Σάββατο 23 Μαΐου 2015

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ ΔΙΑΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ



ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ  
ΔΙΑΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ  
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΜΟΣ 6, ΤΕΥΧΟΣ 16, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1989
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Για να μπορεί ο αναγνώστης να έχει πλήρη αντίληψη της κριτικής μου στο το έργο του κ. Δημητράκου περιλαμβάνω μέρη από το κείμενό του με χονδρή γραφή όπως αυτά.   Τα μέρη απ’την κριτική μου που τονίζω θα είναι σε χονδρή και λοξή γραφή όπως αυτά, ενώ το κυρίως κείμενο όπως αυτά.                                   

Συχνά μιλάμε για τον κοινωνικό ρόλο του διανοουμένου. Αλλά η χρήση του όρου «διανοούμενος» δίνει λαβή σε παρεξηγήσεις.  Τι είναι ο διανοούμενος;  Αναφέρεται ο όρος σε μια καθορισμένη κοινωνική ή επαγγελματική τάξη σε κάποιον ιδιαίτερο ανθρωπολογικό τύπο που έχει την «ψυχολογία» του διανοουμένου, ή σε εκείνον που παρακολουθεί επισταμένως την πνευματική κίνηση ή επιδεικνύει κάποια πνευματική δραστηριότητα;

Ο κ. Δημητράκος επιχειρεί μιαν οριοθέτηση των ανθρωπίνων σχέσεων, με βασικό χαραχτηριστικό τον τρόπο του Νοείν, ξεπερνώντας τον ταξικό παράγοντα σαν κάτι ασήμαντο.  Μολονότι τα πλαίσια μέσ’τα οποία ο κ. Δημητράκος θέτει τη συζήτηση φαίνεται να περιλαμβάνουν επαρκώς το θέμα, πρέπει να θέσω κι εγώ τους όρους πάνω στους οποίους θα στηρίξω την κριτική μου, έτσι που μιας εξ’αρχής, να είναι κατανοητές οι προθέσεις μου. Δηλαδή όπως και ο κ. Δημητράκος, «να μην ψαρεύω σε θολά νερά».
    Η σύγχρονη ανθρώπινη κοινωνία είναι ένα γεγονός με ταξική φύση. Κάθε οριοθέτηση των ανθρώπων μέσα σ’αυτήν, δεν μπορεί παρά να είναι σε τέτοιο βαθμό επιρρεασμένη που ο ταξικός παράγοντας να μην μπορεί να αγνοηθεί.

  Διανοούμενοι με τη γενική έννοια.

Μπορούμε να πούμε ότι με τη γενική έννοια διανοούμενος είναι κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος δηλαδή κάθε άνθρωπος, εφ’όσον όλοι οι άνθρωποι σκέπτονται και επικοινωνούν μεταξύ τους με τη γλώσσα η οποία εκφράζει τις σκέψεις τους. Αλλά κάποιος μπορεί να είναι διανοούμενος με την ειδική έννοια, δηλαδή να είναι εξειδικευμένος στη χρήση κάποιων διανοητικών εργαλείων (επιστημονικών, φιλοσοφικών, φιλολογικών), που ορίζουν με τρόπο εναργή και συστηματικό τα προβλήματα της κοινωνίας, τις ανάγκες της, τους κανόνες που την διέπουν και τις αρχές που θα έπρεπε να ισχύσουν για την εκάστοτε επίλυση των προβλημάτων της.

Απ’ότι κατάλαβα ο εν ευρεία έννοια διανοούμενος είναι κάθε άνθρωπος που δεν έχει βλάβη στον εγκέφαλο κι επειδή ο κάθε άνθρωπος είναι σκεπτόμενος, ο χαραχτηρισμός εν ευρεία έννοια διανοούμενος, είναι πλεονασμός.  Κατά τη γνώμη μου ο πλεονασμός αυτός τίθεται για να δώσει επιστημονική επίφαση σε κάτι που δε χρειάζεται. Εν συνεχεία ο προσδιορισμός του εξειδικευμένου διανοούμενου δε φωτίζει πραγματικά την κατάσταση. Τα διανοητικά εργαλεία που η χρήση τους τον κάνει εξειδικευμένο, για μένα είναι κάτι αόριστο κι ο νους μου, έτσι αφηρημένα, πάει στον κάθε άνθρωπο που έχει μια επιστημονική κατάρτηση.

Ο εξειδικευμένος διανοούμενος είναι «κοινωνικός λειτουργός» με την εξής έννοια: διαμορφώνει ιδέες οι οποίες μπορούν να γίνουν λειτουργικές υπό τον όρο ότι θα γίνουν αποδεκτές απ’την πλειονότητα των σκεπτομένων ανθρώπων, δηλαδή απ’τους εν ευρεία έννοια διανοούμενους. Αν πετύχει μια τέτοια ιδέα να γίνει αποδεκτή, υλοποιείται σε θεσμό, σε παράδοση σε νοοτροπία ή σε κοινωνικό αίτημα…  Η επιρροή ασκείται μέσω της σκέψης, μέσω της διακίνησης επεξεργασμένων ιδεών και όχι μέσω οικονομικής ή άλλης μορφής πίεσης.  Υπ’αυτή την έννοια ο ρόλος του εξειδικευμένου διανούμενου συνίσταται στο ότι επιρρεάζει το περιβάλλον του μέσα απ’τη σύνδεση της διαμορφωμένης και εξειδικευμένης σκέψης του με τις ιδέες των εν ευρεία έννοια διανοουμένων, δηλαδή των μη ειδικών, υπό την ιδιότητά τους ως σκεπτομένων και διαλεγομένων μεταξύ τους ατόμων. Το πεδίο επικοινωνίας τους είναι ο κόσμος των ιδεών και όχι άλλος πχ. ο κόσμος της πολιτικής και της οικονομίας.

Ο κοινωνικός λειτουργός όπως παρουσιάζεται εδώ, μπορεί να είναι ο κάθε άνθρωπος που έχει φιλοσοφικό υπόβαθρο και ειδικά τέτοιο που παίρνει ιδεολογική διάσταση. Αυτός εκτός από άνθρωπος που έχει φιλοσοφικές απόψεις, μπορεί να έχει και τη διάθεση να αγωνιστεί για την υλοποίησή τους μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι και τότε είναι ο πολιτικοποιημένος.  Ασχέτως λοιπόν αν πολιτεύεται ή όχι, είναι ιδεολογικοποιημένος διανοούμενος τον οποίον ο κ. Δημητράκος απαξιώνει στη συνέχεια του έργου του.  Επίσης επισημαίνω ότι καί ο κ. Δημητράκος πέφτει στην παγίδα του «ιδεολογικοποιημένου διανοούμενου», στον οποίον χρεώνει στη συνέχεια του έργου του ότι μπλέκει «το όντος με το δέον γενέσθαι» αφού δέχεται πως μπορεί να υπάρξει πεδίο επικοινωνίας κόσμου των ιδεών, ανεπιρρέαστο από πολιτική και οικονομία.  Εγώ δεν νομίζω πως υπάρχει. (Πρέπει λοιπόν όλη αυτή η πραγματεία να έχει ταξικό χαραχτήρα).

Ο εξειδικευμένος λοιπόν διανοούμενος, μπορεί να είναι κάλλιστα ο επιστήμονας, αλλά στο χαραχτηρισμό του κοινωνικού λειτουργού αφήνει κενό να χωράνε κι άλλοι που δεν είναι επιστήμονες, αφού μπορούν να έχουν ιδέες, που είναι εξίσου λειτουργικές μέσα στην κοινωνία. Ακόμα στο τρίτο μέρος της έργασίας του και στη σελ. 25 μας λέει: λέει ότι ο εξειδικευμένος διανοούμενος, μπορεί να είναι φιλόσοφος, συγγραφέας, καλλιτέχνης επιστήμονας, δάσκαλος,  τεχνολόγος, ελεύθερος επαγγελματίας, ιερωμένος κι ότι το φάσμα των δυνατών επαγγελμάτων και ιδιοτήτων μπορεί να είναι ευρύτατο.    Η διεκρίνιση όμως αυτή μπλέκει ακόμα τα πράγματα, γιατί μέσα στα επαγγέλματα από τα οποία μπορεί ν'αναφανεί ο εξειδικευμένος διανοούμενος είναι κι ο ελεύθερος επαγγελματίας·  κάτι πολύ ευρύ κι όχι τέτοιο που ν’απαιτεί τη χρήση επιστημονικών φιλολογικών και φιλοσοφικών διανοητικών εργαλείων, που ταιριάζει στο ήθος του εξειδικευμένου διανοούμενου. Αφού λοιπόν τα επαγγέλματα είναι τόσο πολλά και αφού το φάσμα τους είναι ευρύ, καλύτερα θα έπρεπε να ορίσει ποια αποκλείονται, για να έχουμε πλήρη εικόνα για το πως σχετίζονται τα επαγγέλματα μ’αυτά τα διανοητικά εργαλεία που χειρίζεται ο εξειδικευμένος διανοούμενος.  Αν δεν είχε θέσει επαγγελματικό όρο, θα μπορούσε εξειδικευμένος διανοούμενος να είναι αυτός, που ασχέτως μόρφωσης ή επαγγέλματος, απ’την πείρα της ζωής, που είναι κι αυτή μια επιστήμη, να επεξεργάζεται απόψεις και να τις προτείνει σαν ιδέες.  Έτσι η διάκριση των ανθρώπων θα ήταν πιθανόν ανθρωπολογική και οι άνθρωποι θα χωρίζονταν σε αυτούς που γεννάνε ιδέες και σε αυτούς που δε γεννάνε ιδέες.  Οι πρώτοι όσο ανώτερο επιστημονικό οπλοστάσιο  διαθέτουν, τόσο πιο  πειστικά θα τεκμηριώνουν και θα διατυπώνουν τις απόψεις τους, και οι άλλοι όσο ανώτερο επιστημονικό οπλοστάσιο διαθέτουν, τόσο δυσκολότερα θ’αποδέχονται ή θ’απορρίπτουν τις ιδέες, αφού θα τις επεξεργάζονται συστηματικότερα πριν τις δεχτούν.  Μια τέτοια διάκριση ανθρωπολογική όμως, κατ’αρχήν θα ήταν αντικείμενο επιστημονικής έρευνας  δηλαδή της ιατρικής και της ψυχολογίας και αφού  ξεκαθάριζε  το πράγμα  εκεί, θα μπορούσε  να γίνει στοιχείο χρήσης για επιστημονική  πρόταση, μπαίνοντας σε κριτική διαδικασία. Η χρήση όμως μιας τέτοιας διάκρισης χωρίς επαρκή επιστημονική κάλυψη,  φαντάζει αυθαίρετη, μεταφυσική και ρατσιστική. Το πιο πιθανόν είναι ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να κάνει λιγότερο ή περισσότερο ιδεολογικές προτάσεις,  αν οι κοινωνικές συνθήκες θα τον ανάγκαζαν να το κάνει.  Πολύ συχνά οι ιδέες είναι αποτέλεσμα μιας ασυνείδητης συλλογικής διεργασίας που εκδηλώνεται τελικά από κάποιο συγκεκριμένο άτομο. 
     Ο άνθρωπος είναι μια ιδεοπαραγωγική μηχανή που ο νους του συνεχώς δουλεύει, ―έχοντας και μη έχοντας―αιτίες, εργαζόμενος και καθήμενος, κοιμώμενος και γρηγορών.
    Ο άνθρωπος γεννώντας ιδέες, διαμορφώνει την κοινωνική λειτουργία κι η κοινωνία λειτουργώντας τον διαμορφώνει. Είναι ένας μακρύς διάλογος που χάνεται στο βάθος της ανθρώπινης πορείας κι οι άνθρωποι είναι ζυμωμένοι μαζί της. Αυτή η ιδεοπαραγωγική διαδικασία είναι ένας διάλογος ατόμου-συνόλου ο οποίος παίρνει μορφή μέσ’την πράξη της κοινωνικής διεργασίας, και δεν μπορεί παρά να έχει ταξική φύση. 
    Επειδή το κοινωνικό σύνολο χωρίζεται σε τάξεις και ταξικά στρώματα, το άτομο δεν μπορεί παρά να διαμορφώνει το ιδεοληπτικό του ήθος μέσ’από ένα τέτοιο πρίσμα ή τουλάχιστον η ταξική διάσταση της κοινωνίας να μη δύναται να μπεί στο περιθώριο.  Έτσι ο διανοούμενος που ο κ. Δημητράκος τον έχει όνομάσει εξειδικευμένο, νομίζω πως δεν έχει σαφή διαχωριστική γραμμή από τον εν ευρεία έννοια διανοούμενο. Αν υπάρχει διαχωρισμός, είναι ευκαιριακός και επίπλαστος, αποτέλεσμα κοινωνικών συνθηκών και καταστάσεων. Εκείνος που σε κάποια περίσταση γεννά ιδέες σ’άλλη δέχεται και τ’αντίθετο. Είναι όμως η παιδεία και η εκπαίδευση, που κάνει τη διαφορά στον τρόπο έκφρασης και θεμελίωσης των ιδεολογικών προτάσεων. Το φαινόμενο λοιπόν του λεγόμενου εξειδικευμένου διανοούμενου, θα πρέπει να εξετάζεται όχι αφηρημένα, αλλά μαζί με το περιεχόμενο των προτάσεών του, που είναι πάρα πολύ μπλεγμένες με την λειτουργία του κοινωνικού συνόλου. Κάθε κριτική ή διευκρίνιση γύρω από την ιδεολογικοποίηση, δε θα μπορούσε να γίνει έτσι αφηρημένα, αλλά σαν συγκεκριμένη ανάλυση συγκεκριμένων προτάσεων, που κι αυτές δε θα μπορούσε παρά να είναι αποτέλεσμα κοινωνικών σχέσεων, ανταγωνισμών κι αντιφάσεων. Δηλαδή να έχουν ταξικό περιεχομένο. Όταν τονίζει ο κ. Δημητράκος ότι το πεδίο επικοινωνίας μεταξύ των δύο τύπων διανοουμένων, δε μπορεί παρά να είναι ο κόσμος των ιδεών κι όχι άλλος, πχ. της οικονομίας και της πολιτικής, εγώ αναρωτιέμαι αν μπορεί να υπάρξει ένα τέτοιο πεδίο άσπιλο από συμφέροντα, κίνητρα, φόβους, πάθη, οικονομία και πολιτική, όταν κι ο ίδιος αμφιβάλλει:
   Βέβαια τα κίνητρα των ανθρώπων στην υιοθέτηση μιας ιδέας είναι συνήθως ποικίλλα κι ανάμεικτα. Οι προσδοκίες κάποιου άμεσου ή έμμεσου οφέλους, αντίστοιχοι φόβοι για ενδεχόμενη ζημιά, η ανάγκη υποχώρησης μπρος σε κάποια μεγάλη πίεση, η παραχώρηση σε κάποια πνευματική ή καλλιτεχνική μόδα στην οποία είμαστε επιρρεπείς, επιρρεάζουν τις επιλογές μας σ’ότι αφορά τις ιδέες.  Αυτό όμως δε μεταβάλλει το γεγονός ότι η επιλογή μας  ανεξάρτητα κινήτρων, γίνεται μέσα απ’τα κατηγορικά κι ιδεοληπτικά εργαλεία που διαθέτει καθένας κι εφ’όσον όλοι είμαστε διανοούμενοι ικανοί να κρίνουμε τις ιδέες, να τις αποδεχθούμε ή να τις απορρίψουμε. (Αυτό όμως δεν είναι πεδίο κόσμου των ιδεών ανεπιρρέαστο από φόβο πολιτική, οικονομία ή συμφέρον).  

 Ακόμα κι αν υπήρχε ένα τέτοιο πεδίο ιδεών, δε θα ενδιέφερε τον απλό άνθρωπο, δηλαδή τον εν ευρεία έννοια διανοούμενο, όχι γιατί είναι ανίκανος για αφηρημένη διανοητική διεργασία ούτε για ανθρώπολογικούς λόγους, αλλά γιατί είναι φορτωμένος με καθημερινές φροντίδες,  πιέσεις, ευθύνες και φόβους (που έχουν και ταξικό περιεχόμενο) και θέλει την ιδέα για να «ξελασπώσει». Τη θέλει μπλεγμένη με τα όνειρά του που είναι κι αυτά αξεδιάλυτα μπερδεμένα με οικονομία και πολιτική.  Αν λοιπόν υπήρχε ένα τέτοιο πεδίο διακίνησης ιδεών κι αν ο απλός άνθρωπος δεν ήταν χωμένος στο τούνελ των αναγκών, θα μπορούσε κι αυτός να διαμορφώνει ιδέες σαν τον εξειδικευμένο διανοούμενο.  Γιατί ο κάθε άνθρωπος, είναι άνθρωπος επειδή συνεχώς γεννάει ιδέες,  μα είναι το πεδίο και οι συνθήκες που τον κάνουν να τις εκδηλώσει.
     Θέλοντας ο κ. Δημητράκος να παρακάμψει την αδυναμία ύπαρξης άσπιλου πεδίου διακίνησης ιδεών, δέχεται τώρα ως «κοινό παράγοντα» δυνατότητας επικοινωνίας τους μηχανισμούς της ανθρώπινης φύσης· «αφού όλοι οι άνθρωποι είναι διανοούμενοι και ικανοί να κρίνουν ιδέες, μπορούν να τις απορρίψουν ή να τις αποδεκτούν». Αν στεκόμασταν όμως εδώ δε θα χρειαζόταν συζήτηση γύρω από το θέμα.  Ο λόγος αυτής της άποψης είναι υπερβολικός, γιατί τα ιδεοληπτικά και κατηγορικά εργαλεία του σύγχρονου ανθρώπου, δεν επαρκούν από τη φύση τους ως τέτοια, για την επεξεργασία συγχρόνων ιδεολογικών θεμάτων και επιστημονικών προτάσεων που θα είχαν επίπτωση στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Είναι διαφορετικό να μπορεί κάθε άνθρωπος με μόνον το ενδιαφέρον του για κάθε θέμα της καθημερινότητας, να κάνει επιλογές για τη λύση τους κι άλλο να είναι σε θέση να κρίνει απόψεις που προτείνονται για θέματα που θέλουν ειδίκευση και να μπορεί να επεξεργαστεί τα δεδομένα προς κρίση. Αυτό γιατί εκτός του ότι χρειάζεται ειδικές γνώσεις για ειδικά θέματα, είναι φυσικό μέσ’απ’την ανάπτυξη του ανθρώπου, τις κοινωνικές συνθήκες, τη δουλειά και τη μόρφωσή του, να διαφορφώνονται αναλόγως τα ιδεοληπτικά και κατηγορικά εργαλεία του.
    Κάθε άνθρωπος μεγαλώνει και ζυμώνεται με κάποια εργασία, που γίνεται για κάποιους η δεύτερη φύση τους.  Όταν ο ξυλουργός «βλέπει» το ξύλο, παρατηρεί πράγματα που ένας άλλος δε μπορεί να εκτιμήσει. Αναλύει την αξία των μηνυμάτων που στέλνει το ξύλο σ’αυτόν. Τα νερά του ξύλου οι ρόζοι ο ήχος στην κοπή, το ρετσίνι, η μυρωδιά, τον πληροφορούν για τη σκληρότητα και τη συμπεριφορά του ξύλου στις καιρικές συνθήκες, έτσι συνηγορούν στο να προτείνει ο μάστορας τη χρήση του κάθε ξύλου στην κάθε περίσταση.   Ζυγίζει τα υπέρ και τα κατά, προτείνοντας  σε μέγιστη προσέγγιση κάτι, έχοντας κι ο ίδιος απέναντι στη βεβαιότητά του, κάποιους ενδοιασμούς.  Αν τον ρωτήσουμε, θα μας δώσει χίλιες δυο εξηγήσεις.  Εμείς όμως αληθινά δεν έχουμε τρόπο να πειστούμε παρά μόνον αν το αντικείμενο που θα μας φιάξει, λειτουγήσει σωστά. Αν ο είδικός που όταν είναι αληθινά καλός, έχει και κάποια αμφιβολία για τη βεβαιότητά του, στον απλό άνθρωπο οι αμφιβολίες πρέπει να πολλαπλασιάζονται. Ακόμα επειδή η σχέση ειδικού και ανειδίκευτου δεν είναι η δέουσα, αλλά συχνά  ανταγωνιστική,  ο ανειδίκευτος είναι καχύποπτος απένατι στον εξειδικευμένο διανοούμενο. Αν είμαστε τα μέλη επιτροπής για την προστασία του περιβάλλοντος, πως θα μπορούσαμε να επεξεργαστούμε ή να κρίνουμε προτάσεις ομάδας επιστημόνων για την κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου;  Αυτοί σ’όλους τους φόβους μας, θα είχαν απάντηση κάτι περισσότερο από λογική, αλλιώς δε θ’αποφάσιζαν κάτι τέτοιο επιστήμονες άνθρωποι και η μεγαλύτερη απόδειξη, ότι αυτοί θα βρίσκονται εκεί και θα εργάζονται. Κι όμως οι άνθρωποι πείστικαν και διαρροές έγιναν μολύνοντας ανεπανόρθωτα το περιβάλλον. Και τώρα οι επιτροπές, βάζουν στην άκρη την κρίση βάσει «επιστημονικών δεδομένων», που φαίνεται πως ούτε οι εξειδικευμένοι στο είδος διανοούμενοι  μπορούν να εκτιμήσουν επαρκώς.
     Είναι σίγουρο ότι δεν προβάλλω αυτές τις αντιρρήσεις γιατί διαφωνώ με την άποψη του κ. Δημητράκου ότι οι απλοί κι ανειδίκευτοι άνθρωποι πρέπει να κρίνουν τους ειδικούς. Αντίθετα πιστεύω ότι πρέπει "να αμφισβητούν και να κρίνουν τις αυθεντίες", όπως είπε κι ο Μάο τσε Τούνγκ.  Αυτή η κριτική διαδικασία ακόμα και αν δεν μπορεί να δώσει το ποθούμενο αποτέλεσμα, αποτελεί την παιδία μέσ’απ’την οποία θα μπορέσουμε κάποτε να φτάσουμε εκεί.  Πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι αυτό είναι ένα όραμα, μια «σύνδεση όντος και δέοντος» κι όχι η καθημερινότητα, όπως αβίαστα παρουσιάζει ο κ. Δημητράκος. Για να γίνει αυτό πραγματικότητα πρέπει ο απλός άνθρωπος να ανεβάσει το μορφωτικό και πολιτιστικό του επίπεδο έτσι που τα ιδεοληπτικά και κατηγορικά εργαλεία του να έχουν οξυνθεί σε τέτοιο βαθμό, που να μπορούν να επεξεργάζονται επαρκώς τα δεδομένα προς κρίση.  Εδώ ο κ. Δημητράκος γίνεται πολύ δογματικός. Η άποψη της δυνατότητας όλου του λαού για κριτική σε όλα τα θέματα είναι ή αριστερίστικη ή δημαγωγική με υφέρπουσα φασιστική πρόθεση: Ο αριστεριστής πιστεύει ότι ο λαός έχει καταχτημένη την κριτική δυνατότητα για όλα, επειδή τρέφει έναν υπέρμετρο ρομαντισμό για το λαό γνωρίζοντας τους άθλους του σ’εποχές αυταπάρνησης. Αυτό όμως είναι πολύ διαφορετικό απ’το να κατακτήσει ο άνθρωπος του λαού την κριτική δυνατότητα σε κάτι, που δεν μπορεί να εκτιμήσει τα στοιχεία που του προσφέρονται γι’αυτό. Ο δημαγωγός αναλύει στο λαό το θέμα γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως δεν θα γίνει επαρκώς κατανοητός και με απλουστεύσεις κι εκλαϊκεύσεις οδηγά το λαό εκεί που θέλει κάνοντάς τον να νοιώθει την ανάγκη της “πατερναλιστικής του φροντίδας” περισσότερο κι απ’το όπιο.
    Μολονότι η ποιότητα των ιδεοληπτικών και κατηγορικών εργαλείων είναι ως ένα βαθμό διαμορφωμένη απ’τον τρόπο ζωής και την ειδικότητα καθενός, μολονότι το πεδίο διακίνησης των ιδεών δεν είναι άσπιλο φόβων, παθών και δεισιδαιμονιών, τίποτα δε μπορεί να είναι εμπόδιο στην επικοινωνία των ανθρώπων.  Η ποιότητα όμως αυτής της επικοινωνίας θα μεγαλώνει όσο η διαλογική απόσταση των ετέρων θα μικραίνει.  Επειδή όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει στο επίπεδο των ειδικοτήτων, θα πρέπει να γίνει στο φιλοσοφικό επίπεδο. Η φιλοσοφία λοιπόν θα πρέπει να γίνει η γενική μόρφωση όλου του λαού, αφού περιλαμβάνει κι έχει σαν αποτέλεσμα την άνοδο της ποιότητας, της κριτικής του σκέψης, της ηθικής, πολιτιστικής, επιστημολογικής και ιδεολογικής παίδευσης, έτσι που να μπορεί ο άνθρωπος να είναι ένας ολοκληρωμένος δημοκρατικός πολίτης.

Το γνωστικό ήθος του κριτικού διανοουμένου: ορθολογισμός και αντικειμενικότητα.

(Περιφραστικά): ο εν ευρεία έννοια διανοούμενος επειδή δεν διαθέτει την αναγκαία ευθυκρισία κάποιες φορές  παρασύρεται.  Ωστόσο μολονότι όλοι οι άνθρωποί έχουν στιγμές ακρισίας παραλογισμού ή βλακείας, μπορούν υπό συνθήκες να δράσουν με γνώμονα τη λογική και να προσχωρήσουν σε μια ιδέα  επειδή πείθονται λογικά και μόνον.  Από τη στιγμή που δεχόμαστε πως όλοι οι άνθρωποι είναι λογικά όντα και είναι εν ευρεία έννοια διανοούμενοι,  όπως έδειξε ο Πλάτων στο έργο του «Μένων».
     Ο εξειδικευμένος διανοούμενος απευθύνεται σε ειδικούς και μη ειδικούς,  πάντοτε όμως ο γνήσιος διανοούμενος οφείλει σεβασμό προς το κοινό του. Σεβασμός του κοινού στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει, ότι θεωρείται δοσμένη η λογική συγκρότηση κι η κριτική του ικανότητα…Πρέπει να δεχτούμε ότι απευθύνεται στη λογική ιδιότητα των ομοίων του, και ότι τον χαραχτηρίζει η ελεγξιμότητα των λεγομένων του. Απευθυνόμενος στην κρίση του κοινού του, προσδοκά την αποδοχή των λεγομένων του μετά από κριτικό έλεγχο κι όχι άνευ όρων, μετά από «άλμα πίστης». Μ’αυτή την έννοια ο διανοούμενος των ημερών μας είναι κριτικός διανοούμενος.

Ο εξειδικευμένος απευθυνόμενος στους ομοίους του, προσδοκά κριτικό έλεγχο και ελεγξιμότητα χωρίς άλμα πίστης όταν όμως αποτείνεται στον ανειδίκευτο για τη διαπραγμάτευση ειδικού θέματος τότε τα πράγματα αλλάζουν. Όπως αναφέραμε πριν ο ανειδίκευτος είναι αδύνατο να παρακολουθήσει τη διαδικασία ανάλυσης για ένα ειδικό θέμα,  χωρίς κάποιο άλμα πίστης, έστω και χωρίς να υπάρχει τέτοια πρόθεση.  Είναι άλλο η αφομοίωση ενός θέματος ως ειδικού κι άλλο ως γενικού. Ίσως στο θέμα ως γενικό ο ανειδίκευτος να γίνει δάσκαλος του ειδικού. Ενώ στο ειδικό θέμα χρειάζεται εκπαίδευση για να είναι σε θέση να επεξεργαστεί λογικά τα επιχειρήματα του εξειδικευμένου.
    Τονίσω πως σ’αυτή την παράγραφο ο κ.Δημητράκος θέτει τα όρια της ιδεολογίας του, κάνοντας κι ο ίδιος ένα άλμα πίστης: ότι η σχέση εν ευρεία έννοια διανοούμενου και εξειδικευμένου είναι η «παλιά συμμαχία όντος και δέοντος»· κάτι που μας ζητά ν’αποδεχτούμε, ενώ κι ο ίδιος βαθιά στην ψυχή του δεν το πιστεύει.  Κάνει ότι ακριβώς κατηγορεί στην επόμενη διαπραγμάτευση περί:

Γνωστικού ήθους του ιδεολόγου διανοουμένου, που είναι ο συγκαλυμένος φιντεϊσμός και υποκειμενική στράτευση.

Αν ο διανοούμενος απευθύνεται στην πίστη μας, ζητώντας να κάνουμε ένα αναγκαίο άλμα τότε μόνη τίμια οδός είναι εκείνη του ανυπόκριτου φιντεϊσμού, ο οποίος προϋποθέτει το άλμα πίστης σε μιαν αλήθεια «εξ αποκαλύψεως». Αυτή είναι η οδός που ακολουθεί ο Απόστολος Παύλος (Πράξεις ΙΖ,23).   Ωστόσο, αυτή η ανοιχτά φιντεϊστική προσέγγιση, δεν ακολουθείται απ’τον σύγχρονο διανοούμενο. Αυτός διατυπώνει ιδέες που είναι κατ’αρχήν ελέγξιμες, σύμφωνα με τα καθορισμένα κριτήρια ορθολογικότητας -δηλαδή είτε αντιστοιχίας με εμπειρικά δεδομένα, όταν οι ιδέες αναφέρονται στον κόσμο της εμπειρίας, είτε της λογικής συνοχής κι αποδεικτικής διαφάνειας, αν αφορούν σχέσεις  μεταξύ ιδεών (κι όχι εμπειρικών δεδομένων), όπως συμβαίνει με τις προτάσεις της λογικής, των μαθηματικών και της φιλοσοφίας.  Και στις δύο περιπτώσεις τα κριτήρια του διανοουμένου είναι αντικειμενικά με την έννοια ότι δεν είναι υποκειμενικά και αυθαίρετα.
    (Η αναφορά στην αλήθεια εξ αποκαλύψεως, είναι υπερβολικά ρητορική. Η χρήση της λοιπόν έχει σκοπό να μας ωθήσει με τρόπο συναισθηματικό στις απόψεις του. Κάτι που δεν χαρακτηρίζει τον κριτικό διανοούμενο, που μας ευαγγελίζεται).
      Στο σημείο αυτό όμως, γεννιέται ένα πρόβλημα. Συμβαίνει συχνά να μην χρησιμοποιούμε αποκλειστικώς αντικειμενικά κριτήρια στη υιοθέτηση ή απόρριψη μιας ιδέας. Υπεισέρχονται ψυχολογικοί παράγοντες,  προτιμήσεις, συμφέροντα, φόβοι, κλπ, που υποκειμενικοποιούν τις επιλογές μας. Κατά συνέπεια, είναι πλάνη να πιστεύουμε ότι ο εξειδικευμένος διανοούμενος, (οι επιστήμονες, φιλόσοφοι, δάσκαλοι κλπ) είναι ανοσοποιημένοι κατά του υποκειμενισμού ή ότι δεν λαμβάνουν υπόψη το γεγονός πως οι ιδεοληπτικές επιλογές όλων των ανθρώπων επιρρεάζονται από τις υποκειμενικές τους περιστάσεις. Το ότι ο ίδιος ο εξειδικευμένος διανοούμενος πέφτει θύμα της υποκειμενικότητάς του, είναι ένα θέμα.  Το ότι αποτελεί για ωρισμένους επαρκή λόγο για να θεσπίζεται ως πρότυπο συμπεριφοράς σημαίνει ότι υιοθετείται ένα γνωστικό ήθος που δε θεωρεί την ελεγξιμότητα των προτάσεων του διανοουμένου ως υποχρέωση προς το κοινό του.  Αυτό το γνωστικό ήθος μπορούμε να τ’ονομάσουμε φιντεϊστικό. Ο φιντεϊσμός ή πιστοκρατία, είναι η υιοθέτηση μιας δοξασίας ως αποτέλεσμα μιας εσχάτης υπαρξιακής ταύτησης.  Στο φιντεϊσμό υπάρχει κάποιο στοιχείο ανορθολογισμού, εφόσον προϋποθέτει ένα άλμα πίστης ή στις πιο ακραίες μορφές του, «credo quia impossibile» του Αγίου Αυγουστίνου και του Pascal, όπου ο λόγος έρχεται επικουρικά να συμπληρώσει ή να εξηγήσει εκείνο που προκαταβολικά έγινε αποδεκτό από την πίστη.

Αυτό το λεγόμενο άλμα πίστης στο γνωστικό ήθος είναι αναπόφευκτο αφού δεν είναι τυφλό. Ο απλός άνθρωπος αποδέχεται την πρόταση του ειδικού με μιαν επιφύλαξη που είναι άλμα πίστης-αμφιβολίας, αλλά μέσα από την πρακτική διαδικασία δοκιμάζει τις προτάσεις και τελικά τις αποδέχεται, τις απορρίπτει ή κάτι που γίνεται τις πιο πολλές φορές, τις διαμορφώνει σύμφωνα με τις ανάγκες του. Έτσι ο ειδικός που τις πρότεινε, είναι φορές που δυσκολεύεται να τις αναγνωρίσει σαν δικές του.
     Αυτό είναι το διαλεκτικό άλμα πίστης που περιέχει την ίδια στιγμή μέσα του και το στοιχείο της αμφιβολίας. Αυτό θα πει ότι ο απλός άνθρωπος δέχεται (μέσα από την κριτική δυνατότητα που έχει αποκτήσει απ’την πείρα της ζωής, που μπορεί κάλλιστα να είναι κι η τεχνική ή επαγγελματική πείρα), την πρόταση του ειδικού, γνωρίζοντας ότι η κρίση του δεν είναι επαρκής. Κάνει λοιπόν ένα άλμα πίστης-αμφιβολίας δοκιμάζοντάς την στην πράξη.

Ο φιντεϊσμός «λύνει» με τον δικό του τρόπο, το πρόβλημα της  ορθολογιστικής θεμελιοκρατίας ή του ορθολογικού δογματισμού. Το πρόβλημα αυτό συνίσταται στην αδυνατότητα ορθολογικής θεμελίωσης οποιασδήποτε θεωρίας απ’τη στιγμή που ζητάμε κάθε γνώση να είναι θεμελιωμένη: είναι αδύνατον να αποφευχθεί ο δογματισμός ή η άπειρη αναδρομή. Κάθε γνώση Α πρέπει «να στηριχτεί» σε κάποια βάση Β, μα και η Β θεμελιώνεται με τη σειρά της σε μια άλλη Γ κι ούτω καθεξής κι αυτό επ’άπειρον. Πρέπει να έχουμε άπειρη σειρά θεμελιώσεων ή αυθαίρετα (δογματικά) να σταματήσουμε σε κάποια πρόταση ΙΙ δηλώνοντας ότι είναι αυταπόδειχτη απόκεκαλυμένη ή υποχρεωτικώς αποδεχτή.  Δεν ενδιαφέρει εδώ πως κι αν μπορεί να λύσει το πρόβλημα της θεμελιοκρατίας ο σύγχρονος ορθολογισμός. Εκείνο που έχει σημασία, είναι η επιβίωση του φιντεϊσμού στη στάση που υιοθετούν ωρισμένοι εξειδικευμένοι διανοούμενοι, έστω κι αν στη μέθοδο παρουσίασης των ιδεών τους, ο φιντεϊσμός δεν είναι εκ πρώτης όψεως εμφανής.

Ως εδώ ο κ. Δημητράκος μ’όλες τις ήπιες αντιρρήσεις που θα μπορούσαμε να φέρουμε, έθεσε όρους ελεγξιμότητας που μπορεί να γίνει μια συζήτηση.  Όμως στο κρίσιμο σημείο υπεκφεύγει.  Αυτό που μας ενδιαφέρει πιο πολύ είναι το πώς μπορεί να λύσει το πρόβλημα της θεμελιοκρατίας ο σύγχρονος ορθολογισμός.  Κάτι που δεν είναι καινούριο, αλλά αιωρείται απ’την εποχή των προσωκρατικών και του Πλάτωνα, κι έχει ορθώσει πλέον κι επιστημονικό ανάστημα στις μέρες μας με την κβαντομηχανική, όπου η αντικειμενικότητα και ο ντετερμινισμός, που έχει τη θέση του σύγχρονου ορθολογισμού είναι υπό βίαια αμφισβήτηση. Δεν είναι λίγοι οι επιστήμονες, που αναζητούν λύση σε κάποια Διαλεκτική Λογική, αφού η επιστημονική εμπειρία, δηλαδή το ένα από τα δύο σκέλη του δικράνου του Χιούμ, αντινομεί προς το άλλο, που είναι ο Ορθολογισμός. Νομίζω ότι το θέμα της θεμελιοκρατίας του ορθολογισμού είναι το πρώτο ζήτημα σε μια τέτοια συζήτηση, αφού η ίδια η χρήση του είναι ένα άλμα πίστης. Ακόμα καί η χρήση των αρχών του ορθολογισμού καί οι προτάσιες του «καθαρού Λόγου», ως συμβατικές ή ως απόλυτες δε θα επέτρεπαν στον κ.Δημητράκο αντιφιντεϊστικές κορώνες.

Ο συγκαλυμένος φιντεϊσμός χαραχτηρίζει το έργο οποιουδήποτε διανοούμενου, όταν οι θεωρίες που υποστηρίζει δεν μπορούν να υποβληθούν σ’εμπειρικό έλεγχο ούτε αποτελούν προτάσεις του «καθαρού Λόγου»,  που να μπορούν να αξιολογηθούν μέσα από κριτική συζήτηση. (Δηλαδή το δίκρανο του Χιούμ, τον εμπειροκριτισμό και την ορθολογική διαδικασία). Τότε λέμε ότι οι προτάσεις που εκφέρει είναι μη αναιρέσιμες ή αρνούνται να λογοδοτήσουν στο κόσμο της εμπειρίας, ενώ δεν ανήκουν σε εξω-εμπειρικούς τομείς,  γνώσεις όπως τα μαθηματικά κι η λογική που δεν ισχύει τέτοια λογοδοτική υποχρέωση. Τέτοιες είναι οι ιδεολογικές προτάσεις που εκφέρονται από τον ιδεολόγο διανοούμενο, που σκέπτεται και δρά στους αντίποδες του κριτικού διανοουμένου.

 Έτσι ακριβώς θα μπορούσε να θεωρηθεί και κάθε διανοούμενος, που θα αποδεχόταν ένα ήθος γνωστικό και μια συμπεριφορά μέσα στα πλαίσια των ορίων του δίκρανου του Χιούμ. Κατ'αρχήν, η αποδοχή της ορθολογικής διαδικασίας είναι αυτή η ίδια μη αναιρέσιμη, επίσης από αρχαιοτάτων χρόνων, δεν αμφισβητήθηκε μόνον το αλάθητο της ορθολογικής διαδικασίας, αλλά και η ποιότητα της εμπειρίας.  Σήμερα για να έχουμε σαφή και ακριβή εμπειρική πρόσβαση, πρέπει να χρησιμοποιούμε όργανα μεγάλης ακρίβειας που τελευταία και αυτά αμφισβητούνται.  Αλλά και στην καθημερινότητα τίποτα δεν είναι και τόσο βέβαιο όσον αφορά την εγκυρότητα της εμπειρικής δυνατότητας κάθε συγκεκριμένου ατόμου, αφού κάθε τι πρέπει να αξιολογείται έχοντας το επιστημονικό «οπλοστάσιο» που κανείς πια δεν είναι δυνατό να διαθέτει. Ακόμα όλοι αυτοί που έχουν οργανωθεί γύρω από αντιιδεολογικούς «χώρους» κάνουν το κάθε τι για να εξαπατήσουν αυτούς που δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στις πηγές γνώσης. Έτσι κανείς δεν μπορεί να είναι αληθινά ένας κριτικός διανοούμενος σαν αυτόν που μας προτείνει ο κ. Δημητράκος, αφού πέραν των προθέσεών του, θα πρέπει να έχει την πρόσβαση στη δυνατότητα ποιοτικής εμπειρικής συμμετοχής, έτσι που να μπορεί να ορθώσει προτάσεις έγκυρες,  αλλά και να κοινωνεί μιας διαφορετικής πιο εγκυρης λογικής συγκρότησης που μάλλον είναι η Διαλεκτική σκέψη.

Ο ιδεολόγος διανοούμενος έχει δικό του τρόπο να επιρεάζει το κοινωνικό σύνολο και να διαμορφώνει την κοινωνία, εφόσον ασχολείται κατά κύριο λόγο, με την επεξεργασία και τη διάδοση κάποιας θεωρίας στην οποία είναι στρατευμένος.  Η προσχώρηση των διανοουμένων σε μιαν ιδεολογία σημαίνει κάτι πάρα πάνω από την υπό όρους παραδοχή ωρισμένων αρχών απ’οποιονδήποτε. Προϋποθέτει μιαν υπαρξιακή ταύτηση (commitment), μια ατομική στράτευση, μια άνευ όρων πίστη σε ωρισμένες αρχές, που αποτελούν τμήμα μιας ευρύτερης συνολοποιητικής κατασκευής.

Ο «κριτικός διανοούμενος» σύμφωνα με τις απόψεις του συγγραφέα, μη μπορώντας να κρίνει επαρκώς το θεμέλιο πάνω στο οποίο πατά, μα ούτε να είναι κι απόλυτα σίγουρος για την εμπειρική αξία των δεδομένων που διαχειρίζεται, έχει κι αυτός κάνει μια υπαρξιακή ταύτηση, έτσι γίνεται καί αυτός ιδεολόγος διανοούμενος. Λοιπόν κι οι δύο τύποι που παρουσιάζει ο κ. Δημητράκος δεν διαφέρουν, αλλά έχουν διαφορετικές προθέσεις. Ο ένας είναι ο συντηρητικός που θέλει πάντα να βαδίζει την πεπατημένη των «εμπειρικών» δεδομένων, χωρίς την διαλεκτική έξαρση του άλλου που τα βλέπει δυναμικά και αφήνει περιθώρια αλλαγών επαναστατικών.  Υπάρχουν οι συντηρητικοί ιδεολόγοι διανοούμενοι κι οι επαναστάτες ιδεολόγοι διανοούμενοι. Οι μεν είναι ορθολογιστές και οι δε διαλεκτικοί.  Ορθολογισμός είναι οι προτάσεις του «καθαρού λόγου» ενώ Διαλεκτική είναι οι προτάσεις του Ηρακλειτικού Λόγου που δεν αποδέχεται τίποτα καθαρό και αιώνιο, αφού δέχεται ότι ο κόσμος έχει αντιφατική φύση και συνεχώς αλλάζει.
    Ο ίδιος ο Πλάτων στο έργο του «Παρμενίδης» κατεδαφίζει το λεγόμενο «καθαρό λόγο», αφού δια μέσου του ορθολογισμού, φανερώνει όλες τις λογικές αντινομίες του.  Κάτι που είχε κάνει παλιότερα και ο Ζήνων με τα παράδοξά του. Ο Ορθολογισμός και ο Καθαρός Λόγος, ως ακραία έκφανση του Ορθολογισμού, κι ο Ντετερμινισμός ως η ακραία επιστημονικότητά του, προϋποθέτουν μια σειρά εκ των προτέρων αποδοχών (commitments), που έχει θέσει ο Παρμενίδης ως όρους για την λειτουργία των διαδικασιών αυτών.  Οι αποδοχές αυτές είναι οντολογικής φύσης, που οι θετικιστές, αφού ανέβηκαν στο ταρατσάκι του ορθολογισμού με τη σκάλα αυτών των αποδοχών, την πέταξαν μακριά ξεχνώντας το μεταφυσικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο πατάνε:
Α. Μόνο το Είναι υπάρχει το Μη-Είναι δεν υπάρχει. Έτσι δεν μπορεί να υπάρξει Γίγνεσθαι αφού το Είναι καταλαμβάνει τα πάντα και δεν έχει δυνατότητα εξέλιξης.
Β. Ο κόσμος είναι τετελεσμένος γι’αυτό η έννοια Άπειρο δεν έχει κανένα νόημα.
Γ. Ότι μορφής γίγνεσθαι αντιλαμβανόμαστε είναι φαινομενικό, γιατί αντιφατικότητα δεν υπάρχει.
Δ. Για να μπορέσει ο άνθρωπος να κατανοήσει την αληθινή μορφή του κόσμου πρέπει να σκέπτεται ορθολογικά.  Δηλαδή να θέτει ως βασικό όρο ότι το Είναι μόνο υπάρχει και ότι το Είναι-Μη Όντας, που εκπροσωπεί την αντιφατικότητα πρέπει να απορριφθεί από τη λογική μας.
Ε. Μετά απ’αυτό οι συγκριτικές διαδικασίες του ορθολογισμού δεν είναι δυνατόν να περιέχουν μέσα τους καμιά αμφισβήτηση και με απόλυτη ασφάλεια θα μπορούμε από τα γνωστά να φτάνουμε στ’άγνωστα.  Δηλαδή η λογική περιλαμβάνει εκ των προτέρων τον κόσμο μέσα της, αφού ο κόσμος είναι κλειστός τετελεσμένος και πεπερασμένος, και τίποτα δε μπορεί να διαφύγει απ'τις διαδικασίες του ορθού λόγου.
     Μόνον έτσι μπορεί ο ορθολογισμός να είναι αξιόπιστος. Μόνο με αυτή την υπαρξιακή ταύτηση, αποβάλλεται το άλμα πίστης, αλλά τότε έχουμε να κάνουμε με ένα είδος θρησκευτικής τελεολογίας, όπου η πίστη είναι ολοκληρωτική.
    Δεν είναι τυχαίο, πως οι θρησκείες κάνουν ακριβώς το ίδιο. Μέσω της εμπειρίας που δείχνει ότι υπάρχει μια αιτιακή αλληλουχία των πραγμάτων, δέχονται ότι κάποια ανώτερη δημιουργική δύναμη, είναι αιτία όλου αυτού του Γίγνεσθαι που βέβαια αυτό είναι φαινομενικό αφού η ανώτατη αλήθεια είναι ο Θεός και μόνον ο Θεός.  Η Θεολογία κι ο Θετικισμός συμπίπτουν καί στη θεολογικότητα της λογικής αποδοχής τους, καί στη φαινομενικότητα της εμπειρίας. Έτσι ανυπόκριτα πρέπει να αποδεχτούν τον σολιψισμό αφού όλα πραγματικά έρχονται από «μέσα». Όπου καί η εμπειρία καί η λογική, κι αυτό το μέσα, είναι η μέθεξη του ανθρώπου με το Θεό. Έτσι οι ιδεολογίες που μπορούν ν’αποφύγουν το «άλμα πίστης», αφού μπορούν να είναι απόλυτα ορθολογημένες, είναι αυτές που  έχουν κάνει το άλμα πίστης μια και καλή από την αρχή.
    Οι πιστοί στο θεό όμως δεν το κρύβουν και μάλιστα, όποτε ζορίζονται προστρέχουν μ'ανυπόκριτη χαρά εκεί. Αντίθετα οι θετικιστές που θέλουν να επιστημονικοποιήσουν την κρυφή τους πίστη, ντρέπονται γι’αυτήν και την κρύβουν. Φέρονται στη σύζυγο σαν σε πόρνη.      Απ’την άλλη ο διαλεκτικός γνωρίζει, πως η ίδια η ζωή δεν μπορεί χωρίς άλμα πίστης-αμφιβολίας.  Σύμφωνα με τη Διαλεκτική η ζωή δεν είναι ένα μεγάλο κομπιούτερ που έχει απόλυτους όρους λειτουργίας και προκαθορισμένο αριθμό παιγνίων όντας εξ’αρχής τετελεσμένη. Οι όροι της ζωής είναι αυτοαναιρούμενοι, έτσι που τα όρια του τέλους της, είναι απεριόριστα. Κάθε στιγμή είναι αρχή και τέλος, κάθε όρος δοκιμάζεται, κι έτσι βαδίζουμε πιστεύοντας κι αμφιβάλλοντας.  Ο άνθρωπος οραματίζεται πλέκοντας τα οράματά του μέσα από την πείρα της ζωής, που είναι μια επιστήμη και τα διακινδυνεύει στην καθημερινή πράξη. Η λογική κι γνώση δε μπορούν να βεβαιώσουν την απόλυτη επιτυχία του επομένου βήματος στη ζωντανή διαδικασία. Όμως άσχετα μ’αυτό και μολονότι υπάρχουν απεριόριστοι αστάθμητοι παράγοντες,  μπορούμε να παίρνουμε αποφάσεις κάνοντας συνεχώς άλματα πίστης-αμφιβολίας.         
    Ο Διαλεκτικός Υλιστής πάει ακόμα πιο πέρα απ’το να δέχεται πίστη-αμφιβάλοντας.  Δέχεται πως η φύση του κόσμου είναι αντιφατική.  Αυτό για το οποίο τώρα είσαι σίγουρος πράττοντάς το με βεβαιότητα, συνεχώς αλλάζει και η γνώση για αυτό είναι σχετική και προσωρινή.  Κανείς δε μπορεί να αναλύσει όλους τους παράγοντες που συνιστούν κάποιο γεγονός, γιατί είναι απεριόριστοι και συνεχώς εξελίσσονται. Ακόμα αναλύοντας καταστάσεις, αυτές απ’τη μια απλουστεύονται απ’την άλλη γίνονται πιο σύνθετες· μπαίνοντας στις υποτιθέμενες αιτίες του γεγονότος, απομακρυνόμαστε συγχρόνως απ’αυτές.
     Κάπως έτσι είναι το κριτικό ήθος του διαλεκτικού κριτικού διανοουμένου. Θα ήταν ανόητο το ότι μπορεί να ζούμε σαν γρανάζια μιας μηχανιστικά αιτιοκρατημένης πορείας, που οι όροι λειτουργίας της θα ήταν απόλυτοι κι αν χρησιμοποιούσαμε την ορθολογική μας κρίση, θα μπορούσαμε να κάνουμε προβλέψεις, όπου η πίστη κι η αμφιβολία θα ήταν αποτέλεσμα αγνοίας ή γνώσης και μόνο.  Από διαλεκτική οπτική γωνία η γνώση για τον κόσμο επιβάλλει το κρινόμενο γεγονός να έχει όρια θολά που ντύνονται με πίστη απ’τη μια, και αμφιβολία απ’την άλλη.
     Ο ορθολογισμός του κριτικού διανοούμενου απορρίπτοντας αυτά τα δύο όρια που γεννούν απ’τη φύση τους οράματα και ιδεολογίες για να μπορούν να καλύψουν τα κενά των αλμάτων πίστης, προτείνει την αντιιδεολογία ως αντιδογματισμό.  Όμως ο ίδιος ο ορθολογισμός, που απορρίπτει το διαλεκτικό ήθος, δεν μπορεί παρά να γεννά σε κάθε βήμα του δόγματα.
     Διαλεκτικά, ενώ το άλμα πίστης φαίνεται σαν απόρροια άγνοιας και δογματισμού, περιέχοντας την αμφιβολία και την δοκιμασία στην καθημερινή πράξη, μετατρέπεται σε παράγοντα αντιδογματισμού, κριτικής και γνώσης.
     Στη ζωή δεν υπάρχει «ορθή λύση», υπάρχουν επιλογές που δημιουργούν καλύτερες ή χειρότερες προϋποθέσεις για το μέλλον ανάλογα με τις προθέσεις καθενός. Κι αυτό δε μπορεί να είναι κάτι  απόλυτα γνωστό πριν πραγματοποιηθεί. Επίσης στη ζωντανή διαδικασία, ο άνθρωπος πρέπει να επιλέγει ραγδαία αφού τα γεγονότα που τίθενται για ανάλυση και κρίση συνιστούν ένα συγκεκριμένο γίγνεσθαι απεριορίστων δεδομένων, που έχουντας αντιφατική φύση συνεχώς αλλάζουν θέτοντας σε σχετική αμφισβήτηση την ανάλυση και την κρίση που είχε προηγηθεί.  Σε μια τέτοια περίπτωση περιορίζεται κι η δυνατότητα για συνεπή εμπειρική διεργασία. Έτσι στον απλό άνθρωπο μένει ως βασικότερο στοιχείο επιλογής, αυτό που ο κ. Δημητράκος περιφρονεί απαξιώνοντάς το. Αυτό είναι το στοιχείο της "υπαρξιακής ταύτησης", που συνεχώς διαμορφώνεται απ’την εμπειρία. Ο παράγοντας της υπαρξιακής ταύτησης, είναι ένα πολυδιάστατο κι εξελισσόμενο πλέγμα, συνιστώμενο από πολλά στοιχειώδη αυτοαναιρούμενα, που δεν είναι καθαρά από ιδεολογία, πολιτική, πάθη, ελπίδες και φόβο, που όλα αυτά πατάνε σε μιαν ισχυρή κληρονομική κωδική καταγραφή της πορείας του κόσμου, μέσ’το DNA του συγκεκριμένου όντος, που είναι η Αισθητική.
     Η κοινωνία είναι κάτι διαμορφούμενο και κάθε άτομο μέσα της πιέζεται κι’ανθίσταται, κερδίζει-χάνοντας, καλλιεργεί και χρησιμοποιεί την κριτική παιδεία του καταπατώντας την, συγχρόνως.  Η κριτική είν’ένα έωλο παίγνιο, που άλλοτε από αδυναμία δεδομένων, άλλοτε από συμβιβασμούς, το διαμορφώνουμε στα δικά μας μέτρα. Αυτό που φαίνεται σωστό και δίκαιο για μια κοινωνική ομάδα, γι’άλλη πιο ισχυρή, κρίνεται λάθος και άδικο.  Έτσι στον τομέα των κοινωνικών σχέσεων, οι νόμοι, η κριτική μα κι ότι μπορεί να διαμορφώνει τις σχέσεις των κοινωνικών ετέρων, ρυθμίζεται απ’την ισχή.  Υπάρχουν πάντα πολλές λογικές λύσεις σ’ότι αφορά τις κοινωνικές σχέσεις, που φαίνονται απ’τη δική τους οπτική γωνία σωστές.
    Στο Κοινωνικό Γίγνεσθαι το «πείραμα» εξελίσσεται Τώρα, είναι ζωντανό και δε μπορεί απόλυτα να επαναληφθεί· τα εμπειρικά δεδομένα είναι πάντα ελλιπή για μελλοντική πρόβλεψη· η υποβολή στην κρίση του καθαρού λόγου αταίριαστη, αφού τα γεγονότα δεν συνίστανται από απόλυτα καθορισμένα στοιχειώδη. (Είναι αυτοαναιρούμενα, παρουσίαζοντας ένα απ’τα απεριόριστα κι εξελισσόμενα πρόσωπα του Όλου, όντας έτσι απεριόριστα σύνθετα και όχι απλά). Έτσι θα μπορούσαμε να δεχτούμε, ότι οι λογικές αρχές που πρέπουν σ’αυτό το γίγνεσθαι, είναι άλλες απ’αυτές του καθαρού λόγου. Βέβαια ο ορθολογισμός μπορεί συμβατικά να δέχεται γεγονότα ή καταστάσεις ως αντικειμενικές, όμως όλοι γνωρίζουμε σήμερα ότι δεν είναι ακριβώς έτσι, ή τουλάχιστον έτσι που είναι, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν πεδίο που μπορεί να πατήσει το ήθος του κριτικού διανοουμένου όπως το δείχνει ο κ. Δημητράκος.  Είναι κι αυτός ένας ιδεολογικοποιημένος διανοούμενος, που κάνει πως δε βλέπει ότι αυτό το «χαλαρό πλέγμα ιδεών στις οποίες μια κοινωνική ομάδα πιστεύει», είναι ένα χαλύβδινο δόγμα οικονομικοτεχνικής δομής που κάθε άποψη μέσα του μπορεί να κυκλοφορεί σαν γράσσο ανάμεσα στα γρανάζια.  Ότι σκαλώνει ωθείται βίαια στο περιθώριο ή συνθλίβεται.
     Αυτός που δέχεται τις βασικές αρχές της λειτουργίας του καθιερωμένου κοινωνικού συστήματος, δεν έχει ανάγκη συγκρότησης εμφανούς ιδεολογίας, αφού ήδη πατάει πάνω της. Το μόνο μέλημα του, είναι η σωστή λειτουργία κι ο σωστός μετασχηματισμός του συστήματος, χωρίς να αναιρούνται οι καθιερωμένες βασικές αρχές του. Όταν όμως κάποιος διαφωνεί με τις βασικές αρχές του συστήματος, για να είναι συνεπής, προτείνει ένα άλλο ολοκληρωμένο κι αιτιοκρατημένο σύστημα λειτουργίας ριζικά διαφορετικό. Έτσι αναδύεται η ιδεολογία όντας ολοφάνερη, ενώ στην περίπτωση του καθιερωμένου συστήματος είναι συγκαλυμένη και «φιντεϊστικά» αποδεκτή,  χωρίς καμιάν άλλη κριτική δραστηριότητα.

Η ιδεολογική σκέψη και η «παλιά συμμαχία» του όντος με το δέον.

Η προϋπόθεση της υπαρξιακής ταύτησης, σημαίνει ότι ούτε το περιεχόμενο της ιδεολογίας, ούτε η πράξη προσχώρησης σ’αυτήν υπόκειται σε κριτικό έλεγχο, εφόσον η πρώτη είναι εξ ορισμού μη αναιρέσιμη και η δεύτερη είναι μια πιστοκρατούμενη επιλογή, ένα άλμα πίστης που ως τέτοιο δεν μπορεί να κριθεί, εφόσον οι όροι αλήθειας του αντικειμένου πίστης δεν εξαρτώνται από την αντιστοιχία στην πραγματικότητα, αλλά ενυπάρχουν στην ίδια την πράξη της πίστης, η οποία είναι «ἔλεγχος πραγμάτων οὕ βλεπομένων» για να χρησιμοποιήσουμε  λόγια του Παύλου, -Προς Εβραίους, ΙΑ΄1.

Η έννοια ιδεολογία ως γενική είναι κάθε προσπάθεια να οραματιστεί ο άνθρωπος το καλύτερο και να καταργήσει το χειρότερο.  Η ιδεοποιητική διαδικασία θα ήταν μη αναιρέσιμη αν ο ιδεολόγος τη στιγμή της γέννησής του άρχιζε να "φθέγγεται καλλώπιστα δι τν θεόν τν ν δελφος" χωρίς να έχει καμιά κοινωνική εμπειρία ή σχέση με το περιβάλλον που καταφθάνει.  Όμως ο Άνθρωπος όντας δημιουργός και δημιούργημα της κοινωνίας έχει γεγραμμένη κωδικά μέσα του αυτή την εξελιγκτική πορεία.  Η ζωή του μέσα στο κοινωνικό σύνολο και η εμπειρία που αποκομίζει από αυτό, αποκωδικοποιεί το κωδικοποιημένο αυτό μέρος οργανώνοντας συνείδηση. Το κληρονομικό, αυτό απύθμενο μέρος του γνωστικού μηχανισμού το οποίο συνεχίζει να είναι κωδικοποιημένο, είναι η αισθητική. Και νομίζω πως όλο αυτό το γνωστικό πλέγμα δεν είναι άμοιρο κοινωνικού γίγνεσθαι.  Δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά κυριολεκτικά έχει ξεφυτρώσει από τη γη.  Ο άνθρωπος μπορεί εκτιμώντας τα κοινωνικά δεδομένα να αποφαίνεται ιδεολογικά για το καλό της κοινωνικής λειτουργίας και να κάνει προτάσεις για τη ριζική ανατροπή της. 
     Ακριβώς έτσι κάνουν κι οι επιστήμονες για επαναστατικές θεωρίες που είναι καί αυτές ένα είδος ιδεοεπιστιμονικών προτάσεων, όπως η θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος, η θεωρία της σχετικότητας και η κβαντομηχανική. Όλες αυτές οι θεωρίες δεν έγιναν «ειρηνικά» αποδεκτές απ’την «επιστημονική κοινότητα», υπήρξαν μάλιστα πολλές που αντιμετώπησαν την χλεύη.  Ακόμα και ηλιοκεντρική θεωρία του Αρίσταρχου του Σάμιου δεν έγινε αποδεχτή κι ως την Αναγέννηση χρησιμοποιούσαν το Πτολεμαϊκό σύστημα. Ο Μαγγελάνος έπεσε χιλιάδες χιλιόμετρα έξω αφού οι μετρήσεις του Ερατοσθένους δεν έφτασαν σ’αυτόν ενώ οι Πτολεμαϊκές εκτιμήσεις είχαν φτάσει…
Ο Ερατοσθένης δεν είχε την εμπειρία της σφαιρικότητας της γης μα ούτε ο Αρίσταρχος ο Σάμιος είχε την εμπειρία της σφαιρικότητας της Σελήνης, για να προτείνει το σύγγραμμά του περί των φάσεων της Σελήνης.  Σήμερα οι προτάσεις της κβαντικής θεωρίας, είναι αντικείμενο σκληρής ιδεολογικής πάλης.  Ο Νευτώνιος κόσμος ανθίσταται σθεναρά.
    Έτσι είχαν και έχουν τα πράγματα στην επιστήμη. 
Στις κοινωνικές σχέσεις; Δεν πρέπει να υπάρχουν ιδεολογικές προτάσεις να προτείνουν ρυθμίσεις για το αύριο;  Είναι οι κοινωνικές εξελίξεις έτσι που δε μπορούν να ορθολογηθούν;  Πρέπει ή όχι οι ανθρώπινες σχέσεις να ρυθμίζονται από τη δικαιοσύνη;  Όλα αυτά δεν μπορεί παρά να ορίζονται μέσα σε ιδεολογικά συστήματα, που αναλόγως είναι προς το συμφέρον μιας ή άλλης τάξης. Κανένα από αυτά τα συστήματα δεν είναι αυθαίρετο, μη αναιρέσιμο ή μη ελέγξιμο.  Σε καθένα, μπορεί κάποιος να κρίνει την αξία του, από τη λειτουργία και την λογική συνέπεια της πρότασής του.  Ένα ιδεολογικό σύστημα που είναι σε λειτουργία έχει ένα προβάδισμα. Όμως απ’τα ελαττώματά του ανέρχονται ιδεολογίες εναλλακτικές ως κριτική στο υπάρχον ιδεολογικό σύστημα. Η ξεχασμένη δημοκρατία που τραγουδά με άδολη χαρά ο κ. Δημητράκος, γεννήθηκε στις ομοβροντίες των πυροβόλων.  Και τότε η άρχουσα τάξη αναρωτιώταν πως είναι δυνατή η διακυβέρνηση χωρίς βασιλιά, όπως ακριβώς αναρωτιόταν και ο Μέγας Βασιλεύς όταν εκστράτευε κατά της Αθήνας. ―Έτσι είναι! Το Νέο πάσχει από εμπειρικά δεδομένα. Έχει όμως την ανεξέλεγκτη και άναρχη έκρηξη της Φύσης μαζί του, που είναι απρόβλεπτη ακόμα και όταν την έχουμε «προβλέψει». Οι ιδεολογίες είναι κι αυτές σαν τις επιστημονικές θεωρίες, στηρίζονται σε προηγούμενα εμπειρικά δεδομένα και προτείνουν λύσεις για προβλήματα που θεωρούνται άλυτα.  Κάποιες πατάνε σε σωστές βάσεις άλλες όχι, κι εμείς με την εμπειρία μας, με τις δικές μας προθέσεις και επιδιώξεις, τις κρίνουμε. Τις αποδεχόμασται ή τις απορρίπτουμε. Είναι όμως η ίδια η ζωή (το Πείραμα) που λέει την τελευταία κουβέντα.

Είναι αναγκαίο εδώ να γίνει μια διευκρίνηση. Ο όρος ιδεολογία είναι πολυσήμαντος και αρκετά φορτισμένος.  Δεν εννοείται εδώ με τη χαλαρή και γενική έννοια οποιουδήποτε συστήματος αρχών ή πλέγματος ιδεών  στις οποίες πιστεύει κάποια κοινωνική ομάδα, αλλά ως μία εννοιολογική κατασκευή που περιγράφει την κοινωνία και συγχρόνος υποδεικνύει τι πρέπει να κάνει κάποιος για να την καλυτερεύσει. Η ιδεολογία με άλλα λόγια,  συνενώνει το ον με το δέον σε μιαν ενοποιημένη κοσμοαντίληψη,  προϋποθέτοντας ότι το είναι στο σύνολό του περιλαμβάνει και το δέον γενέσθαι, ως παραγόμενο λογικά από το πρώτο.

Μας επισημαίνει ο κ. Δημητράκος πως όταν μιλά για ιδεολογίες, εννοεί αυτή την ιδεολογία που έχει σκοπό να αναδιοργανώσει την κατεστημένη κατάσταση. Επειδή όμως αυτή δεν μπορεί να υποδείξει τι πρέπει να κάνει κάποιος για να την καλυτερεύσει, αφού δεν υπάρχει, σύμφωνα με τις απόψεις του, μαζί της περιθώριο διαλόγου, τη θεωρεί «μη αναιρέσιμη, μη ελέγξιμη και πιστοκρατούμενη», δηλαδή απλά εχθρική· για ένα λόγο πάρα πάνω, αφού θέλει να συνδέσει τις δραστηριότητες της κοινωνίας, που είναι το όν (το υπάρχον), με το όραμα για ένα καλύτερο κόσμο που είναι το δέον (το πρέπον).  Μήπως για το κ. Δημητράκο πρέπει οι δραστηριότητές μας μην να προσβλέπουν στο καλύτερο;  Μήπως αυτό είναι «δογματισμός»;   Βλέπεις υπάρχει το δίκρανο του Χιούμ, που δε μπορούμε να παραβούμε. Αυτό δεν προβλέπει ύπαρξη οραμάτων ή υπερβατική ανέλιξη, αλλά μόνον εμπειρικά δεδομένα και ορθολογική λογική διεργασία!! Δηλαδή την υποταγή του παγκοσμίου γίγνεσθαι στο πιστοκρατούμενο δόγμα του ορθολογισμού.

Με την έννοια αυτή η «αλήθεια» της ιδεολογίας είναι index sui, δείκτης του εαυτού της και στηρίζεται στην ίδια την πίστη που έχει κανείς σ’αυτή: δε μπορεί επομένως να ξεφύγει κανείς από το φιντεϊστικό θεμέλιο της ιδεολογικής σκέψης, με τη διαφορά ότι το τελευταίο είναι ανομολόγητο  και συγκαλυμένο.  Η αλήθεια λοιπόν που εκφράζει ο ιδεολόγος διανοούμενος είναι «εξ αποκαλύψεως» αλήθεια, ακριβώς όπως είναι η «αλήθεια» της θρησκείας ή του μύθου.  Η ιδεολογία με άλλα λόγια λειτουργεί ως κανονιστική αρχή και συγχρόνως ως εξηγητική θεωρία της  πραγματικότητας, εφόσον προϋποθέτει την ενότητα όντος και δέοντος, ακριβώς όπως λειτουργεί και ο μύθος στην πρωτόγονη κοινωνία. Έτσι, ξαναζεί μέσα απ’την ιδεολογική σκέψη, η «παλιά συμμαχία» όπως την ονόμασε ο Jacques Monod, μεταξύ γεγονότων και αξιών, η οποία συνδέεται με την ανιμιστική παράδοση των πρωτογόνων πολιτισμών.
      O Monod, στο πολύκροτο βιβλίο του Le hasard et la necessite (1970) προτάσσει την ανάγκη,  η σύγχρονη σκέψη να εγκαταλείψει οποιαδήποτε επιβίωση της παλιάς αυτής συμμαχίας και να στηρίξει τη νέα συμμαχία μεταξύ ορθολογισμού κι εμπειρισμού.  Φυσικά εδώ οι όροι αυτοί δε χρησιμοποιούνται με την έννοια που απαντώνται στην ιστορία της φιλοσοφίας, αλλά με την γενικότερη έννοια, όπου ο πρώτος όρος σημαίνει  αποδοχή ωρισμένων κριτηρίων ορθολογικότητας για την έγκυρη γνώση  κι ο δεύτερος, αποδοχή της ετυμηγορίας των πειραματικών δεδομένων.

Δεν υπάρχει θρησκευτική ή ιδεολογική αντίληψη, που να μην στηρίζεται στη λογική, επίσης δεν υπάρχει γνωστικό ήθος που να μην έχει κάποιες αρχές που είναι αυταπόδεικτες. Ακόμα δε μπορεί να υπάρξει πλέγμα γνωστικού ήθους, που να μην ιδεολογεί. Π.χ. η ύπαρξη του Θεού γίνεται δεκτή απ’τον κ. Δημητράκο ως φιντεϊστική.  Ναι υπάρχει φιντεϊσμός, όμως το συμπέρασμα περί ύπαρξης του Θεού είναι αίτημα ορθολογικό. Η λογική διαδικασία μέσω του ορθολογισμού, ακολουθώντας τον σιδερένιο κανόνα της αιτιοκρατίας, μπορεί να μας οδηγήσει σε λογικά συμπεράσματα, που ενώ δεν τα έχουμε διαπιστώσει εμπειρικά, τα δεχόμαστε ως «αληθινά». Δε νομίζω πως υπάρχει ορθολογιστής που δεν αποδέχεται κάτι τέτοιο.  Χρόνια τώρα είμαστε σίγουροι για την ύπαρξη των ηλεκτρονίων ως αντικειμενικά υπαρχόντων σωματιδίων.  Όλοι είμαστε πεπεισμένοι πως η εικόνα που έχουμε σχηματίσει από τις περιγραφές των επιστημόνων που ακολουθούν με ευλάβεια τους όρους του ντετερμινισμού που έχει σαν βάση το δίκρανο του Χιούμ είναι αδιάψευστες. Αυτό ίσχυε στο παρελθόν. Οι επιστήμονες σήμερα ισχυρίζονται ότι: δεν υπάρχει κάποιος να μπορεί να ισχυριστεί ότι γνωρίζει τι είναι το ηλεκτρόνιο προ της μέτρησης. (Κατά τη διαδικασία της μέτρησης, το ηλεκτρόνιο επιβαρύνεται ενεργιακά σε βαθμό που αλλοιώνεται, έτσι δεν είναι πια Αυτό μα κάτι Άλλο, δηλαδή ορθολογικά δεν γνωρίζουμε το ηλεκτρόνιο καθαυτό, αλλά κάτι που διαμορφώθηκε από την πειραματικο-εμπειρική μας πρακτική). Το ότι δεν υπάρχει κάποιος σήμερα, να ισχυριστεί ότι γνωρίζει τι είναι το ηλεκτρόνιο, δεν θα πεί πως δε μπορούμε να φανταστούμε τρόπο που θα μπορέσουμε κάποτε να το ισχυριστούμε. Απλά δεν έχουμε πρόσβαση στον κβαντικό κόσμο και δε θα μπορέσουμε ποτέ να έχουμε πρόσβαση που να δικαιολογεί το εμπειρικό αίτημα.  Όσο μας επιτρέπεται εμπειρική πρόσβαση στην έννοια του Θεού άλλο τόσο μας επιτρέπεται εμπειρική προσβαση στον κβαντικό κόσμο. Το Θεό και τον κβαντικό κόσμο τα υποθέτουμε απ’τα θεωρούμενα ως αποτελέσματα της «δραστηριότητάς» τους. Επειδή διαπιστώνουμε εμπειρικά ότι όλα έχουν κάποιαν αιτία μπορούμε λογικά να δεχτούμε, ότι υπάρχει κάποια «άγνωστη δύναμη» που είναι η «αιτία» όλων των «αιτιών», αλλά που λόγω της δικής μας αδυναμίας πρόσβασης, (όπως συμβαίνει και στον κβαντικό κόσμο) καλούμεθα να συνάγουμε το συμπέρασμα. Η ίδια χρήση που γίνεται στο δίκρανο του Χούμ απ’τους κβαντοφυσικούς, γίνεται και από τους θεολόγους.   Βέβαια ο ντετερμινισμός  «ισχυρίζεται»  ότι κάνει διαφορετική χρήση του δικράνου, δηλαδή έχει συγκεκριμένα εμπειρικά δεδομένα που τα βάζει σε ορθολογική λειτουργία εντός κλειστού συστήματος. Όμως ο ντετερμινισμός από τη μια έχει ακυρωθεί ως απόλυτο ερευνητικό ήθος και έτσι δεν μπορεί να είναι κανόνας για όλα, από την άλλη ξέρουμε καλά ότι η αντικειμενικότητα του συστήματος που παρουσιάζεται ως αυτόνομο ή κλειστό, είναι συμβατική.  Όπως συμβατικός είναι και ο ορθολογισμός. Ο ίδιος ο Πλάτων στο έργο του «Παρμενίδης», κατεδάφισε τον «καθαρό λόγο».  Θα μπορούσα κι εγώ να κατεδαφίσω την αντιιδεολογική ιδεολογία «που είναι χαλαρή έννοια συστήματος αρχών ή πλέγματος ιδεών, που [πιστεύει] κάποια κοινωνική ομάδα» αλλά όμως «δεν πρέπει ούτε να περιγράφει την κοινωνία ούτε να υποδεικνύει τι πρέπει να γίνει  για να καλυτερέψει» ούτε επ’ουδενί λόγω πρέπει «να συνδέσει το υπάρχον με το δέον γενέσθαι».   Άραγε τι ιδεολογία θα ήταν τότε;  Εγώ νομίζω ότι δεν υπάρχει τέτοια «χαλαρή ιδεολογία» που ευαγγελίζεται ο κ.Δημητράκος εκτός αν ο ίδιος ιδεολογεί συνδέοντας το ον, που είναι η ιμπεριαλιστική πραγματικότητα όπου τα πάντα είναι μέσα σε σιδερένιους κανόνες τρόμου και βίας, με το δέον, που είναι ένας φανταστικός επίγειος παράδεισος ιμπεριαλιστικός  τον οποίον μας «περιγράφει».
     Κάθε κοινωνικό σύνολο οργανώνει ένα σύστημα κανόνων και αυστηρών νόμων. Το σύστημα υποτίθεται ότι έχει σκοπό να φροντίζει τις ανάγκες, να οχυρώνει τα δικαιώματα και να δημιουργεί προοπτικές ατομικής και συλλογικής εξέλιξης των ατόμων του. Αν αυτό θέλει να είναι κοινωνικό σύνολο, ανά πάσα στιγμή και παντού θα πρέπει να συνδέει το υπάρχον με αυτό που πρέπει να γίνει.  Αλλιώς δεν θα είναι κοινωνικό σύνολο, αλλά ένα μαντρί προβάτων που μέσα έχουν μπει λύκοι.  Θα αντέξει μέχρις ότου οι λύκοι φάνε όλα τ’αρνιά.
     Ο κ. Μονό βλέπει την κοινωνία  σαν μικρό κλειστό σύστημα βιολογικού πειραματικού γίγνεσθαι. Εκεί τα «στοιχεία» που αλληλεπιδρούν υπόκεινται σε διαφορετικούς κανόνες από την κοινωνία των ανθρώπων. Εκεί το τυχαίο έχει διαφορετική βαρύτητα και μορφή απ’αυτό των κοινωνικών εξελίξεων. Ενώ στις διαδικασίες που διαχειρίζεται ο Μονό δεν έχει διαπιστωθεί ότι κύτταρα υποχρεούνται να κάνουν κάποιον ομαδικό προγραμματισμό, κι αν υπάρχει κάτι τέτοιο, θα είναι σε πολύ υποτυπώδη μορφή και διαφορετική οργάνωση. Εκεί το ον και το δέον δεν έχουν ακόμα διαχωριστεί, το κύτταρο κάνει αυτό ακριβώς που πρέπει να γίνει. Είναι «ελεύθερο» να κάνει μόνο το δέον, το πρέπον.  Όσο για τη σχέση τύχης και αναγκαιότητας, ο τρόπος που την πραγματεύεται είναι τυπικός και μικρόψυχος. (Είναι λυπηρό ένας μεγάλος επιστήμονας να μην είναι και φιλόσοφος. Αλλά από την πραγματεία του είναι φανερό πως δεν είναι). Όπως κάθε νεοθετικιστής απλουστεύει το γίγνεσθαι μέσα στα μικρά όρια κάποιου πειράματος. Όμως η κβαντική φυσική τους εκδικήθηκε· ήδη έχει φτάσει και στα «χωράφια» του κ. Μονό.  Οι αγέρωχοι νεοθετικιστές κελαϊδούσαν καλπάζοντας καβάλα στο δίκρανο του Χιούμ περγελώντας τη μεταφυσική· τώρα την έχουν πατημένη. Τ’άλογο αφήνιασε σέρνοντάς τους βίαια στον μυστικισμό, τον παραλογισμό και τη μεταφυσική.

Η επισύναψη της «παλιάς συμμαχίας»,  που γίνεται με την εμφάνιση της ιδεολογικής σκέψης στον καιρό μας απ'τη Γαλλική Επανάσταση κι έπειτα, αποτελεί για τον Μονό οπιστοδρόμηση, κίνδυνο για την ανάπτυξη της γνώσης αλλά και τους δημοκρατικούς θεσμούς.  Δεν θα μας απασχολήσει εδώ η γνώμη του κ. Μονό πάνω σ’ αυτό το θέμα.  (Όμως το χρησιμοποιεί ως κριτικός διανοούμενος για να “μην παρασύρει” τον αναγνώστη ωθώντας τον συναισθηματικά, αφού ένας μεγάλος επιστήμονας πιστεύει έτσι….). 
    Θα μπορούσαμε όμως να απαντήσουμε συνοπτικά στον κ. Μονό και στον κ. Δημητράκο, ότι λόγω της Γαλλικής Επανάστασης «ξαναγεννήθηκε η δημοκρατία» και ακόμα πατάει πάνω στην ιδεολογία της επανάστασης.  Γιατί η μεγαλύτερη επανάσταση και η πιο ριζοσπαστική, είναι να μπορείς να διατηρήσεις τη δημοκρατία σ'όλες τις συνθήκες.  Ναί ο ορθολογισμός και η εμπειροκρατία ήταν το βάθρο πάνω στο οποίο πάτησε η Γαλλική Επανάσταση. Αλλά ένωσαν το όν που ήταν η αθλιότητα της εποχής με το δέον της δημοκρατίας, που τώρα κόπτεται ο κ. Μονό, για τη σχέση της με τον ιακωβίνο που ήταν η αιτία της.       Λες και η Δημοκρατία είναι κάτι που φύτρωσε στα δέντρα.

Το μόνο που θα μας απασχολήσει εδώ είναι τι συνεπάγεται για τον σύγχρονο διανοούμενο η προσχώρησή σε μιαν ιδεολογία.   Από τη στιγμή που η προσχώρηση αυτή είναι συνυφασμένη με την υπαρξιακή ταύτηση σε μια πίστη ο διανοούμενος μετατρέπεται σε στρατιώτη της ιστορίας, σε οπαδό μιας ιδεολογίας  που την υπηρετεί άνευ όρων.

Δεν υπάρχει ιδεολογική προσχώρηση κανενός είδους, που να έχει γίνει άκριτα. Κι όπως ο κ. Δημητράκος έχει συντάξει τις δυνάμεις του στο ιδεολογικό σχήμα, (συνάγω) του νεοφιλελευθερισμού, όπου υπάρχουν απαράβατοι κανόνες και νόμοι που προστατεύουν τη λειτουργία του και υπόσχεται την εξουθένωση των «αντιπάλων» και την οικονομική ευφορία των «φίλων». Κάτι πολύ υπολογίσιμο και χρήσιμο στη διαμόρφωση ίδεολογίας σήμερα.
     Ο κ Δημητράκος καταθέτει πίστη στο γνωστικού ήθος που οδηγείται απ’το δίκρανο του Χιούμ, που όπως δείξαμε σε προηγούμενη διαπραγμάτευση, έχει πια χρεωκοπήσει ή τουλάχιστον κατέβηκε από το ύψος του απειρόβλητου.   Έτσι ακριβώς υπάρχουν και άλλες ιδεολογίες όπου σ’αυτές μετά από κριτική εκτίμηση προσχωρούν ιδεολόγοι που δεν διαφέρουν απ’τον κ. Δημητράκο, ούτε ηλίθιοι είναι, ούτε ζούν στο μεσαίωνα ή στον κόσμο της ουτοπίας. 
     Μπορεί κάποιος αν προσχωρεί σε όποιαν ιδεολογία να θέλει ν’αλλάξει το κοινωνικό σύστημα, κι αυτό δεν είναι λογικά άτοπο ούτε ηθικά αθέμιτο. Έχει ξανασυμβεί στην ιστορία της ανθρώπότητας. Κι αν δεν συνέβαινε, μπορεί να βόσκαμε σαν ευτυχισμένα πρόβατα, χωρίς ευθύνες, προγραμματισμό ή οράματα για το μέλλον, χωρίς αναζήτηση δικαιοσύνης ή ακόμα και αναζήτηση θεού. Μόνη φροντίδα μας θα ήταν η εμπειρία του καλού χόρτου και φόβος μας, ο κακός λύκος.  Όπως συνάγω ότι ο κ. Δημητράκος έχει συντάξει τις ιδεολογικές του δυνάμεις στις γραμμές του νεοφιλελευθερισμού, έτσι νοιώθω ότι κραδαίνει το ιδεολογικό σπαθί του εδώ κι εκεί, αλλά θέλει να το στρέψει τελικά κατά του σοσιαλισμού.

Ο homo ideologicus και η ιδεολογική κοινότητα

Ο homo ideologicus  δεν είναι απλώς ο διανοούμενος που είναι πιστός σε μιαν ιδεολογία, αλλά εκείνος που υποστηρίζει τη μεταθεωρητική αρχή ότι πρέπει να παρατηρεί κανείς τον κόσμο ιδεολογικά, με την έννοια  που χρησιμοποιείται εδώ ο όρος αυτός, δηλαδή την ενότητα όντος και δέοντος που είναι ένα προκαθορισμένο σχήμα. Απ’τη στιγμή που πραγματοποιείται αυτή η προσχώρηση, ο homo ideologicus μπορεί να είναι «εξειδικευμένος» ή «εν ευρεία έννοια» διανοούμενος. Στην πρώτη περίπτωση επιδιώκει ενεργητικά να επηρεάσει το χώρο του, διαμορφώνοντας το δόγμα μιας ιδεολογίας, ή πιο ταπεινά διαδίδοντας της αρχές της. Γίνεται έτσι ο εξειδικευμένος διανοούμενος, μέτοχος στο ρίζωμα μιας ιδεολογίας σ’ ένα ωρισμένο κοινό.      Σημασία έχει το βίωμα στο οποίο μετέχει και του οποίου είναι εν μέρει διαμορφωτής.  Στη δεύτερη περίπτωση, ο εν ευρεία έννοια διανούμενος  μετέχει κι αυτός στο ίδιο βίωμα, αλλά λιγότερο ενεργητικά. Χωρίς αυτόν όμως ο εξειδικευμένος διανοούμενος δε μπορεί να επιτελέσει το έργο του. Κοινό και κύριό τους στοιχείο, είναι η συμμετοχή και των δύο σε μια ιδεολογική κοινότητα.  Η συμμετοχή σ’αυτήν σημαίνει κοινή αποδοχή ωρισμένων αρχών συμβόλων εκφράσεων και πρακτικών:  Η κοινή δοξασία δεν είναι αφηρημένη ούτε υφίσταται ερήμην της κοινότητας, μιας πρακτικής ή ενός εκκλησιάσματος. Και όπως στην εκκλησιαστική κοινότητα, ο ιερέας απ’τη μια μεριά και το εκκλησίασμα απ’την άλλη, παίζουν το ρόλο τους  ως μέτοχοι αυτής της κοινότητας, το κοινό στοιχείο της οποίας δεν είναι μόνο η κοινή πίστη που συμμερίζονται, αλλά και η τελετουργία, τα σύμβολα, η πρακτική κ.λ.π.,  έτσι και στην ιδεολογική κοινότητα, οι κοινοί πιστοί που είναι οι εν ευρεία έννοια διανοούμενοι κι οι πρωθιερείς που είναι οι εξειδικευμένοι διανοούμενοι παίζουν τους αντίστοιχους ρόλους.

Εδώ βλέπουμε τον «κριτικό διανούμενο» πάλι να προσπαθεί να παρουσιάσει αντιστοιχίες που είναι ανάρμοστες, αφού η εκκλησιαστική κοινότητα απέχει πολύ απ’την ιδεολογική. Μοιάζουν στ’ότι είναι κοινότητες, όπως κοινότητα είναι κι η Ατλαντική Συμμαχία, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το Διεθνές Χρηματιστήριο κι η Παγκόσμια Τράπεζα.  Όλ’αυτά τα «διεθνή ευαγή ιδρύματα», έχουν πρωθιερείς «εξιδικευμένους διανοούμενους» και ένα εκκλησίασμα που αφιονίζεται στην προσμονή του κέρδους. (Είναι ικανοί για όλα αρκεί να έχουν ένα μικρό διάφορο).  Εκεί στήνονται θεωρίες και πλεκτάνες για τη «Συντεταγμένη Διάλυση της Παγκόσμιας Οικονομίας» δηλαδή «για το πως ο λύκος θα φάει "όλο το το μαντρί μια κι έξω".   Εκεί στήνονται οι προβοκάτσιες για να επέμβουν δυναμικά, να πνίξουν στο αίμα και να λαφυραγωγήσουν τους αδύνατους.  Ο κ. Δημητράκος ισχυρίζεται ότι αυτοί έχουν μια χαλαρή ιδεολογία δρώντας τελείως φυσικά κι αυθόρμητα.  Εγώ λέω ότι όλες αυτές οι οργανώσεις μικρές και μεγάλες, είναι ιδεολογικές κοινότητες που διαφέρουν στους σκοπούς. Άλλες είναι ληστρικές που υπακούουν στο νόμο της ζούγκλας, άλλες θέλουν να αλλάξουν τις κοινωνικές σχέσεις ιμπεριαλισμού και εξάρτησης, και άλλες μεταθέτουν το πρόβλημα στη μετά θάνατο ζωή. Ανάλογα λοιπόν με τον ιδεολογικό προσανατολισμό του, καθένας προσχωρεί στην ανάλογη ιδεολογική κοινότητα.

Και στις δυό περιπτώσεις, της εκκλησιαστικής ή της ιδεολογικής κοινότητας, η συμμετοχή είναι πνευματική κατά κύριο ρόλο αλλά όχι αναγκαστικά λογική: το σύμβολο η συγκινησιακή  έξαρση, η μαγεία του λόγου και της τελετουργίας, καθώς και των απεικονίσεων, η διατήρηση μιας συλλογικής μνήμης και συλλογικών παραστάσεων, μπορούν να εκτοπίσουν την κριτική σκέψη κι ακόμα την ίδια τη λογική.   Αλλά στην ιδεολογική κοινότητα παρουσιάζεται η ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας ως λογικοποίηση της  με το αιτιολογικό ότι είναι απαίτηση της λογικής ν’απομακρυνθεί το περιστασιακό και το μερικό και ν’αντικατασταθεί από το αναγκαίο και το γενικό.

Αυτό βέβαια μπορεί να συμβαίνει στην εκκλησιαστική κοινότητα, εκεί όπου βασιλεύει ο ιδεαλισμός,  όμως καί η εκκλησιαστική κοινότητα έχει σκοπούς ρεαλιστικούς και καθημερινούς.  Η προσπάθεια των πιστών να οργανώσουν ένα κοινωνικό πλέγμα σχέσεων αγάπης και ήθους, δεν αξίζει σκωπτικών παρατηρήσεων. Πιστεύουν ότι ο άνθρωπος δεν είναι ζώο που ακολουθεί το νόμο της ζούγκλας·   έτσι προσδοκούν ότι κάποτε όλοι θα ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.  Αντίθετα άλλοι πιστεύουν ότι οι ανθρωποι είναι θηρία και για να είναι ρεαλιστές πρέπει να φερθούν αναλόγως. Ενώ υπάρχουν άλλοι που πιστεύουν ότι οι άνθρωποι είναι στο βάθος άνθρωποί, αλλά υπάρχουν οι άπληστοι που δεν έχουν ακόμα ξεφύγει τελείως από την ζωώδη κατάσταση και πρέπει να «βοηθηθούν» για να ξεφύγουν, με την προπαγάντα ή με τη βία, αν μόνον αυτήν καταλαβαίνουν. Βλέπουμε, ότι οι ιμπεριαλιστές και το εκκλησίασμά τους, διψώντας για χλιδή και πολυτέλεια, καταστρέφουν αλόγιστα το περιβάλλον, για να μπορεί να «κινηθεί» η Αγορά και να μπορούν μακάρια να ξοδεύουν την ιερή φύση κάποιοι ανόητοι κι ακαλλιέργητοι χοντροί στις χώρες της αλαζονίας. Υπάρχουν αυτοί που ανισυχούν για το μέλλον του κόσμου· υπάρχουν κι αυτοί που το καταστρέφουν προτού ακόμα έλθει. Λέει ο κ.Δημητράκος ότι ο homo ideologicus γυρεύει ενεργά να επηρεάσει διαμορφώνοντας την κατάσταση.  ―Ναί, υπάρχουν αυτοί που αγωνίζονται να διαμορφώσουν την κατάσταση αρνητικά για το κέρδος, όπως υπάρχουν κι αυτοί που αγωνίζονται να την διαμορφώσουν θετικά για το περιβάλλον και τον άνθρωπo, για το ήθος και την αρετή και αυτοί που αδιαφορούν μια που η ζωή είναι πολύ μικρή και βολεύονται όπως μπορούν.            «Ώμορφα και τακτικά πάνε μ’εκείνον που νικά».
    Στην εκκλησιαστική κι ιδεολογική κοινότητα, την οποία ο συγγραφέας μας μέμφεται, η συμμετοχή δεν είναι μόνο πνευματική αλλά και κοινωνική στη βάση της καθημερινής εμπειρίας και όχι στη βάση οικονομικών συντεταγμένων (που ιδεολογικοποιούν την πραγματικότητα).  Οι ιδεολογικές κοινότητες μπορεί να κάνουν το σωστό ή το λάθος, έχουν όμως αγαθές προθέσεις, αντίθετα με τις νεοθετικιστικές οικονομοτεχνικές κοινότητες που έχουν προθέσεις ιδεοκρατικές και δόλιες.
   Λοιδορεί ο κ. Δημητράκος τα σύμβολα, τη μαγεία του λόγου τη συγκινησιακή έξαρση και γενικά ότι υπερβατικό ή ότι δίνει στον ανθρωπο ώθηση για το ανώτερο.  Σας πληροφορώ κ. Δημητράκο ότι αν δεν υπήρχαν Αυτά, εμείς οι Έλληνες όπως κι άλλοι λαοί θα μιλούσαμε Περσικά ή Τούρκικα.  Θα ήμασταν μουσουλμάνοι και η ανώτερη έκφραση της ζωής μας θα ήταν ν’αγγίζουμε το κεφάλι στη γή και να σηκώνουμε τον πρωκτό στον ουρανό.  Όσο για το δίκρανο του Χιούμ, δε θα ήθελα να σκεφτώ τι θα το έκαναν.
    (Είπε Φιλέλληνας στρατηγός στον Μακρυγιάννη πριν από κάποια μάχη, πως οι Τούρκοι ήταν καλύτερα οπλισμένοι και πολυπληθέστεροι κι ίσως θα έπρεπε  να σκεφτούν μήπως αποφύγουν την εμπλοκή. Και αυτός απάντησε: αν είχαμε αρχίσει με το μέτρημα στρατηγέ μου δε θα είχαμε κάνει επανάσταση. Θα μπούμε με τα σπαθιά ανάμεσά τους και ότι γίνει. Μα ούτε και οι Αθηναίοι θα ώρθωναν το ανάστημά τους στο Μεγάλο Βασιλιά).
     Όσο για την ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας, που ο κ. Δημητράκος «χρεώνει» στην ιδεολογική κοινότητα, θα απαντούσα πως δεν είναι κακό να έχουμε προγράμματα ήθους και ανθρωπισμού θέλοντας να εφαρμοστούν,  αντί για Δ.Ν.Τ. και ανθρωποβόρους οικονομοτεχνικούς ιδεοπειθαναγκασμούς.  Μήπως ο ιμπεριαλισμός είναι τένις-κλαμπ, που δεν υπάγεται σε ιδεολογικά πλαίσια που μάλιστα είναι ατσαλένια;

Η ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας συνοψίζεται στο σκεπτικό,  που εκφρασμένο στο εγελιανό ιδίωμα, είναι περίπου το ακόλουθο: Η απελευθέρωση απ’το μερικό και περιστασιακό σημαίνει ότι το πραγματικό ταυτίζεται με το λογικό.  Επειδή όμως αυτή η συνταύτηση δεν γίνεται αυτόματα πρέπει να πραγματοποιηθεί μέσω της συνειδητής ιστορικής πράξης. Μόνον ωρισμένοι πρωτοπόροι είναι σε θέση να συλλάβουν αυτή την ανάγκη ως δικό τους καθήκον. Μέσω της πράξης τους το αφυπνισμένο εγώ της ανθρωπότητας, πραγματοποιεί την «ουσία» του: ταυτίζει το λογικό με «το πραγματικό».
(Εδώ ο κ. Δημητράκος άνοιξε τα παλιά επαναστατικά του κιτάπια. Αυτή η θεωρία θυμίζει ένα νεόκοπο νεοχεγκελιανό ιδεοεπαναστάτη οπωσδήποτε νέο στη ηλικία με φλογερό πάθος για επανάσταση.  Αργότερα στην προσγείωση δε θέλησε ποτέ να τα πετάξει, είναι κρυμμένα στο κλειδωμένο γραφείο με νοσταλγία. Πολύ θα ήθελα να τα διαβάσω).

Θα υπενθυμίσω στον κ Δημητράκο ότι η ιδεολογική κοινότητα που υπαινίσσεται, μ’όλο το σεβασμό για το έργο του Χέγκελ, αντιτίθεται στην άποψή του για την πραγματικοποίηση του γενικού που είναι ιδεατό· αφού ο Χέγκελ σαν ιδεαλιστής θέλει την πραγματικότητα να κατάγεται απ’την Ιδέα κι ο κόσμος ως περιστασιακός και ειδικός να είναι το φαινομενικό γίγνεσθαι της έννοιας «αφού ο Θεός και μόνον ο Θεός είναι η πραγματικότητα».  Ναι η μαρξιστική κοινότητα, δε δέχεται κανενός είδους Εγελιανή ιδεολογικοποίηση, ούτε την ύπαρξη του θεού. Δέχεται την «ύπαρξη» ιδεών μα αριστοτελικά, ως «αντανάκλαση» της πραγματικότητας, καθώς και την ύπαρξη έγκυρης ορθολογικής διεργασίας ως αντανάκλαση του γίγνεσθαι της πραγματικότητας. Η γενικοποίηση λοιπόν που θα μπορούσε να δεχτεί, είναι αυτή που συνάγεται από την πραγματικότητα και την ορθολογικοποίησή της, όπως κάνει και η «χαλαρή» νεοθετικιστική ιμπεριαλιστική κοινότητα.  Η διαφορά των δύο «κοινοτήτων» είναι οι προθέσεις τους και η δύναμή τους.   (Η μια είναι στην εξουσία και η άλλη θέλει να την ανατρέψει, η μια διαθέτει όλα τα μέσα ενώ η άλλη την μόνο τη βούληση για δικαιοσύνη).

Οι «πρωτοπόροι» που αντιλαμβάνονται την ιστορική αναγκαιότητα της ταύτησης του «λογικού» με το «πραγματικό», (οι ιδεολογικοιποιημένοι διανοούμενοι κι οι ιακωβίνοι πολιτικοί) συνταυτίζουν την καταναγκαστική δύναμη της λογικής με την δύναμη «των νόμων της ιστορίας» ή «των στοιχείων της φύσης»: οι δύο «αναγκαιότητες» εκφράζονται μέσα απ’το ίδιο ιδίωμα, που παράγεται από τον homo ideologicus,  που συνδέει συνειρμικά διάφορες απεικονίσεις μεταξύ τους, περνώντας από τη μια σκέψη στην άλλη,  χωρίς να γίνεται ο ενδεδειγμένος λογικός έλεγχος.

Οι κοι. Δημητράκος και Μονό που κόπτονται τόσο για τη δημοκρατική κοινωνία, μήπως ακόμα περισσότερο θα προτιμούσαν την αριστοκρατική προεπαναστατική γαλλική κοινωνία αφού απαξιώνουν την προσφορά των ιακωβίνων και αυτή την επαναστατική αλλαγή καθεαυτή.
     Είναι οι ιακωβίνοι που έκαναν χρήση του «δικράνου» του Χιούμ, έχοντας την εμπειρία της γαλλικής κοινωνικής πραγματικότητας στην εποχή τους·  δηλαδή την εμπειρία του παράλογου αυταρχισμού και της αδικίας, θέλοντας να τα αλλάξουν. Και πως θα τ’άλλαζαν; Χρησιμοποιώντας την ορθολογική σκέψη.  Επειδή η άρχουσα τάξη δε δεχόταν αλλαγές, λογικό ήταν να πραγματοποιηθούν με τη βία.  (Σε μιαν επαναστατική αλλαγή γίνεται η προσπάθεια για την επιβολή της τελειότερης λογικά κοινωνίας, όμως όλα τα προγράμματά τους δεν είναι εφικτά γιατί οι συνθήκες πολλές φορές δεν το επιτρέπουν.  Οι κοινωνικές δυνάμεις που ωθούν την αλλαγή, θέλουν να τη διαμορφώσουν «στα μέτρα» τους κι έτσι υπάρχει πάντα μια μετεπαναστατική πάλη για τη διαμόρφωση αυτή.  Συνήθως χάνουν αυτοί που είχαν προσφέρει περισσότερα κι ήθελαν λιγότερα για τον εαυτό τους και πιο πολλά για την κοινωνία.  Κερδίζουν οι πιο ισχυροί, δηλαδή αυτοί που προσφέρουν λιγότερα στην επανάσταση και προετοιμάζονται καλύτερα για τη μετεπανατατική διαδικασία.  Οι πονηροί, που ισχυρίζονται πως είναι οι ρεαλιστές.
     Άραγε οι κ. Μονό και Δημητράκος δε συμφωνούν για την αναγκαιότητα της επαναστατικής αλλαγής το 1789 στη Γαλλία;  Ή νομίζουν ότι η αλλαγή θα γινόταν ομαλά όπως έγινε στην Αγγλία; Αν δε γινόταν η Γαλλική επανάσταση ή όποια επανάσταση, τίποτα δε θα είχε αλλάξει στην Ευρώπη. Θα είχαμε, όπως οι Άραβες, μια θεοκρατική κοινωνία, που οι επιστήμες κι η όποια πρόοδος, θα δαιμονοποιούντο κάθε τόσο απ’την εκκλησία και θα γύριζαμε συνεχώς στο μηδέν.
    Για να γίνει μια επανάσταση πρέπει να υπάρξει σύνδεση όντος και δέοντος, δηλαδή η προσπάθεια εκλογίκευσης της παράλογης πραγματικότητας που επικρατούσε πριν.  Για παράδειγμα σήμερα οι βιομήχανοι καταστρέφουν το περιβάλλον για το κέρδος. Τι πρέπει να κάνουμε, να τους αφήσουμε;  Έχουμε μια σειρά εμπειρικών δεδομένων που είναι η κατάσταση, δηλαδή τη δραστηριότητα και το αποτέλεσμά της και πρέπει με ορθολογική διαδικασία να αποφασίσουμε τι πρέπει να γίνει.  Πρέπει να γίνουμε «πρωτοπόροι», να σταθούμε στο ύψος της ιστορικής ανακαιότητας και να επιδιώξουμε να ταυτίσουμε την πραγματικότητα με τη λογική; Ή σαν καλοί μικροαστοί να διαβιούμε χαλαρά ώσπου ν’αποφασίσουν οι βιομήχανοι αν θ’αντιμετωπίσουν την κατάσταση ή όχι. Στο μεταξύ αυτοί θα ζουν στην Κηφησιά και μείς με τα παιδιά μας στη Δραπετσώνα.

Ο πολιτικός λόγος της επανάστασης, αλλά κι όποιας άλλης ιδεολογικής επιταγής, παρουσιάζεται σαν να ήταν υπαγορευμένος απ’τη λογική, dictamen rationis. Έτσι ο Merleau-Ponty ένας χαρακτηριστικά ιδεολογικοποιημένος φιλόσοφος της εποχής του, δε δίστασε να γράψει, ότι ο μαρξισμός δεν είναι μόνο μια φιλοσοφία της ιστορίας αλλά η κατ’εξοχήν φιλοσοφία της ιστορίας κι ότι η εγκατάληψή του ισοδυναμεί με την εγκατάληψη της «λογικής της ιστορίας».

Εδώ θα επισημάνω, ότι ο πολιτικός λόγος της επανάστασης όπως κάθε άλλος πολιτικός λόγος, δηλαδή του καπιταλισμού ή του ιμπεριαλισμού και κάθε είδους ιδεολογική επιταγή παρουσιάζονται και υπαγορεύονται απ’τη λογική.  Όλοι οι κοινωνικοί φορείς ανάλογα με την πραγματικότητα, οργανώνουν συστήματα που τους ευνοούν.  Η πραγματικότητα είναι πολυδιάστατη, πολυπρόσωπη κι αντιφατική, γι’αυτό μπορεί να έχει απεριόριστα λογικά πρόσωπα, που συγκρούονται μεταξύ τους.  Είναι λάθος να χαραχτηρίζονται κάποια από αυτά ανεδαφικά και άλλα ρεαλιστικά. Η αναγκαιότητα, οι δυνάμεις και η δυνατότητα ορίζουν το αποτέλεσμα, κι αυτό ορίζει τη ρεαλιστικότητα της ιδεολογικής σύλληψης.  Όμως αυτό δε θα πεί ότι κάθε τι που έχει επιβληθεί, θα μπορεί να δικαιώνεται πάντα ορθολογικά.  Με την σειρά του κι αυτό μπορεί να ανατραπεί όταν οι συνθήκες ωριμάσουν, (όταν η σχέση ορθολογισμού και εμπειρίας αλλάξει).

Το μυστικό της ταχυδακτυλουργικής αυτής επιτυχίας βρίσκεται στο ιδίωμα που χρησιμοποιεί  ο ιδεολογικοποιημένος διανοούμενος, στις εικόνες, τα λεκτικά σχήματα και τις παρομοιώσεις.  Μέσω της μαγείας των λέξεων και της απεικονιστικής δύναμης των ρητορικών σχημάτων που μεταχειρίζεται παραβιάζει τη λογική υποχωρώντας η κριτική αντίληψη. Η συνεκδοχή εκτοπίζει τον λογικό συμπερασμό και τα ιδεολογήματα παίρνουν τη θέση επιχειρημάτων.

Ρητορική είναι η τέχνη του λόγου κι όπως όλα, έχει αντιφατική φύση. Η ρητορική δίνει τη δυνατότητα να εκφραστούν οι προτάσεις καλύτερα, δηλαδή να πούμε την αλήθεια ή το ψέμα με καλύτερο τρόπο. Το αποτέλεσμα και ο σκοπός είναι θέμα μάλλον λογικής και ιδεολογικής συγκρότησης. Οι εικόνες, τα λεκτικά σχήματα και οι παρομοιώσεις, είναι μέρος της τέχνης του λόγου και κατά συνέπεια του πολιτισμού. Αν τα αφαιρέσουμε απ’το λόγο, απλουστεύεται τόσο που απογυμνώνεται κι εκβαρβαρίζεται. Γίνεται το «να, να καί το, ο», τότε ανάβουν οι πυρές «των πράξεων πίστης» κι όλα υπάγονται στη «φώτιση» του Πάπα του Παππά ή του Μουλά.
     Παρατηρώ πως ο κ. Δημητράκος χειρίζεται ειδικά θέματα με τον αφηρημένο και γενικό τρόπο, που επισυνάπτει στον ιδεολογικοποιημένο διανούμενο, μπαίνοντας και αυτός στη διαδικασία της μαγείας, της χρήσης των εικόνων, των λεκτικών σχημάτων κλπ.. Δεν είναι κακό αυτό.  Όμως, σαν καλός νεοθετικιστής, θα ήταν καλύτερα να διαχειριστεί το συγκεκριμένο θέμα με συγεκριμένο τρόπο και συγκεκριμένο τρόπο του λέγειν. Αυτός αντίθετα ιδεολογικοποιεί αφηρημένα την πολύμορφη πραγματικότητα των ιδεολογικών κοινοτήτων και από τα ειδικά που είναι πολλά διάφορα, μας πηγαίνει στο γενικό ιδεολογικοποιώντας την πραγματικότητα. Από εκεί καλπάζει χωρίς το δίκρανο του Χιούμ σε «υπερβατικούς» συνηρμούς. Αυτά τα έχουμε ξαναδεί, τα κάνουν οι Άγιοι Πατέρες στα κείμενά τους.  Σ’ένα νεοθετιστικό κείμενο όμως, πρέπει πρώτα να οριστούν τα εμπειρικά δεδομένα της συγκεκριμένης κατάστασης, να περιγραφεί η δυναμική της και με όργανο την ορθολογική σκέψη να συνάγουμε συμπεράσματα που να μπορούν να μας δώσουν αποτελέσματα ντετερμινιστικά.  Δηλαδή, κάθε φορά που θα ενεργούμε με τον ίδιο τρόπο και τα ίδια δεδομένα, να έχουμε τα ίδια αναμενόμενα αποτελέσματα.  Αυτό όμως δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί απόλυτα στην αληθινή ζωή γιατί οι όροι της είναι αυτοαναιρούμενοι και τα συστήματα δεν είναι κλειστά ούτε απόλυτα αντικειμενικά. Μπορούμε να έχουμε προσεγγίσεις, που πολλές φορές εκτρέπονται τόσο πολύ, που παύουν να είναι προσεγγίσεις.

Η ιδεολογικοποίηση του διανοούμενου επομένως, μετατρέπει τον τελευταίο σε υποστηρικτή του ιακωβινισμού και σε αρχιτέκτονα της ιδεολογικής σκέψης, η οποία βασίζει τη δύναμή της στην ιδεολογικοποίηση όχι μόνον της πραγματικότητας αλλά και την λογικής.  Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί ιδιαίτερα η υπηρεσία που προσφέρει στον ιακωβίνο πολιτικό, ο εξειδικευμένος διανοούμενος, και μάλιστα ο λόγιος ή ο φιλόσοφος, ως κατασκευαστής ιδεολογημάτων, ως χειριστής ρητορικών σχημάτων και λεκτικών απεικονίσεων. Με αυτά τα μέσα παρεμποδίζει την απρόσκοπτη λειτουργία της κριτικής κι ενθαρρύνει τη «βιωματική» και όχι εγκεφαλική σύλληψη της πραγματικότητας.  Το πρόβλημα που πρέπει να εξεταστεί είναι τα λογικά αίτια αυτής της ιδελογικοποίησης των διανοουμένων: τι είναι εκείνο που ωθεί σήμερα στην ιδεολογική στράτευση και επομένως στην παραίτηση απ’την κριτική σκέψη τον εξειδικευμένο διανοούμενο, τον επαγγελματία πνευματικό άνθρωπο, ο οποίος μας απασχολεί εδώ κατά κύριο λόγο;  Αυτό θα φανεί σ’αυτό που ακολουθεί.

Ο Δημητράκος ως τώρα κατηγορούσε τον ιδεολογικοποιημένο διανοούμενο ότι θέλοντας να λογικοποιήσει την πραγματικότητα την ιδεολογικοποιούσε, τώρα ισχυρίζεται πως με την ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας, ιδεολογικοποιεί και τη λογική.  Ως ορθολογιστής θα πρέπει να διαλέξει πιο απ’τα δύο συμβαίνει. Φαίνεται πως θέλει να πεί ότι η επανάσταση όντας μια πράξη παράλογη δε μπορεί να έχει αληθινή σχέση με τη λογική. Ο κ.Δημητράκος δεν θα είχε αντίρρηση για τη βιομηχανική, την επιστημονική ή τη φιλοσοφική επανάσταση. Όλες αυτές οι επαναστάσεις μπορούν να στηρίζονται στη λογική, μολονότι μέχρι να καθιερωθούν βάλλονται ως παράλογες.  Αυτός κόπτεται διακαώς για τη σχέση του ιδεολογικοποιημένου διανοούμενου με τον ιακωβίνο· κρίνει ότι η επανάστασή τους δεν είναι «εγκεφαλική» όπως θα έπρεπε, αλλά «βιωματική».

Ο σύγχρονος homo indeologicus και η ιακωβινική πολιτική παράδοση, κάνοντας το «άλμα πίστης» που προϋποθέτει η ιδεολογική προσχώρηση, ο ιδεολογικοποιημένος  διανοούμενος πραγματοποιεί μιαν επαναχώρηση, δηλαδή στην ουσία μιαν οπιστοδρόμηση του πνεύματος.  Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται μετά λόγου γνώσεως. Η επαναχώρηση αυτή (με την φροϋδική έννοια της Regression αποτελεί μορφή οπιστοδρόμησης του πνεύματος, μια καταφυγή της σκέψης σε προηγούμενο πιο βολικό στάδιο ανάπτυξης της ανθρώπινης προσωπικότητας. Που οφείλεται αυτό το φαινόμενο;

Στην πρόταση αυτή ο «κριτικός διανοούμενος» στηρίζει την κριτική του σε δυο βασικά στοιχεία:
Α. Το άλμα πίστης με το οποίο ο διανοούμενος προσχωρεί σε μια ιδεολογία. (Αυτόν τον ισχυρισμό δεν τον έχει ορθολογίσει επαρκώς ή τουλάχιστον όσο χρειάζεται το γνωστικό ήθος του κριτικού διανοουμένου, αφού δεν ασκεί κριτική σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή μια συγκεκριμένη ιδεολογία, όπως θα όριζε μια νεοθετικιστική πραγματεία).  Αντίθετα ο κ. Δημητράκος «ουσιαστικοποιεί» την έννοια ιδεολογία, που είναι μια γενική και αόριστη κατάσταση, μέμφοντας τον κάθε διανοούμενο, που θέλει να εφαρμόσει την όποια ιδεολογία έχει αποδεχτεί.  Τι νόημα θα είχε μια ιδεολογία χωρίς εφαρμογή;  Αληθινά όμως τίθεται θέμα, αν μια συγκεκριμένη ιδεολογία και όχι η ιδεολογία ως γενική αντέχει κριτικής.  Αυτό είναι το αίτημα του νεοθετικισμού που ο κ. Δημητράκος αποφεύγει.  Έτσι θα λυνόταν και το ζήτημα της φιντεϊστικής ή όχι, προσχώρησης του διανοουμένου στην εν λόγω ιδεολογία από αυτά που δέχεται.  Ακόμα το άλμα πίστης που χρεώνεται σε κάθε ιδεολόγο ο οποίος προσχωρεί σε μια ιδεολογία, είναι ένα ήπιο άλμα ίσως λίγο μεγαλύτερο από το άλμα πίστης για ζωή. 
    Ο κάθε άνθρωπος θέλει άλμα πίστης για το ξεκίνημα της καθημερινότητας, αφού μπορεί να τον πατήσει ένα αυτοκίνητο ή να του έλθει στο κεφάλι κεραμείδα. Επίσης θέλει άλμα πίστης και το ξημέρωμα. Κανείς δε μπορεί να είναι απόλυτα βέβαιος αν θα ξημερωθεί αύριο, όπως δεν μπορεί να είναι απόλυτα βέβαιο αν η ιδεολογία που αποδέχτηκε με όλη τη φροντίδα να είναι ρεαλιστική, θα του βγεί λανθασμένη ή σωστή. Η ζωή δεν είναι μια διαδικασία μηχανιστική όπου η ορθολογική βεβαιότητα είναι αναμφισβήτητη, τη βεβαιότητα ακολουθεί πάντα και αμφιβολία, έτσι ο άνθρωπός πρέπει να πιστεύει-αμφιβάλοντας.
Β. Ο κ.Δημητράκος αντί να προτείνει επιχειρήματα, «ορίζει» την κάθε προσχώρηση ως οπιστοδρόμηση και για επιχείρημα χρησιμοποιεί την ψυχολογία (με την φροϋδική έννοια της επαναχώρησης, Regression). Αναρωτιέμαι, αν αυτό το επιχείρημα, μπορεί να είναι στοιχείο κρίσης για μια αόριστη κι αφηρημένη ομάδα διανοουμένων που προσχώρησαν σε κάποια ιδεολογία.  Ακόμα αναρωτιέμαι αν το ήθος του κριτικού διανοούμενου θεωρεί επαρκές στοιχείο εκτίμησης την πρόταση αυτή του Φρόϋντ, και πάρα κάτω, αν θεωρεί την ψυχολογία επιστήμη που της ταιριάζει το δίκρανο του Χιούμ. Εγώ, ένας «εν ευρεία έννοια διανοούμενος», πιστεύω ότι σήμερα που τα θέματα αυτά λύνονται πια με κάποιο είδος νευροφυσικής βιολογίας, αφού όλ’αυτά μπορούν να «διαβαστούν» στο DNA, η ψυχολογία τουλάχιστον με τον τρόπο που ασκείτο την εποχή του Φρόϋντ, δεν είναι θετικό στοιχείο.      Ο κ. Δημητράκος τη χρησιμοποιεί από άγνοια ή για ετυπωσιασμό.

Νομίζω ότι μπορούν να δωθούν δυο διαφορετικές εξηγήσεις. Η μια εξήγηση έχει να κάνει με την επιδίωξη του homo ideologicus, να παίξει σημαντικό και όχι περιθωριακό ρόλο στη διαμόφωση της κοινωνίας, στη μεταβολή της, στο ιστορικό γίγνεσθαι, για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση πιο  μεγαλόστομη που συνήθως μετέρχεται ο ίδιος.  Αυτή τον οδηγεί σε μια συμμαχία με την πολιτική, -την «ιστορική αποστολή»- του ιακωβίνου.

Δε μπορώ να δώ τι σχέση έχει εδώ η Regression του Φρόϋντ κι ο τρόπος που νομιμοποιείται ο χαραχτηρισμός αυτής της δραστηριότητας και συμπεριφοράς σαν οπιστοδρόμηση του πνεύματος.  Μπορεί η προσχώρηση αυτή να είναι οπιστοδρόμηση του πνεύματος, αλλά ο κ. Δημητράκος ως κριτικός διανοούμενος έχει καθήκον να στηρίξει ορθολογικά την άποψή του και ακόμα να μπορέσει να πατήσει πάνω σ’εμπειρικά δεδομένα που θα πρέπει να τα προσκομίσει.  Απ’την άλλη δεν μπορώ να δώ, γιατί η πρόθεση ενός ιδεολόγου να ταχθεί με το μέρος αυτού του πολιτικού, όταν συμφωνεί με τις απόψεις και τις επιδιώξεις του είναι κακό·  και γιατί είναι οπιστοδρόμηση, αν έχει ερευνήσει την εμπειρική βάση που στήρηξε τις απόψεις του, κι έχει επεξεργαστεί ορθολογικά όλες τις πτυχές του εγχειρήματός του.  Αντί ο κ. Δημητράκος «να κηρύττει από άμβωνος», θα ήταν καλύτερα να μας πείσει με επιχειρήματα που αντλεί από συγκεκριμένη ανάλυση.

Η δεύτερη εξήγηση  σχετίζεται  με τον ρόλο του σύγχρονου μάγου, που θέλει να αποδώσει στον εαυτό του ένας ωρισμένος τύπος διανοουμένου σήμερα.  Όσο κι αν αυτό μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως εξωφρενικό ή παράδοξο η επαναχώρηση που συνίσταται στο άλμα πίστης που κάνει ο ιδεολογικοποιημένος διανοούμενος, αποβλέπει στον κοινωνικό έλεγχο, όχι μέσα από τη λογική πειθώ, αλλά μέσα από τον χειρισμό συμβόλων (κυρίως λεκτικών), που απεικονίζουν ανώτερες δυνάμεις στην ιστορία κι επιφέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Λειτουργεί διαμεσολαβητικά σαν μάγος αναγεννησιακός, με τις μαγικές του απεικονίσεις (talismans) των ουρανίων δυνάμεων. Η ανορθολογική επαναχώρηση του homo ideologicus που συνίσταται στο άλμα πίστης, έχει και ένα άλλο επομένως, επαναχωρητικό επακόλουθο: την μετατροπή του ρόλου του σε εκείνον του μάγου. Με την διαφορά που ο ανορθολογισμός του, συγκαλύπτεται από μια «ιδεολογικοποιημένη λογική», που σχετίζεται με το πολιτικό πρόγραμμα του ιακωβίνου.

Αυτό, όπως παραδέχεται και ο κ. Δημητράκος, φαίνεται εξωφρενικό και παράδοξο. Θα περιμέναμε λοιπόν απ’τον ίδιον να προσκομίσει πιο θετικά στοιχεία απ’το «άλμα πίστης». Το επιχείρημα του άλματος πίστης το έχει ήδη κάνει, κι αμφιβάλλαμε για τη βαρύτητά του.  Θα περιμέναμε να φέρει άλλα θετικότερα επιχειρήματα. Αντ’αυτού χρησιμοποιεί και αυτός ακριβώς τα «μέσα», που για τη χρήση τους, κατηγορεί τον ιδεολογικοποιημένο διανοούμενο, δηλαδή την υπερβολή· όπως είναι η εικόνα του μάγου και οι μαγικές απεικονίσεις ουρανίων δυνάμεων.
    Ο κριτικός διανοούμενος όμως, δεν έχει περιθώρια για τέτοια διαπραγμάτευση. Ο κ Δημητράκος λοιπόν αντί για λογικά επιχειρήματα μας «παραμυθιάζει» με μεταφορικές απεικονίσεις αποτεινόμενος στο συναίσθημα.

 Ας εξετάσουμε αναλυτικότερα αυτές τις αιτίες της ιδεολογικοποίησης του σύγχρονου διανοούμενου, αρχίζοντας από την σύμπλευσή του με τον ιακωβινισμό. Ο ιακωβίνος επιδιώκει να πραγματοποιήσει ένα πολιτικό πρόγραμμα που καθορίζεται απ’τις αρχές μιας ιδεολογίας κι ανεξάρτητα ως ένα σημείο, από τα εμπειρικά δεδομένα.

Αυτό θα έπρεπε να το δείξει ο κ. Δημητράκος γιατί έχει σημασία. Αν ο ιακωβινισμός δεν λαμβάνει υπόψιν τα εμπειρικά δεδομένα (εγώ αντίθετα νομίζω το αντίθετο) υπολείπεται, αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι κανόνας. Η κάθε οργάνωση που έχει προσχωρήσει στον «ιακωβινισμό», πρέπει να κρίνεται από το συγκεκριμένο της πρόγραμμα. Νομίζω πως δε χαραχτηρίζεται υγιές κριτικό ήθος, η γενικοποίηση της κριτικής πολυμόρφων και πολυπλόκων καταστάσεων.  Αν ο ιακωβίνος λαμβάνει υπ’όψιν τα εμπειρικά δεδομένα, και συντάσσει πρόγραμμα ορθολογημένο, τότε χρησιμοποιεί το δίκρανο του Χιούμ. (Γι’αυτό το θέμα μιλήσαμε κρίνοντας την προηγούμενη άποψη του κ. Δημητράκου, τονίζοντας ότι ο ιακωβίνος και τα εμπειρικά δεδομένα έλαβε υπόψιν αλλά και τον ορθολογισμό χρησιμοποίησε).

Ο όρος «ιακωβίνος»  γεννήθηκε την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης και συνδέεται με το μοναστήρι του Α.Ιακώβου στο Παρίσι, που ήταν έδρα της λέσχης των ιακωβίνων, τα μέλη της οποίας είχαν κοινό ιδεολογικό πίστεύω, εμπνευσμένο απ’τις ιδέες του Jean-Jacques Rousseau. Οι ιακωβίνοι πολλαπλασιάστηκαν κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, δημιουργώντας εκατοντάδες θυγατρικές οργανώσεις στην επαρχία. Μπορεί να πεί κανείς ότι λόγω της συλλογικής τους πίστης στην ανάγκη εφαρμογής ενός ριζοσπαστικού προγράμματος κοινωνικής αναμόρφωσης και λόγω της οργανικής ενότητας που τους εξασφάλιζε η πανεθνική οργάνωσή τους, οι ιακωβίνοι αποτελούσαν την ενσάρκωση της επαναστατικής βούλησης και την ενοποιητική δύναμη της Επανάστασης.
    Επομένως το νόημα που μπορεί ν’αποδοθεί σήμερα στον όρο «ιακωβίνος» μπορεί να σχετισθεί με οποιοδήποτε στοιχείο της πολιτικής των ιακωβίνων την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης.  ―Ο Ιακωβίνος σήμερα μπορεί να σημαίνει οποιονδήποτε οπαδό πολιτικού συγκεντρωτισμού, οποιονδήποτε ακραίο επαναστάτη ή κοινωνικό αναμορφωτή.  Ωστόσο ο όρος εδώ χρησιμοποιείται,  με την έννοια της υπαρξιακής ταύτησης μ’ένα πολιτικό πρόγραμμα που συνδέεται με μια ιδεολογία, με την πεποίθηση ότι έτσι εκπληρώνεται κάποια ιστορική αποστολή.

Εδώ πρέπει να γίνουν πολλές διευκρινίσεις, για να μπορέσει να γίνει διάλογος. Ιακωβίνοι δε μπορεί να είναι ο Φράγκο κι οι οπαδοί του, αν και πιστεύουν στον πολιτικό συγκεντρωτισμό και θεωρούν τον εαυτό τους επαναστάτη και κοινωνικό αναμορφωτή. Αλλά ούτε ο Μπέν Γκουριόν και η Γκόλντα Μέϊρ μπορούν να θεωρηθούν ιακωβίνοι μολονότι ίδρυσαν τα «κιμπούτς» (κοινόβια) και μια έντονα συγκεντρωτική και ελεγχόμενη κοινωνία. Επίσης ούτε ο Στάλιν και πολύ περισσότερο οι σταλινικοί μπορούν να θεωρηθούν τέτοιοι, αλλά μάλλον όπαδοί του Ροβεσπιέρου. Αφού η κομμούνα που προωθούσαν οι ιακωβίνοι είχε άλλα στοιχεία, τα οποία από τη μια θεωρούντο συγκεντρωτικά από την άλλη άκρως αποκεντρωτικά. Όταν μιλούσαν για όλη την εξουσία στο λαό, δεν αρνούντο τη Συμβατική (το κοινοβούλιο),  αλλά ήθελαν με τις κινητοποιήσεις να ακούγεται και η φωνή του Λαού και ο Λαός να συμμετέχει, (το 114 του ελληνικού συντάγματος). Η βούληση όμως του Λαού έπρεπε να διαμορφώνεται από τις συνελεύσεις των ιακωβίνων και της κομμούνας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Μάο Τσε Τούγκ ήταν ιακωβίνος αλλά καί εκεί υπάρχει μια διαφορά πολύ σημαντική.  Μολονότι ο Μάο ήταν ο βασικός παράγοντας της Κινεζικής Λαϊκοδημοκρατικής Επανάστασης, στην Πολιτιστική Επανάσταση, κινητοποίησε το Λαό ενάντια στον συγκεντρωτισμό του κόμματος. Έτσι θα μπορούσε να υπάρξει αντιστοιχία, μεταξύ αυτού και των ιακωβίνων.  Όμως το γνωστικό ήθος και η συμπεριφορά των ιακωβίνων ήταν το δίκρανο του Χιούμ, ενώ το γνωστικό ήθος κι η συμπεριφορά του Μάο ορίζεται στη διαλεκτική σκέψη και δράση (ήταν διαλεκτικός υλιστής).   Ο ιακωβίνος είναι ορθολογικός υλιστής και αυτό ταιριάζει περισσότερο με τον θετικιστή.  Παίρνει υπόψιν του τα εμπειρικά δεδομένα και δια μέσου της ορθολογικής διαδικασίας προγραμματίζει δράση (όπως ακριβώς θα έκανε και ο θετικιστής στην προεπαναστατική Γαλλία). Ο ιακωβίνος ήταν κοινωνικός ντετερμινιστής, είχε επενδύσει τα πάντα σε μια ορθολογική διαδικασία μετά από εμπειρική επεξεργασία, των κοινωνικών δεδομένων και είχε απόλυτη πίστη ότι το αποτέλεσμα θα είναι το αναμενόμενο.  (Γι’αυτό μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του σαν στρατιώτη της ιστορίας.  Κάτι που θα μπορούσε να κάνει και ο ντετερμινιστής γενικά, αν είχε την ποιητική έξαρση και την υπερβατική διάθεση του ιακωβίνου).
   Ο διαλεκτικός υλιστής, μολονότι δέχεται τα εμπειρικά δεδομένα αναρωτιέται για τη δυνατότητα της έγκυρης πρόσβασης σ’αυτά.  Ξέρει ότι ο κόσμος είναι απεριόριστα αντιφατικός, άρα τα δεδομένα είναι αντιφατικά κι έτσι κρύβουν παγίδες.  Δηλαδή δε μπορεί να λάβει υπόψιν τα δεδομένα ως απόλυτα, ούτε και τα συστήματα προς διερεύνηση ως κλειστά και απόλυτα αντικειμενικά.  Έτσι δε μπορεί να συμφωνεί με το γνωστικό ήθος, ούτε την πρακτική που επιτάσσει το δίκρανο του Χιούμ, αφού η λογική στην οποία πατάει είναι η διαλεκτική. Όσο για τη σχέση του διαλεκτικού υλιστή με την ιστορία, είναι όπως την αντιλαμβάνεται καθένας που επιτελεί αυτό που θεωρεί καθήκον του απέναντι στην κοινωνία. (Στην εργασία μου «ΛΟΓΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ» εκ. Δωδώνη 1994, μπορεί ο αναγνώστης να πληροφορηθεί για τη Διαλεκτική και το διαλεκτικό γνωστικό ήθος).

Μέσα σ’αυτή την προοπτική, το μεσιανικό στοιχείο του ιακωβίνου συνίσταται στ’«όραμα» που συμμερίζονται τα μέλη της ιδεολογικής κοινότητας, ένα όραμα η πραγματοποίηση του οποίου είναι εγγεγραμμένη στην ιστορία, και εγγυημένη απ’τη φιλοσοφία της ιστορίας που ασπάζεται ο ιακωβίνος.

Δεν έχω διαβάσει επαναστατικό κείμενο που να παρουσιάζει την επιτυχία της επανάστασης ως πεπρωμένη.  Πολύ υποτιμά τη νόηση των επαναστατών ο κ.Δημητράκος, οι οποίοι τουλάχιστον γνωρίζουν πως οι επιδιώξεις τους μόνον με θυσίες επιτυγχάνονται κι είναι διατεθημένοι να τις κάνουν. Αντίθετα με τους συντηρητικούς «δημοκράτες», που πιστεύουν ότι όλα θα φιάξουν από μόνα τους και ότι «η προσφορά, η ζήτηση, η εργατικότητα κι η αγορά», τα ρυθμίζει όλα όπως πρέπει. Οι συντηρητικοί περιμένουν κι ελπίζουν τα κοινωνικά προβλήματα να «λυθούν» από αυτούς που τα δημιουργούν, άρα δίνουν μεγάλη σημασία στο πεπρωμένο και αναμένουν.                                                                                       
Εφόσον αυτό το όραμα δεν είναι άμεσα προσιτό σε όλα τα μέλη της κοινωνίας, η οποία δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί σε ιδεολογικά ομοιόμορφη κοινότητα, είναι αναγκαίο να γίνει ένα μεγάλο έργο διαφώτισης,  αυτό τ’αναλαμβάνει ο ιδεολογικοποιημένος διανοούμενος.  Το έργο αυτό θεωρείται σημαντικό γιατί στόχος του είναι η μετατροπή του κοινωνικού συνόλου σε ενιαία ιδεολογική κοινότητα. Αυτή η πολιτική και ηθική αντίληψη έχει ωρισμένες συνέπειες.  Πρώτη συνέπεια είναι η άρνηση ανοχής για οποιονδήποτε βρίσκεται έξω από την ιδεολογική κοινότητα, ιδίως αν βρίσκεται έξω θεληματικά.  Αντιμετωπίζεται σαν «ξένο σώμα», «εχθρός του λαού» και τα συναφή.  Άλλη συνέπεια είναι η πολιτικοποίηση κάθε πτυχής της ζωής του ατόμου ή η αξίωση ολοκληρωτικής ενσωμάτωσης στην ιδεολογική κοινότητα.  Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το νόημα της φράσης του Γαλλικού Μάη 1968, ήταν η πλήρης ιδεολογικοποίηση της ζωής, δηλαδή των ανθρωπίνων σχέσεων, της επιστήμης, της φιλοσοφίας, της τέχνης. Αυτή η αναγωγή της ιδιεολογικής πολιτικής σε τρόπο ζωής ήταν το ολοκληρωτικό στοιχείο στην κατά τα άλλα φιλελεύθερη και αντιπατερναλιστική εκείνη εξέγερση.
      Ο διανοούμενος, ενδίδει στον πειρασμό της ιδεολογικοποίησης απ’τη στιγμή που βλέπει την πολιτική όχι ως τέχνη του εφικτού αλλά σαν προσπάθεια ανάπλασης και σωτηρίας της ανθρωπότητας. Η δίψα για εξουσία του ιακωβίνου συναντάται στο σημείο αυτό με τη μεγαλομανία του διανοουμένου. Η τελευταία, είναι ενδημική νόσος του ανθρώπου του πνεύματος από τότε που υπάρχει κι απαντάται τόσο στο σύγχρονο homo ideologicus όσο και στους προκατόχους του, δηλαδή τον μάγο, τον προφήτη, τον αρχιερέα ή τον αιρεσιάρχη.

Δεν υπάρχει κοινωνική ομάδα που δεν επιδιώκει την ομοιομορφία, αφού το νόημα κάθε συνόλου είναι να έχει καθορισμένο χαραχτήρα για να ξεχωρίζει από τα άλλα πιθανά, και πρέπει να ξεχωρίζει αφού έχει διαφορετικό λόγο ύπαρξης.  Αυτό το αναλαμβάνουν πάντα οι ιδεολογικοποιημένοι διανοούμενοι και λέγεται ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, αφού για να προτείνεις κάτι,  πρέπει να υπάρχει μια αντιπρόταση και διάλογος πάνω σ’αυτήν. Αυτός ο διάλογος δε μπορεί ποτέ να είναι απόλυτα άψογος, για τους λόγους που αναφέραμε στα προηγούμενα κεφάλαια.  Όσο μεγαλύτερη η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος, τόσο είναι μεγαλύτερη η συνοχή (η ιδεολογικοποίηση της κοινωνίας), που μπορεί να είναι φασιστική, ναζιστική, θεοκρατικομουσουλμανική, σοσιαλιστική, ή αστικοδημοκρατική. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην ιδεολογικοποίηση της κοινωνίας, αλλά στην ποιότητα της ιδεολογίας. Έτσι το είδος της ιδεολογίας είναι αυτό που γεννά τις παρενέργειες:

α.  Στο αστικοδημοκρατικό ιδεολογικό σύστημα, που υποτίθεται ότι είναι το ανεκτικότερο, βλέπουμε το πλέγμα της ανοχής σε κάθε χώρα να μεγαλώνει, όσο η δυνατότητα της ιμπεριαλιστικής επιβολής πάνω σε μικρότερα έθνη  αυξάνεται. Οι παροχές από τη λαφυραγώγηση αδυνάτων λαών περιορίζουν τις ταξικές αντιθέσεις μεσ’τη μητρόπολη. Αντίθετα όσο η ιμπεριαλιστική κυριαρχία της χώρας μειώνεται, τόσο η διάθεση εξέγερσης μέσα στη χώρα αυξάνεται και η ιδεολογική ανοχή μικραίνει.  Τότε οι αντιφρονούντες αποκαλούνται τρομοκράτες (αφού επιδιώκουν την βίαια ανατροπή του πολιτεύματος), ληστές ή συμμορίτες (αφού θέλουν «ν’αρπάξουν τα λεφτά και τις περιουσίες των νομοταγών» πολιτών). Πρόστυχοι (αφού θέλουν να επιβάλλουν «κοινοκτημοσύνη στις περιουσίες και τις θυγατέρες» των οικογενιαρχών). Αυτοί οι χαραχτηρισμοί όσο και αν φαίνονται αστείοι σήμερα, σε μιαν εποχή κοινωνικών διεκδικήσεων κι αναταραχής που διακυβεύεται η αστική εξουσία, είναι οι βασικότεροι.

β.  Στο θεοκρατικόδημοκρατικό σύστημα που ο νόμος εξαποκαλύψεως του θεού κυβερνά, οι διαφωνούντες θεωρούνται άπιστοι κι άθεοι. Αυτό τους καθιστά υπόλογους στο ιερατείο και κατά συνέπεια στην πολιτεία και τον νόμο.

γ.  Στο σοσιαλιστικό καθεστός που γίνεται προσπάθεια για μια διαλεκτικής υλιστικής κατεύθυνσης κοινωνία κι εφόσον αυτή η προσπάθεια είναι εν εξελίξει και σε πλήρη αβεβαιότητα, δε μπορεί να υπάρχει μεγάλη ιδεολογική ανοχή και εφόσον κάποιοι αντιδρούν στις λαϊκοδημοκρατικές εξελίξεις  είναι φυσικό να θεωρηθούν καί να ονομαστούν «εχθροί του λαού» καί να αντιμετωπιστουν σαν «ξένο σώμα» πρός την επανάσταση.  Επειδή η σοσιαλιστική εξουσία δεν μπόρεσε να φτάσει στο στόχο της, αλλά στις κοινωνίες που εφαρμόστηκε έμεινε σαν ένα μετέωρο βήμα, χαραχτηρίστηκε απ’τα αποτελέσματα της βιαιότητας της επαναστατικής διαδικασίας.  Πιστεύω πως αν ποτέ κάποια σοσιαλιστική επανάσταση ολοκληρωθεί, δε θα έχει την ανάγκη της βίαιης ιδεολογικής πάλης που έχει το αστικοδημοκρατικό καθεστός για να επιβιώσει. Που ένα είδος της ιδεολογικής πάλης είναι κι αυτή η «ήπια και κομψή» φιλοσοφική ανάλυση, που διενεργεί ο κ Δημητράκος
   Το «σύνθημα» ή καλύτερα η έκφραση «όλα είναι πολιτικά», μπορεί να ερμηνευτεί και διαφορετικά από τον τρόπο που επιχειρεί ο κ.Δημητράκος, ο οποίος έχει την τάση να υπερβάλλει στην κριτική των απόψεων άλλων κοινωνικών τάσεων από τη δική του: 
Α. Οι ανθρώπινες σχέσεις θεωρητικά έχουν πολιτικό χαρακτήρα αφού έχουν ταξική φύση. Πιο απλά ο κάθε άνθρωπος δεν λογίζεται, τουλάχιστον μέσα στα όρια των σχέσεων του αστικοδημοκρατικού κοινωνικού πλέγματος, ως μια οντότητα μόνο απ’το χαραχτήρα του και την ποιότητά του ως ον. Καθένας υπολογίζεται μαζί με τα Λεφτά και τ’Αξιώματά του που σχεδον ποτέ δεν έχουν αποχτηθεί δίκαια, αλλά από τις πολιτικές διασυνδέσεις του ή τις διασυνδέσεις της οικογένειας του. Ακόμα και οι παράνομες δραστηριότητες, πρέπει να θεωρηθούν πολιτικής φύσης αφού εξελίσσονται μέσα στο «κουκούλι» του αστικού καθεστώτος που είναι η εμπορευματοποίηση και το χρήμα. (Εδώ νομίζω πως μπορεί να γίνει μια ανάλυση, για τη μορφή που παίρνει το χρήμα κατά την εξέλιξη των κοινωνικών σχέσεων και το οποίο χρήμα τελικά διαμορφώνεται ως ταξική διάκριση γυμνή).
Β.  Στην επιστήμη σήμερα όπου τα ερευνητικά προγράμματα είναι πανάκριβα και τα εργαστήρια οικονομικά απρόσιτα, τίποτε δεν μπορεί να κινηθεί χωρίς το χρήμα και τις επιλογές αυτών που το διαθέτουν.  Είναι γι’αυτό που η έρευνα κινείται πάντα προς τα’κεί που υπάρχει κέρδος και καταναλωτισμός, περιφρονώντας τις επιπτώσεις στο περιβάλλον και την έλλογη χρήση των υλών.  Η επιστήμη, που θα μπορούσε να είναι η μόνη αληθινή θρησκεία γιατί είναι η μόνη που λέει την αλήθεια, έχει γίνει όπως λέει και ο Βάρναλης «της αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα».  Σχεδόν όλες οι επιστημονικές επιτυχίες πρώτα απ’όλα έχουν πολεμικούς σκοπούς και σχεδόν πάντα, ως οπλικά συστήματα έχουν δείξει την «αξία» τους, στις πολεμικές εμπλοκές που «μαγειρεύει» ο ιμπεριαλισμός.
Γ.  Η τέχνη είχε σκοπό πάντα την παιδία μέσω της αισθητικής καλλιέργιας, με τον τρόπο αυτό είχε πάντα «επαναστατικές» παρενέργειες.  Ανέβαζε το κριτικό ήθος της κοινωνίας, που έτσι αντιδρούσε για την άδικη κατανομή του πλούτου και της εξουσίας και ενάντια στην περιφρόνηση των κυβερνώντων και των κεφαλαιοκρατών πατρόνων τους, για τις ύλες και το περιβάλλον.  Ο ιμπεριαλισμός κατάφερε να εκτρέψει την τέχνη σε ένα μόρφωμα αφηρημένο και εκτρωματικό επίδοτώντας το οικονομικά. (Βέβαια η ανθρώπινη δημιουργικότητα, είναι φορές που ακόμα και μέσ’αυτό το πλέγμα των περιορισμών, που είχαν «επιστημονικά» τεθεί από τις «βρώμικες πένες και τα ψοφίμια» του ιμπεριαλισμού, δημιούργησε αριστουργήματα).
    Στην εποχή του ιμπεριαλισμού, που είναι η πλήρης επορευματοποίηση των κοινωνικών δραστηριοτήτων, αληθινή τέχνη είναι η διαφήμηση, που έχει σκοπό τη θεοποίηση των προϊόντων και την διαμόρφωση από την παιδική ηλικία καταναλωτικού «ήθους» στον άνθρωπο.
Δ. Η φιλοσοφία, που είναι η ακρογωνιαία δραστηριότητα της κοινωνικής ομάδας για την ανάπτυξη του κριτικού ήθους μεταξύ των ατόμων της, βρίσκεται από τον ιμπεριαλισμό σε κρυφό και φανερό διωγμό, γιατί κρίνεται άκρως πολιτική σ’όποια της μορφή, ιδεαλιστική ή υλιστική.  Τελευταία ο Πλάτων και ο Χέγκελ εκρίθησαν «εχθροί της δημοκρατικής και ανοιχτής αστικοδημοκρατικής κοινωνίας».  Ακόμα η ίδια η φιλοσοφία έχει κριθεί ως μη έχουσα επιστημονικό βάθρο, κι έτσι μετατρέπεται σ’ένα έωλο κι ασαφές είδος μεταφυσικού διαλογισμού.   Η θεολογία που στη φιλοσοφική της διάσταση, θα πρότεινε δικαιοσύνη, σεβασμό και αγάπη απέναντι στον άλλο, αποσιωπάται, φέρνοντας στην επιφάνεια μόνο τα αρνητικά της στοιχεία, όπως η ευλογία του Χριστού, σε πολέμους των χριστιανών ενάντια στους μουσουλμάνους (που είναι τεχνολογικά αδύναμοι αλλά διαθέτουν πετρέλαιο).
   Η φιλοσοφία, η τέχνη κι η επιστήμη, βέβαια είναι δραστηριότητες πολιτικές αλλά που οι διαλεκτικοί υλιστές μα κι οι αστικοδημοκράτες ιδεολογικοί κοινωνοί, το παραδέχονται με τον δικό τους τρόπο και τη δική του ερμηνεία. Ο ιμπεριαλισμός όμως, που έχει φτάσει στο ανώτατο ύψος της αλαζονίας του, υποτιμώντας τη νοημοσύνη των λαών το αποκρύπτει ή το απαγορεύει.
     Έτσι η «δίψα για εξουσία» του ιακωβίνου κι η «μεγαλομανία» του διανοούμενου!! Είναι εκφράσεις για εντυπωσιασμό αφού αυτές οι ιδιότητες που προσάπτονται στον ιακωβίνο απ’τον κ. Δημητράκο δεν είναι αναγκαίες ούτε αποκλειστικές για κανέναν, (στο διανούμενο, στον ιακωβίνο, στον ιδεολόγο, κεφαλαιοκράτη, και τον αστό πολιτικό). Μπορεί να είναι μεγαλομανείς, αλλά μπορεί και όχι.  Επίσης ο παραλληλισμός του ιδεολογικοποιημένου διανοούμενου με το μάγο, τον προφήτη, τον αρχιερέα και τον αιρεσιάρχη, όντας για ετυπωσιασμό, είναι ένα διαλογικό ολίσθημα του «κριτικού διανοουμένου», που υποτίθεται πως ενδύεται ο κ.Δημητράκος.    Αυτοί διαφέρουν ριζικά: ο διανοούμενος προτίθεται και αγωνίζεται να δίνει λύσεις και προτάσεις λογικές, ενώ οι πιστοί χωρίς ν’αποκλείονται απ’τη λογική, υποτίθεται ότι οι απόψεις τους είναι εξ’αποκαλύψεως θεού.   Και η μέγιστη αποκάλυψη είναι ο ορθολογισμός που οδηγεί τον άνθρωπο κατευθείαν στο θεό. Αντίθετα ο διαλεκτικός υλισμός αποστρέφεται κάθε αιώνιο απόλυτο ή καθαρό, όντας τελείως αντίθετος με τους χαραχτηρισμούς που επισυνάπτονται από τον κ.Δημητράκο στο διαλεκτικό υλιστή διανοούμενο.
    Ο κ. Δημητράκος, με πολύ επιγραμματικό και αφηρημένο τρόπο, που δεν αρμόζει σε κριτικό διανοούμενο, πραγματεύεται φιλοσοφικά θέματα που θέλουν πολύ φροντίδα και προσοχή, υποτιμώντας την κριτική ικανότητα των διαλογικών κοινωνών του. Σ’αυτή την περίπτωση το δίκρανο του Χιούμ ουσιαστικά «δεν ξέρει τι να το κάνει» κραδαίνοντάς το εδώ κι εκεί.

Ιδεολογία επιστήμη και μαγεία: ο ρόλος του ιδεολογικοποιημένου διανοούμενου ως λειτουγού της ιδεολογικής κοινότητας.

 Όπως είπα πιο πάνω, η ιδεολογικά προσδιορισμένη πολιτική του ιακωβίνου που αντιπαρατίθεται στην εμπειρική πολιτική ως τέχνη του εφικτού, είναι συνυφασμένη με το μεσιανικό όραμα,  μια ιστορική εσχατολογία που αποτελεί προνομιακό κτήμα του ιδεολογικοποιημένου διανοούμενου είτε ακόμα κι αν είναι ιακωβίνος πολιτικός. Υποστήριξα επίσης ότι ο μεσιανισμός του ιακωβίνου, έλκει το διανοούμενο λόγω της μεγαλομανίας του τελευταίου. Θα προσθέσω ότι στο σημείο αυτό, ακολουθεί ασυναίσθητα το πρότυπο του αλχημιστή ή του αναγεννησιακού μάγου και την ψευδαίσθηση πνευματικής δύναμης που του χαρίζει η ερμητική του γνώση.

Δε μπορεί να οργανωθεί πολιτική, χωρίς ιδεολογικό προσδιορισμό. Ο κ Δημητράκος πρέπει να ξεκαθαρίσει που ακριβώς διαφωνεί με την ιδεολογική προσέγγιση του σύγχρονου επαναστάτη κι ας αφήσει στην ησυχία του το νεκρό ιακωβίνο. Ας αντιπαραθέσει την ιδεολογία του κομμουνισμού στην «εμπειρική πολιτική ως τέχνη του εφικτού» χωρίς περιστροφές.    Ας κρίνουμε τι μας λέει: 
Α. Αν ο κριτικός διανοούμενος δεν πρέπει να έχει ιδεολογικά προσδιορισμένη πολιτική, πως μπορεί να υπάρξει δημοκρατία και πολιτική χωρίς ιδεολογικό προσανατολισμό;  Θα πρέπει να δειξει κάποιος το πρόγραμμά του για ν'απορριφθεί ή γίνει αποδεκτό.  Δε μπορεί να υπάρξει πρόγραμμα που να μην έχει ιδεολογικό προσανατολισμό, άσχετα αν αφορά ριζικές αλλαγές ή μεταρρυθμίσεις, δηλαδή αν πατά πάνω στο υπάρχον καθιερωμένο ιδεολογικό σύστημα ή όχι.
Β. Αυτό όμως θα πρέπει να ορίζεται απ’την εμπειρική πολιτική τέχνη του εφικτού. Δε μπορώ να φανταστώ μια ιδεολογικά προσδιορισμένη πολιτική, που να μην έχει λάβει υπ’όψιν τα εμπειρικά δεδομένα μιας κοινωνικής κατάστασης. Και ειδικά στην περίπτωση των ιακωβίνων που ο κ.Δημητράκος αρέσκεται να φέρνει ως αρνητικό παράδειγμα, αναρωτιέμαι που στηρίζει την άποψη ότι δεν έλαβαν υπ’όψιν τα εμπειρικά δεδομένα και δεν άσκησαν την τέχνη του εφικτού. Μήπως ο κ Δημητράκος, ως κριτικός διανοούμενος, γνωρίζει καλύτερα απ’αυτούς τα εμπειρικά δεδομένα της προεπαναστατικής Γαλλίας και τους κρίνει; Αυτός τα πληροφορείται απ’τις κριτικές διανοουμένων "ιδεολογικοποιημένων αντεπαναστατών".    Είναι αυτό ήθος κριτικού διανοούμενου;
Κι αν οι ιακωβίνοι δεν είχαν ακολουθήσει το εφικτό τότε πως αυτό πραγματοποιήθηκε;
Γ.Τι ορίζει την τέχνη του εφικτού; ―Αυτό είναι μια έννοια με θολά άκρα: στην τουρκοκρατία, άλλο ήταν το εφικτό για τον Κολοκοτρώνη, άλλο για το Μαυρομιχάλη, άλλο για τους Φαναριώτες, άλλο για την επίσημη Εκκλησία. Το εφικτό ήταν άλλο για το βολεμένο ραγιά κι άλλο για τον επαναστάτη. Ο κόσμος μας είναι πολύμορφος και πολύπλοκος και το κοινωνικό γίγνεσθαι συντίθεται από τάξεις και στρώματα που έχουν διαφορετικά συμφέροντα και επιδιώξεις.  Γι’αυτούς το εφικτό είναι πολύ διαφορετικό, αφού η οπτική της κατάστασης είναι διαφορετικ,ή συνεπώς και οι επιδιώξεις τους διαφορετικές. 
Δ. Ο Δημητράκος χαρακτηρίζει τον ιακωβίνο μεσιανιστή γιατί οραματίζεται μέσα στο σκοτεινό πηγάδι της προεπαναστατικής αριστοκρατικής Γαλλίας, του αυταρχισμού και της αυθαιρεσίας, ένα καλύτερο αύριο. (Όσο βαθύτερο το πηγάδι του σκότους και με λιγότερα στηρίγματα, τόσο ριζικότερο το όραμα).
Ε.  Ο Δημητράκος όταν κατηγορεί τον ιδεολογικοποιημένο διανοούμενο ως «αλχημιστή κι αναγεννησιακό μάγο», χωρίς να παρουσιάζει κριτική της συγκεκριμένης ιδεολογίας ως κριτικός διανοούμενος. Στρέφεται γενικά κι αόριστα ενάντια σ’όποια «ιδεολογικοποίηση», μοιάζοντας με Κασσάνδρα που καταριέται φαντάσματα· «βλέπει» το ζοφερό μέλλον της κάθε ιδεολογίας, κτυπώντας τα τύμπανα της μαγείας.  Κάνει ένα συνεχές «άλμα απιστίας».  Η διαφορά βρίσκεται πως το άλμα πίστης που επισυνάπτεται στην ιδεολογία, μπορεί ν’ακολουθείται και από αμφιβολία, ενώ το άλμα απιστίας δε μπορεί ν’ακολουθείται παρά μόνον από μια αρνητική βεβαιότητα που είναι κι αυτή μια ιδεολογικοποίηση.

Ο διανοούμενος θέλγεται από την προοπτική που του προσφέρει η ιδεολογική σκέψη συνολικής εκτίμησης της πραγματικότητας.  Όπως ο ιακωβίνος υποκαθιστά τον πραγματικό λαό με ένα ιδεατό υποκατάστατο, τη γενική θέληση, της οποίας φορέας είναι  η συλλογική πολιτική της ιακωβίνικης ιδεολογικής κοινότητας, έτσι και ο ιδεολογικοποιημένος διανοούμενος υποκαθιστά την εμπειρική πραγματικότητα την οποία γυρεύει ν’αντιληφθεί και να ερμηνεύσει σωστά με την καινούρια πραγματικότητα που θα δημιουργήσει, στηρίζοντας ιδεολογικά το έργο του ιακωβίνου πολιτικού.

Δεν υπάρχει ιδεολογία που να πιστεύει αληθινά πως έχει τον κανόνα για συνολική εκτίμηση της πραγματικότητας.  Απλά κάθε ιδεολογία προσπαθεί σε μέγιστη προσέγγιση να έχει κάποιο χαλαρό πλαίσιο μέσα στο οποίο να προσεγγίζει την «πραγματικότητα».  Ανάμεσα στις ιδεολογίες είναι κι αυτή του διαλεκτικού υλισμού που ο κ Δημητράκος κραδαίνοντας το σπαθί του εκεί θέλει τελικά να μπήξει.  Η ιδεολογία αυτή δέχεται πως ο κόσμος βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη γιατί έχει αντιφατική φύση, άρα το μόνο «υποκατάστατο της πραγματικότητας» είναι ότι δε μπαίνει σε καλούπια και δε μπορεί απόλυτα να προβλεφθεί, άρα δεν μπορεί να ιδεοποιηθεί.  Φαίνεται λοιπόν ότι αληθινά μόνον ο διαλεκτικός υλιστής σέβεται την εμπειρική πραγματικότητα· αντίθετα ο «κριτικός διανοούμενος», που είναι ο «κύριος» της εμπειρικής τέχνης του εφικτού λαθεύει.  Το δίκρανο του Χιούμ που χειρίζεται, δεν μπορεί να βεβαιώσει ούτε την ποιότητα της εμπειρικής προσέγγισης, αφού αυτή πρέπει συνεχώς ν’αλλάζει, ούτε το ορθολογικό εργαλείο κρίσης, μια που στη σύγχρονη επιστήμη και στις σύγχρονες κοινωνικές προσεγγίσεις, δεν βρίσκεται στο ύψος που το είχαν ανεβάσει. Όσο για την αντικατάσταση του λαού από ιδεατό υποκατάστατο που επισυνάπτεται στον ιακωβίνο, είναι μια πρακτική που την ακολουθεί κάθε εκπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα και πρώτα από όλα το αστικό κοινοβούλιο. Το λαϊκό κοινοβούλιο που ευαγγελίζεται ο διαλεκτικός υλιστής, είναι πιο άμεσο κι οι εργαζόμενοι συμμετέχουν σαν αιρετοί και «αναπάσα στιγμή ανακλητοί» εκπρόσωποι των σωματείων τους.

Με τον τρόπο αυτό ο ιδεολογικοποιημένος διανοούμενος αποκτά ένα διπλό πλεονέκτημα: από τη μια, του δίνεται η ευκαιρία  (ή ορθότερα η ψευδαίσθηση) να συλλάβει την πραγματικότητα στο σύνολό της κι απ’την άλλη, δεν έχει λογοδοτική υποχρέωση στον εμπειρικό κόσμο, ή απλούστατα δεν ελέγχεται ως προς την εμπειρική αλήθεια των λεγομένων του. Αυτό το σχήμα τον ικανοποιεί τέλεια υπό την προϋπόθεση, ότι δέχεται να αντικαταστήσει την αλήθεια,  ως ρυθμιστική αρχή, με μια ισλαμικού τύπου υποταγή στις επιταγές της ιδεολογίας, μια «ανώτερη» αλήθεια από την τετριμμένη αλήθεια του εμπειριστή και του απλού ανθρώπου. Το τελευταίο είναι δυνατόν εφόσον στη γλώσσα της ιδεολογίας, οι προτάσεις δεν περιγράφουν την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά την αντικαθιστούν με τον δικό τους κόσμο, σε σημείο που μπορεί να πεί κανείς ότι η γλώσσα και ο κόσμος της ιδεολογίας είναι ένα και το αυτό πράγμα. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο ιδεολόγος δεν λογοδοτεί πουθενά, εφόσον η πίστη του δε χρειάζεται εξωτερικό αντίκρυσμα. Είναι δημιουργός και θεματοφύλακας μιας «φανταστικής κοινωνίας» όπως έγραψε ο Alexis de Tocqueville, όπου το κοινωνικό στοιχείο ανάγεται αυθαίρετα σε μια αφηρημένη φόρμουλα κι όπου το περιστασιακό και ακανόνιστο, αποβάλλεται υπέρ του αφηρημένου ιδεολογικού σχήματος μέσ’το οποίο «όλα μοιάζουν να είναι απλά, δίκαια, συντονισμένα, ομοιόμορφα και ορθολογικά».

Κάθε ιδεολογία είναι μια προσπάθεια για ολική προσέγγιση της πραγματικότητας, (φιλοσοφική, κοσμολογική και κοινωνική) που έχει συνεπίκουρο την επιστημολογία. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη διαθέτει ένα τέτοιο ιδεολογικό πλέγμα, γιατί ο άνθρωπος είναι μια ιδεοποιητική «μηχανή».  Το κακό δεν είναι η ιδεολογικοποίηση αν αυτή στηρίζεται στη διαλεκτική λογική, την επιστήμη και την εμπειρική πραγματικότητα. Σύμφωνα με τη διαλεκτική, το κακό είναι ο δογματισμός που είναι η υποταγή της πρακτικής σ’ένα παγιωμένο ιδεολογικό μόρφωμα. Η μόνη φιλοσοφική προσέγγιση που το αποφεύγει αυτό ριζικά είναι ο διαλεκτικός υλισμός. Όντας υλισμός δέχεται την εμπειρική πραγματικότητα σαν αληθινή, όντας διαλεκτικός δέχεται την πραγματικότητα γενικά και τα εμπειρικά στοιχεία ειδικά εν εξελίξει  (όπως ακριβώς είναι).  Το δίκρανο του Χιούμ (όπως είπαμε πριν), έχοντας ορθολογικό προσανατολισμό αποδέχεται την αρχή της ταυτότητας, που έστω και συμβατικά σημαίνει ότι δεν αντιλαμβάνεται την εμπειρία ούτε τον κόσμο όπως είναι, άρα δογματικοποιεί τη νόηση και την πραγματικότητα μέσα σ’ένα πλαίσιο μη ρεαλιστικό. (Η αρχή της ταυτότητας έστω κι ευκαιριακά, αντιλαμβάνεται τα εμπειρικά στοιχεία ως αναλλοίωτα ή ως σταθερές ταυτότητες).
     Βέβαία υπήρξαν ιδεολογικές προσεγγίσεις της πραγματικότητας που αυτοονομάζονταν διαλεκτικές υλιστικές, αλλά ήταν λανθασμένες.  Σ’αυτό όμως δεν φταίει ο διαλεκτικός υλισμός αλλά τα άτομα που δεν τον είχαν κατανοήσει.  Βέβαια αυτό είναι ένα θέμα για ιδεολογική συζήτηση που μπορεί να φωτίσει την κατάσταση.  Επίσης υπάρχουν διανοητές που προτίθενται να κάνουν χρήση του δικράνου του Χιούμ, αλλά κάνουν κακή χρήση, σ’αυτό δε φταίει το δίκρανο του Χιούμ αλλά τα πρόσωπα που το χρησιμοποιούν κακώς.  Το κακό είναι ότι ο ορθολογισμός δέχεται εκ προθέσεως την «πραγματικότητα» ως σταθερή, άρα λανθασμένα. Έτσι μάλλον αυτός που υποκαταθιστά την πραγματικότητα με μια φανταστική επιστημολογικό-φιλοσοφικό-κοινωνική κατάσταση είναι ο «κριτικός διανοούμενος», όπως τον περιγράφει ο κ. Δημητράκος.

Η επιστήμη δεν επιδιώκει ούτε την εξήγηση όλης της πραγματικότητας μέσα από μια και μόνη θεωρία, ούτε την αντικατάσταση της τελευταίας  με μια θεωρητική πραγματικότητα.

Η επιστήμη επιδιώκει, αλλά δεν έχει καταφέρει να ενοποίηση όλη την πραγματικότητα σε μια θεωρία.  Όμως υπάρχει «η μοναδική θεωρητική προσέγγιση της πραγματικότητας», σύμφωνα με το δίκρανο του Χιούμ, που ως λογικό όργανο έχει το ντετερμινισμό, την οποία ο κ. Δημητράκος ως κριτικός διανοούμενος, δε θα έπρεπε να εμπιστεύεται ως επιστημονικότητα μοναδική, μολονότι για αυτή θριαμβολογεί. Η εξήγηση της πραγματικότητας λοιπόν, σύμφωνα με τον κ. Δημητράκο, έχει αντικατασταθεί «από μια και μόνη» που είναι το δίκρανο του Χιούμ.

Το ήθος του "κριτικού διανοουμένου" πρέπει να είναι τέτοιο, που κάποιος θα ανέμενε ότι κάθε θεωρία επιστημονική, που θα ήταν συμβατή με την πραγματικότητα, να παρείχε ένα έγκυρο θεωρητικό οικοδόμημα που εξηγεί το μέρος της πραγματικότητας που το αφορά.  Έτσι όλα τα έγκυρα θεωρητικά οικοδομήματα συνολικά, θα μπορούσαν να μας δώσουν μιαν ολική προσεγγιστική θεώρηση.
     Ο «κριτικός διανοούμενος» του κ.Δημητράκου, ως καλός θετικιστής, μη κατανοώντας την έννοια του τυχαίου και ανάγοντάς το σε «γενεσιουργό στοιχείο του κόσμου», πεφτεί σε μιαν ακατάσχετη διγλωσσία. Ενώ από τη μια σαν ορθολογιστής, πρέπει να δεχτεί πως κάθε τι στον κόσμο μας είναι αιτιοκρατημένο αλλά εμείς αδυνατώντας να έχουμε όλα τα στοιχεία της ερευνούμενης κατάστασης, την αδυναμία μας ονομάζουμε τυχαίο· από την άλλη δέχεται ότι τα δεδομένα κάθε ερευνουμένης κατάστασης δε μας είναι όλα προσιτά γιατί είναι άπειρα, κι έτσι γεννάται η έννοια του τυχαίου, αλλά έτσι αίρεται κι η απόλυτη εγκυρότητα της ορθολογικής προσέγγισης. (Η ορθολογική εγκυρότητα αντλείται απ’το ότι λειτουργεί σε κλειστά συστήματα).  Έτσι το δίκρανο του Χιούμ με έναν τρόπο όμοιο με αυτόν που επισυνάπτει στον ιδεολογικοποιημένο διανοούμενο ο κ.Δημητράκος, είναι φιντεϊστικό μιας εξαρχής, αφού ο νεοθετικιστής θεωρεί το τυχαίο ως γενεσιουργό, όντας έτσι ένα καθαυτό άλμα πίστης.
    Αντίθετα, ο διαλεκτικός υλιστής θεωρεί το τυχαίο ως υπαρκτό που αναδύεται μέσα απ’το αναγκαίο. Το αναγκαίο και το τυχαίο συνιστούν αντιφατική σχέση, που το ένα προεκτείνεται στ’άλλο χωρίς ν’αφήνει περιθώρια ανεξαρτησίας κι αυτονομίας. Εδώ δε μας παίρνει ο χώρος ν’ασχοληθούμε με τη διαλεκτική αντίληψη περί του τυχαίου, όμως η άποψη που ο κ.Δημητράκος προωθεί για τον ιδεολογικοποιημένο διανοούμενο, δείχνει ,οτι κρίνει κάτι που δε μπορεί να ξέρει ακριβώς τι είναι. 
    Η πίστη λοιπόν ότι δεν υπάρχει ένα μα πολλά ορθολογικά θεωρητικά οικοδομήματα που το άθροισμά τους μόνο μπορεί να περιγράψει την πραγματικότητα, δεν είναι θέμα πλουραλισμού, αλλά αγνωστικισμού. Δηλαδή ο άνθρωπος δεν θα μπορέσει να γνωρίσει την πραγματικότητα έτσι που να οργανώσει μια ρεαλιστική κοσμολογική προσέγγιση, για να μπορεί πατώντας σ’αυτή να ιδεολογεί στα όρια της αλήθειας.
     Διαλεκτικά υλιστικά η πραγματικότητα δεν είναι πολλά γεγονότα που δεν σχετίζονται μεταξύ τους θέλοντας πολλές αντικειμενικές προσεγγίσεις, αλλά ένα γεγονός σε εξέλιξη, Ένα Γίγνεσθαι. Το Γίγνεσθαι που συνεχώς εξελίσσεται και για να είναι αληθινό και όχι φαινομενικό, συνίσταται από τα αντιφατικά στοιχειώδη της αντιφατικής φύσης. Αυτά αλληλοπροεκτείνονται το ένα στ’άλλο, τείνοντας για το άπειρο. Έτσι τα συστήματα που συνιστούν την πραγματικότητα, δε μπορεί να είναι απόλυτα αντικειμενικά, ούτε η γνώση μας γι’αυτά μπορεί να είναι απόλυτα αντικειμενική. Η πραγματικότητα λοιπόν σύμφωνα με τον διαλεκτικό υλιστή, δεν είναι δυνατό να γίνει απόλυτα γνωστή, αφού «δε μπορείς ν’αγγίξεις κάτι δυο φορές, γιατί όλ’αλλάζουν βίαια και γρήγορα, καταλύονται-συντιθέμενα, χωρίζονται και πάλιν ενώνονται, είναι-μη όντας», όπως λέει ο Ηράκλειτος. Ο διαλεκτικός υλιστής λοιπόν έχει κάπου να πατήσει για μια ολική προσέγγιση της πραγματικότητας που να είναι η πιο σεμνή και πιο ρεαλιστική. Στη Διαλεκτική Υλιστική προσέγγιση, ο κόσμος ο ίδιος είναι η πραγματικότητα. Αυτή είναι το παγκόσμιο Γίγνεσθαι που έχοντας αντιφατική φύση, είναι αληθινό κι όχι φαινομενικό. Γι’αυτό ο διαλεκτικός υλιστής επικαλείται συχνά την επιστήμη, προβάλλοντας και ο ίδιος αξιώσεις επιστημονικότητας. Αυτός θεωρεί ότι η «φιντεϊστική» του βεβαιότητα, (που εμείς θα λέγαμε η «διαλεκτική» του βεβαιότητα), έχοντας πάντα μέσα της την αμφιβολία, εξομοιώνεται με την επιστήμη, που η τελευταία θεωρείτει γενικά ότι προσφέρει «βέβαιη» γνώση, (αλλά εμείς οι διαλεκτικοί υλιστές, θα λέγαμε γνώση «αντιφατικής βεβαιότητας» που είναι αυτοαναιρούμενη).
    Ο ορθολογισμός εκ των προτέρων δέχεται τον κόσμο ως άθροισμα, που στο καθαυτό βάθος του είναι ανεξέλιγκτο και τετελεσμένο, ενώ αντίθετα η διαλεκτικτή τον δέχεται ως Όλον, άπειρο, ατέλεστο, εν τω γίγνεσθαι.

Ο επιστημονικός λογισμός διαφέρει από τον ιδεολογικό σε αυτό:  δεν ασχολείται με συνολοποιητικές θεωρητικές κατασκευές  που εξηγούν την πραγματικότητα κι ότι σέβεται τον κόσμο της εμπειρίας την οποία γυρεύει επίμονα και ταπεινά να εξηγήσει και όχι να ξαναφιάξει απ’την αρχή.  Μόνο η μεγαλομανία του μάγου και η αρχομανία του τυράννου επιζητούν το τελευταίο. Και αυτό οδηγεί στις μαγικές καταβολές του σύγχρονου homo ideologicus.

Η επιστήμη δεν είναι ένα εργαλείο παραγωγής ανακαλύψεων που θα τις αξιοποιήσουν οι μεγαλοεπιχειρηματίες για το κέρδος, καταστρέφοντας το περιβάλλον. Αντίθετα η μεγαλύτερη αξία της επιστήμης είναι ακριβώς αυτό που της αρνείται ο κ. Δημητράκος. Είναι η ιδεοποιητική άμαξα για να γνωρίσουμε τον κόσμο και να οργανώσουμε μια ζωή καλύτερη.  Η βάση για μια τέτοια οργάνωση είναι το δίκαιο κοινωνικό σύστημα. Αυτό μπορούμε να το συζητήσουμε με επιστημονικό τρόπο·  όμως ο κ. Δημητράκος «τηρώντας το ήθος του κριτικού διανοούμενου», που ακριβώς τώρα μας διδάσκει, το κηρύττει από άμβωνος, καταρρώμενος μάγους και τυράννους αλλά και τις μαγικές καταβολές που άδικα κι άκριτα επιρρίπτει στον ιδεολόγο. (Αυτό μου θυμίζει μια διάθεση ιεροεξεταστική).
      Κατηγορεί στην προηγούμενη παράφραφο τον ιδεολόγο πως «επιδιώκει μιαν ανώτερη αλήθεια απ’αυτή του εμπειριστή και του απλού ανθρώπου».   Ας δούμε τι σημαίνει αυτό: Ο Γαλιλαίος, ο απλός εμπειριστής άνθρωπος μα κι οι επίσκοποι της καθολοκής εκκλησίας, έβλεπαν τη γη να είναι επίπεδη και ο ήλιος να γυρίζει γύρω της. Ο απλός άνθρωπος τό’ βλεπε πολύ καλά και δεν αμφέβαλε καθόλου γι’αυτό, επίσης και ο Πάπας της Ρώμης.   Όλοι είχαν την ίδια εμπειρία για το ίδιο γεγονός. Ο Γαλιλαίος όμως πρότεινε πως η γη γύριζε γύρω απ’τον ήλιο. Αυτό φυσικά ήταν αποτέλεσμα νοητικών διεργασιών, που δεν ήταν εμπειρικές, αλλά λύσεις προβλημάτων που ο απλός άνθρωπος και ο τότε εμπειριστής δεν μπορούσαν να συλλάβουν, γιατί έπρεπε να μην ξεφύγουν από αυτό που βλέπουν και αγγίζουν.  Αν η πρόταση του Γαλιλαίου ήταν μια κοινή αποδοχή απλών ανθρώπων της εμπειρίας, δε θα παρέμβαινε δραστικά η καθολική εκκλησία. Η απόφαση της εκκλησίας να τιμωρήσει τον Γαλιλαίο, δεν αφορούσε μόνο το δόγμα αλλά και τη λογική. Κανένας επίσκοπος δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι η γη, παρά το ότι βλέπουμε, γυρίζει γύρω απ'τον ήλιο. Ο Γαλιλαίος ιδεολόγησε καί επιστημονικά καί αντιδεοντολογικά, αποδεχόμενος αυτό «το άλμα πίστης».  Η εκκλησία όμως είχε ήδη κάνει τα δικά της «άλματα πίστης», αποδεχόμενη τον ορθολογισμό ως αλάνθαστο όργανο του θεού, με το οποίο γονιμοποιούμε τις "εμπειρίες". Ο απλός άνθρωπος με τη σειρά του, αποδέχτηκε ακριβώς αυτό που έβλεπε. Η δημιουργική διαφορά βρίσκεται στην ιδεολογική προσέγγιση. Πάρα κάτω, ο απλός άνθρωπος είχε τη δική του υπαρξιακή ταύτηση, για τον τρόπο που ενεργεί, ο πάπας τη δική του κι ο Γαλιλαίος τη δική του. Όλες διέπονται από ένα ιδεολογικό πλέγμα που πολλές φορές προτρέχει της εμπειρίας για να μπορεί να την ερμηνεύσει. Αυτό είναι θέμα που σχετίζεται με τον κληρονομικό γνωστικό μηχανισμό του ανθρώπου. 
                    Διαλεκτικά αυτό έχει ως εξείς:
Ο άνθρωπος, αποτέλεσμα του παγκόσμιου γίγνεσθαι, είναι ένα είδος καταγραφής όλου αυτού του γίγνεσθαι. Αυτή μικροδομικά περιέχεται στον κληρονομικό του κώδικα, (το DNA).  Ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι ένας κληρονομημένος και κωδικοποιημένος γνωστικός μηχανισμός. Κάθε εμπειρία που μπαίνει στο γνωστικό μηχανισμό, διαμορφώνει τη δομή του αφυπνίζοντας αρχαίες δομές που αποκωδικοποιώντας τις, αναδομεί τον εγκέφαλο δημιουργώντας το πλέγμα της συνείδησης. Υπάρχει το μέρος του εγκεφάλου που είναι αποκωδικοποιημένο και είναι η Λογική και η Συνείδηση, και το απύθμενο μέρος του εγκεφάλου που είναι η Ενόραση η Διαίσθηση, το Αίσθημα, κι η Φαντασία, που είναι η Αισθητική.
     Όταν τα εμπειρικά δεδομένα είναι επαρκή τότε ο άνθρωπος αποφαίνεται με τη Λογική. Όταν τα εμπειρικά δεδομένα δεν είναι επαρκή, τότε υποχρεώνεται να πατά επάνω στο κωδικοποιημένο μέρος του γνωστικού μηχανισμού που είναι η Αισθητική κι αποφαίνεται μέσω της φαντασίας και της ενόρασης.
    Ο άνθρωπος τις περισσότερες φορές δεν έχει επαρκή εμπειρικά δεδομένα για να πάρει τις αποφάσεις του, αφού το κοινωνικό γίγνεσθαι είναι πολυδιάστατα πολύμορφο κι εξελίσσεται ραγδαία. Έτσι σχεδόν πάντα, μαζί με τη λογική πατά κι επάνω στην αισθητική, δηλαδή την ενόραση και τη φαντασία. Στα επιστημονικά εργαστήρια βέβαια η κατάσταση είναι υπό μεγαλύτερο έλεγχο, αλλά εκεί υπάρχει μια άλλη ιδιομορφία.  Στο εργαστήριο η έρευνα περιέχει το Νέο κι έτσι η πεπατημένη του κλειστού συστήματος και των απόλυτα καθορισμένων εμπειρικών δεδομένων είναι αδύνατη.  Πάλι λοιπόν μ’έναν άλλο τρόπο, ο επιστήμονας πρέπει να συνεπικουρείται απ’την Ενόραση στις επιλογές του. Επίσης στη σύγχρονη επιστήμη όπως τονίσαμε, ο ορθολογισμός κι ο ντετερμινισμός αμφισβητούνται βίαια, κι όχι άδικα.  Έτσι ο «κριτικός διανοούμενος» του κ. Δημητράκου, πρέπει να βρεί κάποιαν άλλη φόρμουλα γνωστικού ήθους.  Είναι λοιπόν αναγκαίο ένα είδος αισθητικο-ενορατικής «ιδεολογικής δέσμευσης» που να πατά όσο το δυνατόν στα επιστημονικά δεδομένα και την εμπειρία (δηλαδή ο διαλεκτικός υλισμός).

Ο διανοούμενος που θέλει να λειτουργήσει σαν ιδεολόγος διανοούμενος, ο homo indeologicus, επιλέγει τον ρόλο του αρχαίου «θεωρού», του αναγνώστη των «μηνυμάτων» που στέλνει κάποιος Θεός ή το Απόλυτο ή η Ιστορία. . . .  Με αυτή την έννοια, ο ιδεολογικοποιημένος διανοούμενος είναι υπηρέτης του ιακωβίνου. Δεν είναι ο θαρραλέος προφήτης μηνυμάτων του θεού ή του Απόλυτου κατά της εξουσίας.  Δεν είναι ο προφήτης Νάθαν κατά του βασιλιά Δαβίδ, είναι ο Κάλχας στην υπηρεσία του Αγαμέμνονα.

Ο «κριτικός διανούμενος» επαναλαμβάνει ποιητικότερα αυτά που έχει επανειλημμένα πεί «με σχήματα λόγου και παραλληλισμούς» για να μας θολώσει, ακολουθώντας πιστά όσα αρνητικά επισυνάπτει στον ιδελογικοποιημένο διανοούμενο που τον κατηγορεί ότι αποφεύγει την κριτική πρακτική, επιστρατεύοντας το συναίσθημα και τη ρητορική τέχνη.   Επίσης με την επιστράτευση «των μηνυμάτων του θεού ή του Απόλυτου κατά της εξουσίας» σκιάζει βαριά την εικόνα του «φωτεινού και θαραλέου ήθους» του κριτικού διανοητή.  Ο Δαβίδ κι ο Αγαμέμνων εξουσίαζαν κάτω από κάποιο νόμιμο έλεγχο ενώ ο Νάθαν κι ο Θεός του. . .;

Παρατητεί την πραγματικότητα ως στρατευμένος διανοούμενος, υποταγμένος εντελώς στις ανάγκες της ιακωβίνικης πολιτικής, δηλαδή στις ανάγκες της εξάπλωσης της ιδεολογικής κοινότητας ή της εσωτερικής της ισχυροποίησης και συσπείρωσης. Με τον τρόπο αυτό η ιδεολογία γίνεται βίωμα της ιδεολογικής κοινότητας και συνυφαίνεται με τον τρόπο ζωής της τελευταίας. Η αλήθεια υπό τις συνθήκες αυτές, είναι βιωμένη αλήθεια κι όχι η αντιστοιχία με την πραγματικότητα. Ο homo ideologicus, έχει πλήρη επίγνωση του ρόλου αυτού, τον οποίον επιλέγει συνειδητά.  Η ιδεολογική παρουσίαση της πραγματικότητας στην οποία αποδύεται, γίνεται σκόπιμα. Κύριο μέλημά του είναι η ανοικοδόμηση του κόσμου κι όχι απλώς η ερμηνεία του.  Απορρίπτει επομένως το ήθος του εμπειρισμού και της επιστήμης. Ο επιστήμονας έχει ως ρυθμιστική αρχή την αλήθεια με την κλασική έννοια της αντιστοιχίας στην εμπειρική πραγματικότητα. Ο ιδεολόγος δε συμμερίζεται με τον επιστήμονα αυτήν την ρυθμιστική αρχή. Δεν επιδιώκει ν’ανακαλύψει και να διατυπώσει την αλήθεια στο μέτρο του εφικτού. Το ιδανικό του είναι συγκρίσιμο μ’εκείνο του αναγεννησιακού μάγου, ο οποίος επικαλείται ουράνιες ή δαιμονικές δυνάμεις, με τη διαμεσολάβηση της  μυστικής γνώσης των ονομάτων ή των μορφών τους μέσ’ απ’τις μαγικές απεικονίσεις τους (talismans):  μέσα απ’αυτές τις γλωσσικές και απεικονιστικές διαμεσολαβήσεις, που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του αλχημιστή ή του μάγου, επιτυγχάνεται ο έλεγχος του γήινου κόσμου απ’τον μάγο, επικαλούμενος δυνάμεις του ουράνιου κόσμου. Αυτό είναι άλλο ένα σύμπτωμα της επαναχώρησης της ιδεολογικής σκέψης: ο homo ideologicus απεργάζεται την παλινόρθωση της παλιάς ανιμιστικής και μαγικής παράδοσης, του κόσμου του μύθου, όπου το Ον με το Δέον είναι συνενωμένα, καταργώντας μ’αυτόν τον τρόπο τη νέα «συμμαχία», κατά την έκφραση του Monod, που επικρατησε από το διαφωτισμό κι έπειτα, μεταξύ Εμπειρισμού και Ορθολογισμού.  Κι όπως ο μάγος που καταβάλλει συνειδητή και έντονη προσπάθεια να «δεί» το μαγικό όραμα  μέσα απ’το οποίο θα μεταμορφώσει τον κόσμο έτσι κι ο homo ideologicus ιδεολογικοποιεί συνειδητά την κοινωνική πραγματικότητα για να αλλάξει την διάταξη και το νόημά της.

Εδώ ο κ. Δημητράκος ορίζει την πολιτική αντιπαράθεση δυο πολιτικών προσεγγίσεων. Από τη μια είναι ο «ιδεολογικοποιημένος διανοούμενος» και από την άλλη «ο κριτικός διανοούμενος» που διαφέρουν στο ότι ο πρώτος απορρίπτει τον διαφωτισμό, δηλαδή δεν λαμβάνει υπ’όψη την κοινωνική πραγματικότητα και εμπειρία κι επιπλέον δε σκέπτεται ορθολογικά. Δηλαδή ο ιδεολογικοποιημένος διανοούμενος, σήμερα ημέρα Τρίτη, ξυπνάει του φέρνει η μαμά του τον καφέ, ανάβει τσιγάρο και «κάθεται και σκέφτεται».  Αβλεπώς, μόνο με τα όνειρα που είδε το βράδυ, αποφασίζει ν’αλλαξει τον κόσμο. Θέλει δικαιοσύνη, ισότητα, αδελφότητα και κατά προέκταση κοινοκτημοσύνη και ορίζει πως θα μπορούσαν να εφαρμοστούν όλα αυτά! Μια λάμψη αστράφτει στο φουρτουνιασμένο κρανίο του. Θα κάνει μάγια!! Ιδού η λύση.    Από την άλλη ο Διαφωτισμένος Εμπειρικός Ορθολογιστής, που είναι μόνον αυτός που γνωρίζει πως χωρίς εμπειρικό υπόβαθρο δε μπορείς να έχεις δεδομένα για ορθολογική διεργασία, ασκεί την εμπειρική πολιτική τέχνη του εφικτού.
      Ποιά θα μπορούσε να είναι πολιτικά, η εμπειρική τέχνη του εφικτού στο Ιράν, ποιά στο Αφγανιστάν, ποιά στη Λατινική Αμερική, ποιά στην Κούβα, ποιά στην Κίνα και την Ινδία και ποιά στην προεπαναστατική Γαλλία, μια που ο κ. Δημητράκος λοιδορεί ειδικά τον ιακωβίνο. Είναι αυτό ήθος κριτικού διανοουμένου; Τι εμπειρικά δεδομένα έχει ο κ. Δημητράκος από την προεπαναστατική Γαλλία για να μπορεί να εδρεώσει ορθολογική διεγασία. Έχει διαβάσει! Η γραφή όμως, όσο αντικειμενική κι αν είναι, ιδεολογικοποιεί την πραγματικότητα, όχι μόνο γιατί ο συγγραφέας παρουσιάζει τη δική του όψη αλλά και η ίδια η γραφή από τη φύσης της δεν μπορεί να περιλάβει την ζωντανή πραγματικότητα όπως θα άρμοζε, για να γίνει δεκτή ως εμπειρία σύμφωνη με το ήθος αυτού του κριτικού διανοουμένου.  Δε μπορεί λοιπόν να οργανώσει διαπραγμάτευση τελείως αντικειμενική.  Κρίνοντας τον ιακωβίνο κάνει αυτό ακριβώς που κατηγορεί, ότι έκανε ο ιακωβίνος. Ιδεολογικοποιεί την πραγματικότητα χωρίς να μας έχει πείσει ότι αυτή η «εμπειρική τέχνη του εφικτού», δεν είναι ο χαλύβδινος κανόνας της αντεπανάστασης ή του ιμπεριαλισμού.  Ακόμα τι είναι το εφικτό;   Ποιός το ορίζει;   Στην επανάσταση του 21 το εφικτό για τους προδότες ήταν να είναι με τους Τούρκους, για τους νομοταγείς υποτελείς του Σουλτάνου, να κάθονται στ’αυγά τους, ενώ για τους επαναστάτες να σύρουν τα γιαταγάνια. Το θέμα είναι τι είναι το σωστό και δίκαιο και τι θέλεις να κάνεις. (Ο τρόπος διαπραγμάτευσης που έκανα εδώ, δεν είναι αυτός που μου αρέσει, αλλά πρέπει να δει και ο κ. Δημητράκος πως κι οι άλλοι μπορούν αν θέλουν να απλουστεύουν). 
     Θα τονίσω πάλι, πως ο κριτικός διανοούμενος που ευαγγελίζεται ο κ. Δημητράκος, που «σφυρί» έχει τον εμπειρισμό και «δρεπάνι» τον ορθολογισμό εμένα μου θυμίζει ιακωβίνο. Γιατί ο ιακωβίνος είναι ορθολογιστής και εμπειροκριτικός. Έχει μπροστά του την εμπειρία μιας πραγματικότητας που είναι άθλια και βάζει μπροστά την ορθολογική διαδικασία, για να βρεί τρόπο να την αλλάξει. Αντίθετα ο κ. Δημητράκος κι ο Monod που χρησιμοποιείται ως αυθεντία, έχουν διαβάσει κι από κει έχουν «εμπειρικά δεδομένα». Ακολούθως μπορούν απ’τα «γνωστά» μέσω του ορθολογισμού, να φτάσουν με «βεβαιότητα» στα «άγνωστα», ασκώντας την εμπειρική τέχνη του «άμοιρου» εφικτού. Οι κ. Monod και Δημητράκος όρισαν πως το εφικτό στη Γαλλική Επανάσταση, ήταν να μην επαναστατήσει!  Αντίθετα, θα έπρεπε ο λαός του Παρισιού να περιμένει την «Εκκλησία και την Αριστοκρατία», να βγάλουν συσσίτια ή να συνωστίζονται έξω απ’τους κήπους των πλουσίων διεκδικώντας βίαια τα αποφάγια.
     Ο κ.Δημητράκος θέλει τον ιδεολόγο διανοούμενο και τον επιστήμονα ν’αναζητούν αλήθειες υπό τον όρο της αντιστοιχίας με την εμπειρική πραγματικότητα, αποκαλύπτοντας και διατυπώνοντας το μέτρο του εφικτού. Αν πάρα κάτω αυτοί επιδιώξουν την εφαρμογή του εφικτού, μπορεί έξαφνα να γίνουν ιακωβίνοι, αφού ο κριτικός διανοούμενος μπορεί και πρέπει μόνο να διαπιστώνει, όχι όμως ν’απεργάζεται αλλαγές.

Είναι χρέος του σύγχρονου διανοούμενου να είναι ιδεολογικοποιημένος;  Αυτή η «πραξιακή» θεώρηση της  πραγματικότητας είναι συνυφασμένη με τον ενισχυμένο δογματισμό της ιδεολογικής σκέψης.  Ο homo ideologicus πιστεύει πως έχει καθήκον να ιδεολογικοποιεί τις παραστάσεις της πραγματικότητας,  με σκοπό την υλοποίηση του οράματος που ευαγγελίζεται.  Η ιδεολογία νομιμοποιεί την ιστορική πράξη που θ’αλλάξει τον κόσμο.  Συγχρόνως όμως νομιμοποιεί αυτό που ο κοινός άνθρωπος ονόμαζει παραμόρφωση της πραγματικότητας κι ο ιδεολόγος δίνει πιο τιμητικά ονόματα όπως «δυναμική αντίληψη της πραγματικότητας», «διαλεκτική του γίγνεσθαι» ή «ορθή σχέση θεωρίας και πράξης».

Η πολυτραγουδισμένη απ’τον κ Δημητράκο «Πραγματικότητα» που παρουσιάζεται σαν μια απόλυτη και ιδεώδης κατασταση που μόνο ο εμπειρισμός μπορεί ν’«αναγνώσει», είναι τόσο πολύμορφη και πολύπλοκη, που όποιος νομίζει ότι την έχει κατακτήσει, αν όχι ανόητος, είναι αλαζόνας.  Ο κόσμος μας, όπως έχει αποδείξει πια η σύγχρονη επιστήμη, που ο κ. Δημητράκος επικαλείται, σε κάθε μια καταφατική βεβαιότητα, γεννάει και δυο ή περισσότερα ερωτήματα. Ο ορθολογισμός, η αντικειμενικότητα και ο ντετερμινισμός είναι πλέον και στην πράξη αποδεδειγμένα «συμβατικές πρακτικές καταστάσεων» ακόμα τα εμπειρικά δεδομένα τους είναι κι αυτά συμβατικά. Έτσι η «ιερότητα» που περιβάλλει την εμπειρία ο κ. Δημητράκος, είναι «αγοραία υλιστική» δηλαδή μηχανιστική που πλέον θεωρείται αιώνων περασμένων. Ακόμα και η ορθολογική διαδικασία που είναι το «άχραντο μυστήριο» των νεοθετικιστών, αμφισβητείται βίαια, (μυστήριο γιατί δεν έχει ούτε λογική, ούτε εμπειρική θεμελίωση, άχραντο γιατί έρχεται απ’το θεό και οδηγεί κατευθείαν σ’αυτόν).  Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο Πλάτων που επέδεσε τα πάντα στον ορθολογισμό, όντας μεγαλοφυής, με το έργο του «Παρμενίδης» κατεδαφίζει ορθολογικά όλους τους καταφατικούς κι απόλυτους ορισμούς του ορθολογισμού και δείχνει ότι σε κάθε βήμα του γεννά αντινομίες. (Οι αρχαίοι θεωρούσαν τη λογική «τέχνη της νόησης» που μπορούσαν να παίζουν διαλογικά και όχι σιδερένιο απαραβίαστο πλάισιο εξ αποκαλύψεως από το θεό).
    Για κάθε μια θετική προσέγγιση της «πραγματικότητας», γεννώνται δυο τουλάχιστον ερωτήματα. Κι έτσι όσο προσεγγίζουμε και «γνωρίζουμε την πραγματικότητα ορθολογικά», τόσο περισσότερα ερωτήματα γεννώνται. Ο εμπειροκριτικός που παραθέτει ο κ. Δημητράκος, ανήκει σ’ένα περασμένο αιώνα: ατμομηχανών, εμβόλων, κατόπτρων, μοχλών, του Αρχισιδηρουργού που αντιπαρατίθεται στον Ιακωβίνο. 
     Ας δούμε τώρα τι εννοεί μιλώντας ο κ. Δημητράκος για «παραμόρφωση της πραγματικότητας»: όταν εκφράζεται σκωπτικά για την άποψη περί «δυναμικής αντίληψης της πραγματικότητας», σημαίνει ότι αυτός την πραγματικότητα δεν την βλέπει δυναμικά, άρα τη βλέπει στατικά. Δηλαδή δεν γνωρίζει ότι υπάρχει κάποιο εξελιγκτικό γίγνεσθαι κι ότι στην επιστήμη μόνον έτσι η πραγματικότητα είναι πια ορατή; Ακόμα θα πρέπει να ξέρει -φιλόσοφος άνθρωπος- ότι το γίγνεσθαι δε μπορεί παρά να διέπεται από διαλεκτική. Όταν λοιπόν το γίγνεσθαι που συμπίπτει με την πραγματικότητα ως συγκεκριμένη κατάσταση, αντανακλά ένα θεωρητικό εποικοδόμημα,  πρέπει η πρακτική που θ’ακολουθήσει ο άνθρωπος να έχει αντιστοιχία με τη θεωρία. (Και όλα αυτά χωρίς μαγεία, χωρίς μεταφυσική και χωρίς θεό, αλλά με «ορθή σχέση θεωρίας και πράξης, δυναμική αντίληψη της πραγματικότητας και διαλεκτική του γίγνεσθαι» δηλαδή Διαλεκτικά Υλιστικά).

Πρέπει να τονιστεί για μια ακόμη φορά, ότι αυτή η σκόπιμη ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας (δηλαδή η αντιμετώπισή της διαλεκτικά και ως δυναμική) δεν συνιστά με κανένα τρόπο την πλαστογράφησή της απ’τον ιδεολόγο. Ο homo ideologicus έχει σαφώς διαφορετικά κριτήρια ακεραιότητας από τον κοινό άνθρωπο, αλλά πηγαίνει κι αυτός «στην τιμή και την πεποίθησή του» με τις δικές του αρχές, που καθορίζονται με την ανάγκη ανάπλασης της πραγματικότητας.   Αλλά ο homo ideologicus πηγαίνει πιο πέρα. Δεν αρκείται στην ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας, (δηλαδή την παραμόρφωσή της με τα συνηθισμένα κριτήρια),  χρειάζεται να δικαιολογήσει αυτή την ιδεολογικοποίηση. Και τη δικαιολογεί με βάση τον τελικό σκοπό τον οποίο υπηρετεί η προσπάθειά του. Αντικειμενικός σκοπός του, είναι το τέλος της πολιτικής με την αριστοτελική έννοια της προσπάθειας εξισορρόπησης και συναλλαγής μεταξύ διαφορετικών συμφερόντων.  Η ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας στην οποία αποσκοπεί η δραστηριότητά του είναι ταυτόσημη με τη μετατροπή της κοινωνίας σε μια ενιαία ιδεολογική κοινότητα.  Σε ένα τέτοιο καθεστώς δεν υπάρχει χώρος για πολιτική με την αριστοτελική έννοια. Πρόκειται για μια προσπάθεια αναβίωσης της κλειστής κοινωνίας, δηλαδή της παλιάς κοινότητας, όπου ο μύθος κι η πραγματικότητα ήσαν συνυφασμένα σε ένα ενοιαίο τρόπο ζωής. Η ιδεολογία παίρνει τη θέση του μύθου στην πρωτόγονη τριμπαλιστική κοινότητα:  γίνεται «κοινός νούς» ή σύστημα κοινών παραστάσεων κι αποδεκτών κανόνων.  Η επικράτηση αυτής της κοινότητας σε παγκόσμια κλίμακα, θα σήμαινε το τέλος της πολιτικής, δηλαδή της συναλλαγής,  κάτι που ο homo ideologicus θεωρεί ευκταίο.

Εφόσον η πραγματικότητα δεν είναι στατική αλλά εν τω γίγνεσθαι, είναι φυσικό η ιδεολογία να «θέλει» να οργανώσει αυτό το γίγνεσθαι προς το συμφέρον της ανθρωπότητας αν είναι δυνατόν. Αν αυτό θεωρείται από τον κ Δημητράκο παραμόρφωση της πραγματικότητας κι αν αυτό χρειάζεται κάποια δικαιολογία, είναι απορίας άξιον. Τότε θα έπρεπε (χωρίς καμιά «ιδεολογοκοποίηση») να γυρίζαμε πίσω στην πρωτόγονη κοινωνία ή στη ζούγκλα όπου η πραγματικότητα είναι πολύ πιο άμεση και χωρίς ιδεολογικές παρεμβάσεις. Βλέπουμε την μπανάνα και την τρώμε, σκοτώνουμε το ζαρκάδι και το τρώμε, χωρίς την ανάγκη ιδεολογικοποίησης της πραγματικότητας.  Όταν όμως υπάρχει κεφάλαιο, μισθωτή εργασία, ιμπεριαλισμός, στρατιές ενόπλων, αεροπλάνα, πλοία, κανόνια, όλα αυτά πρέπει να ερμηνευτούν και να ιδεολογικοποιηθούν, να πάρουν μια θέση στο νού μας, και ανάλογα με το ταξικό περιεχόμενο των απόψεών μας να οργανώσουμε κάποια πρακτική δραστηριότητα προς το συμφέρον μας.  Αν ο κ. Δημητράκος θεωρεί ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας το ταξικό πρίσμα αντίληψης της κοινωνίας , όπως δείξαμε στην αρχή αυτής της εργασίας, «δε θα του κάνουμε τη χάρη» να το δεχτούμε. Η κοινωνική πραγματικότητα υπαγορεύει μια ταξική διάταξη η οποία δε μπορεί ν’αγνοηθεί. Η βασική κοινωνική σχέση είναι η αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου όπου το κεφάλαιο γεννά τη μισθωτή εργασία κι η μισθωτή εργασία γεννά το κεφάλαιο μα την ίδια στιγμή μάχονται μεταξύ τους. Δεν είναι τώρα η στιγμή για περεταίρω ανάπτυξη της λογικής αυτής της σχέσης, μα η προσέγγιση αυτή δε συνιστά παραμόρφωση της πραγματικότητας, είναι η πραγματικότητα ή για να μη στεναχωρήσουμε τον συζητητή μας, είναι ένα αληθινό πρόσωπο από τα πολλά πρόσωπα της πραγματικότητας.
    Ο διαλεκτικός «ιδεολογικοποιημένος διανοούμενος» που έχει ενταχθεί στις γραμμές της μισθωτής εργασίας, αντίθετα με τον ιδεολογικοποιημένο «κριτικό διανοούμενο», που έχει ενταχτεί στις γραμμές του αστικού κοινοβουλίου και του κεφαλαίου, δεν έχει ένα σύστημα έτοιμο σε λειτουργία, αλλά πρέπει να το προτείνει.  Πρέπει την ιδεολογική κοινότητα του καπιταλισμού, που από αυτήν έχει ως βίωμα την αδικία, τις αντιθέσεις και τη βαρβαρότητα, να υποκαταστήσει με άλλη κοινότητα που σκοπό έχει την ισότητα, τη δικαιοσύνη την αδελφότητα και τον πολιτισμό.  (Βέβαια αυτή είναι μια προοπτική είναι ένα Δέον και όχι ένα Όν, όμως η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια διακυβεύματα, αλλίως θα βόσκαμε αμέριμνοι,θα προσκυνούσαμε τους ισχυρούς ή με κατάνυξη θα αποθέταμε το όργανο της νόησης που είναι η κεφαλή επί της γης και θα ορθώναμε την πρωκτοπή στους ουρανούς εις ένδειξιν πίστης και υποταγής).
     Τώρα αν η σύμπνοια και η οργάνωση για ένα λογικό και δίκαιο κοινωνικό στόχο, είναι προσχώρηση στην πρωτόγονη και τριβαλιστική κοινότητα, είναι κάτι που ο κ. Δημητράκος πρέπει να αποδείξει προσκομίζοντας δεδομένα κι όχι με αφηρημένους και ευφάνταστους συλλογισμούς. Αφήνει την ποιητική του δημιουργικότητα να καλπάζει χωρίς τον ίππο της λογικής, αλλά με το κάλαμι της υπερβολής μέσα στη φιλοσοφία και την πολιτική.  Είναι αλήθεια ότι κάθε είδους διανοούμενος ιδεολογικοποιημένος ή μη, άσχετα αν είναι μαρξιστής, φασίστας, θεοκρατιοκοδημοκράτης, ιμπεριαλιστής ή ο «ιδεολόγος» που επιδιώκει «την εμπειρική τέχνη του εφικτού», θέλει την διεθνή επικράτηση της κοινότητάς του (γι’αυτό άλλωστε υπάρχει ο διάλογος αλλά κι οι φιλοσοφικές προτάσεις σαν του κ Δημητράκου). Εξάλλου η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση μας δείχνει ακριβώς πως αυτό γίνεται αντιληπτό στη πράξη από την «κοινωνία της τέχνης του εφικτού» δηλαδή με την τρέχουσα ορολογία, τον ιμπεριαλισμό. Η διαφορά βρίσκεται στην λογική θεμελίωση όλων των τάσεων, που όπως δηλώνει κι ο κ. Δημητράκος θα έχουν σαν αποτελεσμα την τελική κατάργηση του διαλόγου αν επιβληθούν. Αντίθετα ο μαρξισμός, (άσχετα με την κριτική που θα μπορούσε ν’ασκηθεί σε πολιτικά συστήματα που αυτοονομάζονται μαρξιστικά), αν είναι αληθινός, έχει σαν ραχοκοκκαλιά την διαλεκτική σκέψη που είναι η μόνη αδογμάτιστη και μπορεί να δέχεται ως απάντηση σε ένα ερώτημα, ένα άλλο ερώτημα.  Η διαλεκτική που θεωρεί ως ουσία το γίγνεσθαι δεν μπορεί να περιμένει τίποτα τελικό σε τίποτα, άρα «ως κοινός νους» έχει αποκλειστικό χαραχτηριστικό και ζωτική ανάγκη τον διάλογο. Αντίθετα ο ορθολογισμός για να μπορεί να λειτουργεί απρόσκοπτα και να προσφέρει αυτά που υπόσχεται, πρέπει να λειτουργεί ως κλειστό σύστημα, άρα έχει τελεολογικό σύνδρομο και φυσικό αποτέλεσμα το τριμπαλιστικό ήθος.  Δηλαδή οι όροι λειτουργίας του προϋποθέτουν μια τελεολογικά μελλοντική προϋπόθεση του κοινωνικού συστήματος που ευαγγελίζεται. Η κλειστή κοινωνία λοιπόν που ο κ. Δημητράκος επισυνάπτει στην ιδεοποίηση της πραγματικότητας δεν ακολουθεί την ιδεολογία της διαλεκτικής λογικής, αλλά του ορθολογισμού.
*Εδώ το τριμπαλιστικό ήθος λαμβάνεται υπόψιν όπως το περιγράφει ο κ. Δημητράκος. Όμως νομίζω ότι και εκεί λαθεύει, αφού το αληθινό τριμπαλιστικό ήθος δεν είναι ακριβως έτσι.   Αυτό όμως είναι ένα άλλο θέμα που δε μπορούμε να υπεισέλθουμε τώρα.

Εκεί αποβλέπει η δραστηριότητα του ιδεολογικοποιημένου διανοούμενου.  Αυτό δεν συνειδητοποιείται πάντα.  Πολλοί διανοούμενοι όπως ο Sartre, που αποτελεί κλασικό παράδειγμα του είδους θέλησαν να πάρουν θέση υπέρ των καταπιεσμένων να στρατευτούν, να γίνουν «οργανικοί διανοούμενοι» για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Gramsci,  χωρίς να έχουν επίγνωση της άμεσης συσχέτησης μεταξύ της «οργανικότητας» και της ιδεολογικής κοινότητας.  Και όμως αυτό είναι το πραγματικό νόημα της θεωρίας των διανοουμένων του Gramsci. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι διανοούμενοι είναι είτε «παραδοσιακού» είτε «οργανικού» τύπου. Οι πρώτοι δεν έχουν δεσμούς με τις ανερχόμενες δυνάμεις της ιστορίας.  Εξυπηρετούν ιστορικά παρωχημένες τάξεις κι αποτελούν οι ίδιοι, μια φθίνουσα διανοητική και κοινωνική δύναμη.  Αντίθετα οι δεύτεροι, συνδέονται «οργανικά» με τις δυναστευόμενες πλην όμως ανερχόμενες κοινωνικά τάξεις.   Είναι φυσικό να έχουν επιρεαστεί πολλοί διανοούμενοι από αυτήν την θεωρία και να θέλουν να γίνουν «οργανικοί» διανοούμενοι εκπληρώνοντας το «ουσιαστικό τους χρέος». ―Ποιος δεν θέλει να έχει την πρόοδο και την ιστορία με το μέρος τους; 

Θα πέσω στον πειρασμό να υπενθυμίσω ότι ο ίδιος ο κ.Δημητράκος δηλώνει ότι δε θέλει! Αρέσκεται όμως σε υπερβολικά σχήματα λόγου, με την ελπίδα να παρασύρει τον αναγνώστη μακριά απ’την κριτική τάξη. Ακόμα κι αυτό το παράδειγμα του δαιμόνιου Σαρτρ ως αμνού που μπαίνει στο μαντρί της ματαιοδοξίας από ανοησία δεν κολλάει, ούτε οι αγωνιστές της αριστεράς που προσχώρησαν στην «τιμή και το χρέος» το έκαναν από ματαιοδοξία ή ανοησία.  Αναρωτιέμαι, άραγε ο κ. Δημητράκος δεν έχει νοιώσει τη συγκίνηση του υπερβατικού που είναι η βάση της όποιας επανάστασης;  Άραγε τι νόημα θα είχε η ζωή χωρίς την αίσθηση του υπερβατικού και της επαναστατικότητας; Τί νόημα θα είχε η ζωή χωρίς την αρχαιοελληνική τραγικότητα που είναι η αντιφατικότητα του Είναι, δηλαδή η υπερβατικότητά του;

Ο οργανικός διανοούμενος του Gramsci,ο λειτουργός της υπερδομής όπως τον ονομάζει, είναι οργανικός διαμορφωτής μιας ιδεολογικής κοινότητας.  Ο ιστορικισμός του Γκράμσι νομιμοποιεί στο σημείο αυτό την ιακωβίνικη προσδοκία δημιουργίας μιας τέτοιας κοινότητας  σε παγκόσμια κλίμακα.  Ο ρόλος του οργανικού διανοούμενου,  είναι παιδευτικός με μια ιδιαίτερη έννοια: πρέπει να επιφέρει τη διανοητική και ηθική αναμόρφωση, που θα είναι ισάξια με την αναγέννηση ή την προτεσταντική μεταρρύθμηση. Ο Gramsci συνδέει χαρακτηριστικά το έργο αυτό της παιδευτικής αναμόρφωσης της κοινωνίας με την ανανέωση του Μαρξισμού.
    Ας σημειωθεί ότι ο Μαρξισμός του Gramsci, είναι ένας αντιδογματικός Μαρξισμός. Η ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας που είχε στο νού του ο μεγάλος ιταλός Μαρξιστής σταματά στα όρια της εμπειρικά ελέγξιμης πραγματικότητας: η διανοητική και ηθική αναμόρφωση που πρόβαλε ως πολιτικό πρόγραμμα είχε ανοιχτές προοπτικές: δεν προεξοφλούσε αν και προσδοκούσε την ενίσχυση του Μαρξισμού. Αυτή η προσδοκία οφείλεται στον ιστορικισμό του, που ουδέποτε εγκετέλειψε. Μέσα απ’τον ιστορικισμό έβλεπε μια παράλληλη πορεία της Μαρξιστικής θεωρίας απ’τη μια μεριά και της κοινότητας των οπαδών της τελευταίας, απ’την άλλη. Μέσα σ’αυτό το σχήμα, ο ρόλος του «οργανικού» διανοουμένου και της «διανοητικής και ηθικής αναμόρφωσης» έχει θέση μόνο στην ιδεολογική κοινότητα στην οποία λειτουργεί και στην επέκταση της οποίας αποσκοπεί. Η ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας αποκτά με τον τρόπο αυτό, ένα ιστορικό έρεισμα, αν και εφόσον δεχτεί κανείς φιντεϊστικά μια ωρισμένη φιλοσοφία της ιστορίας.  Εν τούτοις αυτή η ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας, έχει ωρισμένα όρια που θα εξετάσουμε σ’αυτό που ακολουθεί.

Άραγε αυτός ο οργανικός διανοούμενος της διανοητικής και ηθικής αναμόρφωσης δεν είναι σαν τον κριτικό διανοούμενο που αναλαμβάνει χρέει κοινωνικού λειτουργού στην περίφημα αυτή κοινωνία του καταναλωτισμού, της ελευθερίας και του εφικτού;
    Σε όλο αυτό θα τονίσω ότι γενικά ο Μαρξισμός είναι αντιδογματικός για το λόγο ότι ως λογική ραχοκοκκαλιά έχει το διαλεκτικό υλισμό αντίθετα με τον όποιο θετικισμό που ως λογικό εργαλείο έχει το δίκρανο του Χιουμ, δηλαδή τη απαράβατη σχέση ορθολογισμού και εμπειρισμού. Ο διαλεκτικός υλισμός αντιλαμβάνεται τον κόσμο όπως και την εμπειρία εν εξελίξει, επίσης είναι πιο συμβατός με την πραγματικότητα και τις σύγχρονες εξελίξεις της επιστήμης ενώ το δίκρανο του Χιουμ όχι. Το γνωστικό ήθος του εμπειροκριτισμού πατά σε σαθρά θεμέλεια αφού ούτε η εμπειρία είναι πλέον δεκτή σήμερα όπως την εποχή του Νεύτωνα, αλλά κι ο ορθολογισμός δεν υπήρξε ποτέ, ακόμα και από του ιδρυτές του, ως απόλυτος οδηγός της αλήθειας αλλά ένα συμβατικό εργαλείο έρευνας (γι’αυτό είχε ανάγκη την συνεχή αρωγή της εμπειρίας).

Τα όρια της ιδεολογικοποίησης της πραγματικότητας: η ιδεολογική «διγλωσσία».

Είναι χαραχτηριστικό της ιδεολογίας να αντιμετωπίζει τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας με έναν εξωεμπειρικό τρόπο. Ο ιδεολογικός  τρόπος σύλληψης των προβλημάτων είναι να τα εντάξει στο δικό της κόσμο, σε πείσμα των εμπειρικών δεδομένων είτε επιβάλλοντας λύσεις χωρίς αντίκρυσμα στην πραγματικότητα, ή ξεγλυστρώντας από το πρόβλημα με κάποιο ρητορικό σχήμα, που είναι κενό νοήματος, με τα κριτήρια του εμπειρισμού και του κοινού νου.

Η ιδεολογία είναι μια συσσωρευμένη κοινωνικοπολιτική γνώση που έχει διαμορφωθεί ανάλογα με την ταξική οπτική γωνία αυτού που την έχει αποδεχτεί. Βέβαια η άκριτη αποδοχή μιας ιδεολογικής πρότασης πάντα έχει το χαρακτήρα ενός άλματος πίστης, μα αυτό δε συμβαίνει μόνο στην άκριτη αποδοχή μιας ιδεολογίας, αλλά κάθε αποδοχής. Η κάθε ιδεολογία προσδοκά την κριτική αποδοχή της απ’αυτόν που θα την αποδεχτεί. (Βέβαια υπάρχουν αντίθετες ιδεολογίες, που είναι λογικά ορθές ανάλογα μ’αυτό που θέλει να πραγματοποιήσει ο ιδεολόγος ή ανάλογα σε ποιάν ιδεολογική ομάδα θα ενταχτεί).    
     Η ιδεολογία είναι μια επιστημονική θεωρία περί κοινωνικής πραγματικότητας που διαμορφωθηκε μετά από μια μακρά ιστορικοκοινωνική συσσώρευση.  Όπως στην επιστήμη της υαλουργίας έχει συσσωρεύσει γνώση και δεν είναι αναγκαίο να την ξανά-ανακαλύπτουμε κάθε φορά που θα φιάξουμε ποτήρια, έτσι και την κοινωνικοπολιτική ιδεολογική «εμπειρία», που έχουν συσσωρεύσει άλλοι για μας, τη χρησιμοποιούμε σαν εργαλείο χωρίς να χρειάζεται να την ξανά-ανακαλύψουμε. Αυτή όμως είναι μια άκριτη χρήση κατά την οποία δε λαμβάνεται επαρκώς υπόψιν η εμπειρική πραγματικότητα. Μοιάζει με τις υαλουργικές εργασίες που είναι τελείως μηχανιστικές και δεν λαμβάνονται υπόψιν οι ιδιαιτερότητες του υλικού προς χρήσιν.  Υπάρχει ο καλός υαλουργός που παίρνει υπόψιν τα νέα δεδομένα των υλικών προς χρήσιν κι ο κακός που ακολουθεί μόνο τη θεωρία και την παράδοση. Υπάρχει καλή και σύγχρονη θεωρία όπως κακή και πεπαλαιωμένη.  Αυτό ισχύει με τον ιδεολόγο και την ιδεολογία. Υπάρχουν δογματικές και μη δογματικές ιδεολογίες, υπάρχουν δογματικοί άνθρωποι και μη δογματικοί.  Δε συνιστά το ιδεολογείν όπωσδήποτε δογματισμό.  Όπως δείξαμε θεωρητικά πριν, υπάρχει ο διαλεκτικός υλισμός που είναι πέρα από κάθε δογματισμό, υπάρχουν όμως οπαδοί που δεν τον κατανοούν και γίνονται δογματικοί. (Η λέξη «οπαδός-οπηδός», είναι αυτός που διαφεύγει από οπή, κι αυτό τα λέει όλα: ακολουθεί όντας εκτός, δηλαδή χωρίς να καταλαβαίνει).

Η ιδεολογία, έχει πολλά κοινά με την θρησκεία και με τον κόσμο του μύθου στις παραδοσιακές κοινωνίες. Το κοινό σημείο ανάμεσα στη θρησκεία και την ιδεολογία είναι ο φιντεϊσμός. Αντίθετα όμως απ’τη θρησκεία η ιδεολογία δεν ασχολείται μόνον με τον εξωεμπειρικό κόσμο.  Οι ιδεολογικές  προτάσεις αφορούν τον εμπειρικό κόσμο, εφόσον αποτελούν συνδυασμό αρχών και εμπειρικών διαπιστώσεων, που οι τελευταίες μορφοποιούνται, οργανώνονται και συχνά ελέγχονται από τις πρώτες.  Από την άλλη, ο συνδυασμός όντος και δέοντος, εμπειρικών και αξιολογικών προτάσεων, υπάρχει και στον κόσμο του μύθου.  Η ιδεολογία διαφέρει απ’το μύθο στ’ότι αυτή η σύνθεση αποτελεί τη βάση πολιτικού προγράμματος, πράγμα που δεν ισχύει στο μύθο και τις παραδοσιακές κοινωνίες. Στις σύγχρονες κοινωνίες όπου η ιδεολογική σκέψη βρίσκει την ευκαιρία να ριζώσει, το μεσιανικό στοιχείο που η τελευταία συμμερίζεται με τον ιακωβινισμό, απαιτεί την επιβολή της στην πολιτική σκέψη.

Ο κ. Δημητράκος υπερβάλλει κάνοντας παραλληλισμούς που στηρίζονται τυπικά μόνο στον ορθό λόγο αλλά μακριά από την εμπειρική διαδικασία. Ο χαρακτηρισμός της ιδεολογίας και της θρησκείας ως φιντεϊστικών, με τον τρόπο που τον κάνει, περιλαμβάνει και τον εμπειρικό ορθολογισμό, που φαίνεται να ενδύεται βιωματικά ο κ Δημητράκος.  Ο ορθολογικός εμπειρισμός αποτελεί συνδυασμό αρχών κι εμπειρικών διαπιστώσεων, όπως τονίζει ο κ. Δημητράκος, αλλά η θρησκεία και η όποια ιδεολογία, όπως εγώ επιμένω στηρίζεται επίσης στον ορθολογισμό και την εμπειρία.  Η θρησκεία είναι ένα ιδεολογικό σύστημα όπου συνδυάζονται οι αρχές του ορθολογισμού και οι εμπειρικές διαπιστώσεις. Δηλαδή ο άνθρωπος διαπιστώνει πως κάθετι στον κόσμο έχει μια γενεσιουργό αιτία και στο ερώτημα «ποια είναι η έσχατη αιτία», κάνει ένα άλμα πίστης για την ύπαρξη του θεού.  Ο εμπειροκριτικός θ’απαντήσει: δε γνωρίζω! Αυτό όμως δεν αλλάζει τίποτα στη ζωή, αφού ο εμπειροκριτικός κι ο πιστός στο θρησκευτικό δόγμα, ακολουθούν το ίδιο γνωστικό πλέγμα, η διαφορά τους βρίσκεται στο ότι, ο πιστός έχει τις λεγόμενες ηθικές αρχές, που στηρίζονται στην καθημερινή εμπειρία των ανθρώπινων σχέσεων, ενώ ο εμπειροκριτικός δε θέλει να έχει ηθικές αρχές.  Οι ηθικές αρχές, δεν είναι κάτι που υπαγορεύεται απ’την πίστη και τη θρησκεία, αλλά το ηθικό θρησκευτικό πλέγμα, είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής πείρας και των ηθικών προθέσεων των ιδεολογικών τάσεων.
    Η ιδεολογία του εμπειροκριτισμού, όντας με το μέρος του ιμπεριαλισμού και της τάξης που άρχει, δεν θέλει να δεχτεί ότι πρέπει να υπάρχει ηθικό πλέγμα στη συμπεριφορά των ανθρώπων που μπορεί να παραβληθεί στην παντοδυναμία της σχέσης ορθολογισμου και εμπειρίας.  Αντίθετα κάθε ιδεολογία ακόμα και αυτή του φασισμού, ενδύεται ένα είδος ηθικής συμπεριφοράς. Η ηθική συμπεριφορά που ενδύεται η κοινωνία υπό την επίδραση μιας ιδεολογίας, απ’τον κ. Δημητράκο θεωρείται ιδεολογικοποίηση ή παραμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας. Ξεχνάει όμως ότι και η μή-ηθική συμπεριφορά στις κοινωνικές σχέσεις είναι ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας κι επαναχώρηση στην ηθική του νόμου της ζούγκλας.
    Οι βασικές αρχές της θρησκείας που είναι ο ορθολογισμός κι ο εμπειρισμός, ταιριάζουν πολύ με τις αρχές του εμπειροκριτισμού!  Διαφέρουν μόνο στο αρχικό ερώτημα και την τελική απάντηση, επίσης διαφέρουν στις προθέσεις: η θρησκεία και ο εμπειροκριτισμός, δέχονται τον ορθολογισμό άκριτα ή φιντεϊστικά, ακόμα βασίζονται στην εμπειρία κάνοντάς της βέβαια χρήση διαφορετική:  Ο εμπειροκριτικός θεοποιεί την εμπειρία ενώ γνωρίζει πολύ καλά, πως η ίδια η αξία της εξαρτάται από πάρα πολλούς παράγοντες. Αντίθετα ο πιστός χρησιμοποιεί την εμπειρία ως σκάλα για την αποδοχή ύπαρξης του θεού. Αλλά και ο ορθολογιστής δε μπορεί παρά, για να λειτουργεί ο Ορθολογισμός του να αποδεχτεί a priori την ύπαρξη καθαυτών εσχάτων και έτσι κλειστό σύστημα λειτουργίας. Ο πιστός κι ο εμπειροκριτικός, διαφέρουν μόνον στο όραμα: ο ένας θέλει τον ιδεατό παράδεισο στον ουρανό, ενώ ο άλλος μιαν αληθινή κόλαση εδώ στη γή. Η θρησκεία όμως είναι πιο ρεαλιστική αφού αφήνει ένα περιθώριο σ’αυτό το αίτημά της για τον Άλλο Κόσμο, αντίθετα ο εμπειρισμός είναι απόλυτα πεπεισμένος στον ιστορικισμό του, δηλαδή ότι όπωσδήποτε θα κάνει τον κόσμο κόλαση. Εμείς βέβαια δε θα του κάνουμε τη χάρη, θ’αγωνιστούμε ενάντιά του. 
     Όλες οι ιδεολογίες όπως του ιακωβινισμού, του ιμπεριαλισμού, του φασισμού κλπ, έχουν διαφορετικές προθέσεις, μολονότι στηρίζονται στην εμπειρία και τον ορθολογισμό. Τον ορθολογισμό ως εργαλείο γονιμοποίησηςτης εμπειρίας, όπως την ερμηνεύουν μέσα απ’τις προθέσεις τους, αφού το κοινωνικό γεγονός ως εμπειρικό, είναι ορατό αλλιώς από κάθε μια ταξική οπτική ή ιδεολογική γωνία και έτσι δεν υπάρχει εμπειρική όψη τελείως αντικειμενική. Όχι μόνο γιατί οι κοινωνικές σχέσεις είναι ορατές διαφορετικά, αλλά κι επειδή, έχοντας φύση αντιφατική, έχουν απεριόροστες διαστάσεις. Η μόνη ιδεολογία που διαφέρει γιατί απέχει απ’τον πιστοκρατούμενο εμπειροκριτισμό, είναι ο Μαρξισμός, που ως γνωστικό ήθος έχει το διαλεκτικό υλισμό. Ο κ. Δημητράκος όμως την μπερδεύει με τον ιακωβινισμό, αφού μολονότι έχουν διαφορετικό γνωστικό ήθος κι άλλη λογικοφιλοσοφική συγκρότηση, έχουν κοινές προθέσεις.  Έτσι φαίνεται ότι δεν είναι το γνωστικό ήθος που ενδιαφέρεται να πλήξει ο κ. Δημητράκος, αλλά οι αμφοτέρων ανατρεπτικές προθέσεις που πλήττουν τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. 
    Ο διαλεκτικός υλισμός, δέχεται την υλική πραγματικότητα ως μόνη υπαρκτή, την οποία δέχεται εν τω γίγνεσθαι και γι’αυτό διέπεται λογικά από τη διαλεκτική. (Βέβαια η έννοια πραγματικότητα, μετά τις προτάσεις της κβαντικής φυσικής, έχει γίνει τόσο «ιδιόμορφη» που θέλει συνεχείς διευκρινίσεις, εμείς όμως εδώ μένουμε στην κοινά αποδεχτή αντίληψη για αυτήν). Η διαλεκτική λόγω κακής χρήσης απ’ανθρώπους που ποτέ δεν την κατάλαβαν, έχει δυσφημιστεί και παρεξηγηθεί αλλά όχι αναίτια.  Η προσπάθεια του Χέγκελ να της δώσει μια ολοκληρωμένη μορφή, αντί να λύσει το πρόβλημα το περιέπλεξε. Ο λόγος της περιπλοκής της, ήταν η ιδεοποίηση της προσπάθειας αυτής, που αντί να είναι υλιστική διαλεκτική, δηλαδή διαλεκτική της φύσης, έγινε η «περιπέτεια» της ιδέας σαν καθαρής έννοιας στην πορεία αυτοπροσδιορισμού της.    Θα μπορούσε λοιπόν μια «επιστροφή» στην Ηρακλειτική διαλεκτική να συμπληρώσει αυτό το νοητικό και διαλογικό κενό. Ο Μαρξισμός το είχε «αντιληφθεί», όμως οι προσπάθειες που είχαν γίνει κι οι επιτυχίες της επιστήμης, με το «λάβαρο» της τυπικής λογικής, δημιούργησαν την αλαζονία του Νεοθετικισμού και τον υποβιβασμό της Διαλεκτικής.  Με τη γένεση της κβαντομηχανικής όμως, που είναι νέα οπτική της πραγματικότητας, όλα έχουν αλλάξει και η διαλεκτική μπορεί ν’ανέβει στο επίπεδο που της αρμόζει. (Για το πως είναι δυνατή μια σύγχρονη διαλεκτική υλιστική προσέγγιση, θα μπορούσε ο αναγνώστης να πληροφορηθεί στην εργασία μου «ΓΛΩΣΣΑ ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ» εκδ. Δωδώνη 1994 και στην ανάρτησή μου "ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ").

Αλλά ο μόνος τρόπος να νομιμοποιήσει η ιδεολογική σκέψη αυτή της την επιβολή, είναι η επικράτηση της αντίληψης σύμφωνα με την οποία, είναι η ιδεολογία ο γενικός οδηγός για τη γνώση και την πράξη, απ’τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς. Εκεί οδηγεί η πανπολιτικοποίηση, η οποία είναι συνυφασμένη με την ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας. Η ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας συνίσταται στην υποκατάσταση του πραγματικού κόσμου, δηλαδή του κόσμου του περιστασιακού και του μερικού, με τον κόσμο της ιδεολογίας που είναι ο κόσμος του αναγκαίου και του καθολικού.

Θα τονίσω εδώ πως κι ο ίδιος ο Χιούμ, μολονότι δεν αρνείται την ύπαρξη της καθολικότητας
του κόσμου, παρατηρεί ότι δεν μπορεί να γίνει γνωστός. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τον καθαυτό κόσμο αλλά μόνον τη φαινομενικότητα του, δηλαδή η γνώση αληθινά δεν είναι αντικειμενική, αλλά αυτό το οποίο μας προσφέρει η γνωστική μας δυνατότητα.  Αυτή σύμφωνα με τον εμπειροκριτισμό είναι τέτοια που μόνο με τα φαινόμενα μπορεί να έλθει σε επαφή. Δηλαδή μόνο με το μερικό και το περιστασιακό. Η άποψη αυτή που εν μέρει είναι αληθινή, γεννά ερώτηματα για την αξία του ορθολογισμού που είναι το ένα σκέλος του περίφημου δικράνου του Χιουμ, αφού «η αρχή της ταυτότητας» δέχεται τα πράγματα σταθερά κι αναλλοίωτα, ενώ η μερικότητα κι η περιστασιακότητα δε μπορεί παρά να τα θεωρεί εν εξελίξει. Η θεωρούμενη λοιπόν «φαινομενικότητα» ονομάζεται έτσι γιατί ακριβώς θεωρείται περιστασιακή. Επίσης υπάρχει κι άλλη μια αντινομία του ορθολογισμού: ενώ ο ορθολογισμός στηρίζεται στην αποδοχή της ύπαρξης καθεαυτών που όμως δεν είναι δυνατόν να γνωστούν, δέχεται ότι μόνο τον φαινομενικό κόσμο μπορεί να διερευνήσει για του οποίου όμως την αλήθεια αμφιβάλλει.

Ο «ιδεότυπος» της μυθολογικής κοινωνίας λειτουργεί όπως κι ο ιδεότυπος  της ιδεολογικής κοινότητας, στο βαθμό που η τελευταία έχει το χαραχτήρα του «συλλογικού στοχαστή», κατά την έκφραση του Gramsci. Ο συλλογικός αυτός στοχαστής αποτελεί μια ενότητα θεωρίας και πράξης.  Είναι μια ενότητα που σχηματίζει το ενιαίο «μπλόκ» ή «συγκρότημα» που ενώνονται μέσα από ένα κοινό σύστημα πεποιθήσεων. Ο χρησιμοποιούμενος όρος «συγκρότημα» εδώ έχει σκοπό να τονιστεί η σημασία ταύτησης μεταξύ της κοινότητας και της πίστης της. Η κοινότητα ταυτίζεται φιντεϊστικά με το σύστημα πίστης, ώστε η «συγκροτηματικότητά» της, να ορίζεται από την παγίωση της ενότητας πίστης-κοινότητας.  Αλλά η ιδεολογική κοινότητα διαφέρει απ’τη μυθολογική κοινότητα κατά τούτο:  ότι εστιάζεται σε σύγχρονες (μη παραδοσιακές κοινωνίες, που υπόκεινται σε συνεχείς και ταχύρρυθμες μεταβολές στον τρόπο ζωής τους, στις αξίες τους ή την κοινωνική τους οργάνωση. Η μυθολογική κοινότητα παραμένει για πολύ καιρό αναλλοίωτη και συμπαγής.  Το ίδιο δεν ισχύει για την ιδεολογική κοινότητα.  Οι σύγχρονες κοινωνίες, χωρίς να είναι πάντα «ανοιχτές», με την πολιτική έννοια, επικοινωνούν εμπορικά και πολιτιστικά με τον έξω κόσμο, μεταβάλλόμενες συνεχώς. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν είναι διαρκώς καινούρια κι απρόβλεπτα: δε μπορεί να προεξοφληθεί ούτε να προβλεφθεί η λύση αυτών των προβλημάτων εκ των προτέρων. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι αυτά τα προβλήματα δε μπορούν να λυθούν στο πλαίσιο της παραδοσιακής κοινωνίας ή στο σύγχρονο ισοδύναμό της, την ιδεολογική κοινότητα.

Ο κ. Δημητράκος παραλληλίζει την ιδεολογική κοινότητα (κατ’αυτόν τη μαρξιστική) με την πρωτόγονη μυθολογική κοινωνία μάλλον επειδή κι οι δύο έχουν κοινό χαραχτήρα την κοινοκτημοσύνη, που βέβαια μόνο να το ακούσει η αστική τάξη και ο κ. Δημητράκος βγάζουν σπυριά. Εκεί είναι το ψητό και όχι στον παραλληλισμό ιδεολογίας και μύθου. (Ο κ. Δημητράκος εδώ θυμίζει απεργούς του δημοσίου, που ως αιτήματα θέτουν κοινωφελή και ιδεολογικά, αλλά πίσω απ’αυτά είναι χωμένα τα μισθολογικά. Μόλις τα μισθολογικά λυθούν τα άλλα ξεχνιώνται).
     Όσο για τον ισχυρισμό του πως τα προβλήματα στην «ανοικτή» κοινωνία λύνονται, αλλά στην παραδοσιακή και ιδεολογική είναι αδυνατό να λυθούν, ο κριτικός διανοούμενος τιμώντας τον αναγνώστη του, θά'πρεπε αφού τ' αναφέρει να δικαιολογήσει και τον ισχυρισμό του. Τουλάχιστον εγώ νομίζω ότι τα προβλήματα δε λύνονται απ'αυτούς που η ίδια η δραστηριότητά τους και η ύπαρξή τους τα δημιουργεί.  
    Το κριτικό ήθος που ευαγγελίζεται για τον «κριτικό διανοούμενό του» ο κ. Δημητράκος δεν ταιριάζει με τους δικούς του ισχυρισμούς και τον τρόπο του διαλέγεσθαι. Αφού κάθε κριτική που καλπάζει πάνω στ’άλογο του αφηρημένου, κάτι που κατα συρροή κάνει ο ίδιος, ο «κριτικός διανοούμενος» θεωρεί μεταφυσική.  Εκτός αν η εργασία αυτή δεν έγινε για να διαβαστεί από αντιπάλους ιδεολογικούς αλλά ως αφιέρωμα πίστης και υποταγής σε κάποιο ιερατείο ή ως ανάγνωσμα από ένα εκκλησίασμα α-νοήτων συνοδοιπόρων.

Κατά συνέπεια, το συγκρότημα ιδεολογικής πίστης-κοινωνίας εξ’ανάγκης μεταβάλλεται, σ’αντίθεση με το «συγκρότημα» μυθολογικής πίστης-κοινωνίας, που παραμένει αναλλοίωτο. Η ιδεολογική κοινότητα έχει την τάση, αντίθετα με την μυθολογική κοινότητα να διαστέλλεται και να μεταβάλλει τους τρόπους ζωής. Με άλλα λόγια η ιδεολογία έχει τάση να επεκτείνεται σ’όλες τις σφαίρες της γνώσης  προσαρμόζοντάς τις στο δικό της ιδίωμα.  Η ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας όμως,  έχει ένα φυσικό όριο κι ένα πολιτικό όριο. Αυτό είναι οι καταναγκασμοί που επιβάλλει η δυναμική των σύγχρονων κοινωνιών, ο σύγχρονος πολιτισμός, η τεχνική πρόοδος και τα κοινωνικά συνακόλουθά του. Το πολιτικό όριο αποτελείται απ’τα φρένα στην ιδεολογικοποίηση της  πραγματικότητας και στην εξάπλωση της ιδεολογικής σκέψης απο τον κριτικό διανοούμενο. Αυτός μπορεί να ανήκει στη «γενική» ή στην «ειδική» κατηγορία διανοουμένου.

Όπως «δε μιλάνε για σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου» έτσι δε μιλάνε για γνωστικό ήθος αλλαγής στην εμπειροκριτική διγλωσσία, που ενώ ως λογική δέχεται τον κόσμο στατικά ως εμπειρία τον θέλει εν εξελίξει. Ενώ η «παραδοσιακή κονωνία» του μαρξισμού (που κρυφά ή φανερά εκεί στρέφει τα βέλη του), ως διαλεκτική λογική δέχεται τον κόσμο και την εμπειρία εν εξελίξει αλλά και ως υλισμός ακριβώς το ίδιο.
     Πριν μας εξηγήσει ο κ.Δημητράκος το σκεπτικό του για τα δυο όρια, «καταναγκασμού», ας «δούμε» τι εννοεί με: «τους καταναγκασμούς που επιβάλλει η δυναμική της σύγχρονης κοινωνίας, η τεχνική πρόοδος, ο σύγχρονος πολιτισμός και τα επακόλουθά του».
     Όταν μιλά για «δυναμική της σύγχρονης κοινωνίας», εννοεί τον ανταγωνισμό ανάμεσα στην σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία και το σοσιαλισμό. Ο σοσιαλισμός δεν υπόσχεται αλόγιστη καταναλωτική σπατάλη, η οποία σπατάλη έλκει τον ανόητο και το μέγα πλήθος. Έχει αποδειχθεί από καταβολής κόσμου, πως το πλήθος έλκεται από την ανοησία. Θέλει να «απολαύσει όλες τις χαρές» που προσφέρει ο καταναλωτισμός. Και για να γίνει αυτό, δηλαδή να μπορούν να πετάνε προϊόντα παχουλοί και ανόητοι καταναλωτές, πρέπει το περιβάλλον ν’αναλώνεται αλόγιστα κι οι στρατοί των ισχυρών να καταστρέφουν φτωχές κι υπανάπτυχτες τεχνολογικά χώρες, για να γίνεται απρόσκοπτα αυτή η σπατάλη. Η ηθική και ο πολιτισμός αυτής της δυναμικής είναι η καταστροφή, η αδικία και η σπατάλη, όσο έχει τη δύναμη να μένει ατιμώρητη.  Με ο συγγραφέας μας, λίγα λόγια «δυναμική» θεωρεί την τεχνική της εμπορευματοποίησης της επιστήμης και την κατασκευή οπλικών συστημάτων μαζικής καταστροφής.Επίσης γι'αυτόν «Σύγχρονος πολιτισμός» είναι η απαξίωση του ωραίου, της αισθητικής κι η μετατροπή της τέχνης σε άσυλο ανοησίας. Η μόνη τέχνη που έχει νόημα αληθινό στη «σύγχρονη κοινωνία» που ευαγγελίζεται ο ιμπεριαλισμός και διαλαλεί ο κος Δημητράκος, είναι η διαφήμηση των προϊόντων και η δημιουργία από τη βρεφική ηλικία καταναλωτών που βέβαια επακόλουθά του, είναι ο καταναλωτισμός κι η αλόγιστη σπατάλη.

Ας εξετάσουμε αυτά τα δυο όρια, το φυσικό και το πολιτικό αρχίζοντας από το πρώτο: Στις σύγχρονες κοινωνίες, μπορούμε να πούμε ότι επικρατεί  πνεύμα «νεωτερικότητος». Αυτό είναι συνυφασμένο με την απρογραμμάτιστη κι ακηδεμόνευτη μεταβολή στον τρόπο ζωής της σύγχρονης κοινωνίας μέσω της τεχνολογικής προόδου, της ανάπτυξης επιστημονικής γνώσης, της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας και της ανάπτυξης του εμπορίου.  Δηλαδή μέσω δραστηριοτήτων που προϋποθέτουν την απρογραμμάτιστη και ελεύθερη διακίνηση ιδεών, σε μια κοινωνία ελευθέρων ατόμων, που επικρατεί αμοιβαία ανεκτικότητα, για διαφορετικές μεταξύ τους απόψεις, που ισχύουν συγκεκριμένοι κανόνες συμπεριφοράς και συναλλαγής. Οι κοινωνικές αλλαγές με άλλα λόγια,  είναι μη σχεδιασμένα αποτελέσματα ατομικών αποφάσεων των μελών μιας κοινωνίας.  Σε μια τέτοια κοινωνία επικρατεί ένα καθεστώς αβεβαιότητας που σχετίζεται με τις απεριόριστες  επιπτώσεις των πράξεων  των ατόμων με τον ανοιχτό χαραχτήρα, όχι μόνον της κοινωνίας μα και της ιστορίας.  Ο μοντερνισμός είναι το πνεύμα που δέχεται θετικά αυτόν τον τρόπο κοινωνικής ανάπτυξης.

Είναι φανερό ότι ο κ. Δημητράκος μόλις έπεσε απ’τον παράδεισο ή ήλθε απ’τον επίγειο παράδεισο κάποιων γόνων πλουσίων οικογενειών, όπου οι νέοι τους μπορούν να ζήσουν αυτή την «απρογραμμάτιστη και ελεύθερη ζωή διακίνησης και ανταλλαγής ιδεών σε μια αμοιβαία ανεκτικότητα».  Εγώ έναν τέτοιο κόσμο δεν τον γνωρίζω, παρά μόνο τον φαντάστηκα ως την αταξική κοινωνία που ευαγγελίζεται αλλά δεν έχει προσφέρει ο σοσιαλισμός.  Δεν γνωρίζω καμιά οικογενεια, κράτος ή επιχείρηση που να μην προγραμματίζει μέσα σε σιδερένια πλαίσια και κανόνες, τους οποίους όσοι παραβαίνουν να μη δοκιμάζουν την αποτυχία, όταν πρόκειται για επιχείρηση ή και την «ανεκτικότητα» των σωμάτων ασφαλείας και τη φυλακή όταν «κινδυνεύει» το καθεστός ή τη χλεύη όταν είναι πανισχυρό. Σ’αυτό το θαυμάσιο χοιροστάσιο που οραματίζεται ο κ Δημητράκος, άλλοι είναι τροφείς, άλλοι πεντακάθαρα γουρουνάκια όπου το «ακκόρντ» δουλεύει συνεχώς φιάχνοντας λουκάνικα για παχουλούς και ανόητους καταναλωτές.  Εκεί τα γουρουνάκια δεν πρέπει ούτε να σκοτίζονται, ούτε ν’ανησυχούν ούτε να βιάζονται θα έλθει η σειρά τους «ανεκτικά, απρογραμμάτιστα, κι ανιδιοτελώς», θα τα σφάξουν.
    Η κοινωνία που ευαγγελίζεται ο κ. Δήμητράκος, είναι πολύ πιο «ουτοπική» απ’το σοσιαλισμό, και σίγουρα δεν είναι η πραγματικότητα που βιώνουμε εμείς. Αυτή είναι πολύ επικίνδυνη ως «πραγματικότητα», αν μπορέσει να εφαρμοστεί. Είναι το μη-δέον γενέσθαι,  που ο κ. Δημητράκος αντιιδεολογικοποιώντας την πραγματικότητα συνδέει με το ον,  κάτι που δικαιούται κατ’εμένα να κάνει γιατί είναι άνθρωπος κι ο άνθρωπος είναι ιδεοποιητική ή αντιιδεοποιητική μηχανή.

Η ιδεολογική σκέψη απορρίπτει την ιδέα της απρογραμμάτιστης ιστορικής πορείας διότι θεωρεί ότι μετατρέπουν την ιστορία σε μια κενού νοήματος διαδικασία.  Δε μπορεί, επομένως να συμβιβαστεί η ιδεολογική σκέψη με τον μοντερνισμό εφόσον, ότι κι αν πρεσβεύει κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία ζητάει να ελέγξει την κοινωνική εμπειρία, θεωρώντας ότι ενυπάρχει σ’ αυτήν η ιστορική εμπειρία του ανθρώπου που αποκαλύπτει η ιδεολογία και την θέτει με το ίδιο μέτρο υπό έλεγχο.

Θα συμφωνούσα μ’αυτή την πρόταση μα ο κ Δήμητράκος αφήνει να εννοηθεί ότι η ιδεολογία ποσώς ενδιαφέρεται για την εμπειρία, την οποία απλά προσπαθεί εκ των υστέρων να «χρησιμοποιήσει» για να αυτοεπιβεβαιωθεί. Αυτό συμβαίνει σε ορισμένες ιδεολογίες και από ορισμένουν ιδεολόγους χωρίς όμως να θεωρείται σωστό.  Συμβαίνει, κατά κάποιο τρόπο και στο κείμενο αυτό του κ Δημητράκου, αφού αντί να χρησιμοποιεί την εμπειρία για να βγάλει  συμπεράσματα και να οργανώσει ιδεολογική  πρόταση, έχει ήδη αποδεχτεί μια σαξονικού τύπου αντιιδεολογική πρόταση που εκτός των άλλων ήταν όνειρο του περασμένου αιώνα. Τόσο πραγματικό όσο κι η εμπειροκριτικές αναλύσεις του Σέρλοκ Χόλμς στη λύση των υποτιθεμένων εγκλημάτων.  Τόσο σύγχρονο όσο «οι μπάλες του μπιλλιάρδου» του Δόκτορος Χιούμ.

Αλλα αυτή η στάση της ιδεολογικής σκέψης, την αναγκάζει να αυτο-παγιδευτεί.  Στις σύγχρονες κοινωνίες δε μπορεί ν’απορριφθεί η κοινωνική εμπειρία ολοκληρωτικά από την ιδεολογική σκέψη.  Είναι υποχρεωμένη ν’αφήνει απ έξω ένα σημαντικό υπόλοιπο εμπειρίας που αποτελείται απ’τις αθέλητες επιπτώσεις τόσο των προγραμματισμένων όσο κυρίως των απρογραμμάτιστων ενεργειών του κοινωνικού συνόλου. Οι τελευταίες δημιουργούν νέα προβλήματα, που δεν μπορεί να επιλύσει ή να εκφράσει η ιδεολογία. Απ’την άλλη δε μπορεί ούτε να τ’αγνοήσει.

Σ’αυτή την περίπτωση ο κ.Δημητράκος, καλύτερα θα έπρεπε να φέρει κάποιο παράδειγμα για να γίνει πιο πειστικός και να τιμήσει το «συμβόλαιό του» με τον εν ευρεία έννοια διανοούμενο που αποτείνεται, ως «κριτικός διανοούμενος». Αφού δεν το κάνει, θ’αναγκαστώ εγώ που διαφωνώ μαζί του να επεξηγήσω, για να γίνει απρόσκοπτα ο υποθετικός μας διάλογος.
     Υποτίθεται πως η ιδεολογική σκέψη θέλει να οργανώσει συστήματα για την λειτουργία της κοινωνίας, χρησιμοποιώντας τα μέχρι τότε εμπειρικά δεδομένα, δημιουργεί ιδεολογικά σχήματα που είναι ολοκληρωμένα και παγιωμένα. Είναι φυσικό, το παγιωμένο σχήμα να μη μπορεί να περιλάβει μέσα στη λειτουργία του όλο αυτό το βίαιο και γρήγορο γίγνεσθαι των επιστημονικών, πολιτιστικών και κοινωνικών εξελίξεων κι έτσι να υπολείπεται συνεχώς στη δική του εξέλιξη. Σύμφωνα μ’αυτή την άποψη, κάθε κρατική παρέμβαση στο κοινωνικό γίγνεσθαι πρέπει να γίνεται μόνον όταν δε μπορεί να κινηθεί ή δεν συμφέρει να κινηθεί από ιδιωτικούς φορείς. Αφού το κράτος σαν φορέας βραδυκίνητος, σχεδόν πάντα δε μπορεί ν'ακολουθεί τις παγκόσμιες εξελίξεις. Αν το κράτος γενικά είναι βραδυκίνητο και κάθε σύστημα που θέλει να βάλει τις κοινωνικές εξελίξεις σε κρατικού τύπου προγραμματισμό κι ειδικά αυτά τα συστήματα που αντιστρατεύονται την ιδιωτική πρωτοβουλία, αφού αυτή θεωρείται απ’τον κ.Δημητράκο, «η όσο γίνεται πιο απρογραμμάτιστη», είναι φυσικό να βρίσκεται όσο κι αν προσπαθεί, πίσω από τις εξελίξεις.  Μας θυμίζει εδώ ο κ. Δημητράκος τον Ηράκλειτο: Ποταμ­ῷ οὺκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ ούδὲ οὐσίας ἅψασθαι κὰτ᾽ἔξιν τῆς αὐτῆς, ἄλλ᾽ὀξύτητι καὶ τάχει μεταβολῆς σκίδνησι καὶ πάλιν συνάγει καὶ πρόσεισι καὶ ἄπεισι…
(Στον ίδιο ποταμό δεν ξαναμπαίνεις, ούτε την ίδια ουσία ξαναγγίζεις γιατί όλα αλλάζουν βίαια και γρήγορα, χωρίζονται και πάλιν ενώνονται, φεύγουν-επιστρέφοντας…).
     Οι αρχαίοι είχαν εξαντλήσει νοήματα που στους σύγχρονους θετικιστές φαίνονται νέα. Μόνο που οι Έλληνες είχαν δώσει κι ανάλογες απαντήσεις σ’αυτά τα ερωτήματα. Εκτός απ'τον ορθολογισμό μας έδωσαν και την διαλεκτική για περιπτώσεις, που το ερευνούμενο γεγονός βρίσκεται σ'εξέλιξη. Λέει επίσης ο Ηράκλειτος: ὀφθαλμοί τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες.  (προτιμώ αυτά που εγώ βλέπω παρά αυτά που άλλοι μου λένε).
    Υπάρχει λοιπόν ιδεολογικό σύστημα που να αποδέχεται μέσα στο λογισμό του, κόσμο «εν τω γίγνεσθαι», αποδεχόμενο και την αξία της εμπειρίας, χωρίς να είναι δίγλωσσο, όπως χαραχτηρίζει ο κ. Δημητράκος, κάθε ιδεολογία.       ―Η Διαλεκτική Λογική.
     Η διαλεκτική των Ελληνων προϋπέθετε την εμπειρία, ενώ το δίκρανο του Χιούμ που την υπερθεματίζει αντιφάσκει!  Στη χρήση εμπειρικών δεδομένων, που είναι εν εξελίξει, ο ορθολογισμός τα αντιλαμβάνεται στατικά, όντας δίγλωσσο. Βέβαια ο εμπειρισμός του κ Δημητράκου δε νοιάζεται αν ο κόσμος είναι εν εξελίξει. Νοιάζεται γι’αυτό που ονομάζεται λανθασμένα «κοινωνική εξέλιξη». Μιλήσαμε γι’αυτό προηγουμένως και πιστεύω ότι μπόρεσα να πείσω ότι η αλόγιστη σπατάλη των φυσικών πόρων, για να παίζουν κάποιοι παχουλοί ανόητοι καταστρέφοντας το μέλλον του πλανήτη, δεν είναι εξέλιξη. (Αυτή η επισήμανση ίσως θεωρηθεί ιδεολογικοποιήση της πραγματικότητας, όμως πρέπει να προβλέπουμε και να προστατεύουμε τον «οίκο» μας από την καταστραφή. Αυτό δε λέγεται ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας αλλά πρόνοια).
     «Ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας», ονομάζει ο κ Δημητράκος το ιδεολογικό σχήμα που θέλει να περιορίσει τον καταναλωτισμό, την αλόγιστη παραγωγή ανοήτων προϊόντων και να πάρει την οικονομία απ’τα χέρια ανοήτων βαρβάρων.
     Οι ύλες για το σοσιαλισμό είναι ιερά τραγιά θυσίας, που δεν πρέπει να σπαταλώνται. Ακόμα ο κ. Δημητράκος «ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας» εννοεί την όποια κοινωνικοποίηση της παραγωγής και γενικά όλων των παραγωγικών πόρων.  Έτσι ο κόσμος μας δε θα είναι η «ελεύθερη κι απρογραμμάτιστη διακίνηση και συναλλαγή, σαχλών ιδεών και ανοήτων εμπορευμάτων». Τότε ο κόσμος θα έχει κάποιο νόημα ανώτερο από την απλή κάλυψη των αναγκών, (διατροφής για τη συντήρηση που γίνεται παχυσαρκεία, για την αναπαραγωγή που γίνεται διαστροφή και για τον πολιτισμό που γίνεται βαρβαρότητα), και το Κέρδος θα πάψει να είναι οικονομικό αλλά ηθικό και πολιτιστικό. Η «δεολογικοποίηση της πραγματικότητας» είναι η ειρήνη, η φιλία, η αγάπη, η συμπόνια και όλα αυτά που φαντάζουν σήμερα τόσο ξενέρωτα και «αγγελικά». Ενώ όλα τα αντίθετα είναι μια πραγματικότητα αδιαπραγμάτευτη και μη αναστρέψιμη με λουστράκια, πόρνες, πόρνους, κλέφτες, χασικλήδες, πανίσχυρους πλούσιους,  πολιτική οικογενειοκρατία, ιμπεριαλισμό, πολέμους, συμμορίες οργανωμένου εγκλήματος κ.λ.π.

Η έμμεση αναγνώρηση της αδυναμίας της ιδεολογίας μπροστά σ’αυτό το πρόβλημα είναι η διγλωσσία της, (η σύγχρονη χρήση του εμπειρικού και του ιδεολογικού ιδιώματος). Το δίλημμά της είναι αξεπέραστο: ή θα πρέπει να παραιτηθεί απ’την προσπάθειά της να συμπεριλάβει όλη την κοινωνική εμπειρία και να μετατραπεί σ’ένα είδος  κοσμικής θρησκείας με την πιο χυδαία έννοια,  με χωριστές αρμοδιότητες απ’τα άλλα πεδία και κυρίως την επιστήμη και την τεχνολογία, ή θα πρέπει ν’ αγνοήσει τα προβλήματα αυτά και να καταφύγει στο δόγμα της, οπιστοδρομώντας στη ανάγκη και λειτουργώντας όπως ο μύθος στις παραδοσιακές κοινωνίες. Υπάρχει και τρίτη λύση: να δεχτεί η ιδεολογία να γίνει μια «υποχωρητική» θρησκεία, χωρίς παναρμοδιότητα και αποδεχόμενη ένα καθεστώς ειρηνικής συνύπαρξης  με την επιστημονική και τεχνολογική σκέψη, αλλά με μερικές πλευρές μοντερνισμού ή θα επιμήνει δογματικά στην παναρμοδιότητά της.

Από την εμπειρία μας γνωρίζουμε ότι η επιστημονική και η τεχνολογική σκέψη, ποδηγετείται από τη λεγόμενη «ελεύθερη κι απρογραμμάτιστη» κοινωνία, στην απληστία της αλόγιστης κατανάλωσης, της κερδοσκοπίας και της βαρβαρότητας των εξοπλιστικών ανταγωνισμών.  Αυτό βέβαια είναι μια πραγματικότητα που πρέπει ν’αλλάξει αλλά ο κ.Δημητράκος θα ανεχόταν ως ιδεολογία, μόνον οποία θα είχε μετατραπή σε «υποχωρητική» ή κοσμική θρησκεία, που δεν παρεμβαίνει στο οικονομικό κι επιστημονικό γίγνεσθαι.
     Αυτό όμως είναι που η ανθρωπότητα απεύχεται πιο πολύ από κάθε άλλο. Δε μπορεί να κυβερνούν τον κόσμο πειρατές και δολοφόνοι, και το σύστημα αυτό να θεωρούμε συμβατό με την επιστήμη και την τεχνολογία ως σύστημα «ελεύθερης οικονομίας κι επιστημονικής έρευνας», χωρίς ν'αντιδρούμε. Η δικαιοσύνη και η ισονομία δεν είναι ασύμβατη ούτε με τον ορθολογισμό ούτε με την διαλεκτική, αλλά ο κ Δημητράκος φαίνεται πως είναι ιδεολογικοποιημένος με την πιο απάνθρωπη πλευρά του δογματισμού, προσπαθώντας να αποκρύψει το πιο απάνθρωπο πρόσωπο της ελευθεριάζουσας κοινωνίας του μοντερνισμού, που είναι και το πρόσωπο του πιο χυδαίου καταναγκασμού. Εκεί τίποτα δε γίνεται αν δε μπορεί ν’αποδείξει ότι είναι κερδοφόρο εμπόρευμα.  Η έννοια του κέρδους φαίνεται τόσο φυσική και αθώα στον κ. Δημητράκο και ίσως στον απλό άνθρωπο (αφού τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς κέρδος κι είναι φυσικό καθένας να κάνει κάτι για κάποιο κέρδος). Ναι στην "ελεύθερη και ακηδεμόνευτη δημοκρατία", η έννοια του κέρδους, φαίνεται πολύ φυσική, αν όμως την αναλύσουμε θα δούμε ότι αυτή είναι η ρίζα του κακού σε όλα τα πράγματα. Ο παραγωγός θέλοντας μεγαλύτερο κέρδος νοθεύει το προϊόν, ο μεσάζων αγοράζει όσο το δυνατόν φθηνότερα το προϊόν, χρησιμοποιεί χίλιους δυο εκβιασμούς, προσπαθώντας να οργανώσει μονοπώλεια για να πουλήσει όσο το δυνατόν ακριβότερα στον καταναλωτή, επιβαρύνοντας τεχνητά το οικονομικό γίγνεσθαι.  Η «τέχνη» για χάρη του κέρδους μέσω της διαφήμησης, προσπαθεί να εξαπατήσει τον καταναλωτή για την αξία του εμπορεύματος και να γαλουχήσει τον άνθρωπο από την πιο τρυφερή ηλικία στην απληστία και τον καταναλωτισμό. (Εκτός αν η βιολογία μας βεβαιώνει ότι η απληστία είναι σύνδρομο της ανθρώπινης φύσης και ο ιδεολογικοποιημένος διανούμενος δεν το γνωρίζει).
     Βέβαια ο σοσιαλισμός που αντιστρατεύεται αυτό το ιδεολογικό σύστημα και που ο κ. Δημητράκος ενάντια σ’αυτόν στρέφει τα βέλη του, είναι κάτι δύσκολο να εφαρμοστεί. Η «απρογραμμάτιστη και ελεύθερη» κοινωνία της «αμοιβαίας ανεκτικότητας», δημιούργησε ένα πλέγμα βίαιου ανταγωνισμού, με εξοπλισμούς, πολέμους, επεμβάσεις, βομβαρδισμούς αθώων, οικονομικών εκβιασμών κλπ, που είναι πολύ δύσκολο ν’ανατραπούν. Ακόμα η δίψα του απολίτιστου για κατανάλωση και του βαρβάρου για εξουσία και χλιδή κυριαρχεί, τις ψυχές των πολλών· όμως αυτό δεν πρέπει να θεωρείται ως κάτι συμβατό με την επιστήμη, την τεχνολογία και το δίκαιο, ούτε η ανατροπή αυτού του κοινωνικού καθεστώτος, να θεωρείται ασύμβατη. Μπορεί ο άνθρωπος να ιδεολογεί για την ανατροπή αυτής της κόλασης του «ελεύθερου κόσμου», χωρίς να είναι ασύμβατος με την επιστήμη και την τεχνολογία.
      Οστόσο ο κ. Δημητράκος, πρέπει ν’αποδείξει συγκεκριμένα τη «διγλωσσία» που καταλογίζει στην ιδεολογική σκέψη. Εγώ έδειξα σ’άλλη παράγραφο ότι ο εμπειρισμός και ο ορθολογισμός δεν είναι συμβατά, δημιουργώντας διγλωσσία.

Τα όρια της ιδεολογικοποίησης της πραγματικότητας: η παρουσία του κριτικού διανοούμενου.

Το άλλο εμπόδιο στην ιδεολογικοποίηση  της πραγματικότητας, δηλαδή στην τάση της ιδεολογίας να προεκτείνεται και να «συγκροτηματοποιείται» με το κοινωνικό σύνολο, είναι η παρουσία του κριτικού διανοούμενου στην σύγχρονη κοινωνία. Ο κριτικός διανοούμενος αντιμετωπίζει την ιδεολογική σκέψη ως οπιστοδρόμηση του ανθρωπίνου πνεύματος. Ο homo ideologicus ως τοποτηρητής της ιδεολογικής κοινότητας,  συντελεί στη στερέωση του continium  ιδεολογίας-κοινωνίας, έστω κι αν ο μοντερνισμός μεγαλώνει τη διάσταση ανάμεσα στις δυο. Όμως ο homo ideologocus δεν μπορεί να εκπληρώσει αυτό τον σκοπό αν δεν έχει εξασφαλίσει τη μονοπώληση του πνευματικού πεδίου, πράγμα που δεν του είναι δυνατό λόγω της παρουσίας του κριτικού διανοουμένου. Ο κριτικός διανοούμενος απομυθοποιεί τα φετίχ του homo ideologicus και δεν έχει λόγο ο ίδιος να αποφύγει το διάλογο ή την αντιμετώπιση της κριτικής από οποιονδήποτε. Δεν αντιτάσσει στην ιδεολικοποίηση μια άλλη ιδεολογία, αλλά αρνείται το κύρος της ιδεολογικής σκέψης.

Έδειξα σε προηγούμενες παραγράφους ότι αυτό το οποίο ο κ Δημητράκος ονομάζει: «ελεύθερη και απρογραμμάτιστη διακίνηση και ανταλλαγή ιδεών σε μια κοινωνία ελευθέρων ατόμων, όπου επικρατεί αμοιβαία κατανόηση για διαφορετικές απόψεις, που ισχύουν ορισμένοι κανόνες συμπεριφοράς και συναλλαγής», είναι ένα ατσαλένιο πλαίσιο ιδεολογικό που οι κανόνες του ορίζονται απ’την άρχουσα τάξη, δηλαδή την κεφαλαιοκρατική και ισχύουν όσο δεν αμφισβητούν την εξουσία της άρχουσας τάξης. Όταν αυτή η εξουσία αμφισβητηθεί σοβαρά τότε οι κανόνες αποσύρονται και κανόνας είναι ο ίδιος ο χωροφύλακας. Τότε εμφανίζεται το κρυφό ιδεολογικό πρόσωπο αυτής της κοινωνίας, που είναι αποτρόπαιο κι ο ιδεολογικός προσανατολισμός του που είναι βίαιος και άκρως φασιστικός.

Ο ιδεολογικοποιημένος διανοούμενος ξέρει ότι χτυπάει ήδη η καμπάνα που σημαίνει το τέλος της κυριαρχίας του, εφόσον υπάρχουν ορισμένοι έστω και λίγοι, πνευματικοί ανθρωποι που λειτουργούν ως κριτικοί διανοούμενοι και καταγγέλλουν τα ιδεολογήματα που κατασκευάζει. Τα ιδεολογικά εξαπτέριγα, οι θαυματουργές εικόνες κι όλα τα φετίχ που διαθέτει το ιδεολογικό οπλοστάσιο του homo ideologicus, χάνουν τη δύναμή τους, ακριβώς επειδή η πίστη σ’αυτά υπονομεύεται από τον κριτικό διανοούμενο, αλλά και την αυτόνομη κι απρογραμμάτιστη ανάπτυξη της κοινωνίας.

Σε όλην αυτή την εργασία, ακούμε για την εμπειροορθολογική συγκρότηση του κριτικού διανοούμενου, αλλά δεν την έχουμε γευτεί ως τέτοια.  Το μόνο που έχουμε γευτεί είναι χαριτωμένους δεικτικούς χαραχτηρισμούς για την ιδεολογία ως αφηρημένη, και όχι κάποια συγκεκριμένη κριτική συγκεκριμένης ιδεολογίας. Κι ενώ γνωρίζουμε πως ο μαρξισμός είναι η ιδεολογία ενάντια στην οποία θέλει να στρέψει τα βέλη του δεν το αποκαλύπτει με κριτική συγκεκριμένη. Ο κριτικός διανοούμενος, έχει καθήκον προς τους ακροατές του να μιλάει με επιχειρήματα και όχι με σκωπτικά συνθήματα που είναι μεν χαριτωμένα, αλλά αποτεινόμενα στο συναίσθημα όχι όμως στη λογική. (Αυτό που κάνει εδώ ο κ. Δημητράκος μπορεί να χαρακτηριστεί λογοτεχνία αφού η λογοτεχνία είναι η ανώτατη έκφανση της ρητορικής τέχνης όχι όμως ένα κριτικό φιλοσοφικό κείμενο).

Στο φιντεϊσμό ο κριτικός διανοούμενος αντιτάσσει τις αξίες της κριτικής, του σεβασμού στην αλήθεια, στην έγκυρη γνώση και απρόσκοπτης λειτουργίας του λόγου, που συνδέονται με την παράδοση του Διαφωτισμού και τη σύγχρονη ανοιχτή, πλουραλιστική κοινωνία. Οι ιδέες αυτές, είναι ασυμβίβαστες με την ιδέα της συμπαγούς ιδεολογικής κοινότητας που ιερουργεί ο homo ideologicus.  Επιπλέον ο κριτικός διανοούμενος αμφισβητεί το έρισμα της ηθικής ανωτερότητας του homo ideologicus, υποστηρίζοντας ότι η ύπαρξιακή συνταύτηση του ιδεολογικοποιημένου διανοούμενου, με μια ιδεολογική πίστη δεν απαιτεί ηθικό θάρρος, ούτε η φιντεϊστική αποδοχή της πίστης αυτής,  χαρίζει μια προνομιακή «εξ’αποκαλύψεως» γνώση στα μέλη της ιδεολογικής κοινότητας].

Εδώ πάλι ο κ. Δημητράκος, αντί για συγκεκριμένη κριτική συγκεκριμένης ιδεολογίας, ως κριτικός διανοούμενος, προτιμά το κήρυγμα απ’τον άμβωνα μιας αόριστης αντιιδεολογικής-ιδεολογίας, που προσπαθεί να κρύψει το απάνθρωπό της πρόσωπο, αλλά το εκκλησίασμα το γνωρίζει πολύ καλά. Ο ιερέας όμως της «αντιιδεολογικής» αυτής οπερέτας, νομίζοντας πως ακούει «αμήν» συνεχίζει απτόητος. Το εκκλησίασμα όμως τάχει ξανακούσει αυτά, από έναν ευφυεί και καλλιεργημένο προπαγαντιστή της χούντας και «ανανήψαντα κομμουνιστή» το Γιωργαλά.  Αυτός, τον «αντιιδεολόγο κριτικό διανοούμενο» είχε ονομάσει «συνοριακό άνθρωπό», δηλαδή άνθρωπο που κινείται στα σύνορα των ιδεολογιών, χωρίς να ανήκει σε καμιά.
    Δε μπορώ να μην επισημάνω ότι στη συγκεκριμένη συζήτηση, περί ηθικής ανωτερότητας, ο κ. Δημητράκος θα πρέπει να ορίσει κάποιον ηθικό κώδικα για τον κριτικό διανοούμενο και τότε ανοίγει καί τη θύρα περί ηθικής ανωτερότητας ή όχι του ιδεολόγου διανοούμενου. Το θάρρος του οριζομένου απ’τον κ. Δημητράκο, ως «ιδεολογικοποιημένου διανοούμενου», σίγουρα είναι πολύ μεγαλύτερο, από το θάρρος του οριζομένου ως κριτικού διανοούμενου.  Γιατί πρώτον αποδέχεται το Νέο ως κύριο παράγοντα της σκέψης του, αφού είναι επαναστάτης, δεύτερον αποδέχεται τη διαλεκτική φύση του κόσμου, που είναι η συνεχής αλλαγή κι όχι τον ορθολογισμό που δέχεται τον κόσμο ως στατικό, και τρίτον δεν αρνείται να δώσει και τη ζωή του για τις απόψεις του, που σχεδόν πάντα αντιστρατεύονται τις απόψεις του κοινωνικού συστήματος που είναι καθεστώς.  Όσο για την τόλμη του «κριτικού» διανοούμενου, βρίσκεται εκεί όπου δεν υπάρχει τόλμη, δηλαδή στην υπηρεσία του καθεστώτος, ελπίζοντας πως ο «ηγεμόνας» κάποια στιγμή θα στρέψει το βλέμμα του και θα προσέξει πόσο χρήσιμος του είναι. Όσο για τους αντικαθεστωτικούς της λεγόμενης «υπαρκτής» σοσιαλιστικής κοινότητας, αυτοί ναι έχουν θάρρος, μα την ίδια στιγμή κι ένα ξεκάθαρο αστικό ιδεολογικό προσανασολισμό, όντας «ιδεολογικοποιημένοι διανοούμενοι».

Στο ιακωβινικό ήθος του homo ideologicus, ο κριτικός διανοούμενος αντιτάσσει το κριτικό και φιλελεύθερο ήθος στα αντίστοιχα πεδία της γνώσης και της πολιτικής. Η εξέταση και η κριτική κάθε ιδέας με γνώμονα την αλήθεια, η αξίωση λογοδότησης των επιστημονικών θεωριών στον κόσμο της εμπειρίας, η στήριξη της δημοκρατικής αρχής της ελεγξιμότητας των αρχόντων από τους αρχομένους, καθώς και της πολιτικής πολυφωνίας, είναι κύριες φροντίδες του κριτικού διανοούμενου και ήκιστα συμβιβάζονται με το ήθος του homo ideologicus, ο οποίος πριν απ’όλα είναι στρατιώτης της ιστορίας και μόνο δευτερευόντως πιστός στις αξίες της αλήθειας και της δημοκρατίας.

Ο λεγόμενος homo ideologicus, παρουσιάζεται εδώ σαν ένας παράφρων που έχει μπροστά του τον διαφωτισμό στην πράξη και θέλει ντε και καλά να αλλάξει, καταργώντας τ’ανθρώπινα δικαιώματα, τις δημοκρατικές καταχτήσεις και την κριτική σκέψη. Επίσης, θέλει η επιστήμονική γνώση να απορρέει από τον τρόπο που ξύπνησε το πρωί ο «αρχηγός», ας πούμε ο Στάλιν κι όποιος επιστήμονας ανακαλύπτει κάτι που δεν το έχει προείπει το επαναστατικό εγχειρίδιο «κατευθείαν στο γκουλάγκ».  Όσο για τους ανόητους, Κλεισθένη, Γράκχους, Νταντόν, Μαρά, τις στρατιές του Βαλμύ, τους εξεγερμένους του Κόκκινου Οκτώβρη, τον Λένιν, τον Μαο τσε Τούνγκ, την στρατιά της «μεγάλης πορείας» και όλους τους επαναστάτες του κόσμου που αμφισβητούν το δίκρανο του Χούμ και την αγγλοσοξονική κυριαρχία πάνω στους «ιθαγενείς», Έλληνες, Ινδούς, Κινέζους… «κρεῖττον τὸ σιγάν ἥ τεθνᾶναι». Γιατί είναι «στρατιώτες της ιστορίας», απολίτιστοι που δεν περιμένουν τους Άγγλους αποικιοκράτες, (με τις βέργες να χτυπούν ανυπόμονα πάνω στις μπότες τους κι όταν χάνουν την υπομονή τους να τις δοκιμάζουν στις πλάτες των απολίτιστων), για να τους εκπολιτίσουν και να ενστερνιστούν το δίκρανο του Χιούμ. «Στρατεύτηκαν στην ιστορία» γιατί θέλουν να ανακαλύψουν ξανά την επιστήμη και τον πολιτισμό, παραμερίζοντας το φύλακα άγγελο του πολιτισμού -τον κριτικό διανοούμενο- που η «κρίση» του φτάνει ως το διάφορο του Λεφτά.  Όσο για την άμοιρη δημοκρατία, η αλαζονία του χρήματος την έχει κι’όλας ακυρώσει, γι’αυτό ψάχνουμε για μιαν άλλη που το χρήμα δεν θα υπάρχει για να μπορεί να την ακυρώσει. Αυτός ο τρισκατάρατος «ιδεολογικοποιημένος διανοούμενος» θέλει «όλο κι όλο» μιαν απρόσβλητη δημοκρατία από τους ισχυρούς, που θα καταργήσει το χρήμα, που είναι η διάκριση γυμνή.

Ο ιδεολογικοποιημένος διανοούμενος είναι ταγμένος σ’ένα σκοπό απ’τον οποίο αντλεί το ήθος του, τη μεθόδο σκέψης του και δράσης του. Είναι ο στρατευμένος, που λέγοντας το «μεγάλο ναι» πηγαίνει στην «τιμή και στην πεποίθησή του».   Δεν αμφισβητείται απ’τον κριτικό η ειλικρίνεια κι η εντιμότητα της επιλογής του. Του αποτέει αντίθετα τον οφειλόμενο φόρο τιμής γι’αυτήν. Αλλά πηγαίνοντας πιο πέρα, ο κριτικός διανοούμενος καλεί τον ιδεολογικοποιημένο διανοούμενο, ανεξάρτητα απ’τη συγκεκριμένη πολιτική του τοποθέτηση να λογοδοτήσει επάνω στη σκοπιμότητα της ίδιας της απόφασής του να είναι «στρατιώτης της ιστορίας». Αυτό αρνείται να κάνει ο homo ideologicus, ο οποίος δέχεται να λογοδοτεί μόνο στους ομοϊδεάτες του και στα μέλη της δικής του ιδεολογικής κοινότητας, που συμμερίζονται τις βασικές του παραδοχές. Το αντίθετο ισχύει με τον κριτικό διανοούμενο που μπορεί και μάλιστα επιζητεί να λογοδοτήσει στο «δικαστήριο του λόγου», όπου δεν προαπαιτείται κοινό πλαίσιο αναφοράς ή ύπαρξη κοινών αποδοχών,ανάμεσα στον ίδιο και σ’αυτούς τους οποίους λογοδοτεί. Υπάρχει επομένως ασυμμετρία ανάμεσα  στις λογοδοτικές δυνατότητες του κριτικού διανοούμενου και του homo ideologocus.

Ο διαλεκτικός υλιστής που είναι «ὁ περὶ οὕ ὁ λόγος»,  δε χαραχτηρίζεται απ’τη «στράτευση στην ιστορία».  Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι «τρόπος του λέγειν», και ίσως λίγο πομπώδης. Αυτός βέβαια έχει στρατευτεί όπως όλοι οι διανοούμενοι και μαζί τους ο κ. Δημητράκος, σ’ένα πλέγμα ιδεών που κατέληξε σ’αυτό μετά από κριτική στάση πάνω σε μια σειρά εμπειρικών δεδομένων. Βέβαια ένα ιδεολογικό πλέγμα που ορίζει κάποιους κανόνες δράσης, περιορίζει την ευελιξία του κοινωνικού συνόλου, από την «αρρώστια» του ιδεολογικού κοινωνικού συστήματος ή του όποιου τρόπου ιδεολογικής σκέψης που λέγεται δογματισμός.  Έτσι δεν είναι ανάγκη να φτωχαίνουμε το νοητικό οπλοστάσιο του ανθρώπου, ορίζοντας τον δογματισμό ως ιδεολογία. Η ιδεολογία είναι η κατάχτηση του ανθρώπου, που τον κάνει να είναι άνθρωπος. 
     Ο μαρξισμός θέλοντας ν’αντιμετωπίσει το πρόβλημα του δογματισμού, που είναι η αρρώστια της ιδεολογίας, μέσω της διαλεκτικής, έχει πια εξαντλήσει διαλογικά το θέμα. Μολαταύτα ο κ.Δημητράκος βρίσκεται ακόμα στην κριτική του ιακωβίνου τον οποίο εξομοιώνει με τον μαρξιστή.  Ούτε το πρόγραμμα, ούτε ο τρόπος σκέψης του ιακωβίνου, ταιριάζει μ’αυτόν του μαρξιστή.  Ο ιακωβίνος είναι εμπειρικός ο ορθολογιστής, που απ’τα εμπειρικά δεδομένα μέσω της ορθολογικής σκέψης, οργανώνει δράση.   'Οντας απόλυτα πιστός στον ορθολογισμό ακολουθείται από ανελαστική σκέψη.  Δηλαδή πιστεύοντας απόλυτα στα εμπειρικά δεδομένα και στην ορθολογική αλήθεια, «ξέρει» πολύ καλά τι πρέπει να γίνει κι είναι απόλυτα πεπεισμένος ότι εξαρτάται απ’αυτόν και τον αγώνα της ιδεολογικής του κοινότητας το αποτέλεσμα. Δε θα τσιγκουνευτεί ούτε τη ζωή του, ούτε τη ζωή των φίλων του, ούτε εχθρών του. Και όπως έλεγαν σ’αυτές τις περιπτώσεις: «έτσι πρέπει να γίνει κι έτσι θα γίνει».  Ο διαλεκτικός υλιστής ίσως μοιάζει στο σκοπό με τον ιακωβίνο, αλλά ο τρόπος σκέψης του είναι τελείως αντίθετος. Ο ιακωβίνος είναι δογματικός, όπως δογματικός είναι και ο κριτικός διανοούμενος του κ.Δημητράκου. Αυτοί διαφέρουν μόνο στο ότι ο ένας παλεύει για την κατάχτηση της εξουσίας και την αλλαγή, ενώ ο άλλος την έχει.  «Κριτικός διανοούμενος» στην προεπαναστατική Γαλλία, δεν θα ήταν άλλος από τον ιακωβίνο.
    Αντίθετα ο διαλεκτικός υλιστής, όντας διαλεκτικός, γνωρίζει πως τίποτα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνεται, γιατί σε κάθε κατάστασης υπάρχουν απεριόριστες διαστάσεις και όντας περισσότερες οι άγνωστες, σε κάθε βεβαιότητα πρέπει να αφήνει χώρο για ερωτήματα. Ακόμα ο διαλεκτικός υλιστής πιστεύει πως ο κόσμος έχοντας αντιφατική φύση, αποτελείται από αντιφατικά στοιχειώδη και έτσι οι καταστάσεις προς ανάλυση, ή έρευνα, περιέχουν μαζί μ’αυτό που είναι φανερό και μια απεριόριστη σειρά κρυφών παραμέτρων, που αίρουν το γεγονός κάνοντάς το συνεχώς εξελισσόμενο. Μολονότι ο διαλεκτικός υλιστής γνωρίζει ότι το μόνο που έχει ο ερευνητής, είναι τα εμπειρικά δεδομένα, κι αυτός είναι ο κόσμος της ύλης, ξέρει ότι η προσέγγιση των εμπειρικών δεδομένων δεν είναι απλή. Πρέπει συνεχώς να γίνονται επαναπροσεγγίσεις, που θα μπορούσαν σε άλλες συνθήκες να φανερώσουν κι άλλα τους πρόσωπα.  Σ’αυτό βοηθά η διαλεκτική λογική προσέγγιση. Βλέπουμε ότι οι λογοδοτικοί κώδικες του ιακωβίνου και του εμπειρικού ορθολογιστή είναι σχεδόν ίδιοι, διαφέρουν όμως πολύ απ’τον λογοδοτικό κώδικα και την γλωσσική σύνταξη του διαλεκτικού υλιστή. Σε έναν διάλογο μεταξύ τους θα πρέπει να οριστούν οι όροι και το γλωσσάρι συνεννόησης. Τα νοήματα, οι όροι και κατά συνέπειαν οι λέξεις, αντί να βοηθούν το διάλογο θα τον μπέρδευαν αν δεν έχει ξεκαθαριστεί το πως οι βασικές λέξεις του διαλόγου γίνονται αντιληπτές από τον διαλεκτικό υλιστή, πως απ’τον ιακωβίνο και τον ορθολογικό εμπειριστή.

Σ’αυτό μπορεί να αντιτάξει κανείς ότι υπάρχει υπολανθάνων φιντεϊσμός και στην κριτική σκέψη, εφόσον προϋποθέτει πίστη στη δύναμη του ανθρώπινου λόγου, καθώς και στην ανάγκη υιοθέτησης του εμπειρικού γνωστικού ήθους  δηλαδή τη λογοδοτική υποχρέωση στον εμπειρικό κόσμο.  Μπορεί επομένως ν’απευθυνθεί και στον κριτικό διανοούμενο η κατηγορία που ο ίδιος αποδίδει στον ιδεολογικοποιημένο διανοούμενο, δηλαδή της φιντεϊστικής αποδοχής του ορθολογισμού και της ιδεολογίας της κριτικής σκέψης. Αλλά η κατηγορία αυτή καταρρέει λόγω της αυτοέφαρμοσιμότητας του κριτικού ορθολογισμού: Το tu quoque του homo ideologicus, δεν μπορεί να ισχύσει απ’τη στιγμή που ο κριτικός διανοούμενος δέχεται πως η δική του σκέψη υπόκειται σ’εμπειρικούς και λογικούς ελέγχους, ενώ ο ιδεολογικοποιημένος διανοούμενος δε δέχεται το ίδιο για τη δική του. Το tu quoque του ιδεολογικοποιημένου διανοούμενου πέφτει στο κενό, εφόσον ο τελευταίος, αντίθετα απ’τον κριτικό διανοούμενο, έχει ανάγκη μιας κοινότητας πιστών  που αποτελεί το μέτρο και πεδίο ισχύος των πεποιθήσεών του.

Ο «φιντεϊσμός» που είναι αποδεκτός στον κριτικό διανοούμενο από τον κ Δημητράκο, δεν είναι τόσο ήπιας μορφής όπως θέλει να μας δείξει. Ο ίδιος ο ορθολογισμός, είναι ένα πολύ ιδιόμορφο σύστημα σκέψης,  που ενέχει μέσα του αντινομίες. Ο εμπειρισμός επίσης. Αυτό που ονομάζει κριτική σκέψη ο κ. Δημητράκος, έχει αμφισβητηθεί στις μέρες μας και δεν αντιμετωπίζεται πλέον σαν έχον την ίδια εγκυρότητα που είχε περασμένο αιώνα. Ούτε ο ορθολογισμός είναι τόσο έγκυρος όσο παρουσιάζεται, ούτε και η εμπειρία έτσι όπως την θέλει ο κ. Δημητράκος.  Όσο για τη λογοδοτική υποχρέωση στον εμπειρικό κόσμο, είναι αστείο σήμερα να νομίζει κάποιος πως είναι ο μόνος που ξέρει ότι «η γη είναι σφαιρική» κι ότι έχει μόνος το προνόμιο να λογοδοτεί στον εμπειρικό κόσμο. Ακόμα η «αδυναμία»  του λεγομένου ιδεολογικοποιημένου διανοούμενου να δεχτεί τον λογικό έλεγχο, είναι μια υπερβολή, όπως υπερβολή είναι ότι μόνον ο κριτικός διανοούμενος μπορεί να δεχτεί κάτι τέτοιο απ’την ίδια του τη φύση. (Εξάλλου μέχρι τώρα δείξαμε ότι ο κριτικός εμπειριστής έχει ανάγκη να απαντήσει σε πολλά ερωτήματα περί εμπειρισμού και ορθολογισμού). 
     Ο διαλεκτικός υλιστής δεν έχει ανάγκη από κοινότητα «πιστών» για να αναπτύξει τις απόψεις του, αφού σκοπός του είναι η συσπείρωση των λαϊκών στρωμάτων για τη διεκδίκηση ενός καλύτερου κόσμου. Η αριστερά μόνον αυτό ακριβώς κάνει: δείχνει στα λαϊκά στρώματα, που βρίσκεται το συμφέρον τους, κάτι που αυτά το γνωρίζουν και τα συντονίζει να το κατακτήσουν. 
     Όσο για τη διαλεκτική υλιστική ιδεολογική κοινότητα, μόνο κοινότητα πιστών δεν είναι. Βασικό χαραχτηριστικό της είναι η άγρια διαλογική φιλονεικία και το απόφθεγμα του Ηράκλειτου «ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μη γινώσκεσθαι».  Δυστυχώς σ’επαναστατικές περιόδους, αυτή η φιλονικεία γίνεται βίαιη κι αιματηρή. (Όταν ο επαναστάτης παίρνει την ευθύνη μιας κατάστασης, ας πούμε την προώθηση και λειτουργία κάποιας ζωτικής μονάδας παραγωγικής κι οι ενέργειες και επιλογές του έχουν καταστροφικό αποτέλεσμα, την ώρα που οι εργάτες δίνουν τη ζωή τους, γνωρίζει ότι πρέπει να πληρώσει για την αλαζονία και τις επιλογές του.  Στην επανάσταση είναι η ίδια η ζωή σου ότι έχεις, κι αυτό διακυβεύεις).

Ο κριτικός διανοούμενος δεν έχει ανάγκη αυτής της κοινότητας. Πιστεύει στην αξία του λόγου και της κριτικής σκέψης, χωρίς να έχει ανάγκη μιας αντίστοιχης ομάδας ομοϊδεατών.  Δεν υποστηρίζεται εδώ ότι η ασυμμετρία αυτή είναι ο δείκτης υπεροχής του κριτικού διανοουμένου,  έναντι του  ιδεολογικοποιημένου διανοούμενου. Μα είναι ανάγκη να συνειδητοποιηθεί η σημασία της  για να μπορεί να γίνεται υπεύθυνα η επιλογή του καθενός,  υπερ της ιδεολογικοποιημένης ή υπέρ της κριτικής διανόησης.

Ακόμα και ο κριτικός διανοούμενος, χρειάζεται κοινότητα πιστών στις αρχές του, για να μπορεί να έχει κοινό τόπο συνεννόησης. Κοινό που να δέχεται τον ορθολογισμό ως αλάνθαστο εργαλείο σκέψης και την αξία της εμπειρίας με τον ίδιο τρόπο. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να οριοθετηθεί διαλογικά αφού καί η αξία της εμπειρίας εξαρτάται από τον τρόπο προσέγγισης καί ο ορθολογισμός χρειάζεται να τεθούν τα όρια συμβατότητας της λειτουργίας του με την εμπειρία, κάτι όχι πια δεδομένο.
    Ο κος Δημητράκος, αυτή τη στιγμή, αποτείνεται κυρίως στην κοινότητα των ομοϊδεατών του, αφού το κριτικό ήθος των άλλων κοινοτήτων, δεν προσφέρεται για «υγιή διάλογο» σύμφωνα με τη γνώμη του.  Έτσι απ’την ίδια του την πρακτική αποδέχεται πως χωρίς κάποια συγγενή ιδεολογική κοινότητα διάλογος δε γίνεται.
     Όσο γι’αυτό που κάνω εγώ τώρα μαζί του, είναι μάλλον ένας παράλληλος μονόλογος, αφού μάλλον ποτέ δε θα μπορέσουμε να θέσουμε τις απόψεις μας σε κοινή κρίση, στο «δικαστήριο των ιδεών και του Λόγου».

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Ο κ. Δημητράκος μου φαντάζει σαν αγγλοσάξονας του περασμένου αιώνα, όμως οι αγγλοσάξονες σήμερα έχουν διαφορετικές αντιλήψεις ή τουλάχιστον είναι πιο σεμνοί.
    Η κριτική αξία της όποιας τάσης δε μπορεί να φανεί με αυτού του τύπου θεωρητικές γενικές προσεγγίσεις, αφού χωρίς την συγκεκριμένη προσέγγιση καθορισμένου θέματος χάνεται το στοιχείο του εμπειρισμού.  Γι’αυτό κάθε κριτικός διανοούμενος ξέρει ότι η κριτική πρακτική φαίνεται σε συγκεκριμένα θέματα, όπου μπορεί να έχει κάποια εμπειρική προσέγγιση και ο ακροατής-μελετητής.  Αλλιώς φαντάζει σα να διαλαλεί εμπορεύματα, σ’ένα ιδεολογικό παζάρι που δε μπορείς να ξέρεις την αξία των προϊόντων.
       Οι αντιρρήσεις που προβάλλονται στις προτάσεις αυτής της εργασίας δε θα είχαν νόημα αν η εργασία αυτή περιεστρέφετο γύρω από το θέμα της επιστημονικότητας Νευτώνιου τύπου. Ακόμα και στην καθημερινότητα, η Νευτώνια αντίληψη περί κόσμου, είναι η πιο ταιριαστή και περιλαμβάνει σαν βασικά στοιχεία, την εμπειρική προσέγγιση, τον ορθολογισμό και την αντικειμενικότητα.  Η σύγχρονη επιστήμη όμως «βλέπει» τα πράγματα πολύ διαφορετικά. Αυτό όμως δε είναι κάτι που θα μπορούσε να υποβαθμίσει την αντικειμενικότητα και την ορθολογικότητα της σκέψης μας.  Όμως ο κ. Δημητράκος από τη μια υπερθεματίζει το ορθολογικο-εμπειροκριτικό πνεύμα, και από την άλλη, όταν πρόκειται για τις κοινωνικές εξελίξεις, θυμάται ότι η κριτική πρακτική, πρέπει να «βλέπει» τα πράγματα εν ραγδαία εξελίξει. Τότε αναδύεται και η διγλωσσία του εμπειροκριτικού διανοητικού πλέγματος που υπερθεματίζει.  Ο ορθολογισμός, η τυπική λογική και ο ντετερμινισμός υστερούν σε τέτοιου είδους προσεγγίσεις. Βέβαια κι οι αυτοαποκαλούμενες σοσιαλιστικές κοινωνίες ήταν φάνερο ότι υστερούσαν περισσότερο. Το πρόβλημα όμως αυτών των κοινωνιών δεν ήταν η απρογραμμάτιστη και αποϊδεολογικοποιημένη συμπεριφορά, αλλά η διγλωσσία τους.  Είχαν το ένα μάτι στο πόσο βούτυρο είναι ικανές, οι Ηνωμένες Πολιτείες να ρίχνουν στους σκουπιδοτενεκέδες τους και το άλλο μάτι στην ανάπτυξη της κουλτούρας και του πολιτισμού.  Έτσι υπήρξε στη συνείδηση των λαών αυτών, η προβολή της σύγκρισης χλιδής και λιτότητας, που λόγω της αποτυχίας των πολιτιστικών προγραμμάτων, τελικά κέρδισε η δίψα της χλιδής. 
    Το πρόβλημα των κρατικομονοπωλιακών «σοσιαλιστικών» καθεστώτων ήταν πολιτισμικό, αφού δεν λειτούργησε η διαλεκτική σκέψη, ούτε στην ηγεσία, ούτε στο λαό. Τα καθεστώτα αυτά διεμβολίστηκαν από την καπιταλιστική απληστία. Αυτό βέβαια το προβλέπει ο κριτικός διανοούμενος και ακόμα περισσότερο το προσδοκεί και το θεωρεί προσόν.
    Ο κ. Δημητράκος μιλά «για μια κοινότητα ελεύθερης κι απρογραμμάτιστης διακίνησης ιδεών και εμπορευμάτων που επικρατεί ανεκτικότητα κλπ». Πόσο ωραία ακούγεται! ―όπως το σύνθημα «ελευθερία-ισότητα-αδελφότητα». Όλα είναι τόσο αφηρημένα! Απ’τη στιγμή που γίνονται συγκεκριμένα όμως η μορφή τους αλλάζει. «Ελευθερία» μπορεί κάλλιστα να είναι η δυνατότητα να κερδίσει κάποιος τόσα πολλά χρήματα, που να επιρρεάζει με τις δραστηριότητές του αρνητικά ή θετικά τη ζωή της κοινότητας. Τότε η κοινότητα παύει να είναι ελεύθερη, στα προγράμματά της πρέπει να υπολογίζει τις δραστηριότητες του συγκεκριμένου πλούσιου. Ακόμα και οι κρατικοί υπάλληλοι, πρέπει να εξυπηρετούν κατά προτεραιότητα τις υποθέσεις του και κατά καιρούς να παραβλέπουν τυχόν μικροαυθαιρεσίες ή και μεγαλοαυθαιρεσίες όταν «τέλος πάντων» είναι για το «καλό του συνόλου». Έτσι το συμφέρον του ισχυρού, σιγά-σιγά γίνεται κοινό συμφέρον. Τότε το θεωρούμενο σαν «απρογραμμάτιστο» μπορεί να είναι αυτό που δεν παίρνει υπόψη κοινούς κανόνες. Αυτό που είναι παραπειστικό και μπορεί να εκπονήθηκε από δημόσιους λειτουργούς που υπακούουν σε κρατικά προγράμματα που δε συμφωνούν με τα αιτήματα των οικολογικών μελετών.  Αυτό το «απρογραμμάτιστο» περιέχει το στοιχείο της αυθαιρεσίας, αφού δραστηριοποιείται σε θέσεις μιας νομιμότητας οριακής.  Αλλά στο ανταγωνιστικό πεδίο που έχει επιβάλλει ο ιμπεριαλισμός, το κέρδος είναι η πεμπτουσία της κοινωνίας και έτσι, τέτοιου είδους δραστηριότητες «αποδίδουν», φέρνοντας την «ευφορία» στις «αγορές».  Όπου αγορές είναι το σκυλολόι των τοκογλύφων και «ανεκτικότητα» να μην εξαντλούνται τα όρια της αυστηρότητας σ’αυτούς που παραβαίνουν το νόμο. Να μην υπάρχει ποινή θανάτου γι’αυτούς που κλέβουν το δημόσιο χρήμα ούτε γι’αυτούς που διακινούν ναρκωτικά και ασχολούνται με την παιδεραστία. Να μην τιμωρούνται όσοι κερδοσκοπούν εις βάρος της κοινότητας. Θα ισχυριστεί ο κ. Δημητράκος ότι η ανεκτικότητα της διακίνησης των ιδεών, δεν περιλαμβάνει μόνο κερδισκοπικές ιδέες αλλά και πολιτικές. Σε μια τέτοια επισήμανση απαντώ ότι η διακίνηση πολιτικών ιδεών είναι νόμιμη ως τη στιγμή που θεωρείται επικίνδυνη, από την εξουσία και τότε οι κανόνες αλλάζουν.
     Η ελεύθερη, απρογραμμάτιστη και ανεκτική κοινότητα, είναι ίδια με την ιακωβίνικη κοινότητα της «ελευθερίας, ισότητας, αδελφότητας». Η «ελευθερία» παντού είναι ένα πλέγμα απαγορεύσεων που περιορίζει κάποιους, για χάρη κάποιων άλλων. Η «ισότητα» είναι πλέγμα σχέσεων, υπό συνεχή αμφισβήτηση.  Όσο πιο αναγκαία είναι η προσφορά σου τόσο πιο ελεύθερος είσαι μέσα στο σύστημα τόσο πιο «ίσος μεταξύ ίσων» είσαι. Όσο για την «αδελφότητα» δε μπορεί να γίνει συζήτηση αφού η αγγελικότητά της την κάνει ψεύτικη.
     Όλα συνιστούν αντιφατικές ενότητες, όπου τίποτα δε μπορεί να γίνει πλήρως αντιληπτό, χωρίς τη σχέση του με μια απεριόριστη σειρά άλλων, τα οποία άλλα υπό συνθήκες κάποια τη στιγμή, μπορεί να συνιστούν το αντίθετό του.  Έτσι κι η αντικειμενικότητα αποκτά πρόσωπο αντιφατικό, που είναι απεριόριστα σύνθετο και μάλιστα μια της μορφή περιέχει το Όλον, αίροντας συγχρόνως και την ίδια την αντικειμενικότητα.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου