαληθεύει τον Παρμενίδη).  Η αντιθετικότητα  κι η συμπληρωματικότητα, προϋποθέτουν τ’αντίθετα να είναι στο βάθος αληθινά αυτόνομα κι η ταυτότητα του ερευνουμένου στοιχείου με τον εαυτό του, αν και παροδική να είναι ουσιαστική και όχι συμβατική.  Τότε οι αλληλεπιδράσεις,  αν και μπορεί να υπερβαίνουν την ταχύτητα του φωτός, δεν θα ήταν αναγκαίο να είναι ακαριαίες.  Ενώ αντιθέτως η αντιφατικότητα που θα συμβάδιζε σε αυτόν τον εν δυνάμει χώρο με το ακαριαίο, θέλει τα αντίθετα να προεκτείνονται το ένα βαθιά μέσα στο άλλο χωρίς να αφήνουν κάποιο έσχατο περιθώριο αυτονομίας ή απόλυτα συγκεκριμένης ταυτότητας.
      Η αντιθετικότητα που είναι το βάθρο επάνω στο οποίο στηρίζεται ο ορθολογισμός με την προϋπόθεση αποδοχής του κλειστού συστήματος για τα ερευνούμενα γεγονότα ή τις σχέσεις τους και κατ’επέκταση της αποδοχής του κόσμου ως πεπερασμένου, γίνεται ντετερμινισμός. 
      Βλέπουμε όμως από τη μια τους αντιτερμινιστές να κάνουν σοβαρή προσπάθεια να αφεθεί μια μικρή πορτίτσα να μπορέσει στο μέλλον να εισδύσει ο ντετερμινισμός με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Από την άλλη οι ντετερμινιστές παρακάμπτουν τις αντιρρήσεις του Αϊνστάιν, αποδεχόμενοι τουλάχιστον υπερφωτεινές διαδικασίες στον κβαντικό κόσμο, δηλαδή την ύπαρξη “κρυφών παραμέτρων”, που όντας υπερφωτεινές, δεν είναι ανιχνεύσιμες, αφού μέχρι τώρα μόνο φωτονιακές διαδικασίες μπορούμε πειραματικά να διερευνήσουμε.    Επίσης  υπάρχουν  ακραίοι αντιτερμινιστές επιστήμονες που κινούνται βίαια προς τον μυστικισμό.  Πιστεύουν ότι τα όρια της ανθρώπινης σκέψης, φτάνουν ως εκεί, κι ότι η επιστήμη πρέπει να αποδεχτεί την αδυναμία της να εμηνεύσει πλήρως τα γεγονότα του κόσμου μας.
     Όσο για τον παραδοσιακό ντετερμινισμό, ας δούμε τι ισχυρίζεται ο Αϊνστάιν που τάσσεται με το μέρος του, σε μια συνέντευξη στον Τζώρτζ Σ. Μπίρεκ το 1930:  Η πορεία μας είναι προκαθορισμένη από παράγοντες που δεν ελέγχουμε. Ιδίως από μυστηριώδεις αδένες που η φύση έχει αποστάξει την αυθεντική ουσία της ζωής, τις εσωτερικές μας εκκρίσεις. Είμαι ντετερμινιστής, δεν πιστεύω στην ελεύθερη βούληση…
     Αυτό σημαίνει ότι ο μεγάλος επιστήμονας και ανθρωπιστής, παραμερίζοντας ή παρανοώντας την φιλοσοφική αξία της “Θεωρίας της Σχετικότητας”, ήταν στο βάθος  Παρμενίδειος, Αριστοτελικός και Καρτεσιανός. Δηλαδή δεν αποδέχτηκε ούτε κατανόησε την Ηρακλειτική διαλεκτική η οποία συμβαδίζει με την σχετικότητα των καταστάσεων και των πραγμάτων του κόσμου μας.  Ο κόσμος του λοιπόν ως ντετερμινιστικός θα έπρεπε να είναι προδιαγεγραμμένος, τετελεσμένος και κλειστός.  Ο Νιλς Μπορ όμως μολονότι ήταν αντιτεμινιστής, με την επιλογή αυτού του συμβόλου ως έσχατο καταφύγιο της αλήθειας, δείχνει Παρμενίδεια αντίληψη, αντιθετική κι ορθολογική.  Είναι φανερό ότι κι ο Μπορ δεν αποδέχεται την αντιφατικότητα.
         Οι σύγχρονοι επιστήμονες,  έχοντας επενδύσει  τα πάντα στον ορθολογισμό και στην
τυπική λογική, η οποία φυσικά είναι η βάση της τεχνητής νόησης, δεν είναι αρκετά επαναστάτες να ξηλώσουν όλο αυτό το οικοδόμημα και να ορθώσουν ένα νέο.  Γι’αυτό ο Ηράκλειτος έχει κάτι νέο να πει: Ο κόσμος έχει φύση αντιφατική,  η Κίνηση  είναι  η Ουσία  ενώ  τα πράγματα ιδιότητές της.  Ο Λόγος είναι ο τρόπος που έτσι ακριβώς είναι και λέγεται ο κόσμος. Η “ταυτότητα” είναι αυτοαναιρούμενη και αντιφατική. Ο “νόμος της αιτιότητας” είναι πολλαπλά και ίσως απειροστικά αμφίδρομος. ενώ η “αλυσίδα της αιτίας” απείρως πολυδιάστατη.  Ο χώρος, ο χρόνος, το πλήρες και το κενό, η κίνηση και η ταχύτητα, το μεγάλο και το μικρό, το γίγνεσθαι και το όλλυσθαι παίρνουν άλλη μορφή καταλυτικο-συνθετική που θέλει μιαν άλλη νέα προσέγγιση, μια νέα μαθηματική περιγραφή, αντιφατική-ηρακλειτική.

ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ ΚΑΙ ΖΗΝΩΝ

Τα όρια της νόησης σαν συνειδητή πρακτική, υπάρχουν ανάμεσα στον Ηράκλειτο και τον Παρμενίδη, Από τη μια η Διαλεκτική και από την άλλη ο Ορθολογισμός.  Ο Ζήνων μαθητής φίλος του Παρμενίδη, κατέληξε από έναν “αρνητικό δρόμο” στον Ηράκλειτο.  Ο Αριστοτέλης τον ονομάζει πατέρα της Διαλεκτικής, παρακάμπτοντας τον Ηράκλειτο και τον Αναξίμανδρο. Έτσι φαίνεται ότι “διαλεκτική” θεωρεί κάποιο είδος σοφιστικής, που μάλλον χρεώνει αρνητικά τον Ζήνωνα.  Στην παρούσα εργασία ο Ζήνων, μαζί με τον Αναξίμανδρο και τον Ηράκλειτο, θεωρείται ένας απ’τους τρεις μεγάλους της διαλεκτικής σκέψης.  Βέβαια όλοι οι λεγόμενοι “φυσιολόγοι” της αρχαιότητας ήταν ως ένα μεγάλο βαθμό διαλεκτικοί, αλλά επέλεξα αυτούς τους τρεις γιατί δεν κανουν καμιά ορθολογική παραχώρηση εις βάρος της διαλεκτικής σκέψης.
      Για να προχωρήσει απρόσκοπταν η εργασία και να μη δημιουργούνται παρεξηγήσεις, υπενθυμίζω ξανά την άποψή μου για την ύπαρξη δύο ειδών διαλεκτικής:
Α.  Η μία είναι η Αντιθετική Διαλεκτική (ορθολογική), η οποία δέχεται ότι στο βάθος ο κόσμος κι η γλώσσα που τον περιγράφει, συνίσταται από μια σειρά έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη (γνώσιμα ή μη), που αλληλεπιδρούν χωρίς να παραβιάζουν τα όρια μεταξύ τους.  Αυτά τα στοιχειώδη, δρώντας ως απόλυτοι όροι, προϋποθέτουν λειτουργώντας από μια στιγμή και μετά, την επανάληψη μιας πεπερασμένης σειράς των “συνθετικών προτύπων του τέλους” αυτού του συστήματος λειτουργίας. Δηλαδή από τη στιγμή που ετέθησαν οι απόλυτοι όροι αυτού το συστήματος, η λειτουργία του προϋποθέτει τη δημιουργία  προδιαγεγραμμένης σειράς παιγνίων, τα οποία βρίσκονται εκεί απ’την αρχή περιμένοντας την πραγματοποίησή τους απ’την λειτουργία αυτού του συστήματος και γι’αυτό τα ονομάζω “συνθετικά πρότυπα  του τέλους”.
      Αυτός είναι ένας κόσμος αντικειμενικότητας, κλειστός, πεπερασμένος, τετελεσμένος,
τελεολογικός, που έχει προκαθορισμένα όρια ως αποτέλεσμα των όρων της λειτουργίας του τα συνθετικά πρότυπα του τέλους του.   Έτσι δεν υπάρχει τίποτα να μας απαγορεύσει να τα ονομάσουμε Ιδέες και όλο αυτό το σύστημα κόσμο των ιδεών. Ένας τέτοιος κόσμος ιδεών υπάρχει πριν, μαζί και μετά τα πράγματα, συνιστώντας έτσι το κλειστό αντικειμενικό σύστημα, που ξεκινά απ’τον Παρμενίδη, περνά στον Πλάτωνα, στον Αριστοτέλη και τελικά ολοκληρώνεται ως ντετερμινισμός μέσω του Ντεκάρτ στον Νεύτωνα. Έτσι η συζήτηση αν υπάρχουν οι ιδέες πριν ή μετά τα πράγματα δεν έχει νόημα. Νόημα έχει η συζήτηση “αν ένα σύστημα λειτουργίας είναι κλειστό ή ανοικτό”, “πως αυτό είναι λογικά δυνατόν” και τι ικανοποιεί τον διανοητή που επιλέγει από κει και πέρα το γνωστικό ήθος του και τη Λογική του.
       Αυτή η Αντιθετική Διαλεκτική είναι ένας Διαφορικός Ορθολογισμός, του οποίου το γίγνεσθαι είναι φαινομενικό και η διαφορικότητα σταματά στα έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη αυτού του κλειστού αντιθετικού κόσμου.

Β.  Η άλλη είναι η Αντιφατική Διαλεκτική, η οποία δέχεται ότι ο κόσμος κι η γλώσσα που τον περιγράφει είναι Όλον σε συνεχή εξέλιξη κι αυτό είναι δυνατόν όταν δεν συντίθεται από έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, τα όποια στοιχειώδη συνιστούν αυτό το σύστημα, αλληλεπιδρώντας προεκτείνονται το ένα βαθιά μέσα  στο άλλο,  χωρίς να αφήνουν απαραβίαστα όρια μεταξύ τους.  Έτσι κάθε στοιχειώδες, ως αυτοαναιρούμενο έχει αντιφατική φύση, περιέχοντας ένα ολοκληρωμένο πρόσωπο του Όλου μ’έναν δικό του τρόπο.  Ο τρόπος αυτός είναι ο κώδικας καταγραφής του Όλου, όπως έχει εξελιχθεί και μορφοποιηθεί ως την ολοκλήρωση του συγκεκριμένου στοιχειώδους, περιέχοντας στιγμιαία με τρόπο δαιδαλώδη και παράκεντρο όλες τις εξελικτικές στιγμές και τα πρόσωπα του κόσμου. Αυτή η οντολογική άποψη προϋποθέτει ότι ο κόσμος είναι Ένα Όλον Ανοικτό, Μία Γλώσσα, Μία Γραφή σε συνεχές και αληθινό Γίγνεσθαι, που κάθε στιγμή του να περιέχει το στοιχείο του ανεπανάληπτου.

Ο Πλάτων, στο έργο του «Παρμενίδης», μας παρουσιάζει έναν Παρμενίδη τελείως διαφορετικό απ’αυτόν που ανακαλύπτουμε στο ποίημα του ιδίου «Περί Φύσεως», αυτό είναι ένα πρόβλημα που ζητά λύση. Είναι πιθανόν ότι ο Παρμενίδης έγραψε αυτό το ποίημα σε νεαρή ηλικία,  (αφού η Μούσα φέρεται στο έργο αυτό να τον ονομάζει κούρο) και ίσως αργότερα για κάποιο λόγο άλλαξε απόψεις. Είναι φανερό ότι ο Πλάτων στο ομώνυμο έργο του, παρουσιάζει έναν Παρμενίδη εμφορούμενο μάλλον από τις απόψεις του  Ζήνωνα,  μολονότι  οι  δοξογράφοι  θέλουν  τον  Ζήνωνα  να  είναι  απολογητής  και υπερασπιστής των απόψεων του Παρμενίδη. 
       Επίσης νομίζω ότι ο Ζήνων έχει παρανοηθεί από τους δοξογράφους, τους οποίους άκριτα ακολούθησαν πολλοί μεγάλοι διανοητές, χάνοντας μεγάλο μέρος της αξίας των απόψεών του. Αυτοί ήθελαν οπωσδήποτε ν’αρνείται την κίνηση, όπως ο Παρμενίδης στο ποίημά του. Είναι φανερό ότι δεν αντελήφθησαν την αμφισημία των λεγομένων του, θέλοντας να του φορέσουν τα στενά παπουτσάκια του ορθολογισμού.
       Οι δοξογράφοι ήταν πολλές φορές κατώτεροι αυτών των έργων και τα απλούστευαν  για να τα κατανοήσουν ή να τα χρησιμοποιήσουν για τους δικούς τους σκοπούς. Ο ίδιος ο Παρμενίδης απλά ισχυρίζεται το προφανές, δηλαδή ότι μόνο το Είναι υπάρχει και ότι το Μη-Είναι δε μπορεί να υπάρξει.  Αυτό σημαίνει  ότι το Είναι ως Όλον κινείται εντός εαυτού, αφού το Είναι ως έννοια καθαυτή δεν μπορεί ν’αλλάζει. Αυτό που αλλάζει είναι ο εφήμερος κόσμος, ο οποίος γι’αυτό είναι φαινομενικός, ενώ το Είναι ως Όλον Καθαυτό υπάρχει πίσω από τα εφήμερα, ως αιώνια και αναλλοίωτα υπαρκτός.  Η κίνηση λοιπόν για τον Παρμενίδη, μπορεί να μην αφορά το Όλον, που είναι πάντα ακίνητο, αφού δεν έχει που να πάει, αφορά όμως τα εφήμερα πράγματα που ορίζει φαινομενικά γιατί αλλάζουν και κινούνται εντός του Όλου.   Για την περιγραφή αυτού του φαινομενικού κόσμου πρότεινε την “αντιθετική διαλεκτική», δηλαδή τον ορθολογισμό. Αυτή μπορεί να περιγράφει δυναμικές-διαφορικές καταστάσεις που όμως δεν αφορούν τα έσχατα κι αναλλοίωτα, δηλαδή την ταυτότητά τους. Ο ορθολογισμός λοιπόν παραμερίζοντας το Μη-Είναι και την κάθε αντίφαση (αφού η αντίφαση περιέχει μέσα της το Μη-Είναι), αποκαθάρει τη λογική από το ψεύδος του Μη-Είναι αναζητώντας μόνο το Είναι, που είναι η “Καρδιά της Ολοστρόγγυλης Αλήθειας”.

ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ

Απόσπασμα 1, στ. 24-32
       ὦ κοῦρ᾽ἀθανάτοισι συνάορος ἠνιόχοισιν
       ἵπποις ταί σε φέρουσιν ἱκάνων ἡμέτερον δῶ,
       χαῖρ᾽ἐπεὶ οὔτι σε μοῖρα κακή προὔπεμπε νέεσθαι
       τήνδ᾽ὁδόν, ἧ γὰρ ἀπό ἀνθρώπων ἐκτὸς πάτου ἐστίν
       ἀλλὰ θέμις καὶ δίκη τε.   χρεώ δὲ σε πάντα πυθέσθαι
       ἡμὲν ἀληθείης εύκυλκέος ἀτρεμές ἦτορ
       ἡδὲ βροτῶν δόξας, ταῖς οὐκ ἔνι πίστις ἀληθής.
       ἀλλ᾽ἔμπης καὶ πάντα μαθήσεαι ως δοκοῦντα
       χρῆν δοκίμως εἶναι διὰ παντός πάντα περῶντα

[Νέε, που σ’έφεραν στα δώματά μου αθάνατοι ηνίοχοι, χαίρε γιατί σ’αυτό το δρόμο, που είναι μακριά από ταχνάρια των ανθρώπων, τον δρόμο της Θέμιδος και Δίκης, (του πρέποντος και της αιτιότητας), δεν σ’έφερε κακή μοίρα.   Είναι ανάγκη να τα μάθεις όλα, καί της ολοστρόγγυλης αλήθειας την αταλάντευτη ψυχή καί τις δοξασίες των θνητών για τα εφήμερα, που δεν μπορεί κάποιος να πιστεύει με σιγουριά. Αλλά μαζί με τ’άλλα πρέπει να γνωρίσεις καί αυτά για να έχεις εμπειρία για όλα μ’όλους τους τρόπους].

Απόσπασμα 2
      εἰ δ᾽ἄγἔγὼν ἐρέω. κομίσαι δὲ σὺ μῆθον ἀκούσας
      αἵπερ ὁδοὶ μοῦναι διζήσιός* εἰσι νοῆσαι,
      ἡ μὲν, ὅπως  -ἔστιν τε καὶ οὐκ ἔστιν-  μὴ εἶναι,
      πειθοῦς ** ἐστι κέλευθος (ἀληθείῃ γὰρ ὀπηδεῖ)***
      ἡ δ᾽ὡς οὐκ ἔστιν,  τε καὶ ὡς χρεῶν έστι,  μὴ εἶναι,
      τὴν δή  τοι  φράζω  παναπευθέα  ἔμμεν ἀταρπόν,
      οὔτε γὰρ γνοίης τὸ γε μὴ ἐόν, οὐ γὰρ ἀνυστόν, οὔτε φράσαις.

[Άκουσε με προσοχή τι θα σου πω· αυτοί οι δύο δρόμοι μόνον είναι προς αποφυγήν, (αντιφατικοί): ο πρώτος όπου δεν μπορεί κάτι να |Είναι―Μη-Όντας|, αυτός είναι ο δρόμος της πειθούς, από τον οποίον η αλήθεια διαφεύγει. Ο άλλος δρόμος κατά τον οποίον το |Μη-Είναι| θεωρείται υπαρκτό, πρέπει όπως έχει χρέος να αποφευχθεί. Απ’αυτόν τον δρόμο σε αποτρέπω τελείως, γιατί το |Μη-Είναι| δεν μπορεί ούτε να νοηθεί, ούτε να γνωστεί αλλά ούτε να ομιληθεί].
   Liddell & Scott: δίζω: τελὼ ἐν ἀμφιβολίᾳ. δίζημαι: ζητέω, αναζητῶ, διερευνῶ. δίζησις: ἐξέτασις, ἔρευνα.  δίζως: ὁ ἔχων διπλή φύση.  διζήσιος: ὁ ἀμφίβολος στην ἔρευνα (κατά τη γνώμη μου αντιφατικός).  πείθω: με ἀπατηλούς λόγους , διά δεήσεως, διαφθείρω διὰ χρημάτων.  ὀπηδεῖ,  ὀπη-δέω: ὑποχρεοῦμαι νὰ συμπεριφερθῶ ἀνάλογα μὲ τὴν ὕπαρξη ὀπῆς:   διαφεύγω ἀπὸ ὀπή.

Εδώ ο Παρμενίδης με μια μονοκονδυλιά θέτει τους λογικούς όρους που προϋποθέτουν τις δύο πρώτες αρχές της τυπικής λογικής και του ορθολογισμού.
Α. Κάθε τι μπορεί μόνο να |Είναι| να υπάρχει. Β. Κάτι δεν μπορεί να |Είναι―Μη-Όντας|.
     Εδώ αναφαίναται η “αρχή της Ταυτότητας” η οποία στο απόσπασμα 7 θα ενισχυθεί ως πρόταση, και φυσικά η “αρχή της Μη-Αντίφασης”.
     Ο ορθολογισμός ήταν σε μιαν ασυνεπή χρήση από αρχαιοτάτων χρόνων, αλλά εδώ φαίνεται η προσπάθεια οργάνωσης συνειδητού οργάνου το οποίο στρέφεται ενάντια στην Ηρακλειτική Διαλεκτική.

Απόσπασμα  5
       ξυνὸν δὲ μοί ἐστι,  ὁππόθεν ἄρξομαι τόθι γὰρ πάλιν ἵξομαι αὖθεις.
[Εγώ νομίζω ότι απ’όπου ξεκινάμε εκεί ξαναγυρίζουμε]. (Ο κόσμος είναι κλειστός-πεπερασμένος κι έτσι τίποτα δεν μπορεί να διαφύγει από την νόηση).

Σ’έναν κόσμο κλειστό και σφαιρικό, όπως ορίζεται απ’τον Παρμενίδη στο απόσπασμα 8
και τους στίχους 42-44, “όταν κάτι κινείται ευθύγραμμα και ομαλά, υποχεούται να γυρίσει κάποια στιγμή στη θέση που ξεκίνησε”, όπως ισχυρίζεται κι ο Αϊνστάιν.  Βλέπουμε ότι παρά την προσπάθεια του Παρμενίδη να παραμερίσει απ’την λογική την αντιφατικότητα, αυτή αναπάντεχα ξαναεμφανίζεται:  Σύμφωνα με τον Λάο-Τσε “η μεγάλη ευθεία οφείλει να είναι κυρτή” και με τον Ηράκλειτο, “η ευθύγραμμη πορεία είναι αποτέλεσμα περιστροφής”.

Απόσπασμα 3
       τὸ γὰρ αὐτό νοεῖν έστίν τε καὶ εἶναι
[Όταν ο κόσμος είναι κλειστό σύστημα (όπως στο απόσπασμα 5), το Νοεί και το Είναι συμπίπτουν κι έτσι τίποτα από ότι υπάρχει δεν μπορεί να διαφύγει από την νόηση, άρα μπορούμε να έχουμε ασφαλή λογικά συμπεράσματα].

Αυτό θυμίζει ντετερμινισμό.

Απόσπασμα 4
     λεῦσσε δ᾽ὁμῶς ἀπεόντα νόῳ παρεόντα βεβαίως
     οὐ γὰρ ἀποτμήξει τὸ ἐόν τοῦ ἐόντος ἔχεσθαι
     οὔτε σκιδνάμενον πάντῃ παντός κατά κόσμον
     οὔτε συνιστάμενον

[(Επειδή το Νοείν και το Είναι συμπίπτουν), μπορείς να φωτίσεις με τον νου (τη λογική), δια μέσου των παρόντων με βεβαιότητα τα απόντα. Γιατί δεν μπορεί να αποκοπεί το υπάρχον του υπάρχοντος (ο Νους από το Είναι), ούτε ως Όλον, ούτε ως απεριόριστα συγκεκριμένα].

Ο Παρμενίδης τονίζει ότι οι λογικές αρχές που προτείνει για την μετάβαση από τα γνωστά στα άγνωστα, ισχύουν καί για τον κόσμο ως Όλον, αλλά καί για τις σχέσεις των συγκεκριμένων μερών του.

Απόσπασμα 6 στ, 1-2
     χρή τὸ λέγειν τε νοεῖν τ᾽ἐόν ἔμμαινε. ἔστι γὰρ εἶναι,
     μηδέν οὐκ ἔστιν, τὰ σ᾽ἐγὼ φράζεσθαι ἄνωγα

[Είναι ανάγκη το λέγειν, το Νοείν και το Είναι να συμπίπτουν. Γιατί μόνο το Είναι υπάρχει, το μηδέν δεν υπάρχει.  Έτσι σε συμβουλεύω να σκέπτεσαι και να μιλάς].

Εδώ ακόμα τονίζει ότι μαζί με τη Νόηση και το Είναι, πρέπει να συμπίπτει και το Λέγειν,  έτσι ούτε ο Λόγος μπορεί να διαφύγει από την λογική.

Απόσπασμα 6 στ 3-9
     πρώτης γὰρ σ᾽ἀφ᾽ὁδοῦ ταύτης διζήσιος <εἴργω>
     αὐτάρ ἔπειτ᾽ἀπό τῆς, ἥν δὴ βροτοί εἰδόντες οὐδέν
     πλάττονται δίκρανοι, ἀμηχανίη γὰρ ἐν αὐτων στήθεσιν
     ἰθύνει πλαγκτόν νόον, οἱ δὲ φοροῦνται
     κωφοί ὁμῶς τυφλοί τε, τεθηπότες ἄκριτα φῦλα,
     οἷς τὸ πέλειν* τε καὶ οὔκ, εἶναι ταὐτόν νενόμισται κοὐ
     ταὐτόν,  πάντων δὲ παλίντροπός ἐστι κέλευθος

[Από τον δρόμο αυτόν, τον πρώτο, τον αντιφατικό σε αποτρέπω (είναι ο πρώτος από τους
δύο δρόμους που παρουσιάζεται προς αποφυγήν στο απόσπασμα 2 στίχο 3).    Οι θνητοί δεν
έμαθαν τίποτα ακολουθώντας τον, γίνονται δίβουλοι γιατί η αμηχανία στα στήθια τους σαλεύει το νου. Φαντάζουν κουφοί, τυφλοί και χαμένοι, αφού δέχονται ότι οι συγκριτικές διαδικασίες είναι μη-όντας έγκυρες, αφού όλα υπάρχουν και μ’αντίδρομο τρόπο].
      Liddell & Scott πέλλειν, πέλλω, πέλλομαι: διατελλώ εν κινήσει, επέρχομαι, πλησιάζω-υπάρχω είμαι αλλά διακρίνεται απ’το είναι, αφού περιέχει έννοια συνέχειας, όντας και εν χρήσει παρομοιώσεων.

Στο απόσπασμα αυτό ο Παρμενίδης μετά τον υπαινιγμό για “την αρχή της ταυτότητας”, “την αρχή της μη αντίφασης” και την “αντιστοιχία νόησης και Είναι”, κατηγορεί την αντιφατική σκέψη ότι φέρνει σε σύγχυση τον διανοητή. Εκεί λοιπόν μας προϊδεάζει για τις συγκριτικές διαδικασίες κατηγορώντας τη διαλεκτική ότι τις θεωρεί συμβατικές (ότι είναι και δεν είναι έγκυρες ή ότι είναι εγκυρες υπό συνθήκες). Αυτός λοιπόν προτείνει την απόλυτη εγκυρότητα των συγκριτικών διαδικασιών, αφού μόνον μ’αυτές η λογική μπορεί να φτάσει από τα γνωστά στα άγνωστα με βεβαιότητα. Το ότι δεν τις αναφέρει σαφώς, ενώ διαφαίνονται από τα συμφραζόμενα, δείχνει ότι χρησιμοπούντο από τους διανοητές αλλά όχι απόλυτα συνειδητά.

[ Συγκριτική διαδικασία:
Αν Α όμοιο του Β και Β όμοιο του Γ, τότε και Α όμοιο του Γ
Αν Α ομοιο του Β και Β διάφορο του Γ, τότε και Α διάφορο του Γ].

Απόσπασμα 7
     οὐ γὰρ μήποτε τοῦτο δαμῇ είναι μὴ ἐόντα.
     ἀλλ᾽ἐσύ τῆς δ᾽ἀφὁδοῦ διζήσιος εἶργε νόημα,
     μηδὲ σ᾽ἔθος πολύπειρον ὁδόν κατὰ τήνδε βιάσθω
     νομᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἠχήεσαν ἀκοήν καὶ γλώσσαν,
     κρῖνε δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἔξ᾽ἐμέθεν ῥηθέντα

                Τη λέξη τοῦτο ερμηνεύω ταυτότητα
[Γιατί ποτέ μα ποτέ η ταυτότητα δεν θ’αναγκαστεί να Είναι–ΜηΌντας. Να είσαι λοιπόν μακριά απ’τον αντιφατικό δρόμο, να μην παρασύρεσαι από τη συνήθεια και ότι βλέπεις ή ακούς να το κρίνεις με τον τρόπο που σου έμαθα τον δοκιμασμένο].

Απόσπασμα  8 στ. 1-20
      μόνος δ᾽ἔτι ὁδοῖο λείπεται ὡς ἔστιν
      ταύτῃ δ᾽ἐπὶ σήματα ἔασι πολλά μἀλ᾽
      ὡς ἀγέννητον καὶ ἀνώλεθρόν ἐστιν.
      οὗλον μουνογενές τε καὶ ἀτρεμές οὐδ᾽ἀτέλστον
      οὐδέ ποτ᾽ἦν, οὐδ᾽ἐσταί ἐπεί νῦν ἐστιν ὁμοῦ πὰν ἕν συνεχές.
      τίνα γὰρ γέννα διζήσεαι αύτοῦ;
      πῇ πόθεν αὐξηθέν;  οὔτ᾽ἐκ τοῦ μὴ ἐόντος
      ἐάσσω φάσθαι σ᾽ούδὲ νοεῖν,
      οὐ γὰρ φατόν οὐ νοητόν ἔστιν ὅπως οὐκ ἔστι.
      τὶ δ᾽ἂν μιν καὶ χρέος ὧρσεν
      ὕστερον ἢ πρόσθεν τοῦ μηδενός ἀρξάμενο φῦν;
      οὔτως ἢ πάνπαν πελέναι χρεῶν ἐστιν ἢ οὐχί
      οὔτε ποτ᾽ἐκ τοῦ μὴ ἐόντος ἐφήσει πίστιος ἱσχύς
      οὔτε ὅλλυσθαι ἀνῆκε δίκη χαλάσασα πέδισιν
      γίγνεσθαι τι πάρ᾽ἀὐτό. τοῦ εἴνεκεν οὔτε γίγνεσθαι
      ἀλλ᾽ἔχει.  ἡ δὲ κρίσις περἰ τούτων ἐν τῷδ᾽ἐστιν,
      ἔστιν ἢ οὐκ ἔστιν.  κέκριται δ᾽οὖν ὥσπερ ἀνάγκη
      την μὲν έᾶν ἀνόητον ανώνυμον, οὐ γὰρ ἀληθείς
      ἐστι ὁδός,  τὴν δ᾽ὥστε πέλειν καὶ ἐτήτυμον* εἶναι.

[Ο μόνος δρόμος για τον οποίο μπορούμε να μιλάμε, μένει αυτός που αφορά το Είναι. Πάνω σ’αυτόν υπάρχουν πολλά στοιχεία για να μπορούμε να μιλήσουμε, όπως ότι όντας αθάνατο είναι αγένητο, όλον, αταλάντευτο, τετελεσμένο, ποτέ δεν ήταν ούτε θα είναι, γιατί αυτό είναι όλο μαζί ένα συνεχές μόνο τώρα. Τι είδους γέννα να αναζητήσεις σε αυτό; Από που προς τα που να προεκταθεί;  Αφού για το Μη Όν, το μη υπάρχον, δεν μπορείς να αντιληφθείς ούτε να πείς τίποτα, γιατί το μη υπάρχον, δε νοήται ούτε λέγεται. Δε μπορεί τίποτα ν’αναγκάσει κάτι να υπάρξει πριν ή μετά το μηδέν. Έτσι λοιπόν κάθε τι πρέπει να συμπέσει με το Όλον, το Υπάρχον ή με το μηδέν που δεν υπάρχει.  Από το μη υπάρχον δεν μπορεί κάποιος να περιμένει γίγνεσθαι ή όλλυσθαι, αφού αυτό ορίζει η λογική.  Κάθε κρίση  πρέπει  να βρίσκεται  μέσα σ’αυτά  τα όρια, δηλαδή να Είναι  ή  να Μην Είναι.  Όπως λοιπόν είναι αναγκαίο, ο ένας δρόμος κρίνεται ανώνυμος και χωρίς νόημα (αναληθής), ενώ ο άλλος είνα ο δρόμος της βεβαιότητας των συγκριτικών διαδικασιών, όπου το όμοιο ανήκει σε συγγενή ομάδα].
     Liddell & Scott   ἐτήτυμον: ετήτυμβον, ανήκων στον αυτόν τύμβον, συγγενές
                                πέλλειν καὶ ἐτήτυμον εἶναι:  Το όμοιο ανήκει σε συγγενή ομάδα.

Απόσπασμα 8  συνέχεια
      οὐ γὰρ ἄνευ τοῦ ἐόντος, ἐν ᾧ πεφατισμένον ἐστίν
      εὐρήσεις τὸ νοεῖν,   οὐδὲν γὰρ ἦν, ἔστιν ἢ ἔσται
      ἄλλο παρέξ τοῦ ἐόντος, ἐπεὶ τὸ γε μοῖρ᾽ἐπέδησεν
      οὗλον ἀκινητον τ᾽ἔμεναι, τῷ πάντ᾽ὄνομα ἔσται
      ὅσα βροτοί κατέθετον πεποιθότες εἶν᾽ἀληθῆ
      γίγνεσθαι τε καὶ ὄλλυσθαι, εἶναι τε καὶ οὐχί
      καὶ τόπον άλλάσσειν, δια τε χρώαν φανόν ἀμείβειν
      αὐτάρ ἐπὶ πεῖρας πύματον, τετελεσμένον ἐστί
      πάντοθεν εὐκύκλου σφαίρης ἐναλίγκιον ὄγκῳ
      μέσσοθεν ἰσοπαλές πάντῃ…
      ἐν τῷ σοὶ παύω πιστόν λόγον ἠδὲ νόημα,
      ἀμφίς ἀληθείης δόξας ἀπό τοῦδε βροτείας
      μάνθανε κόσμον, ἐμῶν ἔπεων άπατηλῶν άκούων.
      μορφὰς γὰρ κατέθεντο δύο γνώμας ὀνομάζειν
      των μίαν οὐ χρεῶν ἐστιν, ἐν ᾧ πεπλανημένοι εἰσίν
      τ᾽ἄντια ἐκρίνατο δέμας καὶ σήματ᾽ἔθεντο
      χωρίς ἐπ᾽ἀλλήλων, τῇ μὲν φλογός αἰθέριον πῦρ
      ἤπιον ὄν, μέγ᾽ἀλαφρόν, ἑαυτῷ πάντοσε τωὐτόν
      τῷ δ᾽ἐτέρῳ μὴ τωὐτόν, ἀτἀρ κἀκεῖνο κατἀὐτό
      τἀντια, νύκτ᾽ἀδαῇ πυκινόν δέμας έμβριθές τε.
      τὸν σοι ἐγώ διάκοσμον ἐοικότα φατίζω.
      ὡς οὐ μὴ ποτέ τίς σε βροτῶν γνώμη παρελάσῃ.

[Δέν μπορείς να βρείς το Νοείν παρά μέσα στο Είναι, γιατί εκεί είναι γεγραμμένο. Τίποτα
άλλο  εκτός  από  το Είναι  δεν μπορεί να  υπήρχε, να υπάρχει  και να υπάρξει, γιατί είναι
Όλον Ακίνητο. Όλα τα άλλα είναι ονόματα που του δίνουν οι θνητοί, γιατί πιστεύουν ότι υπάρχει γίγνεσθαι κι όλλυσθαι, Είναι-ΜηΌντας και γενικά κάθε είδους μετακίνηση ή αλλαγή. Αλλ’αυτό είναι πεπερασμένο-τετελεσμένο, τέλεια σφαιρικό και ισόρροπο].....
 .......[Εδώ σταματώ το λόγο που έχει αληθινό νόημα και θα σου μιλήσω για τον κόσμο της αμφίδρομης αλήθειας, τον φθαρτό, τον απατηλό.  Νομίζουν ότι κάθε τι έχει δύο τρόπους να υπάρχει έχοντας δύο μορφές, η μία δεν τους αρκεί. Εδώ κάνουν λάθος. Τα αντίθετα θεωρούν ενωμένα, ενώ συγχρόνως έβαλαν διαχωριστικά όρια μεταξύ τους. Απ’την μιά το αιθέριο πυρ της φλόγας  ίδιο πάντα με τον εαυτό του,  από την άλλη  διάφορο από τον εαυτό του, αυτό το ίδιο ενάντια προς τον εαυτό του, δηλαδή πυκνό σκοτάδι μπερδεμένο. Σου μιλώ για τον φαινομενικό κόσμο, τον διάκοσμο, για να μην ξεγελαστείς από την φθαρτή σκέψη].

Ο Παρμενίδης στρέφεται σαφώς κατά της Ηρακλειτικής Αντιφατικής Διαλεκτικής, έχοντας θέσει άλλους όρους, που απορρίπτουν την ύπαρξη του μηδενός (αφού η Ύπαρξη
του μηδενός είναι η αντίφαση καθαυτή).  Έτσι στη δική του πρόταση περί λογικής κάθε αντιφατικός συλλογισμός πρέπει ν’απορρίπτεται επειδή περιέχοντας το Μη-Είναι περιέχει μέσα του σφάλμα.

Απόσπασμα 9
       αὐταρ ἐπεὶ φαός καὶ νὺξ ὀνόμασται
       καὶ τὰ κατὰ σφετέρας δυνάμεις ἐπί τοῖσί και τοῖς
       πᾶν πλέον ἐστίν ὁμοῦ φάεος καὶ νυκτός ἀφάντου
       ίσων ἀμφοτέρων ἐπεὶ οὐδετέρῳ μετά μηδέν

[Επειδή όλα έγιναν από φως και σκότος με τις δικές τους δυνάμεις και μετά από σκληρή πάλη πήραν διάφορες μορφές, ό,τι μπορεί να “περισσεύει”, είναι τόσο φως, όσο σκότος δηλαδή ίδια μεταξύ τους, γιατί πέραν κάθε ενός απ’αυτά δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα από το άλλο].

Ο Παρμενίδης τονίζει ότι το σύμπαν είναι κλειστό και τετελεσμένο, συνιστάμενο από φως και σκότος τα οποία είναι ίσα μεταξύ τους. Από τη σύνθεσή τους, τελικά δεν μπορεί να περισσέψει  τίποτα,  αφού  όλα  είναι  ισόρροπα  και  καταλαμβάνουν  όλο τον  κόσμο. Έτσι δεν υπάρχει περιθώριο να περισσεύει κάτι. Επίσης δεν μπορεί να υπάρξει ούτε κενός χώρος ούτε μηδέν.

Απόσπασμα  1 στ. 9-14  (συνοπτικά)
       ἡλιάδες κοῦραι προλιποῦσαι δώματα νυκτός
       εἰς φαός ὡσάμεναι κράτων ἄπο χερσί καλύπτρας.
       ἔνθα πύλαι νυκτός καὶ ἥματός εἰσι καλεύθων
       αὐταί δ᾽αἰθέριαι πλήνται μεγάλοισιν θυρέτροις
       τῶν δὲ δίκη πολύποινος ἔχει κληίδας ἀμοιβούς

[Εδώ με οδήγησαν οι κόρες του ήλιου… όπου υπάρχει θύρα διπλή με εναλλασσόμενα κλειδιά, τα οποία κρατά η Δίκη (η αιτιότητα)…  (Από κει ξεκινά ο δρόμος του φωτός και του σκότους, δηλαδή της σύνθεσης του κόσμου].

Ο Παρμενίδης ισχυρίζεται ότι ακολουθεί έναν νεο δρόμο, αυτόν της αιτιότητας, που τότε
ήταν μακριά από τα βήματα των ανθρώπων.  Κατ’αρχήν αποδέχεται το αυτονόητο, δηλαδή ότι μόνο το Είναι (το Εόν) υπάρχει. Η ϋπαρξη του Μη-Είναι, του μη υπαρχοντος, είναι η αντίφαση καθ’αυτή.  Προτείνει λοιπόν μια λογική που απορρίπτει το Μη-Είναι σε κάθε της βήμα,  θεωρώντας  την αντιφατικότητα  που είναι σύμφυτη  με το γίγνεσθαι και την καθημερινότητα ως φαινομενική. Επίσης επειδή απορρίπτει το ΜηΕίναι και το Γίγνεσθαι, απορρίπτει και το Κενό, αφού ο κόσμος |μόνο υπάρχοντας| δεν έχει που αλλού να πάει (ούτε να κινηθεί ούτε να εξελιχθεί).  Για τον ίδιο λόγο το σύμπαν θεωρείται κλειστό, πεπερασμένο, τετελεσμένο κι έτσι το Είναι, το Νοείν και το Λέγειν συμπίπτουν.  Συμπίπτοντας όλ’αυτά μαζί μπορούν να δώσουν ένα όργανο βεβαιότητας συγκριτικών διαδικασιών κι έτσι μπορούμε απ’τα γνωστά και παρόντα να πηγαίνουμε με ασφάλεια στα άγνωστα και απόντα. Βλέπουμε εδώ σε λίγες αράδες, να ορθώνεται ο Ορθολογισμός και η τυπική λογική σαν συνειδητή πρακτική και στη συνέχεια να περιγράφεται ένα είδος ντετερμινισμού.  Από την άλλη βλέπουμε την πιο συνειδητή και οργανωμένη πολεμική ενάντια στην Ηρακλειτική Διαλεκτική ως Λόγο και Ουσία. Ο Παρμενίδης λοιπόν δέχεται ότι το σύμπαν είναι τετελεσμένο, κλειστό γεγραμμένο με Λογική και Λόγο.  Κάτι με το οποίο ο Αϊνστάιν συμφωνεί αφού καί αυτός ισχυρίζεται ότι ένα σώμα βρισκόμενο σε κατάσταση αδρανείας, δηλαδή κινούμενο ευθύγραμμα και ομαλά στο σύμπαν, κάποια στιγμή θα επιστρέψει στη θέση που ξεκίνησε.  Όπως λέει κι ο Παρμενίδης ὁπόθεν ἀρξομαι τόθι γὰρ πάλιν ἱξομαι αὖθις.
      Ο κόσμος του Παρμενίδη είναι πεφατισμένος, γεγραμμένος με Λόγο, ο άνθρωπος νοεί, η νόηση και το Είναι συμπίπτουν, άρα ο άνθρωπος έχει μέσα του γεγραμμένο το Όλον, κι αφού είναι πεπερασμένο και τετελεσμένο, μπορεί να το Γνωρίζει και δια του Ορθού Λόγου να κάνει βέβαιους συλλογισμούς.
      Βλέπουμε μεγάλη συγγένεια του Παρμενίδη με τον Πλάτωνα.  Οι Ιδέες, δεν μπορεί παρά να είναι αυτή η καταγραφή του Όλου μέσ’τον γνωστικό μηχανισμό του ανθρώπου. Ο Πλάτων με τις Ιδέες του, ακολουθεί τα χνάρια του “πεφατισμένου”, που μεσ’τη σκέψη αντανακλάται η  Ευκυκλέος αλήθεια του Εόντος.  Ακόμα είναι φανερή η συγγένεια του Παρμενίδη με τον Αριστοτέλη στο θέμα της τυπικής λογικής και του Ορθολογισμού. Δεν μπορούμε βέβαια να μην παρατηρήσουμε ότι καί ο ντετερμινισμός έχει στοιχεία και Παρμενίδεια καταγωγή.
     Εγώ πιστεύω ότι οι Ιδέες του Πλάτωνα είναι οι όροι του τετελεσμένου παιγνίου του πεφατισμένου κόσμου της Ολοστρόγγυλης Αλήθειας, αντίληψη που ο Αριστοτέλης θέλει να αναστρέψει. Οι Ιδέες, λέει, δεν υπάρχουν πριν από τα πράγματα και τον κόσμο αλλά μετά αντανακλώντας τη λειτουργία του.   Υπόστηρίζει επίσης ότι κάθε πράγμα ή γεγονός περιέχει μέσα του την Εντελέχειά του, δηλαδή είναι πεφατισμένο ως προς το Τέλος του.
     Η Εντελέχεια όμως προϋποθέτοντας κλειστό σύστημα, κατ'ανάγκη μεταφέρει τις Ιδέες από το προδιαγεγραμμένο Τέλος, που είναι το αποτέλεσμα, στην αρχή που είναι η Αιτία. Γνωρίζουμε ότι σ’ένα κλειστό και πεπερασμένο σύστημα, από τη στιγμή που ετέθησαν οι όροι λειτουργίας του, αυτό λειτουργώντας, από κάποια στιγμή και μετά θ’αναπαράγει τον προκαθορισμένο αριθμό των προδιαγεγραμμενων παιγνίων του και θα τα επαναλαμβάνει επ’άπειρον.   Στα κλειστά συστήματα οι όροι και τα όρια συνιστούν ένα δυναμικό ζεύγος που το ένα προϋποθέτει το άλλο.
     Υπάρχει μια νοητή γραμμή η οποία ξεκινά απ'τον Παρμενίδη και περνώντας απ'τον Πλάτωνα στον Αριστοτέλη, καταλήγει στον Καντ. Οι μεγάλοι αυτοί σοφοί, προσεγγίζουν το ίδιο θέμα με σχετικά διαφορετικούς τρόπους οι οποίοι είναι συμπληρωματικοί.

Ο λογικός άνθρωπος του 21ου αιώνα πρέπει να ξαναδεί τι είναι το Εόν και πως το οριοθετεί ο Παρμενίδης, γιατί υπάρχουν θέσεις τις οποίες θεωρώντας δεδομένες προσπερνάμε, ξεχνώντας που στηρίζονται και από που έρχονται. Έτσι μπορεί να αποδεχτούμε συμπληρωματικές προς αυτές λογικές προτάσεις οι οποίες αντιλέγουν τις βάσεις των προηγουμένων, δημιουργώντας σύγχυση.  Ο Ορθολογισμός ως αδιάψευστο όργανο επαλήθευσης και παραγωγής αναμφισβήτητων συλλογισμών, προϋποθέτει κλειστά συστήματα και σύμπαν τετελεσμένο και πεπερασμένο. Δηλαδή ο ορθολογισμός κι ο ντετερμινισμός, μιας εξαρχής, απορρίπτουν την ύπαρξη του απείρου.  Όμως αυτό δεν λαμβάνεται υπόψιν από πολλούς διανοητές που τον έχουν σαν εργαλείο σκέψης, κι έτσι είναι φορές που τσαλαβουτάνε ανάμεσα σε δρόμους που λογικά δε συμβιβάζονται. Αυτό ως αποτέλεσμα έχει τη δημιουργία λογικών αντινομιών και αδιεξόδων.

ΖΗΝΩΝ

Ο Ζήνων είχε την τύχη να βρίσκεται ανάμεσα από δύο ογκόλιθους της νόησης, τον Ηράκλειτο και τον Παρμενίδη.  Είχε όμως την ατυχία να είναι ο πιο δυσνόητος και από τους δύο.  Έτσι την εποχή των “χριστιανικών πράξεων πίστης”, όπου οι βιβλιοθήκες εκαίοντο, πολύ λίγα απ’τα λεγόμενά του θεωρήθησαν άξια σωτηρίας.  Οι λίγες προτάσεις όμως που μας παραδόθηκαν, λόγω της αμφισημίας των, έχουν απασχολήσει όσο τίποτε άλλο τους διανοητές ανά τους αιώνες και ακόμα συζητούνται.
      Εγώ στο έργο του Ζήνωνα διακρίνω μιαν αληθινή Αρνητική Διαλεκτική η οποία συμπληρώνει τις απόψεις του Αναξίμανδρου και του Ηράκλειτου, διεγείροντας ακόμα τη φαντασία του αναγνώστη.

       ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ ΦΥΣ. 140, 34
εἰ μὴ ἔχοι μέγεθος τὸ ὄν, οὐδ᾽ἂν εἴη, εἰ δ᾽ἔστιν ἀνάγκη ἕκαστον μέγεθός τι ἔχειν καὶ πάχος καὶ ἀπέχειν αὐτοῦ τὸ ἕτερον ἀπό τοῦ ἑτέρου,  καὶ περὶ τοῦ προύχοντος ὁ αὐτός λόγος,  καὶ γὰρ ἐκεῖνο ἔξει μέγεθος καὶ προέξει αὐτοῦ τι, ὅμοιον δὴ τοῦτο.   ἄπαξ τε εἰπεῖν καὶ ἀεί λέγειν.   οὐδέν γὰρ αὐτοῦ τοιοῦτον ἔσχατον ἔσται. οὔτε ἕτερον πρὸς ἕτερον οὐκ ἔσται.  οὕτως εἰ πολλά ἐστιν, ἀνάγκη αὐτά μικρά τε εἶναι καὶ μεγάλα, μικρά μὲν ὥστ μὴ ἔχειν μέγεθος, μεγάλα δὲ ὥστε ἄπειρα εἶναι.
 
    [Για να υπάρχει κάτι πρέπει να έχει μέγεθος και όγκο και κάποια απόσταση από άλλο.Το ίδιο ισχύει και για το μεταξύ τους περιθώριο αναλόγως. Γιατί και αυτό θα πρέπει να έχει μέγεθος και πάντα να περισσεύει κάτι αναλόγως. Θα το πω μια για πάντα: δεν είναι δυνατόν να υπάρξει έσχατο μέρος κάποιου, ούτε του σώματος ούτε του περιθωρίου. Επίσης δε μπορεί κάτι να υπάρξει από μόνο του. Έτσι αν υπάρχουν πολλά, είναι ανάγκη να είναι συγχρόνως μικρά και μεγάλα. Τόσο μικρά που να μην έχουν μέγεθος, τόσο μεγάλα που να είναι απείρου μεγέθους].

Σ’αυτό το απόσπασμα οι ορθολογιστές παραμερίζοντας την αμφισημία του Ζήνωνα κρίνουν ότι τα Πολλά, λόγω της αντιφατικότητάς τους, δεν μπορούν να υπάρξουν.  Αυτή όμως είναι μια απλουστευμένη αντίληψη που πτωχαίνει τον πολυσήμαντο χαρακτήρα και την αμφισημία   των λεγομένων του Ζήνωνα.  Εγώ αντίθετα πιστεύω ότι: ο Ζήνων με την σχετικότητα Μεγάλου και Μικρού, Ενός και Πολλών, δείχνει ότι τα Πολλά με το Ένα συνιστούν μία αδιαχώριστη αντιφατική ενότητα, όπου η μία έννοια γεννά την άλλη, αλλά συγχρόνως την μάχεται κιόλας.
       Εδώ παρουσιάζεται η Αντιφατικότητα Γυμνή, το Είναι ως Καθαυτή Ουσία, το Εν Δυνάμει Είναι,  που περιέχει  όλα τα πρόσωπα του κόσμου και συγχρόνως κανένα.  Αυτή λοιπόν η μονάδα δεν ταιριάζει καθόλου με το Εόν του Παρμενίδη.   Όπως αναφέραμε το Εόν του Παρμενίδη έχοντας αντιθετική φύση, δέχεται έσχατα-αναλλοίωτα-απαραβίαστα, δηλαδή στοιχεία Φωτός και Σκότους, [πυρίδια (φωτόνια) και σκοτόνια (αντιφωτόνια)]. Αυτά κατά τον Παρμενίδη συνθέτουν τον κόσμο, χωρίς κάποιο απ’αυτά να περισσεύει ή να υπερισχύει του άλλου, συνιστώντας σύμπαν ισόρροπο ως Όλον. Κι επειδή το σύμπαν του Παρμενίδη απορρίπτει το Μηδέν και το Κενό, αυτά τα στοιχειώδη δεν μπορούν να παραβιάσουν τα όρια μεταξύ τους, αφού δεν πρέπει να έχουν δομή, μοιάζοντας κάπως με τα άτομα του Δημόκριτου. 
      Η αποδοχή ύπαρξης στοιχειωδών εσχάτων φωτός και σκότους δεν αναφέρεται από τον
Παρμενίδη αλλά συνάγεται. Επίσης γνωρίζουμε ότι ο “δάσκαλός” του Ξενοφάνης, ισχυρίζετο ότι ο ήλιος συντίθεται κάθε πρωί και αποσυντίθεται κάθε βράδυ από έσχατα φωτονιακά στοιχειώδη ελαχίστου μεγέθους, τα «πυρίδια». Και σύμφωνα με μαρτυρία του Αριστοτέλη,  ο Εμπεδοκλής  δέχεται ότι το φως διαδίδεται με τη μορφή σωματιδίων, που ξεκινούν από τον ήλιο, ταξιδεύουν στον ενδιάμεσο χώρο και τελικά φτάνουν στη γη, αλλά αυτό δεν το αντιλαμβανόμεθα λόγω της μεγάλης ταχύτητας: Ἐμπεδοκλῆς φησιν ἀφικνεῖσθαι πρότερον τὸ ἀπό τοῦ ἥλίου φῶς εἰς τὸ μεταξύ πρὶν πρὸς τὴν ὅψιν ἢ ἐπί τὴν γῆν… Ἐμπεδοκλῆς ἔλεγεν ἀπορρέον τὸ φῶς σῶμα ὂν ἐκ τοῦ φωτίζοντος σώματος, γίγνεσθαι πρῶτον ἐν τῷ μεταξύ τόπῳ τῆς γῆς καὶ τοῦ ουρανοῦ,  εἶτα ἀφικνεῖσθαι πρὸς ἡμάς, λανθάνει δὲ τὴν τοιαύτην αυτοῦ κίνησιν διὰ τὴν ταχυτῆτα.    Αντίθετα μ’αυτούς ο Ζήνων δήλωσε σαφώς, ότι δεν μπορεί να υπάρξει έσχατο μέρος κάποιου σώματος ή ουσίας. Έτσι η “μονάδα” του Ζήνωνα, αντίθετα με το Εόν του Παρμενίδη, πρέπει να έχει αντιφατική φύση.   Ο Ζήνων εκτός του ότι δεν δέχεται την ύπαρξη εσχάτου στοιχειώδους, επίσης δεν δέχεται την ύπαρξη εσχάτου περιθωρίου ανάμεσα στα πράγματα, αλλά συγχρόνως ότι τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει από μόνο του. Έτσι τα αντίθετα υπάρχουν, αλλά προεκτείνονται το ένα βαθιά μέσα στο άλλο, χωρίς ν’αφήνουν έσχατο περιθώριο απόλυτης αυτονομίας μεταξύ τους συνιστώντας αντιφατική ενότητα.  Αυτή η μονάδα λοιπόν συμπίπτει με με το αντιφατικό στοιχειώδες του Αναξίμανδρου και το Λόγο του Ηράκλειτου. Το αντιφατικό στοιχειώδες λοιπόν δικαιολογεί καί ακαριαία αλληλεπίδραση των αντιτιθέτων στοιχειωδών, αφού τείνοντας προς το μηδέν, τείνουν συγχρόνως προς το άπειρο, όντας συγχρόνως ακίνητα κι ακαριαία (αφού το κινούμενο ακαριαία, βρίσκεται συγχρόνως στο σημείο που ξεκίνησε, αλλά καί σε όλα τα σημεία του σύμπαντος, έχοντας διασταλλεί στο άπειρο αλλά συγχρόνως και συσταλλεί στο μηδενικό σημείο της εκκίνησης).

      ΔΙΟΓΕΝΗΣ  ΙV 72
τὸ κινούμενον οὔτ᾽ἐν ᾧ τόπῳ ἔστι κινεῖται, οὔτ᾽ἐν ᾧ μὴ ἔστι.
[Το κινούμενο δεν κινείται ούτε εκεί που βρίσκεται, ούτε εκεί που δεν βρίσκεται].

Είπε ο Χέγκελ ότι: «κάτι κινείται όχι επειδή τη μια στιγμή βρίσκεται εδώ και την άλλη αλλού, αλλά επειδή βρίσκεται συγχρόνως εδώ κι όχι εδώ, η κίνηση είναι αντιφατική».                                                                                   
Φαίνεται ότι η αντιφατικότητα της κίνησης απασχολούσε τους διανοητές την εποχή του Ζήνωνα και γι’αυτό ο Ζήνων μιλούσε για “κινούμενο” που “δεν κινείται” και οι σχολαστικοί απεφάνθησαν ότι ο Ζήνων απορρίπτει την έννοια της κίνησης. Είναι πιθανόν, κάποιος “Χέγκελ” της εποχής εκείνης, προσεγγίζοντας την “αντιφατικότητα της κίνησης”, την εδέχετο ως “αντιφατικότητα της μετακίνησης”.  Ο Ζήνων λοιπόν έθεσε το θέμα σε διαφορετική βάση: Η κίνηση για το Ζήνωνα, συμπίπτει με το γίγνεσθαι και την αλλαγή. Τα πράγματα ως ταυτότητες αληθινά δεν μετακινούνται, αφού κάθε τι για να μπορεί να υπάρξει, καταλύεται-συντιθέμενο.  Έτσι «δεν κινείται ούτε εκεί που βρίσκεται ούτε εκεί που δεν βρίσκεται», αλλά αληθινά κινείται μέσ’τον εαυτό του, όντας συνεχώς Άλλο-Αλλού.   Επειδή όλα καταλύονται-συντιθέμανα όντας Άλλα-Αλλού, η Ταυτότητά τους βρίσκεται κι αυτή σε συνεχή αλλαγή κι έτσι ο Χρόνος ως διάρκεια πραγματικά δεν υπάρχει. Στα αποσπάματα του Ζήνωνα διαφαίνεται ότι και ο τόπος σαν έκταση και γενικό υπόβαθρο εξελίξεων πραγματικά δεν μπορεί να υπάρξει. Αληθινά τόπος είναι μόνον ότι περιλαμβάνεται μέσ’τα όρια της συνεχώς εξέλισσόμενης κι αυτοαναιρούμενης της Ταυτότητάς του. Ο χώρος λοιπόν και χρόνος ως καθαυτά υπάρχουν σαν μια ενότητα του απείρως μικρού με το απείρως μεγάλο. Δηλαδή συμπίπτουν με την αντιφατικότητα γυμνή, η οποία είναι μια αντιφατική ενότητα όπου ο χώρος, ο χρόνος και το Είναι δε μπορούν να χωριστούν συμπιπτοντας στο Γίγνεσθαι.

       ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ ΦΥΣ, 562, 3
εἰ ἔστιν ὁ τόπος ἔν τινι ἔσται,  πᾶν γὰρ ὄν ἔν τινι,  τὸ δ᾽ἔν τινι καὶ ἐν τόπῳ ἔσται ἄρα καὶ ὁ τόπος ἐν τόπῳ καὶ αὐτό ἐπ᾽ἄπειρον. (οὐκ ἄρα ἔστιν ὁ τόπος).
[Αν υπάρχει τόπος, βρίσκεται μέσα σε κάτι, αφού κάθε τι πρέπει να βρίσκεται σε κάτι· καί αυτό το κάτι όμως, πρέπει πάντα να βρίσκεται σε κάποιο τόπο, κάθε τόπος λοιπόν βρίσκεται σε κάποιο τόπο και αυτό επ’ άπειρον,  (άρα δεν υπάρχει τόπος)].
(Το συμπέρασμα “άρα δεν υπάρχει τόπος” θεωρώ πρόσθετη επεξήγηση του Σιμπλίκιου που
μ’αυτό τον τρόπο θέλει να ορθολογήσει τον Ζήνωνα αφαιρώντας του την αμφισημία).

Εδώ πάλι επιβεβαιώνεται η αντίληψη του Ζήνωνα για την σχετικότητα του χώρου, που παίρνει αξία ανάλογα με τις περιστάσεις. Στο προηγούμενο απόσπασμα διαιρώντας συνεχώς κάτι, καταλήγει στη σχετικότητα μεγάλου και μικρού, Ενός και Πολλών. Εδώ ακολουθώντας αντίθετο δρόμο διευρύνει τον χώρο στο άπειρο. Το άπειρο όμως του Ζήνωνα είναι συγχρόνως και μηδενικό, αναγκάζοντας τον χώρο να καταλήγει στην γυμνή αντιφατικότητα που ορίσαμε προηγουμένως και για τον χρόνο.

Συνοψίζοντας ότι είπαμε και ξαναβλέποντας τον πιθανό τρόπο που εννοούσε ο Ζήνων το γίγνεσθαι και γενικά την αμφισημία των νοημάτων και την αντιφατικότητα των  όντων, πρέπει να δεχτούμε ότι ο κόσμος υπάρχει με δύο τρόπους που μολονότι είναι αντίθετοι μεταξύ τους, ο ένας δεν αναιρεί τον άλλον αλλά σε προέκταση τον ολοκληρώνει:
      Α. Υπάρχει σαν κάποιο συγκεκριμένο υλικό γεγονός, το οποίο κάθε στιγμή είναι μοναδικό και αλληλοκαθορίζεται έχοντας σαν όρια ύπαρξης τα άλλα συγεκριμένα υλικά γεγονότα.  Αυτός ο αλληλοκαθορισμός γίνεται σε στενότερη ή ευτύτερη συνάφεια που περιγράφεται σε μια κλίμακα σχέσης του συγκεκριμένου-Ενός υλικού γεγονότος με τα Πολλά-Άλλα.  Η κλίμακα αυτή ξεκινά από την αντιπαράθεση με τον ίδιο τον εαυτό, περνά στα γεγονότα του στενότερου περιβάλλοντος, μετά του ευρύτερου και τέλος με το  Σύμπαν που είναι ο απώτατος, ο αιώνια Άλλος εαυτός, που αναγκάζει το γεγονός να είναι πάντα διαφορετικό.  Υπ’αυτή την έννοια το πεπερασμένο υλικό γεγονός, είναι αυτό το ίδιο άπειρο αφού έχει διαστάσεις οι οποίες μας απαγορεύουν να το οριοθετήσουμε απόλυτα.   Για τον λόγο αυτό,  που γενικά είναι  και η αιτία της συνεχούς αλλαγής,  κάθε συγκεκριμένο έχει τρόπο να είναι αιώνιο στην εξέλιξή του και άπειρο.  Αυτό λοιπόν που θεωρείται Μικρό, έχοντας απεριόριστο και συνεχή διάλογο με τον περίγυρο, κοινωνεί του απείρου, αφού έχοντας κάτι από όλα τα άλλα Πολλά και δίνοντας σ’αυτά κάτι, είναι άπειρο και με έναν άλλο δικό του τρόπο.
      Β.  Υπάρχει η καθολικότητα αυτών των αλληλοκαθορισμών, που κάθε στιγμή είναι μοναδική και πάντα διαφορετική. Αν δεχτούμε ότι όλα αλλάζουν κάθε στιγμή, το Όλον δε μπορεί παρά να νοηθεί σαν μια συνεχής κι ακαριαία έκρηξη αλλαγής.  Αυτή όμως η έκρηξη που αφορά το Όλον αναχωρεί-επιστρέφοντας σαν συνεχής κι ακαριαία παλμική κίνηση, που μολονότι υπάρχει πάντα, λόγω του ακαριαίου δεν φαίνεται. Αυτή είναι η αντιφατικότητα γυμνή,  το  Εν Δυνάμει Είναι.  Η καθολικότητα  αυτή,  εκτινάσσεται  στο άπειρο και συμπτύσσεται συγχρόνως στο μηδέν όντας συνεχώς Αυτή-Άλλη, είναι ο δυναμικός αιθέρας των Μιλησίων. (Αυτός ο αιθέρας δεν έχει σχέση με τον αδρανή αιθέρα των ευρωπαίων του 19ου αιώνα, τον οποίον απέρριψαν τα πειράματα Μίκελσον-Μόρλυ, αλλά με το υποκβαντικό εν δυνάμει επίπεδο του κόσμου όπως υποψιάζεται η κβαντομηχανική)
      Σύμφωνα με τη διαλεκτική αυτών των διανοητών, το μεγάλο και το μικρό συνιστούν μίαν ενότητα, τη γυμνή αντιφατικότητα, το αντιφατικό στοιχειώδες. Με τη διαδικασία της καταλυτικής-σύνθεσης, το μεγάλο βυθίζεται στο μικρό πραγματοποιώντας το, ενώ το μικρό διαστέλλεται στο μεγάλο, το Όλον, πραγματοποιώντας το. Αυτή η ενότητα του Όλου που διαστέλλεται-συστελλόμενη, συντίθέμενη-καταλυόμενη ακαριαία, στη βασική της μορφή, είναι το έσχατο υπόβαθρο του κόσμου απ’όπου απορρέουν τα πάντα.
        Η αφηρημένη και γενική αυτή, καθολικότητα, η μέγιστη συνέχεια των ασυνεχών συγκεκριμένων αλληλοκαθορισμών είναι μια νέα εξύψωση του συγκεκριμένου.  Αυτή  είναι η Αέναη Κίνηση ως Ουσία καθαυτή.  Για τους διανοητές όπως ο Αναξίμανδρος, ο Ηράκλειτος και ο Ζήνων η κίνηση δεν είναι ιδιότητα των πραγμάτων, αλλά τα πράγματα είναι ιδιότητες της Κίνησης Ουσίας, (ως καταλυτικο-συνθετικής διαδικασίας).  Έτσι τα πράγματα είναι αποτέλεσμα μιας κινητικής πλοκής που εξελισσόμενη μέσα τους τα πραγματοποιεί, κάνοντάς τα ν’αλλάζουν, όντας Άλλα-Όμοια και Διαφορετικά απ’τον εαυτό τους.  Επειδή λοιπόν η Ταυτότητα  κάποιου πράγματος ή γεγονότος με τον εαυτό του, ως καταλυτικο-συνθετική είναι αντιφατική, δεν δικαιούται να φύγει αυτή η ίδια, αφού το γεγονός  που εκπροσωπεί, “κινούμενο”  Είναι-ΜηΌντας-Άλλο-Αλλού.  Γι’ αυτό
κάθε τι για τους διανοητές αυτούς, συμπίπτει με το Γίγνεσθαι (την κίνηση ως ουσία) όπου κάθε γεγονός ή πράγμα είναι ένας ξεχωριστός κώδικας κινητικής πλοκής*.
     *Ο Αριστοτέλης όρισε αυτή την αντίληψη της σχέσης πραγμάτων και κίνησης αντίθετα: Φυσικά 200b3Ι έως 201α3: Τὸ γὰρ κινητικόν, κινητικόν τοῦ κινητοῦ καὶ το κινητόν,  κινητόν ὑπὸ τοῦ κινητικοῦ. οὐκ ἔστι δὲ κίνησις παρὰ τὰ πράγματα. Μεταταβάλλει γὰρ ἀεὶ τὸ μεταβάλλον ἢ κατ᾽οὐσίαν ἢ κατὰ ποσόν ἢ κατὰ ποιόν ἢ κατὰ τόπον,  κοινόν δ᾽επὶ οὐδὲν ἔστι λαβεῖν ὡς φαμέν, … ὥστ᾽οὐδὲ μεταβολή οὐθενός ἔσται παρά τὰ εἰρημένα, μηδενός γὰρ παρά τὰ εἰρημένα….  [Το κινούν κινεί το κινούμενο και το κινούμενο κινείται από το κινούν, δεν υπάρχει κίνηση πέραν των πραγμάτων (είναι ιδιότητα των πραγμάτων)· Το μεταβάλλον πάντα μεταβάλλει τομεταβαλλόμενο κατά την ουσία, το ποσόν, τη μορφή ή τη θέση, τίποτα απ’αυτά δεν μπορεί να θεωρηθεί κοινή ουσία ή κοινή ιδιότητα, ώστε η κίνηση ή η μεταβολή δεν μπορεί να υπάρξει πέρα από αυτά που αναφέραμε].

Για να κατανοήσουμε τον τρόπο που αντιλαμβάνετο την κίνηση ο Ζήνων ας ξαναδούμε την κίνηση με τα μάτια του Ηράκλειτου, αφού μόνον έτσι μπορούν να ερμηνευτούν οι αινιγματικές του απόψεις περί κίνησης:  [Οι ουσίες του κόσμου μας “αλλάζουν βίαια και γρήγορα, καταλύονται-συντιθέμενες, σκορπάνε-μαζεύοντας, φεύγουν-επιστρέφοντας στο σύμπαν ακολουθώντας μια ευθεία διαδρομή, η οποία ως  -Μεγαλη Ευθεία οφείλει να είναι κυρτή- ή ακόμα επειδή -η ευθεία πορεία στο σύμπαν είναι αποτέλεσμα κυρτής διαδρομής, όπως η περιστροφή του κοχλία-”   Κάθε σώμα ή γεγονός καταλύεται-συντιθέμενο από άλλα μικρότερα υποσωμάτια ή υπογεγονότα, που διαπερνώντας το ταξιδεύουν στο σύμπαν κι επιστρέφοντας από κει στο γεγονός από το οποίο πέρασαν το επαληθεύουν στη θέση που βρίσκεται. Το ίδιο συμβαίνει και με τα στοιχεώδη υπογεγονότα που συνιστούν καταλυόμενα-συντιθέμενα το γεγονός· καί αυτά καταλύονται-συντιθέμενα από άλλα μικρότερα κι αυτό επ’ άπειρον.
Έσχατο στοιχειώδες της καταλυτικο-συνθετικής αυτής διαδικασίας θεωρείται από τον Ηράκλειτο το “Αείζωον Πυρ”. Αυτό πρέπει να δραστηριοποιείται στο έσχατο επίπεδο του κόσμου μας, που είναι ο Δυναμικός Αιθέρας των Μιλησίων (το Εν Δυνάμει Είναι), η Αντιφατικότητα Γυμνή, το ακίνητο και ακαριαίο.  Σύμφωνα με ότι συνάγουμε από τα λεγόμενα του Αναξίμανδρου, του Ηράκλειτου και του Ζήνωνα σύμπαν είναι άπειρο κι ανοικτό, έχοντας αποτέλεσμα ένα αληθινό γίγνεσθαι. Γι’αυτό η αναχώρηση για το σύμπαν και η επιστροφή των στοιχειωδών Αείζωου Πυρός που συνιστούν αλυσιδωτά τα όντα, δεν είναι απόλυτα κυκλική αλλά πυκνή σπειροειδής. Κάθε μια αναχώρηση-επιστροφή είναι ένα είδος διάψευσης-επαλήθευσης, όπου η καταλυτική-συνθετότητα του γεγονότος να μην το πραγματοποιεί απόλυτα στην ίδια θέση αλλά λίγο πιο κει, έχοντας σαν αποτέλεσμα και την μετακίνησή του. Η μετακίνηση λοιπόν κάποιου όντος, είναι αποτέλεσμα της εσωτερικής αντιφατικής καταλυτικο-συνθετικής του πλοκής, δηλαδή του Γίγνεσθαι ως Ουσίας.
     Από την καταλυτική-συνθετότητα των σωμάτων η γεγονότων του Ηράκλειτου, θα πρέπει να συνάγουμε ότι κάθε γεγονός ακολουθείται από ένα απείρως σύνθετο κύμα ροής-αντιροής υπογεγονότων αλυσιδωτών επιπέδων, τα οποία κάθε φορά καταλύονται-συντιθέμενα, φεύγουν-επιστρέφοντας με το δικό τους σύνθετο τρόπο στο Σύμπαν, προϊδεάζοντάς μας για την έννοια ενός ιδιόμορφου πεδίου.  Σύμφωνα με τις προτάσεις του Ηράκλειτου συνάγω ότι κάθε μικροσωμάτιο είναι μια δύνη Αείζωου Πυρός, δηλαδή ενεργείας. Αυτό εκπέμπει-λαμβάνοντας ενέργεια για να μπορεί να Είναι και μ’αυτόν τον καταλυτικό-συνθετικό τρόπο που αναφέραμε πριν, κινείται κιόλας. Έτσι ένα στοιχειώδες σωμάτιο, όπως θα ισχυρίζοντο σήμερα ο Ζήνων κι ο Ηράκλειτος δεν κινείται ούτε εκεί που βρίσκεται ούτε εκεί που δεν βρίσκεται, αλλά κινείται μέσα στον εαυτό του όντας συνεχώς Άλλο-Αλλού και συμπίπτοντας με το Γίγνεσθαι.

Ας υποθέσουμε τώρα ότι τα κβάντα ενεργείας είναι αυτά που κάνουν το ηλεκτρόνιο μια καταλυτικο-συνθετική πραγματικότητα. Και αυτά όμως έχουν την ίδια μοίρα: Για να υπάρχουν κινούμενα με ταχύτητα 300.000 χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο, κάποια άλλα υπογεγονότα (υποκβαντικά) τα συνιστούν περνώντας από μέσα τους. Αυτά φεύγουν-επιστρέφοντας για το σύμπαν, κάνοντας έτσι το κβάντο πραγματικότητα. Δηλαδή είναι αυτά που με τη δική τους ροή-αντιροή κάνουν τα κβάντα να καταλύονται-συντιθέμενα για να γίνουν πραγματικότητα.  Έτσι κατά τη μετακίνηση ενός κβάντου με την λεγόμενη ταχύτητα του φωτός (300.000 χιλ.το δευτερόλεπτο), στον ίδιο χρόνο τα υπογεγονότα (υποκβαντικά) που αναχωρούν-επιστρέφοντας στο σύμπαν και τα συνιστούν, θα πρέπει να καλύπτουν ασύλληπτα μεγαλύτερες αποστάσεις με ταχύτητα σχεδόν ακαριαία. Αυτό γιατί τα υποκβαντικά στοιχειώδη καλύπτουν το σύμπαν όπως αυτό ανταποκρίνεται στην ευθύγραμμη ελάχιστη αλματική μετατόπιση του κβάντου με το οποίο σχετίζεται.  Τα υποκβαντικά υπογεγονότα αυτά, κάνοντας πολυδιάστατες διαδρομές καταλυτικής- συνθετότητας, τελικά συμπίπτουν στην ίδια θέση με τα κβαντικά γεγονότα που πραγματοποιούν κι έτσι δεν φαίνεται η διαφορά.

Κάθε γεγονός όντας αποτέλεσμα ροής-αντιροής τέτοιων υπογεγονότων, ακολουθείται απ’αυτή τη διαδικασία της ροής-αντιροής-καταλυτικής-συνθετότητας ως το Όλον. Έτσι το έσχατο επίπεδο του Είναι, δηλαδή μηδενικό και άπειρο, ακίνητο και ακαριαίο υπάρχει ως  έσχατη  χωρο-χρονική-ουσιακή  σχέση,  δηλαδή  ως  Εν  Δυνάμει  Είναι.   Το κβάντο ενεργείας λοιπόν σύμφωνα με τις απόψεις αυτών των διανοητών, θα έκανε απεριόριστες ανταλλαγές κι αλληλεπιδράσεις με το Σύμπαν έτσι που δε θά’ταν υπερβολή να πούμε ότι το Σύμπαν γεννά το κβάντο, αλλά συγχρόνως το κβάντο επιστρέφει το χρέος του απέναντι στο Σύμπαν, παίζοντας ρόλο γενεσιουργό. Δηλαδή με τη συνεχή ανταλλαγή μηνυμάτων από το κβάντο στο σύμπαν και αντίθετα αλληλοδιαμορφώνονται παίζοντας ρόλο δημιουργικό.
      Αυτές οι εκπομπές ανταλλαγής «μηνυμάτων», συνιστούν κλίμακες αναχώρησης-επιστροφής, που ξεκινούν απ’το μήνυμα που αποτείνεται στον εαυτό, μετά στο εγγύτατο, μετά στο απώτατο περιβάλλον και τελικά στο Σύμπαν που είναι ο αντίθετος εαυτός, παίρνοντας συγχρόνως απόκριση απ’όλα αυτά ξεχωριστά. Το μήνυμα που αποτείνεται στον εαυτό θέλοντας να είναι πάντα εκεί, αποτείνεται προς το μηδέν, κινούμενο αντίθετα προς το Όλλυσθαι. Το μήνυμα που αποτείνεται προς το Σύμπαν δεν επιστρέφει ποτέ γιατί αυτό κινείται προς το Γίγνεσθαι. Αυτά τα δύο μαζί, συνιστούν μια αντιφατική ενότητα χωροχρονική εκπροσωπώντας, το ακίνητο κι ακαριαίο του Ζήνωνα, τον Εν Δυνάμει Είναι.  Αυτό στη μορφή αυτή είναι η ακαριαία παλμική γενεσιουργός κίνηση του σύμπαντος, που όντας ακαριαία δεν φαίνεται. (Αυτό θ’αναλυθεί στο τρίτο μέρος του έργου).

ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ

Υπάρχουν μαρτυρίες για τέσσερα παράδοξα της κίνησης που αποδίδονται στον Ζήνωνα.
        Για ευκολία θα τα συνοψίσω στην κίνηση του βέλους:
Α.  ‘Ενα βέλος που εκτοξεύεται, για τα φτάσει στο στόχο πρέπει πρώτα να φτάσει στο μέσον της διαδρομής από το τόξο στον στόχο. Όμως πριν απ’αυτό πρέπει να φτάσει στο μισό της μισής διαδρομής κι αυτό επ’άπειρο. Το βέλος λοιπόν “έστηκεν”, έμεινε ακίνητο.
Β.   Ένα βέλος που εκτοξεύεται, για να φτάσει στο στόχο πρέπει πρώτα να φτάσει στο μέσον της διαδρομής από το τόξο στο στόχο.  Μετά πρέπει να φτάσει στο επόμενο μισό της μισης διαδρομής κι αυτό επ’άπειρον.  Το βέλος δεν φτανει ποτέ στον στόχο.
Γ.   Ένα βέλος στοχεύει μια χελώνα που προχωρεί, την στιγμή που την πλησιάζει, αυτή πάει λίγο πιο κει και αυτό επ’άπειρον.  Το βέλος μολονότι είναι πολύ ταχύτερο από την χελώνα ποτέ δεν την φτάνει.
Δ.   Λέγεται ότι στο τέταρτο παράδοξο του Ζήνωνα υπάρχει σύγχυση στην παράδοση των διαφόρων  κειμένων,  ίσως γιατί δεν έγινε  ποτέ  κατανοητό.  Εγώ θα χρησιμοποιήσω
αυτό που αναφέρεται από τις εκδόσεις Κάκτος, όπως μας το παραδίδει ο Αριστοτέλης στα Φυσικά Ζ 9 239b 33:   περὶ τῶν ἐν σταδίῳ κινουμένων ἐξ ἐναντίας ἴσων ὄγκων παρ᾽ἴσους, τῶν μὲν ἀπό τοῦ τέλους τοῦ σταδίου τῶν δὲ ἀπό τοῦ μέσου, ἴσων τάχει ἐν ᾧ συμβαίνειν, |οἴεται|, ἴσων εἶναι χρόνον τῷ διπλασίῳ τὸν ἤμισυν.
[Όταν σ’ένα στάδιο κινούνται σώματα ίσων όγκων αντιθέτως, άλλα ξεκινώντας απ’το μέσον του σταδίου και κατευθύνονται πρός το τέρμα κι άλλα ξεκινώντας απ’το τέρμα και κατευθύνονται προς την αφετηρία, (νομίζει ο Ζήνων), πως μολονότι κινούνται με την ίδια ταχύτητα και στον ίδιο χρόνο, τα μεν διανύουν μισή απόσταση από τα δε].

Θα προσπαθήσω να διερευνήσω το Δ. νοητικό πείραμα από διαφορετικές όψεις, λόγω της ασάφειας που προσφέρεται:
α.  Το σώμα που κινείται αντίθετα από το τέρμα προς την αφετηρία, έχει να διανύσει διπλάσια  πορεία  από  αυτό που κινείται από το μέσον της διαδρομής προς το τέρμα.  Αν
αυτά τα δύο σώματα κινούνται με την διαδικασία της τομής της πορείας στη μέση, είναι φυσικό  να έλθει η στιγμή,  κατά την οποίαν  καί τα δύο  θα πλησιάζουν  στο σκοπό τους
χωρίς  να τον επιτυγχάνουν  αφού καί των δύο  η απόσταση από το σκοπό τους  θα τείνει
προς το μηδέν, αλλά ποτέ δε θα μηδενίζεται.  Θα έχουν λοιπόν διανύσει σχεδόν διπλάσια απόσταση το ένα από το άλλο στο ίδιο χρόνο και στην ίδια ταχύτητα. Η διαφορά τους όσο περνά ο χρόνος θα λιγοστεύει αλλά πάντα θα υπάρχει κάποια η οποία θα τείνει και αυτή προς το μηδέν. (Αυτός είναι και ένας βηματισμός προς τον απειροστικό λογισμό).
β.  Τώρα ας αλλάξουμε λίγο το νοητικό αυτό πείραμα, βάζοντας δύο σώματα ίσου μεγέθους να κινούνται, το ένα από την αφετηρία προς το τέρμα και το άλλο απ’το μέσον της διαδρομής προς το τέρμα, με την ίδια ταχύτητα και στον ίδιο χρόνο. 
       Ακολουθώντας πάλι  την διαδικασία τομής της πορείας τους  στη μέση, συμβαίνει το
εξής:   Όταν το ένα σώμα τείνει να φτάσει για το τέρμα, συγχρόνως τείνει και το άλλο να φτάσει επίσης. Μολονότι είχαν απόσταση μισού σταδίου, το δεύτερο έχει κολλήσει στο πρώτο κι η απόστασή τους έχει μηδενιστεί.
γ.  Ας δούμε τώρα την κίνηση ενός μοναδικού σώματος πάνω σ’αυτό το ιδιόμορφο σταδιο:  Το κινούμενο σώμα έχει συγκεκριμένο μήκος Α―Β (με Α την αρχή του και Β το τέλος του).  Ας υποθέσουμε ότι το σώμα ακολουθεί κι αυτό τη διαδικασία της τομής της πορείας στη μέση.   Υπολογίζοντας την απόσταση του σώματος από την αρχή του Α, προς το τέρμα και την ίδια στιγμή υπολογίζοτας την απόσταση του σώματος από το τέλος του  Β προς το τέρμα, διαπιστώνουμε ότι κάποια στιγμή το τέλος και η αρχή του σώματος τείνουν να φτάσουν συγχρόνως στο τέρμα της διαδρομής. Αυτό σημαίνει ότι το σώμα έχει χάσει σχεδόν όλο το μήκος του τείνοντας να μηδενιστεί. Δηλαδή το κινούμενο χάνει μέρος από το μήκος του κατά την διεύθυνση της πορείας του.
     Αν τώρα το μήκος του πορευομένου σώματος υπολογιστεί από την αρχή Α του πορευομένου σώματος προς το τέρμα και συγχρόνως από το τέλος του σώματος Β προς την αφετηρία, τότε το σώμα διαστέλλεται πρός τη δεύθυνση της πορείας του.
     Το παράδοξο αυτό αποδέχεται και η σύγχρονη σχετικιστική επιστήμη:  Ο Λόρεντζ έχει αποδείξει μαθηματικά ότι το κινούμενο μεταβάλλεται κατά την πορεία της κινησής του, άποψη που είναι θεμελιακή για τη θεωρία της σχετικότητας.

Στα παράδοξά του ο Ζήνων αναδεικνύει τις αντινομίες του ορθολογισμού και της χρήσης της τυπικής λογικής,  σαν αλάνθαστα όργανα της σκέψης,  όπως προσπάθησε να ορίσει ο Παρμενίδης και φαίνεται ότι είχαν αποδεχτεί άνευ όρων μεγάλοι διανοητές όπως ο Πυθαγόρας, ο Ξενοφάνης και οι οπαδοί τους. Έτσι προκύπτει ότι ο Ζήνων δεν ήταν φερέφωνο του Παρμενίδη, αλλά ένας αξιόμαχος αντίπαλος-συζητητής με τον οποίον ο Παρμενίδης πρέπει να χαιρόταν ένα αιχμηρό διάλογο ευφυούς αντιπαλότητας.   Πέραν αυτού όμως ο Ζήνων ήθελε να τονίσει το ακανθώδες θέμα της σχετικότητας του χρόνου και του χώρου, το παράδοξο της κίνησης, όπως γίνεται αντιληπτή απ’τον ορθολογισμό και το παράδοξο της ταχύτητας. Αν όπως φαίνεται είχε αποδεκτεί την Ηρακλειτική άποψη, ότι τα όντα υπάρχουν ως καταλυτικο-συνθετικό γίγνεσθαι ροής-αντιροής υπογεγονότων, τότε οι έννοιες του χώρου και του χρόνου δεν θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές με τον τυπικό αντικειμενικό τρόπο του Παρμενίδη και του Αριστοτέλη, αλλά ν’αναθεωρηθούν: Καταλυτικο-συνθετικά ο χώρος κι ο χρόνος συνιστούν ένα συνεχές, όπου χρόνος είναι η συχνότητα επανάληψης στοιχειωδών στη συγκεκριμένη θέση πραγματοποίησης του γεγονότος, ενώ χώρος είναι το μήκος κύματος που δημιουργούν
τα διερχόμενα ποσα με τη ροή τους στη συγκεκριμένη θέση. Κάθε ον λοιπόν είναι καταλυτικο-συνθετικά ένα γίγνεσθαι “ροής-αντιροής σε θέση” που συνεχώς αλλάζει. Αυτή η σχέση αλλαγής είναι μια χωρο-χρονική σχέση συχνότητας-μήκους κύματος, όντας το Είναι ως Κίνηση.   Το βέλος λοιπόν για το οποίο γίνεται αυτή η συζήτηση, ως ένα χωρο-χρονικό-καταλυτικο-συνθετικό γεγονός, πρέπει να γίνει αντιληπτό σαν κάτι διαφορετικό από ένα πράγμα.  Το βέλος υπ’αυτή την έννοια συνίσταται απ’τη συχνότητα ροής-αντιροής υπογεγονότων των οποίων το μήκος κύματος είναι τόσο μεγαλύτερο, όσο μικρότερη είναι η συχνότητά τους. Επίσης αυτό που καταλύεται-συντιθέμενο, όντας συνεχώς Άλλο-Αλλού, δε μπορεί να έχει ταχύτητα με τον τρόπο που έχουμε συνηθίσει να την κατανοούμε.

Ας συνοψίσουμε:
α.  Το κινούμενο σώμα, σύμφωνα με το πρώτο παράδοξο, θέλει να φύγει αλλά δε μπορεί.   Τείνει να φύγει συγχρόνως επιστρέφοντας. Δηλαδή κάνει τοπική περιστροφή γύρω από τον εαυτό του.  ― Έχει "σπίν".
β.   Συμφωνα με το δεύτερο παράδοξο, το σώμα φεύγει αλλά λόγω της τομής της πορείας του στη μέση, εκτρέπεται από την ευθύτητά της ακολουθώντας πορεία κυρτή.
γ.   Σύμφωνα με το τέταρτο παράδοξο, το μήκος του σώματος αλλάζει κατά τη διεύθυνση της πορείας του. Μικραίνει υπολογιζόμενο από την αφετηρία, μεγαλώνει υπολογιζόμενο από το τέρμα.
       Έχουμε λοιπόν ένα κινούμενο ευθύγραμμα και ομαλά σώμα, το οποίο ακολουθεί πορεία κυρτή, έχει “σπίν”,  και το μήκος του μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια της κίνησής του. Επιβραδύνεται-επιταχυνόμενο και τη στιγμή της κρούσης είναι μηδενικό και άπειρο, ακίνητο και ακριαίο.   Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι τα κβαντικά αντικείμενα ή γεγονότα, αληθινά δεν μπορούν να αγγίξουν μεταξύ τους, γιατί όταν αγγίζουν παύουν να είναι αυτά αλλά καταλύονται-εισερχόμενα στο εν δυνάμει επίπεδο του κόσμου, όντας ακίνητα και ακαριαία συγχρόνως.

ΠΡΟΚΛΟΣ ΕΙΣ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΝ 127d,  694, 23
εἰ πολλά τὰ ὄντα τὸ αυτό ὄν ὅμοιόν ἐστι καὶ ἀνόμοιον. (ἀλλά μὴν ἀδύνατον τὸ αυτό ὅμοιον εἶναι καὶ ἀνόμοιον,  οὐκ ἄρα πολλά τὰ ὄντα).
[Αν υπάρχουν πολλά όντα, το αυτό όν είναι όμοιο και ανόμοιο με τον εαυτό του], (αλλά επειδή αυτό είναι αδύνατο, άρα δεν υπάρχουν πολλά όντα).

Εδώ φαίνεται καθαρά ότι ο μικρός Πρόκλος θέλει να χειραγωγήσει την αμφίσημη σκέψη του μεγάλου Ζήνωνα.  Το μέρος μέσ’τις αγκύλες είναι διαλεκτικό και ταιριάζει απόλυτα με την δαιμόνια σκέψη του Ζήνωνα, ενώ την επεξηγηματική πρόταση, ποτέ μα ποτέ δε θα καταδεχόταν ο Ζήνων, όπως ποτέ δε θα δεχόταν να είναι φερέφωνο κάποιου, ακόμα κι αν αυτός ήταν ο Μέγας Παρμενίδης. Αλλά ούτε κι ο Παρμενίδης θα είχε δεχθεί ποτέ ως φιλοσοφικό εταίρο έναν διανοητικό σκύλο που συνεχώς θα κουνούσε την ουρά του.  Η νόηση έφτασε στο ύψος των προσωκρατικών γιατί λάτρευαν την πολυφωνία, την ευφυή αντίρρηση και φυσικά τον διάλογο. Έψαξαν λοιπόν και βρήκαν την άχραντη ψυχή του διαλόγου μέσα στην ίδια τη φύση, δηλαδή τη Διαλεκτική.
        Το περιεχόμενο όμως αυτού του ισχυρισμού μπορεί καποιος να δει στον διάλογο του Πλάτωνα “Παρμενίδης”. Εκεί παρουσιάζεται ο Σωκράτης ως νεός και άμαθος ακόμα στους  δαιδαλώδεις  δρόμους  της  υψηλής  νόησης,  να  ανοίγει  διάλογο με τον δαιμόνιο Ζήνωνα, ρωτώντας τον για το αληθινό περιεχόμενο αυτής του της πρότασης.   Στο έργο αυτό παρουσιάζεται ο Παρμενίδης να ερμηνεύει και ν’αναπτύσσει το σκεπτικό και τις διαστάσεις που θα μπορούσε να πάρει αυτός ο ισχυρισμός.   Ο Πλάτων μέσα από το στόμα του Παρμενίδη παρουσιάζει τις αντινομίες του ορθολογισμού και στρέφεται ενάντια στις δικές του απόψεις “Περί Ιδεών”, αλλά συγχρόνως και στις απόψεις του ίδιου του Παρμενίδη, όπως αυτές παρουσιάζονται στο ποίημά του “Περί Φύσεως”. Επειδή οι Πλατωνιστές, οι οποίοι έχουν “ξεσκονίσει” το έργο του Πλάτωνα,  το δέχονται ως γνήσιο μπορεί να συμβαίνει και κάτι άλλο: Ο Πλάτων σαν έλληνας νοιώθει την ανάγκη να φανερώσει και την εγκυρότητα του Αντίθετου ως αντίποδα στις δικές του απόψεις, για μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση στην τέχνη της νόησης. Ας μην ξεχνάμε ότι κι ο Καντ ολοκληρώνοντας  την  ανάπτυξη  του “Καθαρού Λόγου”,  αναδεικνύει  και  τις  τέσσερις αντινομίες του.
    Ίσως ο Παρμενίδης, όταν έγραψε το ποίημά του “Περί Φύσεως”, ήταν πολύ νέος, αφού  η Μούσα  μέσα  σ’αυτό  τον  αποκαλεί  “κούρο”.  Μπορεί  από τα ερωτήματα του μαθητή του Ζήνωνα, να είχε διαπιστώσει τις αντινομίες και του δικού του έργου. Έτσι ή αλλιώς  το έργο του Ζήνωνα,  κατ’αρχήν ενάντια στο έργο του Παρμενίδη στρεφόταν και δεν το επικουρούσε αλλά συμφωνούσε μάλλον με τον Ηράκλειτο.  Ο παρμενίδειος δρόμος, που ήταν “της αλήθειας η αταλάντευτη ψυχή”, είναι αντίθετος με τον δρόμο της αντιφατικότητας τον ηρακλειτικό, τον οποίον ακολουθώντας οι άνθρωποι, σύμφωνα με τον Παρμενίδη, “πλάττονται δίκρανοι (δίβουλοι) γιατί η αμηχανία φωλιάζει στα στήθια τους, αυτοί που νομίζουν ότι σ’όλα υπάρχει αντίδρομος τρόπος να Είναι”. “Αυτοί που δεν τους αρκεί η μία όψη των πραγμάτων, αφού τ’αντίθετα θεωρούν ενωμένα, βάζοντας συγχρόνως και όρια μεταξύ τους. Από τη μια βλέπουν της φλόγας το αιθέριο πυρ να είναι πάντα ο εαυτός του και από την άλλη διάφορο από τον εαυτό του. Επίσης ότι όλα είναι συγχρόνως αντίθετα με τον εαυτό τους, δηλαδή πυκνό κουβάρι μπερδεμένο”.  
       Φαίνεται ότι ο Πλάτων ακολουθώντας τα χνάρια του Ζήνωνα εγκαινιάζει μιαν άλλη διαλεκτική απ’αυτή του Ηράκλειτου, που μπορεί να ονομάστεί “Αρνητική Διαλεκτική”.
       Επίσης απ’το έργο του Πλάτωνα μπορεί κάποιος να συμπεράνει ότι η Διαλεκτική Λογική του Χέγκελ είναι ένας συγκερασμός του ποιήματος του Παρμενίδη και του διαλογικής ακολουθίας του διαλόγου του Πλάτωνα "Παρμενίδης".
      Όλη αυτή η συζήτηση των προσωκρατικών έφτασε σ’εμάς κατακερματισμένη από τις “πράξεις πίστης” των χριστιανών και θα είχε θαφτεί αν δεν τον έφερναν πίσω ευρωπαίοι σοφοί. Ακόμα οι διαφωνίες των φιλοσόφων και των επιστημόνων που έχουν βγει σήμερα στην επιφάνεια, ενώ μοιάζουν διαφορετικές από αυτές της εποχής εκείνης, έχουν απλά αλλάξει φρασεολογία γυρνώντας τελικά στα ίδια ερωτήματα.
      Η σύγχρονη επιστήμη έχει βασιστεί στον “πρότερο” Παρμενίδη και στον Αριστοτέλη, (δηλαδή αυτόν του ποιήματος “Περί Φύσεως” και όχι σ’αυτόν του Πλάτωνα), αναζητώντας θετικά στηρίγματα, για να μπορεί να πατά εκεί που τα βήματα θα ορίζονται από μαθηματικούς κανόνες και τύπους, χωρίς “εάν και ίσως”, χωρίς “Είναι―Μη όντας”.  Αυτό δεν ήταν καθόλου άσχημο μέχρι τώρα, σ’όλες τις δραστηριότητες της επιστήμης είχαμε μάθει να περιμένουμε συγκεκριμένα και αδιάψευστα αποτελέσματα. Αυτό ακριβώς θεωρούσαμε επιστήμη και το είχαμε ονομάσει ντετερμινισμό. Φτάνοντας όμως στο χώρο του ελαχίστου, κάτι μας απαγορεύει να βλέπουμε τα πράγματα έτσι. Ο ορθολογισμός κι ο ντετερμινισμός δοκιμάζονται, αφού αδυνατούν να ερμηνεύσουν πλέον
με ακρίβεια τα γεγονότα.   Η τυπική λογική, η τόσο αναγκαία για τις μετρήσεις, τις συγκριτικές διαδιακασίες και τις επαληθεύσεις, στον χώρο των κβάντα όπου η ταυτότητα των γεγονότων με τον εαυτό τους αίρεται ή αμφισβητείται βίαια, δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει, αφού όλα “είναι όμοια και ανόμοια με τον εαυτό τους”, Είναι-ΜηΌντας.

                Ο ΛΟΓΟΣ
Μολονότι έχουμε συζητήσει για την έννοια του Λόγου, είναι ανάγκη να ξαναδούμε το θέμα λόγω της μεγάλης του φόρτισης:  Η ουσία, σύμφωνα με τον Παρμενίδη, είναι σύμφυτη με το Νοείν και το Νοείν είναι πεφατισμένο σε κάθε Ον. Συμφωνούν λοιπόν ο Παρμενίδης και ο Ηράκλειτος ότι η παγκόσμια ενότητα βρίσκεται στον Λόγο. Ο Λόγος είναι συγχρόνως Νόηση, Ουσία και Λέγειν.  Η διαφορά τους όμως βρίσκεται στη Λογική.   Ο Παρμενίδη και ο Ηράκλειτος επίσης συμφωνούν ότι ο άνθρωπος είναι πεφατισμένος με Νόηση και Λόγο. Άλλος όμως ο Λόγος του Ηράκλειτου και άλλος ο Λόγος του Παρμενίδη. Ο Λόγος του Παρμενίδη είναι αντιθετικός, έχοντας σαν ραχοκοκαλιά τον ορθολογισμό, ενώ του Ηράκλειτου αντιφατικός, έχοντας σαν ραχοκοκαλιά τη Διαλεκτική.  Ο Λόγος του Παρμενίδη είναι ο Δρόμος που ο διανοητής φτάνει στο Εόν, το αληθώς υπάρχον, ενώ ο Λόγος του Ηράκλειτου είναι η ίδια η Ουσία, το Γίγνεσθαι και η Διαλεκτική Σκέψη.  Ο Ηράκλειτος με την έννοια “Λόγος” μας οδηγεί στην λογική της φύσης, τη λογική του ζώντος, που κατ’αυτόν είναι το αντιφατικής πειθαρχίας συντεταγμένο λέγειν.
      Ο Ξενοφάνης είχε ισχυριστεί ότι όλα στο απώτατο βάθος είναι ακατάληπτα. Δηλαδή υπάρχουν πολλά έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη που συνιστούν το Όλον αλλά καθένα από αυτά είναι άρρητο,  αξίωμα,  όντας  μια ταυτότητα καθαυτή  που ο Πλάτων όρισε ως Ιδέα.  Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι ο Ξενοφάνης όπως κι ο Παρμενίδης δέχονται τον κόσμο πεπερασμένο, τετελεσμένο και σφαιρικό.   Ο Ηράκλειτος αντιστρατεύεται την έννοια του άρρητου, ό,τι μπορεί να υπάρχει είναι Λόγος και Ουσία που λέγεται αντιφατικά γιατί ο κόσμος  “Είναι-ΜηΌντας”,  δηλαδή είναι  σε συνεχή εξέλιξη.   Ο λόγος  του Ηράκλειτου συμπίπτει με το αντιφατικό καταλυτικο-συνθετικό-Γίγνεσθαι-Ουσία.  Γι’αυτόν κάθε τι αληθινό πρέπει να αντιλέγει τον εαυτό του, όντας αυτοαναιρούμενο. Κάθε αντίληψη  που δέχεται  Πολλά,  έσχατα, αναλλοίωτα  στοιχειώδη  ή  ιδέες,  δεν  μπορεί  παρά  να  γεννά
αντινομίες και αναπάντητα ερωτήματα.  Η γλώσσα των “Αιωνίων Αξιών” δεν μπορεί σύμφωνα με τον Ηράκλειτο να πεί τον κόσμο όπως έχει, γι’αυτό τονίζει ότι αυτός δια μέσω του Λόγου “λέει τα πάντα όπως είναι”.

Το πρόβλημα, ποιά γλώσσα είναι η “πιο αληθινή”, έχει απασχολήσει τους κύκλους της επιστήμης και της φιλοσοφίας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Ιδεολογίες και φιλοσοφικά ρεύματα διασταυρώνουν ακόμα τα ξίφη τους. Η συζήτηση αυτή ξεκίνησε ως συνειδητή απ’τους μεγάλους βάρδους της νόησης, Ηράκλειτο και Παρμενίδη και ακόμα συνεχίζεται, όσο ο ντετερμινισμός θα αποκαθηλώνεται από την κβαντική επιστήμη, που γυρεύει έναν άλλο τρόπο σκέψης για την περιγραφή του κόσμου. Το πρόβλημα λοιπόν αυτό που θεωρείται απ’τη σύγχρονη φιλοσοφία νέο, είναι ίσως το αρχαιότερο και η αιτία της φιλοσοφικής σκέψης. Δηλαδή η αποκάλυψη του “Λόγου” που μ’αυτόν, αναδύεται η εγκυρότητα της όποιας λογικής δυνατότητας να γονιμοποιήσει έγκυρα την εμπειρία.
      Η  γλώσσα των μαθηματικών όπως οργανώθηκε ως σήμερα, προϋποθέτει ύπαρξη Πολλών,  στοιχειωδών, αξιωμάτων και Ιδεών, που είναι η “Πολυμάθεια” του Πυθαγόρα και ο Ορθολογισμός του Ξενοφάνη και του Παρμενίδη.  Η προσπάθεια λοιπόν των σύγχρονων θετικιστών για τη σύνταξη μιας ορθολογικής γλώσσας της αλήθειας, είναι αυτή η ίδια η προσπάθεια των αρχαίων που συνεχίζεται.  Επειδή έχουμε τη συνήθεια να ξεχνάμε τις ρίζες κι έτσι την ουσία των κεκτημένων μας, χρειάζεται πάντα ένας επαναπροσδιορισμός για να τα θυμόμαστε τη βάση που πατάμε: Όλες οι ορθολογικές γλώσσες έχουν καταβολές στον Πυθαγόρα, τον Ξενοφάνη και τον Παρμενίδη και θα έχουν ένα μικρό έλλειμα αξιοπιστίας ειδικά όταν θα πέφτει επάνω τους η σκιά του απειροστικού. Ακόμα η βασική προϋπόθεση για την ακριβή λειτουργία αυτών των συστημάτων είναι ότι απραίτητα πρέπει να διαδραματίζονται μέσα σε κλειστά όρια. Δηλαδή σε σύμπαν πεπερασμένο τετελεσμένο και προδιαγεγραμμένο.  Αντίθετα ο Ηράκλειτος μπορεί να ισχυριστεί ότι μιλάει τον διθυραμβικό Λόγο της αλήθειας, που φθέγγεται όπως η Σύβιλλα και μας δείχνει πώς αυτός ο Λόγος μπορεί να πλέκεται ως επιστήμη.

Ο κόσμος του Πυθαγόρα, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο είναι κόσμος των πολλών αιωνίων  στοιχειωδών (πολυμάθεια), ενώ αντίθετα ο δικός του είναι κόσμος του Ενός-Γίγνεσθαι.  Ο Παρμενίδης βρίσκεται ανάμεσα, θέλει τον κόσμο του Ενός με τη λογική των Πολλών, μας μπερδεύει. Το Εόν του Παρμενίδη εξ’ορισμού είναι το Είναι το “Υπάρχον”, ενώ το “Μη Είναι” εξ’ορισμού δεν υπάρχει. Το αντιφατικό γίγνεσθαι της καθημερινότητας, είναι ο φθαρτός ο φαινομενικός κόσμος, ο “διάκοσμος”. Ο Παρμενίδης αποκαθάρει τη σκέψη απ’το μη-Είναι και με τον ορθολογισμό αναζητά την «αταλάντευτη καρδιά της Αλήθειας».
      Ο Ζήνων, φίλος και μαθητής του Παρμενίδη, είναι φανερό ότι είχε αντιρρήσεις στις απόψεις του,  αφού το υπάρχον του Ζήνωνα δεν ήταν ούτε ατρεμές ούτε πεπερασμένο, αλλά αντιφατικό, μηδενικό και άπειρο, ακίνητο και ακαριαίο.

Δεν θα μάθουμε ποτέ με βεβαιότητα τι συνέβει στο μαγικό ταξίδι της νόησης των προσωκρατικών διανοητών, μας έμειναν μόνο συντρίμμια και καμμένες βιβλιοθήκες.  Η χριστιανική καλοσύνη κι ανεκτικότητα “έσωσαν τον κόσμο απ’την ελληνική βλασφημία της απιστίας”:  «ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι» --“Η απιστία, η αμφιβολία, αποτρέπει απ’την άγνοια”. Η πίστη αποτρέπει απ’τη γνώση. Η πίστη γεννά φανατισμό, ο ορθολογισμός και ειδικά ο ντετερμινισμός γεννά την ανελαστική σκέψη.   Ο μυστικισμός πατά από τη μια στη πίστη και από την άλλη στην ορθολογική τυπικότητα, κι αφού πρώτα αποδεχτεί μια σειρά από αρχές, όπως σε κάθε ορθολογικό οικοδόμημα, ο μυστικιστής ανεβαίνει με την σκάλα του ορθολογισμού κι όταν φτάσει στο ύψος της αλαζονίας του την πετά στο βάραθρο, αφού πλέον δεν την χρειάζεται.

Το τρίπτυχο του Ορθολογισμού, του Φανατισμού (δηλαδή της αληθινής πίστης) και του Μυστικισμού, ανοίγουν τον δρόμο της απολυταρχίας και της βαρβαρότητας. Αντίθετα η αμφιβολία γεννά την έρευνα και η διαλεκτική σκέψη την δημοκρατία της ισότιμης μετοχής, ανεξαιρέτως όλων των πολιτών στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

         Η διαλεκτική, η αμφιβολία και η ανεκτική σκέψη είναι ο πολιτισμός.