Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ-ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ-ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΔΟΛΟΓΙΑ


ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ   ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ  
                                                                                                                                       
ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΔΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΒΙΟΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ
ΑΝTΙΦΑTΙKΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΟΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
περί λογικής και φιλοσοφίας

Ποτέ δεν έπαψε να αιωρείται το ερώτημα αν η φιλοσοφία δύναται να έχει δικαιώματα στο χώρο της επιστήμης ή η επιστήμη στο χώρο της φιλοσοφίας. O κόσμος μας πηγαίνοντας μπροστά γυρίζει με κάποιο τρόπο πίσω. Η φιλοσοφία ξεκίνησε με τον Αναξίμανδρο, όπως είναι γενικά αποδεκτό, σαν μια πρωτόγονη φυσική επιστήμη, όπου η φαντασία, η ενόραση, η παρατήρηση και κάποιες πρωτόγονες πειραματικές διαδικασίες, συνιστούσαν μιαν ενότητα. Εκεί ο Χώρος, ο Χρόνος το Νοείν και το Είναι συμπίπτουν με το Άπειρο καταλυτικο-συνθετικό Γίγνεσθαι. (Δηλαδή τα γεγονότα του κόσμου καταλύονται-συντιθέμενα γεννώντας το Άπειρο παγκόσμιο Γίγνεσθαι η κατανόηση του οποίου είναι η διαλεκτική σκέψη). Στη συνέχεια με τον Ηράκλειτο, η Φιλοσοφία, το κοινωνικό και το εξελικτικό γίγνεσθαι στη φύση και η Λογική, συνιστούν το Λόγο, δηλαδή την πρώτη Διαλεκτική Λογική και ίσως την τελειώτερη διαλεκτική λογικο-γλωσσική σύνταξη. 
   Απ’τον Αριστοτέλη, είχε αρχίσει η επιστήμη, με κάποιον τρόπο να ξεχωρίζει από την φιλοσοφία, που ως την εποχή του Νεύτωνα, δεν φαίνεται να υπήρξε ξεκάθαρος διαχωρισμός. Οι Νεοθετικιστές τα τελευταία χρόνια, όρισαν τη φιλοσοφία ως ειδική επιστήμη, στα όρια της «πραγματείας της λογικής της γλώσσας», όπου κάθε άλλη διάστασή της να θεωρείται ένα έωλο και ασαφές είδος διαλογισμού. Ο ντετερμινισμός από κει και πέρα έγινε συνώνυμο με την επιστημονικότητα κι ο χώρος της φιλοσοφίας μέσα στην επιστήμη, είχε ελαχιστοποιηθεί έως μηδενιστεί.    Με την είσοδο όμως της κβαντομηχανικής στο προσκήνιο και τον ντετερμινισμό ν’αποκαθηλώνεται, μεγάλοι επιστήμονες που θα έπρεπε να πρόσκεινται στον ντετερμινισμό, βλέπουμε να ανοίγουν  ένα μακρόχρονο  ιδεολογικό πόλεμο, επάνω στις αρχές και τις εξελίξεις της σύγχρονης επιστήμης.   Αυτή η διαμάχη εμπλέκει βίαια τη φιλοσοφία μέσα στην καρδιά της επιστήμης, σε βαθμό που να μην είναι πλέον εφικτός ένας νέος διαχωρισμός. Την εποχή που ορισμένοι διακεκριμένοι φιλόσοφοι, έκλειναν τη θύρα της επιστήμης στη φιλοσοφία, κάποιοι διακεκριμένοι επιστήμονες παραμερίζοντας όλες τις θεωρητικολογίες της εποχής τους περί διαχωρισμού επιστήμης και φιλοσοφίας, αυθόρμητα και όλο ζωντάνια, της άνοιγαν την πόρτα απλόχερα, προσφέροντας μερίδιο ηγεμονικό. Φανέρωναν έτσι ότι δε μπορεί πρωτοπόρα επιστήμη χωρίς φιλοσοφικό γνώμονα, μα την ίδια στιγμή και φιλοσοφία με τη σύγχρονη έννοια, χωρίς επιστημολογική γνώση. 
    Βέβαια ο φιλοσοφικός γνώμονας που προσέφερε η φιλοσοφία από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων, εκτός από την οντολογία και την ηθική, συνέπιπτε με την τέχνη της νόησης, που ήταν η Λογική.
    Η πρώτη μεγάλη διαμάχη περί την Λογική είναι αυτή των δύο μεγάλων βάρδων της νόησης, του Ηράκλειτου με το μέρος της διαλεκτικής λογικής και του Παρμενίδη με το μέρος του ορθολογισμού και της πρότασή του για έναν πρωτόγονο ντετερμινισμό.

Ορθολογισμός, ντετερμινισμός και η σύγχρονη φυσική
Δεν θα υπήρχε λόγος να αναφέρουμε τον Αριστοτέλη, αφού ο Νεύτων είναι ο πιο ολοκληρωμένος εκπρόσωπος του αντικειμενικού τρόπου επιστημονικής σκέψης σήμερα. Όμως αυτό που πρέπει να ξεπεραστεί στο κβαντικό γίγνεσθαι δεν είναι μόνον η αντικειμενικότητα και η επιστημονικότητα όπως ορίζεται απ’τη νευτώνεια σκέψη, που τελικά συνοψίζεται ως ντετερμινισμός, αλλά και η Αριστοτελική λογική που στον κβαντικό κόσμο φαίνεται ν’ακυρώνεται ή να δοκιμάζεται βίαια. 
     Ο νευτώνειος τρόπος αντίληψης για τον κόσμο, θα μπορούσε να πει άφοβα κάποιος, ότι είναι ο πιο ολοκληρωμένος Αριστοτελικός. Δηλαδή υπάρχει μια μεγάλη πορεία που ξεκινά απ’τον Αριστοτέλη και ολοκληρώνεται στο Νεύτωνα.  Ότι πλήγμα λοιπόν μπορεί να δεχτεί η νευτώνεια σκέψη, στρέφεται με κάποιο τρόπο κι ενάντια στην Αριστοτελική λογική πάνω στην οποία βασίζεται κι ο ντετερμινισμός. Επειδή όμως σήμερα η επιστήμη «ότι έχει» στην έρευνα, είναι ο ορθολογισμός, και η τυπική λογική οι επιστήμονες μολονότι θέλουν ν'απορρίψουν το ντετερμινισμό, κρατούν την καρδιά του που είναι ο ορθολογισμός, δημιουργώντας ένα είδος διγλωσσίας και σύγχυσης.

Ο νευτώνειος τρόπος αντίληψης για το μικρόκοσμο, μπορεί να θεωρηθεί κόσμος δυνάμεων και σωματιδίων που διαθέτουν κάθε στιγμή ιδιότητες μέσα στο χώρο, όπως η μάζα που είναι στατική αφού δεν αλλάζει κατά τη διάρκεια του χρόνου κι η ταχύτητα που είναι δυναμική κι αλλάζει.  Σύμφωνα με την νευτώνεια αντίληψη, το γίγνεσθαι στον κόσμο είναι αποτέλεσμα δυνάμεων που δρουν στα σωμάτια εξωτερικά, δημιουργώντας κίνηση, συνδυασμούς σωματιδίων και συγκρούσεις. Ο ίδιος ο Νεύτων, αποφεύγει να σχολιάσει τη φύση αυτών των δυνάμεων με την περίφημη φράση του «hypothesis non fingo» (δεν κάνω καμιά υπόθεση).
    Το σύμπαν του Νεύτωνα είναι  απόλυτα ορθολογημένο μέσ'τα προαναφερθέντα όρια των προϋπαρχόντων και ανεξαρτήτων μεταξύ τους χώρου και χρόνου.  Εκεί είναι δεδομένο πως οι ιδιότητες των σωμάτων είναι παρούσες άσχετα αν τις παρατηρούμε ή όχι. Με κορμό την Αριστοτελική λογική, η νευτώνεια αντίληψη έχει καθιερωθεί ως αναμφισβήτητη στην καθημερινότητα και μέχρι χθες, στην επιστημονική κοινότητα.

Η πρώτη αμφιβολία για το κύρος αυτού του μοντέλου, γεννήθηκε απ’την ειδική θεωρία της σχετικότητος.  Εκεί ο Αϊνστάιν δείχνει, ότι οι έννοιες του χώρου και του χρόνου δε μπορούν πια να γίνονται αντιληπτές με το νευτώνειο τρόπο. Δηλαδή δε μπορούν πια να θεωρούνται ξέχωρες αλλά σαν μια ενότητα, το χωρόχρονο. Ακόμα, λέγεται ότι σύμφωνα με την σχετικιστική αντίληψη, τα παρατηρούμενα γεγονότα στον χωρόχρονο, από ένα παρατηρητή μπορεί να θεωρούνται χωρικά και από άλλον χρονικά την ίδια στιγμή. Λέγεται ακόμα, πως στο χωρόχρονο, δύο παρατηρητές μπορεί να δουν με αντίθετη χρονική ακολουθία, κάποιο γεγονός εν εξελίξει.  Πέραν τούτου όμως, ο ίδιος ο Αϊνστάιν και η δουλειά του, δεν αντιστρατεύονται τη νευτώνεια τάξη, σε βαθμό που να διαφωνεί με την αντικειμενικότητα όπως είναι εκεί αποδεκτή. Αυτό, σύμφωνα με τον Αϊνστάιν, θα εστρέφετο κατά της επιστημονικότητας, όπως είχε πλέον διαμορφωθεί σαν ντετερμινισμός. Η θεωρία της σχετικότητος, σε θέματα αντίληψης περί ιδιοτήτων των αντικειμένων, δεν αντιστρατεύεται την ουσία της νευτώνειας σκέψης.
    Τον ίδιο καιρό ο Πλάνκ ανακαλύπτει την κβαντική φύση της ακτινοβολίας του θερμού αντικειμένου. Εκεί φαίνεται ότι η ενέργεια εκλύεται σ'ορισμένα ελάχιστα ποσά που το μέγεθός τους εξαρτάται απ'τη συχνότητα του φωτός, δηλαδή τον χρωματισμό του. Λέγεται πως οι συνέπειες αυτής της εργασίας, υπονόμευσαν το κύρος του νευτωνείου οικοδομήματος σχετικά με τις αντιλήψεις των επιστημόνων για τον μεγάκοσμο και τον μικρόκοσμο.

Σύμφωνα με την νευτώνεια αντίληψη, για να διαπιστωθεί η θέση κάποιου βλήματος, που αυτό λογίζεται σαν πράγμα ή αντικείμενο κάποια ορισμένη χρονική στιγμή, το φωτίζουμε και το στατικοποιούμε ιδεατά σ’αυτή τη θέση, πάνω στο φωτογραφικό φιλμ. Το φώς δια μέσου του οποίου γίνεται όλη η διεργασία, δηλαδή τα φωτόνια που αντανακλώνται από το σώμα και βρίσκουν τη φωτογραφική πλάκα, αν επιδρούν στο βλήμα, δεν ενδιαφέρει την έρευνα γιατί η διαφορά που προκύπτει είναι αμελητέα.  Για ένα ηλεκτρόνιο όμως το θέμα είναι πολύ διαφορετικό, λόγο της μεγάλης ταχύτητας και του μικρού μεγέθους του ηλεκτρονίου. Το φωτόνιο που θα βρει το ηλεκτρόνιο, πρέπει να έχει υψηλή συχνότητα για να δώσει στοιχεία μέτρησης και έτσι αλλοιώνει σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση αυτού που ερευνάται.
     Για να γίνει αντιληπτή η περιγραφή του μικρόκοσμου απ’την κβαντική θεωρία, υπάρχει το κλασικό πείραμα που περιλαμβάνει κάποιον εκτοξευτή ο οποίος εκτοξεύει σφαιρίδια, κύματα νερού ή ηλεκτρόνια ανάλογως. Αυτά μετά την εκτόξευση κατευθύνονται προς ένα παραπέτασμα το οποίο στο κέντρο έχει δυο οπές και κατά την απαίτηση του πειράματος, πότε η μια και πότε οι δυο μαζί είναι ανοικτές.  Πίσω από το παραπέτασμα, υπάρχουν ανιχνευτές που καταγράφουν την παρουσία και  συμπεριφορά των εκτοξευομένων αντικειμένων.
Α. Αν εκτοξεύσουμε μαύρα σφαιρίδια μέσω της μιας οπής, αυτά θάχουν μια φυσιολογική διανομή αναμενόμενη για σφαιρίδια, όπου θα μπορούσε απόλυτα να υπολογιστεί η θέση τους.  Αν ανοιχτούν καί οι δυο τρύπες  και διοχετευτούν μαύρα σφαιρίδια απ’την μια και άσπρα απ’την άλλη, αυτά θα διαμοιραστούν πάλι όπως θα αναμενόταν, δηλαδή έχοντας συμπεριφορά σωματιδίων.
Β. Αν κάνουμε το ίδιο με τα κύματα νερού, το αποτέλεσμα θα ήταν επίσης αναμενόμενο. Θα έχουμε την ανάλογη συμπεριφορά  κυμάτων.
Γ. Αν εκτοξεύσουμε ηλεκτρόνια, αυτά όταν είναι ανοικτή η μια οπή συμπεριφέρονται ως σωματίδια. Όταν όμως ανοιχτούν κι οι δύο οπές, υπάρχει παρεμβολή κυματιακής φύσης.  Τα ηλεκτρόνια καταφτάνουν σαν ανεξάρτητα σωματίδια, όμως η άφιξή τους εκεί υπακούει σε κυματιακές διαδικασίες, κάνοντας αδύνατο τον προσδιορισμό από πια τρύπα έχουν περάσει.
    Από κει προέρχεται το ερώτημα, πως είναι δυνατόν τα ηλεκτρόνια να διαθέτουν ιδιότητες και σωματιδίων και κυμάτων, χωρίς να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο.   Έτσι δημιουργήθηκε στο μικρόκοσμο πρόβλημα περιγραφής, όπου η νευτώνεια άποψη αμφισβητήθηκε ακόμα περισσότερο. 

Στη σύγχρονη επιστήμη, για να γίνει περιγραφή ενός φαινομένου, πρέπει να προταθεί ένα μοντέλο, το οποίο με μια μαθηματική διεργασία, θα παίρνει υπόψιν του όλες τις ιδιότητες και τις ιδιομορφίες που αφορούν το φαινόμενο. Έτσι στην περίπτωση του ηλεκτρονίου ως κβαντικού γεγονότος, χρειάζεται μαθηματική δομή, η οποία να μπορεί να περιλάβει τις στατικές του ιδιότητες, που είναι το φορτίο και η μάζα και τις δυναμικές, που είναι η θέση και η ορμή (μάζα επί ταχύτητα), η διεύθυνση του σπιν, κλπ. Ακόμα, αυτή η δομή πρέπει ν’αντανακλά την κυματο-σωματιδιακή συμπεριφορά του κβαντικού γεγονότος.  Αυτό το πρόβλημα της περιγραφής του κβαντικού γεγονότος, έχει λυθεί με τρεις τρόπους από τους Χάιζενμπεργκ, Ντυράκ και Σρέντινγκερ. Λέγεται πως καί οι τρεις περιγραφές είναι ισάξιες μαθηματικά, αλλά η περιγραφή του Σρέντινγκερ, καθιερώθηκε σαν πιο εύχρηστη.
     Ο Σρέντινγκερ συνέλαβε μιαν εξίσωση που μπορεί να περιγράψει τις μετατροπές του γεγονότος σε κάθε δυνατή θέση μέσα στο χώρο κατά την διάρκεια του χρόνου. Η εξίσωση αυτή περιέχει ιδεατά όλες τις ιδιότητες, που πρέπει να διαθέτει ένα κβαντικό γεγονός, που στη δεδομένη περίσταση είναι το ηλεκτρόνιο.   Για να μπορέσει να υπολογίσει όλες τις αλλαγές της κάθε συγκεκριμένης αξίας κάθε ιδιότητας, πρότεινε μια συμπληρωματική μαθηματική διαδικασία που θα μπορεί να έχει όλες τις πιθανότητες.

Όταν ένα ηλεκτρόνιο εκλύεται από ένα διεγερμένο άτομο, στην κβαντομηχανική παρουσιάζεται σαν κυματοσυνάρτηση που διαδίδεται από το άτομο, όπως ένα αρμονικά διαστελλόμενο κύμα.  Το πλάτος διανομής του κύματος, δίνει τις πιθανότητες της θέσης του μέσ’το χώρο μια χρονική στιγμή. (Αυτό μπορεί να σημαίνει ακόμα, την πιθανότητα η μέση πυκνότητά του, να φτάσει σε μία θέση μιαν ορισμένη στιγμή).
     Κατά την παρατήρηση ενός ηλεκτρονίου, τη στιγμή που προσκρούει σε ένα από τα άτομα του αργύρου που ευαισθητοποιούν τη φωτογραφική πλάκα, λέγεται ότι αυτό δίνει όλη του την ενέργεια αφήνοντας ένα ίχνος στην πλάκα. Αυτή ακριβώς είναι η στιγμή την οποία η κυματοσυνάρτηση που εκπροσωπεί το ηλεκτρόνιο, υποτίθεται πως καταρρέει αφήνοντας μόνο το ίχνος της στο φιλμ.  Λέγεται ότι μαζί με την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης χάνεται κι η αβεβαιότητα μένοντας μόνον η συγκεκριμένη τιμή της ιδιότητας.
    (Βέβαια σήμερα η φωτογραφική πλάκα έχει αντικατασταθεί από την οθόνη του υπολογιστή, αλλά αυτό δεν έχει λύσει το πρόβλημα. Επίσης, η περιγραφή της εξίσωσης του Σρέντινγκερ που ακολουθεί, λόγω δικών μου αδυναμιών χρήσης του υπολογιστή και ειδικά όπου χρειάζονται δυνάμεις, δεν είναι απόλυτα ακριβής. Ο αναγνώστης φυσικά μπορεί να τις βρει αλλού. Αυτό όμως δεν αλλάζει ουσιαστικά το σκεπτικό μου).
      Βλέπουμε λοιπόν μεγάλη διαφορά σ’αυτό τον τρόπο περιγραφής, απo τον Νευτώνιο.
      Σύμφωνα με τη νευτώνεια άποψη, οι ιδιότητες ενός βλήματος, είναι προϋποτιθέμενες σε σχέση με αυτό και δε μπορεί να μην υπάρχουν. Για το ηλεκτρόνιο όμως, η περιγραφή του Σρέντιγκερ υπολογίζει πιθανότητες τιμών της συγκεκριμένης αξίας της μετρούμενης ιδιότητας, που θα μπορούσε να πάρει το κβαντικό γεγονός όταν μετρηθεί.    Η περιγραφή αυτή δεν αναφέρεται στο θέμα της σύμφυσης ή όχι των διερευνουμένων ιδιοτήτων του υπό μέτρησιν κβαντικού γεγονότος.   Στη νευτώνεια άποψη που δέχεται το ηλεκτρόνιο σαν βλήμα, η θέση και η ορμή του, ως σωματίδιο γίνονται δεκτά σαν απολύτως ακριβή και πραγματικά, κάτι που είναι απόλυτα σύμφωνο με την κοινή λογική.  Στην κυματοσυνάρτηση του Σρέντινγκερ όμως, που είναι η κβαντική άποψη, υπάρχει απλά κύμα πιθανοτήτων που μορφοποιείται τη στιγμή της μέτρησης, και όπως αποδέχονται οι περισσότεροι επιστήμονες είναι μαθηματικής μορφής. Αυτός όμως είναι ο μόνος τρόπος που μπορούν να περιγραφούν τα εργαστηριακά αποτελέσματα, που έχοντας δοκιμαστεί χρόνια τώρα, θεωρείται επαρκής και σύμφωνος με τα πειραματικά δεδομένα.

Από δω και πέρα, προκύπτει το θέμα της ερμηνείας των πειραματικών δεδομένων. Οι μεγάλοι αυτοί επιστήμονες δεν αρκούνται απλά στις διαπιστώσεις, αλλά αναγκάζονται να προχωρήσουν σε οντολογικές και φιλοσοφικές διερευνήσεις, για να συλλάβουν το νόημα αυτού του επιστημονικού γίγνεσθαι.
     Ξεκινώντας απ’την επιστημονική προσέγγιση αυτής της πραγματικότητας, που είναι η μέτρηση, η περιγραφή κι η ερμηνεία αυτής της δραστηριότητας, φτάνουν σε μια σειρά αλληλοσυγκρουομένων οντολογικών αποδοχών.  Αυτές ξεκινούν από την αποδοχή  της αντικειμενικότητας του κβαντικού γεγονότος και της αποδοχής του ντετερμινισμού και περνώντας από όλες τις πιθανές και εύλογες αντιτερμινιστικές προσεγγίσεις, καταλήγουν σ’έναν αχαλίνωτο αντιτερμινιστικό μυστικισμό.

Το γεγονός προ της μέτρησης, περιγράφεται από μια κυματοσυνάρτηση η οποία, όπως ισχυρίζονται κάποιοι επιστήμονες, αντιπροσωπεύει ιδεατά ορισμένες ιδιότητες των κβαντικών γεγονότων, όπως π.χ. τη θέση κάποιου ηλεκτρονίου, εδώ θα τονίσω ότι υπάρχουν εξίσου σπουδαίοι επιστήμονες, που την εν λόγω συνάρτηση δεν θεωρούν ιδεατή αλλά πραγματική.  Aυτή η  κυματοσυνάρτηση, υποδηλώνει την σχετική πιθανότητα της ύπαρξης μιας ιδιότητας, ορίζοντας έτσι κάποια από τις εν δυνάμει αξίες που θα πάρει τη στιγμή της μέτρησης.   Όμως όλ'αυτά που φαίνονται απλά στην κοινή λογική, για την επιστημονική κοινότητα που έχει σαν αντικείμενο τον κβαντικό κόσμο, η έννοια του μέσου μέτρησης, είναι κάτι που χρειάζεται ιδιαίτερη διευκρίνιση.  Η κοινή λογική υπαγορεύει ότι το μέσο μέτρησης είναι κάθε συσκευή που καταγράφει πιστά το αποτέλεσμα της πειραματικής  διαδικασίας.  Μια σειρά όμως μεγάλων επιστημόνων, όχι αναίτια, έχει πολύ διαφορετική άποψη.  Υποστηρίζουν ότι το αντικείμενο και το μέσο μέτρησης αλληλεπιδρούν σε βαθμό, που να μην μπορεί να γίνει λόγος γι’ανεξαρτησία του ενός απ’το άλλο. Ακόμα υπάρχουν μεγάλοι επιστήμονες όπως ο Νόυμαν, που ισχυρίζονται πως κατά τη διαδικασία της μέτρησης, που έχει ως οριακή στιγμή την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης, η ανθρώπινη συνείδηση, το μέσον μέτρησης και το μετρούμενο αντικείμενο, συνιστούν κβαντική ενότητα, όπου η ανθρώπινη συνείδηση είναι ο βασικότερος παράγοντας, αφού αυτή εξαναγκάζει την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης.

[Σύμφωνα με την κβαντική περιγραφή, κάθε μια από τις ιδιότητες μιας κβαντικής οντότητας, ανταποκρίνεται σε μια σειρά κυμάτων. Σε μια ανάλογη ομάδα κύμάτων, ανταποκρίνεται κι η ανάλογη συζυγής της ιδιότητα· (ενέργεια και χρόνος, παλμός και τόπος, παλμός περιστροφής και γωνία, είναι συζυγείς ιδιότητες).
   Ας υποθέσουμε ότι έχουμε δύο πρίσματα, ένα για την ιδιότητα Α και ένα για τη συζυγή ιδιότητα Β, που ανταποκρίνονται, η Α σε κύμα W και η Β σε κύμα Μ.  Αν διοχετευτεί μια αυθαίρετη ομάδα κυμάτων Χ δια μέσου του πρίσματος W, θα λάβουμε ένα φάσμα που θ’αποτελείται από ένα Νw αριθμό χρωμάτων. Ο αριθμός Νw είναι αντιστρόφως αναλόγου μέτρου προσομοίωσης του κύματος Χ, ως προς την ομάδα του πρίσματος W. Δηλαδή όσο ο αριθμός των χρωμάτων Νw, του κύματος W μεγαλώνει, τόσο η ομοιότητα μικραίνει κι αντίθετα. Το ίδιο συμβαίνει, αν από το πρίσμα Μ περάσουμε την ομάδα Χ. Παίρνουμε φάσμα Μ, που συντίθεται από Νm αριθμό χρωμάτων και είναι αντιστρόφως ανάλογης προσομοίωσης της ομάδας Χ με την ομάδα Μ.  Το γινόμενο Nw επί Nm, είναι πάντα μεγαλύτερο του μηδενός, όπου Nw.Nm ≥R.  Για τους επιστήμονες αυτό σημαίνει ότι πρίσματα που ανταποκρίνονται σε ομάδες κυμάτων συζυγών ιδιοτήτων, δεν μπορούν να αναλύσουν την ίδια στιγμή αντίστοιχες συζυγείς ομάδες με ακρίβεια. Υπάρχει βαθμός αντίστασης βεβαιότητας μιας κοινής ανάλυσης, που σχετίζεται με το R.  Η αρχή της αβεβαιότητας του Χάιζενμπεργκ, καταρχήν είναι συνδεδεμένη μ’αυτό το θέμα. Δηλαδή αφορά τις συζυγείς ιδιότητες κι όχι αυτές που δεν είναι συζυγείς. Η ενέργεια κι η θέση του ηλεκτρονίου, μη όντας συζυγείς μπορούν να μετρηθούν μαζί με ακρίβεια .
     Αν θέλουμε να μετρήσουμε μια ιδιότητα Α, που είναι η θέση του ηλεκτρονίου, αυτή πρέπει να έχει το δικό της πρίσμα που ν’αντιστοιχεί σε μιαν ομάδα κυμάτων που σχετίζεται μ’αυτή την ιδιότητα. Παράλληλα έχουμε, αυτόματα και άνευ φόρτισης, μια συζυγή ιδιότητα Β με το δικό της πρίσμα, που ανταποκρίνεται στην ανάλογη ομάδα κυμάτων Β. Προηγουμένως αναφέραμε, ότι αν μια ομάδα κυμάτων Χ, που ανταποκρίνεται στη δική της ιδιότητα, περάσει δια μέσου των πρισμάτων Α και Β, τα φάσματα που ενεργοποιούνται πρέπει να ικανοποιούν τη σχέση που αναφέρει ότι «όσο περισσότερα χρώματα στο ένα φάσμα, τόσο λιγότερα στο άλλο».  Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μέτρο αντίστροφης ακρίβειας κατά τη μέτρηση της αξίας της ιδιότητας Χ. Αλλά αφού η αντίστροφη σχέση μπορεί να ισχύει για κάθε αυθαίρετη ομάδα, που μπορεί να είναι το Χ και θα ανταποκρινόταν στην ανάλογη ιδιότητα Χ, ας βάλουμε στη θέση του Χ την ιδιότητα Α.  Περνώντας την ομάδα κυμάτων Α δια μέσου του δικού της πρίσματος θα δώσει πολύ λίγα χρώματα, αφού αυτή είναι η υποχρέωση του πρίσματος Α να κάνει, όταν αντιμετωπίζει την ομάδα κυμάτων Α.  Ακόμα είναι ανάγκη η συζυγής ομάδα κυμάτων Β, περνώντας από το πρίσμα Α να δώσει φάσμα μεγίστου αριθμού χρωμάτων, που θα πει ότι αυτό το πρίσμα δε δίνει ακριβείς αξίες της ιδιότητας Β.   Αν αλλάξουμε τους ρόλους των Α και Β, βάζοντας στη θέση  του Χ το Β, τότε θα έχουμε τις ίδιες συνέπειες.  Εδώ έχουμε΄Ενα πρίσμα, με το οποίο πρέπει να κάνουμε την ανάλυση, και ενώ αυτό είναι κατάλληλο για την ανάλυση του κύματος της μιας ιδιότητας, δεν είναι για την ανάλυση του κύματος της άλλης ιδιότητας]. 
                    ------------------------------------------------------------
     Ήδη από την κλασική διδασκαλία των κυματισμών παρουσιάζεται παραπλήσια αδυναμία στην περίπτωση της συχνότητας και του χρόνου: Η συχνότητα ως ρυθμός επανάληψης ποσών σε θέση είναι κι αυτή χρόνος, κι εμείς καταχρηστικά στριμώχνουμε στο ίδιο νοητικό επιπεδο την έννοια του νευτώνειου χρόνου ως διάρκεια και η αντικειμενικότητα μεσουρανεί, με την έννοια του κβανικού χρόνου που είναι η συχνότητα και η αντικειμενικότητα αίρεται.  Αυτό βλέπουμε να μην λαμβάνει υπόψιν ούτε η θεωρία της σχετικότητας ούτε η εξίσωση του Σρέντιγκερ.
                    ---------------------------------------------------
 Ένα άλλο θέμα που διχάζει τους επιστήμονες είναι, τι ιδιότητες μπορεί να έχει ή όχι ένα κβαντικό γεγονός, προ της μέτρησης. Οι βασικές αντιλήψεις γι’αυτό είναι δύο.  Η θέση της σχολής της Κοπενχάγης, που θεωρείται ορθόδοξη και αρνείται την αντικειμενικότητα των κβαντικών οντοτήτων, με ηγέτες τους Μπόρ, Χάιζενμπεργκ, Σρέντινγκερ, Νόυμαν κ.λ.π. κι η σχολή της αντικειμενικότητας με τους Αϊνστάιν, Ντε Μπρογί, Μπώμ κλπ.
         Οι Βασικές Θέσης της σχολής της Κοπενχάγης:
α. Η κυματοσυνάρτηση δίνει πλήρη περιγραφή του συγκεκριμένου κβαντικού γεγονότος.
β. Τα κβαντικά γεγονότα που εκπροσωπούνται απ’την ίδια κυματοσυνάρτηση, είναι εκ φύσεως ίδια.
γ. Κάθε έλλειψη πληροφορίας περί των ιδιοτήτων των κβαντικών γεγονότων προ της μέτρησης, είναι έτσι γιατί δεν υπάρχουν εκεί συγκεκριμένες ιδιότητες να γίνουν γνωστές.
δ. Οι όποιες παρατηρούμενες διαφορές μεταξύ ομοίων κβαντικών γεγονότων προ της μέτρησης, οφείλονται στον παράγοντα του τυχαίου ο οποίος είναι σύμφυτος με αυτά.
        Οι Βασικές Θέσεις της Αντικειμενικότητας:
α. Η κυματοσυνάρτηση δίνει μόνο στατιστική περιγραφή ενός συνόλου αντικειμένων, άρα δε μπορεί να είναι πλήρης περιγραφή για κάθε συγκεκριμένο κβαντικό αντικείμενο.
β. Κβαντικά αντικείμενα που παρουσιάζονται απ’τις ίδιες κυματοσυναρτήσεις, μπορεί να μην είναι ίδια  απ’τη φύση τους.
γ. Η έλλειψη παρατήρησης ιδιοτήτων κβαντικών αντικειμένων υπαρχόντων προ της μέτρησης, οφείλεται στην ύπαρξη αγνώστων μεταβλητών, τις οποίες η κβαντομηχανική  δεν διακρίνει ή από τη φύση της αποκρύπτει.                                                                               

Η σχολή της Κοπενχάγης απορρίπτει την ύπαρξη κρυφών μεταβλητών, βασιζόμενη στο μαθηματικό πόνημα του φον Νόυμαν το οποίο στηρίζει και δικαιολογεί τις απόψεις της κβαντομηχανικής. Στην εργασία του Νόυμαν δεν μπορεί μαθηματικά να οριστεί σημείο διαχωρισμού παρατηρητή, μέσου και αντικειμένου μέτρησης, απορρίπτοντας την ύπαρξη αγνώστων μεταβλητών.  Μ’αυτό τον τρόπο ο Νόυμαν «συμπεραίνει» αυτή την ενότητα. Αυτό όπως λέγεται, διαφαίνεται απ’τις απόψεις του χωρίς να το έχει διακηρύξει, έχοντας όμως ισχυριστεί πως η ανθρώπινη συνείδηση είναι ο καταλυτικός παράγοντας που κάνει τη διαφορά σ’αυτή τη διαδικασία, όντας κι ο πιο ουσιώδης.
    Ο Χουίλλερ που συμμερίζεται σε μεγάλο βαθμό τις βασικές απόψεις της Κοπενχάγης, συμφωνεί κι αυτός με τον Νόυμαν, ότι η στιγμή της μέτρησης μπορεί να θεωρηθεί με έναν ήπιο τρόπο στιγμή δημιουργίας.  Ότι δηλαδή η ανθρώπινη συνείδηση, μπορεί να συμμετέχει στο γίγνεσθαι της δημιουργίας των κβαντικών ιδιοτήτων αλλά μ’έναν πολύ περιορισμένο τρόπο και μόνο στο κβαντικό επίπεδο.
    Κατά τον Χάιζενμπεργκ η κβαντική πραγματικότητα συνίσταται από δυο καταστάσεις:  την εν δυνάμει και την εν ενεργεία, που συνδεόνται με τη διαδικασία της μέτρησης.   Αυτή η άποψη είναι αποδεκτή σχεδόν από όλες τις σχολές που συγγενεύουν με τη σχολή της Κοπενχάγης αλλά με διαφορετικούς τρόπους.  Ο εν ενεργεία κόσμος, δηλαδή αυτός των φαινομένων, υπάρχει κατά τον Χάιζενμπεργκ ουσιαστικά, αλλά κάτω απ’αυτόν υφέρπει η καθαρή δυνατότητα δηλαδή η τάση των γεγονότων να ουσιαστικοποιηθούν μ'έναν συγκεκριμένο τρόπο όταν μετρηθούν, (να γίνουν εν ενεργεία όταν παρατηρηθούν).  Κατ'αυτόν, η εν λόγω συνάρτηση περιέχει την ουσία απ’όπου πραγματοποιούνται κι όλα τα πράγματα της καθημερινότητας.   Δηλαδή αυτός όλος ο εν δυνάμει μη παρατηρούμενος κόσμος, είναι κυματοσυναρτήσεις οι οποίες αντιπροσωπεύουν την δυνατότητα που κατά τη μέτρηση γίνεται πραγματικότητα. (Η έννοια «μέτρηση» που ταιριάζει στην περίπτωσή μας, στο παγκόσμιο γίγνεσθαι μπορεί να παίρνει κι άλλες μορφές όπως επαφή, αλληλεπίδραση κλπ).

Η πιο αποδεκτή αντίληψη περί αντικειμενικότητας, μέσ’τα όρια της κβαντομηχανικής, θεωρείται αυτή του Μπώμ που είναι μια άποψη κρυφών μεταβλητών. ΄Οπως όλοι οι υποστηρικτές της ύπαρξης κρυφών μεταβλητών, ισχυρίζεται πως αν γίνουν γνωστές αυτές οι μεταβλητές, η αντικειμενικότητα της φύσης θα αποκατασταθεί.  Στην πρόταση αυτή, το κβαντικό σωμάτιο ακολουθείται από ένα πιλοτικό κύμα, που όντας υπερφωτεινό είναι απαρατήρητο. Αυτό μπορεί να πληροφορεί το κβαντικό σωμάτιο για κάθε δραστηριότητα που το αφορά με υπερφωτεινή ταχύτητα· στην περίπτωση αυτή το πληροφορεί για τη μέτρηση κι έτσι είναι έτοιμο να αποκριθεί ανάλογα.
     Η αδυναμία αυτής της πρότασης, που θα ήταν ανάσα για το θνήσκοντα ντετερμινισμό, είναι πως τον αντιστρατεύεται μ’έναν άλλο τρόπο. Καταρχήν πρέπει να δεχτεί ότι οι μεταβλητές αυτές είναι υπερφωτεινής ταχύτητας, αφού υποτίθεται ότι διαδραματίζονται κάτω απ’την επιφάνεια του κβαντικού κόσμου. Αυτές είναι απαρατήρητες, επειδή τα μέσα μέτρησης που είναι δυνατόν να έχουμε στον κβαντικό κόσμο, δεν μπορεί παρά να αντιδρούν σε φωτόνια. 
    Σ’αυτόν τον υποτιθέμενο υποκβατικό κόσμο των υπερφωτεινών δραστηριοτήτων, για να λυθούν οι αντιφάσεις των όποιων αβεβαιοτήτων, θα πρέπει να αποκαλυφτούν οντότητες με ενέργεια μικρότερη απ’το κβάντο ενεργείας. Φαίνεται έτσι ότι η τοπικότητα, όπως τη θέλει ο ντετερμινισμός, αλλά κι οι θετικοί όροι που θέλει να πατά πάνω τους, ακόμα και η ανιχνευσιμότητα που την έχει απόλυτα ανάγκη, εκεί δεν μπορούν να είναι απόλυτα προσιτά. Τελικά κι αυτή η πρόταση όπως διαμορφώνεται είναι πιθανόν να υπονομεύει το ντετερμινισμό αφού μια τοπικότητα αόριστη και υπερφωτεινή, ανοίγει το δρόμο σε μια διαδικασία απύθμενη με απειροστικό ένδυμα. Έτσι το ίδιο πρόβλημα θα περνούσε στα κατώτερα απ'το υποκβαντικό επίπεδα, αφήνοντας πάντα παρακαταθήκη ένα βαθμό αβεβαιότητας, ο οποίος σκιάζει κάθε μαθηματική βεβαιότητα, όταν γίνεται ορατό το στοιχείο του απείρου.  Το στοιχείο του απείρου, που για έναν υγειή ντετερμινισμό, είναι «το άσυλο της ανοησίας» (σύμφωνα με έναν μεγάλο μαθηματικό). Το άπειρο, που μιας εξαρχής είχε εξοστρακίσει απ’τον υγειή ορθολογισμό, ο πρώτος εργάτης του ορθολογισμού και του ντετερμινιμού, Παρμενίδης, αλλά που το αποδέχεται ως βασικό στοιχείο του παγκόσμιου γίγνεσθαι η διαλεκτική.

Θα πρέπει να τονιστεί, πως ορισμένες απόψεις που μας φαίνονται υπερβολικές και παράδοξες, έχουν προταθεί από μεγάλους επιστήμονες, που τις έχουν αιτιολογήσει. Από την άλλη όμως, το ότι αυτές οι προτάσεις είναι μεγάλων επιστημόνων που έχουν βασιστεί σε αυστηρά μαθηματικές διαδικασίες, δεν θα πει πως δε χωρούν αμφισβήτηση. Τα όποια μαθηματικά πάνω στα οποία στηρίζεται η επιστημονικότητα, είναι ένα απλό όργανο ανάπτυξης μιας φιλοσοφικο-ϊδεολογικής σύλληψης και είναι πιθανόν να περιέχει εκ της αρχικής αποδοχής ένα σφάλμα.  Ακόμα υπάρχει περίπτωση, στον κόσμο των κβάντα να χρειάζεται μια άλλη λογική προσέγγιση κι αυτό θα σήμαινε και κάποιο άλλο μαθηματικό εργαλείο.

Ο Αϊνστάιν κατηγορεί τη σχολή της Κοπενχάγης για σιωπηρή αποδοχή ακαριαίων αλληλεπιδράσεων. Μάλιστα ο ίδιος με συνεπίκουρους τους Ποντόλσκυ και Ρόζεν, έχει προτείνει το γνωστό νοητικό πείραμα, όπου ένα ειδικό μηχάνημα εκτοξεύει δίδυμα ηλεκτρόνια.   Αυτά σύμφωνα με τον Αϊνστάιν πρέπει να έχουν εξαρχής αντίθετο σπιν, ενώ για τη σχολή της Κοπενχάγης, αυτά είναι εν δυνάμει αντίθετα ως τη στιγμή της μέτρησης, εξαιτίας της οποίας αυτόματα πραγματώνονται τα δίδυμα ηλεκτρόνια, παρουσιάζοντας αντίθετο σπιν.
      Ο Αϊνστάιν θέτει το ερώτημα:  Αν αυτά τα δυο ηλεκτρόνια που εκτοξεύει το μηχάνημα έχουν απόσταση ετών φωτός, υπακούοντας στους νόμους του εν δυνάμει επιπέδου που αποδέχεται η σχολή της Κοπενχάγης, θα πρέπει να ανταποκρίνονται αυτομάτως στη διαδικασία μέτρησης.  Δηλαδή τη στιγμή της μέτρησης στο ένα ηλεκτρόνιο, το δίδυμό του σε απόσταση ετών φωτός, θα πρέπει να εκδηλώσει ακαριαία αντίθετο σπιν απ’το άλλο. Ο Αϊνστάιν δείχνει μ’αυτό τον τρόπο, ότι η σχολή της Κοπενχάγης κάνει αποδοχή ακαριαίων αλληλεπιδράσεων σ’αυτό το εν δυνάμει επίπεδο του κόσμου κάτι που αντιστρατεύεται στη θεωρία της σχετικότητας. 
     Αν οι αλληλεπιδράσεις αυτές δεν είναι ακαριαίες, τότε πρέπει να υπάρχει χώρος για μεταβλητές που η κβαντομηχανική δε μπορεί ν’ανιχνεύσει ή από αδυναμία αποκρύπτει, όντας ανεπαρκής.   (Αυτό το πείραμα λέγεται ότι πραγματοποιήθηκε στις μέρες μας, με επαρκείς όρους κι έδειξε ότι αν δύο κβαντικά αντικείμενα όπως τα δύο αυτά δίδυμα ηλεκτρόνια έχουν αλληλεπιδράσει στο παρελθόν και είναι από την ίδια τη γένεσή τους δίδυμα, τότε πράγματι ανταποκρίνονται αμφότερα ακαριαία στην κάθε επίδραση πάνω σε ένα από αυτά, ανατρέποντας τις αντιρρήσεις του Αϊνστάιν).
      Εκτός λοιπόν ότι κατηγορούν τη σχολή της Κοπενχάγης για σιωπηρή αποδοχή ακαριαίων αλληλεπιδράσεων καί αυτό το "εν δυνάμει" υποκβαντικό επίπεδο δεν είναι καθαυτό παρατηρήσιμο, αλλά βλέπουμε τ’αποτέλεσμα της δραστηριότητάς του όταν πραγματοποιούνται. Από την άλλη, ούτε και οι κρυφές παράμετροι είναι ορατές αφού είναι υπερφωτεινές. Γίνονται δεκτές μόνο και μόνο γιατί το κβαντικό γίγνεσθαι δεν πρέπει να ξεφεύγει απ’την αντικειμενικότητα και τον ντετερμινισμό. Όλοι λοιπόν κατηγορούν όλους ότι τελικά στηρίζονται σε υπερφωτεινές δραστηριότητες που όπως κι αν τις ονομάζουν, δε μπορεί παρά να είναι αλληλεπιδράσεις κι είναι αόρατες, αφού μπορούμε να «δούμε» μόνον ότι σχετίζεται με φωτόνια.
      Άσχετα όμως αν οι αντικειμενιστές θεωρούν ελλιπή την κβαντομηχανική, είναι το μόνο όργανο που διαθέτουν.  Αν ο Μπώμ ή κάποιος άλλος, είχε να προτείνει κάτι χρήσιμο στην έρευνα, ξεπερνώντας τα προβλήματα που λέγεται ότι προκύπτουν, όλοι θα έγερναν προς το ντετερμινισμό με χαρά, αφού όλοι αυτοί οι μεγάλοι επιστήμονες έχουν τραφεί στο τραπέζι του ντετερμινισμού αλλά φαίνεται ότι βλέπουν άλλα πράγματα στο εργαστήριο.΄Ολοι κάνουν κάθε προσπάθεια να περισώσουν ότι είναι δυνατόν, όμως φαίνεται ότι το κβαντικό γίγνεσθαι δε μπορεί παρά να θεωρηθεί αντιτερμινιστικά και ίσως με άλλη λογική διαδικασία.
    Ακόμα ο Χάιζενμπεργκ ισχυρίζεται ότι κατά τις αντιδράσεις διαχωρισμού των κβαντικών σωματίων, από ένα τυπικά μικρότερο σωμάτιο είναι φορές που προκύπτουν μεγαλύτερα. ΄Ετσι που ούτε η έννοια της διαίρεσης ούτε η έννοια του στοιχειώδους να λειτουργεί, όπως θα έπρεπε να γίνεται τυπικά αντιληπτή. (Αυτό σύμφωνα με τους αντιτερμινιστές, φανερώνει ότι στις κβαντικές διεργασίες, εκτός απ’το μέσο μέτρησης, το μετρούμενο αντικείμενο και τον παρατηρητή, παίρνει μέρος κι αυτό το ασαφές μα υπαρκτό εν δυνάμει υπόβαθρο. Αυτό που ίσως οι αντικειμενιστές με τη σειρά τους να θεωρούν ότι εξελίσσονται οι «κρυφές παράμετροι»).
    Απ’την άλλη, ακόμα κι αυτοί που υπερασπίζονται το ντετερμινισμό φαίνεται πως έχουν διαφοροποιηθεί ως προς τις κατευθύνσεις. Δεν μπορούν πια να αρνούνται την κβαντομηχανική πρακτική και ψάχνουν για ένα άλλο είδος ορθολογισμού, ίσως πιο ήπιο και εύπλαστο. Αυτό δείχνει η επισήμανση του Μπώμ ότι: «Στη θεωρία του πεδίου, κάθε κίνηση στην κβαντομηχανική, περιγράφεται με βάση τη δημιουργία-καταστροφή των στοιχειωδών σωματίων. ΄Ετσι κατά τη σκέδασή του προς άλλη κατεύθυνση ένα ηλεκτρόνιο, θεωρείται περιστατικό που περιγράφεται ως καταστροφή ενός ηλεκτρονίου σε μια θέση και δημιουργία άλλου σ’άλλη θέση. Εκεί γενικά η κίνηση ενός ελευθέρου σωματίου, περιγράφεται ως καταστροφή ενός σωματίου σ’ένα σημείο και δημιουργία άλλου-αλλού.  Η κίνηση γίνεται δεκτή σαν σειρά θέσεων δημιουργίας-καταστροφής που ως γενικό αποτέλεσμα έχει συγχρόνως την αλλαγή».  Αυτή η πρόταση θυμίζει την καταλυτική-συνθετότητα των όντων που έχει προτείνει δυόμισι χιλιετίες πριν η προσωκρατική διαλεκτική.
     Έτσι η Αριστοτελική αντίληψη και λογική δεν ταιριάζει στον κβαντικό κόσμο, αφού η αντικειμενικότητα που είναι το βάθρο όπου στηρίζεται ο ορθολογισμός, δε βοηθά πια τις λογικές διεργασίες.  ΄Οπως φαίνεται, εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ένα κόσμο όπου τα λεγόμενα αντικείμενα δεν είναι σαφώς αντικείμενα, μη έχοντας σαφή διαχωρισμό μεταξύ τους, έτσι οι ιδιότητες που τους προσδίδουμε παραδοσιακά, πρέπει να κοιταχτούν με «άλλο μάτι».  Επειδή η ταυτότητα των κβαντικών αντικειμένων, βρίσκεται σε συνεχή καταλυτικο-συνθετική διαδικασία παρουσιάζοντας αντιφατική φύση, η τυπική λογική εκεί θα πρέπει να ακυρώνεται.  Μια νέα καταλυτικο-συνθετική διαλεκτική τυπικότητα πρέπει να χρησιμοποιηθεί.

ΜΙΑ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ

Η Λογική είναι η βασική κριτική πρακτική για την ορθή ερμηνεία του κόσμο και τη δράση σύμφωνα με τα συμπεράσματα που συνάγουμε από αυτή.  Αυτός ο ορισμός για την Λογική όμως, μολονότι αναγκαίος, είναι γενικός και αφηρημένος.  Για να μπορέσει να οριοστεί η έννοια αυτή πρέπει να προηγηθεί μια προϋπόθεση  γνωσιολογική-επιστημολογική:  Αν ο ανθρωπος είναι προϊόν του παγκόσμιου Γίγνεσθαι, πρέπει να περιέχει κωδικά γεγραμμένες στη δομή του, όλες τις στιγμές αυτής της πορείας. Δηλαδή η μορφή και η δομή του είναι πρόσωπα αυτής της καταγραφής.    Ο εγκέφαλος λοιπόν του ανθρώπου, είναι κι αυτός μια κωδική καταγραφή εμπειρίας και γνώσης της πορείας του κόσμου μέσα σε κάθε άνθρωπο. Υποθέτουμε ότι όλες αυτές οι καταγραφές, συνοψίζονται σε μια μικροδομική καταγραφή, τον κωδικα ζωής του ανθρώπου, δηλαδή το DNA του.   Η καταγραφή αυτή, είναι μια γλώσσα μέσα μας που δεν έχει ακόμα όλη διαβαστεί.
    Κάθε εμπειρία που διοχετεύεται στον κληρονομικό γνωστικό μηχανισμό, απ'τη μια τον διεγείρει και τον αφυπνίζει, ξαναθυμίζοντάς του "αρχαίες" καταβολές που χάνονται βαθιά μεσ'τους προγόνους, το ζώο και τη φύση, αποκωδικοποιώντας τες, απ'την άλλη η εμπειρία αυτή μη όντας απόλυτα ίδια με την αντιστοιχία της στον κληρονομικό γνωστικό μηχανισμό, αναδιαμορφώνει πλουτίζοντάς την αρχαία καταβολή που βρίσκει.  Έτσι την αποκωδικοποίηση που ακολουθεί με την είσοδο της εμπειρίας στον γνωστικό μηχανισμό, ακολουθεί και μια νέα καταγραφή επανακωδικοποίησης ή συνειδητής κωδικοποίησης που αναδιαμορφώνει και τη δομή του ίδιου του εγκέφαλου.    Η πορεία αποκωδικοποίησης και συνειδητής επανακωδικοποίησης του γνωστικού μηχανισμού είναι η Λογική και η Συνείδηση,  ενώ το μέρος του γνωστικού μηχανισμού που δεν έχει αποκωδικοποιηθεί παραμένοντας στη κατάσταση που ήταν κληρονομικά, είναι το συναίσθημα, η ενόραση και γενικά όλες οι ανεξήγητες (και για κάποιους θεωρούμενες ως μεταφυσικές) ιδιότητες του ανθρώπου, δηλαδή η Αισθητική.
     Σύμφωνα μ'αυτή την οντολογική άποψη "η γνώση είναι δυνατή", γιατί μέσω της εμπειρίας και της κριτικής αποκωδικοποιούμε την πορεία του κόσμου, όπως αυτή είναι πολυδιάστατα γεγραμμένη στον κληρονομικό γνωστικό μας μηχανισμό.   Όλες οι δομές του ανθρώπινου κληρονομικού γνωστικού μηχανισμού είναι επανακωδικοποιημένες ξανά και ξανά, σε μιαν ατέλειωτη πορεία στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Γι'αυτό η εμπειρία φτάνει όπως πραγματικά είναι στην ανθρώπινη συνείδηση και κάθε πιθανή αλλοίωση δεν είναι φαινομενική αντανάκλαση της πραγματικότητας αλλά η ίδια η πραγματικότητα που δομείται σε απεριόριστες διαστάσεις.
     Η οντολογική αυτή άποψη μπορεί να γίνει κατανοητή με δύο τρόπους που εξαρτώνται από το πως αντιλαμβάνεται κάποιος τον κόσμο:
   Α. Ο ένας τρόπος είναι αντιθετικός (ορθολογικός), που δέχεται ότι στο βάθος ο κόσμος και η γλώσσα περιγραφής του αυτή συντίθεται από μια σειρά έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη (γνώσιμα ή όχι), τα οποία συνιστούν δυναμικά συστήματα.  Μέσα στα συστήματα τα στοιχειώδη που τα συνιστούν αλληλεπιδρούν χωρίς να παραβιάζουν τα όρια μεταξύ τους.  Έτσι όμως τα έσχατα στοιχειώδη που συνιστούν αυτό το γλωσσικό σύστημα, δρώντας ως απόλυτοι όροι, προϋποθέτουν λειτουργώντας, από μια στιγμή και μετά, την επανάληψη μιας προδιαγεγραμμένης σειράς παιγνίων, δηλαδή των "συνθετικών προτύπων του τέλους" που είναι και τα όρια αυτού του συστήματος. Δηλαδή από τη στιγμή που ετέθησαν οι απόλυτοι όροι του συστήματος, τα συνθετικά πρότυπα του τέλους που προϋποθέτουν αυτοί οι όροι, είναι εκεί εκ των προτέρων περιμένοντας να πραγματοποιηθούν.
    Αυτός είναι ένας κόσμος αντικειμενικότητας κλειστός και τελεολογικός, που έχει προκαθορισμένα όρια ως αποτέλεσμα των όρων της λειτουργίας του, μη μπορώντας παρά να προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κόσμου Ιδεών, που υπάρχει από τη στιγμή που τέθησαν οι όροι κάθε παιγνίου, περιμένοντας να πραγματοποιηθούν από τη λειτουργία του. Ένας τέτοιος κόσμος ιδεών πρέπει να υπάρχει πριν από τα πράγματα, μαζί με τα πράγματα και μετά τα πράγματα, συνιστώντας έτσι το κλειστό αντιθετικό, αντικειμενικό σύστημα, μιας επιστημονικότητας που ξεκινά από τον Αριστοτέλη και καταλήγει στο Νεύτωνα.   Η συζήτηση "αν υπάρχει η ιδέα πριν ή μετά τα πράγματα" δεν έχει νόημα.  Νόημα έχει η συζήτηση "αν ο κόσμος θεωρείται ανοικτό ή κλειστό σύστημα", "πως ένα κλειστό ή ένα ανοικτό σύστημα είναι λογικά δυνατόν" και τι ικανοποιεί τον διανοητή που επιλέγει από κει και πέρα το γνωστικό του ήθος και τη λογική του.
    Αυτός ο αντιθετικός τρόπος είναι ένας διαφορικός ορθολογισμός που η διαφορικότητα σταματά στα έσχατα και αναλλοίωτα στοιχειώδη αυτού του αντιθετικού κόσμου.  Η αποδοχή αυτού του τρόπου ύπαρξης για τον κόσμο, δηλαδή ως κλειστού συστήματος που έχει μια προσδιορισμένη σειρά θετικών και αναλλοίωτων όρων λειτουργίας και ορίων του τέλους (κρυφών ή φανερών, γνώσιμων ή μη γνώσιμων), αντιλαμβάνεται το Γίγνεσθαι ως κλειστό τετελεσμένο και φαινομενική αντανάκλαση της λειτουργίας του συστήματος των προκαθορισμένων όρων και ορίων.  Έτσι ο Ορθολογισμός γενικά προϋποθέτει την ύπαρξη ενός Λογικού Αιτίου (ενός πρώτου κινούντος) εκτός του συστήματος, που αυτό μπορεί να φανερώνεται ως κόσμος Ιδεών και που τίποτα δεν απαγορεύεται λογικά αυτό να ονομασθεί Θεός.  Αυτό το λογικά "πρώτο κινούν" όμως, με τη σειρά του εντάσσεται ως "απαράβατος όρος" στο τετελεσμένο σύστημα, έτσι που ως άπειρο και αιώνιο να συνιστά τη συνεχή επανάληψη μιας μεγάλης αλλά προκαθορισμένης και τετελεσμένης επανάληψης των ίδιων φαινομενικών παιγνίων.
    Η έννοια λοιπόν της ύπαρξης κάποιου Θεού Δημιουργού, από όποια οπτική κι αν γίνει ορατή, ως λογική σύλληψη αυτοκαταρρέει.
   Β.  Ο δεύτερος τρόπος είναι ο αντιφατικός, όπου ο κόσμος και η γλώσσα περιγραφής του είναι Όλον σε συνεχή εξέλιξη.   Αυτό είναι δυνατόν όταν δεν υπάρχει σύστημα αναλλοίωτων στοιχειωδών εσχάτων.  Σύμφωνα μ'αυτή την άποψη τα όποια στοιχειώδη, αλληλεπιδρώντας, προεκτείνονται το ένα μέσα στ'άλλο, χωρίς ν'αφήνουν απαραβίαστα όρια μεταξύ τους κι έτσι "βγαίνουν΄" έξω από τα όρια των αλληλεπιδρώντων ταξιδεύοντας στο σύμπαν κι επιστρέφοντας απ'αυτό.   Γι'αυτό τον λόγο, κάθε "στοιχειώδες" έχει αντιφατική φύση περιέχοντας το Όλον με έναν δικό του τρόπο. Ο τρόπος αυτός είναι ο κώδικας καταγραφής του Παγκόσμιου Γίγνεσθαι μέσα στο στοιχειώδες, όπως αυτό έχει εξελιχθεί ως τη μορφοποίησή του, περιέχοντας με τρόπο δαιδαλώδη και παράκεντρο, όλες τις στιγμές και τα πρόσωπα του ως τότε κόσμου. Με την προϋπόθεση αυτή ο κόσμος είναι Ένα Όλον, Μία Γλώσσα, Μία Γραφή σε συνεχές Γίγνεσθαι.  Έτσι τίποτα δεν μας απαγορεύει λογικά να δεχτούμε ότι ο κληρονομικός μηχανισμός γνώσης και δράσης του ανθρώπου έχει αντιφατική φύση, προϋποθέτοντας ελευθερία ατομικής επιλογής σ'έναν κόσμο ανοικτό, που κάθε στοιχειώδες του περιέχει το στοιχείο του ανεπανάληπτου. Το γίγνεσθαι που έχει αποτέλεσμα αυτό το σύστημα μπορεί να ονοναστεί διαλεκτική και τίποτα δεν του απαγορεύει λογικά να δεχτεί την ανυπαρξία κάποιου θεού για τη λειτουργία του. Δηλαδή όταν κάποιος είναι "από την αρχή ως το τέλος διαλεκτικός" δικαιούται να είναι υλιστής και άθεος, αντίθετα δε μπορεί παρά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να είναι ιδεαλιστής κι έτσι δε δικαιούται να είναι πέρα για πέρα, ούτε διαλεκτικός ούτε να είναι άθεος.
    Η αντιθετική διαλεκτική, δηλαδή ο Διαφορικός Ορθολογισμός, δεν μπορεί παρά να αντιλαμβάνεται το Γίγνεσθαι ως φαινομενικό, ενώ η αντιφατική διαλεκτική την οποία θα ονομάσω Αντιφατικό Ορθολογισμό, αντιλαμβάνεται το Γίγνεσθαι ως αληθινό.
    Το πως μια τέτοια πρόταση είναι λογικά δυνατή θα προσπαθήσω να δικαιολογήσω στην εργασία που ακολουθεί. Επίσης η εργασία αυτή φιλοδοξεί να υπαινιχτεί απαντήσεις και να δικαιολογήσει λογικά τα πάρα κάτω ερωτήματα:
α. Πως η αντιφατική μονάδα και το αντιφατικό στοιχειώδες, δηλαδή η αντιφατική ταυτότητα και η αντιφατική αιτιότητα είναι λογικά δυνατή. Από κει και πέρα πως η Διαλεκτική Λογική και η τυπικότητά της είναι δυνατή.
β. Πως ο κόσμος είναι δυνατός σαν ανοικτό σύστημα.
γ. Πως η κίνηση κι η αλλαγή (το γίγνεσθαι), είναι δυνατά ως αληθινά και όχι ως φαινομενικά.
δ. Πως το Όλον (το σύμπαν) είναι λογικά δυνατό ως αμφίδρομο επικοινωνιακό πλέγμα θέσεων λήψης-εκπομπής μηνυμάτων.
ε. Πως η ενότητα του Μεγάλου ως πρός το Μικρό στον κόσμο μας είναι λογικά δυνατή.
ζ. Πως το παγκόσμιο επικοινωνιακό πλέγμα θέσεων λήψης-εκπομπής μηνυμάτων, είναι δυνατόν ως μια οντολογική λογικο-γλωσσική σύνταξη, δηλαδή ως μια Αντιφατική Βιο-γεωμετρία.
η. Πως η νόηση και η ενόραση είναι λογικά δυνατές.
θ. Πως η συγκρότηση μιας διαλεκτικης-υλιστικής τυπικότητας θα μπορούσε να είναι δυνατή κι από που θα μπορούσε να ξεκινήσει.

Στη συνέχεια με προϋπόθεση ότι ο κόσμος είναι εν τω γίγνεσθαι, θ'ακολουθήσει μια σειρά αφηρημένων διεκρινήσεων η οποία θα μπορούσε να προσδιορίσει το "πως η αντιφατικότητα του Είναι είναι δυνατή". Έτσι που να μπορέσουν ν'απαντηθούν τα προηγούμενα ερωτήματα.
 
ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΈΓΓΙΣΗ ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

1. Η υλική πραγματικότητα (ο κόσμος), υπάρχει με δυο τρόπους, που ενώ είναι αντίθετοι μεταξύ τους, ο ένας δεν αναιρεί τον άλλον, αλλά σε προέκταση τον ολοκληρώνει συνιστώντας μιαν αντιφατική ενότητα.
2. Υπάρχει ως συγκεκριμένο γεγονός, που σε κάθε του στιγμή είναι μοναδικό κι αλληλοκαθορίζεται με όλα τα άλλα συγκεκριμένα γεγονότα, που καθένα τους είναι πεπερασμένο.
3. Από την όψη των πεπερασμένων συγκεκριμένων γεγονότων, που μόνο με αυτά μπορούμε να έλθουμε σε άμεση επαφή, ο κόσμος υπάρχει πάντα με κάποιο τρόπο πεπερασμένο.
4. Κάθε πεπερασμένο γεγονός έχει ως όρια ύπαρξης, τα άλλα συγκεκριμένα πεπερασμένα γεγονότα, που κάθε δεδομένη στιγμή αλληλοδιαμορφώνεται κι αλληλοκαθορίζεται μ’αυτά, σε ευρύτερη ή στενότερη συνάφεια.
5. Υπάρχει μια ποσοτική κλίμακα που εκφράζει αυτή τη συνάφεια. Αυτή συνίσταται από τον αυτοκαθορισμό που ξεκινά βαθιά μέσα από τον εαυτό, περνά στην αλληλοδιαμόρφωση και αλληλοκαθορισμό με τα γεγονότα του στενότερου περιβάλλοντος, στη συνέχεια του ευρύτερου και τελικά με το σύμπαν, που είναι ο παντοτινά άλλος εαυτός, που αναγκάζει το γεγονός σε κάθε αντιπαράθεση με τον εαυτό του, να είναι διαφορετικό.
6. Έτσι το πεπερασμένο, από μιαν άλλη όψη, είναι ακριβώς αυτό το ίδιο άπειρο αφού το γεγονός δε μπορεί απόλυτα να οριστεί, από που αρχίζει και που τελειώνει.

7. Ο κόσμος, ως  Όλον, είναι η Kαθολικότητα αυτών των αλληλοκαθορισμών που κάθε της στιγμή είναι Μοναδική και Πάντα Διαφορετική. 
8. Ο κόσμος καθαυτός υπάρχει ως καθολικός αίροντας συνεχώς τον εαυτό του.  Είναι Πάντα Αυτός, Όντας Συνεχώς Άλλος.  Είναι η αντιφατικότητα γυμνή, ως Ουσία Καθαυτή, το εν Δυνάμει Είναι, δηλαδή το δυναμικό υπόβαθρό του Κόσμου, το Γίγνεσθαι ως Ουσία.

9. Ο Χρόνος σαν Χθες δεν υπάρχει, σαν Αύριο δεν υπάρχει, το Τώρα είναι Πάντα, το Τώρα που δεν Είναι, που Είναι Πάντα Άλλο. Αυτό είναι η αιώνια αιχμή του φθίνοντος παρόντος, που τείνοντας προς το Μηδέν τείνει συγχρόνως προς το Αιώνιο και άπειρο.

10. Η υλική καθολικότητα ως συνέχεια των συγκεκεριμένων ασυνεχών είναι η αφηρημένη έκφανση της γενικότητας των συγκεκριμένων αλληλοκαθορισμών.
11. Εδώ στη μέγιστη συνέχεια το αφηρημένο αίρεται ως τέτοιο κι εξυψώνεται σ’ένα νέο συγκεκριμένο, την Αέναη Κίνηση ως Ουσία.
12. Ο κόσμος είναι απεριόριστα ασυνεχή γεγονότα, που όσο πιο στατικά, τόσο πιο συγκεκριμένα είναι και στη μέγιστη στατικότητα ή στην ελάχιστη χρονική τμήση, η στατικότητα αίρεται περνώντας στην Αέναη Κίνηση. (Οι ελάχιστες χρονικές τμήσεις τείνοντας προς στο Μηδέν, γίνονται άπειρη συνέχεια, δηλαδή το άπειρο μέτρο και τ’απεριόριστα ασυνεχή συγκεκριμένα γίνονται μια συνέχεια αφηρημένη που είναι ένα νέο συγκεκριμένο, ως Αέναη Κίνηση).
13. Τα συγκεκριμένα υλικά γεγονότα, είναι τόσο σταθμιζόμενα και συγκεκριμένα, όσο σχετικά, ενώ σε σχέση μ’αυτά, το αφηρημένο είναι το αστάθμητο, το ενιαίο, το συνεχώς διαφορετικό.  Όμως στην έσχατη διαφορικότητα και ακαριαία αλλαγή, η αφηρημένη διαφορετικότητα, αίρεται σε ένα άλλο συγκεκριμένο που προϋποθέτει διαφορετική λογική στάθμιση και προσέγγιση.

14. Υπάρχουν δυο αντίδρομες λογικές προσεγγίσεις που προεκτείνονται η μια μέσα στην άλλη, έτσι που το συγκεκριμένο και το αφηρημένο να είναι ένα συνεχές,―η εξύψωση σ’ένα νέο συγκεκριμένο―, η Κίνηση ως ουσία, το αέναο Γίγνεσθαι.
15. Ο κόσμος μας είναι τόσο συνέχεια όσο ασυνέχεια, τόσο αφηρημένος όσο συγκεκριμένος, τόσο άπειρος όσο πεπερασμένος. Το τετμημένο και ασυνεχές, προεκτείνεται στο Σύμπαν που είναι το συνεχές, ενώ το Σύμπαν και συνεχές, αντιπροεκτείνεται βυθιζόμενο στο τετμημένο και ασυνεχές, συνιστώντας μιας αντιφατική ενότητα όπου το ένα μάχεται το άλλο αλλά συγχρόνως είναι και η αιτία του.
16. Όσο βαθαίνουμε στο συγκεκριμένο γεγονός, τόσο μακρύτερα ταξιδεύουμε έξω απ’αυτό, στην υλική ενότητα του σύμπαντος. Όσο απλωνόμαστε στο Σύμπαν, το αφηρημένο, τόσο επιστρέφουμε βυθιζόμενοι στο συγκεκριμένο.

γεγονός και θέση

17. Κάθε γεγονός συνίσταται σε μια θέση, λόγω της ροής-αντιροής υπογεγονότων στη θέση αυτή που κάνουν το γεγονός μια καταλυτικο-συνθετική πραγματικότητα.  Η θέση αυτή λοιπόν συνεχώς λαμβάνει-εκπέμποντας υπογεγονότα κι έτσι το γεγονός που συνίσταται εκεί είναι σύνθεση ροής-αντιροής-λήψης-εκπομπής μηνυμάτων.
18.  Κάθε γεγονός βρίσκεται σε Θέση, η οποία είναι αποτέλεσμα ροής-αντιροής-λήψης-εκπομπής υπογεγονότων (μηνυμάτων) στο Σύμπαν και από το Σύμπαν, συνιστώντας σχέση αντίθεσης-ενότητας-αλληλοκαθορισμού-αλληλοδιαμόρφωσης των γεγονότων του κόσμου μας.  Δηλαδή η ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ τους, προϋποθέτει τον αλληλο-καθορισμό τη συνάφεια και την αλληλο-πραγμάτωση των συγκεκριμένων γεγονότων.  Έτσι η φύση των γεγονότων είναι τόσο όμοια όσο και ανόμοια μεταξύ τους, τόσο όμοια όσο και ανόμοια με τον εαυτό τους.
19.  Είναι αδύνατον κάποιο γεγονός, να κάνει λήψη-εκπομπή μηνυμάτων (ν’αντιλαμβάνεται αυτό το γίγνεσθαι λήψης-εκπομπής-ροής-αντιροής) απόλυτα ίδια με κάποιο άλλο γεγονός.
20. Υπάρχει κλίμακα διαφορετικής "αντίληψης" κάθε γεγονότος για τον κόσμο, από την αντίληψη των άλλων γεγονότων και για κάθε άλλο γεγονός ξεχωριστά.

21. Η "αντίληψη" του γεγονότος για τον κόσμο ξεκινά απ’την όψη αυτού του γεγονότος για τον ίδιο τον εαυτό του, δηλαδή τον αυτοκαθορισμό του, που διαφοροποιούμενη διαδοχικά, περνά στην όψη αυτού του γεγονότος για τα άλλα γεγονότα του περίγυρου, δηλαδή στον αλληλοκαθορισμού του με τα Άλλα, και τελικά καταλίγει στον αλληλοκαθορισμό του με το απώτατο σύμπαν. Η "αντίληψη" αυτή διαμορφώνεται απ’την απόσταση και τον τρόπο λήψης-εκπομπής, συνιστώντας μια κλίμακα σταδιακής διαφορετικότητας.
22.  Δηλαδή το γεγονός στέλνει μηνύματα που καταλήγουν στο σύμπαν. Αυτά περνώντας σταδιακά από τα γεγονότα του περιβάλοντος, αντιπαρατίθενται μ’αυτά και επιστρέφοντας πίσω στο γεγονός μεταφέρουν τη διαφορά.
23.  Υπάρχει κλίμακα λήψης-εκπομπής-ροής-αντιροής μηνυμάτων, που ξεκινά απ’την αντιπαράθεση με τον εαυτό, περνά στην αντιπαράθεση με τα γεγονότα του στενότερου περιβάλλοντος, μετά του ευρύτερου και τελικά με το Σύμπαν, που είναι ο Αιώνια Άλλος Εαυτός.
24. Κάθε αντιπαράθεση είναι και ένας κόμβος αναχώρησης-επιστροφής. Έτσι το μήνυμα διαμορφώνει το γεγονός που το έλαβε, διαμορφωνόμενο από αυτό, διαμορφώνοντας στην επιστροφή και το γεγονός που το έστειλε. Και τελικά μετά από την απεριόριστη διαδικασία κλιμακωτής αναχώρησης-επιστροφής μυνημάτων προς όλα τα γεγονότα του κόσμου, διαμορφώνει το σύμπαν διαμορφωνόμενο συγχρόνως από αυτό.

25. Έτσι κάθε μήνυμα, κάνει απεριόριστους κύκλους αναχώρησης-επιστροφής που ορίζονται σε μια κλίμακα διαφορετικότητας, διαμορφώνοντας το σύμπαν, διαμορφωνόμενο απ’το σύμπαν.
26. Κάθε κύκλος αναχώρησης-επιστροφής, είναι κι ένας κόμβος που θέτει τα όρια του συγκεκριμένου. Περνώντας το μήνυμα από όλους τους κόμβους διαφορικότητας, σε κάθε κόμβο ορίζει τον εαυτό ως προς την αντίθετή του όψη. Η ολοκλήρωση της γνώσης του εαυτού βρίσκεται στο βαθμό που το ίδιο πια έχει αρθεί, αφού το απώτατα αντίθετό του όντας απόλυτα ίδιο δεν υπάρχει πια.

27. Κατά τη διαδικασία αυτή της ανταλλαγής μηνυμάτων, δηλαδή της αναχώρησης-επιστροφής των μυνημάτων από τη συγκεκριμένη θέση προς το σύμπαν, αυτά επιστρέφουν με τόσο πιο διαφορετικά όσο μεγαλύτερη η απόσταση επαναφοράς και επαληθεύουν-διαψεύδοντας το γεγονός στην θέση που ξεκίνησαν. Δηλαδή το επιβεβαιώνουν λίγο πιο κει. Για το λογο αυτό και το ίδιο το γεγονός ξεκινά απ’την ίδια θέση με τον εαυτό κι επανέρχεται-απομακρυνόμενο. Αυτό υπάρχει σε μια συνεχή ταύτηση με τον εαυτό, που ξεκινά από μέγιστη (που είναι η αέναη αναχώρηση) που ως ταύτηση συνεχώς αραιώνει, καταλήγοντας σ’ελάχιστη (που ακριβώς εκεί είναι η θέση της αέναης επιστροφής).  Ανάμεσα σ’αυτές τις δυο ακραίες θέσεις, υπάρχουν απεριόριστες θέσεις-κόμβοι αναχώρησης-επιστροφής, όπου το γεγονός είναι τόσο υπαρκτό όσο σχετικό, ενώ στις δυο ακραίες και απόλυτες θέσεις δε μπορεί να υπάρξει, γιατί έχει αρθεί όντας το ακαριαίο-ακίνητο υπόβαθρο του κόσμου (το εν δυνάμει Είναι). 
    Όλο αυτό το γίγνεσθαι, θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε αντιφατική ταυτότητα, της οποίας την έννοια θα ολοκληρώσουμε στη συνέχεια.

ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΔΟΛΟΓΙΑ  ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΒΙΟΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ,
― ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΕΣ―

σημείο, ευθεία, χώρος και χρόνος

28.  Αν ο κόσμος μας εξελίσσεται αληθινά, δηλαδή είναι ένα ανοικτό σύστημα που κάθε του στιγμή έχει μέσα το στοιχείο του ανεπανάληπτου, πρέπει οι όροι της ύπαρξής του να είναι αυτοαναιρούμενοι, δηλαδή να έχουν αντιφατική φύση συνιστώντας μιαν Αντιφατική Γεωμετρία.
29.  Μια Αντιφατική Γεωμετρία πρέπει να έχει στοιχεία διαφορετικά απ’αυτά της Ευκλείδειας Γεωμετρίας.     Στην Ευκλείδεια Γεωμετρία, το σημείο η ευθεία και ο χώρος είναι έννοιες σε ιδεώδη κατάσταση, όντας η μια ξέχωρη από την άλλη και ακίνητες.  Εκεί ο χώρος είναι τρισδιάστατος ακίνητος και προεκτείνεται επ’άπειρον προς όλες τις κατευθύνσεις. Είναι κάτι ξέχωρο και μοναδικό που μέσα του τοποθετούνται όλα τ’άλλα, χωρίς η ύπαρξή του να εξαρτάται απ’αυτά. Μπορεί να υπάρχει και να είναι νοητός χωρίς αυτά που περιέχει, όντας τελικά μια έννοια.
―Το ευθύγραμμο τμήμα αν προεκταθεί επ’άπειρον δε συναντά τον εαυτό του κι οι παράλληλες ευθείες δεν τέμνονται.
―Το σημείο είναι ιδεώδες,  δηλαδή δεν έχει διαστάσεις. 
―Άσχετα με το τι μπορεί να συμβεί σε κάποιο απ’αυτά τα στοιχειώδη, δεν είναι αναγκαίο να συμβεί τίποτα στ’άλλα.

30. Αντίθετα μια Αντιφατική Γεωμετρία θα είχε το χαραχτηριστικό της εγγενούς κίνησης κι αλληλεξάρτησης των στοιχειωδών που τη συνθέτουν:  Ο χώρος, η ευθεία, το σημείο και λόγω της εγγενούς της κίνησης καί ο χρόνος, είναι όλα μαζί ένα γεγονός σε συνεχή κίνηση κι αλληλεξάρτηση. Καθένα απ’αυτά τα στοιχειώδη είναι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, γιατί η σχέση του μ’όλα τ’άλλα το υπαγορεύει. Αυτά συνιστούν γίγνεσθαι συνεχούς αλληλεπίδρασης και αλληλοδιαμόρφωσης.
31. Το σημείο στην κατάσταση αδρανείας, δε μπορεί παρά να νοηθεί ως κινούμενο ευθύγραμμα και ομαλά. Από την ευθύγραμμη και ομαλή πορεία του σημείου συνίσταται η ευθεία που έτσι δεν είναι ιδεώδης, όπως την έχουμε μέσα στο νού μας, αλλά πραγματική έχοντας και την ανάλογη κυρτότητα.
32. Δηλαδή η πορεία του σημείου μέσα στο χώρο, μετατρέπεται από ευθύγραμμη σε κυρτή, αφού ο χώρος για να είναι αληθινός κι όχι ιδεώδης ως αδρανιακή κατάσταση έχει την περιστροφή.
33. Χώρος για το κινούμενο ευθύγραμμα και ομαλά σημείο, (το Ένα), είναι η απεριόριστη σειρά των συγκεκριμένων ομοίων σημείων (των Πολλών), που καθένα απ’αυτά πορεύεται ευθύγραμμα κι ομαλά, από διαφορετική αφετηρία και προς διαφορετική κατεύθυνση συγχρόνως. Έτσι η πορεία αυτού του Ενός τέμνει διαδοχικά τις πορείες όλων των άλλων συγκεκριμένων Πολλών, που το Ένα σχετίζεται μ’αυτά. Γι’αυτό το λόγο τα Πολλά συγκεκριμένα συνιστούν Όλον, που σχετικά με το πορεύμενο-Ένα είναι ο περιστρεφόμενος Χώρος του.
34.  Οι τομές της ευθύγραμμης πορείας του Ενός πάνω στις πορείες των Πολλών, λόγω της περιστροφής τους ως Όλον σε σχέση με το Ένα, (που για το Ένα αυτό το Όλον, είναι ο Χώρος), διαψεύδουν την ευθύγραμμη πορεία του, μετατρέποντάς την σε κυρτή.

35. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι το πορευόμενο-Ένα ευθύγραμμα και ομαλά, "θέλοντας" να πετύχει την απόλυτα ευθύγραμμη πορεία, αρχίζει να επιταχύνεται για να προλάβει την περιστροφή. Η πορεία του μπορεί να "ισιώνει", αλλά δεν μπορεί να γίνει απόλυτη ευθεία, παρά μόνο στην ακαριαία ταχύτητα.  Σ’αυτήν την ταχύτητα όμως κάθε απόσταση που θα μπορούσε να καλύψει ένα σημείο κινούμενο "ευθύγραμμα και ομαλά", χάνει το νόημά της, αφού στην ακαριαία ταχύτητα βρίσκεται την ίδια στιγμή παντού, έχοντας διασταλλεί στο σύμπαν. Αν Α―Β είναι η απόσταση υποθετικά ευθυγράμμου τμήματος, που θα καλύψει το πορευόμενο σημείο, τότε τα σημεία Α και Β, στην ακαριαία ταχύτητα, απωθούνται στο άπειρο, ενώ συγχρόνως έχουν συμπέσει στην ίδια θέση, κάνοντας την απόσταση Α―Β μηδενική και άπειρη. Αυτό μπορούμε να το αντιληφθούμε σαν μιαν ακαριαία έκρηξη αλλαγής κι επαναφορά συγχρόνως στην ίδια θέση.

36.  Αν λοιπόν ένα σημείο κινείται ευθύγραμμα και ομαλά στο σύμπαν, δεν φτάνει ποτέ στη θέση που ξεκίνησε, περνά απεριόριστες φορές από κει, είναι πάντα εκεί.  Μόνον αυτός ο ορισμός μπορεί να εκφράσει την ουσία της ευθύγραμμης πορείας, ως απόλυτης, η οποία σε προέκταση είναι η αντιφατική ταυτότητα ως αφηρημένη.
37. Η απόλυτα ευθύγραμμη και ομαλή πορεία, είναι η κατάσταση που το γεγονός είναι ακίνητο-ακαριαίο-μηδενικό-άπειρο, όντας η αντιφατικότητα γυμνή, η αέναη αλλαγή.
38. Η ευθύγραμμη και ομαλή πορεία ως συμβατική όμως έχει ως σύνδρομο την κυρτότητα.  Είναι η ευθεία που συνιστούν οι άπειροι κόμβοι, που καθένας πορεύεται τείνοντας να καλύψει τις άπειρες θέσεις ελλειπτικής σφαίρας.  Έτσι η ευθύγραμμη και ομαλή πορεία, είναι κάτι που ένα γεγονός "επιτυγχάνει και δεν επιτυγχάνει" συγχρόνως.  Το επιτυγχάνει στη μορφή της ελλειπτικής σφαίρας αλλά δεν το επιτυγχάνει στη μορφή της απόλυτης επιβεβαίωσης, που είναι η απόλυτη ευθεία.

39. Το νοητικό αυτό πείραμα φανερώνει τη σχέση σημείου, πορείας και χώρου, όπου η συμπεριφορά του ενός εξαρτάται απ’τη σχέση του με τα άλλα, συνιστώντας μιαν ενότητα.  Η ενότητα αυτή είναι μια αντιφατική χωρο-χρονικότητα, όπου Χώρος, Χρόνος και Είναι θεωρούνται αδιαχώριστα.
40. Ανάλογα με την ταχύτητα του σημείου διαγράφεται κι η ευθύτητα της πορείας, που όσο μεγαλύτερη είναι, τόσο μεγαλύτερος κι ο χώρος που ορίζεται μέσα στην κυρτότητά της, επιτάσσοντας και την ανάλογη περιστροφή του πορευομένου σημείου γύρω απ’τον εαυτό του, αλλά και την περιστροφή του χώρου αντίθετα προς αυτή του σημείου.
     Εδώ φαίνεται και ο λόγος που μπορεί να ονομάζεται η σχέση πορείας του σημείου με την περιστροφή γύρω από τον εαυτό "χωρόχρονος", αφού η πορεία ορίζει το μήκος κύματος των υπογεγονότων που συνιστούν-καταλύοντας το γεγονός, και η περιστροφή τη συχνότητα επανάληψης διόδου τους από τη θέση που συνίσταται-καταλυόμενο το γεγονός.
41. Έτσι το περιστρεφόμενο σημείο είναι ένας αντίχωρος(χρόνος) που ξετυλίγεται-απλώνοντας στο χώρο, ενώ ο χώρος τυλίγεται συμπτυσσόμενος μέσα στο σημείο. Αυτό γιατί οι θέσεις τομής της πορείας των Πολλών απ’το Ένα (που είναι ο χώρος που αντιστοιχεί στην πορεία του Ενός), διαμορφώνεται σε μια κλίμακα θέσεων, που ξεκινά από τη θέση τομής που το σημείο τέμνει την πορεία ενός εκ των Πολλών Άλλων και περνώντας από όλες τις πιθανές διαδοχικές θέσεις τομής Πολλών συγχρόνως, δηλαδή συγχρόνως τη θέση τομής της πορείας δύο άλλων, τριών άλλων, τεσσάρων, πέντε κλπ, καταλήγει στη θέση που το πορευόμενο-Ένα να τέμνει τις πορείες Όλων των Άλλων συγχρόνως. Όπου εκεί είναι και το συμβατικό κέντρο του περιστρεφόμενου χώρου, ο οποίος σχετίζεται με το εν λόγω σημείο, το οποίο ουσιαστικά είναι το επίπεδο του μηδενός και απείρου όπου η περιστροφή υπάρχει ως ακαριαία ταλάντωση του όλου.  (Έτσι το σημείο πορεύεται-διαστελλόμενο στο χώρο, ενώ συγχρόνως ο χώρος αντιπορεύεται βυθιζόμενος και συστελλόμενος στο σημείο).

42. Όλο αυτό από μιαν άλλην όψη, είναι το Ένα, που τέμνοντας διαδοχικά και κλιμακωτά τις πορείες τομής των Πολλών-Άλλων, φτάνει στην πορεία αυτού που θεωρείται αντίθετό του, όντας το κέντρο του υποτιθέμενου περιστρεφόμενου χώρου.  Από κει και πέρα, αρχίζει να "επιστρέφει", κι έτσι κάποια στιγμή θα αρχίσει να τέμνει τη δική του πορεία και συνεχίζοντας κάποτε θα συμπέσει μ’αυτήν.
43.  Όλη αυτή η κυρτή πορεία που είναι ο χώρος και αντιστοιχεί στο πορευόμενο-Ένα, είναι ανοικτή γιατί η ολοκλήρωση της επιστροφής έχει γίνει μόνον ως κατεύθυνση κι όχι ως απόλυτη επαλήθευση της ίδιας θέσης. (Της υποτιθέμενης ως θέσης εκκίνησης).
44. Το πορευόμενο-Ένα επαληθεύει-διαψεύδοντας τη θέση εκκίνησης όπως και κάθε άλλη θέση, δηλαδή την αγγίζει λιγότερο ή περισσότερο, αναλόγως της κλίμακας θέσεων τομής της πορείας των Πολλών-Άλλων από το πορευόμενο-Ένα, αλλά ποτέ δεν μπορεί να συμπέσει απολύτως με αυτήν.  Είναι γι’αυτό που το σύστημα μπορεί να θεωρηθεί ανοικτό.

45. Ο χώρος ακολουθώντας τη διαδικασία του πορευομένου σημείου μ’αντίθετο τρόπο, περιστρέφεται-πορευόμενος-φεύγει-επιστρέφοντας-διαστέλλεται-συστελλόμενος, έτσι που σε σχέση με το πορευόμενο-Ένα σημείο να συμπεριφέρονται σαν μια ενότητα, μια μονάδα.
46. Ο μόνος "χώρος" που δεν περιστρέφεται ούτε πορεύεται, αλλά πάλλεται είναι το Όλον. Πάλλεται ακαριαία, όντας το Εν Δυνάμει Είναι, το οποίο αντίθετα με κάθε άλλη μορφή χώρου δε μπορεί να εκφραστεί ως κάποια συγκεκριμένη ουσία, αλλά μόνον ως αντιφατικότητα γυμνή. Δηλαδή διαθέτει εν δυνάμει όλες τις μορφές και ιδιότητες, μα συγχρόνως καμία. Αυτό είναι το άπειρο-μηδενικό-ακαριαίο-ακίνητο, η αντιφατικότητα γυμνή, το γίγνεσθαι ως ουσία, δηλαδή η υλικότητα και γι’αυτό είναι το έσχατο αντιφατικό χωροχρονικό επίπεδο του κόσμου μας.
47. Όταν ο χώρος παύει να είναι το Όλον, το ακαριαίο φεύγει απ’την επιφάνεια περνώντας στην υπόσταση και χάνεται στο βάθος του Είναι, όντας πολλοί χώροι.  Με τον τρόπο αυτό η αντιφατικότητα παίρνει μορφή ως κάτι συγκεκριμένο, φεύγει από την επιφάνεια ξεφεύγοντας απ’το ακαριαίο και κρύβεται στο βάθος του κόσμου ξεχασμένη και αόριστη.  Σε ακραίες όμως καταστάσεις παρουσιάζει το αντιφατικό της πρόσωπο και μας ξαφνιάζει.

48. Εκτός απ’τον απόλυτο χώρο που είναι η αντίφαση γυμνή, (όντας το παλλόμενο ακαριαία και ακίνητο, το άπειρο και μηδενικό), ο σχετικός χώρος είναι κυρτός, περιστρεφόμενος και κινούμενος που αποτείνεται σε σημείο σχετικό, πορευόμενο και περιστρεφόμενο γύρω από τον εαυτό του αντίθετα προς το χώρο και σε ευθύγραμμη πορεία σχετική. Στην περίπτωση αυτή, το σημείο είναι υπαρκτό έχοντας μέγεθος, περιστροφή, πορεία με την ανάλογη κυρτότητά της, αυτή που επιτρέπει το μέγεθος και η περιστροφή του σημείου και την ανάλογη παράκεντρη ταλάντωση, που απαιτεί η όλη αντιφατική ισορροπία της ενότητας αυτής.
49.  Τότε ο χώρος είναι πεπερασμένος-περιστρεφόμενος-πορευόμενος και ορίζεται από την κυρτότητα της πορείας του σημείου από τη μια, και από τη μορφή της περιστροφής του σημείου γύρω απ’τον εαυτό του από την άλλη.

50. Υπάρχει χώρος κι αντίχωρος [χώρος-χρόνος, δηλαδή συχνότητα περιστροφής και μήκος κύματος (κυρτότητας) της επαναφοράς των των εκπεμπομένων μηνυμάτων]. Ο χώρος περιλαμβάνεται μέσα στην κυρτότητα της πορείας του σημείου κι ο αντίχωρος μέσα στην περιστροφή του σημείου γύρω από τον εαυτό του. Και έτσι το Ένα (το μικρό) διαστέλλεται στο σύμπαν, ενώ το σύμπαν (το μεγάλο), που είναι τα Πολλά, βυθίζεται στο μικρό.
51. Οι δυο αυτοί χώροι συνιστούν μιαν ενότητα, ένα γεγονός, τον αντιφατικό χώρο, που είναι αδιαχώριστος από τα γεγονότα που σχετίζεται (ή που φαίνεται ότι περιέχει).
52. Αυτό που ονομάσαμε αντιφατικό χώρο, απ’την περιγραφή του γίνεται αντιληπτό ότι είναι χωρόχρονος. Ανάλογα με το σημείο ή τον τρόπο αναφοράς του συστήματος, χώρος μπορεί να χαραχτηριστεί το μήκος κύματος (η πορεία κυρτότητας) των υπογεγονότων που διερχόμενα από το γεγονός το πραγματοποιούν, κι αυτό που χαραχτηρίστηκε ως αντίχωρος (η περιστροφή), να είναι η συχνότητα επανάληψης των υπογεγονότων (ληψης-εκπομπής των μηνυμάτων) στη θέση πραγματοποίησης, δηλαδή ο χρόνος. Σ’αυτά, ανάλογα με την περίσταση, ο χαραχτηρισμός τους μπορεί ν’αντιστραφεί, μα ποτέ δε μπορούν να θεωρηθούν ως ξέχωρα.

53. Ο σχετικός χώρος φεύγει-επιστρέφοντας, χωρίς να μπορέσει απόλυτα να επαληθεύσει τον εαυτό του, αφού το σημείο εκκίνησης που ανταποκρίνεται σ’αυτόν, πορευόμενο-επιστρέφει και συμπίπτει κάποτε με τη διεύθυνση της πορείας του, αλλά ποτέ στο ιδεατά υποτιθέμενο σημείο που κάποτε ξεκίνησε. Δηλαδή αγγίζει τη θέση λιγότερο ή περισσότερο αλλά ποτέ δεν συμπίπτει απόλυτα μ'αυτήν.
54. Το άγγιγμα του πορευόμενου σημείου στη θέση, ξεκινά απ’αυτό που μόλις αγγίζει το όριό της, και σταδιακά περνώντας απ’όλες τις πιθανές διαβαθμίσεις επαλήθευσης-διάψευσης, φτάνει σ’αυτό που τείνει για απόλυτη επαλήθευση-διάψευση. Στην απόλυτη επαλήθευση το γεγονός είναι συγχρόνως στην εκκίνηση και κατάληξη όντας το ακαριαίο κι ακίνητο, η αντιφατικότητα γυμνή, ο αντιφατικός χωρόχρονος. Αυτό παύει να είναι πλέον το συγκεκριμένο γεγονός, αλλά το Είναι Καθαυτό ως Ουσία.

κίνηση του σημείου και κλίμακες αναχώρησης-επιστροφής-διάψευσης-επαλήθευσης της θέσης

55. Η πορεία αναχώρησης-επιστροφής ανταποκρίνεται σε απεριόριστη σειρά διαψεύσεων-επαληθεύσεων, που ξεκινά από την απόλυτη επαλήθευση-διάψευση, που είναι το ακαριαίο, γιατί εκεί ο χώρος, φεύγοντας ακαριαία, είναι πάντα εκεί, αλλά απόλυτα διαφορετικός (ως αντίφαση γυμνή). Τα όρια του σχετικού χώρου, μολονότι είναι πεπερασμένος, είναι ασαφή κι αόριστα, γιατί το πορευόμενο-Ένα που η πορεία του οριοθετεί το χώρο, δεν έχει απόλυτη αφετηρία λόγω της καταλυτικής-συνθετότητάς του, κι έτσι τα όρια του χώρου αυτού μπορούν συνεχώς ν’αλλάζουν. Αυτά είναι πάντα σχετικά με κάποια πιθανή και συγκεριμένη αφετηρία του σημείου, που είναι ο τρόπος που η αντιφατική μονάδα μπορεί να εκφράζεται σαν ελάχιστο εκείνη τη στιγμή.

56.  Εφόσον κάθε σημείο κινούμενο ευθύγραμμα και ομαλά έχει ως σύνδρομο την κυρτότητα, η πορεία του από μια στιγμή και μετά, θα πρέπει να δημιουργήσει θέσεις τομής απ’τον εαυτό της. Αυτές οι θέσεις είναι εκεί όπου το πορευόμενο επαναλαμβάνεται περισσότερο από μια φορά, δημιουργώντας κλίμακα διαδοχικών θέσεων αυξανόμενης επανάληψης με όρια, απ’τη μια το μηδέν κι απ’την άλλη το άπειρο, (που είναι οι δύο θέσεις επανάληψης μηδενός κι απείρου, οι ποίες συνιστούν μιαν ενότητα κι ανταποκρίνονται στο έσχατο επίπεδο του ακαριαίου και ακινήτου).
57. Αυτό από άλλη όψη, είναι το ίδιο το πορευόμενο-Ένα που κάνει απεριόριστους κύκλους αναχώρησης-επιστροφής, τείνοντας να επαληθεύσει τον εαυτό του. Έτσι ορίζει και τον ανάλογο χώρο που κάθε φορά του αντιστοιχεί. Τόσο τον μεγάλο, που είναι η διαδρομή αναχώρησης-επιστροφής του (το μήκος κύματος της πορείας που είναι ο χώρος), όσο και το μικρό που είναι το μέγεθος του σημείου, που ορίζει η περιστροφή γύρω απ’τον εαυτό του, (η συχνότητα επιστροφής που είναι ο χρόνος).  Οι κύκλοι αυτοί ξεκινούν απ’αυτόν που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε γιατί το σημείο είναι πάντα εκεί, και φεύγοντας, αφού καλύψει όλους τους πιθανούς κύκλους αναχώρησης-επιστροφής, φτάνει σε αυτόν που δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ, γιατί δε θα επιστρέψει. Ο πρώτος κύκλος είναι αυτός της απόλυτης κατάφασης κι ο τελευταίος της απόλυτης άρνησης. Και οι δυό μαζί, συνιστούν τη σχέση μηδενός και απείρου, ακινήτου και ακαριαίου, που είναι η αντίφαση γυμνή. Εκεί όπου το γεγονός αρνείται απόλυτα τον εαυτό του και συγχρόνως τον επαληθεύει απόλυτα, κι έτσι αίρεται ως Κάτι και περνά στον αόριστο και αντιφατικό χωροχρονικό "κορμό" του όλου, του εν δυνάμει Είναι.
58. Ανάμεσα σ’αυτές τις δυο θέσεις (που θα πρέπει να έχουμε πάντα στο νου μας πως συνιστούν αδιάρρηχτη χωροχρονική ενότητα), υπάρχουν απεριόριστες θέσεις αναχώρησης-επιστροφής που το γεγονός επαληθεύεται σχετικά. Στις θέσεις αυτές το γεγονός τέμνει την ιδεατή πορεία του, αλλά όχι απόλυτα. Δεν ξαναπερνά ποτέ απόλυτα από τη θέση που είχει περάσει, την αγγίζει λιγότερο ή περισσότερο αναλόγως, (την επαληθεύει-διαψεύδοντάς την). Οι θέσεις αυτές συνιστούν κλίμακα διαδοχικών θέσεων τόσης επαλήθευσης, όση επιτρέπει η διάψευση που περιέχουν, συνιστώντας πίνακες εξελισσόμενης επιβεβαίωσης-διάψευσης του κινουμένου σημείου από τον εαυτό του.

59. Το πορευόμενο σημείο στο σύμπαν, κάνοντας αυτές τις διαδρομές αναχώρησης-επιστροφής, ορίζει τη σχέση του μεγίστου και του ελαχίστου του χώρου. Αυτό είναι ο ιδεατός χωροχρονικός κύκλος διαδρομής του πορευομένου στο σύμπαν και τα ανάλογα όρια της περιστροφής του σημείου γύρω απ’τον εαυτό του.
60. Επειδή ο κύκλος αναχώρησης-επιστροφής δεν είναι απόλυτος, (δεν είναι κλειστός), και επειδή το πορευόμενο επαληθεύει-διαψεύδοντας τη θέση που ξεκίνησε, ο κύκλος του χώρου εκτός από περιστροφόμενος, είναι συγχρόνως και πορευόμενος. Έτσι το πορευόμενο σημείο, που μη όντας ακαριαίο έχει όγκο, περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, έχοντας άξονα μετακινούμενο και ταλαντώμενο. Η ταλάντωση αυτή είναι η ανάμνηση του χώρου ως όλον, που πάλλεται ακαριαία, μα που στην κατάσταση του σχετικού και συγκεκριμένου χώρου, ο παλμός όντας παράκεντρος μετατρέπεται σε κραδαίνουσα περιστροφή.
61. Υπάρχει σχέση του κυρτότητας της πορείας διαδρομής του πορευομένου-Ενός, με το μέγεθος του ανοίγματος της περιστροφής, γύρω από τον εαυτό του. Η σχέση αυτή είναι εξελισσόμενη και ξεκινά από μηδενικό μέγεθος ανοίγματος περιστροφής της θέσης πορευμένου και άπειρο χώρο άνοιγματος διαδρομής του, (που είναι το ακαριαίο) και περνώντας απ’όλες τις πιθανές σχέσεις μεγάλου-μικρού, όπου το μέγεθος του ανοίγματος της θέσης αυξάνεται κι ο χώρος διαδρομής ελαττώνεται, φτάνοντας στην αντίθετη, δηλαδή στην άπειρη θέση και τον μηδενικό χώρο, που είναι κι αυτή έκφραση του ακαριαίου.  Εδώ  όπως ορίσαμε και πριν, μπορεί να οριστεί επίσης η σχέση χώρου και χρόνου που η περιστροφή γύρω από τον εαυτό του είναι ο χρόνος, ενώ το άνοιγμα της διαδρομής είναι ο χώρος.

62. Αν δεχτούμε ότι υπάρχουν απεριόριστα τέτοια σημεία πορευόμενα "ευθύγραμμα και ομαλά", τα οποία ακολουθούν τη διαδικασία αναχώρησης-επιστροφής, είναι ανάγκη κάθε σημείο (πορευόμενο-Ένα) με τη σειρά του, να περάσει από τις θέσεις όλων των Πολλών Άλλων σημείων κι όλα τ’άλλα σημεία να περάσουν από την ίδια θέση, δηλαδή τη θέση του Ενός. Έτσι απ'τη μια έχουμε το Ένα, που πορευόμενο δια μέσου των Πολλών τα πραγματοποιεί, κι απ'την άλλη τα Πολλά, που πορευόμενα δια μέσου του Ενός, το κάνουν πραγματικότητα.
63. Έχουμε λοιπόν σειρά θέσεων που από τη μια, έχουν μια περιοδικότητα επανάληψης διαφορετικών σημείων μέσα τους και από την άλλη, θέσεις περιοδικότητας τομής από την πορεία του ίδιου του εαυτού τους. Οι θέσεις αυτές συνιστούν μια περιοδική κλίμακα που ορίζει το μέτρο αντιφατικότητας του γεγονότος.
64. Έχουμε λοιπόν τη σύνθεση αντιθέτων ποσοτικών κλιμάκων θέσεων ροής-αντιροής του Ενός μέσω των Πολλών, και των Πολλών μέσου του Ενός. 
65. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, τη σύσταση μιας σφαίρας θέσεων με πόλους Α, που είναι η εκκίνηση του Ενός κι η κατάληξη των Πολλών και αντιΑ που είναι η εκκίνηση των Πολλών κι η κατάληξη του Ενός. Στη θέση Α έχουμε μοναδική επανάληψη ροής του Ενός και μέγιστη επανάληψη αντιροής των Πολλών, ενώ στη θέση αντιΑ το αντίθετο.
66. Σ’όλο αυτό το γίγνεσθαι (που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι μια αντιφατική μονάδα και αυτό που κάνουμε τώρα είναι η όσο το δυνατόν ακριβέστερη περιγραφή της αντιφατικότητάς της), το πορευόμενο-Ένα, είναι αυτό που είναι, γιατί έτσι ακριβώς και εκεί ακριβώς, το συνιστά η αντιπορεία των Πολλών, ενώ τα Πολλά είναι εκεί όπου συνίστανται διαδοχικά από την πορεία του Ενός.
67. Η αντιπορεία αυτή αποτελείται από τις πορείες απεριορίστων μοναδικών ομοίων, κινουμένων συγχρόνως, καθένα προς διαφορετική κατεύθυνση, για να μπορούν να είναι τα Πολλά. Έτσι καθένα από τα Πολλά, καταλήγει με τρόπο διαφορετικό στη θέση συνιστώντας την όλα μαζί, κι αντιπορευόμενα προς αυτήν κάνουν το Ένα να είναι διαφορετικό και παράκεντρα περιστρεφόμενο κάθε φορά. Τα Πολλά την ίδια στιγμή υπάρχουν έτσι, αφού το Ένα διέρχεται με διαφορετική συχνότητα επανάληψης της τομής της πορείας του από τον εαυτό της, κάθε φορά στο καθένα από τα Πολλά ξεχωριστά.

68. Έχει γίνει νύξη, πως τα δυό αντίδρομα ρεύματα που συνιστούν τις θέσεις ροής-αντιροής, μπορούν να θεωρηθούν πως είναι η ολοκληρωμένη πορεία του Ενός-πορευομένου-ευθύγραμμα και ομαλά. Αφού ως αντιπορεία θα μπορούσε να θεωρηθεί η ίδια η τομή της πορείας του Ενός από τον ίδιο τον εαυτό του.
69. Ανάμεσα απ’τις θέσεις Α κι αντιΑ, υπάρχει κλίμακα απεριορίστων θέσεων διαδοχικής διαφορότητας σχέσης ροής-αντιροής της πορείας του Ενός και της ανάλογης αντιπορείας των Πολλών (που όπως τονίσαμε: η πορεία του Ενός είναι έτσι γιατί το απαιτεί η αντιπορεία των Πολλών κι αντίθετα). Κάθε θέση, όντας αναπόσπαστο σημείο της κλίμακας, είναι και μια οντότητα που έχει δικό της χαραχτήρα. Είναι μια διαφορετική σχέση ροής-αντιροής Ενός και Πολλών, που παίρνει τη μορφή μιας ειδικής αντιφατικής ισορροπίας. Αυτή η ισορροπία, είναι η σχέση αναχώρησης-επιστροφής-λήψης-εκπομπής του μηνύματος της συγκεκριμένης πορευόμενης θέσης στο σύμπαν.
70. Kάθε κλίμακα έχει απεριόριστες θέσεις αναχώρησης-επιστροφής μηνυμάτων που καθένα έχει τον δικό του "κώδικα" που ορίζεται από την ανάλογη λήψη σε σχέση με την ανάλογη εκπομπή. Τα μηνύματα αυτά φεύγουν στο σύμπαν επιστρέφοντας συγχρόνως στη θέση.

η κίνηση η μετακίνηση και το παράδοξο της ταχύτητας

71. Κάθε γεγονός συμπίπτει με μια θέση σε κάποια κλίμακα, όντας κι ένα αντιφατικό στοιχειώδες. Απ’τη μια, το γεγονός κινείται για να επαληθεύεται απ’το μήνυμα στη θέση που το συνθέτει (δηλαδή λίγο πιο κει), απ’την άλλη αλλάζει συνεχώς όμοια μηνύματα από διαφορετική αφετηρία άλλης κλιμακας, για να βρίσκεται στη ίδια θέση (βρίσκεται "εκεί" αλλάζοντας κλίμακα).
72. Η αλλαγή στη θέση της κλίμακας, αλλάζει τον κώδικα λήψης-εκπομπής, και η αλλαγή στον κώδικα λήψης-εκπομπής, αλλάζει τη θέση της κλίμακας.
73. Κάθε γεγονός βρίσκεται σε συνεχή και διαδοχική εναλλαγή κώδικα για να βρίσκεται στην ίδια κλίμακα, ή κρατά συνεχώς τον ίδιο κώδικα αλλάζοντας συνεχώς κλίμακες. Η θέση του γεγονότος είναι μια δίνη που από τη μια βυθίζονται τα Πολλά και από την άλλη αναβλύζουν-επαληθεύοντας το Ένα, ενώ την ίδια στιγμή αντίδρομα, το Ένα διαπερνά τη θέση και εκτοξεύεται επαληθεύοντας διαδοχικά τα Πολλά. (Επαληθεύοντας   συνεχώς και διαδοχικά το διαφορετικό μήνυμα που συνθέτουν τα Πολλά).

74. Υποθέσαμε ότι το μοναδικό πορευόμενο-Ένα (το γεγονός), που η τμήση της πορείας του απ’τον εαυτό της, έχει σαν αποτέλεσμα όλο αυτό το γίγνεσθαι Ενός-Πολλών-πορευομένων-αντιπορευμένων, τη στιγμή του ακαριαίου, είναι το Όλον ως Ουσία, το Εν Δυνάμει Είναι.  Εκεί οι τομές της πορείας απ’τον εαυτό της, όντας ακαριαίες δε φαίνονται, αλλά υπάρχουν εν δυνάμει στο βάθος σαν ακαριαία συστολή-διαστολή του Όλου και έχουμε άπειρες τμήσεις μηδενικού μεγέθους.  Όταν όμως μιλάμε για διακριτές μονάδες κινούμενες ευθύγραμμα και ομαλά, το ακαριαίο χάνεται στο βάθος βγαίνοντας στην επιφάνεια η αντιφατική σχέση Ενός και Πολλών πορευομένων-αντιπορευομένων, έχοντας τμήσεις υπαρκτές και καθορισμένες και πορείες με ανάλογη κυρτότητα.
75. Υποθέσαμε πριν, την ύπαρξη σφαίρας θέσεων ροής-αντιροής, λήψης-εκπομπής μηνυμάτων με άξονα Α-αντιΑ. Επίσης υπόθέσαμε πως η πορεία του Ενός επαληθεύει την αντιπορεία των πολλών κι ότι η σφαίρα αυτή αποτελείται από θέσεις ροής-αντιροής-λήψης-εκπομπής μηνυμάτων, που συνιστούν τα γεγονότα του κόσμου μας.

76. Η μετακίνηση του Ενός από θέση (α) σε θέση (β), που θα μπορούσαμε να φανταστούμε σαν ελάχιστο υπαρκτό διάστημα μετακίνησης στον υποθετικό άξονα των πόλων της σφαίρας ροής-αντιροής είναι αλματική, επειδή οι τμήσεις της πορείας του Ενός απ’τον εαυτό της έχουν μέγεθος αφού η ταχύτητα δεν είναι ακαριαία. Όπως αναφέραμε το πορευόμενο-Ένα συνίσταται από τα αντιπορευόμενα-Πολλά, και τα Πολλά από το πορευόμενο-Ένα σε αντιφατικό χωρόχρονο πορευόμενο-περιστρεφόμενο και όχι πλέον ακαριαίο.
77. Η διαδρομή του πορευομένου-Ενός στον άξονα Α-αντιΑ, συντίθεται από την αντιδρομή των αντιπορευομένων-Πολλών.  Η αντιδρομή των αντιπορευομένων-Πολλών από θέση (γ) σε θέση (β), στον άξονα της υποθετικής σφαίρας με πόλους Α―αντιΑ, φεύγει για τα απώτατα όρια αυτής της σφαίρας και συνιστά επιστρέφοντας το πορευόμενο-Ένα από τη θέση (α) στη θέση (β).
78. Η ταχύτητα της διαδρομής του πορευομένου-Ενός πάνω στον υποθετικό άξονα Α-αντιΑ, από θέση (α) σε θέση (β), (που είναι η υποτιθέμενη μικρότερη καταλυτικο-συνθετική αλματική μετακίνηση του πορευομένου-Ενός) θα πρέπει να είναι ασύλληπτα μικρότερη από την ταχύτητα των αντιπορευομένων-Πολλών που το συνιστούν, αφού η αντιδρομή που καλύπτουν τα Πολλά είναι τόση όση η ανάπτυξη όλης της σφαίρας με πόλους Α-αντιΑ που αυτά συνιστούν, σε σχέση με τον άξονά της που αντιστοιχεί στην καταλυτικο-συνθετική διαδρομή του Ενός.

79. Αν δεχτούμε ότι το πορευόμενο-Ένα είναι ένα φωτόνιο και τα αντιπορευόμενα-Πολλά είναι τα υποκβαντικά στοιχειώδη που υποθετικά το συνθέτουν. Η θεωρούμενη ως ταχύτητα του φωτoνίου είναι ασύλληπτα μικρότερη, από την ταχύτητα των υποκβαντικών αντιπορευομένων. Επειδή όμως η καταλυτικοσυνθετική πορεία του φωτονίου από θέση (α) σε θέση (β) δεν έχει "ταχύτητα" ακαριαία, κατά τη μετακίνηση του πορευομένου-Ενός υπάρχει μια τμήση, ένα διάστημα στατικότητας που συνιστά τη Θέση.  Έτσι το κινούμενο-Ένα παρουσιάζεται να "στέκεται" στη θέση (α) για λίγο και μετά να χάνεται για να ξαναεμφανιστεί στη θέση (β).
80. "Χάνεται" σημαίνει ότι "δεν είναι ορατό". Αφού στο διάστημα από η θέση (α) που καταλύεται το πορευόμενο-Ένα έως τη θέση (β) που θ’ανασυσταθεί, κινείται με ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη από την ταχύτητα του φωτός. (Kαταλύεται διαστελλόμενο στο σύμπαν κι επιστρέφει συντιθέμενο στη θέση).  Έτσι συνολικά εξισορροπεί τη στατικότητα της θέσης, έχοντας ολική ταχύτητα ίση με τη "λεγόμενη του φωτός".

81. Εδώ βλέπουμε δυο αντίδρομα συστήματα, που το ένα επαληθεύει το άλλο, κινούμενα σε διαφορετικές διαστάσεις. Αυτά αλληλοσυντίθενται, παρουσιάζοντας το γίγνεσθαι της μετακίνησης του πορευομένου και του αντιπορευομένου γεγονότος στον υποθετικό άξονα (Α-αντιΑ) και τον αντίδρομό του (αντιΑ-Α). Ενώ έχουν ασύλληπτα διαφορετικές ταχύτητες, συμπίπτουν αρμονικά σ’αυτό το γίγνεσθαι γιατί το αντίδρομο "ρεύμα" καλύπτει μια πορεία "σφαιρικής διαδοχικής ανάπτυξης στο σύμπαν", ενώ το άλλο καλύπτει διαδοχικά, όλες τις θέσεις του άξονα ανάπτυξης της σφαίρας αυτής. (Την ίδια στιγμή συμβαίνει και το αντίθετο με το αντίδρομο σύστημα που αντιστοιχεί σ’αυτό το γίγνεσθαι).

82. Αν, όπως είπαμε πριν, όλο αυτό το πορευόμενο-αντιπορευόμενο γίγνεσθαι του άξονα (Α-αντιΑ) και το αντίδρομο γίγνεσθαι του (αντιΑ-Α) συνιστούν χωρο-χρονική σχέση, που ανάλογα με τις συνθήκες μπορεί να αντιστρέφεται αμοιβαία, όπου κι οι αντίδρομοι άξονες να μπορούν ν’αντιστρέφονται, τότε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μετατροπή μιας κατάστασης από χωρική σε χρονική κι αντίθετα. Εδώ οι παραδοξολόγοι θα μπορούσαν να ισχυριστούν, πως ανάλογα με τη θέση του παρατηρητή και τον τρόπο που σκοπείται το σύστημα, μπορεί αυτό να κινείται καί από το μέλλον στο παρεθόν.  Εγώ θα απαντούσα ότι στο υποτιθέμενο αυτό γίγνεσθαι, το οποίο θα μπορούσε να ονομαστεί κβαντικό, δεν υπάρχει ούτε Παρελθόν ούτε Μέλλον, αλλά μόνο Παρόν. Το Παρόν αυτό είναι χωροχρονικό και συντίθεται απ’τα δυο αντίδρομα ρεύματα, που δεν διαχωρίζονται. Αυτό είναι Ένα καταλυτικο-συνθετικό Γίγνεσθαι.

οι κλίμακες καταλυτικής-συνθετότητας των γεγονότων και οι θέσεις πάνω σ’αυτές
83. Η θέση Α θα πρέπει να δέχεται-εκπέμποντας πορευόμενες μονάδες και να εκπέμπει-δεχόμενη συγχρόνως, αντιπορευόμενες εναλλάξ. Αυτό την υποχρεώνει να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της. Μαζί της περιστρέφονται ανάλογα και όλες οι άλλες θέσεις της κλίμακας, αφού κι αυτές είναι αποτέλεσμα ροής-αντιροής αντίδρομων ρευμάτων. Αυτές ξεκινούν από τη θέση Α όπου η περιστροφή είναι αρμονική και διαδοχικά αυτή η περιστροφή γίνεται παράκεντρη ανάλογα με τη διαφορετική σχέση συχνότητας των αντίδρομων ρευμάτων σε κάθε θέση.  Η  παράκεντρη τάση αυξάνεται ως το μέσον του άξονα, (που είναι και το κέντρο της σφαίρας) και τείνοντας για τη θέση αντιΑ, διαδοχικά ισορροπείται. Στην "καρδιά" της θέσης Α υπάρχει ένα "κενό",  μια σαφής δυναμική οπή με συγκεκριμένη διεύθυνση (που είναι το μάτι της δίνης), ενώ στις διαδοχικές θέσεις του άξονα, το κενό αυτό είναι κρυμμένο από το ασαφές "νέφος" της διακύμανσης των αντίδρομα πορευομένων. 
84. Αυτό το νέφος της θέσης είναι μια δίνη, που ξεκινά από μιαν αόρατη μα υπαρκτή δυναμική οπή, διαστέλλεται στο σύμπαν κι επιστρέφει ως αντίδρομο απ’την αντίθετη θέση του συστήματος. (Αντίθετο στη θέση Α είναι το αντιΑ κ.λ.π.).  Οι διαφορετικές θέσεις επάνω στον άξονα [(Α-αντιΑ)-(αντιΑ-Α)], α, β, γ, . . . έχουν διαφορετική σχέση συχνότητας λήψης-εκπομπής-πορευομένων-αντιπορευομένων, έχοντας ανάλογη διαφορετική γωνία περιστροφής σε σχέση με τον υποθετικό άξονα και ανάλογη ταλάντωση.

85. Το πολύ μικρό, αυτό που θα λέγαμε σημείο, προεκτείνεται στο πολύ μεγάλο, το σύμπαν, και το σύμπαν αντιπροεκτείνεται (βυθίζεται) στο μικρό συνιστώντας μαζί την αντιφατική μονάδα, όπου τα βαθύτατα όρια του εσωτερικού συμπίπτουν με τα απώτατα όρια του εξωτερικού.
86. Κάθε πραγμα του κόσμου μας συνίσταται από απεριόριστα τέτοια "σημεία-γεγονότα" που το καθένα φεύγει-προεκτεινόμενο στο σύμπαν και επιστρέφει-επαληθεύοντας τον εαυτό του σχετικά.  Όπως αναφέραμε, το γεγονός αποτείνεται σ’όλα τα διαφορετικά σημεία στις διαφορετικές κλίμακες του σύμπαντος συγχρόνως και με τρόπο διαφορετικό, περιέχοντας όλα τα πρόσωπα του σύμπαντος σ’αυτή τη διαδικασία λήψης-εκπομπής. Άρα, το Πράγμα που αυτά τα σημεία-γεγονότα συνιστούν-καταλύοντας, είναι μια πολυδιάστατη συγκεκριμένη δομή τέτοιων στοιχειωδών που καταλύονται-συντιθέμενα κι αυτά από άλλα μικρότερα, φτάνοντας ως το ακαριαίο και ακίνητο, μηδενικό και άπειρο, που είναι το έσχατο επίπεδο της παγκόσμιας αντιφατικότητας.

87. Έτσι κάθε θέση του σύμπαντος, όντας μέσα σε μια συγκεκριμένη κλίμακα ροής-αντιροής-πορευομένων-αντιπορευομένων σημείων, είναι ένας σύνθετος κώδικας λήψης-εκπομπής μηνυμάτων. Αυτή η κλίμακα συνίσταται από απεριόριστες τέτοιες θέσεις που ξεκινούν από θέση μέγιστης λήψης κι ελάχιστης εκπομπής και περνώντας απ’όλες τις διαδοχικά διαφορετικές θέσεις της σχέσης λήψης-εκπομπής (όπου μεγαλώνοντας η λήψη αναλόγως μικραίνει η εκπομπή), καταλήγουν στη θέση ελάχιστης λήψης και μέγιστης εκπομπής.
88. Κάθε θέση αυτής της κλίμακας, αποτείνεται στις αφετηρίες όλων των άλλων πιθανών κλιμάκων, ακόμα και αυτής του ακαριαίου. Έτσι αυτή η ίδια μπορεί ν’αλλάζει διαδοχικά στέλνοντας όλα τα δυνατά μηνύματα αναλόγως.
89. Αυτά τα μηνύματα ξεκινούν από θέση, που αναχωρώντας όλα μαζί συγχρόνως κι έχουντας διαφορετικό κύκλο διαδρομής (διαδοχικά μεγαλύτερο καθένα) ανάλογα με τη συχνότητα λήψης-εκπομπής τους, έχουν καθένα κι ανάλογη ταχύτητα επαναφοράς. Έτσι επιστρέφοντας στην θέση, την επαληθεύουν-διαψεύδοντάς την, όλα μαζί συγχρόνως και με διαφορετικό τρόπο.

90. Η θέση αυτή μπορεί ν’ανήκει συγχρόνως και σ’άλλες κλίμακες συμπεριφοράς. Έτσι που η κάθε θέση της κλίμακας μπορεί να εκπέμπει απ’τη μια το ίδιο μήνυμα συνεχώς, αλλά συγχρόνως να εκπέμπει και μια απεριόριστη σειρά μηνυμάτων, αποτεινόμενη ταυτόχρονα και στις αφετηρίες των άλλων κλιμάκων.
91. Στην κλίμακα αυτής της συμπεριφοράς, όπως φαίνεται στο (89), υπάρχει διαδοχικότητα κύκλου διαδρομής των μηνυμάτων που έχουν διαφορετική συχνότητα αναχώρησης-επιστροφής.  Στους πόλους του άξονα της κλίμακας, υπάρχουν οι θέσεις όπου το μήνυμα είναι πάντα εκεί και συγχρόνως στο άπειρο. Αυτό είναι ακαριαίο κι ακίνητο. Είναι το εν δυνάμει Είναι σ’αυτή τη θέση.

το σημείο μέσα στο σύμπαν και το αντίθετό του

92.  Το γεγονός που είναι μια θέση μέσα στο σύμπαν, απ'τη μια στέλνει απεριόριστα μηνύματα συγχρόνως, ευρισκόμενο σε συνεχή αλλαγή (αίροντας συνεχώς τον κώδικα μηνυμάτων του για να μπορεί να διατηρεί τη θέση του), απ’την άλλη αλλάζει συνεχώς θέση για διατηρεί τον κώδικά του. Αυτό δείχνει ότι το Ένα και Μοναδικό επαληθεύεται από την αντιπορεία των Πολλών και Διαφορετικών μέσα απ’Αυτό, ενώ συγχρόνως τα Πολλά επαληθεύονται από την πορεία του Ένός και Μοναδικού, μέσα απ’Αυτά. Αυτή η διαδικασία μολονότι εκπροσωπεί Ένα Αντιφατικό Στοιχειώδες, είναι συγχρόνως και ένα Ιδιαίτερο Πρόσωπο του Όλου.
93. Έτσι αυτό που λέμε "στίγμα μέσ’το σύμπαν", απ’τη μια πορεύεται κρατώντας συνεχώς τον κώδικά του, μα αλλάζοντας κλίμακα για να επαληθεύεται απ’τα όμοιά του που βρίσκονται στην ίδια θέση άλλων κλιμάκων, ενώ από την άλλη, αλλάζει συνεχώς κώδικα (με τη διαδικασία της καταλυτικής-σύνθεσης), αλλάζοντας συνεχώς και διαδοχικά θέση στην ίδια του την κλίμακα. Αυτό υποχρεώνει το γεγονός, από τη μια να είναι σταθερό στίγμα πορευόμενο και από την άλλη ένα συνεχώς διαστελλόμενο νέφος.
94. Το στίγμα λοιπόν μέσα στο σύμπαν, είναι μια θολή μονοκοντυλιά η οποία έχει "μύτη" συγκεκριμένη που ταξιδεύοντας αφήνει πίσω της ένα ελλειπτικό, συνεχώς διαστελλόμενο νέφος που εκτείνεται σε όλο το σύμπαν.  Η μύτη αυτού του "στίγματος" πορευόμενη παντοτινά στο σύμπαν, επαληθεύει όλους τους κόκκους του νέφους της ουράς του, επαληθευόμενη συγχρόνως απ'αυτούς.
95. Από αντιφατική άποψη λοιπόν το αντίθετο σε κάτι είναι η απεριόριστη πολλαπλότητα που είναι το σύμπαν, όπως διαμορφώνεται έναντι της μοναδικότητας που εκπροσωπεί την κάθε φορά αυτό που είναι το Ένα συγκεκριμένο γεγονός. Δηλαδή το αντίθετο στο συγκεκριμένο-Ένα, δεν μπορεί να είναι απλά το Μείον Ένα, αλλά μια απεριόριστη σειρά από σχετικά όμοια και διαδοχικά διαφοροποιούμενα, που περιέχοντας και τον ίδιο τον εαυτό, υπό συνθήκες θα μπορούσε να παίξει το ρόλο του Μείον Ένα μια συγκεκριμένη στιγμή.
96. Αντιφατικά, το αντίθετο σε κάτι ξεκινά πολύ βαθιά μέσα απ’τον εαυτό, χωρίς ν’αφήνει περιθώριο ανεξαρτησίας και πορευόμενο πολύ μακριά έξω απ’αυτόν, κάνει απεριόριστες διαδρομές αναχώρησης-επιστροφής ώστε να επαληθεύει-διαψεύδοντας τον εαυτό σε μια σχέση συνεχώς μεταβαλλόμενη, την αντιφατική σχέση.

97.  Καθένα απ’αυτή την απεριόριστη σειρά ομοίων που υπάρχουν ταυτόχρονα, μπορεί να λογίζεται ως ξεχωριστή θέση-εκκίνησης κάποιας άλλης κλίμακας. Αλλά στην κατάσταση του ταυτόχρονου, αλληλοεπαληθεύεται με τ’άλλα όμοια σ’όλες τις θέσεις, εκτός αυτών που εκείνη τη στιγμή παίζουν ρόλο εκκίνησης άλλων κλιμάκων. Έτσι μπορούμε ευκαιριακά να έχουμε διακριτές μονάδες, όπως το Ένα (που είναι έτσι ακριβώς όπως το ορίσαμε την αντιφατική μονάδα πριν) ή το Δύο, το Τρία κλπ. που είναι κι αυτά ίδιες καταστάσεις (αντιφατικές μονάδες), αλλά με δεδομένη τη διαφορετική εκκίνηση κλίμακας.

ΕΝΑ ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 

98. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε έναν κόσμο, που θα είχε ως υπόβαθρο ένα πλέγμα τέτοιων κομβικών στοιχειωδών θέσεων, που θα συνιστούσαν μιαν αντιφατική ενότητα. Κάθε μια τέτοια κομβική θέση ροής-αντιροής-λήψης-εκπομπής υπογεγονότων, μπορεί να είναι μια ξεχωριστή οντότητα (ένα πράγμα), που συντίθεται από αυτή την συγκεκριμένη πλοκή.
99. Αυτά τα υπογεγονότα, που η ροή-αντιροή τους συνιστά τα γεγονότα, είναι μηνύματα λήψης-εκπομπής, τα οποία εκπροσωπούν το δυναμικό υπόβαθρο του αντιφατικού πλέγματος, παίζοντας ρόλο ενέργειας για τις συγκεκριμένες οντότητες του πλέγματος αυτού.

100. Κάθε γεγονός, οντότητα ή πράγμα, συνίσταται από κάποιο σύνολο κομβικών θέσεων του πλέγματος αυτού, που λαμβάνει-εκπέμποντας μηνύματα στο σύμπαν κι απ’το σύμπαν.  Έτσι για κάθε συγκεκριμένη, συνεκτική (συγκεντρωτική) "Εδώ-Δομή" κάποιου πράγματος ή γεγονότος, μπορεί να υπάρχει και μια ανάλογη συγκεκριμένη αποκεντρωτική "Άπω-Δομή", που να περιλαμβάνει όλο αυτό το συγκεκριμένο "νέφος" αναχώρησης-επιστροφής μηνυμάτων.
101. Κάθε γεγονός έχει ένα συγκεκριμένο "Συμπαντιακό Αντίλογο", που είναι η εκάστοτε "στιγμιαία άπω-δομική δομή" του στο απώτατο σύμπαν. Αυτό το απύθμενο υλικό πλέγμα ως συνειδητό για τον άνθρωπο, θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε πνεύμα ή ψυχή.
102. Ο συνεχής διάλογος "Εδώ" και "Άπω" κάθε πράγματος και γεγονότος, είναι αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί "υπόσταση" του γεγονότος και θα μπορούσε να έχει κάποια όρια που να συνιστούν το συγκεκριμένο Είναι του. Επίσης κάθε αλλαγή στο "Εδώ" δε μπορεί παρά να ανταποκρίνεται σε μιαν ανάλογη αλλαγή στό "Άπω" και αντίθετα.   (Ίσως κάποτε γνωρίζοντας τις ακριβείς "συντετεγμένες" των σχέσεων "Εδώ" και "Άπω", κάποιου σώματος θα μπορούμε να επεμβαίνουμε διορθώνοντας καταστάσεις ή δυσλειτουργίες σε όλο το σύστημα ακόμα και στον οργανισμό των ανθρώπων).

103. Τα όρια αυτού του συγκεκριμένου που συνιστούν ευκαιριακά το γεγονός ως πεπερασμένο αναπάσα στιγμή παραβιάζονται, αφού κάθε στοιχειώδες κάθε γεγονότος, "κοινωνεί" του δυναμικού αντιφατικού στοιχειώδους, που ως "έσχατο" υπόβαθρο, είναι η αντιφατικότητα γυμνή, το μηδενικό και άπειρο, το ακαριαίο και ακίνητο, περιέχοντας μια μοναδική μορφή του Όλου κάθε συγκεκριμένη στιγμή, που είναι απειροστική.
104. Έτσι αν κάθε οντότητα που βρίσκεται σε μια κομβική θέση ή σύνολο κομβικών θέσεων του πλέγματος αυτού δεχτεί ενέργεια πέραν αυτής που δικαιούται για να βρίσκεται στη δεδομένη θέση, καταλύεται-εισερχόμενη στο αντιφατικό υπόβαθρο και ανασυντίθεται σχεδόν ακαριαία στη θέση που δικαιούται.
(Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσαν αν γίνουν μετακινήσεις μέσα σ’ένα παγκόσμιο πλέγμα τέτοιων κομβικών θέσεων, δηλαδή να καταλύεται ένα σώμα σ’ένα πλέγμα τέτοιων κοβικών θέσεων και "κατερχόμενο" στο πλέγμα του "ακίνητου κι ακαριαίου", ν’ανασυντίθεται "ανερχόμενο" σ’επιθυμητή θέση άλλου πλέγματος τέτοιων κομβικών θέσεων σχεδόν ακαριαία).                                                                                                                                                                                                                        
105. Υπ’αυτή την έννοια, ο κόσμος είναι πλέγμα ανταλλαγής πληροφοριών που η πλοκή του είναι το Γίγνεσθαι ως Ουσία.
106.  Μια τυπική διαλεκτική διεργασία, υπ’αυτήν την έννοια, θα θεωρούσε την Ταυτότητα ως ένα εν εξελίξει καταλυτικο-συνθετικό γεγονός, όπως είναι η αντιφατική μονάδα και με τον τρόπο που παρουσιάστηκε γενικά σ’αυτή την εργασία. Έτσι η αρχή της ταυτότητας, η τόσο αναγκαία για τις συγκριτικές διεργασίες της Λογικής, θα επέστρεφε ως αρχή της αντιφατικής ταυτότητας.

107. Επειδή η αντιφατική ταυτότητα, όπως δείξαμε μπορεί να περιέχει κι ένα πρόσωπο του όλου, για να μπορεί να λειτουργήσει ορθολογικά, το εύρος της θα πρέπει να ορίζεται απ’το είδος της έρευνας, το είδος των εμπλεκομένων μονάδων και τις ανάλογες αφετηρίες και αντιστοιχίες αυτών των μονάδων σ’άλλες παράλληλες κλίμακες.
108. Έτσι αφηρημένα θα μπορούσε να λεχτεί, ότι το γίγνεσθαι που αφορά το εύρος της αντιφατικής ταυτότητας κάθε συγκεκριμένη φορά, θα είναι ένα είδος καταλυτικο-συνθετικής διεργασίας, όπου η τυπικότητα θα υπερβαίνεται από το περιεχόμενο της εκάστοτε πραγματικότητας.

109. Για να μπορεί να πραγματοποιηθεί μια τέτοια αντιφατικο-ορθολογική διεργασία, θα πρέπει να έχουν συνταχτεί ιδεατοί πίνακες ροής-αντιροής-λήψης-εκπομπής (σαν αυτούς που αφηρημένα και χωρίς υπολογιστικά όργανα συνέταξα εδώ, τα οποία προηγουμένως ονόμασα "πλέγματα κομβικών θέσεων ροής-αντιροής μυνημάτων"), που θα μπορούν ολοκληρωμένα να περιέχουν όλο το φάσμα αυτού του αντιφατικού γίγνεσθαι.
110. Για τη σύνταξη τέτοιων πινάκων, πρέπει να οργανωθεί μια Αντιφατική Γεωμετρία με τους όρους που αναφέραμε πριν. Για κάθε μια συγκεκριμένη περίσταση ένταξης ενός γεγονότος στις συντεταγμένες κάποιου τέτοιου πίνακα, πρέπει να ορίζονται τα προσεγγιστικά όρια της αντιφατικής ταυτότητας του γεγονότος, ανάλογα με την έρευνα και το γεγονός που διερευνάται.

111. Η αντιφατική μονάδα για την οποία μιλήσαμε, είναι δυνατόν να παίρνει συγκεκριμένο νόημα, κάθε φορά που ορίζεται η θέση εκκίνησης του υποθετικού σημείου, στην κλίμακα αναφοράς που θα εξυπηρετούσε τη συγκεκριμένη έρευνα.
112. Αυτή η θέση εκκίνησης, η οποία θα μπορούσε να είναι η εκκίνηση για κάποιο καθορισμένο σύστημα αναφοράς, την ίδια στιγμή θα μπορούσε να σχετίζεται και με όλα τα άλλα απεριόριστα και πορευόμενα σημεία άλλων συστημάτων αναφοράς, με διαφορετικό τρόπο για το καθένα.
113. Aυτά τα συστήματα αναφοράς, συνιστούν "ξέχωρες" αντιφατικές ταυτότητες που στο βάθος του διαχωρισμού και της αντικειμενικότητάς τους, έχουν κρυμμένη την ενότητα της συμμετοχής τους στο έσχατο (ακίνητο και ακαριαίο) καταλυτικο-συνθετικό επίπεδο του παγκοσμίου γίγνεσθαι που είναι η αντιφατικότητα γυμνή και το εν δυνάμει Είναι.  Έτσι η αντικειμενικότητα που μας προσφέρουν είναι συμβατική, αφού συνεχώς αίρεται.
114. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλες αυτές οι Μονάδες που θα μπορούσαν να φανούν ως ευκαιριακά αυτόνομες (ταυτότητες), όταν αγγίζουν τις θέσεις των πόλων των κλιμάκων τους, φέρουν στην επιφάνεια το στοιχείο του ακαριαίου και ακίνητου. (Αυτό που όπως αναφέραμε είναι το μηδενικό και άπειρο, το εν δυνάμει, η ενότητα του Όλου, η αντιφατικότητα ως ουσία, όπου εκεί κάθε αντικειμενικότητα και αυτονομία αίρεται).

αντιφατική βιο-χαρτογραφία και αντιφατική βιο-γεωμετρία

115. Όλα αυτά τα σημεία της ταυτόχρονης εκκίνησης, αναχωρούν για το σύμπαν επιστρέφοντας στις θέσεις εκκίνησης, ή οι θέσεις εκκίνησης στέλνουν μηνύματα στο σύμπαν λαμβάνοντας από αυτό. Αυτά επαληθεύουν-διαψεύδοντας τις θέσεις της δικής τους κλίμακας και όλων των άλλων κλιμάκων, εκτός των θέσεων των κλιμάκων που λογίζονται ως ταυτόχρονης εκκίνησης. Έτσι αναδύονται τα όρια που μπορεί να αναδεικνύεται το Ένα, το Δύο, το Tρία κλπ.
116. Τα πράγματα, τα γεγονότα, τα έμβια όντα και γενικά ο κόσμος μας είναι συσ-τήματα που συντίθενται από εκατομμύρια τέτοιες καταλυτικο-συνθετικές αντιφατικές μονάδες.  Τα αντιφατικά στοιχειώδη των μονάδων αυτών, ταξιδεύουν στο σύμπαν, (στον Συμπαντιακό τους Αντίλογο), επιστρέφοντας, κι έτσι συνθέτουν-καταλύοντας το αντιφατικό τους Μέτρο.  Τα όντα συνίστανται-αποσυντιθέμενα από τέτοιες μονάδες κάποιου ειδικού αντιφατικού Μέτρου, το οποίο είναι σε συνεχή εξέλιξη και αλλαγή και οι οποίες μονάδες συνιστούν αντιφατικά συστήματα λήψης-εκπομπής μηνυμάτων προς και από τον Συμπαντιακό τους Αντίλογο.   Επειδή τα στοιχειώδη αυτού του συσ-τήματος καταλύονται-συντιθέμενα, όντας Άλλα-Αλλού και λίγο πιο κει, το όλο σύστημα που είναι το πράγμα, το ον ή το γεγονός, συνεχώς αλλοιώνεται ως προς τη μορφή και τη δομή, υπάρχει ως τέτοιο έως τη στιγμή που δεν μπορεί να ανασυσταθεί πια κι έτσι γερνά και πεθαίνει.  Τότε το σύστημα διαλύεται κι ανακατατάσσεται ή εισέρχεται στη δομή άλλων ζωντανών συστημάτων.
117. Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να υποθέσει κάποιο αιτιοκρατημένο και οργα-νωμένο γίγνεσθαι, το οποίο να σχετίζεται με τις θέσεις εκκίνησης, τα συστήματα ανα-φοράς, τη διάρκεια της έρευνας και τον τρόπο που θα συμπεριφέροντο τα μηνύματα αναχώρησης-επιστροφής σ’αυτό το γίγνεσθαι.
118. Η εργασία αυτή, θα μπορούσε να είναι η επιστήμη, που θα ιχνηλατούσε και θα οργάνωνε μιαν Οικουμενική Βιο-Χαρτογράφηση, για το πως συνίσταται η ενότητα του Μεγάλου με το Μικρό. Αυτή είναι η Αντιφατική Μοναδολογία και η Αντιφατική Βιο-Γεωμετρία που μόνο μέσα στα όριά της, μπορεί να περιγραφεί η Αντιφατική Tαυτότητα κι ο Αντιφατικός Ορθολογισμός.
119. Αυτή η φανταστική ιστορία του πορευομένου ευθύγραμμα και ομαλά σημείου, σ’όλη της την ανάπτυξη, είναι ο χαρακτηρισμός της Αντιφατικής Μονάδας ή του Αντιφατικού Στοιχειώδους, δηλαδή η Αντιφατική Ταυτότητα.
120. Απ’ αυτό το αντιφατικό γίγνεσθαι και το χαρακτηρισμό της αντιφατικής ταυτότητας, αναδύεται και η Αρχή της Αντιφατικής Αιτιότητας.
121.  Η αντιφατική αιτιότητα δεν είναι μονοδιάστατη, εκεί το αίτιο και το  αιτιακό αποτέλεσμα λειτουργούν σταδιακά αμφίδρομα ή καί αμφίδρομα, ανάλογα με τις "αντιθέσεις" και τη "διάρκεια" που συνιστά το εκάστοτε συγκεκριμένο αντιφατικό γίγνεσθαι. Έτσι θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε αμφίδρομη αντιφατική αιτιότητα. Όπως είπαμε, στην Ορθολογική διαδικασία
τα αντίθετα διαλέγονται χωρίς να παραβιάζουν τα όρια που υπάρχουν μεταξύ τους, δηλαδή τα όρια της ταυτότητάς τους. Έτσι αποκαθάρουν τη λογική διεργασία απ’τη συμμετοχή του Μη-Είναι μέσα της, που ορθολογικά θεωρείται το στοιχείο του ψεύδους και της αντιφατικότητας.  Ενώ στη Διαλεκτική (αντιφατική) διαδικασία τ’αντίθετα αλληλοπροεκτείνονται το ένα
μέσα στο άλλο χωρίς να αφήνουν περιθώρια ανεξαρτησίας μεταξύ τους και έτσι η αλληλεπίδραση είναι αμφίδρομη. Σε παράκεντρες όμως καταστάσεις,  όπου  τα θεωρούμενα ως αντίθετα μπορεί κοινωνούν και με άλλα αντιφατικά συστήματα, μπορεί να υπάρξει ευκαιριακά κάποια αιτιακή προτεραιότητα, χωρίς όμως να αποκλείεται και η αμφίδρομη διεργασία, αφού όλα συγχρόνως κοινωνούν με το έσχατο επίπεδο του ακίνητου και ακαριαίου, που είναι η αντιφατικότητα γυμνή, το Εν Δυνάμει Είναι. Απ'όπου απορρέουν οι αρχές "της αντιφατικής σχετικότητας των αντιθέτων" και "της αμφίδρομης αιτιότητας". Εκεί η αλυσίδα της αιτίας ως αμφίδρομη, προϋποθέτει: αιτία κι αποτέλεσμα να αλληλοκαταλύονται-αλληλοσυντιθέμενα, έχοντας απεριόριστες διαστάσεις οι οποίες καταλήγουν τελικά στο Ακαριαίο και Ακίνητο, Μηδενικό και 'Απειρο, το Εν Δυνάμει Είναι, δηλαδή την Αντιφατικότητα Γυμνή. Εκεί η Αιτιότητα συνίσταται από το γίγνεσθαι αναχωρήσεων-επιστροφών, όπως έχει χαρακτηριστεί στη διάρκεια αυτής της εργασίας.
122. Η αμφίδρομη διεργασία, είναι αυτή του ακαριαίου και ακινήτου, η οποία δε μπορεί να λείψει ποτέ, όντας το στοιχείο του απειροστικού υπόβαθρου. Έτσι η αιτιακή διεργασία ξεκινά από την "αυτό-αλληλεπίδραση", πολύ βαθιά μέσ’ τον ίδιο του τον εαυτό, (χωρίς να αφήνει κανένα περιθώριο απαραβίαστο) και ταξιδεύοντας έξω απ’αυτόν, παραβιάζει τα όρια των άλλων που μπορεί να θεωρηθούν αντίθετα κάθε συγκεκριμένη στιγμή.  Ανάλογα με το βαθμό της αντίθεσής τους, για κάθε αντίθεση ορίζεται και η ανάλογη παραβίαση. Αυτή η παραβίαση μπορεί κάποιες φορές να είναι τέτοια που υπό όρους, να αφήνει κάποιο απαραβίαστο μέρος στο θεωρούμενο ως αντίθετο και γι'αυτό μπορεί να λειτουργεί και ο ορθολογισμός, ως ένα σημείο.
123. Γενικά όμως ονομάζεται αντιφατικός ορθολογισμός, γιατί μαζί με την ακαριαία συγκριτική διαδικασία (που είναι η ακαριαία αλληλεπίδραση και άρα αντιφατική), υπάρχει κι ένα περιθώριο αντιθετικής (ορθολογικής) διεργασίας μέσ’τα όρια της αντιφατικότητας.
124. Στη συγκριτική και αιτιακή αυτή διεργασία, όλα εξαρτώνται από τα όρια που θα τεθούν στην αντιφατική ταυτότητα και την αντιθετική "αξία" των σκελών της αντιφατικής σχέσης. Όμως δεν πρέπει ποτέ να ξεχνιέται πως οι σχέσεις εκεί είναι συμβατικές, και σχετικές με το γίγνεσθαι που συνιστούν όλοι οι παράγοντες της αντιφατικής σχέσης.
125.  Η  εργασία  μου  αυτή  ακολουθείται  από την  αδυναμία  ότι  έχει  την  ανάγκη της αμεσότητας και της πράξης, αφού δεν μπορεί να γίνεται απόλυτα κατανοητή με τα λόγια. Ακόμα προϋποθέτει μιαν άλλη αντίληψη,  περί χώρου,  χρόνου και γίγνεσθαι, επίσης και μιαν αντιφατικο-γεωμετρική μαθηματική σύνταξη που αδυνατώ να ολοκληρώσω.                                                                                  

126.   Όλη αυτή τη φανταστική ιστορία του πορευομένου ευθύγραμμα και ομαλά σημείου, σ’όλη της την ανάπτυξη, την οποία χαρακτήρισα αντιφατική ταυτότητα, αντιφατικό στοιχειώδες ή αντιφατική μονάδα, πρέπει να λάβει υπόψιν της η σύγχρονη επιστήμη, αν θέλει να βαδίσει στο Νέο.
127. Υπ’αυτή την έννοια η γλώσσα της επιστήμης  πρέπει να συμπέσει με τη λογικογλωσσική σύνταξη της αντιφατικής βιογεωμετρίας, όπου ο κόσμος θα είναι βιοχαρτογραφημένος σε ανάλογους πίνακες οι οποίοι θα ορίζονται κι από τα ανάλογα αντιφατικά συστήματα ροής-αντιρροής-λήψης-εκπομπής. Κι εδώ θα υπάρξει μια γλωσσική αντιφατική σύνταξη, που θα λαμβάνει υπόψιν το αντιφατικό στοιχειώδες. Επίσης πρέπει να λάβει υπόψιν τον αντιφατικό τρόπο  οργάνωσης της σκέψης, μέσω της έννοιας του αντιφατικού στοιχειώδους.
128. Στη συνέχεια όλες οι επιστήμες θα πρέπει να ξανακοιταχτούν, παίρνοντας υπόψιν τον αντιφατικό τρόπο βιο-χαρτογράφησης του κόσμου. Έτσι που η Επιστήμη θα ξαναγίνει Μία και θα συμπέσει με τη Φιλοσοφία, δηλαδή την αντιφατικο-ορθολογική γλώσσα, δηλαδή τη διαλεκτική ως ουσία.

Ως Επίλογος, μια επισήμανση για τον αντιφατικό χώρο και χρόνο:
Τονίζω ξανά ότι από αντιφατική όψη, ο χρόνος δεν είναι διάρκεια αλλά ούτε ο χώρος έκταση.  Στο επίπεδο αυτό του κόσμου μας, χρόνος είναι η συχνότητα επανάληψης υπογεγονότων (χωρικών μέτρων) σε θέση και χώρος το μήκος κύματος ή το μέγεθος διασποράς των χωρικών μέτρων προς επανάληψη.  Έτσι σ’αυτό τον κόσμο που θα μπορούσε να είναι ο κβαντικός και ο οποίος σχετίζεται με φωτόνια ή κβάντα ενεργείας, με συχνότητες και μήκη κυμάτων, πρέπει να δεχτούμε ότι ο χώρος και ο χρόνος συνιστούν μια γενεσιουργό ενότητα με τα γεγονότα, και η ταχύτητα, είναι κάτι άλλο από αυτό που έχουμε αποδεχθεί.  Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το φωτόνιο, υπάρχοντας καταλυτικο-συνθετικά, δεν μπορεί να έχει ταχύτητα, αφού ουσιαστικά κάθε στιγμή είναι Άλλο-Αλλού-Όμοιο μ'αυτό που ήταν.
     Όλα τα παράδοξα της θεωρίας της σχετικότητας πιθανόν οφείλονται στο γεγονός ότι το φωτόνιο είναι μια κβαντική οντότητα που εμείς παράνομα την ορίζουμε μέσα τα όρια της Νευτώνιας αντικειμενικότητας. Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και στην "αβεβαιότητα" που διέπει τις μετρήσεις των συζυγών ιδιότητων των κβαντικών αντικειμένων:  Στριμώχνουμε το χρόνο και τη συχνότητα ενός κβαντικού αντικειμένου στην Νευτώνια διάσταση, όπου εκεί βασιλεύει η αντικειμενικότητα και ο ντετερμινισμός, ενώ η συχνότητα είναι ο χρόνος στην κβαντική του διάσταση, όπου ο ντετερμινισμός και η αντικειμενικότητα καταργούνται.

Τονίζω ξανά ότι: Η επιστήμη δε θα προχωρήσει άλλο θεωρητικά αν δεν λάβει σοβαρά υπ’όψιν τη πρόταση περί αντιφατικού στοιχειώδους, περί αντιφατικής ταυτότητας και περί του Αντιφατικό Ορθολογισμό ή της Αντιφατικής Μοναδολογίας, όπως προτείνεται σ’αυτή την εργασία ή σε κάποιες άγνωστες σ'εμένα άλλες ανάλογες εργασίες άλλων, ίσως πιο σωστά τοποθετημένες από εμένα και με την ανάλογη μαθηματική κάλυψη.  Αυτό γιατί ο κόσμος είναι ένα δυναμικό γεγονός έχον αντιφατική φύση, που για να μπορεί να ερμηνευτεί ως τέτοιο, χρειάζεται έναν ορθολογισμό που να λαμβάνει υπόψιν τον κόσμο αντιφατικά.
     Είναι ανάγκη νέοι διανοητές και μαθηματικοί να παραμερίσουν τη γνώση τους, χρησιμοποιώντας την επαναστατικότητα και τη δυναμική της διάνοιάς τους και ν’ασχοληθούν με την εργασία αυτή, ως ξεκίνημα για ένα μακρύ ταξίδι στο Νέο.  Θα πρέπει να δημιουργηθεί ένας νέος μαθηματικός λόγος, που να στηρίζει τους πίνακες των μοντέλων που θα περιγράφουν τον κόσμο μας ως καταλυτικο-συνθετικό γίγνεσθαι. Τότε όλες οι επιστήμες θα πρέπει να μπουν σε μιαν άλλη θεωρητική βάση και λογική, που να λαμβάνει υπόψιν την καταλυτική-συνθετότητα της ταυτότητας των όντων και έτσι θα ξαναοργανωθούν από την αρχή.
    Η μαθηματική αυτή γλώσσα θα στηρίζεται στην λογικο-γλωσσική σύνταξη που θα έχει σαν βασικό κορμό τους αντιφατικούς πίνακες, για τους οποίους προϊδεάζω τον αναγνώστη, προτείνοντας τη λειτουργία αυτού του αντιφατικού μοντέλου ως "Αντιφατική Μοναδολογία και Οικουμενική Βιοχαρτογραφία".
    
Ένα υπόδειγμα αντιφατικής διεργασίας του Είναι:
[Όταν Εγώ αποφασίσω να μετακινηθώ, η διέγερση της απόφασής μου στον εγκέφαλο μεταδίδεται μέσω του αντιφατικού στοιχειώδους ακαριαία στον συμπαντιακό αντίλογό μου που είναι ένα πρόσωπο του Όλου (ως Όν) και αυτό είναι έτοιμο να ανταποκριθεί προετοιμάζοντας σχεδόν ακαριαία την καταλυτικο-συνθετική διαδικασία της μετακίνησής μου].

1 σχόλιο:

  1. Përshëndetje, unë jam Elsina. Pasi ishte në lidhje me Anderson për vite me radhë, ai u nda nga unë, bëra gjithçka që ishte e mundur për ta rikthyer atë, por gjithçka ishte e kotë, e doja aq shumë për shkak të dashurisë që kam për të, e luta me gjithçka. Unë bëra premtime, por ai nuk pranoi. I shpjegova problemin tim shoqes sime dhe ajo më sugjeroi që më mirë të kontaktoja një magjistar që mund të më ndihmonte të bëja një magji për ta rikthyer atë, por unë jam tipi që nuk besova kurrë në magji, nuk kisha zgjidhje tjetër veçse ta provoja. e dërgoi me postë magjistarin, dhe ai më tha se nuk kishte problem që gjithçka do të jetë në rregull para tre ditësh, se ish-i im do të kthehet tek unë para tre ditësh, ai bëri magjinë dhe çuditërisht në ditën e dytë, ishte rreth orës 16:00. Ish-i im më thirri, isha aq i befasuar, iu përgjigja telefonatës dhe gjithçka që ai tha ishte se i vinte shumë keq për gjithçka që ndodhi sa donte që unë të kthehesha tek ai, se më donte aq shumë. Unë isha shumë i lumtur dhe shkova tek ai dhe kështu filluam të jetonim përsëri të lumtur së bashku. Që atëherë, unë kam premtuar se këdo që njoh që ka një problem marrëdhënieje, do t'i ndihmoja një personi të tillë duke e referuar atë te personi i vetëm real dhe i fuqishëm i magjisë që më ndihmoi me problemin tim. Ju mund t'i dërgoni email atij nëse keni nevojë për ndihmën e tij në marrëdhënien tuaj ose në ndonjë rast tjetër. Email: ellenspellcaster@gmail.com
    WhatsApp+2349074881619

    1) Magjitë e dashurisë
    2) Magjitë e humbura të dashurisë
    3) Magjitë e divorcit
    4) Magjitë e martesës
    5) Magjitë lidhëse
    6) Magjitë e ndarjes
    7) Dëboni një dashnor të kaluar
    8.) Ju dëshironi të promovoheni në zyrën tuaj / magjinë e Lotarisë
    9) dëshironi të kënaqni të dashurin tuaj
    Kontaktoni këtë njeri të madh nëse keni ndonjë problem për një zgjidhje të qëndrueshme. Email: ellenspellcaster@gmail.com
    WhatsApp+2349074881619

    ΑπάντησηΔιαγραφή