Σάββατο 23 Μαΐου 2015

ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΘΥΡΑΜΒΟ ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ, ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ, ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ, ΖΗΝΩΝ ― ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΘΥΡΑΜΒΟ ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ
ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ-ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ-ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ-ΖΗΝΩΝ

ΜΙΚΡΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚO ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η εργασία αυτή σκοπό έχει τη διερεύνηση της γένεσης της διαλεκτικής στον Αρχ. Ελληνικό κόσμο. Δηλαδή πως μπορεί αυτό το είδος σκέψης να αναδύεται μέσα από τα κείμενα των προσωκρατικών και της τραγικότητας σαν ζωής, τέχνης και σκέψης.
      Είναι αναμφισβήτητο πως η διαλεκτική δεν είναι κάτι ξεκαθαρισμένο κι ότι οι προσπάθειες να οριοθετηθεί πλήρως έμειναν στη μέση αφού το μαρξιστικό ρεύμα που υποτίθετο ότι είχε σαν λογικό όργανο τη διαλεκτική λογική, ξεκινώντας απ’την εγελιανή σκέψη, εξαρχής είχε μπεί σ’ένα δρόμο εκλεκτικισμού όσον αφορά τη λογική συγκρότηση. Απέρριπτε την τυπική αριστοτελική λογική, αλλά σε κάθε βήμα και συλλογισμό την χρησιμοποιούσε ως βασικό αποδεικτικό όργανο, όπως ακριβώς έκανε κι ο Χέγκελ. Έχει φανεί πλέον ότι ο μαρξισμός μολόνοτι είχε την πρόθεση να χρησιμοποιεί τις αρχές της εγελιανής διαλεκτικής λογικής δε μπόρεσε να το κάνει, αφού αυτές οι αρχές δεν ήταν «αρχές» αλλά ορθά συμπεράσματα που δε θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν δημιουργικά στην έρευνα. Μετά απ'αυτό η δογματική πρακτική των «σοσιαλιστικών» καθεστώτων, μετέτρεψε τη διαλεκτική σε «κατάρα» και παράδειγμα προς αποφυγήν. Επίσης οι επιστημονικές επιτυχίες της τυπικής λογικής και του ντετερμινισμού θα είχαν θάψει για πάντα τη διαλεκτική, αλλά με τη γέννηση της κβαντομηχανικής, η διαλεκτική αναφαίνεται σαν ο μόνος δρόμος που μπορεί να μας οδηγήσει στο Νέο Κόσμο. 
     Η διαλεκτική αυτή έχει σαν πυρήνα τον διθύραμβο που είναι η ψυχή της τραγικότητας, της αντιφατικότητας του κόσμου.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ―ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ

Ελληνικότητα
Είναι από όλους αποδεκτό, ότι ο σύγχρονος πολιτισμός έχει οικοδομηθεί πάνω στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Τα περισσότερα ερωτήματα που μας απασχολούν, είχαν τεθεί από τότε και είχαν δοθεί απαντήσεις, που ως ένα σημείο είναι αποδεκτές και σήμερα.  Σε πάρα πολλούς τομείς, ο σημερινός πολιτισμός είναι πολύ μπροστά, ενώ αλλού είναι πίσω. Υπάρχει όμως κάτι πολύ σοβαρό στο οποίο ο πολιτισμός μας υπολείπεται. Κρίνω ότι αυτό ακριβώς, είναι η καρδιά του πολιτισμού και χωρίς αυτό ο πολιτισμός μας όσο προχωρεί, θα οδεύει  προς την καταστροφή.  
     Θα πρέπει να ξαναδούμε τα σκονισμένα ράφια του ελληνικού πολιτισμού, μήπως κάτι δεν εκτιμήθηκε σωστά, μήπως οι ιστορικές συνθήκες μας οδήγησαν να ξεχάσουμε κάτι σοβαρό ή μήπως ο σύγχρονος πολιτισμός μας δεν έχει απαλλαγεί τελείως από την βαρβαρότητα των κληρονόμων του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
     Γιατί ό,τι πέφτει στα χέρια μας απ’την κληρονομιά αυτών των ανθρώπων, είναι ακραίο ποιοτικά και άφθαστο αισθητικά;
     Υπάρχουν πολλά που δε γνωρίζουμε γι’αυτούς, ίσως τα περισσότερα. Μ’όλο το υπερβολικά υψηλό τεχνολογικό μας επίπεδο, αυτοί συνεχίζουν να παραμένουν ζωντανοί και να χαμογελούν συγκαταβατικά με όλες τις επιτυχίες μας.
     Για να διαπιστώσουμε, τι είναι αυτό στο οποίο ο πολιτισμός μας υπολείπεται, πρέπει να διερευνήσουμε ξανά και να δώσουμε για άλλη μια φορά απάντηση στο ερώτημα, πως οι Έλληνες έκαναν αυτόν τον πολιτισμό και που επάνω το στήριξαν.
     Λέγεται κατά καιρούς για το τοπίο, τις κλιματολογικές συνθήκες, τη θάλασσα, το εμπόριο, τον πλούτο και τους δούλους. Όλ’αυτά έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση αυτού του πολιτισμού. Άλλοι όμως λαοί που έζησαν εκεί, στις ίδιες συνθήκες, με μεγαλύτερη δύναμη και πλούτο, έκαναν πολιτισμούς που γεννούσαν σκοτάδια κι είχαν πυρήνα τη  βαρβαρότητα. Οι Πέρσες, οι Φοίνικες, οι Μεσοποτάμιοι, οι Αιγύπτιοι έκαναν πολιτισμούς που πιθανόν είχαν ανώτερα στοιχεία από τον ελληνικό. Οι Φοίνικες, ίσως ανώτεροι θαλασσοπόροι και έμποροι, οι Πέρσες κοσμοκράτορες και ισχυροί, μ’οργάνωση και πειθαρχία ανώτερη, οι Αιγύπτιοι μ’επίπεδο γνώσεων τόσο υψηλό που οι Έλληνες διδάσκοντο απ’αυτούς. Όπως λέγεται, οι Έλληνες πήραν στοιχεία απ’όλους αυτούς, όμως αυτά που πήραν δεν χαραχτηρίζουν αυτό που επάνω του, θα μπορούσε να οικοδομηθεί το μέλλον.   
    Ο σύγχρονος πολιτισμός οικοδομήθηκε μετά μια κουραστική πορεία, πάνω στα κύρια χαρακτηριστικά του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, που είναι η αιτιοκρατία ως συνειδητή κριτική πρακτική, το εκπροσωπευτικό πολίτευμα και η  διαλεκτική σκέψη. (Δεν αναφέρω τη δημοκρατία, γιατί αυτή θα απέκλειε τα ολιγαρχικά συστήματα της εποχής που από μια όψη ορατά, σαν ουσία είναι πιο δημοκρατικά από τις σημερινές δημοκρατίες).
    Νομίζω, ότι αυτά τα στοιχεία, που γενικά είναι αποδεκτό ότι έχει βασιστεί ο σύγχρονος πολιτισμός, είναι αποτέλεσμα μιας μακραίωνης πολιτισμικής διαδικασίας, που στεκόταν πάνω σε άλλο θεμέλιο. Θεμέλιο ξεχασμένο που θα μπορούσε ν’ανασυρθεί για να γίνει στοιχείο ανανέωσης του δικού μας πολιτισμού, που ψάχνει αναζητώντας λύση στο νεομυστικισμό και την άκρατη τεχνολογική ανάπτυξη, δηλαδή την αρχαία και τη νέα βαρβαρότητα.  Κατά τη γνώμη μου, το θεμέλιο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, είναι το τραγικό πνεύμα. Αυτό έχει κληρονομηθεί απ’το συγχρονο πολιτισμό και το περιέχει μέσα του υποσυνείδητα ξεχασμένο, το παραβιάζει συνεχώς από άγνοια ή ανοησία. Τώρα που η τεχνολογία έχει τη δύναμη να καταστρέψει τον κόσμο, είναι φανερό πως ο πολιτισμός μας χρειάζεται ηθικά στηρίγματα για να ξεπεράσει το πρόβλημα της αυτοκαταστροφής που οδηγείται.  Πρέπει να διερευνήσουμε σε βάθος τον σύγχρονο πολιτισμό και να φέρουμε στην επιφάνεια την αισθητική ποιότητα του τραγικού.

Υλοζωισμός―Μαγεία
Σε μια κορυφαία στιγμή του προϊστορικού πολιτισμού, κάποιοι λαοί πίστεψαν ότι ο κόσμος δεν είναι  απλά μια συσσώρευση πραγμάτων που έχουν κάποιες αιτιακές σχέσεις μεταξύ τους, αλλά ότι το όλον είναι ένα όν, μια ουσία.  Πίστεψαν ότι οι αντιθέσεις που συνιστούν τον κόσμο μας σαν γίγνεσθαι, είναι αντιληπτές έτσι γιατί είναι ορατές ανάποδα. Δηλαδή απ’τη μεριά του Όλου αυτές οι αντιθέσεις δεν είναι ανταγωνιστικές αλλά έχουν χαραχτήρα συμπληρωματικό, εκφράζοντας έτσι την ανώτερη αρμονία του κόσμου. Φαίνεται ότι πίστεψαν ότι αν έπαυαν να «βλέπουν» τον κόσμο από το Εγώ πρός το Άλλο αλλά αντίστροφα, όλα τα προβλήματα θα είχαν λυθεί. Αυτή η διαδικασία θα μπορούσε να πάρει πολλές μορφές,  έτσι  που διάφοροι λαοί την άσκησαν με διαφορετικό τρόπο.  Σε γενικές γραμμές θα μπορούσε να συμπέσει με την λατρεία της Φύσης.   Πίστεψαν λοιπόν ότι αφού κοινωνούμε άμεσα του Όλου που είναι η Φύση, μπορούμε με κάποιο τρόπο να προκαλέσουμε φαινόμενα ευεργετικά για μας, όπως η βροχή κι η καλή σοδιά.  Είναι λογικό να επιδιώκει κάποιος κάτι τέτοιο, αν πιστεύει ότι κοινωνεί άμεσα με το Όλον. Η σκέψη του κι οι πράξεις του θα μπορούσαν να επιρρεάσουν το Όλον, αρκεί να το έκαναν σωστά.  Πιθανόν αυτή είναι η ρίζα της Μαγείας, που μάλλον είναι η πρακτική που ασχολείται με το Μέγα, τό Όλον, τη Φύση.

    Η Φύση είναι ο Θεός και έτσι κάθε τι φυσικό κοινωνεί της θεότητας, άρα όλα είναι θεϊκά και μεταξύ όλων κάποια πολύ σημαδιακά είναι ιερά σημεία της Φύσης. Μια δροσερή πηγή μέσα στην ερημιά, ένα ωραίο τοπίο, ένας θαυμάσιος ταύρος, μια μαγευτική ακρογιαλιά, ένα σκοτεινό δάσος, ένας χαρισματικός άνθρωπος, ήταν θεϊκό μήνυμα.  Από εκεί θα έπρεπε να βρεί ο άνθρωπος το δρόμο της κοινωνίας με τη Φύση, με την πνευματική του συγκέντρωση πάνω στη διαδικασία της μέθεξης του Όλου.  Η πρακτική της κοινωνίας με τη Φύση που είναι ο Θεός, έπρεπε να συνοδεύεται από κάποια διαδικασία ομαδική επειδή η απλή αυτοσυγκέντρωση δεν μπορεί να είναι αρκετή, όταν το αίτημα είναι κοινωνικό, όπως η βροχή και η σοδιά. Για τη βροχή, θα έπρεπε να κληθούν δυνάμεις που να έχουν σχέση με τα καιρικά φαινόμενα, αλλά και να κοινωνήσουν όλοι μαζί σε αυτή τη διαδικασία πρόκλησης του φαινομένου.

Λέει η Χάρρισον: η μέθοδος του μάγου γιατρού είναι πολύ απλή και ευχάριστη, μόνον δυο κρόταλα.  Γνωρίζουμε έναν βροχοποιό βασιλιά, που αυτή τη φορά τα εξαρτήματά του είναι  πιο περίπλοκα. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, ο Σαλμονεύς είπε πως αυτός ο ίδιος είναι ο Ζεύς και αφού αποστέρησε το Δία από τις θυσίες του, διέταξε τους ανθρώπους να κάνουν θυσίες σ’ αυτόν. Φυσικά λέει η Χάρρισον, τίποτε τέτοιο δεν συνέβει, η υπόθεση δεν έχει σχέση με θυσίες ή με τον Δία.  Προσπαθούσε, όπως μας εξηγεί και ο ίδιος ο Απολλόδωρος, να διαμορφώσει τις καιρικές συνθήκες.  Στερέωσε στο άρμα του χάλκινους λέβητες τους οποίους έσερνε πίσω του βροντώντας, ενώ έριχνε αναμμένους πυρσούς στον ουρανό αστράφτοντας.  Σύμφωνα με τη Χάρρισον, αυτή την ιστορία την πληροφορούμεθα κι απ’τον Βιργίλιο, που βλέπει το θέμα από την πλευρά της ορθόδοξης θεολογίας. Αυτός θεώρησε το Σαλμονέα μισότρελο βλάσφημο εγκληματία που παραποιεί τον κεραυνό του Δία, κι επομένως καταδικασμένο αιώνια στον Άδη: «Και είδα τον φρικτοκόλαστο Σαλμονέα που Ολύμπου να τιμηθεί ήθελε αστραπές και κεραυνούς του Δία με τέθριππο άρμα και δαυλό σείοντάς το,  περνούσε μέσα από τους λαούς των Ελλήνων και από την πόλη την ιερή της Ήλιδας καμαρωτός, τιμές θεών απαιτώντας.  Ο έρμος, με κρότους χαλκολέβητων και σείστρα, πάει σύννεφο και κεραυνούς να φτιάξει, μα δεν μπόρεσε».
    Ακόμα η Χάρρισον, μας παρουσιάζει εικόνα αγγείου, όπου ο Σαλμονεύς φέρει στεφάνι και είναι τυλιγμένος με κλαδιά ελιάς και ιερές ταινίες, στο δεξί χέρι κρατά κεραυνό, με το αριστερό υψώνει σπαθί στον ουρανό, έτοιμος να εξαπολύσει  κεραυνό.  Το ότι είναι Ολυμπιονίκης, λέει η Χάρρισον, βεβαιώνεται από τη μορφή της Νίκης πίσω του, που υψώνει το χέρι της σε ένδειξη αποδοκιμασίας. Ακόμα και για έναν Ολυμπιονίκη, ο Σαλμονεύς ξεπερνά τα όρια.  Φημολογείται ότι ο Σαλμονεύς κι όλος ο λαός του χάθηκαν κεραυνοβολημένοι.
    Η Χάρρισον μας πληροφορεί, πως ο Σαλμονεύς  καταγόταν από μίαν αρχέγονη περιοχή, την αιώνια πατρίδα της Μαγείας, την Πελασγική Θεσσαλία. 
    Ας δούμε όμως αυτή την ιστορία με ένα άλλο βλέμμα, με τη βοήθεια της μεν, αλλά με κριτικό πνεύμα στις προτάσεις της δε:  Στην Ήλιδα, σε μιαν εποχή προϊστορική και προ της ίδρυσης του ναού στο όνομα του Ολυμπίου Διός, υπήρχε ιερό της Ήρας.  [Είναι πιθανόν η θεότητα του ήλιου σε μια μητριαρχική κοινωνία να ήταν θυλικού γένους, όταν η σελήνη ήταν ο Μην, η Ήρα να ήταν ο Ήλιος. Τη βλέπουμε γραμμένη σε αγγεία σαν ΗΕΡΑ,Ἕρα (Χέρα ή Θέρα), ως παραφθορά της λέξης Θέρμα, όπως το Θέρος.  Ακόμα ήταν η Παγκόσμια Εστία, πολύ πριν γίνει η Εστία του σπιτιού. (Έχουμε δεί σ’ακροθαλασσιές ναούς της Ήρας, εκεί που την αυγή ο Ήλιος σύμπυρος, φαίνεται ν’αναδύεται από τη θάλασσα, ανεβαίνοντας από το κάτω μέρος της Γης)].

Μετά τον κατακλυσμό, που προκλήθηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας και τα νερά έφτασαν έως τη Λυκοσούρα, λέγεται πως στο σημείο που ήταν πλησίον του Ναού της Ήρας, η γη άρχισε να ρουφά το νερό ίσως από μια φυσική καταβόθρα. Όταν έφυγαν τα νερά, πήγαν εκεί  οι Ιδαίοι Δάκτυλοι και ίδρυσαν το ναό του Ολυμπίου Διός.  Λέγεται ότι εκεί άρχισαν οι Αγώνες και πως τους ξεκίνησε ο Ιδαίος Ηρακλής.
     Πριν γίνει ο Ζευς μέγας θεός και η Ήρα σύζυγός του, ο Ηρακλής φέρεται σαν ερωτικός της σύντροφος (που αργότερα έγινε γιός του Δία, από εξωσυζυγική περιπέτεια κι έτσι μισητός στην Ήρα.  Όπως τονίζει ο Λεκατσάς, στη μυθολογία οι παλιοί έρωτες στρέφονται σε μίση, αφού η κατάσταση διαμορφωθεί αλλιώς). Υποθέτω ότι ο Ηρακλής, που είναι η λάμψη της Ήρας, το φως του Ήλιου, που είναι η Ζωή, είναι Ζευς.  Εκεί υπήρχε ο ναός του Ηρακλή (ο οποίος δεν ιδρύθηκε απ’τον Ηρακλή), όπου γίνονταν οι αγώνες, υπό την προστασία και για χάρη της Ήρας. Τον ιερό αγώνα, ακολουθούσε ο ιερός γάμος που είχε σχέση με το θείο δράμα.  Αυτό που αργότερα έγινε «θυσία του Διονύσου-Ζαγρέα», τότε ήταν θυσία του ίδιου του Διός. Ο Ηρακλής-Ζευς, η πνοή της Φύσης, θανατωνόταν απ’τους Τιτάνες που άλλαζαν μορφή και γίνονταν λευκοί κατ’εντολή της Ήρας. Αυτό ίσως σημαίνει ότι τα χιόνια σκέπαζαν τη φύση το Χειμώνα, που γινόταν λευκή, σε μιαν εποχή που οι πάγοι ήταν μόνιμοι στα βόρεια όρια της Μεσογείου κι αυτό κατ’εντολήν του Ήλιου, της Ήρας.  Ο Ζευς τότε κατέβαινε στα έγκατα της Γής κι ήταν Άζευς, Άδευς, Άδης, Άπνους. (Το Ζ και το Δ στο όνομα Ζευς-Διός  συγχέεται, στη λέξη Ζευς γυρίζει περισσότερο σε ζήτα ενώ στη λέξη Διός γυρίζει σε δέλτα.  Η διαφορά στην προφορά όμως τότε δε θα ήταν τόσο ξεκάθαρη όπως σήμερα. Το Ζ και το Δ γενικά θα πρέπει να συγχέονταν).
      Εκεί στο Ηραίο, που ήταν κέντρο της Μαγείας συνέρρεαν απ’όλα τα μέρη στην Ήλιδα για τον ιερό αγώνα, που ήταν μόνον αγώνας δρόμου.  Σε μιαν εποχή προϊστορική, ακαθόριστη  χρονολογικά, ξεκίνησε κι ο Σαλμονεύς από τη Θεσσαλία για να μετάσχει στον Αγώνα.  Αυτός έπρεπε να είναι Κούρος, άρα μυημένος σε ορισμένους κανόνες· εκπροσωπούσε την πόλη του και ήταν εκλεκτός.  Παράλληλα με τον αγώνα των Κουρήτων, θα γινόταν στο Ηραίο κι ο αγώνας για την Κόρη.  Η νικήτρια κι ο νικητής θα τελούσαν τον Ιερό Γάμο. Ο Αγώνας των Κουρήτων ήταν προς τιμήν του Ηρακλή κι ο νικητής ήταν Ζευς δηλαδή Ζέων, σφύζων από ζωή, έχων ζωικό μένος, μάνα, όπως λέει η Χάρισσον.  Ζευς ήταν ιδιότητα του Ηρακλή, που ο νικητής του Ιερού Δρόμου, μπορούσε να ενδύεται γιατί είχε Χάρη. Γενικά, ο Ζευς είναι η Ζωή καθαυτή.  Γι’αυτό ήταν Θνήσκων, δηλαδή το χειμώνα ήταν στα  καταγώγια, και την άνοιξη στα επιφάνεια.  Εκείνες τις μέρες που κάποιος θα ενδύετο τον Θεό, έπρεπε να είναι ο καλύτερος, δηλαδή πρώτα απ’όλα να είναι άνθρωπος, γιατί ο άνθρωπος είναι το ανώτατο σημείο της Φύσης.  Ακόμα να είναι Κούρος, νέος "μυημένος ιερέας" του Δία, αυτός που είναι έτοιμος για Γάμο.  Μα η τελική κρίση, θα έβγαινε απ’το ποιος ποθεί πιο πολύ απ’αυτούς που ποθούν, ποιός μπορεί να κατακτήσει τη Χάρη.  Έπρεπε να υπάρχει ιερή βεβαιότητα, ότι ο Ολυμπιονίκης, που θα γίνει το Ιερό Θύμα, θα ήταν το πιο καθαρό σημείο που φανέρωνε η Φύση.  Αυτός θα ήταν το ταίρι της Ήρας στον Ιερό Γάμο, που για το χρόνο εκείνο θα ήταν η νικήτρια Κόρη.
    Ο Ζέων, ο Ολυμπιονίκης, όπως φαίνεται στην εικόνα του αγγείου τελούσε το χορό της βροχής.  Στην περίπτωση της εικόνας του αγγείου, που παραθέτει η Χάρρισον, η Νίκη δεν ακολουθεί τον Σαλμονέα όπως ισχυρίζεται, αλλά τον οδηγεί.  Γνώμη μου είναι, ότι η χειρονομία που κάνει η Νίκη, δε φανερώνει δυσαρέσκεια αλλά το αντίθετο. Εξ’άλλου η Κόρη δεν δείχνει καμιά αμηχανία ή δυσαρέσκεια, συνοδεύει ιεροτελεστικά το χορό, που μοιάζει σαν γνώριμος σ’εμάς. Αυτός ο χορός φαίνεται σαν είδος ζεϊβέκικου, ζεϊ-ουέ-κιου, ζεϊ-βακχικού, που είναι ο οδυρμός του ιερού μένους της θυσίας. Με τις σείστρες, το σπαθί, τα κρόταλα και το χάλκινο κεραυνό επικαλείται τη βροχή, ίσως δημιουργεί τη βροχή. Απ’τον ύμνο των Κουρήτων, βγάζουμε τη φράση «κα νυκτιπόλου Ζαγρέως βροντάς τελέσας», που τόσο ωραία δείχνει η Χάρρισον στο έργο της «Τελετουργικά Δρώμενα στην Αρχαία Ελλάδα». Εκεί υποθέτει ότι οι Κούρητες μιμούντο τους κεραυνούς κρούοντας το ξίφος πάνω στις ασπίδες, τελώντας το χορό της βροχής.
―Αν είναι αληθινός Βάκχος, και μιμηθεί ενάρετα τις βροντές του Διός, ο Θεός δίνει μερίδιο. Όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, «ο Θεός δινει μερίδιο σ’αυτούς που τον μιμούνται ενάρετα».
     Είναι πιθανόν ο Ολυμπιονίκης να ζήσει σαν βασιλιάς, δηλαδή μακριά από κάθε στεναχώρια και φροντίδα, να γονιμέψη την Κόρη και το παιδί τους θα είναι Άριστος.  Από κει και το γένος των Αριστοκρατών. Η γη που θα του δοθεί θα είναι τέμενος, ιερή, δε μπορεί κανείς να του την πάρει.  Ο Τόμσον στο έργο του «Η Αρχαία Ελληνική Κοινωνία και το Προϊστορικό Αιγαίο», μας δείχνει με θαυμάσιο τρόπο πως η Γη που είναι ιερή, δε θα μπορούσε ν’ανήκει σε κανέναν από τους θνητούς, μόνον οι Ήρωες που ήταν αθάνατοι θα μπορούσαν να έχουν αιώνια δική τους γη. Ήρωες ήταν πιθανόν οι αφιερωθέντες στην Ήρα, οι θυσιασθέντες, οι έχοντες έτσι ανεβεί στο ύψος του θεού και ήταν θαμμένοι στα «καταγώγια» του οίκου τους στο Τέμενος, δεχόμενοι σπονδές απ’τις εσχάρες. Οι θνητοί δικαιούντο καλλιέργεια γης για ορισμένη περίοδο που αναδιανέμετο με κλήρο (απ’τον κλήρο, το ιερατείο).
     Στο χειμερινό ηλιοστάσιο, την ημέρα του Κρόνου, που είναι η μακρύτερη νύχτα και η μικρότερη μέρα, που πέθαινε ο χρόνος και συγχρόνως ξαναγεννάτο σαν Νέος, γινόταν η Θυσία.
    Το ιερό θύμα, ήταν ο ίδιος ο Διθύραμβος. Περνούσε την ίδια στιγμή δυο θύρες, τη θύρα του θανάτου και τη θύρα της ζωής.  Όπως ιστορούν οι χριστιανοί, ότι έγινε και με τον Χριστό που ονομάστηκε έτσι γιατί είχε Χάρη, ήταν Ιερό Θύμα.
     Είναι πιθανό το Θύμα να κόβει τις φλέβες των χεριών του και υποβασταζόμενος από ιερείς, να περιφέρεται μεταξύ των κοινωνών, οι οποίοι φιλάνε τα χέρια και γεύονται αίμα, (από κει ίσως και το χειροφίλημα των σεβαστών). Οι κοινωνοί είναι αλλόφρονες και παίρνουν την ευθύνη να υπερβούν τον εαυτό τους όποτε τους καλέσει η κοινωνία τους.
    Την εποχή που ο Ζευς έγινε πατέρας Θεός και τη θέση του έπαιρνε ο κερασφόρος γιος του ο Ζαγρεύς, θυσιαζόταν Λευκός Ταύρος, που ήταν και αυτός Ζευς ή Διόνυσος-Ζαγρεύς.  Άρα αν υπήρξε ανθρώπινη θυσία, σαν αποτέλεσμα του ιερού δρόμου θα έπρεπε να είχε γίνει πολύ παλιά, προ της έκρηξης της Θήρας.  Ίσως γι’αυτό ο Πυθαγόρας θεωρούσε τους Ολυμπιακούς αγώνες μιαρούς, ήταν παλαιότερα ματοβαμμένοι.

Ας γυρίσουμε πάλι στην ιστορία του Σαλμονέα. Ας πούμε ότι ο Σαλμονεύς κατάφερνε με το χορό να φέρνει τη βροχή.  Εδώ δύο δυνατά μπορεί να συμβούν. Ο Σαλμονεύς υπερβαίνει το μέτρο και τριγυρνά στις πόλεις των Ελλήνων φέρνοντας τη βροχή. Αυτό από μια όψη είναι ύβρις αφού υποκαθιστά το Δία.  Ξεπερνώντας λοιπόν το μέτρο κατακαίγεται απ’τον ίδιο τον κεραυνό που καλεί. Το Παλλάδιο συγχρόνως φωτίζει και καίει, ανάλογα με τη χρήση.  Απ’την άλλη όψη ο Σαλμονεύς πέτυχε τόσο ενάρετα τη μίμηση του θεού που μπορούσε να γεννά το φαινόμενο. Η ανώτερη βαθμίδα αυτής της πράξης είναι Χάρις, δηλαδή αυτό που συνέβει στη Σεμέλη:  Κατακεραυνώθηκε από το Δία.  Η ορθόδοξη θρησκεία ήθελε τη Σεμέλη ανόητα περίεργη, όπως χαραχτηρίζονταν οι γυναίκες την εποχή της ανδρικής κυριαρχίας.  Όμως όπως θαυμάσια φανερώνει η Χάρρισον, η ιστορία μπορούσε να είναι αλλιώς: Η Σεμέλη είναι Χθεμέλη και φυσικά Γαία, που συνουσιάστηκε με τον Ουρανό δια μέσου του κεραυνού, που ήταν ο Ζευς και την κατέκαυσε. Αυτό είναι Χάρις, αφού από κει γεννήθηκε ο Βρόμιος ο Πυριγενής Διόνυσος. Κάτι τέτοιο ίσως συνέβει και στον Σαλμονέα. Αυτός που μιμείται ενάρετα το Θεό δικαιούται μερίδιο, μα όταν περνάει το ανθρώπινο μέτρο γίνεται θεός, που στην περίπτωση αυτή είναι ο ίδιος ο Κεραυνός, η φωτιά και κατακαίγεται. Ο Εμπεδοκλής στο τέλος της ζωής του έπεσε στη Αίτνα, θεωρώντας το ανώτερο θάνατο.

Ας δούμε τώρα το Μάγο-Γιατρό από μιαν άλλη όψη. Δεν πάει πολύς καιρός που ο Πάπας Παύλος  έκανε δεήσεις για βροχή κι ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος επίσης, άνθρωποι μορφωμένοι και ορθολογιστές. Ακούμε μεγάλους επιστήμονες να δέχονται την ύπαρξη του Θεού και γιατρούς να λένε ότι «αυτοί έκαναν το καθήκον τους αλλά από κει και πέρα ο Θεός».
    Ο Θεός είναι ιδεώδης και απόμακρος, αποτεινόμαστε σε κάτι που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε, ουσιαστικά άγνωστο. Αποτεινόμαστε στο πιο αφηρημένο που είναι το Έλεος καθαυτό, η Αγάπη καθαυτή, που είναι όλα τα Ιδεώδη καθαυτά. Αυτή είναι η «προσέγγιση» στο αφηρημένο Καθαυτό. Αν βρέξει ο Θεός μας ελέησε. Αν δεν βρέξει, δεν είχαμε αρκετή πίστη ή ο Θεός θέλει να μας δοκιμάσει ή ακόμα στη χειρότερη περίπτωση, να μας τιμωρήσει. Η διαφορά απ’το Μάγο βρίσκεται στο ότι ο Μάγος δεν αποτείνεται μόνο διανοητικά στο θείο μα ακολουθεί και μια πρακτική μίμησης. Ο Μάγος κάνει περισσότερα, αποτείνεται στο θεό του, τη Φύση, με πρακτική που δεν είναι αφηρημένη.  Μπορεί σήμερα η πρακτική του Μάγου να θεωρείται λαθεμένη, μα ήταν στο σωστό δρόμο, αποτείνετο στη Φύση. Το ίδιο κάνουν και οι επιστήμονες σήμερα σε έκτακτες περιστάσεις ανομβρίας. Βομβαρδίζουν την ατμόσφαιρα με «ειδικές βόμβες» κι επιδιώκουν την πρόκληση του φαινομένου. Κι επειδή η διαδικασία αυτή επιστημονικά είναι πολύ αμφιλεγόμενη, δεν θα ήταν παράδοξο αυτοί που συμμετέχουν στο εγχείρημα, να εύχονται για τη επιτυχία. Η ευχή είναι κάτι σαν προσευχή σε κάτι αόριστο. 
     Ο Μάγος κι ο Επιστήμονας μιμούνται ενάρετα το φαινόμενο, κοινωνώντας πνευματικά με το όλον και περιμένουν μερίδιο. Ο Μάγος είναι πρωτόγονος αλλά είναι σε καλό δρόμο. Ο επιστήμων ξέρει περισσότερα. Ας βάλουμε το Σαλμονέα  δίπλα στον Αϊνστάιν. Ο στόχος είναι κοινός, η πάλη για μερδικό από τη Φύση.  Ο Αϊνστάιν μιμείται πιο ενάρετα τη Φύση άρα δικαιούται μεγαλύτερο μερίδιο.  Όμως είναι κάτι που ανεβάζει το Σαλμονέα  ακόμα ψηλότερα. Αυτός κάνει το πρώτα βήμα. Ο πρωτόγονος άνθρωπος που φιάχνει για πρώτη φορά εργαλείο, είναι ανώτερος από μια οπτική γωνία απ’αυτόν που ανακαλύπτει τον τροχό ή το αεροπλάνο, γιατί αυτός ανακαλύπτει την επιστήμη. Όμως όλοι τους είναι ίδιοι, είναι Βάκχοι που ακροπατάνε στα σκοτάδια κρατώντας δαυλό, είναι νυκτέλιοι, εωσφόροι, είναι επιστήμονες.
    Ο Σαλμονεύς λοιπόν δεν είναι ασεβής, κάνει το ιερό καθήκον που είναι ίδιο μ'αυτό του σύγχρονου επιστήμονα. Καλεί τις δυνάμεις της Φύσης ενάρετα, δηλαδή με λογική και μέτρο. Αν ο επιστήμονας μεθύσει απ'το μερίδιο που του προσφέρει η φύση, ξεπερνά το μέτρο και σαν νέος Σαλμονεύς φέρνει καταστροφή σ’αυτόν και τον λαό του. Τα Παλλάδια που παρέχει η Φύση, είναι διπλοί πέλεκεις, φωτίζουν και καίνε, ανάλογα με τη χρήση.
    Ο επιστήμονας είναι Ζεϊβέκιος, Ιοβάκχος, έχει προπολλού θυσιάσει τη ζωή του στη έρευνα κι είναι ο μόνος αληθινός ιερέας των καιρών μας.  Αυτός λατρεύει το μοναδικό θεό, τη Φύση, οι άλλοι όλοι ιερείς είναι κάλπικοι, επειδή δεν έχουν αντικείμενο λατρείας. Αυτός χειρίζεται παλλάδια και διπλούς πέλεκεις, έχει Χάρη, είναι ο αληθινός Ολυμπιονίκης.  Γνωρίζει πως τα μερίδια της φύσης είναι ιερά σφάγια που θυσιάζονται και δε σπαταλώνται ανόητα. Τα μυστικά της Φύσης δεν πρέπει ν’αφήνονται στο έλεος αγυρτών, βαρβάρων και ανόητων κερδοσκόπων.
    Είναι Ολυμπιονίκης, γιατί έφτασε εκεί μετά από αγώνα ζωής και θυσίες, με μόνη αμοιβή το πάθος του για την αλήθεια.  Οι πολιτικοί που είναι χρηστοί πρέπει να έχουν δίπλα τους τον Ιερέα που είναι ο Επιστήμονας, για να λέει την τελευταία λέξη.
    Ας ξαναγυρίσουμε στον Σαλμονέα. Η νομιμότητα της πράξης του Σαλμονέα έχει δυο διαστάσεις:  Προσπαθεί να δράσει αιτιοκρατικά έστω και λανθασμένα, αλλά ψάχνοντας ν’ανακαλύψει τρόπο προσέγγισης ορθολογικό. Όμως η μίμηση ενός φαινομένου, που είναι η βασική επιστημονική προσέγγιση και σήμερα, έχει δαιδαλώδεις δρόμους και πειραματικά δε φέρνει πάντα το ποθούμενο αποτέλεσμα. Στην περίπτωση του Σαλμονέα, που έλειπαν τόσα πολλά «δεδομένα» για το «πείραμα» μίμησης της βροχής, αυτό θα είχε αρνητικά αποτελέσματα. Από την άλλη, αν το Όλον είναι Ον που όλοι είναι κοινωνοί του, καθένας μπορεί να εγείρει δικαίωμα μεριδίου υπερβατικά.  Καλεί διανοητικά το Όλον, μιμούμενος την ίδια στιγμή ενάρετα (επιστημονικά) τη Φύση, περιμένοντας μερίδιο.
     Η Επιστήμη όμως, από που αρχίζει και που τελειώνει;  Σύγχρονες θεωρίες που άπτονται των παραδόξων της κβαντομηχανικής, μας λένε πως στον κόσμο των κβάντα, δηλαδή των ελαχίστων ποσών διάδοσης της ενέργειας, ο επιστήμων δεν είναι πλέον ο αντικειμενικός παρατηρητής που είναι έξω απ’το πείραμα. Ο παρατηρητής, το μέσο παρατήρησης, το παρατηρούμενο γεγονός κι ένα ασαφές εν δυνάμει υποκβαντικό κοσμικό υπόβαθρο, συνιστούν μια κβαντική ενότητα. Λέγεται πως σ’αυτή την πειραματική διαδικασία η ανθρώπινη βούληση παρεμβαίνει στο κοσμικό γίγνεσθαι, παίζοντας ρόλο δημιουργικό. Αν οι αλληλεπιδράσεις σε αυτό το υποκβαντικό επίπεδο είναι ακαριαίες, από τη στιγμή της απόφασης και δράσης, το Σύμπαν δέχεται ακαριαίο μήνυμα πριν ολοκληρωθούν οι εξελίξεις, αποκρινόμενο με έναν δικό του τρόπο στην απόφαση του δρώντος. Όπως ο Σαλμονεύς έτσι κι ο επιστήμων, κοινωνεί υποσυνείδητα του Όλου, καλώντας το να αποκριθεί.
     Διαισθανόμαστε ότι οι Αρχαίοι θεωρούσαν το ανθρώπινο σώμα επιστημονικό όργανο και διείσδυαν με αυτό στα μυστικά της Φύσης.  Όπως πατά στη φωτιά, έτσι καλεί και τη βροχή. 
    Ο Τόμσον ισχυρίζεται ότι έτσι εξέφραζαν τον πόθο τους  για το συγκεκριμένο αποτέλεσμα και η Χάρρισον μας ιδεάζει πως υποβάλλοντο σε ένα είδος υστερίας, κάτω από το έντονο εσωτερικό τους Μένος.  Οι ορθολογιστές μας τους παρουσιάζουν ως πρωτόγονους που ένιωθαν την έντονη  εσωτερική ανάγκη, να κοινωνήσουν υπερβατικά με το Όλον, τη Φύση, μα απορρίπτουν τη δυνατότητα μιας τέτοιας επαφής. Η επιστήμη κι ο ντετερμινισμός δε μπορούν να δεχτούν τίποτα τέτοιο·  όμως υπήρχαν κάποια δρώμενα που πρέπει να μας κινούν την περιέργεια.  Μπορεί με όργανου το σώμα τους, να μπορούσαν πράγματα ορθολογικά παράδοξα, μα από άλλη όψη επιστημονικά.

Η Διαγωγή του Ελαχίστου
Η θεώρηση του κόσμου από αντίθετη όψη, δηλαδή απ’το Άλλο προς το Εγώ, είναι μια απύθμενη διαδικασία, αφού το Όλον ως Άλλο, είναι αδύνατο να γίνει απτό.  Έτσι ξεκινά μια απύθμενη διαδικασία διαλογισμού και πρακτικής συμπεριφοράς με όσο το δυνατόν, η αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων να γίνεται με οπτική γωνία αντίθετη ή και αντίθετη, δηλαδή αμφίδρομα.
     Το Όλον ως γυμνή έννοια είναι η Ζωή και το Εγώ ως προέκταση του Όλου κοινωνεί πάντα με ένα φυσικό τρόπο μαζί του. Έτσι ο δρόμος του ανθρώπου, γίνεται ο σεβασμός της Ζωής και πρακτικά παίρνει μορφή ως διαγωγή του ελαχίστου. Αυτή η διαγωγή είναι ένας πολύπλοκος  τρόπος διαβίωσης, που από λαό σε λαό πήρε διαφορετική μορφή· στην προϊστορική Ελλάδα όμως κορυφώθηκε παίρνοντας Τραγικό πρόσωπο, ανοίγοντας έτσι νέο δρόμο στην πορεία του πολιτισμού για το μέλλον.  Έχει γίνει προσπάθεια με τη μέθοδο της συγκριτικής ανθρωπολογίας, να ερμηνευτεί το φαινόμενο της τραγωδίας στην αρχαία Ελλάδα.  Νομίζω πως είναι δυνατό να συνάγουμε πολλά συμπεράσματα από αυτή τη μέθοδο,  όμως ο τρόπος που γίνονται αποδεκτά, θα πρέπει να μην είναι υπερβολικός.  Αυτή η ίδια η σύγκριση του Αρχαίο-Ελληνικού πολιτισμού με τις τοτεμικές δοξασίες* σημερινών καθυστερημένων λαών είναι υπερβολική. Το τοτεμικό πνεύμα, όπως έχει επιβιώσει σήμερα, είναι ένα πλέγμα δεισιδαιμονιών, δηλαδή τυπικών καταλοίπων ενός αρχαίου τρόπου σκέψης που κάποτε ήταν ανθηρός. Είναι ένα είδος κοινωνικών απολιθωμάτων που μπορεί εύκολα να οδηγήσει τον ερευνητή σε παγίδες, αφού πολλές μεγαλοφυείς δοξασίες σε περίοδο παρακμής, κυλάνε στο λαϊκισμό και την απλοϊκότητα, δίνοντας τελείως διαφορετική εντύπωση απ’το πραγματικό τους νόημα.   Ακόμα κι η έρευνα μέσα από τα αρχαία κείμενα μπορεί να είναι παραπλανητική. Πολλά κείμενα έχουν γραφεί αργότερα και πιθανόν υπό το πρίσμα άλλων αντιλήψεων. Άλλοτε μέσα από το πρίσμα του θρησκευτικού φανατισμού, άλλοτε μεσα από το πρίσμα του μοντερνισμού εκείνης της εποχής, και τελικά υπό το πρίσμα του σκεπτικισμού, που είναι πάντοτε δεικτικός απέναντι σε κάθε τι υπερβατικό.  Ο σκεπτικισμός είναι η ευφυία των γραμματικών και των μετρίων, που λέει πάντα τον τελευταίο λόγο.
    (*Θίασοι και ταμπού:   Υπάρχει μια λογική εξήγηση στην πρακτική του ταμπού που έχει ξεπέσει σε τυπικό κατάλοιπο. Οι πρωτόγονες γεωργικές φυλές, είχαν καθήκον να φιλάνε σπόρους, για την επόμενη σπορά. Για να μην φαγωθούν σε μιαν εποχή πείνας, είναι πιθανόν ο θίασος του κριθαριού να τρώει λίγο ιεροτελεστικά και τo  υπόλοιπο να το φυλάει για την επόμενη σπορά. Το ίδιο και για όλα τα αγαθά. Ισως το ιερατείο στο ναό της Δήμητρας και Κόρης, να είχε ταμπού το σιτάρι.  Όταν κάποτε έπεφτε πείνα οι σπόροι του ναού θα έπρεπε να φυλαχτούν σαν ιεροί.  Αυτό ίσως αργότερα να πήρε μια γενικότερη διάσταση ιδεολογική και κάθε θίασος ένιωθε υπεύθυνος για την διατήρηση κάποιου είδους γενικά.  Βέβαια σήμερα που η κοινωνία είναι οργανωμένη αλλά και το εμπόριο,  δεν επιτρέπουν  κάτι τέτοιο· σε μιαν ανοργάνωτη και πρωτόγονη κοινωνία όμως, δε θα ήταν δύσκολο  να συμβεί η κατανάλωση  όλων σπόρων και πάλι να μήν έχουν των ξεφύγει από τον κίνδυνο του θανάτου.  Οι σπόροι του Ναού είναι ιεροί, δεν τρώγονται μόνο σπέρνονται, και υπάρχουν εκεί γιατί ο θίασος του Ναού δεν τους έφαγε όπως  είχε καθήκον, άρα είναι διπλά άδικο κάποιος να τους διεκδικήσει.  Βέβαια υπάρχουν Ταμπού  που μας φαίνονται ασήμαντα όπως διάφορα ζωύφια, όμως είναι πιθανόν  να είχαν κάποιο λόγο,  που εμείς σήμερα δεν κατανοούμε.  Μπορεί η λατρεία της Φύσης να όριζε κάθε τι ζωντανό να ταυτίζεται με κάποιο θίασο για λόγους που σήμερα δεν είναι ορατοί αφού όλη αυτή η λατρεία υποβιβάστηκε σε δεισιδαιμονία).    
       Έχουμε λοιπόν απ’τη μια πτώση των προϊστορικών αξιών από την ουσιαστικότητα στο τυπικό, (τη δεισιδαιμονία) κι απ’την άλλη σκεπτικιστική κριτική πληροφόρηση. Ενώ αντίθετα στο θέμα της ουσίας της αρχαίας λατρείας, (που θα μπορούσε να έχει επιστημονική διάσταση) έχουμε συνειδητή σιωπή. Μια λατρεία με άρρητη διαδικασία.  Το άρρητο, η λαλίστατη σιωπή, που όσο την μιλούσε κάποιος, τόσο την σιωπούσε, αφού η ουσία της δεν λεγόταν με λόγια αλλά με μια υπερβατική πρακτική. Η πρακτική της πυροβασίας που συνεχίζεται και σήμερα, δε λέγεται με λόγια. Με τα λόγια μπορεί κάποιος να οδηγηθεί ως την πόρτα της όχι όμως μέσα, από κει και πέρα χρειάζεται κάτι άλλο.  Αν αυτή η πρακτική πάψει, όσοι σχολαστικοί μετά διακόσια χρόνια διαβάσουν πως γινόταν κάτι τέτοιο, θα γελάσουν με την ψυχή τους.  Δεν γνωρίζουμε τι νόημα είχε τότε αυτό το κατάλοιπο· μπορεί να ήταν αγνισμός-κάθαρση μετά τη σφαγή του ιερού θύματος ή προετοιμασία πριν τη σφαγή.  Εμείς απ’αυτό διδασκόμαστε πως το ανθρώπινο σώμα είναι επιστημονικό όργανο που οι σοφοί των προϊστορικών χρόνων, ήξεραν να χρησιμοποιούν. Τουλάχιστον ήξεραν κάτι που εμείς δεν ξέρουμε.  Μπορούσαν πράγματα, τα οποία ορθολογικά φαίνονται ακατανόητα. Η μέθοδος της συγκριτικής ανθρωπολογίας, παίρνει σαν δεδομένο, πως αυτοί οι άνθρωποι, αν όχι βάρβαροι, ήταν πρωτόγονοι.  Υπάρχει ένα ερώτημα όμως που θα πρέπει να απαντήσουν όσοι πιστεύουν κάτι τέτοιο: Αν η γλώσσα φανερώνει τον πολιτισμό και το διανοητικό επίπεδο των ανθρώπων, κάτι που ισχυρίζονται πολλοί επιστήμονες, πως εξηγείται το φαινόμενο πολλές αρχαίες γλώσσες να είναι  ανώτερες ή τουλάχιστον όχι κατώτερες από τις σύγχρονες.
     Οι σύγχρονοι ερευνητές δεν αντιλαμβάνονται, τι ακριβώς είναι μια υπερβατική πρακτική και θέλουν να την «εξωραΐσουν» ή να την εκλογικέψουν.  Έτσι τη φέρνουν στα μέτρα τους, φορώντας της τα στενά παπουτσάκια του ντετερμινισμού και της σύγχρονης ορθολογικής εμπειροκρατίας. Ο ορθολογικός τρόπος προσέγγισης του κόσμου μας για τους αρχαίους ήταν νόμιμος, όμως σαν πιο σοφοί από μας, φαίνεται πως γνωρίζαν κι άλλους συμπληρωματικούς τρόπους.

     Οι μεγάλοι ερευνητές Χάρρισον, Τόμσον και Λεκατσάς δέχονται με βεβαιότητα ότι οι βάκχοι, οι μαινάδες κι όποιοι «ασκούσαν υπερβατικές πρακτικές», έπαιρναν παραισθησιογόνα και όντας σε κατάσταση μέθης νόμιζαν ότι ασκούν υπερβατικές πρακτικές, κοροϊδεύοντας τον εαυτό τους και τους άλλους. Εγώ πιστεύω ότι τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι, αλλά τώρα δεν μπορούμε να βρούμε την αλήθεια.  Τι γινόταν στο ιερό της Δήμητρας και Κόρης στην Ελευσίνα; Σε εποχές που οι Έλληνες ήταν άκρως ορθολογιστές κι οι Ρωμαίοι πέρα για πέρα ρεαλιστές, πως μπορούσε να συμβαίνει το γεγονός, οι Ρωμαίοι να ζητούν ιερείς από τη Ελευσίνα, για να ιδρύσουν Ναό της Δήμητρας και Κόρης;  Είχαν οι Ρωμαίοι αρκετούς δικούς τους Θεούς, που δεν «υπολείποντο» των Ελληνικών, ακόμα μπορεί να θαύμαζαν τις τέχνες και τα γράμματα των Ελλήνων, αλλά τους περιφρονούσαν κι’όλας.
Στο έργο της Χάρρισον «Η Γένεση της Αρχαιοελληνικής Θρησκείας» εκδ. Ιάμβλιχος, παρατηρώ την ανάγνωση που κάνει στην εικόνα: «Το σχέδιο στην εικόνα 1 προέρχεται από ένα δίπυλο αμφορέα... Στο κέντρο του σχεδίου απεικονίζεται τετράγωνο τραπέζι ή βωμός. Πάνω του ασπίδα μυκηναϊκή, προφανώς φτιαγμένη από κάποιο είδος ψάθας.  Δεξιά ένας άνθρωπος καθισμένος, που σε κάθε χέρι κρατά ένα αντικείμενο. Απ’το αντικείμενο στο δεξί χέρι ξεκινά μια τεθλασμένη γραμμή».   Η Χάρρισον μας βεβαιώνει στη συνέχεια, «ότι αυτά που κρατάει ο άνθρωπος είναι πρωτόγονα μουσικά όργανα, είναι κολοκύθες-κρόταλα, μέρος του εξοπλισμού του Μάγου Γιατρού».  Σ’άλλη εικόνα παραθέτει τέτοια κρόταλα-κολοκύθες, πρωτόγονων φυλών της Αφρικής και της Αμερικής. Κρόταλα που χρησιμοποιούνται για τη Μαγεία. Και συνεχίζει: «ο ήχος που προκαλεί η κολοκύθα είναι αλάθητος, προκαλεί βροχή. Η βροχή συνοδεύεται από βροντές και αστραπές.  Οι τεθλασμένες λοιπόν γραμμές του σχεδίου είναι αστραπές. 
     Τρέφω μεγάλο θαυμασμό για την Χάρισον, όμως δεν μπορώ να συμφωνήσω με την ανάγνωση της εικόνας του αγγείου που προτείνει. Ακόμα, με προκαλεί η βεβαιότητα με την οποία αποφαίνεται. Στην άλλη όμως όψη αυτού του αγγείου στην εικόνα 1, παρουσιάζονται άρματα και στρατιώτες.  Επάνω στις πλάτες των αλόγων, υπάρχουν πάλι αυτές οι τεθλασμένες γραμμές που δεν μπορούν να ερμηνευτούν σαν αστραπές. Γιατί να επικαλείται κάποιος τη βροχή, όταν θα έπρεπε να την απεύχεται; Κανείς δεν εκστράτευε τότε με βροχή.

    Το ότι οι εικόνες των αγγείων ιστορούν πάντα κάτι, πρέπει να είναι αλήθεια, όμως η ερμηνεία της Χάρρισον εδώ, φαίνεται βεβιασμένη, θυμίζει Προκρούστη. Στο μουσείο του Κεραμεικού, θα βεβαιωθούμε πως όλα αυτά τα «ψαθωτά» κι οι τεθλασμένες, ακόμα και μια μεγάλη ομάδα σχεδίων, είναι σύμβολα που παίζουν το ρόλο του υπόβαθρου, πάνω στο οποίο εξελίσσεται ο μύθος της εικόνας του αγγείου.
  Θα ήταν πολύ κακόγουστο  από μέρους των Ελλήνων, να χρησιμοποιούν συνεχώς αυτά τα βαρετά σχέδια.  Επειδή πιστεύω ότι οι Έλληνες ήταν πιο έξυπνοι και πιο ανεπτυγμένοι αισθητικά από μας, νομίζω ότι μ’αυτά τα σύμβολα μιλούσαν για τη σχέση ζωής και θανάτου και κατ’ επέκταση για την ενότητα των αντιθέτων γενικά.


Η Οδός της Διαγωγής του Ελαχίστου πιθανόν να ήταν κάπως έτσι:
1.   Επειδή η Φύση είναι ιερή ο άνθρωπος πρέπει να καταναλώνει όσο έχει ανάγκη και να περιορίσει τις ανάγκες του στο ελάχιστο.
2.   Ο Κόσμος είναι άπειρα πολυδιάστατος, έτσι που στο απώτατο βάθος, είναι πέραν της αιτιότητας όπως τη διαπιστώνουμε εμείς,  γιατί βλέπουμε τον κόσμο αντίθετα, δηλαδή από το Εγώ προς το Άλλο. Η αιτιακή αλυσίδα είναι απεριόριατα πολυδιάστατη. Κάθε στοιχείο του κόσμου, όντας στοιχείο της Φύσης, είναι ιερό, ποτέ δεν χάνεται. Κάθε τι πεθαίνοντας, βρίσκει τρόπο να ξαναγυρίζει πίσω στην ώρα του ως Διαφορετικό.  Πεθαίνει-ζώντας, αλλάζει όντας ίδιο.
3.   Δεν είναι δυνατό ν’αποκτηθεί κάτι χωρίς κάποια θυσία. Η Ζωή είναι μια πορεία θυσίας. Ο άνθρωπος για να ζήσει, πρέπει να κυνηγήσει, να ψαρέψει, να κόψει καρπούς, να φάει αυγά, ρίζες και σπόρους.  Να κόψει δέντρα για να οικιστεί, να κάψει ξύλα για να ζεσταθεί, να καταναλώσει και να καταστρέψει.   Η Ζωή άσχετα πόσο λιτή μπορεί να είναι, την ίδια  στιγμή είναι μιαρή, επειδή ο άνθρωπος όσο ενάρετος και αν είναι, για να ζήσει πρέπει να σκοτώσει.  Έτσι κάθε φορά που καταναλώνει, πρέπει να το κάνει με μορφή θυσίας. Το θύμα δεν είναι λάφυρο, ούτε μπορεί κανείς να το εξουσιάζει. Αυτό πρέπει να πλησιάζεται με σεβασμό γιατί είναι ιερό, είναι ο ίδιος ο θεός.  Η πράξη της θυσίας είναι αντιφατική αφού θυσιάζεται μέρος απ’το σώμα του Θεού, για χάρη άλλου μέρους.  Η Ζωή η ίδια είναι αντιφατική.
     Η ωδή της χαράς των βαρβάρων για την απόχτηση τροφής και λαφύρων, μετατρέπεται σε πένθιμη ωδή που είναι το τραγούδι, η Τραγωδία. Η Τραγωδία, είναι η ωδή του τραπεζιού, η ωδή της τροφής που είναι ιερή, η ωδή της θυσίας του ιερού τραγιού.  [Τραγεν απαρ.του Τρώγω (Liddell & Scott). Τραγωδία ίσως Τρωγωδία].   Αυτό είναι ένα χαρούμενο κλάμα, ένα πένθιμο γέλιο. Στο σημείο αυτό οι Έλληνες ξεχώρισαν απ’το αρχαϊκό μυστικιστικό ρεύμα. Παντρεύουν το στοιχείο της θείας μετάληψης με το καθημερινό  πανηγύρι της χαράς, χωρίς ν’αφήνουν να υπερισχύσει ο ευδαιμονισμός ή ο ασκητισμός.  Κάθε τέτοια εκτροπή θεωρείτο υβριστική. Στο τραγούδι αυτό, την τραγωδία, ο Έλληνας συνειδητοποιεί αυτό το γεγονός κάνοντας το τέχνη. Αυτή η προσέγγιση της τέχνης είναι τρόπος ζωής και ήθος διαγωγής.  Είναι η θρησκεία του.
   Οι θύτες δεν έπρεπε να δρούν σαν σφάχτες στο σφαγείο μα να θυσιάζουν σε κατάσταση ιερής μέθης. Έτσι που να μην είναι απόλυτα αυτοί οι ίδιοι, αλλά να κοινωνούν του θείου, σαν όντα υπερβατικά.
      Το τραγούδι θα μιλούσε για το πάθος του θύματος, το θείο πάθος, για τη χαρά του θύτη που θα γίνει κοινωνός ιερής τροφής που είναι το κρέας, τη σκοτεινή μοίρα του θύτη που κι αυτός θα γίνει κάποτε θύμα, για τη Φύση  που είναι θύτης και θύμα του εαυτού της.  Για όλα που γεννιώνται-πεθαίνοντας που κατεβαίνουν στο βάθος της Γης και ξαναβλαστάνουν, για τον κύκλο της Ζωής και του Θανάτου, τον ατέρμονο. 

Διθύραμβος:  Το πέρασμα  από δυο  αντίθετες θύρες  συγχρόνως, τη θύρα της ζωής και τη θύρα του θανάτου.
Στο α συμβολίζεται η ενότητα των αντιθέτων.
Στο β συμβολίζεται η ενότητα μεγάλου και μικρού. Οι μικροί διθύραμβοι με την ανάπτυξή τους, συνιστούν τους δυό μεγάλους.  Αυτό είναι το Άπειρο, όπου το μεγάλο περιέχεται στο μικρό, τόσο όσο το μικρό στο μεγάλο.




Η διαφορά τους βρίσκεται στο ότι:
το ασιατικό είναι κλειστό ενώ το κυκλαδικό ανοιχτό. Στο κλειστό σύστημα η διαλεκτική είναι Παρμενίδεια, προδιαγεγραμμένη, φαινονενική. Το Όλον, είναι η Αρχή και το Τέλος. Τα μικρά περιέχονται στο μεγάλο και το μεγάλο, -το Όλον- είναι το άθροισμά τους. Τα αντίθετα μέσα σ’αυτό το άθροισμα είναι έσχατα αναλλοίωτα κι ο διάλογος φτάνει ως τα όριά τους, δεν τα διαπερνά ποτέ γιατί δεν έχουν περαιτέρω δομή. Η διαλεκτική τους είναι αντιθετική. Ενώ στο κυκλαδικό σύμβολο, που είναι ανοιχτό, η Διαλεκτική είναι αληθινή και η αλλαγή ουσιαστική, γιατί δεν υπάρχει τίποτα πλήρως καθορισμένο ούτε τετελεσμένο, ούτε προδιαγεγραμμένο.  Το μεγάλο γεννιέται  από την συνεχή εναλλαγή ζωής και θανάτου των μικρών, όντας Αυτό αλλά συνεχώς Άλλο.  Το μικρό, στο έσχατο σημείο της ύπαρξής του ή τείνοντας προς το Μηδέν, την ίδια στιγμή τείνει προς το Άπειρο.  Η σχέση των αντιθέτων, σ’αυτή την περίσταση, είναι αντιφατική.




δ. Διαβάζω:  Η Γη ο Ήλιος κι η Θάλασσα,  βρίσκονται σε συνεχή διάλογο δια μέσου του αιθέρα, που είναι Άπειρος και σε συνεχή αλλαγή.
ε.  Διθυραμβική σπείρα στο κέντρο, που μπορεί να φανερώνει τον Ήλιο και γύρω διθυραμβικά σύμβολα  που φανερώνουν εναλλαγή ανόδου και καθόδου, επιφάνεια και καταγώγια.

2. Κρητικό (περίπου 1700 π.Χ.)

στ.  Ο Κρητικός Διθύραμβος,  πρόγονος  του γεωμετρικού μαιάνδρου, διατηρήθηκε μέχρι τέλους σαν σύμβολο τραγικότητας, στα ελληνικά αγγεία.








3.  Αττικά (περίπου 1100 π.Χ. και μετά)

ζ. Αττικός Διθύραμβος  όπου ο κύκλος  είναι μέσα  σε κύκλο  που είναι το προσωπείο  μέσα  σε προσωπείο  και το έσχατο  σημείο ο Σταυρός που είναι κι αυτός αρχέγονος  Διθύραμβος (πέρσμα από δυο αντίθετες θύρες συγχρόνως).












Ο Εβραϊκός Διθύραμβος δείχνει πως τα αντίθετα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, αλλά κάθε ένα διατηρεί την ανεξαρτησία του.  Άρα εκεί ακριβώς αίρεται και η διθυραμβική του φύση. Το σύστημα από ανοιχτό μετατρέπεται σε κλειστό, όπου το σκοτεινό μέρος είναι ο διάλογος και οι ελεύθερες γωνίες τα έσχατα αναλλοίωτα.  Αυτό είναι αντιθετικό-ορθολογικό.
Στον Ελληνικό διθύραμβο όπως θα δούμε πιο κάτω, τα αντίθετα προεκτείνονται το ένα μέσα στο άλλο χωρίς ν’αφήνουν κάποιο περιθώριο απαραβίαστο μεταξύ τους, έτσι που τελικά το έσχατο έχει αντιφατική μορφή, περιέχοντας συγχρόνως και τα δύο αντίθετα. (Γεννιέται και πεθαίνει συγχρόνως, περνώντας δυο αντίθετες θύρες συγχρόνως).

Στο κ. ο Διθύραμβος  σε πλήρη ανάπτυξη. Δηλαδή ο διπλός μαίανδρος, όπου συμβολίζεται η ροή-αντιρροή του Σύμπαντος. Ο ένας μαίανδρος πηγαίνει κι ο άλλος έρχεται. Στα σημεία τμήσης, είναι διθυραμβικές θέσεις και στα ενδιάμεσα τετράγωνα είναι ο Θρίαμβος, το πέρασμα απ’την τρίτη θύρα, τη θύρα της σύνθεσης, που όταν αναλυθεί και αυτή, είναι ένας Διθύραμβος

Η Τραγωδία

Με τον καιρό όμως η κοινωνία απέκτησε άλλους ρυθμούς και η καθημερινή τραγική πρακτική αμβλύνθηκε.  Το τραπέζι του σπιτιού έπαψε να είναι θυσιαστήριο.  (Ακόμα στις μέρες μας κάποιοι άνθρωποι, σέβονται το τραπέζι.  Δεν πετάνε τις τροφές, γιατί είναι ιερές και προσεύχονται προ του φαγητού. Αρχαίο κατάλοιπο τραγικής πρακτικής). 
    Τις σημαδιακές ημέρες όμως όπως η πρώτη και τελευταία μέρα του χρόνου (το χειμερινό ηλιοστάσιο) που ήταν η μεγαλύτερη νύκτα κι η μικρότερη μέρα, όπου σβήνοντας η νύχτα αυτή, πέθαινε ο Χρόνος και την ίδια στιγμή γεννιώταν κιόλας, που ήταν στιγμή διθυραμβική αφού ο Κρόνος,  ο χρόνος,  περνούσε δυο αντίθετες θύρες συγχρόνως: τη θύρα της ζωής και τη θύρα του θανάτου, γίνονταν γιορτές πολιτισμού.  Αυτές σιγά σιγά έχαναν τον αυθόρμητο χαραχτήρα τους, αποκτώντας το στοιχείο του προσχεδιασμένου. 
     Έτσι γεννήθηκε ο μύθος ότι ο Θεός (η Φύση), θυσίαζε τον εαυτό του κάθε χρόνο, και πεθαίνοντας-ανασταίνονταν κιόλας και με την ανάστασή του η φύση ξαναζωντάνευε.  Αυτός μπορεί να ήταν ο Ζευς, ο Ζέων ή  ο Άδωνις, (Αϊδω-νεύς), που γεννιέται μέσα στον ίδιο του το θάνατο (Αϊδες-Νέος). Επειδή όμως αργότερα, σε μια κοινωνία ανδροκρατική, ο αρσενικός μέγας Θεός δε μπορούσε να πεθαίνει, θυσιαζόταν στη θέση του ο αγαπημένος του γιος, που ήταν και γιος της Κόρης Περσεφόνης ή Φερσεφάασας (ίσως Φερθεσφάασας που είναι η φέρουσα το Θείο Φως ή τον Θείο Λόγο, τα θέσφατα).  Που και αυτή είχε την ίδια μοίρα, αφού το μισό χρόνο ζούσε με το Δία, που ήταν Ζέων, σφύζων ζωής και τον άλλο μισό στον Άδη που ήταν Άζες, Άπνους, που ήταν τ’άλλο, το νεκρό πρόσωπο του Διός, ο οποίος μέσα στα έγκατα της γης, εργαζόταν για την αναγέννηση της Φύσης, δίνοντας μάχες ως Άρης, ενώ η Περσεφόνη ήταν Θεά της γονιμότητας ως Αφροδίτη.  Δεν είναι τυχαίο  πως η Αφροδίτη  και η Περσεφόνη συνδέοντο με τη διεκδίκηση του μικρού Άδωνη.
     Επειδή ο Θεός ο ίδιος δε μπορούσε να θυσιάσει το παδί του, το έκαναν οι μιαροί Τιτάνες που κατακεραυνώθηκαν απ’το Δία.  Ο άνθρωπος λοιπόν που ήταν πλασμένος απ’ τη  στάχτη των κατακεραυνωμένων Τιτάνων, η οποία περιείχε μέσα της το φαγωμένο απ’ αυτούς σώμα του Ζαγρέα, είχε διπλή φύση.  Ήταν ιερός και μιαρός, γι’αυτό οι πράξεις του είναι αντιφατικές (διθυραμβικές)· μέσα σε κάθε πράξη του  υπάρχει συγχρόνως το καλό και το κακό. Επιδιώκοντας το καλό ο άνθρωπος, βλέπει στο βάθος της πράξης του ν’αναδύεται και το κακό.  Έτσι έπρεπε να αποφεύγει τα άκρα, όπου παραμόνευε το ξεπέρασμα του Μέτρου του καλού ως προς το κακό, που ήταν η ύβρις και έφερνε την συμφορά.  Έπλασε λοιπόν μύθους στους οποίους οι ήρωές τους εμπλέκοντο σε αντιφατικές καταστάσεις όπου επιδιώκοντας το ακραίο, το υπερβολικό, έφταναν στο αντίθετο από αυτό που επιθυμούσαν. Οι μύθοι αυτοί φανέρωναν την αντιφατική φύση του κόσμου, δηλαδή την τραγικότητά του.
     Μπορούμε να πούμε ότι η αρχαιοελληνική θρησκεία έχει σχέση με την απόκτηση του θείου Μάνα, όπως ισχυρίζεται η Χάρρισον, αλλά αυτό δεν είναι η ρίζα της τραγωδίας.
     Η τραγωδία ξεκινά από τη θυσία του θύματος με σεβασμό που είναι ο θεός και καταλήγει στην θεατρική παράσταση, που είναι η μίμησης αυτής της ιερής πράξης μέσα σ’ένα άλλο κοινωνικό γίγνεσθαι πιο προηγμένου.
     Στην αρχή  ο διθύραμβος ήταν  βοηλάτης, όπως τονίζει ο Πίνδαρος·  λεγόταν σαν τραγούδι την ώρα της πομπής του ταύρου για τη θυσία.  Το τραγούδι αυτό, η τραγωδία, έπεφτε σε ένα «παραλήρημα» αντιφατικού λόγου:  Μιλούσε για το έσχατο σημείο που οδηγείτο ο Ταύρος, ο οποίος στην αρχή ήταν ο Ζευς, αργότερα ο Ζαγρεύς που ήταν και Διόνυσος, συνιστώντας όλοι μαζί ήταν μιαν ενότητα.  Στο έσχατο σημείο, που ήταν ο θάνατος, ήταν ακριβώς εκεί που πάλι ξεκινούσε η ζωή.  Γι’αυτό όλα αυτά μαζί, δηλαδή το τραγούδι, ο ταύρος κι ο ιδιος ο Διόνυσος συνιστούσαν ένα αντιφατικό γίγνεσθαι που ουσιαστικά, ήταν ο Διθύραμβος και ήταν η στιγμή της σφαγής.  Αυτή η στιγμή, είναι το μηδενικό σημείο το χωρίς διάρκεια και έκταση, είναι η μηδενική αιχμή του φθίνοντος παρόντος, που είναι το μόνο υπάρχον, το Ιερό Τώρα. (Το Παρελθόν δεν Είναι, το Μέλλον δεν Είναι, το Τώρα Είναι Πάντα. Το Τώρα που είναι συνεχώς Άλλο, Είναι-Πάντα-Αυτό-Τίποτα. Ο Κρόνος, -ο Χρόνος-, που ζει τρώγοντας τον εαυτό του).
     Κάθε στιγμή στη φύση είναι διθυραμβική κι η κοινωνική ζωή του Έλληνα που ήταν ζωντανό τραγικό διθυραμβικό δρώμενο, άρχισε να γίνεται διανοητική αντανάκλαση.  Ήταν αντανάκλαση της αληθινής Τραγωδίας που ζούσε μέσ’τη ζωή των Ελλήνων σαν ήθος και άγραφος νόμος. Τότε η τραγωδία μετετράπει σε θέατρο. «Μίμηση πράξης ιερής» όπως την ορίζει ο Αριστοτέλης.

Η Θυσία

Σε πολύ αρχαίους χρόνους, όπως τονίζει η Χάρισον, ο Ταύρος ήταν ο Ζευς. Ο Ζευς που είναι ζέων, σφύζων από ζωή, πλήρης μανίας, μαινόμενος (το Μάνα της Χάρισσον).  Ο ταύρος, για τον  Έλληνα, ήταν το πιο δυνατό ζώο μα και το πιο ειρηνικό. Το κέρας του ήταν φοβερό και το κτύπημά του ήταν κεραυνός. (Ο κεραυνός, που παλιότερα ήταν το παλλάδιο).
    Πιστεύω πως σαν θεός, ο ταύρος δεν μπορούσε να οδηγηθεί έτσι απλά στη σφαγή.  Θα ήταν βέβηλο να σείρεται δεμένος βίαια. Είναι πιθανόν πολύ παλιά να αμολιόταν σε τόπο που  περίμεναν οι μανιασμένοι κοινωνοί, που σε προϊστορικούς χρόνους, ήταν το πλήθος της πόλης. Αρχικά εκεί θα πρέπει να γινόταν ο φόνος. Αργότερα γνωρίζουμε, πως αφηνόταν σε θίασο μαινομένων ιερέων ή μαινάδων. Λέγεται ότι σε απροσδιόριστα αρχαίους χρόνους, ο φόνος γινόταν με γυμνά χέρια από μαινάδες ή με πανάρχαιο λίθινο όργανο. Γι’αυτό λέγεται πως η θυσία γινόταν χωρίς χαλκό ή σίδερο. (Λεκατσάς).  Αργότερα σε εποχές που ο ταύρος δεν ήταν πια θεός, αλλά υποκαθιστούσε το θεό που είχε γίνει ανθρωπόμορφη ιδέα, θυσιαζόταν πια με ευπρέπεια, έχοντας προετοιμαστεί με κατευναστικά βότανα. Τότε οδηγούμενος στο δρόμο της θυσίας και δια μέσου της θυσίας, έπρεπε να μετουσιωθεί σε ζωή για να ανεβεί στο ύψος του θεού.

Η έννοια της θυσίας είναι πως ο ταύρος μετατρέπεται σε ιερή τροφή που είναι μετάληψη, κι αυτοί που θα κοινωνήσουν τρώγοντάς την, αναλαμβάνουν καθήκον το θάνατο του ζώου να μετατρέψουν σε ζωή  με τη γονιμότητα του σώματός τους, του πνεύματός τους και των πράξεών τους.  (Όπως και στη θεία κοινωνία των χριστιανών, που οι πιστοί κοινωνούν με το σώμα και το αίμα του Χριστού, παίρνοντας έτσι την ευθύνη να γίνουν κι αυτοί ιερά θύματα αν τους ζητηθεί).
     Η πρακτική της θυσίας, ξεκινάει από τον ιερό βηματισμό της πομπής, καταλήγει στον Αγώνα που είναι η ιερή σφαγή και τελικά στην επιστροφή που είναι ο Κώμος.  Όλο αυτό το γίγνεσθαι είναι το ανέβασμα των κοινωνών σε επίπεδο υπερβατικό.
   Η είσοδος του Ταύρου στο Δρόμο, θα πρέπει να γίνεται σ’ένα πανδαιμόνιο ασυνάρτητης σχέσης μουσικής, χορού και λόγου, φανερώνοντας την Παρουσία του Βρόμιου Διόνυσου-Ζαγρέα και των σαλεμένων νοητικά απ’τη φονική ωμοφαγική μανία Τιτάνων. Το ζώο είναι ο θεός, το ιερό, κι οι άνθρωποι οι Τιτάνες το μιαρό. Ακολούθως η μουσική θα πρέπει να γίνεται πένθιμη υπόκρουση που κάθε τόσο ξεσπά σ’ένα πανδαιμόνιο σπαραχτικό γυρίζοντας πάλι πίσω στη συγκρατημένη θλίψη. Ο χορός βαδίζει αφήνοντας να βγαίνει από μέσα του ένα κράτημα, μια άρνηση της πορείας του για τη σφαγή, αλλά την ίδια στιγμή, έντονος πόθος φονικός. Ο λόγος αντιφατικό παραλήρημα χαράς και θλίψης,  συνιστώντας όλα αυτά μαζί ψυχικό και νοητικό σπαραγμό και συναισθηματικό σάλεμα απ’τον καθημερινό καθωσπρεπισμό. Στην πορεία όλα αρμολογούνται έτσι που ενώ φαντάζουν ότι ιεραρχούνται από τις εξηγήσεις του Εξάρχοντα, αυτές δίνονται με τρόπο που τελικά καταλήγουν σε αυτοαναιρούμενα διθυραμβικά λεγόμενα ή διφορούμενους σιβυλλικούς γρίφους αφού τα άρρητα μόνον έτσι μπορούν να λέγονται. Την ιερή στιγμή που πέφτει ο Ταύρος απ’το χτύπημα, ο Λόγος γυρίζει πάλι σε παραλήρημα φαινομενικό, που ο Χορός λέει με σπαραγμό την παράφρονα, στυγερή πράξη με συντριβή κι ο Εξάρχων ερμηνεύει. Φθέγγεται χρησμούς για τη σχέση ζωής και θανάτου, χαράς και λύπης.      
     Όλο αυτό το γίγνεσθαι, ξεκινά από τυπικούς κανόνες και ξεσπά σε μιαν εκστατική μέθη αυτοσχεδιασμού. Οι κοινωνοί της σφαγής ίσως αγνίζονται περνώντας μέσα απ’τη φωτιά σαν ένα είδος κάθαρσης.΄Ισως ο αγνισμός αυτός, να γινόταν προ της θυσίας.  Ο κώμος, η επιστροφή, θα ήταν μια χαρούμενη κοπιαστική πορεία, όπου οι διθύραμβοι του λόγου ματατρέπονταν σε μιαν αιχμηρή κοινωνική κριτική. Ιερή στιγμή να στιγματιστούν μέσ’απ’τη σάτιρα, υπό την προστασία της ιερής διονυσιακής μέθης, ηθικά παραπατήματα των ισχυρών (και ίσως αυτή είναι η απαρχή της Δημοκρατίας).
    Το τραπέζι του σπιτιού, γι’αυτούς τους λάτρεις της ζωής και της Φύσης, ήταν θυσιαστήριο. Τραγωδία σημαίνει τρωγωδία, το τραγούδι της ιερής τροφής, ίσως της τροφής που είναι ιερή.  Σέβονται το θύμα που είναι πάνω του, άσχετα αν αυτό είναι φυτό,  σπόρος, αυγό, ψάρι ή κυνήγι, ενώ βοδινό, κατσίκι ή αρνί, το αρσενικό των οποίων παλιότερα χαραχτηριζόταν «τράγος» το έτρωγαν στις θυσίες. Η θυσία, που σύμφωνα με τη Χάρρισον είχε ως απώτερο σκοπό την κρεατοφαγία, ήταν Δαίς· ήταν η ιερή κρεατοφαγία των κοινωνών στην πρακτική της θυσίας. (Βέβαια έτσι ή αλλιώς η τροφή ήταν θυσία).
    Το ζώο απολάμβανε σεβασμού και όπως ο αγρός ήταν ιερό. Η απόσταση του ανθρώπου σαν αξία απ’το ζώο, ήταν πολύ μικρότερη απ’τη σημερινή. Εκείνη την εποχή, το χασάπικο που κρέμονταν τα σφάγια για πούλημα, θεωρείτο μιαρό και δείγμα βαρβαρότητας.
    Επειδή η Φύση είναι ιερή, ένα ωραίο ζώο, ένα ωραίο τοπίο, ένας ωραίος αγρός, είναι ιερά σημεία της Φύσης γι’αυτό τίποτα δεν πρέπει να σπαταλιέται. Ακόμα κι η υπερβολική τροφή είναι ύβρις.  Οι Ύλες ήταν «ιερά σφάγια» που αντιμετωπίζοντο με σεβασμό.  Θυσίαζαν ξυλεία, να φιάξουν σπίτια, έπιπλα ή πλοία.  Το χέρι, την ώρα της θυσίας το οδηγά ο θεός, έτσι η πρακτική της όποιας κατασκευής όντας θυσία, είναι τέχνη. Τέχνη είναι η πρακτική που αντανακλά το σεβασμό στο υλικό, που είναι ιερό θύμα. Γι’αυτό ότι πέφτει στα χέρια μας απ’αυτήν την εποχή, είναι έργο τέχνης. Οι ίδιες οι ύλες απ’τη φύση τους έχουν ομορφιά, που χάνουν ένα μέρος της από τη στιγμή που χρησιμοποιούνται. Ο δημιουργός έχει καθήκον να επιστρέψει, την χαμένη ομορφιά του υλικού στο κατασκεύασμα.  Αυτό είναι η οφειλή σεβασμού προς το υλικό.
    Στα πιο ωραία μέρη χτίζει μικρούς ναούς, αφού εκεί βρίσκεται το Ιερό Σημείο της Φύσης.  Θυσιάζει απ’το τοπίο όσο λιγότερο γίνεται, μια που το μέρος είναι κιόλας όμορφο και φτιάχνει κάτι που θα φανεί ο σεβασμός του.  Η θυσία του χώρου, θα πρέπει να πάρει μορφή υπερβατική, δηλαδή να κάνει την ομορφιά ωραιότερη. Τίκτει, γεννά απ’το θάνατο κάποιου υλικού κάτι καλύτερο, κάνοντας τέχνη, γέννα. Διθυραμβική είναι η πρακτική της γονιμοποίησης των υλών κι όχι η ανόητη κατανάλωση ή σπατάλη.  Κάθε δραστηριότητα, όπως το ταξίδι, η φιλία, η προσφορά, η αποδοχή, το πιάτο, η καρέκλα, το σπίτι πρέπει να έχουν το στοιχείο του διθύραμβου, να είναι ωραία.  Οι Έλληνες που ήταν γενικά φτωχοί, γνώριζαν την τέχνη της αισθητικής στο μικρό και το λίγο.  Η μεγάλη συσσώρευση πλούτου ήταν ύβρις κι οι πλούσιοι έπρεπε να βρίσκουν τρόπο να μην προκαλούν και να είναι χρήσιμοι στο σύνολο ως χορηγοί. Ο φτωχός κι ο αδύνατος δεν έπρεπε να εξουθενώνονται. Έπρεπε να τηρείται το Μέτρο.  Ο Διθύραμβος είναι η πορεία της θυσίας και η γονιμοποίησή της σε Νέο·  η μέγιστη μορφή θυσίας είναι η αυτοθυσία.
     Είναι πιθανόν σε προϊστορικούς χρόνους, ο Ολυμπιονίκης του ιερού δρόμου, να θυσιαζόταν με τη θέλησή του. Γι’αυτό είχε μείνει το έθιμο, ο Ολυμπιονίκης μπαίνοντας απ’τη νέα πύλη, που είχαν γκρεμίσει το τείχος της πόλης για χάρη του, να τραγουδά το διθύραμβο ντυμένος ήρωας, θεός.  Έτσι περνούσε ένα είδος δίπυλου που ήταν πύλη ζωής και θανάτου συγχρόνως. Αντίθετα οι Ρωμαίοι, τελούσαν θρίαμβο που ο νικητής στρατηγός περνούσε από την πύλη, την αψίδα θριάμβου, που είχαν κάνει για χάρη του.  Ο Θρίαμβος είναι το πέρασμα από την τρίτη θύρα, της σύνθεσης. Ο Θρίαμβος ακολουθείτο από τρόπαιο που ήταν η αψίδα (πύλη) θριάμβου. Ο Ρωμαϊκός θρίαμβος ήταν ένα πανηγύρι χαράς της νίκης όπου τελικά αντί για θυσία, γύριζε στο σφαγιασμό των εχθρών του Καίσαρα. Ο θρίαμβος είχε κάτι το αλαζονικό, όπου «Νικητής Θεός», ο Καίσαρ, ήταν μόνον ευδαίμων, τίποτα δεν σκίαζε τη χαρά του. 
     Λέγεται πως οι Μακεδόνες μετά από μια νίκη κατά των Θρακών, είχαν στήσει Τρόπαιο. Μετά απ’αυτό συνέβησαν πολλές κακοτυχίες και συνδίασαν ότι το τρόπαιο είναι πράξη υβριστική. Ο Διθύραμβος νικά-θυσιαζόμενος για την πόλη κι η πόλη παίρνει την ευθύνη να γονιμοποιήσει τη θυσία σε μια καλύτερη ζωή.  Αληθινός Θρίαμβος είναι η ευθύνη αυτών που για χάρη τους γίνεται η θυσία, δηλαδή της πόλης, δημιουργώντας κάτι ανώτερο.  Είναι γι’αυτό που ιστορούν οι πρώτοι χριστιανοί ότι οι Ρωμαίοι έντυσαν βασιλιά τον Χριστό, για να τον θυσιάσουν και όχι να τον εξευτελίσουν.  Επίσης όλη αυτή η διαδικασία της πορείας προς τη Σταύρωση, δεν οδηγάει αλλού από την πρακτική της τραγωδίας. Πολύ πιθανόν, αν ποτέ υπήρξε Ιησούς, να θανατώθηκε συνοπτικά απ’τους Ρωμαίους, γιατί δεν ήταν εχθρός σημαντικός που έπρεπε να θανατωθεί παραδειγματικά. Μάλλον οι χριστιανοί τοποθέτησαν αυτό το γεγονός στα πλαίσια της τραγωδίας για να φανεί σαν νέος Διόνυσος.  Είναι γι’αυτό που ισχυρίζονται ότι σταυρώθηκε, αφού ο σταυρός είναι αρχέγονο διθυραμβικό σύμβολο: «δια του θανάτου εις την ζωήν». Ξέρουμε ότι οι Ρωμαίοι κρεμούσαν-δένοντας σ’ένα είδος «ταφ» τους κατάδικους και δεν τους κάρφωναν σε σταυρό, (τα καρφιά δε μπορούσαν να κρατήσουν το κρεμάμενο σώμα).
     Ο Ντυράντ στην «Παγκόσμια Ιστορία» του ισχυρίζεται και το αποδέχεται ο Λεκατσάς στο έργο του «Διόνυσος», ότι σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Θεμιστοκλής θυσίασε δυο Πέρσες πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Η πληροφορία αυτή μπορεί να είναι λανθασμένη. Δεν θυσιάζεις ποτέ κάτι που δεν έχει αξία για σένα.  Θυσιάζω, σημαίνει ότι δίνω κάτι πολύτιμο με τη θέλησή μου, προσδοκώντας κάτι άλλο που ανεβάζει τους κοινωνούς της θυσίας σε ύψος υπερβατικό και το θύμα στο ύψος του θεού.  Η πληροφορία του Πλούταρχου, που έζησε πολύ αργότερα απ’αυτή την εποχή, είναι σίγουρα φιλτραρισμένη από μεγάλη δόση σκεπτικισμού.  Αν γύρισε η πρακτική της ανθρωποθυσίας εκείνη τη ζοφερή ώρα στη ζωή της Αθήνας, θα έγινε κατά τη μάχη του Μαραθώνα και το θύμα πιθανόν να ήταν ο Κυναίγηρος, που ο θάνατός του θυμίζει ιεροτελεστικό διασπαρμό.
    Βγήκαν Κούροι απ’τις αρχαίες φατρίες κι αγωνίστηκαν για το ποιος θα καταχτήσει τη Χάρη, την τιμή να χύσει το πρώτο αίμα, το δικό του που οι άλλοι θα γίνονταν κοινωνοί. Οι κοινωνοί του αίματος, θα έπαιρναν την ευθύνη ν’ακολουθήσουν τον Ήρωα ως το τέλος, δηλαδή ν’αγωνιστούν ως το θάνατο.  Η Αθήνα βέβαια δεν έμαθε τίποτα για να μην πέσει πανικός, αφού η πρακτική αυτή σίγουρα θα είχε αιώνες να συμβεί σαν πρωτόγονη και βάρβαρη, όπως βάρβαρα και πρωτόγονα θεωρούντο τα μαιναδικά όργια, αλλά συγχρόνως ιερά.
     Η σφαγή που ακολούθησε θα ήταν λουτρό αίματος και όχι περιφανής νίκη, άφησε  πολλούς νεκρούς, γι’αυτό δεν τους γύρισαν πίσω να ταφούν με τιμές στον Κεραμεικό.  Έγιναν τύμβοι, αρχαία συνήθεια κι αυτή ιερή και ξεχασμένη, όπου ομότυμβοι γίνονται  εκεί όχι πλέον οι συγγενείς, αλλά αυτοί που έχασαν τη ζωή τους στην ίδια μάχη και είχαν  κοινωνήσει με το ίδιο αίμα, το αίμα του θυσιασθέντος Ήρωα.  Στο μεγάλο αυτόν κίνδυνο, οι Αθηναίοι θυμήθηκαν τα αρχαιοβακχικά πολεμικά Πελασγικά έθιμα.  Αλλά κανείς δεν έμαθε γι’αυτή τη σκοτεινή στιγμή στη ζωή των Αθηναίων προ της μάχης του Μαραθώνα και το ξαναγύρισμα του Διόνυσου Ανθρωπορραίστη, που είχε αιώνες να φανεί.
      Η αυτοθυσία του ατόμου για το σύνολο είναι πολλαπλά διθυραμβική. Οι άλλοι πρέπει να τιμήσουν αυτόν που δίνει τη ζωή του, γονιμεύοντας το θάνατό του σε ζωή και πολιτισμό.  Αν δεν το κάνουν, δεν τον ανεβάζουν στο ύψος του θεού, πέφτει χαμηλά παρασύροντας μαζί του και τους άλλους σαν υβριστές.  Η πορεία του ατόμου που ανεβαίνει τα σκαλιά της ιερής πράξης για  αυτοθυσία, είναι μια εκστατική άνοδος υπερβατική.  Όταν τον καλέσει το καθήκον, δεν μπορεί να ξεφύγει γιατί τον οδηγεί μια εσωτερική ανάγκη.  Αν δεν το κάνει, θα μαραζώσει ή θα κατρακυλήσει τα σκαλοπάτια του ήθους, θα γίνει εγωιστής.  Ο άνθρωπος είναι ο Ανθ-ορών-όπαν, αυτός που  μπορεί να δει την αντίθετη όψη, να «δεί» τον εαυτό του, να κρίνει τον εαυτό του.  Ενώ ο εγωιστής, σαν το ζώο, βλέπει από το εγώ προς το άλλο.
    Η αυτοθυσία μπορεί να παίρνει πολλές μορφές μέσα στην κοινωνική ζωή, είναι η τέχνη του ζειν.  Γενικό κανόνα έχει, ο άνθρωπος να γέρνει μπρος τον αδύναμο και να ορθώνεται μπρος στον ισχυρό.  Η ανώτατη πράξη αυτοθυσίας είναι η μάχη. Η μάχη είναι πράξη φρικτή και μιαρή, γι’αυτό πρέπει να γίνεται μόνον όταν είναι αναπόφευκτη και τότε ο μαχητής μπαίνει σε στάση αναμονής, γιατί μπορεί να γίνει δυνατό να αποφευχθεί. Αν όχι, ο πορεύεται άδοντας τον παιάνα, που είναι ο διθύραμβος της μάχης.  Πορεύεται εκεί που είναι ο Αγών, η θυσία του Ταύρου.  Ο οπλίτης πράττει τη μάχη σαν τέχνη, έχει ήθος, δεν είναι χασάπης, χειρίζεται το ξίφος όπως ο γλύπτης τη σμίλη, όπως ο μουσικός τον αυλό. Η μάχη είναι η ανώτατη τέχνη, γιατί ο οπλίτης  πορεύεται για τη θυσία του ανθρώπου ή τη θυσία του εαυτού.  Στη μάχη ο εχθρός παύει να είναι εχθρός, είναι πιθανό θύμα που πρέπει ν’αντιμετωπίζεται με σεβασμό, ο φόνος γίνεται πρόσωπο με πρόσωπο έντιμα με ίσους όρους.  Ο νεκρός πρέπει να δεχτεί την έντιμη ήττα τιμώντας το «θύτη». Είναι γι’αυτό που η τοξοβολία δεν ετιμάτο και οι τοξότες ήταν συνήθως χαμηλών στρωμάτων (Θράκες ή έτσι τουλάχιστον τους βλέπουμε στα αγγεία). Ο νεκρός εχθρός δικαιούτο ταφής κι ο νικητής υποχρεούτο, τιμώντας το νεκρό, τον φόνο να μετουσιώσει σε ζωή και πολιτισμό.  Μόνον έτσι ο νικητής μπορεί να αγνιστεί απ’το αίμα του νεκρού. Η δειλία απ’τον ηττημένο κι η αλαζονεία απ’το νικητή είναι ύβρις. Η νίκη πρέπει να έχει το χαραχτήρα του Διονυσιακού Διθύραμβου κι όχι του Ρωμαϊκού Θριάμβου. Η χαρά της νίκης πρέπει να σκιάζεται από ερωτήματα και περισυλλογή, ακόμα θα πρέπει να ακολουθείται από θλίψη.  Η μάχη όπως όλες οι εκδηλώσεις της ζωής είναι ιερό θέατρο. Ο μαχητής φοράει την ιδεατή μάσκα του Τιτάνα και του Ταύρου,  έτσι μπαίνοντας στο μιαρό σφαγείο δεν είναι αυτός ο Ίδιος αλλά Άλλος, όν υπερβατικό που θα παίξει τον ιερό ρόλο του Ταύρου  ή τον μιαρό του Τιτάνα. Βλέπουμε τον Αλέξανδρο να παρουσιάζεται κερασφόρος δηλαδή Κριός ή Ταύρος, πρώτος στη μάχη, ιερό θύμα.
    Η ζωή των Ελλήνων ήταν μια σειρά διθυράμβων που ξεκινούσε απ’τη θυσία του ταύρου και περνώντας απ’όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής, έφτανε στην αυτοθυσία της μάχης και τελικά κατέληγε στο θέατρο.  Το θέατρο ήταν η επιστροφή στο ξεκίνημα, μόνο που εδώ ήταν «μίμηση της ιερής πρακτικής της ζωής» και είχε τη μορφή του κοινωνικού απολογισμού.  Ήταν η κριτική της πρακτικής των καθημερινων διθυράμβων της κοινωνικής ζωής κι η αποκομιδή συνειδητοποιημένου ήθους.  Η πορεία του κοινωνικού γίγνεσθαι σαν θυσία, στο θέατρο που γονιμοποιείτο σε πολιτισμό.
    Έτσι μπαίνει πάλι ο χορός σ’ένα πανδαιμόνιο νοητικής σύγχυσης που ενισχύεται από μουσική και κίνηση. Σιγά-σιγά όλα συγκροτούνται και ιεραρχούνται απ’τον Εξάρχοντα που εξηγεί. Οι απαντήσεις που δίνονται, γεννούν νέα ερωτήματα κι ενώ φαίνεται ότι οι λύσεις δόθηκαν, μια αλυσίδα αντιφάσεων δημιουργείται.  Όποιος «γνωρίζει» έχει παγιδευτεί, γιατί εκεί υπάρχει μια άγνοια δυναμική, η άγνοια αυτού που είναι μέσα στο πρόβλημα, που είναι ο ίδιος το ερώτημα, και η απάντηση είναι ερωτηματική.  Αυτός που βγαίνει Έξω, εποπτεύοντας αντικειμενικά τον κόσμο έχει μια όψη, άρα δεν έχει τίποτα.  Αφού η Αλήθεια είναι μια δυναμική διαδικασία πολλαπλής αλληλεξάρτησης, που μέσα της είμαστε κι εμείς κάποιοι παράγοντες.

Η Γένεση της Διαλεκτικής

    Οι Έλληνες, φορείς του τραγικού πνεύματος, που ήταν τρόπος ζωής γι’αυτούς,  το γονιμοποίησαν σε διαλεκτικό πνεύμα.  Αντίθετα από τους ανατολίτες μυστικιστές, που κι αυτοί είχαν ως αφετηρία τη λατρεία της φύσης, οι Έλληνες αποδέχτηκαν την ισοτιμία Μέρους και Όλου, ενώ για τους ανατολίτες μυστικιστές, το Όλον ήταν το ουσιώδες και τα Μέρη φαινόμενα. Για τους Έλληνες το Ένα γεννά τα Πολλά, μα την ίδια στιγμή τα Πολλά γεννούν το Ένα. Το αιώνιο και το εφήμερο είναι ισότιμα, αφού τα εφήμερα μέσα από τη συνεχή γέννηση και θάνατό τους, έκαναν το αιώνιο μια πραγματικότητα αυτοαναιρούμενη.  Οι άνθρωποι γεννιόνται και πεθαίνουν κρατώντας την ανθρωπότητα ζωντανή. Το Τώρα είναι η φθίνουσα αιχμή ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Το Παρελθόν δεν Είναι, το Μέλλον δεν Είναι, το Παρόν  Είναι πάντα το Τώρα που χάνεται όντας συνεχώς Άλλο, είναι η μηδενική χρονική τμήση που είναι αιώνια. Το Τώρα, που είναι Πάντα-Άλλο, δεν είναι Ποτέ Αυτό. Είναι η αντιφατικότητα γυμνή, είναι ο Διθύραμβος. Έτσι διερευνούσαν όλες τις σχέσεις της Ζωής και της Φύσης. Αυτός είναι ο πυρήνας του Τραγικού κι αυτή είναι η ουσία της Διαλεκτικής. Ο Αναξίμανδρος κι ο Ηράκλειτος, αυτό το πνεύμα φανέρωναν. Τα λεγόμενα του Ηράκλειτου, την τραγικότητα ήθελαν να τονίσουν που είναι η αντιφατικότητα της Ζωής και του Κόσμου, γιατί οι Έλληνες στην εποχή του, είχαν αρχίσει να την ξεχνούν, άλλοτε κυλώντας στη δεισιδαιμονία κι άλλοτε  στο στείρο ορθολογισμό. Τα λεγόμενά του, είχαν σκοπό να «μαστιγώσουν» και ν'αφυπνίσουν το κουρασμένο τους πνεύμα.  Γι’αυτό το λόγο στρέφεται ενάντια στον Ξενοφάνη, που ήταν στενός ορθολογιστής και τον Πυθαγόρα που ήταν «ορθολογικός» μυστικιστής. Στην παρακμή του τραγικού, κάποιοι Έλληνες πίστευαν πως το Αιώνιο ήταν το Απόλυτο και το Ουσιώδες, ενώ το εφήμερο φαινομενικό και αναληθές, που άλλοι το περιφρονούσαν ως ανύπαρκτο.  Το αιώνιο και το εφήμερο γι’αυτούς ήταν δυο κόσμοι διαφορετικοί και όχι μια ενότητα διαλεκτική.   Ήταν τότε που ο πολιτισμός είχε αρχίσει να αποχωρίζεται από το τραγικό.   Μολονότι ο Ευριπίδης θεωρείται ορθολογιστής, στην τραγωδία του «Βάκχες» μας φανερώνει το αντίθετο, δείχνοντας πως ο ορθολογισμός τότε, δεν ήταν τόσο τυπικός όσο είναι σήμερα: Ο Διόνυσος Γυναικείας ντυμένος τα ιμάτια του αδυνάτου,  ούτε γυναίκα ούτε άνδρας  αλλά Ανδρόγυνος, ενότητα υπερβατική.  Καλεί τον Πενθέα που είναι το πνεύμα του νόμου και της τάξης, της κοινής λογικής και της τυπικότητας, να κοινωνήσουν ιερής τρέλας υπερβατικής που όλες οι γυναίκες της Θήβας είχαν κι όλας μεταλάβει. Η γυναίκα, το ιερό στήριγμα της προϊστορικής και ίσως της αρχαϊκής κοινωνίας, αδύναμος γίγαντας που η δύναμή της στηρίζεται στην αδυναμία της, σύμβολο καθημερινότητας, αμνός θυσίας.  Κάθε μέρα θυσιάζει το Εγώ της για τους άλλους, τους οικίους της.  Αυτή που είναι φορέας του υπερβατικού αφού γεννά το Νέο και οι Έλληνες γνωρίζουν πολύ καλά ότι όσο κι αν εμβαθύνεις ορθολογικά στη διαδικασία της γένεσης, τελικά υπάρχει πάντα το αναπάντητο ερώτημα που ερμηνεύεται μόνον υπερβατικά. Αυτή είναι ο φορέας της ιερής μανίας από παλιά, τότε που η Μητέρα ήταν ιερός οδηγός της κοινωνίας και η πατριαρχία της τ’αφαίρεσε όλα εκτός απ’το να στέκεται πρώτη δίπλα στο Γυναικεία και να βαδίζει πρώτη τα βήματα της τραγωδίας σαν ζωής, θυμίζοντας πως είναι η εκλεκτή του Διονύσου.    Ο Πενθέας αρνείται να κοινωνήσει του Υπερβατικού, μένει στο δρόμο του εκσυγχρονισμού και της αιτιοκρατίας, που ως τυπικό οδηγεί στην ανταγωνιστική σχέση με το θείο, τη Φύση, κάτι που είναι αλαζονεία και ύβρις. Την ώρα που ο Κάδμος κι’ο Τειρεσίας ακολουθούν το Διόνυσο από φόβο και μοιρολατρία, η Μάνα του Πενθέα (η Φύση) χορεύει το χορό της ιερής μανίας του μητρικού πόνου και της αιώνιας γέννας, σαρώνοντας όλα τα σκουπίδια και μαζί μ’αυτά, το γιό της. Η πράξη της σύνθεσης και της καταστροφής συνιστούν μιαν ενότητα. Ο Διόνυσος φεύγει σκεφτικός, δε θριαμβολογεί. Ο θρίαμβος του νικητή πάνω στον ηττημένο είναι πνεύμα των βαρβάρων, αλαζωνικό. Ο βακχικός διθύραμβος, γεννά νέα ερωτήματα, περισυλλογή. Είναι η καθημερινή αναγέννηση κι η συνείδηση πως κάθε μέρα που ανατέλλει μπορεί να είναι πανηγύρι χαράς και γέννας. Πως το πέρασμα απ’τη θύρα του θανάτου, πρέπει την ίδια στιγμή να γίνεται πέρασμα κι από τη θύρα της ζωής. Ο Διθύραμβος είναι η καθημερινότητα ως υπερβατική.
    Ο σύγχρονος πολιτισμός φέρει το Διονυσιακό πνεύμα στα ξεχασμένα συρτάρια του, κρατώντας τα κουρελιασμένα υπολείμματά του.  Ο Ιησούς, λείψανο του Διονύσου, περιφέρεται οστεώδες νεκρό χωρίς αληθινό νόημα, ανακλώντας τυπικούς κανόνες που πέθαναν στη σφιχτή αγκαλιά του Γεχωβά, που κάποτε μπορεί κι αυτός να ήταν Ιοβάκχος. Ο Ιησούς γεννήθηκε και τράφηκε στο σώμα του θνήσκοντος Ελληνισμού, μετατρέποντας το πνεύμα του Διονύσου σε ασκητικό μυστικισμό, δηλαδή διπλή ύβρη. Δεν έγινε δεκτός στην Ιουδαία, γιατί δεν τον αναγνώρισαν σαν δικό τους.  Και οι Ρωμαίοι στο βάθος ποτέ δεν κατακτήθηκαν από το πνεύμα του Ελληνισμού, μα έντυσαν τη βαρβαρότητά τους για να μην είναι γυμνή. Διαμέλησαν ξανά το σώμα του Ζαγρέα-Διονύσου και σαν νέοι Τιτάνες χάρηκαν το μιαρό γεύμα.  Οι δούλοι κράτησαν τα υπόλοιπα, ασκητισμό και μοιρολατρία.

Το τραγικό πνεύμα, που ήταν ο τρόπος ζωής των Ελλήνων, είχε το Μαίανδρο για σύμβολό του.  Ο Μαίανδρος δεν είναι διακοσμητικό μοτίβο, αλλά το σύμβολο της ενότητας των αντιθέτων, του έρωτα, της αθανασίας, της κοσμικής μέθεξης.  Είναι σύμβολο της τραγικής φύσης του κόσμου, δηλαδή της αντιφατικότητας του κόσμου.  
    Τώρα που η λέξη «Διόνυσος» έχει βρεθεί μέσα στη γραμμική γραφή Β΄, πάει πολύ μακρύτερα απ’τις ευφυείς υποθέσεις της Χάρρισον, που θέλει το Διόνυσο βάρβαρο να έρχεται απ’τη Θράκη το 600 π.χ.  Ο Διόνυσος δε γεννήθηκε ούτε στο Τμόλο,  ούτε στη Θράκη, ούτε στη Θήβα, ούτε  είναι Μπάκας (φοινικικά κλαίων).  Βάκχος είναι Ουά-χος, ηχητική λέξη πανανθρώπινη. Είναι Σαβάζιος Σαχ-βάχ-σιος, Αχ-βάχ-ιος, είναι η «ιαχή» της χαράς και το «ουά» του κλαθμού.  Είναι κραυγή χαρμολύπης, είναι ο Ιο-ουά-χος, ο Ιο-βάκ-χος.  Ο Διόνυσος γεννήθηκε στη Νάξο, όπου υπάρχουν τα σύμβολά του που τα  συναντάμε πριν την τρίτη χιλιετία π.Χ. στις Κυκλάδες και την Κρήτη.  Αυτά τα σύμβολα είναι πρόδρομοι των αττικών μαιάνδρων, που όπως κι αυτοί, φανερώνουν τ’αντίδρομα ρεύματα και την εσωτερική και εξωτερική περιδίνηση που συνιστούν τα πράγματα και συγχρόνως τον Κόσμο.  Ο Κόσμος αλλάζει συνεχώς και μη έχοντας άλλο τρόπο να φανερωθεί ως ουσία, παρουσιάζεται με το σύμβολο της αλλαγής και της αντιφατικότητας τον διπλό μαίανδρο.
  Ο  Κόσμος μας αλλάζοντας συνεχώς είναι προσωπείο επάνω σε προσωπείο, που το έσχατο προσωπείο είναι αυτό του Διονύσου.  Το έσχατο προσωπείο, όπως φανερώνει ο Λεκατσάς,  είναι αυτό που «συμπιάνει σ’ένα σχήμα την πολυμορφία του Είναι, το Κενό Προσωπείο, η παρουσία μέσα στην απουσία», που είναι η αντιφατικότητα γυμνή. Ο Διόνυσος είναι αυτός ο ίδιος ο Διθύραμβος, είναι η αντιφατικότητα.  Αυτός είναι το ιερό θύμα, αφού μέσα απ’τον ίδιο του το θάνατο γεννιέται η ζωή, και συγχρόνως, είναι η Τραγωδία αφού είναι ο ίδιος Λόγος Ιερός. 
    Το σύμβολο του διπλού Μαιάνδρου είναι η αντιφατική σχέση των αντίδρομων ρευμάτων που η περιστροφή κι η ανέλιξή τους συνιστά το Όλον. Το Όλον που γεννιέται απ’τη συνεχή εναλλαγή ζωής και θανάτου των Μερών. (Τα Μέρη που Είναι-Μη Όντας, συνιστούν το Όλον που Είναι Πάντα, όντας συνεχώς Άλλο)
      Η Αντιφατικότητα περικλείει τον Κόσμο μας ανάμεσα στο Άπειρο του Αναξίμανδρου που είναι Μεγάλο και Μικρό, (που είναι το Μέγα, το Όλον και συγχρόνως περιέχεται μέσα στο Μικρό), το Έσχατο Αντιφατικό Στοιχειώδες της Ύλης. «’Αρχή καὶ στοιχεῖον τῶν ὄντων τὸ ἄπειρον». Αυτός είναι ο πυρήνας της Διαλεκτικής.   
      Για το μυστικιστή της ανατολής, ο κόσμος είναι κλειστός τετελεσμένος, το γίγνεσθαι είναι τελεολογικό προδιαγεγραμμένο από το Θεό, είναι φαινομενικό, αυταπάτη του παρατηρητή.  Ο Θεός είναι το Μέγα το ουσιώδες.  Αντίθετα για τον Έλληνα, το ουσιώδες είναι το Μικρό  που εν δυνάμει είναι Μέγα, αφού ως έσχατο περιέχει το΄Ολον καί ουσιαστικά· γεννιέται-πεθαίνοντας, συνιστώντας έτσι το Όλον ως γίγνεσθαι. Τίποτα δεν Είναι από μόνο του, το Παν είναι Γίγνεσθαι. Ότι λογίζεται από μόνο του, χωρίς τη συνάφεια των άλλων, είναι νεκρό ή χωρίς νόημα. Μέσα στην κοινωνία κάθε πρακτική ή συμπεριφορά που επιδιώκει το υπερθετικό, παύει να σχετίζεται με τα άλλα και έτσι παίρνει χαραχτήρα αλαζονικό και υβριστικό.
     Η ζωή συνεχώς αλλάζει κι ο συνετός προσπαθεί να προσαρμοστεί ή να διαμορφώσει τις καταστάσεις προς το ευνοϊκότερο, χωρίς να ξεπερνά το Μέτρο. Όποιος νομίζει ότι μπορεί να κάνει τους άλλους να περιστρέφονται γύρω του, είναι αλαζόνας υβριστής άρα χαμένος, το ίδιο υβριστής είναι και αυτός  που δέχεται να περιστρέφεται. Γι’αυτό στην Ελλάδα δεν πέρασε η απολυταρχία.  Ακόμα όποτε υπήρχε Τυραννία, η κατάσταση θεωρείτο έκρυθμη, αντίθετα με την Ανατολή  που θεωρείτο φυσιολογική. Η κοινωνική ζωή των Ελλήνων στο πολιτικό επίπεδο, ήταν πάλη μεταξύ Δημοκρατίας και Ολιγαρχίας, αλλά το γενικό πνεύμα ήταν αντιπροσωπευτικό, Δημοκρατικό ή Ολιγαρχικό.  Το πνεύμα της εκπροσώπησης είναι διαλεκτικό κι ο Έλληνας της αρχαϊκής εποχής ως χαραχτήρα είχε τη διαλεκτική σεμνότητα. Ο Έλληνας απείχε απ’την αλαζονεία του ανατολίτη μυστικού, που νομίζει ότι όλα του είναι γνωστά και ότι του είναι άγνωστο είναι μή γνώσιμο. Αναρωτιόταν για όλα και ποτέ δεν ήταν σίγουρος. Για το ίδιο ερώτημα είναι φορές που δίνονταν πολλές απαντήσεις και το πνεύμα ήταν να δοθούν όσο πιο πολλές και να διερευνηθούν. Γι’αυτόν η απόλυτη βεβαιότητα ήταν ύβρις.
     Ο κόσμος, γύρω από την Ελλάδα, μετά από πορεία χιλιάδων ετών βρισκόταν σε πολιτισμικό επίπεδο οριακό, κουρασμένο. Ο τρόμος του ηγεμόνα κυριαρχούσε παντού. Ο Έλληνας νέος, σεμνός, χαρούμενος, ωραίος, έγινε δεκτός σχεδόν απ’όλους τους λαούς ειρηνικά. Το πνεύμα του διαλόγου, ήταν αυτό που διατάραξε τις αυτοκρατορίες. Οι Πέρσες και οι Φοίνικες οργίστηκαν.
    Η Ελλάδα δεν ήταν κοσμοκρατορία, ούτε βίαιη κυριαρχία, ήταν μικροί πυρήνες πολιτισμού κι εμπορίου, ανταλλαγής εμπορευμάτων και ιδεών σκορπισμένοι γύρω απ’τη Μεσόγειο.  Το νέο πνεύμα κατέτρωγε το παλιό και τα μαντάτα πήγαιναν στα αυτιά του Μεγάλου Βασιλιά. Αυτός δεν φοβόταν τους Έλληνες, αλλά το πνεύμα της αμφισβήτησης που διαπότιζε τα πάντα, από όπου περνούσε. Αναρωτιόταν πως ζούσαν χωρίς τάξη και ηγεμόνα αυτές οι «ακυβέρνητες», οι βάρβαρες πολιτείες.  Τον τρόμαζε το πνεύμα του διαλόγου, το αντικυριαρχικό.  Οι Έλληνες, κάθε κυριαρχικό μονόλογο, θεωρούσαν αλαζονικό. Έπισης πίστευαν πως κάθε τι στο μέγιστο βαθμό, χάνει το μέτρο του διαλόγου, όπως κι η ίδια η δημοκρατία που ως απόλυτη κυριαρχία γίνεται αυτοσκοπός όπου το τυπικό ως λειτουργία είναι ο ίδιος ο σκοπός.  Όταν οι νόμοι είναι το ιδεώδες που ξεπερά το ανθρώπινο μέτρο, το μέτρο της καθημερινότητας, η δημοκρατία παύει να υπηρετεί τον άνθρωπο και γίνεται δυνάστης του. Τότε στους κόλπους της δημοκρατίας,  γεννιέται ο τρόπος που την καταστρατηγεί δια μέσου του τυπικού.  Ο Νόμος σαν ιδεώδης ξεπερνά την αξία της καθημερινότητας που είναι εξανθρωπισμένη, που αυτή είναι η πραγματικότητα και μόνον αυτή μπορεί να ξεπεράσει τα λάθη των «τέλειων» τυπικών κανόνων. Στο βαθμό που η τυπολατρεία κυριαρχεί, η Δημοκρατία είναι αλαζονική και κατατρώγει τον ίδιο της τον εαυτό.  Στις μέρες μας, που το στοιχείο του εμπειρισμού γίνεται κυρίαρχο στο λογισμό, θ’ακούσουμε πολλές φορές μέσα απ’τη λογική να εκφέρονται παραλογισμοί. Ο λογισμός μέσα  απ’το τυπικό πρέπει να υπηρετεί την εμπειρία και μέσω της εμπειρίας το όραμα και τη φαντασία. Από μόνα τους, φαντασία, εμπειρία και τυπικό της λογικής διεργασίας είναι ύβρις. Η ύβρις είναι ανοησία από τον αδύνατο, είναι όμως κίνδυνος καταστροφικός από τον ισχυρό.  Η επιστήμη σήμερα σαν τέτοια αλαζονική πρακτική, ασκείται από επιστήμονες υπηρέτες  κι όχι άρχοντες,  στην υπηρεσία ανόητων ισχυρών, που οδηγούν  τον κόσμο στην καταστροφή.
     Άλλο ένα δείγμα αλαζονικής πρακτικής είναι η οικονομία για την οικονομία. Εκεί η επιδίωξη ανάπτυξης για την ανάπτυξη έχει αντίθετο αποτέλεσμα, φέρνοντας την καταστροφή.  Όπως η ακραία αναζήτηση της αισθητικής ως γυμνής στην τέχνη, οδηγεί τελικά στην αντιαισθητική.  Το τραγικό πνεύμα είναι ενωτικό, δεν επιτρέπει τίποτα να είναι από μόνο του. Η επιστήμη, η τέχνη, ο λογισμός, το εμπόριο και όλες οι άλλες κοινωνικές λειτουργίες, συνιστούν Όλον που είναι το κοινωνικό γίγνεσθαι. Αυτό το γίγνεσθαι πρέπει να περιέχει όλα αυτά μαζί σαν θρησκευτικό ήθος, και αυτό είναι η τέχνη του ζείν.  Η τέχνη του ζείν  είναι συμπόρευση όλων των στοιχείων για την γένεση του Νέου κι όχι τη συντήρηση του παλιού. Το νέο είναι αποτέλεσμα της αβεβαιότητας και της αστάθειας που δημιουργείται απ’τη συνεχή αλλαγή των παραγόντων που συνιστούν τις καταστάσεις.   
     Ακροπατάμε στον κίνδυνο του Νέου κι αυτός ο κίνδυνος είναι το τραγικό πνεύμα. Ο Διόνυσος ως εξανθρωπισμένος θεός, παίρνει τον πυρσό του Προμηθέα, το παλλάδιο του Διός  και το χαρίζει στις μαινάδες που τον ακολουθούν.  Η φωτιά είναι το σύμβολο της ελευθερίας και της μανίας της Φύσης. «Όλα γίνονται από φωτιά κι η φωτιά μετατρέπεται σε όλα» έλεγε ο Ηράκλειτος.  Σήμερα αν αναλογιστούμε τη Φωτιά αρχέγονα, όπως την εννοούσε ο Ηράκλειτος, καταλαβαίνουμε πως είναι η Ενέργεια της σύγχρονης φυσικής.

Οι μουσουλμάνοι θεωρούν τους χριστιανούς ειδωλολάτρες γιατί απεικονίζουν το θείο, οι χριστιανοί επίσης θεωρούν τους Έλληνες ειδωλολάτρες.  Δυο περιπτώσεις αλαζονικής βαρβαρότητας.  Ότι αξίζει από τον χριστιανισμό, είναι αυτές οι θαυμάσιες εικονογραφίες.  Αν μπορούμε να δεχτούμε με κάποιο τρόπο την ύπαρξη του θεού, μόνο τα έργα τέχνης μπορούν μ’ένα δικό τους τρόπο, κάθε φορά διαφορετικό, να το βεβαιώνουν.  Γι’αυτό ή πιο σωστά, θεοί είναι αυτά τα ίδια τα έργα. Εκεί συμπεριλαμβάνονται τα συγγράμματα λογισμού και επιστήμης, αφού η νόηση μπορεί να θεωρηθεί η ανώτερη τέχνη. Η θεωρία της σχετικότητας δείχνει μ’έναν ελληνικό τρόπο τη θεότητα ή ακόμα, ο γεννήτορας του έργου, κατά τη δημιουργία του ενδύεται το θεό.
     Ο θεός για τους Έλληνες δεν είναι ο Αλλάχ ή ο Γιαχβέ ούτε ο Παντοκράτωρ. «Το μαρμάρινο άγαλμα του θεού μέσα στον ναό, είναι ο ίδιος ο Θεός».  Είναι το πνεύμα της δημιουργικότητας της φύσης που περνάει μέσα απ’τα χέρια του ανθρώπου.  Η πέτρα ως υλικό ιερό, είναι κι αυτή αντικείμενο θυσίας και η εργασία πάνω σ’αυτήν, είναι η τραγωδία του ανθρώπου που ακροπατάει στα σκοτάδια δημιουργώντας απ’το τίποτα θεϊκές μορφές.
     Οι Έλληνες μεγαλοφυείς περιφρονούν την αλαζονεία της άρνησης, δεν δέχονται το χωρίς μορφή, γι’αυτό όλα περιστρέφονται γύρω απ’τη μορφή. ―Ο Φάνης σαν λάμψη ενεργειακού (λευκού) φωτός είναι το καθεαυτό, που από τη  στιγμή της ίδιας του της λάμψης, «όταν, το αργυρό αυγό που γέννησε η νύκτα, σπάσει», παύει να είναι Αυτός αλλά πορεία του φωτός μέσα στο σκότος. Η πορεία αυτή της μορφοποίησης του σκότους, είναι η διαδικασία της εξέλιξης της Φύσης και οι νόμοι που διέπουν αυτή την πορεία, είναι οι νόμοι της Φύσης, είναι το Πάνθεον.  Η πορεία αυτή, της φυσικής διαδικασίας σήμερα ξέρουμε πως έχει μορφή εικονική και γλωσσική. Η πορεία αυτοπροσδιορισμού του Φάνητος μέσ’το Σκότος καταλήγει στο Διόνυσο κι επιστρέφει ως Διόνυσος, ακολουθώντας την αντίδρομη πορεία απ’το Σκότος στο Φως. Ο Διόνυσος είναι ο Φάνης ως Νέος, που γεννήθηκε στη Γη και περιέχει μέσα του όλη τη σχέση Φωτός και Σκότους. Είναι ο Θεός ως Άνθρωπος και ακολουθεί την τραγική πορεία του ανθρώπου στην ίδια του τη θεοποίηση. Ο Άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει, κρατώντας το Διόνυσο ζωντανό κι ο Διόνυσος γεννιέται και πεθαίνει, γονιμεύοντας τη Φύση, και κρατώντας τον Άνθρωπο ζωντανό. 
    Ο Διόνυσος ταράζει τα ήσυχα νερά της θείας τάξης, οδηγώντας τον  Άνθρωπο στην  αυτοσυνειδησία. Ο δρόμος της Φύσης που είναι θεϊκός και βέβαιος, ταράσσεται απ’την ανθρώπινη παρέμβαση που είναι αβέβαια. Ο ορθολογισμός, η γεωμετρία του Διός,  αμφισβητείται στ’αχνάρια του τραγικού δρόμου.  Όλα παίρνουν αληθινή μορφή,  χάνοντας το ιδεατό τους πρόσωπο.  Ο Διόνυσος, η εξανθρώπιση του Αιωνίου, κλείνει μέσα του τον άνθρωπο, όντας το αιώνιο μέσω της φθοράς.
     Ο ορθολογισμός ως τυπικό, διαταράσσεται μέσα απ’τον πολυσήμαντο λόγο της ζωής σαν γλώσσας, παίρνει μορφή αντιφατικού ορθολογισμού, που είναι διθυραμβικός. Το Διονυσιακό πνεύμα, που εκφράζει το διθυραμβικό πανδαιμόνιο της φύσης, συμπίπτει με τη Διαλεκτική Λογική και Γλώσσα.  Ακόμα, όπως θα δούμε στη συνέχεια της εργασίας αυτής, αγγίζει το πνεύμα της Κβαντικής προσέγγισης, ως προς τη φύση του κόσμου.  Ο Ζήνων, ο Αναξίμανδρος και ο Ηράκλειτος, σαν ιδρυτές της Διαλεκτικής σκέψης, αυτό το πνεύμα εκφράζουν.
     Σύμφωνα με σύγχρονες θεωρίες, στα έσχατα όρια του κόσμου, δεν υπάρχει «χρονικό πάχος» ανάμεσα στις αλληλεπιδράσεις. Ο κόσμος είναι ακαριαίος, είναι μόνο Τώρα.  Για τους Έλληνες διαλεκτικούς, μα ακόμα και τον Αριστοτέλη, το χρονικό πάχος είναι ψευδαίσθηση, ο χρόνος ως διάρκεια δεν υπάρχει.  Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο χρόνος είναι η Αντίφαση Γυμνή. Ούτε το Παρελθόν, ούτε το Μέλλον υπάρχει, μόνο το Παρόν υπάρχει.  Το Παρόν που είναι Πάντα η Μηδενική αιχμή μεταξύ Παρελθόντος και Μέλλοντος. Είναι Πάντα-Μηδενικού μεγέθους. Αυτό στον Ηράκλειτο δεν αναφέρεται, αλλά διαφαίνεται: ο χρόνος είναι ρυθμός επανάληψης ροής-αντιροής υπογεγονότων στη θέση που συνίσταται το συγκεκριμένο γεγονός. Αφού για τον Ηράκλειτο, όλα τα πράγματα είναι αποτέλεσμα ροής άλλων υπογεγονότων σε κάποια θέση με Μέτρο. Έτσι ο χρόνος για τον Ηράκλειτο είναι ενσωματωμένος μέσα στο Ον όπως και ο χώρος, συνιστώντας το Είναι αυτού του όντος.  Αυτό θα δούμε αναλύοντας και τις απόψεις του Ζήνωνα.
    Οι υποτιθέμενες ακαριαίες αλληλεπιδρασεις στον «πυθμένα» του κόσμου, φανερώνουν ότι το Όλον δεν είναι απλά άθροισμα, αλλά είναι Ον, Μία Ουσία.  Έτσι τα αντίθετα εκεί «κάτω» λόγω του ακαριαίου, αίρουν την αλληλουχία της αιτιότητας, όπως την αποδέχεται ο ορθολογισμός και τη χρειάζεται ο ντετερμινισμός.  Το αίτιο είναι ταυτόχρονο με το αιτιατό και η σχέση είναι ακαριαία-αμφίδρομη. Ακόμα σ’αυτόν τον χώρο τα αντίθετα, δεν μπορούν παρά να εισχωρούν το ένα μέσα στ’άλλο, συνιστώντας αντιφατική σχέση. Έτσι, εκεί όλα είναι Εν Δυνάμει, όπως ισχυρίζεται και ο Χάιζενμπεργκ για τον υποκβαντικό κόσμο. 
     Ο σύγχρονος επιστήμονας έχει δυο επιλογές:
     Α. Να αποδεχθεί όρια στην ανθρώπινη νόηση και σαν αρχαίος ανατολίτης μοναχός να ασκήσει συνειδητά σιωπή και μυστικισμό. Δηλαδή να χωρίσει τον κόσμο στα δύο, σ’αυτόν του Όλου που είναι ακατάληπτος και μυστικός και σ’αυτόν των πραγμάτων που υπόκειται στις σχέσεις του ορθολογισμού.  Για τον μυστικιστή, ομως ο κόσμος των πραγμάτων που είναι κατανοητός, είναι φαινομενικός· η ουσία του κόσμου βρίσκεται στον αιώνιο, στο Όλον, που είναι στο απώτατο βάθος, αλλά αυτόν δεν μπορούμε να τον νοήσουμε. Όλα γεννιόνται απ’το αιώνιο και τελικά καταλήγουν σ’αυτό. Οι αντιθέσεις σ’αυτόν τον κόσμο έχουν συμπληρωματικό χαραχτήρα φανερώνοντας τη μυστική αρμονία του Όλου που όλα είναι προδιαγεγραμμένα και τετελεσμένα.
       Β. Σαν νέος Ηράκλειτος, θα πρέπει ν’αποδεχτεί την αντιφατική φύση του κόσμου, όπου οι αντιθέσεις φανερώνουν την ασυμμετρία του κόσμου και την αντιφατική αρμονία του όλου, που τον ωθεί στη συνεχή αλλαγή.  Το Όλον είναι αποτέλεσμα της ατέρμονης εναλλαγής φθοράς και γέννησης των εφήμερων. Τα εφήμερα, που συνεχώς αλλάζουν, κάνουν το Όλον να Είναι Πάντα-Αυτό-Άλλο.  Οι μορφές είναι ρευστά προσωπεία. υπάρχουν μόνον δομικές δυνατότητες. Όμως ως ουσία που εμφατικά θα μπορούσε να λέγεται έτσι, υπάρχει μόνο το κενό που είναι την ίδια στιγμή το πλήρες, η δυνατότητα καθαυτή, η αντιφατικότητα γυμνή. Το άδειο πρόσωπο του Φάνιτος που είναι το Όλον δηλαδή το Φώς καθαυτό και ως τέτοιο  έχει μέσα του εν δυνάμει, όλες τις μορφές και συγχρόνως καμιά.  Εκεί βλέπει ο σύγχρονος επιστήμονας, το ακαριαίο να φαίνεται χωρίς νόημα, γιατί εκεί ακριβώς αλλάζει ακαριαία η κάθε λογής φόρμα, δίνοντας την εντύπωση πως καταλύεται ο Λόγος. Αυτό που καταλύεται είναι ο ορθολογισμός ως τυπικό.  Εκεί η αιτιότητα δεν είναι μια τυπική σχέση, αλλά ένα πολυδιάστατο γίγνεσθαι όπου το Μέρος, όντας αποτέλεσμα γενετικής διαδικασίας του Όλου, αποκρίνεται ακαριαία κι αντιστροφα, κρατώντας το Όλον ζωντανό. Το Είναι έχει απεριόριστες διαστάσεις, έτσι το Μικρό δεν περιέχει το Μεγάλο μόνο ως δυνατότητα αλλά σε κάποια του διάσταση το περιέχει ως ουσία.  Κάθε δυναμική μορφή, όντας αντιφατική (αυτοαναιρούμενη), έχει απεριόριστες διαστάσεις περιέχοντας το Όλον με τρόπους κάθε φορά διαφορετικούς.  Έτσι ο άνθρωπος όπως και κάθε τι, μπορεί να είναι αιτία κι αποτέλεσμα του σύμπαντος, αιτία κι αποτέλεσμα του εαυτού του.
    Ο άνθρωπος, ως αποτέλεσμα της εξελικτικής πορείας του κόσμου, εκφράζει αυτήν την πορεία με την ίδια τη μορφή και τη δομή του. Η μορφή του εξωτερικά και η δομή του εσωτερικά, είναι έτσι γιατί έχει διανύσει αυτή την ιστορική πορεία, μέσα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Ο νους του είναι ένας γνωστικός μηχανισμός που η ίδια η δομή του είναι η κωδική καταγραφή των εμπειριών και του συνεχούς διαλόγου του με το εξελισσόμενο Όλον.  Όσο παλιά κι αν θεωρηθεί η πορεία του Κόσμου, τα όντα κοινωνούν μ’αυτήν με ένα δικό τους τρόπο, αφού το Όλον κάθε στιγμή, είναι μόνο Τώρα όντας ακαριαίο κι αντιφατικό. Κάθε διάλογος με το περιβάλλον υπάρχει σαν κάποια καταγραφή «εγκεφαλική» που διαμορφώνει τη δομή του Εγκεφάλου, ώστε να είναι ένας πεπλεγμένος κώδικας.  Η πλοκή αυτή, λόγω της συνεχούς προσαρμογής του κώδικα, αλλά και δια της συνεχούς αλληλεπίδρασης με το Όλον που είναι καί ακαριαία, είναι αντιφατικής φύσης. Έτσι ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει κωδικές νοητικές αντιστοιχίες όντας ανοιχτός σε κάθε δυνατή γνώση. (Δηλαδή ο εγκέφαλος είναι δομή από κώδικες που λόγω του συνεχούς διαλόγου με το περιβάλλον συνεχώς αυτοδιαμορφώνονται. Επειδή όμως όλη η κληρονομική δομή του έγινε στο παρελθόν, κι επειδή το παρελθόν δεν υπάρχει, συνίσταται στη μηδενική αιχμή του φθίνοντος παρόντος, που είναι συνεχώς άλλο.  Αυτός λοιπόν είναι ένας λόγος πάρα πάνω που αυτοί οι κώδικες, έχουν φύση αντιφατική. Έτσι έχουν τη μορφή αφηρημένων αυτοαναιρούμενων δυνατοτήτων,  που περιέχουν το Όλον, όπως το στοιχειώδες του Αναξίμανδρου και η μονάδα του Ζήνωνα, που θα αναλύσουμε στη εξέλιξη αυτής της εργασίας).
     Αντίθετα αν η δομή του εγκεφάλου είναι έτσι που ν’απορρίπτει την αντιφατικότητα, πρέπει να αποτελείται από θετικά στοιχεία και να συμπορεύεται με τους όρους του ορθολογισμού. Τότε η ανθρώπινη λογική θα πρέπει να έχει όρια προκαθορισμένα και εμβέλεια πεπερασμένη. Ακόμα για να μπορεί να δοθεί απάντηση στο ερώτημα «πως η νόηση είναι δυνατή» θα πρέπει να γίνουν αποδεκτές, μια σειρά μυστικιστικές απόψεις, όπως η κοινωνία του ανθρώπου με τις Πλατωνικές Ιδέες ή κάτι τέτοιο.  Μια τέτοια κωδική πλοκή του εγκεφάλου θα μπορούσε να είναι δεσμά της ανθρώπινης λογικής και κατάργηση της ελεύθερης σκέψης.   Αντίθετα η αντιφατικότητα των δομών αυτής της πλοκής, θα είχε ως αποτέλεσμα την αυτοαναιρούμενη προδιαγραφή, που αναφέραμε πριν και που για τη λογική θα ήταν η ίδια η ελευθερία της. 
     Μπαίνοντας η εμπειρία μέσα στον γνωστικό μηχανισμό τον αφυπνίζει αποκωδικοποιώντας τον.  Ο αποκωδικοποιημένος χώρος του εγκεφάλου, είναι η γνώση ως συνειδητή, η Λογική ενώ ο απύθμενος χώρος του εγκεφάλου που μένει κωδικοποιημένος, είναι η γνώση ως ασυνείδητη, η φαντασία κι η ενόραση που είναι η Αισθητική. Με το αποκωδικοποιημένο μέρος του εγκεφάλου, ο άνθρωπος αποφαίνεται λογικά δια μέσου της κριτικής διεργασίας, ενώ με το μη αποκωδικοποιημένο μέρος, αποφαίνεται πέραν της εμπειρίας.  Είναι φορές, όταν τα στοιχεία είναι ανεπαρκή για κριτική, που ο άνθρωπος υποχρεούται να επιλέξει πρακτικές, μέσω του υποσυνείδητου τρόπου «πατώντας»  πάνω στη φαντασία, στην ενόραση και το συναίσθημα. ―Πάνω στην Αισθητική―.   Η πνευματική και πρακτική διαδικασία της λειτουργίας του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος, δε μπορεί παρά να συνίσταται απ’όλους τους παράγοντες αυτούς.  Δηλαδή αυτό που λέμε κριτική και λογική διεργασία έχει μέσα του βαθιά ριζωμένο το αντίθετό του, που είναι η αισθητική, από όπου απορρέει η  ενόραση και η φαντασία. Δεν μπορεί να υπάρξει επιστημονική πρακτική, χωρίς ενόραση και φαντασία, αφού η αρχική σύλληψη μιας επιστημονικής θεωρίας ξεκινά πάντα χωρίς επαρκές εμπειρικό βάρος. Η θεωρία αφού συλληφθεί, κρίνεται φανταστικά και μπαίνει στη διαδικασία της κριτικής δοκιμασίας που στηρίζεται στην εμπειρία.  Αυτή η κριτική δοκιμασία όμως στην επιστήμη είναι μια ατέλειωτη πορεία ζωής, αφού όλα επαναδιαπραγματεύονται και αναθεωρούνται.  Η επιστημονική σύλληψη, έχει υπερβατικό χαραχτήρα γιατί ακροπατά στο άγνωστο, ακολουθώντας τα βήματα του Διονύσου στην τραγική πορεία από το σκότος στο φώς.  Δεν είναι τυχαίο ότι οι ναοί των Ελλήνων ήταν βιβλιοθήκες. Οι Έλληνες γνώριζαν πολύ καλά τη σχέση ενόρασης-κριτικής. Γι’αυτούς η τυπική γλώσσα κάθε αμιγούς εμπειροκριτικής διαδικασίας συντρίβεται από την καθημερινότητα, που είναι υπερβατική. Η τυπική γλώσσα πάντα θα δυσκολεύεται να αποφανθεί αν ο γοργοπόδαρος Αχιλλέας μπορεί να ξεπεράσει τη χελώνα. Η τυπική λογική διεργασία είναι αλαζονική και υβριστική.  Στην οικονομία βλέπουν την ανάπτυξη στα διαγράμματα και τους τυπικούς παράγοντες ανάπτυξης ξεκομμένα απ’τη ζωή, θυσιάζοντας την ίδια τη ζωή στο βωμό της φανταστικής προόδου. Βυθίζουν τον κόσμο στο σκοτάδι του ιδεατού παιγνίου, που ακόμα κι’αν οδηγεί στη συμφορά, δεν μπορούν ν’αρνηθούν την αλήθεια της τυπικότητας του ηλεκτρονικού υπολογιστή. 
     Στις μέρες μας ανακοινώθηκε η πιο φανφαρόνικη αποκάλυψη:  «η αποκωδικοποίηση του ανθρώπινου DNA». Η διαδικασία αυτής της αποκωδικοποίησης είναι φυσικό να είναι το περισσότερο η μισή, αφού το «κομπιούτερ» όντας όργανο τυπικής λογικής, δε μπορεί παρά να δεί τον κόσμο προς μια κατεύθυνση.  Αυτό λειτουργεί με την αιτιότητα της μιας διάστασης που είναι ανεπαρκής για τη ζωντανή φύση. Η αιτιότητα  της ζωντανής φύσης είναι πολυδιάστατη σε βαθμό που γυρίζει σε αντιφατική και αυτοαναιρούμενη.  Στις τυπικές αναλύσεις, όπως αυτή της ανακοίνωσης για την αποκωδικοποίηση του ανθρώπινου DNA, μπορούμε να δούμε ένα πρόσωπο της ζωής ή ίσως και κάποια ακόμα. Φαίνεται λοιπόν ότι πετύχαμε πολλά ή τουλάχιστον τα μισά.  Στην αληθινή φύση όμως, «το από εδω προς τα κει», δεν είναι το μισό, γιατί η διάσταση που διαχειριζόμαστε βρίσκεται μέσα σ’έναν κόσμο απεριορίστων διαστάσεων αντιφατικής φύσης, που έτσι συνίσταται το απύθμενο ως ουσία.  Η μόνη αξία λοιπόν αυτού του εγχειρήματος είναι πως αντίθετα με ότι μας διδάσκει ο ντετερμινισμός παίζουμε σ’αυτή την τραγωδία και δεν είμαστε απλοί παρατηρητές.  Ακόμα, για να παίξουμε το ρόλο μας σωστά, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που θεωρούμε ως αλήθεια και μας κάνει Γνώστες και Κύριους του κόσμου, δεν είναι το ζητούμενο.  Το ζητούμενο, είναι το δυναμικό ερώτημα που δε  δέχεται απάντηση τελειωτική και μας αναγκάζει να είμαστε μέσα στο πρόβλημα, λειτουργώντας μ’αυτό.  Αληθινά σε κανένα ερώτημα δεν υπάρχει τελειωτική απάντηση, γιατί η απάντηση είναι ερωτηματική.  Η τέλεια απάντηση συνιστά τελικά ένα ερώτημα, γιατί ο κόσμος μας δεν είναι τετελεσμένος. Αυτή είναι η τραγική προσέγγιση των γεγονότων προς έρευνα, αφού κάθε γεγονός σε πλήρη ανάπτυξη, τελικά περιέχει εν δυνάμει αλλά και ουσιαστικά, ένα πρόσωπο του Όλου που είναι εν τω γίγνεσθαι και άπειρο.
    Η τεχνική για να είναι δημιουργική επιστήμη, πρέπει να ξεκινά από την αισθητική και δια μέσου της κριτικής διεργασίας, να καταλήγει στην λογική σαν καθημερινή πρακτική. Αντίθετα η τέχνη, ξεκινώντας από μια τεχνική διεργασία, μέσω της λογικής, πρέπει να καταλήγει στην αισθητική σαν καθημερινή πρακτική. Όμως καί στις δυο περιπτώσεις το ξεκίνημα κι η κατάληξη είναι συμβατικά, αφού αληθινά λογική ως καθαρή και αισθητική ως καθαρή δεν υπάρχουν. Υπάρχει μόνον η πρόθεση να ξεκινάμε από κάπου κι αυτή η πρόθεση, είναι ο βασικός παράγων που οδηγεί τον άνθρωπο στη γονιμοποίηση και μορφοποίηση αυτού του λογικο-αισθητικού γίγνεσθαι, σε επιστήμη ή τέχνη.  Επιστήμη είναι όταν αυτό το λογικο-αισθητικό ρεύμα, έχει κινητήρα την ενόραση και τη φαντασία και πορεύεται δια μέσου της κριτικής πειθαρχίας.  Ενώ τέχνη είναι όταν το ρεύμα αυτό, με αφετηρία τη λογική να πορεύεται μέσω της αυθαιρεσίας της φαντασίας και του αισθήματος. Η διαδικασία αυτή που μοιάζει έτσι με τους όρους της λογικής, από πλευράς αισθητικής έχει υποσυνείδητους κανόνες που είναι εξίσου αληθινοί.  Η αιτιότητα που επάνω της οικοδομείται η κριτική, σ’αυτόν τον χώρο παίρνει μορφή διαφορετική, γιατί ο κόσμος ως υποσυνείδητο γεγονός χάνει την αλληλουχία του χρόνου και συμπτύσσεται στο Τώρα. Έτσι η αιτιότητα ακόμα μια φορά παίρνει μορφή αντιφατική, δηλαδή αμφίδρομη κι απεριόριστα πολυδιάστατη που σε ακραίες περιπτώσεις γίνεται αυτοαναιρούμενη. Ακόμα μπορεί να τρέχει χωρίς εμπειρικό βάρος στο παρελθόν και το μέλλον, κάνοντας υποθέσεις που στηρίζονται στο φανταστικό. Αίρει λοιπόν την καθιερωμένη πραγματικότητα μέσα από παραμορφωτικούς φακούς, αλλοιώνοντάς την ως εξόφθαλμη κατάσταση. Έτσι διαρρηγνύει το πέπλο του σκότους ανοίγοντας απεριόριστους δρόμους που η κριτική μέσω της εμπειρίας, γνωρίζει καλά να αξιοποιεί.  Η εμπειρία από μόνη της,  με οδηγό την κριτική δε μπορεί παρά να γυρίζει γύρω απ’τους δρόμους του πεπατημένου. Γι’αυτό έρχεται ο Διόνυσος σε ένα πανδαιμόνιο ιερής τρέλας, να θυμίσει ότι ο κόσμος είναι γεγραμμένος μέσα μας αντιφατικά, και πρέπει να βυθιζόμαστε συχνά σ’αυτό το «χάος» της αισθητικής αντινόησης. Ο νους γνωρίζει καλά να βυθίζεται στο χάος της φαντασίας κι η λογική κριτική διεργασία είναι πολύ καλά σε θέση να ταξινομεί και να αξιοποιεί αυτό που γεννιέται μέσα απ’αυτό το χάος.  Έτσι αντίστροφα  λειτουργούν η λογική και η αισθητική, η τέχνη και η επιστήμη, όντας τελικά αξεχώριστα. 
      Για τον Έλληνα η τέχνη κι η επιστήμη αλληλοτροφοδοτούνται. Η τέχνη με νόηση κι η επιστήμη με αισθητική.  Η ενότητα αυτών των δύο, είναι κι αυτή μια άλλη διάσταση του τραγικού, που για τον Έλληνα ήταν θρησκεία και τρόπος ζωής.  Η τυπολατρία ήταν ύβρις και ο τυπολάτρης ορθολογιστής, επικίνδυνος, γιατί στο ύψος της πράξης του τυφλώνεται από την αλαζονεία. Νομίζει ότι έχει τον κανόνα να είναι αλάθητος. Επίσης ο αγνωστικός κι ο μυστικιστής καταντούν αρνητές-μηδενιστές, δηλαδή αλαζόνες-υβριστές, όντας επικίνδυνοι. Το τραγικό πνεύμα είναι μεγαλόψυχο κι αρχοντικό, επιδιώκει το Μεγάλο χωρίς να περιφρονεί το Μικρό.  Εργάζεται για το μεγάλο, φροντίζοντας το μικρό.  Ξέρει ότι το μεγάλο περιέχεται μέσα στο μικρό, τόσο όσο το περιέχει.
    Η Δημοκρατία, η Αιτιοκρατία κι η Αντικειμενικότητα δε μπορούν χωρίς το τραγικό πνεύμα. Αυτό απορρίπτει το απόλυτο ως τυραννικό και το τυπικό ως λογικό.  Ο Βάκχος θα μπει στο προσκήνιο σε ένα πανδαιμόνιο εκκωφαντικό, να ταράξει τις συνειδήσεις που έχουν εγκλωβιστεί σε στείρες μηχανιστικές διεργασίες κι είναι δέσμιες του τυπικού λογισμού.  Θα καλέσει να κοινωνήσουν όλοι του υπερβατικού που είναι η φαντασία στην καθημερινότητα, συντρίβοντας την τυπολατρία, που είναι η πρακτική της ζωής σαν συνήθεια. Κάθε στιγμή που περνά μπορεί να είναι ουσιαστική, αν δεν κυλά χωρίς λόγο μετατρέποντας τον άνθρωπο σε σκουπίδι που σαρώνει ο άνεμος.   Ο αποκαταστημένος άνθρωπος υποταγμένος στον ορθολογισμό, μέσω της τυπικής λογικής, ανεβαίνει τη σκάλα της ορθολογικής αιτιοκρατίας και στο τέλος της βαθμίδας  πηδά στο κενό.  Έτσι ακριβώς σήμερα ο κόσμος μας μέσω της «λογικής» και της «επιστήμης» οδηγείται στο Χάος.  Ο εμπειροκριτισμός με βήματα γοργά που πατάνε σταθερά στην κριτική και τη γνώση, οδηγεί τον κόσμο στην οικολογική καταστροφή και σαν τον Αχιλλέα που έχει φτάσει τη χελώνα δεν την ξεπερνά, γιατί είναι σίγουρος πως θα κάνει λογικό λάθος.

Το έσω ως προς το έξω στον άνθρωπο.

Ο άνθρωπος ζει και πεθαίνει κρατώντας το Αιώνιο ζωντανό και κοινωνεί με το αιώνιο μέσω των πράξεών του.  Προσφέροντας στο σύνολο, κοινωνεί με το Όλον μέσω των άλλων. Κάθε τι από μόνο του χάνεται, ενώ διαιωνίζεται ζώντας μέσω των άλλων.  Αυτό που είναι η ζωή μας, από μιαν όψη είναι όλο ότι έχουμε.  Κάθε στιγμή που περνά και χάνεται, πανικοβάλλει τον άνθρωπο. Αυτός θέλει να αφιερώσει όλη τη δραστηριότητα του, το χρόνο που του μένει, στον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό μπορεί να γίνει με δυο τρόπους: Ο ένας είναι να κλειστεί στον εαυτό και μέσω του εσωτερικού κόσμου να διερευνήσει το αιώνιο καλλιεργώντας το  πνεύμα του. Να αφιερωθεί στην εσωτερική φροντίδα του Εγώ, προσπαθώντας να επιτύχει  την ενότητά του με το Όλον σαν ανώτατο τίμημα.  Ο άλλος τρόπος είναι ν’ανοιχτεί πλήρως στον περιβάλλοντα κόσμο και ν’απολαύσει στο μέγιστο βαθμό το εφήμερο. Γι’αυτόν ο κόσμος δεν έχει σχέση με το Όλον του μυστικιστή, είναι μια τυχαία συσσώρευση από χαρές και λύπες,  επιτυχίες κι αποτυχίες, νίκες και ήττες κι αυτός φυσικά επιλέγει το καλύτερο κι αφοσιώνεται σ’αυτό.  Για το μυστικιστή ο εφήμερος κόσμος αληθινά δεν υπάρχει, ενώ για τον ευδαιμονιστή, ο αιώνιος κόσμος είναι ένα  φανταστικό κατασκεύασμα. Από τη μια ο ευδαιμονισμός κι από την άλλη ο μυστικισμός που είναι το ίδιο αλαζονικοί και υβριστικοί.  Ο τραγικός οικοδομεί το μέτρο του αιώνιου μέσ’απ’την καθημερινή άσκηση του εφήμερου. Γονιμοποιεί τη λογική μέσα από το καθημερινό υπερβασιακό πανδαιμόνιο.  Είναι το διθυραμβικό πνεύμα της ενότητας των  αντιθέτων κι όχι της τυπολατρικής σαφήνειας και του απόλυτου διαχωρισμού.  Διακρίνει το καλό απ’το κακό μια συγκεκριμένη στιγμή, όμως δεν μπορεί να το δεχτεί ως αιώνια καλό ή αιώνια κακό. Το τραγικό συμφωνεί πως όλα κοινωνούν του αντιθέτου τους κι ακόμα πάρα πέρα κοινωνούν του Όλου συνιστώντας αντιφατικές ενότητες. Το Όλον είναι η αντίφαση γυμνή και υπάρχει πάντα σαν Άλλο, είναι το άδειο πρόσωπο του Διονύσου που φαίνεται αλλάζοντας συνεχώς προσωπεία.  Ο κόσμος μας είναι απεριόριστα αντιφατικά προσωπεία και γι’αυτό κάθε επιδίωξη απόλυτης προσέγγισης κάποιας κατάστασης ή γεγονότος είναι αλαζονική ή ανόητη. Το Απόλυτο μόνο ως ανύπαρκτο μπορεί να νοηθεί.
    Δια μέσου της φροντίδας του εσωτερικού, γνωρίζεις αληθινά το έξω, ενώ δια μέσου της γνώσης του έξω, οικοδομείς το έσω.   Ο κόσμος είναι μια σοβαρή υπόθεση γιατί είναι ένα ξέφρενο πανηγύρι· υπερβατικό πανηγύρι αισθητικής, που οδηγείται μέσω της λογικής και συνεχώς την υπερβαίνει.   Οι Γιορτές των Ελλήνων ήταν κορυφώσεις αυτού του τρόπου ζωής.   Το Δράμα είχε σκοπό να θυμίζει συμβολικά και να διερευνά τις διαστάσεις αυτού του τρόπου ζωής και σκέψης μέσ’το κοινωνικό γίγνεσθαι.  Να φανερώνει τους κινδύνους της αλαζονείας, καλλιεργώντας τη διαλεκτική σεμνότητα. Αυτή η σεμνότητα επιγραμματικά ήταν έτσι: Θυσιάζω για να ζω. ―Σέβομαι το θύμα γιατί είναι ιερό. ―Θύμα είμαι και γω της ζωής και του κοινωνικού συνόλου, όταν μου ζητηθεί. ―Ζω-πεθαίνοντας-κρατώντας το Διόνυσο ζωντανό. Αν χαθεί ο Άνθρωπος χάνεται ο Διόνυσος, αν χαθεί ο Διόνυσος χάνεται κι ο άνθρωπος ως Άνθρωπος.  Δεν γίνομαι μικρόψυχος αρνητής ή κυνικός σκεπτικιστής, δεν πανικοβάλλομαι, αυτό είναι ύβρις, είμαι μεγαλόψυχος. Την ώρα της γέννησης, την ώρα της χαράς, απ’τη μια χαίρομαι, απ’την άλλη συλλογίζομαι.  Την εύνοια της τύχης, αναλαμβάνω να γονιμοποιήσω σε κάτι ανώτερο. Οι άλλοι θα βρούν κάτι πειρακτικό να πουν, να μου θυμίσουν ότι δεν είμαι τέλειος, να μη συρθώ στην αλαζονεία. Την ώρα της δυστυχίας στήνω τραγούδι και χορό πένθιμο, οι άλλοι μου θυμίζουν την αξία μου, να μην πέσω, να γλυτώσω απ’την ύβρη της άρνησης.  Η Τραγωδία κι η σάτιρα είναι τα όρια της συμπεριφοράς. Είμαι το εφήμερο πρόσωπο του Διονύσου γι’αυτό με χαραχτηρίζει η αυτοθυσία. Πορεύομαι σαν το Διόνυσο τα βήματα της Τραγωδίας, κλείνοντας μέσα μου την αιωνιότητα μέσ’τη φθορά. Αυτό το όργιο είναι το πανηγύρι της φύσης, που συνεχώς αλλάζει πρόσωπο όντας ίδιο.  Πεθαίνει και γεννιέται όντας αιώνιο.              
      Ο Ηράκλειτος, με πάρα πολλούς συμβολισμούς που είναι την ίδια στιγμή κυριολεξίες, φανερώνει αυτό που είναι η καρδιά του Βακχικού πνεύματος. Αυτός με τη Διαλεκτική του, εκλογικεύει την ίδια τη Διονυσιακή λατρεία, όπου το πέραν της συνείδησης πανδαιμόνιο που είναι η Μετάληψη του Όλου, γίνεται Λόγος και κριτική στάση ζωής. Η Μετάληψη του Όλου, είναι η Αισθητική κι είναι καταγεγραμμένη στο γνωστικό μηχανισμό του ανθρώπου. Είναι η ενόραση κι η φαντασία, που σαν καταγραφή, είναι η ίδια η δομή του ανθρώπου, απύθμενη εσωτερικά κι απεριόριστη εξωτερικά. Αυτή η καταγραφή, είναι η πορεία του κόσμου, όπως έχει κωδικοποιηθεί  στον κληρονομικό μηχανισμό του ανθρώπου.
     Όλη αυτή η πορεία δεν είναι δυνατόν να γίνει αντικείμενο κριτικής απ’τον άνθρωπο.  Όμως μπορεί να νιώθει όλο αυτό το απύθμενο ρεύμα της ζωής να τον διαπερνά και επιστρέφει με τις πράξεις του αυτή την οφειλή. Το ρεύμα αυτό που είναι η ενόραση, η φαντασία, η καλαισθησία, η διαίσθηση, η περηφάνια, ο φόβος, η θλίψη, η γενναιότητα κι όλ’αυτά τα συναισθήματα που πλέκουν το πολύχρωμο ύφασμα της ψυχής, συνιστούν την Αισθητική. Αυτή είναι όλος ο απύθμενος κώδικας καταγραφής της πορείας του κόσμου μέσα στο Όν ως μη συνειδητοποιημένη· είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορεί να οικοδομηθεί η λογική, η εμπειρία, η κριτική της εμπειρίας κι η επιστήμη. Ο εμπειρο-κριτισμός ως καθαρή επιδίωξη, δηλαδή πέραν των παραγόντων της αισθητικής,  βαδίζει στο κενό της αλαζονείας. Ποτέ δε θα μπορέσει να απαντήσει σε μεγάλα ερωτήματα, επίσης ως πρακτική κρύβει τη συμφορά. Ήδη η επιστήμη έχει θέσει ερωτήματα που διαταράσσουν τη βεβαιότητα του σύγχρονου εμπειρικού ορθολογιστή. Το ήθος κι η ιδεολογία της χαλαρής συνείδησης δεν ταιριάζουν στον επιστήμονα-ιερέα του τραγικού. Έχει καταντήσει απόπατος των κερδοσκόπων, και με την ιδεολογική του άρνηση ως ιδεολογία, είναι υβριστής. Το γνωστικό ήθος και η λογική  του εμπειρικού ορθολογιστή  στο χώρο της κβαντικής φυσικής αίρεται ή αμφισβητείται σοβαρότατα, αφού τα  πειράματα γέρνουν προς το μέρος της αμφισβήτησης. Η χρονική αλληλουχία ορισμένων αλληλεπιδράσεων αίρεται, η αλυσίδα της αιτίας παύει να έχει μια διάσταση, σ’οριακές καταστάσεις είναι πολυδιάστατα αμφίδρομη. Τότε ο ντετερμινισμός χάνει το νόημά του κι ο λογικοθετικιστής καλπάζει βίαια προς το μυστικισμό.  Ο σύγχρονος επιστήμονας βρίσκεται μπρός το ερώτημα του αρχαίου μοναχού.  Πρέπει να επιδοθεί στη συνειδητή σιωπή του αρχαίου ασκητή ή την αντιφατική άσκηση του τραγικού πνεύματος, σαν προσωκρατικός σοφός.     Το τραγικό πνεύμα, είναι το πνεύμα πολιτισμού έναντι της βαρβαρότητας. Αυτή έχει δυο μορφές, την αρχαία που είναι ο μυστικισμός και τη νέα που είναι ο εμπειροκριτισμός. Για τον μυστικιστή, η λογική είναι συμβατική και οδηγεί τελικά σε αντιφάσεις. Αυτό δεν ήταν ανάγκη να το δείξει η κβαντομηχανική, ήδη ο Πλάτων στο έργο του «Παρμενίδης», το αναπτύσσει σε όλες του τις διαστάσεις.  Ο Πλάτων που χειρίζεται άψογα τον ορθολογισμό  σ’όλα του τα έργα, είναι αυτός που μας δείχνει πως ο ορθολογισμός σε κάθε οριακή έννοιά του γεννά αντινομίες. Μετά τον Πλάτωνα κι ο Κάντ που στηρίζει όλη του τη σκέψη αυστηρά πάνω στον ορθολογισμό, διαπιστώνει πως στα οριακά αιτήματα του ορθού λόγου, υπάρχουν αντινομίες. Απ’την άλλη ο Χέγκελ, ισχυρίζεται ότι ο ορθολογισμός σε κάθε βήμα του γεννά  αντινομίες. 
     Ο μυστικιστής χωρίζει τον κόσμο σε δυο μέρη: στην ουσία που είναι ο θεός κι είναι ακατανόητη και στον κόσμο που είναι φαινομενικός και υπάγεται στον ορθολογισμό. Αυτός όμως, ο κόσμος όντας φαινομενικός αληθινά δεν υπάρχει, αλλά είναι αντανάκλαση της Ουσίας. Σύμφωνα με το μυστικιστή, μπορούμε να γνωρίσουμε αυτό που δεν υπάρχει, ενώ αυτό που υπάρχει δε μπορεί να γίνει γνωστό. Ο μυστικισμός είναι ο ίδιος αντινομία. Για το μυστικιστή μόνον ο κόσμος των φαινομένων υπάγεται σε ορθολογικούς κανόνες, που τους φιάχνουμε εμείς στο νου μας και είναι αμφίβολο αν έχουν την αξία που τους δίνουμε. Γι’αυτόν μόνη λύση είναι η εσωτερική άσκηση του Εγώ,  που είναι η πορεία που οδηγεί στο Θείο.
     Ο εμπειροκριτικός δεν νοιάζεται για το αύριο σαν μελλοντική εξελικτική προοπτική.  Η δραστηριότητά του ορίζεται στη γονιμοποίηση της εμπειρίας μέσω του ορθολογισμού. Γι’ αυτόν το Όλον δεν υπάρχει ως Ον, αλλά είναι ένα άθροισμα πραγμάτων, έτσι που το τυχαίο ανάγεται σε γενεσιουργό αιτία.  Αυτό επάνω στο οποίο μπορεί να στηριχτεί ο εμπειροκριτικός είναι οι αισθήσεις, η λογική κι η εμπειρία. Καταλήγει κι αυτός μ’έναν άλλο τρόπο στην άσκηση του Εγώ.  Σύμφωνα με το γνωστικό του ήθος, ο έξω απ’αυτόν κόσμος υπάρχει αληθινά μα είναι αδύνατο να έχουμε αντικειμενική γνώση γι’αυτόν γιατί μόνο με φαινόμενα ερχόμαστε σε επαφή. Αν τώρα στον εμπειροκριτικό διαταραχθεί η βεβαιότητα του ντετερμινισμού και της ορθολογικής διεργασίας ως εργαλείο επαλήθευσης, αφού η σύγχρονη επιστήμη αμφισβητεί την αξία τους, ο εμπειροκριτικός καλπάζει βίαια προς το μυστικισμό ή τον παραλογισμό ως φιλοσοφία.
     Αυτές οι δυο βαρβαρότητες περιφρονούν τον κόσμο, γι’αυτό απ’όπου περνάνε αφήνουν ερήμους. Ο μυστικιστής περιφρονεί το περιβάλλον σαν ψεύτικο, ο εμπειροκριτικός θεωρεί τη Φύση λάφυρο, αποθήκη υλικών και σκουπιδότοπο.  Βιάζεται να την καταναλώσει όσο πιο γρήγορα μπορεί, πεθαίνοντας να μην αφήσει τίποτα πίσω του.  Αυτή είναι η «λιτή και αδογμάτιστη» ιδεολογία του.    Αντίθετα το υπερβασιακό, σύμφωνα με το τραγικό πνεύμα, είναι το τραγούδι της Φύσης που κάθε μέρα χάνεται και γεννιέται Νέα, οδηγώντας τον άνθρωπο στην κλίμακα της αντίδρομης πορείας απ’το σκότος στο φως. Αυτή η πορεία, είναι η γνώση της οικοδομικής σεμνότητας κι όχι η γνώση της ληστρικής αρπαγής των πηγών της φύσης.  Το γένος των ανθρώπων ανεβαίνει την πορεία της γνώσης, για να γεννήσει κάποτε το Νέο και όχι να πεθάνει στο κουκούλι που είναι η Γη εξαντλώντας τις ύλες με ανοησία. Οι ύλες είναι Ιερά Τραγιά Θυσίας που πρέπει να πλησιάζονται με σεβασμό.  Είναι τα σκαλιά ανόδου, στην υπερβατική πορεία του τραγικού δρόμου. Τα βήματα αυτού του υπερβατικού δρόμου, ορίζονται από τη διαλεκτική λογική και γλώσσα που είναι ο Ηρακλειτικός Λόγος.
    Σήμερα, με τον θρίαμβο της εμπορευματικής κοινωνίας καιτη νίκη του καταναλωτισμού πάνω στη λογική και την ηθική, ο Πενθέας φυλάκισε ξανά τον Διόνυσο. Άραγε οι Λαοί θα μπορέσουν να επιστρέψουν τραγουδώντας και χορεύοντας δοξαστικά της ζωής;  Θα επιστρέψει ο Διόνυσος θριαμβευτικά στεφανωμένος με κισσό και αμπέλι;

ΠΕΡΙ ΘΥΣΙΩΝ ΠΎΡΓΩΝ ΚΑΙ ΠΥΡΑΜΙΔΩΝ:
Οι πυραμίδες και οι πύργοι ήταν μέσα φωτεινών επικοινωνιών.  Η άλωση της Τροίας έγινε γνωστή αυθημερόν. Η πρώτη πυρά ήταν η πυρπόληση της πόλης. Η Αθήνα μάθαινε τα νέα του Μαραθώνα με την ταχύτητα του φωτός. Το ότι ο Λεωνίδας έστειλε αγγελιοφόρους, να βεβαιώσουν στους Σπαρτιάτες πως δε θα εγκαταλείψουν τη μάχη, δεν έχει νόημα. Οι Σπαρτιάτες δεν εγκατέλειψαν ποτέ το πεδίο της μάχης. Τόσο οι Αθηναίοι Φειδιπίδης και Ευκλής όσο οι Σπαρτιάτες Εύρυτος και Αριστόδημος, ήταν κοινωνοί του αίματος του θυσιασθέντος ήρωα, που έφυγαν προ της μάχης φέροντας στο σώμα τους το μήνυμα του αίματος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Φειδιπίδης αναγγέλλοντας τη νίκη «εξέπνευσε» κι ένας από τους Σπαρτιάτες «αυτοκτονεί» για να μη θεωρηθεί δειλός.   Ο άγγελος-φορέας του αίματος, το έφερνε στην πόλη να διατηρηθεί γιατί ήταν ιερό, αφού μπορεί στη μάχη να χάνονταν όλοι οι μαχητές-φορείς. Αυτός γινόταν δεκτός σαν ήρωας απ’τις φατρίες που ήταν οι πατρογραμμικές αδελφότητες και αποφάσιζαν για θέματα πολέμου.  Ο φορέας του ιερού αίματος θυσιαζόταν και οι μέτοχοι της θυσίας κοινωνούσαν παίρνοντας την ευθύνη να ακολουθήσουν καί αυτοί τον ήρωα όταν τους ζητηθεί από την πόλη. (Στην περίπτωση των δυο αγγελιοφόρων έπρεπε να θυσιαστεί ο ένας. Εστέλλοντο δύο για να φτάσει ένας σίγουρα)

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ― ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

Εισαγωγή

Αυτή η εργασία δεν έχει ιστορικό ή μουσειακό σκοπό, μα ούτε να δείξει πόσο σπουδαίοι ήταν οι Έλληνες.  Μια τέτοια εργασία θα είχε ανάγκη από άλλο τρόπο προσέγγισης.  Σκοπός αυτής της εργασίας είναι, να διερευνήσει στο μέτρο του δυνατού, αν ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός θα μπορούσε ακόμα να διεγείρει τη φαντασία του σύγχρονου ανθρώπου, να τον εμπνεύσει και να του δώσει τη δυνατότητα να προωθήσει τη σκέψη του για το δικό του συμφέρον.
     Στο πρώτο μέρος του έργου, έγινε μια φανταστική προσέγγιση στο ήθος ζωής τους. Η προσέγγιση δεν περηφανεύεται για την επιστημονικότητά της. Παίρνοντας υπ’όψιν κάποια δεδομένα γύρω απ’το θέμα, κάνω μια προσωπική προσέγγιση. Νομίζω πως μια τέτοια πρακτική είναι νόμιμη αφού η ερμηνεία κάποιου πολιτισμού, δε θα πρέπει να είναι μια στείρα καταγραφή γεγονότων, αν μπορούν έτσι να ονομαστούν κάποια πολιτισμικά  στοιχεία σκεπασμένα αιώνες απ’τη σκόνη του χρόνου και ακόμα περισσότερο, από τη λάσπη της μισαλλοδοξίας. Εμπνέομαι απ’αυτούς, γονιμοποιούμαι διανοητικά, διακινδυνεύοντας μια δημιουργική ερμηνεία.
      Για την ερμηνεία αυτή ανάμεσα απ’τους προσωκρατικούς, επιλέγω τον Παρμενίδη, τον Αναξίμανδρο, τον Ηράκλειτο και το Ζήνωνα. Τους τρεις τελευταίους γιατί νομίζω ότι  μπορούν ακόμα να προσφέρουν στη σύγχρονη λογική ωθώντας την στο μέλλον, ενώ τον Παρμενίδη γιατί είναι το τελικό όριο της λογικής μέχρι σήμερα.
      Έχουν γίνει πολλές μελέτες που αφορούν το έργο αυτών των διανοητών αλλά νομίζω  ότι σ’αυτές τις εργασίες διαφεύγει η ουσία, δηλαδή αν ή πόσο η διαλεκτική τους μπορεί να είναι ζωντανή ακόμα.   Επειδή οι διανοητές αυτοί υπαινίσσονται μια διαλεκτική που θα μπορούσε να φωτίσει το σκοτάδι της ασυνενοησίας και της θεωρητικής απραξίας στη σύγχρονη επιστήμη, θα προσπαθήσω στο μέτρο που μπορώ και με τον τρόπο που κατανοώ να εκθέσω περιληπτικά το επιστημολογικό γίγνεσθαι που τις αφορά.

Σημείωμα για την αβεβαιότητα στον κβαντικό κόσμο.

Μετά την ανακάλυψη του Μ.Πλάνκ, ότι η ενέργεια εκλύεται σε ποσότητες που είναι πάντα πολλαπλάσια του σταθερού ποσού h, το οποίο ονομάστηκε κβάντουμ ενεργείας (έσχατο ποσό διάδοσης της ενέργειας), έχουμε τη σχέση Ε=h·ν, όπου Ε είναι η ενέργεια και ν η συχνότητα. Δηλαδή η στροφή ενός παλμού έχει τη διάσταση ενός ποσού που είναι η φυσική σταθερά h.  Αυτό μας φανερώνει ότι οι στροφές του παλμού ν, μας δίνουν το πολλαπλάσιο ποσό Ε που είναι η ενέργεια και δε μπορούμε να έχουμε ποσά ενεργείας που να μην είναι πολλαπλάσια του h.   Σ’αυτού του είδους τις διαδικασίες της φύσης, πρέπει πάντα να υπάρχει σε σχέση με την ενέργεια, μια συχνότητα, ένας ανάλογος αριθμός κυμάτων κι ένας αριθμός περιστροφών. Απ’το σημείο αυτό και μετά μια κοπιαστική και πολύχρονη πορεία, γεννήθηκε η κβαντομηχανική που ως την δεκαετία του 50 φαίνεται να έχει σχεδόν πάρει οριστική θεωρητική μορφή.
    Η βασική έννοια της απροσδιοριστίας είναι ότι στις μετρήσεις κβαντικών γεγονότων, η συχνότητα είναι τόσο πιο απροσδιόριστη, όσο πιο ακριβέστερα προσδιοριζόμενη είναι η χρονική στιγμή του σήματος και αντιθέτως.  Το κβαντικό γεγονός έχει μια σειρά ιδιότητες  που ονομάζονται συζυγείς: Ενέργεια και χρόνος, παλμός και τόπος, παλμός περιστροφής και γωνία διεύθυνσης του άξονα περιστροφής του σωματιδίου, είναι συζυγείς. Αυτές συνιστούν ένα είδος αντιφατικής σχέσης, αφού ενώ δε μπορούν η μια χωρίς την άλλη, αλληλοαποκλείονται κι’όλας. Λέει ο Χάιζεμπεργκ: Δε μπορούουμε να μετρήσουμε με ακρίβεια δυο συζυγείς ιδιότητες συγχρόνως. Επιπλέον αυτές δε μπορούν να είναι δυο απόλυτα καθορισμένα ποσά, την ίδια στιγμή. Η αρχή της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, κατ’αρχήν αφορά τη σύγχρονη και ακριβή μέτρηση των συζυγών ιδιοτήτων των κβαντικών αντικειμένων.

Όταν ένα μικροσωμάτιο μπεί σε θάλαμο αντιδράσεων, φωτίζεται για να φωτογραφηθεί η πορεία του και τέλος καταλήγει στη φωτογραφική πλάκα. Την κρίσιμη στιγμή που καταγράφεται το γεγονός, με τον φωτισμό λέγεται ότι αλλοιώνεται η συμπεριφορά του και κατ’άλλους η υπόστασή του. Ο ίδιος ο φωτισμός είναι παροχή ενεργείας στο κβαντικό γεγονός, για ένα λόγο πάρα πάνω, που αυτή πρέπει να είναι υψηλής συχνότητας, για να μπορεί να δώσει ευδιάκριτα αποτελέσματα.  
    Εκτός λοιπόν της φυσικής αοριστίας των συζυγών ιδιοτήτων των κυματοσυναρτήσεων, υπάρχει κι ένα άλλο είδος αοριστίας λόγω αδυναμίας ακριβούς προσδιορισμού του κβαντικού αντικειμένου κατά τη διαδικασία της μέτρησης. Ακόμα, εξ αιτίας αυτού του γεγονότος, γεννιέται μια νέα αντίληψη για το τι είναι πείραμα στον κβαντικό κόσμο.  Στον κβαντικό κόσμο, σύμφωνα με τους επιστήμονες, το μέσο μέτρησης και το αντικείμενο συνιστούν αδιαχώριστη κβαντική ενότητα.  Ακόμα, υπάρχουν μεγάλοι ερευνητές που σ’αυτή την ενότητα προσθέτουν και τον άνθρωπο.  Αυτοί ισχυρίζονται, πως σ’αυτού του είδους τα πειράματα, ο άνθρωπος δεν είναι πλέον απλός παρατηρητής, αλλά υπάρχει μέσα στο πείραμα, όντας και ο πιο βασικός παράγοντάς του. Αυτό ερμεινεύεται με διάφορους τρόπους, που ξεκινούν απ’τη διαπίστωση της διαταραχής και την αποδοχή πως "κανείς δεν γνωρίζει αληθινά τί είναι το κβαντικό γεγονός προ της μέτρησης" και μετά μια σειρά ντετερμινιστικών προτάσεων με βάση τη συμμετοχή στις εξελίξεις «κρυφών παραμέτρων», καταλήγουν στην αποδοχή αντιντετερμινιστικών προτάσεων, με πιο ακραία την εξής: «από τη στιγμή που ο επιστήμονας αποφασίζει την πράξη του πειράματος, το Σύμπαν ως Όλον, δέχεται ακαριαία το μήνυμα της πρόθεσης κι απ’αυτή τη στιγμή, είναι έτοιμο για την ανάλογη απόκριση».
     Αυτό θυμίζει τον Σαλμονέα, που πέραν των αναγκαίων δραστηριοτήτων, με το χορό επικοινωνεί με το Όλον, το Σύμπαν, κι επικαλείται τη βροχή.
    Οι διαφωνίες συνεχίζονται κι αντί να γεφυρώνονται όσο περνά ο καιρός, θεριεύουν παίρνοντας πιο σύνθετη μορφή. Φανερώνουν έτσι, ότι οι επιστήμονες δεν έχουν επαρκεί στοιχεία για να συμφωνήσουν.
     Ο Χάιζενμπεργκ πιστεύει, ότι εκεί κάτω υπάρχει ένας κόσμος δυνατότητας που ανάλογα με τις πράξεις μας ανταποκρίνεται γεννώντας τα κβαντικά αντικείμενα. Ο Μπόρ πρότεινε την άποψη της συμπληρωματικότητας κατά την οποίαν, ο κόσμος είναι συνάρτηση κυμάτων και σωματίων, αντικειμενικότητας και δυνατότητας, που σύμφωνα με τον Ντε Μπρογί, είναι αδιαχώριστη κατάσταση του Είναι.
       Έτσι η απροσδιοριστία δε φαίνεται να περιορίζεται μόνον στη μέτρηση των συζυγών ιδιοτήτων αλλά παρουσιάζεται και μ’άλλο πρόσωπο. Απ’τη μια φαίνεται να είναι η φυσική κατάσταση του Είναι, όπου η αδυναμία ακριβούς προσέγγισης είναι μια πραγματικότητα. Από την άλλη φαίνεται σαν αδυναμία του ανθρώπου να προσεγγίσει το κβαντικό γεγονός, αφού υπάρχουν και άλλες περίπτωσεις που η αοριστία αγγίζει το παράδοξο. Π.χ.  στην περίπτωση της μετακίνησης ενός ηλεκτρονίου, από μια στιβάδα περιφοράς γύρω από τον πυρήνα του ατόμου σε άλλη, κατά την αποβολή ενός κβάντου ενεργείας. Εκεί τίθεται το ερώτημα, τι είναι το ηλεχτρόνιο ανάμεσα σε δυο στιβάδες αφού είναι αδύνατη κάθε προσέγγιση σ’αυτό. Το κβάντο ενεργείας θεωρείται αδιαίρετο κι έτσι δεν μπορεί να γίνει εκεί καμιά μέτρηση ώστε το ηλεχτρόνιο να εντοπιστεί. Τυπικά υπάρχει κενό.
      Στο έργο του Ε. Μπιτσάκη «Διαλεκτική και Νεώτερη Φυσική» πληροφορούμεθα, ότι στην κβαντική θεωρία των πεδίων, η κίνηση δε μπορεί να οριστεί έξω απ’τους μετασχηματισμούς των σωματίων: «Η θεωρία του πεδίου, λέει ο Μπώμ,  περιγράφει κάθε κίνηση στην κβαντομηχανική με βάση τη δημιουργία-καταστροφή των στοιχειωδών σωματίων. Έτσι αν ένα ηλεκτρόνιο υποστεί σκέδαση απ’την αρχική του κατεύθυνση σε διαφορετική, το περιστατικό αυτό περιγράφεται σαν «καταστροφή» του αρχικού  ηλεκτρονίου και «δημιουργία» άλλου το οποίο κινείται σε νέα κατεύθυνση.  Κατά τη θεωρία αυτή δεν υπάρχει σωμάτιο που να διατηρεί πάντα την ταυτότητά του.  Αν δούμε βαθύτερα την παράσταση του πεδίου κίνησης, έστω κι ενός ελευθέρου σωματίου, ανακαλύπτουμε ότι η κίνηση αυτή περιγράφεται μαθηματικά ως καταστροφή σ’ένα σημείο και αναδημιουργία σ’άλλο γειτονικό. Έτσι η κίνηση αναλύεται σε μια σειρά δημιουργίας-καταστροφής που ως συνολικό αποτέλεσμα έχει τη συνεχή αλλαγή του σωματίου μέσα στο χώρο». Βλέπουμε εδώ ότι ο Μπώμ διαπιστώνει στο εργαστήριο δηλαδή στις εγκαταστάσεις πρόκλησης αντιδράσεων κβαντικών σωματίων, αυτό που έχουν διαπιστώσει με μόνο τη χρήση της Διαλεκτικής τους, οι προσωκρατικοί: Το κινούμενο καταλύεται-συντιθέμενο, είναι Άλλο-Αλλού.  Η αντιφατικότητα του κινουμένου, έχει την αιτία της στην αντιφατικότητα της φύσης του κβαντικού γεγονότος. Όπως ακριβώς λέει ο Ηράκλειτος: «στον  ίδιο ποταμό δεν ξαναμπαίνεις, ούτε την ίδια ουσία ξαναγγίζεις, αφού όλα αλλάζουν βίαια και γρήγορα, σκορπάνε-μαζεύοντας, χωρίζονται κι ενώνονται, καταλύονται-συντιθέμενα». Επίσης λέει: «Η ευθεία είναι αποτέλεσμα περιστροφής».
    Ας φανταστούμε τώρα, πως θα έβλεπαν το ηλεκτρόνιο ο Ηράκλειτος και ο Ζήνων: «τὸ κινούμενον οὔτ᾽ἐν ᾧ τόπῳ ἐστί κινεῖται, οὔτε ἐν ᾧ τόπῳ μὴ ἔστι». «Το κινούμενο δεν κινείται ούτε εκεί που βρίσκεται ούτε εκεί που δεν βρίσκεται» λέει ο Ζήνων.  Οι σχολαστικοί σπεύδουν να παγιδευτούν,  ισχυριζόμενοι ότι ο Ζήνων απορρίπτει την έννοια της κίνησης.  Ο προσεκτικός αναγνώστης όμως, που δεν περιορίζεται σε ότι βεβαιώνουν οι προλαλήσαντες, βλέπει καθαρά ότι ο Ζήνων δεν απορρίπτει την κίνηση, αλλά τον τόπο πάνω στον οποίο θεωρείται ότι γίνεται και τον τρόπο που θεωρείται ότι γίνεται.  Αμφιβάλλει για το πως αντιλαμβανόμεθα τον χώρο, τον χρόνο, την ουσία και την κίνηση.
     Σύμφωνα με τους Ηράκλειτο, Ζήνωνα, Αναξίμανδρο και μια σειρά προσωκρατικων, η ουσία δεν είναι τα πράγματα που συνεχώς αλλάζουν, αλλά το ίδιο το γίγνεσθαι, δηλαδή η διαδικασία της καταλυτικής-σύνθεσης των πραγμάτων και του κόσμου.
     Κάθε πράγμα ή γεγονός υπάρχει μόνο γιατί άλλα "υπογεγονότα" περνούν από μέσα του και φεύγουν, έτσι που το γέγονός απ’τη μια χάνεται κι απ’την άλλη συνίσταται, όντας συνεχώς άλλο.  Ακόμα κι οι «στοιχειώδεις συμμετρίες» που το συνιστούν, σιγά-σιγά αλλάζουν.  
     Επειδή ο κόσμος είναι ανοικτός, το σύστημα που τον συνιστά είναι μεν επαναλαμβανόμενο αλλά όχι απόλυτα. Τα υπογεγονότα που περνούν μέσα από κάθε γεγονός συνθέτοντάς το, αναχωρούν για όλα κάθε σημείο του σύμπαντος ξεχωριστά, και επιστρέφοντας απ’αυτά, αναλόγως της αποστάσεώς τους, είναι λίγο αλλαγμένα και σε λίγο διαφορετική θέση.  Έτσι το γεγονός συνίσταται λίγο πιο κει και λίγο διαφορετικό. Το γεγονός από θέση Α σε θέση Β, και στη δική μας περίπτωση το ηλεκτρόνιο, καταλύεται-συντιθέμενο, λίγο πιο εκεί πάνω στην τροχιά περιστροφής γύρω απ’τον πυρήνα του ατόμου, όντας με την καταλυτική-συνθετότητά του κάτι σαν παλλόμενο κύμα.  Όταν χάσει ένα κβάντο ενεργείας, δηλαδή ένα από τα υπογεγονότα που η ροή τους το συνιστά, δε μπορεί να ανασυσταθεί στην αναμενόμενη θέση. Τότε γίνεται μια αλματική ανασύσταση σε άλλη θέση που δικαιολογείται από την απώλεια του κβάντου, ανασυντίθεται δηλαδή σ’άλλη στιβάδα περιστροφής.
    Επειδή το κινούμενο καταλύεται-συντιθέμενο, δεν δικαιούται να κινείται αυτό το ίδιο, γιατί αυτό το ίδιο δεν υπάρχει αλλά είναι συνεχώς άλλο όμοιο. Η κίνηση λοιπόν σύμφωνα με τον Ηράκλειτο και το Ζήνωνα, γίνεται μέσα στο ίδιο το γεγονός και συμπίπτει με το γίγνεσθαι.
     Είναι πολύ πιθανόν, τα αδιέξοδα της ερμηνείας των πειραμάτων της κβαντικής φυσικής, να μπορούν να ερμηνευτούν με τη διαλεκτική λογική που υπαινίσσονται αυτοί οι φιλόσοφοι. Π,χ.
η απροσδιοριστία χρόνου και συχνότητας μπορεί να είναι αποτέλεσμα του ότι:  η συχνότητα είναι και αυτή χρόνος ως αχέγονος ρυθμός επανάληψης. Ο χρόνος και η συχνότητα λοιπόν είναι η ίδια έννοια σε διαφορετικά επίπεδα του κόσμου: ο χρόνος στο νευτώνειο επίπεδο του κόσμου όπου κυριαρχεί η αντικειμενικότητα και ο ντετερμινισμός και η συχνότητα είναι ο χρόνος που αφορά το κβαντικό επίπεδο, όπου η αντικειμενικότητα και ο ντετερμινισμός αναιρούνται. Επίσης τα παράδοξα της θεωρίας της σχετικότητας, ίσως να έχουν την αιτία τους στο ότι τα κβάντα φωτός αληθινά δεν κινούνται αυτά τα ίδια, αλλά κατά τη μετακίνησή τους είναι άλλα αλλού, αφού καταλύονται-συντιθέμενα. 
    Η σύγχρονη επιστήμη λοιπόν αν θέλει να προχωρήσει στο Νέο, πρέπει να ξαναδεί το κόσμο μέσα από αυτό το Ηρακλειτικό πρίσμα. Δηλαδή να καταλύσει αυτό το επιστημονικό και επιστημολογικό οικοδόμημα και να αρχίζει να συλλαβίζει τον κόσμο με μια νέα διαλεκτική γλώσσα.
    Η εργασία αυτή λοιπόν, φιλοδοξεί να ξαναφέρει στην επιφάνεια, το χαμένο παιχνίδι της διαλεκτικής ως φορμαλισμού, για την επιστημονική έρευνα.  Βέβαια ο φορμαλισμός κι η διαλεκτική  φαίνονται δυο ασυμβίβαστες έννοιες, όπως ο αντιφατικός ορθολογισμός, που θα μπορούσε να είναι μια τέτοια διαλεκτική.  Αυτό είναι όμως ακριβώς, που η εργασία αυτή θα προσπαθήσει να δικαιολογήσει.

ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ
ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ-ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ-ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ-ΖΗΝΩΝ

Πιστεύω  ότι η έρευνα των κειμένων αυτών των στοχαστών, θα μπορούσε να είναι μια συζήτηση που θα ανοίξει νέους δρόμους  στη σκέψη μας και θα δώσει απαντήσεις σε  πολλά ερωτήματα.  Η συζήτηση αυτή μπορεί να στηθεί πάνω στο «τι πιστεύουν αυτοί διανοητές για τη φύση του κόσμου μας και ποιά Διαλεκτική μας προτείνουν».  Αυτή η διαλεκτική ξεκινά απ’το ερώτημα: «πως η κίνηση είναι δυνατή ως ουσία». Από κει και πέρα, αρχίζει κάποιος να μιλά το Λόγο του Ηράκλειτου και να δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα του Ζήνωνα, ξεκινώντας απ’τις έννοιες του Απείρου και του  Γίγνεσθαι του Αναξίμανδρου. Τα αινιγματικά ερωτήματα του Ζήνωνα, μαζί με το «πως η κίνηση είναι δυνατή», γεννούν το ερώτημα «πως ο χώρος, ο χρόνος και η ουσία είναι δυνατά».
     Αυτό θα μπορούσε να είναι η αφετηρία για το σύγχρονο επιστήμονα ώστε να διεισδύσει στη διαλεκτική σκέψη αυτών των διανοητών, αφού στον κβαντικό κόσμο, όπως στον κόσμο του Ζήνωνα, του Ηράκλειτου και του  Αναξίμανδρου, η κίνηση δεν είναι ιδιότητα των πραγμάτων, αλλά τα πράγματα ιδιότητες της κίνησης.   Έτσι ο χώρος, ο χρόνος, η ταυτότητα, η ταχύτητα, τα διαστήματα και τα μέτρα στάθμισης μαζί με τη λογική και τα μαθηματικά που χρησιμοποιούσαμε ως τώρα, πρέπει να ξανακοιταχτούν.

Στο έργο των  Ηράκλειτου, Αναξίμανδρου και Ζήνωνα, που θα είναι ο βασικός κορμός αυτής της αναζήτησης, θα παρουσιάσω μέρη από το έργο του Παρμενίδη σαν εισαγωγή. Αυτό πρέπει να γίνει γιατί το έργο του Παρμενίδη, στέκεται ακριβώς αντίθετα στο έργο του Ηράκλειτου κι όταν κάποιος θέλει να γνωρίσει καλά κάτι, πρέπει να γνωρίσει και το αντίθετό του.   Εκεί διαφαίνεται ότι ο Παρμενίδης είναι ο ιδρυτής του ορθολογισμού ως αυστηρή κριτική πρακτική και ότι είχε προετοιμάσει το δρόμο για την τυπική λογική αλλά και τον ντετερμινισμό.
Α. Στο έργο του Αναξίμανδρου, ορίζεται η πιο μοντέρνα πρόταση για τη έννοια του Απείρου και προτείνεται σαφέστατα η έννοια του Γίγνεσθαι και της παγκόσμιας εξέλιξης. 
Β. Στο έργο του Ηράκλειτου προτείνεται ο Λόγος ως Διαλεκτική Λογική και ως καταλυτικο-συνθετικό Γίγνεσθαι-Ουσία, που είναι αποτέλεσμα της αντιφατικής φύσης του κόσμου και των πραγμάτων.
Γ. Στο έργο του Ζήνωνα αμφισβητείται ο ορθολογισμός σαν αλάθητο όργανο κριτικής σκέψης και μαζί μ’αυτόν οι αντιλήψεις μας περί χώρου, χρόνου, κίνησης, ταυτότητας και της ύπαρξης εσχάτου στοιχειώδους, ενισχύοντας κι ολοκληρώνοντας με τον καλύτερο τρόπο, την διαλεκτική του Ηράκλειτου.

Στην εργασία αυτή θα γίνει μια μερικώς αυθαίρετη προσέγγιση στις προτάσεις αυτών των διανοητών, αφού οι χριστιανοί με «αυθαίρετο τρόπο»,  βύθισαν στη σιγή το μεγαλύτερο μέρος του έργου τους, καίοντας τις βιβλιοθήκες τους και καταδιώκοντας τους οπαδούς τους.   
                                        ― «σιγᾶν ἤ τεθνᾶναι»
Αν όμως η αυθαιρεσία αυτής της προσέγγισής μου είναι δημιουργική και ενάρετη, τότε  πρέπει να δικαιούμαι μεριδίου αλήθειας, αφού η αλήθεια ποτέ δεν μπορεί να είναι παγιωμένη και αιώνια, αλλά αντιφατική και εν τω γίγνεσθαι.

ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ

Απόσπασμα 1, στ. 24-32
   ὦ κοῦρ᾽ἀθανάτοισι συνάορος ἡνιόχοισιν,
   ἵπποις ταί σε φέρουσιν ἱκάνων ἡμέτερον δῶ,
   χαῖρ᾽, ἐπεὶ οὔτι σε μοῖρα κακὴ προὔπεμπε νέεσθαι
   τήνδ᾽ ὁδόν (ἧ γὰρ ἀπ᾽ἀνθρώπων ἐκτὸς πάτου ἐστίν),
   ἀλλὰ θέμις τε δίκη τε. χρεὼ δὲ σε πάντα πυθέσθαι
   ἠμὲν ἀληθείης εὐκυκλέος ἀτρεμὲς ἦτορ
   ἠδὲ βροτῶν δόξας, ταῖς ούκ ἔνι πίστις άληθής.
   ἀλλ᾽ ἔμπης καὶ ταῦτα μαθήσεαι, ώς δοκοῦντα
   χρῆν δοκίμως εἶναι διὰ παντὸς πάντα περῶντα·

[Νέε, που σε έφεραν στα δώματά μου αθάνατοι ηνίοχοι, χαίρε γιατί σ’αυτό το δρόμο δε σ’ έφερε κακή μοίρα, -τον δρόμο που είναι μακριά απ’τα χνάρια των ανθρώπων-, (που είναι νέος) τον δρόμο της Θέμιδος και της Δίκης (του πρέποντος και της αιτιότητας). Είναι ανάγκη να τα μάθεις όλα, καί της ολοστρόγγυλης αλήθειας την αταλάντευτη ψυχή, καί τις δοξασίες για τα εφήμερα που κανείς δεν μπορεί να πιστεύει με σιγουριά. Αλλά μαζί με τα άλλα πρέπει να γνωρίσεις και αυτά, γιατί πρέπει να έχεις εμπειρία για όλα με όλους τους τρόπους].

Απόσπασμα 2
   εἰ δ᾽ ἄγ᾽ἐγὼν ἐρέω, κομίσαι δὲ σὺ μῦθον ἀκούσας,
   αἵπερ ὁδοὶ μοῦναι διζήσιος* εἱσι νοῆσαι,
   ἡ μὲν, ὅπως ἔστιν τε καὶ οὐκ ἔστι, μὴ εἶναι,
   πειθοῦς** ἐστι κέλευθος (ἀληθείῃ γὰρ ὀπηδεῖ),***
   ἡ δ᾽ ὡς οὐκ ἔστιν, τε καὶ ὡς χρεῶν ἐστι, μὴ εἶναι,
   τὴν δή τοι φράζω παναπευθέα ἔμμεν ἀταρπόν·
   οὔτε γὰρ ἂν γνοίης τὸ γε μὴ ἐόν (οὐ γὰρ ἀνυστόν)
   οὔτε φράσαις.

LIDDELL & SCOTT  δίζω: τελῶ ἐν ἀμφιβολίᾳ. δίζημαι: ζητέω, ἀναζητῶ, ἐπιζητῶ.  δίζησις:  ἐξέτασις, ἔρευνα. δίζως: ὁ ἔχων διπλή μορφή, διπλή φύση. 
*διζήσιος (δική μου άποψη): αυτή η λέξη λόγω της αμφισημίας της μπορεί να ερμηνευθεί "ο αμφίβολος στην έρευνα, ο  αντιφατικός" ,
**Πείθω: με απατηλούς λόγους, δια δεήσεως, διαφθείρω δια χρημάτων. 
***ὀπηδεῖ, ὀπή-δέω (αμφίσημη λέξη): υποχρεώνομαι να συμπεριφερθώ ανάλογα με την ύπαρξη οπής,  διαφεύγω από οπή, ακολουθώ διαφεύγοντας από οπή.

[Άκουσε λοιπόν με προσοχή, αυτά που θα σου πω, αυτοί οι δυο δρόμοι μόνον είναι αντιφατικοί. Ο ένας, πως δεν μπορεί κάτι να Είναι και να Μην Είναι, αυτός είναι ο δρόμος της πειθούς, γιατί από την αλήθεια διαφεύγει. Ο άλλος δρόμος ότι το Μη-Είναι, όπως έχει χρέος δεν μπορεί να υπάρξει. Από αυτόν το δρόμο σε αποτρέπω τελείως, γιατί το Μη Είναι,  δεν μπορείς ούτε να το εννοήσεις, ούτε να το γνωρίσεις, ούτε να το πεις].

Εδώ ο Παρμενίδης, με μια μονοκοτυλιά, θέτει τις βαικές αρχές του ορθολογισμού και της τυπικής λογικής:
Α. Κάθε τι μπορεί μόνο να Είναι.
Β. Κάτι δεν μπορεί να Είναι-μη Όντας.
Βέβαια ο ορθολογισμός χρησιμοποιείτο πάντα από τον άνθρωπο αλλά εδώ θα διαπιστώσουμε ότι ο Παρμενίδης κάνει τα πρώτα συνειδητά βήματα του ανθρώπου στον ορθολογισμό, στην τυπική λογική και τον ντετερμινισμό.

Απόσπασμα 3
 τὸ γὰρ αὐτό νοεῖν ἐστίν τε καὶ εἶναι
[Γιατί το νοείν και το είναι συμπίπτουν].

Όταν το Νοείν και το Είναι συμπίπτουν, τίποτα απ’ότι υπάρχει δεν μπορεί να διαφύγει από τη νόηση, άρα μπορούμε να έχουμε ασφαλή συμπεράσματα δια μέσου της λογικής.

Απόσπασμα 4
   λεῦσσε δ᾽ὁμῶς ἀπεόντα νόῳ παρεόντα βεβαίως·
   οὐ γὰρ ἀποτμήξει τὸ ἐὸν τοῦ ἐόντος ἔχεσθαι
   οὔτε σκιδνάμενον πάντῃ πάντως κατὰ κόσμον
   οὔτε συνιστάμενον.

[(Επειδή η νόηση και το είναι συμπίπτουν) μπορείς να φωτίσεις, δια μέσου των παρόντων με το νού (την λογική) με βεβαιότητα τα απόντα. Γιατί δε μπορεί να αποκοπεί το υπάρχον του υπάρχοντος (ο νους από το είναι), ούτε θεωρώντας τον κόσμο με την μορφή του τετμημένου (των πολλών), ούτε ως όλον].

Τονίζει λοιπόν ότι οι λογικές αρχές που έχει προτείνει για τη μετάβαση από τα γνωστά στα άγνωστα, ισχύουν και για τα μέρη και για το όλον. Έτσι, με την σωστή χρήση της λογικής, μπορούμε να έχουμε βεβαιότητα στους συνειρμούς μας.

Απόσπασμα 5
   ξυνὸν δέ μοί ἐστι, ὁππόθεν ἄρξομαι τόθι γὰρ πάλιν           
   ἵξομαι αὖθις.

[Εγώ νομίζω ότι απ’όπου ξεκινάμε εκεί γυρίζουμε πάλι].
(Ο κόσμος είναι κλειστός πεπερασμένος έτσι τίποτα δεν μπορεί να διαφύγει από τη νόηση).

Απόσπασμα 6 στ. 1-2
   χρὴ τὸ λέγειν τε νοεῖν τ᾽ἐόν ἔμμαινε· ἔστι γὰρ εἶναι,
   μηδὲν οὐκ ἔστιν, τὰ σ᾽ἐγὼ φράζεσθαι ἄνωγα.

[Είναι ανάγκη λοιπόν, το Λέγειν το Νοείν  και το Είναι να συμπίπτουν, γιατί μόνο το Είναι υπάρχει, το Μηδέν δεν υπάρχει, έτσι σε συμβουλεύω να σκέπτεσαι].

Ακόμα τονίζει ότι εκτός από Νοείν και το Είναι, πρέπει και το Λέγειν να συμπίπτει μαζί τους. Έτσι και ο Λόγος δε θα μπορεί ουσιαστικά να διαφύγει από τη λογική.

Απόσπασμα 6 στ. 3-9
   πρώτης γὰρ σ᾽ἀφ᾽ὁδοῦ ταύτης διζήσιος <εἴργω>
   αὐτὰρ ἔπειτ᾽ἀπὸ τῆς, ἣν δὴ βροτοί εἰδότες οὐδὲν
   πλάττονται δίκρανοι, ἀμηχανίη γὰρ ἐν αὐτῶν
   στήθεσιν ἰθύνει πλαγκτόν νόον. οἱ δὲ φοροῦνται
   κωφοί ὁμῶς τυφλοί τε, τεθηπότες ἄκριτα φῦλα                                                                                   οἷς τὸ πέλειν* τε καὶ οὐκ,  εἶναι ταὐτὸν νενόμισται
   κοὐ ταὐτόν,  πάντων δὲ παλίντροπός ἐστι κέλευθος.
                                                                                                                                                                                                                                                                
LIDDELL & SCOTT * πέλειν, πέλω, πέλομαι: διατελῶ ἐν κινήσει ἐπέρχομαι, -ὑπάρχω, -εἰμὶ, ἀλλά διακρίνεται τοῦ εἰμὶ καθ᾽ ὃσον περιέχει ἔννοιάν τινά συνεχείας, ὄθεν καὶ εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ παρομοιώσεων (ή συγκρίσεων- δική μου πρόταση).

[Από τον δρόμο αυτό, τον πρώτο, τον αντιφατικό, σε αποτρέπω
(είναι ο πρώτος απ’ τους δυο δρόμους  που παρουσιάζει στο απόσπασμα 2  και στοίχο 3).
Οι θνητοί απ’αυτόν δεν έμαθαν τίποτα, γίνονται δίβουλοι, γιατί η αμηχανία στα στήθια τους σαλεύει το νου.  Φαντάζουν κουφοί τυφλοί και χαμένοι, χωρίς κρίση, αυτοί που νομίζουν ότι η συγκριτική βεβαιότητα, είναι και δεν είναι έγκυρη, γιατί δέχονται πως για όλα υπάρχει συγχρόνως κι αντίδρομος τρόπος να είναι]

Ο Παρμενίδης μαζί με τον υπαινιγμό του για τις αρχές της ταυτότητας  και μη αντίφασης, τονίζει τον όρο της αντιστοιχίας νόησης και είναι.  Γιατί μόνον έτσι θα μπορούσε να λειτουργήσει αυτή η διαδικασία. Μετά προτείνει την εγκυρότητα των συγκριτικών διαδικασιών, όπου μόνο με αυτή τη λογική μπορούμε να φτάσουμε από τα παρόντα στα απόντα, έχοντας έγκυρη παραγωγή συλλογισμών (ανάλυση και σύνθεση).

Η Συγκριτική διαδικασία: 
Αν Α όμοιο του Β και Β όμοιο του Γ τότε Α όμοιο του Γ. (σύνθεση)
Αν Α όμοιο του Β και Β διάφορο του Γ τότε Α διάφορο του Γ. (ανάλυση)

Απόσπασμα 7
   οὐ γὰρ μήποτε τοῦτο δαμῇ, εἶναι μὴ ἐόντα·
   ἀλλὰ σὺ τῆσδ᾽ἀφ᾽ ὁδοῦ διζήσιος εἶργε νόημα,
   μηδὲ σ᾽ἔθος πολύπειρον ὁδὸν κατά τήνδε βιάσθω
   νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα και ἠχήεσαν ἀκουήν
   καὶ γλῶσσαν, κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον
   ἐξ  ἐμέθεν ρηθέντα.

[την λέξη «τοῦτο» μεταφράζω «ταυτότητα»]

[Γιατί ποτέ μα ποτέ η Ταυτότητα δε θα αναγκαστεί, να "Είναι-Μη Όντας"·  να είσαι λοιπόν μακριά απ’τον αντιφατικό δρόμο και να μην παρασύρεσαι απ’τη συνήθεια αλλά ότι βλέπεις ή ακούς κρίνε το με τον τρόπο που σου έμαθα τον δοκιμασμένο].

Απόσπασμα 8 στ. 1-18 
                                    μόνος δ᾽ἔτι μῦθος ὁδοῖο
      λείπεται ὠς ἔστιν·  ταύτῃ δ᾽ἐπὶ σήματα ἔασι
      πολλὰ μάλ᾽, ὠς ἀγένητον καὶ ἀνώλεθρόν ἐστιν,
      οὗλον, μουνογενές τε καὶ ἀτρεμές οὐδ᾽ἀτέλεστον,
5    οὐδέ ποτ᾽ἧν οὐδ᾽ἐσταί, ἐπεί νῦν ἐστιν ὁμοῦ πάν
      ἕν, συνεχές·  τίνα γὰρ γένναν διζήσεαι αὑτοῦ;
      πῇ πόθεν αὐξηθέν;  οὕτ᾽ ἐκ τοῦ μὴ ἐόντος ἐάσσω
      φάσθαι σ᾽οὐδέ νοεῖν· οὐ γὰρ φατόν ούδὲ νοητόν
      ἔστιν ὅπως οὐκ ἔστι.  τί δ᾽ἄν μιν καὶ χρέος ὦρσεν 
10  ὕστερον ἣ πρόσθεν τοῦ μηδενός ἀρξάμενον φῦν;
      οὕτως ἣ πάνπαν πελἐναι χρεών ἐστιν ἢ οὐχί
      οὔτε ποτ᾽ἐκ μὴ ἐόντος ἐφήσει πίστιος ἰσχὺς
      γίγνεσθαί τι πάρ᾽αὐτό.  τοῦ εἴνεκεν οὔτε γίγνεσθαι
      οὔτ᾽ ὄλλυσθαι ἀνῆκε δίκη χαλάσασα πέδῃσιν            
15  ἀλλ᾽ ἔχει. ἡ δὲ κρίσις περὶ τούτων ἐν τῷδ᾽ἐστιν·
      ἔστιν ἢ οὐκ ἔστιν.  κέκριται δ᾽οὗν ὥσπερ ἀνάγκη
      τὴν μὲν ἐᾶν ἀνόητον ἀνώνυμον, οὐ γὰρ ἀληθής
      ἔστιν ὁδός.  τὴν δ᾽ ὥστε πέλειν καὶ ἐτήτυμον* εἶναι.

[Μόνος δρόμος που μπορούμε να μιλάμε γι’αυτόν, μας μένει το Είναι. Πάνω σ’αυτόν υπάρχουν πάρα πολλά στοιχεία, όπως ότι το αθάνατο είναι αγέννητο, όλον, αταλάντευτο, τετελεσμένο ποτέ δεν ήταν, ούτε θα είναι (δεν έχει παρελθόν ή μέλλον), γιατί όλο αυτό μαζί είναι ένα, συνεχές, μόνο τώρα. Τι είδους γέννα να αναζητήσεις σ’αυτό; Από που προς τα που να επεκταθεί; Για το Μη-Όν,  το Μη- Υπάρχον, δε μπορείς  να πείς ή να καταλάβεις τίποτα, επειδή δεν υπάρχει, ούτε λέγεται, ούτε νοείται. Δε μπορεί τίποτα να αναγκάσει κάτι να υπάρξει πριν ή μετά το Μηδέν.  Έτσι λοιπόν κάθε τι πρέπει να συμπέσει με τό Όλον, το σύμπαν, ή το Μηδέν που δεν υπάρχει. Από το μη υπάρχον, δεν μπορεί να περιμένει κάποιος ούτε γίγνεσθαι ούτε όλλυσθαι, αφού αυτό ορίζει η λογική. Κάθε κρίση πρέπει να βρίσκεται μέσα σ’αυτά τα όρια, να Είναι ή να Μην Είναι. Όπως λοιπόν είναι αναγκαίο, ο ένας δρόμος κρίνεται ανώνυμος και χωρίς νόημα (αναληθής), ενώ ο άλλος είναι ο δρόμος της βεβαιότητας των συγκριτικών διαδικασιών, όπου το όμοιο ανήκει σε συγγενή ομάδα κι είναι ο σωστός].

LIDDELL & SCOTT
* ἐτήτυμον εἶναι:  ἀνήκων στον ἴδιο τύμβο, συγγενές.
   πέλειν καὶ ἐτήτυμον εἶναι:  Το ὅμοιο ανήκει σε συγγενή ομάδα.

Απόσπασμα 8 στ, 35-40
35 οὐ γὰρ ἄνευ τοῦ ἐόντος, ἐν ᾧ πεφατισμένον ἐστίν,
     εὑρήσεις τὸ νοεῖν· οὐδὲν γὰρ ἦν ἔστιν ἢ ἔσται
     ἄλλο παρέξ τοῦ ἐόντος, ἐπεὶ τὸ γε μοῖρ᾽ἐπέδησεν
     οὖλον ἀκίνητον τ᾽ἔμεναι·  τῷ πάντ᾽ὄνομα ἔσται
     ὅσσα βροτοί κατέθεντο πεποιθότες εἶναι ἀληθῆ,
40 γίγνεσθαι τε καὶ ὄλλυσθαι, εἶναι τε καὶ οὐχί,
     καὶ τόπον ἀλλάσσειν διὰ τε χρόα φανόν ἀμείβειν.
     αὐτάρ ἐπεὶ πεῖρας πύματον, τετελεσμένον ἐστὶ
     πάντοθεν εὐκύκλου σφαίρης ἐναλίγκιον ὄγκῳ
     μεσσόθεν ἰσοπαλὲς πάντῃ·…..

[Δεν μπορείς να βρείς το Νοείν παρά μέσα στο Είναι, γιατί εκεί ακριβώς είναι καταγεγραμμένο. Τίποτα άλλο εκτός απ’το Είναι, δεν μπορεί να υπήρχε, να υπάρχει ή να υπάρξει, γιατί αυτό είναι Όλον Ακίνητο.  Όλα τα άλλα είναι ονόματα που οι θνητοί του δίνουν γιατί πιστεύουν,  ότι πραγματικά υπάρχει γίγνεσθαι και όλλυσθαι, "Είναι-Μη Όντας", και γενικά κάθε είδους μετατροπή ή μετακίνηση. Αλλά αφού αυτό είναι πεπερασμένο και τετελεσμένο είναι τέλεια σφαιρικό και πλήρως ισόρροπο].

Απόσπασμα 8 στ. 50-61
50  ἐν τῷ σοὶ παύω πιστόν λόγον ἠδὲ νόημα·
     ἀμφὶς ἀληθείης δόξας ἀπὸ τοῦδε βροτείας
     μάνθανε κόσμον, ἐμῶν ἐπέων, ἀπατηλόν, ἀκούων
     μορφάς γὰρ κατέθετο δύο γνώμας ὀνομάζειν,
     τῶν μίαν οὐ χρεών ἐστιν, ἐν ᾧ πεπλανημένοι εἰσίν.
55 τ᾽ἄντια ἐκρίνατο δέμας καὶ σήματ᾽ἔθεντο
     χωρὶς ἀπ᾽ ἀλλήλων·  τῇ μὲν φλογός αἰθέριον πῦρ,
     ἤπιον ὄν, μέγ᾽ ἐλαφρόν,  ἑαυτῷ πάντοσε τωὐτόν,
     τῷ δ᾽ἑτέρῳ μὴ τωὐτόν, ἀτὰρ κἀκεῖνο κατ᾽αυτό
     τἀντία, νύκτ᾽ἀδαῇ, πυκινὸν δέμας ἐμβριθές τε.
60 τὸν σοι ἐγώ διάκοσμον ἐοικότα πάντα φατίζω,
     ὡς οὐ μὴ ποτέ τίς σε βροτῶν γνώμη παρελάσῃ.

[Εδώ σταματώ το λόγο που έχει αληθινό νόημα· και θα μιλήσω για τον κόσμο της αμφίδρομης αλήθειας, της φθαρτής τον απατηλό. Νομίζουν πως κάθε τι έχει δυο τρόπους να υπάρχει έχοντας δυο μορφές, η μια δεν τους αρκεί.  Εδώ ακριβώς κάνουν λάθος. Τα αντίθετα θεωρούν ενωμένα, ενώ συγχρόνως έβαλαν διαχωριστικά όρια μεταξύ τους. Απ’τη μια το αιθέριο πυρ της φλόγας ίδιο πάντα με τον εαυτό του, απ’την άλλη, διάφορο απ’τον εαυτό του, αυτό το ίδιο ενάντια στον εαυτό του, δηλαδή σκοτάδι πυκνό μπερδεμένο.  Σου μιλώ για το φαινομενικό κόσμο, το διάκοσμο, για να μην ξεγελαστείς ποτέ απ’τη φθαρτή σκέψη].

Ο Παρμενίδης στρέφεται σαφώς κατά της Αντιφατικής Λογικής του Ηράκλειτου, έχοντας θέσει άλλους όρους, που απορρίπτουν την ύπαρξη του Μηδενός, (το υπάρχειν του τίποτα, είναι η αντιφατικότητα γυμνή). Έτσι κάθε συλλογισμός αντιφατικός που Είναι-Μη Όντας, επειδή έχει μέσα του το μη-Είναι, περιέχει σφάλμα.

Απόσπασμα 9
    αὐτὰρ ἐπεὶ πάντα φαός καὶ νὺξ, ὀνόμασται
    καὶ τὰ κατὰ σφετέρας δυνάμεις ἐπὶ τοῖσί τε καὶ τοῖς,
    πᾶν πλέον ἐστὶν ὁμοῦ φάεος καὶ νυκτός ἀφάντου
    ἰσων ἀμφοτέρων ἐπεὶ οὐδετέρῳ μετά μηδέν.

[Επειδή όλα έγιναν από φως και σκότος με τις δικές τους δυνάμεις, και μετά σκληρή πάλη πήραν διάφορες μορφές, αυτό που «περισσεύει», είναι τόσο φως όσο και σκότος ίσα μεταξύ τους, γιατί πέραν αυτών δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα].

Τονίζω ότι ο Παρμενίδης προϋποθέτει σύμπαν κλειστό, όπου το φως και το σκότος  συντίθενται μεταξύ τους δημιουργώντας τον κόσμο.  Έτσι, ότι περισσεύει, είναι φως και σκότος  ίσια μεταξύ τους, αφού οι ουσίες καταλαμβάνουν όλο τον κόσμο και πέραν αυτών δεν υπάρχει Κενό ή Μηδέν.  Αν κάποιο απ’τα δυο ήταν περισσότερο, για να έχουμε σύμπαν ισόρροπο,  θα έπρεπε να υπάρχει Κενό και Μηδέν.                                                                                                   

Απόσπασμα 1  στ.  9 έως 14
    ἡλιάδες κοῦραι προλιποῦσαι δώματα νυκτός
    εἰς φαός ὠσάμεναι κράτων ἄπο χερσὶ καλύπτρας.
    ἔνθα πύλαι νυκτός καὶ ἤματός εἰσι κελεύθων
    καὶ σφὰς ὑπέρθυρον ἀμφίς ἔχει λάινος οὐδός·
    αὐταὶ δ᾽αἰθέριαι πλῆνται μεγάλοισι θυρέτροις·
    τῶν δὲ δίκη πολύποινος ἔχει κληῖδας ἀμοιβούς.

[Εδώ με οδήγησαν οι κόρες του Ήλιου……… όπου  υπάρχει θύρα διπλή με εναλλασσόμενα κλειδιά που τα κρατά η Δίκη, (η αιτιότητα)….. (Από κει ξεκινά ο δρόμος του φωτός και του σκότους, δηλαδή της σύνθεσης του κόσμου)].

Ο Παρμενίδης ισχυρίζεται πως ακολουθεί ένα νέο δρόμο, αυτόν της αιτιότητας που τότε ήταν μακριά απ’τα βήματα των άλλων ανθρώπων. Κατ’αρχήν αποδέχεται το αυτονόητο, ότι μόνο το Είναι υπάρχει. Η ύπαρξη του Μη-Είναι, του μη υπάρχοντος, είναι η αντίφαση γυμνή. Προτείνει ένα διαλογισμό που απορρίπτει το μη Είναι σε κάθε του βήμα, θεωρώντας την Αντιφατικότητα που είναι σύμφυτη με την καθημερινότητα και την εξέλιξη ως φαινομενική και τον κόσμο πλήρη χωρίς Κενό.  Γι'αυτό το λόγο το σύμπαν είναι τετελεσμένο και κλειστό.  Έτσι μπορεί ο Λόγος, το Νοείν και το Είναι, συμπίπτοντας όλα μαζί, να μας δώσουν ένα όργανο βεβαιότητας των συγκριτικών διαδικασιών. Γι’αυτό μπορούμε απ’τα παρόντα, να πηγαίνουμε με τη λογική άφοβα στα απόντα. 
     Εδώ βλέπουμε μέσα σε λίγες σειρές, να ορθώνεται ο ορθολογισμός ως συνειδητή  πρακτική και να γίνονται τα πρώτα βήματα του ντετερμινισμού. Από την άλλη, βλέπω την πιο συνειδητή πολεμική ενάντια στη διαλεκτική ως Λόγο και Ουσία, που όπως φαίνεται στρέφεται ειδικά ενάντια στον Ηράκλειτο.
    Θα δούμε στη συνέχεια, πως οι απόψεις του Ηράκλειτου στέκονται ακριβώς αντίθετα στον Παρμενίδη.  Ήταν τότε που ο Ελληνικός κόσμος, έβγαινε μέσα από την τραγική πρακτική σαν ζωή,  που από τους Πυθαγόρειους θεωρείτο βαρβαρότητα. Είναι γνωστό πως ο Πυθαγόρας  κι οι μαθητές του, δεν έτρωγαν κρέας κι έτσι θεωρούσαν την τραγωδία μιαρή.  Αφού η Τραγωδία είχε σαν βασική διαδικασία, τη σφαγή του Ταύρου και στη συνέχεια την κρεατοφαγία και ορισμένες φορές την ωμοφαγία.  Ακόμα λέγεται πως, ο Πυθαγόρας ήταν κατά των Ολυμπιακών Αγώνων αφού πίστευε πως αρχαιότερα ήταν αιματηροί, άρα μιαροί, δηλαδή ήταν μορφή τραγωδίας.    Νομίζω πως εδώ βρίσκεται η πρώτη αντίθεση του Ηράκλειτου με το Πυθαγόρειο ρεύμα.  Ο Ηράκλειτος ήταν συντηρητικός, ακολουθούσε την παράδοση, ήταν υπέρ του τραγικού πνεύματος, του Διονυσιακού. Το Διονυσιακό πνεύμα, εκείνη την εποχή, είχε αρχίσει να παρακμάζει και να γίνεται σύνολο τυπολατρικών διαδικασιών και δεισιδαιμονιών (όπως αυτές  που διαπιστώνει σήμερα η συγκριτική ανθρωπολογία σε καθυστερημένους λαούς).
    Νομίζω πως ο Ηράκλειτος επαναπροσδιορίζει το τραγικό πνεύμα. Δηλαδή απ’τη μια, μάχεται κατά του Πυθαγόρειου νεοτερισμού και απ’την άλλη κατά της ενδογενούς φθοράς της τραγικής σκέψης. Θέλει να επιστημονικοποιήσει το τραγικό πνεύμα, σ’αντίβαρο των απόψεων του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Φαίνεται η απάντηση που δίνει έχει απήχηση και γι’αυτό ο Παρμενίδης με τη σειρά του απαντά.
      Στην πιθανή άποψη του Πυθαγόρα, για την ύπαρξη πολλών εσχάτων (πολυμάθεια), ιδεών, αριθμών ή αιωνίων στοιχείων, ο Ηράκλειτος προτείνει τον Λόγο που είναι το Ένα που συνεχώς αλλάζει όντας Αυτό.  Το Ένα που είναι μεγάλο και μικρό, ένα και πολλά, που είναι αντιφατικό, αυτοαναιρούμενο. Ο Παρμενίδης δε μπορεί να δεχτεί κάτι τέτοιο.  Το Ένα, το Εόν του Παρμενίδη είναι αταλάντευτο χωρίς παρελθόν και μέλλον, τετελεσμένο αγέννητο και άφθαρτο, αθάνατο. Το Εόν, το υπάρχον, που αποτελείται από δυο άφθαρτα, το φώς και το σκότος. Από τη μια υπάρχει ο αιώνια αναλλοίωτος κόσμος κι από την άλλη ο φθαρτός και φαινομενικός.  Για το φθαρτό κόσμο υπάρχει η αντιθετική διαλεκτική που είναι οι συνθετικές κι αναλυτικές διεργασίες του Ορθού Λόγου.  Η διαλεκτική του Παρμενίδη απορρίπτει το αντιφατικό ως ψευδές, όντας αντιθετική. Τα αντίθετα διαλέγονται χωρίς να παραβιάζουν τα όριά τους και ως προς το όλον συνιστούν μια συμπληρωματική σχέση. Όπως θα δούμε, ο Ηράκλειτος διαφέρει από τον Παρμενίδη στο ότι η διαλεκτική του έχει φύση αντιφατική, όπου τα αντίθετα είναι ασαφή έχοντας ευκαιριακά όρια. Αυτό θα πει, ότι τα όρια τους παραβιάζονται έτσι, που τα αντίθετα να προεκτείνονται το ένα στο άλλο, χωρίς ν’αφήνουν τελικά κανένα περιθώριο αυτονομίας μεταξύ τους και από κει ταξιδεύουν έξω από τα όρια τους, στο σύμπαν, γυρίζοντας την ίδια στιγμή πίσω.
     Ο Παρμενίδης δέχεται ότι το σύμπαν είναι τετελεσμένο, κλειστό και γεγραμμένο με Λογική και Λόγο.  Ο Αϊνστάιν κατά κάποιο τρόπο συμφωνεί και δεν είναι τυχαίο πως ισχυρίζεται ότι «ένα σώμα κινούμενο ευθύγραμμα κι ομαλά στο Συμπαν, κάποια στιγμή θα επιστρέψει στη θέση που ξεκίνησε». Όπως λέει ο Παρμενίδης: ὁππόθεν ἄρξωμαι τόθι γὰρ πάλιν ἵξομαι αὖθις.
     Ο κόσμος του Παρμενίδη είναι καταγεγραμμένος με Λόγο, είναι πεφατισμένος.  Ο άνθρωπος νοεί, η Νόηση και το Είναι συμπίπτουν άρα ο άνθρωπος έχει μέσα του καταγεγραμμένο, (πεφατισμένο) το Όλον· έτσι μπορεί να Γνωρίζει και μέσω του Ορθού Λόγου, μπορεί να κάνει βέβαιους συλλογισμούς.
     Βλέπουμε κάποια συγγένεια στις απόψεις του Παρμενίδη με τις Ιδέες του Πλάτωνα. Οι Ιδέες του Πλάτωνα δεν μπορεί παρά να είναι η Καταγραφή του Όλου στο γνωστικό μας μηχανισμό, που προτείνει ο Παρμενίδης ώστε να μπορούμε να γνωρίζουμε. Ακόμα είναι φανερή και η συγγένεια του Παρμενίδη με τον Αριστοτέλη στο θέμα της τυπικής λογικής και του ορθολογισμού.  Δεν μπορούμε επίσης να μην παρατηρήσουμε, ότι και ο Ντετερμινισμός έχει στοιχεία Παρμενίδεια και καταγωγή.
    Ο Πλάτων, με τις Ιδέες του, ακολουθεί τα χνάρια του πεφατισμένου και μέσ’τη σκέψη του αντανακλάται η «Ευκυκλέος Αλήθεια» του Εόντος. Πιστεύω πως οι Ιδέες του Πλάτωνα είναι οι όροι του τετελεσμένου παιγνίου, του πεφατισμένου κόσμου της Ολοστρόγγυλης Αληθείας που ο Αριστοτέλης θέλει ν’ανατρέψει. Οι Ιδέες, λέει, δεν υπάρχουν πριν απ’τον κόσμου, αλλά μετά αντανακλώντας τη λειτουργία του. Ακόμα κάθε τι έχει μέσα του την Εντελέχειά του, δηλαδή είναι πεφατισμένο ως προς το Τέλος του.
      Η Εντελέχεια όμως μεταφέρει πάλι τις Ιδέες απ’το Τέλος που είναι το Αποτέλεσμα, στην Αρχή που είναι η Αιτία. Γνωρίζουμε ότι, σε ένα κλειστό και τετελεσμένο σύστημα, οι όροι λειτουργίας του, που έχουν τεθεί απ’την αρχή, προϋποθέτουν και τα όρια του τέλους του. Δηλαδή όταν τεθούν οι όροι του τετελεσμένου παιγνίου, αυτό λειτουργώντας αρχίζει να αναπαράγει τον ορισμένο αριθμό προδιαγεγραμμένων παιγνίων και συνεχίζοντας από μια στιγμή και μετά τα επαναλαμβάνει. Στα κλειστά συστήματα, οι όροι και τα όρια, είναι ζεύγος που το ένα προϋποθέτει το άλλο.   Υπάρχει μια νοητή σειρά που αρχίζει απ’τον Πυθαγόρα, περνά στον Παρμενίδη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και καταλήγει στον Κάντ.  Οι μεγαλοι αυτοί φιλόσοφοι, προσεγγίζουν το ίδιο θέμα με τρόπους σχετικά διαφορετικούς, οι οποίοι είναι μεταξύ τους συμπληρωματικοί.

Ο λογικός άνθρωπος του 21ου αιώνα πρέπει να ξαναδεί τι είναι το Εόν και πως οριοθετεί ο Παρμενίδης τις προτάσεις του.  Γιατί υπάρχουν θέσεις που θεωρώντας τις δεδομένες, τις προσπερνάμε ξεχνώντας που στηρίζονται κι από που έρχονται.
     Ο ορθολογισμός ως αδιάψευστο όργανο επαλήθευσης και παραγωγής αναμφισβήτητων συλλογισμών προϋποθέτει κλειστά συστήματα και κατ’ανάγκη σύμπαν πεπερασμένο.  Δηλαδή ο ορθολογισμός κι ο ντετερμινισμός, μια και καλή απορρίπτουν το άπειρο. Όμως αυτό δεν γίνεται πάντοτε κι είναι φορές που κάποιοι διανοητές τσαλαβουτάνε ανάμεσα σε δρόμους που λογικά δε συμβιβάζονται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη γέννηση αδιεξόδων. Ακόμα θα δούμε πιο κάτω ότι η καινούρια αντίληψη για τον κόσμο, ζητάει ένα «νέο τροπό προσέγγισης» που είναι και ο παλιότερος, δηλαδή τη λογική των Ηράκλειτου, Αναξίμανδρου και Ζήνωνα. Αυτή είναι η Διαλεκτική σκέψη που γεννιέται μέσα απ’την ψυχή του Διονυσιακού Διθύραμβου.

ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ

Ο Αναξίμανδρος κι ο Ηράκλειτος έχουν μεγάλη ιδεολογική συγγένεια. Είναι ο «δάσκαλος» του Ηράκλειτου, ή έχουν συμπέσει ιδεολογικά από διαφορετικούς δρόμους. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο Ηράκλειτος θαύμαζε τον Θαλή, που ήταν δάσκαλος, συνεργάτης και φίλος του Αναξίμανδρου.  Αυτό όμως που κάνει σίγουρα τον Ηράκλειτο να ξεχωρίζει απ’αυτούς, είναι η έννοια του Λόγου, που είναι το Αντιφατικό Λέγειν και συγχρόνως η Διαλεκτική Λογική, την οποία παρουσιάζει ως Λόγο και Ουσία. Το αντιφατικό λέγειν είναι ένας Νέος Λόγος, ένα είδος διαλεκτικού φορμαλισμού που προτείνεται ως μόνος τρόπος με τον οποίον ο Κόσμος μπορεί να λέγεται έτσι όπως είναι.

ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ  Φυσικά 24, 13
   ἕν καὶ κινούμενον καὶ ἄπειρον   …………
   ἀρχή τε καὶ στοιχεῖον τῶν ὄντων το ἄπειρον…
   τὴν εἰς ἄλληλα μεταβολήν τῶν τεττάρων στοιχείων οὗτος οὐκ ἠξἰωσεν ἕν τι
   τούτων ὑποκείμενον ποιῆσαι, ἀλλά τι ἄλλο παρὰ ταῦτα.
   οὖτος δὲ οὐκ ἀλλοιωμένου τοῦ στοιχείου τὴν γένεσιν ποιεῖ,
   ἀλλ᾽ἀποκρινομένων τῶν ἐναντίων δια τῆς ἀϊδίου κινήσεως.

[Το σύμπαν είναι ένα, κινούμενον και άπειρον. . . . . . . . . . . . .
Αρχή και στοιχειώδες των όντων είναι το άπειρο……
Στην αλληλομετατροπή των τεσσάρων στοιχείων της φύσης αυτός δεν αξιώνει κανένα από αυτά ως γενεσιουργό, αλλά κάποιο άλλο εκτός απ’αυτά. Δεν δέχεται πως η γένεση τελείται από την αλλοίωση ή την μετατροπή των υπαρχόντων στοιχείων, αλλά από το διάλογο των αντιθέτων δια μέσου της αέναης κίνησης].

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ φυσ. Α4 187α 20
  οἱ δ᾽ ἐκ τοῦ ἑνὸς τὰς ἐναντιότητας ἐκκρίνεσθαι ὥσπερ
  Ἀναξίμανδρός φησι καὶ ὅσοι γ᾽ἕν καὶ πολλά φασίν εἶναι.

[Ο Αναξίμανδρος και όλοι όσοι πιστεύουν, ότι το ένα είναι και πολλά, ισχυρίζονται ότι οι εναντιότητες είναι σύμφυτες στο Ένα και απορρέουν απ’αυτό].

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ αἱρ. ἔλεγ. 16 1-7
  οὗτος άρχή τῶν ὄντων ἔφη φύσιν τινὰ τοῦ ἀπείρου,
  ἐξ᾽ἧς γίγνεσθαι τούς οὐρανούς καὶ τὸν ἐν αὐτοῖς κόσμον.
  ταύτην ἀΐδιον εἶναι καὶ ἀγήρω καὶ πάντας τοὺς κόσμους
  περιέχειν.  λέγει δὲ χρόνον ὡς ὡρισμένης τῆς γενέσεως
  καὶ τῆς ούσίας καὶ τῆς φθορᾶς. . . . . . . . . . . . .
  οὗτος μὲν ἀρχήν καὶ στοιχεῖον εἴρηκε τῶν ὄντων τὸ ἄπειρον,
  πρῶτος τοὔνομα καλέσας τῆς ἀρχῆς.
  πρὸς δὲ τούτῳ κίνησιν ἀΐδιον εἶναι, ἐν ᾗ συμβαίνει
  γίγνεσθαι τοὺς οὐρανούς.

[Ο Αναξίμανδρος είπε ότι τα όντα εξουσιάζονται από κάποιο είδος απείρου, από το οποίο γεννιώνται οι ουρανοί και οι κόσμοι που περιέχονται μέσα τους. Αυτό είναι αέναο κι αγέραστο περιέχοντας όλους τους κόσμους. Γι’αυτό το λόγο ο χρόνος είναι σχετικός κι αποκτά νόημα απ’τη γέννηση και την φθορά της κάθε ουσίας. . . . .
Αυτός όρισε, πως άρχων και στοιχείο όλων είναι το άπειρο και είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε τη λέξη αυτή μ’αυτό το νόημα. Έπί πλέον όρισε πως το άπειρο είναι η αέναη κίνηση, που μέσα της συμβαίνει το γίγνεσθαι των ουρανών].

Κατά τον Αναξίμανδρο το Σύμπαν δεν συνίσταται από δύο κόσμους, τον υλικό και τον ιδεατό, αλλά τα πάντα συνιστούν μιαν ενότητα σε άπειρη εξελικτική πορεία, δηλαδή το αέναο γίγνεσθαι. Αυτός απορρίπτει την ύπαρξη αιώνιων αναλλοίωτων στοιχειωδών εσχάτων, τα οποία διαλέγονται χωρίς να παραβιάζουν τα όρια μεταξύ τους και με τους συνδιασμούς τους συνθέτουν το σύμπαν.  Κατά τον Αναξίμανδρο το σύμπαν συνίσταται από την αλληλεπίδραση αντιθέτων τα οποία παραβιάζουν τα όρια μεταξύ τους. Με τον τρόπο αυτό καταλύονται-συντιθέμενα έχοντας σαν αποτέλεσμα την αλλαγή, την κίνηση και το γίγνεσθαι.  Ο χρόνος είναι επίσης σχετικός με τη γένεση και φθορά των όντων, δηλαδή με το γίγνεσθαι. Έτσι το Είναι, ο Χώρος, ο Χρόνος, η Κίνηση και το Άπειρο συνιστούν μιαν ενότητα που συμπίπτει με το παγκόσμιο Γίγνεσθαι.
     Για να γίνεται αυτό πραγματικότητα, πρέπει τα αντίθετα να παραβιάζουν τα όριά τους χωρίς ν'αφήνουν κάποιο έσχατο απαραβίαστο στοιχειώδες μεταξύ τους, συνιστώντας αντιφατικές ενότητες. Τ'αντιφατικά στοιχειώδη που συνιστούν τις αντιφατικές αυτές ενότητες, παραβιάζοντας τα έσχατα όριά τους, ταξιδεύουν μακριά έξω από τα όρια της αυτής της αντιφατικής σχέσης και να διαλέγονται με το σύμπαν. Δηλαδή κάθε γεγονός, ως αντιφατικό, ξεκινώντας από τον διάλογο με τον εαυτό του, περνά στο διάλογο με τις εγγύτερες άλλες αντιφατικές ενότητες μετά με τις απώτερες και τελικά με το σύμπαν που είναι ο άλλος ο απώτατος εαυτός, μα και η έσχατη αιτία της αλλαγής του γεγονότος.  Μέσω του διαλόγου αυτού, το γεγονός αλλάζει, αλλάζοντας με τη σειρά του και τα άλλα με τα οποία διαλέγεται. Με τον τρόπο αυτό κάθε στοιχειώδες γεγονός, είναι πάντα μια αντιφατική σχέση που έχει φύση καταλυτικο-συνθετική και εξελικτική, περιέχοντας εν δυνάμει ένα πρόσωπο του απείρου.

ΕΡΜΕΙΑΣ.  Φιλ. 10
   ἀρχὴν εἶναι τὴν ἀΐδιον κίνησιν καὶ ταύτῃ τὰ μέν  γεννᾶσθαι τὰ δὲ φθείρεσθαι.

[Αυτό που άρχει είναι η αιώνια κίνηση που μέσα της άλλα γεννιώνται κι άλλα φθείρονται].

ΑΕΤΙΟΣ περὶ τ. ἀρεσκ.
   Ἀναξιμανδρός φησι τῶν ὄντων ἀρχὴν εἶναι τὸ ἄπειρον.
   ἐκ γὰρ τούτου πάντα γίγνεσθαι καὶ  εἰς τοῦτο πάντα φθείρεσθαι
   ἁμαρτάνει δὲ οὗτος μὴ λέγων τί ἐστι τὸ ἄπειρον,
   πότερον ἀήρ ἐστι  ἢ ὕδωρ  ἢ γῆ  ἢ τι ἄλλον.
   ἁμαρτάνει οὖν τὴν μὲν ὕλην ἀποφαινόμενος,  τὸ δὲ ποιοῦν αἴτιον ἀναιρῶν.
   τὸ γὰρ ἄπειρον  οὐδὲν ἄλλο ἢ ὕλη ἐστίν.
   Οὐ δύναται δὲ ἡ ὕλη  εἶναι ἐνέργεια,  ἐὰν μὴ τὸ ποιοῦν ὑποκέηται.
  
[Ο Αναξίμανδρος λέει πως το άπειρο εξουσιάζει όλα τα όντα, αφού όλα γεννιώνται απ’αυτό κι όλα φθείρονται γυρίζοντας πάλι σ’αυτό……  Αυτός ξαστοχεί μη λέγοντας τι είναι το άπειρο, δηλαδή αν είναι αέρας ή νερό ή γη ή τίποτε άλλο.  Ξαστοχεί μιλώντας για το άπειρο, αφού παραλείπει το αίτιο της ύπαρξής του, δηλαδή ότι το άπειρο δε μπορεί να είναι τίποτ’άλλο, εκτός από ύλη.  Η Ύλη δεν μπορεί να είναι ζωντανή, αν μέσα της δεν υπάρχει αυτό που της δίνει ζωή].

Ο Αέτιος που εδώ  προτίθεται να κρίνει αρνητικά τον Αναξίμανδρο αστοχεί, γιατί σαν αρνητική κριτική, ερμηνεύει σωστά την πρόταση του Αναξίμανδρου: «Το άπειρο είναι και αρχή και στοιχείο των όντων»,  δηλαδή ότι το άπειρο περιέχει και περιέχεται από όλα τα όντα.  Έτσι περιέχει από την ύλη και περιέχεται απ'αυτήν ως κάποια συγκεκριμένη ουσία, αφού η ύλη καθεαυτή είναι το άπειρο γίγνεσθαι,η αντιφατικότητα γυμνή, το εν δυνάμει Είναι, που είναι κι η γενικότερη ουσία.  Για τον λόγο όμως, που Αέτιος δεν είχε αντιληφθεί, δεν είναι δυνατόν το άπειρο ως συμπαντιακό γίγνεσθαι να συνίσταται από τον συνδιασμό κάποιων στοιχειωδών όπως "τα τεσσερα στοιχεία".  Αν συνίστατο από αιώνια και αναλλοίωτα στοιχειώδη όπως εννοούντο αυτά τα τέσσερα στοιχειώδη (γη, ύδωρ, πυρ και αιθέρας), τότε το άπειρο θα ήταν ένα σύστημα ποσοτικών συναθροίσεων, χωρίς γενεσιουργό χαρακτήρα, αφού αυτά τα στοιχειώδη δεν θα παραβίαζαν τα όρια μεταξύ τους, μη μπορώντας να ορθώσουν αληθινό γίγνεσθαι, αλλά φαινομενικό.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ φυσ. γ. 7 207 b 35
   Ὡς ὕλη τὸ ἄπειρον ἐστίν αἴτιον καὶ ὃτι τὸ μὲν εἶναι αὐτῷ στέρησις,
   τὸ δὲ  καθ᾽αὐτό  ὑποκείμενον τὸ συνεχές  καὶ αισθητόν.
   φαίνονται δὲ καὶ οἱ ἄλλοι πάντες ὡς ὕλη χρώμενοι τῷ ἀπείρῳ·
   διὸ καὶ ἄτοπον τὸ περιέχειν ποιεῖν αὐτὸ ἀλλά μὴ περιεχόμενον.

[Το άπειρο σαν ύλη είναι το αίτιο και ενώ φαίνεται ότι είναι διαφορετικό από την ύλη είναι απολύτως το ίδιο μ’αυτήν. Και όλοι αυτοί που ισχυρίζονται ότι η ύλη είναι αναγκαίο να είναι το ίδιο με το άπειρο, δέχονται ότι είναι άτοπο το άπειρο να γεννά την ύλη, να την περιέχει και να μην περιέχεται απ’αυτήν].

ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ φυσ. 1121,5
   Οἱ μὲν γὰρ ἀπείρους τῷ πλήθει τοὺς κόσμους ὑποθέμενοι ὡς οἱ περὶ
   Ἀναξίμανδρον καὶ Λεύκιππον καὶ Δημόκριτον καὶ ὕστερον οἱ περὶ Ἐπίκουρον
   γινομένους αυτούς καὶ φθειρομένους ὑπέθετον ἐπ᾽ ἄπειρον,
   ἄλλων μὲν ἀεὶ γινομένων ἄλλων δὲ φθειρομένων καὶ τὴν κίνησιν ἀΐδιον ἔλεγον.
   Ἄνευ γὰρ κινήσεως οὐκ ἔστι γένεσις ἤ φθορά.
  
[Αυτοί που υποθέτουν πως οι κόσμοι είναι άπειροι κατά το πλήθος, όπως οι περί τον Αναξίμανδρο, τον Λεύκιππο και τον Δημόκριτο, αλλά και οι νεώτεροι περί τον Επίκουρο, δέχονται ότι αυτοί γεννώνται και φθείρονται επ’άπειρον και είναι αυτό που θεωρούν αέναη κίνηση. Διότι χωρίς κίνηση δεν υπάρχει γένεση ή φθορά].  Πιό ταιριαστό με τις απόψεις του Αναξίμανδρου θα ήταν: "διότι χωρίς γένεση και φθορά δε θα υπήρχε κίνηση".

ΑΕΤΙΟΣ V 19.4
   Ἀναξίμανδρος  ἔφασκεν  ἐν ὑγρῷ γεννηθῆναι τὰ πρῶτα ζῷα
   φλοιοῖς περιεχόμενα ἀκανθώδεσι, προβαινούσης δὲ τῆς ἡλικίας
   ἀποβαίνειν ἐπὶ τὸ ξηρότερον καὶ τοῦ φλοιοῦ περιρρηγνυμένου,
   ἐπ᾽ὀλίγον χρόνον μεταβιῶνται.

[Ο Αναξίμανδρος έλεγε πως τα πρώτα ζώα γεννήθηκαν σε υγρό περιβάλλον έχοντας λέπια, κι’όταν το περιβάλλον τους έγινε ξηρότερο, απέβαλλαν τα λέπια και προσαμόστηκαν στο νέο περιβάλλον].

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ  Συμπ.VIII 8,4
   Ἀναξίμανδρος ἀποφαίνεται ἐν ἰχθύσι ἐγγενέσθαι πρώτον τοὺς ἀνθρώπους
   καὶ τραφέντες ὥσπερ οἱ γαλαῖοι καὶ γενομένους ἱκανοὺς ἑαυτοὺς βοηθεῖν,
   ἐκβῆναι τίνικαῦτα καὶ γῆς λαβέσθαι.
[Ο Αναξίμανδρος ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι γεννήθηκαν κατ’ αρχήν ανάμεσα στα ψάρια και τρέφοντο σαν τους γαλαίους, όταν όμως έγιναν ικανοί βγήκαν στην ξηρά].

Η Θεωρία της Εξέλιξης των Όντων του Δαρβίνου, είναι ένα άρτιο κομψοτέχνημα παρατηρήσεων και ορθολογικών συμπερασμάτων, που μπροστά της η πρόταση περί εξέλιξης του Αναξίμανδρου, αν δεν λάβουμε υπόψιν ότι διατυπώθηκε δυόμισι χιλιετίες πριν, ωχριά ως έχουσα χαρακτήρα αυθόρμητου πρωτογονισμού.  Η πρόταση του Αναξίμανδρου όμως έφτασε σ'εμάς αποσπασματικά και έτσι δεν γνωρίζουμε πως είχε διατυπωθεί. Γνωρίζουμε πως την είχαν κατανοήσει οι δοξογράφοι που την παρέδωσαν. Ακομα κι έτσι όμως, υπάρχει κάτι όπου η πρόταση του Δαρβίνου υπολείπεται. Ο Αναξίμανδρος εκτός από τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα που τον οδήγησε στην αποδοχή "της εξέλιξης των όντων" πάει ακόμα μακρύτερα.  Διατυπώνει τις βάσεις της διαλεκτικής λογικής, η οποία περιγράφει την αντιφατικότητα των όντων και των κόσμων, ως αιτία της εξέλιξης των ειδών, κάτι για το οποίο, απ'ότι ξέρω, ο Δαρβίνος αδιαφορεί.

Απ’τις πληροφορίες που έχουμε για τα λεγόμενα του Αναξίμανδρου, η ύλη είναι σύμφυτη με το άπειρο. Η κίνηση είναι η συνεχής αλλαγή, δηλαδή η συνεχής αλληλουχία γέννησης και θανάτου των όντων και των κόσμων, συνιστούν το αέναο γίγνεσθαι που είναι το άπειρο.  Η ύλη δεν θα μπορούσε να είναι ζωντανή, αν δεν υπήρχε μέσα σ'αυτήν και σε κάθε στοιχειώδες της το άπειρο για να την ενεργοποιεί.  Ο Αναξίμανδρος πιστεύει, πως αν κάτι είναι άπειρο καί τα μέρη του έχουν μέσα τους απειροστικό χαραχτήρα. Αφού το άπειρο άρχει όντας το Μέγα, το γενεσιουργό, αλλά την ίδια στιγμή, είναι και το στοιχειώδες, το έσχατο.  Έτσι το έσχατο ή το στοιχειώδες, περιέχει δυναμικά ένα πρόσωπο του όλου.
    Ορθολογικά όμως ούτε η ύλη καθαυτή, ούτε το άπειρο υπάρχει ως ως Όν, ως Ουσία. Η ως ύλη καθαυτή κατηγορία της νόησης και το άπειρο ποσοτικός χαρακτήρας.  Η ύλη ως ουσία ορθολογικά, είναι πάντα ένα συγκεκριμένο πεπερασμένο γεγονός και το άπειρο μια ατέλειωτη συσσώρευση στοιχειωδών που δεν συνιστούν Όλον-Ουσία.  Η άποψη λοιπόν του Αναξίμανδρου ότι «κάθε σώμα είναι άπειρο, επειδή τα όρια του κόσμου είναι άπειρα κι επειδή υπάρχουν άπειροι κόσμοι», κάνει τον Αριστοτέλη να απορεί μάλλον ειρωνικά. Ο Ηράκλειτος και ο Ζήνων όμως συμφωνούν με τον Αναξίμανδρο.
    Ο Ηράκλειτος πιστεύει, ότι κάθε γεγονός (ον), υπάρχει γιατί άλλα υπογεγονότα περνώντας από μέσα του το κάνουν πραγματικότητα, έτσι που κάθε τι αναπάσα στιγμή συνίσταται-αποσυντιθέμενο. Όμως και τα υπογεγονότα που περνούν από μέσα του υπάρχουν με τον ίδιο τρόπο και αυτό επ’άπειρον. Έτσι κάθε σώμα, δεν έχει συγκεκριμένα όρια και προεκτείνεται μ’αυτόν τον τρόπο στο  Σύμπαν. Επίσης ο Ζήνων πιστεύει ότι κανένα ον διαιρούμενο δε μπορεί να έχει κάποιο έσχατο μέρος συγκεκριμένο (άτομο). Σύμφωνα μ’αυτόν, το έσχατο μέρος τείνοντας προς το μηδέν, τείνει την ίδια στιγμή προς το άπειρο (είναι μηδενικό και άπειρο συγχρόνως). Αυτό είναι το αντιφατικό στοιχειώδες το εν δυνάμει Είναι. Χωρίς την αποδοχή αυτού του είδους στοιχειώδους, δε μπορεί κάποιος να είναι ολοκληρωμένα διαλεκτικός, δηλαδή να δέχεται την διαλεκτική ως ουσία. Αυτή η πρόταση του Ζήνωνα δικαιολογεί την άποψη του Αναξίμανδρου περί "της αρχής και στοιχειώδους χαρακτήρα του απείρου".
    Νομίζω ότι ο Αριστοτέλης στο απόσπασμα των φυσικών Γ4 203 b 6, το οποίο παραθέτουμε προηγουμένως, δεν μας πληροφορεί σωστά για το πως ο Αναξίμανδρος αντιλαμβάνεται τη φύση του απείρου. Όλοι οι τρόποι που μας προτείνει δεν ταιριάζουν με τις απόψεις του Αναξίμανδρου, εκτός αυτής που τον κάνει ειρωνικά να απορεί.  Η ερμηνευτική εισαγωγή που μας κάνει για την έννοια του απείρου, είναι μακριά από αυτήν του Αναξίμανδρου:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ φυσ. Γ 4 203b 6.  
   ἅπαντα γὰρ ἢ ἀρχή ἢ ἐξ᾽ ἀρχῆς, τοῦ δὲ ἀπείρου οὐκ ἔστιν ἀρχή·
   εἴη γὰρ ἂν αὐτοῦ πέρας. ἔτι δ’ἀγένητον καὶ ἄφθαρτον ὡς ἀρχή οὖσα·
   τὸτε γὰρ γενόμενο ἀνάγκη τέλος λαβεῖν καὶ τελευτή πάσης ἐστὶ φθορᾶς.
   διὸ καθάπερ λέγομεν, οὐ ταύτης ἀρχή, ἀλλ᾽αὐτή τῶν ἄλλων εἶναι δοκεῖ
   καὶ περιέχειν πάντα καὶ πάντα κυβερνᾶν ὥς φασιν ὅσοι μὴ ποιοῦσι
   παρὰ τὸ ἄπειρον ἄλλας αἰτίας, οἶον νοῦν ἢ φιλίαν.  καὶ τοῦτ᾽εἶναι τὸ θεῖον·   
   ἀθάνατον γὰρ καὶ ἀνώλεθρον, ὥς φησιν  Ἀναξίμανδρος καὶ οἱ πλεῖστοι τῶν 
   φυσιολόγων.

[Όλα έχουν μια αρχή ή είναι αρχή κάποιου άλλου, το άπειρο όμως δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, όντας η αρχή όλων είναι αγέννητο και άφθαρτο. Γιατί αυτό που γεννιέται είναι ανάγκη να έχει κάποιο τέλος σαν αποτέλεσμα της φθοράς.  Το άπειρο, δεν έχει τίποτα σαν αρχή, αλλ’αυτό είναι αρχή όλων των άλλων που τα περιέχει όλα και τα κυβερνά, όπως λένε όσοι δε δέχονται εκτός από το άπειρο άλλη αιτία του κόσμου, όπως το Νου ή τον Έρωτα. Το άπειρο λοιπόν είναι θεϊκό αφού είναι αθάνατο και άφθαρτο, όπως ισχυρίζονται ο Αναξίμανδρος και οι περισσότεροι από τους φυσικούς φιλοσόφους]. 
     
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ φυσ. Γ 4 203 b 6
   Ὥς φησιν Ἀναξίμανδρος  καὶ πλεῖστοι τῶν φυσιολόγων,
   τοῦ δὲ εἶναι τι ἄπειρον, ἡ πίστις ἐν πέντε μάλιστ᾽ἄν συμβαίνει σκοποῦσιν·
   ἐκ τοῦ τε χρόνου (οὗτος γὰρ ἄπειρος) καὶ ἐκ τοῖς μεγέθεσι διαιρέσεως
   χρῶνται γὰρ οι μαθηματικοί τῷ ἀπεἰρῳ, ἔτι τῷ οὕτως ἂν μόνως μὴ
   ὑπολείπειν γένενεσιν καὶ φθοράν,  εἰ ἄπειρον εἴη ὅθεν ἀφαιρεῖται τὸ γινόμενον.
   ἔτι τῷ τὸ πεπερασμένον ἀεὶ πρός τι περαίνειν ανάγκην ἕτερον πρὸς ἕτερον.
   μάλιστα δὲ καὶ κυριώτατον ὅ τὴν κοινήν ποιεῖ ἀπορίαν πᾶσιν,
   διὰ γὰρ τὸ ἐν τῇ νοήσει μὴ ὑπολείπειν καὶ ὁ ἀριθμός δοκεῖ ἄπειρος εἶναι
   καὶ τὰ μαθηματικά μεγέθη καὶ τὸ ἔξω τοῦ οὐρανοῦ·
   ἀπείρου δ᾽ ὄντος τοῦ ἔξω και σῶμα ἄπειρον εἶναι δοκεῖ καὶ οἱ κόσμοι.

[Λέγεται πως ο Αναξίμανδρος κι οι περισσότεροι φυσιολόγοι πιστεύουν, πως το άπειρο το αντιλαμβάνεται κάποιος με πέντε τρόπους: α) Από τον χρόνο που είναι άπειρος, β) από τη διαιρετότητα των μαθηματικών μεγεθών, γ) από το ότι μόνον έτσι θα μπορούσε να υπάρχει η συνεχής γέννηση και φθορά αφού μόνο από το άπειρο θα μπορούσε κάτι τέτοιο να αντλεί συνεχώς, δ) ακόμα και απτο ότι κάθε τι πεπερασμένο, αγγίζει κάποιο άλλο πεπερασμένο κι αυτό ατελείωτα. ε) Αλλά το πιο σπουδαίο που προκαλεί απορία, γιατί ο κάθένας που διαθέτει τον κοινό νου θα μπορούσε να αντιληφθεί το απειροστικό των μαθηματικών μεγεθών και την άπειρη προέκταση του ουρανού προς τα έξω, είναι ότι αφού το σύμπαν είναι άπειρο εξωτερικά και κάθε σώμα είναι άπειρο και οι κόσμοι είναι άπειροι].

α΄. Απ’την έννοια του χρόνου που είναι άπειρος.

Εδώ ο Αριστοτέλης ολισθαίνει.  Πολύ συχνά υποτιμά τους άλλους και ειδικά τους προσωκρατικούς απλουστεύοντας τις απόψεις τους. Ο χρόνος σύμφωνα με τον Αναξίμανδρο είναι άπειρος, όχι γιατί είναι χωρίς αρχή και τέλος, αλλά αντίθετα γιατί έχει απεριόριστες αρχές και τέλη, όντας αντιφατικός.  Πάντοτε Είναι-Μή Όντας. Ούτε το Χθες ούτε το αύριο Είναι, το Τώρα Είναι μόνο. Το τώρα είναι η φθίνουσα αιχμή ανάμεσα απ’το Παρελθόν που δεν είναι και το Μέλλον που δεν είναι.  Αυτή η αιχμή είναι Μηδενική όντας Παντοτινή. Το περιεχόμενο αυτής της αιχμής είναι η αντιφατικότητα γυμνή κι είναι συγχρόνως άπειρο και μηδενικό, το Τώρα που είναι  Πάντα Άλλο.   Αυτή είναι η έννοια του Γίγνεσθαι ως Ουσία.

β΄ Απ’τη διαιρετότητα των μεγεθών, (το άπειρο που χρησιμοποιούν οι μαθηματικοί). 

Όμως η διαιρετότητα των μαθηματικών μεγεθών, όπως δείχνει ο Ζήνων και συνάγεται απ’ τη ρήση του Αναξίμανδρου για το άπειρο ως ἀρχή και στοιχεῖον, δεν γίνεται αντιληπτό το άπειρο έτσι όπως μας το δείχνει ο Αριστοτέλης.     Οι προσωκρατικοί αντιλαμβάνοντο τη διαιρετότητα με πιο σύνθετο τρόπο απ’τον Αριστοτέλη.  Αυτοί πίστευαν πως διαιρώντας κάτι απ’τη μια μίκραινε κι από την άλλη μεγάλωνε.  Μίκραιναν τα τμήματά που το αποτελούσαν,  αλλά ο όγκος του μεγάλωνε (διαστέλλετο) περιέχοντας περισσότερα κενά (τομές) μέσα του. ΄Ετσι τείνοντας η διαίρεση να φτάσει στη μηδενική τμήση έτεινε την ίδια στιγμή, στο άπειρο, (αφού μη υπάρχοντας πλέον τμήματα, υπήρχε η άπειρη ενότητα του Κενού-Πλήρους). Αυτό βέβαια πίστευαν εκείνοι που αρνούντο την ύπαρξη του ατόμου σαν απλοϊκή, (ως μη πλέον τεμνομένου).

γ΄. Η συνεχής γέννηση και φθορά θα μπορούσε να είναι ατέλειωτη, μόνο αν το αποτέλεσμα της αντλείτο από το άπειρο.

Το άπειρο που μας προτείνει πάλι ο Αριστοτέλης, είναι το πτωχό αποτέλεσμα συσσώρευσης. Φανερώνει το γίγνεσθαι να αντλεί από το άπειρο σαν να είναι κάτι διαφορετικό

δ΄. Κάθε πεπερασμένο τελειώνει σε κάποιο άλλο πεπερασμένο κι αυτό επ’άπειρον (έτσι που να μην υπάρχει τέλος).

Κι αυτή η ερμηνεία είναι μια απλοϊκή και τυπική προσέγγιση ποσοτικής συσσώρευσης, μακριά απ’το πνεύμα του Αναξίμανδρου.
          Οι προσωκρατικοί θεωρούν το γίγνεσθαι ως ένα άλλο πρόσωπο του απείρου.

Ο Αναξίμανδρος κι αρκετοί προσωκρατικοί θεωρούσαν πως το Ένα και τα Πολλά δεν είχαν απλά μια ποσοτική σχέση διαίρεσης ή άθροισης, όπου το Ένα ήταν αποτέλεσμα επανάληψης και συσσώρευσης Πολλών Μονάδων, ούτε ότι τα Πολλά ήταν αποτέλεσμα διαίρεσης του Ενός σε στοιχειώδη. Γι’αυτούς η σχέση Ενός και Πολλών ήταν βαθύτερη.  Το Ένα προεκτείνεται πέρα μακριά στα Πολλά και τα Πολλά βυθίζονται στο ένα, έτσι που η μονάδα κι η Ταυτότητα, να μην είναι απόλυτα ανεξάρτητη από το Όλον
    Το άπειρο λοιπόν που ισχυρίζεται ο Αριστοτέλης ότι δεχόταν ο Αναξίμανδρος, σαν σχέση Πολλών και Ενός, θα έπρεπε μάλλον να ήταν κάπως αλλιώς:
«Κάθε υλικό γεγονός κατ’αρχήν διαλέγεται με τον εαυτό του, μετά με τα κοντύτερα σ’αυτό γεγονότα, μετά με τα μακρύτερα και τέλος με το Σύμπαν που είναι ο αντίθετος, ο Άλλος εαυτός που κάνει το γεγονός ν’αλλάζει. Τα όρια του εαυτού ξεκινάν πολύ βαθιά μέσα του, τόσο βαθιά που να μην μένει κάποιο μέρος απαραβίαστο και ταξιδεύοντας πολύ μακριά έξω απ’τον εαυτό, στο σύμπαν, επιστρέφουν κάποτε πίσω στον εαυτό ταράζοντας την εωτερική του ηρεμία και μεταθέτοντας τα συνεχώς διαταρασσόμενα όριά του.  Έτσι το γεγονός μη έχοντας απόλυτα καθορισμένα όρια και όντας σε συνεχή διάλογο με τα πολλά, είναι αυτό το ίδιο άπειρο».  
   Για τον Αναξίμανδρο και τους άλλους διαλεκτικούς φιλοσόφους, η έννοια του απείρως μικρού συμπίπτει με την έννοια του απείρως μεγάλου όντας η έννοια του Αιθέρα.  Ο Αιθέρας αυτός δεν είναι το αδρανές υλικό, που είχαν φανταστεί οι ευρωπαίοι και απέρριψε το πείραμα Μίκελσον-Μόρλυ. Ο αιθέρας των Μιλησίων ήταν η αντιφατικότητα γυμνή που είναι η έννοια του Εν Δυνάμει επιπέδου του κόσμου.  Η σύγχρονη φυσική με την πιθανή αποδοχή ακαριαίων αλληλεπιδράσεων ξαναφέρνει πίσω την έννοια του αιθέρα σαν ενεργό ποιητικό αίτιο της ύλης. Ως «ἀρχή καὶ στοιχεῖον τῶν ὄντων τὸ ἄπειρον». Το ακαριαίο είναι συγχρόνως ακίνητο, είναι μηδενικό και άπειρο, περιέχει δυναμικά όλα τα πρόσωπα χωρίς να είναι κάποιο συγκεκριμένο. Αυτό είναι κάτι που αποδέχεται και ο Χάιζενμπεργκ έμμεσα.
    Οι πρόγονοι των σημερινών φυσικών Αναξίμανδρος Ηράκλειτος και Ζήνων, έβλεπαν τον κόσμο αντίθετα από τους συγχρόνους επιστήμονες.  Γι’αυτούς η κίνηση δεν ήταν ιδιότητα της ύλης ούτε ιδιότητα των απεριορίστων υλικών συγκεκριμένων, αλλά τ’απεριόριστα υλικά συγκεκριμένα, ήταν ιδιότητες της Κίνησης-Ουσίας. Η Κίνηση-Ουσία είναι η Υλικότητα και η Αντιφατικότητα γυμνή. Αυτό είναι το έσχατο επίπεδο της ύλης, είναι ο ζωντανός αιθέρας (ο ακαριαίος και ακίνητος συγχρόνως).

Σύμφωνα με την Διονυσιακή λατρεία, όλα είναι προσωπεία πάνω σε προσωπεία και το έσχατο προσωπείο είναι αυτό του Διονύσου.  Πίσω απ’αυτό, βρίσκεται η τροφός του Διονύσου Μύστις, το άδειο πρόσωπο, ο Διθύραμβος, το πέρασμα συγχρόνως από δυο αντίθετες θύρες, τη θύρα της γένεσης και τη θύρα του θανάτου, που είναι η αντιφατικότητα γυμνή, το Εν Δυνάμει Είναι.

                           ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

ΣΕΞΤΟΣ.     ΠΡΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΥΣ VII 132.
    1.  τοῦ δὲ λόγου τοῦδ᾽ἐόντος, ἀεὶ ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι,
    καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες τὸ πρῶτον·
    γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε,
    ἀπείροισιν ἐοίκασι πειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιούτων,
    ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι κατά φύσιν διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει.
    τοὺς δὲ ἀνθρώπους λανθάνει  ὁκόσα  ἐγερθέντες  ποιοῦσιν,
    ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται.

[Ενώ ο Λόγος υπάρχει πάντα, οι άνθρωποι δεν τον νοιώθουν ποτέ, ακόμα κι αν έχουν πληροφορηθεί γι’αυτόν.  Κι ενώ όλα γίνονται σύμφωνα με τον Λόγο αυτοί μοιάζουν μετέχοντες-αμέτοχοι και στον τρόπο που λέγονται τα πράγματα και στον τρόπο που γίνονται, (τα οποία εγώ αναλύω και λέω όπως ακριβώς είναι). Έτσι οι άνθρωποι, μοιάζουν να κοιμούνται στο ξύπνιο τους και να αγρυπνούν στον ύπνο τους].

Ο Ηράκλειτος σ’αυτό το απόσπασμα, μας βάζει στη λογική του έργου του. Ο Λόγος είναι Λογική Γλώσσα και Ουσία, που είναι η Διαλεκτική. Δηλαδή η ουσία νοείται και λέγεται μόνον έτσι, υπάρχοντας παντού και πάντα. Όλα συνίστανται απ’το Λόγο, τον περιέχουν και τον εκφέρουν.  Είναι όμως αυτή η αιτία που κανείς δεν τον νιώθει, όπως τα ψάρια δε νιώθουν το νερό και οι νέοι δε νιώθουν τη νεότητα. (Δεν είναι ανάγκη να γνωρίζουμαι τη διαδικασία της χώνευσης, για να χωνεύουμε. Ακόμα ενώ ξέρουμε τις διαδικασίες των μεταβολών μέσα μας, δεν τις νιώθουμε).

ΚΛΗΜΗΣ.  ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ V 116
    34.   ἀξύνετοι ἀκούσαντες κωφοῖσιν ἐοίκασι·
    φάτις αὐτοῖσιν μαρτυρεῖ παρεόντας ἀπεῖναι.

[Αυτοί που ακούοντας κάτι δεν το νιώθουν, μοιάζουν με κουφούς· είναι όπως λένε οι παροιμίες, παρόντες-απόντες].

Είναι δυνατόν να γνωρίζεις κάτι και να μην το νιώθεις. Εγώ είμαι απόλυτα πεπεισμένος πως υπάρχουν μέσα μου κύτταρα και άτομα, κι όμως δεν το νοιώθω, είμαι παρών-απών.

ΜΑΡΚΟΣ ΑΝΤΩΝΙΝΟΣ,  IV 46
    72. ᾧ μάλιστα διηνεκῶς ὁμιλοῦσι, λόγῳ τούτῳ διαφέρονται, 
    καὶ οἷς καθ᾽ἡμέραν ἐγκυροῦσι, ταῦτα αὐτοῖς ξένα φαίνεται.

[Έρχονται συνέχεια σε άμεση κοινωνία με το Λόγο που εξ’αιτίας του αλλάζουν κι ενώ κάθε μέρα βεβαιώνονται γι’αυτό, η κατάσταση αυτή τους φαίνεται ξένη, (δεν την νοιώθουν)].

Όλα κοινωνούν με το Λόγο που είναι αιτία της συνεχούς αλλαγής και συμφωνώντας μαζί του διαφοροποιούνται. Επειδή τα Πολλά κοινωνούν με αυτό το Ένα, το Λόγο που είναι αντιφατικός, γι’αυτό καθένα έχοντας την ιδιαιτερότητά του, είναι διαφορετικό. 

Ο Λόγος είναι η αντιφατικότητα, δηλαδή η διαφορετικότητα, η αλλαγή κι επειδή όλα κοινωνούν της αντιφατικότητας, συμφωνώντας σ’αυτό, «διαφέρουν».

ΠΛΩΤΙΝΟΣ, ΕΝΝΕΑΔΕΣ  IV 8,  1.
    84.   μεταβάλλον ἀναπαύεται.
    κάματός ἐστι τοῖς αὐτοῖς μοχθεῖν καὶ ἄρχεσθαι.

[Η αλλαγή και η μεταβολή από μόνη της είναι αδράνεια.
           Κόπος είναι η δράση για κυριαρχία πάνω στην αλλαγή ].

Η αλλαγή είναι συγχρόνως άρνηση κι επιβεβαίωση μιας κατάστασης.  Για παράδειγμα το κινούμενο, απ’τη μια είναι και δεν είναι στην ίδια θέση την ίδια στιγμή, από την άλλη, αλλάζοντας θέση είναι διαφορετικό.  Σ’έναν κόσμο συνεχούς αλλαγής, αυτή είναι κατάσταση αδράνειας. Αντίθετα ο μόχθος για επιβολή στατικότητας, είναι η δράση. Η αλλαγή μπορεί να γίνεται από μόνη της, αφού αυτή είναι η φύση του κόσμου.  Ενώ η στατικότητα απαιτεί κάματο και αγώνα επιβολής.  Απαιτεί «αλλαγή»!

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ  IX 9
    51. Οὐ ξυνιᾶσιν ὅκως διαφερόμενον ἑαυτῷ ὁμολογέει·
    παλίντροπος ἁρμονίη, ὅκωσπερ τόξου καὶ λύρης.

[ Δεν κατανοούν πως κάτι αλλάζοντας, συμφωνεί με τον εαυτό του·  αυτή είναι η αμφίδρομη  αρμονία, όπως της λύρας και του δοξαριού ].

Αυτό που αλλάζει, συμφωνεί-διαφωνώντας με τον εαυτό του, επιβεβαιώνει-διαψεύδοντας τον εαυτό του. Αυτή είναι η αντιφατική αρμονία, όπως του έγχορδου οργάνου και του δοξαριού. Οι χορδές του οργάνου βγάζουν διακεκομμένο ήχο και διαφορετικές νότες, ενώ το δοξάρι παράγει τον ήχο σε ροή.  Έτσι έχουμε σύνθεση δυο αντίθετων τρόπων, δηλαδή του ρεούμενου και του τετμημένου, ακόμα και μια ροή από πολλές νότες.  Αντίδρομη αρμονία.

Όμως πρέπει να υπάρχει τρόπος, να λέγεται έτσι όπως ακριβώς είναι ο εξελισσόμενος κόσμος. Αυτός ο τρόπος του λέγειν είναι ο Λόγος, είναι η Διαλεκτική, (το αντιφατικό λέγειν). Αυτή η φράση ενώ δείχνει να αυτοαποκλείεται, μπορεί να σταθεί και να εγείρει λέγειν που περιέχει λογική.  Ο Ηράκλειτος μιλά πρώτος αυτόν το Λόγο, βάζοντας τους κανόνες του.  Πρώτος και βασικός κανόνας είναι ότι: «κάτι είναι ταυτόν με τον εαυτό του γιατί τον αρνείται».  Επιβεβαιώνει-διαψεύδοντας τον εαυτό του.  Αυτή είναι η αρχή ενός είδους αντιφατικής ταυτότητας.

ΣΤΟΒΑΙΟΣ,   ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ Ι   179.
   114. ξύν νόῳ λέγοντας ἰσχυρίζεσθαι χρὴ τῷ ξυνῷ πάντων,
   ὅκωσπερ νόμῳ πόλις  καὶ πολὺ ἰσχυροτέρως.
   τρέφονται γὰρ πάντες οἱ ἀνθρώπειοι νόμοι ὑπὸ ἑνὸς τοῦ θείου.  
   κρατεῖ γὰρ τοσοῦτον  ὁκόσον ἐθέλει καὶ ἐξαρκεῖ πᾶσι καὶ πε­ριγίγνεται.

[Αυτοί που ισχυρίζονται πως είναι λογικοί, χρειάζονται το Λόγο που είναι κοινός σε όλα, όπως η πόλη έχει ανάγκη το νόμο κι ακόμα περισσότερο, γιατί όλοι οι νόμοι τρέφονται από έναν που είναι θεϊκός.  Αυτός είναι πέραν της ανθρώπινης βούλησης, έχει τη δική του, που ισχύει όσο θέλει, οδηγεί τα πάντα υπάρχοντας μέσα τους και τα περιέχει περιβάλλοντάς τα].

Ο Ηράκλειτος θέτει τους όρους της νομιμότητας του Λόγου που είναι Ουσία και Λογική. Ο Λόγος ακουμπά στο θεϊκό νόμο και επειδή θεός για τους φυσικούς φιλοσόφους είναι η φύση, ακουμπά στο νόμο της φύσης που είναι παγκόσμιος.  Για τον Ηράκλειτο αυτός ο νόμος  είναι ο Διθύραμβος, η αντιφατικότητα. Η αντιφατικότητα είναι το έσχατο ιδίωμα όλων των στοιχειωδών, αυτή περιέχεται μέσα σ’όλα, όντας και το μοναδικό ιδίωμα του Όλου. Το Όλον μπορεί να γίνει δεκτό ως ουσία συγκεκριμένη, μόνον εξαιτίας του ιδιώματος της αντιφατικότητας.

Βλέπουμε τον Ηράκλειτο και τον Παρμενίδη, πρώτα απ’όλα να θέτουν τους όρους για τη νομιμότητα του Λόγου τους, κάτι που εμείς σήμερα παρακάμπτουμε σαν δεδομένο.  Έτσι είναι πολλοί διανοητές που επιλέγουν την Α ή Β λογική διεργασία ή τακτική, επειδή την κουβαλάνε μέσα στη βαλίτσα με τα διανοητικά τους υπάρχοντα. Αυτό όμως μπορεί να τους δημιουργήσει εκπλήξεις.
    Σήμερα, οι φυσικοί φιλόσοφοι δέχονται πως ο κόσμος αληθινά αλλάζει και ότι το γίγνεσθαι είναι αληθινό. Επειδή όμως φέρουν μαζί τους το «βαλιτσάκι» της τυπικής λογικής, έρχονται σε αντίθεση με τον Λόγο, τον Κοινό νόμο της φύσης, τον «θεϊκό». Ίσως έχουν επενδύσει τα πάντα στην τυπική λογική, ίσως είναι πιο αριστοτελικοί από τον Αριστοτέλη, ίσως είναι τόσο πτωχοί και αυτό είναι όλο το έχειν τους.  Αφού όλοι αυτοί οι μεγάλοι επιστήμονες, που είναι χωμένοι μέσ’τους επιταχυντές και τα πανάκριβα επιστημονικά εργαστήρια ενώ «έφτασαν τη χελώνα» δεν την προσπερνούν, γιατί φοβούνται πως θα πέσουν σε λογικό λάθος.  Αντίθετα μ’αυτούς οι πρόγονοί τους φυσιολόγοι με μοναδικό όργανο το Λόγο, έφτασαν σε συμπεράσματα που κεντρίζουν και γονιμοποιούν ακόμα τη σκέψη μας.  Αυτοί μας έχουν έτοιμο εργαλείο να προσεγγίσουμε τον κόσμου και δε μας μένει παρά ν’απλώσουμε το χέρι και να το πάρουμε.

ΣΕΞΤΟΣ,  VII  133.
   2. Διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ, τοῦ λόγου δ᾽ἐόντος ξυνοῦ,
   ζώουσιν οἱ πολλοί ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν.

[Επειδή πρέπει ν’ακολουθούμε τον Λόγο, που είναι κοινός-ένας για  όλους, γι’αυτό ακριβώς οι άνθρωποι, οι πολλοί, ζουν έχοντας δική τους βούληση και ιδιαιτερότητα].

Η ιδιαιτερότητα των ατόμων είναι εκ φύσεως νόμιμη, γιατί το κοινό έδαφος που πατούν, είναι ο Λόγος, η αντιφατικότητα που γεννά την διαφορότητα.
   Το Ένα, ο Λόγος, και τα Πολλά, οι άνθρωποι, έχουν διαλεκτική σχέση που είναι αντιφατική, Ηρακλειτική και όχι Παρμενίδεια, αντιθετική.  Στην αντιθετική σχέση ο διάλογος των στοιχειωδών φτάνει ως τα όρια των αντιθέτων, χωρίς να τα παραβιάζει. Η σχέση είναι εξωτερική. Στην αντιφατική σχέση, ο διάλογος εισχωρεί βαθύτερα από την εξωτερική σχέση, παραβιάζοντας τα όρια των αντιθέτων και κατά συνέπεια την ταυτότητά τους.

ΚΛΗΜΗΣ, ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ V 116.
    32. Ἕν το σοφόν μοῦνον λέγεσθαι, οὐκ ἐθέλει καὶ ἐθέλει ζηνός ὄνομα.

[Το Ένα, που μόνον αυτό μπορεί να λέγεται  σοφία, θέλει και δε θέλει να ονομάζεται θεός].

―Το Ένα αυτό, ο Λόγος,  που είναι η Σοφία λέγεται μόνον έτσι και δεν νοιάζεται αν το λένε θεό ή όχι.
―Αυτό που είναι η Σοφία,  ο Λόγος,  λέγεται μόνον αντιφατικά και δεν έχει συνείδηση της θεότητάς του.

Ο Λόγος, ο Θεός, η Φύση είναι Ένα και συμπίπτουν στον Αντιφατικό Λόγο, τη Διαλεκτική λογική.  Αν υπάρχει θεός, μόνον αυτό θα μπορούσε να είναι, όμως μολονότι όλα γεννιόνται από αυτόν, όλα τον περιέχουν κι όλα τα περιέχει, δεν έχει συνείδηση αυτού του γεγονότος· όπως οι άνθρωποι που είναι κοινωνοί του Λόγου, μπορεί να τον γνωρίζουν αλλά δεν το νιώθουν.
    Ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίζει αλλά δεν νιώθει, η φύση μπορεί να νιώθει, αλλά δεν γνωρίζει.

ΚΛΗΜΗΣ,  ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ V 60.
    30. κόσμον τόνδε τὸν αὐτὸν ἀπάντων οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ’
    ἦν καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον, ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα.

[Αυτόν τον κόσμο που είναι ο ίδιος για όλους, δεν τον εποίησε ούτε θεός ούτε άνθρωπος, αλλά ήταν, είναι και θα είναι πυρ αείζωον, που ανάβει-σβήνοντας με μέτρο].

Ο κόσμος είναι αποτέλεσμα του εαυτού του κι επειδή όλοι κοινωνούν αυτού του κόσμου, είναι ο ίδιος για όλους τους ανθρώπους. Έτσι όλοι μπορούν να κοινωνούν του Λόγου και να υπάρχει αντιστοιχία στις λογικές διεργασίες. Το πρόβλημα της  αντικειμενικότητας και της δυνατότητας κοινής αντίληψης για τον κόσμο δεν είναι νέο.  Όλες οι φιλοσοφικές θεωρίες νιώθαν την ανάγκη να διερευνήσουν αυτό το θέμα ή τουλάχιστον να αναφερθούν σε αυτό για να μπορέσουν να πατήσουν σε κάποιο βάθρο που νομιμοποιεί την εγκυρότητα των απόψεών τους.  Το βάθρο αυτό για τον Ηράκλειτο είναι ο Λόγος, για τον Παρμενίδη είναι το Εόν.  Το Εόν μοιάζει πολύ με τον Λόγο του Ηρακλείτου γιατί και αυτό είναι Ουσία, Λόγος και Λογική αλλά συγχρόνως διαφέρουν.   Όπως έχουμε αναφέρει, το Εόν έχει αντιθετική φύση, ενώ ο Λόγος αντιφατική.  Ο Πλάτων στη θέση του Λόγου ή του Εόντος προτείνει τις  Ιδέες που χωρίς την κοινωνία και την αντιστοιχία μ’αυτές, θα ήταν αδύνατο να γνωρίζουμε και να έχουμε έγκυρους συνειρμούς.
   Ο κόσμος που σύμφωνα με τον Ηράκλειτο είναι αιώνια φωτιά που ανάβει-σβήνοντας με μέτρο, είναι η συνεχής εναλλαγή γένεσης και θανάτου. Το Μέτρο είναι κι αυτό έννοια φορτισμένη όσο και ο Λόγος, είναι η Ουσία του Λόγου.  Η αντιφατικότητα προϋποθέτει πάντα κάποιο μέτρο σχέσης του ενός σκέλους της αντίφασης ως προς το άλλο. Το Μέτρο είναι ο ιδιαίτερος χαραχτήρας της σχέσης που συνιστά ευκαιριακά την Ταυτότητα, ενώ συγχρόνως κοινωνώντας με το αέναο ρεύμα του παγκόσμιου γίγνεσθαι, η ταυτότητα αίρεται.  Το Μέτρο είναι διθυραμβικό, Είναι-Μη Όντας· είναι η δυναμική ισορροπία που συνιστά μια ταυτότητα σε συνεχή αλλαγή.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ,  ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΙ ΤΟΥ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ 388 Ε 
     90.  πυρός τε ἀνταμοιβή τὰ πάντα καὶ πῦρ ἀπάντων,
     ὅκωσπερ χρυσοῦ χρήματα  καὶ χρημάτων χρυσός.

[Όλα μετατρέπονται σ’ αυτό το Πυρ και αυτό  σε όλα, όπως τα εμπορεύματα σε χρυσό και ο χρυσός σε εμπορεύματα].

Ο Λόγος το Μέτρο, η Αντιφατικότητα ουσιαστικοποιούνται στο Πυρ. Το Πυρ, στην αρχέγονή μορφή του, είναι η ενέργεια της σύγχρονης φυσικής. Αυτό επανειλημμένα έχει τονίσει ο Χαΐζενμπεργκ.  Σήμερα είναι ευρύτατα διαδεδομένο ότι όλα μετατρέπονται σε ενέργεια κι η ενέργεια σε όλα. Το Μέτρο είναι ε=mc² όπως διατυπώθηκε απ’τον Αϊνστάιν.  Η διαλεκτική δέχεται πως μια ορισμένη ποσοτική συσσώρευση μπορεί να δώσει μια νέα ποιότητα.  Ακόμα γνωρίζουμε, ότι τα υλικά σώματα, εκπέμπουν-λαμβάνοντας συνεχώς ενέργεια για να υπάρχουν.  Η ενέργεια κι η μάζα, δεν έχουν σαφή διαχωριστικά όρια. Το Μέτρο σαν τελείως αφηρημένο εκφράζεται έτσι: Τίποτα δε μπορεί από μόνο του, όλα υπάρχουν πάντα σε σχέση με κάτι άλλο, η Ουσία είναι η Σχέση. Αν κάτι μπορέσει να είναι απόλυτα μόνο του υπερβαίνοντας τη σχέση, χάνεται ως τέτοιο και συντίθεται ως άλλη σχέση που εκφράζεται με άλλο Μέτρο.

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ,  ΑΛΛΗΓΟΡΙΑΙ 24.
   49a  ποταμοῖς τοῖς αὐτοῖς ἐμβαίνομέν τε καὶ οὐκ ἐμβαίνομεν,
   εἶμέν τε καὶ οὐκ εἶμεν.

[Στον ίδιο ποταμό μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε, είμαστε και δεν είμαστε].

Κάθετί υπάρχει γιατί μέσα του διέρχονται άλλα που το κάνουν πραγματικότητα. Αυτός είναι ο λόγος που όλα αλλάζουν κι αυτή είναι η αιτία της αντιφατικής ταυτότητας των όντων. Κάθετί είναι Αυτό γιατί είναι την ίδια στιγμή Άλλο.
     Σήμερα οι περισσότεροι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι ο υποκβαντικός κόσμος, είναι ένας χώρος δυνατότητας όπου τίποτα δεν υπάρχει σαν συγκεκριμένο πράγμα. Εκεί όλα βρίσκονται σε κατάσταση καταλυτικής-σύνθεσης, δηλαδή εκλύουν-λαμβάνοντας συνεχώς ενέργεια. Κάθε τι που θα μπορούσαμε να φανταστούμε σαν πράγμα, είναι ένα γεγονός ευμετάβλητο και εύπλαστο. Υπάρχει μόνον επειδή περνά ενέργεια (πυρ) μέσα του,  κάνοντάς το πραγματικότητα, όπως το νερό στο ποτάμι.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΙ ΤΟΥ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ  392β.
    91. ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν έμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ,
    οὐδὲ τῆς αυτῆς  οὐσίας ἅψασθαι κατ᾽ ἕξιν,
    ἀλλ᾽ὀξύτητι καὶ τάχει μεταβολῆς,  σκίδνησι καὶ πάλιν συνάγει
    καὶ πρόσεισι καὶ ἄπεισι (μᾶλλον δὲ οὐδὲ πάλιν οὐδ᾽ὕστερον, ἀλλ᾽ἅμα
    συνίσταται καὶ ἀπολείπει).

[ Στον ίδιο ποταμό δεν μπαίνεις δυο φορές, ούτε την ίδια ουσία αγγίζεις κατ’έξιν, γιατί όλα αλλάζουν γρήγορα και βίαια, σκορπάνε-μαζεύοντας, καταλύονται-συντιθέμενα. (όχι ξανά ή μετά, αλλά συγχρόνως συνίστανται-αποσυντιθέμενα)].

Μια τέλεια περιγραφή για το πως μπορεί να είναι η συνεχής αλλαγή και η αντιφατική ταυτότητα. Ακόμα αυτό μπορεί να μας προϊδεάσει για την περιγραφή σωματίου-κύματος ή σωματίου-πεδίου δια μέσου του οποίου γίνεται η ανταλλαγή ενεργείας.

Το παράδειγμα του ποταμού γίνεται εύκολα αντιληπτό, το παράδειγμα όμως των ουσιών; Εντάξει αλλάζουν· κι’όπως ερμηνεύει ο Πόππερ, τα ξύλα σαπίζουν, οι χύτρες σκουριάζουν, οι πέτρες θρυμματίζονται τα πάντα με τον καιρό αλλάζουν.  Εδώ όμως μας λέει «την ίδια στιγμή, χωρίζονται και ενώνονται, σκορπάνε-μαζεύοντας, καταλύονται-συντιθέμενα».  Αν συνδέσουμε όμως αυτό το συλλογισμό με αυτόν της αντιφατικότητας του ποταμού, μπορούμε να δούμε βαθύτερα το πνεύμα του.  Δεν είναι μόνο το ποτάμι που συνίσταται-καταλυόμενο αλλά και οι ουσίες.  Βρέχει τα νερά περνάνε απ’τα ποτάμια και καταλήγουν στη θάλασσα, αυτή εξατμίζεται, γίνεται βροχή.  Με τον ίδιο τρόπο και οι ουσίες καταλύονται-συντιθέμενες από αυτό το Πυρ, (την ενέργεια), σύμφωνα με το Μέτρο τους.  Αυτό το παγκόσμιο Πυρ, περνάει μέσα απ’τις ουσίες και αφού φύγει στο Σύμπαν επιστρέφοντας, τις συνιστά σε άλλη θέση.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ,  ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ  396b 7
   10. συνάψιες ὅλα καὶ οὐχ ὅλα ξυμφερόμενον διαφερόμενον
   συνᾷδον διᾷδον καὶ ἐκ πάντων ἕν καὶ ἐξ᾽ ἑνός πάντα.

[Όλα συνιστούν και δεν συνιστούν συνθέσεις, συνίστανται-αποαποσυντιθέμενα, συμφωνούν-διαφωνώντας, το Ένα συνίσταται από τα Πολλά και τα Πολλά από το Ένα].

ΑΡΕΙΟΣ ΔΙΔΥΜΟΣ  κατά  ΕΥΣΕΒΙΟΝ Ε.Π. XV 20.
    12. ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοῖσιν εμβαίνουσιν ἕτερα καὶ ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῖ·
    καὶ ψυχαὶ ἀπὸ τῶν ὑγρῶν ἀναθυμιῶνται.   

[Στον ίδιο ποταμό άλλα νερά μπαίνουν και άλλα βγαίνουν· ακόμα τα νερά εξατμίζονται κιόλας].

Το γεγονός δε διαμορφώνεται μόνο απ’τα γεγονότα που διέρχονται μέσα του αλλά τα διαμορφώνει κι όλας.  Ο νόμος της αλληλεπίδρασης στην πιο ριζική του μορφή.

ΣΟΥΔΑ  λ. γχιβατεν κα αμφισβατεν.
     122.  ἀγχιβασίην

[Αντιβατικότητα, αντιφατικότητα].
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ είς Ξ. 200
     103. ξυνὸν γὰρ ἀρχὴ καὶ πέρας (ἐπὶ κύκλου περιφερίας).

[Κοινή είναι η αρχή και το τέλος(στην περιφέρεια του κύκλου)].

Αυτό το απόσπασμα, θυμίζει Παρμενίδη:  «ξυνὸν δὲ μοί ἐστιν,  ὁππόθεν ἄρξομαι τόθι γὰρ πάλιν ἱξομαι αὖθις», (εγώ νομίζω πως από κει που ξεκινάμε, εκεί ξαναγυρίζουμε). Η φράση «ἐπί κύκλου περιφερίας», δεν ταιριάζει στον Ηράκλειτο.  Ο Παρμενίδης δέχεται ένα κόσμο τετελεσμένο, κλειστό, σφαιρικό, ενώ ο Ηράκλειτος, πιστεύει ότι το παγκόσμιο γίγνεσθαι είναι αληθινό κι ο κόσμος ανοικτός.  Στο απόσπασμα 105, χαραχτηρίζει τον Όμηρο αστρολόγο που λέει: «μοῖραν δ᾽οὔ τινα φημὶ πεφυγμένου ἔμμεναι ἀνδρῶν».  (Λέω πως κανείς δεν μπορεί να αποφύγει τη μοίρα του).  Ο Ηράκλειτος δεν πιστεύει ότι ο κόσμος είναι πεπερασμένος κλειστός και τετελεσμένος άρα και προδιαγεγραμμένος. Τα στοιχεία που φεύγουν-επιστρέφοντας, για να πραγματοποιήσουν κάθε ον επαληθεύοντάς το σε μια συγκεκριμένη θέση, δεν περνάνε απόλυτα απ’τη θέση αυτή αλλά σχετικά. Επειδή, το σύμπαν του Ηράκλειτου, είναι άπειρο και ανοικτό,  δεν κάνουν απόλυτο κύκλο, αλλά επιβεβαιώνουν-διαψεύδοντας τη θέση.  Σύμφωνα με την Ηρακλειτική σκέψη αυτό πρέπει να ερμηνευτεί έτσι:

[Κοινή είναι η αρχή και το τέλος ή αλλιώς κάθε τέλος είναι συγχρόνως και αρχή].

Κάθε τι έχει αντιφατική φύση, είναι διθυραμβικό, περνά δυο αντίθετες θύρες  την ίδια στιγμή, καταλύεται-συντιθέμενο, γεννιέται πεθαίνοντας, είναι αρχή και τέλος συγχρόνως.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ  IV 10.
   59. γναφείῳ ὁδὸς εὐθεῖα καὶ σκολιή μία ἐστὶ καὶ ἡ αὐτή. 
   (ἡ τοῦ ὀργάνου τοῦ καλουμένου κοχλίου έν τῷ γναφείῳ περιστροφὴ
    εὐθεῖα καὶ σκολιή· ἄνω γὰρ ὁμοῦ καὶ κύκλῳ περιέχεται).

[Η περιστροφική κίνηση στον κοχλία, είναι την ίδια στιγμή και ευθεία.
 Στον κοχλία η ευθεία, είναι αποτέλεσμα περιστροφής].

Αυτό το απόσπασμα είναι πολύ σημαντικό γιατί ο Ηρακλειτος εδώ δείχνει πως αντιλαμβάνεται την κίνηση. Αν συνδυαστεί με το απ.12, το απ. 91 και το απ.103,  βλέπουμε ότι η μετακίνηση ενός γεγονότος από θέση Α σε θέση Β, είναι αποτέλεσμα της περιστροφικής διαδρομής άλλων υπογεγονότων που διέρχονται μέσα απ’το γεγονός κι αναχωρώντας για το σύμπαν, επιστρέφουν πάλι στο γεγονός, κάνοντάς το πραγματικότητα. Η πορεία αυτών των υπογεγονότων αφού το σύμπαν του Ηράκλειτου δεν είναι κλειστό,  δεν είναι απόλυτα κυκλική αλλά ελικοειδής, γι’αυτό τα υπογεγονότα επαληθεύουν-διαψεύδοντας συγχρόνως το γεγονός στην θέση, πραγματοποιώντας το το λίγο πιο κει και λιγο διαφορετικό.  Δηλαδή το συγκεκριμένο γεγονός καταλύεται-συντιθέμενο διαδοχικά λίγο πιο κει, συνιστώντας την ευθύγραμμη πορεία.
     Λέει λοιπόν ο Χέγκελ: «η κίνηση είναι μια αντίφαση, όχι γιατί το κινούμενο είναι μια κάποια στιγμή εδώ και μια άλλη αλλού, αλλά γιατί είναι και δεν είναι στην ίδια θέση την ίδια στιγμή».  Ο Ηράκλειτος θα του απαντούσε  πως κίνηση δεν είναι παρά μόνο το γίγνεσθαι. Η μετακίνηση είναι μια ψευδαίσθηση αφού το κινούμενο όντας σε συνεχή καταλυτική-σύνθεση, Είναι-Μή Όντας.  Δηλαδή το κινούμενο από μια θέση σε άλλη θέση είναι άλλο όμοιο με τον εαυτό του. Έτσι αληθινά, η κίνηση είναι το εξελικτικό γίγνεσθαι. Το κινούμενο κινείται μέσα στον εαυτό του.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ ΙΧ 9.
    53. πόλεμος πατὴρ πάντων ἐστι.
ΩΡΙΓΕΝΗΣ, ΚΑΤΑ ΚΕΛΣΟΥ VI 42.
    80. εἰδέναι δὲ χρὴ τὸν πόλεμον εἶναι ξυνὸν καὶ δίκην
    ἔριν καὶ γινόμενα πάντα κατ᾽ ἔριν καὶ χρεώμενα. 

[ Ο πόλεμος είναι πατέρας όλων].
[Πρέπει να ξέρουμε ότι ο πόλεμος είναι κοινός σε όλα και ότι η Δίκη είναι η Έρις, γιατί όλα  είναι αποτέλεσμα  της Έριδας και της Ανάγκης].

Ο Πόλεμος υπάρχει παντού, είναι η εσωτερική πάλη των αντιθέτων που όλα τα όντα τον περιέχουν μέσα τους και ξεχειλίζει έξω απ’αυτά, όταν είναι ανάγκη. Η Δίκη και η Έρις συνιστούν την αρχέγονη αιτιακή ώθηση που όλα είναι αποτέλεσμά τους.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΣΥΜΠΟΣΙΑΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ Γ644F.
    96. νέκυες γὰρ κοπρίων ἐκβλητότεροι.
ΚΛΗΜΗΣ,  ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ  IV 16.
    24. ἀρηιφάτους θεοὶ τιμῶσι καὶ ἄνθρωποι.
ΚΛΗΜΗΣ,  ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ  50.
    25. μόροι γὰρ μέζονες μέζονας μοίρας λαγχάνουσι.
ΓΝΩΜΟΛΟΓΙΟΝ,  VATIC. 743
  132. τιμαί θεοὺς καὶ ἀνθρώπους καταδουλοῦνται.

[Οι νεκροί πρέπει να αποβάλλονται με πιο πολύ φροντίδα από ότι τα κόπρανα].
[Αυτούς που υπακούουν στο λόγο, στις προσταγές, του Άρη τιμούν θεοί και άνθρωποι].
[Στους μεγαλύτερους νεκρούς, μεγαλύτερες τιμές λαχαίνουν].
[Οι τιμές υποδουλώνουν θεούς και ανθρώπους].

Οι νεκροί είναι κάτι παρωχημένο, δεν εκπροσωπούν τίποτα απ’αυτούς που ήταν ζωντανοί.
Οι τιμές υποδουλώνουν τον άνθρωπο, τον κάνουν ανόητο νοθρό, τον νεκρώνουν διανοητικά. Τιμώντας κάτι, το κάνεις αιώνιο και το αιώνιο για τον Ηράκλειτο είναι νεκρό, εκβλητότερο των κοπράνων κι όσο πιο νεκρό είναι τόσο πιο πολλές τιμές απολαμβάνει.
―Νεκροί άνθρωποι νεκρές ιδέες και τιμές που υποδουλώνουν και λατρεύουν το παρωχημένο, το ανύπαρκτο―.
   Το Υπάρχον είναι Τώρα Ζέον.
 Οι Αριήφατοι τιμούν τις επιταγές του Άρη και μάχονται για το καλό. Αυτοί είναι τιμημένοι όχι ως νεκροί αλλά ως μαχόμενοι.  Τιμή είναι ν’ακολουθούν οι άλλοι το παράδειγμά τους.  Είναι πολύ βολικό να προσφέρουν κάποιοι κούφιες τιμές στους Ήρωες, «κάνοντας το καθήκον τους» και μετά ν’ακολουθούν αντίθετο δρόμο. Οι Ήρωες, χάνουν τη ζωή τους αγωνιζόμενοι για το σύνολο, κι οι «τιμητές» τους κάνουν τα πάντα για χάρη του εαυτού τους.


ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ  ΙΧ 10.
62. ἀθάνατοι θνητοί, θνητοὶ ἀθάνατοι, ζῶντες τῶν ἐκείνων θάνατον
     τῶν δὲ ἐκείνων βίον τεθνεῶτες.
[Είμαστε αθάνατοι-θνητοί, θνητοί-αθάνατοι, ζούμε τον θάνατό μας και πεθαίνουμε τη ζωή μας].

Υπάρχουμε σε κατάσταση καταλυτικής-σύνθεσης. Κάθε στιγμή μας ζούμε-πεθαίνοντας. Η αντιφατικότητα του Είναι.

ΕΤΥΜ.  GEN.
    48. τῷ οὗν τόξῳ ὄνομα βιος, ἔργον δὲ θάνατος.
[Το όνομα του τόξου βιος το έργο του θάνατος].

Ο Ηράκλειτος δεν ήταν ένας βλοσυρός ηθικολόγος αριστοκράτης. Πολλά από τα λεγόμενά του ήταν σκωπτικά. Αλλού παίζει με τις λέξεις μόρες, νέκυες: που όσο πιο νεκροί είναι κάποιοι, τόσο πιο μεγάλες τιμές τους αρμόζουν.  Πάρα κάτω παίζει με τη λέξη ΒΙΟΣ. Ο άνθρωπος εργάζεται φτιάχνοντας βιούς(τόξα) κι ο βιός δουλεύοντας του παίρνει το βίο επιστρέφοντας θάνατο.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΠΕΡΙ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΑΣ 166C.
    89. τοῖς ἐγρηγορόσιν, ἕνα καὶ κοινὸν κόσμον εἶναι, τῶν
    δὲ κοιμωμένων ἕκαστος εἰς ἴδιον ἀποστρέφεσθαι.

[Αυτοί που είναι ξύπνιοι μετέχουν στον κοινό κόσμο όλων, οι κοιμισμένοι στρέφονται κάθε ένας στον δικό του κόσμο].

Η διαπίστωση αυτή είναι έτσι κυριολεκτικά, όμως πιο κάτω το πνεύμα της είναι σκωπτικό.  Οι ξύπνιοι είναι οι λογικοί που μετέχουν στο κοινωνικό γίγνεσθαι, οι κοιμισμένοι είναι οι ανόητοι που δεν μετέχουν και ασχολούνται μόνο με τον εαυτό τους.  Στη συνέχεια ξύπνιοι είναι αυτοί που αντιλαμβάνονται τον κόσμο μέσω του Λόγου, αφού μόνο έτσι μπορούν να είναι κοινωνοί δεχόμενοι τον κόσμο σαν ενότητα.  Ενώ αυτοί που δεν αντιλαμβάνονται τον κόσμο δια μέσου του Λόγου που είναι κοινός σε όλα, στρέφονται στον εαυτό τους ζώντας στον δικό τους κόσμο.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ,  ΕΛΕΓΧΟΣ ΙΧ 9.
    50.  οὐκ ἐμοῦ ἀλλὰ τοῦ λόγου ἀκούσαντας ὁμολογεῖν
    σοφόν ἐστιν ἓν πάντα εἶναι.

[ Όχι εμένα αλλά τον Λόγο κατανοώντας, θα πρέπει να συμφωνήσουμε πως όλα συνιστούν μια ενότητα].

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ,  ΙΧ 1.
    41. ἕν τὸ σοφόν, ἐπίστασθαι γνώμην, ὁτέη ἐκυβέρνησε πάντα διὰ πάντων.

[Σοφία είναι αυτό το ένα (ο Λόγος). Αυτό που κυβερνά τα πάντα δια μέσου των άλλων].

Το Ένα πραγματοποιείται διά μέσου των Πολλών και τα Πολλά διά μέσου του Ενός.  Κάθε τι  λοιπόν υπάρχει μέσω των άλλων, έτσι αυτό το Ένα δεν μπορεί να υπάρξει από μόνο του, ούτε να είναι άθροισμα ή συγκόλληση πολλών. Τα Πολλά συνιστούν το Όλον  που βρίσκονται μέσα του σε συνεχή διάλογο και αλληλομετατροπή. Το Όλον είναι ο Λόγος, το αέναο γίγνεσθαι, ο κοινός μηχανισμός της αντιφατικότητας που είναι Διθυραμβικός. Αυτός κυβερνά τα πάντα δια μέσου των άλλων.

Το Εόν του Παρμενίδη,  αντίθετα με τους ισχυρισμούς του, δεν μπορεί να υπάρξει ως Όλον. Αυτό είναι άθροισμα των δυο στοιχειωδών, του φωτός και του σκότους, που είναι απαραβίαστα μεταξύ τους και έχουν συμπληρωματική σχέση.  Εδώ υπάρχει και μια αντινομία: ενώ απορρίπτει το Μη-Είναι απ’την ορθή νόηση, το Σκότος που είναι μη-Φως που είναι το Μη-υπάρχον ως φώς, γίνεται δεκτό να Είναι Κάτι. Έτσι το πρώτο σκαλί της βαθμίδας του Ορθού Λόγου φαίνεται σαν αντιφατικό. «Ανέβηκε στο βάθρο του ορθού λόγου με τη σκάλα της αντιφατικότητας και μετά την πέταξε».  (Ηρακλειτικά το σκότος και το φώς, συνιστούν αντιφατική σχέση, όπου είναι μεν αντίθετα, μα αλληλοπροεκτείνονται μεταξύ τους, χωρίς να αφήνουν έσχατα περιθώρια αυτονομίας).    Από κει και πέρα, το γίγνεσθαι όπως το αντιλαμβάνεται ο Παρμενίδης είναι αποτέλεσμα αντιθετικής σχέσης, όπου τα αντίθετα διαλέγονται χωρίς να παραβιάζουν τα όρια μεταξύ τους. Έτσι το «παίγνιο» που συνιστούν είναι τετελεσμένο και φαινομενικό. Γι’αυτό από την στιγμή που τέθησαν οι όροι αυτού του παιγνίου, όλοι οι συνδυασμοί του που είναι και τα όριά του, είναι εκ των προτέρων εκεί περιμένοντας να παιχτούν.  Εδώ δε μπορεί κάποιος να ξεχωρίσει αληθινά, αν τα όρια ή οι όροι είναι πριν ή μετά.  Έτσι γεννιέται πάλι μια ορθολογική αντινομία στο θέμα της χρονικής ακολουθίας.  Αυτό έχει αποτέλεσμα το Εόν να είναι άθροισμα Πολλών Ιδεατών εσχάτων, γυρίζοντας έτσι στις Ιδέες του Πλάτωνα.  Οι Ιδέες μπορούν να θεωρηθούν αιώνιες, αφού είναι πέραν κάποιας αρχής ή κάποιου τέλους, αυτό όμως κατά τη λειτουργία του παιγνίου που είναι ο κόσμος, τις κάνει να είναι και όροι και όρια συγχρόνως (καί αρχή καί πέρας).  Έχοντας όμως τέτοια φύση, όλες μαζί υπάρχουν χωρίς μια αυστηρή χωρο-χρονική ακολουθία μεταξύ τους, υπονομεύοντας την αντικειμενικότητα και την ορθολογικότητα του παιγνίου. Αυτή είναι η ριζική αντινομία κάθε είδους ορθολογικής λειτουργίας.  Αφού χωρίς διαχωρισμό των εννοιών και τον καθορισμό σαφών χρονικών ακολουθιών στις αιτιακές διαδικασίες, δεν μπορεί να υπάρξει ορθός λόγος.  Ο Ορθολογισμός, όπως λέει κι ο Χέγκελ, γεννά συνεχώς αντινομίες, αλλά αυτό το έδείξε κι ο ίδιος ο Πλάτων  στο έργο του «Παρμενίδης». Φαίνεται πως εκτός απ’τον Παρμενίδη, οι αρχαίοι Έλληνες, δε θεωρούσαν τον ορθολογισμό κάτι απαράβατο, αλλά ένα συμβατικό εργαλείο καθημερινότητας.  Όταν λοιπόν αυτοί προέβαλλαν φιλοσοφικές προτάσεις που φανέρωναν το αντίθετο, μάλλον ήταν για τις ανάγκες του διαλόγου που αυτές θα γεννούσαν.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ  ΙΧ 1.
    40.  πολυμαθίη νόον ἔχειν οὐ διδάσκει· ἡσίοδον γὰρ ἄν ἐδίδαξε
    καὶ πυθαγόρην αὖτίς τε καὶ ξενοφάνεά τε καὶ ἑκαταῖον.

[Η πολυμάθεια δεν διδάσκει αυτόν που έχει νου· γιατί θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα, τον  Ξενοφάνη και τον Εκαταίο].

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ   VIII 6
    129. πυθαγόρης μνησιάρχου ἱστορίην ἤσκησεν ἀνθρώπων μάλιστα πάντων
    καὶ ἐκλεξάμενος ταύτας τὰς συγγραφάς ἐποιήσατο ἑαυτοῦ σοφίην πολυμαθίην
    κακοτεχνίην.

[Ο Πυθαγόρας αφού μελέτησε περισσότερο απ’όλους τους ανθρώπους, συγκέντρωσε όλες αυτές τις γνώσεις και κατάφερε την σοφία της πολυμάθειας που είναι κακοτεχνία].

Η πολυμάθεια, όπως την εννοεί εδώ ο Ηράκλειτος, είναι απορριπτέα γιατί είναι γνωστικό ήθος που αποδέχεται έναν κόσμο αποτελούμενο από πολλά αιώνια, ιδεατά ή υλικά. Αυτό προϋποθέτει ένα κόσμο κλειστό τετελεσμένο και γίγνεσθαι φαινομενικό που δεν μπορεί να γεννήσει το Νέο.  Είναι κακοτεχνία, γιατί γεννά νεκρά τέκνα. Στρέφεται γύρω απ’το παρωχημένο. Κάθε παίγνιο που συνίσταται από πολλά αιώνια-αναλλοίωτα στοιχειώδη, θεωρείται  κλειστό αφού παράγει λειτουργώντας μια προκαθορισμένη σειρά συνδισμών οι οποίοι τελικά από μια στιγμή και μετά, αρχίζουν να ξαναεπαναλαμβάνονται. Το παίγνιο αυτό, είναι προδιαγεγραμμένο και φαινομενικό,
δηλαδή αληθινά νεκρό.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ,  ΠΡΟΣ  ΚΟΛΩΤΗΝ 1118C.
    101.  ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν.

[ Διερεύνησα τον εαυτό μου ].

Δίζως είναι ο Παν που έχει διπλή φύση.  Ο εαυτός είναι όπως όλα και αυτός διζήσιος, έχει φύση αντιφατική.  Όσο κάποιος διερευνά το έσω βυθιζόμενος μέσα στον εαυτό, τόσο πιο μακριά έξω στο σύμπαν ταξιδεύει.  Γενικότερα, η ταυτότητα για τον Ηράκλειτο, συνίσταται από αντιφατικά στοιχειώδη, άρα και η διαδικασία της διερεύνησης, αφορά στοιχειώδη που μάχονται τον εαυτό τους. (Το πολύ μικρό που περιέχεται βαθιά μέσ’τον εαυτό, αποκρίνεται πολύ μακριά έξω στο Σύμπαν που είναι το Μέγα, όπως θα παρουσιαστεί σαφέστερα με την αντιφατικό μονάδα του Ζώνωνα).

ΔΙΟΓΕΝΗΣ  ΛΑΕΡΤΙΟΣ  ΙΧ 7.
   45.ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευό­μενος ὁδόν·
   οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει.

[Όποιο δρόμο και άν πάρω, δεν θα βρώ το πέρας της ψυχής· τόσο βαθιά βρίσκεται].

Είναι αδύνατον  να φτάσεις  στο βάθος κάποιου  που βρίσκεται στο άπειρο.  Η ψυχή για τον Ηράκλειτο,  είναι ο Λόγος του Μεγάλου προς το Μικρό, του απείρου προς το μηδέν. Το μεγάλο βυθίζεται μέσα στο μικρό, τόσο όσο το μικρό απλώνεται στο μεγάλο.  Αυτή την άποψη που αποδέχονται κάποιοι προσωκρατικοί, είναι η ριζική  αντίληψη της αντιφατικότητας του κόσμου που έχει φύση  Διθυραμβική. Περνά από δυο αντίθετες θύρες συγχρόνως, τη θύρα του  μηδενός και τη  θύρα του απείρου.  Η έννοια της περίληψης του μεγάλου μέσα στο μικρό, μαζί με την έννοια του συνεχούς και σύγχρονου περάσματος από αντίθετες θύρες, είναι η ουσία της ελληνικής διαλεκτικής.  Από κει απορρέει η αποδοχή των προσωκρατικούς για τον κόσμου ως Γίγνεσθαι όπου η κίνηση είναι η ουσία και το αληθινό.  Το πολύ μικρό για τον Ηράκλειτο, το ελάχιστο, έχει τρόπο να περιέχει το Όλον.  Αυτό αποδέχεται κι ο Αναξίμανδρος λέγοντας πως «ἀρχή καὶ στοιχεῖον τῶν ὄντων τὸ ἄπειρον». Το αποδέχεται κι’ο Ζήνων προτείνοντας, ότι αυτό που τείνει προς το μηδέν, τείνει την ίδια στιγμή για το άπειρο. Ψυχή γι’αυτούς διανοητές  είναι η έσχατη δομή, που συγχρόνως κλείνει στο χαραχτήρα του συγκεκριμένου όντος και ένα  πρόσωπο του Όλου.  Αυτό σήμερα είναι το DNA.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ,  ΚΟΡΙΟΛΑΝΟΣ  22.
     85.θυμῷ μάχεσθαι χαλεπόν· ὅ γάρ ἄν θέλῃ ψυχῆς ὠνεῖται.

[Είναι δύσκολο να μάχεσαι τη βούλησή σου, γιατί ότι θέλει το διαπραγματεύεται με την ίδια την ψυχή σου].

Η καλυτέρευση του εαυτού είναι πολύ δύσκολη, γιατί ο αντίπαλος είναι η ίδια η ψυχή και «ψυχῆς πείρατα ἱὼν ούκ ἂν έξεύροιο».

Για τη βελτίωση του εαυτού ο άνθρωπος πρέπει να παλέψει με το ίδιο, τον κληρονομικό του μηχανισμό, το DNA του το οποίο είναι απύθμενο, όμως είναι και ο κυριότερός του σύμμαχος.

ΣΤΟΒΑΙΟΣ,  ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ Ι 178.
    115.  ψυχῆς ἐστι λόγος ἑαυτὸν αὔξων.

[Ψυχή είναι το Μέτρο της εξελιγκτικής δυναμικής του εαυτού].

Αυτό που θα λέγαμε Λόγο, για τον εαυτό είναι το Μέτρο του Εγώ ως προς το Άλλο, του Έσω ως προς το Έξω και του Μεγάλου ως προς το Μικρό. Είναι το έσχατο στοιχειώδες μέσα μας, που μας χαραχτηρίζει σαν όντα, περιέχοντας με έναν ιδιαίτερο τρόπο το Όλον. Αυτό θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ψυχή.

ΩΡΙΓΕΝΗΣ,  ΚΑΤΑ ΚΕΛΣΟΥ VI 12.
    78. ἦθος γὰρ ἀνθρώπειον μὲν οὐκ ἔχει γνώμας, θεῖον δὲ ἔχει.                                    

[Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι απρόβλεπτη ενώ η θεϊκή προβλέψιμη].

Ο άνθρωπός, που δημιούργησε τους θεούς μπορεί να τους «προβλέψει». Τον άνθρωπο όμως που είναι γέννημα της απύθμενης φύσης δεν μπορεί.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ, ΙΧ 9
    52. αἰὼν παῖς ἐστι παίζων πεττεύων·  παιδός  ἡ βασιληίη.

[Ο χρόνος είναι παιδί που παίζει πεσσούς· η βασιλεία είναι του παιδιού].

Λέγεται ότι οι πεσσοί ήταν έντεχνο διανοητικό παίγνιο ή ημιτυχερό που έπαιζαν οι μεγάλοι, αυτό ήθελε στρατηγική και πείρα. Ο μεγάλος είναι έξω απ’το παιγνίδι, το σχεδιάζει και κινείται με γνώμονα τη λογική. Το παιδί όντας μέσ’το παιγνίδι και κινούμενο με πάθος, παύει να είναι ο εαυτός και χάνεται μέσ’το Άλλο.  Η αξία του παιγνιδιού βρίσκεται στο ότι το παιδί ξεπερνά τον εαυτό και μπαίνει σ’άλλη πραγματικότητα. Η βασιλεία του παιδιού είναι σαν το χρόνο που αίρει συνεχώς τον εαυτό του. Το Χθες δεν υπάρχει, το Αύριο δεν υπάρχει, μόνο το Τώρα υπάρχει, που είναι πάντα Άλλο. Ο χρόνος όντας μόνο Τώρα, είναι η μηδενική αιχμή του φθίνοντος παρόντος. Μια ανύπαρκτη αιχμή ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον· ανάμεσα στο πριν και το μετά που είναι Αιώνια στη μηδενικότητά της. Η αντιφατικότητα γυμνή.
        ―Ο Κόσμος χρονικά είναι μόνο Τώρα, Πάντα Άλλος.
 Η αντιφατική προσέγγιση που κάνει ο Ηράκλειτος σε όλα τα γεγονότα του κόσμου μας,  δεν αφήνει καμιά αμφιβoλία πως δέχεται ένα Κόσμο που τα αντίθετα αποτελούν ενότητες αλληλεξάρτησης μεταξύ τους, όπως φυσικά  ο χώρος και ο χρόνος. Αυτό, δεν είναι καμιά αρχαιολατρική υπερβολή. Ο Αναξίμανδρος είχε τονίσει, πως ο χρόνος σχετίζεται με τη γέννηση και τη φθορά κάποιας ουσίας.  Ακόμα γενικότερα, ο Ηράκλειτος κι ο Ζήνων δέχονται την σχέση αντιφατικής ενότητας μέρους και όλου, που το ελάχιστο συνιστά μια γενετική σχέση με το απώτατο και άπειρο. Έτσι που η ταυτότητά όλων των όντων και γεγονότων να είναι μια σχέση ευκαιριακή που συνεχώς αίρεται, υπάρχοντας μόνον ως ένας χωρο-χρονικός διάλογος με το σύμπαν που παίρνει μορφή σύμφωνα με το Μέτρο μιας συγκεκριμένης σχέσης.
    Η άποψη αυτή, εκείνη την εποχή, δεν ήταν επαναστατική αλλά συντηρητική. Οι Έλληνες την αρχαϊκή εποχή, πίστευαν πως ο κόσμος γεννήθηκε από την ένωση της Ρέας και του Κρόνου.   Η Ρέα θα μπορούσε να είναι η παγκόσμια ροή πρωτογενούς ζωής, ας πούμε ο χώρος, κι ο Κρόνος θα μπορούσε να είναι ο χρόνος, όχι ως διάρκεια αλλά στην αρχέγονή του μορφή που είναι ρυθμός επανάληψης, δηλαδή η περιστροφή, ο Ουρανός.

Επειδή το έργο του Ηράκλειτου είναι και ποιητικό, με την άδεια της ποίησης ας υποθέσουμε ότι ο Κρόνος είναι ο Χρόνος που μπορεί να είναι Χωρόνος ή ὡρόνος (Ουρανός) που γεννά τις Ώρες, τις εποχές, τα όρια, τα μέρη, τον χώρο.  Αυτός που κάνει την έννοια της Ρέας να είναι χώρος μα και η σχέση του ρυθμού με την ροή κάνει τον ρυθμό να είναι ο χρόνος ως διάρκεια.  Ο χώρος και ο χρόνος είναι η αντιφατική σχέση ρυθμού και ροής που το ένα μάχεται το άλλο αλλά την ίδια στιγμή το πραγματοποιεί κιόλας.  Η σχέση αυτή είναι ίδια η Ζωή, ο Ζευς, και είναι ο αιώνιος χορός κι η μουσική του σύμπαντος, είναι ο χωρόχρονος που γεννά την διάρκεια και την έκταση.  Ο χρόνος ως διάρκεια και ο χώρος ως έκταση είναι γεγονότα σχετικά κι ευκαιριακά, η ουσία είναι η σχέση τους, ο χωρόχρονος, που συνεχώς τα γεννά.  Ο Κρόνος από μόνος του είναι η αντιφατικότητα γυμνή, είναι ο πρώτος Διθύραμβος, ζει-πεθαίνοντας, ζει τρώγοντας τον εαυτό του.  Η Ρέα είναι το άπειρο και μηδενικό, χωρίς σχήμα και χωρίς μορφή, το άδειο πρόσωπο του Όλου γυμνού, με καμιά ιδιότητα κι όλες μαζί εν δυνάμει, είναι η αντιφατικότητα γυμνή.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ  ΛΑΕΡΤΙΟΣ,   ΙΧ 2.
    42. τόν τε ὅμηρον ἄξιον ἐκ τῶν ἀγώνων έκβάλλεσθαι καὶ ῥαπίζεσθαι καὶ αρχίλοχον   
    ὁμοίως.

[Τον Όμηρο και τον Αρχίλοχο, πρέπει να τους πετάξουν κλοτσηδόν απ’τους πανηγυρικούς των αγώνων].

Ο Ηράκλειτος αγαπούσε την ποίηση γιατί τα λεγόμενά του, εκτός απ’ότι άλλο, ήταν ποιητικά.  Η διαφωνία του με τον Όμηρο και τον Αρχίλοχο δεν ήταν αισθητική αλλά ιδεολογική.
    Πάλι με άδεια ποιητική, πιστεύω ότι ο Ηράκλειτος όντας Ίωνας κι αριστοκρατικής καταγωγής νιώθει Πελασγός. Έτσι τουλάχιστον ισχυρίζονταν οι Ίωνες ότι ήταν, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Οι Πελασγοί ήταν αρχαίος λαός που ζούσε στο χώρο του αιγαίου και γύρω απ’αυτό· αυτοί πρέπει να ήταν δημοκρατικός λαός εμφορούμενος απ’το τραγικό πνεύμα. Δε βρέθηκαν παλάτια σ’αυτό το χώρο και δε φαίνεται να είχαν υποταχτεί σε άλλους.  Όμως μετά τη έκρηξη της Θήρας, γύρω στο 1600 πχ, που το ηφαιστειακό κύμα έφτασε ως τη Λυκοσούρα, όλα τα Πελασγικά παράλια πνίγηκαν. Τότε οι ορεσίβιοι τσοπάνηδες Αχαιοί, κατέβηκαν όταν υποχώρησαν τα νερά ως καταχτητές της ερημιάς κι επέβαλλαν τη μισοβαρβαρότητά τους.  Ο  Όμηρος τη ζωή αυτών των βαρβάρων ιστορούσε. Έτσι ο Ηράκλειτος που είχε μνήμες μέσα απ’τις αρχές της οικογενείας του, αλλά κι απ’τη γνώση του για το Διονυσιακό πνεύμα, θεωρούσε ότι ο Όμηρος προήγαγε τη βαρβαρότητα. Οι Ομηρικές ιστορίες, που ήταν πλέον το Ευαγγέλιο των Ελλήνων, θεοποιούσαν τη βία, την ατιμία και την ανοησία, όλα ντυμένα με μιαν ανόητη θεολογία. Ο Όμηρος, για τον Ηράκλειτο, ήταν κακός σύμβουλος για τον λαό, το ίδιο κι ο Ησίοδος που ήταν φορέας όλης της φθοράς του τραγικού, προάγοντας τα τυπικά του κατάλοιπά του και τη δεισιδαιμονία.
     Ο Ηράκλειτος σαν αριστοκράτης που ήταν, θα έπρεπε να συμφωνεί μ’αυτά που λέει ο Όμηρος.  Όμως υπάρχει μια παραξήγηση για την έννοια «αριστοκράτης» στην αρχαϊκή εποχή.  Άριστοι ήταν αυτοί που έπαιρναν πάνω τους όλες τις θυσίες, δηλαδή οι άξιοι, άσχετα αν με τον καιρό οι απόγονοί τους είχαν πλέον πάψει να είναι άριστοι. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως πως οι αριστοκράτες της Αρχαϊκής Ελλάδας, δεν ήταν ίδιοι με τους αριστοκράτες της Ευρώπης.  Όλοι σχεδόν οι ηγέτες των δημοκρατικών ήταν αριστοκρατικής καταγωγής.  Αυτό δείχνει πως οι διαφορές των αριστοκρατών και των δημοκρατών στην Αρχαία Ελλάδα, ήταν διαφορετικές απ’αυτές των Ευρωπαίων.  Από κει κρατά και η δημοκρατικότητα των Ιώνων κι η αδιάκοπη  δημοκρατικότητα του  Έλληνα·  όπως τα ζωύφια πετούν προς το φώς, άσχετα αν αυτό είναι φλόγα, πολλές φορές καίγονται.

Ο Αρχίλοχος για τον Ηράκλειτο, ήταν αλαζόνας και υβριστής, ήταν τυχοδιώκτης, μισθοφόρος. Γι’αυτόν η ασπίδα δεν ήταν ιερή, η μάχη δεν ήταν θυσία, ούτε ιερό θέατρο, δεν ήταν Αριήφατος ήταν χασάπης. Άραγε τι εντύπωση θα του έκαναν οι στίχοι που πέταξε την ασπίδα στη μάχη και θα έβρισκε άλλη καλύτερη.  Η μάχη για τον Ηράκλειτο ήταν πράξη φρικτή μα ιερή, γινόταν μόνο κατ’ανάγκην και τότε σαν τον Διθύραμβο,  τη θυσία του ταύρου. Το θύμα  είναι ιερό και πρέπει να πλησιάζεται με σεβασμό.  Το αίμα είναι ιερό και μετά τη σφαγή, ο νεκρός έχει εξαγνιστεί άρα δικαιούται αξιοπρεπούς ταφής. Ο νικητής ήταν ματοβαμμένος, μιαρός και για να εξαγνιστεί έπρεπε το αίμα να γονιμέψει σε πολιτισμό, αλλιώς ήταν υβριστής. Ο μισθοφόρος όμως τι λόγο έχει να μάχεται;―Το χρήμα ή το πλιάτσικο―. Επίσης ο Αρχίλοχος υβρίζει λέγοντας ότι ξέρει καλά να οδηγεί το Διθύραμβο, το γλυκό τραγούδι του Διονύσου, κατακεραυνωμένος στο μυαλό απ’το κρασί. Ένας χασάπης πιωμένος, ιερεύς εξάρχων. Για τον Ηράκλειτο οι μπεκρήδες δεν είναι εκστατικοί.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ,  ΚΟΡΙΟΛΑΝΟΣ 38.
    86. ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι.

[ Η απιστία αποτρέπει απτην άγνοια ].
       Η αμφιβολία οδηγεί στη γνώση.

ΚΛΗΜΗΣ,  ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ  ΙΙΙ  24.
    18. ἐάν μὴ ἔλπηται ἀνέλπιστον οὐκ ἐξευρήσει,
     ἀνεξερεύνητον ἐὸν καὶ ἄπορον.

[Χωρίς την ελπίδα δεν επιτυγχάνεις το ανέλπιστο].

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ  ΙΧ 9.
    55. ὅσων ὄψις ἀκοὴ μάθησις, ταῦτα ἐγώ προτιμέω.

[Προτιμώ σαν στοιχεία γνώσης αυτό που βλέπω και ακούω].
                  Πιστεύω στην αξία της εμπειρίας.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ,  ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΩΝ  443α 23.
    7. εἰ πάντα τὰ ὄντα καπνὸς γένοιτο, ῥῖνες ἄν διαγνοῖεν.

[Αν τα πάντα γίνονταν καπνός θα τα αντιλαμβανόμασταν με τη μύτη].
                Δεν είναι αρκετή μόνο η εμπειρία.                                                                                             

ΠΟΛΥΒΙΟΣ, ΧΙΙ 27.
    101α. ὀφθαλμοί γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες.

[Οι οφθαλμοί είναι ακριβέστεροι μάρτυρες από τ’αυτιά].

Προτιμώ αυτά που εγώ βλέπω, απ’αυτά που μου λένε οι άλλοι.

ΣΕΞΤΟΣ,  VII  126.
   107.  κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοί καὶ ὦτα
   βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων.

[Οι βάρβαροι δεν ξέρουν ούτε ν’ακούνε ούτε να βλέπουν].

Ο πολιτισμός είναι η δυνατότητα επεξεργασίας της εμπειρίας κι αυτή πρέπει να γίνεται δια μέσου του Λόγου.  Οι βάρβαροι γνωρίζουν το ναι-ναι και το ου-ου, δηλαδή ότι κάθε τι είναι ταυτόν με τον εαυτό του.  Οι διαλεκτικές-διαφορικές αναλύσεις θέλουν παιδεία πέραν της βαρβαρότητας.

ΚΛΗΜΗΣ,  ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ  V 60.
    29.  αἰρεῦνται γὰρ ἓν ἀντί ἀπάντων οἱ ἄριστοι, κλέος ἀέναον θνητόν·
    οἱ δὲ πολλοὶ κεκόρηνται ὅκωσπερ κτήνεα.

[ Οι άριστοι, αντί για τα πολλά, ξεχωρίζουν το Ένα, τον Λόγο την αιώνια λάμψη της θνήσκουσας γνώσης.  Οι πολλοί, ικανοποιούνται όπως τα ζώα  (με ό,τι έρχονται σε άμεση επαφή, τα πολλά)].

Ο Λόγος  είναι αιώνια-θνήσκων, γιατί το περιεχόμενό του  συνεχώς αλλάζει. Υπάρχει Πάντα συνεχώς Άλλος. Έτσι ενώ είναι Ένας, φαίνεται σαν πολλά αλλάζοντας συνεχώς περιεχόμενο.

ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ,  ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ 7α.
    124. ὥσπερ σάρμα εἰκῆ κεχυμένων ὁ κάλλιστος κόσμος.

[Σαν σκουπίδια χυμένα εδώ και κει μοιάζει ο όμορφος κόσμος].

Τύχη και αναγκαιότητα. Το τυχαίο εκεί στο βάθος έχει κρυμμένη κάποια αιτία, που τις πιο πολλές φορές είναι δύσκολα ανιχνεύσιμη και πολυδιάστατη. Έτσι η αρμονία είναι κρυφή και όταν έχει κάποιος μάτια βαρβάρου, δεν την βλέπει.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ,   ΙΧ 73.
    47.  μὴ εἰκῆ περὶ τῶν μεγίστων συμβαλλώμεθα.

[Μην καταπιανόμαστε απερίσκεπτα με τα πάρα πολύ μεγάλα].

Το μέγιστο είναι στον υπερθετικό άρα πέραν των ανθρωπίνων. Ας ασχοληθούμε με τα μικρά, αφού το μικρό περιέχει δυναμικά το μέγα.
(ΛάοΤσε: το μεγάλο δέντρο έγινε από ένα πολύ μικρό κλαράκι).

ΜΑΡΚΟΣ ΑΝΤΩΝΙΝΟΣ,   IV 46.
    74. οὐ δεῖ ὡς παῖδας τοκεώνων.

[Πρέπει να παραβιάζουμε την παράδοση, επιδιώκοντας το Νέο με όλους τους κινδύνους].

Σε πολλές εργασίες, ο Ηράκλειτος παρουσιάζεται ως ολιγαρχικός αριστοκράτης, άρα και συντηρητικός στις κοινωνικές σχέσεις και αντιλήψεις. Τα λεγόμενά του φανερώνουν το αντίθετο.  Παροτρύνει τους νέους να μην είναι συντηρητικοί ακολουθώντας την πεπατημένη οδό των γονέων τους.  Ακόμα ήταν σε κριτική στάση, απέναντι σ’αυτούς που κατέλυαν τη δημοκρατία για να την «σώζουν».  Είχε μια πικρία για την ανοησία των μαζών αλλά αυτή περιοριζόταν στο φιλοσοφικό επίπεδο.  Όσο για το φίλο Ερμόδωρο που είχε εξοριστεί απ’τους «δημοκρατικούς», λέγεται ότι ήταν αυτός που έγραψε νόμους για τη δημοκρατική Ρώμη. Επίσης ο Ηράκλειτος έπεισε τον τύραννο Μελαγκόνα, να παραιτηθεί και λέγεται ότι αρνήθηκε πρόσκληση του Δαρείου.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, ΙΧ  2.
    44. μάχεσθαι χρὴ τὸν δῆμον ὑπὲρ τοῦ νόμου ὅκωσπερ τείχεος.

[Ο λαός πρέπει να μάχεται για το νόμο όπως μάχεται για τα τείχη, για την πατρίδα].

Αυτοί που κατέλυαν το νόμο που είναι η δύναμη της δημοκρατίας ήταν οι ολιγαρχικοί κι οι τύραννοι. Αυτοί απ’τους οποίους κινδύνευαν τα τείχη ήταν οι Πέρσες,  που κατά καιρούς ήταν σύμμαχοι των ολιγαρχικών στην Ελλάδα.

ΚΛΗΜΗΣ,  ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ  V  116.
    33. νόμος καὶ βουλῇ πείθεσθαι ἑνός.

[Ο άνθρωπος πρέπει να υπακούει στο νόμο και τη βούληση του Ενός, του Λόγου].

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, ΙΧ  1.
    43. ὕβριν χρὴ σβεννύναι μᾶλλον ἣ πυρκαϊήν.

[Είναι πιο επείγον να καταπολεμάται η ύβρις απ’την πυρκαγιά].

Η αλαζονεία των ψευτοδημοκρατών είναι πιο επικίνδυνη κι από την πυρκαγιά. Το αποτέλεσμα της πυρκαγιάς ξεπερνιέται, το αποτέλεσμα της ύβρης είναι ύπουλο και καταπολεμάται με βία κι αίμα.  Κι ενώ αυτός αρνήθηκε τον τίτλο που είχε κληρονομικά γιατί το θεωρούσε ανόητο, οι λαοκάπηλοι επιδιώκουν πλάγια αυτό που ο ίδιος περιφρονεί. Περιφρονεί λοιπόν αυτούς που είναι «μέζονες μόροι», που όσο πιο πολλές τιμές αναζητούν, τόσο πιο νεκροί είναι.

ΚΛΗΜΗΣ,  ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ ΙΙΙ  14.
    20.  γενόμενοι ζώειν ἐθέλουσι μόρους τ᾽ἔχειν μᾶλλον δὲ ἀναπαύεσθαι
    καὶ παῖδας καταλείπουσι μόρους γενέσθαι.

[Γεννιώνται κι ενώ  θέλουν να ζήσουν,  μετατρέπονται από μόνοι τους σε νεκρούς, αφού είναι αραγμένοι κι αναπαύονται, και στη θέση τους αφήνουν τα παιδιά τους  που κι αυτά  με τον ίδιο τρόπο γίνονται νεκροί].

Την ευλογία που είναι η ζωή τους, την «πεθαίνουν» χωρίς να κάνουν κάτι δημιουργικό. Κάνουν παιδιά και ζώντας δια μέσου των άλλων, των παιδιών τους, ξαναπεθαίνουν διά μέσου των παιδιών τους.
    Αντί να ζουν τη διαδικασία θανάτου που είναι η ζωή, πεθαίνουν τη ζωή τους. Την αιωνιότητα μέσα απ’τη φθορά, μετατρέπουν σε αιώνια φθορά.

ΣΤΟΒΑΙΟΣ,  ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ  IV  40,  23.
    119. ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων.

[Θεός του κάθε ανθρώπου είναι το ήθος του, ο χαραχτήρας του].

Για τον Ηράκλειτο, ο Θεός δεν είναι ο αγαθός δημιουργός ούτε ο ζηλωτής τιμωρός, είναι ο Λόγος, το Μέτρο που υπάρχει στη φύση και που όλοι όντας μέρος της φύσης, κοινωνούν με αυτόν.  Ο Λόγος, η αντιφατικότητα της φύσης, είναι καταγεγραμμένη σε κάθε ον με διαφορετικό Μέτρο.  Η καταγραφή αυτή είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και είναι απεριόριστα πυκνή κι αντιφατική, γι’αυτό δε μπορεί να είναι κλειστή ούτε προδιαγεγραμμένη. Η Αντιφατικότητα είναι η ίδια η ελευθερία του Όντος αφού μέσα απ’αυτή υπερβαίνει την προδιαγραφή. Ο άνθρωπος έτσι, μέσω της αντιφατικής καταγραφής του, έχει δικαίωμα και δυνατότητα να επιλέγει τις πράξεις του, και αυτό είναι το Ήθος του. Αυτό το ήθος είναι ο θεός κάθε ανθρώπου κι είναι ο χαραχτήρας του, η ψυχοσύνθεσή του.

ΩΡΙΓΕΝΗΣ,   ΚΑΤΑ ΚΕΛΣΟΥ VI 12.
    12.  ἀνὴρ νήπιος ἤκουσε πρὸς  δαίμονος  ὅκωσπερ  παῖς πρὸς ἀνδρός.

[Ο ανώριμος άνθρωπος ακολουθεί την παρόρμησή του].

Ο δαίμων που έχουμε μέσα μας είναι η κοινωνικά ανεπηρέαστη ορμή της φύσης,  το στοιχείο  της ανωριμότητας, η παρόρμηση. Αυτό ο άνθρωπος το καλλιεργεί και το εξυψώνει δια μέσου του λόγου και αποκτώντας ωριμότητα, κάνοντάς το ήθος.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ, ΙΧ 10.
    60.  ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή.

[Η ανηφόρα είναι συγχρόνως κατηφόρα].

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ,  ΠΑΡΑΜΥΘΗΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΝ 106Ε.
    88. ταὐτό τ᾽ἔνι ζῶν καὶ τεθνηκὸς καὶ ἐγρηγορός καὶ  καθεῦδον  καὶ  νέον  καὶ γηραιόν·
    τάδε γὰρ μεταπεσόντα ἐκεῖνα έστι κἀκεῖνα πάλιν μεταπεσόντα ταῦτα.
ΣΧΟΛ. ες ΕΞΗΓΗΣΙΝ ΙΙ.
    126.τὰ ψυχρὰ θέρεται, θερμόν ψύχεται, ὑγρὸν αὐαίνεται καρφαλέον νοτίζεται.
ΣΤΟΒΑΙΟΣ,  ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ  Ι 177.
   111.νοῦσος ὑγιείην ἐποίησεν ἡδὺ καὶ ἀγαθόν λιμὸς κόρον  κάματος ἀνάπαυσιν.

88, 126, 111.  Η σχετικότητα των αντιθέτων και η ύπαρξή τους σαν μια ενότητα (η ενότητα των αντιθέτων).

ΚΛΗΜΗΣ,  ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ  ΙV 10.
    23. δίκης ὄνομα οὐκ ἂν ᾔδεσαν, εἰ ταῦτα μὴ ἦν.

[Αν τα πράγματα δεν ήταν έτσι που είναι, δεν θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε τι είναι η Δίκη].

Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο στο απ.80, η Δίκη συνυπάρχει με την Έριδα. Η σχέση Δίκης κι Έριδος είναι η αρχέγονη αιτιακή ώθηση. Είναι η πάλη των αντιθέτων μέσα στα όντα.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ,  ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΑ 355 α  13.
   6. ἥλιος οὐ μόνον νέος εφ᾽ἡμέρῃ ἐστίν,  ἀλλ᾽ἀεὶ νέος συνεχῶς, καθάπερ ἡράκλειτός
   φησι.

[Ο Ηράκλειτος ισχυρίζεται ότι ο Ήλιος δεν είναι μόνο κάθε μέρα νέος, αλλά πάντα νέος].

Ο Ξενοφάνης προτείνει την άκρως επαναστατική για την εποχή άποψη, πως «ο ήλιος είναι νέος κάθε μέρα». Λέει ο Ξενοφάνης: «τὸν δὲ ἥλιον ἐκ μικρῶν πυριδίων ἀθροιζομένων γίγνεσθαι, καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν».    Η άποψη αυτή αποδίδεται και στον Ηράκλειτο, την ώρα που ο ίδιος ο Ηράκλειτος μέσα στο έργο του, τοποθετείται αρνητικά για τον Ξενοφάνη.  Μάλλον αυτή δεν είναι και δική του άποψη. Νομίζω ότι είναι πιο ταιριαστή στο πνεύμα του Ηράκλειτου η άποψη: «ἥλιος ἀεὶ νέος συνεχῶς ἐστιν».
     Η άποψη του Ξενοφάνη κρύβει και κάτι άλλο.  Αυτός πιστεύει ότι ο κόσμος αλλάζει φαινομενικά και ότι αληθινά στο βάθος είναι αμετάβλητος, γιατί τα έσχατα απ’τα οποία συντίθεται είναι αναλλοίωτα. Όταν λοιπόν ισχυρίζεται ότι «ο Ήλιος είναι κάθε μέρα νέος», εννοεί ότι κατά τη δύση του αποσυντίθεται και την άλλη μέρα, κατά την ανατολή, συντίθεται πάλι από τα μικρά αυτά στοιχειώδη, τα πυρίδια.  Τα πυρίδια, όπως κάθε στοιχειώδες, πρέπει να  είναι άρρητα και μη γνώσιμα, αφού το αληθινά υπάρχον που είναι αναλλοίωτο, είναι έτσι χωρίς αιτία.  Αυτό δε δέχεται περαιτέρω συζήτηση ή ερμηνεία, απλά Είναι «ταυτόν με τον εαυτό του»·  δεν προσφέρει διερεύνηση περαιτέρω δομής.
    Ο ήλιος λοιπόν ανερχόμενος απ’το χάος, ανασυντίθεται κάθε μέρα νέος αλλά ολόιδιος, γιατί κάθε βράδυ αποσυντίθεται στα ίδια πυρίδια που είχε συντεθεί. Ο κόσμος του Ξενοφάνη μοιάζει πάρα πολύ με τον κόσμου του Παρμενίδη και δεν είναι απίθανο να ήταν δάσκαλός του. Ο κόσμος αυτός ως Όλον είναι κλειστός ακίνητος, πεπερασμένος και τετελεσμένος γιατί συνίσταται από άγνωστα άρρητα στοιχειώδη, που όντας αναλλοίωτα το παίγνιο που συνιστούν είναι φαινομενικό, προδιαγεγραμμένο κι άπειρα επαναλαμβανόμενο.  Αντίθετα ο Ηράκλειτος  πιστεύει ότι στη θέση, που βλέπουμε τον Ήλιο, υπάρχει συνεχής ροή άλλων στοιχειωδών που τον συνιστούν, αναχωρώντας-επιστρέφοντας στο σύμπαν, κι επειδή το σύμπαν είναι ανοικτό κι όχι κλειστό, αυτά επιστρέφοντας δεν κάνουν απόλυτα κυκλικό ταξίδι, αλλά σπειροειδές.  Δεν επαληθεύουν απόλυτα τη θέση που ξεκίνησαν, αλλά την διαψεύδουν κιόλας.  Έτσι ο Ήλιος συντίθεται-καταλυόμενος λίγο πιο κει και λίγο διαφορετικός.  Επίσης αυτά τα στοιχειώδη που τον συνιστούν υπάρχουν με τον ίδιο τρόπο. Καί αυτά συνίστανται-καταλυόμενα, από άλλα μικρότερα, κι αυτό επ’άπειρον. Το έσχατο στοιχειώδες, για τον Ηράκλειτο, είναι μηδενικό και άπειρο, ακαριαίο κι ακίνητο.  Αυτό δεν αναφέρεται πουθενά στο έργο του, όμως το υποθέτουμε  και το βρίσκουμε να εκφράζεται σαφέστατα από τον Ζήνωνα αργότερα.

ΘΕΜΙΣΤΙΟΣ,  ΛΟΓΟΙ 5 σ. 69.
    123. φύσης κρύπτεσθαι φιλεῖ.
ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ ΙΧ 9.
    54.   ἀρμονίη ἀφανής φανερῆς κρείττων.

[Στη φύση αρέσει να κρύβεται, η κρυφή αρμονία είναι ανώτερη απ’την φανερή].

Ο κόσμος είναι πολυδιάστατος, άρα πέραν της επιφάνειας που είναι μεν αληθινή,  αλλά το μεγαλύτερο μέρος  του κόσμου δε φαίνεται είναι κρυμμένο.  Ακόμα, αυτό που ερχόμαστε σε άμεση επαφή, το φανερό, είναι αποτέλεσμα του κρυφού.  Κι επειδή ο κόσμος συνεχώς αλλάζει για να δούμε την κρυφή αρμονία του, πρέπει να τον δούμε μέσα απ’τον μηχανισμό της αλλαγής. Η εμπειρία με τα μάτια του βαρβάρου, είναι «σάρμα ὥσπερ εἰκῆ κεχυμένον».  Ο κάλλιστος κόσμος έχει νόμους που σκοπούνται πληρέστερα δια μέσου του Λόγου.
     Από τότε υπήρχε θέμα για την αξίας της εμπειρίας και του τρόπου αξιολόγησής της.  Ενώ ο Ορθολογισμός απεδέχετο το πράγμα ως φαινομενικό, θέλοντας να υπερβεί τη φαινομενικότητά του, αφαιρούσε απ’το λογισμό, το στοιχείο που θεωρούσε ότι γεννούσε την φαινομενικότητα,  δηλαδή το «Μη-Είναι», το οποίο δεχόταν στην απόλυτή του μορφή.  Έτσι δέχεται στη λογική διαδικασία, το πράγμα σαν απόλυτο, χωρίς να παίρνει υπ’όψιν την αντιφατικότητά του.  Αντίθετα η διαλεκτική έχει σαν σκαλί την επιφάνεια που είναι το πράγμα, για να ανεβεί στο «πράγμα» σαν Μέτρο της αντιφατικότητας, που είναι η κίνηση σαν ουσία, κι ο Λόγος.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ.   ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΗ ΧΡΑΝ ΕΜΜΕΤΡΑ ΝΥΝ ΤΗΝ ΠΥΘΙΑΝ, 397 Α.
    92.  σίβυλλα δὲ μαινομένῳ στόματι ἀγέλαστα καὶ ἀκαλλώπιστα καὶ ἀμύριστα
    φθεγγομένη χιλίων ἐτῶν ἐξικνεῖται τῇ φωνῇ διὰ τὸν θεόν

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ,  ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΗ ΧΡΑΝ ΕΜΜΕΤΡΑ ΝΥΝ ΤΗΝ ΠΥΘΙΑΝ,  404D.
    93. ὁ ἄναξ, οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει. 

[Όπου η Σίβυλλα, πέραν της καθιερωμένης διαλογικής ευπρέπειας μαινόμενη, αγέλαστα και ακαλλώπιστα φθέγγεται.  Εκφέρει τους φθόγγους του Νέου λόγου, (που λέγεται για πρώτη φορά).  Μαίνεται την ιερή τρέλα του Διονύσου, από το στόμα της μιλάει ο ίδιος ο Θεός, ούτε  αποκαλύπτει ούτε  κρύπτει  μιλώντας με συμβολισμούς, αλλά σημαίνει].

Ο Λόγος της Φύσης, που είναι ο θεός, είναι διθυραμβικός, αντιφατικός, πατάει στις δυο πλευρές της νόησης συγχρόνως, άρνηση και την κατάφαση.
Ἐγώ διηγεῦμαι κατὰ φύσιν καὶ φράζων ὀκῶς ἔχει»]. «Βρίσκω το αντιφατικό Μέτρο σε όλα και τα λέω όπως είναι».  Φθέγγομαι την αντιφατική γλώσσα.
χιλίων ἐτῶν ἐξικνεῖται τῇ  φωνῇ»],  εξακοντίζει τη φωνή στο μέλλον.  Έχουν περάσει 2500 χρόνια κ’η φωνή του δεν έχει φτάσει στον ακριβή προορισμό της.
    Η Αντιφατικότητα-Λόγος και Ουσία συγχρόνως, είναι ένας άλλος λόγος που λέγεται μόνο έτσι, και δεν χωρά στη λογική των τεσσάρων αρχών του Ξενοφάνη του Παρμενίδη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη τη διαρρηγνύει. Ο Λόγος αυτός δέχεται βολές από αγάπη και μίσος.  Άλλοι τον διαβάλλουν, άλλοι τον παρερμηνεύουν, άλλοι τον εξωραΐζουν. Φίλοι, εχθροί, μεταφυσικοί, και άγιοι πατέρες.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΕΙ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡ ΠΟΛΙΤΕΥΤΕΟΝ 787C.
    97. κύνες γὰρ καταβαΰζουσιν ὧν ἂν μὴ γινώσκωσι.

[Οι σκύλοι γαβγίζουν αυτούς που δεν γνωρίζουν].

ΛάοΤσέ:  στον ανόητο και τον σκεπτικιστή, η μεγάλη αλήθεια προκαλεί γέλιο, αν δε γελάσουν αυτοί, μπορεί να μην είναι μεγάλη αλήθεια.

ΚΛΗΜΗΣ,  ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ  ΙΙ  29.
    17. οὐ γὰρ φρονέουσι τοιαῦτα πολλοί ὁκόσοι ἐγκυρεῦσιν
    οὐδὲ μαθόντες γινώσκουσιν ἑαυτοῖσι δὲ δοκέουσι.

[Δεν σκέπτονται έτσι πολλοί απ’αυτούς που ερευνούν, ούτε κανείς μπορεί να γνωρίζει μαθαίνοντας, αλλά χρησιμοποιώντας το μυαλό του, το δικό του τρόπο σκέψης].

―Οι μαθητές των μαθητών αναπαράγουν το παρωχημένο.
―Η αληθινή γνώση δεν είναι μόνο θέμα μάθησης γιατί:

ΚΛΗΜΗΣ,  ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ  ΙΙ  24
    19.  ἀκοῦσαι οὐκ  ἐπιστάμενοι οὐδ᾽εἰπεῖν.
[Αυτοί που μαθαίνουν από άλλους δεν ξέρουν αληθινά τίποτα, ούτε έχουν τίποτα να πουν].

ΚΛΗΜΗΣ,  ΠΡΟΤΡΕΠΤΙΚΟΣ 34.
    15.  εἰ μὴ γὰρ διονύσῳ πομπήν ἐποιοῦντο καὶ ὕμνεον ᾆσμα αἰδοίοισιν ἀναιδέστατα
    εἴργαστ᾽ἄν· ὡυτὸς δὲ ἀίδης καὶ διόνυσος, ὅτεῳ μαίνονται καὶ ληναΐζουσιν.

[Αν δεν ήταν αυτή η φαλική πομπή και άσμα της γονιμότητας για χάρη του Διονύσου, θα  ήταν συμπεριφορά αναιδέστατη, γιατί ο Διόνυσος είναι ο ίδιος ο Άδης  που για χάρη του  μαίνονται και βακχεύουν].

Δεν πρέπει στη χαρά του Διονυσιακού γλεντιού, να ξεχνιέται όλο αναίδια ο Άδης. Ούτε τη χαρμολύπη να μετατρέπουν σ’ευδαίμονα χαρά μπεκρουλιάζοντας όπως ο Αρχίλοχος. Η τραγικότητα θέλει πάντα τον διθύραμβο. Πρέπει να τονίζεται η αντιφατικότητα του υμνούμενου γεγονότος.  Να βρίσκεται το Μέτρο της χαράς ως προς τη λύπη, ο Λόγος.                   

                 «ζωϊρός και βαθύς στη μάχη χορευτής
                  στους πολεμιστάδες ο ευθυμότερος
                  στους νικητάδες ο σκεπτικότερος…»  Νίτσε

Άραγε, μπορεί να προσφέρει ο Ηράκλειτος σήμερα; μπορεί να είναι ζωντανός;
     Όταν ο Νιλς Μπορ ονομάστηκε ιππότης απ’το βασιλιά της Δανίας για την προσφορά του στην επιστήμη, ως οικόσημο διάλεξε την ασπίδα που στο κέντρο της υπήρχε το ανατολίτικο
σύμβολο της συμπληρωματικότητας των αντιθέτων.  Αυτό θα μπορούσε να χαραχτηριστεί χωρίς αμφιβολία Παρμενίδειο.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες που δέχονται ότι η κβαντομηχανική δίνει πλήρεις περιγραφές, τα κβαντικά αντικείμενα προ της μέτρησης υπάρχουν εν δυνάμει και γίνονται εν ενεργεία κατά τη διαδικασία της μέτρησης. Υποστηρίζεται επίσης η κβαντική ενότητα του μετρουμένου γεγονότος, του μέσου μέτρησης, και του παρατηρητή, κατά την διαδικασία της μέτρησης. Επί πλέον ισχυρίζονται, ότι όλα αυτά εξελίσσονται σ’έναν εν δυνάμει κόσμο που ανταποκρίνεται μ’έναν υπερφωτεινό αντιτερμινιστικό τρόπο στις πειραματικές μετρήσεις. Αυτός ο τρόπος ανταπόκρισης αφήνει υποψίες και για ακαριαία επικοινωνιακή δραστηριότητα ή αλληλεπίδραση  που αντιστρατεύεται τη θεωρία της σχετικότητας στο θέμα της μέγιστης ταχύτητας. Έτσι οι ντετερμινιστές θεωρούν την κβαντομηχανική, προς το παρόν ανεπαρκή, κρίνοντας πως τις διαφεύγουν κάποιες κρυφές μεταβλητές που θα έλυναν το πρόβλημα του αντιτερμινισμού.
     Μολονότι ο Μπόρ γνωρίζει την επισήμανση του Αϊνστάιν ότι η κβαντομηχανική δεν μπορεί παρά ν’απόδέχεται σιωπηρά την ύπαρξη ακαριαίων αλληλεπιδράσεων, δέχεται τη συμπληρωματικότητα που είναι ένα είδος υπαναχώρησης ή ελιγμού σχετικά μ’αυτή την επισήμανση. Αν το γίγνεσθαι στον κβαντικό κόσμο μπορεί να θεωρηθεί ακαριαίο, τότε αυτός έχει αντιφατική φύση κι όχι αντιθετική που τη χαραχτηρίζει η συμπληρωματικότητα. Η συμπληρωματικότητα κι η αντιθετικότητα προϋποθέτουν τα αντίθετα στο βάθος να είναι αληθινά αυτόνομα, κι η ταυτότητα του ερευνουμένου με τον εαυτό του, αν και παροδική να είναι ουσιαστική κι όχι συμβατική. Τότε οι αλληλεπιδράσεις, αν και θα μπορούσαν να υπερβαίνουν  την ταχύτητα του φωτός, δεν θα ήταν αναγκαίο να είναι ακαριαίες. Ενώ η αντιφατικότητα, που θα συμβάδιζε με το ακαριαίο, σ’αυτόν τον Εν Δυνάμει χώρο, θέλει τ’αντίθετα να προεκτείνονται το ένα βαθιά μέσα στ’άλλο, χωρίς ν’αφήνουν κανένα περιθώριο αυτονομίας ή συγκεκριμένης ταυτότητας.
     Η αντιθετικότητα που είναι το βάθρο πάνω στο οποίο πατά ο ορθολογισμός, μαζί με την προϋπόθεση του κλειστού των ερευνουμένων συστημάτων και κατ’επέκταση του κόσμου ως πεπερασμένου γίνεται ντετερμινισμός. Βλέπουμε λοιπόν ότι οι αντιτερμινιστές κάνουν σοβαρή προσπάθεια να αφεθεί μια πορτίτσα για να μπορεί να περάσει μελλοντικά ο ντετερμινισμός. Απ’ την άλλη, οι ντετερμινιστές παρακάμπτουν τις αντιρρήσεις του Αϊνστάιν και αποδέχονται τουλάχιστον αλληλεπιδράσεις υπερφωτεινές στον υποκβαντικό κόσμο· αλληλεπιδράσεις κρυφών παραμέτρων που είναι μη ανιχνεύσιμες, αφού μόνο φωτονιακές διαδικασίες μπορούμε ως τώρα να διερευνήσουμε πειραματικά.
    Ακόμα υπάρχουν επιστήμονες ακραία αντιτερμινιστές που κινούνται βίαια προς το μυστικισμό. Πιστεύουν πως τα όρια της ανθρώπινης λογικής φτάνουν ως εκεί και ότι η επιστήμη πρέπει να δεχτεί την αδυναμία της, να ερμηνεύσει πλήρως τα γεγονότα.
    Όσο για τον παλιό ντετερμινισμό, ας δούμε τι έχει δηλώσει ο  Αϊνστάιν που τάσσεται με το μέρος του,  σε μια συνέντευξη που έδωσε στον Τζώρτζ Σ. Μπίρεκ το 1930:  «Η πορεία μας είναι προκαθορισμένη από παράγοντες που δεν ελέγχουμε. Ιδίως από μυστηριώδης αδένες που η φύση έχει αποστάξει την αυθεντική ουσία της ζωής, τις εσωτερικές μας εκκρίσεις.… Είμαι ντετερμινιστής δεν πιστεύω στην ελεύθερη βούληση. . . .
     Αυτό σημαίνει ότι ο μεγάλος επιστήμονας κι ανθρωπιστής ήταν Καρτεσιανός, Αριστοτελικός και Πλατωνικός.  Ο κόσμος του ήταν, πεπερασμένος, προδιαγεγραμμένος και κλειστός. Ο Ν. Μπορ δεν λέει κάτι τέτοιο είναι αντιτερμινιστής. Η επιλογή αυτού του συμβόλου όμως,  ως έσχατο καταφύγιο της αλήθειας,  φανερώνει συνειδητά ή ασυνείδητα Παρμενίδεια αντίληψη που τελικά δε διαφέρει απ’την Πλατωνική.  Είναι φανερό ότι ο Μπορ δε δέχεται την αντιφατικότητα. Οι σύγχρονοι επιστήμονες έχοντας επενδύσει τα πάντα πάνω στον ορθολογισμό και στην τυπική λογική δεν είναι τόσο επαναστάτες να ξηλώσουν όλο αυτό το οικοδόμημα και στη θέση του να βάλουν ένα Νέο.  Γι’αυτό ο Ηράκλειτος έχει κάτι νέο να πει: Ο κόσμος έχει φύση αντιφατική, η κίνηση είναι η ουσία και τα πράγματα ιδιότητές της.  Ο Λόγος είναι ο τρόπος που έτσι ακριβώς Είναι και Λέγεται ο κόσμος, η ταυτότητα είναι Αυτοαναιρούμενη και Αντιφατική, ο νόμος της αιτιότητας είναι πολλαπλά και ίσως απειροστικά αμφίδρομος κι η αλυσίδα της αιτίας απείρως  πολυδιάστατη.  Ο χώρος, ο χρόνος, η κίνηση κι η ταχύτητα, το πλήρες και το κενό, το μεγάλο το μικρό και το γίγνεσθαι, παίρνουν άλλη μορφή και θέλουν άλλη λογική προσέγγιση, αντιφατική - Ηρακλειτική.

ΖΗΝΩΝ

Τα όρια της νόησης σαν συνειδητή λογική διεργασία, βρίσκονται ανάμεσα από τον Παρμενίδη και τον Ηράκλειτο.  Απ’τη μια ο Ορθολογισμός, κι απ’την άλλη η Διαλεκτική. Ο Ζήνων ήταν μαθητής και φίλος του Παρμενίδη, όμως καταλήγει από ένα διαφορετικό δρόμο στη σκέψη του Ηράκλειτου.   Ο Αριστοτέλης, τον αναφέρει ως πατέρα της διαλεκτικής.  Δε γνωρίζουμε τι ακριβώς εννοούσε με την έννοια «Διαλεκτική», πιθανόν ήταν κάποιος αρνητικός χαραχτηρισμός, προσομοίωσης με τη σοφιστική. 
    Στην παρούσα εργασία, ο Ζήνων λογίζεται σαν ένας από τους μεγάλους διαλεκτικούς, μαζί με τον Αναξίμανδρο και τον Ηράκλειτο. Βέβαια όλοι οι λεγόμενοι φυσικοί φιλόσοφοι της αρχαιότητας ήταν διαλεκτικοί, όμως μετά από προσεκτική έρευνα, ξεχωρίζω αυτούς τους τρεις, γιατί νομίζω ότι είναι οι πιο συνεπείς και πρωτοπόροι.  Αυτοί, δεν κάνουν καμιά λογική παραχώρηση εις βάρος της διαλεκτικής σκέψης.

 ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ ΦΥΣ. 140, 34
1. εἰ μὴ ἔχοι μέγεθος τὸ ὄν, οὐδ᾽ἃν εἴη, εἰ δ´ἔστιν ἀνάγκη ἕκαστον μέγεθός τι ἔχειν καὶ πάχος καὶ ἀπέχειν αὐτοῦ τὸ ἕτερον ἀπὸ τοῦ ἑτέρου· καὶ περὶ τοῦ προύχοντος ὁ αὐτὸς λόγος· καὶ γὰρ ἐκεῖνο ἕξει μέγεθος καὶ προέξει αὐτοῦ τι, ὅμοιον δὴ τοῦτο. ἄπαξ τε εἰπεῖν καὶ ἀεὶ λέγειν. οὐδὲν γὰρ αὐτοῦ τοιοῦτον ἔσχατον ἔσται. οὔτε ἕτερον προς ἕτερον οὐκ  ἔσται. οὕτως εἰ πολλά ἐστιν, ἀνάγκη αὐτὰ μικρά τε εἶναι καὶ μεγάλα· μικρά μὲν ὥστε μὴ ἔχειν μέγεθος, μεγάλα δὲ ὥστε ἄπειρα εἶναι.

[Δεν υπάρχει κάτι χωρίς μέγεθος, αν υπάρχει πρέπει να έχει και μέγεθος και όγκο και κάποια απόσταση το ένα από το άλλο. Το ίδιο ισχύει και για το περιθώριο, αναλόγως. Γιατί και αυτό θα  έχει μέγεθος και πάντα θα περισσεύει κάτι αναλόγως. Θα το πω μια για πάντα. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει έσχατο μέρος κάποιου, ούτε του σώματος ούτε του περιθωρίου. Ακόμα δεν μπορεί κάτι να υπάρξει από μόνο του, άσχετα από κάτι άλλο. Έτσι, αν υπάρχουν πολλά, είναι ανάγκη να είναι συγχρόνως μεγάλα και μικρά. Τόσο μικρά που να μην έχουν μέγεθος και τόσο μεγάλα ώστε να είναι απείρου μεγέθους].

Εδώ ο Ζήνων, με τη σχετικότητα Ενός και Πολλών, Μεγάλου και Μικρού, μας φανερώνει μια μονάδα που δεν ταιριάζει με το Εόν του Παρμενίδη.  Όπως αναφέραμε το Εόν του Παρμενίδη έχει αντιθετική φύση, δηλαδή δέχεται έσχατα απαραβίαστα που είναι το Φως και το Σκότος. Αυτά συνθέτουν τον κόσμο, μα κανένα απ’αυτά δε μπορεί να υπερισχύσει του άλλου. Αυτό σημαίνει ότι το Φως και το Σκότος μπορούν να τέμνονται σε έσχατα στοιχειώδη αλλά δε μπορούν να παραβιάσουν τα όρια μεταξύ τους. Ο Παρμενίδης λέει :  «αὐτὰρ ἐπειδὴ πάντα φαὸς καὶ νὺξ ὀνόμασται καὶ κατὰ τὰς σφετέρας δυνάμεις ἐπὶ τοῖσι τε καὶ τοῖς, πᾶν πλέον ἐστίν ὁμοῦ φάεος καὶ  νυκτός ἀφάντου ἴσων ἀμφοτέρων, ἐπεὶ οὐδετέρῳ μετά μηδἐν».
[Όλα συνετέθησαν από φως και σκότος παίρνοντας μορφές μετά από σκληρή πάλη, τελικά όμως ότι μένει και περισσεύει είναι ίσο φως και σκότος, γιατί μετά από αυτά δεν μπορεί να υπάρξει το Μηδέν].
    Η αποδοχή ύπαρξης των εσχάτων φωτός και σκότους δεν αναφέρεται στο έργο του Παρμενίδη αλλά σαφώς συνάγεται. Επίσης γνωρίζουμε ότι ο «δάσκαλος» του, Ξενοφάνης, δέχεται πως ο ήλιος συνίσταται από φωτονιακά έσχατα, που τα ονόμαζε πυρίδια.  Και ο Εμπεδοκλής που είναι γνώστης του έργου του Παρμενίδη, μας προϊδεάζει ότι κι αυτός δέχεται την ύπαρξη φωτονιακών εσχάτων.  Σύμφωνα με μαρτυρία του Αριστοτέλη, ο Εμπεδοκλής δέχεται, ότι το φως διαδίδεται με την μορφή σωματίων, που ξεκινούν απ’τον ήλιο, ταξιδεύουν στον ενδιάμεσο με τη γη χώρο και καταλήγουν στη γη, αλλά λόγω της μεγάλης του ταχύτητας, δεν το αντιλαμβανόμεθα.
«Ἐμπεδοκλῆς φησιν ἀφικνεῖσθαι πρότερον τὸ ἀπό τοῦ ἡλίου φῶς εἰς τὸ μεταξὺ πρὶν πρὸς τὴν ὄψιν ἢ ἐπὶ τὴν γῆν».. …«Ἐμπεδοκλῆς ἔλεγεν ἀπορρέον τὸ φῶς σῶμα ὃν ἐκ τοῦ φωτίζοντος σώματος γίνεσθαι πρῶτον ἐν τῷ μεταξύ τόπῳ τῆς γῆς καὶ τοῦ ουρανοῦ  εἶτα ἀφικνεῖσθαι πρὸς ἠμᾶς λανθάνει δὲ τὴν τοιαύτην αὐτοῦ κίνησιν διὰ τὴν ταχυτῆτα».

Αντίθετα μ’αυτούς ο Ζήνων κάνει σαφές, ότι δε μπορεί να υπάρξει έσχατο μέρος κάποιου. Η μονάδα του Ζήνωνα, αντίθετα με το Εόν του Παρμενίδη έχει φύση αντιφατική. Ο Ζήνων εκτός του ότι δεν δέχεται την ύπαρξη εσχάτου στοιχειώδους, αρνείται την ύπαρξη εσχάτου περιθωρίου και δέχεται πως τίποτα δε μπορεί να υπάρξει από μόνο του.  Έτσι τα αντίθετα υπάρχουν αλλά προεκτείνονται το ένα μέσα στ’άλλο συνιστώντας αντιφατική σχέση. Είναι λοιπόν ολόιδιο με τον Ηρακλειτικό Λόγο και το Άπειρο του Αναξίμανδρου. Αυτό είναι το αντιφατικό στοιχειώδες, που δικαιολογεί την ακαριαία αλληλεπίδραση των αντιθέτων γιατί τη στιγμή που ως στοιχειώδες τείνει προς το Μηδέν τείνει συγχρόνως και στο το Άπειρο, όντας ακίνητο και ακαριαίο.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ,   IV  72.
    2. τὸ κινούμενον οὔτ᾽ἐν ᾧ ἔστι τόπῳ κινεῖται οὔτ᾽ἐν ᾧ μὴ ἔστι.

[Το κινούμενο δεν κινείται ούτε εκεί που βρίσκεται, ούτε εκεί που δεν βρίσκεται].

Θά έλεγε κάποιος, ας πούμε ο Χέγκελ, ότι κάτι κινείται όχι γιατί βρίσκεται μιαν ορισμένη στιγμή εδώ και κάποια άλλη πιο  πέρα, αλλά επειδή την ίδια χρονική στιγμή κάτι βρίσκεται εδώ κι όχι εδώ.  Δηλαδή, τονίζει ο Χέγκελ, η κίνηση είναι αντιφατική.  Φαίνεται όμως ότι η αντιφατικότητα της κίνησης απασχολούσε και τότε τους διανοητές.  Είναι γι’αυτό που ο Ζήνων μας λέει για «κινούμενο» που δεν κινείται και οι σχολαστικοί αποφαίνονται πως απορρίπτει την έννοια της κίνησης.  Φαίνεται, ότι κάποιος  «Χέγκελ» εκείνης της εποχής, άγνωστος τώρα σε εμάς, προσεγγίζοντας την έννοια της αντιφατικότητας της κίνησης, τη δέχεται ως αντιφατικότητα της μετακίνησης. Ο Ζήνων θέτει το θέμα σε διαφορετική βάση.  Η κίνηση για τον Ζήνωνα όπως και τον Ηράκλειτο, είναι το γίγνεσθαι και η αλλαγή.  Τα πράγματα δεν κινούνται, γιατί σε κάθε θέση είναι Άλλα, διαφορετικά. Κάθε τι καταλύεται-συντιθέμενο για να μπορεί να υπάρχει, όντας συνεχώς Άλλο-Αλλού και με τη διαδικασία αυτή κινείται κι όλας. Έτσι «δεν κινείται ούτε εκεί που βρίσκεται, ούτε εκεί που δεν βρίσκεται», αλλά κινείται μέσα στον εαυτό του.

Σε προηγούμενο κεφάλαιο, είδαμε πως ο χρόνος σαν διάρκεια, πραγματικά δεν υπάρχει, αφού όλα καταλύονται-συντιθέμενα. Εδώ βλέπουμε πως ο τόπος σαν έκταση κι υπόβαθρο εξελίξεων, πραγματικά δεν υπάρχει. Τόπος είναι μόνο ότι περιλαμβάνει το όν μέσα του, κατά τη διάρκεια της εξέλιξής του, κι αυτό είναι συνεχώς κάτι αυτοαναιρούμενο, αφού συνεχώς αλλάζει. Ο Χώρος λοιπόν σαν καθαυτός, βρίσκεται ανάμεσα σε δυο όρια, στο απείρως μικρό και στο απείρως μεγάλο. Έτσι καί ο χώρος όπως καί ο χρόνος σαν καθαυτά, είναι η αντιφατικότητα γυμνή και όπως θα δούμε πιο κάτω συνιστούν μια χωροχρονική ενότητα, όπου δεν μπορεί να οριστεί απόλυτα, το τι είναι χώρος ή και τι χρόνος μέσα της.

ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ,  Φυσ. 562,  3.
   3. εἰ ἔστιν τόπος, ἔν τινι ἔσται· πᾶν γὰρ ὄν ἔν τινι· τὸ δὲ ἔν τινι καὶ ἐν τόπῳ ἔσται
       ἄρα καὶ ὁ τόπος ἐν τόπῳ καὶ τοῦτο ἐπ᾽ἄπειρον· οὐκ ἄρα ἔστιν ὁ τόπος.

[Αν υπάρχει τόπος βρίσκεται μέσα σε κάτι γιατί κάθετί μέσα σε κάτι βρίσκεται κι αυτό το κάτι, μέσα σε κάποιο τόπο βρίσκεται άρα και ο τόπος μέσα σε τόπο και αυτό επ’άπειρον].

Εδώ πάλι επιβεβαιώνεται η σχετικότητα του χώρου που παίρνει αξία ανάλογα με τις περιστάσεις. Στο πρώτο απόσπασμα ο Ζήνων διαιρώντας συνεχώς κάτι, καταλήγει στη σχετικότητα μεγάλου και μικρού, ενός και πολλών. Εδώ ακολουθώντας τον αντίθετο δρόμο, δηλαδή προσθέτοντας, διευρύνει τον χώρο ως το άπειρο, όπου ο χώρος όντας συγχρόνως και μηδενικός αντιφάσκει καταλήγοντας στη σχετικότητά του.
     Όσο χωρίζουμε ένα συγκεκριμένο όγκο σε μέρη, αυτά μικραίνουν ενώ ο όγκος μεγαλώνει λόγω της δημιουργίας κενών περιθωρίων. Δηλαδή τείνοντας για απειροστικές τμήσεις μηδενικών μεγεθών, ο τεμαχιζόμενος όγκος τείνει για το άπειρο. Και ενώ έχουμε, έναν χώρο πεπερασμένο και συγκεκριμένο, αυτός γυρίζει μέσω της διαίρεσης σ’αόριστο κι απειροστικό.
     Το ίδιο ισχύει και για τον χρόνο. Αυτός ουσιαστικά είναι Πάντα μόνο Τώρα. Το Τώρα είναι το μηδενικό τμήμα μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, το οποίο τμήμα όντας Πάντα είναι άπειρης διάρκειας.  
     Η πρόσθεση κι η αφαίρεση στη διαλεκτική αυτών των διανοητών, δε μπορούν από μόνα τους, ούτε η μεγένθυση χωρίς τη σμίκρυνση, επίσης διαιρώντας πολλαπλασιάζεις κιόλας. 
     Συνοψίζοντας όσα είπαμε και ξαναβλέποντας τον πιθανό τρόπο που εννοούσαν οι διανοητές αυτοί, το γίγνεσθαι πρέπει να δεχτούμε ότι: Ο κόσμος υπάρχει με δυο τρόπους, οι οποίοι είναι αντίθετοι μεταξύ τους, μα ο ένας δεν αναιρεί τον άλλον αλλά σε προέκταση τον ολοκληρώνει:
Α.Υπάρχει πάντα ως κάποιο συγκεκριμένο υλικό γεγονός, που κάθε στιγμή είναι μοναδικό κι αλληλοκαθορίζεται έχοντας σαν όρια ύπαρξης άλλα συγκεκριμένα υλικά γεγονότα. Αυτός ο αλληλοκαθορισμός γίνεται σε στενότερη ή ευρύτερη συνάφεια κι εκφράζεται σε μια κλίμακα σχέσης του Ενός υλικού γεγονότος με τα Πολλά.  Ξεκινώντας απ’την αντιπαράθεση με τον ίδιο τον εαυτό, περνά στα γεγονότα του στενότερου περιβάλλοντος, μετά του ευρύτερου και τελικά με το σύμπαν, που είναι ο αιώνια άλλος εαυτός, αυτός που αναγκάζει το γεγονός να είναι πάντα άλλο.  Έτσι το πεπερασμένο υλικό γεγονός, υπ’αυτή την έννοια είναι κι αυτό άπειρο αφού δε μπορούμε απόλυτα να ορίσουμε από που αρχίζει και που τελειώνει. Για τον λόγο αυτό που είναι κι η αιτία της συνεχούς αλλαγής, κάθε συγκεκριμένο έχει τρόπο να είναι αιώνιο στην εξέλιξή του κι άπειρο. Αυτό που χαραχτηρίζεται ως μικρό έχοντας συνεχή διάλογο με τον περίγυρο κοινωνεί έτσι του απείρου, αφού έχοντας κάτι απ’όλα τ’άλλα μέσα του και δίνοντας σε όλα τα άλλα κάτι, είναι άπειρο μ’έναν άλλο τρόπο.
Β. Υπάρχει η καθολικότητα αυτών των αλληλοκαθορισμών που κάθε στιγμή είναι μοναδική και πάντα διαφορετική. Αν δεχτούμε πως όλ’αλλάζουν κάθε στιγμή το Όλον δε μπορεί παρά να νοηθεί σαν μια συνεχής έκρηξη αλλαγής. Αυτή η έκρηξη που αφορά το όλον, όντας ακαριαία, συγχρόνως επιστρέφει ακαριαία πίσω, είναι μια συνεχής κι ακαριαία παλμική κίνηση. Αυτό είναι το Εν Δυνάμει Είναι. Η καθολικότητα αυτή εκτινάσσεται στο άπειρο και συγχρόνως συμπτύσσεται στο μηδέν υπάρχοντας Πάντα σαν Άλλη, όντας το αντιφατικό εν δυνάμει.
     Υπάρχουν δυο απειροστικοί τρόποι  που ορίζουν τον κόσμο. Ο ένας είναι το Μεγάλο που είναι η αντιφατικότητα γυμνή, χωρίς άλλο χαραχτήρα ή με όλους τους χαραχτήρες μαζί εν Δυνάμει.  Κι ο άλλος είναι το Μικρό, που όπως το όρισε ο Ζήνων, είναι η αντιφατική μονάδα, το μηδενικό και άπειρο, το ακαριαίο και το ακίνητο συγχρόνως, που επίσης ως η αντιφατικότητα γυμνή, είναι το Εν Δυνάμει.  Μεγάλο και Μικρό συνιστούν μιαν ενότητα που είναι το αντιφατικό στοιχειώδες. Το μεγάλο βυθίζεται στο μικρό κάνοντάς το να είναι ενώ συγχρόνως το μικρό διαστέλλεται στο μεγάλο, κάνοντάς το να είναι. Δηλαδή αυτή η ενότητα, του Όλου διαστέλλεται-συστελλόμενη, συντίθεται-καταλυόμενη ακαριαία. Αυτό είναι το έσχατο υπόβαθρο του κόσμου απ’όπου απορρέουν τα πάντα.
     Η καθολικότητα, είναι η μέγιστη συνέχεια ασυνεχών συγκεκριμένων αλληλοκαθορισμών που είναι μια νέα εξύψωση του συγκεκριμένου, όντας η αέναη κίνηση, το άπειρο σαν ουσία.
     Γι’αυτούς τους διανοητές η Κίνηση δεν είναι ιδιότητα των πραγμάτων αλλά τα πράγματα ιδιότητες της Κίνησης. Το πράγμα είναι αποτέλεσμα της κινητικής πλοκής που εξελίσσεται μέσα του και που το αναγκάζει να είναι συνεχώς άλλο. Για το λόγο αυτό η Ταυτότητα δεν δικαιούται να φύγει αφού κάθε γεγονός συνίσταται-καταλυόμενο, Είναι-Μη Όντας Άλλο-Αλλού κι έτσι η κίνηση είναι το γίγνεσθαι όπου κάθε γεγονός είναι ένας ξεχωριστός κώδικας κινητικής πλοκής.*

     *Ο Αριστοτέλης ορίζει την κίνηση αντίθετα.  Φυσ.200b31 έως 201α3
Τὸ γὰρ κινητικόν, κινητικόν τοῦ κινητοῦ καὶ το κινητόν, κινητόν ὑπὸ τοῦ κινη­τικοῦ. οὐκ ἔστι δὲ κίνησις παρὰ τὰ πράγματα· μεταβάλλει γὰρ ἀεὶ τὸ μεταβάλλον ἣ κατ᾽οὐσίαν ἣ κατὰ ποσὸν ἣ κατὰ ποιὸν ἣ κατὰ τόπον, κοινὸν δ᾽ἐπὶ οὐδὲν ἔστι λαβεῖν  ὡς φαμέν, ……..ὥστ᾽ οὐδὲ μεταβολή οὐθενός ἔσται παρὰ τᾶ εἰρημένα, μηδενός γε παρὰ τα εἰρημένα.

[Το κινούν κινεί το κινούμενο και το κινούμενο κινείται απ’το κινούν, δεν υπάρχει κίνηση πέραν των πραγμάτων (είναι ιδιότητά τους). Το μεταβάλλον πάντα μεταβάλλει το μεταβαλλόμενο κατ’ουσίαν ή κατά ποσόν ή κατά τη μορφή ή κατά τη θέση, τίποτα απ’ αυτά δε μπορεί να θεωρηθεί ως κοινή ουσία ή ιδιότητα· ώστε κίνηση ή μεταβολή δεν υπάρχει πέραν αυτών που αναφέραμε].

Ας ξαναδούμε την κίνηση με τα μάτια του Ηράκλειτου:  Όλα τα γεγονότα του κόσμου είναι σαν το ποτάμι που ρέουν νερά μέσα του κάνοντάς το να Είναι-Αυτό-Άλλο· σκορπάνε-μαζεύοντας, συντίθενται-καταλυόμενα, φεύγουν-επιστρέφοντας.  Επίσης η ευθύγραμμη πορεία είναι αποτέλεσμα περιστροφής και η περιστροφή της κυρτότητας.
      Το νερό κυλώντας στον ποταμό, χύνεται στη θάλασσα, εξατμίζεται μετατρέπεται σε σύννεφα και βρέχει· κάνει κύκλους επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη του ποταμού. Το νερό αποτελείται από στοιχειώδη που κι’αυτά καταλύονται-συντιθέμενα βίαια και γρήγορα, σκορπάνε-μαζεύοντας, φεύγουν-επιστρέφοντας. Έτσι κι αυτά τα στοιχειώδη που συνιστούν-καταλυόμενα το νερό, ταξιδεύουν στο σύμπαν, γυρίζοντας πίσω και επαληθεύουν τις σταγόνες του νερού. Το ίδιο συμβαίνει και με τα στοιχειώδη που συνιστούν-καταλυόμενα τα μόρια του νερού, κι αυτά καταλύονται-συντιθέμενα από το Αείζωον πυρ και αυτή η διαδικασία επ’άπειρον. 
      Σύμφωνα με αυτά που συνάγουμε απ’τα λεγόμενα του Ηράκλειτου, του Αναξίμανδρου και του Ζήνωνα, το σύμπαν είναι ανοιχτό και άπειρο, έχοντας ως αποτέλεσμα ένα αληθινό γίγνεσθαι. Γι’αυτό η αναχώρηση-επιστροφή των στοιχειωδών που συνιστούν αλυσιδωτά τα όντα, δεν είναι κυκλική αλλά σπειροειδής.  Έτσι σε κάθε αναχώρηση-επιστροφή γίνεται ένα είδος διάψευσης- επιβεβαίωσης, όπου η καταλυτική-συνθετότητα του όντος, να μη γίνεται απόλυτα στην ίδια θέση αλλά λίγο πιο κει, έχοντας σαν αποτέλεσμα και τη μετακίνηση. Η κάθε μετακίνηση λοιπόν κάποιου όντος, είναι αποτέλεσμα της εσωτερικής του κινητικής πλοκής, δηλαδή του Γίγνεσθαι. 
    Τα σωμάτια του Ηράκλειτου, ακολουθούνται από ένα απείρως σύνθετο κύμα ροής-αντιροής αλυσιδωτών υπογεγονότων. Αυτά τα υπογεγονότα που καταλύονται-συντιθέμενα, και φεύγουν-επιστρέφοντας με το δικό τους σύνθετο τρόπο στο σύμπαν, μας προϊδεάζουν για την έννοια του πεδίου.  Το κάθε μικροσωμάτιο, κατά τον Ηράκλειτο, είναι μια δύνη αείζωου πυρός, δηλαδή ενεργείας.  Αυτό εκπέμπει-λαμβάνοντας ενέργεια για να μπορεί να υπάρχει. Το ηλεκτρόνιο λοιπόν κατά με τον Ηράκλειτο, είναι καί αυτό ένα τέτοιο γεγονός που καταλύεται-συντιθέμενο, εκπέμπει-λαμβάνοντας ενέργεια σαν τα όντα που μας περιγράφει. Αυτό κινείται συνεχώς επειδή λαμβάνει-εκπέμποντας κβάντα ενεργείας. Έτσι το ηλεκτρόνιο δεν κινείται ούτε εκεί που βρίσκεται, ούτε εκεί που δε βρίσκεται, μα κινείται μέσα του. Ο χώρος του είναι μέσ’τον εαυτό του, όντας το ίδιο του το γίγνεσθαι.
     Ας υποθέσουμε ότι τα κβάντα ενεργείας είναι αυτά που με τη ροή-αντιρροή τους κάνουν το ηλεκτρόνιο πραγματικότητα. Κι αυτά όμως έχουν την ίδια μοίρα: για να υπάρχουν κινούμενα με ταχύτητα τριακοσίων χιλιάδων χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο κάποια άλλα υπογεγονότα τα συνιστούν περνώντας από μέσα τους.  Είναι αυτά που κάνουν με τη δική τους ροή-αντιρροή μέσα σε κάθε κβάντο ενεργείας να καταλύεται-συντιθέμενο. Έτσι κατά την μετακίνηση του κβάντου, ενώ σε χρόνο ενός δευτερολέπτου αυτό καλύπτει τριακόσιες χιλιάδες χιλιόμετρα, στον ίδιο χρόνο τα υπογεγονότα (υποκβαντικά) που το συνιστούν αναχωρώντας-επιστρέφοντας στο σύμπαν, θα πρέπει να καλύπτουν ασύλληπτα μεγαλύτερες αποστάσεις. Τα υπογεγονότα αυτά κάνοντας πολυδιάστατες διαδρομές σύνθεσης-αποσύνθεσης του κβάντου, συμπίπτουν στη ίδια θέση μ’αυτό κι έτσι η διαφορά ταχύτητας χάνει το νόημά της.  Κάθε γεγονός είναι αποτέλεσμα ροής-αντιροής υπογεγονότων κι η διαδικασία αυτή δεν έχει τέλος αλλά φτάνει ως το άπειρο, όπου καταλήγουμε στο ακίνητο και ακαριαίο, το Εν Δυναμει Είναι.   Το κβάντο ενεργείας, «σύμφωνα» μ’αυτούς τους διανοητές, κάνει απεριόριστες ανταλλαγές με το σύμπαν, έτσι που το σύμπαν να είναι αυτό που γεννά το κβάντο, μα την ίδια στιγμή, το κβάντο επιστρέφει το χρέος του απέναντι στο σύμπαν, παίζοντας ρόλο γενεσιουργό. Το σύμπαν βυθίζεται μέσ’το κβάντο κάνοντάς το να Είναι, και συγχρόνως, το κβάντο εκτινάσσεται-διαστελλόμενο έχοντας ως αποτέλεσμα το ίδιο το σύμπαν. Δηλαδή το γεγονός, στέλνει μηνύματα επαληθεύοντας το σύμπαν και το σύμπαν ανταποκρίνεται την ίδια στιγμή, επαληθεύοντας το γεγονός σχετικά.
     Αυτά τα μηνύματα, συνιστούν κλίμακες αναχώρησης-επιστροφής που ξεκινούν απ’το μήνυμα που αποτείνεται στον εαυτό, μετά στο εγγύτατο περιβάλλον, μετά στο απώτατο και τέλος στο σύμπαν, που είναι ο αντίθετος εαυτός,  παίρνοντας την ίδια στιγμή απόκριση από όλα αυτά ξεχωριστά. Το μήνυμα που αποτείνεται στον εαυτό, είναι αυτό που δεν ξεκινά ποτέ, γιατί πάντα είναι εκεί και είναι αυτό που αποτείνεται στο μηδέν. Το μήνυμα που αποτείνεται στο άπειρο είναι αυτό που δε θα επιστρέψει ποτέ. Αυτά τα δύο μαζί  συνιστούν μια ενότητα εκπροσωπώντας το ακαριαίο και ακίνητο του Ζήνωνα, το εν δυνάμει Είναι.
    Όπως έχουμε τονίσει ξανά, κάθε μήνυμα επιστρέφοντας, επαληθεύει-διαψεύδοντας το γεγονός και στην περίπτωση αυτή το κβάντο, συνθέτοντάς το «λίγο πιο κει» όντας Αυτό-Άλλο- Αλλού.  Δηλαδή Υπάρχει ως Κινούμενο.
(Για περισσότερες πληροφορίες γύρω από την αντιφατική μονάδα και το γίγνεσθαι που μπορεί να δημιουργηθεί, ας δει ο ενδιαφερόμενος την εργασία μου: «ΛΟΓΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ» εκδ. Δωδώνη).
ή στο επόμενο δοκίμιο «Διαλεκτική και ο Κόσμος». 

ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ
Υπάρχουν μαρτυρίες για τα τέσσερα παράδοξα της κίνησης που αποδίδονται στον Ζήνωνα:
Α.  Το βέλος για να φτάσει στο στόχο, πρέπει πρώτα να φτάσει στο μέσον της διαδρομής απ’το βέλος στο στόχο, όμως πριν απ’ αυτό πρέπει να φτάσει στο μισό του μισού αυτής της διαδρομής κι αυτό επ’άπειρον. Το βέλος λοιπόν «έστηκεν» έμεινε ακίνητο.
Β.  Το βέλος για να φτάσει στο στόχο, πρέπει πρώτα να φτάσει στη μισή διαδρομή από το βέλος στο στόχο, μετά στην επόμενη μισή της μισής και αυτό επ’άπειρον.  Το βέλος δεν φτάνει ποτέ.
Γ.  Το βέλος σημαδεύει  μια χελώνα που προχωρεί,  τη στιγμή που πλησιάζει να την πλήξει, αυτή πάει λίγο πιο κει κι αυτό επ’ άπειρον. Το βέλος δεν την πλήττει.
     Στα παράδοξα ο Ζήνων αναδεικνύει κάποιες απ’τις αντινομίες του ορθολογισμού και της τυπικής λογικής. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Παρμενίδης είχε προτείνει κάποιο σύστημα τυπικού ορθολογισμού, όπως προσπάθησα να δείξω στη διαπραγμάτευση των απόψεων του. Έτσι προκύπτει ότι ο Ζήνων δεν ήταν φερέφωνο του Παρμενίδη. Είναι πιθανόν, τα παράδοξα να στρέφονταν κατά των απόψεων του Παρμενίδη. Πέραν αυτού όμως, ήθελε να τονίσει τη σχετικότητα χώρου και χρόνου και τις αντιρρήσεις του για τον τρόπο που αποδεχόμαστε την έννοια της κίνησης.
    Αν τα όντα υπάρχουν ως καταλυτικό-συνθετικό γίγνεσθαι ροής-αντιροής υπογεγονότων, τότε οι έννοιες του χώρου και του χρόνου δε μπορούν να γίνονται αντιληπτές με τον αντικειμενικό τρόπο της τυπικής λογικής. Πρέπει ν’αναθεωρηθούν. Ο χώρος και ο χρόνος (καταλυτικο-συνθετικά) είναι ένα ενιαίο συνεχές, όπου χώρος είναι το ποσό (μήκος κύματος) κι χρόνος συχνότητα επανάληψής του ποσού στη συγκεκριμένη θέση σύμπτωσης των διερχομένων ποσών (υπογεγονότων) που συνιστούν το γεγονός. Δηλαδή το ον καταλυτικο-συνθετικά είναι ένα γίγνεσθαι ροής-αντιροής υπογεγονότων σε μια θέση που συνεχώς αλλάζει, αυτή η σχέση ροής-αντιροής είναι χωροχρονική σχέση, συχνότητας-μήκους κύματος, (δηλαδή το Είναι σαν Κίνηση). Έτσι το βέλος είναι ένα χωροχρονικό γεγονός, ευρίσκόμενο σε συνεχή καταλυτική-συνθετότητα. 
     Το βέλος υπ’αυτή την έννοια, συνίσταται ως συχνότητα ροής-αντιρροής υπογεγονότων, που το μήκος κύματός τους είναι τόσο μικρότερο, όσο μεγαλύτερη είναι η συχνότητά τους. Ακόμα αυτό που καταλύεται-συντιθέμενο δε μπορεί να έχει ταχύτητα, με τον τρόπο που την έχουμε συνηθίσει αφού είναι συνεχώς άλλο-αλλού.

Ας δούμε τα παράδοξα με άλλη ματιά: Το βέλος εκτοξεύεται με ορμή και το μήκος του μεγαλώνει κατά τη διεύθυνση της φοράς του. Όσο πλησιάζει στον στόχο, λόγω της τομής της πορείας στη μέση επ’άπειρον, επιβραδύνεται-επιταχυνόμενο, και τη στιγμή που η απόσταση βέλους και στόχου, τείνει προς το μηδέν,  η χωροχρονική σχέση είναι μηδενική και άπειρη. Έτσι όταν η απόσταση τείνει για το μηδέν, το μήκος του βέλους τείνει για άπειρο. Το βέλος αγγίζοντας το στόχο είναι ακίνητο κι ακαριαίο. Δηλαδή το τόξο, το βέλος, ο στόχος κι η απόσταση συνιστούν μιαν ενότητα που συμβαίνουν τα εξείς: Για να αγγίξει το τόξο το στόχο με το βέλος ή το βέλος γίνεται άπειρο κι η απόσταση μηδενίζεται ή τα τμήματα του βέλους γίνονται άπειρα και το μήκος τους μηδενίζεται. Έχουμε άπειρο μέτρο μήκους κύματος και μηδενική συχνότητα ή μηδενικό μέτρο μήκους κύματος κι άπειρη συχνότητα (το αντιφατικό στοιχειώδες του Ζήνωνα).

Ας υποθέσουμε τώρα, πως το βέλος εκτοξεύεται τείνοντας προς κάποιο στόχο στο διάστημα.  Η «πρόθεση» του βέλους είναι να πορεύεται ευθύγραμμα κι ομαλά προς το στόχο.  Οι τμήσεις της διαδρομής του όμως στο μισό, είναι οι εκτροπές της πορείας του. Αυτό, γιατί ο χώρος περιστρέφεται και το βέλος εκτρέπεται της πορείας προς το στόχο λόγω της περιστροφής. Το βέλος για να προλάβει την εκτροπή επιταχύνεται, όμως μ’όλο που η πορεία τείνει να ευθυγραμμιστεί, χάνει πάντα κάτι. Για να μπορέσει το βέλος να πετύχει το στόχο, πρέπει να έχει ταχύτητά  ακαριαία. (Τότε, αφού στο ακαριαίο το βέλος είναι την ίδια στιγμή στην εκκίνηση και στο στόχο, έχει συγχρόνως ταχύτητα μηδενική έχοντας διασταλεί στο άπειρο, όντας παντού και πουθενά).  

Τώρα, ας δούμε το θέμα αλλιώς:  Το βέλος τείνει για το στόχο μα λόγω της περιστροφής του χώρου, εκτρέπεται απ’την πορεία του.  Αυτό θα κάνει πολλούς κύκλους αναχώρησης-επιστροφής, λόγω της κυρτότητας της πορείας του και μετά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, τείνει να γυρίσει στη θέση που ξεκίνησε. Αν το σύμπαν είναι κλειστό, επαληθεύει τον εαυτό του απ’την αντίθετή του πλευρά, κλείνοντας τον «κύκλο» του. Απ’την όψη αυτή ο στόχος είναι ο αντίθετός του εαυτός.  Αν το σύμπαν είναι ανοιχτό, το βέλος γυρίζει κάποτε στη θέση που ξεκίνησε, μα όχι  απόλυτα, επαληθεύει-διαψεύδοντας το στόχο που είναι ο εαυτός. Θέλοντας λοιπόν να επαληθεύσει απόλυτα το στόχο, πρέπει να κάνει απεριόριστες αναχωρήσεις-επιστροφές. Έτσι αγγίζει λίγο το στόχο, με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά που επανέρχεται.  Δηλαδή η επαλήθευση του στόχου-εαυτού, ξεκινά από ελάχιστη επαλήθευση και μέγιστη διάψευση και περνώντας απ’όλες τις πιθανές διαψεύσεις-επαληθεύσεις καταλήγει στη μέγιστη επαλήθευση και ελάχιστη διάψευση.  Στη μηδενική επαλήθευση, το βέλος δεν έχει φύγει ακόμα, στην απόλυτη, το βέλος μεν επαληθεύει το στόχο απόλυτα, αλλά σε μια άλλη απόλυτα διαφορετική θέση δηλαδή τον διαψεύδει απόλυτα. (Οι δύο αυτές θέσεις είναι η ανάμνηση του μηδενικού και ακαριαίου που περιέχουν τα πάντα μέσα τους).  Υπάρχει μια κλίμακα αναχωρήσεων-επιστροφών, όπου το μέτρο της επαλήθευσης, εξαρτάται από αυτές.

Συνοπτικά: το βέλος που φεύγει-επιστρέφοντας, κάνοντας αναρίθμητους «κόμβους» διάψευσης- επαλήθευσης, έως ότου συναντήσει το στόχο από τη σωστή πλευρά και το τόξο από την αντίθετη. Τότε τόξο, βέλος και στόχος είναι Ένα, η ταχύτητα του βέλους ακαριαία και μηδενική, και το βέλος μηδενικό και άπειρο. Αυτή είναι η διαδικασία της Κίνησης ως Γίγνεσθαι όπως θ’αναδεικνύετο απ’τη λογική των Ηράκλειτου, Αναξίμανδρου και Ζήνωνα με σημερινούς όρους. Είναι μια συνάρτηση κυματιακής φύσης,  που αλλάζει θέση γιατί βρίσκεται σε συνεχή καταλυτική-συνθετότητα. Η συνεκτικότητά του βέλους όντας ρευστή, τεμαχίζεται συνεχώς κατά την κίνηση σε μικρά τμήματα που τη στιγμή της κρούσης, είναι άπειρα-μηδενικά· γυρίζει έτσι στο αξίωμα του Ζήνωνα, όπου η ελάχιστη τμήση κάποιου, που τείνοντας για το μηδέν, τείνει συγχρόνως για το άπειρο.

Δ.  Λέγεται πως στο τέταρτο παράδοξο του Ζήνωνα, υπάρχει συγχύση στην παράδοση των κειμένων και ίσως υπάρχει. Εγώ θα το χρησιμοποιήσω όπως αναφέρεται στις εκδόσεις Κάκτος, ότι το παραδίδει ο Αριστοτέλης στα Φυσικά Ζ 9. 239b 33:
   περί τῶν ἐν σταδίῳ κινουμένων ἐξ ἐναντίας  ἴσων ὄγκων παρ᾽ ἴσους, τῶν μὲν ἀπὸ
   τοῦ τέλους τοῦ σταδίου  τῶν δὲ ἀπὸ τοῦ μέσου ἴσῳ τάχει ἐν ᾧ συμβαίνειν, οἴεται,
   ἴσον εἶναι χρόνον τῷ διπλασίῳ τὸν ἥμισυν.
[Όταν στο στάδιο κινούνται σώματα ίσων όγκων αντιθέτως, άλλα ξεκινώντας απ’τη μέση του σταδίου κατευθυνόμενα προς το τέρμα κι άλλα ξεκινώντας απ’το τέρμα κατευθυνόμενα προς την θέση εκκίνησης, νομίζει ο Ζήνων (λέει ο Αριστοτέλης), ότι κινούμενα με την ίδια ταχύτητα, τα μεν διανύουν διπλάσια απόσταση από τα δε].

Θα προσπαθήσω να διερευνήσω αυτό το νοητικό πείραμα από πολλές όψεις:  Το σώμα που κινείται από το τέρμα προς την εκκίνηση, έχει να διανύσει διπλάσιο διάστημα απ’αυτό που κινείται απ’το μέσον του σταδίου προς το τέρμα. Αν αυτά τα σώματα αρχίσουν να κινούνται με τη διαδικασία της τομής της απόστασης στη μέση, είναι φυσικό να έλθει στιγμή, που και τα δυο θα έχουν πλησιάσει στο τέρμα, έχοντας πάντα μιαν ασύλληπτα μικρή διαφορά, που τείνοντας προς το στόχο τους η διαφορά συνεχώς μικραίνει.  Έχουν λοιπόν διανύσει στον ίδιο χρόνο σχεδόν διπλάσιες αποστάσεις. (Η διαφορά που συνεχώς μικραίνει τείνοντας προς το μηδέν, είναι βηματισμός πάνω στον απειροστικό λογισμό).

Τώρα αλλάζουμε λίγο αυτό το νοητικό πείραμα, βάζοντας δυο  σώματα ίσου μεγέθους, να κινούνται, εν σειρά το ένα πίσω από τ’άλλο, απ’την εκκίνηση πρός το τέρμα το ένα, και απ’το μέσον προς το τέρμα το άλλο.
    Ακολουθώντας κι αυτά την διαδικασία μετακίνησης, όπου η απόσταση τέμνεται επ’ άπειρον στο μέσον, συμβαίνει το εξής:  Όταν το ένα σώμα τείνει να φτάσει στο τέρμα, θα πρέπει και το άλλο να τείνει για το τέρμα επίσης.  Μολονότι είχαν απόσταση μισού σταδίου, το δεύτερο έχει κολλήσει στο πρώτο έχοντας μηδενίσει την απόσταση μεταξύ τους.

Ας δούμε την κίνηση ενός και μοναδικού σώματος επάνω σ’αυτό το ιδιόμορφο στάδιο:  Το κινούμενο σώμα έχει ένα συγκεκριμένο μήκος Α. έως Β.  Αυτό κινούμενο ακολουθεί τη διαδικασία της συνεχούς τμήσης της απόστασης στο μισό επ’άπειρο, και τείνει να φτάσει στο τέρμα του σταδίου υπολογιζόμενο απ’το σημειο Α. Όμως την ίδια στιγμή η απόστασή του υπολογιζόμενη κι απ’το σημείο Β, πρέπει να τείνει επίσης προς το τέρμα, αφού θα έχουμε ακολουθήσει την διαδικασία τμήσης της απόστασης στο μισό, και απ’το σημείο Β. Το μήκος Α-Β του σώματος  σύμφωνα με τους δυό υπολογισμούς μαζί, (δηλαδή από το Α ως το τέμα και από το Β ως το τέρμα), τείνοντας για το τέρμα πρέπει να μικραίνει, και να συμπιέζεται έτσι που το πλάτος του να μεγαλώνει. Τη στιγμή λοιπόν που το σώμα αγγίζει στο τέρμα, το μήκος του μηδενίζεται και το πλάτος του τείνει για το άπειρο.  Αυτό το παράδοξο αποδέχεται κάπως διαφορετικά κι σύγχρονη επιστήμη. Ο Λόρεντζ έχει αποδείξει μαθηματικά, ότι το μήκος του κινουμένου σώματος μεταβάλλεται κατά την διεύθυνση της κίνησής του, κάτι που έχει γίνει δεκτό και απ’την θεωρία της σχετικότητας.

Ας συνοψίσουμε:  Το βέλος σύμφωνα με το πρώτο παράδοξο θέλει να φύγει για το στόχο, μα δε μπορεί. Τείνει να φύγει συγχρόνως επιστρέφοντας, δηλαδή κάνει τοπική περιστροφή.
   Σύμφωνα με το άλλο παράδοξο, το σώμα φεύγει για το στόχο αλλά λόγω της συνεχούς τμήσης της πορείας του, εκτρέπεται απ’την ευθύτητά της ακολουθώντας πορεία κυρτή. Και σύμφωνα με τ’άλλο παράδοξο το μήκος του μικραίνει κατά τη διάρκεια της πορείας του προς τη διεύθυνση της κίνησής του.
    Έχουμε ένα κινούμενο ευθύγραμμα και ομαλά σώμα, το οποίο ακολουθεί πορεία κυρτή, έχει σπίν και το μήκος του μικραίνει κατά τη διεύθυνση της κίνησής του. Επιβραδύνεται-επιταχυνόμενο και τη στιγμή της κρούσης, είναι μηδενικό και άπειρο, ακίνητο και ακριαίο.
[Οι προσθήκες που έκανα στο τέταρτο νοητικό πείραμα του Ζήνωνα δεν είναι αυθαίρετες.  Στις διάφορες μαρτυρίες και εκδοχές,  βλέπουμε χωρίς αναγκαίο λόγο, να τονίζεται το μέγεθος των σωμάτων κι έτσι τόλμησα να «παίξω» με το μέγεθος και τις αποστάσεις, χρησιμοποιώντας τη σκέψη του Ζήνωνα].

ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΤΟΥ ΑΪΝΣΤΑΪΝ

Το φανταστικό τρένο του Αϊνστάιν κινείται πάνω σε μιαν ευθεία σιδηροδρομική γραμμή εκατομμυρίων χιλιομέτρων, με ταχύτητα που πλησιάζει αυτήν του φωτός. Στο σταθμό αναχώρησης και στο σταθμό άφιξης, υπάρχουν ρολόγια συντονισμένα. Όταν το τρένο φτάσει στον προορισμό του, το ρολόι του ταξιδιώτη, θα πηγαίνει κατά πολύ πίσω από το ρολόι του σταθμού. Το τρένο αυτό κατά την κίνησή του θα είναι μεγαλύτερο απ’ότι όταν ήταν σταματημένο στο σταθμό, κι αυτό μπορούν να το διαπιστώσουν μόνον αυτοί που βρίσκονται στο σταθμό, για τους ταξιδιώτες το μήκος του τρένου είναι ίδιο.  Φτάνοντας το τρένο  στο σταθμό, οι πόρτες σύμφωνα με τους ταξιδιώτες, ανοίγουν ταυτοχρόνως ενώ για τους παρατηρητές του σταθμού, ανοίγουν με διαφορά.

Το τρένο του Αϊνστάιν και το βέλος του Ζήνωνα έχουν αρκετά κοινά. Το τρένο του Αϊνστάιν δεν μπορεί να υπερβεί την ταχύτητα του φωτός. Πλησιάζοντάς την, απ’τη μια επιταχύνεται απ’την άλλη επιβραδύνεται και αν την αγγίξει, θα σταματήσει γιατί η μάζα του θα είναι άπειρη. Αυτό θυμίζει την τομή της πορείας του βέλους επ’ άπειρον στη μέση.  Το βέλος του Ζήνωνα μολονότι κινείται με σταθερή ταχύτητα,  την ίδια στιγμή λόγω  της συνεχούς τομής της πορείας του στη μέση, επιβραδύνεται κι όταν πλησιάζει στο στόχο, τείνοντας να τον φτάσει, σταματά. Το απροσπέλαστο όριο του Ζήνωνα φαίνεται να είναι η ταχύτητα. Έτσι στην πρώτη περίσταση, (του Αϊνστάιν) η επίτευξη της ταχύτητας απαγορεύεται από τη μάζα, ενώ στη δεύτερη (του Ζήνωνα), απ’την τμήση της πορείας της επ’άπειρον στο μισό. Ο Αϊνστάιν δείχνει ότι η ταχύτητα του φωτός είναι ανυπέρβλητη και πως πλησιάζοντάς την, πάρα πολλά παράδοξα συμβαίνουν. Ο Ζήνων μας προϊδεάζει πως όλα αυτά συμβαίνουν, γιατί αληθινά η κίνηση, ο χώρος και ο χρόνος είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που αντιλαμβανόμαστε. (Καταλυτικο-συνθετικά το κινούμενο είναι Άλλο-Αλλού , άρα το φωτόνιο δε δικαιούται να έχει ταχύτητα. Η ταχύτητα του φωτός λοιπόν είναι μια ψευδαίσθηση την οποία εμείς εντάσσουμε στους νόμους της νευτώνειας αντικειμενικότητας αλλά σε γεγονότα του κβαντικού κόσμου αντινομεί. Όλα τα παράδοξα της Σχετικότητας συμβαίνουν γιατί εκτός από την ταχύτητα ούτε χρόνος ως διάρκεια ούτε χώρος ως έκταση υπάρχει στον κβαντικό κόσμο).

Στο νοητικό πείραμα του τρένου, η Ζηνώνια αντίληψη θα ήταν έτσι: Το τρένο, τα πράγματα και όντα που συμμετέχουν, είναι καταλυτικές-συνθετότητες ενός άλλου γίγνεσθαι, που εμείς όλα τα στριμώχνουμε στον ίδιο νοητικό χώρο, ενώ ανήκουν αλλού.  Καθένα απ’αυτά, είναι ένα άλλο, διαφορετικό παίγνιο καταλυτικής-συνθετότητας που επειδή είναι συνεχώς Άλλο, δεν έχει διάρκεια  ή η διάρκειά του είναι φαινομενική και μπορεί να λειτουργεί μέσ’τα όρια της κοινής φαινομενικότητας όλων αυτών που συμμετέχουν. Όμως σε οριακές καταστάσεις, όπως είναι όλο το σύστημα αυτό στην ταχύτητα του φωτός, φανερώνονται όλα τα παράδοξα. Αυτό γιατί, δε μπορεί να είναι συμβατό, το φως να έχει ταχύτητα αφού τα στοιχειώδη του, τα φωτόνια (τα πυρίδια που έλεγαν τότε), δε θα μπορούσαν ούτε φαινομενικά να διαθέτουν ταυτότητα (να διαρκούν όντας Αυτά).  Τότε όλο αυτό το σύστημα για να μπορεί να αιτιοκρατηθεί, θα πρέπει να τεθεί σε άλλη βάση. Δηλαδή ό,τι μετέχει στο νοητικό πείραμα του τρένου, δεν είναι πράγμα, αλλά κινητική πλοκή φωτός. Δηλαδή ενός άλλου επιπέδου, που υπάρχει υποκάτω του αντικειμενικού κόσμο των πραγμάτων, όπου εκεί όλα είναι σχέσεις συχνοτήτων ροής-αντιροής κυμάτων φωτός. Στριμώχνουμε την έννοια του χρόνου ως διάρκεια μαζί με την έννοια του χρόνου ως συχνότητα, στο ίδιο γλωσσικό παίγνιο ενώ αυτά είναι το ίδιο γεγονός που ανήκει σε άλλο γλωσσικό παίγνιο. Δηλαδή μπλέκουμε τον χρόνο της νευτόνιας αντικειμενικότητας, με τη συχνότητα (που είναι ο χρόνος του κβαντικού αντιτερμινισμού). Αν ο αναγνώστης προσέξει τον τρόπο που οι Ζήνων, Ηράκλειτος και Αναξίμανδρος εννοούσαν την κίνηση, θα συμφωνήσει
ότι η προηγούμενή μου πρόταση δεν είναι υπερβολική ή αυθαίρετη.

ΠΡΟΚΛΟΣ  ες Παρμενίδην 127d,   694,  23

    4. εἰ πολλὰ τὰ ὄντα τὸ αὐτὸ ὄν ὅμοιὸν ἐστι καὶ ἀνόμοιον
(Νομίζω ότι αυτό εκφράζει την αμφισημεία των προτάσεων του Ζήνωνα, ενώ το υπόλοιπο τμήμα είναι λανθασμένη επεξηγηματική προσθήκη του Πρόκλου που θέλει να συντονίσει το Ζήνωνα με τον δάσκαλό του Παρμενίδη).  ἀλλὰ μὴν ἀδύνατον τὸ αὐτὸ ὅμοιον εἶναι καὶ ἀνόμοιον, οὐκ ἄρα πολλὰ τὰ ὄντα.

[Αν υπάρχουν πολλά όντα, κάθε ον είναι όμοιο και ανόμοιο με τον εαυτό του (άρα δεν υπάρχουν πολλά όντα;)].

     Το περιεχόμενο αυτού του ισχυρισμού, μπορεί κάποιος να δει στον «Παρμενίδη» του Πλάτωνα. Λέγεται, πως υπάρχουν αμφιβολίες για την γνησιότητα αυτού του έργου και ότι κάποιος μέσω ενός πλατωνικού διαλόγου, κριτικάρει το έργο του Πλάτωνα.  Εκεί φαίνεται ο Σωκράτης νέος να ανοίγει συζήτηση με τον Ζήνωνα, ρωτώντας τον για το περιεχόμενο του ισχυρισμού που αναφέραμε. Σε αυτό το έργο, παρουσιάζεται ο Παρμενίδης να ερμηνεύει και να αναπτύσσει όλο το σκεπτικό και τις διαστάσεις  που θα μπορούσε να πάρει αυτός ο ισχυρισμός.
     Ο Πλάτων μέσα απ’το στόμα του Παρμενίδη, παρουσιάζει τις αντινομίες του ορθολογισμού και στρέφεται ενάντια στις δικές του απόψεις, μα την ίδια στιγμή και στις απόψεις του ίδιου του Παρμενίδη.  Επειδή όμως οι Νεοπλατωνικοί κι οι Πλατωνιστές που γνωρίζουν όλες τις πτυχές του έργου του, δέχονται το έργο ως γνήσιο, κάτι άλλο πρέπει να συμβαίνει: Ο Πλάτων σαν Έλληνας, φανερώνει την εγκυρότητα του Αντίθετου, σαν αντίποδα, αυτού που ο ίδιος πιστεύει, ως μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση στη νόηση. Ας μην ξεχνάμε ότι κι ο Καντ ολοκληρώνοντας την ανάπτυξη του Καθαρού Λόγου, αναδεικνύει τις τέσσερις αντινομίες του. Ίσως ο Παρμενίδης όταν έγραψε το έργο του «περὶ φύσεως» να ήταν νέος, πιθανόν γύρω στα είκοσι, μια και η θεά τον αποκαλεί κούρο.  Μπορεί από τα ερωτήματα του μαθητή του, να είχε διαπιστώσει και τις αντινομίες του δικού του έργου. Έτσι ή αλλιώς το έργο του Ζήνωνα, πρώτα από όλα, ενάντια στο Εόν του Παρμενίδη στρεφόταν και δεν το επικουρούσε, μάλλον συμφωνούσε με τον Ηράκλειτο. Ο Παρμενίδειος δρόμος που ήταν «της αλήθειας η αταλάντευτη ψυχή», είναι αντίθετος απ’τον δρόμο της αντιφατικότητας, «που ακολουθώντας τον οι άνθρωποι πλάττονται δίκρανοι, δίβουλοι, γιατί η αμηχανία φωλιάζει στα στήθια τους, αυτοί που νομίζουν ότι σε όλα υπάρχει και τρόπος αντίδρομος να είναι». «Αυτοί που δεν τους αρκεί η μια όψη των πραγμάτων γιατί τα αντίθετα θεωρούν ενωμένα, βάζοντας την ίδια στιγμή και όρια μεταξύ τους. Απ’τη μια βλέπουν της φλόγας το αιθέριο πυρ να είναι πάντα ο εαυτός του και από την άλλη, διαφορετικό από τον εαυτό του, όλα να είναι ίδια κι αντίθετα με τον εαυτό τους,  πυκνό κουβάρι μπερδεμένο».
    Ο Πλάτων στο έργο του «Παρμενίδης», τον παρουσιάζει να αναιρεί, όσα ισχυρίζεται ο Παρμενίδης στο ποίημά του «περί φύσεως», περνώντας στην αντίπερα όχθη. (Μπορεί κάποιος να υποθέσει, ότι η Διαλεκτική Λογική του Χέγκελ έχει την αφετηρία της στον «Παρμενίδη» του Πλάτωνα, η σχέση της με την Ηρακλειτική διαλεκτική είναι μάλλον τυχαία. Το απόλυτο του Χέγκελ ταιριάζει περισσότερο με το Εόν του Παρμενίδη).

Όλη αυτή η συζήτηση έφτασε σε μας κατακερματισμένη και θα είχε πλέον θαφτεί αν δεν την έφερναν πίσω οι Ευρωπαίοι σοφοί. Ακόμα σήμερα, οι διαφωνίες επιστημόνων και φιλοσόφων, ενώ μοιάζουν διαφορετικές, απ’αυτές της εποχής εκείνης, έχουν απλά αλλάξει τη φρασεολογία γυρνώντας τελικά στα ίδια ερωτήματα.
     Η σύγχρονη επιστήμη έχει βασιστεί πάνω στον «πρότερο» Παρμενίδη και τον Αριστοτέλη, αναζητώντας θετικά στηρίγματα, για να μπορεί να πατά σίγουρα εκεί που τα βήματά τους θα ορίζονται από μαθηματικούς τύπους, χωρίς «εάν και ίσως», χωρίς Είναι-Μη Όντας. Αυτό δεν ήταν καθόλου άσχημο ως τώρα, σε όλες τις δραστηριότητες της επιστήμης είχαμε όλοι μάθει να περιμένουμε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Αυτό θεωρούσαμε επιστήμη. Φτάνοντας όμως στο χώρο του ελαχίστου, δε μπορούμε πια να βλέπουμε τα πράγματα έτσι.  Ο ορθολογισμός κι ο ντετερμινισμός δοκιμάζονται γιατί δε μπορούν πλέον να ερμηνεύουν τα γεγονότα. Η τυπική λογική, η τόσο αναγκαία για τις μετρήσεις, τις συγκριτικές διαδικασίες και τις επαληθεύσεις, σ’αυτόν το χώρο που η ταυτότητα των γεγονότων με τον εαυτό τους αίρεται ή ακυρώνεται δεν λειτουργεί, αφού τα πάντα «είναι όμοια και ανόμοια με τον εαυτό τους».

Ο Ηράκλειτος σαν την Σίβυλλα, «χιλίων ἐτῶν ἐξικνεῖται τῇ φωνῇ», εξακοντίζει τη φωνή στο μέλλον.        Έχουν περάσει 2500 χρόνια και η φωνή του δεν έφτασε ακόμη στο στόχο.
 «Δεν ξέρουμε ούτε να την ακούμε, ούτε να την μιλάμε, είμαστε κοιμώμενοι καθ’ένας στον δικό του κόσμο».

Ο ΛΟΓΟΣ

Μολονότι στην έννοια του λόγου, έχουμε αναφερθεί είναι ανάγκη να ξαναδούμε το θέμα, λόγω της μεγάλης του φόρτισης: Η ουσία, σύμφωνα με τον Παρμενίδη, είναι σύμφυτη με το νοείν και το νοείν είναι πεφατισμένο μέσ’το Ον.  Συμφωνούν λοιπόν ο Παρμενίδης κι ο Ηράκλειτος ότι η παγκόσμια ενότητα βρίσκεται στο Λόγο.  Ο Λόγος είναι ουσία, νόηση και λέγειν.  Η διαφορά τους βρίσκεται στη λογική. Σύμφωνα με τον Παρμενίδη, ο άνθρωπος είναι πεφατισμένος με Νόηση και Λόγο, κι αυτό του δίνει τη δυνατότητα να γνωρίζει, να έχει έγκυρη ενόραση και φαντασία και να κάνει έγκυρους συλλογισμούς. Κι επειδή όλα είναι πεφατισμένα με νόηση και λόγική, μπορούν να νοηθούν και να περιγραφούν με τον Λόγο· γι’αυτό ο άνθρωπος, μπορεί να κοινωνεί με το Όλον.  Σ’αυτό ακριβώς συμφωνούν ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης.  Όμως, άλλος είναι ο Λόγος του Ηράκλειτου κι άλλος του Παρμενίδη. Ο Λόγος όμως του Παρμενίδη είναι αντιθετικός, κι έχει σαν ραχοκοκκαλιά τον Ορθολογισμό, ενώ του Ηράκλειτου είναι αντιφατικός κι έχει σαν ραχοκοκκαλιά τη Διαλεκτική λογική. Ο Λόγος του Παρμενίδη, είναι ο δρόμος που φτάνει ο διανοητής στο Εόν (το αληθώς υπάρχον), ενώ ο Λόγος του Ηράκλειτου είναι το ίδιο το Όν, η ίδια η ουσία, η ίδια η Διαλεκτική, το αέναο γίγνεσθαι.  Ο Ηράκλειτος με την έννοια Λόγος, μας οδηγεί στη λογική της φύσης, τη λογική του ζώντος, που κατάυτόν μόνο με τον Αντιφατικό Λόγο μπορεί να λέγεται. 
    Ο Ξενοφάνης είχε πει, ότι όλα στο απώτατο βάθος τους είναι ακατάληπτα. Δηλαδή υπάρχουν Πολλά που συνιστούν το Όλον και κάθε ένα από αυτά, είναι άρρητο, αξίωμα, καθαυτό, όντας μια ταυτότητα καθεαυτή που τελικά είναι μια Ιδέα. Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι ο Ξενοφάνης όπως κι ο Παρμενίδης δέχονται έναν κόσμο πεπερασμένο και σφαιρικό.
    Ο Ηράκλειτος αντιστρατεύεται την έννοια του άρρητου, ό,τι υπάρχει είναι Λόγος και ουσία που λέγεται αντιφατικά.  Ο Λόγος είναι η αντιφατικότητα, ως καταλυτική-συνθετότητα του Είναι. Κάθε αληθινό πρέπει να έχει τρόπο να αντιλέγει τον εαυτό του όντας αυτοαναιρούμενο.  Κάθε αντίληψη που δέχεται Πολλά, δηλαδή αιώνια-αναλλοίωτα στοιχεία ή ιδέες, εγείρει συνεχώς ερωτήματα που στο βάθος τους είναι αναπάντητα. Η γλώσσα των Αιωνίων Αξιών δε μπορεί να «πει» τον κόσμο όπως είναι, γι’αυτό ο Ηράκλειτος τονίζει πως λέει τα πάντα όπως έχουν.
      Αυτό το πρόβλημα, δηλαδή ποια γλώσσα είναι η πιο αληθινή, έχει απασχολήσει έντονα τους κύκλους της επιστήμης και της φιλοσοφίας απ’την αρχαιότητα ως σήμερα.  Ιδεολογίες και φιλοσοφικά ρεύματα, από τον Καντ, στον Χέγκελ, τον Χιουμ, τον Βιττγκνστάιν, τον Ράσσελ, τον Καρνάπ κλπ. διασταύρωσαν τα ξίφη τους.  Η συζήτηση αυτή, ξεκίνησε από τον Ηράκλειτο και τον Παρμενίδη κι όπως φαίνεται θα συνεχίζεται όσο ο ντετερμινισμός θα αποκαθηλώνεται από την κβαντομηχανική, που γυρεύει άλλη γλώσσα για να μπορεί να μιλήσει τον κόσμο όπως είναι. Νομίζω ότι τα μαθηματικά δεν ανακαλύφθησαν για πρακτικούς λόγους αλλά για φιλοσοφικούς. Οι άνθρωποι ένιωθαν την ανάγκη να ανακαλύψουν ιερές γλώσσες, να εκφέρουν τον θείο λόγο. Γλώσσες που να είναι ο ίδιος ο Κόσμος. Αυτό το πρόβλημα που η σύγχρονη φιλοσοφία πρότεινε ως νέο, είναι το αρχαιότερο. Δηλαδή ποια είναι η γλώσσα της αλήθειας, ποια είναι η εγκυρότητα της λογικής και ποιά η αξία της εμπειρίας.
   Η γλώσσα των μαθηματικών όπως οργανώθηκε έως σήμερα, προϋποθέτει την ύπαρξη Πολλών, που είναι η πολυμάθεια του Πυθαγόρα κι ο ορθολογισμός του Ξενοφάνη και του Παρμενίδη. Για να μιλήσει κάποιος αυτή τη γλώσσα, είναι ανάγκη να δεχτεί μια σειρά από απαράβατους όρους, τα αξιώματα, που είναι αδιαπραγμάτευτα. Η προσπάθεια των σύγχρονων θετικιστών, για τη σύνταξη γλώσσας της αλήθειας,  είναι η ίδια προσπάθεια που συνεχίζεται. Επειδή όμως έχουμε ως συνήθεια να ξεχνάμε τις ρίζες και την ουσία των κεκτημένων μας, χρειάζεται πάντα ένας επαναπροσδιορισμός για να τα θυμηθούμε. Έτσι οι γλώσσες που θα συντάσσονται, θα έχουν καταβολές στον Πυθαγόρα, τον Ξενοφάνη και τον Παρμενίδη και θα έχουν πάντα ένα πολύ μικρό έλλειμμα αξιοπιστίας, όταν επάνω τους πέφτει η σκιά του απειροστικού.  Η βασική προϋπόθεση για την ακριβή λειτουργία αυτών των γλωσσών είναι ότι διαδραματίζονται μέσα σε κλειστά συστήματα, δηλαδή σε ένα σύμπαν πεπερασμένο.
     Αντίθετα ο Λόγος του Ηράκλειτου, δεν έχει ανάγκη να απαντά σε τέτοια ερωτήματα, παρά μόνο στο πως συνίσταται αυτή η αντιφατική γλώσσα που προτείνει.  Έχει ήδη αρθρώσει γλώσσα Διθυραμβική, φθέγγεται όπως η Σίβυλλα και μας έχει δείξει το πως αυτός ο Λόγος πλέκεται σαν επιστήμη.
     Ο κόσμος του Πυθαγόρα,  σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, είναι κόσμος πολλών αιωνίων, ενώ ο δικός του είναι κόσμος του Ένός-Γίγνεσθαι.
     Ο Παρμενίδης βρίσκεται ανάμεσα, θέλει τον κόσμο του Ενός με τη λογική των Πολλών -μας μπερδεύει-. Το Εόν είναι το Υπάρχον και εξ ορισμού «είναι αυτό που Είναι» ενώ το Μη-Είναι εξορισμού δεν υπάρχει.  Το Εόν του Παρμενίδη είναι το Απόλυτο-Είναι του Χέγκελ, κι ο κόσμος της καθημερινότητος, είναι ο φθαρτός, ο αντιφατικός, ο φαινομενικός. Είναι ο κόσμος των «θνητών» όπου τα όντα «Είναι-Μη Όντας». Η αντιφατικότητα συμπίπτει με τη φαινομενικότητα αλλά για να περιέχει στο βάθος το «αληθώς υπάρχον» στρέφεται σε αντιθετικότητα.  Ο Πλάτων στο έργο του «Παρμενίδης» σκιαγραφεί αυτή τη φαινομενικότητα κι ο Χέγκελ την αναπτύσσει σαν Διαλεκτική Λογική. Γι’αυτό ο Χέγκελ, χωρίς δικαιολογία, καθίζει το Απόλυτο πάνω στο κεφάλι της Διαλεκτικής κι ενδόμυχα προσπαθεί να γεφυρώνει την αντίφαση με τον ορθολογισμό, δημιουργώντας κάποιες φορές πανδαινόνιο ακατανοησίας καί στους ορθολογιστές καί στους διαλεκτικούς. Ενώ ο Καντ, ως Παρμενίδης, προτείνει το δρόμο του «Είναι» απορρίπτοντας από τον λογισμό το «Μη Είναι» και το «Είναι-Μη Όντας». Πατώντας μόνο στο Είναι, μπορεί να βρεί το Εόν, το Απόλυτο, το «Καθαρό Είναι» που υπάρχει μέσα μας εκ των πρωτέρων.   Ο Ζήνων, φίλος και μαθητής του Παρμενίδη, πιθανόν είχε αντιρρήσεις στο έργο του δασκάλου του, αφού το υπάρχον του Ζήνωνα, δεν ήταν ούτε ατρεμές ούτε πεπερασμένο, ήταν μηδενικό και άπειρο συγχρόνως, ήταν αντιφατικό. Οι απόψεις που αναπτύσσει ο Πλάτων στο έργο του «Παρμενίδης», ταιριάζουν περισσότερο στον Ζήνωνα παρά στον Παρμενίδη.  Ο Πλάτων δεν μπορεί να μην ήταν ενήμερος γι’αυτό. 
    Όταν ο Παρμενίδης έγραψε το έργο του «περί φύσεως» ήταν νέος, αφού η Θεά τον αποκαλεί κούρο. Ο μεγαλοφυής αυτός άνθρωπος, θα πρέπει να συνέλαβε τη θεωρία του, περίπου είκοσι χρονών και μπορεί ο Ζήνων, να τον είχε πείσει για κάτι άλλο διαφορετικό.
     Δεν θα μάθουμε ποτέ με βεβαιότητα, τι συνέβει σ’αυτό το μαγικό ταξίδι της προσωκρατικής σκέψης, μας έμειναν στάχτες, συντρίμμια και καμμένες βιλιοθήκες. Οι χριστιανοί «έσωσαν» τον κόσμο απ’την «Ελληνική βλασφημία» της απιστίας.                             
                             «ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι».
Η απιστία, η αμφιβολία, αποτρέπει απ’την άγνοια. Η πίστη αποτρέπει απ’την γνώση. Η πίστη γεννά το φανατισμό, ο Ορθολογισμός την ανελαστική σκέψη.  Ο Μυστικισμός πατά από τη μια στην πίστη κι από την άλλη στην τυπικότητα του Ορθολογισμού.  Ο μυστικιστής πρέπει να ανεβεί περίτεχνα τη σκάλα του ορθολογισμού αφού πρώτα αποδεχτεί μια σειρά από αρχές, όπως σε κάθε ορθολογικό οικοδόμημα κι όταν φτάσει στο ύψος της αλαζονείας του, σπρώχνει τη σκάλα στο βάραθρο, δεν την χρειάζεται πια.
    Το τρίπτυχο ορθολογισμού, φανατισμού (δηλαδή της αληθινής πίστης) και μυστικισμού, ανοίγουν δρόμο στην απολυταρχία που είναι η βαρβαρότητα. Αντίθετα η αμφιβολία γεννά την έρευνα, τη διαλεκτική σκέψη και τη δημοκρατία της ισότιμης συμμετοχής όλων των πολιτών.               Η Διαλεκτική,  η Αμφιβολία και η Δημοκρατία, είναι ο πολιτισμός


ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
Η εργασία αυτή με  εκκίνηση τη «Γένεση της Τραγωδίας» του Νίτσε και την «Ασκητική» του Καζανζάκη, οδοιπορεί με βασικό οδηγό το έργο του Π.Λεκατσά «Ο Διόνυσος». Σ’ αυτό  το οδοιπορικό, βασικό ρόλο παίζουν τα έργα της Χάρισσον « Η Γένεση της Αρχαιοελληνικής θρησκείας» μετάφραση. Ε. Παπαδόπουλου και «Τελετουργικά  Δρώμενα στην Αρχαία Ελλάδα», μετάφ. Θ. Σιαφαρίκας, εκδόσεις Ιάμβλιχος.  Το έργο του Τόμσον «Η Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, το Προϊστορικό Αιγαίο»,  μετάφραση Γ. Φιστάκη, Εκδοτικό Ινστιτούτο Αθηνων.
Εικόνες από τα έργα:
«Κυκλαδικός Πολιτισμός. Η Νάξος στην 3η Χιλιετία π.χ.» Ίδρυμα Ν. Γουλανδρή. Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. «Die Griechischen Vasen» Erika Simon, Hirmer Verlag Munchenαι «Greek Painting» Martin Robertson, Skira Rizzoni  N. York.
«Paestum».  Marco Napoli Instituto Geografico De Agostini Novara.   «Greek Sculpture».Andrew Stewart.Yale University Press,New Haven
Συγγράμματα:
«Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης». «Παρμενίδης, Ζήνων, Μέλισσος».  «Παρμενίδης Πλάτωνος».  Φιλολογική Ομάδα Κάκτου.          «Ξενοφάνης».  Μετάφραση-Σχόλια  Άννα Κελεσίδου.   Εκδ. Κάκτος
«Φυσικά,Αριστοτέλους»  Μετάφραση  Η. Νικολούδη.   Εκδ. Κάκτος     «Ηράκλειτος» Μετάφραση-Σχόλια Α.Κυριαζόπουλος.   Εκδ. Κάκτος         «Ηράκλειτος» J.Brun. Μετ. Σ.Διαμαντή. Μετ.Απ. Π.Γκέκα. Πλέθρο

«Ηράκλειτος» G. Kirk. Μετάφραση Ν. Γιανναδάκης  Εκδ. Πολύτυπο.    «Ηράκλειτος». «Παρμενίδης». Ε. Ρούσσος   Εκδόσεις Στιγμή.         «Ηράκλειτος». Ν. Σπυρόπουλου. Ελληνική Εκδοτική Εταιρία Α.Ε.\
«Η Απεραντοσύνη του Χρόνου». Έργασία στον Αριστοτέλη. Γ. Τζαβάρας    «Προλεγόμενα για κάθε Μελλοντική Μεταφυσική». Ιμμ. Καντ και η «Η Επιστήμη της Λογικής». Γ.Χέγκελ. Σχόλια-Μετάφ. Γ.Τζαβάρα. Εκδόσεις Δωδώνη
«Πλάτων Πλωτίνος Ωριγένης» Ι. Θεοδωρακόπουλος    «Η Δυναμική του Ελαχίστου». Ε. Μπιτσάκης. Εκδ. Ζαχαρόπουλος
«Τι είναι η Θεωρία της Σχετικότητος» Λ. Λαντάου, Γ. Ρούμερ. Μετάφραση Ν. Κιάος, Α. Μαργαρίτης
«Φυσική Επιστήμη και Κοσμοθεώρηση» Ρόμπερτ Χάβεμαν. Μετάφραση Σ. Καμπουρίδη Εκδ. Πέλλα.
«Paradigms Lost». John Casti Εκδόσεις Morrow.