Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ―ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ-Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ   
Οι προτάσεις του υπό κρίσιν έργου παρουσιάζονται με χοντρά και όρθια στοιχεία, ενώ οι δικές μου τονισμένες με απλά και οι τονισμένες με χοντρά λοξά.
     Το έργο αυτό του κ. Γιανναρά έπεσε στα χέρια μου το 2013.  Όμως όταν το έγραψε οι απόψεις του ήταν κατασταλαγμένες, γι’αυτό θεωρώ δεδομένο ότι συνεχίζει να τις απηχεί και σήμερα.
    Διαπιστώνω λοιπόν ότι ο κύριος καθηγητής δεν πρέπει να είναι καλός γνώστης των περί πολιτικής και λογικής, θεμάτων που προτίθεται να πραγματευτεί:  Η περί Μαρξισμού κριτική του είναι τυπική κι επιφανειακή, ενώ η αντίθεσή του προς τον Oρθολογισμό και τη Διαλεκτική είναι άκριτη και χωρίς να προτείνει άλλην εναλλακτική λογική παρά μόνο το μυστικισμό.
    Μιας εξαρχής όμως πρέπει να παραδεχτώ ότι μπροστά μου έχω ένα κείμενο εξαιρετικής ποιότητας ως προς τη γραφή, που την ίδια στιγμή είναι άκρως ποιητικό. Επειδή όμως η πρόθεση του συγγραφέα δεν είναι η ποίηση αλλά η πολιτική, η φιλοσοφία και η ηθική, ας το δούμε απ’αυτή την όψη.

1.1 Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΘΝΗΤΟΤΗΤΑΣ

Η επικίνδυνη παγίδα της πολιτικής συνθηματολογίας  είναι να θεωρήσουμε τον καπιταλισμό  σαν σύστημα  ή τρόπο για την λειτουργία της οικονομίας, με κοινωνιολογικές συνέπειες την φαινομενολογία της πάλης των τάξεων,  (όταν το κεφάλαιο είναι ιδιωτικό),  ή το όραμα της αταξικής κοινωνίας (όταν το κεφάλαιο είναι κρατικό).

Αυτή η θέση πάνω στην οποία ο συγγραφέας προτίθεται να στηρίξει την ανάπτυξη του θέματός του, θα πρέπει να εξεταστεί αν είναι θετικό θεμέλιο για να οικοδομήσει. Επίσης θα πρέπει να εξεταστεί αν ο συγγραφέας μας έχει πλήρη γνώση του θέματος αυτού, που θα χρησιμοποιήσει ως αντίποδα για την ανάπτυξη των δικών του απόψεων.
      Ο καπιταλισμός είναι ένα κοινωνικο-οικονομικό σύστημα το οποίο πατά πάνω σε κάποιους κανόνες που ορίζουν τη λειτουργία του.  Δε νομίζω ότι υπάρχει κάποιος που να πιστεύει ότι η κοινωνία μας που είναι καπιταλιστική είναι αταξική και όλοι οι κανόνες εξυπηρετούν όλα τα άτομα με τον ίδιο τρόπο.   Ήδη από τη στιγμή που τίθενται οι όροι λειτουργίας κάποιου συστήματος άλλοι ευνοούνται ενώ άλλοι αδικούνται. Ευνοούνται αυτοί που συμμετέχουν ή έχουν πρόσβαση στην εξουσία κι αδικούνται εκείνοι οι οποίοι δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα. Ακριβώς τότε γεννιέται η έννοια της πάλης των τάξεων, που δεν βρίσκεται καθόλου στη σφαίρα των επιφαινομένων, αλλά είναι σύμφυτη με το ίδιο το κοινωνικό γίγνεσθαι.   Επίσης ο ισχυρισμός ότι υπάρχει πάλη των τάξεων μόνον όταν το κεφάλαιο είναι ιδιωτικό, αλλά όταν αυτό είναι κρατικό αναδύεται το όραμα της αταξικής κοινωνίας είναι απλοϊκή προσέγγιση που δεν έχει σχέση με το μαρξισμό. Σύμφωνα με το μαρξισμό όσο υπάρχει κεφάλαιο, υπάρχει βίαιη ταξική πάλη ακόμα κι όταν το κεφάλαιο είναι κρατικό, όπως αποδείχτηκε και στην πράξη.
     Ο συγγραφέας μας παραβλέπει ότι σε κάθε είδους κοινωνικό γίγνεσθαι, όπου υπάρχει κεφάλαιο υπάρχει αναγκαία και μισθωτή εργασία. Κεφάλαιο και μισθωτή εργασία, συνιστούν μιαν αντιφατική ενότητα, όπου το ένα γεννά το άλλο, αλλά συγχρόνως μάχονται κιόλας.  Δεν μπορούμε να έχουμε κεφάλαιο χωρίς μισθωτή εργασία, ούτε μισθωτή εργασία χωρίς κεφάλαιο.  Όταν την εξουσία έχει η αστική τάξη, έχουμε κεφαλαιοκρατίακι όταν την εξουσία έχει η εργατική τάξη, μολονότι υπάρχει κεφάλαιο, αφού υπάρχει μισθωτή εργασία, έχουμε σοσιαλισμού.  Το κρατικό κεφάλαιο λοιπόν δεν υποδηλεί όραμα αταξικής κοινωνίας, αλλά πάλη των τάξεων με την εργατική τάξη στην εξουσία. (Το περιεχόμενο αυτής της διευκρίνισής μου, σίγουρα γνωρίζει ο κ. Γιανναράς. Όμως το παραβλέπει και απλουστεύει σκόπιμα την κατάσταση δημιουργώντας μιαν αοριστία. Η αοριστία αυτή μπορεί να θεωρηθεί είδος σοφιστικής ρητορικής τέχνης).

Αυτή η θεώρηση είναι παγίδα γιατί είναι παραπλανητικά αποσπασματική. Μας αποκρύβει το πολυδιάστατο προβλημα του πολιτισμικού βίου που δημιουργεί ο καπιταλισμός, αυτό που ονομάζεται πρόβλημα ποιότητας ζωής.  Ο καπιταλισμός,  (είτε ιδιωτικό είναι το κεφάλαιο είτε κρατικό),  αντιπροσωπεύει έναν τρόπο ζωής, τρόπο ατομικής και συλλογικής ύπαρξης, δηλαδή ένα πολιτισμό και μάλιστα τον μόνο που μπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο της παγκοσμιότητας. . . . . . . .Αυτός είναι μια καθολική στάση ζωής που θεωρεί ως υπαρκτό μόνον ότι ανταποκρίνεται  σε μιαν ορισμένη λειτουργία της ανθρώπινης λογικής, αυτήν που προορίζει τη γνώση σε μια αριθμητική αντικειμενοποίηση της αλήθειας με αποκλειστικό στόχο την υποταγή της φυσικής πραγματικότητας στην ανθρώπινη βούληση και επιθυμία.

Ο συγγραφέας απαξιώνει απλουστεύοντας την πολιτισμική προσφορά του καπιταλισμού και του μαρξισμού, μεταφέροντας αυτή την απαξίωση ακόμα και στην εν χρίσει Λογική από αστούς και μαρξιστές. Την οποία υποβιβάζει σε αριθμητική αντικειμενοποίηση της αλήθειας, που εγώ θα ονόμαζα επιστημονική αντικειμενικότητα χωρίς «αριθμητική» κι «αλήθεια», αφού η αριθμητικότητα προσβάλει αναίτια όχι μόνο το μαρξισμό αλλά και τον καπιταλισμό, ενώ η έννοια «αλήθεια» στο ύψος που τη θέλει ο συγγραφέας μας, είναι μια καραμέλα που γλυκαίνει τη μεγαλοστομία των μυστικιστών και των θεολόγων.
     Μετά από πενήντα πέντε χρόνια φιλοσοφικών αναζητήσεων πιστεύω ότι η ιδεολογική πάλη ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό είναι βασικά η διαφορά τρόπου ζωής που ευαγγελίζεται το κάθε σύστημα.   Ο καπιταλισμός ισχυρίζεται πως είναι αδικία οι ικανοί και δυνατοί να απολαμβάνουν ότι οι ανίκανοι κι αδύνατοι. Η συνεχής πάλη για επικράτηση και ισχύ, για αχαλίνωτη κατανάλωση κι απολαύσεις ηθικές ή ανήθικες και γενικά ένα κόσμο «που ότι θέλει το μπορεί» αρκεί να έχει να πληρώσει, είναι αυτό που ευαγγελίζεται ο καπιταλισμός· όσο για ψυχαγωγία και αναψυχή: διαφήμιση, θηριοτροφία και βαρβαρότητα. Ενώ αντίθετα ο σοσιαλισμός, ευαγγελίζεται αγώνα, εργασία και δικαιοσύνη με τελικό όραμα: «απ’τον καθένα σύμφωνα με τις δυνάμεις του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του»·  κι ως τρόπο διασκέδασης και ψυχαγωγίας: μπαλέτο, πιάνο, χορός, κλασική μουσική, λαϊκοί χοροί, θέατρο, ερασιτεχνικός αθλητισμός και εποικοδομητικά θεάματα που προάγουν την ηθική διαπαιδαγώγηση.  Βέβαια αυτή η συντηρητικότητα του σοσιαλιστικού πολιτισμικού εποικοδομήματος για πολλούς είναι πληκτική, όμως μέσα από τις κοινωνικές διεργασίες κι εφόσον οι προτάσεις τους δεν είναι αντικοινωνικές, θα μπορούν να συζητηθούν κι άλλες πολιτισμικές αντιλήψεις πιο «επαναστατικές».
     Όσο για τον αχαλίνωτο καταναλωτισμό που έχει στόχο την υποταγή της φυσικής πραγματικότητας και των βιολογικών αναγκών στο κέφι του λεφτά, τη διαστροφή του μεγιστάνα και την κερδοσκοπία, μακριά απ’το σοσιαλισμό. Εκεί λίγο βουτυράκι πάρα πάνω, καλύτερα σχολεία, περισσότερη ξενοιασιά, ζεστασιά και πολιτισμός.

Ο θεωρητικός αυτός άξονας της καπιταλιστικής ιδεολογίας, (αντιμαρξιστικής ή μαρξιστικής) ενσαρκώνεται άμεσα και λειτουργεί σ’ένα καινούριο για την ανθρώπινη ιστορία είδος σχέσης του ανθρώπου με την παραγωγή και κατανάλωση των υλικών αγαθών.  Η παραγωγή και η κατανάλωση  που απέβλεπαν  πάντα στην εξυπηρέτηση των ανθρώπινων αναγκών, τώρα αυτονομούνται από τις ανθρώπινες ανάγκες  και θεσμοθετούνται σε απρόσωπες μηχανιστικές λειτουργίες,  υποτάσσοντας την ατομική ύπαρξη σε μιαν επίσης μηχανιστική  και απρόσωπη εκδοχή της ζωής, του κόσμου και της ιστορίας.

Βλέπουμε τον συγγραφέα να οικοδομεί πάνω σε αντιλήψεις που αντινομούν γλωσσικά. Αντιμαρξιστική καπιταλιστική ιδεολογία δε μπορεί να υπάρξει γιατί ο Μαρξισμός έχει οικοδομηθεί σαν κριτική του καπιταλισμού· δεν μπορεί αληθινά να υπάρξει η Ιδεολογία, με την εμφατική έννοια της λέξης, πάνω σε μια κριτική της κριτικής·  αλλά ούτε μαρξιστική καπιταλιστική ιδεολογία μπορεί να υπάρξει, αφού μιας εξαρχής ο μαρξισμός ως ιδεολογία προτίθεται να καταργήσει το χρήμα άρα το κεφάλαιο και τη μισθωτή εργασία. Η γλωσσική εξίσωση λοιπόν του μαρξισμού με τον καπιταλισμό πάνω στην έννοια του καταναλωτισμού δεν λειτουργεί. Άλλωστε όπως θα τονίσει πάρα κάτω ο ίδιος, η νίκη του καπιταλισμού επί του σοσιαλισμού, κατά πολύ κρίθηκε στην καταναλωτική ανεπάρκεια του σοσιαλισμού σε σχέση με τον καπιταλισμό.
     Είναι ο καπιταλισμός που θέλει κατανάλωση και την προωθεί μέσω της διαφήμισης, που σήμερα είναι η επίσημη τέχνη του καπιταλισμού, αφού διαμορφώνει την «πολιτιστική» συνείδηση των καταναλωτών. Αντίθετα, στο σοσιαλισμό διαφήμηση δεν υπάρχει καθόλου, αφού κανείς δεν κόπτεται για την πώληση περισσοτέρων προϊόντων· ενώ η τέχνη είναι η διαπαιδαγώγηση για τη δημιουργία του γίγαντα ανθρώπου που ίσως φαντάζει οπερετικό, αλλά μακριά από τον καταναλωτισμό.
    Παραγωγή και Κατανάλωση, ποτέ μα ποτέ δεν προτίθεντο να υπηρετήσουν τις ανάγκες της ανθρωπότητας, παρά μόνο στο σοσιαλισμό όπου τα προϊόντα πρέπει να διατίθενται με δελτίο, κάτι που φαντάζει βαρβαρότητα στις κυριούλες με τις γεμάτες τσάντες από το «shopping therapy»,  αλλά φράζει το δρόμο στην  υπερκατανάλωση και την χρησιμότητα του χρήματος.  Ενώ σε κάθε άλλο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, η παραγωγή ήταν υποχρέωση των κατωτέρων τάξεων και η κατανάλωση δικαίωμα των ανωτέρων και ισχυρών. Ο καπιταλισμός «εκδημοκρατικοποίησε» την σχέση παραγωγής-κατανάλωσης με το «όραμα»: όσο περισσότερο παράγεις, τόσο περισσότερο καταναλώνεις, τόσο κερδίζω περισσότερο, αλλά τόσο περισσότερο για χάρη σου καταστρέφω το περιβάλλον.
      Ο καταναλωτισμός απέχει πολύ από την αρχαία ελληνική τραγική πρακτική, (που θα αναφέρω, γιατί η υπερασπιστική γραμμή μου για το μαρξισμό, περνά από εκεί). 
     Ο καταναλωτισμός υπήρξε νόθο τέκνο του χριστιανισμού, που ιδεολογικά στέκεται αντίθετα στον παγανισμό και στη λατρεία της φύσης. Η Φύση για το χριστιανισμό είναι φαινομενική άρα χωρίς σημασία, αφού ο αληθινός κόσμος βρίσκεται μετά-θάνατον. (αυτό το ιερό μετά, που όλα βαραίνουν πολύ περισσότερο όταν το έχουν μπροστά τους, όπως η υπεροχή της μετά-φυσικής προς τη φυσική). 
    Σύμφωνα με τις Γραφές, η φύση και μαζί της τα ζώα είναι κατώτερα δημιουργήματα, αφού περιέχουν μέσα τους μόνο την ύλη και όχι το Θεό που είναι η ψυχή.  Για τη θρησκεία και τον καταναλωτισμό η φύση είναι αποθήκη υλών και τενεκές σκουπιδιών.  Δεν είναι τυχαίο ότι τον μεσαίωνα  κέντρα καταναλωτισμού ήταν η γήινη εξουσία (οι ευγενείς)  και η θεϊκή εξουσία, (τα μοναστήρια).  Άλλωστε σύμφωνα με το θεολογικό δόγμα δεν παίζει ρόλο τι αμαρτίες έχει ο άνθρωπος, αλλά αν μετανοήσει αληθινά ο παράδεισος είναι ανοικτός γι’αυτόν. Ο παράδεισος που υπόσχεται, μετά την υλική ευωχία και μετάνοια, πλέον καί την ψυχική ευωχία καί την αιωνιότητα μετά θάνατον.  Είναι τόσο βολικά όλα αυτά για τους πλουσίους και πιστούς, αλλά τόσο ανόητα για τους πάγανες και άπιστους. 
     Για τους πάγανες οι ύλες είναι ιερές (τραγιά θυσίας που δεν εξουσιάζουμε), αφού είναι μέρος της Φύσης που είναι ο θεός και θυσιάζεται γι’άλλο μέρος της, που είναι το ιερό προϊόν για τον άνθρωπο.  «Πλησιάζω το θύμα μου με σεβασμό, θύμα είμαι κι εγώ και θ’αποδεχτώ κάθε θυσία, που θα μου ζητήσει η κοινότητα των ανθρώπων που είναι ένα πρόσωπο της Φύσης, άρα και του Θεού».
       Σήμερα οι χριστιανοί που απέσπασαν βίαια το Διονυσιακό πνεύμα και την τραγικότητα από τον πρώιμο χριστιανισμό, άρχισαν να κόπτονται για το θείο περιβάλλον, που είναι η Γαία και ο Ουρανός.  Σε μας τους πάγανες φαίνονται αστείοι:         HΡΑΚΛΕΙΤΟΣ   ΚΛΗΜΗΣ ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ  V60
      30. κόσμον τόνδε τὸν αὐτὸν ἀπάντων οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν,  ἀλλ᾽ ἦν καὶ ἔστιν καὶ ἔσται  πῦρ ἀείζωον,  ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα. 
                                                                                                                                                                 Και συνεχίζει:  Αλλά αν η τελευταία αυτή διαπίστωση είναι προφανής, γεννιέται το ερώτημα:  που οφείλεται η παγκοσμιότητα αυτού του φαινομένου που οδηγεί την ανθρωπότητα να εμπλακεί στο φαύλο κύκλο της αυτονομημένης παραγωγής-κατανάλωσης, πληρώνοντας το τίμημα της ανθρώπινης αλλοτρίωσης και καταστροφής του περιβάλλοντος.

Στο ερώτημα αυτό σχεδόν δόθηκε απάντηση πρίν, υπάρχει όμως ακόμα μια διευκρίνιση που πρέπει να γίνει: Η αλλοτρίωση δεν είναι αποτέλεσμα του καταναλωτισμού, αλλά ο καταναλωτισμός αποτέλεσμα της πολιτισμικής αλλοτρίωσης που έχει επιφέρει ο χριστιανισμός στο ανθρώπινο γένος, που νομίζει πως μόνον ο άνθρωπος που έχει ψυχή περιέχει μέσα του το θεό.
     Πολύ συχνά η «αγία γραφή» τονίζει πως ο κόσμος έγινε απ’το θεό για τον άνθρωπο. Τίποτα δεν έχει καμιά αληθινή σημασία εκτός από την ανθρώπινη ψυχή, που είναι το μόνο αληθινό. Ενώ κάθε τι υλικό είναι βέβαια ψεύτικο.
        Εκτός αν ο συγγραφέας είναι υλοζωιστής! Αλλά ἡ ἱερά ἐξέτασις καραδοκεί!
Προσοχή: ο χριστιανισμός βλάπτει πολύ σοβαρά τη νόηση ενώ ο καπιταλισμός τη σωματική υγεία και την ψυχή.

. . . . .Το φαινόμενο του καπιταλισμού δε μπορεί να χωριστεί απ’το πρόβλημα των ριζών του δυτικού «επιστημονισμού» που υποτάσσει τη γνώση στην τεχνική και την αλήθεια στην χρησιμοθηρική αποτελεσματικότητα.

Εδώ πάλι ο καθηγητής μας αντιστρέφει την νόμιμη και λογική τάξη των γεγονότων, κάνοντας ρητορικο-σοφιστικές γενικεύσεις:  Δεν είναι ο δυτικός επιστημονισμός υπαίτιος για τον καταναλωτισμό αλλά ούτε η επιστημονικότητα για τον επιστημονισμό· είναι ο καπιταλισμός που έχοντας το χρήμα επενδύει, και θέλοντας το κέρδος των επενδύσεών του, προωθεί πολλές φορές δραστηριότητες αντικοινωνικές, όπως τη δημιουργία ιών με την παράλληλη δημιουργία εμβολίων και πολέμων για το κέρδος. 
          Ο καπιταλισμός είναι πλέον επικίνδυνος για την ανθρωπότητα.    

. . . Όπως ο ρόλος των θεσμικών φορέων αυτής της ιδεολογίας  (ρωμαιοκαθολική εκκλησία, κρατικός εθνικισμός, κομματική γραφειοκρατία κλπ).

Συμφωνώντας μ’αυτή την πρόταση δε μπορώ όμως να μην επισημάνω τον τρόπο που όλα αυτά θα πάψουν να τροφοδοτούν αυτή την πολιτισμική και ηθική κρίση.  Ο τρόπος αυτός είναι:  η αληθινή λαοκρατική εξουσία.    Εκεί δεν υπάρχει καπιταλισμός, ούτε κρατισμός, ούτε εθνικισμός, ούτε κομματική γραφειοκρατία.  Το λαϊκό κοινοβούλιο είναι ο χώρος που οι εκλεγμένοι εκπρόσωποί του είναι αναπάσα στιγμή ανακλητοί. Εκεί οι επενδύσεις δεν θα έχουν γνώμονα το κέρδος καθαυτό, αλλά το όφελος της κοινότητας. Κάτι που οι κοινότητες των πρώτων χριστιανών γνώριζαν κι όσο μπορούσαν έκαναν.

Αν όμως δεχτούμε ότι για τόσο μεγάλα και καίρια θέματα, έχει σημασία όχι μόνο η συστηματική και ορθολογική έρευνα,  αλλά και η συνισταμένη της κοινής εμπειρίας, τότε θα μπορούσε να λεχθεί ότι η παγκοσμιότητα του καπιταλισμού οφείλεται καταρχήν στην ανθρώπινη φύση και την καταναλωτική βουλιμία,  στην ανταπόκριση  που έχει ο καταναλωτικός πολιτισμός  στην ενστικτώδη και ζωική φύση του ανθρώπου.

Εδώ πάλι ο συγγραφέας αντιστρέφει τη λογική τάξη για να υποστηρίξει τα  επιχειρήματά του. Απαντώ: η ενστικτώδης ανθρώπινη και ζωική φύση δε γεννά την καταναλωτική  βουλιμία, αλλά η «ελεύθερη οικονομία» μέσω της τέχνης της,  που είναι η διαφήμιση ή η υπερδιέγερση των φυσικών αναγκών.
    Τα ζώα κι οι πρωτόγονοι μπορεί να υπερβάλουν κάποια φορά στο κυνήγι των επιθυμιών, μα δεν το κάνουν αυτοσκοπό,  όπως έχει κατορθώσει να το κάνει ο καπιταλισμός.    
     Μακριά απ’τα ζώα και τους πρωτόγονους ο καταναλωτισμός, ο καπιταλισμός  και οι αμαρτίες  μας.

Η αυτονομημένη κατανάλωση ως βασικό περιεχόμενο ζωής, ανταποκρίνεται καίρια στην ανάγκη του ανθρώπου να κατέχει, να ευφραίνεται αισθησιακά και να λησμονεί τη θνησιμότητά του. Κι είναι πολύ χαρακτηριστική η διαπίστωση ότι καί στις χώρες του κρατικού καπιταλισμού όπου η κατανάλωση ελέγχεται απόλυτα, η λαχτάρα για κατανάλωση υπονόμευσε το κρατικό σύστημα.
                                                                                                                                                                 Κι αυτό το επιχείρημα περί της καταναλωτικής φύσης του όντος δε με πείθει.  Η κατάρρευση του κρατικομονοπωλιακού ψευδοσοσιαλισμού της κατά τίτλο μόνο Σοβιετίας, δεν προήλθε απ’την έμφυτη καταναλωτική μανία του όντος.  Επήλθε απ’το παράδειγμα των διεφθαρμένων ηγετών και το θρίαμβο του ψεύδους της διεθνούς καταναλωτικής προπαγάντας μέσω της δορυφορικής τηλεόρασης. 
                     (Όλοι σήμερα γνωρίζουμε πόσο αποδίδει το ψεύδος).
 
Όταν λέμε ότι η αυτονομημένη κατανάλωση ανταποκρίνεται στην ενστικτώδη και ζωική φύση του ανθρώπου, αυτή δεν σημαίνει τον κορεσμό των φυσικών αναγκών αλλά την εμπλοκή στη δίνη της καταναλωτικής βουλιμίας.

Εδώ επιμένει ο κ. Γιανναράς αναιρώντας τη λογική βάση των λεγομένων του, κι εγώ επιμένω ότι η καταναλωτική βουλιμία, δεν ανταποκρίνεται «στην ενστικτώδη και ζωική φύση του ανθρώπου», αλλά στην ηθική και ψυχική διαφθορά του από τον καπιταλισμό.

Αυτή η εμπλοκή εκφράζεται χαρακτηριστικά με την απολυτοποίηση της πολιτικής  και την πολιτική στράτευση των ατόμων με ταυτόχρονο περιορισμό της πολιτικής στον χώρο της οικονομίας.  Έτσι η πολιτική στις μέρες μας γίνεται αφιόνι για τη μεταφυσική αποχαύνωση των μαζών,  μια τεχνική ρυθμίσεως στο κύκλωμα παραγωγής-κατανάλωσης.

Αυτό που ισχυρίζεται τώρα ο κ. Γιανναράς, το έχει ήδη αναιρέσει σε προηγούμενες ατάκες του, αφού μας έχει ήδη πείσει ότι ο καπιταλισμός είναι μια ιδεολογία που μας προτείνει ένα είδος πολιτισμού, χαμηλής ποιότητας μεν υπαρκτού δε. Του καταναλωτισμού.  Άρα η απολυτοποίηση της πολιτικής που περιορίζεται στο χώρο της οικονομίας, δεν ισχύει τουλάχιστον απόλυτα. Ακόμα το να βάζει όλες τις πολιτικές ιδεολογίες στο ίδιο καλάθι, είναι μια σοφιστική αφαίρεση που περνιέται γρήγορα μέσα σε άλλες προτάσεις για να γίνει αποδεκτή άκριτα.
     Στον καπιταλισμό η πολιτική είναι το μέσον για την επίτευξη του στόχου που είναι το κέρδος καθαυτό, ενώ στο σοσιαλισμό η πολιτική είναι το όχημα για την άνοδο του λαού σε ανώτερο πολιτισμικό επίπεδο. Εκεί η πολιτική ανεβαίνει στο ύψος της ανώτατης αισθητικής ποιότητας, αφού η αδικία θεωρείται άκρως αντιαισθητική πρακτική.
     Εμείς «οι μαρξιστές μέσης παιδείας» στην πιάτσα της γειτονιάς, μάθαμε όλα αυτά τα τεχνάσματα της ρητορικής, μα δεν τα χρησιμοποιούμε. Η αισθητική του πολιτικού μας ήθους απαιτεί όλη την κριτική ικανότητα του ακροατή αφού επιθυμούμε πραγματικά να μας κρίνει.
     Αντίθετα μ’εμάς, ο κ. Γιανναράς αντί για τη θρησκεία και την πίστη, ορίζει αφιόνι την κριτική στάση της όποιας ιδεολογίας. Πολύ πρωτότυπο!  Εγώ όμως θα του υπενθυμίσω ως απάντηση κάποια αποσπάσματα του Ηράκλειτου:     ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΠΕΡΙ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΑΣ 166C. 89. τοῖς ἐγρηγορόσιν,  ἕνα καὶ κοινὸν κόσμον εἶναι, τῶν δὲ κοιμωμένων ἕκαστος εἰς ἴδιον ἀποστρέφεσθαι.  Οι ξύπνιοι μετέχουν στον κοινό κόσμο όλων (την πολιτική), ενώ οι κοιμισμένοι γυρίζουν καθένας στον δικό του κόσμο.         ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ,  ΚΟΡΙΟΛΑΝΟΣ 38.    86. ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι.
Η απιστία αποτρέπει απτην άγνοια. Η αμφιβολία οδηγεί στη γνώση.                                                                                                                               
Το ιδεατό της καταναλωτικής κοινωνίας που εκφράζεται ως κοινή αντίληψη είναι η σχεδόν αφελής και κωμική πεποίθηση στην επιστήμη.  Η αόριστη και φανταστική αυτή επιστήμη, που δεν έχει καμιά σχέση με την έρευνα και την σπουδή,  λύνει όλα τα μεταφυσικά προβλήματα του μέσου ανθρώπου, απαντάει σε όλα τα ερωτήματα κι εμφανίζει τον θάνατο, ή σαν φυσιολογικό τέλος της βιολογικής ύπαρξης και βύθισμα στην ανυπαρξία ή επιτέλους σαν έσχατο εμπόδιο της επιστήμης που κάποτε θα το ξεπεράσει.

Εδώ υπάρχει μια συρροή απαράδεκτων προτάσεων και υπαινιγμών που δε στηρίζονται πουθενά παρά μονό στην κοινή πεποίθηση της δεισιδαιμονίας ότι υπάρχει μεταφυσική και μεταθάνατον ζωή κι όποια επιστήμη δεν τ’αποδέχεται είναι κωμική και ανόητη.
     Αυτοί που καλοπερνάνε, που είναι διακεκριμένοι, καλοπληρωμένοι και υπερτιμημένοι δεν έχουν χορτάσει, θέλουν «κι’άλλο»· θέλουν καλοπέραση και μεταθάνατον. Αν ρωτήσουν εμένα που συνεχώς η πλάτη πονούσε απ’τη δουλειά. Δε θέλω! θέλω να πέσω και να κοιμηθώ αιώνια. Είναι καί αυτό ζωή μέσα στην αιώνια κοίτη της θείας Ύλης και της Γαίας.  Μπορώ να πω ότι έκανα το καθήκον μου· ας έλθουν κι άλλοι νεώτεροι καλύτεροι από μας, ας κάνουν καί αυτοί το καθήκον τους.
     Για τους πάγανες θρησκεία είναι η επιστήμη κι οι μόνοι αληθινοί ιερείς,  είναι αυτοί που έχουν αναλώσει τη ζωή τους μέσ’τα κύκλοτρα, τους επιταχυντές, τα βιολογικά εργαστήρια.  Αυτοί είναι αληθινοί ολυμπιονίκες γιατί έχουν αναλώσει τη ζωή τους κάνοντας το ιερό τους πάθος, αναζητώντας την αλήθεια. Αυτοί είναι οι Βάκχοι που κρατάνε τους διπλούς πέλεκεις, αυτούς που φωτίζουν και καίνε, ανάλογα με την χρήση. Αν η χρήση είναι κακή καταστρέφονται αυτοί και οι λαοί τους, όπως ο Σαλμονεύς.  Όμως αν μιμηθούν το θεό (τη φύση) ενάρετα αυτή δίνει απλόχερα μερδικό.
     Η Καντιανή μεταφυσική που συνοψίζεται στην εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα του όντος μα κι η παραδοσιακή που αναζητά αιώνια κι αθάνατα έσχατα, όπως οι Ιδέες κι οι Ψυχές, έχουν προ πολλού υπερφαλαγγιστεί απ’την επιστήμη. Η ανάγνωση του ανθρώπινου DNA, μας έχει ήδη προϊδεάσει ότι στην εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα του όντος, δεν υπάρχει τίποτα μεταφυσικό, η μόνη μεταφυσική είναι όπως πάντοτε η άγνοια.  Όσο για την ύπαρξη αιωνίων εσχάτων (ιδεατών ή υλικών), η Κβαντομηχανική γέρνει πρός την Ηρακλειτική αντίληψη για τον κόσμο. Αυτός είναι αιώνιος γιατί καταλύεται-συντιθέμενος είναι μη όντας, συνεχώς αντιφάσκει όντας συνεχώς άλλος γι’αυτό άπειρος κι ατελεύτητος.
    Αν υπάρχουν ιδεατά ή υλικά έσχατα ο κόσμος πρέπει νά’ναι πεπερασμένος και κλειστός, όπως τον περιέγραψε ο Παρμενίδης υπακούοντας στον ορθολογισμό· κι έτσι, απ’τη στιγμή που ετέθησαν οι όροι λειτουργίας του (απ’το Θεό), τα όρια του τέλους είναι εκεί απ’την αρχή, περιμένοντας την πραγματοποίησή τους απ’τη λειτουργία του κλειστού παιγνίου του κόσμου. Εκεί όλα είναι προδιαγεγραμμένα γεννώντας μεταφυσικά ή θεολογικά ερωτήματα. Βέβαια οι πιστοί θ’απαντήσουν: «Θεός είναι και ότι θέλει κάνει. Σταματά και τον ήλιο πάνω απ’τα τείχη της Ιεριχούς χωρίς άλλες επιπτώσεις».   Απ’την άλλη ο Ηρακλειτικός κόσμος, είναι ανοικτός και άπειρος όπως η θεά φύση, και υπόκειται στο αιώνιο Γίγνεσθαι. Πεθαίνουμε-ζώντας-ζούμε-πεθαίνοντας έτσι είναι η αιωνιότητα των παγανιστών. Γι’αυτό δε θέλουμε κι Άλλο ούτε φοβόμαστε το θάνατο, αφού η ζωή η ιδια είναι διαδικασία θανάτου. Ξεχνάν οι χριστιανοί ότι ο σταυρός είναι αρχέγονο διθυραμβικό σύμβολο: το πέρασμα από δυο αντίθετες θύρες συγχρόνως, τη θύρα της ζωής και τη θύρα του θανάτου. Αυτή είναι η τραγικότητα, δηλαδή η αντιφατικότητα.

Σ’άλλους πολιτισμούς, που με την ίδια αφέλεια της «επιστημοσύνης» μας ονομάζουμε  σήμερα υποτιμητικά θανατοκεντρικούς, η συνείδηση της θνητότητας της ανθρώπινης ύπαρξης,  είχε μια προτεραιότητα που συγκέντρωνε το ενδιαφέρον των ανθρώπων στην αλήθεια και στο νόημα (περιεχόμενο) της ύπαρξής τους κι όχι στη χρησιμότητα για την εξασφάλιση μιας ζωώδους ευημερίας.  Ο ίλιγγος  που δημιουργεί η συνειδητοποίηση του ενδεχόμενου της ανυπαρξίας ή της αιώνιας (με την έννοια της ατελεύτητης σε απεριόριστο γραμμικό χρόνο) ύπαρξης, δεν είναι απλά και μόνο μια υποκειμενική ψυχολογική εμπειρία που μπορεί να απωθείται δίχως συνέπειες. Η δυνατότητα ενός τρόπου ύπαρξης ελευθερωμένου από τους περιορισμούς του διαστατικού χώρου και του γραμμικού χρόνου, αντιπροσωπέυει έναν προβληματισμό που κρίνει την πορεία του πολιτισμού. Πάνω σ’αυτό τον προβληματισμό θεμελιώνεται η καλλιτεχτική δημιουργία, η επιδίωξη της ποιότητας του ανθρώπινου βίου όπως και όλος ο πλούτος της μεταφυσικής εγρήγορσης  του ανθρώπου.

Όλα αυτά τα πολύ ακαταλαβίστικα, όπου η συνείδηση της θνητότητας έχοντας κάποια προτεραιότητα, δίνει στον άνθρωπο περιεχόμενο μεγαλύτερο απ’αυτό της εξασφάλισης μιας ζωώδους ευημερίας. (εμείς τονίσαμε ότι τα ζώα δεν υπερβάλλουν καταναλώνοντας για ηδονή). Και αν «ο ίλιγγος που δημιουργεί η συνειδητοποίηση του ενδεχόμενου της ανυπαρξίας ή της αιώνιας ύπαρξης, δεν είναι απλά και μόνο υποκειμενική εμπειρία που μπορεί να απωθείται δίχως συνέπειες», εμείς οι μέσης παιδείας μαρξιστές αυτό το «μεταφυσικό ίλιγγο» του ενδεχόμενου μιας ανυπαρξίας τον έχουμε ζήσει πάρα πολλές φορές: όταν οι βολές των πραιτοριανών πέφτουν βροχή και κάποιοι δικοί μας χάνονται, τους «ανεβάζουμε» στο μνήμα της αθανασίας μέσα στη γη, τραγουδώντας την Διεθνή.  Αυτή είναι η απελευθέρωση από το φόβο του θανάτου. Πέφτεις κάνοντας το καθήκον σου απέναντι στους κοινωνούς της ίδιας μετάληψης, που είναι η Δικαιοσύνη. Τώρα αυτή η απελευθέρωση της ύπαρξης απ’το φόβο του θανάτου που απελευθερώνει απ’το διαστατικό χώρο, κι οδηγεί που; μάλλον στον αδιάστατο χώρο; Κι απ’το γραμμικό χρόνο, που; ίσως στο μη γραμμικό χρόνο; πορίκαμεν!!  Στο μεταφυσικό του οίστρο μπορεί να λέει πράγματα που δε λέγονται αφού είναι χωρίς νόημα. Και πάνω σ’αυτό τον προβληματισμό: Τον περί αθανασίας του όντος, να θεμελιώνεται η τέχνη κι η ηθική ποιότητα που είναι ο πλούτος της μεταφυσικής εγρήγορσης; Φοβάμαι πως ο κ. καθηγητής θα μ’αφήσει στην ίδια τάξη για τη γνώμη μου περί αυτής της μπουρδολογίας.

«Η συγκλονιστικότερη απόδειξη για την ύπαρξη του θεού είναι η ύπαρξη του Μότσαρτ, είχε πει ο Μητρόπουλος» κι ο κ Γιανναράς επικροτεί. Έτσι ο γαλατάς της γειτονιάς δεν είναι τεκμήριο ύπαρξης του θεού!     Οι πιστοί έχουν έναν βέβηλο και προσβλητικό τρόπο να υποκαθιστούν τον ίδιο τους το θεό. Αυτοί ορίζουν το τεκμήριο της ύπαρξής του. Υποκαθιστώντας τον στη διαδικασία απόδειξης, θεωρούν ότι μόνος του δε μπορεί να το κάνει.  Εμείς οι άθεοι τον σεβόμαστε περισσότερο αφήνοντάς τον στην ησυχία του· αν υπάρχει και αν θέλει σίγουρα μπορεί να το κάνει, εξ’άλλου έχει στο ενεργητικό του «ολόκληρο δημιούργημα», κι η απόδειξη μέσω ενός βέβηλου υλιστή όπως ο Μότσαρτ καί περιττεύει καί προσβάλλει το θεό.   Αλλά εγώ ο άνθρωπος της καταναλωτικής κοινωνίας, 9 το βράδυ, 26 Δεκέμβρη 2013, χωρίς θέρμανση, με τέσσερα πουλόβερ και ένα παλτό στην πλάτη, ανάπηρος ένεκα της λαϊκής «επιστημοσύνης» και του αφιονισμού της πολιτικής, (του μαρξισμού), με τι κεραίες να συλλάβω αυτόν τον ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΜΟ;  Οι κεραίες μου έχουν παγώσει καλέ μου κύριε από το κρύο και τη μεταφυσική μου ανεπάρκεια.

. . . η τραγικότερη διαπίστωση είναι ότι αυτός ο πολιτισμός του καπιταλισμού και της κατανάλωσης γεννήθηκε απ’την αλλοίωση της  χριστιανικής αλήθειας το μεσαίωνα. . . . . Αλλά μπροστά στην πραγματικότητα των αναπήρων υπάρξεων που ο καπιταλισμός γεννά, καμιά θρησκευτικότητα, ηθική επανάσταση ή πρόγραμμα αλλαγής δεν μπορεί να τελεσφορήσει, αν δε

Όταν μια επανάσταση είναι αληθινή, δηλαδή ριζική που ξεκινώντας βαθιά μέσα απ’το εγώ και κάνοντας απεριόριστους κύκλους αναχώρησης-επιστροφής στο άλλο, υπερβαίνει τη μιζέρια του εγωισμού.  Το πρόβλημα εκεί το δεν είναι μόνον η δίκαιη νομή, που είναι βέβαια βασική αφού χωρίς δικαιοσύνη δεν υπάρχει αισθητική και χωρίς αισθητική ούτε επανάσταση· εκεί όπου η ουσία είναι το παγκόσμιο Γίγνεσθαι κι όχι η στενή προσωπική καθημερινότητα, τότε μόνο το ον υπερβαίνει το θάνατο.  Τότε η εκκλησία κι οι ναοί του όντος είναι η κοινωνία κι ο αλληλοσεβασμός των ανθρώπων μέσ’τη φύση· τότε η εργασία δεν είναι δουλεία αλλά η δουλειά ως δημιουργία. Η δημιουργικότητα και η αγάπη για προσφορά στο σύνολο χωρίς προσωπικό κέρδος, είναι η παγανιστική ιερουργία και η κατάκτηση της αθανασίας, αφού όλοι ζουν δια μέσου όλων των άλλων και όλοι οι άλλοι είναι το παγκόσμιο Γίγνεσθαι, αυτό που λάτρευαν και δίδασκαν ως θεϊκό οι προσωκρατικοί ιεράρχες που ήταν σοφοί.   Όσο για τον πιστό, τον δούλο του θεού, τον σπλαχνικό, το φιλάνθρωπο, το γονυπετή δε μας αφορά, προτιμούμε το γίγαντα άνθρωπο, αυτόν που δεν κρατά «πισινή» που δίνει τα πάντα όντας έτοιμος να χαθεί όταν τον καλεί το καθήκον της προσφοράς, της αυτοθυσίας και της αξιοπρέπειας.  Προσφέρεται διθυραμβικά δια του θανάτου στη ζωή, εκεί όπου ο δικός του θάνατος θα μετουσιωθεί σε ζωή για όλους τους άλλους (όπως ο αρχαίος ήρωας). Αυτός ορθώνεται μπρος τον ισχυρό και γέρνει μπρος τον ανίσχυρο.

Η διαφορά της γνήσιας απ’την αλλοιωμένη αλήθεια της εκκλησίας δε μπορεί παρά να εξαντλείται μόνο φαινομενολογικά στο χώρο των θεωρητικών διατυπώσεων.  Η διαφορά της αλήθειας  από την αλλοίωση της αλήθειας, μπορεί να πιστοποιηθεί στην συγκεκριμένη πραγματικότητα της ζωής.  Τι πλουτίζει τη ζωή και νικάει τον θάνατο (πραγματικά κι όχι λεκτικά) και τι αλλοτριώνει τη ζωή σε βασανιστικό και αδιέξοδο παραλογισμό ή σε παραπλανητικό προκάλλυμα παραλογισμού.
    Αν αυτός ο προβληματισμός καθοδηγούσε τη ζωή και την έκφραση της Ελληνικής  Ορθόδοξης Εκκλησίας  και θεολογίας,  ο δυναμισμός  του  θα μπορούσε να οδηγήσει σε απροσδόκητες  εκπλήξεις.

Όλο αυτό το μικρό κείμενο είναι ένας θρίαμβος σοφιστικής ρητορικής: Όταν μιλά για αλλοιωμένη αλήθεια,  μήπως μας ορίζει ποια είναι αυτή η αλήθεια που έχει αλλοιωθεί; ή ποιά είναι αυτή που μπορεί να πιστοποιηθεί απ’την πραγματικότητα της ζωής; βέβαια όχι!  Έτσι κάθε πικραμένος, από την καθαρίστρια της αρχιεπισκοπής ως τον πολύτεκνο πρεσβύτερο, από τον επίσκοπο της επαρχίας ως τον Αρχιεπίσκοπο, κάτι διαφορετικό θα βάλουν στο νού τους.  Όσο για μας τους αθέους παγανιστές, αμέσως περνάει από το νου μας ότι δεν υπάρχει ούτε αλλοιωμένη, ούτε αναλλοίωτη αλήθεια στην εκκλησία, αλλά ένα συνεχές προσβλητικό ψεύδος για την ανθρωπότητα, κι ακόμα περισσότερο για το θεό, ― αν υπάρχει―.

1.2   ΒΑΤΙΚΑΝΟ ΚΑΙ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΗΣΗ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞΙΣΜΟ      

Η εικόνα που έχει σήμερα για την εκκλησία και την αλήθεια της ένας Έλληνας μαρξιστής (με τη γενικότερη έννοια) «μέσης παιδείας»,  δε θα πρέπει να διαφέρει ουσιαστικά από την εικόνα που είχε στην εποχή του ο Μαρξ, ζώντας στο επίκεντρο της αλλοτρίωσης του χριστιανισμού στη δυτική ευρώπη.

Αυτό είναι ένα αντεπιστημονικό και φυσικά κακό ξεκίνημα για ένα έστω και μικρό φιλοσοφικό πόνημα. Δεν είναι και τόσο δεδομένη η κατάσταση της αλλοτρίωσης του χριστιανισμού στη δυτική ευρώπη την εποχή του Μαρξ, ώστε να μην αναφέρει κάποια στοιχεία που να μας την κάνουν γνωστή.  Ακόμα τι εννοεί ο συγγραφέας μας με την φράση αλλοτρίωση της εκκλησίας;  Εγώ θα έλεγα ότι από την εποχή που ο χριστιανισμός έγινε θρησκεία της εξουσίας, δηλαδή από την εποχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Αγίου Χασάπη και του Μεγάλου Θεοδοσίου του Φονιά είχε ήδη αλλοτριωθεί.  Δεν δίδασκε την αγάπη μα τη βίαιη επιβολή της παράλογης πίστης. Η χριστιανική λαίλαπα του Θεοδόσιου, του Θεόφιλου και του Κύριλλου, σάρωσε τον πολιτισμό καίοντας βιβλιοθήκες και καταστρέφοντας έργα τέχνης, ρίχνοντάς τον σ’ένα σκοτάδι αιώνων. Γνώμη μου είναι ότι όσο υπάρχουν μονοθεϊστικές θρησκείες, ακόμα θα περνάμε απ’τις σκιές αυτού του σκοταδιού και ίσως να μην μπορέσουμε να απαλλαγούμε ποτέ τελείως απ’αυτές.
    Ο έμφρων άνθρωπος και μαζί μ’αυτόν λογαριάζω και αυτόν των σπηλαίων, αφού εκεί μέσα γεννήθηκαν οι γλώσσες και ο πολιτισμός, όταν ακούει γι’αυτό τον αρσενικό και βαρβάτο μοναδικό θεό,  κουμπώνει τα ιμάτιά του και κλειδώνει τις πόρτες του.  Στο όνομα αυτού του θεού έχουν γίνει οι μεγαλύτερες και οι περισσότερες σφαγές.
    Όσο για την έννοια του μαρξιστή μέσης παιδείας, ο συγγραφέας μας θα έπρεπε να είχε ορίσει τι εννοεί.  Στα δικά μου αυτιά φαντάζει αόριστα απαξιωτικό. Μ’αυτή τη μέθοδο σοφιστικής αοριστίας, χαϊδεύει κάποια ανόητα αυτιά που επάνω τους βασίζεται η διεύρυνση του φάσματος του άκριτου «εκκλησιαστηρίου» που προσδοκά.

Στα μάτια  του νεοέλληνα μέσης παιδείας,  όπως και στα μάτια του Μαρξ στον 19ο αιώνα, η αλήθεια της εκκλησίας δεν είναι πια μια διδαχή που έχει τη δύναμη να μεταμορφώσει κι όχι να ερμηνεύσει τον κόσμο. Δεν είναι μια αλήθεια  που μπορεί να επιρρεάσει καίρια της κοινωνικές εξελίξεις, να δώσει νόημα και στόχο στην σχέση του ανθρώπου με την υλική  πραγματικότητα της  ζωής,  να φανερώσει την περιπέτεια της ελευθερίας  σαν δυνατότητα να νικηθεί πραγματικά και όχι λεκτικά ο θάνατος.

Νομίζω πως το χριστιανικό και το ιουδαϊκό δόγμα έχουν δώσει κλασικές απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα· και μάλιστα είναι πάρα πολλοί οι ιεράρχες, ή άγιοι πατέρες και φιλόσοφοι τύπου Χέγκελ που υποκαθιστούν το θεό στην ερμηνεεία του λόγο του κι έτσι τον υποτιμούν, ως ανίκανο να επικοινωνήσει με το ποίμνιο, έχοντας την ανάγκη τους.  Άσε που όταν πρόκειται όχι πια να ερμηνεύσουν αλλά να «μεταμορφώσουν» τον κόσμο, δηλαδή να επιδοθούν σε εκτροπές και σφαγές έχουν πάντα σαν οδηγό το λόγο του θεού.
      Εμείς οι άπιστοι, τιμάμε το θεό πολύ περισσότερο από εσάς τους πιστούς, τον αφήνουμε στην ησυχία του κι αυτός έχει τρόπο να φανερώσει τη δύναμή του αν θέλει κι αν υπάρχει.  Έτσι η θεολογία είναι κατά τη γνώμη μου η πιο βέβηλη επιστήμη, αφού ο καθείς βάζει στα χείλη του την ίδια τη γλώσσα του θεού, με ένα δικό του τρόπο, υποκαθιστώντας τον και βλασφημώντας τον. 
     Η γλώσσα του θεού, είναι η πρακτική του αλτρουισμού, της ταπεινοφροσύνης και της αυτοθυσίας που δε λέγεται με λόγια. Ίσως γι’αυτό ο κ. Γιανναράς αποφεύγει να ορίσει συμπεριφορές αλλά μόνο φανερώνει αόριστα αντίθετες καταστάσεις (προς αποφυγήν).  Αν όμως ο κ. Γιανναράς έχει διαφωνίες με το επίσημο δόγμα ας το διακηρύξει σαφώς και να μην κρύβεται πίσω από μισόλογα. 
                       Η επισκοπή καραδοκεί κι έχει έτοιμο τον αφορισμό.
Όσο για τον τρόπο που μπορεί αληθινά να νικηθεί ο θάνατος, είναι αυτός που δίδαξαν οι αρχ.Έλληνες παγανιστές, τον οποίο αναφέραμε στην κριτική ανάγνωση του προηγούμενου μέρους.

Η δυτική αλλοτρίωση του χριστιανισμού,  έτσι όπως τη ζούμε και στην Ελλάδα σήμερα, έχει μεταβάλει την αλήθεια της εκκλησίας σε μιαν ιδεολογία παρακμής σε μια καταπραϋντική ηθικολογία, ανίκανη να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τις ποικίλες αλλοτριώσεις  στις οποίες τον οδηγούν  τα σημερινά μορφώματα,  περιορισμένη  (παρά την στομφώδη  μεγαλοστομία της) στη θλιβερή και μίζερη χρησιμοθηρία της «βελτίωσης των ατομικών χαραχτήρων.

Για το συγγραφέα μας λοιπόν η αλλοτρίωση του χριστιανισμού είναι γενική αλλά εγώ δε θα μπορούσα να φανταστώ εποχή, πλην αυτής των κατακόμβων ή των πρώτων χριστιανών που να μην είναι αλλοτριωμένη.  Ακόμα εκείνος ο χριστιανισμός των κατακόμβων, όντας παντελώς ουτοπικός,  αν δεν είχε αλλοτριωθεί και ουσιαστικοποιηθεί από την ρωμαϊκή αυτοκρατορική σκοπιμότητα δεν θα υπήρχε πια.  Ίσως είχε διασωθεί ως ένα χριστιανο-διονυσιακό μόρφωμα κάτι σαν μια κλειστή φιλοσοφική σέχτα όπου μέσα της θα ανακυκλώνονταν θαυμάσιες αλλά χωρίς κοινωνική εφαρμογή ουτοπικές μεγαλοϊδέες.   Ίσως τουλάχιστον όμως  δεν θα είχαν καεί οι βιβλιοθήκες, δεν θα είχαν καταστραφεί όλ’αυτά τα καλλιτεχνήματα, ούτε θα είχε ξανανακαλυφθεί ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός απ’τους βαρβάρους με τον βάρβαρο τρόπο που ξαναανακαλύφθηκε και που δεν έχει αποβάλει τελείως τη βαρβαρότητά του ακόμα.
     Άραγε τι θα μπορούσε η εκκλησία να προσφέρει περισσότερο στο σύγχρονο άνθρωπο εκτός απ’αυτή την καταπραϋντική ηθικολογία για μιαν αμφίβολη βελτίωση των ατομικών χαραχτήρων και της δεισιδαιμονίας των μαγικών ιδιοτήτων, που προσφέρουν στον πιστό ότι η ψυχούλα του επιθυμήσει ακόμα και τη νίκη της ομάδας του την επόμενη κυριακή;

Σ’αντίθεση με μια τέτοια αντίληψη για την εκκλησία και την αλήθεια της ο μαρξισμός εμφανίζεται να φέρνει ένα μήνυμα ριζοσπαστικής αλλαγής της ανθρώπινης κοινωνίας.   Είναι μια φιλοσοφία που φιλοδοξεί να υπερβεί τις αφηρημένες θεωρήσεις, να γίνει καθημερινή δύναμη πράξης, δίνοντας στον άνθρωπο τη δυνατότητα να πλάσει  την ιστορία, να συντρίψει τις δομές της καταπίεσης και αλλοτρίωσής του, να ελευθερώσει την εργασία απ’τη δουλεία στο συμφέρον μιας ολιγαρχίας, να δείξει την αξία που έχει η υλική όψη της ζωής μεταμορφώνοντας τον κόσμο, τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του και τα αγαθά του σε δώρο,  που προσφέρεται ισότιμα σε όλους.   Αυτό νομίζω πως είναι σε γενικές γραμμές το σχήμα της αντίθεσης ανάμεσα στην αντίληψη της εκκλησίας και την αντίληψη για το μαρξισμό, του ανθρώπου της μέσης παιδείας  (της χαμηλής μα και της ανώτατης παιδείας).

Κάτι με το οποίο δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει κάποιος, μολονότι θα ανέμενε ότι ο συγγραφέας μας θα ανατρέψει στη συνέχεια, αυτό που ρητορικά οριοθετεί ως μαρξισμό. Βέβαια δε μας υπενθυμίζει ότι ο μαρξισμός είναι μια διαλεκτική-υλιστική θεωρία με πυκνή φιλοσοφική διάταξη, αλλά και ηθική συμπεριφορά ανώτερη από όλες τις προτεινόμενες σε άλλες ιδεολογίες.  Που εγώ έχω παραθέσει και θα παραθέτω όταν το θεωρώ αναγκαίο.                                                                                                       
Μήπως όμως οι ουσιαστικές  προϋποθέσεις οι δομές κι οι συνακόλουθες ιστορικές διαμορφώσεις είναι κοινές τόσο στο μαρξισμό όσο στο δυτικόποιημένο χριστιανισμό. Και πιο συγκεκριμένα:  Νομίζω πως ο μαρξισμός γεννήθηκε φέροντας μέσα του σπέρματα της αλλοτρίωσης των επαγγελιών του, που οδήγησαν και στην αλλοτρίωση του χριστιανισμού στη δύση.  Γεννημένος μέσα στη μήτρα του εγελιανισμού ο μαρξισμός είναι γνήσιο τέκνο της δυτικής μεταφυσικής έστω κι αν θέλει να είναι αντιμεταφυσικός.  Γιατί όταν λέμε «δυτική μεταφυσική» δεν εννοούμε βέβαια κάποια άρθρα πίστης,  ούτε τη φαινομενολογική διαίρεση σε ιδεαλιστικά και υλιστικά συστήματα, αλλά μια κοινή και ενιαία παράδοση  προϋποθέσεων και μεθόδων φιλοσοφικής έρευνας που τις καθιέρωσε στη δύση ο θεολογικός σχολαστικισμός: Η απαίτηση για «αντικειμενικότητα» της αλήθειας, η οργάνωση της  αλήθειας σε ολοκληρωμένο, δηλαδή κλειστό σύστημα που ερμηνεύει αυθεντικά και τελειωτικά τη φυσική και ιστορική πραγματικότητα, η μεθόδευση αυτής της ερμηνείας  με «αξιώματα» και «νόμους» «επιστημονικής» θετικότητας που εξασφαλίζει με τον ορθολογισμό. Δηλαδή την υποταγή της ζωής σε τυποποιημένη και μηχανιστική λειτουργία της ανθρώπινης λογικής―είναι η βάση και το θεμέλιο τόσο του αλλοτριωμένου σε «σύστημα» δυτικού χριστιανισμού όσο και του μαρξισμού.

Τώρα μάλιστα αυτές οι παρατηρήσεις έχουν νόημα για έναν διανοητή του μαρξισμού και του διαλεκτικού υλισμού και γι’αυτό θα προσπαθήσω να εκτιμήσω την αξία αυτών των παρατηρήσεων τμηματικά για να μη χάσουμε τίποτα αλλά και με την ανάλογη προσοχή μήπως αυτού  του είδους η αντιμετώπιση καταντήσει σοφιστική και ρητορική.
     Επισημαίνω όμως πως ένα τέτοιο είδος κριτικής θα έπρεπε να είχαν αρχίσει πριν πολύ καιρό οι απανταχού μαρξιστές για ν’αναβαθμίσουν τις αντιλήψεις και τις «μαρξιστικές» θέσεις τους. Όλα τα ερωτήματα που ετέθησαν άπτονται σε μιαν αρχαία ελληνική διαλογική πάλη περί διαλεκτικής και ορθολογισμού. Δηλαδή θα πρέπει ο σύγχρονος άνθρωπος και φυσικά ο μαρξιστής ν’ανατρέξει ξανά σ’αυτή τη διαλογική διαμάχη και να ξαναθεωρήσει τα λογικά δεδομένα που έχει ήδη αποδεχτεί από συνήθεια κι έχει διδαχτεί χρόνια τώρα στις όποιες σπουδές του.
     Η συζήτηση αυτή έχει ξεκινήσει από δυο μεγάλους βάρδους της νόησης: τον Ηράκλειτο και τον Παρμενίδη.  Έχει μεγάλη σημασία μια μικρή αναδρομή στις απόψεις και στις βασικές προτάσεις τους, για να δούμε τι επακόλουθα έχουν οι λογικές αποδοχές που θεωρούμε δεδομένες και ακολουθούμε πλέον άκριτα:  Από τη μια έχουμε το διαλεκτικό ρεύμα των Μιλησίων που συνειδητά ακολουθεί κι ο Ηράκλειτος δηλώνοντας μάλιστα θαυμαστής του Θαλή και φυσικά θα πρέπει να εκτιμά τις απόψεις του Αναξίμανδρου για τη θεωρία της εξέλιξης, την έννοια του Γίγνεσθαι, του Απείρου,  της ύπαρξης  ενός Ανοικτού  Κόσμου και της Σχετικότητας των εννοιών του Χρόνου και του Χώρου.
      Ο Ηράκλειτος σε όλα αυτά θα προσθέσει τον Λόγο. Απ’αυτά που έμειναν από το έργο του αντιλαμβανόμεθα ότι ο Λόγος είναι το αντιφατικό λέγειν κι ένα είδος αντιφατικής λογικής, που θα μπορούσε να είναι ο καλύτερος τρόπος διαλεκτικής προσέγγισης για τον κόσμο.   
      Οι απόψεις του Ηράκλειτου φαίνεται ότι είχαν γενικότατη απήχηση στον τότε ελληνικό κόσμο, αφού η αντιφατικότητα ήταν η βάση της τραγικότητας, ο διθύραμβος, (που κατά τη γνώμη μου, είναι το πέρασμα από δυο αντίθετες θύρες συγχρόνως, τη θύρα της ζωής και τη θύρα του θανάτου).  Απέναντι σ’αυτές τις απόψεις ο Παρμενίδης σήκωσε το ανάστημά του ανοίγοντας μιαν άμεση πολεμική στο έργο του Ηράκλειτου.
     Κατ’αυτόν μόνο το Είναι (το Εόν) υπάρχει, το Μη Είναι όπως έχει χρέος δε μπορεί να υπάρξει. Το Εόν λοιπόν καλύπτει τα πάντα όντας τετελεσμένο, αφού δεν ήταν, ούτε θα είναι, παρά μόνον Είναι Πάντα Αυτό.  Λοιπόν χωρίς το Μη-Είναι ούτε αληθινό Γίγνεσθαι, ούτε Όλυσθαι υπάρχει, αυτά είναι φαινομενικά και φαντάζουν έτσι γιατί οι θνητοί πιστεύουν ότι ο κόσμος έχει αντιφατική φύση. Επειδή κάθε αντιφατική έννοια περιέχει μέσα της έστω κι ευκαιριακά το Μη-Είναι, περιέχει λάθος. Έτσι οι λογικές διεργασίες πρέπει να πατάνε μόνο στο Είναι, αν θέλουμε να έχουμε σωστές συγκριτικές διαδικασίες στη λογική. Κι επειδή σύμφωνα μ’αυτόν, ο κόσμος είναι τετελεσμένος, πεπερασμένος και απόλυτα σφαιρικός, και είναι δυνατόν να έχουμε λογικές διεργασίες απόλυτα σωστές, αν ακολουθήσουμε με προσοχή τον δρόμο του Εόντος (του Είναι), αποφεύγοντας την αντιφατικότητα και τις παγίδες του Μη-Είναι.  Ακόμα με διάφορες άλλες προτάσεις του, θα δούμε να αναδύεται ο ορθολογισμός κι η τυπικότητα της λογικής, που ο Αριστοτέλης επεξεργάστηκε συστηματικότερα.  Επίσης με τον όρο του κλειστού συστήματος αναδύεται και η αρχική ιδέα του ντετερμινισμού.  Όσοι λοιπόν είναι θιασώτες του ορθολογισμού, δεν πρέπει στο λογισμό τους να ανακατεύουν την έννοια του γίγνεσθαι και του απείρου, αφού αυτά προϋποθέτουν ανοικτά συστήματα, ή τουλάχιστον είναι ευκαιριακά κλειστά, γι'αυτό στα όρια του ορθολογισμού γεννούν συνεχώς αντινομίες. Τέτοιες αντινομίες ανέδειξε ο Ζήνων με τα παράδοξά του, ενώ αργότερα ο Πλάτων στο έργο του «Παρμενίδης» ανέδειξε όλες τις αντινομίες στα θεμέλια του ορθολογισμού.
      Όπως επισημαίνει ο κ, Γιανναράς (που ως θεολόγος εμένα δεν έχει τίποτα συγκεκριμένο ή ενδιαφέρον να πει, στην κριτική όμως του μαρξισμού θέτει ερωτήματα που θα έπρεπε να είναι πολύ ενδιαφέροντα για το όποιο μαρξιστικό ρεύμα): ο μαρξισμός γεννημένος μέσ’τη μήτρα του εγελιανισμού, μιας εξ’αρχής οδηγήθηκε στην αλλοτρίωσή των επαγγελιών του.  Πράγματι η εγελιανή διαλεκτική φέρει επάνω της τόσα θεολογικά βάρη, που είναι ασήκωτα για ένα επαναστατικό κίνημα, επίσης μη όντας αληθινή διαλεκτική, τσαλαβουτά ανάμεσα στην Ορθολογική Καθαρότητα του Καντ και την προσωκρατική Αντιφατικότητα, κάτι που δε μπορεί να ορθώσει αληθινό διαλεκτικό λόγο.  Τα Απόλυτα, τα Καθαρά κι η Μεταφυσική δεν μπορούν  να συμβαδίσουν με ένα αληθινό Γίγνεσθαι. Ο Χέγκελ κι οι μαρξιστές, μολονότι απαξιώνουν τον ορθολογισμό και την τυπικότητά του, θα δούμε να τον χρησιμοποιούν σαν εργαλείο απαλήθευσης περισσότερες φορές απ’τις αρχές της εγελιανής διαλεκτικής λογικής, που ποτέ δεν έφτασε σε αληθινή ολοκλήρωση. Όπως τονίζει κι ο κ. Γιανναράς ακολουθούν αυτή την ανελαστική τυπικότητα σε κάθε τους διπίστωση, ανεβάζοντάς την στο βάθρο της αιώνιας αλήθειας.
     Οι αρχαίοι διαλεκτικοί δεν είχαν ποτέ τέτοιο πρόβλημα, αλλά ακόμα και οι αρχαίοι ορθολογιστές, μαζί με κάθε μιαν «αλήθεια» διατύπωναν και δύο αμφιβολίες. Ο Πλάτων που χειρίστηκε τον ορθολογισμό στους διαλόγους του με τον πιο οριακό και άψογο τρόπο, έδωσε και τον «Παρμενίδη» του, όπου εκεί αναιρεί όλα σχεδόν τα θεμέλια αυτών που είχε πει.
     Νομίζω ότι η παράθεση κάποιων αποσπασμάτων των Ηράκλειτου, Αναξίμανδρου και Ζήνωνα, θα βοηθούσε ίσως την περαιτέρω κατανόηση της ανάγκης για κριτική στο Μαρξισμό, τις στρεβλές  εφαρμογές του και θα έδινε εξαρχής κάποιες απαντήσεις, με τη διαλεύκανση κάποιων σκοτεινών σημείων της διαλεκτικής λογικής.

                             ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ
ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ αἱρ. ἔλεγ. 16 1-7
  οὗτος άρχή τῶν ὄντων ἔφη φύσιν τινὰ τοῦ ἀπείρου,
  ἐξ᾽ἧς γίγνεσθαι τούς οὐρανούς καὶ τὸν ἐν αὐτοῖς κόσμον.
  ταύτην ἀΐδιον εἶναι καὶ ἀγήρω καὶ πάντας τοὺς κόσμους
  περιέχειν.  λέγει δὲ χρόνον ὡς ὡρισμένης τῆς γενέσεως
  καὶ τῆς ούσίας καὶ τῆς φθορᾶς. . . . . . . . . . . . .
  οὗτος μὲν ἀρχήν καὶ στοιχεῖον εἴρηκε τῶν ὄντων τὸ
  ἄπειρον, πρῶτος τοὔνομα καλέσας τῆς ἀρχῆς.
  πρὸς δὲ τούτῳ κίνησιν ἀΐδιον εἶναι, ἐν ᾗ συμβαίνει
  γίγνεσθαι τοὺς οὐρανούς. 
[Ο Αναξίμανδρος είπε ότι τα όντα εξουσιάζονται από κάποιο είδος απείρου, απ’το οποίο γεννιόνται οι ουρανοί κι οι κόσμοι που περιέχονται μέσα τους. Αυτό είναι αέναο κι αγέραστο περιέχοντας όλους τους κόσμους. Για τον λόγο αυτό ο χρόνος είναι σχετικός και αποκτά νόημα απ’τη γέννηση και την φθορά της κάθε ουσίας. . . . .Αυτός όρισε, πως άρχων και στοιχείο όλων (περιέχει και περιέχεται απ’όλα), είναι το άπειρο και είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε αυτόν τον ορισμό. Επί πλέον όρισε ότι το άπειρο είναι η αέναη κίνηση, που μέσα της συμβαίνει το γίγνεσθαι των ουρανών].

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ φυσ. Γ 4 203 b 6
   Ὥς φησιν Ἀναξίμανδρος καὶ πλεῖστοι τῶν φυσιολόγων,
   τοῦ δὲ εἶναι τι ἄπειρον ἡ πίστις ἐν πέντε μάλιστ᾽ἄν συμβαίνει
   σκοποῦσιν. ἐκ τοῦ τε χρόνου (οὗτος γὰρ ἄπειρος) καὶ ἐκ τοῖς
   μεγέθεσι διαιρέσεως χρῶνται γὰρ οι μαθηματικοί τῷ ἀπεἰρῳ,
   ἔτι τῷ  οὕτως ἂν μόνως μὴ ὑπολείπειν γένεσιν καὶ φθοράν, εἰ
   ἄπειρον εἴη ὅθεν ἀφαιρεῖται τὸ γινόμενον.  ἔτι τῷ τὸ
   πεπερασμένον ἀεὶ πρός τι περαίνειν ανάγκην ἕτερον πρὸς 
   ἕτερον. μάλιστα δὲ  καὶ κυριώτατον, ὅ τὴν κοινήν ποιεῖ
   ἀπορίαν πᾶσιν, διὰ γὰρ τὸ ἐν τῇ νοήσει μὴ ὑπολείπειν, καὶ ὁ
   ἀριθμός δοκεῖ ἄπειρος εἶναι καὶ τὰ μαθηματικά μεγέθος καὶ
   τὸ ἔξω τοῦ οὐρανοῦ· ἀπείρου δ᾽ ὄντος τοῦ ἔξω, και σῶμα
   ἄπειρον εἶναι δοκεῖ καὶ οἱ κόσμοι.
[Λέγεται  πως ο Αναξίμανδρος και οι περισσότεροι των φυσιολόγων πιστεύουν, πως το άπειρο γίνεται αντιληπτό με πέντε τρόπους. α.Από τον χρόνο που είναι άπειρος, β. απ’τη διαιρετότητα των μαθηματικών μεγεθών, γ. από το ότι μόνον έτσι θα μπορούσε να υπάρχει η συνεχής γέννηση κι φθορά, αφού μόνον απ’ το άπειρο θα μπορούσε κάτι τέτοιο να αντλεί συνεχώς, δ. απ το ότι κάθε τι πεπερασμένο, αγγίζει σε κάποιο άλλο πεπερασμένο και αυτό ατελείωτα. ε. Αλλά το πιο σπουδαίο που προκαλεί απορία, γιατί ο κάθε ένας που διαθέτει τον κοινό νου, θα μπορούσε να αντιληφθεί  το απειροστικό των μαθηματικών μεγεθών και την άπειρη προέκταση του ουρανού προς τα έξω, είναι ότι αφού το σύμπαν είναι άπειρο εξωτερικά, και κάθε σώμα είναι άπειρο και οι κόσμοι είναι άπειροι].
    Ο Αναξίμανδρος εισάγει την αντιφατικότητα στην έννοια του Απείρου κι αυτή την αντιφατικότητα του Απείρου βλέπουμε και στο Ζήνωνα.

                         ΖΗΝΩΝ
ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ, Φυσ. 140, 34.
    1. εἰ μὴ ἔχοι μέγεθος τὸ ὄν, οὐδ᾽ἃν εἴη, εἰ δ´ἔστιν ἀνάγκη
    ἕκαστον μέγεθός τι ἔχειν  καὶ πάχος καὶ  καὶ ἀπέχειν
    αὐτοῦ τὸ ἕτερον ἀπὸ τοῦ ἑτέρου·  καὶ περὶ τοῦ προύχοντος
    ὁ αὐτὸς λόγος·  καὶ γὰρ ἐκεῖνο ἕξει μέγεθος  καὶ προέξει
    αὐτοῦ τι,  ὅμοιον δὴ τοῦτο. ἄπαξ τε εἰπεῖν καὶ ἀεὶ λέγειν.
    οὐδὲν  γὰρ  αὐτοῦ τοιοῦτον ἔσχατον ἔσται.  οὔτε ἕτερον
    προς ἕτερον  οὐκ  ἔσται.  οὕτως εἰ  πολλά ἐστιν,  ἀνάγκη
    αὐτὰ μικρά τε εἶναι καὶ μεγάλα· μικρά μὲν ὥστε μὴ ἔχειν
    μέγεθος, μεγάλα δὲ ὥστε ἄπειρα εἶναι.
[Δεν υπάρχει κάτι χωρίς μέγεθος, αν υπάρχει πρέπει να έχει και μέγεθος και όγκο και κάποια απόσταση το ένα απ’το άλλο. Το ίδιο ισχύει και για το περιθώριο αναλόγως.  Γιατί κι αυτό θα έχει μέγεθος και πάντα θα περισσεύει κάτι αναλόγως.  Θα το πω μια για πάντα.  Δεν είναι δυνατόν, να υπάρχει έσχατο μέρος κάποιου, ούτε του σώματος ούτε του περιθωρίου. Ακόμα δε μπορεί κάτι να υπάρξει από μόνο του, (άσχετα από κάτι άλλο).  Έτσι αν υπάρχουν πολλά, είναι ανάγκη να είναι συγχρόνως μεγάλα και μικρά.  Τόσο μικρά που να μην έχουν μέγεθος και τόσο μεγάλα που να έχουν άπειρο μέγεθος].
     Βλέπουμε και τον Ζήνωνα να κάνει δεκτή την αντιφατικότητα ως στοιχείο του απείρου.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ,   IV  72.
  2. τὸ κινούμενον οὔτ᾽ἐν ᾧ ἔστι τόπῳ κινεῖται οὔτ᾽ἐν ᾧ μὴ ἔστι.
[Το κινούμενο δεν κινείται ούτε στη θέση που βρίσκεται, ούτε στη θέση που δε βρίσκεται].
(Αυτή την πρόταση μπορούμε να κατανοήσουμε μόνο μέσω της Ηρακλειτικής σκέψης):                 

                             ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ
ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ  IX 9
    51. Οὐ ξυνιᾶσιν ὅκως διαφερόμενον ἑαυτῷ ὁμολογέει·
    παλίντροπος ἁρμονίη, ὅκωσπερ τόξου καὶ λύρης.
[Δεν κατανοούν πως κάτι αλλάζοντας, συμφωνεί με τον εαυτό του·  αυτή είναι η αμφίδρομη αρμονία όπως της λύρας και του δοξαριού].

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΙ ΤΟΥ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ  392β.
    91. ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν έμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ, οὐδὲ τῆς
    αυτῆς  οὐσίας ἅψασθαι  κατ᾽ ἕξιν,  ἀλλ᾽ὀξύτητι  καὶ τάχει
    μεταβολῆς,  σκίδνησι  καὶ πάλιν συνάγει καὶ πρόσεισι καὶ
    ἄπεισι (μᾶλλον δὲ οὐδὲ πάλιν οὐδ᾽ὕστερον, ἀλλ᾽ἅμα
    συνίσταται καὶ ἀπολείπει).   
[Στον ίδιο ποταμό δεν ξαναμπαίνεις, ούτε την ίδια ουσία αγγίζεις κατ’έξιν, γιατί όλα αλλάζουν γρήγορα και βίαια, χωρίζονται και ενώνονται, σκορπάνε-μαζεύοντας. (όχι ξανά ή μετά αλλά συγχρόνωςκαταλύονται-συντιθέμενα)].

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ  IV 10.
    59. γναφείῳ ὁδὸς εὐθεῖα καὶ σκολιή μία ἐστὶ καὶ ἡ αὐτή.
    (ἡ τοῦ ὀργάνου τοῦ καλουμένου κοχλίου έν τῷ γναφείῳ περιστροφὴ
    εὐθεῖα καὶ σκολιή· ἄνω γὰρ ὁμοῦ καὶ κύκλῳ περιέχεται).
[Η περιστροφική κίνηση στον κοχλία, είναι την ίδια στιγμή και ευθεία. Στον κοχλία η ευθεία, είναι αποτέλεσμα περιστροφής].

ΚΛΗΜΗΣ,  ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ V 60.
    30. κόσμον τόνδε τὸν αὐτὸν ἀπάντων οὔτε τις θεῶν οὔτε
   ἀνθρώπων ἐποίησεν,  ἀλλ᾽ ἦν καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ
   ἀεί ζωον, ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα. 
[Αυτόν τον κόσμο που είναι ο ίδιος για όλους, δεν τον εποίησε ούτε θεός ούτε άνθρωπος, αλλά ήταν, είναι και θα είναι πυρ αείζωον, που αναβοσβήνει με μέτρο].

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ,  ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΙ ΤΟΥ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ 388 Ε 
     90.  πυρός τε ἀνταμοιβή τὰ πάντα καὶ πῦρ ἀπάντων,
     ὅκωσπερ χρυσοῦ χρήματα καὶ χρημάτων χρυσός.
[Όλα μετατρέπονται σ’αυτό το Πυρ και αυτό σε όλα, όπως τα εμπορεύματα σε χρυσό κι ο χρυσός σε εμπορεύματα].

Αν συνδυάσουμε όλα αυτά τ’αποσπάσματα, θα αντιληφθούμε πως κάθε τι υπάρχει επειδή άλλα γεγονότα διέρχονται μέσα τους κάνοντάς τα να Είναι. Τα διερχόμενα αυτά γεγονότα, φεύγουν στο σύμπαν επιστρέφοντας κάποτε στη θέση που ξεκίνησαν. Επειδή το σύμπαν είναι ανοικτό και άπειρο, αυτή η επιστροφή δεν είναι απόλυτη, (δεν επαληθεύουν απόλυτα τη θέση που ξεκίνησαν, αλλά τη διαψεύδουν κιόλας περνώντας λίγο πιο κει με τον τρόπο του κοχλία). Έτσι τα πάντα καταλύονται-συντιθέμενα, Είναι-Μη Όντας.  Ο χρόνος λοιπόν, σαν διάρκεια ύπαρξης κάποιου αντικειμένου ή γεγονότος, δεν είναι αληθινός αφού όλα είναι συνεχώς άλλα-αλλού.  Λέει λοιπόν ο Χέγκελ ότι η κίνηση είναι μια αντίφαση, όχι γιατί το κινούμενο είναι μια κάποια στιγμή εδώ και μιαν άλλη αλλού, αλλά γιατί είναι και δεν είναι στην ίδια θέση την ίδια στιγμή. Ο Ζήνων κι ο Ηράκλειτος θα του απαντούσαν ότι η κίνηση δεν είναι παρά μόνο το γίγνεσθαι. Η μετακίνηση είναι μια ψευδαίσθηση, αφού το κινούμενο όντας σε συνεχή καταλυτική-σύνθεση, Είναι-Μή Όντας. Δηλαδή το κινούμενο είναι άλλο σε μια θέση κι άλλο σε άλλη θέση. Η αντιφατικότητά του συνίσταται στο Είναι του.
      Ο Χέγκελ επίσης στη λογική του τονίζει ότι δε μπορούμε να χρεώσουμε στα πράγματα την αντιφατικότητα αλλά στο νοείν, δεχόμενος μία αναντιστοιχία μεταξύ Νοείν και Είναι. Αντίθετα οι αρχαίοι διαλεκτικοί και οι ορθολογιστές δέχονται την απόλυτη αντιστοιχία, όντας συνεπείς στις απόψεις τους.
    Λέει ο Μπώμ: «Η θεωρία του πεδίου, περιγράφει κάθε κίνηση στην κβαντομηχανική με βάση τη δημιουργία-καταστροφή των στοιχειωδών σωματίων. Έτσι αν ένα ηλεκτρόνιο υποστεί σκέδαση από την αρχική του κατεύθυνση σε διαφορετική, αυτό το περιστατικό περιγράφεται ως «καταστροφή» του αρχικού ηλεκτρονίου και «δημιουργία» άλλου το οποίο κινείται σε νέα κατεύθυνση.  Κατά την θεωρία αυτή δεν υπάρχει σωμάτιο που να διατηρεί πάντα την ταυτότητά του. Αν δούμε βαθύτερα την παράσταση του πεδίου κίνησης, έστω κι ενός ελευθέρου σωματίου, ανακαλύπτουμε ότι η κίνηση αυτή περιγράφεται μαθηματικά σαν καταστροφή σ’ένα σημείο κι αναδημιουργία σ’άλλο γειτονικό.  Έτσι η κίνηση αναλύεται σε μια σειρά αναδημιουργίας-καταστροφή που ως συνολικό αποτέλεσμα έχει την συνεχή αλλαγή του σωματίου μέσ'το χώρο».
     Οι επιστήμονες σήμερα μέσ’τα πολύτιμα εργαστήριά τους, διαπιστώνουν αυτό που οι προσωκρατικοί προπάτορές τους είχαν συλλάβει νοητικά μέσω της διαλεκτικής τους 2500 χρόνια πριν. Και ενώ αυτοί μας την προσφέρουν, μια που οι αντινομίες του ορθολογισμού και του ντετερμινισμού δε μπορούν να ξεπεραστούν χωρίς αυτήν, εμείς δεν απλώνουμε το χέρι να την πάρουμε, όντας πιο αριστοτελικοί απ’τον Αριστοτέλη ή γιατί ίσως πάσχουμε από αυτή την αρρώστια που έχει επισημάνει για το δυτικό πολιτισμό, ο κ. Γιανναράς.  Βέβαια το ζητούμενο τώρα, είναι να μπορέσει ο πολιτισμός μας να ξεπεράσει αυτές τις αγκυλώσεις και επειδή το μαρξιστικό ρεύμα έχει όλα τα άλλα προαπαιτούμενα, θα ήταν κρίμα να μην απλώσει το χέρι και να αποδεχτεί αυτή τη Διαλεκτική (την Ηρακλειτική). Η Διαλεκτική αυτή προβλέπει συμπεριφορά ακόμα και για τις ανθρώπινες σχέσεις:

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ,  ΚΟΡΙΟΛΑΝΟΣ 38.
    86. ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι.
[Η απιστία αποτρέπει απτην άγνοια].
    Η αμφιβολία οδηγεί στη γνώση.

ΣΕΞΤΟΣ,  VII  133.
   2. Διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ, τοῦ λόγου δ᾽ἐόντος ξυνοῦ, ζώουσιν
   οἱ πολλοί ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν.
[Επειδή  πρέπει ν’ακολουθούμε τον Λόγο που είναι κοινός-ένας για όλους, γι’αυτό ακριβώς οι άνθρωποι (οι πολλοί), ζουν έχοντας δική τους βούληση και ιδιαιτερότητα].
     Η ιδιαιτερότητα των ατόμων είναι εκ φύσεως νόμιμη, γιατί το κοινό έδαφος που πατάνε είναι ο Λόγος, η αντιφατικότητα που γεννά την διαφορότητα και την ελευθερία. Το Ένα
(ο Λόγος) και τα Πολλά (οι άνθρωποι), έχουν Διαλεκτική σχέση που είναι Αντιφατική (Ηρακλειτική) κι όχι αντιθετική (Παρμενίδεια).    
     Στην αντιθετική σχέση, ο διάλογος φτάνει ως τα όριά των αντιθέτων, χωρίς να τα παραβιάζει. Η σχέση είναι εξωτερική.   Στην αντιφατική σχέση, ο διάλογος των αντιθέτων, πέραν της εξωτερικής σχέσης εισχωρεί βαθύτερα χωρίς ν’αφήνει όρια απαραβίαστα μεταξύ των αντιθέτων και κατά συνέπεια ούτε απαραβίαστη την ταυτότητά τους.
     Γι’αυτό η διαλεκτική είναι η βάση όπου πάνω της πατά η όποια δημοκρατικότητα. Η έννοια δημοκρατία ανακρατά από τις λέξεις δήμος και κρατώ. Κρατώ θα πεί εξουσιάζω και δήμος προέρχεται απ’τη λέξη δέομαι, δηλαδή υποχρεούμαι και συνιστώ δέμας (μάζα). Δηλαδή το σύστημα όπου εξουσιάζουν αυτοί που υποχρεούνται να εργάζονται (τα κατώτερα στρώματα). Αυτόματα η έννοια δημοκρατία οδηγεί στη σημερινή έννοια, «λαοκρατία», περιέχοντας μέσα της την αντιφατικότητα να κυβερνούν οι αδύνατοι και οι πολλοί.  Η δημοκρατία σήμερα έχει πάρει πολύ πιο σύνθετη μορφή, αφού τα κοινωνικά σύνολα αποτελούνται από τάξεις και στρώματα, που έχουν σύνθετα και συγκρουόμενα συμφέροντα.  Οι νόμοι λοιπόν που ψηφίζονται όσο κι αν υπάρχει πρόθεση εξισορρόπησης των αντιθέσεων, μεταξύ των τάξεων υπάρχει μια βίαιη πάλη όπου οι ισχυρότερες τάξεις μπορούν να ελέγχουν το κοινοβούλιο θεσμοθετώντας τα οράματά και τα συμφέροντά τους σε νόμους.  Η δημοκρατία λοιπόν, όπως κάθετι έχει φύση αντιφατική, είναι μια σχέση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου, όπου το κεφάλαιο γεννά τη μισθωτή εργασία και γεννιέται απ’αυτή και μολονότι η σχέση τους είναι τέτοια που δεν μπορεί το ένα χωρίς το άλλο, την ίδια στιγμή μάχονται βίαια γιατί έχουν αντίθετα συμφέροντα. Ανάλογα λοιπόν με το ρόλο που παίζει το χρήμα στη όποια δημοκρατία οριοθετούνται και οι όροι λειτουργίας αυτής της δημοκρατίας.
     Στην αστική δημοκρατία έχουμε αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου όπου εξουσιάζει το χρήμα· έχουμε λοιπόν δημοκρατική-δικτατορία του κεφαλαίου και αστικό κοινοβούλιο. Εκεί οι νόμοι είναι τόσο πιο δημοκρατικοί για το κεφάλαιο, όσο πιο δικτατορικοί είναι για τη μισθωτή εργασία. Αντίθετα στη λαϊκή δημοκρατία έχουμε το λαϊκό κοινοβούλιο δηλαδή την αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου, όπου εξουσιάζει η μισθωτή εργασία, δηλαδή έχουμε δημοκρατική-δικτατορία της εργασίας.
 (Αυτή η διευκρίνιση περί αντιφατικότητας της δημοκρατίας έπρεπε να γίνει για να μπορεί να γίνει πιο κατανοητή η κριτική στάση του συγγραφέα στο μαρξιστικό ρεύμα).

Και ο κ. Γιανναράς συνεχίζει: Ο Μαρξ βασίζει τη θεωρία του στην αντίληψη ενός άτεγκου ιστορικο-οικονομικού ντετερμινισμού, στη διατύπωση «αναλλοίωτων» νόμων που διέπουν το ιστορικό γίγνεσθαι και τις κοινωνικές διαμορφώσεις.  Και με τη βοήθεια των νόμων της ορθολογικής αιτιοκρατίας, πιστεύει ότι μπορεί πια να ερμηνεύσει όχι απλά το φαινόμενο του καπιταλισμού στη δύση, αλλά τη σύγχρονη ανθρώπινη ιστορία,  ανεξάρτητα από εποχές, κοινωνικές συνθήκες και πολιτισμούς.

Εγώ εδώ δε βλέπω τίποτα το παράλογο κι ούτε συμμερίζομαι τις αφηρημένες ευαισθησίες του συγγραφέα μας, απέναντι στη θεωρητική δραστηριότητα του Μαρξ.  Ένας συγγραφέας κι οραματιστής έχει καθήκον να προτείνει απόψεις, που κατά τη γνώμη του θα βελτίωναν την άθλια κατάσταση των κοινωνικών σχέσεων της εποχής του και γιατί όχι του κόσμου όλου. Ακόμα μια μεγάλη κοινωνικοοικονομική θεωρία δεν μπορεί παρά να έχει ηθική και φιλοσοφική διάσταση.  Μάλιστα ο συγγραφέας μας σ’ελάχιστες γραμμές οριοθέτησε (στο μέρος για τη σχέση αντίθεσης μαρξισμού κι εκκλησίας), θαυμάσια το όραμα του μαρξισμού.  Άρα δεν μπορεί ν’απορρεί για τους λόγους που ένας οραματιστής όπως ο Μαρξ μπαίνει σ’έναν επικό άθλο, να οριοθετήσει επιστημονικά τους όρους λειτουργίας του καπιταλισμού, τον τρόπο ανατροπής του και το όραμα ενός νέου κόσμου.  Στο δεύτερο μέρος του «Κεφαλαίου» βλέπουμε ν’αναδύεται ο νέος διαλεκτικός τρόπος σκέψης που φιλοδοξεί να υπερβεί τον Εγελιανό μα και την επάρατη για το συγγραφέα μας ορθολογική αιτιοκρατία, την οποία όμως κι ο ίδιος ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως κριτική πρακτική. Το χειρότερο είναι όμως, πως αφού αντιτίθεται ενάντια στις κατεστημένες θεολογικές ή πολιτικές καταστάσεις, δεν μας προτείνει τίποτα το συγκεκριμένο και πραγματοποιήσιμο για να δούμε πως υπερβαίνεται ο ντετερμινισμός και η ορθολογική αιτιοκρατία. Είναι μοιραίο, αυτός ο οποίος κάνει προτάσεις και μάλιστα όταν οι προτάσεις του εφαρμοστούν να είναι ευάλωτος στην όποια κριτική·  επίσης όταν οι προτάσεις του εφαρμοστούν αλλοτριωμένα, τότε όλοι πέφτουν πάνω του να τον κατασπαράξουν. Όπως έγινε με τον Μαρξ και τον λεγόμενο υπαρκτό σοσιαλισμό. Όπως και νά'ναι, όμως ο διαλεκτικός υλισμός που βασίζεται ο μαρξισμός είναι θεωρητικά αντίθετος στο ντετερμινισμό και τους όποιους αναλλοίωτους νόμους γενικά. Δε μπορεί όμως να μην αποδέχεται την ύπαρξη νόμων όταν τουλάχιστον αυτοί πατάνε πάνω στη διαλεκτική, και μολονότι φιλοδοξεί μια πλήρως οργανωμένη διαλεκτική σκέψη και δραστηριότητα, δεν μπορεί ούτε να απορρίπτει άκριτα και δογματικά τον ορθολογισμό, ή ακόμα και το ντετερμινισμό. Αφού αυτός ο τρόπος σκέψης έχει προσφέρει και προσφέρει ακόμα στην έρευνα και τον πολιτισμό και δεν θα μπορούσαμε να τον υποκαταστήσουμε όσο ο Διαλεκτικός Υλισμός δεν έχει καταφέρει ακόμα να ολοκληρωθεί, κάτι που φάνηκε στην εφαρμογή των κατ’ όνομα σοσιαλιστικών καθεστώτων,  αλλά και στην επιστημονική έρευνα. Βέβαια στα όρια του κβαντικού κόσμου ο ντετερμινισμός κι η ορθολογική έρευνα, αδυνατούν να περιγράψουν τον κόσμο.  Έτσι αναδύεται επιτατικά η ανάγκη για τη συγκρότηση ενός οργάνου Διαλεκτικής Λογικής  Ηρακλειτικού τύπου, που θα μπορεί να ερμηνεύει την καταλυτικο-συνθετική αντιφατικότητα στο γίγνεσθαι των γεγονότων του κβαντικού κόσμου.  Έτσι,  μια υλοζωική (υλιστικο-πνευματική) λογικό-φιλοσοφική επιστημονική πραγματικότητα αναδύεται, που θα περιλαμβάνει όλες τις εκφάνσεις του παγκοσμίου γίγνεσθαι. Απ’το απώτατο σύμπαν ως το έσχατο κβαντικό-αντιφατικό στοιχειώδες μέσα στον ίδιο τον ανθρώπο.  Κι αν πει ο συγγραφέας μας ότι αυτά είναι μια επιστημολογική φαντασία εγώ θα του απαντήσω πως: τα δικά του, είναι μυστικο-μεταφυσική φαντασία. Αυτά που ισχυρίζομαι εγώ, μπορώ τουλάχιστον να δείξω πως είναι λογικά δυνατά, ενώ τις δικές του απόψεις δε νομίζω ότι μπορεί να στηρίξει λογικά, για ένα λόγο πάρα πάνω ότι απαξιώνει και τον Ορθολογισμό και τη Διαλεκτική.   Έχει λοιπόν καθήκον, ακόμα κι αν πατά πάνω στην καντιανή εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα του όντος, δηλαδή την ενόραση και τη φαντασία κι αν φθέγγεται ως Σίβυλλα, να προτείνει ένα νέο Λογικό τρόπο σκέψης, έστω μη ορθολογικό ή μη διαλεκτικό.

Οπωσδήποτε η ανάπτυξη του μαρξισμού στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, συμπίπτει  και  συμβαδίζει  με  το κορύφωμα  του  ορθολογικού  θετικισμού στη δύση, τόσο στον χώρο των χριστιανικών εκκλησιών  (Α΄ Βατική Σύνοδος του ρωμαιοκαθολικισμού, πρώτες προτεσταντικές αμφισβητήσεις της ιστορικότητας των Γραφών), όσο και στο χώρο της επιστήμης ― με όλη εκείνη την αφελή θριαμβολογία και αυτοπεποίθηση των «θετικιστών» της εποχής,  με την μηχανιστική και αιτιοκρατική ερμηνεία της φυσικής πραγματικότητας.  Ο Έγκελς θα παρομοιάσει επανειλημμένα το μαρξισμό με το δαρβινισμό και θα υπογραμμίσει την ορθολογική αιτιοκρατία που διέπει τόσο το φυσικό όσο και το ιστορικό γίγνεσθαι. Ο μαρξιστικός επιστημονικός θετικισμός ξεκαθαρίζει τις αρχές της ιστορικής αιτιοκρατίας με τη βοήθεια των τυφλών νόμων της διαλεκτικής κι έτσι μπορεί πια να ερμηνεύσει αυθεντικά τα πάντα, υποτάσσοντας τη ζωή σε δογματικές  ντιρεκτίβες.

Δε θα συμμεριστώ την απαξιωτική διάθεση του συγγραφέα μας για την επιστήμη και την ανάπτυξη του μαρξισμού στα τέλη του 19ου αιώνα, αφού πιστεύω πως ήταν μια επική εποχή του ανθρώπινου πολιτισμού. Βέβαια σήμερα μετά από τόσα χρόνια και με την εξέλιξη που έχει κάνει η ίδια η τεχνολογία, μπορούμε να κρίνουμε υπερβολές και λάθη που γέννησαν τον καταναλωτισμό, όπως και τα λάθη του μαρξισμού μετά το πείραμα της «σοβιετικής ένωσης».  Ούτε βέβαια δικαιούμεθα να απαξιώνουμε τις θριαμβολογίες του επιστημονικού θετικισμού αφού υπήρξε ένα σκαλοπάτι στην άνοδο της τεχνολογίας μα να κρατάμε κριτική στάση.  Χωρίς να συμμερίζομαι το θετικισμό και τον ορθολογισμό, δεν τολμώ να τα απαξιώσω, αφού κάποιαν εποχή, αυτά ήταν ότι είχε η ανθρωπότητα και μάλιστα όταν έβγαινε απ’το έρεβος της θρησκοληψίας και του μυστικισμού· του μυστικισμού που είναι ο απόπατος της Ελληνικής σκέψης.
     Νομίζω ότι η «επιστημονικοποίηση» που προσπάθησαν να κάνουν ο ορθολογικός θετικισμός και ο μαρξισμός, ήταν πολύ πιο χαριτωμένα και πιο αναίμακτα από την αντιορθολογική μυστικοποίηση του χριστιανισμού και του μονοθεϊσμού. Το να μιλά ο συγγραφέας ακόμα για χριστιανισμό θέλοντας να τον αναβιώσει με όποιο «πεφωτισμένο» τρόπο, μας φέρνει τρόμο. Δε μπορούμε να ξεχάσουμε ότι κάθε τι ελληνικό με όλη του την πολιτισμική έννοια πέρασε απ’τη φωτιά και το τσεκούρι του αγράμματου φανατικού μοναχού κι ότι η κάθε προσπάθεια του Ορθολογικού Θετικισμού ν’ανοίξει ένα μικρό παράθυρο στον κόσμο της λογικής συναντούσε πάντα την ιερά εξέταση.  Επίσης είναι πολύ άκομψο και για πολλούς ανατριχιαστικό ν’ανεβαίνει στο ύψος ορθολογικού θετικισμού, μια διαμάχη  περί των ανοήτων κειμένων των γραφών στην όποια Βατική σύνοδο.
     Όσο για τον μαρξισμό του 19ου αιώνα δικαιούτο καί αυτός όπως όλα τα πολιτισμικά ρεύματα, να επαγγέλεται την σωτηρία του κόσμου.  Κάτι που αργότερα φάνηκε πως δεν ήταν τόσο απλό, όμως σε πολύ καλύτερο δρόμο από αυτόν της αστικής δημοκρατίας, που ματοκύλισε τη Γαλλία κι άλλες περιοχές της Ευρώπης,  όντας κι αυτή σε κάποιο καλό δρόμο, αντίθετα με την όποια θρησκοληψία που άπλωσε και απλώνει το σκοτάδι από όπου περνά. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο μουσουλμανικός φονταμενταλισμός δε διαφέρει απ’το χριστιανικό φονταμεταλισμό του 4ου αιώνα μ.Χ. και του μεσαίωνα.
     Ο συγγραφέας μας χρεώνοντας στο μαρξισμό ορθολογικό θετικισμό απαξιώνει και τους νόμους της διαλεκτικής λογικής, που υποτίθεται πως ενστερνίζεται ο μαρξισμός.  Βέβαια θα με βρεί σύμφωνο πως, η διαλεκτική αυτή ήταν πολύ δογματική για να είναι διαλεκτική και πολύ ορθολογική για να υπερβαίνει τον ορθολογισμό.  Όμως από τον μυστικισμό της όποιας θρησκείας, κάθε είδους λογική προσέγγιση είναι πάντα σε ένα καλύτερο δρόμο. Η επική λοιπόν προσπάθεια του μαρξισμού να ερμηνεύσει και να οργανώσει ένα καλύτερο κόσμο, είναι κάτι αξιοθαύμαστο που θα πρέπει να προκαλεί συμπάθεια κι όχι απαξίωση, ακόμα κι αν κάθε «πείραμα», μολονότι έδειξε  καλύτερα  δείγματα γραφής από κάθε εφαρμογή του καπιταλισμού, δεν έδωσε τ’αναμενόμενα αποτελέσματα, αφού δεν επέμεινε όσο πρέπει στη δημοκρατικότητα και το πολιτισμικό εποικοδόμημα, ίσως για ιστορικούς λόγους.  Όσο για τη Διαλεκτική ως λογική και όχι ως μια δογματική εφαρμογή, θα έπρεπε ο συγγραφέας να μας πει τους λόγους που την απαξιώνει ή να ορίσει τι είδους διαλεκτική προτιμά, αφού ομολογουμένως η διαλεκτική δεν είναι όσο πρέπει κατασταλαγμένη.
    Ο κ. Γιανναράς, πριν απαξιώσει αλόγιστα τη Διαλεκτική, προσάπτοντάς της ιδιότητες αντιδιαλεκτικές, θα έπρεπε να είχε ο ίδιος στο νου του αποκαθάρει το νόημά της για να είναι ικανός να την κρίνει. (Με κανένα τρόπο η Διαλεκτική δεν μπορεί να συμβαδίζει με το δογματισμό, γιατί ακριβώς είναι το μόνο αντιδογματικό νοείν. Αν λοιπόν ένας τρόπος σκέψης δεν είναι αντιδογματικός, συγχρόνως δεν είναι διαλεκτικός).

Η αυθεντική ερμηνεία του ιστορικού και κοινωνικού γίγνεσθαι αναπόφευκτα και υποχρεωτικά ενσαρκώνεται σε μια συγκεκριμένη εκπροσώπηση, ένα ορατό κέντρο. Κάθε ορθολογισμός  (με πρώτο διδάξαντα τον ρωμαιο-καθολικό) είναι από τη φύση του  ένας ιδεολογικός δογματισμός,  αφού οι «αντικειμενικές» αλήθειες του δεν επιδέχονται λογική αμφισβήτηση.

Προτού συνεχίσουμε στην κριτική του σοβιετικού μαρξισμού από τον συγγραφέα μας, θα πρέπει να ξεκαθαρίσω πως δεν με βρίσκει καθόλου σύμφωνο η συνεχής ορθολογική εμπλοκή του όποιου χριστιανισμού ή της όποιας θρησκοληψίας που ο συγγραφέας του επισυνάπτει. Ο «ορθολογισμός» αυτός στέκεται στις τυπικές διεργασίες των Συνόδων και της διοικητικής λειτουργίας τους. Ο Ορθολογισμός κι η όποια Λογική για θέματα ουσίας, σε κάθε θρησκοληψία πάει περίπατο. Όταν ο κ. Γιανναράς μιλάει για τη σχέση θρησκείας και της όποιας λογικής πρέπει πρώτα να ορίζει που εφαρμόζεται και πως τη χειρίζεται, γιατί αλλιώς θα χάσουμε τα αυγά και τα καλάθια.  Η θρησκεία έχει τη λογική σαν μαγικό ραβδί που ενώ συνεχώς την ποδοπατεί, ξάφνου όταν αποφασίζει ο ιεροεξεταστής, την μετατρέπει σε όργανο δικαίου και τιμωρίας.  Αντίθετα ο όποιος δογματικός μαρξισμός μολονότι αντιδιαλεκτικός και για το λόγο αυτό αντιμαρξιστικός, έχει τουλάχιστον μια ορθολογική συνέπεια

Καί ο ιδεολογικός δογματισμός  συνεπάγεται ορατή εκπροσώπηση της αυθεντίας του δόγματος και ολοκληρωτική υποταγή όλων των πιστών σε αυτή την εκπροσώπηση.  Έτσι γεννιέται «φυσιολογικά» το Βατικανό του Μαρξισμού, η αλάθητη αυθεντία της Μόσχας.  Η λαϊκή εξέγερση του 1917 στη Ρωσία ευνουχίζεται αμείλικτα από την αυθεντία της σοβιετικής γραφειοκρατίας και ο ευνουχισμός επεκτείνεται σε κάθε επιμέρους μαρξιστικό κίνημα οπουδήποτε γης, γιατί η εκπροσώπηση της αλήθειας δε μπορεί παρά να συγκεντρώνεται σε μια καθέδρα. Για να φτάσουμε στις μέρες μας να μην υπάρχει μαρξιστική ομάδα ή κίνημα που να ελεγχεται πραγματικά από τη λαϊκή βάση.

Δε νομίζω πως υπάρχει κάποιος που να μη συμφωνεί με τις επισημάνσεις του κ. Γιανναρά για την κομματική διοικητική λειτουργία των όποιων χωρών και μαρξιστικών κομμάτων, μολονότι υπήρξαν και εξαιρέσεις. Εκεί που διαφωνώ είναι οι λόγοι που γεννούν αυτό το αποτέλεσμα και η όποια προσομοίωση του μαρξισμού με το Βατικανό.  Ο χριστιανισμός ως καταπιεστικός μηχανισμός, υπήρξε ως ένα επιθετικό αντιπολιτισμικό και απάνθρωπο κίνημα. Αυτός (ο χριστιανισμός) βρήκε έναν μεγάλο πολιτισμό και τον κατέστρεψε εκ βάθρων.  Ο Μαρξισμός ως ένα κίνημα υπερπολιτισμού ήθελε ν’αλλάξει τον κόσμο (όλοι γνωρίζουμε τις προθέσεις του), όμως η κάθε εφαρμογή του Νέου δε μπορεί παρά να δεχτεί την λυσσαλέα αντίδραση του Παλιού, που ήταν ο πανίσχυρος καπιταλισμός.  Ήδη με την ανάληψη της εξουσίας απ’τα Σοβιέτ, η «Κοινωνία των Εθνών», έκρινε καθήκον της να στείλει διεθνές «απελευθερωτικό» στράτευμα για να ανατρέψει τη δικτατορία του προλεταριάτου στην αγία και χριστιανική αυτή χώρα. Αργότερα με την ναζιστική εισβολή, αυτός ο φόβος της ανατροπής εντάθηκε και στη διάρκεια του πολέμου μονιμοποιήθηκε.
    Ας μην ξεχνάμε ότι η εφαρμογή σοβιετικού καθεστώτος στη Ρωσία και την Κίνα απ’την «επίσημη μαρξιστική θεωρία» θεωρείτο αδύνατη, αφού δεν υπήρχε προλεταριάτο επαρκώς αναπτυγμένο στις χώρες αυτές για να ορθώσει σοσιαλισμό.
     Οι λαοκρατικές λοιπόν εξουσίες Ρωσίας και Κίνας, είχαν ν’αντιμετωπίσουν και ένα άλλο εμπόδιο που τελικά αποδείχτηκε ανυπέρβλητο. Την έλλειψη συνειδητοποιημένου προλεταριάτου.  Αυτό δημιούργησε ένα συγκεντρωτισμό που προσδοκούσε καλύτερες μέρες για τη «μεταβίβαση όλης της εξουσίας στα σοβιέτ», όπως ήταν η αρχική εξαγγελία. Μέχρι τότε το κόμμα θα έπρεπε να κρατήσει τη εξουσία με νύχια και με δόντια και όλη η ιδεολογική πάλη όπως ήταν φυσικό πέρασε μέσα στους κόλπους του κόμματος.  Αυτή υπήρξε πολύ σκληρή και αδυσώπητη.
     Σ’όλο αυτό το γίγνεσθαι υπήρξε η επαναστατική ηθική που γνωρίσαμε στη γαλλική επανάσταση την εποχή που εγκαθιδρύετο το αστικό καθεστώς. «Το αίμα έτρεχε από τα λούκια των σπιτιών». Όπως στην Αλεξάνδρεια του 4ου αιώνα και τις όποιες μονοθεϊστικές αυτοκρατορίες. Και πως αλλιώς θα μπορούσε να γίνει άλλωστε, υπήρχε φανατισμός.
    Δυστυχώς έτσι γίνονται οι πολιτικές ή θρησκευτικές αλλαγές.
    Σε μιαν εποχή που η «Σοβιετία» έκανε τη βιομηχανική της επανάσταση μέσα σε τριάντα χρόνια, κάτι που η Ευρώπη κι η Αμερική έκαναν σ’αιώνες και με το αβαντάζ της δουλείας και της αποικιοκρατίας, έπρεπε να υπάρξει κάθε είδους πειθαρχία. Τη σιδερένια πειθαρχία των εργατών και αγροτών, έπρεπε ν’ακολουθεί η αυτοπειθαρχία κι η κομματική  πειθαρχία των στελεχών. Σε κάθε παραγωγικό πρόγραμμα, οι εργαζόμενοι έβαζαν ενέχειρο τη ζωή τους και των οικογενειών τους, υπακούοντας στις κατευθύνσεις του κόμματος.  Αν κάτι δεν πήγαινε καλά, ολόκληρες περιοχές θα μαστίζονταν απ’την πείνα και τη δυστυχία. Όμως και τα όποια κομματικά στελέχει που αναλάμβαναν την προώθηση και την εφαρμογή ή ακόμα και κάποιες παραγωγικές πρωτοβουλίες, έπρεπε να έχουν βάλει κάποιο ενέχειρο. Το μόνο ενέχειρο που έχουν οι επαναστάτες είναι η ίδια τους η ζωή.  Γι’αυτό στις περίφημες δίκες της Μοσχας τ’αποτυχημένα στελέχη πλήρωναν με τη ζωή τους σιωπηρά τις όποιες  αποτυχίες τους, μα κανένας απ’αυτούς δε στράφηκε ποτέ ενάντια στο σοσιαλισμό. Πίστευαν ότι η ιστορία θα τους δικαιώσει.  Οι δίκες της Μόσχας δεν έχουν καμιά σχέση, ούτε με την ιερά εξέταση, ούτε με τις προγραφές του Παρισιού. Η επανάσταση ετρέφετο από το αίμα των παιδιών της ελπίζοντας να κερδίσει λίγο χρόνο, για να εφαρμόσει κάποτε την εργατική εξουσία και κανένας μα κανένας δεν έβαλε την υστεροφημία του, τη ζωή του ή την προσωπική του τιμή, πάνω από το απότελεσμα, ―τον σοσιαλισμό.

Οι ίδιες αυτές προϋποθέσεις οδηγούν επίσης «φυσιολογικά» και στο μυστικιστικό χαραχτήρα που χαραχτηρίζει κάθε κλειστό ολοκληρωτικό σύστημα και συγκεκριμένα στη μυθοποίηση της αλάθητης ηγεσίας, Λένιν, Στάλιν, Μάο Τσε Τουγκ, είναι οι ενδεικτικές μεγενθύσεις στο χώρο του μαρξισμού της οπωσδήποτε μετριοπαθέστερης προσωπολατρίας που γνώρισε η δύση με την αγιοποίηση των Παπών.

Εδώ θέλει κάποια συζήτηση. Η αγάπη των λαών στα πρόσωπα των επαναστατών ηγετών δεν έχουν καμιά σχέση με την αγιοποίηση των Παπών.  Η αγιοποίηση των Παπών ή η αγιοποίηση κάποιων ορθοδόξων επισκόπων είναι υστερική ανοησία που στηρίζεται στην προσδοκία μιας μεταθανάτιας ζωής. Η προσωπολατρεία μεγάλων ηγετών και μάλιστα των επαναστάσεων, είναι αποτέλεσμα λογικής.  Ας δούμε την ιστορία: Ο Μέγας Αλέξανδρος ακόμα και σήμερα είναι αντικείμενο λατρείας όχι μόνο απ’τους έλληνες εθνικιστές και μη, αλλά παγκοσμίως.  Ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Ναπολέων κλπ. Τι έκαναν αυτοί οι μακελάρηδες και πρέπει να λατρεύονται;  Φούσκωσαν τον εθνικισμό κάποιων λαών και υπήρξαν παραδείγματα προσωπικής επιτυχίας στη φαντασία ανοήτων. Τι έκανε ο Λένιν;  Οδήγησε ένα πολύπαθο λαό  στην ανατροπή ενός αφόρητα καταπιεστικού και αναχρονιστικού καθεστώτος. Και αν ο θάνατός του δεν ήταν πρόωρος ίσως οι εξελίξεις να ήταν καλύτερες. Γνωρίζουμε ότι ο Λένιν ποτέ δεν επεδίωξε κάποιου είδους προσωπολατρία,  μάλιστα ο Στάλιν κάποτε τον είχε μεμφθεί γι’αυτό. Δηλαδή ότι θα έπρεπε ο Λένιν να βρίσκεται σε κάποια απόσταση από τις μάζες γιατί μπορεί να έχανε κύρος ένεκα του παρουσιαστικού του. (Ήταν πολύ κοντός κι εμφανισιακά ασήμαντος, μάλιστα ένας εγγλέζος συνδικαλιστής, που είχε πάει να δει με τα ίδια του τα μάτια τις επαναστατικές εξελίξεις, όταν ρωτήθηκε πως του φάνηκε ο Λένιν, απάντησε ότι ήταν ένα ασήμαντο ανθρωπάκι που όταν καθόταν στη καρέκλα τα πόδια του δεν πατούσαν στο πάτωμα).
     Ο Στάλιν που όπως φαίνεται ήταν πραγματιστής και γνώριζε καλά την ψυχοσύνθεση των Ρώσων λαϊκών δεν άφηνε τίποτα στην τύχη.  Η λατρεία όμως του ρωσικού λαού γι’αυτόν δεν ήταν πλασματική. Για τα μάτια των απλών ανθρώπων, ήταν ένας γίγαντας ηγέτης, που πήρε τη Ρωσία από το μεσαίωνα και την έκανε διαστημική και πυρηνική δύναμη.  Επιπροσθέτως, δεν έκανε κατακτητικούς πολέμους ενώ απεδείχθει γενικά καλός ηγέτης στον αγώνα για την άμυνα της χώρας ενάντια στο ναζισμό. Γιατί ο Ναπολέων, ο Καίσαρας κι ο Αλέξανδρος να θεωρούνται μεγάλοι και ο Στάλιν όχι. Όλοι οι μεγάλοι μακέλεψαν αρκετούς απ’τους συνεργάτες τους όταν τους θεώρησαν επικίνδυνους για την εξουσία.  Τουλάχιστον οι προθέσεις του Στάλιν ήταν το παγκόσμιο καλό και η παγκόσμια δικαιοσύνη. Αν μετά τον θάνατο του Μαρά στο σεντούκι του βρέθηκε μόνον ένα πεντόφραγκο, στο σεντούκι του Στάλιν δε βρέθηκε ούτε ένα καπίκι.  Όσο για το Μάο, αυτός πάντα ήταν στις παρυφές της κομματικής εξουσίας και ήταν φορές, όπως την εποχή των πολιτιστικών επαναστάσεων, που στράφηκε ενάντια στο κόμμα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι συνεργάτες του μετά το θάνατό του συνελήφθησαν αθρόα και καταδικάστηκαν οι περισσότεροι σε θάνατο. Ο Μάο πήρε μια χώρα οπιστοδρομική πανάρχαια ιστορικά και πολιτισμικά και την έφερε στον εικοστό αιώνα.  Πιστεύω ότι κάποτε καί ο κ. Γιανναράς θαύμαζε τον Μάο, γιατί η διαπραγμάτευση της κριτικής του  προς τον υπαρκτό σοσιαλισμό μοιάζει πολύ μαοϊκή.  Ε! λοιπόν αν κάποιος άνθρωπος μπορεί να λατρεύεται από το λαό του, οπωσδήποτε  θα μπορούσε ανεπιφύλακτα να είναι ο Μάο,  ακόμα επειδή ήταν άμεμπτος χειριστής της διαλεκτικής σκέψης, θα μπορούσε να λατρεύεται ακόμα κι απ’τους διανοούμενους, όπως κι έγινε.
 «Αμφισθητείτε τις αυθεντίες. ―Τολμάτε να αγωνίζεσται, τολμάτε να νικάτε. ―Οι ρεβιζιονιστές στη εξουσία είναι οι αστοί στην εξουσία. ―Η εξουσία απορρέει από τις κάννες των όπλων. ―Ο εχθρός του λαού κατά τη διάρκεια του σοσιαλισμού βρίσκεται μέσα στο κόμμα».

Ο περιορισμός της αλήθειας σε ένα απηρτισμένο και στεγανό δογματικό σύστημα τεμαχίζει  αναπόφευκτα τη ζωή σε «ενθάδε» και «επέκεινα»,  σε παρούσα ζωή και μέλλουσα ζωή, σε παρόν ατελές, ανολοκλήρωτα και προσωρινό, και σε (μέσα από το «καθαρτήριο» της δικτατορίας του προλεταριάτου) σε μέλλουσα μεσσιανική πληρότητα αταξικής ευτυχίας. Το δογματικό σύστημα επειδή είναι στεγανό και κλειστό, είναι πάντοτε μια μεσσιανική επαγγελία και μόνο,  γιατί η πραγματικότητα της ζωής δεν μπορεί να είναι στεγανή και ορθολογικά προκαθορισμένη.

Ο κος Γιανναράς κρίνει το Διαλεκτικό Υλιστικό κίνημα, (που όπως τόνισε πριν, ο Έγκελς το εξομοιώνει με τον Δαρβινισμό), περνώντας το μέσα απ’τον καθετήρα της εβραϊκής μυθολογίας και του γερμανικού ιδεαλισμού. Φυσικά λαθεύει αφού ο μαρξισμός δεν αντιλαμβάνεται το  γίγνεσθαι ως ἐνθάδε και ἐπέκεινα, αλλά σαν μια προσπάθεια έναν κόσμο άθλιο από τις παρεμβάσεις του ιδεαλισμού, του καταναλωτισμού, της καταπίεσης, της ανισότητας, της βίας και της θρησκείας, να μετατρέψει σε έναν -επίγειο παράδεισο- όπου η εργασία θα είναι η δημιουργικότητα. Εκεί το χρήμα ως διάκριση γυμνή δεν θα υπάρχει και όπου οι κάθε αντιθέσεις συμφερόντων θα έχουν καταργηθεί μαζί με τις τάξεις.  Είναι κακό αυτό;  Ή μήπως μπορεί να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη; Βλέπουμε λοιπόν ο κ.Γιανναράς να επιστρατεύει πάλι την σοφιστική ρητορική του, όπου η γενίκευση παρουσιάζεται ως συγκεκριμένη κατάσταση και η συγκεκριμένη κατάσταση ή η αποτυχία, ως γενικότητα.  Ή μήπως οι επαγγελίες της ορθοδοξίας πραγματοποιήθηκαν ποτέ;

Δογματικό σύστημα είναι κάθε σύστημα, που έχει ως αρχή τον ορθολογισμό και τον ντετερμινισμό, για τους λόγους που δείξαμε προηγούμενα και όπως ο βάρδος του ορθολογισμού και του ντετερμινισμού Παρμενίδης, έχει ορίσει.  Αυτό σύμφωνα με τη γλωσσική του σύνταξη δέχεται, ότι στο βάθος αυτή η γλώσσα μπορεί να συντίθεται από μια σειρά έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.  Αυτά τα έσχατα στοιχειώδη, που συνιστούν αυτό το γλωσσικό σύστημα, δρώντας σαν απόλυτοι όροι, προϋποθέτουν λειτουργώντας, να επαναλαμβάνουν από μια στιγμή και μετά τα συνθετικά πρότυπα του τέλους αυτού του παιγνίου.   Δηλαδή από τη στιγμή που ετέθησαν οι όροι του, όλη η εξέλιξή του είναι τελεολογικά προδιαγεγραμμένη· αφού έχοντας τεθεί οι απόλυτοι όροι του παιγνίου, τα συνθετικά πρότυπα του τέλους, που προϋποθέτουν αυτοί οι όροι, να είναι εκεί απ’την αρχή περιμένοντας να πραγματοποιηθούν. Ένας κόσμος κλειστός έχει όρια λειτουργίας προκαθορισμένα και δεν μπορεί παρά να προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κόσμου ιδεών που υπάρχει απ’τα πριν, περιμένοντας να πραγματοποιηθεί. Ένας τέτοιου είδους κόσμος ιδεών, μπορεί να υπάρχει πριν από τα πράγματα, μετά τα πράγματα και μαζί με τα πράγματα, συνιστώντας κλειστό αλγοριθμικό σύστημα.  Η συζήτηση σε αυτήν την περίπτωση, αν υπάρχει η Ιδέα πριν ή μετά τα πράγματα, δεν έχει νόημα.  Νόημα έχει η συζήτηση αν ο κόσμος είναι ανοικτό ή κλειστό σύστημα, με την έννοια του πώς ένα κλειστό ή ανοικτό σύστημα είναι δυνατόν, και τι ικανοποιεί έναν διανοητή, που επιλέγει από κει και πέρα, το γνωστικό ήθος και τη λογική του (Διαλεκτική ή Ορθολογισμό).
     Κάθε χυδαίο-υλιστικό (ορθολογικά υλιστικό), ιδεαλιστικό ή θεολογικό σχήμα είναι εξαρχής κλειστό, αφού αποδέχεται την ύπαρξη αιωνίων κι αναλλοίωτων υλικών ή ιδεατών εσχάτων (ιδεών, ψυχών, ατόμων, κλπ) και για ένα λόγο πάρα πάνω, αφού ως κλειστό δεν είναι αυτάρκες αλλά, δημιούργημα του θεού, που αυτός και μόνο αυτός είναι η αλήθεια η μοναδική, ενώ όλα τα άλλα είναι φαινομενικά.
     Από την άλλη, υπάρχει ο διαλεκτικός τρόπος λογικής σύνταξης, που όρισε ο άλλος μεγάλος βάρδος της λογικής Ηράκλειτος:  αυτός είναι ο αντιφατικός τρόπος, η γλώσσα του οποίου είναι ένα όλον σε συνεχή εξέλιξη κι αυτό μόνο είναι δυνατό, όταν δεν υπάρχει σύστημα αναλλοίωτων, στοιχειωδών εσχάτων.  Σύμφωνα με αυτήν την άποψη κάθε στοιχειώδες έχει αντιφατική φύση, (όπως το όρισαν ο Αναξίμανδρος κι ο Ζήνων):  τείνοντας το στοιχειώδες στην έσχατη μορφή ή τμήση του τείνει συγχρόνως προς το άπειρο, περιέχοντας έτσι το όλον μ’ένα δικό του τρόπο, που αυτός είναι ο κώδικας καταγραφής του κόσμου, όπως έχει εξελιχθεί ως τη μορφοποίηση αυτού του στοιχειώδους, περιέχοντας έτσι με τρόπο δαιδαλώδη και παράκεντρο, όλες τις εξελικτικές στιγμές κι όλα τα πρόσωπα του ως τότε κόσμου.  Η οντολογική αυτή άποψη προϋποθέτει ο κόσμος να είναι ένα Όλον, μια γλώσσα και μια γραφή σε συνεχές Γίγνεσθαι. Με την προϋπόθεση αυτή, ο  κληρονομικός μηχανισμός γνώσης και δράσης του ανθρώπου έχει αντιφατική φύση, προϋποθέτοντας ένα κόσμο ανοικτό, όπου κάθε στοιχειώδες του να περιέχει τη δυνατότητα του ανεπανάληπτου. Ένας κόσμος τέτοιων αντιφατικών στοιχειωδών είναι ανοικτός και περιέχει πάντα σ’όλες του τις εκφάνσεις το ανεπανάληπτό.

Αλλά το «Βατικανό» γεννά αναπόφευκτα και τη «Διαμαρτύρηση». Η ερμηνεία των αρχών της ιστορικής διαλεκτικής  και της οικονομικής αιτιοκρατίας με βάση πάντοτε τα κείμενα του Μαρξ,  τεμαχίζει τον μαρξισμό σε τόσες σέκτες,  όσες και οι προτεσταντικές παραφυάδες του καθολικισμού, οι βασισμένες στη βίβλο. Και όπως δεν μπορούμε πια στη δύση να μιλάμε για χριστιανισμό χωρίς διευκρίνιση τι χριστιανισμό εννοούμε, έτσι δεν μπορούμε να μιλάμε για μαρξισμό χωρίς να εξηγήσουμε ποιόν μαρξισμό εννούμε. . . . .  χωρίς να ξεχνάμε τις ομάδες αριστεριστών, που κάθε μια διεκδικεί το απόλυτο  της μαρξιστικής  ορθοδοξίας,  προσκολλημένη  με μυστικιστικό φανατισμό στο γράμμα του μαρξιστικού δόγματος.

Ο κ. Γιανναράς μας εκπλήσσει, από τη μια θέλει την πολυφωνία κι απ’την άλλη, την απαξιώνει θέλοντας απόλυτη ιδεολογική ομοφωνία (αμαρτάνει). Είναι φυσικό να υπάρχουν ιδεολογικές διαφορές σε θέματα πολιτικής και εφαρμογής στο μαρξιστικό κίνημα. Αυτό είναι υγειές, αφού η ζωή δημιουργεί ερωτήματα που ο δογματισμός δεν απαντά και η δογματική εφαρμογή δεν λύνει. Το μαρξιστικό κίνημα είναι ένα ανθρώπινο ιδεολογικό δημιούργημα που μέσα απ’την πράξη προσπαθεί να διορθώνει τα λάθη του. Αυτό που δεν δικαιολογείται είναι η πολυφωνία κι η διαμαρτύρηση μέσα στο δόγμα του θεού. Ο χριστιανισμός, δεν είναι όπως ο μαρξισμός μια εξελικτική ιδεολογία αλλά ένα δόγμα εξ αποκαλύψεως θεού, που δεν σηκώνει αντιρρήσεις.  Αυτό το δόγμα, έχει ποδοπατηθεί απ’τους πιστούς με τον πιο βάναυσο, βίαιο, βέβηλο και υβριστικό τρόπο απέναντι στον θεό.  Μα αν υπάρχει τέτοιο θεϊκό δόγμα εξ αποκαλύψεως, οι διάφοροι αυτόκλητοι μεσσίες ντύνονται κάθε φορά τον θεό, βλασφημώντας και λέγοντας τις δικές τους απόψεις στο όνομά του, ή ακόμα βιαιοπραγούν και προβαίνουν σε σφαγές στο όνομα της αγάπης, της ειρήνης και της ευσπλαχνίας. Κι αν όποιος αναρωτηθεί τι είναι τέλος πάντων οι Γραφές; Του απαντούν, στρέφοντας αλαζονικό βλέμμα επάνω του κρατώντας τα ιερά κείμενα με συντριβή: «κολασμένε άθεε το Θέλημα και ο Λόγος του Θεού. Εξ αποκαλύψεως».
     Δεν έχει λοιπόν καμιά σχέση η διαμαρτύρηση απέναντι στο Βατικανό και την Ορθοδοξία με τη διαμαρτύρηση απέναντι στη Μόσχα και το όποιο «μαρξιστικό» καθεστώς.  Σε ένα σοσιαλιστικό καθεστώς, η διαμαρτύρηση είναι η αληθινή πολυφωνία που οι αντίπαλοι θέτουν ενέχειρο την ίδια τους τη ζωή κι ο νικητής ίσως εξαφανίσει τον ηττημένο, επειδή τον τιμά και επειδή έτσι πρέπει, άσχετα από φιλίες και συμπάθειες, αλλά μόνο με γνώμονα τον κοινό σκοπό κι αυτό που νομίζει κοινό καλό.

Όμως ύστερα από όλα αυτά φοβάμαι ότι για τον νεοέλληνα μαρξιστή «μέσης» παιδείας πρέπει να παραμείνει ένα μεγάλο κενό: αν ο μαρξισμός κομίζει εκ γενετής όλες τις αναπηρίες του δυτικού χριστιανισμού, κι ότι ο χριστιανισμός στη δύση είναι μια αλλοτρίωση της αλήθειας της εκκλησίας, κι αν στην ορθόδοξη ελλάδα ζούμε σήμερα σε μεγάλο ποσοστό μια δυτικοποιημένη ορθοδοξία, τότε που βρίσκεται η αληθινή αλήθεια της εκκλησίας που θα μπορούσε να μας μεταθέσει σε ένα επίπεδο άλλο από αυτό που επιβάλλει η δυτική θεώρηση του κόσμου και της ιστορίας - η αλλοτριωμένη χριστιανική ή μαρξιστική θεώρηση.

Επειδή είναι πυκνές οι ριπές της κριτικής μη όντας αυταπόδειχτες πρέπει να διευκρινιστεί το μέρος αυτό για να μπορούμε να ακολουθήσουμε το πάρα κάτω.
     Κατ’αρχήν ο «μαρξιστής μέσης παιδείας», που ίσως τον ονομάζει έτσι απαξιωτικά ο συγγραφέας μας αδιαφορεί για κάθε είδους θρησκευτικό δόγμα, γιατί το πρόβλημά του είναι πως θα ζήσει την οικογένειά του και έχει γενικά κατασταλάξει ότι, μόνο μέσα από μια κοινωνική αλλαγή θα μπορέσει να τα βγάλει πέρα ως άνθρωπος.  Έχει λοιπόν κατά καιρούς επιλέξει διάφορα μαρξιστικά επαναστατικά κινήματα που λόγω της συνήθους τρομοκρατίας του αστικού καθεστώτος κι από φόβο της ζωής και της οικογένειάς του, επιλέγει σχεδόν πάντα κόμματα που επαγγέλλονται αλλαγή χωρίς ένοπλη βία. 
     Εκεί ακριβώς βρίσκεται το σημείο της εξαπάτησης, που παρασύρει τους μαρξιστές μέσης παιδίας κι όχι η επάρατη νόσος του καθολικισμού, που ο συγγραφές μας φορτώνει τα πάντα, λες και η ορθόδοξη πίστη έχει τίποτε καλύτερο να μας πει ή έχει δείγματα μιας αληθινής χριστιανικότητας. Τα βασικά στοιχεία του χριστιανισμού είναι:  όποιος έχει δύο παλτά δίνει το ένα σ’αυτόν που δεν έχει. . .   Και όταν κάποιος πεινά, ο ασκητής του θείου λόγου, που είναι ο ιερωμένος, προτιμά να πεινάσει αυτός και να προσφέρει το γεύμα του στον πεινασμένο.  Οι ορθόδοξο κληρικοί όμως στη πλειονότητά τους είναι σαν βαρέλια, καθένας τους τρώει όσο ένα μικρό ορφανοτροφείο. Κι αυτό δεν θα πει ότι είναι κακοί άνθρωποι, αλλά είναι απλά άνθρωποι, που χώθηκαν εκεί για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Υπάρχουν ασκητικοί ιερωμένοι που οι πράξεις του κόβουν σαν μαχαίρια τιμωρώντας τους όποιους αμαρτωλούς κι ειδικά τους άθεους με θάνατο, αφορίζουν τους συγγραφείς και ειδικά τους επαναστάτες (βέβαια αυτών: στα παλιά τους τα παπούτσια).
   Το σπουδαιότερο όμως και ιερότερο είναι να στρέφεις την παρειά σου από την άλλη όταν σε ραπίσουν.  Όλα τα άλλα έχουν ειπωθεί και με καλύτερο  Αν το τηρούσαν, οι κληρικοί θα ήταν μια στρατιά φτωχών «αναχωρητών» μέσα στην κοινωνική κόλαση κι ο μοναδικός σκοπός τους θα ήταν το παράδειγμα της αυτοθυσίας και της χωρίς αντάλλαγμα προσφοράς.

Και πριν από κάθε άλλο, οφείλουμε οι θεολόγοι να επιχειρήσουμε την αποδέσμευσή μας απ’τις δυτικές φόρμουλες της σχηματικής αντίθεσης χριστιανισμού και μαρξισμού, και να δούμε την ουσιαστική αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στην Ορθόδοξη Ανατολή και τη ρωμαιοκαθολική και προτεσταντική Δύση. Μόνο με εργώδη σπουδή της ουσιαστικής αυτής αντίθεσης υπάρχει ελπίδα εξόδου από τα πλέγματα της αλλοτρίωσης που επιβάλλει ο υποχρεωτικός εκδυτικισμός μας, δηλαδή η εμπλοκή μας στο φαύλο κύκλο  της τραγικής κρίσης του καπιταλισμού και της χρεοκοπείας του μαρξιστικού οράματος.
    Αυτός ο φαύλος κύκλος  είναι σήμερα η πραγματικότητα του ιστορικού μας βίου: Από τη μια η αλλοτρίωση του ανθρώπου από τις αυτονομημένες και απρόσωπες δομές της καταναλωτικής ευζωίας του καπιταλισμού.  Κι από την άλλη η απανθρωπιά του ισοπεδωτικού ολοκληρωτισμού των μαρξιστικών συστημάτων.  Και στις δυο  περιπτώσεις,  η ίδια  παγίδευση της ζωής στον ορθολογιστικό δογματισμό μιας μηχανιστικής θεώρησης της οικονομίας,  ο ίδιος ο εξανδραποδισμός του ανθρώπου, η μεταποίησή του σε απρόσωπη οικονομική μονάδα.  Η έξοδος από αυτόν τον φαύλο κύκλο δεν είναι πια σήμερα ούτε μόνο πολιτικό ούτε γενικά κοινωνικό, αλλά είναι το υπαρκτικό πρόβλημα του ανθρώπου.

Μετά από τόσες κανονιές περίμενα κάτι·  όμως οι κανόνες της σοφιστικής ρητορικής δεν επιτρέπουν σαφή θέση αλλά αόριστες ατάκες.  Αυτές δεν πικραίνουν κανέναν παρά μόνο αυτούς που δε μπορούν να γίνουν αντικείμενα «αρπαγής» ή αλλοτρίωσης. Αυτοί που είναι τα αγύριστα κεφάλια και ο μόνος τρόπος είναι να κοπούνε.
    Λοιπόν ο κ. Γιανναράς στο Κολονάκι, βλέπει καταναλωτική ευζωία. Αλλά ο κόσμος όλος  δεν είναι Κολονάκι, υπάρχουν και Δραπετσώνες και μάλιστα αυτές είναι απείρως περισσότερες. Επίσης βλέπει στο μαρξισμό απανθρωπιά ισοπεδωτικού ολοκληρωτισμού. Αυτός όμως ο ισοπεδωτικός ολοκληρωτισμός θεωρείται απάνθρωπος από αυτούς που απολαμβάνουν την καταναλωτική ευζωία,  όταν για κάποιους άλλους, μια ζεστή φασουλάδα, ένα κρεβάτι στο νοσοκομείο, ένα σχολείο και κάποια δουλειά από το ολοκληρωτικό αυτό ισοπέδωμα είναι μάνα εξ’ουρανού. Και μάλιστα όταν αυτοί είναι απείρως περισσότεροι. Τώρα αν το ψεύδος αποδίδει κι όλοι οι πεινασμένοι περιμένουν να ζήσουν στο μαγικό κόσμο των αμερικανικών σήριαλς, όπως τους έχει πείσει η τηλεόραση, δεν είναι θέμα υπαρκτικό μα προπαγανδιστικό, πολιτιστικό και μάλιστα αντιορθολογικό. Αφού ο ορθολογισμός είναι τώρα το μόνο που έχουμε για να μπορέσουμε να ζήσουμε ανθρώπινα. Βέβαια θα μπορούσαμε και καλύτερα με τη Διαλεκτική Λογική, αλλά αυτή είναι στα σπάργανα όπως και ο σοσιαλισμός που την επαγγέλλεται.
    Ο ιμπεριαλισμός έχει πολλά ποδάρια: Και τέχνη της διαφθοράς έχει φιάξει και φιλοσοφίες αλλοτρίωσης της ανθρώπινης συνείδησης έχει φιάξει. Η βασική όμως φιλοσοφική διάσταση της αλλοτρίωσης, είναι αυτή που αποτρέπει τους εργαζόμενους, απ’το ουσιαστικό θέμα της κατάκτησης της εξουσίας. Δηλαδή τη Δημοκρατία, τον Δήμο να Κρατεί, που δεν είναι άλλο από τη Λαοκρατική Εξουσία. 
    Για να είσαι ελεύθερος, πρέπει να μπορείς να διαμορφώνεις την ζωή σου και πρέπει να έχεις την εξουσία να το κάνεις.  Η εξουσία απορρέει απ’τις κάννες των πυροβόλων.  
         ― Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
               σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετρά τη γη―.
Τότε μόνον ο άνθρωπος δε θα είναι αλλοτριωμένος και θα μπορεί να εξουσιάζει τη ζωή του.  Αυτή η κατάσταση λέγεται Ελευθερία και τότε, αυτός ο ίδιος έχει την ευθύνη των πράξεών του και των επιπτώσεών τους στη ζωή του.

1.5        Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ

Η αρχή της πλειοψηφίας  είναι το βασικό γνώρισμα της αντίληψης για τη δημοκρατία που γέννησε η Ευρώπη μετά τη λεγόμενη «Αναγέννηση». Δεν είναι δυνατόν οι λίγοι να επιβάλλουν τη θέλησή τους στους πολλούς. Όταν συμβεί αυτό είναι τυραννία. Ενώ το αντίστροφο, η υποταγή των λίγων στη θέληση των πολλών είναι δημοκρατία. Με μια πρώτη φαινομενική θεώρηση θα έλεγε κάποιος ότι η δημοκρατία ή η τυραννία (η δικτατορία),  είναι αποτέλεσμα  που προκύπτει αυτόματα από μια απρόσωπη αριθμητική σχέση: απ’την προτεραιότητα που θα δώσουμε στο ποσοτικό μέγεθος της πλειοψηφίας ή από την επιβολή  που θα εξασφαλίσει το ποσοτικό μέγεθος της μειοψηφίας. Είναι δύσκολο και ίσως επικίνδυνο να αμφισβητήσει κάποιος συνολικά  αυτή την παγίδευση του κοινωνικού βίου των ανθρώπων στην απρόσωπη σχέση της πλειοψηφίας-μειοψηφίας.  Είναι δύσκολο γιατί οι άνθρωποι έχουμε πληρώσει με πολύ αίμα και οδύνη την αυθαιρεσία της ολιγαρχίας και την περιφρόνησή τους για τη θέληση και τα δικαιώματα των πολλών.

Την εποχή της επίθεσης του Φασισμού κατά της Ισπανικής Δημοκρατίας οι αναρχικοί μαχητές θέλησαν να κάνουν ένα συνέδριο. Αμέσως ετέθη θέμα της σχέσης μειοψηφίας- πλειοψηφίας και φυσικά η υπόθεση κατέληξε σε καβγά. Το συνέδριο δεν έγινε.
    Το θέμα όμως σήμερα έχει πάρει άλλη μορφή και τα διλήμματα που βάζει ο συγγραφέας ενώ τυπικά είναι έτσι, ουσιαστικά έχουν γίνει πια ψευδεπίγραφα. Όμως όλοι γνωρίζουμε σήμερα ότι στη λεγόμενη αστική δημοκρατία, η αρχή της πλειοψηφίας έχει γίνει εργαλείο για την παραβίαση της ίδιας της λαϊκής βούλησης.  Η εκλογή των εκπροσώπων που είναι ο τρόπος που εκφράζεται αυτή η βούληση, έχει απεριόριστους τρόπους να παραβιάζεται: Μέσω της επιλογής των εκπροσώπων απ’τα κόμματα, μέσω της καμπάνιας απ’τα «μέσα ενημέρωσης», μέσω της σιωπής που επιβάλλεται σε ανεπιθύμητες τάσεις κλπ. Αλλά το χειρότερο είναι η επιλογή κομμάτων και προσωπικοτήτων από άγνωστους και σκοτεινούς κύκλους της οικονομικής εξουσίας. (Στις μέρες μας μπορούμε να ψηφίζουμε μόνον αυτούς που δεν κυβερνούν, ενώ αυτούς που αληθινά παίρνουν τις αποφάσεις ούτε που τους φανταζόμαστε).

Η αμφισβήτηση της αρχής της πλειοψηφίας μπορεί να δώσει τροφή και ιδεολογικό στήριγμα στη μεγαλαυχία των εκάστοτε επιδόξων  «σωτήρων» του λαού, των βιαστών της λαϊκής  βούλησης και της ελευθερίας του λαϊκού σώματος. . . . . .

Είναι λοιπόν επικίνδυνο να αμφισβητούμε όλο αυτό το ψεύδος της τάχα πλειοψηφίας που εκφράζεται η «λαϊκή βούληση». Γιατί; Υπάρχουν επίδοξοι «σωτήρες»!  Όμως αυτό που έχουμε αληθινά δεν είναι άλλο απ’την προβολή επιδόξων ψευδοσωτήρων, που απώτερος σκοπός τους είναι να κλέψουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, που να φαίνεται νομότυπος ή όχι.    Τουλάχιστον αυτοί οι επίδοξοι σωτήρες των οποίων την εξουσία απεύχεται ο συγγραφέας μας, έχουν καλές προθέσεις που ίσως επιτύχουν, ενώ αντίθετα οι άλλοι, που ήδη βρίσκονται στην εξουσία έχουν προθέσεις πονηρές αποδεδειγμένα .

. . . .  Όταν βιάζεται η προσωπική βούληση και εξαναγκάζεται να πειθαρχήσει στα σχήματα της πλειοψηφίας η ζωή έστω κι ελάχιστων συνανθρώπων μας. . . . .  δεν υπάρχει λίγος ή πολύς βιασμός, η ελευθερία αναιρείται έστω και με τον εξαναγκασμό του ενός.

Βάι-βάι μέλωσα απ’τα ιδεαλιστικά καμώματα και την ιδεαλιστικο-αναρχική υποκρισία, που ανεβάζει τα πάντα στο ύψος του απόλυτου και τα εκμηδενίζει. Γίνεται συζήτηση για μια Ελευθερία Ιδεατή, αλλά αυτήν ποιος τη γνωρίζει; ΚΑΝΕΙΣ. 
     Η ελευθερία που όλοι γνωρίζουμε ούτε απόλυτη, ούτε θεϊκή, ούτε ιδεατή, ούτε καθαρή είναι. Η ελευθερία που αληθινά γνωρίζουμε είναι αποτέλεσμα της αληθινής δημοκρατίας που είναι αντιφατική: Θεωρώ ότι κανείς δεν έχει αντίρρηση, πως κάθε κοινωνικό σύνολο αποτελείται από ταξικές ομάδες και στρώματα, που τα συμφέροντά τους, δεν είναι μόνο διαφορετικά, αλλά πολλές φορές είναι αντίθετα κι ανταγωνιστικά, που συγκρούονται. Έτσι οι νόμοι κάθε χώρας, έχουν σκοπό να ρυθμίσουν τις σχέσεις των κοινωνικών ομάδων που έχουν διαφορετικά συμφέροντα. Οι ομάδες που έχουν κοινά συμφέροντα οργανώνονται σε τάξεις και προσπαθούν να θεσμοθετούν νόμους που προωθούν τις επιδιώξεις τους. Σ’αυτήν την προσπάθεια υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός.΄Οποια τάξη καταφέρει να υπερισχύσει, δηλαδή να πάρει την εξουσία, οργανώνει σύστημα λειτουργίας με το οποίο οριοθετεί τις δραστηριότητες όλων των ατόμων μέσα στο σύστημα, αλλιώς απωθούνται βίαια στο περιθώριο.  Αυτό το σύστημα, η κάθε τάξη που νομοθετεί και ασκεί εξουσία τ’ονομάζει Δημοκρατία, αφού οι όροι που το κάνουν να λειτουργεί, είναι ίδιοι για όλα τα άτομα του συνόλου (χωρίς να λαμβάνεται όμως υπόψιν το ταξικό πλαίσιο και οι μηχανισμοί που εγγυούνται τη λειτουργία και την άμυνα του συστήματος, που είναι το κράτος).  Μολονότι οι όροι κάθε δημοκρατίας, είναι ίδιοι για όλους τους πολίτες, κάθε νόμος που ευνοεί μια τάξη,  το κάνει έτσι που να είναι σε βάρος των άλλων ανταγωνιστικών τάξεων ή κάνει την κατάσταση αυτών που έχουν διαφορετικά ταξικά συμφέροντα, δυσμενέστερη.  Έτσι αυτό το σύστημα που ονομάζεται δημοκρατία, είναι τόσο πιο δημοκρατικό για την τάξη που κυβερνά, όσο πιο δικτατορικό είναι για τις τάξεις και τα ταξικά στρώματα που δε μετέχουν στην άσκηση της εξουσίας.
      Το αστικοδημοκρατικό σύστημα, που θεωρείται απ’τους φίλους του σαν συνώνυμο της δημοκρατίας έχει αντιφατική φύση. Είναι κι αυτό τόσο πιο δημοκρατικό για την αστική τάξη, όσο πιο δικτατορικό είναι για τη εργατική τάξη. Και ενώ οι όροι της λειτουργίας αυτού του συστήματος φαίνονται  δίκαιοι και τυπικά όλοι  μπορούν, σύμφωνα με το νόμο, να μετέχουν στην λειτουργία αυτής της δημοκρατίας ή τουλάχιστον να έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, στην πράξη υπάρχει ένας παράγοντας που ρυθμίζει τα πάντα με τον δικό του τρόπο. Ο παράγοντας αυτός είναι το χρήμα, που μ’αυτό κάποιος μπορεί να μετέχει παντού και χωρίς αυτό πουθενά.  Οι άνθρωποι σ’αυτή τη δημοκρατία δεν είναι ίσοι. Άλλοι γεννιόνται ελεύθεροι και άλλοι δούλοι. Ο γεννημένος φτωχός, είναι αδύνατο ν’ανταγωνιστεί το γεννημένο πλούσιο, στον αγώνα για ισότιμη κοινωνική μετοχή και κοινωνική διάκριση. Το κοινοβούλιο είναι «απαγορευτικό» για τον εργάτη αφού χρειάζεται πολλά λεφτά και γνωριμίες για να προβληθούν οι απόψεις του απ’τα «μέσα ενημέρωσης». Κι αν οι εργαζόμενοι καταφέρουν να προβάλλουν αυτούς που προωθούν τα συμφέροντά τους μέσ’το αστικό κοινοβούλιο, δεν διασφαλίζονται αφού οι αντίπαλοί τους, άνθρωποι του χρήματος, μπορούν να τους εξαγοράζουν ή να κρίνουν παράνομους αυτούς που δεν εξαγοράζονται ή δεν κινούνται στα «νόμιμα» πλαίσια που τους έχουν καθορίσει.  Επίσης αν οι εργαζόμενοι επιτύχουν να οργανωθούν έτσι που να μπορέσουν κάποτε να πάρουν την εξουσία, μέσα απ’τους όρους που έχει θέσει η αστική τάξη, δε θα τους επιτραπεί.  Υπάρχει το κράτος που έχει μηχανισμούς «προστασίας» των θεσμών και σε κάθε τέτοια περίσταση, επεμβαίνει «δικαίως», αφού η εργατική τάξη παίρνοντας την εξουσία, είναι φυσικό να αλλάξει όλες τις δομές οικομοτεχνικής βάσης, του πολιτισμικού εποικοδομήματος και των μηχανισμών προστασίας των θεσμών. Δηλαδή να οργανώσει ένα άλλο είδος κρατικού μηχανισμού.
    Η δημοκρατία λοιπόν είναι ένα αντιφατικό γεγονός γιατί η κοινωνία έχει αντιφατική φύση. Δε μπορεί να υπάρξει κεφάλαιο χωρίς μισθωτή εργασία, ούτε μισθωτή εργασία χωρίς κεφάλαιο, αυτά όμως έχοντας συμφέροντα αντίθετα, συγκρούονται κιόλας.
     Αντίθετα η εργατική τάξη, έχει να προτείνει τη δική της δημοκρατία που λέγεται λαϊκή ή προλεταριακή ανάλογα. Εκεί το κοινοβούλιο είναι διαφορετικό.  Αποτελείται από τους εκπροσώπους των σωματίων των εργαζομένων που αναπάσα στιγμή είναι ανακλητοί για να μην εξαγοράζονται και να ελέγχεται η τιμιότητά τους κι η αξία τους.  Ο αριθμός των μελών των εκπροσώπων θα εξαρτάται από το ποσό των μελών των σωματείων. Έτσι οι εργάτες μετάλλου, που ίσως είναι περισσότεροι από τους ξυλουργούς, θα έχουν περισσότερους εκπροσώπους. Οι βιοτέχνες ή κάποιοι εργοστασιάρχες ή εφοπλιστές (σε μια λαοκρατική εξουσία), δε θα έχουν κανέναν, γιατί δε θα τους «παίρνει το μέτρο».  Αυτοί αν θέλουν να εκπροσωπηθούν, θα πρέπει να συνασπιστούν μεταξύ τους.  Αυτό που είναι δημοκρατικό και πολύ φυσικό απ’την πλευρά της Λαϊκής Δημοκρατίας, αφού οι εκπρόσωποι εκλέγονται ανάλογα με την ποσότητα των εργαζομένων, δηλαδή των ενεργών μελών της κοινωνίας, από την πλευρά των αστών είναι απαράδεκτο, γιατί η ανθρώπινη υπόσταση με μόνο το ένδυμα του εργαζομένου δεν περιέχει όλη την αξία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος κατά την αστική αντίληψη βαραίνει μαζί με την περιουσία του και την μετοχή του στη διακίνηση του χρήματος μέσ’το σύστημα.  Έτσι αυτό που θεωρείται δημοκρατία των εργαζομένων, είναι στυγνή δικτατορία για τους αστούς και τ’αντίθετο. Όταν λοιπόν μιλάμε για αστική δημοκρατία, εννοούμε τη δημοκρατική-δικτατορία των αστών, όταν μιλάμε για λαϊκή δημοκρατία, εννοούμε τη δημοκρατική-δικτατορία του λαού  και όταν μιλάμε για την δικτατορία του προλεταριάτου, εννοούμε δημοκρατική-δικτατορία των εργατών. Στην περίπτωση της δημοκρατικής-δικτατορίας των αστών, αληθινά έχουμε τη δημοκρατία και την εξουσία του χρήματος. Εκεί οι άνθρωποι αληθινά ψηφίζουν στο χρηματιστήριο και τις τράπεζες με τα λεφτά τους και την κίνηση κεφαλαίων μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Οι άνθρωποι εκεί χωρίζονται σ’αυτούς που όταν «εργάζονται» κινείται το χρήμα, και σε αυτούς που εργάζονται όταν κινηθεί το χρήμα.   Όλοι οι άλλοι βρίσκονται στο περιθώριο και μια επένδυση μπορεί να τους ξεθεμελιώσει αν το κομπιούτερ της τράπεζας δεν τους υπολογίσει. Και μάλιστα, που αυτό υπολογίζει μόνον ότι μπορεί να αποφέρει κέρδος.
    Αντίθετα οι άνθρωποι στην περίπτωση της δημοκρατίκης-δικτατορίας του λαού, αληθινά ψηφίζουν με την μετοχή τους στην λήψη αποφάσεων στο χώρο της υλικής και πνευματικής παραγωγής.
    Στην πρώτη περίπτωση έχουμε δημοκρατική-δικτατορία του χρήματος, ενώ στη δεύτερη δημοκρατική-δικτατορία της εργασίας. Καί στις δυο περιπτώσεις όμως υπάρχει αντιφατική σχέση χρήματος-εργασίας και ανάλογα με το ποιός έχει την εξουσία, το σύστημα αλλάζει.  Αν την εξουσία έχει το χρήμα κι η εργασία είναι υπηρέτης στην παραγωγή κέρδους έχουμε καπιταλισμό, και αν την εξουσία έχει η εργασία και το χρήμα είναι υπηρέτης της εργασίας, για την διακίνηση των προϊόντων έχουμε σοσιαλισμό.
     Όσο για την ελευθερία που ο συγγραφέας περιβάλλει με ιδιαίτερη στοργή, διαλεκτικά έχει σύνδρομο την απαγόρευση και τον καταναγκασμό. Είναι μια αντιφατική κατάσταση όπου η απαγόρευση για κάποιους είναι απελευθέρωση για άλλους μέσα σ’ένα Κοινωνικό Σύστημα.  Όσο για την πολυτραγουδισμένη Λευτεριά, δεν θα την αναζητούσε κανείς, αν δεν υπήρχαν περιορισμοί, που είναι για κάποιους Σκλαβιά. Ακόμα στη Λευτεριά που «αφειδώς» μας προσφέρει η Φύση, είναι κάποιος ελεύθερος να τρέχει όσο θέλει, όταν τον καταδιώκουν «ανθρωποφάγοι» (πολιτισμένοι ή απολίτιστοι), ασκώντας κι αυτοί το δικαίωμα της «ελευθερίας» τους.  Η Ελευθερία όμως που υπονοεί ο συγγραφέας μας μπορεί να υπάρξει ιδεατά στον εγκέφαλο του κάθε ανθρώπου.  Αυτήν δεν θα του την παραβιάσει κανείς, αφού θα μπορεί όπως εγώ, να την εκφράζει στον υπολογιστή του και να μην τη διαβάζει κανείς. Μπορεί ο συγγραφέας μας να υπάρξει ελεύθερος στην ίδια του τη σιωπή; ή θέλει όπωσδήποτε να επιρεάζει πολιτικά ή θρησκευτικά άλλους;

Η ύπαρξη μειοψηφίας είναι αναπόφευκτη,  είτε πρόκειται για τον πολιτικό μας βίο ή την οργάνωση της κοινής μας συμβίωσης, ή για τις συνδικαλιστικές μας ομάδες ή για τις συλλογικές αποφάσεις που παίρνουμε. Η επιδίωξη ομοφωνίας θα ήταν αδύνατη κι έτσι θα πέφταμε σε αδράνεια.
     Αλλά η υπέρβαση της απρόσωπης αριθμητικής αρχής της πλειοψηφίας δε μπορεί να είναι η εξίσου απρόσωπη και ποσοτική αρχή της ομοφωνίας ή παμψηφίας  που αποδείχνεται πλέον ανέφικτη.  Το πρόβλημα είναι  αν μπορεί να υπάρξει μορφή συλλογικής απόφασης,   που υπερβαίνει την απρόσωπη αριθμητική σχέση των ποσοτικών συντελεστών, δηλαδή να σέβεται την προσωπική διαφοροποίηση των συντελεστών της απόφασης.

Ο συγγραφέας μας κάπου εδώ υπερβάλλει, ξεχνώντας πως οι διάφορες επιλογές ή αποφάσεις που μπαίνουν σε ψηφοφορία δεν παίρνονται για την υστεροφημία και την ανάδειξη ρητορικών δεξιοτήτων, αλλά γιατί υπάρχουν συγκεκριμένα πρακτικά θέματα που πρέπει να λυθούν και τις πιο πολλές φορές άμεσα και ταχύτατα.  Θα γνωρίζει επίσης ότι σε κάθε συνέλευση όπου παίρνονται αποφάσεις, κρατώνται πρακτικά, και αυτό φανερώνει τον σεβασμό των αντιθέτων απόψεων. Βέβαια αν ο συγγραφέας μας ήθελε κάτι καλύτερο, υπάρχει αυτό που οι μαρξιστές ονομάζουν δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Αποφασίζουμε  δημοκρατικά και δρούμε όλοι μαζί συγκεντρωτικά. Αυτός είναι ο τρόπος που όλες οι ενστάσεις του συγγραφέα μας παραμερίζονται, είναι ο λογικός και κοινωνικός τρόπος, η  μειοψηφία να δείξει ότι τιμά την ετοιμηγορία της πλειοψηφίας και να δυναμώσει την ενότητα της ομάδας.  Η πλειοψηφία βλέποντας ότι οι μειψηφούντες παραμερίζουν τον εγωισμό και τις προσωπικές τους επιδιώξεις τους ανεβάζουν στο ύψος που τους αρμόζει. Γιατί όλοι ξέρουν ότι το δύσκολο δεν είναι να δεχτείς αποφάσεις ευνοηκές και σύμφωνες με τις απόψεις σου, μα το αντίθετο.
     Εδώ νομίζω ότι το θέμα αυτό θα μπορούσε να κλείσει. Όμως ο συγγραφέας μας που σίγουρα έχει και άλλα να μας πει. Θα πρέπει λοιπόν να ακουστεί και αν διαφωνούμε να του δώσουμε τις δικές μας απαντήσεις.

Νομίζω ότι αυτό το είδος λήψης αποφάσεων προϋποθέτει μια πολύ γενικότερη κοινή στάση ζωής άγνωστη και ίσως ανέφικτη στα πλαίσια του δυτικού πολιτισμού.  Μια στάση του ανθρώπου που αρνείται την αντικειμενοποίηση της ζωής  σε ορθολογικά σχήματα, αξιωματικές λύσεις και ιδεολογικά περιγράμματα. Μια στάση που να σέβεται τη δυναμική της ζωής, να μην εξαντλεί την ερμηνεία και την οργάνωση της ζωής,  σε αλάθητους νόμους άτεγκες αρχές  και παντοδύναμες συνταγές, υποχρεώνοντας ορθολογικά διλήμματα εκλογής κι επομένως την πόλωση πλειοψηφίας- μειοψηφίας.  Μια στάση που να δίνει προτεραιότητα στον προσωπικό μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο που κάθε άνθρωπος  βιώνει την ίδια και κοινή σε όλους δυνατότητα ζωής.

Στο τέλος αυτής της άποψης θα ταίριαζε πάρα πολύ κι ένα «Αλληλούια». Ας σοβαρευτούμε τώρα. Βέβαια η κοινωνία μας είναι ευαίσθητη, υπέρ το δέον μάλιστα, στους ιδιωματικούς χαραχτήρες της κοινωνικής ζωής μας, μάλιστα είναι φορές που υπερβάλλει τόσο που όλοι θα θέλαμε να είμαστε τέτοιοι.  Όταν όμως μιλάμε για στιβαρά άτομα, που δεν πάνε στις συνελεύσεις για μιαν ιδιοτροπία, αλλά επειδή εκεί παίζει ρόλο η σχέση πλειοψηφίας-μειοψηφίας, αφού θα ληφθούν πρακτικές αποφάσεις, τότε θα ήταν αστείο να ψηφίζουμε κι αντί να έχουμε στο νού μας τι θα πράξουμε, να σκεφτόμαστε τι πρότεινε η τιμημένη μειοψηφία και αν είναι δυνατόν ν’αλλάξουμε τις αποφάσεις μας για να μην την πικράνουμε.  Αυτά είναι αστειότητες.  Είναι οι υπερβολές του καπιταλισμού, όπου οι παιδεραστές κι οι κλέφτες ή ακόμα όλοι αυτοί που κατεδαφίζουν τον κοινωνικό ιστό της πατρίδας, διαδίδοντας και πουλώντας ναρκωτικά, αυτοί που τους αρμόζει το ντουφέκι, να κρύβονται πίσω απ’τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα προσωπικά δεδομένα και τις όποιες μεταφυσικές ανησυχίες περί προσωπικής ελευθερίας (όταν όμως πρόκειται γι’αυτούς που πιθανόν θα ανέτρεπαν το καθεστώς τότε όλες οι αβρότητες αυτού του είδους παραμερίζονται και ξεχνιόνται).
    Όποιος βέβαια είναι ευαίσθητος ας αφήσει τα συνέδρια τις ψηφοφορίες κι ας ασχοληθεί με τις τέχνες και τα γράμματα και ακόμα αν οι δραστηριότητές του δεν έχουν απήχηση ας ασχοληθεί κατ’ιδίαν, όπως κάνω εγώ και πάρα πολλοί άλλοι καθόλου ευκαταφρόνητοι.
    Δε μπορεί όταν ένα ολόκληρο κοινωνικό σύνολο που ταλανίζεται από απατεώνες, κλέφτες, μιζαδόρους και κάθε λογής προδότες και έχει να αντιμετωπίσει πιέσεις από παντού, να δίνει αόριστες και αντιορθολογικές λύσεις, θρησκευτικού και μεταφυσικού περιεχομένου, που να μην διαταράσσουν μιαν υπερβατική απροσδιοριστία, που για θεωρητικούς οραματισμούς είναι ότι ακριβώς πρέπει, αλλά αστοχεί σε πρακτικά θέματα καθημερινότητας.  Όλα αυτά τα αόριστα που ο κ. Γιανναράς περιμένει να ψυχανεμιστούμε, γιατί ίσως σαν μεταφυσικά δεν λέγονται με λόγια, μπορούμε να τα διαβάζουμε στο τζάκι το χειμώνα και να απορούμε ή ακόμα να θαυμάζουμε, όμως όταν παρουσιάζονται σε πολιτικά φύλλα πρέπει να έχουν ένα συγκεκριμένο και ευκατάληπτο κορμό, αφού αποτείνονται σε λαϊκούς ή σε μαρξιστές μέσης παιδείας όπως ακριβώς εγώ. Και δεν το κρύβω έχω τελειώσει το παλιό γυμνάσιο και μάλιστα μετά βίας (με 11). Όλη η παιδία μου συνίσταται σε αυτά που με «δίδαξαν» αγράμματοι μακρονησιώτες που διδάχτηκαν γραφή, ανάγνωση, φιλοσοφία και αισθητική από κάποιους ξεχασμένους εκεί στα κολαστήρια.          Εγώ τους τιμώ!

Μια τέτοια στάση ζωής, δε μπορεί να είναι αποτέλεσμα αντικειμενικών συμβάσεων.  Είναι καρπός της απροσδιόριστης κι όμως χειροπιαστής πραγματικότητας που τη λέμε πολιτισμό μιας εποχής ή ενός τόπου. Ο πολιτισμός μας δηλαδή η κοινή μας πνευματική στάση και καλλιέργεια, καθιερώνει τους συλλογικούς στόχους μιας κοινωνικής ομάδας στενότερης ή ευρύτερης.  Αυτοί οι στόχοι σε τελευταία ανάλυση, δεν μπορεί παρά να είναι δύο ειδών:  ή στόχοι ποιότητας της ζωής  ή στόχοι χρησιμότητας  του κοινού μας βίου.

Γνώμη μου είναι ότι η απροσδιόριστη και όμως χειροπιαστή πραγματικότητα που λέγεται πολιτισμός δεν μπορεί να είναι απροσδιόριστη. Υπάρχουν αρχές που συνιστούν αυτό που μπορούμε να ονομάζουμε πολιτισμό κι αυτές είναι το λεγόμενο πολιτισμικό εποικοδόμημα μιας βάσης οικονομοτεχνικής  (καπιταλιστικής ή σοσιαλιστικής). Χωρίς αυτή τη σύμβαση που είναι η οικονομοτεχνική βάση δε μπορούμε ούτε να μιλήσουμε για πολιτισμό. Εκτός αν ο συγγραφέας μας μαγεύεται απ’τον αυθορμητισμό ή τα από ψυχής δρώμενα των πρωτόγονων λαών της Αφρικής και της Αμερικής, δρώμενα που έχουν μεν πολιτισμική ουσία, όντας αληθινά, είναι όμως ανεπαρκή για τη σύγχρονη κοινωνία.  Ίσως ο συγγραφέας μας να μαγεύεται από την αγνότητα των πρωτοχριστιανικών κοινοβίων και την ενότητα της κοινότητας στην απώτατη έννοια της αγάπης.  Όμως αυτό δε μπορεί να επιστρέψει, όπως δε μπορεί να γυρίσει πίσω το πρωτόγονο παγανιστικό κοινόβιο το ενωμένο με τη λατρεία του αίματος του ήρωα και την αυτοθυσία των κοινωνών του για το σύνολο.
    Αυτό που λέμε στάση ζωής και φαίνεται τόσο προσωπικό μεταφυσικό και απόκρυφο στο εσωτερικό του όντος, η επιστήμη σήμερα έχει αποκαθηλώσει σε κληρονομική δομική καταγραφή, της γνωστικής συμπεριφοράς στο DΝΑ του ανθρώπου. Αν θέλαμε να ορίσουμε ή να «περιγράψουμε» φιλοσοφικά αυτή την κατάσταση που λεμε στάση ζωής, δηλαδή να δώσουμε απάντηση στα ερωτήματα «πως η νόηση είναι δυνατή», «πως είναι η αισθητική δυνατή» και τότε «πως ο πολιτισμός είναι δυνατός», θα ήταν πιο ταιριαστό και σεμνό το εξής:
―Ο άνθρωπος ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας εξέλιξης, είναι η καταγραφή όλης αυτής της πορείας μέχρι σήμερα. Η μορφή κι η δομή του είναι μια ιδιάζουσα γλώσσα, που περιγράφει όλο αυτό το γίγνεσθαι· (η μορφή, τα όργανά κι ο εγκέφαλός του είναι αποτέλεσμα και την ίδια στιγμή φανερώνουν δομικά όλο αυτό γίγνεσθαι).
    Έχει αποδειχθεί σήμερα, ότι όλο αυτό το γίγνεσθαι υπάρχει μέσα μας ως μικροδομική καταγραφή, που ονομάζεται DNA. Αυτός είναι ο κληρονομικός κώδικας κάθε ανθρώπου και έχει σε κάθε άνθρωπο κάποια στοιχεία που τον κάνουν να είναι ιδιαίτερος.
    Ο εγκέφαλος είναι η ιδιόμορφη καταγραφή όλης της πορείας του όντος και κατά συνέπειαν κάθε συγκεκριμένου ανθρώπου στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.  Κάθε ενέργεια ή σκέψη, επιτυχία ή αποτυχία, τροποποιούν την δομή του εγκεφάλου, κάνοντάς τη πιο σύνθετη. Η διαδικασία της διαλεκτικής σχέσης της υπάρχουσας δομής με την εμπειρία, είναι η δημιουργική διαδικασία του εγκεφάλου μα και της σωματικής διάπλασης του ανθρώπου (που κι αυτή είναι γεγραμμένη στη δομή του εγκεφάλου). 
     Από κάποια στιγμή και μετά, το ον άρχισε να κάνει αφηρημένους συλλογισμούς, που δεν είν’άλλο απ’την παραβολή των παλαιών δομών με τις καινούριες εμπειρίες.   Μπαίνοντας η νέα εμπειρία στον γνωστικό μηχανισμό, με τη διαδικασία παραβολής με αυτόν, τον αφυπνίζει, αποκωδικοποιώντας τις αρχαίες κωδικές δομές  και τον επανακωδικοποιεί ως νέο. Ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίζει και να έχει μια συμπεριφορά, γιατί η πορεία του κόσμου είναι καταγεγραμμένη κωδικά μέσα του.  Η καταγραφή αυτή είναι η ίδια η δομή του που συμπυκνώνεται στο γνωστικό μηχανισμό ως η δομή του εγκεφάλου. Η παραβολή του «έσω» που είναι η δομική κωδική καταγραφή του κόσμου στον εγκέφαλο, με το «έξω»   που είναι η εμπειρική διέγερση, αποκωδικοποιεί τον  κληρονονομικό γνωστικό μηχανισμό επανακωδικοποιώντας τον. Η νέα κωδική καταγραφή εκπροσωπεί τη Συνείδηση  και τη Λογική, ενώ το μέρος της δομής του εγκεφάλου που μένει ακόμα κωδικοποιημένο κι ανεξερεύνητο, είναι το Αίσθημα η Ενόραση κι η Αισθητική. Αυτό θα μπορούσε να ονομαστεί στάση ζωής. Βέβαια μια νέα εμπειρία δε μπορεί να είναι καταγεγραμμένη δομικά ολόιδια στον κωδικό γνωστικό μηχανισμό που είναι ο εγκέφαλος και γι’αυτό επανακωδικοποιείται, διαμορφώνοντας μ’αυτό τον τρόπο, τη δομή του  λίγο διαφορετικά.
    Τα δύο μέρη του εγκεφάλου, το κωδικοποιημένο και τ’αποκωδικοποιημένο, όπως όλα τα μέρη του ανθρωπίνου σώματος, δεν είναι απόλυτα ξεχωριστά μεταξύ τους. Έτσι η συνείδηση συνεχώς αντλεί από το απύθμενο μέρος του εγκεφάλου, που είναι η Αισθητική, η Ενόραση, το Συναίσθημα  και η Φαντασία. Δεν είναι ποτέ δυνατή μια επιστήμη χωρίς  Ενόραση και δεν είναι ποτέ αρκετή η εμπειρία με μόνο οδηγό την ορθολογική διαδικασία.  Κάθε επιλογή που ακολουθείται από τον παράγοντα του αγνώστου ή του νέου, προϋποθέτει ένα μικρό ή μεγάλο «άλμα πίστης» για να υπερπηδάμε το κενό γνώσης·  και επειδή κάθε βήμα στο Νέο, προϋποθέτει και ένα εμπειρικό κενό, αυτό αναπληρώνεται προσωρινά απ'την Αισθητική. Ο ερευνητής πατά στον απύθμενο κωδικά γεγραμμένο κληρονομικό γνωστικό μηχανισμό, που είναι η ασυνείδητη γνωστική δυνατότητα κι η υπαρξιακή αυτογνωσία του Είναι ως Εγώ, δηλαδή η Ενόραση και η Αισθητική, διακινδυνεύοντας αποφάνσεις. Αυτές μπαίνουν στη διαδικασία επαλήθευσης, που ανάλογα είναι η εφαρμογή ή το πείραμα, δημιουργώντας το υπόβαθρο πάνω στο οποίο μπορεί στέρεα να πατά η έρευνα.
     Απ’αυτή την οπτική γωνία, ο πολιτισμός είναι η πορεία αποκωδικοποίησης του κωδικού μέρους του εγκεφάλου απ’τη συνείδηση. Αυτή η πορεία εξέλιξης, είναι η πάλη του Παλιού με το Νέο και μπορεί να χαραχτηριστεί ως η πιο αφηρημένη μορφή φιλοσοφίας αλλά συγχρόνως και μια συγκεκριμένη επιστημονική διαδικασία νευροβιολογικής φύσης, που σχετίζεται με την ανάλυση της αποκωδικοποίησης του ανθρώπινου DNA και της δομής του.
     Σ’όλα τα στάδια της σχέσης Αισθητικής-Συνείδησης, κωδικού κι αποκωδικοποιημένου μέρους του εγκεφάλου, ο άνθρωπος δημιουργεί κοσμικά μοντέλα, οργανώνοντας την πορεία της επιστήμης και κατά συνέπεια και τη δική του πορεία. Η φιλοσοφία εκτός των άλλων, πρέπει να είναι γενικός οδηγός της επιστήμης,μα την ίδια στιγμή, να πατά γερά πάνω στις επιστημονικές εξελίξεις, έχοντας διερευνήσει πολύ καλά τη φιλοσοφική τους αξία. Έτσι η Μεταφυσική που μετά τον Καντ, με βασικό στοιχείο την «εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα του όντος» ορθώθηκε ως επιστήμη, κατέρρευσε κάτω απ’το βάρος της ίδιας της επιστήμης, αφού η εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα του όντος, είναι μια απόλυτα φυσική λειτουργία που δεν έχει καμιά σχέση με την μεταφυσική.
    [΄Ολες λοιπόν οι φιλοσοφικές πραγματείες  των Καρτέσιου, Καντ, Χέγκελ, Χάιντεγκερ κλπ. δεν θα είχαν γραφτεί ή τουλάχιστον θα είχαν μορφή πολύ διαφορετική, αν αυτοί οι ευφυείς συγγραφείς είχαν γνωρίσει την ύπαρξη και τη λειτουργία του ανθρώπινου DNA και τον ρόλο του ως «εκ των προτέρων γνωστικής δυνατότητας» αλλά και το ρόλο ως «υπαρξιακή αυτογνωσία του όντος» που θεωρείται η βάση της σύγχρονης μεταφυσικής. Το DNA έδειξε ότι αυτές οι ανεξήγητες «ψυχικές» ιδιότητες, είναι δομικές διεργασίες των κληρονομικών καταγραφών του όντος].  Αυτό που λέμε στάση ζωής λοιπόν, δεν έχει καμιά αοριστία αλλά είναι η σχέση υπαρξιακής αυτογνωσίας του κάθε ανθρώπου με την εκάστοτε κοινωνική του σύμβαση, που είναι η εξωτερική εμπειρική επίδραση και το κοινωνικό σύστημα, όπως καταγράφεται στο DNA του.

Είναι φανερό πως οι στόχοι χρησιμότητας καθιερώνουν αντικειμενικές-ορθολογικές «λύσεις» για την επίτευξή τους και οι αντικειμενικές λύσεις υποχρεώνουν σε διλήμματα εκλογής  και  επομένως στην πόλωση πλειοψηφίας-μειοψηφίας.

Επίσης είναι φανερό ότι χωρίς ορθολογικές λύσεις και στόχους χρησιμότητας, θα βρισκόμασταν κάπου στο Ιράν ή στο Αφγανιστάν περιμένοντας να μας αποκαλυφθεί καθημερινά το δέον γενέσθαι από το στόμα του Θεού, που δε θα ήταν άλλο απ’αυτό του μουλά, του πάπα ή του παπά. Οι στρατιές πιστών καλογήρων που θα βρίσκονταν παντού θα έδιναν τις αποδεκτές από το θεό λύσεις, ελέγχοντας τις συνειδήσεις των πιστών, καίοντας ή κρεμώντας  τους απίστους. Κι όλα αυτά για να γλυτώσουμε απ’την υποθετική πόλωση μειοψηφίας-πλειοψηφίας.

Στόχος χρησιμότητας είναι π.χ. η ατομική ευζωία: η αύξηση του κατακεφαλήν εισοδήματος και η δίκαιη κατανομή του πλούτου.  Με τα συγκεκριμένα ιστορικά δεδομένα η επιδίωξη αυτού του στόχου, έχει σαφέστατα πολωθεί σε δυο αντικειμενικά ορθολογικά συστήματα «λύσεων»: τον καπιταλισμό και τον μαρξισμό.

         Εγκληματικό! και προπαντός αντιπολιτισμικό!
 Σε μια εποχή που οι περισσότεροι ανθρώποι πεινάνε και τους λείπουν τα απαραίτητα, η αύξηση του κατακεφαλήν είσοδήματος που μπορεί να μην λύνει το πρόβλημα, αφού το κατακεφαλήν εισόδημα δείχνει μιαν ευημερία που οι μισοί άνθρωποι πεινάνε κι άλλοι μισοί καλοπερνάνε, κάτι που σαφέστατα συμβαίνει σ’όλα τα καπιταλιστικά κράτη, δεν είναι κακό! Αλλά η δίκαιη κατανομή του πλούτου που επαγγέλλεται ο σοσιαλισμός δεν είναι μόνο κάτι αναγκαίο, αλλά ένδειξη πολιτισμού, ένδειξη ανώτερης αισθητικής και ένδειξη συνόλου ατόμων με στάση ζωής υψηλού πολιτισμού. Και τέλος πάντων κάπως θα πρέπει να οργανωθεί η όποια κοινότητα έτσι ή αλλιώς, κι αυτό δεν είναι δα και τόσο εκπληκτικό.

Όταν η δημοκρατική πλειοψηφία υιοθετεί το ένα από τα δύο συστήματα για την επίτευξη του στόχου, βιάζεται αναπόφευκτα και κάποτε βάναυσα και αιματηρά η θέληση και η ελευθερία δράσης των οπαδών του άλλου συστήματος.

Εδώ ο συγγραφέας μας αμαρτάνει-ξαστοχεί: αλλά η όποια ψηφοφορία για την ανάδειξη πλειοψηφίας, εκτός του ότι είναι δείγμα πολιτισμού και δημοκρατίας, γίνεται ακριβώς για να επικρατήσει κάποια από τις δυο αντιλήψεις με ειρηνικό τρόπο.  Εγώ νιώθω πως ο συγγραφέας μας, σα να μας προτείνει αντί την εφαρμογή της πλειοψηφικής άποψης, την εφαρμογή της μειοψηφικής. Κι επιπλέον όταν οι μειοψηφούντες δεν ακολουθούν το καθιερωμένο της πλειοψηφούσης επιλογής, αλλά θέλουν βίαια να εφαρμόσουν την επιλογή της μειοψηφίας, μέμφεται την πλειοψηφία που υπερασπίζει τη δική της επιλογή. Αυτό είναι κάτι που τότε πολώνει τα πράγματα και τα μετατρέπει σε αιματηρά.
     Εγώ που είμαι θιασώτης του μαρξισμού βέβαια ξέρω ότι το πρόβλημα δεν είναι εκεί.  Κάθε πλειοψηφική επιλογή όταν γίνεται από επαγγελματίες της πολιτικής δηλαδή αστούς, είναι συνήθως ψευδεπίγραφη, όντας αποτέλεσμα πολύπλοκων συναλλαγών, που βιάζουν την αληθινή λαϊκή θέληση και έπεται συνέχεια:  Η εφαρμογή πλέον είναι η νομιμοποίηση της όποιας ανομίας και λεηλασίας του δημοσίου πλούτου.  Γι’αυτό ο καπιταλισμός δεν μπορεί ούτε τις εξαγγελίες του να εφαρμόσει. Και γι’αυτό ο σοσιαλισμός με όλες του τις αδυναμίες που επέδειξε κατά την «πειραματική» εφαρμογή του, όπου η λαοκρατική βούληση παραβιάστηκε, ακόμα μπορεί καλύτερα τα πάντα. Και τουλάχιστον κάθε αποτυχία που θα βαρύνει αυτό το σύστημα, θα είναι αποτυχία αυτών που το εφαρμόζουν για τον ίδιο τους τον εαυτό και όχι κάποιων άλλων που εφαρμόζουν τον καπιταλισμό ερήμην ή για «χάρη» του λαού, δηλαδή των άλλων.

Ο ορθολογικός συμβιβασμός του «κοινοβουλευτικού ελέγχου» δεν είναι παρά το μαλακό προσκεφάλι για τη συμβατική-αριθμητική δικαίωση αυτού του βιασμού.

Κάθε κοινοβουλευτικός έλεγχος ενός αστικού κοινοβουλίου γίνεται για τη δικαίωση και το ξέπλυμα της όποιας λοβιτούρας ενός συστήματος συνενόχων πλειομειοψηφούντων, οι οποίοι σκοτώνονται για το ξεπούλημα αυτού που έχουν ταχθεί να υπηρετούν. Ο μόνος λοιπόν βιασμός είναι αυτός της λαϊκής βούλησης και περιουσίας.

Αντίθετα οι στόχοι που αποβλέπουν στην ποιότητα της ανθρώπινης ζωής αποκλείουν τις αντικειμενικές-ορθολογικές λύσεις για την  επίτευξή τους. Όταν μιλάμε για ποιότητας της ζωής, εννοούμε την κατ’αρχήν προτεραιότητα των υπαρκτικών κι όχι των βιολογικών αναγκών του ανθρώπου: την προτεραιότητα της ανάγκης για μετοχή στ’αγαθά της παιδείας και της καλλιέργειας. Της ανάγκης για προσωπική κοινωνία και σχέση και όχι απλώς για απρόσωπη αγελαία συμβίωση.  Την ανάγκη για υπεύθυνη μετοχή στη λήψη αποφάσεων για τα κοινά.  Της ανάγκης να υπηρετούν οι δομές  κι οι θεσμοί τον άνθρωπο κι όχι ο άνθρωπος τους θεσμούς.  Την ανάγκη να σώζεται η δυνατότητα του έρωτα από την καπηλεία της εμπορικής του εκμετάλλευσης.  Να σώζεται η αλήθεια της σχέσης του ανθρώπου με το Θεό απ’την κρατικοποίηση των συλλογικών φανερώσεων αυτής της σχέσης.  Να σώζεται ο σεβασμός για το μυστήριο του πόνου και του θανάτου.

                               Ιδεαλιστικές υπερβολές!
Αναρωτιέμαι πως θα μπορούσε να αποκλειστεί η οικονομοτεχνική αστικοκαπιταλιστική βάση που ως τέτοια γεννά άλλο πολιτιστικό εποικοδόμημα και άλλο η λαϊκοδημοκρατική. Ακόμα αναρωτιέμαι πως μπορεί να υπάρξει πολιτισμός χωρίς καμιά οικονομοτεχνική υποδομή κι ακόμα πως μπορεί να προηγηθεί ο πολιτισμός από τις βιολογικές ανάγκες του ανθρώπου.
    Τέλος πάντων εμείς οι μαρξιστές μέσης παιδείας γνωρίζουμε στη γειτονιά τις απαντήσεις όλων αυτών των υπαρκτικών υπερβατικών ερωτημάτων που ταλανίζουν τη συνείδηση του αγαπητού καθηγητή μας.  Ξέρουμε ότι για την άμεση μετοχή στην λήψη αποφάσεων για τα κοινά, υπάρχει ένα σύστημα που λέγεται λαϊκοδημοκρατικό και όργανό του είναι το λαϊκό κοινοβούλιο. Εκεί μετέχουν οι εκπρόσωποι, όλων των ζωντανών στρωμάτων της κοινωνίας μας. Κι αυτοί οι εκπρόσωποι είναι αναπάσα στιγμή ανακλητοί και διαφορετικοί για θέματα διαφορετικά.  Έτσι οι λαϊκές επιτροπές της γειτονιάς που θα είμαστε εμείς οι ίδιοι κι οι λαϊκές επιτροπές συγκεκριμένων εργοστασίων και όχι οι εργατοπατέρες, μετέχουμε άμεσα στέλνοντας αυτούς με τους οποίους εμείς οι ίδιοι έχουμε συνενοηθεί από πριν.
    Τώρα στην κάθε είδους καπηλεία και εμπορευματοποίηση του έρωτα, του φαγητού, της τέχνης, της εκπαίδευσης, της διασκέδασης, της αναψυχής κλπ. έχουμε πάλι το φάρμακο: είναι η κατάργηση κάθε είδους εμπορίου, ακόμα και του χρήματος.  Ο άνθρωπος θα μπορεί να προμηθεύεται με την παρουσία του στις αποθήκες το μερδικό του σε όλα. Κι αν το μερδικό κάποιου δεν υπάρχει να δοθεί ή είναι λειψό δυστυχώς, υπάρχει και τιμωρία:  Το ντουφέκι.   Βίαιο και φαινομενικά απάνθρωπο αλλά απολύτως δίκαιο και φιλάνθρωπο.
    Τώρα πως μπορεί να σωθεί η όποια αλήθεια του Θεού, αυτό είναι πράγματι ένα μυστήριο και μόνο μέσ’την υπερρεαλιστική φαντασία κάποιων πιστών θα μπορούσε να πραγματωθεί. Για μας τους μαρξιστές αυτή η αλήθεια δεν υπάρχει.  Για το πως όμως μπορεί να σώζεται ο σεβασμός για το μυστήριο του θανάτου και του πόνου, η ιατρική είναι σε καλό δρόμο, όταν τουλάχιστον μιλάμε για το βιολογικό. Για τον άλλο, τον υπαρκτικό θάνατο καθένας μόνος του μπορεί να τον σώσει πάντα μ’ένα δικό του τρόπο, που δεν επιδέχεται καμιά φιλοσοφική φόρμουλα, όπως μας δείχνει ο μέγας Ηράκλειτος, παρά μια προσωπική εσωτερική αναζήτηση: «ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν». [Διερεύνησα τον εαυτό μου]. Δίζως είναι ο Πάνας που έχει διπλή φύση. Ο εαυτός είναι όπως όλα κι αυτός διζήσιος, έχει αντιφατική φύση. Όσο διερευνάμε το έσω βυθιζόμενοι στον εαυτό, τόσο πιο μακριά έξω στο σύμπαν ταξιδεύουμε. Γενικότερα η ταυτότητα για τον Ηράκλειτο, συνίσταται από αντιφατικά στοιχειώδη, άρα και η διαδικασία της διερεύνησης αφορά στοιχειώδη που μάχονται τον εαυτό τους.  «ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει». [Όποιο δρόμο κι άν πάρω, είναι αδύνατο να βρώ το πέρας της ψυχής· τόσο βαθιά βρίσκεται].
    Είναι αδύνατο να φτάσεις στο βάθος κάποιου που βρίσκεται στο άπειρο. Η ψυχή για τον Ηράκλειτο, είναι ο Λόγος του Μεγάλου ως προς το Μικρό, του Απείρου προς το Μηδέν. Το Μεγάλο βυθίζεται μέσ’το Μικρό, τόσο όσο το Μικρό απλώνεται στο Μεγάλο.  Αυτή είναι άποψη που αποδέχονται κάποιοι προσωκρατικοί και είναι η ριζική αντίληψη της αντιφατικότητας του κόσμου που είναι Διθυραμβική.  Περνά από δυο αντίθετες θύρες την ίδια στιγμή, τη θύρα του μηδενός και τη θύρα του απείρου. Η έννοια της περίληψης του μεγάλου μέσ’το μικρό, μαζί με την έννοια του συνεχούς περάσματος από αντίθετες θύρες συγχρόνως, είναι η ουσία της Ελληνικής Διαλεκτικής.  Από εκεί απορρέει η αποδοχή των προσωκρατικούς για τον κόσμου ως Γίγνεσθαι, όπου η κίνηση είναι η ουσία και τ’αληθινό. Το πολύ μικρό για τον Ηράκλειτο, το ελάχιστο, έχει τρόπο να περιέχει το Όλον. Αυτό το αποδέχεται και ο Αναξίμανδρος λέγοντας ότι «ἀρχή καὶ στοιχεῖον τῶν ὄντων τὸ ἄπειρον». Το αποδέχεται και ο Ζήνων προτείνοντας ότι αυτό που τείνει προς το μηδέν, τείνει την ίδια στιγμή για το άπειρο. Ψυχή γι’αυτούς διανοητές είναι η έσχατη δομή, που κλείνει το χαραχτήρα του συγκεκριμένου όντος περιέχον την ίδια στιγμή, ένα πρόσωπο του Όλου. Αυτό που λέμε DNA. Όπως λέει κι ο Ηράκλειτος: «θυμῷ μάχεσθαι χαλεπόν· ὅ γάρ ἄν θέλῃ ψυχῆς ὠνεῖται».
[Είναι δύσκολο να μάχεσαι τη βούλησή σου, γιατί ότι θέλει το πραγματεύεται με την ψυχή σου].
   Η καλυτέρευση του εαυτού είναι πολύ δύσκολη, γιατί ο αντίπαλος είναι η ίδια η ψυχή:  «ψυχῆς πείρατα ἱὼν ούκ ἂν έξεύροιο».
     Για τη βελτίωση του εαυτού ο άνθρωπος πρέπει να παλέψει με τον ίδιο του τον κληρονομικό μηχανισμό, το DNA του, το οποίο είναι απύθμενο, είναι όμως και ο κυριώτερός του σύμμαχος: «ψυχῆς ἐστι λόγος ἑαυτὸν αὔξων»,  όπως λέει κι ο Ηράκλειτος. [Ψυχή είναι το Μέτρο της εξελιγκτικής δυναμικής του εαυτού].
    Αυτό που θα λέγαμε Λόγο για τον εαυτό, είναι το Μέτρο του Εγώ ως προς το Άλλο, του Έσω ως προς το Έξω και του Μεγάλου ως προς το Μικρό. Είναι το έσχατο στοιχειώδες μέσα μας, που μας χαραχτηρίζει σαν όντα, περιέχοντας μ’ένα ιδιαίτερο τρόπο το Όλον.
         Αυτό θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ψυχή.
«ἦθος γὰρ ἀνθρώπειον μὲν οὐκ ἔχει γνώμας, θεῖον δὲ ἔχει».
[Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι απρόβλεπτη ενώ η θεϊκή προβλέψιμη]. ―Ηράκλειτος.  
Ο άνθρωπός, που δημιούργησε τους θεούς, μπορεί να τους «προβλέψει».  Τον άνθρωπο που είναι γέννημα της απύθμενης φύσης δεν μπορεί.
«ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι». Ηράκλειτος.
[Η απιστία αποτρέπει απτην άγνοια]. Η αμφιβολία οδηγεί στη γνώση.
«ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων».   Ηράκλειτος
[Θεός του κάθε ανθρώπου είναι το ήθος του, ο χαραχτήρας του].

Όταν λοιπόν ο στόχος του κοινού μας βίου  αποβλέπει στην κατ’αρχήν προτεραιότητα των υπαρκτικών  και όχι απλώς των βιολογικών  αναγκών του ανθρώπου, τότε ο στόχος  προϋποθέτει την ελευθερία μετοχής  και τα απεριόριστα όρια της δυναμικής  συμβολής για την πραγμάτωση αυτού του στόχου. Είναι κοινή τότε συνείδηση ότι ο επιδιωκόμενος στόχος υπηρετεί και σέβεται το δυναμικό «γίγνεσθαι» της ζωής και γι’αυτό δεν εξαντλείται σε κανένα σχήμα αντικειμενικών λύσεων, ούτε σε ορθολογικά αξιώματα κι ιδεολογικά περιγράμματα.

Μια που ο συγγραφέας μας απαξιώνει τα ιδεολογικά περιγράμματα και τα ορθολογικά αξιώματα, οραματιζόμενος την ελευθερία μετοχής στο δυναμικό «γίγνεσθαι» της ζωής, πρέπει να διευκρινίσει πως τα εννοεί.
     Η ορθοδοξία την οποία σέβεται, στηρίζεται σε μια σειρά ορθολογικών και ανορθόδοξων αξιωμάτων που ξεκινούν από την εβραϊκή μυθολογία και καταλήγουν στην ουτοπία της χριστιανικής πίστης.  Οι Δέκα Εντολές που «αποκαλύφθηκαν» απ’τον ίδιο το Θεό στο Μωυσή είναι ένα θαυμάσιο δείγμα ορθολογικών αξιωμάτων και ένα απόλυτο ιδεολογικό περίγραμμα. Είναι όμως και ένα δείγμα ανορθοδόξων αξιωμάτων.
    Εγώ ειμί κύριος ο Θεός σου! γιατί και πώς; δε μας εξηγεί, παρά μόνον όστις εξηγαγών σε εκ γης Αιγύπτου εξ’οίκου δουλείας!  γι’αυτό! ου ποιήσει σ'εαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα όσα εν τη γη κάτω, όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τοις είδασι υποκάτω της γης. . .  Διατάζει, βάζει πλαίσια, γιατί έτσι θέλει και μας δε μας ρωτάει αν θέλουμε. Άσε που κάνει και λάθη αφού τα ύδατα δε βρίσκονται υπό κάτω της γής.  Μετά αποκαλύπτει κι άλλες εντολές πολύ ορθολογικές : ου φονεύσεις, ου κλέψεις, ου ψευδομαρτυρήσεις, ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον εστίν κλπ.
     Δεν νομίζω να μη βλέπει κάποιος το ιδεολογικό περίγραμμα και τη θεϊκή αξιωματική ορθολογικότητα. Επίσης ο ορθολογισμός δια μέσου της αρχής της μη αντίφασης οδηγά κατευθείαν στην Αρχική Αιτία. Κάτι που η θρησκεία χρησιμοποίησε δεόντος σε όλες τις ιεροεξεταστικές της εκτροπές. Κι ακόμα η εκκλησία αφού ανέβηκε στο ταρατσάκι της πίστης με την σκάλα της αξιωματικής ορθολογικής αυθαιρεσίας, απεδείχθει πιο αριστοτελική καί από τον Αριστοτέλη χρησιμοποιώντας τον ορθολογισμό σαν μοναδικό τρόπο σκέψης. Όποτε όμως ήθελε κουνούσε το ραβδί της πίστης, δημιουργώντας σε κάθε λογική διαπραγμάτευση μια νέα αρχή, με νέες βάσεις ανορθολογικές.
    Μήπως ο συγγραφέας μας είναι Νεοηρακλειτικός ή Διαλεκτικός Υλιστής, αν ναι, δηλαδή αν απορρίπτει τον Ορθολογισμό και στη θέση του βάζει τη Διαλεκτική θα πρέπει να το δηλώσει γιατί ο νους μας πάει, ακόμα χειρότερα. Στον μυστικισμό.
    Τώρα τί εννοεί με το «δυναμικό γίγνεσθαι της ζωής» που έχει καταβολές διθυραμβικές και βακχικές, που υπακούει μόνο στη διαλεκτική αφού θεός για τους πάγανες είναι αυτό το ίδιο το Γίγνεσθαι κι όχι τίποτε άλλο αναλλοίωτο, αώνιο, απόλυτο ή καθαρό.  
    Αν υπάρχει θεός, το γίγνεσθαι αυτό, το πολύ πολύ είναι ένα φαινομενικό παίγνιο, που από μια στιγμή και μετά θα επαναλαμβάνεται ως τη στιγμή που ο θεός θα βαρεθεί να το βλέπει.
    Ο κος Γιανναράς μας εκπλήσσει συνεχώς, η θαυμάσια αυτή γλώσσα του κι η ποιητική του με αποτρέπει να κρίνω τη γραφή του, γιατί έχει μια τελειότητα. Εγώ όμως με την άκομψη γραφή μου μόνο και μόνο επειδή είμαι Έλληνας, πρέπει να φέρω εύλογες αντιρρήσεις, γιατί στην Ελλάδα από αρχαιοτάτων χρόνων, ψάχναμε συνεχώς για πάρα πολλές απαντήσεις σε ένα και το αυτό ερώτημα, που μάλιστα φαινόταν ότι είχε εξαντληθεί.

Επιμέρους θεωρήσεις απόψεις και προτάσεις για την επίτευξη του σκοπού εφόσον σέβονται και υπηρετούν τη δυναμική του σκοπού, μπορούν να συγκεραστούν ή να εναλλαχθούν δίχως τον κίνδυνο της πόλωσης, αφού τα διαφορετικά μέσα δεν είναι αντικειμενικά σχήματα που εξαντλούν μια λύση, αλλά δυναμικά ενδεχόμενα, που υπηρετούν την απροσδιοριστία και την αδιάκοπη έκπληξη της ποιοτικής δημιουργίας. 

              Από τα πιο ποιητικά κείμενα που έχω διαβάσει!
Όμως τι αντίκρισμα θα μπορούσαν να έχουν σαν ομαδική συμπεριφορά που επιπροσθέτως θα πρέπει να έχει κι ένα επιθυμητό κοινωνικό αποτέλεσμα. Βέβαια η απροσδιοριστία είναι ο αληθινός τρόπος ύπαρξης του κβαντικού κόσμου κι η διαλεκτική λόγω της απεριόριστης αντιφατικότητάς της, πάντα την περιέχει σε μικρό ή μεγάλο βαθμό· όμως στο κοινωνικό γίγνεσθαι;  Τι βάρος και ποιαν αξία θα μπορούσε να έχει;   Όλες σχεδόν οι λειτουργικές διεργασίες όντας ομαδικές, ως πρακτική έχουν ανάγκη αντικειμενικότητας, ακρίβειας και συνέπειας. Στο θέμα των οραμάτων και των μακρόπνοων σχεδίων η απροσδιοριστία που είναι σύμφυτη με την αισθητική, μπορεί να περιβάλλεται από ενόραση, φαντασία ή ποίηση. Ακόμα κι η επιστημονική πρόταση ως σύλληψη, δε μπορεί χωρίς αυτή την αισθητική απροσδιοριστία, όταν τουλάχιστον πραγματεύεται το Νέο.  Αυτό λοιπόν είναι ένα θέμα που θέλει βαθιά γνώση της διαλεκτικής σκέψης και μακροπρόθεσμη διαλεκτική-πρακτική εφαρμογή, για να μπορεί να βρεθεί το Ηρακλειτικό Μέτρο.   Το Μέτρο αυτό που είναι η ίδια η δυναμικότητα του γίγνεσθαι της ζωής κι η αδιάκοπη έκπληξις της παγανιστικής τραγικότητας της ποιοτικής δημιουργίας.

Αν διαφωνούμε στη μέθοδο και τους τρόπους  αλλά η διαφωνία μας  αποβλέπει στην προσωπική καλλιέργεια,  κοινωνία και σχέση,  τότε η ίδια η διαφωνία είναι μια δυνατότητα κοινωνίας και σχέσης  που δεν καταπιέζει, αλλά αναδείχνει την προσωπική μας θέληση και ελευθερία.  Και τι θα συμβεί αν η πλειοψηφία συντονιστεί σε στόχους ποιότητας της ζωής κι υπάρχει μια μειοψηφία που αρνείται όχι τα μέσα και τις μεθόδους αλλά τον ίδιο τον στόχο; Δε θα εξαναγκαστεί και πάλι η μειοψηφία σε υποταγή;   Μα είναι φανερό ότι από την ίδια τη φύση του ο στόχος ποιότητας της ζωής δεν είναι εξαναγκαστικός,  αλλιώς παύει ν’αποβλέπει στην ποιότητα. Δεν είναι δυνατόν να επιβάλεις υποχρεωτικά την παιδεία και καλλιέργεια,  την προσωπική κοινωνία και σχέση, την υπεύθυνη μετοχή στα κοινά, την αλήθεια του έρωτα και τη σχέση με τον Θεό.  Σε ένα πολιτισμό που δίνει απόλυτη προτεραιότητα στην υπαρκτική αλήθεια του ανθρώπου και όχι στη βιοποριστική σκοπιμότητα και την καταναλωτική ευζωία, η αδυναμία συντονισμού με τον κοινό στόχο, η επιμονή στην εγωκεντρική ή αγελαία ανάγκη δεν αντιμετωπίζεται ως αντιπολίτευση,  αλλά ως προσωπική αποτυχία και αμαρτία, απόλυτα ελεύθερη και σεβαστή. Το πιο ρεαλιστικό εχέγγυο για την αποφυγή της τυραννίας είναι ο σεβασμός της αποτυχίας και αμαρτίας του ανθρώπου και επομένως η φιλάνθρωπη και παιδαγωγική λειτουργία των θεσμών που προσπαθούν να περιορίσουν τις διαλυτικές για την κοινωνία συνέπειες της ανθρώπινης αμαρτίας.

Και εδώ σαν τέλος θα έπρεπε να τοποθετηθεί κι ένα «αλληλούια».  Νιώθω πως μόλις έπεσα απ’τον παράδεισο. Σε τι κόσμο ζούμε! Αυτό που μόλις περιέγραψε ο κ. Γιανναράς δε σχετίζεται με κοινωνία ανθρώπων αλλά ούτε με τον τρόπο που οι μέτοχοι θα έπρεπε να συντονίσουν τις δυνάμεις τους, για να μπορέσουν να ζήσουν. Οι μέτοχοι αυτοί του κόσμου θα πρέπει να είναι καλλιεργημένοι γόνοι πλουσίων οικογενειών που δεν ξέρουν που  φουρνίζεται το ψωμί, που παράγονται τα παπουτσάκια που φοράνε,  που δεν ξέρουν ότι υπάρχουν ξένοι λαοί με σοβινιστικές ιδέες και επιθετικότητα, πως υπάρχουν κλέφτες και δολοφόνοι, και τελικά νομίζουν πως ό,τι μας μένει, είναι η εσωτερική μας καλλιέργεια. Και τέλος πάντων όπως τονίζει κι ο ίδιος, δε χάθηκε ο κόσμος αν μια πλειοψηφία αποφασίσει την ανάπτυξη της καλλιέργειας του κοινωνικού συνόλου και η μειοψηφία δεν ακολουθεί ή αντιδρά. Είναι δικό τους θέμα και η χρηστή πλειοψηφία μπορεί να δείξει την συμπόνια και το σεβασμό της.   Σε θέματα όμως που άπτονται εγκληματικής βίας πολιτικής ή ποινικής πως πρέπει να αντιμετωπιστούν;
    Άλλο πράγμα η διοίκηση και η οργάνωση μιας χώρας και άλλο η ψυχική καλλιέργεια των κοινωνικών μετόχων.  Όμως και τα δύο θα πρέπει να συμβαδίζουν.  Διαλεκτικά δε μπορεί να υπάρξει αναπτυγμένο πολιτισμικό εποικοδόμημα χωρίς την ανάλογη οικονομοτεχνική βάση που μπορεί να είναι ο καπιταλισμός, ο μαρξισμός ή ότι άλλο μας προτείνει ο καθηγητής μας.
    Όμως πρέπει να τονιστεί ότι, το πολιτισμικό εποικοδόμημα που ταιριάζει στον μαρξισμό, είναι η υπερβατική άνοδος των μετόχων της κοινωνίας. Ενώ αντίθετα ο καπιταλισμός φροντίζει επιμελώς την ηθική τους πτώση, γιατί η άνοδος των ηθών και της αισθητικής πάντοτε σαρώνει την αδικία, που είναι ότι πιο αντιαισθητικό μέσα σ’ένα κοινωνικό σύνολο.
     Ο σεβασμός της αμαρτίας και αποτυχίας των ατόμων, είναι θέμα κυρίως προσωπικό τους, αλλά ένα πολιτισμένο κοινωνικό σύνολο, πάντα θέλει να τη μοιραστεί για να ανακουφίσει τον πάσχοντα.  Όταν όμως η αποτυχία και η αμαρτία μετριέται με χρήματα δημοσίου πλούτου και κόπων ολόκληρων πληθυσμών ή την πείνα και την απαξίωση, τότε δεν έχουμε να κάνουμε με αμαρτωλούς που ξαστόχησαν αλλά με εγκληματικές συμμορίες που πρέπει να τιμωρηθούν αυστηρά, γιατί οι κοινωνικές συνέπειες είναι πολύ μεγάλες.

To θέμα είναι πελώριο. Η υπέρβαση της πόλωσης πλειοψηφίας-μειοψηφίας είναι ουσιαστικό πρόβλημα ζωής κι εδώ μόνον ελάχιστες πλευρές επισημάνθηκαν και με υπερβολική οπωσδήποτε σχηματική αφαίρεση.  Θα μου επιτρέψει ωστόσο ο αναγνώστης  να επαναλάβω τελικά  ότι ειδικά στην Ελλάδα η αναζήτηση των στόχων της ποιότητας ζωής ίσως δεν είναι τόσο ουτοπική και ανεδαφική όσο καταρχήν φαίνεται.  Η προτεραιότητα των υπαρκτικών και όχι απλώς των βιολογικών αναγκών του ανθρώπου ενσαρκώνεται σε συγκεκριμένη δυνατότητα κοινωνικού βίου  στα όρια της ορθόδοξης εκκλησιαστικής αλήθειας και  παράδοσης.  Όσο  εξακολουθεί  να τελείται στην Ελλάδα με τρόπο ορθόδοξο και ανατολικό η εκκλησιαστική ευχαριστία, υπάρχει ο πυρήνας και το μέτρο για μια δυναμική μεταλλαγή των κοινωνικών μας στόχων και των πολιτικών μας επιδιώξεων, υπάρχει η ζωντανή ζύμη για τη μεταμόρφωση της αγελαίας συμβίωσης,  σε αλήθεια κοινωνίας και γνησιότητα ζωής.
      Η Εκκλησία δε γνωρίζει την υποταγή της ζωής στην ορθολογική αρχή της πλειοψηφίας ή την τυραννική αυθαιρεσία της μειοψηφίας. Γιατί η κοινωνική  πραγματικότητα της Εκκλησίας,  είναι  ένα υπαρκτό  κατόρθωμα που σώζει τη δυναμική της ζωής και εντάσσει σε αυτή τη δυναμική την αποτυχία και την αμαρτία.

Είναι προφανές ότι ο κος Γιανναράς πιστεύει ότι το βασικό πρόβλημα της κοινωνίας μας είναι η πόλωση μειοψηφίας-πλειοψηφίας και η αντιπαλότητα που προκαλεί· γι’αυτό μας προτείνει την λύση της Ελληνοορθόδοξης ανατολικής εκκλησιαστικής ευχαριστίας. Δηλαδή πρέπει να κάνουμε αυτό που έκαναν οι μανάδες στα νεογέννητα που έκλαιγαν πολύ και δεν άφηναν το πατέρα του σπιτιού να κοιμηθεί. 'Οταν σαράντιζαν τα πήγαιναν να κοινωνήσουν για να φύγουν τα κακά πνεύματα.
… «τελευτή λέξεως ἁρμόττει ἡ ἀσύνδετος ὄπως επίλογος  καὶ οὐχί λόγος εἴ»
«Και είδα τον φρικτοκόλαστο Σαλμονέα που Ολύμπου να τιμηθεί ήθελε αστραπές και κεραυνούς του Δία με τέθριππο άρμα και δαυλό σείοντάς το, περνούσε μέσα από τους λαούς των Ελλήνων και από την πόλη την ιερή της Ήλιδας καμαρωτός, τιμές θεών απαιτώντας. Ο έρμος, με σείστρα και κρότους χαλκολέβητων, πάει σύννεφο και κεραυνούς να φιάξει, μα δεν μπόρεσε».

Είναι η μοναδική δυνατότητα ενός άλλου πολιτισμού, στους αντίποδες του πολιτισμού της χρησιμότητας, δυνατότητα εξόδου απ’τη βασανιστική πόλωση των θαυματουργών «λύσεων» του καπιταλισμού και του μαρξισμού.

Τη δυνατότητα αυτού του άλλου πολιτισμού έχουμε ξαναδεί ως πράξη κι ας με συγχωρήσει ο υπό κρίσιν συγγραφέας, αλλά όταν η αρχή της πλειοψηφίας ανάμεσα στα ενεργά μέλη της κοινωνίας μας παραμεριστεί ως διακοσμητική, τότε η σημασία του Λόγου βγαίνει απ’το στόμα του Μουλά.  Κι επειδή μπορεί κάποια στιγμή ο Μουλάς να πάψει να είναι φωτισμένος. . . Τότε τα κείμενα πολιτισμού θα καίονται στις πλατείες, η επιστήμη θα περνά απ’τον καθετήρα του Ιουδαϊσμού, οι βιβλιοθήκες θα περιέχουν μόνο έργα πίστης,  η τέχνη θα υμνεί μόνο τον Θεό και οι κάθε λογής αντάρτες θα κρέμονται στις πλατείες.

2.4 ΕΝΑΣ ΛΟΓΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΑΓΟΡΑ

. . . . .Κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες. . . ένα μελέτημα τριάντα περίπου σελίδων του Ιωάννου Δ. Ζυγούλια με τίτλο «Από το προσωπείον στο πρόσωπον»―Η συμβολή της Πατερικής Θεολογίας εις την έννοιαν του προσώπου. . . ΄Υποκειμενική μου εκτίμηση και κρίση είναι ότι αυτό το μελέτημα αντιπροσωπεύει ένα ουσιαστικό σταθμό στη νεοελληνική θεολογική και φιλοσοφική παραγωγή. . . . . Γιατί ένας λόγος ελληνικός σήμερα πρέπει να σημαίνει τη συγκεφαλαίωση της ελληνικής διαχρονικής ενότητας και ταυτότητας όχι σε αφηρημένες θέσεις, αλλά στον προσδιορισμό ενός τόπου ύπαρξης του ανθρώπου, και κατά συνέπεια μιας ιστορικής και κοινωνικής πραγμάτωσης που διαφοροποιείται από τον δυτικό πολιτισμό. . . .τον πολιτισμό της αλλοτρίωσης του ανθρώπου στα όρια της χρησιμοθυρικής θετικιστικής γνώσης . . . . Μιλά για θέματα που έχει αναφέρει εκτενέστατα προηγουμένως. . . και καταλήγει: Ο κ. Ζυγούλιας ξεκινά από μια αυτονόητα αποδεχτή διαπίστωση:  Ότι ο σεβασμός για την προσωπικότητα του ανθρώπου είναι συνειδητό πια αίτημα της εποχής μας, είναι κάποτε στόχος των ποικίλων ανθρωπισμών και της πολιτικής ηθικολογίας.  Αλλά ποια είναι η ιστορική καταγωγή της έννοιας του «προσώπου», και τι έφτασε να σημαίνει η έννοια σήμερα;  Η καταγωγή της λέξης είναι αρχαιοελληνική. Η αρχαιοελληνική όμως σκέψη αδυνατεί να προσδώσει  οντολογικό περιεχόμενο στην προσωπική ετερότητα του ανθρώπου.   Ο οντολογικός μονισμός της ελληνικής φιλοσοφίας  από την αρχή υποτάσσει τα όντα στο καθολικό Είναι, στη δεδομένη προτεραιότητα των Ιδεών-Ουσιών ή των Ειδών.    Η ατομική ύπαρξη (η ύπαρξη του κάθε ανθρώπου όπως κι η ύπαρξη του Θεού) δεν είναι δυνατόν να αυτονομηθεί ως οντότητα. Είναι αναπότρεπτα ενταγμένη στα δεδομένα της καθολικής ουσίας αλλά και της λογικής αρμονίας των ιδεών ή των ειδών, στην λογική αναγκαιότητα του ενιαίου και αρμονικού «κόσμου» όπως τον συνέλαβε η αρχαιελληνική σκέψη.

Καταρχήν θα να κάνω μια παρατήρηση που αφορά τον κ. Ζυγούλια: δε γνωρίζω το κείμενό του, κι η κριτική μου θα αφορά ότι ο κ. Γιανναράς αναφέρει γι’αυτό, όμως δεν μπορώ να μην τονίσω την ιδιότητά του. Είναι καθηγητής της συστηματικής θεολογίας, στο πανεπιστήμιο της Γλασκόβης. Γιατί το αναφέρω; Βλέπουμε ότι ο κ. Γιανναράς είναι υπέρ το δέον επικριτικός απέναντι στη βάρβαρη Δύση. Η οποία αφήνει χώρο σε διανοητές σαν τον κ, Ζυγούλια που η πολιτισμένη Ανατολική Ελλάδα, σίγουρα έχει αποκλείσει απ’το πανεπιστήμιό της δίνοντας θέσεις σε λιγότερο άξιους έως ανάξιους. 
                             Προσοχή η υπερβολή είναι μήτηρ πάσης κακίας.
Το Διονυσιακό πνεύμα, που πραγματεύεται έννοιες περί προσώπου και προσωπείου ίσως δε θα συμφωνούσε με την ερμηνεία του κ. Γιανναρά. Είναι αλήθεια βέβαια ότι η αντίληψη περί του οντολογικού περιεχομένου του χριστιανισμού, έχει πλέον τροποποιηθεί από τη Διονυσιακή. (Όπως τονίζει και ο κ. Γιανναράς): η ατομική ύπαρξη του κάθε ανθρώπου και του Θεού δεν είναι δυνατόν να αυτονομηθεί.  Θεός για τους πάγανες είναι αυτό το ίδιο το Γίγνεσθαι κι όλα τα όντα αφού περιέχονται σ’αυτό έχουν θεϊκή φύση.  Δηλαδή ο κόσμος και μαζί του βέβαια οι άνθρωποι, είναι ένα Όλον εν τω Γίγνεσθαι Θεϊκό.  Αυτό γενικά λέγεται Υλοζωισμός και Παγανισμός. Ας μου επιτραπεί όμως ν’αναφέρω κι έναν άλλο μύθο απ’αυτόν του κ. Γιανναρά περί προσώπων και προσωπείων. 
     Για τους πάγανες που ήταν οι έλληνες της προσωκρατικής περιόδου του Διονυσιακού τραγικού τρόπου ζωής, ο κόσμος μας αλλά και οι άνθρωποι, είναι προσωπεία πάνω σε προσωπεία· το έσχατο προσωπείο είναι αυτό του Διονύσου, το κενό προσωπείο, η παρουσία μέσα στην απουσία («Διόνυσος» Π. Λεκατσα).  Στη συνέχεια ας αναρωτηθούμε τι νόημα θα είχε τότε η λέξη «πρόσωπον».  Είναι φανερό: «πρόσθια όψη», επιφάνεια (προσωπείο).  Δηλαδή απ’την ίδια τη λέξη όλο το σκεπτικό του κ. Γιανναρά καταρρέει.  Η έννοια πρόσωπο φανερώνει μιαν ετερότητα εσωτερική κρυμμένη, που με την είσοδο της λέξης προσωπείον, αυτή ανέρχεται σε μια καθεαυτήν ποιότητα που ήταν ανύπαρκτη πριν, (πιθανόν και η λατινική λέξη persona, να ήταν πριν presona ―το υπάρχον μπρος).
    Έχω ακόμα μιαν αντίρρηση για το πως παρουσιάζει ο κ. Γιανναράς την αρχαιοελληνική φιλοσοφική προσέγγιση περί του αν η ανθρώπινη ατομική ύπαρξη μπορεί να αυτονομηθεί και πως.         Η έννοια της Ιδέας καθαυτή αποδέχεται ένα κόσμο δισυπόστατο.  Βέβαια η Ιδέα είναι η εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα του όντος.  (Είναι η μεταφυσική όπως την έχει συλλάβει ο Καντ ερμηνεύοντας τον Αριστοτέλη κι τον Πλάτωνα). Ο Πλάτων όμως εκτός της γνωσιολογικής σημασίας των Ιδεών έδινε σ’αυτές και μια σημασία αιώνιων αναλλοίωτων εσχάτων του κόσμου (δηλαδή τη γνωστική μεταφυσική συνέδεε άμεσα με την οντική μεταφυσική). Κι αφού δεν ήταν μόνο τα πράγματα που κοινωνούσαν των Ιδεών αλλά κι οι ίδιοι οι άνθρωποι ανταποκρίνονταν σε Ιδέες. Έτσι μπορεί μ’ένα πιο κομψό και πιο επιστημολογικό τρόπο απ’αυτόν του μυστικισμού, οι ψυχές των ανθρώπων να είναι κι αυτές Ιδέες. Και το ιδεατό όλον ο Θεός.
     Τι θα σήμαινε όμως η ύπαρξη Θεού και ψυχών φιλοσοφικά;  Βέβαια όποιος θέλει, μπορεί να αποδεχτεί την ύπαρξή τους τελείως άκριτα και χωρίς να αναζητήσει ή όχι το λόγο ύπαρξής τους, αφού Θεός και ψυχές απλά είναι το Είναι. Όταν όμως αναζητήσει το πως η ύπαρξη του θεού και των ψυχών θα μπορούσαν λογικά και όχι αξιωματικά να νοηθούν ή τις λογικές συνέπειες της αποδοχής τους τότε τα πράγματα αλλάζουν.
     Αν υπάρχουν έσχατα ιδεατά ή υλικά αναλλοίωτα προϋποτίθεται ότι έχουμε κόσμο πεπερασμένο που αντλεί την ζωή του από αλλού. Από το Θεό!  Αν ο πεπερασμένος αυτός κόσμος είναι ο κόσμος των Ιδεών κι αυτός ως Όλον συνιστά το Θεό, έχουμε Θεό τετελεσμένο που δεν εξελίσσετα, άρα πεπερασμένου. Δεν ήταν, ούτε θα Είναι, αλλά Είναι Πάντα.  Το νοείν, σε σχέση με την αλήθεια αυτού του Θεού, δε θα μπορούσε να δεχθεί την ύπαρξη του Μηδενός (του Μη-Είναι). Ο άνθρωπος λοιπόν κοινωνώντας δια της ιδεατής ψυχής του με το Θεό, θα μπορούσε να φτάσει στην καρδιά της ολοστρόγγυλης της απόλυτης αλήθειας, που είναι το ΕΟΝ  (ίσως ο Θεός, το αληθινά υπάρχον), αν η σκέψη του δια μέσου της λογικής, που είναι πεφατισμένο το Είναι ακολουθήσει τα βήματα του υπάρχειν, κι αποβάλλει κάθε εμπολοκή της με το Μη-Είναι, που είναι το σκότος.  Αυτός είναι ο Ορθολογισμός που αποστρέφεται μετά βδελυγμίας ο συγγραφέας και τον θεωρεί την πηγή όλων των κακών. Ο ορθολογισμός είναι αυτός που συμφωνεί με την ύπαρξη δύο κόσμων: του φαινομενικού γίγνεσθαι που είναι υλικός και παγανιστικός και των αιωνίων ιδεών της αλήθειας, που είναι ο κόσμος του Θεού, που δεν επιδέχεται γίγνεσθαι και που βέβαια είναι ο ίδιος ο Θεός.
     Έτσι φαίνεται ότι υπάρχει αρχαιοελληνική σκέψη, που δεν απορρίπτει την προσωπική ετερότητα και την αυτονομημένη οντότητα του ανθρώπου και φυσικά ούτε την οντότητα του θεού, με ένα πιο κομψό τρόπο απ’αυτόν της ιουδαϊκής μυθολογίας. Δεν υπάρχει τίποτα που να άπτεται της τέχνης της νόησης, (ακόμα και της πιο διεστραμμένης), που οι αρχαίοι Έλληνες να μην το είχαν επεξεργαστεί, με τον πιο κομψό λογικά τρόπο.  Ακόμα και στο μυστικισμό, που δεν ήταν το στοιχείο τους, ήταν άψογοι: Ως μυστικισμό όρισαν αυτό που δε λέγεται και είναι πέραν της λογικής ως Άρρητο.  
      Ο χριστιανισμός που γεννήθηκε σαν αίρεση του Διονυσιακού πνεύματος, είχε μιαν διαλογική κομψότητα ως τη στιγμή που οι άγιοι πατέρες (όπως λέγεται αποκαθήραν τον χριστιανισμό απ’την παγανιστική βαρβαρότητα πατώντας  πάνω σε ιουδαϊκές μυστικιστικές βάσεις, που είναι ένας άκομψος κι απλοϊκός απόπατος του αρχαιελληνικού μυστικισμού).   Αυτός οικοδομεί σε πράγματα που δεν λέγονται, ούτε που μπορούν να εκφραστούν. Οικοδομεί στον φόβο του προσωπικού θανάτου και στις επαγγελίες για αθανασίας καλλιεργώντας την ιδιοτέλεια, ακόμα και με την ελπίδα μετά το θάνατο.  Ακόμα κι από φιλοσοφική σκοπιά, ενδύονται μέσω της θεολογίας το Θεό, υποκαθιστώντας το Λόγο του, και βεβηλώνοντας την έννοιά του.

Η προσπάθεια  του ανθρώπου να βεβαιώσει το οντολογικό περιεχόμενο της προσωπικής του ετερότητας εκφράζεται δυναμικά στον ποιητικό λόγο, είναι το κεντρικό θέμα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.

Εδώ ο συγγραφέα αναιρεί αυτά που είπε περί ελληνικής σκέψης και προσωπικής ετερότητας προηγουμένως αλλά και μετατρέπει την αρχαία ελληνική τραγωδία σε χριστιανική κυριακάτικη Λειτουργία, η οποία βέβαια είχε αυτή την καταγωγή.  Η τραγωδία όμως είχε μεγαλύτερο πλούτο ξεπερνώντας τη συνεχή επανάληψη του "θείου δραματός".

Εκεί ο ηθοποιός φοράει ένα προσωπείο για να υποδηλώσει και αναζητήσει εκείνη την αλήθεια του προσώπου που θα μπορούσε να αντισταθεί στη δεδομένη αρμονική ενότητα που του επιβάλλεται ως λογική και ηθική ανάγκη.  Εκεί μάχεται τους θεούς και τη μοίρα του, εκεί αμαρτάνει και παρανομεί αλλά μόνο για να συνειδητοποιήσει τα ανυπέρβλητα όρια της ατομικότητας της υποταγμένης ατην τελική απαράβατη «τάξη».  Στα πλαίσια της τραγωδίας η έννοια του προσώπου θα ταυτιστεί με το προσωπείο: Τα αληθινό πρόσωπο δε μπορεί παρά να είναι ένα προσωπείο, ένα επίθεμα στην προκαθορισμένη οντότητα του ανθρώπου.

Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα χριστιανική προσέγγιση στην αρχαία τραγωδία. Όμως ας μου επιτραπεί κι εμένα ένας άλλος μύθος:
 Η τραγωδία γεννήθηκε «εκ των εξαρχόντων τον διθύραμβον», όπως λέει ο Αριστοτέλης Κι ότι ήταν «βοηλάτης» -όπως λέει ο Πίνδαρος-.  Η έννοια όμως του διθύραμβου είναι σκοτεινή κι επιδέχεται συζητήσεις.  Γνώμη μου είναι ότι σημαίνει το πέρασμα από δυο αντίθετες θύρες συγχρόνως (τη θύρα της ζωής και τη θύρα του θανάτου ή «δια του θανάτου εις την ζωήν») δηλαδή την αντιφατικότητα του ΕΙΝΑΙ. Είναι η ωδή για το θυσιαζόμενο ζώο (τον τράγο).  Τράγος εκείνες τις εποχές ήταν το αρσενικό ζώο (ταύρος, κριάρι ή τραγί), αυτά λέγονταν τράγοι γιατί τρώγονταν (Τραγείν είναι απαρέμφατο του τρώγω).  Οι πάγανες απέφευγαν το κρέας, που αυτό θεωρείτο ιερή και μιαρή τροφή. Το έτρωγαν όμως ακολουθώντας μια εσωτερική ανάγκη, όπως αυτή των πρωτευόντων πιθήκων οι οποίοι κυνηγούν και τρώγουν κρέας μια φορά το μήνα αφού το απαιτεί η βιολογική τους ανάγκη για αμινοξέα.  Για τους πάγανες η κατανάλωση τροφής ή η όποια χρήση υλών, ήταν αναγκαία μεν μιαρή δε. Ήταν κι αυτή μέσα στα όρια της αντιφατικότητας των ανθρωπίνων πράξεων. . . .Η σφαγή λοιπόν του ζώου ακολουθούσε την πρακτική της θυσίας.  Μια τέτοια πρακτική συναντάμε στην αρχαία μυθολογία, όπου οι Τιτάνες μετά από προτροπή της Ήρας προσπαθούν με τεχνάσματα (τη χρήση του ρόμβου, κ.λπ.) ν’ αρπάξουν το Ζαγρέα, που νοιώθωντας τον κίνδυνο αλλάζει συνεχώς μορφές. Τον πιάνουν στην ιερή μορφή του Διός, τον λευκό ταύρο.  Οι Τιτάνες τηρώντας την τραγική πρακτική, είχαν βάψει το πρόσωπό τους με τίτανο, (πιθανόν γύψο) για να μην είναι αυτοί οι Ίδιοι που θα κάνουν τη μιαρή πράξη, αλλά Άλλοι. Και αυτή είναι η έννοια της χρήσης του προσωπείου μα και της χρήσης ολίγου οίνου, (αργότερα στη θυσία του τράγου),  αφού όντας σε κατάσταση ιερής βακχικής μέθης, δεν ήταν απόλυτα αυτοί οι ίδιοι.  Επίσης, κατά την διάρκεια του κώμου, στην επιστροφή, όταν μέσα από την ιερή Διονυσιακή μέθη, εξακόντιζαν κριτική ενάντια στους ισχυρούς, με την ιερή μέθη, δεν μιλούσαν αυτοί οι ίδιοι αλλά ο Βάκχος μέσα από τη στόμα τους. (και αυτή ήταν η ιερή καταγωγή της δημοκρατίας).
      Ουσιαστικά λοιπόν η τραγωδία είναι τρωγωδία,  αφού «τραγεῖν» είναι απαρέμφατο του «τρώγω».  Το τραγούδι της τάβλας που για τους αρχαίους πάγανες κοινωνούς ξεκινούσε από τον Δρόμο (το Δράμα) έφτανε στον Αγώνα (τη θυσία και την ιερή αλλά μιαρή κρεατοφαγία) και με τον κώμο (την κοινωνική κριτική), αργότερα έγινε από τη μια κωμωδία και από την άλλη θέατρο.
     Αυτό το θέμα βέβαια είναι απύθμενο· αυτός όμως ο μικρός μύθος περί τραγωδίας μπορεί να δείξει και μιαν άλλη όψη από αυτήν του κου Γιανναρά, (την παγανιστική, απέναντι στη χριστιανική). Τα περισσότερα τυπικά της «θείας λειτουργίας» των χριστιανών θεωρούνται βακχικά κατάλοιπα. Όσο για τα ιουδαϊκά δρώμενα, υπάρχουν μελετητές που μας προϊδεάζουν ότι κι αυτά ήταν βακχικά. Ο Γιαχβέχ μπορεί να είναι Ιοβάκχος, ο Αντωνάι Αδωνιεύς, ο Σαβαώθ, ο Σαβάζιος, μπορεί Σαβαόχ ίσως Σαχ-βαχ-ιος, αχ-βα-χιος (Ιοβακχος).  Τον Ένα και Μοναδικό Θεό, οι Ιουδαίοι ίσως έφεραν «εκ Γης Αιγύπτου εξ οίκου δουλείας»: Ίσως ήταν ο Άτων (ο μοναδικός θεός), σ’αντίθεση με τον παγανιστικό Άμονα. Ίσως οι Ιουδαίοι είναι διωχθέντες αυτών των θρησκευτικών προγραφών. Ίσως «η γη της επαγγελίας» είναι το Δέλτα του Νείλου. Όμως για τίποτα απ’αυτά δεν υπάρχει σιγουριά. Σε όλα αυτά το μόνο σίγουρο είναι ότι κανένας Θεός δεν κατήλθε απ’τους ουρανούς κι ότι οι Δέκα Εντολές μυρίζουν Αιγυπτιακή τάξη και πειθαρχία κι όχι εβραϊκή νομαδική παγανιστική σοφία.

Με την έννοια του προσωπείου ταυτίζεται κι η ρωμαϊκή persona: Σημαίνει το ρόλο που διαδραματίζει το άτομο είτε στο θέατρο είτε στην κοινωνική ζωή.  Τους συγκεκριμένους ρόλους, τους επιβάλλει το οργανωμένο σύνολο το κράτος.  Ακόμα κι αν αμφισβητηθεί η αυθεντία του κράτους και ο άνθρωπος επαναστατήσει ενάντια στην οργανωμένη εξουσία,  ακόμα και τότε πάλι σε κάποια έννοια κράτους θα αποβλέψει για να του δώσει τη νέα του ταυτότητα, τη βεβαίωση του εαυτού του.  Η κοινωνιολογία κι η απολυταρχία στις  μέρες μας, δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν χωρίς αναφορά στη ρωμαϊκή persona. Πρόκειται για κατεξοχήν δυτική νοοτροπία του πολιτισμού μας, για μια σύζευξη της persona με το προσωπείο των αρχαίων Ελλήνων.

Τώρα εγώ που σίγουρα είμαι άνθρωπος μέσης παιδείας, βρίσκομαι σ’αμηχανία! Δηλαδή οι Ρωμαίοι ήταν οι πρώτοι διδάξαντες αυτού του είδους οργάνωσης, που οι Επάρατοι Δυτικοί, ορθολογιστές ή χριστιανοί, μετέτρεψαν σε κρατική εξουσιακή αυθεντία. Ας μου συγχωρηθεί η «βέβηλη» αντίρρηση που θ’αφέρω: Η κρατική μονολιθικότητα και απόλυτη εξουσία είναι «φρούτο» που παραλάβαμε απ’τους Πέρσες μέσω της κατάκτησής τους από τον Αλέξανδρο.  Αυτός είναι ο πρώτος παράγοντας της κατεδάφισης της Ελληνικότητας και ο δεύτερος βέβαια είναι η Ιουδαιοποίηση της Βακχείας. Δώσαμε στους ανατολίτες τον πολιτισμό μας, και αυτοί αποπατήσανε πάνω του, αφού δε μπορούσαν να τον χωνέψουν, κι ως αντίδωρο μας έδωσαν την Αλεξανδρινή απολυταρχία. Η απολυταρχία έγινε ένας τρόπος οργανωμένος να πνιγεί το άνθος της ελληνικότητας μεσ’τα κόπρανα. Και σαν ταφόπλακα η ανατολή μας έδωσε την ιουδαϊκότητα που οργισμένη με την ελληνική απιστία ποδοπάτησε τα πάντα. Θρυμματισμένα έργα τέχνης καμένες βιβλιοθήκες και διωγμοί όσων δήλωναν έμπρακτα Έλληνες.  Κι ο κ. Γιανναράς οραματίζεται κάποιαν αόριστη ορθόδοξη πολιτισμική ανατολικότητα. Η οποία δε σχετίζεται τάχα με συγκεντρωτική εξουσία.
     Επίσης ο άνθρωπος με την κρατική εξουσία δεν αποκτά την αυτοβεβαίωσή του ή την ταυτότητά του αλλά αντίθετα τη χάνει.

Η κύρια και ριζοσπαστική τομή στην ιστορία της φιλοσοφίας, γίνεται με την ταύτιση προσώπου και υποστάσεως.  Και πραγματοποιείται από την ελληνική πατερική θεολογία κυρίως του 4ου αιώνα. Όχι για λόγους αφηρημένα θεωρητικούς, αλλά στα πλαίσια της προσπάθειας που κάνει η εκκλησία να εκφράσει με οντολογικές κατηγορίες, την εμπειρία της  για τον Τριαδικό Θεό.

Εδώ διαπιστώνω ότι τα ελληνικά γίνονται ένας λαβύρινθος όταν αφήνουν χώρο στη σοφιστική. Βέβαια νιώθω ο ανόητος που θα αναρωτηθώ για ποια ταύτιση προσώπου και υποστάσεως μιλάει. Γι’αυτήν των παγανιστών που ποτέ δεν τα χωρίσανε, για την έννοια της υπόστασης που υπάρχει σαν διαφορετική από το υλικό πρόσωπο, ή αυτήν που ίσως ξαναένωσαν οι άγιοι πατέρες για λόγους δικούς τους δογματικούς.
    Όσο για την ελληνική πατερική θεολογία του 4ου αιώνα εμείς οι πάγανες νιώθουμε ρίγος τρόμου κι αποτροπιασμού: είναι ακριβώς η εποχή που ο κόσμος γύρισε επτακόσια χρόνια πίσω, με τους επιεικείς υπολογισμούς των ευρωπαίων επιστημόνων. Αλλά εμείς οι πάγανες ελληνιστές γνωρίζουμε καλά ότι η χριστιανική βαρβαρότητα υπάρχει ακόμα παντού. Και το έδειξε όποτε ο κόσμος προσπάθησε να γυρίσει τον σταματημένο τροχό της ιστορίας.  Το 1789 το 1917 κλπ.   Τώρα αν η  εμπειρία της τριαδικής θεότητας είναι εμπειρία και δεν άπτεται σε λόγους αφηρημένα θεωρητικούς, -πορίκαμεν. Μου  θυμίζει εκστατικές «εμπειρίες» κάποιων ινδουιστικών σεχτών, που βλέπουν και καθορίζουν με χρώματα τις διάφορες υπερβατικές εμπειρίες τους ή συναισθήματά τους, (με ή χωρίς ψυχοτροπικές ουσίες).

Η ταύτιση προσώπου και υποστάσεως σημαίνει ότι το πρόσωπο δεν είναι «επίθεμα» ή κατηγόρημα του όντος, αλλά υπόσταση του όντος.

Από την πολύ τρίπλα, τριπλάρει και τον εαυτό του. Εδώ έχουμε μια σχέση υπόστασης κι επιθέματος όπου γίνεται ταύτιση μεταξύ τους.  Αλλά η ταύτιση αυτή ξαναγυρνά πίσω στην παλιά κατάσταση των αρχαϊκών χρόνων με τη διαφορά ότι αυτή η υπόσταση δεν ήταν «υπόσταση» μα πρόσωπο καθαυτό.

Τα όντα δεν ανάγουν πια το Είναι τους στο «καθεαυτό Είναι», δεν υπάρχει «απόλυτο Είναι, ή Ουσία»  που να προηγείται του προσώπου, αλλά το πρόσωπο συνιστά το Είναι, κάνει τα όντα να είναι όντα (να είναι πράγματα πεπραγμένα).

Δε μας λέει τίποτα καινούριο! μας μιλάει για τις Ιδέες που ως ψυχές είναι πρόσωπα που συνιστούν το είναι, ως φαινομενικότητα πεπραγμένων. Μας εκπλήσσει μόνο στο ότι δεν δέχεται πως υπάρχει Ουσία και Απόλυτο Είναι!  Αυτό είναι παγανιστικό!  Είναι το Γίγνεσθαι ως Ουσία, η θεότητα  των παγανιστών. Ενώ αν ο Θεός των εβραίων και των χριστιανών δεν είναι το Απόλυτο Είναι και η Ζώσα Ουσία, τότε υπόκειται σε αλλαγές και προσδοκά ζωή από αλλού;
        Εγώ τον έχω προειδοποιήσει η επισκοπή αγρυπνά.
Και ο κύριος Γιανναράς συνεχίζει:
Α.   Και αυτό θα πει ότι ο κόσμος δεν είναι μια δεδομένη αναγκαιότητα, αλλά ελευθερία προσωπικής ενέργειας, «προϊόν ελευθερίας» δημιουργημένο εκ του μηδενός.
Β.   Και ο θεός δεν είναι «ουσία» νοητικά μόνο προσιτή, «ανώτατο Όν» ή πρώτον κινούν που εμφανίζεται με ρόλους ή προσωπεία.
Γ.    Η οντολογική αρχή του θεού ανάγεται στο Πρόσωπο και όχι στην ουσία.
Δ.    Ο Ένας και Τριαδικός Θεός της εκκλησιαστικής εμπειρίας είναι ο Θεός
Πατήρ που από αγάπη ελεύθερα γεννά τον Υιό κι εκπορεύεται το Πνεύμα.

Ξεκινώ απ’το Γ, όπου ξέχασε ο συγγραφέας μας ότι το πρόσωπο κι ουσία (η υπόσταση) ταυτίστηκαν θριαμβικά από αυτόν προηγουμένως. Επίσης μια που ο συγγραφέας μας αναζητά αλήθειες ακόμα κι από το νόημα των λέξεων: Τί νόημα έχει η λέξη ουσία;  ―Ουσία είναι το πέραν του φαινομένου, το αληθινά και υπάρχον. Και το πρόσωπο; ―Αυτό είναι το επίθεμα, το υπάρχον μπροστά (στη επιφάνεια) κι όχι η Ουσία που είναι η Ψυχή. (Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση).
    Η έννοια του προσώπου, όπως την παρουσιάζει ο συγγραφέας μας, είναι η Ιδέα της όποιας ύπαρξης και φυσικά του ανθρώπου που είναι πάλι η Ψυχή.
    Έτσι οι έννοια Ουσία ως Απόλυτη και Αληθινή, Αιώνια και Αναλλοίωτη ταιριάζει με το πρόσωπο του Θεού ως Ανώτατη Ιδέα. Η έννοια ελευθερία όμως, προσβάλει και βεβηλώνει την έννοια του Θεού. Τί μπορεί να είναι αυτή η Ελευθερία που θα ταίριαζε στο Ον, στο Υπάρχον;  Δεν ορίζεται! Γιατί αν την ορίσουμε, το Ον περιορίζεται στα όρια του ορισμού. Κι ο κόσμος που θα ήταν προϊόν της ελευθερίας, πως θα πραγματωνόταν αν δεν ήταν η ελευθερία καθαυτή; Και τότε η Ελευθερία καθαυτή θα ήταν ο Θεός που δεν υπάγεται σε κανόνες αφού αυτοί θα τον βεβήλωναν.   Αν όμως ο Θεός είναι γνωστός στον άνθρωπο απ’το δημιούργημά του και το δημιούργημα είναι ορθολογημένο κι όχι αυθαίρετο, τότε κι ο δημιουργός που το έργο του αντανακλά και τον ίδιον, υπάγεται σ’ορθολογικούς κανόνες. Βέβαια η ιουδαϊκή παράδοση θέλει το θεό να μην υπάγεται σε κανόνες και οι παρεμβάσεις του να περιέχουν την έννοια του θαύματος.
    Έτσι βλέπουμε ότι κάθε ορθολογική συζήτηση γύρω από τέτοια θέματα καταλήγει πάντα σε αντινομίες!  Αντίθετα όμως με την θρησκευτική παράδοση και αυτούς τους συλλογισμούς, ο κόσμος υπάγεται σε κανόνες ορθολογικούς ή διαλεκτικούς, που δύσκολα ή καθόλου παραβιάζονται.
     Όσο για την δημιουργία των πάντων εκ του μηδενός, που σύμφωνα με το συγγραφέα: είναι αποτέλεσμα της θεού αγάπης, που από αγάπη γέννησε τον Υιό, και εκπορεύεται το Πνεύμα, ως παγανιστής νομίζω ότι τίποτα δεν γεννιέται απ’το τίποτα, ακόμα κι η δημιουργία του κόσμου. Αν λοιπόν πριν απ’όλα «υπήρξε» η αγάπη του Θεού!  Μήπως αυτό είναι το Μηδέν ή τολμά κάποιος να ορίσει τι είναι η αγάπη του Θεού ως μηδενική;

Ο Θεός «υφίσταται» γιατί οντολογική του αρχή είναι το Πρόσωπο, ο Πατήρ  και όχι μια ουσία που μπορεί να εκληφθεί ως οντολογικό δεδομένο προγενέστερο της ελευθερίας Του.  Και είναι αυτή μια διατύπωση με καίριες συνέπειες για την υπαρκτική αλήθεια του ανθρώπου και την πολιτιστική του πορεία.

Αν μπεις στο «λούκι» του μυστικισμού, μπορεί να κάνεις έστω και κατά λάθος ποίηση, όμως όταν θες τα λεγόμενά σου να έχουν φιλοσοφική ή πολιτική διάσταση, λες κατά συρροήν άρρητα (που δεν λέγονται): «Ο Θεός υφίσταται» δηλαδή είναι υπόσταση και υπόσταση είναι η Ουσία (το αληθινά υπάρχον). Αλλά δεν πρέπει να εκληφθεί ως οντολογικό δεδομένο (ως ουσία), προγενέστερο απ’την ελευθερία του, γιατί είναι πρόσωπον. Δηλαδή ο Πατήρ, όχι η Μήτηρ κι όχι Ουσία.  Και η διατύπωση ότι η ελευθερία του θεού είναι προγενέστερη από το Είναι του, έχει καίρια σημασία για την άνθρωπινη υπαρκτική αλήθεια, η οποία δεν πρέπει να παραβιάζεται από τις σκοπιμότητες των ζωωδών αγελαίων και βιολογικών αναγκών». Λοιπόν τι συμπέρασμα βγαίνει;
       Ο κ. Γιανναράς τολμά και ορίζει την έννοια της Ελευθερίας ως «φύσης του Θεού»! κάτι που είναι πολύ βέβηλο, υβριστικό και αλαζονικό! 
                  Που είναι τέλος πάντων η επισκοπή;

Έσχατη πρόκληση για την ελευθερία του προσώπου, είναι το δεδομένο της ύπαρξής του.  «Ποιος με ρώτησε όταν μ’έφερε στον κόσμο» ρωτάνε οι έφηβοι, και ο Κυρίλοφ του Ντοστογέφσκι ζητάει να αναιρέσουμε τη δεσμευτική πραγματικότητα του Δημιουργού Θεού, διαψεύδοντας το δεδομένο της ύπαρξής μας με την αυτοκτονία. Η αυτοκτονία βεβαιώνει την ύπαρξη σαν προϊόν ελεύθερης συγκατάθεσης και αυτοπραγμάτωσης.

Έδώ το μόνο που θα έλεγα είναι ότι ενώ οι νεανικές ασθένειες θεραπεύονται φυσιολογικά στους νέους, είναι όμως επικίνδυνες και θανατηφόρες για τους γέρους. Όπως και οι γεροντικοί έρωτες.

Αλλά αν το πρόσωπο είναι η υπόσταση του Είναι, τότε η ύπαρξή του δεν είναι ένα οντολογικό δεδομένο, αλλά ένα δυναμικό «κατόρθωμα».   Τότε το πρόσωπο είναι τρόπος ύπαρξης που πραγματώνεται ως ελευθερία.  Ελευθερία από κάθε αναγκαιότητα και από κάθε όριο, ελευθερία απ’τον περιορισμό του θανάτου.   Η επιβίωση της προσωπικής ετερότητας πέρα από το θάνατο δεν εξασφαλίζεται με κάποιαν ιδιότητα της ουσίας ή φύσεως όπως η αθανασία της ψυχής, γιατί τότε είναι μια αθανασία αναγκαστική, καταλυτική του προσώπου. Τον πρόσωπο υπερβαίνει το θάνατο, γιατί αποτελεί το ίδιο την υπόσταση της ύπαρξης ως ζωής, «ζωής αιωνίου».  Και ζωή είναι η αγάπη, το οντολογικό αυτό γεγονός που αποτελεί και τον μόνον ορισμό του Θεού (Α΄Ιωάν. 4,8).

Δηλαδή το πρόσωπο που είμαι Εγώ, υφίσταται (υπάρχει) προ του Είναι μου, της υπόστασής μου, που είναι η Ύπαρξή μου κι αυτό τότε δεν είναι δεδομένο οντολογικό, δηλαδή πιθανός τρόπος για το πως όλο αυτό είναι δυνατό, μα ένα δυναμικό κατόρθωμά μου (που το πέτυχα επειδή υπήρχα πριν απ’την ύπαρξή μου).  Ο μυστικισμός μπορεί να οδηγήσει τον ευφυή στη μπουρδολογία.  Ενώ ο παπάς της γειτονιάς θα έλεγε: άσχετα από ότι φαίνεται, η αιώνια ψυχή μας υπήρχε πριν γεννηθούμε, εμφανίζεται μαζί με το σώμα και ζει ακόμα και μετά το θάνατό μας. Αν κατορθώσουμε (εδώ πάει το κατόρθωμα) ν’ακολουθήσουμε το δρόμο της αγάπης, που μας δίδαξε η εκκλησία, δηλαδή να αγαπάμε τους εχθρούς μας και να μοιραζόμαστε τα υπάρχοντά μας, τότε θα μετάσχουμε στην κοινωνία της αγάπης που είναι ο μόνος ορισμός του θεού και εκτείνεται μετά θάνατον. Κι ακόμα πιο συνοπτικά: αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν.
     Αυτό βέβαια είναι πολύ απλοϊκό και δεν μαγεύει τους διαισθαντικούς του μυστικισμού, όμως είναι ακριβώς ότι είπε ο εκ Θεϊκής αγάπης γεννηθείς Υιός. Κάτι που κανείς χριστιανός δεν ακολουθεί γιατί θέλει σαρκικές θυσίες. ―Πείνα, κρύο, πόνο, δυστυχία.  Δηλαδή μια αυταπάρνηση που αφορά και το πρόσωπο και την ελευθερία, ακόμα και τη ζωή σου, κάτι που έδειξε ο Ιησούς που είναι το υπόδειγμα των χριστιανών.
    Η μετάληψη με σώμα και αίμα του ιερού θύματος είναι ένα δρώμενο των παγανιστών που πέρασε στον χριστιανισμό· σημαίνει ότι κοινωνώντας, ακολουθούμε το ιερό θύμα ως τα έσχατα της θυσίας του. Αν δεν το κάνουμε υβρίζουμε, βεβηλώνοντας την ιερή μνήμη και τη θυσία του, γκρεμίζοντάς το από το ύψος του θεού, παρασύροντας κι εμάς μαζί του.

Η ελληνική πατερική θεολογία βλέπει την αλήθεια του ανθρώπινου προσώπου κάτω από το φως δύο τρόπων υπάρξεων:  Ο ένας είναι η υπόσταση της βιολογικής ύπαρξης.  Ο άλλος,  η υπόσταση της εκκλησιολογικής ύπαρξης. Η ανάλυση των δύο αυτών τρόπων υπάρξεως,  είναι η σημαντική συμβολή του Ζυγούλια και δεν θα τολμήσω τη σύντμησή της στα όρια της επιφυλλίδας.

Αυτός ο διαχωρισμός εντάσσεται περιστασιολογικά σε μιαν «ορθολογική επιστημολογική ανάλυση», όπου ο πιστός όταν «ανέβει στο ταρατσάκι του άρρητου», με την σκάλα του μυστικισμού την κλοτσά, και από κει πέρα μπορεί να ορθολογεί όσο θέλει για να «επιστημονικοποιήσει» τα λεγόμενά του κάνοντας «φιλοσοφικό παιγνίδι». Κάτι πολύ βέβηλο για την «εξ αγάπης δημιουργική ελευθερία του ίδιου του Θεού», που δε λέγεται αφού μόνον Είναι.

Τούτο μόνο θα αναφέρει ο συγγραφέας μας επιγραμματικά:  Ότι το ευαγγέλιο, που κομίζει η εκκλησία στον άνθρωπο, είναι η δυνατότητα να «υφίσταται» ο άνθρωπος,  να πραγματώνει την ύπαρξή του ως προσώπου,  χάρη στην πρόσληψή του απ’τον Χριστό στο γεγονός της κοινωνίας και της αγαπητικής σχέσης της ελευθερίας και αγάπης,  που είναι η τριαδική ζωή του Θεού.

Αλλά μας έχει ήδη πείσει, ότι το πρόσωπο υφίσταται της υπόστασής του, άρα έχει πραγματωθεί (εκτός αν η πραγμάτωση είναι άλλο απ’την πραγματοποίηση) απ’την αγαπητική ελευθερία της δημιουργικότητας του Θεού. Τώρα μας παρουσιάζει να πραγματώνει την ύπαρξή του χάρη στην πρόσληψή του από τον Χριστό, σε ένα γεγονός κοινωνίας και αγαπητικής σχέσης της ελευθερίας και αγάπης που είναι η τριαδική ζωή του Θεού.  Κάτι που δεν είναι άνευ όρων ως ελευθερία και αγάπη, αφού περιορίζεται στις επιταγές του ευαγγελίου που κανείς δε μας βεβαιώνει ότι είναι ο απόλυτος λόγος του Θεού. Ακόμα ποιός τολμά να ορίσει τη ζωή του Θεού και μάλιστα ως τριαδική!  Οι πιστοί όχι μόνο βεβηλώνουν τον Θεό λογικοφιλοσοφικά, αλλά ανόητα περιπλέκουν αυτό «Δόγμα», που πρέπει να είναι πέρα για πέρα απλό και για τους ταπεινούς:
 ―Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν―.  Κάθε τι άλλο και διάφορο από τις προτροπές του Ιησού που είναι το αληθινό πρόσωπο του Θεού επί της γης, είναι εκ του ΠΟΝΗΡΟΥ.

Εδώ κολλάει το περίφημο πια ρώσικο ανέκδοτο περί πίστης που έγινε μια γλυκιά καραμέλα του μυστικισμού:  Ο επίσκοπος πήγε στο έρημο νησί για να συναντήσει τον αγράμματο ασκητή. Εκεί του έμαθε μια σημαντική για την πίστη προσευχή κι αποχώρησε με το πλοιάριό του. Μετά από λίγο είδε ένα έξαλλο κι αλλοπαρμένο ον να τρέχει πατώντας πάνω στο νερό. Ήταν ο ασκητής που μ’επιμονή και σεβασμό, παρακαλούσε τον επίσκοπο να του ξαναθυμίσει την προσευχή γιατί είχε ξεχάσει τα λόγια.

Η Εκκλησία είναι ένας τρόπος ύπαρξης,  η υιοθεσία του ανθρώπου από τον Θεό, η αιωνιότητα της προσωπικής ετερότητας στα απεριόριστα όρια της αγάπης.

Αλλά αυτή η υιοθεσία υπήρχε πριν ως δημιουργική γένεση θεϊκής ελευθερίας και αγάπης.  Όσο για την προσωπική ετερότητα, δεν έχει νόημα να υπάρχει στα απεριόριστα όρια της αγάπης, αφού τότε καταλύεται ως ετερότητα, και τότε μάλιστα μπορούμε να μιλάμε για αιωνιότητα. Η ετερότητα γεννά και γεννιέται από μιαν αιωνιότητα θνήσκουσα, αντιφατική, η οποία «καταλύεται-συντιθέμενη» Ηρακλειτικά και Διθυραμβικά. ―«Δια του θανάτου εις την ζωήν»―.  Και έχει ως αρχέγονο διθυραμβικό σύμβολο το Σταυρό, όπου στο σημείο τμήσης του είναι το πέρασμα από δυό αντίθετες θύρες συγχρόνως: τη θύρα της ζωής και τη θύρα του θανάτου. (Οι ρωμαίοι βάρβαροι δε σταύρωναν αλλά ταύρωναν· «έδεναν τον κατάδικο αφήνοντάς τον να πεθάνει κρεμασμένος» σε ικρίωμα σχήματος «ταυ».  Ο σταυρός ήταν μια βακχική παρομοίωση των πρώτων χριστιανών που θέλαν το Χριστό Ιερό Βακχικό Θύμα. Η πορεία προς τον τόπον κρανίου, με το σταυρό στην πλάτη είναι ο Δρόμος, το Δράμα, το Θείο Δράμα.  Η Σταύρωσις είναι ο Αγών, η Θυσία. Και η Ανάστασις είναι ο Θρίαμβος, το πέρασμα απ’την τρίτη θύρα, τη θύρα της σύνθεσης.  Η Υπέρβαση και το πέρασμα του ιερού θύματος στην Αθανασία,  όπως  ο θυσιασθείς Ήρως ή ο Αρχέγονος Ολυμπιονίκης,  που έμπαινε στην πόλη ντυμένος Θεός,  με πορφύρα και στέφανο,  γιατί θα θυσιαζόταν και οι αρχαίες φατρίες θα κοινωνούσαν Σώμα και Αίμα παίρνοντας την ευθύνη να τα τιμήσουν γενόμενοι καί αυτοί ιερά θύματα, αν η κοινότητα το απαιτήσει. Γι’αυτό οι Ρωμαίοι έντυσαν, σύμφωνα με το μύθο έστω και ειρωνικά το Χριστό βασιλιά, αφού θα θυσιαζόταν). Δυστυχώς ο Χριστιανισμός γεννήθηκε μέσα στο πτώμα του θνήσκοντος Ελληνισμού «από την ρωμαϊκή αγάπη».  Οι Ρωμαίοι ποτέ δεν καταχτήθηκαν απ’το ελληνικό πνεύμα, αλλά επιρεάστηκαν κάπως απ’το ελληνιστικό που ήδη είχε λαβωθεί από την ανατολίτικη απολυταρχία και τον μυστικισμό, που με τη σειρά τους μολύνθηκαν καί αυτοί μεταφέροντάς το μέχρι σήμερα στη σύγχρονη Ευρώπη. Ο χριστιανισμός είναι το Βακχικό Πνεύμα περασμένο από τον καθετήρα του Ιουδαϊσμού και της μονοθεϊστικής βαρβαρότητας. Και φυσικά στράφηκε ενάντια στη μητέρα Ελλάδα καλύπτοντας με σκοτάδι ακόμα και τώρα τον κόσμο.
     Ο Μοναδικός Θεός, ο Παντοδύναμος και Αρσενικός, γιατί πέφτει από πάνω (απ’τον ουρανό), ενώ η Ύλη, η Γαία είναι από κάτω, όντας το μιαρό, το θανατηφόρο και το θηλυκό· γι’αυτό και πάντα απορρίπτετο απ’τα ιερά χριστιανικά μυστήρια που αποκαλύπτονται στο άδυτο Ιερό του Ναού μόνο στους αρσενικούς.
     Η ελευθερία που μας ευαγγελίζεται ο κ. Γιανναράς, είναι αυτή που έχει ο καθένας μας μόλις γεννηθεί.  Είναι μια εσωτερική ελευθερία που την έχεις πάντα ακόμα και στη χειρότερη σωματική δουλεία, αν το επιλέξεις. Όμως το ζητούμενο δεν είναι αυτό που έχουμε αλλά αυτό που δεν έχουμε.  Δηλαδή ν’αποτινάξουμε την καθημερινή βίαια επιβολή της δυστυχίας, που για αιώνες με την ευλογία της εκκλησίας, ασκούσαν πάνω μας Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Τούρκοι, Φράγκοι και όλοι οι τακτικοί στρατοί κι οι φασιστικές κυβερνήσεις των ισχυρών της γης.
          Εύχομαι λοιπόν να είμαστε ως Έλληνες πάντα Αντάρτες και να μην υποταχτούμε.
                                      Γιατί ελληνικότητα είναι η ανταρσία
                         Εμπρός της γης κολασμένοι, της γης κολασμένοι!

2.6   Η ΜΕΙΟΝΕΞΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Η μειονεξία των ελλήνων απέναντι στη δύση και τον πολιτισμό της δεν είναι τωρινό φαινόμενο.  Είναι μάλλον ένα συλλογικό υποσυνείδητο διαμορφωμένο σε ιστορική διαδρομή τριών τουλάχιστον αιώνων.  Ταπεινωμένος ο Ελληνισμός από την τουρκική κατάκτηση, βυθισμένος στη φτώχεια και απαιδευσιά, άρχισε να ταυτίζει τα «τα φώτα» του πολιτισμού και την πρόοδο με την οικονομική ανάπτυξη, τον πολιτικό φιλελευθερισμό και την τεχνολογική εξέλιξη της Δύσης.

Η γραφή του κ. Γιανναρά είναι πολύ πυκνή κι είναι ανάγκη να αναλύεται τμηματικά, όχι από σοφιστική αντιμετώπιση.
     Στο τμήμα αυτό προς ανάλυση τρία από τα μεγαλύτερα προσόντα ενός κοινωνικού συστήματος, δηλαδή η οικονομική ανάπτυξη, ο πολιτικός φιλελευθερισμός και η τεχνολογική εξέλιξη διαφαίνεται πως θα αντιμετωπιστούν απαξιωτικά. Εγώ δε μπορώ να φανταστώ κοινωνία που θέλει να φροντίσει τους πολίτες της χωρίς οργάνωση, κι οργάνωση χωρίς οικονομο-τεχνολογική ανάπτυξη· κι αυτά τα δύο θα ήταν εφιαλτικά αν δεν ακολουθούντο από κάποιον πολιτικό φιλελευθερισμό, γιατί θα υπήρχε βαθύς τεχνολογικός μεσαίωνας. 
     Είναι φυσικό οι Έλληνες να νιώθουν μειονεξία απέναντι στη Δύση αφού υπολειπόμεθα σε όλα (χωρίς αυτό να θεωρηθεί ότι η Δύση δεν έχει τρωτά κι ότι συμβαίνει εκεί είναι άξιο μίμησης).  Άλλωστε η φτώχεια κι η απαιδευσιά, όπως τονίζει κι ο συγγραφέας μας, δεν αφήνει περιθώρια για κάτι άλλο τουλάχιστον σήμερα.  Όσο για την τουρκική κατάκτηση που θεωρεί ο συγγραφέας μας ως αιτία γι’αυτά τα δεινά, εγώ θα του απαντούσα ότι η τουρκική κατάκτηση ήταν αποτέλεσμα κι όχι αιτία. Ο πλούτος των βυζαντινών αυτοκρατόρων η άδικη μεταχείριση των λαϊκών και η περιφρόνηση του ελληνικού πολιτισμού από τον χριστιανισμό, αφαίρεσαν από την Ελλάδα την ιστορική δυναμική της  μετατρέποντάς την στην πρώτη ανατολίτικη θεοκρατική αυτοκρατορία. Εκεί ο μονοθεϊσμός κι η απαγόρευση στη μετοχή των πολιτών στα κοινά, αλλοτρίωσαν τον ελληνισμό από τις ιστορικές κοινωνικές πρακτικές του, δηλαδή την Βακχία (την τραγικότητα του Διονυσιακού πνεύματος) και το εκπροσωπευτικό πολίτευμα (δημοκρατικό ή ολιγαρχικό). Η ολιγαρχία εκείνης της εποχής ήταν πιο δημοκρατική από την σημερινή δημοκρατία.  Όσο για την υποτιθέμενη παγκόσμια χριστιανική προσφορά του στο δικαίωμα των σκλάβων για ελευθερία, αν ισχύει (μολονότι η ανθρώπινη δουλεία συνεχίστηκε αιώνες μετά), γνώμη μου είναι ότι ο χριστιανισμός υποδούλωσε όλη την ανθρωπότητα.

Σήμερα χρειαζόμαστε ξεχωριστή καλλιέργεια, ίσως κι ειδικές σπουδές, για να αποτιμήσουμε το εκπληκτικό πολιτιστικό επίπεδο εκείνου του ταπεινωμένου Ελληνισμού:  Την λαϊκή αρχιτεκτονική, την εικονογραφία, τους κοινοτικούς  θεσμούς, το ήθος της αγοράς, την οργάνωση των συντεχνιών, το τραγούδι και τη μουσική των χρόνων της Τουρκοκρατίας.  Αλλά κάποτε όλα αυτά θεωρήθηκαν υπανάπτυξη και βαρβαρότητα σε σύγκριση με τις μηχανές τα βιομηχανικά προϊόντα, τα τσιμεντένια κιβούρια της μοντέρνας στεγαστικής και τα δικαιώματα του ατόμου που παρήγαγε η Δύση.

Ποτέ μα ποτέ δεν πρέπει, αποδεχόμενοι τη μοντέρνα οικονομοτεχνική βάση να απαρνηθούμε τις αισθητικές αρχές μας. Αυτές που βέβαια απορρέουν από τη δημοκρατία και την αρχαιοελληνική τραγικότητα, που ένα της πρόσωπο είναι ο σεβασμός για τη φύση και τον άνθρωπο. Αλλά η τεχνική, η επιστήμη και το εκπροσωπευτικό πολίτευμα που είναι σύμφυτα με την αισθητική και τον πολιτισμό μας δε μπορεί κανείς να διανοηθεί ότι είναι αποτέλεσμα μίμησης απ’τη Δύση.  Ακόμα μπορούμε, αν θέλουμε, ότι εισάγεται από την τεχνολογικά αναπτυγμένη Δύση να το αναβαθμίζουμε με τη λαϊκή μας αισθητική.

Έπρεπε να απειλήσει τη ζωή μας αυτός ο «πολιτισμός» με τα φαρμακερά του απόβλητα τον εξανδραποδισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, από τις ολοκληρωτικές ιδεολογίες και την καταναλωτική αλλοτρίωση.   Μόνον κάτω απ’αυτή την απειλή αρχίσαμε να υποψιαζόμαστε για μιαν άλλη ποιότητα ζωής που υπήρξε στις ιστορικές μας ρίζες.  Αρχίσαμε να συγκρίνουμε δειλά και απορημένα την τεχνική της δικής μας παράδοσης που σέβεται και αναδείχνει και «λογικοποιεί» το φυσικό υλικό,  με την βαρβαρότητα της καταναλωτικής βουλιμίας που βιάζει και νεκρώνει τη φύση αποτιμώντας την μόνο οικονομικά.

Όλα αυτά τα αρνητικά που επισυνάπτει ο συγγραφέας μας στο δυτικό πολιτισμό δεν είναι αναγκαίο να επισυνάπτεται στην τεχνολογία και τον πολιτικό φιλελευθερισμό. Μπορεί να υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο. Η αιτία της καταναλωτικής υστερίας, δεν οφείλεται ούτε στη δημοκρατία ούτε στην ανάπτυξη της τεχνολογίας. Η τεχνολογία αλλά και η κάθε επιστημονική ανακάλυψη, είναι όπως έλεγαν οι αρχαίοι έλληνες παγανιστές διπλοί πέλεκεις, παλλάδια. Φωτίζουν και καίνε! Η τεχνολογία ανάλογα με τη χρήση μπορεί να γίνεται ευλογία ή κατάρα.
     Θα πω και ένα λόγο για τα επάρατες «ολοκληρωτικές» ιδεολογίες, που δεν τις διευκρινίζει, αλλά με τη μέθοδο της σοφιστικής ρητορικής αφήνει να εννοηθεί ο μαρξισμός. Είπαμε στην κριτική προηγουμένων κεφαλαίων ότι ο μαρξισμός είναι ακριβώς το αντίδοτο για τη καταναλωτική υστερία και την ανθρώπινη αλλοτρίωση.  Αφού στη λαϊκοδημοκρατική εξουσία ό άνθρωπος είναι άμεσος κοινωνός των οικονομο-πολιτισμικών αποφάσεων και σκοπό έχει την κατάργηση του χρήματος και γενικά του κάθε είδους εμπορίου.
    Ακόμα όταν ακούω νοσταλγούς μιας ζωής πέρα από τεχνολογία και βιομηχανική παραγωγικότητα, δεν μπορεί να μην μου έλθει στο νού το προπολεμικό μπακάλικο, όπου το στόμα των παιδιών γέμιζε σάλια και το φοβερό και τρομερό τεφτέρι του μπακάλη, που έγραφε ότι ήθελε. Τον κασμά που κάποιοι για να βγάλουν το μεροκάματο έπρεπε να ανοίξουν χαντάκια να κουβαλήσουν χώμα κλπ.  Ο συγγραφέας μας θα πρέπει να μετέχει που και που σε χειρονακτικές δραστηριότητες για να μπορεί να μετράει τα λόγια του.
     Επίσης το σύγχρονο οικολογικό κίνημα δεν είναι δική μας ανακάλυψη αλλά των δυτικών και μάταια ο συγγραφέας μας το φανερώνει ως αποτέλεσμα της δικής μας αφύπνισης.

Συγκρίνουμε την οργάνωση της κοινωνικής ζωής τη βασισμένη στις προσωπικές σχέσεις και το ήθος των προσωπικών σχέσεων με τον απρόσωπο ορθολογισμό των συστημάτων «γενικής ευτυχίας».  Βλέπουμε τις βυζαντινες μας εικόνες και τη βυζαντινή μουσική να γίνονται μέτρο αναφοράς για τη συνειδητοποίηση του αποδιοργανωτικού αδιεξόδου της δυτικής τέχνης. Και ξέρουμε ότι στον τόπο μας αυτές οι εικόνες και αυτή η μουσική ενδιέφεραν όχι μόνο τους ειδικούς,  αλλά ήταν καθολική απαίτηση της λαϊκής ευθαισθησίας ως το τελευταίο χωριό και μοναστήρι.

Μπαίνω στον πειρασμό να υπενθυμίσω στον κ. καθηγητή ότι μπορεί να βρεί αυτή την κοινωνική ζωή τη βασισμένη στις προσωπικές σχέσεις, μακριά από το Κολονάκι και την Αθήνα σε κάποιο χωριό.  Μα φοβάμαι πολύ ότι θα ήταν πάρα πολύ πληκτικά και το επίπεδο της κουλτούρας δεν θα ταίριαζε καθόλου με το δικό του. Όσο για την απαξίωση που περιβάλλει τις τέχνες της ευρώπης, είναι υπερβολική. Βέβαια ο Χέγκελ μα και ο Νίτσε αφήνουν να εννοηθεί πως η τέχνη, έζησε, μεγάλωσε και πέθανε, στη αρχαία Ελλάδα. Όσο για τη βυζαντινή τέχνη δεν είναι όλη μα όλη του αρχαιελληνικού επιπέδου. Βέβαια υπάρχουν μεγάλοι καλλιτέχνες που πέρασαν στο Βυζάντιο την τραγική αισθητική της αρχαιότητας, αλλά προσοχή όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια, η ποιότητα της βυζαντινής αγιογραφίας κυμαίνεται δραματικά.
   Ακόμα και η δυτική προκλασική μουσική που εμπνέεται από την ελληνική τραγικότητα υπερβαίνει τη βυζαντινή μουσική.  Μπάχ, Βιβάλντι κλπ. Και βέβαια η κλασική μουσική που ίσως φτάνει σε πολύ υψηλό επίπεδο.
      Προσοχή η υπερβολή είναι μήτηρ πάσης κακίας!

Άλλοι από μας λιγότερο υποψιασμένοι αρχίζουν συγκρίνοντας τις αληθινές ανέσεις  που προσφέρει η σοφή κατασκευή του λαϊκού κτίσματος,  με την εφιαλτική ασχήμια  και τον πνιγμό της εργολαβίστικης βιομηχανοποιημένης στέγης. Αναζητούν τη νοστημιά των καρπών της γης που σώζει η μικρή, δίχως βιομηχανικά λιπάσματα καλλιέργεια. Ψάχνουν για χειροποίητα αντικείμενα με τη σφραγίδα της προσωπικής έμπνευσης και δεξιοτεχνίας, για να γλιτώσουν από την απρόσωπη ομοιομορφία  και την κακογουστιά των προϊόντων της μηχανής.

Ο κος Γιανναράς μιλά για έναν άλλο κόσμο και από την οπτική άλλων ανθρώπων, που ζούσαν σ’ένα παραμύθι ζωής υψηλού επιπέδου, που όμως δεν προσφέρετο σε όλους.  Σε αυτό το παραμύθι τα λαϊκά σπίτια έσταζαν και πάγωναν, ο απόπατος ήταν στην αυλή, το σαββατιάτικο μπάνιο γινόταν στη σκάφη, τα ποτήρια και τα πιάτα ήταν πολύτιμα και γι’αυτό λειψά, τα φαγιά νόστιμα αλλά λιγοστά και το ψυγείο ήταν του πάγου.  Τα μεροκάματα σκληρά, η φυματίωση θέριζε, οι λασπόδρομοι, η μιζέρια, η δυστυχία και η αφόρητη φτώχια.  Στο παραμύθι αυτό ο φτωχός ήταν φτωχότερος και πιο δυστυχισμένος κι ο πλούσιος πλουσιότερος και πιο ευτυχισμένος.
    Ναι όλα αυτά που αναφέρει ο κ. Γιανναράς ισχύουν, όμως θα πρέπει ο κόσμος μας να μην περιέχει μόνον αυτά, αλλά μαζί τους και τ’ανάλογα βιομηχανικά προϊόντα, ακόμα κι αυτά της ακατάλληλης διατροφής. Είναι φορές που για τον φτωχό ένα σουβλάκι, ένα χάμπουργκερ ή μια σοκοφρέτα είναι μάνα εξ ουρανού. Ακόμα ένα πλαστικό τζάκετ ή κάποιο προϊόν βιομηχανικής ένδυσης είναι σωτήριο. 
     Βέβαια θα πρέπει το προϊόν ν’ανέβει στο ύψος της τραγικότητας, και το υλικό να αντιμετωπίζεται με τον σεβασμό του ιερού θύματος. Όμως αυτό θα πρέπει να γίνει πια στοιχείο της βιομηχανικής παραγωγής όπου τα προϊόντα θα είναι αρκετά για όλους, η θέρμανση για όλους και το επίπεδο υγιεινής για όλους. Τα χειροποίητα τεχνήματα να ανεβούν στο ύψος της αληθινής τέχνης κι όχι στο επίπεδο της παρατέχνης ως γραφικά κατασκευάσματα απλοϊκών.
     Στο σοσιαλισμό που φανταζόμαστε τη δουλειά θα κάνουν οι μηχανές απελευθερώνοντας σε μεγάλο βαθμό τον άνθρωπο, αφού θα ανήκουν στο λαό (και όχι όπως στον ιμπεριαλισμό που ανήκουν σε ιδιώτες αφήνοντας συνεχώς ανέργους), κι έτσι ο άνθρωπος θα παράγει έργα αγάπης που είναι η ίδια η τέχνη.

. . . .Όλα είναι υπανάπτυκτες απομιμήσεις των «φώτων» της Εσπερίας άσχετα με την ανάγκη, την αρετή και την πολιτιστική καταγωγή του λαού μας.  Στην αφετηρία αυτού του μονόδρομου, είναι ο πολιτικός μας βίος, ολοκληρωτικά υποτελής στη Δύση ή τουλάχιστον ιδεολογικά και πολιτιστικά υποτελής κι αυτό σημαίνει πολλά. Υποτελής στο μαρξιστικό ή στο καπιταλιστικό σύστημα, στις δυο αυτές μορφές της ανενδοίαστης βαρβαρότητας που μετρά την ανθρώπινη ύπαρξη και ζωή πριν από όλα με οικονομικά κριτήρια.

Ακόμα κι ο παραδοσιακός καπιταλισμός δε μετρά τον άνθρωπο με οικονομικά μόνο κριτήρια, αφού στις μέρες του είδαμε τον άνθρωπο να ανεβαίνει σαν ξεχωριστή προσωπικότητα με δικαιώματα και υποχρεώσεις μέσ’στο κοινωνικό σύνολο. Όμως ναι ο ιμπεριαλισμός που είναι το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, έφτασε στο σημείο όχι μόνον ο άνθρωπος, αλλά κι όλες οι κοινωνικές δραστηριότητες να θεωρούνται εμπορεύματα κι ό,τι δε μπορεί να γίνει εμπόρευμα να ωθείται βίαια στο περιθώριο. Γι’αυτό το ανθρώπινο όν συνέλαβε τον σοσιαλισμό ο οποίος παραμερίζει κάθε είδος εμπορίου, με απώτατο σκοπό την κατάργηση του χρήματος που είναι η διάκριση γυμνή.
     Αφού όμως ο συγγραφέας μας απορρίπτει και τον καπιταλισμό καί τον σοσιαλισμό οφείλει να ορίσει πως νομίζει ότι πρέπει να οργανωθεί και ν’αυτοδιοικηθεί η κοινωνία. Όσο παίζει το παίγνιο των αρνήσεων το μυαλό μας πάει σε αυτά που δε μας αναφέρει και που ιστορικά υπήρξαν προ του καπιταλισμού:  Της Χριστιανικής θεοκρατίας επί Ρώμης και Βυζαντινής αυτοκρατορίας, της Τουρκοκρατίας, ή ακόμα της Ευρωπαϊκής φεουδαρχίας. Δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που να νοσταλγεί κάτι απ’αυτά αλλά ούτε κι ο συγγραφέας μας.  Είχε λοιπόν καθήκον στο ξεκίνημα της έκδοσης αυτών των επιφυλλίδων ως μια ενότητα, να μας προϊδεάσει τουλάχιστον για κάποιον οικονομοτεχνικό προσανατολισμό, που θα μπορούσε να συμβαδίσει με το ιδεώδες της Χριστιανικής Πίστης.
     Νομίζω πως η θέση που έχει πάρει ο χριστιανισμός πλέον στην κοινωνία μας (την καπιταλιστική), είναι να φέρει στις πλάτες του το χρέος για τη συγκρότηση ενός ηθικού κοινωνικού ιστού. 
     Η καπιταλιστική κοινωνία αφήνει στο ον να επιλέξει μεταξύ καλού και κακού αφού τα προσφέρει όλα. Αντίθετα ο σοσιαλισμός είναι είδος ηθικού καταναγκασμού, αφού στις προθέσεις του είναι να απαγορεύσει κάθε είδους ανηθικότητα.

Διερωτάται κανείς, πως γίνεται να υπογράφεται κάποια συμφωνία με τις ξένες δυνάμεις που να απαλλοτριώνει ουσιαστικά εθνικά μας συμφέροντα. Και πως γίνεται  να υπάρχουν έλληνες  που επιμένουν να οργανώσουν τη ζωή μας  και τον τόπο μας  με τη «γραμμή»  που θα δώσει η Μόσχα ή το Πεκίνο.

Στο πρώτο ερώτημα υπάρχουν δυο απαντήσεις: η πρώτη είναι πως οι χώρες χωρίς αναπτυγμένη οικονομία και τεχνολογία είναι υποτελείς μη έχοντας ποτέ πατριωτικές κυβερνήσεις αλλά πράκτορες,  κάτι που δε μπορεί να γίνει αλλιώς.  Όσο για τους άλλους που κατά τη γνώμη του συγγραφέα μας, θέλουν να οργανώσουν τη ζωή μας κατά πως ορίζουν η Μόσχα ή το Πεκίνο είναι κρίση υπερβολική:  πρώτα πρέπει να πάρουν την εξουσία και μετά θα δούμε τι θα κάνουν. Εκτός αν ο κ. Γιανναράς απλουστεύοντας πάλι το θέμα θεωρεί ότι το να επιδιώκεις σοσιαλισμό, επιδιώκεις σοβιετοποίηση ή κινεζοποίηση.  Και αν γνώριζε κάπως βαθύτερα αυτές τις δυναμικές, όσο και να θέλει κανείς δε μπορεί αληθινά να μεταφέρει ένα σύστημα σε μιαν άλλη χώρα. Θα του το πω με όρους αγιογραφικούς μια που αγαπά τη βυζαντινή αγιογραφία: ανά τους αιώνες χιλιάδες αγιογράφοι απεικόνισαν την Παναγία την Οδηγήτρια ή κι άλλες εικόνες, αλλά μολονότι όλοι θέλουν να είναι πιστοί στο ίδιο πρότυπο, όλες οι εικόνες είναι διαφορετικές.  (Εδώ αναδύεται και ένα θέμα γενικά της τέχνης όπου οι ευρωπαϊστές αναζητούν με μανία το νέο περιφρονώντας πολλές φορές την αισθητική, ενώ η βυζαντινή αγιογραφία θέλοντας να απεικονίσει το παλιό γεννά συνεχώς το νέο μέσα από την αισθητική).

Και η απάντηση είναι πως δε λείπει η φιλοπατρία κι η εθνική αξιοπρέπεια απ’ τους πολιτικούς ηγέτες μας και από τους πολιτικοποιημένους οπαδούς τους,  μόνο που είναι όλοι τους απόλυτα πεπεισμένοι, πως δίχως τις κατευθύνσεις της δυτικής πολιτικής, (καπιταλιστικής ή μαρξιστικής), δεν είναι δυνατόν να ορθοποδήσει και να προκόψει ο τόπος μας. Γιατί προκοπή και πολιτισμός  είναι μόνο τα συστήματα  που εξέθρεψε η δύση ―δηλαδή ένα σύστημα:  ο ιστορικός υλισμός,  στις καπιταλιστικές  και  μαρξιστικές παραλλαγές του.

Εδώ ο κ Γιανναράς εξομοιώνει τον καπιταλισμό και τον μαρξισμό κάτι που κάνει επανειλημμένα κι όπως το έχει δικαιολογήσει: καί τα δυο συστήματα έχουν ως βάση οικονομοτεχνική, τον ορθολογικό θετικισμό και πολιτισμικό εποικοδόμημα τον καταναλωτισμό.  Ο κ. Γιανναράς αντιφάσκει, θέλει εθνική ανεξαρτησία χωρίς οικονομοτεχνική ανάπτυξη και σύγχρονο οπλισμό.  Και όταν έλθουν οι Τούρκοι ή οι Σαρακηνοί έξω από τα τείχη της Πόλης θα ψάλουμε όλοι μαζί τον ακάθιστο ύμνο και ίσως ξανακουστούν πάλι πάνω από τα τείχη της Ιεριχούς οι σάλπιγγες του Θεού κι ο Αυτοκράτορας με τη χάρη του θεού θα συντρίψει όλους τους εχθρούς.
   Ακόμα ούτε ο καπιταλισμός ούτε ο μαρξισμός είναι συστήματα αποκλειστικά των ευρωπαίων ούτε ο ορθολογισμός είναι τρόπος σκέψης αποκλειστικά των Ελλήνων, μα ούτε κι ο χριστιανισμός. Αυτά πια είναι ιδεολογικές αποδοχές πανανθρώπινες, που υπαγορεύονται από μιαν εξελικτική και ιστορική αναγκαιότητα, τέτοια που ο κάθε λαός την ενδύεται με τον τρόπο που του ταιριάζει.

Επομένως αυτό που ζητάς θα πει ο αναγνώστης είναι να ξανανακαλύψουμε τον πολιτισμό της προβιομηχανικής  εποχής  για να μπορέσουμε να νικήσουμε τη μειονεξία μας έναντι των ευρωπαίων και να μπορέσουμε να αντισταθούμε στα συστήματά τους.  Αλλά ένα τέτοιο συμπέρασμα θα ήταν επιπόλαιο αν όχι απλοϊκό. Αυτό που χωρίζει τον πολιτισμό από την βαρβαρότητα δεν είναι η τεχνική εξέλιξη. Υπάρχει η προηγμένη τεχνολογικά βαρβαρότητα του Άουσβιτς και της Χιροσίμα, όπως υπάρχει και η τεχνολογία που κατόρθωσε την Αγιασοφιά, και μπόρεσε να πεί σαν κατασκευή ολόκληρη της αλήθεια για τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου.

Να λοιπόν! η τεχνολογία της Αγιασοφιάς, που δεν μπόρεσε να μας σώσει από τους Τούρκους γιατί αυτοί χρησιμοποίησαν ουγγρικά κανόνια, θα μας σώσει από τη μειονεξία έναντι των δυτικών. Όσο για τη βαρβαρότητα των δυτικών στη Χιροσίμα, οι Ιάπωνες πριν τη ρήψη της βομβας, έσκαβαν λάκους και έθαβαν ζωντανούς Κινέζους αιχμαλώτους κι οι θεόπνευστοι Βυζαντινού έριχναν υγρό πύρ (αυτό είχαν).  Ακόμα ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος λέγεται ότι έστειλε πίσω ένα ολόκληρο στράτευμα αιχμαλώτων απίστων αφού πρώτα τους τύφλωσε.
       Η τεχνολογία είναι σαν τα Παλλάδια που καίνε και φωτίζουν ανάλογα με τη χρήση.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας μας θα επιδοθεί σ’ένα θεολογικό παραλήρημα και θα μας οδηγήσει έτσι μέσω της ορθοδοξίας στην υπαρκτική μας γνησιότητα, στην ταύτιση προσώπου και υποστάσεως που η δύση είναι αδύνατον να παρακολουθήσει αυτό το επίπεδο πνευματικής ωριμότητας. Και μετά αφού στραφεί και κατά της βαρβαρότητας του νεοέλληνα θα δείξει ένα φως σωτηρίας: 

Το μόνο παρήγορο είναι πως μέσ΄την πλησμονή της νεοελληνικής βαρβαρότητας υπάρχουν πάντα οι δυνατότητες του ελληνισμού:  Όσο υπάρχει ελληνοορθόδοξη λατρεία και θεολογία, υπάρχει και μέτρο ή κριτήριο της πολιτιστικής αυτοσυνειδησίας του ελληνισμού.   Όχι για να σωθεί η φυλή ή το έθνος, αλλά για να σώζεται ο λόγος κι η φανέρωση της καθολικής σωτηρίας των ανθρώπων, της σωτηρίας που ευαγγελίζεται ο ελληνικός λόγος της εκκλησίας σε Έλληνες και Σκύθες, Ιουδαίους και βαρβάρους, απελεύθερους και δούλους.

Κι εδώ ταιριάζει ένα μακρόσυρτο αλληλούια, θυμίαμα και κουδούνισμα έντονο από λιβανιστήρι.
    Να που οι χριστιανοί οι οποίοι μας βούτηξαν στη βαρβαρότητα και δεν έχουμε ακόμα γλιτώσει, προτίθενται να μας σώσουν απ’αυτήν μέσω του μυστικισμού.

Η ορθολογική αντικειμενικότητα

Ο συγγραφέας μας επανειλημμένα, χωρίς να το αιτιολογεί, απαξιώνει την ορθολογική αντικειμενικότητα. Δεν το αιτιολογεί γιατί αν το αιτιολογούσε θα «υπέπιπτε στο ατόπημα» της ορθολογικότητας, αφού είναι η πρακτική που δίνει αναφορά στην αιτιοκρατία. Η αιτιοκρατία προϋποθέτει ότι τα πάντα διέπονται από αιτιακές σχέσεις συνιστώντας αιτιακές αλυσίδες. Αυτό μ’όλο που φαίνεται αρκετό για τον ορισμό της αιτιότητας και της ορθολογικότητας, έχει ακόμα κάποια σκοτεινά σημεία.
      Αν κάνουμε δεκτό ότι ο κόσμος αποτελείται από αντικείμενα, τότε συνιστά ένα αντιθετικό γίγνεσθαι, όπου τα αντίθετα διαλέγονται μεταξύ τους, αλλά ο διάλογός τους δεν παραβιάζει τα όρια της ταυτότητάς τους. Τότε έχουμε αντικειμενικότητα: Εκεί είναι θεμιτό τα διάφορα συστήματα να είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους. Δηλαδή κάτι μπορεί να συμβεί σε κάποιο σύστημα ή αντικείμενο, χωρίς να είναι αναγκαίο αυτό το γεγονός να επιρεάσει άλλα αντικείμενα ή συστήματα. Η αντικειμενικότητα λοιπόν προϋποθέτει ύπαρξη κάποιων καθαυτών υλικών εσχάτων (όπως τα άτομα ή ότι άλλο θα μπορούσε να πάρει τη θέση τους) ή ιδεατών εσχάτων όπως οι ιδέες, τα νοήματα, οι ψυχές και ίσως τα πρόσωπα (με έναν ιδεατό ή υλοζωικό εσχατολογικό τρόπο ύπαρξης). Αντικειμενικό έσχατο όμως δε μπορεί παρά να είναι κι η ορθολογική ταυτότητα. Έτσι η αντικειμενικόκότητα και ο αιτιακός ορθολογισμός, παραδόξως οδηγούν σ’ένα είδος οντολογικής μεταφυσικής. Αφού δεν είναι μόνο η αρχή της ταυτότητας που προϋποθέτει την ύπαρξη αναλλοίωτων στοιχειωδών εσχάτων αλλά και η αρχή της μη αντίφασης και της επαρκούς αιτίας.
     Η αποδοχή λοιπόν της ορθολογικότητας και της αντικειμενικότητας προϋποθέτει δογματική γνωστική, αισθητική κι ερευνητική συμπεριφορά και όλο αυτό μαζί ανελαστική και μονολιθική δράση. Θα πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι η αντικειμενική ορθολογικότητα οδηγεί ως έσχατο κρίκο της αιτιακής αλυσίδας στο θεό.
      Ως αντίποδας της αντικειμενικής ορθολογικότητας υπάρχει η διαλεκτική που είναι η ορθολογική αντιφατικότητα. Και εδώ η αντιφατική ορθολογικότητα δίνει αναφορά στην αιτιοκρατία. Μόνο που οι αρχές της αντιφατικής αιτιότητας είναι άλλες, και στη θέση της αντικειμενικότητας έχουμε αντιφατικότητα. Εκεί ο διάλογος των αντιθέτων ξεκινά βαθιά μέσα από το ένα σκέλος της αντίθεσης και ταξιδεύοντας έξω απ’αυτό παραβιάζει τα όρια του άλλου σκέλους, χωρίς ν’αφήνει κανένα απαραβίαστο στοιχειώδες, συνιστώντας έτσι μιαν αντιφατική ενότητα.  Εδώ η ταυτότητα, όντας εν τω γίγνεσθαι, έχει μορφή καταλυτικο-συνθετική, Ηρακλειτική, και η αλυσίδα της αιτίας είναι το λιγότερο αμφίδρομη (αίτιο και αιτιατό επαληθεύουν-αλληλοαποκλείοντας τη σχέση τους, όντας την ίδια στιγμή αιτία και αποτέλεσμα μεταξύ τους).  Εδώ δεν υπάρχει δογματισμός αφού όλα θεωρούνται αυτοαναιρούμενα.    (Δεν είναι δυνατόν εδώ να αναλυθεί η έννοια της αντιφατικότητας και του Αντιφατικού Ορθολογισμού,που είναι η Διαλεκτική. Αν ο αναγνώστης ενδιαφέρεται μπορεί να πληροφορηθεί στην εργασία μου «Λογική Πράξη και Γλώσσα» εκδ. Δωδώνη 1994, ή στην ανάρτησή μου "Διαλεκτική και ο Κόσμος")

Υπάρχουν λοιπόν δύο τρόποι λογικής σύνταξης: ο ένας δογματικός μ’όλες τις αρνητικές συνέπειες και τα παραγωγικά προτερήματα. Ο άλλος διαλεκτικός όπου η αντιφατικότητα αίρει την αντιθετικότητα και κατά συνέπεια τον κίνδυνο της πόλωσης και των δογματικο-αντικειμενικών σχημάτων που εξαντλούνται σε μία λύση. Στη διαλεκτική τα πάντα όντας εν τω γίγνεσθαι, θεωρούνται δυναμικά ενδεχόμενα, υπόλογα στην αντιφατικότητα, που ως σύνδρομο έχει μιαν υπολανθάνουσα απειροστική απροσδιοριστία, αλλά και την προσμονή της αδιάκοπης έκπληξης της δημιουργίας.
    Δεν μπορεί ο υπό κρίσιν συγγραφέας μας να απορρίπτει και τους δύο τρόπους λογικής τάξης, χωρίς να προτείνει τουλάχιστον μίαν άλλη.

Η θεολογία ―Ο λόγος περί Θεού ή ο Θεού λόγος―;

 Έκανα κάποιες νύξεις στην κριτική προηγούμενων επιφυλλίδων περί της δυνατότητας ύπαρξης μιας θεολογικής επιστήμης ή τέλος πάντων θεολογικής δραστηριότητας.
    Όταν η θεολογία είναι χαμηλού επιπέδου, τότε έχει μια γραφική απλοϊκότητα που άμεσα στηρίζεται στην πίστη.  Αυτό δεν προσβάλλει κανέναν κι έχει μια βάση νομιμότητας αφού τελικά το ερώτημα αν υπάρχει θεός ή όχι μπορεί ν’απαντηθεί αρνητικά ή θετικά χωρίς αποδείξεις. Είναι θέμα πίστης. Από κει και πέρα ο πιστός θεωρώντας, πάλι με γνώμονα την πίστη, πως ο Θεός είναι πανάγαθος, πάνσοφος κλπ. οργανώνει μια ιδεολογία ανάλογη μ’αυτό που πιστεύει ότι θα ήταν αρεστό στο Θεό.   Όλη αυτή η δραστηριότητα μη όντας αντικοινωνική δε μπορεί να γίνει αντικείμενο κριτικής αντιπαλότητας. Είναι ό,τι που είναι.
     Η κατάσταση αλλάζει όταν οι ιεράρχες και οι θεολόγοι αρχίζουν να ορίζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, απαράβατους κανόνες διαγωγής των πιστών και μάλιστα ορίζουν και τιμωρία όταν τους παραβούν αφού αυτό θεωρούν θέλημα Θεού.  Σιγά σιγά αρχίζουν να υποκαθιστούν το Θεό. Μετά απ’αυτό, επόμενο βήμα είναι η διερεύνηση της οντολογικής υπόστασης του Θεού.  Με τη διερεύνηση αυτή αρχίζει να συντίθεται ένα πολύπλοκο μυστικιστικό πλέγμα αντιλήψεων που όντας μέσ’το χώρο του άρρητου διαχειρίζεται έννοιες που δεν νοούνται και δε λέγονται.  Δηλαδή το όνομα του Θεού αρχίζει να γίνεται διαλογικό και διαισθαντικό ηδονικό παίγνιο απ’τους κοινωνούς στη θεολογική δραστηριότητα.  Αν δεν απατώμαι υπάρχει μια από τις δέκα εντολές που απαγορεύει τη χρήση του ονόματος ή της έννοιας του Θεού επί ματαίω. Και από κει και πέρα αρχίζει το παίγνιο «τι είναι και τι δεν είναι μάταιο».
    Υπάρχει βέβαια και η καινή διαθήκη: σ’αυτήν ο ίδιος ο υιός του θεού ορίζει τη διαγωγή του πιστού.  Παραβιάζει αρκετούς ρεαλιστικούς κανόνες της Ιουδαϊκής πίστης, όπως αυτούς περί τιμωρίας και αντεκδίκησης και εκεί ορίζεται ακριβώς η συμπεριφορά του χριστιανού, που δεν αφήνει κιόλας περιθώρια για θεολογία και φιλοσοφία.
     Το πνεύμα του χριστιανισμού αποτείνεται σε αγράμματους πτωχούς, και γενικά στους «πτωχούς τω πνεύματι».  Αφού αν είναι κατανοητό απ’αυτούς είναι κατανοητό από όλους. Απλά πράγματα που είναι πολύ δύσκολα στην εφαρμογή: «αγάπα τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου», «αν σε ραπίσει κάποιος γύρισε και την άλλη παρειά».  Αυτά συνιστούν την ουσία του χριστιανισμού κι αποτρέπουν από κάθε άλλη μεγαλόστομη κομπορρημοσύνη.  Όλα τ’άλλα έχουν λεχθεί κι από άλλους ίσως καλύτερα.
    Αν οι μέτοχοι της χριστιανικής πίστης, που είναι οι ιερείς και οι κοινωνοί της θείας μετάληψης, ασκήσουν το καθήκον που ανέλαβαν μεταλαμβάνοντας το σώμα και το αίμα του ιερού θύματος που είναι ο Χριστός, δηλαδή να τον ακολουθήσουν ως το θάνατο, τότε όλα τα άλλα είναι περιττά.  Ο λόγος του Χριστού είναι απλούστατος, έτσι που να μην επιδέχεται διάφορες ερμηνείες. Η χριστιανική θεολογία λοιπόν είναι προσβολή προς το πνεύμα του Ιησού και προς αυτόν τον ίδιον αφού όσοι τον ερμηνεύουν τον υποτιμούν ή προτίθενται να τον υποκαταστήσουν.
     Οι οραματιστές και οι διανοούμενοι ας αφήσουν τη γραφίδα και ας αναμειχθούν με το ανώνυμο πλήθος, ανώνυμοι και ας ανακουφίσουν πληγές. Ίσως εκεί να συναντηθούν, αληθινοί χριστιανοί, αληθινοί κομμουνιστές και πάγανες τραγικοί.  Κάτω από το ήθος της ανθρωπιάς και της αυτοθυσίας.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου