Σάββατο 23 Μαΐου 2015

«ΕΠΙΣΤΟΛΗ» ΖΗΝΩΝ

                                                                                                                                                                                                                                  
                        «ΕΠΙΣΤΟΛΗ»
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΑΡΧΟΝΤΑ ΝΕΑΡΧΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΕΑ
                                                             
Στη χώρα που βρίσκομαι, ο χώρος και ο χρόνος  έχουν χάσει το βάρος τους και την έννοιά τους. Ας μη φανεί παράξενο λοιπόν που εμφανίζομαι ξανά έστω και μ’αυτόν τον παράδοξο τρόπο· άλλωστε όλοι το ξέρουν πως το στοιχείο του παραδόξου είναι αυτό που πάντοτε προτιμούσα.
    Είναι χρόνια τώρα που ο άρχοντας Νέαρχος, ο τύραννος της πόλης μας, μ’ανάγκασε ν’αποδημήσω στην απόμακρη αυτή χώρα, την Ουτοπία. Από δω μπορώ να παρακολουθώ τα πάντα αλλά να μην παρεμβαίνω (όπως γίνεται και στη χώρα σας τη Ναιτόπια, που η δημοκρατία επιτρέπει σε όλους να έχουν γνώμη και να την λένε, όμως πολύ λίγες φωνές επιτρέπεται να ακούγονται). Έτσι κι η φωνή μου βγαίνοντας απ’το στόμα μου χάνεται φτάνοντας σ’εσάς σαν ανήκουστος ψίθυρος, όμως μια παράδοξη τροπή, μου επέτρεψε αυτή την επιστολή.
     Είναι πολύ δύσκολο να πεις όλα όσα θέλεις μέσα σε μιαν επιστολή γι’ αυτό είμαι πολύ ταραγμένος. Η επιστολή, αντίθετα με τη συνήθειά μου να είμαι λιτός, θα είναι μακροσκελής, και εκ των προτέρων επικαλούμαι την υπομονή σας, που ίσως επιβραβευθεί από τη διαπίστωση ότι υπάρχει και άλλος τρόπος σκέψης εκτός απ’αυτόν που θεωρείται ο μοναδικά σωστός. 
      Εμείς τότε στην Ελέα, και τι δεν δίναμε για να ακούσουμε κάτι άλλο, έστω και παράδοξο και ίσως πιο πολύ αυτό, γιατί τι να σας πω, μας άρεσε να συζητάμε.   Ωραίες μέρες!  Και τώρα στη μοναξιά της χώρας που βρίσκομαι θυμάμαι τα παλιά.  Βέβαια είμαι πολύ γέρος και οι γέροι όλο για τα παλιά μιλάνε, αφού νομίζουν πως τίποτα δεν χάνεται και ότι αυτά που θυμούνται, είναι που κάνουν τον κόσμο καλύτερο.  Εγώ όμως μπορεί να είμαι γέρος αλλά όχι ανόητος, ξέρω καλά ότι η εποχή που ζείτε τώρα, είναι πολύ καλύτερη γιατί έχει πολύ περισσότερες προκλήσεις.
     Ο κόσμος των προκλήσεων ήταν πάντοτε αυτός που μου ταίριαζε, γι’αυτές ο άνθρωπος θα πρέπει συνεχώς να διακινδυνεύει τη ζωή του και τις ιδέες του. Μ’άρεσε λοιπόν πάντα να προκαλώ την τύχη μου και τις ιδέες μου. Η καθημερινότητα, οι ολοστρόγγυλες ιδέες, οι κοινά αποδεκτές, η εξουσία που πάντα στηρίζεται σε κάποιαν αποδοχή  κοινής λογικής, η επιστήμη και ότι φανερώνεται αδιάψευστο, με αρρωσταίνει.  Ναι έχω αυτή την αρρώστια επιβεβαιωμένα που μάλιστα εγώ την ονομάζω ελευθερία σκέψης και συμπεριφοράς. Βέβαια στο βαθμό που την έχω, προκαλεί τον περίγυρο και τις αρχές, αφού ο «παράλογος» τρόπος σκέψης, μπορεί να διαταράξει την αρμονία μιας χρηστής πολιτείας. 
    Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο λόγος  που ο Άρχοντας Νέαρχος με απομάκρυνε βίαια απ’την αγαπημένη μου πόλη, ήταν η συνωμοσία. Αλλά η συνωμοσία είναι ίδιον των γραφιάδων που έχουν κοινή λογική και κοινούς στόχους μεταξύ τους, ενώ εγώ δε θα μπορούσα να έχω κάτι κοινό με τους άλλους. Υπήρχε λοιπόν κάποιος τρόπος συνωμοσίας που θα μπορούσα να υποπέσω;  Η ελευθερία της σκέψης σ’αυτή τη χρηστή κοινωνία που όλα ορίζονταν απ’τον Λόγο, είχε όπως κάθε τι όριο το Μέτρο.  Η συνωμοσία μου λοιπόν αφορούσε το όριο της παραδοξολογίας και της καινολογίας. Αλλά τι είναι η καινολογία και η παραδοξολογία και ποιό είναι το Μέτρο τους;
     Αχ εμείς οι Έλληνες, τότε στον καιρό μου, είχαμε θρησκεία τη λογική και την επιστήμη, τον ορθολογισμό και την δημοκρατία. (Ας νομίζεται εσείς ότι ο ορθολογισμός είναι δουλειά των νεοτέρων).  Στην Ελέα, ο ορθολογισμός και η δημοκρατία, είχαν γίνει το Μέτρο της συμπεριφοράς, το φωτεινό μα σιδερένιο πλαίσιο, το Όριο. Κάθε παρεκτροπή, εστρέφετο κατά του ήθους κοινωνικής συμπεριφοράς που ήταν θρησκεία μας.  Η δημοκρατία σαν θρησκεία όμως είχε γίνει τυραννική γι’αυτό και ο Νέαρχος που ήταν εγγυητής της δημοκρατίας ονομάστηκε Τύραννος. Είχε οριστεί ηγέτης αυτής της δημοκρατίας όντας υπεράνω προσωπικών συμφερόντων και επιδιώξεων.  Αυτό το πέρασμα υπεράνω της καθημερινότητας, που ήταν φωτεινό και αταλάντευτο, δεν είχε ανάγκη από αλλαγές αφού ήταν αρκετό. Οι εκλογές ήταν μια τυπική διαδικασία που έφερνε πάντοτε τον Νέαρχο, αφού δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερος.
    Στη δημοκρατία αυτή που είχε θρησκεία τον ορθολογισμό, ήταν φανερό πως άνθρωποι σαν εμένα, που η σκέψη κι η συμπεριφορά τους τάραζε το κοινωνικό ήθος, ήταν επικίνδυνοι. Το ήθος αυτό που θεωρείτο η κοινωνική συμπεριφορά, αντλείτο απ’την αταλάντευτη αλήθεια συγκεκριμένων ορθολογικών  κανόνων κι αποδεικνύετο καθημερινά στην πράξη .
     Ο Άρχοντας Νέαρχος, αυτός ο πρόδρομος της χριστιανικής πίστης και εξουσίας, δεν δεχόταν σε θέματα τέτοιου του ύψους βλάσφημη συμπεριφορά. Δηλαδή ιδεολογικές εκτροπές, που να ξεγλιστρούν ύπουλα από αυτό το πλαίσιο της ηθικής. Μια τέτοιου είδους ελευθεριο-δημοκρατική και παραδοξιακή συμπεριφορά, μπορεί να σαλέψει τα θεμέλια μιας χρηστής δημοκρατίας και τέλος, απόψεις επιστημονικές τάχα, θα μπορούσαν να παραπλανήσουν παρωδώντας το ορθολογικό γνωστικό ήθος·  αυτό το ορθολογικό ήθος που ήταν το θεμέλιο του πολιτισμού μας.
     Ο Άρχοντας Νέαρχος ποτέ δεν ξεχνά, ότι η εξουσία πρέπει να είναι εξουσία, γιατί αλλιώς κυλάμε στην αναρχία, που είναι η πιο ύπουλη αρρώστια της δημοκρατίας. Εκεί όλα έχουν χαθεί κι έτσι ακόμα και τα θέματα συζήτησης περί λογικής, θα ήταν χωρίς νόημα.  Είναι λοιπόν φανερό ότι όποιος βάλει το χέρι στη φωτιά θα καεί. Υπάρχει η αταλάντευτη αλυσίδα της αιτίας πάνω στην οποία πατά κάθε εξουσία και πέραν αυτής, όλες οι συζητήσεις ωθούνται βίαια στο περιθώριο του παραδόξου, όπου τελικά καταλύεται ο Λόγος.
     Ας μη φανταστεί όμως κανείς πως η ζωή στη Ελέα ήταν ζωφερή, αντίθετα ήταν πανηγυριώτικη και τη χαιρόμασταν. Το παλάτι του Άρχοντα Νεάρχου, δεν ήταν απρόσιτο.  Εκεί πήγαιναν όλες οι επιτροπές των αγροτών, των εμπόρων και των τεχνιτών να συζητήσουν κάθε πρόβλημα που τους απασχολούσε.  Μετά από όλες αυτές τις ανοιχτές συζητήσεις, ακολουθούσε πάντα μια μικρή γιορτή πολιτισμού, έτσι που όλοι, ακόμα και αυτοί  που δεν είχαν πετύχει αυτά που ανέμεναν, θα έφευγαν τελικά ευχαριστημένοι.  Μουσικοί και χορευτές προσέφεραν την τέχνη τους κι οι ποιητές απήγγειλαν. Στο τέλος ερχόταν η ώρα της κρίσης των διανοουμένων, που θα συζητούσαν τις απόψεις τους ανοιχτά και δημοκρατικά.
      Ο Άρχοντας Νέαρχος δεν φοβόταν τίποτα, μπορούσε να φέρει σε πέρας όλες τις συζητήσεις και να λύσει όλα τα προβλήματα, με τρόπο πάντα κοινά αποδεκτό, άσχετα αν αυτά ήταν πρακτικά, πολιτικά ή ιδεολογικά. Ήταν Λογικός και κανένας δεν αμφισβητούσε την αξία του αλλά ούτε των γραμματικών που ήταν οι βοηθοί του.
     «Η δημοκρατία» έλεγε, «που είναι το ανώτερο κοινωνικό σύστημα κι η ανώτερη μορφή συμπεριφοράς, πρέπει  να εφαρμόζεται με το Μέτρο που ορίζουν οι συνθήκες της πόλης και η ωριμότητα των πολιτών. Η Ελέα δεν ήταν Αθήνα, μα ούτε Μίλητος ή Έφεσος, οι εχθροί γύρω μας, δεν ήταν Πέρσες, ούτε Λύδοι ή Φρύγες. Εδώ στη Δύση οι εχθροί, Έλληνες και βάρβαροι ήταν σκληροί, χωρίς ήθος συμπεριφοράς, τον νικημένο τον εξαφάνιζαν. Τη Σίβαρη την ξεθεμέλιωσαν οι Έλληνες, τη δημοκρατία του Ακράγαντα οι Φοίνικες και η μισή Σικελία είχε κιόλας πέσει στα χέρια τους. Παντού γύρω υπήρχαν πολεμόχαροι λαοί, που μόνο με την ισχύ θα μπορούσε να επιζήσει η μικρή χρηστή μας πόλη».

Από δω, από την Ουτοπία που βρίσκομαι τώρα, βλέπω τα πάντα διαχρονικά και διαπιστώνω το λάθος αυτών που ασχολήθηκαν αργότερα με τη σχέση του άρχοντα Νεάρχου μαζί μου.  Υπήρξαμε φίλοι και η διαφορά μας δεν ήταν πολιτική, αφού κυβερνούσε φιλολαϊκά.  Ο Νέαρχος ήξερε το Μέτρο και όπως ισχυριζόταν, κανείς δεν θα διακινδύνευε κάτι που έχει, για ν’αποχτήσει αυτό που κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν πολύ χειρότερο. Όπως έλεγε ο Νέαρχος, η δημοκρατική εξουσία που ασκούσε, ήταν πολύ ανώτερη από μια άλλη δημοκρατία, που πιθανόν θα την ασκούσαν περισσότεροι, αλλά ποτέ όλοι, κι έτσι αυτοί θα όριζαν συμπεριφορά και πλαίσιο νομικό, που θα ωφελούσε μιαν ομάδα, ας πούμε τους εμπόρους που ίσως είχαν την εξουσία, αλλά θα ήταν εις βάρος άλλων στρωμάτων δηλαδή των αγροτών ή των τεχνιτών.  Εγώ βέβαια δεν έκρυψα τις απόψεις μου, δηλαδή πως ήμουν ακραίος δημοκράτης και πήγαινα πολύ μακρύτερα από κάθε μορφή δημοκρατίας, που αιωρείτο πάνω από την πόλη σαν Δαμόκλειος Σπάθη κι η κλωστή ήταν ο Νέαρχος, αλλά ποτέ μα ποτέ δεν συνωμότησα κατά της εξουσίας του.  Αν χανόταν η “δημοκρατία” του Νεάρχου, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα χανόταν μόνον η δημοκρατία αλλά και η πόλη η ίδια.  Εξάλλου από τις συζητήσεις στο παλάτι, είχαν όλοι εκφραστεί φανερά με το μέρος της εξουσίας του Νεάρχου, για όλους του λόγους  που ανέφερα πριν, αλλά και για τον πιο σπουδαίο λόγο πως καμιά τάξη δε είχε τόση δύναμη για να καταχτήσει την εξουσία, και έτσι όλοι θα τρώγονταν σαν τα σκυλιά γύρω από το κόκκαλο. Οι συζητήσεις λοιπόν, πολιτικές ή φιλοσοφικές, ήταν στο επίπεδο του ιδεατού αφού όλοι είχαν πειστεί πως τίποτα δε μπορούσε να κουνήσει το Νέαρχο από τη θέση του πρώτου πολίτη αλλά «ίσου μεταξύ όλων», μέσα στη συνείδηση όλων των πολιτών, ακόμη κι εμού του ιδίου, που όλοι με θεωρούσαν σαν τον μεγαλύτερο εχθρό του αλλά και τον καλύτερο φίλο του. 
      Μετά το θάνατο του Παρμενίδη ο πνευματικός κόσμος της Ελέας είχε γίνει πολύ φτωχός και το μόνο πρόσωπο για αξιόλογη συζήτηση ήταν ο ίδιος ο Νέαρχος. Αλλά το συμπόσιο χωρίς εμένα ποτέ δεν θα ξεκινούσε, κι ο Νέαρχος θα έβγαινε μόνον αφού «είχε ανάψει το γλέντι» κι αφού είχε πληροφορηθεί ότι είμουν ήδη εγώ εκεί.  Εγώ ήμουν ο Αντίλογος.  Ήταν φορές που ο Νέαρχος οργισμένος σηκωνόταν επιδεικτικά και αποχωρούσε όταν δεν μπορούσε να υπερισχύσει αυτό που θεωρούσε Λογική στο διάλογο, μολονότι πρέπει να παραδεχτούμε ότι ήταν δεινός ομιλητής. Τότε το συμπόσιο έμενε στους φιλοξενούμενους, που και αυτοί σιγά-σιγά έφευγαν.  Με τον καιρό όμως, συνήθισαν και μπορούσαν να συνεχίζουν ακόμα και μετά την αποχώρησή του χωρίς φυσικά τη δική μου συμμετοχή.  Δεν θα ήταν δίκαιο να επιχειρηματολογώ όταν δεν ήταν παρών ο αντίπαλος.
     Επειδή οι μέτοχοι του συμποσίου δεν ενδιαφέροντο για την ίδια την ουσία της συζήτησης, αλλά απολάμβαναν το κλίμα της διαδικασίας αυτής, με παρακαλούσαν να “ρίχνω λίγο νερό στο κρασί μου” για να μην έφταναν τα πράγματα στην αποχώρηση του Νεάρχου.  Όμως όλοι ήξεραν ότι αν έκανα κάτι τέτοιο, ο Νέαρχος θα έπληττε και τα συμπόσια θα χάλαγαν.  Ο Νέαρχος ήταν εκεί για να χτυπιέται μαζί μου, να χάνει ή να κερδίζει, γιατί τις πιο πολλές φορές αναμφισβήτητα κέρδιζε.

ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ. Όπου το συμπόσιο ξεκινά.
Ήταν εκείνη η σημαδιακή χρονιά που ο Νέαρχος είχε οργανώσει συμπόσιο περί της αθηναϊκής σκέψης, για χάρη ενός φίλου του που λεγόταν Αριστοτέλης (ας μην πάει ο νούς σας στο γνωστό μεγάλο Αριστοτέλη αφού δεν ήταν τόσο γνωστός εκείνη την εποχή  κι εγώ μόνο στην Ουτοπία μπόρεσα να μάθω γι’αυτόν). Λέγεται ότι αυτός ο Αριστοτέλης ήταν παρών όταν βρεθήκαμε με τον Παρμενίδη στην Αθήνα, τότε που είχε γίνει εκείνη η συζήτηση με τον νεαρό Σωκράτη, (εγώ βέβαια δεν τον θυμόμουν, αφού εκεί ήταν παρόντες πολλοί άγνωστοι νεαροί εραστές της σοφίας). Ο Νέαρχος, όπως φάνηκε, ήθελε να ξανάζωντανέψει αυτή τη συζήτηση που τον είχε βάλει πολλές φορές σε σκέψη. Είχε φτάσει στ’αυτιά του από διάφορους συζητητές, ότι στη συζήτηση αυτή, ο Παρμενίδης είχε μιλήσει μάλλον σαν Ζήνωνας παρά σαν Παρμενίδης κάτι που θεωρούσε πολύ ενοχλητικό.  Ο Νέαρχος, που είχε γνωρίσει και θαύμαζε τον Παρμενίδη, ισχυριζόταν πως μολονότι δεν υπήρξε ποτέ μαθητής του, ένιωθε ότι αυτός ήταν ο κυριώτερος εκπρόσωπος της σκέψης του. Ήθελε λοιπόν να ξεκαθαρίσει αυτό που θεωρούσε ανακρίβεια για την ιδεολογική μου σχέση με τον Παρμενίδη.  Ήθελε οπωσδήποτε να  ξαναζωντανέψει αυτήν τη συζήτηση, που τόσες πολλές φορές είχε αναπλάσει στο νου του και να δείξει ότι οι απόψεις μου αντίκειντο σ’ αυτές του Παρμενίδη.
      Έστειλε λοιπόν ένα νεαρό υπηρέτη να με φωνάξει, ώστε να συνεννοηθούμε για τη συζήτηση που επρόκειτο να γίνει γιατί ήθελε να αναπαραστήσει τη συζήτηση όσο πιο πιστά.
     
Η επίσκεψη αυτή του Παρμενίδη στην Αθήνα ήταν η πρώτη κι η τελεταία, αφού ο Παρμενίδης ταλαιπωρήθηκε τόσο, που μετά την επιστροφή αρώστησε βαριά και πέθανε.  Εγώ ξαναπήγα άλλη μια φορά προσκεκλημένος απ’τον Περικλή αλλά τελικά  έφυγα απογοητευμένος.  Η αποχώρησή μου από την Αθήνα του Περικλή, ήταν κάτι  που με ανέβαζε  στα μάτια του Νεάρχου αφού, χωρίς να έχουμε συζητήσει ποτέ τους λόγους που έφυγα, αυτός το είχε ερμηνεύσει ως διαφωνία με την πολιτική του Περικλή. Ο Νέαρχος είχε γνωριστεί κάποτε με τον Περικλή αλλά η φιλία τους είχε γυρίσει σε έχθρα.

Είχαμε γείρει όλοι στα ανάκλιντρα και τα τραπέζια ήταν γεμάτα ξηρούς καρπούς και φρούτα.   Αγόρια μας γέμιζαν τα ποτήρια με ποτά από όλα τα μέρη της γης, ζύθο από την Αίγυπτο και τη Σκυθία, οίνο απ’την Ιβηρία, την Κύπρο, την Κρήτη, τη Θήρα, τη Γαλατία και την Πελοπόννησο. Τίποτα δεν έλειπε, τουλάχιστον απ’αυτά που εμείς θα μπορούσαμε να φανταστούμε.
      Όταν οι διάφορες συζητήσεις μεταξύ των συνδαιτυμόνων είχαν ανάψει, περί εμπορίου, περί ποιότητας προϊόντων ή ακόμα για πόλεμο και πολιτική, και επλανάτο στην αίθουσα αυτή η ζεστή χαμηλή βοή των κοινόχρηστων χώρων που ακούγοντο ξεσπάσματο οργής ή σπαραχτικά γέλια κάπου-κάπου μέσα απ’τη βοή, έμπαινε απροειδοποίητα ο Νέαρχος. Ολόφρεσκος από τον ύπνο, ολοκάθαρος, (έκανε κάθε μέρα μπάνιο), φορώντας ένα ολόλευκο λινό, χωρίς διακριτικό ή κόσμημα και μ’ολόασπρα πυκνά μαλλιά που έλαμπαν σαν ασήμι, φάνταζε ίδιος ο Πυθαγόρας. Σοφός στη ζωή, σοφός στο Λόγο αλλά σοφός και στην παρουσία.
      Τη στιγμή που έμπαινε χωρίς την παραμικρή ειδοποίηση, απ’το σημείο της εισόδου διαδίδονταν έρποντας γρήγορα η απόλυτη σιωπή.  Οι συζητήσεις έσβηναν και οι μέτοχοι του συμποσίου γύριζαν προς το μέρος του Νεάρχου και σηκώνονταν όρθιοι.  Κάποιοι έδειχναν μεγαλύτερη χαρά ή θαυμασμό, αναφωνώντας διακριτικά “άξιος” ή σαν με έκπληξη “να ο σοφός”, ελπίζοντας να τους δει και να έχουν την εύνοιά του. Αυτός τους προσπερνούσε μ’αδιαφορία σα να μην υπήρχαν, ήξερε πολύ καλά όλους αυτούς που αναφωνούσαν, τους περιφρονούσε περισσότερο και τους πρόσεχε ακόμα περισσότερο σαν εχθρούς του. Φτάνοντας στο κέντρο τη αίθουσας, γύριζε επιδεικτικά κι έριχνε μια τάχα αδιάφορη ματιά σ’όλους σαν χαιρετισμό, αργά σα να μετρούσε παρουσίες και κατέληγε σ’εμένα που θεατρικά ασχολούμουν με κάτι, σαν αδιάφορος, που δεν είχα προσέξει τον ερχομό του.   Όταν το βλέμμα του καρφωνόταν πάνω μου κάποιος με σκούνταγε με τον αγκώνα του διακριτικά κι εγώ σηκωνόμουν κι έκανα ένα νεύμα χαιρετισμού χαμογελώντας.  Τότε έκανε μια κίνηση αυστηρής επιβεβαίωσης, πως έλαβε γνώση και προχωρούσε επιδεικτικά προς τη θέση του.
      Τη στιγμή ακριβώς που καθόταν, λες κι όλα ήταν κουρδισμένα, το γλέντι ξεκινούσε.  Οι αυλήτριες έβγαιναν βαδίζοντας χορευτικά και γέμιζαν τη σιωπή, που δημιουργήθηκε μπαίνοντας ο Νέαρχος, με θαυμάσια μουσική που ακολουθούσαν χορευτές και χορεύτριες. Ηθοποιοί έκαναν παντομίμα ή κάποιος ποιητής απήγγειλε. Η τέχνη ήταν σε πολύ ψηλό επίπεδο κι ήταν κάτι που το χαιρόμασταν πολύ.

Σ’εκείνο το συμπόσιο, ακούσαμε τον Αριστοτέλη από την Αθήνα να κάνει ένα αόριστο ξεκίνημα γύρω απ’τις απόψεις του Σωκράτη, δείχνοντας μεγάλο σεβασμό στο πρόσωπό του σαν να ήταν ο Σωκράτης το άχραντο αστέρι της σοφίας που μεσουρανούσε στην Αθήνα.  Λέγεται πως ο Νέαρχος είχε καλέσει τον Σωκράτη, αλλά αυτός ο δαιμόνιος άνθρωπος αρνήθηκε, γιατί μόνο τον αέρα της Αττικής μπορούσε ν’αναπνέει (υπαινιγμός για τις τυραννίες της Μεγάλης Ελλάδας, επειδή πίστευε πως εκεί δεν υπήρχε χώρος για τις δικές του ιδέες).  Η συζήτηση συνεχιζόταν πλαδαρά, χωρίς ενδιαφέρον ως τη στιγμή που ο Νέαρχος την εξέτρεψε με τέχνη στη διαφωνία μου με τον δάσκαλό μου τον Παρμενίδη. Αυτό ήταν ένα θέμα που με πλήγωνε αφού μολονότι αγαπούσα τον Παρμενίδη, ποτέ δεν συμφώνησα αληθινά μαζί του·  και όπου φαινομενικά υπήρχε συμφωνία, το είχα κάνει με τέτοιο τρόπο, που στο βάθος να αναδύεται το άλλο, αυτό που μας χώριζε. 

Ο Παρμενίδης βρέθηκε νεκρός μετά από κάποιο συμπόσιο, που ο Νέαρχος τότε είχε σ’αυτό ξεκινήσει τη συζήτηση που οδηγείτο στη διαφωνία μου με το έργο του σοφού δασκάλου.  Ο Νέαρχος τότε είχε προσπαθήσει να με παγιδέψει μα γω διέφευγα, γιατί ο Παρμενίδης ήταν άρρωστος και δεν ήθελα με κανένα τρόπο να τον ταράξω.  Ο Νέαρχος ήθελε πάσει θυσία πριν πεθάνει ο Παρμενίδης, να έχει κάτι στα χέρια που να τον ορίζει αληθινό κληρονόμο της σκέψης του.
     Την επόμενη μέρα αλληλοκατηγορηθήκαμε σαν υπαίτιοι του θανάτου του Παρμενίδη αφού η εξέλιξη της συζήτησης, με είχε φέρει στο σημείο να κρίνω αρνητικά κάποιες από τις θέσεις του Δασκάλου κάτι που ο Παρμενίδης το ξεπέρασε νηφάλια, μα όλοι κατάλαβαν ότι στεναχωρήθηκε.

Η συζήτηση την ημέρα που ο Νέαρχος ξεκίνησε το συμπόσιο, είχε προχωρήσει αργά σε διευκρινίσεις από τον ίδιο και τον Αριστοτέλη, κι όπως ήταν φυσικό άργησε πολύ να φτάσει στην ουσία. Έτσι το συμπόσιο διαλύθηκε για την επόμενη μέρα, που όλοι πλέον όντας πιο ενήμεροι, θα μπορούσαν να οργανώσουν καλύτερα τα επιχειρήματά τους.
     Γυρίζοντας στο σπίτι περπατούσα αργά λες και δεν ήθελα να φτάσω·  στο μυαλό μου τριγύριζαν όλα με τόση θλίψη. Ο δάσκαλος, ο μόνος άνθρωπος που ήταν η οικογένειά μου, χρόνια τώρα είχε χαθεί κι εγώ πια πενηντάρης άκουγα τα βήματά μου μέσ’το σκοτάδι. Δε μπορούσα να παραπονεθώ για θέματα υγείας, ήμουν μια χαρά, και το παρουσιαστικό μου ήταν καλό για την ηλικία μου. Λεπτός, ψηλός με ψαρά μαλλιά και πρόσωπο κάπως χαραγμένο από τις ρυτίδες. Μόνον η μοναξιά.  Όποιος είχε γνωρίσει τον Παρμενίδη, χωρίς αυτόν ο κόσμος ήταν διαφορετικός και μοναχικός.

ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ. Όπου το συμπόσιο αρχίζει να παίρνει μορφή.
Την επομένη, ο Νέαρχος γρήγορα γρήγορα έθεσε θέμα Διαλεκτικής.  Προηγουμένως όμως έδωσε το λόγο στον Αριστοτέλη.  Αυτός με τη σειρά του διηγήθηκε το πως ο Παρμενίδης ανέπτυξε με τρόπο ακατανίκητο τις απόψεις του περί «Εόντος και μη Εόντος» και τις συνέπειες στη Λογική αυτής της αποδοχής.  Σ’αντίθεση με τις θέσεις του Παρμενίδη υπενθύμισε, πως εγώ με τις παραδοξολογίες μου είχα αντιστρέψει όλες τις απόψεις του, κατεδαφίζοντας το Λόγο του. Υπενθύμισε ότι ακολούθησε τότε μια έντονη ιδεολογική αντιπαράθεση, κατά την οποία ο Παρμενίδης έφερε ως αρωγό της σκέψης του τον Πυθαγόρα ενώ εγώ σ’αντίθεση μ’αυτόν τον Ηράκλειτο. Ποτέ ξανά δεν είχα χρησιμοποιήσει απόψεις του Ηρακλείτου ενάντια στις δικές του απόψεις, επειδή γνώριζα την αντιπάθεια του Παρμενίδη για τον Ηράκλειτο. (Σε μια στιγμή οργής, κάτι που συνέβαινε σχεδόν ποτέ, είχε δηλώσει ότι αν περνούσε απ’το χέρι του, το έργο του Ηράκλειτου θα το είχε κάψει, μ’όλες τις ηθικές συνέπειες που ακολουθούν μια τέτοια πράξη).     Ο Παρμενίδης είχε τότε κλειστεί στο δωμάτιό του παίρνοντας μαζί του έναν κρατήρα με κόκκινο κρασί.

Θεώρησα ότι αυτή ήταν μια απαράδεκτη διαλογικά κίνηση του Αριστοτέλη αφού εκεί βρισκόμαστε για την αναβίωση εκείνου του διαλόγου, και όχι για τέτοιου είδους λεπτομέριες και προσωπικές αντεγκλήσεις.   Νομίζω όμως ότι πίσω από αυτή την κίνηση βρισκόταν η πρόθεση του Νεάρχου να με υποβιβάσει στα μάτια των συνδαιτυμόνων από τη μια, και να με πλήξει συναισθηματικά από την άλλη, για να έχει ένα δυναμικό προβάδισμα στην αρχή του διαλόγου.  Τώρα που ο Παρμενίδης είχε χαθεί και η απουσία του με έπληττε κάθε μέρα πιο πολύ, αυτή η πράξη που δεν την έκανε αυτός ο ίδιος, αλλά ο Αριστοτέλης για χάρη του, έδειχνε πως ο Νέαρχος είχε δείξει τα δόντια του.
      Εκείνη την μέρα είχε φέρει μαζί του τους δυο Ελληνιστές δούλους του, που συνήθως παρίσταντο σε δίκες ή σε διακρατικές συμφωνίες συντάσσοντας τα κείμενα προσεχτικά. Παρενέβαιναν πάντα με διευκρινίσεις που έντεχνα η σύνταξη θα ωφελούσε το Νέαρχο.  Αυτοί γνώριζαν τέλεια την Ελληνική, ίσως καλύτερα από τους Έλληνες γραμματικούς του. Ο ένας ο Βόρις, φερμένος απ’την απέραντη χώρα πέραν των Άλπεων, όπου πολεμώντας ως μισθοφόρος, ο Νέαρχος του είχε σώσει τη ζωή.   (Όταν ο Βόρις τραυματίστηκε και αφού δεν άξιζε για πώληση, κάποιος για να κάνει κέφι, θέλησε να τον καρφώσει με το δόρυ του).  Από τότε ο Βόρις ήταν ο πιστός του, που τον ακολουθούσε παντού ακόμα και στα συμπόσια, τα οποία όμως οργάνωνε, τα επιτηρούσε αλλά ποτέ δεν συμμετείχε ως συνδαιτυμώνας.  Ήταν ολόξανθος, κοκκινοπρόσωπος, με ξεπλυμένα ανέκφραστα γαλάζια μάτια, που νόμιζε κανείς ότι δεν παρακολουθούσε τίποτε από ότι συνέβαινε, αλλά τίποτα δεν του περνούσε απαρατήρητο.  Έβλεπε τα πάντα με πρίσμα το συμφέρον του αφέντη του κι έτσι ο Νέαρχος μπορούσε να παριστάνει άφοβα, πως ήταν αδιάφορος με τη στενή έννοια του συμφέροντος. 
     Μολονότι ήξερε τέλεια την ελληνική γλώσσα και τη θεωρούσε σαν το μεγαλύτερο έργο τέχνης των Ελλήνων κι αφού ήταν τέλειος γνώστης της, θεωρούσε τον εαυτό του Έλληνα, ποτέ όμως δεν κατάφερε να φιάξει την προφορά του.  Ο άλλος ήταν Νούβιος η Αιθίοψ, ψηλός με λεπτά μακριά πόδια, σοβαρός, αμίλητος κι έμοιαζε με μαύρη θεότητα.  Ήταν ποιητής και φιλόσοφος με απόψεις απ’την Αίγυπτο ή την Ανατολή.  Λεγόταν Σαΐντ ή Χαΐντ, μα εξελληνισμένα, λεγόταν Σαδής.  Ο Βόρις έφερε πάντα κοντή δικοπή σπάθα, που χρησιμοποιούσαν οι Ίβηρες μισθοφόροι.  Μ’αυτήν χτυπούσε δεξιά και αριστερά, έντεχνα και δυνατά σαν να χορεύει ανάμεσα στους εχθρούς, σπέρνοντας το θάνατο. Το γνώριζαν καλά οι συμπολίτες μας, αφού μέχρι να εδρεωθεί η εξουσία του Νεάρχου, αρκετές οι φορές έπεσε θύμα δολοφονικής απόπειρας. Ο Σαδής έφερε πάντα δερμάτινη ασπίδα και ένα δόρυ που ήταν κι ακόντιο. Ασπίδα και δόρυ ήταν διακοσμημένα μ’ένα περίεγο αφρικάνικο τρόπο. Ο Σαδής συνεχώς παρακολουθούσε γύρω μ’άγρυπνο μάτι, έτοιμος να προβάλλει την ασπίδα ή να εκτοξεύσει αλάνθαστα το ακόντιό του στο εχθρό. Ο Σαδής γενικά ήταν αμίλητος, τα μάτια του είχαν κάτι ειρωνικό κι όταν μιλούσε έκανε λιγόλογες επισημάνσεις, που έφερναν σε αμηχανία τον συζητητή.
    Ένας γηραιός υπηρέτης ψηλός και σοβαρός καθόταν πίσω από ένα τραπεζάκι πάνω σε κάποιο βάθρο. Στο τραπεζάκι υπήρχε κλεψύδρα, που όριζε το χρόνο των ομιλητών και το σήμαντρο που όριζε την αρχή και το τέλος της ομιλίας. Επίσης αν ο Νέαρχος ήθελε να παρέμβει στη διάρκεια όποιας ομιλίας, έκανε νόημα στο γηραιό υπηρέτη να χτυπήσει διακριτικά το σήμαντρο.   Ο Νέαρχος παρενέβαινε όταν ήταν πλέον σαφές, πως ο ομιλητής είχε ξεφύγει απ’το θέμα ή ακόμα σε περιπτώσεις που ο συζητητής είχε πολύ χαμηλό επίπεδο.

Την ημέρα εκείνη, μόλις σταμάτησε το καμπανάκι που σήμανε την έναρξη, ο Νέαρχος καλωσόρισε τους διαλεκτούς συνέδρους κι έδωσε το λόγο στον Βόριδα, που σαν κουρδισμένος και μ’ένα θεατρικά ιεροτελεστικό τρόπο, πήρε τη θέση του Εξάρχοντα, του προέδρου, όπως λέτε εσείς σήμερα, που θα οδηγούσε τη συζήτηση.
     Ο Βόρις με πολύ λιτό τρόπο, δωρικό, τόνισε συγκινημένος, πως αυτό το διαλογικό μνημόσυνο στο Δάσκαλο, ήταν γι’αυτόν και τον Κύριό του τον Νέαρχο ένα όνειρο, που επιτέλους γινόταν πραγματικότητα. Λιγόλογα μα περιεκτικά ανέφερε τα κομβικά σημεία της ζωής του και με έναν απαράμιλλο τρόπο, σκιαγράφησε τις απόψεις του Παρμενίδη, τόσο όσο να μην θίγονται οι απόψεις συνομιλητών που θα παρουσίαζαν  πιθανώς κάτι άλλο αντίθετο, αλλά και να μη λείπει τίποτα απ’αυτό που ήταν κοινώς αποδεκτό.  Ο Βόρις δήλωνε λάτρης του Παρμενίδη, τον ανέφερε πάντα ως Δάσκαλο, κι επιμελώς απέφευγε ν’αναφέρει τη λέξη Παρμενίδης, σ’ένδειξη μεγάλου σεβασμού.     
     Μολονότι η εισαγωγή στο θέμα έδειχνε απόλυτα αντικειμενική, όλοι ένιωσαν ότι κάποιες παρατηρήσεις του Βόριδος, έδειχναν ότι το όλο θέμα θα περιεστρέφετο γύρω από τις διαφωνίες μου με τον Δάσκαλο.
     Ο Βόρις κρατούσε κείμενο που φυσικά είχε επεξεργαστεί μαζί με το Νέαρχο. Διάβαζε με το στόμφο και την αυταρέσκεια του νεόκοπου μα άψογου γνώστη της Ελληνικής.  Ήταν ολοφάνερο ότι δεν χρησιμοποιούσε το κείμενο που κρατούσε, αλλά το απήγγειλε από μνήμης. Κρατούσε το κείμενο από σεβασμό στον Άρχοντα.  Έπρεπε όλοι να ξέρουν ότι είχε συνταχτεί απ’τον Άρχοντα και ότι αυτός ήταν απλά το όργανο του ίδιου του Νεάρχου.  Όλοι όμως ήξεραν πως αυτός ήταν κάτι αδιαχώριστο απ’τον Άρχοντα κι ότι ήταν το άλλο του πρόσωπο.  Δεν είχε ανάγκη αυτός από προσωπική διάκριση, ούτε απ’το θαυμασμό των άλλων, του αρκούσε ότι ήταν ένα εξάρτημα του Νεάρχου κι όλοι γνώριζαν ότι ήταν η ακούραστη διανοητική μηχανή του που υπολόγιζε τα πάντα με γνώμονα το συμφέρον του αφέντη του, ενώ ο Σαδής ήταν ο άλλος εαυτός, ο αντίλογος, η φωνή της συνείδησής του.  Ο Σαδής  υπενθύμιζε στον Νέαρχο το δίκαιο άσχετα αν ήταν προς το συμφέρον του ή όχι.  Νύχτες ολόκληρες, ο Βόρις και ο Σαδής μπορεί να συζητούσαν μπροστά στο Νέαρχο για θέματα του Νεάρχου και πολλές φορές να φιλονικούν κιόλας, έως ότου καταλήξουν πιθανόν και σε δυο απόψεις. Ο Νέαρχος τότε θα έπαιρνε την απόφασή του, που μπορεί να ήταν διαφορετική καί από τις δυο.

Όπου ο Βόρις εισάγει στη συζήτηση την Παρμενίδεια έννοια περί του Εόντος και ο Σαδής την αναλύει.
Ρώτησε λοιπόν ο Βόρις το ακροατήριο αν κάποιος πιστεύει ότι το Μη-Είναι μπορεί να υπάρχει και αν το Είναι, το Εόν, είναι αυτό και μόνον αυτό που αληθινά υπάρχει. Η ερώτηση αυτή που φαινομενικά είναι απλοϊκή, πέφτοντας στο ακροατήριο δημιούργησε μια διαλογική ένταση και σήκωσε ένα ψίθυρο, που σιγά-σιγά έγινε πιο έντονος γιατί φάνηκε πως το ακροατήριο ήταν διχασμένο.  Μ’ένα νεύμα του Βόριδος που ήταν ο εξάρχων, ο επί της τάξης υπηρέτης χτύπησε το σήμαντρο και το κοινό ηρέμησε. Τότε ο Σαδής, ο Αιθίοψ παρακαθήμενος του Νεάρχου, πήρε το λόγο. 
   «Η πρόταση αυτή είπε, θέλει διευκρίνιση για να περιοριστεί ο όγκος των αντιτιθεμένων απόψεων που πιθανόν δεν είναι αναγκαίες:  Πρέπει να τονιστεί ότι αν γίνει δεκτός αυτός ο όρος ούτε κίνηση, ούτε γίγνεσθαι, μα ούτε χρονική ακολουθία θα μπορούσε αληθινά να υπάρξει αφού το Είναι, το Εόν, το Υπάρχον, δεν Ήταν, ούτε Θα-Είναι, παρά μόνον Είναι·  έτσι δεν έχει καμιά δυνατότητα χωρικής ή χρονικής επέκτασης κι έτσι πρέπει να θεωρείται τετελεσμένο και σαν τετελεσμένο δε μπορεί να θεωρείται άπειρο, αλλά πεπερασμένο. Σύμφωνα μ'αυτή την άποψη, κάθε κατάσταση, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως γίγνεσθαι, είναι φαινομενική και αναληθής.  Επειδή και εμείς βρισκόμασται μέσα στον κόσμο του φαινομενικού γίγνεσθαι, δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε εμπειρικά αυτή την πραγματικότητα, αλλά μόνον μέσω του Ορθού Λόγου.
―Εφόσον μόνο το Είναι υπάρχει, το Μη-Είναι εξ’ορισμού δεν μπορεί να υπάρχει, γιατί αυτό είναι η αντίφαση γυμνή. (Δεν μπορεί να υπάρχει κάτι που δεν υπάρχει).
―Για να μπορούμε λοιπόν να κάνουμε συλλογισμούς, που δεν περιέχουν σφάλμα, πρέπει ν’ αποκαθάρουμε τη λογική από κάθε περίπτωση που αναφαίνεται το Μή-Είναι.
―Γι’αυτό, κάθε αντιφατικός συλλογισμός που σχετίζεται με το «Είναι-Μη Όντας» περιέχει σφάλμα και πρέπει να καθαριστεί απ’το Μη-Είναι, περιέχοντας μόνο το Είναι.
―Επειδή μόνο το Είναι υπάρχει, ο κόσμος είναι κλειστός και πεπερασμένος γι’αυτό μπορεί και πρέπει το Είναι το Νοείν και το Λέγειν να συμπίπτουν κι έτσι τίποτα δε μπορεί να διαφύγει απ’τη σκέψη. Έτσι μπορούμε με βεβαιότητα από τα γνωστά, μέσω της λογικής, να φτάσουμε στα άγνωστα, δηλαδή με τις αναλυτικές και συνθετικές συγκριτικές διεργασίες της λογικής, να έχουμε βέβαια συμπεράσματα.
―Αντίθετα απ’το δρόμο της αντιφατικότητας των φαινομένων, δε μπορεί κάποιος να έχει κανένα όφελος, γιατί γίνεται δίβουλος και βρίσκεται σε αμηχανία, αφού πρέπει να δεχτεί ότι το Υπάρχειν και το μη Υπάρχειν συμπίπτουν, κι ότι για όλα υπάρχει και αντίδρομος τρόπος να Είναι. Επίσης ότι οι συγκριτικές διαδικασίες, «Είναι και δεν Είναι» ακριβείς.  Για τον λόγο αυτό η αντίφαση είναι απατηλή κι έτσι η ταυτότητα κάποιου πράγματος με τον εαυτό του, δεν μπορεί να Είναι-Μη Όντας, αλλά μόνο να Είναι.
―Αυτοί οι όροι συνιστούν τον κόσμο της αλήθειας τον σταθερό κι αιώνιο, όμως επειδή υπάρχει και ο φαινομενικός κόσμος, ο θνητός, που συνεχώς αλλάζει, αυτός που στηρίζεται πάνω σε αντιφάσεις που δεν είναι αληθινές, πρέπει να αποκαθάρουμε αυτόν τον κόσμο απ’το ψέμα και να δεχτούμε ότι στις πηγές του κόσμου μας υπάρχουν δυο στοιχειώδη: το φως και το σκότος, που είναι αντίθετα μεταξύ τους, μα δεν αλληλοαποκλείονται έχοντας συμπληρωματικό χαραχτήρα. Αυτά μετά από σκληρή πάλη, δίνουν μορφή σ’όλα τα φαινομενικά πράγματα του «φθαρτού μας κόσμου».   
   Τελειώνοντας τη διευκρίνισή του ο Σαδής έπεσε σιωπή· μετά από λίγο όμως, ένα μουρμουριτό άρχισε να έρπει που έγινε οχληρό βουητό και τάραξε τη σιωπή, δείχνοντας πως υπήρχαν πολλές απόψεις και διαφωνίες.
    Ο επί της τάξης υπηρέτης μ’ένα νεύμα του Βόριδος χτύπησε ζωϊρά το καμπανάκι επαναφέροντας στην τάξη τους συνδαιτυμόνες.

Όπου δίδεται ο λόγος στο σοφιστή Διονύσιο τον Ακραγαντίνο.
Πρώτος πήρε το λόγο ο Διονύσιος Ακραγαντίνος, γνωστός σοφιστής που είχε μαθητεύσει στον νεαρό τότε Πρωταγόρα, ο οποίος αμέσως αντέτεινε ότι: «Το Είναι ως αφηρημένο κι αόριστο δε μπορεί να υπάρξει». Δηλαδή το “Εόν” του Παρμενίδη (το Υπάρχον) ως τέτοιο (καθαυτό), συμπίπτει με το “Μη-Υπάρχον” ή ακόμα και με το Απόλυτο Μηδέν. 
―Το Υπάρχον (το Είναι) πρέπει πάντα να είναι Κάτι-Συγκεκριμένο και τότε το «Μη-Είναι» μπορεί να υπάρχει ως Κάτι, που δεν είναι “Αυτό που Ήταν” εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, αλλά κάποιο “Συγκεκριμένο Άλλο”, όμοιο ή αντίθετο. Όπως συμβαίνει με το “Είναι” ως Φως, όπου το “Μη-Είναι” σ’αυτή την περίσταση ως ουσία είναι το Σκότος, όντας Κάτι.  Το “Μη-Είναι” λοιπόν ως απόλυτο μπορεί να μην υπάρχει, μπορεί όμως να υπάρχει όντας απλά “Κάτι Άλλο” αντίθετο από αυτό που “Ήταν”.    Επίσης το “Είναι” ως “Εξελισσόμενο Συγκεκριμένο Κάτι” μπορεί συνεχώς να είναι “Κάτι Άλλο”, δηλαδή να “Είναι-Μη Όντας” ο εαυτός του.
―Το Εόν, το υπάρχον του Παρμενίδη μολονότι πρέπει να είναι τετελεσμένο και πεπερασμένο πρέπει να είναι και άπειρο, επειδή ως πεπερασμένο πρέπει ν’αφήνει έξω απ’αυτό Κάτι το οποίο είναι το Κενό.  Έτσι το Κενό που γίνεται συγκεκριμένος χαραχτήρας του Μη-Είναι, αναδύεται ξανά ως Υπάρχον.  Από εκεί μπορεί να αναδύεται και το άπειρο ως αποτέλεσμα Ενός-Κάποιου-Πεπερασμένου εν τω Γίγνεσθαι. Έτσι η σχέση Κενού και Πλήρους, μπορεί να γεννήσει κάποιο γίγνεσθαι, που θα ήταν μια συνεχής ακολουθία διαφορικότητας επ’άπειρον.
―Για να μπορεί να υπάρχει η σχέση Κενού και Πλήρους, θα πρέπει να υπάρχουν έσχατα στοιχειώδη Πληρότητας και Κενού, που να μην μπορούν από κάποια στιγμή και μετά να τεμαχιστούν. Τ’άτμητα του πλήρους μπορούν να ονομαστούν Άτομα, και θα πρέπει μαζί μ’αυτά, να υπάρχει πάντα το αντίστοιχο άτμητο στοιχειώδες του κενού, που να είναι έσχατο. (Όπως ισχυρίζονται οι Δημόκριτος και Λεύκιππος)».
     «Επειδή όμως η εμπειρία μας δείχνει ότι ο κόσμος αποτελείται από πολλά διαφορετικά πράγματα, για να υπάρχει η ποικιλία πρέπει να υπάρχουν βασικές ύλες, των οποίων τα άτομα να συντίθενται συνιστώντας τον κόσμο. Αυτές θα μπορούσαν να είναι ο Αέρας, το Νερό κι η Γη και ίσως άλλα άγνωστα, των οποίων τα στοιχειώδη δια μέσου της Φωτιάς, σε μεγάλες θερμοκρασίες, μετατρέπονται στον αιθέρα, που είναι ένα πυρακτωμένο αέριο όπου εκεί όλα είναι αναμεμιγμένα.  Όταν αυτό το αέριο αρχίσει να ψύχεται,  μετατρέπεται σε μια χλιαρή λάσπη και ανάλογα με τις συνθήκες που θα επικρατήσουν απ’την έλξη και την άπωση, παίρνουν τα πάντα κι ανάλογη μορφή».
        Έτσι ο Διονύσιος προσπάθησε να δείξει ότι υπάρχει Γίγνεσθαι κι ότι ο κόσμος δεν είναι κλειστό σύστημα, αλλά ανοικτό κι άπειρο αφού συνεχώς αλλάζει, άρα και η Κίνηση υπάρχει.  Συνεχίζοντας λοιπόν είπε ότι: «το κινούμενο, δεν κινείται επειδή τη μια στιγμή είναι σε μια θέση και την άλλη στιγμή σ’άλλη θέση, αλλά γιατί “Είναι και Δεν Είναι”  στην ίδια θέση την ίδια στιγμή· έτσι χαρακτήρισε την κίνηση ως αντίφαση.  Γι’αυτό κάθε τι εξελισσόμενο στο χώρο και τον χρόνο, αλλάζει όντας εν δυνάμει άπειρο.    Αλλάζοντας όμως δεν θα πει ότι περιέχει το “Μη-Ον”, αφού το “Μή-Είναι” στην περίπτωση αυτή, είναι ή ήταν πάντα Κάτι (Άλλο). Έτσι η “Ταυτότητα” που συνίσταται από άλλα έσχατα αναλλοίωτα μπορεί να αλλάζει, όντας Αυτή και συγχρόνως Άλλη.  Η ταυτότητα δε μπορεί παρά να αντιφάσκει».

Όπου ο Νέαρχος παρεμβαίνει κρίνοντας την άποψη του Διονυσίου.
Τη στιγμή ακριβώς αυτή πήρε το λόγο ο Νέαρχος, μολονότι πάντοτε περίμενε να μιλήσω κι εγώ, για νά’χει την εποπτεία όλου του διαλογικού γίγνεσθαι.  Φαίνεται ότι οι απόψεις του Διονυσίου, διέγειραν την διαλογική διάθεσή του, αφού ο Νέαρχος είδε έναν ίσως μεγαλύτερο αντίπαλο από μένα, αλλά και την ευκαιρία να προλάβει τη δική μου απάντηση, για να είναι αυτός ο κύριος υποστηριχτής του Παρμενίδη.
    «Ο τρόπος ύπαρξης του απείρου που μας προτείνει ο Διονύσιος», είπε, «απέχει πολύ από το να είναι αληθινό άπειρο, είναι φαινομενικό.  Οι όροι με τους οποίους οικοδομείται είναι σαθροί. Όπως έδειξε ο Δασκαλος το γίγνεσθαι που μπορεί να οργανωθεί απ’τους καθορισμένους όρους δύο αναλλοίωτων στοιχειωδών, σαν του φωτός και του σκότους και μάλιστα αποτελούμενα από έσχατα-στοιχειώδη μέρη, ακόμα κι αν προστεθούν κι άλλα αναλλοίωτα στοιχειώδη, είναι φαινομενικό. Το σύστημα λειτουργίας τους θα πρέπει να είναι κλειστό, τετελεσμένο και πεπερασμένο.  Έτσι είναι αναγκαίο τα «παίγνια» που θα δημιουργηθούν να είναι προκαθορισμένα και προδιαγεγραμμένα. Ακόμα κι αν οι όροι του γίγνεσθαι αυτού εμπλουτιστούν δίνοντάς μας περισσότερα παίγνια, αυτά δεν παύουν να είναι προδιαγεγραμμένα.  Οι όποιοι προκαθορισμένοι όροι και τα όποια αναλλοίωτα στοιχειώδη στο υπόβαθρο αυτού του συστήματος δεν μπορεί παρά να οργανώνουν ένα γίγνεσθαι προκαθορισμένο. Οι όροι και τα όρια, ενός τέτοιου γίγνεσθαι, είναι ένα ζεύγος, που το ένα δε μπορεί χωρίς το άλλο. Αυτό το κλειστό σύστημα μπορεί να προϋποθέτει κάποιο άπειρο, αλλά αυτό το άπειρο, όντας μια άπειρη επανάληψη ενός συνόλου ομοίων παιγνίων, είναι φαινομενικό αφού το γίγνεσθαι που προϋποθέτουν τα απαραβίαστα προϋπάρχοντα στοιχειώδη Κενό και Πλήρες ή όποια άλλα, είναι προδιαγεγραμμένο μη όντας αληθινό άπειρο.
―Ο αγαπητός Ακραγαντίνος σοφός, μας προϊδεάζει ακόμα για ένα είδος γίγνεσθαι που μπορεί να γεννηθεί από τη συνεχή διαφορότητα των πραγμάτων. Όμως νομίζω πως και αυτό το γίγνεσθαι δεν μπορεί να είναι αληθινό, γιατί η διαφορικότητα της ταυτότητας τέτοιων πραγμάτων, υπάρχει μέσα στα προκαθορισμένα όρια, που προδιαγράφονται από την ίδια τη σύσταση των αναλλοίωτων στοιχειωδών του κάθε πράγματος. Αυτό υποχρεώνει την κάθε στιγμή που το Πράγμα λογίζεται ως θετικό και Ταυτό με τον Εαυτό του, να προϋποθέτει ανταπόκριση σε κλειστό και προδιαγεγραμμένο σύστημα. Η κάθε μεταβολή του πράγματος όμως, εξ’αιτίας της εξέλιξης του συστήματος που ανταποκρίνεται, έχοντας μια περιοδικότητα και όρια μετατροπής (λόγω της ίδιας της σύστασης της ταυτότητάς του από συγκεκριμένα αναλλοίωτα στοιχειώδη),  επαναφέρει κάποια στιγμή πίσω την διάταξη των παλαιών παιγνίων.  Έτσι, ούτε το άπειρο, ούτε το γίγνεσθαι μπορούν να είναι αληθινά μα ούτε και η ταυτότητα μπορεί να είναι αληθινά εξελισσόμενη, αλλά ανάλογα με τη συνθετότητά της, υποτάσσεται στις ιδιότητες των στοιχειωδών που τη συνιστούν έχοντας έσχατο και αναλλοίωτο χαραχτήρα».
      Μετά τον θρίαμβο του Νέαρχου και την έκπληξη του Διονυσίου που δεν μπόρεσε να φανταστεί την αρνητική τροπή που θα έπαιρνε η συζήτηση εις βάρος του, αλλά κι ότι δε μπορούσε να δευτερολογήσει αμέσως στ’αποστομωτικά επιχειρήματα, ζήτησε να διατηρήσει το δικαίωμα της δευτερολογίας γι’αργότερα.
     Ο Νέαρχος έκανε διακριτικό νεύμα και ο Βόρις πρότεινε διακοπή της συζήτησης και να συνεχιστεί το συμπόσιο αργότερα, αφού οι συνδαιτυμόνες θα είχαν συζητήσει μεταξύ τους τα επιχειρήματα και θα ήταν έτοιμοι για τη συνέχεια του συμποσίου χωρίς κενά.
     Ο Νέαρχος σηκώθηκε και έκανε την καθιερωμένη βόλτα του στην αίθουσα. Κάποιοι τον συνέχαιραν κι άλλοι του έκαναν διευκρινιστικές ερωτήσεις, δίνοντάς του την ευκαιρία να ξετυλίξει ακόμα περισσότερο την σκέψη του, κάνοντάς του παρατηρήσεις οι οποίες φανέρωναν το πόσο συμφωνούν μαζί του.
     Εγώ που είμουν απησχολημένος με τον διπλανό μου δεν παρατήρησα πως είχε φτάσει κοντά μου, παρά μόνον όταν ο συζητητής μου με σκούντησε και σηκώθηκε  να χαιρετίσει και να συγχαρεί το Νέαρχο που ήδη στεκόταν πίσω μου. (Ένιωθα αμηχανία όταν οι ισχυροί μου έδειχναν εύνοια).  Στην πρόθεσή μου να σηκωθώ, ο Νέαρχος έβαλε εγκάρδια το χέρι του στην πλάτη μου φεύγοντας. Όμως γύρισε απότομα και τόνισε ότι περιμένει μ’ανυπομονησία και τις δικές μου απόψεις.
    Η αίθουσα είχε κάπως αναστατωθεί και δεν ήταν λίγοι αυτοί που είχαν πάει κοντά σε φίλους ν’ανταλλάξουν απόψεις, μα όσο συζήταγαν το θέμα, τόσο πιο μπλεγμένο φαινόταν ή πιο «κουμπωμένο» έτσι που δεν άφηνε περιθώριο για περαιτέρω συζήτηση.

Όπου μου δίδεται ο λόγος χωρίς να τον ζητήσω.
Θέλοντας-μη θέλοντας λοιπόν, ήλθε κι η δικιά μου ώρα να μιλήσω. Ένα πικρό χαμόγελο ανέβηκε στα χείλια μου, θυμήθηκα τις ατέλειωτες συζητήσεις και διαφωνίες με τον Δάσκαλο, και τους τρόπους που συνεχώς ανακάλυπτα για να μπορέσω να τον πείσω.  Η συζήτηση λοιπόν όπως είχε διαμορφωθεί, δεν είχε τίποτα νέο για μένα. Το μόνο πρόβλημα ήταν, πως θα έκανα τους ακροατές να μπουν μέσα στο ίδιο το πρόβλημα.  Έπρεπε να δουν πως ο κόσμος θα μπορούσε να είναι όπως νόμιζε ο Παρμενίδης ή όπως νόμιζε ο Διονύσιος ή ο Νέαρχος, αλλά ότι θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς. Έπρεπε να κατανοήσουν ότι αυτό το “αλλιώς”, μπορεί να υπάρχει μαζί με όποιο είναι αυτό που νομίζουν αυτοί ως λογικό.  Έπρεπε να καταλάβουν ότι η Φύση είναι πολύ πιο δημοκρατική από ότι είμαστε εμείς και απ’ότι νομίζουμε ότι είναι αυτή.
     Όταν προχώρησα για το βήμα του ομιλητή, ένας ψίθηρος με ακολούθησε. Αυτός ο ψίθηρος μολονότι σύρετο ομοιόμορφα, μπορούσες να διακρίνεις πως υπήρχε μέσα του και η συμπάθεια μα και η έντονη αντιπάθεια. Μπήκα λοιπόν αμέσως στο θέμα. Τόνισα πως δεν διαφωνώ με καμιά άποψη απ’αυτές που ακούσαμε και ότι σ’αυτές θα προσθέσω και άλλη μια, που ενώ φαίνεται ότι αναιρεί τις άλλες, εγώ νομίζω πως τις ολοκληρώνει.  Εκεί το μόνο που θα πρέπει να προσέξουμε, είναι ο τρόπος με τον οποίον προσεγγίζουμε κόσμο, αφού πρέπει να δεχτούμε ότι μπορεί να είναι πιο πολύπλοκος και πολυδιάστατος από ότι νομίζουμε.         Από τις συζητήσεις που έγιναν, συνάγω πως η ως τώρα προσέγγιση έγινε με δυο τρόπους, που τελικά μετά την πρόταση του άρχοντα Νεάρχου, φαίνεται να συνθέτουν ένα και μοναδικό τρόπο που θα μπορούσε να ονομαστεί «δυναμικός ορθολογισμός». Εκεί ο ορθολογισμός υπερβαίνει την αδυναμία της στατικότητας της ταυτότητας και την αντιμετωπίζει εν εξελίξει, έστω και φαινομενικά.
      Παρακαλώ αν κάποιος έχει κάποια αντίρρηση σ’αυτό που ισχυρίζομαι ας μιλήσει τώρα, γιατί στην εξέλιξη της συζήτησης μπαίνουμε σε άλλες προσεγγίσεις και θα είναι πάρα πολύ δύσκολο να επιστρέψουμε.  (Το κόλπο αυτό χρησιμοποιούσα πολύ συχνά, για να έχω όλη την προσοχή των ακροατών και να γλυτώνω μια κι έξω απ’αυτούς που είναι δύσκολο να παρακολουθήσουν τη συζήτηση περαιτέρω).
     Ανεβάζοντας την ένταση της φωνής μου, για να αφυπνίσω το ακροατήριο, τόνισα ότι σ’αυτή τη συζήτησή εγώ θα μπώ αντίθετα, δηλαδή θα ξεκινήσω από κει που οι άλλοι ομιλητές έχουν καταλήξει, δηλαδή την κίνηση και το γίγνεσθαι: Αυτό που θεωρούμε πολύ φυσικό, γιατί όλοι έχουμε την εμπειρία του και το θεωρούμε δεδομένο, είναι η κίνηση· η κίνηση όμως είναι κάτι πολύ σύνθετο και δύσκολο να αναλυθεί και να γίνει σε βάθος κατανοητό.  Μάλιστα ο λεγόμενος Ορθός Λόγος, είναι αδύνατον να προσεγγίσει την κίνηση και τους όρους της όπως γίνονται στην καθημερινότητά μας αντιληπτά.
 ―Οι βασικοί όροι της κίνησης όπως την αντιλαμβανόμαστε στην καθημερινότητά μας είναι: η ταυτότητα του αντικειμένου που κινείται, ο χώρος πάνω στον οποίο κινείται το κινούμενο και ο χρόνος κίνησης· (βέβαια υπάρχει και η δύναμη, που ασκείται πάνω στο κινούμενο από κάποιο άλλο αντικείμενο, όμως εμείς θα αφαιρέσουμε αυτόν παράγοντα, αφού δεν είναι τώρα αναγκαίος για να δούμε πως αντιλαμβανόμαστε αυτό που λέγεται κίνηση).  Τονίζω λοιπόν ότι εδώ μιλάμε για την μετακίνηση κάποιου αντικειμένου, μέσα στο χώρο και τον χρόνο.
    Α. Ας υποθέσουμε ότι ένα βέλος εκτοξεύεται προς το στόχο. Για να φτάσει στο στόχο, πρώτα πρέπει να φτάσει στο μισό της διαδρομής από το τόξο στο στόχο, όμως ακόμα πιο πριν, πρέπει να φτάσει στο μισό του μισού και πριν στο μισό του μισού του μισού και αυτό επ’άπειρον. Ορθολογικά λοιπόν το βέλος «ἔστηκεν» σταμάτησε, γιατί δεν κατάφερε να ξεκινείσει.
    Β. Ας υποθέσουμε ότι ένα βέλος εκτοξεύεται προς το στόχο. Για να φτάσει στο στόχο, πρώτα πρέπει να φτάσει στο μισό της διαδρομής απ’το τόξο στο στόχο, μετά στο μισό του υπολοίπου της διαδρομής και αυτό απ’άπειρον. Το βέλος δε φτάνει ποτέ στο στόχο.
    Γ. Ο ταχύτατος Αχιλλεύς τρέχει να προλάβει μια χελώνα. Η χελώνα ξεκίνησε απ’το μέσο του σταδίου και κατευθύνεται προς το τέλος.  Ο Αχιλλεύς ξεκινώντας από το σημείο εκκίνησης πλησιάζει τη χελώνα, αλλά αυτή πάντα έχει πάει λίγο πιο κει και αυτό επ’άπειρον. Ο Αχιλλεύς πλησιάζει  συνεχώς τη χελώνα, αλλά ποτέ  δεν την φτάνει.
    Δ.  Σ’ένα στάδιο υπάρχουν δυο σώματα, το ένα στο σημείο εκκίνησης και το άλλο, στο μέσον της διαδρομής προς το τέλος.  Ακολουθώντας την πορεία της τομής της διαδρομής στη μέση απ’άπειρον, μολονότι τα δύο σώματα κινούνται με την ίδια ταχύτητα, και ενώ έχουν να διανύσουν διπλάσια διαδρομή το ένα από το άλλο, τείνουν να φτάσουν σχεδόν συγχρόνως στο τέρμα.  Λέω τείνουν να φτάσουν, αφού πάντα υπάρχει μια απειρελάχιστη διαφορά μεταξύ τους, που τείνει να μηδενιστεί μα ποτέ δε μηδενίζεται. Και ενώ η απόσταση μεταξύ των δυο σωμάτων ήταν μισό στάδιο έχει μηδενιστεί και το ένα σπρώχνει το άλλο προς το τέρμα.
    Ε. Ένα σώμα μήκους Α έως Β, κινείται από το σημείο εκκίνησης προς το τέρμα. Αν υπολογίσουμε την διαδρομή του από την αρχή Α του σώματος σε σχέση με το σημείο του τέρματος, και συγχρόνως αν υπολογίζουμε τη διαδρομή του, απ’το τέλος Β του σώματος σε σχέση με το σημείο του τέρματος, τότε τείνοντας το σώμα να αγγίξει το σημείο του τέρματος, πρέπει τα δυο σημεία, (της αρχής και του τέλους του σώματος), να τείνουν να συμπέσουν και το μήκος του σώματος, να μικραίνει προς το μέρος της κίνησης, τείνοντας προς το μηδέν, ενώ το φάρδος του λόγω της συμπίεσης να διαστέλλεται τείνοντας για το άπειρο.
―Είναι φανερό όμως ότι στην ίδια τη ζωή αυτό δε συμβαίνει· συμβαίνει όμως στη σκέψη μας, όταν δεχόμαστε ότι οι ορθολογικοί όροι της κίνησης τους οποίους χρησιμοποιούμε έχουν απόλυτη αξία, όντας απαράβατοι και ότι εκφράζουν απόλυτα την πραγματικότητα. Πρέπει λοιπόν ν’αναρωτηθούμε αν ακόμα κι η πραγματικότητα είναι έτσι όπως τη αντιλαμβανόμαστε.  Επίσης από τα παραδείγματα παραδοξότητας της κίνησης που ανέφερα, θα έλεγα ότι: «το κινούμενο δεν κινείται ούτε εκεί που βρίσκεται ούτε εκεί που δεν βρίσκεται».
     Επειδή είχαν ήδη δημιουργηθεί πάρα πολλά ερωτήματα, ο Νέαρχος έκανε ένα νεύμα στον Βόριδα και αυτός πρότεινε μια μικρή διακοπή για να συγκροτηθούν οι συνδαιτυμόνες και να κάνουν διευκρινιστικές ερωτήσεις για να μπορέσει έτσι να συνεχιστεί αυτή η δύσκολη συζήτηση.    
     Τότε άρχισαν συζητήσεις που πολλές φορές ακούγονταν σαν εριστικές ή από κάποιους πειραχτικές αφού ακούγονταν ακόμα και γέλια κοροϊδευτικά.  Ο επί της τάξης υπηρέτης χτυπούσε που και που το κουδούνι να επαναφέρει την τάξη.
                    
Όπου ο Διογένης ο Ταραντίνος παίρνει τον λόγο για διευκρινίσεις μα ο Σαδής  παρεμβαίνει.
Κάποια στιγμή ο Βόρις έδωσε εντολή να αρχίσουν οι ερωτήσεις και πρώτος πήρε τον λόγο κάποιος λαϊκός διανοητής, ο Διογένης απ’τον Τάραντα. Αυτός χρόνια τώρα είχε εγκατασταθεί στην Ελέα, αφού όπως έλεγε δεν άντεχε το αντιδημοκρατικό και αυταρχικό κλίμα που επικρατούσε στον Τάραντα.
    Αφού σηκώθηκε απ’τη θέση του και έκανε εμφατικά και «ιεροτελεστικά» μερικά βήματα, είπε τονίζοντας τα λόγια του: «Ιδού κινούμαι» και συμπλήρωσε ότι «υπάρχουν πράγματα που απλώς Είναι και δε χρειάζονται καμιά δικαιολογία». Τότε ένα μεγάλο μέρος του κοινού ξέσπασε στα γέλια, μάλιστα κάποιοι εξακόντιζαν και απαξιωτικά πειράγματα εναντίον μου.
    Αμέσως ο Βόρις έκανε νεύμα να χτυπήσει το σήμαντρο και να γίνει ησυχία, όπως κι έγινε.  Ο Βόρις επέπληξε αυτή τη συμπεριφορά, αφού η θέση μου, όπως τόνισε,  μολονότι παράδοξη, είναι μια θέση ιδεολογική που θα πρέπει να έχει διαλογική απάντηση. Και εγώ που μου άρεσαν οι αντεγκλήσεις, βρήκα την ευκαιρία να παρατηρήσω με τη ρήση του Ηράκλειτου: «οι σκύλοι γαβγίζουν αυτούς που δε γνωρίζουν», κάτι που θα έβαζε λάδι στη φωτιά, αλλά η αυστηρότητα του εξάρχοντα της συζήτησης δεν άφηνε περιθώρια.
    Ο εξάρχων πρότεινε να γίνουν ερωτήσεις, τότε έπεσε σιωπή γιατί κανείς δεν είχε οργανώσει τη σκέψη του για κάποια ερώτηση. Αμέσως πήρε τον λόγο ο Σαδής κι αφού έκανε μια περιληπτική διαδρομή των λεγομένων μου, τόνισε ότι: «αν αποτανθούμε στα πράγματα ως αναλλοίωτες ταυτότητες, χρησιμοποιώντας την λογική του Παρμενίδη, όπου η κίνηση αληθινά είναι αδύνατη στον καθαρό πυρήνα του Είναι, αλλά φαινομενική στα πράγματα και στις επιμέρους καταστάσεις, δεν υπάρχει ασυμφωνία στη σκέψη του Ζήνωνα και του Παρμενίδη. Αυτό γιατί τα ίδια τα πράγματα φαίνονται να κινούνται επειδή κινούνται τα στοιχειώδη που τα συνιστούν και έτσι αυτή είναι κίνηση στοιχειωδών τα οποία όμως θεωρούνται αναλλοίωτα. Γι’αυτό η αληθινή κίνηση «μετατίθεται» στην ενότητα του Όλου, που σύμφωνα με τον Παρμενίδη, υπάρχοντας μόνο το Εόν (το υπάρχον), Κενό δεν μπορεί να υπάρξει για να κινηθεί κάτι μέσα του κι έτσι ουσιαστικά η κίνηση δεν είναι πραγματική.  Τα στοιχειώδη του Εόντος (του υπάρχοντος), δηλαδή το Φως και το Σκότος, που σύμφωνα με τον Παρμενίδη συνιστούν τον κόσμο, όντας (κατ’αυτόν) απόλυτα ίσα μεταξύ τους, δεν αφήνουν περιθώριο υπεροχής του ενός επί του άλλου, ούτε αφήνουν κενό χώρο. Επίσης επειδή κατ’αυτόν μόνο το Είναι υπάρχει ενώ το Μη-Είναι δεν μπορεί να υπάρξει, δεν υπάρχει κενό περιθώριο να γεννηθεί αληθινή κίνηση ή γίγνεσθαι. Η διαφωνία Ζήνωνα και Παρμενίδη, τόνισε ο Σαδής, αρχίζει να εγείρεται στο ότι τα στοιχειώδη του Παρμενίδη δεν αντιφάσκουν και είναι εξ’ορισμού χωρίς κενό αγγίζοντας μεταξύ τους, ενώ τα στοιχειώδη του Ζήνωνα τείνουν να φτάσουν το ένα στο άλλο, αλλά η τομή του ημίσεως της διαδρομής είναι απείρου διαρκείας. Εδώ χωρίς να το λέει, μας προϊδεάζει ότι υπάρχει κάποιο κενό μεταξύ τους, που ενώ μικραίνει επ’άπειρον είναι πάντα υπαρκτό. Γιατί το άπειρο είναι μη περατό και έτσι φαίνεται ότι το κινούμενο δεν θα μπορέσει ποτέ να φτάσει στον προορισμό του.
      Θα τολμήσω όμως κι εγώ να τονίσω ότι η άποψη του Παρμενίδη για την έλλειψη κενού ανάμεσα στα στοιχειώδη που συνιστούν το Υπάρχον, το οποίο θεωρείται πεπερασμένο και τετελεσμένο, δεν μπορεί παρά να αφήνει περιθώριο ύπαρξης κενού εκτός του υπάρχοντος ή την «ύπαρξη» κάποιου Δημιουργού.  Η ύπαρξη Δημιουργού αδυνατίζει λογικά το έργο αλλά δίνει και μια τελική λύση κοινώς αποδεκτή.  Θέτω αυτήν την επισήμανση, προς το παρόν, αντί για ερώτημα και περιμένω από τον Ζήνωνα να εκτιμήσει το κατά πόσον νομίζει ότι έχω αντιληφθεί την άποψή του περί κίνησης, ταυτότητας και κενού για να μπορέσει να προχωρήσει απρόσκοπτα η συζήτηση».
    Εγώ αμέσως απάντησα στο Σαδή πως είχε πιάσει το θέμα επιδερμικά κι αν είχε υπομονή και αυτός αλλά και το ακροατήριο θα το ανέλυα αμέσως: Το θέμα της κίνησης είναι ίσως το βασικό όπως αντελήφθει κι ο αγαπητός Σαδής που σπάνια λαθεύει στις επισημάνσεις του. Όμως όπως και οι προηγούμενοι ομιλητές, δεν αντελήφθει την έννοια της κίνησης όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ, γιατί απλώς δεν την έχω ανακοινώσει. Όλα όσα είπα είναι η προετοιμασία γι’αυτή την ανακοίνωση, είναι η νοητική διέγερση-αφύπνηση ενάντια στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε σήμερα την κίνηση των πραγμάτων.      Ο Σαδής παρατήρησε πως δείχνω τα πράγματα να μην κινούνται αληθινά αλλά φαινομενικά, ενώ ο Διογένης κατάλαβε πως το γέρας που επιδιώκω είναι ακόμα πιο παράδοξο.  Θέλω να πω ότι τα πράγματα δεν μετακινούνται, όχι απλά επειδή δεν υπάρχει κίνηση, αλλά επειδή δεν υπάρχει ούτε το κινούμενο έτσι όπως το δεχόμαστε, για να μπορεί Αυτό να κινηθεί· αλλά ούτε ο χώρος, ούτε ο χρόνος μπορεί να υπάρξει έτσι όπως τους νομίζουμε.  Η κίνηση υπάρχει αλλά δε γίνεται με τον τρόπο που την αντιλαμβανόμαστε ως «Κάτι μέσα σε χώρο και χρόνο».  Η κίνηση γίνεται μέσα στο ίδιο το κινούμενο ως Γίγνεσθαι. 
     Για να γίνει αυτό αντιληπτό, πρέπει να οριστεί ο τρόπος που θα μπορούσε να υπάρχει η ταυτότητα του πράγματος με τον εαυτό του.  Όταν λέω ότι το «κινούμενο δεν κινείται, ούτε εκεί που βρίσκεται, ούτε εκεί που δεν βρίσκεται»,  εννοώ πως η κίνηση είναι το γίγνεσθαι όπως εκδηλώνεται μέσα στο κινούμενο καθαυτό. Το κινούμενο κινείται μέσα στον εαυτό του. Για να δοθεί λογική απάντηση στην πρόταση αυτή, θα πρέπει να λάβουμε υπ’όψιν τις προτάσεις του Ηράκλειτου, όχι όμως με τον τρόπο που τις παρουσίασε ο Διονύσιος. Βέβαια ο Ηράκλειτος πρότεινε ότι «αυτό που αλλάζει συμφωνεί με τον εαυτό του», όμως μας έδειξε και το πως η αλλαγή αυτή είναι δυνατή. Πρέπει λοιπόν να θυμίσω κάποιες άλλες προτάσεις του Ηράκλειτου, για να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της άποψής του: «στον ίδιο ποταμό δεν μπαίνεις δυο φορές, ούτε ξαναγγίζεις την ίδια ουσία, γιατί όλα αλλάζουν γρήγορα και βίαια, αναχωρούν-επιστρέφοντας, σκορπάνε-μαζεύοντας, καταλύονται-συντιθέμενα, συγχρόνως Είναι-Μη όντας».  Ακόμα, ο Ηράκλειτος μας προϊδεάζει για το πως η κίνηση είναι δυνατή ως καταλυτικο-συνθετικό γεγονός, λέγοντας ότι: «στον τόρνο η ευθύγραμμη πορεία είναι αποτέλεσμα περιστροφής».
     Έτσι έχουμε δυο προτάσεις να πατήσουμε πάνω τους και να οργανώσουμε τον τρόπο που θα μπορούσε η κίνηση να είναι το Γίγνεσθαι και η Ουσία:  Εδώ τα πράγματα δεν αντιμετωπίζονται ως πράγματα αλλά ως γεγονότα και μάλιστα εύπλαστα που καταλύονται-συντιθέμενα και αλλάζουν γρήγορα και βίαια. Τα πράγματα λοιπόν θα αναφέρονται από δω και μπρός στη συζήτησή μας, ως «γεγονότα» και η ταυτότητα με τον εαυτό τους, θα λογίζεται συνεχώς ως καταλυτική-συνθετότητα εν τω γίγνεσθαι.  Όμως προηγουμένως, πρέπει να προτείνω τον τρόπο που αυτό είναι λογικά δυνατό, για να δικαιολογηθεί καί πως τα πράγματα, σύμφωνα με τα παράδοξα που πρότεινα, είναι παράλογο να κινηθούν αυτά τα ίδια.    
     Σύμφωνα με τα παράδοξα της κίνησης που απέφερα θα πρέπει να δεχτούμε λογικά: Α ή ότι τα πράγματα είναι ταυτά με τον εαυτό τους και δεν μπορούν να κινούνται αληθινά ή Β, ότι η κίνηση είναι αποτέλεσμα της καταλυτικής-συνθετότητας των όντων, δηλαδή έχουν αντιφατική φύση και δεν είναι πράγματα, αλλά γεγονότα εν εξελίξει, όντας συνεχώς Άλλα-Αλλού.
    Ξεκινάμε από το απλό παράδειγμα του Ηράκλειτου ότι «στον ίδιο ποταμό μπαίνουμε και δε μπαίνουμε, είμαστε και δεν είμαστε». Δηλαδή ο ποταμός αλλάζειαλλά και εμείς αλλάζουμε που μπαίνουμε μέσα του.  Ο ποταμός αλλάζει συνεχώς γιατί άλλα νερά τρέχουν στην κοίτη του. Τα νερά αυτά καταλήγουν στη θάλασσα εξατμίζονται από τη ζέστη του Ήλιου, γίνονται σύννεφα, βρέχει και τροφοδοτείται πάλι ο ποταμός με νερά.  Αυτό είναι κάτι που όλοι το θεωρούν φυσικό· για τα συμπαγή σώματα όμως που ο Ηράκλειτος λέει ότι καί αυτά «αλλάζουν γρήγορα και βίαια, καταλύονται-συντιθέμενα» τι θα μπορούσε λογικά να συμβαίνει;
―΄Οπως υπάρχουν οι ακτίνες του ηλίου που ο Εμπεδοκλής ισχυριζεται ότι “είναι υλικά σωματίδια, τα "πυρίδια" που ταξιδεύουν από τον ήλιο στη γη αλλά δεν τα νιώθουμε, λόγω της υπερβολικής τους ταχύτητας”, έτσι σύμφωνα με τον Ηράκλειτο πρέπει να υπάρχουν στοιχειώδη Πυρός που συνιστούν τον Αιθέρα των Μιλησίων. Αυτά τα πυρίδια, παίζοντας τον ρόλο κινουμένων στοιχειωδών συνιστούν-καταλύοντας τα γεγονότα περνώντας από μέσα τους.
―Τα γεγονότα δέχονται-εκπέμποντας αυτά τα στοιχειώδη, απ’το σύμπαν και προς το σύμπαν και θα ήταν αναγκαίο αν το σύμπαν είναι κλειστό, να επιστρέφουν στο γεγονός επαληθεύοντάς το στην ίδια θέση πάντα.  Επειδή όμως το σύμπαν είναι ανοικτό και γι’αυτό υπάρχει αληθινό γίγνεσθαι, τα στοιχειώδη που επαληθεύουν το γεγονός σε κάποια θέση, δεν το επαληθεύουν απόλυτα, αλλά το επαληθεύουν-διαψεύδοντάς το· δηλαδή το επαληθεύουν λίγο πιο εκεί, κι έτσι το γεγονός κινείται ευρισκόμενο σιγά-σιγά σε άλλη θέση, (αγγίζουν το γεγονός αλλά όχι απόλυτα αλλά σε μια κλίμακα σταδιακά διαφορετικής επαλήθευσης-διάψευσης).  Δηλαδή μέσω της καταλυτικής-συνθετότητάς του, που είναι μια εσωτερική κίνηση, μετακινείται κι εξωτερικά όντας Αυτό αλλά την ίδια στιγμή Άλλο-Αλλού. Έτσι η ευθεία μετακίνηση του πράγματος, είναι αποτέλεσμα της καμπύλης πορείας των στοιχειωδών που φεύγουν-επιστρέφοντας (στο σύμπαν και από το σύμπαν), κάνοντας και το γεγονός πλέον ν’αλλαζει αφού το κινούμενο στοιχειώδες κατά την αναχώρηση-επιστροφή του στο σύμπαν, έχει κι αυτό σχετικά αλλάξει απ’τις αλληλεπιδράσεις τις διαδρομής του.  Θα μπορούσα εδώ να σταματήσω για να γίνει κάποια διευκρινιστική συζήτηση στις προτάσεις μου.
    Ο Βόρις παραδέχτηκε πως θα ήταν καλύτερα να γίνουν σ’αυτή την κρίσιμη καμπή της συζήτησης ερωτήσεις ή ακόμα και ευρύτερη διαπραγμάτευση του θέματος, προηγουμένως όμως αποφάσισε να γίνει μια μικρή διακοπή, για να συζητήσουν οι συνδαιτυμόνες το θέμα μεταξύ τους και να μπορέσουν να έχουν καλύτερη εικόνα.
    Ο Νέαρχος, ο Σαδής και ο Βόρις μαζεύτηκαν παράμερα και συζητούσαν χαμηλόφωνα και κρυφά, σαν συνωμοτικά, ανταλλάσσοντας απόψεις. Ήταν ολοφάνερο ότι ο Σαδής κι ο Βόρις διαφωνούσαν ενώ ο Νέαρχος άκουγε με πολύ προσοχή, διακόπτοντάς τους και παρεμβαίνοντας που και που. Η διακοπή τράβηξε πολύ και οι συζητήσεις είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν απ’τα όρια της ευπρεπείας αφού ακούγονταν που και που και δυνατές φωνές διαφωνούντων.  Έτσι ο Βόρις που ήταν ο εξάρχων του συμποσίου και είχε αφήσει να ξεχειλώσει η διαδικασία, ζήτησε συγνώμη κι έδωσε εντολή για τη συνέχεια της συζήτησης.

Όπου ο Διονύσιος, ο Διογένης και ο Νέαρχος κάνουν διευκρινίσεις
Το λόγο πήρε ο Διονύσιος που έδειξε να συμφωνεί μαζί μου με τρόπο περισσότερο από ενθουσιώδη, αλλά επειδή μακρυγορούσε, ο Βόρις τον διέκοψε με τη δικαιολογία ότι δεν προσέφερε τίποτα το νέο στη διαπραγμάτευση.
     Μετά πήρε το λόγο ο Διογένης και τόνισε πως «αυτή η συζήτηση έχει έντονο τον χαρακτήρα της σοφιστικής, όπου ο λόγος ξεφεύγει από τα όρια της πραγματικότητας, όπως θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή απ’τις καθημερινές δραστηριότητες και την κοινή λογική, που είναι το ανθρώπινο μέτρο και το βάθρο της δημοκρατίας».   Συνεχίζοντας, αναρωτήθηκε «πως μπορούσε ένας δημοκράτης σαν εμένα να περιφρονεί την κοινή λογική και τις αντιλήψεις της καθημερινής εμπειρίας που είναι απτές και πάνω τους στηρίζεται η κοινωνική πρόοδος και οι χρηστές κοινωνικές σχέσεις»;  Επειδή ο Διογένης μετέφερε τη συζήτηση έντεχνα προς το πολιτικό ζήτημα, που μπορεί να μην ήταν τόσο έντονο στην κοινωνία της Ελέας αλλά το συζητούσαν στην αγορά ορισμένοι ακραίοι δημοκρατικοί κύκλοι, ο Βόρις τον διέκοψε με τη δικαιολογία ότι είχε φύγει από το θέμα. Ο Βόρις επανατοποθέτησε τον τρόπο που έπρεπε να συνεχιστεί ο διαλογος ότι δηλαδή τα επιχειρήματα πρέπει να αφορούν το ίδιο το θέμα και όχι να το αμφισβητούν εκ βάθρων, γιατί έτσι αμφισβητείται όλο το σκεπτικό του ίδιου του συμποσίου. Τα συμπόσια είπε γίνονται ακριβώς για να διερευνούνται λογικά όλες οι απόψεις και η πολεμική του διαλόγου πρέπει να μην ξεφεύγει απ’αυτά τα όρια.
    Τότε παρενέβει ο Νέαρχος υποστήριζοντας ότι: ο Διογένης έκανε μια πολεμική διαλογική που μπορεί να φαίνεται ότι ξεφεύγει απ’τα διαλογικά όρια, αλλά δεν ξεφεύγει από την ουσία του διαλέγεσθαι, αφού τα πάντα έχουν σκοπό τον πολιτισμό και τις αγαθές κοινωνικές σχέσεις,  και συνέχισε: η ένσταση του Διογένη ήταν λογικής φύσης αλλά την ίδια στιγμή και πολιτική πρόταση. «Αυτό δεν είναι κακό, ίσως είναι κι ο τελικός σκοπός. Η διαφωνία μου με τον Διογένη βρίσκεται στον τρόπο της διαπραγμάτευσης και στον τόνο της συζήτησης.  Οι προσωπικές μομφές είναι περιττές, δεν βοηθούν στην απρόσκοπτη διαδικασία του διαλόγου».
    «Εγώ» συνέχισε ο Νέαρχος, «βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα την Ηρακλειτική πρόταση για την αναχώρηση στοιχειωδών στο σύμπαν κι επιστροφή στη θέση που κάποιο γεγονός συνίσταται-καταλυόμενο.  Όμως νομίζω πως γυρίζουμε πάλι στο κλειστό σύστημα αφού ακόμα και αν τα στοιχειώδη αυτά δεν είναι έσχατα, αλλά αποτελούνται κι αυτά από άλλα μικρότερα, κάθε συγκεκριμένη φορά δεν μπορεί παρά να χρησιμοποιούμε στους συλλογισμούς μας τον ορθό λόγο που πατά πάνω στο Είναι και μόνο.  Εδώ η αντιφατική σκέψη χωρίς να είναι κι αναγκαία, το μόνο που μπορεί να προσφέρει είναι διανοητική σύγχυση όπως είχε τονίσει και ο Δάσκαλος.  Ο κόσμος είναι γεμάτος μεταβλητές και συγκεχυμένες καταστάσεις κι εμείς σ’αυτόν τον κόσμο του σκότους δεν πρέπει να προτάσσουμε τη σύγχυση και το σκότος, αλλά το φώς και την τάξη. Η επιστήμη κι ο πολιτισμός μέχρι σήμερα είναι αποτέλεσμα αυτού του τρόπου σκέψης, που συνειδητά πρότεινε πρώτος ο Παρμενίδης».
    Μολονότι ο Νέαρχος μίλησε μέσ’τα όρια της διαλογικής ευπρέπειας, είχε ένα ύφος υπεροπτικό και διεκρίνετο ένα χαμόγελο ειρωνείας.  Ήταν βέβαιος πως αν κατάφερνε να οδηγήσει εκεί τον διάλογο με είχε στο χέρι.
    «Δεν αμφέβαλλα καθόλου», απήντησα, «για το πόσο σωστή είναι η παρατήρηση του Άρχοντα, που δείχνει πως δεν ξεχνά ποτέ και το μεγάλο καθήκον του, αυτό της δημοκρατικής διακυβέρνησης της πόλης. Μα αυτό που ονομάζουμε πρόοδο και πολιτισμό, δεν το πετύχαμε γιατί σταθήκαμε εκεί και μόνον εκεί, στην όποια στιγμή επιτυχίας. Αλλά μάλλον είναι αποτέλεσμα της τάσης μας ν’αναζητούμε, μη θεωρώντας καμιάν απάντηση, ακόμα και την επιβεβαιωμένα σωστή, σαν τελική και χωρίς την ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης. Πιστεύω λοιπόν ότι καί αυτός, ο τόσο θαυμάσιος οδηγός της νόησης και της επιστήμης, ο ορθολογισμός, έχει τα σκοτεινά του σημεία, που αναδύονται απ’τη μεγάλη βεβαιότητα του άπλετου φωτός του.
    Η πόλη μας έχει εξαίρετους τεχνίτες, εμπόρους και καλλιτέχνες, ακόμα έχει εξαίρετη διοίκηση και οι πολίτες δεν υπολείπονται γενναιότητας όταν πρόκειται για τα τείχη της πόλης. Κι εγώ, τι είμαι τέλος πάντων εγώ;
―Εγώ είμαι το ξυπνητήρι απ΄τον ύπνο της βεβαιότητας. Όλες οι βεβαιότητες μπορεί να έχουν αρνητικό αποτέλεσμα κι εγώ μπορώ να τις επισημάνω, όμως προηγουμένως πρέπει να δώσω απάντηση στην επισήμανση του Νέαρχου για την υποτιθέμενη φαινομενικότητα του γίγνεσθαι ακόμα και στην Ηρακλειτική σκέψη.  Βέβαια ο τρόπος που έθεσε το θέμα, δε σηκώνει καμιάν αντίρρηση. Όμως δεν είχα ολοκληρώσει την πρότασή μου περί στοιχειωδών, περί ενός και πολλών, μηδενός και απείρου.
―Κάθετί που θεωρούμε μονάδα, γνωρίζουμε εκ πείρας ότι χωρίζεται σε μέρη. Αν αυτός ο τεμαχισμός οδηγεί σε έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη, που τότε θα πρέπει να είναι πεπερασμένου αριθμού, και στον ίδιο αριθμό κενών μεταξύ τους, συνιστώντας κλειστό σύστημα συγκεκριμένων όρων κι ορίων, που λειτουργώντας από κάποια στιγμή και μετά θα επαναλαμβάνει τον τετελεσμένο εαυτό του, τότε έχουμε φαινομενικό γίγνεσθαι. Τα έσχατα αυτά μπορούν μόνον να "Είναι", και έτσι ο ορθολογισμός επαρκεί.
     Υπάρχει όμως εδώ άλλη μια αντινομία: ο ορθολογισμός μπορεί ν’ασχολείται μόνο με κάποιο γίγνεσθαι που εκ των προτέρων θεωρεί φαινομενικό κι όχι αληθινό. Ο ίδιος ο ορθολογισμός όταν πραγματεύεται την ουσία του Εόντος σε κάθε του βήμα αντινομεί.  Αυτό θα το διερευνήσουμε αργότερα, τώρα ας ορίσουμε τον τρόπο που το γίγνεσθαι μπορεί να είναι αληθινό.  
    Προτείνω λοιπόν την άποψη ότι τεμαχίζοντας κάτι, δεν καταλήγουμε τελικά σε άτμητα (άτομα) έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη, αλλά ούτε τα περιθώρια του κενού μεταξύ των τεμαχίων είναι τέτοια.  Νομίζω ότι κατά τον τεμαχισμό τους τείνοντας τα τμήματα πρός το Μηδέν, τείνουν την ίδια στιγμή προς το Άπειρο. Με τον τρόπο αυτό τα “έσχατα” στοιχειώδη που δημιουργούνται, είναι συγχρόνως μηδενικού κι απείρου μεγέθους και έχουντας αντιφατική φύση, συνιστούν άπειρο κόσμο, άρα ανοικτό και γίγνεσθαι αληθινό. Ακόμα βλέπουμε ότι ένα συγκεκριμένο πεπερασμένο σώμα το οποίο τεμαχίζεται καταλήγοντας σε τμήματα μεγέθους Μηδενικού μπορεί να περιέχει μέσα του το Άπειρο. Αυτή είναι η έννοια του αντιφατικού στοιχειώδους.   
     Σύμφωνα με την άποψη του Παρμενίδη, ο κόσμος είναι κλειστό σύστημα, όντας πεπερασμένος τετελεσμένος κι απόλυτα σφαιρικός. Έτσι όταν ξεκινήσει κάτι από κάποιο σημείο και κινείται ευθύγραμμα και ομαλά, κάποια στιγμή θα επιστρέψει στη θέση που ξεκίνησε. Αυτό είναι μια από τις αντινομίες του ορθολογισμού, που για να λειτουργήσει απρόσκοπτα θέλει σύστημα πεπερασμένο. Έτσι το οποίο πεπερασμένο ως πρώτη αντινομία έχει, ότι “η ευθύγραμμη πορεία πρέπει να είναι κυρτή”.  Δηλαδή το Εόν που είναι ακίνητο, αφού δεν έχει αλλού εξωτερικά να πάει, σαν κίνηση μπορεί να έχει την εσωτερική περιστροφή, που είναι μια φαινομενική κίνηση αφού το Όλον κινείται, χωρίς να πηγαίνει πουθενά.  Έτσι και κάθε ευθύγραμμη και ομαλή κίνηση κάποιου σώματος μέσα στο Εόν, στο Όλον, στο Υπάρχον, λόγω της περιστροφής του Όλου, μετατρέπεται σε κυρτή.  Αυτό μας προϊδεάζει ότι σύμφωνα με τους όρους του κλειστού συστήματος η ταχύτητα κανενός σώματος δεν μπορεί να είναι ακαριαία.
    Ας υποθέσουμε τώρα πως κάποιο σώμα κινούμενο ευθύγραμμα κι ομαλά “θέλει” να υπερβεί την υποχρέωσει να έχει σύνδρομο την κυρτότητα και να τηρήσει το ορθολογικό του καθήκον. Τότε για να προλάβει την περιστροφή του όλου, πρέπει να επιταχύνετα έτσι που η πορεία του “ισιώνει” μα όχι απόλυτα, γιατί πάντα χάνει λίγο. Για να μπορέσει να επιτύχει την απόλυτη ευθύγραμμη πορεία, πρέπει να κινηθεί ακαριαία.  Στην ακαριαία ταχύτητα όμως υπάρχει η αντίφαση, το κινούμενο να είναι συγχρόνως στη θέση που ξεκινά και στη θέση της κατάληξης, ακόμα μπορεί να είναι παντού. Δηλαδή, είναι μηδενικό έχοντας συμπτυχθεί στο σημείο εκκίνησης μα και έχει διασταλλεί στο σύμπαν όντας άπειρο. Αυτή την κινητική μορφή παίρνει το “αντιφατικό στοιχειώδες” το οποίο αναφέραμε, κατά την τμήση ενός σώματος σε στοιχειώδη που τείνουν προς το Μηδέν.  Αυτά είναι μηδενικά και άπειρα, έχουντας ταχύτητα ακαριαία και μηδενική.  Αυτή η κατάσταση είναι το έσχατο υπόβαθρο του κόσμου μας, είναι η αντιφατικότητα γυμνή, το «αείζωον πύρ» του Ηράκλειτου κι ο αιθέρας των Μιλησίων.
      Συνεπαρμένος από τους συνειρμούς μου, δεν παρατήρησα ότι το ακροατήριο δυσανασχετούσε, ακόμα κάποιοι ήταν οργισμένοι κι άλλοι γέλαγαν ειρωνικά.
     Ο Βόρις διέκοψε τη συζήτηση, καλώντας το ακροατήριο σε τάξη και ο Νέαρχος παρατήρησε ότι εδώ θα πρέπει να γίνουν διευκρινιστικές ερωτήσεις για να μου δοθεί η ευκαιρία να πείσω το ακροατήριο. Από ότι κατάλαβα όμως ο Νέαρχος είχε διαπιστώσει ότι ξεγλίστρησα απ’το πλαίσιο που ήθελε να με παγιδεύσει και ήθελε να το επαναπροσδιορίσει. Εν τω μεταξύ είχε δημιουργηθεί αμηχανία και δεν υπήρχε ακροατής με ερωτήματα, το ακροατήριο φαινόταν κουρασμένο και αδιάφορο και ο Βόρις σιγοψιθύρισε κάτι στον Νέαρχο μάλλον θα αποφάσιζαν διακοπή.

Όπου παρεμβαίνουν ο Αλόβερδος κι ο Ελευθερεύς, ελληνιστές από τις βάρβαρες χώρες του βορά.
Την ώρα αυτή της αμηχανίας, πήρε το λόγο ένας νεαρός με περίεργο παρουσιαστικό, έμπορος εβραϊκής καταγωγής, στενός φίλος του Νεάρχου.  Ο Αλόβερδος Μονόλιθος, που είχε γεννηθεί στην Ελέα, αφού οι γονείς του είχαν εγκατασταθεί νιόπαντροι στην πόλη, είχε όμως ζήσει στον πέραν των Άλπεων Βορά, λόγω των εμπορικών δραστηριοτήτων του πατέρα του.  Λέγεται ότι αργότερα υπήρξε μέτοχος μιας μικρής ομάδας Πυθαγορείων, που οργάνωσαν πολιτική φατρία στον Τάραντα και προσπάθησαν να πάρουν την εξουσία της πόλης, για να “βασιλεύσουν” οι φιλόσοφοι.  Η φατρία αυτή, που μέλος της ήταν κι ο Νέαρχος, ξεσκεπάστηκε κι οι περισσότεροι, τουλάχιστον οι ηγέτες πιάστηκαν και θανατώθηκαν.
    Ο Αλοβέρδος ήταν κοντός αδύνατος και λίγο μελαχροινός, τα μάτια του φαίνονταν υπναλαία και η παρουσία του γενικά έμοιαζε σα να βρίσκεται σ’άλλο κόσμο.     Τόνισε πως «αντιλαμβάνεται καλά αυτό που ήθελα να προτείνω, δηλαδή ένα λογικό όργανο που βλέπει τον κόσμο εν τω γίγνεσθαι και μάλιστα όχι απλά σε κατάσταση διαφορικότητας. (Η διαφορικότητα, τόνισε, είναι το γίγνεσθαι που δέχεται την Ταυτότητα του ερευνουμένου εν εξελίξει, μέσα στα όρια όμως της δυνατότητας να είναι Ταυτότητα). Και παρατήρησε ότι σε αντίθεση με αυτήν, η δική μου διαλεκτική προσέγγιση παίρνει υπόψιν το γίγνεσθαι ως καταλυτικο-συνθετική διαδικασία, όπου η ταυτότητα ανά πάσα στιγμή μπορεί να λογίζεται ως Άλλη.  Επίσης τόνισε ότι η διαλεκτική αυτή έχει επιλέξει τον ολισθηρό δρόμο της άρνησης των θετικών στηριγμάτων, που πάνω τους μπορούν να πατήσουν οι συγκριτικές διαδικασίες, που είναι αναγκαίες για κάθε λογική διεργασία. Ακόμα μπορεί να διολισθήσει στην άρνηση της αντικειμενικότητας των πραγμάτων, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ξέχωρα μεταξύ τους».  Τόνισε επίσης ότι «αν ο κόσμος είναι άπειρος κι ανοικτός εμείς θα πρέπει ευκαιριακά να τον αντιμετωπίζουμε  ως κλειστό για να μπορούμε, όπως είπε κι ο Παρμενίδης, απ’τα γνωστά να πάμε με βεβαιότητα στ’άγνωστα. Δηλαδή να έχουμε προκαθορισμένα αποτελέσματα σε κάθε ενέργεια μελλοντικής εφαρμογής των λογικών μας συμπερασμάτων. Αυτό θα μπορούσα δειλά μπροστά σ’ένα αυστηρό ακροατήριο σαν αυτό, να το ονομάσω  επιστημονικότητα.  Επίσης δεν κρύβω, ότι το θέμα της σχέσης χώρου και χρόνου αλλά και η σχετική μ’αυτά ύπαρξη των αντικειμένων, μ’έχει απασχολήσει με παραπλήσιο τρόπο μ’αυτόν που μας έδειξε ο Ζήνων, αλλά δε μπορώ να πω ότι είμαι έτοιμος να τον προτείνω ή να τον αποδεχτώ. Πρώτον γιατί δεν έχω ο ίδιος “χωνέψει” ορθολογικά το νόημα αυτής της διανοητικής σύλληψης και δεύτερον γιατί μια τέτοια πρόταση θα κατεδάφιζε τον τρόπο με τον οποίον αντιλαμβανόμεθα τον χρόνο, τον χώρο και τη σχέση τους με τ’αντικείμενα. Ακόμα η λογική και η αντικειμενικότητα όπως την αντιλαμβανόμεθα σήμερα θα έπρεπε εκ βάθρων ν’αναθεωρηθεί . Γι’αυτό ακριβώς αντιτίθεμαι στις προτάσεις του Ζήνωνα, αφού περιμένω πρώτα να έχει μιαν ολοκληρωμένη πρόταση περί λογικής και μετά να προτείνει αντιρρήσεις για την υπάρχουσα, όπως πιθανόν στο μέλλον θα κάνω κι εγώ».
    Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, παρενέβει ένας άλλος ελληνιστής καταγόμενος απ’τις πέραν των Άλπεων αποικίες, του οποίου η μητέρα ήταν ελληνίδα κι είχε παντρευτεί βάρβαρο διακεκριμένο οικονομικά, απ’την περιοχή που παρήγε ατσάλινα εργαλεία και όπλα. Αυτός λεγόταν Γεώργιος Ελευθερεύς Εκγέλας και είχε την δική του φρουρά για να μεταφέρει τα προϊόντα της οικογενείας του απ’το βορρά.  Ήταν πανύψηλος, τραχής κι ήταν πάντα ζωσμένος με ξίφος, που αποχωριζόταν μόνον όταν έμπαινε στην αίθουσα του συμποσίου. Η γλώσσα του είχε πολλά δωρικά ιδιώματα κι έδειχνε πως την έμαθε από Δωριείς. Όταν μιλούσε, φαινόταν σαν οργισμένος αλλά όσοι σύχναζαν μαζί του, γνώριζαν πως είχε “χρυσή” καρδιά και ήταν φοβερά γαλαντόμος, αντίθετα με τον Αλοβέρδο που ήταν φοβερά τσιγγούνης.
―«Εσείς οι Έλληνες», ξεκίνησε σαν να κεραυνοβολούσε με την βαθιά αλλά μεταλλική φωνή του, «μολονότι είστε οι πρώτοι που διδάξατε τι είναι μεταφυσική ποτέ δεν αποφασίσατε να την αντιμετωπίσετε σαν καθαρή, έτσι που η διαλεκτική να είναι η ίδια η πορεία του νοήματος μέσα στην φαινομενικότητα.  Αν αλλάζει ο κόσμος πραγματικά  ή δεν αλλάζει, είναι κάτι που δε μας αφορά, ούτε θα το μάθουμε ποτέ.  Μπορούμε να δεχτούμε ή όχι την ύπαρξη καθαυτών όντων που μπορεί να είναι ή όχι οι ιδέες ή τα έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη, αλλά ποτέ δεν θα μπορέσουμε να το αποδείξουμε εμπειρικά.  
    Αυτό λοιπόν που αληθινά μας μένει, είναι ό,τι έχουμε εμείς εσωτερικά και μ’αυτό θα πρέπει να πορευτούμε. Αυτό που έχουμε, είναι η νόηση καθεαυτή.    Η πορεία της νόησης μέσα στη φαινομενικότητα του Είναι, προϋποθέτει το γίγνεσθαι της ιδέας, που ξεκινά από το Είναι καθεαυτό, που είναι καθαρό από εμπειρία, πορεύεται μέσ’τη φαινομενικότητα του εμπειρικού κόσμου και καταλήγει στο Απόλυτο Είναι, δηλαδή το Εόν, έχοντας όλη του την αυτογνωσία. Διαλεκτική είναι η πορεία του Εόντος μέσα στη φαινομενικότητα του εαυτού του, δηλαδή η αυτογνωσία του. Θα έλεγα ότι το Είναι ως Καθαρό, μη έχοντας κανέναν προσδιορισμό, συμπίπτει με το Μηδέν·  και η ενότητα Μηδενός και Καθαρού Είναι, είναι το Γίγνεσθαι, δηλαδή το ξεκίνημα και η πορεία της Ιδέας μέσα στη φαινομενικότητα. Ο ορθολογισμός χωρίς διαλεκτική αντινομεί, αφού κάθε πέρασμα από έναν συλλογισμό σε άλλο και κάθε νέος προσδιορισμός σε κάθε σχέση ταυτοτήτων, προϋποθέτει την αναίρεση του νοήματος αυτού που ήταν προ του προσδιορισμού.  Κάθε ανασκόπηση που προϋποθέτει έναν νέο προσδιορισμό, προϋποθέτει ακόμα και τη σχέση του με το αντίθετό του, αφού μέσα του υπάρχει και η άρνησή του.  Έτσι η Ταυτότητα είναι μια Άρνηση της Άρνησης του Εαυτού. Το Καθαρό Είναι ως μη έχον προσδιορισμό συμπίπτει με το αντίθετό του, το Μη-Είναι, που είναι κι αυτό ένας αρνητικός προσδιορισμός».
      Ο Βόρις διέκοψε τον Εκγελά με τη δικαιολογία ότι απομακρύνθηκε απ’το θέμα των ερωτήσεων στις προτάσεις του Ζήνωνα κι όχι μόνο δε βοηθούσε τη συζήτηση αλλά την περιέπλεκε μπαίνοντας σ’άλλη διάσταση του Λόγου και της Διαλεκτικής, χωρίς να έχει διευκρινιστεί η προηγούμενη. Τον παρεκάλεσε να επανέλθει αργότερα γιατί η άποψή του φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα.
     Ο Εκγελάς μουρμούρησε κάτι στη γλώσσα τους, τόσο σιγά όσο να μπορεί να τ’ακούσει ο Βόρις, που φάνηκε πως ήταν κάτι προσβλητικό γιατί ο Βόρις έγινε κατακόκκινος και του έριξε μια ματιά φαρμακερή.

Όπου ο Νέαρχος παρεμβαίνει για να οριοθετήσει τη συζήτηση που κατά τη γνώμη του είχε ξεστρατήσει
Ο Νέαρχος ήταν σαν να κάθετε στα καρφιά γιατί οι ερωτήσεις και οι παρατηρήσεις στις προτάσεις μου, φαίνεται πως κατά τη γνώμη του δεν δέχτηκαν τα ανάλογα διαλογικά πλήγματα.  Η κριτική του Αλοβέρδου ήταν καίρια μεν, αλλά ήπια και δεν έθετε σε αμφισβήτηση την Διαλεκτική γενικότερα. Όσο για τον Εκγέλας γνώριζε καλά τις απόψεις του και την κατάλληλη ώρα θα τον αντιμετώπιζε.
     Ζήτησε και του δόθηκε δυνατότητα παρέμβασης για να βάλει τον διάλογο, όπως είπε, στα ουσιαστικά του όρια. Έθεσε λοιπόν το ερώτημα «αν η διαλεκτική έχει επίπεδο συγκρότησης για να μπορεί να παρουσιαστεί ως επιστήμη ή τουλάχιστον να μην αντιστρατεύεται αυτό που εννοούμε επιστημονικότητα σήμερα.  Ακόμα ρώτησε, αν αυτό που εννοώ εγώ Διαλεκτική, μπορεί να θεωρηθεί Λογική για να γίνει οδηγός στην έρευνα ή είναι ένα εριστικό σοφιστικό διαλογικό παίγνιο που απλά φανερώνει τις αδυναμίες του Ορθού Λόγου. Είναι η Διαλεκτική μια Λογική ή είναι ένα όργανο συμπληρωματικό του Ορθολογισμού; Και για να κάνει τα ερωτήματα αυτά πιο σαφή, έθεσε και ένα άλλο ερώτημα: μπορεί η Λογική, έστω και η Διαλεκτική να περιέχει αντιφατικές προτάσεις ή όχι; Μπορούμε να πούμε πως αυτό το ύφασμα είναι λευκό και την ίδια στιγμή είναι μαύρο;  Και απάντησε:  Εγώ καλοί μου φίλοι λέω, ότι η Διαλεκτική, αν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο έξω από τα όρια του Ορθολογισμού, δεν μπορεί να περιέχει αντιφάσεις, δηλαδή δεν μπορεί να πέσει στο παράλογο.  Κατά τη γνώμη μου, η Διαλεκτική είναι ένα συμπληρωματικό εργαλείο του Ορθολογισμού, που βοηθάει την διερεύνηση δυναμικών καταστάσεων και σχέσεων των πραγμάτων.
―Ακόμα οι τυπικές διεργασίες των συγκριτικών διαδικασιών, προϋποθέτουν κάποια μετάβαση από κάποια κατάσταση σε άλλη κατάσταση. Αυτό είναι ένα είδος κίνησης μέσα στο ίδιο το Εόν, που είναι μεν εξωτερικά ακίνητο, αλλά εσωτερικά είναι φαινομενικά εν τω γίγνεσθαι. Η επιστήμη λοιπόν είναι η έρευνα αυτής της φαινομενικότητας, που μολονότι είναι εν τω Γίγνεσθαι, εμείς για να έχουμε την εγκυρότητα του Υπαρκτού στούς συλλογισμούς μας πρέπει να αποκαθάρουμε το Μη-Είναι (το Μη-Υπάρχον) από τους συλλογισμούς μας πατώντας πάντα στο Είναι· γι’αυτό κάθε αντίφαση (που χαραχτηρίζεται ως Είναι-Μή Όντας), δεν έχει καμιά θέση στη Λογική».
     Ο Νέαρχος σταμάτησε απότομα όπως είχε αρχίσει την ομιλία του και άπλωσε το σώμα του πάνω στο ανάκλιντρο, σαν ανακουφισμένος απ’αυτά που είχε σχεδόν εκτοξεύσει στην αίθουσα.  Όταν οι συνδαιτυμόνες κατάλαβαν ότι είχε τελειώσει, κι επειδή τέλος πάντων όπως τα είπε, δεν μπορεί να υπήρχε άνθρωπος που να μην συμφωνεί, ξέσπασαν σε χειροκρότητα ή ακόμα σε ζητωκραυγές.
     Ο Νέαρχος έκανε ένα νεύμα και ο Βόρις ζήτησε απ’το ακροατήριο να ησυχάσει, όπως κι έγινε. Κατόπιν ο Βόρις διέκοψε το συμπόσιο για διαλογισμό. Επειδή όμως οι συνδαιτυμόνες φαίνονταν κουρασμένοι από τη διαλογική προσπάθεια, κι είχαν αρχίσει να πίνουν, να καλαμπουρίζουν και να συζητούν μεταξύ τους για άσχετα πράγματα.  Ο Βόρις έριξε μια ματιά στο Νέαρχο κι αυτός του έκανε ένα καταφατικό νεύμα. Τότε ο Βορίς έδωσε εντολή να χτυπήσει το σήμαντρο κι όταν όλοι στράφηκαν προς το μέρος του, ανακοίνωσε τη διακοπή της συνεδρίασης ως την αυριανή μέρα.

Μικρός απογευματινός περίπατος με τον Αλοβέρδο και τον Ελευθερέα
Ένιωθα μια διαλογική ευφορία γιατί είχα πολύ καιρό να μιλήσω για τα θέματα αυτά. Εξάλλου ένιωθα τόσο σίγουρος για τη δύναμη των επιχειρημάτων μου και ήμουν πανέτοιμος για τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που είχαν τεθεί.
    Όταν βγήκα απ’την αίθουσα με περίμεναν ο Αλοβέρδος κι ο Ελευθερεύς, που φαίνεται ότι συζητούσαν για τις δικές τους απόψεις και θέλησαν να με βάλουν στη συζήτησή τους. Χαμογέλασα κι αρνήθηκα. Τους πρότεινα έναν απογευματινό περίπατο στην ακροθαλασσιά. Το δέχτηκαν. Η θάλασσα ήταν πολύ κοντά και γρήγορα φτάσαμε σε έναν μικρό προσφιλή μου όρμο, που άραζαν τις βάρκες τους οι ψαράδες και πήγαιναν στο μικρό ταβερνάκι να φάνε·  τι άλλο, ψάρια και να πιούν ρετσινάτο κρασί.
     Εμείς καθίσαμε στα βραχάκια της ακρογιαλιάς κι αγναντεύαμε τον ήλιο που θα βούταγε στη θάλασσα.  Ο ήλιος είχε αρχίσει κιόλας να γίνεται κόκκινος και να διαλύεται το σχήμα του προτού χαθεί στο νερό. Ο Αλοβέρδος μας θύμησε την θεωρία του Ξενοφάνη του Κολοφώνιου όπου «ο ήλιος είναι νέος κάθε μέρα» και σαν μαγνητικός πόλος έλκει τα πυρίδια που αιωρούνται στον αιθέρα και συνίσταται το νέφος αυτό που ονομάζουμε ήλιο. Στη διάρκεια της μέρας και το καταμεσήμερο έχει συσταθεί από περισσότερα πυρίδια, όντας λαμπρότερος και θερμότερος, και τείνοντας να πέσει στη θάλασσα τ’απελευθερώνει και χάνεται για να ξανασυσταθεί την επόμενη μέρα.
    Τελειώνοντας ο Αλοβέρδος σιγοψιθύρισε: τι ποιητική σύλληψη!
    Από την άλλη όμως, είπε ο Ελευθερεύς, αν η γή δεν είναι επίπεδη αλλά ένα μετέωρο, όπως είπε ο Αναξίμανδρος, ήλιος δεν μπορεί να πέφτει στη θάλασσα αλλά να γυρίζει γύρω απ’τη γη, και η γη μάλλον δε μπορεί να είναι κυλινδρική, αλλά όπως μας προϊδεάζει ο Παρμενίδης, σφαιρική όπως όλα τα ολοκληρωμένα όντα και ο ήλιος μαζί τους.
    Κι εγώ για να συμπληρώσω είπα: Ο Ηράκλειτος όμως . . . και ο Αλοβέρδος με διέκοψε, ναι-ναι, είπε, ο ήλιος όπως όλα τα όντα καταλύονται-συντιθέμενα,  όντας Αυτά και Άλλα  την ίδια στιγμή, όντας Εδώ και Αλλού την ίδια στιγμή.
    Γι’αυτό κι ακριβώς γι’αυτό, συμπλήρωσα ότι η γη όπως όλα όσα νομίζουμε σφαιρικά δεν μπορεί να είναι απόλυτα σφαιρικά αλλά να έχουν μιαν ελλειπτικότητα εξ’αιτίας αυτής της κινητικής δομικής συμπεριφοράς σε σχέση με το σύμπαν που είναι άπειρο.  Κι ο Αλοβέρδος συμπλήρωσε ότι κάθε τι όντας έτσι όπως τα χαραχτηρίζει ο Ηράκλειτος, είναι σαν μαγνητικό πεδίο που από τη μιά έλκει και από την άλλη εκτοξεύει τα όποια στοιχειώδη το συνιστούν.
     Και απότομα αλλάζοντας συζήτηση είπε ότι άκουσε το εξής θαυμάσιο: Αν αύριο φτάσει το πλοίο από την Αθήνα μπορεί να είναι μέσα ο Σωκράτης με τον νεαρό Πλάτωνα που πάνε να επισκεφτούν τις Συρακούσες προσκεκλημένοι του τυράννου Διονύσιου. Λένε πως ο Νέαρχος θα κάνει το κάθε τι να τους κρατήσει στο συμπόσιο.
    Να λοιπόν που αυτό το συμπόσιο μπορεί να γίνει πολύ ενδιαφέρον είπε ο Ελευθερεύς.
    Είχε πια νυχτώσε και το διαλύσαμε πηγαίνοντας για ύπνο. Ο Ελευθερεύς Εκγέλας και ο Αλοβέρδος, ήταν φιλοξενούμενοι στον ξενώνα του Νέαρχου κι εγώ μόνος πια περπάτησα για το σπίτι του Παρμενίδη, που είχα κληρονομήσει και που ο Νέαρχος έψαχνε χίλιες δυο αιτίες να μου το πάρει και να το κάνει μουσείο στη μνήμη του Παρμενίδη. 
    Ξάφνου άκουσα από μακριά τη φωνή του Αλοβέρδου: Ζήνωνα περίμενε. Πλησίασε, μου ζήτησε συγνώμη και συνέχισε. Καλέ μου Ζήνωνα έχεις ακούσει την άποψη του Εμπεδοκλή ότι το φως του ήλιου είναι ουσία, ας πούμε πυρίδια, που τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα αλλά όχι ακαριαία. Δεχόμαστε ότι ο ήλιος κινείται κι εκπέμπει φώς που είναι πυρίδια και ταξιδεύουν με μεγάλη ταχύτητα και γι' αυτό μπορούμε να δούμε τον ήλιο. Αν όπως είπες και σύ «αυτό που δεν τρέχει ακαριαία πρέπει να έχει πορεία κυρτή», όταν εμείς βλέπουμε τον ήλιο αυτός είναι λίγο πιο κεί απ’τη θέση που νομίζουμε· άρα κατά έκλειψη ηλίου, αυτός δεν βρίσκεται αληθινά πίσω απ’τη Σελήνη. Επίσης εμείς τον βλέπουμε έτσι, γιατί η πορεία των πυριδίων είναι κυρτή καί επειδή η περιστροφή του Εόντος Κόσμου, κάνει κάθε ευθύγραμμη πορεία κυρτή. Αυτό θα πρέπει να συμβαίνει και σ’όλα τα ορατά σώματα του ουρανού.  Ακόμα επειδή τα πυρίδια είναι σωμάτια, έχουν βαρύτητα κι όταν περνάνε κοντά από τη σελήνη αυτή τα έλκει και ο ήλιος φαίνεται να υπάρχει σε διαφορετικό μέρος απ’ότι είναι. Να και ένα θέμα που πρέπει να ερευνηθεί.
     Συγκινήθηκα με τους συλλογισμούς αυτού του βαρβάρου που ήταν πολύ πιο Έλληνας από τους Έλληνες. Θέλησα να κάνω και γω ένα συμπλήρωμα σ’αυτό το συλλογισμό, αλλά δεν το έκανα γιατί ήθελα να τον εντυπωσιάσω λέγοντας κάτι καινούριο. Τότε ένιωσα πολύ κουρασμένος και γέρος μπρος σ’αυτό το νέο παλικάρι που ο νους του ήταν αληθινά γόνιμος, αλλά κι ο φίλος του ο Ελευθερεύς ήταν ένας αληθινός Έλληνας που οι απόψεις του δε θα ξεχαστούν ποτέ.
     Φτάσαμε στο σπίτι μου κι ο Αλοβέρδος χωρίς πρόσκληση μπήκε μέσα και πήγε να ξαπλώσει στο δωμάτιο και το κρεβάτι του Παρμενίδη στο οποίο κανείς δεν είχε κοιμηθεί από το θάνατό του.  Όλα έγινα τόσο απλά που δεν μπορούσα να έχω αντιρρήσεις.
     Δεν είχαμε προλάβει να κοιμηθούμε κι η πόρτα βρότησε. Είναι ανοικτά φώναξα. Και τότε μπήκε ο Ελευθερεύς βλαστημώντας τόσο χαριτωμένα, εξελληνισμένες βάρβαρες βρισιές. Εμένα έτσι μ’ αφήνετε έξω απ’την παρέα ρώτησε, κι ακούμπησε στο τραπέζι μια κανάτα κρασί που είχε εν τω μεταξύ πάρει απ’το καπηλειό της ακρογιαλιάς.  Κανείς δεν κοιμάται, χωρίς να πιεί πριν μια κούπα κρασί. Είπιαμε κρασί και ξαπλώσαμε.  Ο Αλοβέρδος και ο Ελευθερεύς κοιμήθηκαν αμέσως· ο Αλοβέρδος ροχάλιζε ελαφρά και ο Ελευθερεύς παραμιλούσε, κι εγώ ήμουν τόσο ευτυχισμένος!  πρώτη φορά μετά από χρόνια σ’αυτό το σπίτι άναψε ξανά ένα μικρό φως σοφίας.

Όπου καταφτάνει με το κυπριακό φορτηγό «Πελαίας» ο Σωκράτης κι ο Πλάτων
Ο ερχομός του πλοίου από την Αθήνα, καθυστέρησε μια μέρα και ο Νέαρχος ανέβαλε το συμπόσιο εκείνης της μέρας γι’αργότερα, ώστε να μην λείπουν οι διακεκριμένοι ταξιδιώτες που ήλπιζε ότι θα φιλοξενήσει και θα συμμετάσχουν.  Όταν ο Αλοβέρδος, ο Ελευθερεύς κι εγώ, πήγαμε στην εστία του παλατιού να φάμε μεσημεριανό. Μόλις καθήσαμε, προτού προλάβουμε να σερβιριστούμε έφτασε κι ο Νέαρχος πιθανόν ειδοποιημένος απ’τον εξάρχοντα της εστίας. Κάθησε μαζί μας και με χαρά ανακοίνωσε την άφιξη των Σωκράτη και Πλάτωνα, κάτι που δεν ήταν πλέον μυστικό.
      Υπολογίσαμε ότι ο Σωκράτης έπρεπε πια να είναι σαραντάρης κι ο Πλάτων όχι περισσότερο από είκοσι.  Ο Νέαρχος με παρεκάλεσε να τους συναντήσω μαζί του για να βαρύνει η πρόσκληση περισσότερο. Δε μπορούσα ν’αρνηθώ. Έτσι την άλλη μέρα εγώ, ο Νέαρχος, ο Αλοβέρδος, ο Ελευθερεύς κι ο Βόρις ήμασταν έτοιμοι.  Στο βάθος του ορίζοντα, έξω από το λιμάνι υπήρχε ένα νησάκι, που σχεδόν άγγιζε στην άκρη μιας μικρής χερσονήσου και το λέγαμε Παλινούρο. Τα πλοία ως εκεί κωπηλατούσαν κι από κει και πέρα άνοιγαν τα πανιά στον ούριο άνεμο.
     Ο Νέαρχος είδε πρώτος το πλοίο και είχε τέτοια λαχτάρα που πηγαινοερχόταν περιμένοντας. Εγώ παρατήρησα ότι θ’αργήσουν πολύ να φτάσουν κωπηλατώντας από κει. Τότε ο Νέαρχος διέταξε να φύγει γρήγορα μια τριήρης και να το ρυμουλκήσει. Ήθελε να πάει κι αυτός μαζί, μα ο Βόρις τον πλησίασε και κάτι του είπε, τότε ο Νέαρχος ηρέμησε και αποφάσισε να περιμένει, όπως ακριβώς θα έκανε ένας ηγέτης με τέτοιο κύρος.
     Το πειραχτικό μου δαιμόνιο άρχισε τότε να με κατατρώγει και ήθελα να σπρώξω με τρόπο το Νέαρχο σε κάποια γκάφα.  Ήξερα πως ο Πλάτων ήταν πλουσιόπαιδο κι αριστοκράτης, ανηψιός του Περικλή ενώ ο Σωκράτης ήταν ένας εκ πεποιθήσεως κακοντυμένος ξυπόλυτος και ίσως κουρελής.  Προσπάθησα λοιπόν να δημιουργήσω την εντύπωση στο Νέαρχο ότι πιθανόν ο νεαρός Πλάτων θα κουβαλούσε μαζί και το δούλο του και ότι ο Σωκράτης θα ήταν μια σοβαρή κι εντυπωσιακή προσωπικότητα. Όλα αυτά τα πέρασα στο Νέαρχο σαν εικασίες για να μην τα βάλει μαζί μου μετά.  Όταν θύμωνε, ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε!
     Όταν η τριήρης πλησίασε τον Πελαία, έτσι ήταν το όνομα του μεταγωγικού που μετέφερε κρασί και οβελίες χαλκού από την Κύπρο, ο πλοίαρχος θορυβήθηκε γιατί αυτό συμβαίνει μόνον όταν το πλοίο είναι εχθρικής χώρας και δόθηκε εντολή στους ναύτες να είναι έτοιμοι για κάθε περίσταση.  Έτσι ζώσαν διακριτικά τα ξίφη τους και έφεραν σε μικρή απόσταση τις ασπίδες τους όντας σε αναμονή μάχης. Ο πλοίαρχος όμως της τριήρους πλησίασε και άοπλος ανέβηκε στο μεταγωγικό.  Ζήτησε να του δοθεί άδεια για γρήγορη ρυμούλκηση κατ’εντολή του ηγεμόνα Νεάρχου, λόγω της πιθανολογούμενης παρουσίας του Σωκράτη και του Πλάτωνα στο πλοίο. 
     Ο Σωκράτης κι ο Πλάτων βρίσκονταν στο αμπάρι γιατί ο Πλάτων πάθαινε ναυτία όταν άλλαζε ο ρυθμός του πλοίου και από την κίνηση με τα πανιά γύριζε στην κωπηλασία.  Όλοι τον συμβούλευαν να ανεβεί στο κατάστρωμα όμως αυτός επέμενε ότι στο βαθύ αμπάρι κάτω από το ίσαλο, είχε λιγότερο κούνημα. Εκεί με τις δέσμες των χάλκινων οβελιών και των φιαλών κρασιού που ήταν κρεμασμένες από τα ειδικά στόμια για να ισορροπούν με την κλήση του πλοίου δημιουργώντας τις αντίρροπες δυνάμεις στην πιθανότητα ανατροπής του από το κύμα, ο Πλάτων περνούσε μια κόλαση την ώρα που ο Σωκράτης απολάμβανε μια κούπα κρασί.
    Όταν τελικά το πλοίο προσήγγισε στον βραχίωνα, είχε ήδη μεσημεριάσει. Ο πλοίαρχος υπέδειξε σε δυο ναύτες να πάρουν τον Πλάτωνα κι υποστηρίζοντάς τον να τον βγάλουν στη ακτή. Ήταν ολοφάνερο ότι αυτός ήταν ο Πλάτων και μπροστά απ’τον υποβασταζόμενο Πλάτωνα προχωρούσε αμέριμνα ένας κακάσχημος, ξυπόλυτος, κουρελής που ο Νέαρχος θεώρησε δούλο του Πλάτωνα.  Οργισμένος ο Νέαρχος, διέταξε τους ναύτες να πάνε στη δουλειά τους και πιάνοντας ο ίδιος τον Πλάτωνα, διέταξε τον “δούλο” να τον βοηθήσει δίνοντας εντολή, στο Βόριδα να παραλάβει το Σωκράτη που πιθανόν υπέφερε ακόμα αφημένος στ’αμπάρια του “Πελαία”.  Όταν ο δούλος γέλασε περιπαιχτικά και συνέχισε να προχωρά αμέριμνος, ο Νέαρχος εξοργίστηκε μα το ύφος του “δούλου” ήταν τέτοιο που είχε κιόλας καταλάβει το λάθος του.
    «Ο άρχοντας, -είπε ο Σωκράτης-, θα πρέπει να μην κρίνει απ’τα φαινόμενα μα να έχει το τάλαντο να βρίσκει την ουσία κάτω απ’αυτά. Και για να μην πέσω κι εγώ στην ίδια παγίδα μολονότι μου φαίνεσαι σαν τον άρχοντα Νέαρχο, θα πρέπει να ρωτήσω πρώτα αν είναι έτσι». Μόλις ο Πλάτων πάτησε σε στέρεα γη, άρχισε γρήγορα-γρήγορα να συνέρχεται και έχοντας από την αρχή καταλάβει, ότι αυτός που τον βοηθά είναι ο Νέαρχος, ανέλαβε να του συστήσει τον Σωκράτη.  Εν τω μεταξύ φτάσαμε και οι άλλοι.  Ο Σωκράτης με θυμόταν γιατί όπως είπε δεν είχα αλλάξει σχεδόν καθόλου, ακόμα είχε τύχει να με ξαναδεί όταν είχα πάει στην Αθήνα προσκεκλημένος του Περικλή, αλλά η διαμονή μου εκεί ήταν μικρή και ταραχώδης, έτσι που είχα φύγει προτού συναντηθούμε ξανά. Μου συνέστησε τον Πλάτωνα σαν το ανατέλλον αστέρι της τέχνης της νόησης στην Αθήνα και γω του συνέστησα τον Αλοβέρδο και τον Ελευθερέα που ήταν κατ’εμένα τα ανατέλλοντα αστέρια της απώτατης δύσης, που τώρα είναι σκοτεινή. Ο Εκγέλας έπιασε τα χέρια του Σωκράτη, τον κοίταξε παράξενα κι όταν γύρισε προς τον Πλάτωνα νομίζω ότι δάκρυσε. Ήταν ένα πολύ συναισθηματικό άτομο.  Ο Αλοβέρδος καθόταν αμίλητος παράμερα σαν να ήθελε να περάσει απαρατήρητος.  Ήταν τόσο διαφορετικός στο παρουσιαστικό απ’το Σωκράτη αλλά ήταν και τόσο όμοιοι, άσχημοι και σπινθηροβόλοι.
     Ο Νέαρχος τάχε χάσει και μου έκανε νόημα να κάνω την πρόταση εγώ. Αυτό δεν ήταν καθόλου δύσκολο, μια που ο Σωκράτης εκτιμούσε πολύ τα συμπόσια και τα συμπόσια του Νέαρχου ήταν ονομαστά.  Μ’έπιασε κατά μέρος και ρώτησε αστεία και σοβαρά αν αυτές οι φήμες αληθεύουν και γω του έκανα ένα καταφατικό νεύμα.
     Ο Πλάτων είπε κάτι μυστικά στον Σωκράτη, αλλά αυτός είχε πάρει τις αποφάσεις του. Θα στείλουμε μιαν επιστολή στον Διονύσιο κι αυτός θα μας περιμένει με το άλλο πλοίο. Εξ’άλλου έχουμε ταλαιπωρηθεί πάρα πολύ και γύρισε προς τον Νέαρχο κάνοντάς του ένα καταφατικό νεύμα, κλείνοντάς του το μάτι.
     Να αυτό μ’αρέσει με τους Αθηναίους δε δείχνουν σεβασμό σε κανέναν, ούτε και στον ίδιο τον τύραννο.  Σκέφτηκα πως ίσως και εγώ τότε δεν είχα καταλάβει το πνεύμα τους και γι’αυτό σηκώθηκα και έφυγα. Άσε η κωμωδία και ο Αριστοφάνης τους, σωστή αλογόμυγα δε σ’άφηνε στην ησυχία σου.
     Όταν φτάσαμε στο παλάτι, ο ίδιος ο εξάρχων φροντιστής έφτιαξε ειδικό αφέψημα για να ξαναβρούν το κέφι τους, ενώ ο Σωκράτης απήλαυσε ένα θαυμάσιο βραδινό και μια κούπα κρασί. Αυτός ο άνθρωπος ο εκ πεποιθήσεως τόσο λιτός και προκλητικά αδιάφορος για το παρουσιαστικό του, είχε φοβερή αδυναμία στο καλό φαΐ και στο καλό πιοτό, χωρίς όμως ποτέ να τρώει πολύ ή να πίνει πολύ. Είχα αρχίσει να θαυμάζω τη συμπεριφορά αυτού του ανθρώπου και να νιώθω ότι είχα αρχίσει να παραμερίζομαι.  Ήξερα ότι τελικά θα ήταν μια «σύγκρουση» πολυδιάστατη. Απ’τη μια ο ρεαλιστής Νέαρχος απ’την άλλη ο δαιμόνιος Σωκράτης, ο σκοτεινός νέος ο Πλάτων, ο μεγαλοφυής Αλοβέρδος και ο δικός μου ο Ελευθερεύς Εκγέλας.  
    Την επομένη μέρα ο Νέαρχος μας κάλεσε όλους εμάς μαζί με τον Διονύσιο αλλά και τον Διογένη σε ένα ιδιωτικό γεύμα.  Ο Βόρις με το Σαδή, που ήταν κάτι σαν γραμματείς, ανέλυσαν την πορεία της συζήτησης ως εκείνη τη στιγμή στον Σωκράτη και τον Πλάτωνα.
     Ο Σωκράτης φαινόταν σχεδόν να μην παρακολουθεί μα να είναι απησχολημένος με το καλό φαΐ και το θαυμάσιο κρητικό κρασί που υπήρχε στο τραπέζι. Αυτός ο δαίμονας σίγουρα παρακολουθούσε τα πάντα, τίποτα δεν του ξέφευγε, ενώ ο Πλάτων έδειχνε πάρα πολύ προσοχή και έκανε ερωτήσεις διευκρινιστικές.  Φαινόταν πολύ ενήμερος για όλο αυτό το θέμα που θα βασιζόταν στις απόψεις του Παρμενίδη μια που το είχε συζητήσει με τον Σωκράτη, που ήταν ο κύριος συζητητής του Παρμενίδη και του Ζήνωνα σ’αυτή την περίφημη συζήτηση, όπου ο Παρμενίδης είχε ξετινάξει όλες τις προτάσεις του Σωκράτη σε σχέση με τις Ιδέες, ως αιώνια υπάρχουσες. Κι ο Σωκράτης που είχε σκεφτεί και ξανασκεφτεί όλη αυτή την συζήτηση, είχε βρεί τρόπο να λύσει τον σφυχτοδεμένο κόμπο που του είχε δέσει ο Παρμενίδης.
     Ήταν φανερό όμως πως όλοι συμφωνούσαν με τη Ορθολογική διαδικασία σαν όργανο εξεύρεσης της αλήθειας. Παρατήρησα ότι ο Εκγέλας μολονότι θαύμαζε το Σωκράτη κι έτρεφε μια λατρεία υποσυνείδητη για τον Πλάτωνα, είχε αρχίσει κάπως να ταράζεται κάτι τον έτρωγε. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Σωκράτης παρατήρησε ότι έχει από πολύ καιρό απομακρυνθεί από οντολογικές διερευνήσεις κι έτσι μάλλον ο Πλάτων θα τον εκπροσωπεί. Βέβαια έχει να πει κάτι για το θέμα αυτό των ιδεών, που ο Παρμενίδης με ατράνταχτους συλλογισμούς το είχε κατεδαφίσει.

Την επόμενη μέρα ξύπνησα όπως πάντα πολύ νωρίς, πριν την ανατολή του ηλίου και βγήκα για τον καθιερωμένο μου περίπατο στην ακρογιαλιά για άσκηση και συλλογισμό. Κάθησα σ’ένα βραχάκι και αγνάντεψα το βάθος του ορίζοντα. Ένα στίγμα μεσ’τη θάλασσα όμως τραβούσε συνεχώς την προσοχή μου. Προσπαθούσα να συγκεντρωθώ αλλά μάταια, έτσι αποφάσισα να το παρακολουθήσω όπως πλησίαζε προς την ακτή. Ήταν κολυμβητής που μάλιστα διέσχιζε το νερό με απαράμιλλη ταχύτητα.  Υποψιάστηκα πως είναι κάποιος από μας, αφού οι ψαράδες δε μπαίνουν στη θάλασσα ποτέ χωρίς λόγο, μάλιστα προσπαθούν να φέρουν τη βάρκα τόσο κοντά που να μην βραχούν τα πόδια τους. Ο νους μου είχε κι’όλας καταλήξει για το ποιος είναι. Στοιχημάτησα με τον εαυτό μου ότι αυτός μόνο ο Σωκράτης θα μπορούσε να είναι. Δε λάθεψα. Όταν βγήκε απ’το νερό και χωρίς τα κουρελόρουχα φάνταζε σαν ημίθεος, σαν βάκχος. Ήταν φοβερά γυμνασμένος και φαινόταν πως διέθετε υπερβολική σωματική ρώμη.  Έκανε κάποιες ασκήσεις που μου φαίνεται ότι ήταν δικής του επινόησης και μετά άρχισε να τρέχει ως που χάθηκε. Εγώ τότε πλησίασα στον τόπο που ασκείτο και προσπάθησα να κάνω κάποιες από τις ασκήσεις του· ήταν πολύ δύσκολες. Είμουν τόσο απησχολημένος με την προσπάθειά μου, που δεν κατάλαβα ότι είχε επιστρέψει να πάρει τα ρούχα του, που τα είχε πλύνει στη θάλασσα και απλώσει στα κλαδιά κάποιου δέντρου.  Μου έκανε ένα ειρωνικό σχόλιο θίγοντας με ένα χαριτωμένο τρόπο και τον ανδρισμό μου.  Στο γυμνό του σώμα είχε κάποιες επουλωμένες παλιές πληγές. Απ’τις πολλές μάχες που είχε συμμετάσχει.
―Τι είναι αυτά, τον ρώτησα, περιμένοντας να απαριθμήσει τα ανδραγαθήματά του.
Δεν έπεσε στην παγίδα.  ―Τρέλες της νιότης, μου απάντησε.

ΤΡΙΤΗ ΗΜΕΡΑ όπου παίρνει το λόγο ο Σωκράτης και συμπληρώνει ο Πλάτων
Την τρίτη μέρα του συμποσίου, που ήταν και η πιο δραματική, το λόγο πήρε αμέσως ο Νέαρχος και καλωσόρισε τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα κι αμέσως μετά, παραμερίζοντας όλο το τυπικό παρεκάλεσε τον Σωκράτη ν’αναφερθεί στις πιο σηματικές στιγμές του διαλόγου του με τον Παρμενίδη.
     Ο Σωκράτης άρχισε το λόγο του με την υπενθύμιση ότι «ο Παρμενίδης τον είχε βρεί τότε νεαρό. Λίγο η απειρία του, λίγο ο θαυμασμός του για το πρόσωπο του Παρμενίδη, αυτός βρήκε την ευκαιρία και κατεδάφισε τις απόψεις μου περί Ιδεών. Ο τρόπος που χειρίστηκε το θέμα ο Παρμενίδης ήταν βέβαια άψογος αλλά η ζωή έχει δείξει ότι σ’αυτά τα θέματα, ριζικής προσέγγισης του κόσμου μας, υπάρχουν κι άλλες απαντήσεις που είναι λογικά ισάξιες». Και σ’αυτή την περίπτωση θύμισε την περίφημη συζήτησή του με τον Πρωταγόρα, όπου κατά τον Σωκράτη ο αληθινά ενάρετος πρέπει να είναι σοφός πρώτα απ’όλα και το στήριζε μ’αδιάσειστα λογικά επιχειρήματα, ενώ ο Πρωταγόρας, απέδειξε ότι δεν είναι ανάγκη ο ενάρετος να είναι σοφός και έφερε εξαιρετικά παραδείγματα από τη ζωή  που φανέρωναν ότι κάποιος μπορεί να είναι γενναίος χωρίς να γνωρίζει όλες τις συνέπειες του κινδύνου που διατρέχει, μα και για τις άλλες ιδιότητες του ενάρετου βρήκε ανάλογα παραδείγματα.
Είπε πως «ο Πρωταγόρας μετά τη συζήτησή τους, δήλωσε ότι είχε διδαχθεί απ’τον Σωκράτη αλλά καί αυτός είχε διδαχτεί απ’τον Πρωταγόρα».  Κι όπως τόνισε ο Σωκράτης, «στη συζήτηση περί Ιδεών με τον Παρμενίδη, κατ’αρχήν δεν θα δεχόταν το αρχικό πλαίσιο, όπως το είχε θέσει ο Παρμενίδης.  Αφού οι Ιδέες δεν είναι κάτι υλικό που έχει διαστάσεις ή ιδιότητες υλικών σωμάτων. Οι Ιδέες έχουν υπόσταση Ιδεατή και ως τέτοιες θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Έτσι κάθε Ιδέα δε μπορεί παρά να έχει τις ιδιότητες του Εόντος όπως παρουσιάζεται απ’τον ίδιο τον Παρμενίδη. Καί αυτές θα πρέπει να είναι ακίνητες, τετελεσμένες, πεπερασμένες και να μην έχουν περιθώριο για εξέλιξη μέσα σε χώρο και χρόνο. Έτσι κάθε συζήτηση περί Ιδεών θα είχε τη μοίρα των συζητήσεων περί Εόντος που οδηγούν σε αντινομίες. Η Κάθε Ιδέα είναι και Μια μορφή του Εόντος και μόνο με τις Ιδέες θα μπορούσε το Εόν να έχει όρους και όρια τέτοια που να έχουν αποτέλεσμα, έστω και φαινομενικό, αυτόν τον λεγόμενο φθαρτό κόσμο».
    «Τα πεπερασμένα όρια των Ιδεών», συνέχισε, «μπορούν να συνιστούν το Εόν χωρίς να αίρουν αυτό που παρουσιάζεται από τον Παρμενίδη ως Εόν.  Το Εόν, όπως το παρουσιάζει ο Παρμενίδης στο έργο του «περί φύσεως», έχει όρους που δε μπορούν να το προϋποθέσουν. Αυτό έχοντας μοναδικό χαραχτηριστικό το Είναι, κάνει μόνο το πρώτο βήμα. Το δεύτερο βήμα είναι πως αυτό συνίσταται από δυο στοιχειώδη που είναι το φως και το σκότος, μα και εδώ βεβαίως είναι ασαφής.  Θα μπορούσα λοιπόν κι εγώ να τον ρωτήσω, όπως είχε κάνει αυτός σ’εμένα για τις Ιδέες, αν αυτά είναι τεμαχισμένα σε στοιχειώδη ή αν καθένα τους είναι Όλον.
     Για να μπορέσει να γίνει συζήτη, αυθαίρετα υποθέτω ότι μπορούν να χωρίζονται σε στοιχειώδη, όπως τα πυρίδια που έχει προτείνει ο δάσκαλός του Ξενοφάνης για τον ήλιο. Αλλά τότε ο Παρμενίδης θα πρέπει επί πλέον να προτείνει και τα σκοτίδια που συνιστούν το σκότος.  Είναι όμως αυτά αρκετά;
     Απ’την αποδοχή του ότι το Είναι, το Νοείν και το Λέγειν συμπίπτουν, αφού θεωρείται το Εόν (το Υπάρχον) ως πεπερασμένο, τετελεσμένο και κλειστό, θα πρέπει το σύστημα λειτουργίας που συνιστούν να έχει όρους και μια προκαθορισμένη σειρά από όρια του τέλους, τα οποία μπορούμε να υποθέσουμε.  Οι όροι λειτουργίας αυτοί μπορούν να συνοψίζονται στους κανόνες του ορθολογικού συστήματος και μιαν απόλυτα προκαθορισμένη σειρά παιγνίων που θα μπορούσαν να ονομαστούν «πρότυπα του τέλους».
     Απ’τη στιγμή που τέθησαν οι όροι αυτού του τετελεσμένου συστήματος, τα πρότυπα του τέλους που είναι και τα όρια του συστήματος, είναι εκεί εξαρχής περιμένοντας τη σειρά τους να πραγματοποιηθούν. Οι όροι και τα όρια αυτού του πεπερασμένου και κλειστού συστήματος που είναι αιώνια και αναλλοίωτα, προϋποθέτουν το ένα την ύπαρξη του άλλου. Αυτά δε μπορεί κανείς να μας απαγορεύσει να τα ονομάσουμε Ιδέες.
     Αυτοί οι όροι και τα όρια λειτουργίας του συστήματος αφού το Είναι και το Νοείν συμπίπτουν δεν έχουν μόνο ιδεατό χαρακτήρα αλλά και υλικό·  έτσι με τις Ιδέες μπορούμε να έχουμε εσωτερικές αντιστοιχίες για τις συγκριτικές διαδικασίες, για να μπορούμε να γνωρίζουμε και να σκεφτόμαστε. Χωρίς τις Ιδέες δεν υπάρχουν ούτε επαρκείς όροι, ούτε τελικά όρια που συνιστούν το κλειστό ορθολογικό παίγνιο του Παρμενίδη.  Οι Ιδέες μπορεί να είναι Εικόνες πραγμάτων ή καταστάσεων αλλά μπορεί να είναι κι οι μηχανισμοί  που συνιστούν το φαινομενικό γίγνεσθαι του Παρμενίδειου κόσμου».  Και συνεχίζοντας ο Σωκράτης ισχυρίστηκε ότι: «Όλη λοιπόν η συζήτηση που συνεχίστηκε “περί ομοιότητος ή όχι της Ιδέας με τα πράγματα”, ήταν χωρίς νόημα γιατί κάθε ομοιότητα είναι συμβατική. Όταν λέμε ότι κάποια είναι όμοια, προϋποθέτουμε ότι είναι διαφορετικά μεταξύ τους.  Δεν ψάχνουμε για ομοιότητες παρά μεταξύ διαφορετικών. Η ίδια η Ιδέα όμως είναι αυτή και μόνον αυτή, που συνιστά το έσχατο, απόλυτο και αναλλοίωτο στοιχείο της ομοιότητας διαφορετικών που είναι η Ταυτότητα Καθαυτή». 
    Και συνέχισε ο Σωκράτης με τον ισχυρισμό ότι: «στη συζήτηση -περί υπάρξεως ή όχι του Ενός- εγώ δεν έπρεπε να συμμετάσχω καθόλου αφού πάντα είμουν θιασώτης του συγκεκριμένου.  Το Ένα όπως και το Είναι, ως αφηρημένα, δεν μπορούν να υπάρξουν ούτε να γίνεται συζήτηση περί αυτών. Το Ένα, το Είναι, όπως και οι Ιδέες, πρέπει πάντα να είναι Κάτι, για να μπορεί να ορθωθεί συζήτηση περί αυτών. Το Είναι από μόνο του, δεν είναι είναι ουσία ουδενός, ούτε το Ένα, ούτε οι Ιδέες».
     Τη στιγμή εκείνη ζήτησε το λόγο ο Πλάτων και συνέχισε το συνειρμό του δασκάλου του λέγοντας πως «η Ιδέα είναι η μηδενική κατάσταση μιας ιδιότητας που είναι απόλυτα μόνον αυτό ακριβώς και τίποτε άλλο, όντας η Ταυτότητα Καθαυτή. Υπ’αυτή την έννοια η Ιδέα είναι ένας από τους όρους της λειτουργίας του κλειστού συστήματος.  Οι σχέσεις των ιδεών μεταξύ τους, έχουν αποτέλεσμα τη λειτουργία αυτού του συστήματος, που είναι το Εόν, αποφέροντας μια τεράστια σειρά συνδυασμών, που είναι τα πράγματα και οι καταστάσεις. Αυτά είναι τα όρια της λειτουργίας του συστήματος, που είναι και τα τελικά παίγνιά του.  Ανάλογα με τους όρους λειτουργίας κάποιου συστήματος αναμένουμε και τα ανάλογα τελικά παίγνια, που άσχετα πόσο πολλά είναι, απ’τη στιγμή που τέθησαν οι όροι λειτουργίας του συστήματος, αυτά τα τελικά παίγνια όντας τα όρια του συστήματος, είναι εκεί αναμένοντας και την τελική πραγμάτωσή τους.  Το κλειστό σύστημα λοιπόν που μπορεί να λειτουργεί αλάθητα ο ορθολογισμός, είναι ένα σύστημα Ιδεών. Έτσι όταν διερευνούμε μ’αυτό το σύστημα την Αλήθεια πρέπει πάντα να πατάμε στο Είναι και ν’απορρίπτουμε το Μη-Είναι και μαζί μ’αυτό όλες τις αντιφάσεις του “Είναι-Μη Όντας” ως ψευδείς.  Οι Ιδέες στο κλειστό αυτό σύστημα είναι οι εσωτερικές αντιστοιχίες επιβεβαίωσης των συγκριτικών διαδικασιών και όλων των νοουμένων.
     Επανέλαβα αυτό το συλλογισμό του Σωκράτη περί Ιδεών για να δείξω ότι μπορούμε να κάνουμε κάποιες διεκρινίσεις περί Ιδεών, όμως αν υπεισέλθουμε στο βαθύτερο νόημά τους, επειδή ακριβώς είναι έσχατα αρχικά ή τελικά στοιχειώδη, κάθε άλλη περαιτέρω αναλυτική συζήτηση περί αυτών καταλήγει σε αντινομίες».
     Ο νεαρός Πλάτων είχε μιαν εξαιρετική ευφράδεια και έπειθε με τα επιχειρήματά του τους ακροατές που ξέσπασαν σε χειροκροτήματα τα οποία μπορεί να ήταν τόσο ενθουσιώδη και λόγω της νιότης του.
     Όταν ηρέμησαν οι ακροατές ο νεαρός Πλάτων συνέχισε το συλλογισμό του: «όταν λοιπόν μπεί το ερώτημα αν η Ιδέα υπάρχει ως κάτι γενικό που περιλαμβάνει την ομοιότητα όλων όσων σχετίζονται μ’αυτή την Ιδέα ή ως κάτι είδικό που περιλαμβάνεται μέσα σε κάθε ειδικό αντικείμενο, (όπως είχε θέσει το ερώτημα ο Παρμενίδης στο νεαρό τότε Σωκράτη), μια ορθολογική συζήτηση περί αυτού καταλήγει σε αντινομίες.  Έτσι για να μπορεί να διερευνηθεί το θέμα, πρέπει καταρχή να διερευνηθεί η έννοια “περί του τι είναι είναι το Ένα”, ως ειδικό και ως γενικό.
    Το θέμα αυτό έχω αναλύσει σε μιαν εργασία μου “περί της συζήτησης του νεαρού τότε Σωκράτη με τον Ζήνωνα και τον Παρμενίδη” που συνοπτικά τίθεται ως εξής: 
    Α) Αν υπάρχει το Ένα σαν απόλυτο κι ανεξάρτητο απ’τα άλλα δεν μπορεί να είναι όλον, ούτε να έχει μέρη, δε μπορεί να βρίσκεται μέσα στον εαυτό του, ούτε μέσα στ’άλλα. Δεν μπορεί ούτε να κινείται ούτε να είναι ακίνητο. Δε μπορεί να είναι όμοιο, ούτε ανόμοιο με τα άλλα ή τον εαυτό του.  Είναι εκτός τόπου και χρόνου και γενικά είναι ανύπαρκτο, μη γνώσιμο κι αδύνατο να ειπωθεί τίποτα γι’αυτό.  Δεν έχει μορφή.  
    Β)  Αν το Ένα υπάρχει σε σχέση με τ’άλλα, κοινωνεί της ουσίας, είναι όλον κι έχει μέρη, είναι ένα κι άπειρα πολλά, είναι πεπερασμένο κι άπειρο, έχει μορφή, βρίσκεται μέσα στον εαυτό του και στα άλλα, κινείται κι είναι ακίνητο, είναι ίδιο και δεν είναι ίδιο με τον εαυτό του και με τα άλλα.  Είναι ίσο, μικρότερο και μεγαλύτερο απ’τον εαυτό του και τα άλλα.   Επίσης βρισκόμενο μέσ’το χρόνο, είναι μικρότερο ίσο και μεγαλύτερο απ’τον εαυτό του και από τα άλλα.  Δηλαδή μετέχει του παρόντος, του παρελθόντος και του μέλλοντος, γεννιέται, μεταβάλλεται και χάνεται. ―Μπορεί να γίνει γνωστό και μπορούν να είπωθούν τα πάντα γι’αυτό.
    Γ)  Αν το Ένα υπάρχει σε σχέση με τ’Άλλα, τότε τα Άλλα είναι μέρη της Ιδέας αφού είναι μέρη του Ενός που είναι  Όλον.  Έτσι συνιστούν Όλον με Μέρη, που το Όλον και τα Μέρη μετέχουν του Ενός,  που έχουν και δεν έχουν πέρας, είναι όμοια κι ανόμοια με τον εαυτό τους και μεταξύ τους. ―Μπορούν έτσι να έχουν όλους τους χαρακτηρισμούς.
    Δ)  Αν το Ένα υπάρχει απολύτως και ανεξαρτήτως των Άλλων, γενικά δεν μπορεί να είπωθεί τίποτα γι’Αυτό και για τ’Άλλα κι είναι δυνατόν να πάρει όλα τα κατηγορήματα».
      Πάρα κάτω ο Πλάτων ανέπτύξε όλες τις πιθανές σχέσεις Ενός και Πολλών, Υπάρχοντος και ΜηΥπάρχοντος, με τον πιο ακραίο και οριακό τρόπο ως κριτική στις δικές του απόψεις και ειδικά στην έννοια της Ιδέας.  Επίσης σαν μια αναθεώρηση όλων αυτών που θεωρεί βασικές αρχές της νόησης, για μια διαλεκτική άλλη απ’τη δική του, που να μην είναι ορθολογική για να αποτίσει φόρο τιμής, όπως είπε, «στον Ζήνωνα τον οποίον θαύμαζουμε κι αγαπούμε, καί εγώ ο ίδιος και ο δάσκαλός μου ο Σωκράτης, μολονότι στο βάθος δεν συμφωνήσαμε απόλυτα ποτέ μαζί του, αλλά πάντα μας διεγείρουν διανοητικά τα παράδοξά του».
     Μετά τις διευκρινίσεις αυτές που ήταν πολύ δυσνόητες το κοινό βουβάθηκε, ένα μουρμουριτό σύρθηκε ακολουθώντας το τέλος της ομιλίας του νεαρού Πλάτωνα. Σαν το κοινό να ήθελε να πάρει πίσω όλες τις επεφημίες που είχαν ακολουθήσει το πρώτο μέρος της ομιλίας του.
      Ακριβώς εκεί παρανέβει ο Ελευθερεύς Εκγέλας με κάποια συστολή αφού ένιωθε απεριόριστο θαυμασμό για τους δύο προλαλήσαντες.  Όμως δεν μπορούσε να μην προτείνει τις απόψεις του, που τέλος πάντων είχαν μια θέση ξέχωρη σ’αυτό το διαλογικό γίγνεσθαι, κι ένιωθε ότι ήταν ακριβώς ότι έπρεπε ως συνέχεια και ανάπτυξη αυτών των λεγομένων του νεαρού Πλάτωνα, που ενώ έλαμψε για λίγο χαρίζοντας ευφορία στο κοινό αμέσως μετά έδειξε και το «σκοτεινό δυσνόητό του πρόσωπο».
      «Θα ξεκινήσω απ’την πρόταση περί της Ιδέας, αυτού του θαυμαστού διανοητή. Μας είπε λοιπόν και συμφωνώ απόλυτα μαζί του πως η Ιδέα είναι η μηδενική κατάσταση μιας ιδιότητας. Δηλαδή θα μπορούσαμε να πούμε ότι, εκεί Κάτι είναι μόνον Αυτό. Δηλαδή έτσι μόνο θα μπορούσε να χαραχτηριστεί η λεγόμενη Ταυτότητα κάποιου με τον εαυτό του. Κάθε σχέση, αυτού του ενός και μοναδικού, που είναι ταυτόν με τον εαυτό του, άλλα μη έχοντας άλλον προσδιορισμό ταυτίζεται με το Μηδέν (είναι εκείνη ακριβώς τη στιγμή που όλοι οι προσδιορισμοί περί αυτού αντινομούν)· το Μηδέν είναι ο μοναδικός προσδιορισμός πέραν αυτού που απλώς Είναι (έστω και αρνητικός). Αυτός προσδιορισμός πλέον είναι εξωτερικός του Μηδενός κι εσωτερικός του Είναι. Επιβεβαιώνει και αρνείται τον εαυτό του. Μα καί αυτή η επιβεβαίωση είναι μια άρνηση αυτού που ήταν.  Εδώ έχουμε άρνηση της άρνησης του εαυτού, που είναι κάτι Άλλο, όντας έτσι μια κατάφαση. Οι Ιδέες βρίσκονται σε μια συνεχή διαφορικότητα έως ότου ολοκληρωθούν στην Μία και απόλυτη Ιδέα, που είναι κάτι σαν «Ιδέα της ύπαρξης των ιδεών».  Δηλαδή ξεκινούν απ’την απόλυτη ταυτότητα που είναι απροσδιόριστη στη μηδενικότητά της και καταλήγουν στη απόλυτη ολοκλήρωσή της που είναι το απόλυτα προσδιορισμένο. Αυτά είναι τα όρια της Ιδέας, και όλη η πορεία για την ολοκλήρωσή της, είναι το γίγνεσθαι σαν φαινομενικό. Είναι φαινομενικό γιατί όπως είπαμε το Όλον θεωρείται κλειστό. Είναι κλειστό αφού είπαμε ότι κάθε Ιδέα έχει όρια κι είναι πεπερασμένη και τετελεσμένη, αλλάζει μόνο μέσα στον εαυτό της, γι’αυτό είναι και προκαθορισμένη.
        Επειδή το Όλον είναι τετελεσμένο και πεπερασμένο, το Εόν, το Υπάρχον, είναι  Απόλυτο άρα δεν έχει που αλλού να πάει, ούτε να υποστεί καμιά ουσιαστική αλλαγή. Το Είναι περιέχει πάντα μέσα του την ίδια την άρνησή του απ’τη στιγμή του ξεκινήματός του, που ως Καθαρό-Είναι συμπίπτει με το Μηδέν· αλλά κι η διαδικασία της πορείας του, που είναι η συνεχής άρνηση της άρνησης του εαυτού του, στη απόλυτη ολοκλήρωσή του συμπίπτει ξανά με το μηδέν, αφού δεν μπορεί να δεχτεί πλέον άλλο προσδιορισμό άρα δέχεται μηδενικό προσδιορισμό.
      Βέβαια με βρίσκεται ανέτοιμο να προτείνω ολόκληρη την εργασία αυτή, γιατί είμαι ακόμα στη έρευνα και την οργάνωσή της. Όμως όταν μου δίνεται η ευκαιρία, θα παρεμβαίνω δείχνοντας το τι θα εννοώ με την ολοκλήρωσή της. Επίσης τονίζω ότι, όταν το θέμα της συζήτησης είναι η Διαλεκτική τότε ο πατριώτης μου Βόρις θα πρέπει να με υποστεί. Δεν έχει καταλάβει ο φίλος μου πώς μιλώντας ακόμα και για το έργο του Παρμενίδη, πρέπει να διευκρινιστεί ο ορθολογισμός που μας προτείνει, σε σχέση με τις προτάσεις του κατά τη περίφημη συζήτησή του στην Αθήνα με το Σωκράτη.  Οι προτάσεις εκείνες αναιρούσαν την ορθολογική σκέψη κι εμένα μου φαίνονται μάλλον προτάσεις του Ζήνωνα, παρά του Παρμενίδη που έχουν σχέση με Διαλεκτική. Κι αφού ο Ζήνωνας και ο Σωκράτης είναι εδώ, θα είχα την περιέργεια να μάθω ποιά είναι η αλήθεια».
      Αμέσως μετά πήρε το λόγο, σχεδόν χωρίς την άδεια του εξάρχοντα ο Νέαρχος, που περίμενε αυτή την ερώτηση που πλανάτο χρόνια τώρα και χρόνια τώρα είχε διερευνήσει αυτό το ερώτημα κι είχε δώσει πολλές απαντήσεις αλλά τελικά είχε καταλήξει στο εξής:  «Μπορεί να μοιάζουν οι απόψεις του Παρμενίδη και του Ζήνωνα εδώ, αλλά υπάρχει μια διαφορά. Ο Ζήνων που είναι εδώ και μπορεί να το βεβαιώσει, πιστεύει ότι υπάρχει διαλεκτική λογική και ότι αυτή είναι μια αντιφατική λογική, ενώ ο Παρμενίδης με τις προτάσεις αυτές εννοούσε ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή ότι οι αντιφάσεις της ορθολογικής σκέψης, γεννώνται όταν τα θέματα που πραγματεύεται δεν μπορεί να διαχειριστεί η λογική.  Υπάρχουν θέματα για τα οποία μπορεί να μιλάει κανείς κι είναι αυτά που μπορεί να πραγματεύεται ο ορθολογισμός, και θέματα που δεν μπορεί να μιλάει κανείς αφού όταν τα διαχειριζόμασται ορθολογικά αντιφάσκουν. Τα θέματα που δεν μπορεί να μιλά κανείς, είναι άρρητα και είναι οι αρχές που δεχόμασει για να θεμελιωθεί ο ορθός λόγος. Δεν μπορείς να μιλάς π.χ. για την ύπαρξη του Μη-Είναι αφού το Μη-Είναι εξ’ορισμού δεν μπορεί να είναι. Έτσι, όπως είπε ο Παρμενίδης, αν θέλουμε να έχουμε συμπεράσματα ορθολογικά, πρέπει να βγάλουμε απ’το συλλογισμό μας κάθε στοιχείο που περιέχει το Μη-Είναι, δηλαδή κάθε αντίφαση γιατί αυτή πάντα χαραχτηρίζεται σαν Είναι-Μη Όντας. Ο Ζήνων βέβαια δεν έχει προτείνει ποτέ μιαν αντιφατική λογική, αφού αυτό το έκανε πολύ πριν ο Ηράκλειτος, όμως όλες οι προτάσεις και παρατηρήσεις του πάντα στρέφονται ενάντια στον ορθολογισμό.  Πάντοτε βρίσκει αντινομίες που γεννάει η αποδοχή των αρχών του ορθού λόγου κι οι προτάσεις του Παρμενίδη. Η αποδοχή των Ιδεών και των μηχανισμών των συγκριτικών διαδικασιών του ορθολογισμού, είναι κάτι το άρρητο κι αδιαπραγμάτευτο. Πιστεύουμε σ’αυτά γιατί μόνο μ’αυτά μπορούμε να έχουμε λογικά συμπεράσματα, που συμφωνούν απόλυτα με την καθημερινότητα που όπως τόνισε και ο Διογένης ο Ταραντίνος στην αρχή της συζήτησής μας, -αυτά είναι η ίδια η πραγματικότητα-. Θα έλεγα λοιπόν ότι διαλεκτική με την έννοια που της δίνει ο Ηράκλειτος κι ο Ζήνων, που θα ήταν μια λογική ξέχωρη απ’τον ορθολογισμό και που θα μπορούσε να έχει επιστημονικό χαραχτήρα και ερευνητική αξία, δεν μπορεί να υπάρξει».

    Εκείνη τη στιγμή μπήκε στη συζήτηση και ο Αλοβέρδος Μονόλιθος που ενώ έδειχνε πολύ υπομονετικός η συζήτηση όπως είχε διαμορφωθεί τον είχε προκαλέσει διανοητικά.  Είπε λοιπόν: «συμφωνώ με τον Νέαρχο αλλά επιφανειακά, γιατί άποψή μου είναι ότι ο κόσμος και τα πράγματα αλλάζουν αληθινά. Ακόμα στο πως θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ο κόσμος και τα πράγματα, μόνο με τον Ζήνωνα θα μπορούσα να συμφωνήσω, αφού ο κόσμος και τα πράγματα μάλλον είναι όπως τα ονειρεύτηκε ο Ηράκλειτος. Όμως νομίζω όπως κι ο Νέαρχος ότι κάθε απομάκρυνση από τον ορθολογισμό, μόνο το χάος μπορεί να φέρει. Η αντικειμενικότητα και ο ορθολογισμός είναι το βάθρο που επάνω του μπορεί να πατήσει η επιστήμη. Αυτό το έχουν αναλύσει κι άλλοι πιο πριν, έτσι στη συνέχεια θα προσπαθήσω να δείξω που συμφωνώ με τον Ζήνωνα και πως, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσαν οι απόψεις του να μην αντιστρατεύονται στην επιστήμη αλλά να την επικουρούν.  Τονίζω επίσης ότι καί η άποψη του φίλου του Ελευθερέα, είναι απολύτως αντίθετη με τη δική του, αφού βλέπει τον κόσμο σταθερό και τη λογική που είναι η πορεία της Ιδέας, εν εξελίξει. Αντιστρέφει τον κόσμο, χωρίς κανένα όφελος, μόνο για να μπορεί να έχει κάποιο Απόλυτο ξεκίνημα Καθαρού Είναι και να μπορεί να αναφέρεται σε μια Μεταφυσική χωρίς νόημα επιστημονικό.
     Οι απόψεις όμως των Ηράκλειτου και Ζήνωνα περί σχετικότητας χρόνου, τόπου και πραγμάτων, είναι πολύ ερεθιστική νοητικά και αν τις στηρίξει κανείς με την καταλυτικο-συνθετική διαδικασία ύπαρξης των πραγμάτων, που έχει προτείνει ο Ηράκλειτος, είναι ότι πιο θαυμάσιο έχει ποτέ ακουστεί. Το πρόβλημα είναι όμως, πως θα ήταν δυνατόν όλο αυτό το διαλογικό γίγνεσθαι να ενταχτεί στο ορθολογικό ρεύμα; Προτείνω λοιπόν ότι η λύση βρίσκεται στο ότι η ταυτότητα ενός γεγονότος με τον εαυτό του, ακόμα κι αν αλλάζει, έχει κάποια όρια μέσα στα οποία μπορεί να θεωρείται (σχεδόν) ταυτή με τον εαυτό της. Τη στιγμή λοιπόν ακριβώς που δυο συστήματα σχετίζονται με την κάθε ευκαιριακή και στιγμιαία ταυτότητα, δύνανται έστω και προσεγγιστικά, να υπάρχουν αντικειμενικά το ένα σε σχέση με το άλλο. Υπάρχει λοιπόν η δυνατότητα το γίγνεσθαι ως αληθινό να ενταχθεί μέσα στο ορθολογικό ρεύμα, ακόμα περισσότερο όταν υπάρχουν μαθηματικοί δρόμοι μέσα απ’τους οποίους μπορεί να υπολογιστεί η διαφορικότητα των καταστάσεων.   Τονίζω επίσης ότι υπάρχει ο τρόπος ν’αποδείχθει μαθηματικά, ότι τα αντικείμενα στις μεγάλες ταχύτητες διαστέλλονται προς τη διεύθυνση της κίνησης και ότι τα αντικείμενα είναι συνυφασμένα με το χώρο και το χρόνο. Δηλαδή ο χώρος δεν είναι κάτι αδιάφορο μέσ’στο οποίο υπάρχουν ή δεν υπάρχουν τα πράγματα, αλλά όπως μας προϊδεάζει ο Αναξίμανδρος, ο Ηράκλειτος και τελικά ο Ζήνων, τα ίδια τα πράγματα μαζί με τον χρόνο και το χώρο συνιστούν μιαν ενότητα, ένα γίγνεσθαι.  Όλ’αυτά, χώρος χρόνος και αντικείμενα, μεταξύ τους σχετίζονται γενετικά, και δεν μπορεί το ένα χωρίς τα άλλα. Ακόμα κάθε σχετικό σύστημα εκτός από την ενότητά του με τα άλλα, μπορεί να λειτουργεί σαν ξέχωρο έχοντας τις δικές του χωρο-χρονικές αντιστοιχίες. Δηλαδή αυτό που θεωρείται χρόνος για ένα σύστημα, μπορεί για άλλο σχετικό σύστημα να είναι χώρος ή μπορεί οι χρονικές αντιστοιχίες να είναι διαφορετικές σε διαφορετικά συστήματα που ανάλογα με το σημείο αναφοράς τους λειτουργεί και το χωρο-χρονικό τους σύστημα. Δηλαδή η χρονική διάρκεια ή η χρονική αλληλουχία είναι διαφορετική σε διαφορετικά συστήματα αδρανείας».
    Φαίνεται ότι το ακροατήριο δυσανασχετούσε αφού κάποιοι είχαν αρχίσει να εκτοξεύουν σκωπτικά σχόλια ή να μουρμουρίζουν από δυσαρέσκεια.
    Τότε παρενέβει οργισμένος ο Νέαρχος κι επέπληξε το ακροατήριο που δεν ήταν ικανό να έχει μια κόσμια στάση απέναντι σε κάτι που δε μπορεί να καταλάβει.
    Ο Βόρις τη στιγμή αυτή ζήτησε διακοπή. Μετά πλησίασε το Νέαρχο και του πρότεινε να έδινε τέλος στο συμπόσιο και να οργάνωνε διάλογο με τους κορυφαίους συζητητές και ίσως τους πιο δραστήριους και σοβαρούς συνομιλητές.  Ο Νέαρχος αρνήθηκε υπενθυμίζοντας ότι ο απώτερος σκοπός του συμποσίου ήταν η εξουσία κι η δημοκρατία και τόνισε ότι ήταν πρώτα απ’όλα δίδαγμα κοινωνικών σχέσεων.  Και συνεχίζοντας με ύφος σιβυλλικό είπε ότι άλλοι είναι επικίνδυνοι για τη δημοκρατία κι όχι αυτοί οι ανόητοι. 
     Το ύφος του Νέαρχου ήταν τέτοιο, που ο Βόρις κατάλαβε που το πήγαινε τελικά ο αφέντης του κι αναρωτήθηκε, πως θα κετέληγε ένα φιλοσοφικό συμπόσιο εκεί.
     Τη στιγμή εκείνη ζήτησε τον λόγο ο Τύχων ο Κρης, ένας νεαρός συνδαιτυμών άγνωστος στο ευρύ κοινό, θαυμαστής του Αλοβέρδου.  Όμως ο Βόρις ζήτησε την διακοπή  των ομιλιών του συμποσίου για την επόμενη μέρα, με τη δικαιολογία ότι η διαλογική ατμόσφαιρα ήταν πολύ ηλεκτρισμένη. Πρότεινε λοιπόν να συνεχιστεί το συμπόσιο με την ακρόαση απαγγελιών κάποιων νέων ποιητών και ζήτησε από τον Τύχωνα να περιμένει την αυριανή ημέρα για την ανάπτυξη των απόψεών του.

Ξάφνου η αίθουσα γέμισε μουσική και χορό και στο κέντρο ένας νέος ποιητής απήγγειλε ποιήματα εμπνευσμένα απ’τη διαλεκτική:

            πορεύομαι συντιθέμενος σ’άλλες θέσεις
            είμαι αλληλουχία θέσεων
            θέσεων ανασύστασης θέσεων αυτοαναίρεσης
            η διάρκειά μου είναι η πορεία μου σαν ουσία
            μια διάρκεια που είναι έτσι γιατί δεν διαρκεί

            εγώ είμαι μόνο τώρα
            μια αυτοαναιρούμενη επιβεβαίωση
            το παρόν στίγμα
            που αλληλοαποκλείονται δυο καταστάσεις
            υπάρχω εγώ αλλού
            υπάρχω άλλος εδώ

            είμαι μόνον εκεί που διαψεύδομαι

Μετά απ’αυτόν μια νεαρή ποιήτρια συνέχισε:
            
            το αντικείμενο της νόησης
            φύλλα ξερά στάχτες
            ο μοναχικός τεχνίτης του αντίλογου λόγου
            θα τα κάνει τέχνη
            θα είναι μιας χρήσης ή απεριορίστων χρήσεων
            την κάθε φορά διαφορετικό
            θα καίεται φωτίζοντας τον εαυτό του

            στο έσχατο κενό η πληρότητα
            στο μέγιστο οργασμό η γαλήνη 
            στην πολυμάθεια η άγνοια
            το ίδιο το φως είναι σκοτεινό
            η ίδια η φωτιά παγερή
            διαπερνά τα πάντα χωρίς να τ’αγγίζει

            το τέλειο είναι νεκρό
            το ζωντανό ατελές
            αντλεί δύναμη απ’την αδυναμία του
            ζωή απ’το θάνατό του. 

 Όταν τελείωσε το συμπόσιο παρατήρησα τον Τύχωνα που ήταν λεπτός, μικρού αναστήματος ευκίνητος κι ομιλητικός, να έχει πλησιάσει τον Αλοβέρδο και κάνοντας κάποιες χειρονομίες που μάλλον έδειχναν αποφασιστικότητα και εμμονή σε κάποιες πιθανές αντιρρήσεις του Αλοβέρδου, να συζητά με πάθος τις απόψεις του.  Ο Αλοβέρδος τον κοίταζε με συμπάθεια αλλά δείχνοντας πως κάπου διαφωνεί. Παρακολούθησα τη θαυμάσια εικόνα τους να χάνεται στο σκοτάδι. Εγώ με τον Ελευθερέα προχωρήσαμε αργά προς το σπίτι. Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Καθήσαμε για λίγο στην πεζούλα του παραθύρου που κοίταζε προς τη θάλασσα.  Ο Ελευθερεύς είπε κάτι για το θαυμάσιο κλίμα της μεσογείου, για την ανατολή και τη δύση του ήλιου στην ήμερη θάλασσα, κάτι πολύ ποιητικό. Μίλησε για τους Έλληνες που είχαν την τύχη να ζουν εκεί και συμπλήρωσε:  Θα έλεγα πως η αιτία  αυτού του πολιτισμού βρίσκεται σ’αυτό το θαυμάσιο κλίμα, όμως δεν απατώμαι γιατί κι άλλοι λαοί έζησαν και ζουν σ’αυτό το χώρο κι όμως η ζωή τους παράγει τη βαραβαρότητα και τον τρόμο.
    Όταν ξύπνησα το άλλο πρωΐ ο Ελευθερεύς είχε φύγει. Έπρεπε να γυμνάσει το σώμα του στον πρωϊνό ήλιο και την θάλασσα ώστε να μπορεί να αντέχει τις κακουχίες της σκληρής ζωής του.
     Συναντηθήκαμε στο ταβερνάκι της παραλίας όπου εκεί ήταν κι ο Τύχων με τον Αλοβέρδο. Ο Τύχων ήταν πολύ λιτός μια φέτα μαύρο ψωμί και τέσσερις ελιές, ενώ ο Αλοβέρδος με τον Ελευθερέα είχαν μπροστά τους δυο αυγά τηγανητά με χοιρινό καπνιστό.  Ο Ελευθερεύς είχε κι ένα μικρό ποτήρι με κόκκινο κρασί, την ώρα που ο Τύχων τον απέτρεπε απ’το να πιεί κρασί το πρωΐ.  Αυτός γέλασε καλοκάγαθα εξηγώντας του πως εκεί στο βορρά η ζωή δεν ξεκινά αλλίως.  Από μακριά είδαμε τις φιγούρες των Πλάτωνα και Σωκράτη να πλησιάζουν, φαίνεται πως είχαν πάει στην πρωινή θάλασσα ν’ασκηθούν κατά το συνήθειο των Αθηναίων. Πλησίασαν χαμογελώντας, ο Σωκράτης έκανε κάποιους “αλάνικους” υπαινιγμούς για την αντροπαρέα μας, όπως «κορίτσια καλημέρα σας», οι Αθηναίοι ήταν πολύ αθυρόστομοι, τους άρεσε το χοντρό αστείο με σεξουαλικούς υπαινιγμούς, αντίθετα ο Πλάτων ποτέ δεν συμμετείχε στα αστεία του δασκάλου του, ήταν ολοφάνερο πως είχαν διαφορετική καταγωγή.  Ο Πλάτων πήρε μια κούπα γάλα με λίγο ψωμί, ενώ ο Σωκράτης ζήτησε να του ετοιμάσουν ψητό σκουμπρί που να συνοδεύεται μ’ένα ποτήρι ρετσίνα.  Ήξερε πως ο Νέαρχος έδωσε εντολή, οι επισκέπτες του να μην πληρώνουν τίποτα και οι εμπόροι θα έπαιρναν τα λεφτά τους στο τέλος του συμποσίου από τον Σαδή.
     Είχε γίνει γνωστό, ότι αργά το μεσημέρι ο Σωκράτης κι ο Πλάτων θα έφευγαν για τις Συρακούσες με κάποιο πλοίο που θα περνούσε πηγαίνοντας για Μασσαλία. Μαζί τους θά’φευγε κι ο Αλοβέρδος που απ’τη Μασσαλία θα συνέχιζε για το βορρά. Ο Ελευθερεύς είχε ετοιμάσει κι αυτός το “καραβάνι” του με εμπορεύματα πολυτελείας για τις πόλεις του Βορρά.  Έτσι ο Τύχων δε θα είχε την τύχη να συζητήσει μ’αυτούς μπροστά στο κοινό, είχαν όμως συζητήσει κατ’ιδίαν και μολονότι δεν συμφωνούσαν απόλυτα, ένιωθαν πως οι απόψεις του θα τους εκπροσωπούσαν.

ΗΜΕΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ  όπου ο Τύχων ο Κρής, θέτει το αίτημα της επιστημονικής νομιμότητας της διαλεκτικής λογικής
Το συμπόσιο είχε ξεκινήσει αργά εκείνη την ημέρα αφού έπρεπε ο Νέαρχος και οι γραμματικοί του να αποχαιρετήσουν τους ταξιδιώτες.
    Ο Τύχων νεώτατος ολοκάθαρος σεμνά ντυμένος, έλαμπε και ο Νέαρχος που τον καμάρωνε για το ήθος και την αξία του, ένιωθε πως είχε κι αυτός βρεί τον Πλάτωνά του. Ναι! Ο Τύχων ήταν ένα νέο αστέρι σ’αυτόν τον κόσμο της νόησης και της μοναξιάς.
   Αρχίζοντας ο Τύχων ζήτησε τη συμπάθεια των ακροατών γιατί θα προσπαθούσε, όπως είπε, να συμπτύξει όλα αυτά από τα προλεγόμενα που θεωρούσε ότι μπορούν να συνταχτούν σαν μια φιλοσοφική προσέγγιση, που να μην αντιστρατεύεται στην έννοια της επιστημονικότητας, όπως είχε αρχίσει να διαμορφώνεται με τα σύγχρονα δεδομένα. Αυτό γιατί και με τη σύμφωνη γνώμη του Νεάρχου, η συζήτηση είχε απλώσει πάρα πολύ κι άθελά μας είχε ξεστρατίσει απ’την ουσία του θέματος που ήταν η Διαλεκτική.
   «Υπάρχει η αντίληψη ότι η Διαλεκτική είναι η επιστήμη των γενικών νόμων της κίνησης και ανάπτυξης της φύσης, της ανθρώπινης κοινωνίας και της νόησης. Όμως με την καινούρια αντίληψη περί επιστημονικότητας, μπορεί πολύ καλά να τεθεί το ερώτημα, αν η διαλεκτική είναι επιστήμη κι αν οι λεγόμενες αρχές της έχουν επιστημονική βάση. Ακόμα αν η Διαλεκτική είναι μια ξέχωρη λογική ή συμπληρωματικό εργαλείο του Ορθολογισμού».
   «Στη συζήτηση αυτή» τόνισε ο Τύχων «δε θα ξεχωρίσω τις διάφορες τάσεις της διαλεκτικής αλλά θα προσπαθήσω να ενσωματώσω τις αρχές αυτές σ’ένα σύστημα που να ανταποκρίνεται στη σύγχρονη επιστημονική αίσθηση και ίσως στο τέλος να δοθεί από μόνη της η απάντηση.
     Θα μπορούσαμε να επισημάνουμε πρώτα, ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά της φύσης,  όπως αυτά αναδεικνύονται απ’την παρατήρηση, την εμπειρία και τη λογική προσέγγιση που θα μπορούσαμε να κάνουμε σ’αυτά.
1. Η φύση συνιστά ολότητα. Δηλαδή Ένα διαφοροποιούμενο Αντιθετικό Όλον το οποίο βρίσκεται σε αέναη εξέλιξη. Μπρούμε να πούμε ότι η Ενότητα αυτού του Όλου, βρίσκεται στην υλικότητά του.
2. Η φύση συνιστά ολότητα, ακριβώς επειδή τα μέρη της αλληλεπιδρούν και καθορίζονται αμοιβαία. Αυτό γίνεται μέσω των φυσικών αλληλεπιδράσεων, δηλαδή των μορφών της ύλης που εκπέμπονται κι απορροφώνται από τα φυσικά συστήματα, εξασφαλίζοντας την ενότητα του κόσμου στο πολύ μικρό και το πολύ μεγάλο.
3. Η ενότητα των υλικών μορφών έχει αντιθετική φύση. Η αντίθεση λειτουργεί μέσα στα πράγματα είτε διατηρώντας την ισορροπία τους, είτε διαταράσσοντάς την όντας αιτία καταστροφής των παλαιών και δημιουργίας άλλων νέων μορφών ύπαρξης της ύλης.
4. Χάρη στην αλληλεπίδραση και την αντίθεση, η φύση δε συνιστά ένα στατικό σύστημα, αλλά μιαν ολότητα σε αέναη εξέλιξη.  Αυτό το Γίγνεσθαι είναι το γενικό χαραχτηριστικό της φύσης.
5. Το γίγνεσθαι όντας προϊόν της αλληλεπίδρασης του αμοιβαίου καθορισμού και της λειτουργίας των αντιθέσεων στη φύση, είναι αιτιοκρατημένο. Η επιστήμη με τη σημερινή έννοια μελετά τις ειδικές αιτίες των φαινομένων και τα δεδομένα τους θεμελιώνουν τη διαλεκτική αντίληψη για τη σχέση τυχαίου και και αναγκαίου στη φύση. Το αναγκαίο είναι αποτέλεσμα μιας σειράς τυχαίων συμβάντων, που είναι με τη σειρά τους αιτιοκρατημένα.  Σκοπός της επιστήμης είναι ν’ανακαλύψει τους όρους λειτουργίας τους.
6. Κατά τη διάρκεια του Γίγνεσθαι (της κίνησης, της εξέλιξης) η ποσότητα μετατρέπεται σε ποιότητα και έτσι η εξέλιξη δεν είναι απλά μια συσσωρευτική διαδικασία συνέχειας. Χαραχτηρίζεται από άλματα που είναι οι καταστροφές των παλαιών μορφών και οι αναδύσεις των νέων μορφών «από το βάθος του πραγματικού», όπως χαραχτηρίζει αυτή την κατάσταση και ο αγαπητός μας Ελευθερεύς Εκγέλας.
7. Η φύση είναι οργανωμένα επίπεδα που επικοινωνούν μεταξύ τους και που μπορούν άφοβα να θεωρηθούν προσεγγιστικά σαν αντικειμενικά και κλειστά, όπως τονίζει και ο άλλος αγαπημένος φίλος μας, ο Αλοβέρδος Μονόλιθος. Τα επίπεδα αυτά όντας σαφώς ιεραρχημένα μπορούν να έχουν δικούς τους νόμους λειτουργίας αλλά αυτή η σχέση δε μπορεί να είναι απόλυτη, επικοινωνούν μεταξύ τους κι έτσι οι νόμοι του ευρυτέρου επιπέδου, λειτουργούν στο υπόβαθρο του είδικού επιπέδου εκφράζοντας και συνιστώντας την ενότητα της φύσης.
8. Το σύμπαν δεν είναι μια μηχανή· η έννοια της κοσμογένεσης (του γίγνεσθαι) εκφράζεται νόμιμα σαν το γενικότερο χαρακτηριστικό του σύμπαντος ενώ τ’άλλα χαραχτηριστικά που αναφέραμε πριν, είναι επί μέρους όψεις της εξελισσόμενης ολότητας που είναι η φύση. Μπορούμε άραγε να αξιώσουμε τη διατύπωση μιας διαλεκτικής της φύσης;  Αυτά τα χαρακτηριστικά που διαπιστώνουμε σαν γενικά, μπορούν να συστήσουν γενικούς νόμους;»
   «Επειδή ο ορθολογισμός αντιμετωπίζει τον κόσμο ως στατικό, θεωρήθηκε αναγκαίο να προταθούν άλλες αρχές που ν’αντιμετωπίζουν τον κόσμο εν τω Γίγνεσθαι. Ο αγαπητός μας φίλος Ελευθερεύς θέλοντας να οριοθετήσεις την Ιδέα εν τω Γίγνεσθαι προτείνει για το σκοπό τις εξής λογικές αρχές:
α. Την αρχή του περάσματος απ’την ποσότητα στη ποιότητα κι αντίστροφα.
β. Την αρχή της αλληλοδιείσδησης των αντιθέτων.
γ. Την αρχή της άρνησης της άρνησης.
Οι αρχές αυτές φιλοδοξούν να αποτελέσουν τη βάση ενός τυπικού οργάνου Διαλεκτικής Λογικής αντίστοιχου με το τυπικό ορθολογικό όργανο. Αυτό το τυπικό διαλεκτικό όργανο είναι αλήθεια ότι βρίσκεται σε μια συνεχή αναπροσαρμογή κι αναδιάταξη σύμφωνα με τα εμπειρικά δεδομένα, που κάποιοι νεωτεριστές έχουν καταλήξει ότι οι αρχές αυτές θα μπορούσαν να είναι πέντε:
α. Η αρχή της καθολικής αλληλεπίδρασης (της αμοιβαίας διαμεσολάβησης και σύνδεσης αυτού που υπάρχει).
β.  Η αρχή της καθολικής κίνησης.
γ.  Η αρχή της ενότητας των αντιθέτων.
δ.  Η αρχή του μετασχηματισμού της ποσότητας σε ποιότητα (των αλμάτων).
ε.  Η αρχή της ελικοειδούς ανάπτυξης (της υπέρβασης).
     Είναι φανερό ότι όσο συζητάμε την οργάνωση ενός τυπικού διαλεκτικού εργαλείου έρευνας, τόσο το αναδιαμορφώνουμε έτσι που φαίνεται ότι είναι ακόμα ανοικτό στην συγκομιδή της επιστημονικής δραστηριότητας».   «Κάποιοι πιστεύουν ότι αυτοί είναι Νόμοι καθολικού κύρους. Αλλά ποιός είναι ο βαθμός επιστημονικού επίπεδο αυτών των νόμων;  Γνώμη μου είναι ότι η φιλοσοφία και κατά συνέπεια η διαλεκτική ή ακόμα κι η διαλεκτική της φύσης, δεν είναι ειδική επιστήμη όπως η φυσική ή η ιατρική κλπ.  Συνεπώς οι «νόμοι» της διαλεκτικής, δεν μπορούν να έχουν επίπεδο νόμων όπως των φυσικών επιστημών, αλλά ακόμα εγώ θα έλεγα ότι δεν μπορούν να είναι νόμοι.  Το κριτήριο του εμπειρικού ελέγχου δε μπορεί να εφαρμοστεί σε νόμους που στην καθολικότητά τους υπερβαίνουν την εμπειρία. Όμως αυτές οι προτάσεις της διαλεκτικής μολονότι δεν έχουν το επίπεδο των επιστημονικών νόμων, δεν είναι αυθαίρετες ούτε στερούνται νοήματος.  Προκύπτουν ως γενίκευση και υπέρβαση της ειδικής γνώσης και των είδικών νόμων και έτσι μπορούν να θεωρούνται ελέγξιμες, με την έννοια ότι αποτελούν ένα είδος συσσωρευμένης γνώσης, που ελέγχεται από την πράξη ως σωστή ή λανθασμένη.
     Η Διαλεκτική και ειδικά η Διαλεκτική της Φύσης, είναι μια σειρά προτάσεων που τίθενται κάτω απ’το συνεχή έλεγχο της θεωρίας και της πράξης. Εμπλουτίζονται κι αναπτύσσονται ή απορρίπτονται σαν λανθασμένες. Η Διαλεκτική της Φύσης είναι ένα πεδίο ανοικτό, που αναπτύσσεται δημιουργικά μέσ’απ’την επιστημονική έρευνα. Όμως ενώ μπορούμε να δεχτούμε την ύπαρξη Διαλεκτικής Μεθόδου ή και τη Διαλεκτική διαδικασία προσέγγισης της φύσης, υπάρχει πρόβλημα στην αποδοχή μιας έγκυρης Διαλεκτικής Λογικής σαν αυτήν της τυπικής Ορθολογικής διαδικασίας.
    Οι αρχές της ταυτότητας και της μη αντίφασης της τυπικής ορθολογικής διεργασίας έχουν ένα ευρύ πεδίο ισχύος. Η ισχύς του απλώνεται όπου τα αντικείμενα διατηρούν την ταυτότητά τους κι οι σχέσεις τους δε μεταβάλλονται μα συνιστούν στάσιμες καταστάσεις. Όμως στη φύση υπάρχει επίσης κίνηση, μεταβολή και ριζική αλλαγή. Υπάρχουν καταστάσεις που τείνουν να εξαφανιστούν και άλλες που αναδύονται απ’το βάθος του πραγματικού. Υπάρχουν λοιπόν καταστάσεις που η τυπική λογική δεν ισχύει, αφού το γίγνεσθαι που καλείται να διαχειριστεί, είναι η σχέση Όντος-Μη Όντος που η τυπική λογική κι ο ορθολογισμός το απορρίπτουν μιας εξ’αρχής.  Ως εδώ λοιπόν υπάρχουν τα όρια της στατικότητας και της τυπικής λογικής, κι από δω και πέρα υπάρχουν τα όρια της λογικής του Γίγνεσθαι και της Αντιθετικότητας.
    Η Διαλεκτική Λογική διαχειρίζεται την αντιθετικότητα που λειτουργεί σαν γενετική διαδικασία μέσ’τα ίδια τα πράγματα παραβιάζοντας έτσι την τυπικότητα της αρχής της μη αντίφασης. Αυτό όμως θα πεί ότι η Διαλεκτική Λογική είναι η λογική της Αντίθεσης κι όχι της Αντίφασης. Εκφράζει την ύπαρξη αντιθέσεων μέσα στα πράγματα, ως συγκεκριμένες-διαφοροποιούμενες ενότητες αμοιβαία αποκλειομένων κατηγορημάτων.  Οι αντιθέσεις αυτές μπορεί να είναι στάσιμες, να βρίσκονται σε μια σχετική ισορροπία, να εξελίσσονται, και πολλές φορές το αποτέλεσμα της εξέλιξής τους να είναι η καταστροφή του ενός πόλου της αντίθεσης κι η επιβολή του άλλου. Η Διαλεκτική Λογική διαψεύδει την τυπική λογική, αλλά δεν την καταργεί. Δεν πέφτει στο Παράλογο. Η Διαλεκτική Λογική, όπως η τυπική λογική, δε δέχεται αντιφατικές αποφάνσεις την ίδια χρονική στιγμή στο ίδιο αντικείμενο.  Δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό το ύφασμα είναι ταυτόχρονα λευκό και μαύρο. Απ’όπου το αξίωμα:   «Η θεωρία των Αντιθέσεων Δεν μπορεί να είναι Αντιφατική».
    «Ήδη από την εποχή του Αναξίμανδρου, του Αναξιμένη και του Ηράκλειτου συζητάται η υλικότητα του κόσμου.  Δηλαδή ότι ο κόσμος συνίσταται από στοιχειώδη που έχουν υλική φύση, αιθέρας, πυρ κλπ. Όμως η ίδια η Ύλη, η Ύλη καθεαυτή, δε μπορεί να υπάρχει σαν τέτοια.  Γνώμη μου είναι ότι η Ύλη καθεαυτή είναι μια γενίκευση που υπάρχει μόνο στον ανθρώπινο νου.  Η Ύλη αληθινά υπάρχει πάντα ως κάτι συγκεκριμένο και πεπερασμένο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η ενότητα όλων αυτών των υπαρκτών συγκεκριμένων, που η μόνη κοινή ιδιότητα τους είναι η υλικότητα.  Η ίδια η υλικότητα όμως, είναι κάτι που κανείς δεν το αισθάνθηκε ή το είδε σαν τέτοιο. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για κάποιες ιδιότητες της Ύλης, όπως το άπειρο και την κίνηση.  Η Ύλη είναι άπειρη, αλλά ούτε η Ύλη ούτε το άπειρο, σαν ουσία συγκεκριμένη μπορεί να υπάρχει. Όσο για την κίνηση, είναι μια ιδιότητα των υλικών συγκεκριμένων πραγμάτων που μπορεί να έχει μορφή μόνο σε σχέση με τα πράγματα. Το ίδιο και το γίγνεσθαι. Όμως το γίγνεσθαι είναι ενότητα Είναι και Μη-Είναι, άρα είναι ενότητα και τετμημένο την ίδια στιγμή, ομοιότητα και διαφορότητα. Λέγεται από τους παλαιούς φιλόσοφους ότι τα αντίθετα διεισδύουν αμοιβαία, το ένα διεισδύει στα πολλά και τα πολλά εξίσου στο ένα, η μοναδικότητα στην πολλαπλότητα και η πολλαπλότητα στη μοναδικότητα. Εγώ προσωπικά αμφιβάλλω αν υπάρχουν κάποια έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη που παίζουν το ρόλο των δομικών στοιχείων του κόσμου μας.  Θα μπορούσαν να υπάρχουν στοιχειώδη που όμως βρίσκονται σε συνεχή εξέλιξη και αλλαγή.  Την κατάσταση αυτή μπορούσαμε να την περιγράψουμε ως Ενότητα και Πάλη των Αντιθέτων. Αυτή μπορεί να είναι η αιτία της αλληλεπίδρασης των ουσιών και των καταστάσεων, αλλά και της εγγενούς κίνησης της Ύλης που έχει ως αποτέλεσμα το Γίγνεσθαι».       «Θα μπορούσε η έννοια του γίγνεσθαι να μας οδηγήσει στην αντίληψη ότι ο κόσμος ουσιαστικά είναι μια ενότητα και οι ουσίες αλλά και τα πράγματα στο βάθος δεν μπορούν να έχουν την ανεξαρτησία που τους δίνει ο ορθολογισμός, που τη λέμε αντικειμενικότητα.  Επίσης όπως είπε και ο Ηράκλειτος, ο κόσμος είναι ίδιος για όλους κι όχι διαφορετικός για τον καθένα.  Αυτό σημαίνει ότι αυτό που παρατηρώ εγώ σε μια κατάσταση δε μπορεί να είναι διαφορετικό απ’αυτό που παρατηρεί ο άλλος στην ίδια κατάσταση. Όπως κάτι που μπορεί να συμβεί σε μένα, δεν είναι αναγκαίο να συμβεί και στα άλλα αντικείμενα αλλά ούτε και η δραστηριότητα της παρατήρησής μου μπορεί να άρη την αντικειμενικότητα ή την ανεξαρτησία της ύπαρξής των παρατηρουμένων.
     Μολονότι υπάρχει η αλληλεπίδραση των αντικειμένων, μολονότι το Γίγνεσθαι προϋποθέτει τη συνεχή αλλαγή όλων των συστημάτων και των αντικειμένων, μπορούμε με προσοχή και ευκαιριακά να διαχωρίσουμε τα αντικείμενα και τις καταστάσεις για να τα ερευνήσουμε, βγάζοντας έγκυρα συμπεράσματα.  Δηλαδή μπορούμε άφοβα να δεχτούμε την αντικειμενικότητα ως έγκυρη.
     Μετά απ’όλα αυτά λοιπόν θα μπορούσα να καταλήξω ότι οι αρχές της διαλεκτικής που έχει προτείνει ο φίλος μας Ελευθερεύς μα κι άλλοι φίλοι εραστές της διαλεκτικής δεν μπορούν να έχουν το επίπεδο των νόμων, μα ούτε και το επίπεδο των ορθολογικών αρχών που είναι σε ευρύτατη επιστημονική χρήση σήμερα. Ο ορθολογισμός όμως έχει απόλυτη ανάγκη από ένα διαλεκτικό συμπλήρωμα για να υπερβαίνει τη στατικότητα. Έτσι οι αρχές του ορθολογισμού, που είναι όργανο έρευνας, μπορούν να συμπληρώνονται απ’τις λεγόμενες αρχές της διαλεκτικής λογικής, που δε μπορούν να σταθούν από μόνες τους σαν όργανο έρευνας. Οι αρχές της διαλεκτικής λογικής, είναι αποτέλεσμα της ερευνητικής διαδικασίας και όχι εργαλείο χρήσης.  Είναι όμως μια συμπληρωματική πυξίδα που δεν αφήνει τον ορθολογισμό να καλπάζει χωρίς χαλινό. 
     Τα εμπειρικά δεδομένα, ο ορθολογισμός και η δυναμικές ορθολογικές διεργασίες, που είναι η διαλεκτική, συνιστούν ένα νοητικό γίγνεσθαι, που θα μπορούσε να ονομαστεί, από μια άλλη νέα οπτική γωνία Διαλεκτική». 
     Ο Τύχων σήκωσε ένα ποτήρι νερό για να δροσίσει τα χείλη του και το κοινό που υπέθεσε ότι θα σταματούσε προς το παρών την ομιλία του, ακολούθησε τον Νέαρχο, που έχοντας σηκωθεί για πρώτη φορά από τη θέση του χειροκροτούσε με ενθουσιασμό.  Μάλιστα ζήτησε αμέσως μετά το λόγο, για να επισημάνει κάποιες λεπτομέριες.     Ο Τύχων εξεπλάγει και γύρισε σε κάποιον κοντινό του ομοϊδεάτη, (όχι μόνο σε θέματα φιλοσοφίας αλλά και στην πολιτική) που καί αυτός ήταν αντίθετος στη «δημοκρατία» του Νέαρχου, ρωτώντας έκπληκτος: Μα τι κακό είπα και με χειροκροτεί ο Νέαρχος;  Τώρα θα δούμε πως θα φέρει τις απόψεις μου στα μέτρα του!
    Ο Νέαρχος ανέβηκε αργά ιεροτελεστικά στο βήμα, σαν να ήταν η στιγμή που περίμενε. Κάρφωσε το βλέμμα του στο κοινό μ’αυτό τον τρόπο που έκανε όλους τους ακροατές να νιώθουν πως αποτείνεται ειδικά στον καθένα τους.  «Ο Τύχων, είπε, αυτό το άχραντο αστέρι της φιλοσοφίας στη μικρή μας Ελέα φαντάζει σ’εμένα σαν νέος Παρμενίδης, αφού όλες τις απόψεις του Παρμενίδη τις τοποθέτησε μ’ένα νέο τρόπο, πιο ταιριαστό στις απαιτήσεις της εποχής μας. Ενώ την ίδια στιγμή, έδωσε και στη διαλεκτική τη θέση ακριβώς που της ανήκει δίνοντας και στο Ηρακλειτικό πνεύμα τη θέση που του πρέπει. Έκανε δηλαδή, τον τέλειο συγκερασμό του ορθολογικού στατικού κόσμου με τη διαλεκτική ενός κόσμου γεγονότων εν τω γίγνεσθαι.  Η αντιθετικότητα που προτείνεται μ’αυτόν τον τρόπο μπορεί να μετέχει στο γίγνεσθαι, χωρίς να αδιαφορεί για το ταυτόν με τον εαυτό του.  Η μόνη μου διαφορά με τις προσεγγίσεις του Τύχωνα είναι ότι εγώ όπως κι ο Παρμενίδης πιστεύω ότι το γίγνεσθαι είναι φαινομενικό, ενώ ο Τύχων μολονότι δεν μιλά γι’αυτό, αφήνει να εννοηθεί ότι το γίγνεσθαι είναι ουσιαστικό. Επίσης διαφωνώ στην εμμονή του για την υλικότητα του κόσμου.  Μιλά για μια υλικότητα που καί ίδιος αμφιβάλλει για την ύπαρξή της. Όπως τονίζει δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να χαραχτηρίσει την ύλη ως τέτοια, αλλά ούτε την κίνηση, ούτε το άπειρο κι έτσι ούτε και το γίγνεσθαι.  Όλα αυτά είναι γενικές ιδιότητες της ύλης καθαυτής που δεν υπάρχουν ως τέτοια. Η ύλη ως καθαυτή είναι μια γενικότητα χωρίς νόημα και το γίγνεσθαι, όπως το άπειρο, με αυτή την έννοια χάνουν καί αυτά το νόημά τους.  Όσο για την κίνηση, παίρνει πάντα μορφή ως συγκεκριμένη κατάσταση, ιδιότητα ή σχέση συγκεκριμένων πραγμάτων.
    Μπορώ όμως να τονίσω ότι η αντιθετικότητα ως το γενεσιουργό στοιχείο του γίγνεσθαι, δεν επιτρέπει παραβίαση των ορίων των αντιθέτων που συνιστούν την κάθε συγκεκριμένη αντίθεση. Τα αντίθετα διατηρούν πάντα κάποιο έσχατο στοιχείο απαραβίαστο, που ορίζει την ανεξαρτησία των αντιθέτων. Ο Παρμενίδης όρισε ότι τα αντίθετα που συνιστούν το γίγνεσθαι του φαινομενικού μας κόσμου είναι δύο: Το Φως και το Σκότος.  Ο αγαπητός μας Τύχων δε θέλει να ορίσει έσχατα στοιχειώδη, ακόμα τονίζει πως δεν πιστεύει ότι υπάρχουν έσχατα.  Ο λογικός πυρήνας όμως της αντιθετικότητας, αφήνει να περάσει η άποψη των εσχάτων στοιχειωδών, που είναι απόλυτα σύμφωνη με το σύστημα ιδεών του νεαρού, αλλά θαυμάσιου Πλάτωνα και γι’αυτό ο ορθολογισμός είναι η ουσία της σκέψης του Τύχωνα.  Γνωρίζω πολύ καλά ότι οι πολιτικές απόψεις του αγαπητού μας Τύχωνα, κατά πολύ διαφέρουν από τις δικές μου για τη δημοκρατία, μα κι απ’τις απόψεις του συντριπτικού μέρους των πολιτών, όμως κατανοούμε ότι οι ευφυείς νέοι κατατρώγονται από ανησυχίες που οι απλοί άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται.  Η δημοκρατία όμως γνωρίζει πως αυτοί είναι δημιουγήματά της, είναι δικοί της και τους περιμένει μ’ανοικτές αγκάλες».
     Ο Τύχων είδε να συμβαίνει αυτό που φοβόταν περισσότερο.  Να τον περιμένει με ανοιχτές αγκάλες αυτός που μισεί και με έντεχνο τρόπο να αντιστρέφει αυτά που πιστεύει. Θα έπρεπε όμως να είχε καταλάβει ότι ο θαυμασμός του Νεάρχου ήταν αληθινός κι οι παρατηρήσεις του δεν ήταν χωρίς λόγο.  Όταν πήρα το λόγο λοιπόν για να κάνω τις επισημάνσεις μου, συμφώνησα απόλυτα με τις παρατηρήσεις του Νεάρχου.  Βέβαια δήλωσα ότι κατέληξα εκεί από ακριβώς αντίθετη οπτική γωνία και αυτό φαίνεται να είναι πολύ σοβαρό, αφού δυο αντίθετοι διανοητές, καταλήγουν από διαφορετικό δρόμο, στα ίδια συμπεράσματα. 
     «Ας δούμε τι εννοεί ο Τύχων με τη λέξη Ολότητα. Επεξηγεί: Ενιαίο αντιθετικό διαφοροποιούμενο Όλον. Η λέξη αντιθετικό αντινομεί με τις λέξεις, ενιαίο και όλον. Το Ενιαίο και το Όλον προϋποθέτει αυτό να είναι κάτι ζέον, που μπορεί να παρουσιαστεί ως Ουσία συγκεκριμένη.  Η αντιθετικότητα όμως το απαγορεύει, γιατί η συσσώρευση των στοιχειωδών που κάνουν την αντιθετικότητα πραγματικότητα, δε συνιστούν Όλον αλλά Σύνολο δηλαδή άθροισμα οντοτήτων κι όχι μιαν εννιαία οντότητα. Ακόμα στην πιθανή παρατήρηση του Τύχωνα ότι η αντιθετικότητα αυτή είναι ευκαιριακή και γίνεται για τεχνικούς λόγους, στοιχεία στα λεγόμενά του επιβεβαιώνουν το αντίθετο.
Α. Όταν μιλάει για αντιθετική αλληλεπίδραση, σημαίνει ότι: τα αντίθετα κάπου στο αόριστο βάθος τους συνίστανται από αναλλοίωτα δομικά στοιχεία κι έτσι διατηρούν την ανεξαρτησία τους προϋποθέτοντας από τη λειτουργία τους, καί όρια απαραβίαστα μεταξύ τους αλλά και αληθινή αντικειμενικότητα. Εδώ το Όλον δε μπορεί παρά να λογίζεται ως σύνολο, ―άθροισμα στοιχειωδών.
Β. Όταν δέχεται ότι η ουσιαστική ενότητα του κόσμου είναι η Υλικότητα του, κι ότι αυτή δε μπορεί να υπάρχει ως κάποια συγκεκριμένη ουσία και ότι η Υλικότητα καί η Ύλη είναι γι’αυτόν κατηγορίες της νόησης, για τι είδους Ύλη και Υλικότητα μιλάει.
Γ. Όταν δέχεται ότι η αντιφατικότητα είναι απαράδεχτη έννοια για τη λογική και συνεπώς για την πραγματικότητα, τότε απορρίπτει την αντιφατικότητα των όντων και της φύσης. Επίσης αφού η λογική και η πραγματικότητα πρέπει να συμπίπτουν, δέχεται ως λογική μόνο τον ορθολογισμό με έναν αντιθετικό διαφορικό χαραχτήρα που είναι ο σύγχρονος ορθολογισμός.    
 Δ. Ο Τύχων βέβαια προτείνει αυτή την άποψη γιατί θέλει να μη βρίσκεται μακριά από την τάση της επιστημονικότητας της εποχής μας. Θέλει κάθε τι να είναι επαληθεύσιμο ή διαψεύσιμο, από μιαν έρευνα που στηρίζεται στην εμπειρία και την ορθολογική διεργασία.  Όταν όμως θέλουμε να διαχειριστούμε την έννοια του Όλου, πρέπει να συνάγουμε κάποια πράγματα μέσω της λογικής και των πενιχρών δεδομένων που θα μπορούσαμε να έχουμε σε ένα τέτοιο θέμα.
     Αν ο Τύχων ήθελε να είναι συνεπής, δεν έπρεπε να μιλήσει καθόλου γι’αυτό,  όμως μιλάει για το Όλον και δέχεται την αντιθετικότητα σαν βασικό χαραχτηριστικό του. Όταν όμως μόνο με πεπερασμένα αντικείμενα μπορούμε να ερχόμαστε σε επαφή τότε θα πρέπει κατ’αυτή την άποψη ο κόσμος να γίνεται δεκτός ως εξελισσόμενο αντιθετικό σύνολο (άθροισμα) και όχι ως Όλον. Αυτό ως Σύνολο και όχι ως ζέον Όλον, έχει όρους και όρια απόλυτα καθορισμένα και η λειτουργία του είναι πάντα προδιαγεγραμμένη και πεπερασμένη.
Ε. Επειδή δέχεται ότι η αντιφατικότητα είναι πτώση στο παράλογο, δέχεται ότι η Διαλεκτική είναι αντιθετική κι όχι αντιφατική.  Έτσι όμως μέσω της αντιθετικότητας, ταυτίζει τη διαλεκτική με τον ορθολογισμό, θεωρώντας “την αρχή της μη αντίφασης” της τυπικής λογικής, ως ακρογωνιαίο λίθο της λογικής γενικά.
      Πιστεύω ότι ο αγαπητός Τύχων δεν μιλάει για Διαλεκτική Λογική, μα για κάποιο Διαφορικό ή Δυναμικό Ορθολογισμό, που βέβαια όλοι οι ορθολογιστές φιλόσοφοι τον έχουν αποδεχτεί απλά ως ορθολογισμό.  Ακόμα κι οι αρχές της τυπικής λογικής, έτσι όπως μπορούν να χρησιμοποιηθούν προϋποθέτουν και προβλέπουν μια διαφορικότητα. Με την έννοια αυτή, η αρχή της ταυτότητας θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή, ως αρχή της στιγμιαίας ταυτότητας ή της ευκαιριακής ταυτότητας, όπως προϋποθέτει κι ο Τύχων για την αντιθετικότητα και την αντικειμενικότητα.  Επίσης μ’αυτή την έννοια θα μπορούσαμε ένα σύστημα εν τω γίγνεσθαι, προσεγγιστικά και στιγμιαία, να το θεωρήσουμε ως ταυτόν με τον εαυτό του. Ακόμα οι τυπικές αρχές των συγκριτικών διαδικασιών θα μπορούσαν να προϋποθέσουν και καταστάσεις εν τω γίγνεσθαι. Ήδη για να ξεπεραστεί η στατικότητα του ορθολογισμού έχουν προταθεί μαθηματικά συστήματα που υπολογίζουν με ακρίβια τη διαφορικότητα των οροθλογικών δυναμικών συστημάτων.
     Έχω ήδη προτείνει μιαν άλλην αντίληψη περί του Είναι και του Γίγνεσθαι όμως πρέπει να την υπενθυμίσω ξανά, γιατί όταν την πρότεινα δεν έγινε αντιληπτή, ενώ τώρα μέσα από τις προτάσεις του Τύχωνα μπορεί να έχουν καλύτερη τύχη.
     Ο φίλος μας Ελευθερεύς Εκγέλας μιλάει για μιαν αντιφατικότητα που στηρίζεται στην αντίθεση, που είναι όπως λέει, η «άρνηση της άρνησης» η «ενότητα και πάλη των αντιθέτων». Όμως καί αυτός σε κάθε κριτική στιγμή που θα μπορούσε να ορθωθεί η αντίφαση, πάντα την αναλύει σε αντίθετα που μολονότι δημιουργούν ένα φαινομενικό γίγνεσθαι στο βάθος αλληλο-αποκλείονται.  Η Αντίφαση στον Εκγέλας είναι σχεδόν διακοσμητική.  Όσο για τις διαφορικές διεργασίες του, δεν προσθέτουν τίποτα στον ορθολογισμό, αφού με την εξέλιξη των μαθηματικών, η διαφορικότητα των γεγονότων και των συστημάτων, υπολογίζεται μ’ανώτερο τρόπο χωρίς τη συνδρομή της Εκγελαϊκής διαφορικότητας.
    Για να ξεκαθαρίσουμε τη διαφορά των αντιλήψεων περί της διαφορικότητας, αντιθετικότητας, αντιφατικότητας και διαλεκτικής, ας δούμε πως μπορεί να γίνει αντιληπτή η έννοια της κίνησης:  Έχει πει ο Εκγέλας, «ότι κάτι κινείται όχι γιατί είναι μια στιγμή κάπου και μιαν άλλη στιγμή κάπου αλλού, αλλά γιατί το κινούμενο είναι και δεν είναι την ίδια στιγμή κάπου».  Και τόνισε πως «η κίνηση είναι μια αντίφαση». Η αντιφατικότητα, όπως την αντιλαμβάνεται, είναι κάτι που δεν αγγίζει το ίδιο το κινούμενο.     Το αντικείμενο σύμφωνα με την άποψη αυτή είναι μια Ταυτότητα ενώ η κίνησή του μέσα στο χώρο έχει αντιφατική φύση.
   Ο Εκγέλας κι ο Τύχων έχουν διαφορετική άποψη περί κίνησης και ταυτότητας κάποιου αντικειμένου σε σχέση με τον εαυτό του απ’αυτήν του Ηράκλειτου και τη δική μου. Για μας «το κινούμενο δεν κινείται ούτε’κει που βρίσκεται ούτε κει που δε βρίσκεται». Το κινούμενο καταλύεται-συντιθέμενο και έτσι Αυτό-Είναι συνεχώς Άλλο-Αλλού.  Δε δικαιούται λοιπόν να διατηρεί την ταυτότητά του. Το κινούμενο κινείται μέσα στον ίδιο τον εαυτό του συνεχώς αλλάζοντας.  Σύμφωνα με αυτή την πρόταση, η αντιφατικότητα ουσιαστικά δεν υπάρχει κατά την μετακίνηση του αντικειμένου, αλλά στην ίδια του την ύπαρξη.   Είναι το γενεσιουργό στοιχείο της.
      Βλέπουμε λοιπόν ότι μπορεί να υπάρξει και μια άλλη λογική προσέγγιση στον κόσμο μας, που στηρίζεται σε μιαν άλλη λογική πρόταση περί του Είναι. Καί οι δυο προτάσεις έχουν λογική βάση, έτσι είναι θέμα προσωπικής προτίμησης ποια προσέγγιση θα ήθελε κάποιος να επιλέξει ως σωστή. Ακόμα θα πρέπει να λάβει υπ’όψιν του κάποιος ότι κάθε επιλογή, προϋποθέτει και μια σειρά άλλες αναγκαίες αποδοχές που την ακολουθούν.
     Η αντιθετικότητα, δε μπορεί παρά στο βάθος του κόσμου, να προϋποθέτει μια πεπερασμένη σειρά στοιχειωδών εσχάτων που θα πρέπει να είναι αναλλοίωτα και να υπάρχουν αντικειμενικά, άσχετα αν είναι ή δεν είναι δυνατόν να γίνουν γνωστά. Αυτό προϋποθέτει ένα κόσμο πεπερασμένο και κλειστό, που οι όροι του είναι αυτά τα ίδια τα στοιχειώδη, που είναι θετικά κι όχι αντιφατικά, και η λειτουργία τους. Όταν ένα δυναμικό σύστημα έχει όρους θετικούς, δηλαδή ιδιότητες αντιθετικής φύσης που είναι ταυτές με τον εαυτό τους, προϋποθέτει σαν αποτέλεσμα της λειτουργίας του  μια προκαθορισμένη σειρά αντιθετικών συνδυασμών (παιγνίων), που είναι τα όρια του τέλους του συστήματος. Οι συνδυασμοί αυτοί, απ’τη στιγμή που ετέθησαν οι όροι του «παιγνίου», βρίσκονται εκεί περιμένοντας να πραγματοποιηθούν από τη λειτουργία του συστήματος. Αυτό το σύστημα λειτουργώντας, κάποτε τελειώνει τον πεπερασμένο αριθμό συνδυασμών του και συνεχίζοντας θα επαναλαμβάνει αενάως αυτούς τους ίδιους συνδυασμούς. Οι συνδυασμοί αυτοί που φαίνονται σαν όρια του τέλους, συνιστούν μιαν αδιάρρηχτη ενότητα με τους όρους του συστήματος, μια που τα όρια κι οι όροι αυτοί αλληλοπροϋποτίθενται. Αυτά είναι οι Ιδέες του Πλάτωνα και το σύστημα, είναι το Εόν του Παρμενίδη. 
     Αν τα πράγματα προηγούνται των ιδεών ή οι ιδέες προηγούνται των πραγμάτων δεν έχει αληθινό νόημα, αφού οι όροι και τα όρια είναι ζεύγος αδιαχώριστο. Νόημα έχει αν ο κόσμος είναι κλειστό ή ανοικτό σύστημα.
     Πριν ορίσαμε την έννοια του κλειστού συστήματος που βέβαια έχει αναφερθεί από όλους σχεδόν του ομιλιτές και ξέρουμε απ’τον Παρμενίδη, ότι αυτό το σύστημα όντας κλειστό, είναι αντιθετικό, όπου εκεί λειτουργεί απρόσκοπτα ο ορθολογισμός κι αδιάψευστα η τυπική λογική.  Πρέπει λοιπόν να περιγράψουμε πως είναι λογικά δυνατόν ένα σύστημα να είναι ανοικτό. Τι όρους και όρια θα μπορούσε να έχει και τι είδους λογική μπορεί εκεί να λειτουργεί.
     Στο έργο του ο Ηράκλειτος μας παρουσιάζει τον τρόπο που κάποιο σύστημα μπορεί να είναι αντιφατικής φύσης άρα ανοιχτό, απειροστικό και κάθε του στιγμή να έχει μέσα της το στοιχείο του ανεπανάληπτου. Λέει ο Ηράκλειτος: «όπως δε μπαίνεις στον ίδιο ποταμό δυο φορές, δεν ξαναγγίζεις την ίδια ουσία, γιατί όλα βίαια και γρήγορα διαχωρίζονται και ξαναενώνονται, σκορπάνε-μαζεύοντας, καταλύονται-συντιθέμενα συγχρόνως». Αλλού τονίζει, ότι «η ευθύγραμμη κίνηση είναι αποτέλεσμα περιστροφής».  
     Όταν λοιπόν λέω ότι «το κινούμενο δεν κινείται ούτε εκεί που βρίσκεται, ούτε εκεί που δε βρίσκεται», εννοώ ακριβώς το πάρα κάτω:
     «Κάθε γεγονός είναι αποτέλεσμα στοιχειωδών που φεύγουν-επιστρέφοντας, στο σύμπαν και από το σύμπαν. Επειδή το σύμπαν δεν είναι κλειστό, ώστε τα στοιχειώδη που αναχωρούν-επιστρέφοντας να συμπληρώνουν κύκλο επαληθεύοντας απόλυτα τη θέση που ξεκίνησαν, αλλά όντας ανοικτό, την επαληθεύουν-διαψεύδοντάς την. Δηλαδή την αγγίζουν διαδοχικά συνιστώντας μια κλίμακα επαληθευσιμότητας από λιγότερο έως περισσότερο, αλλά δεν περνούν ποτέ απόλυτα απ’την ίδια θέση. Έτσι επαληθεύεται λίγο πιο κει, κάνοντας το γεγονός συνεχώς να είναι σε κίνηση ή αυτό το ίδιο να είναι μια κινητική πλοκή όντας εν τω γίγνεσθαι. (Γι’αυτό το λόγο η “κατάσταση αδρανείας’ κάθε γεγονότος, και συστήματος, είναι εν κινήσει). Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα στοιχειώδη που κάνουν αυτό το γεγονός να καταλύεται-συντιθέμενο. Καί αυτά καταλύονται-συντιθέμενα (κι αυτό επ’ άπειρον).  Επειδή δεν υπάρχει έσχατο στοιχειώδες κάποιου, ούτε του γεγονότος, αλλά ούτε του κενού περιθωρίου ανάμεσα στα γεγονότα, όπως τα άτομα του Δημόκριτου, τείνοντας το όποιο ευκαιριακό «στοιχειώδες» προς το μηδέν, είναι ανάγκη να τείνει την ίδια στιγμή προς το άπειρο. Αυτό είναι το επίπεδο του ακαριαίου κι ακίνητου. Έτσι τα «στοιχειώδη» αυτά είναι Ένα και Πολλά, Μηδενικά και Άπειρα, Ακίνητα και Ακαριαία.  Είναι η Αντιφατικότητα Γυμνή, αφού περιέχει όλες οι μορφές και καμιά. Είναι το Εν Δυνάμει επίπεδο του κόσμου μας, το Γίγνεσθαι ως ουσία και η Υλικότητα ως ουσία».

Όπου προτείνω στο φίλο του Διόδωρο Φύλακα να αναπτύξει τη δυνατότητα οργάνωσης Διαλεκτικής λογικής, ως Αντιφατικού Ορθολογισμού:
«Θα μπορούσε να οργανωθεί μια Διαλεκτική Λογική πατώντας πάνω σ’αυτά τα δεδομένα. Επειδή όμως εγώ έχω κουραστεί θα πρότεινα να αναπτύξει τη βασική άποψη περί αυτού ένας νέος φίλος καταγόμενος από την Αρκαδία, που έχει γεννηθεί στις Κλαζομενές της Ιωνίας και έχει γνωρίσει τον μεγάλο Αναξαγόρα, που οι Αθηναίοι διαπόμπευσαν κι εξόρισαν. Αυτός ο φίλος, τον οποίον γνώρισα στην Αθήνα, είναι ο Διόδωρος Φύλαξ και τον παρακαλώ να αναλάβει την ανάπτυξη αυτού του θέματος».
     Ο Διόδωρος ήταν κάπου πενήντα χρονών, κοντός, παχουλός, με παρουσιαστικό ασήμαντο, ανθρώπου λαϊκού, της δουλειάς. Λέγεται ότι κάποτε εξασφάλιζε τα προς το ζειν σαν αγαλματοποιός ή επιγραφοποιός ταφικών μνημείων στην Αθήνα (όπως και ο Σωκράτης).
     Ο Διόδωρος ξεκινώντας την ομιλία του, μας θύμισε τη θεωρία της εξέλιξης,  που υποστήριζε με πάθος ο Αναξαγόρας, αλλά που πρώτος την είχε διατυπώσει ο Αναξίμανδρος. Θύμισε επίσης την άποψη του Αναξαγόρα, πως «στο γίγνεσθαι του κόσμου το Ένα περιέρχει κάτι απ’όλα τ’άλλα (τα Πολλά) κι όλα τα Πολλά κάτι από το Ένα, μ’έναν διαφορετικό τρόπο για το κάθε συγκεκριμένο». Και τόνισε ότι: «θα είχε συμφωνήσει μαζί του αν ο Αναξαγόρας δεν πίστευε ότι όλο αυτό το γίγνεσθαι έχει ανάγκη για να λειτουργήσει τον Νού. Εγώ» είπε «θα προτιμούσα την άποψη του Ηράκλειτου πως “αυτόν τον κόσμο που είναι ίδιος για όλους, δεν τον έφτιαξε ούτε θεός ούτε άνθρωπος, αλλά ήταν, είναι και θα είναι αείζωον πύρ που αναβοσβήνει με μέτρο”».
     Ένα μεγάλο μέρος του κοινού μουρμούρησε δείχνοντας τη δυσαρέσκειά του ενώ κάποιοι, λίγοι έδειξαν να επικροτούν.  Ο Διόδωρος σταμάτησε για λίγο, περιμένοντας να ηρεμήσει το κοινό κα συνέχισε «Αν ο άνθρωπος είναι προϊόν της εξελικτικής πορείας του κόσμου, δηλαδή του γίγνεσθαι, πρέπει η δομή του να είναι η καταγραφή όλων των στιγμών της πορείας αυτής. Δηλαδή το σώμα του κι ο εγκέφαλός του είναι η κωδικοποιημένη καταγραφή της διαλεκτικής σχέσης της εμπειρίας της νόησης και της πράξης του κάθε όντος. Όλο αυτό το γίγνεσθαι είναι μια λογικογλωσσική συνταξη που μπορεί να γίνει κατανοητή με δυο τρόπους: 
―Ο ένας τρόπος είναι αυτός που δέχεται ότι αυτή η γλώσσα έχει στο βάθος ως όρους και δομικά στοιχεία, μια σειρά από έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη που τη συνιστούν αλληλεπιδρώντας χωρίς να παραβιάζουν τα όρια μεταξύ τους. Το γλωσσικό αυτό σύστημα συνίσταται από όρους απόλυτους, οι οποίοι λειτουργώντας, από κάποια στιγμή και μετά, θα έχουν ως αποτέλεσμα την επ’άπειρον επανάληψη του εαυτού του. Απ’τη στιγμή που τέθησαν οι όροι λειτουργίας αυτού του συστήματος, όλη η εξέλιξή του είναι τελεολογικά προδιαγεγραμμένη, έχοντας μαζί με τους αρχικούς όρους και μια προδιαγεγραμμένη σειρά από πρότυπα του τέλους, που περιμένουν εξ’αρχής να «πραγματοποιηθούν». Αυτά τα πρότυπα του τέλους θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε «κόσμο των Ιδεών».
―Ο άλλος τρόπος είναι αυτός που δέχεται τον κόσμο σαν ανοικτό σύστημα, όπου η γλώσσα είναι όλον ατέλεστο σε συνεχή εξέλιξη. Αυτό είναι δυνατό μόνον αν το σύστημα δεν έχει απόλυτους όρους, ούτε έσχατα αναλλοίωτα δομικά στοιχεία. Τα στοιχειώδη λειτουργίας αυτού του συστήματος, αλληλεπιδρούν χωρίς ν’αφήνουν απαραβίαστα όρια μεταξύ τους. Γι’αυτό υπερβαίνοντας τα όρια των στοιχειωδών αναχωρούν για το σύμπαν, επιστρέφοντας συγχρόνως από αυτό και μεταφέρουν με την επιστροφή τους όλες τις αλλαγές που έχουν υποστεί, μεταμορφώνοντας συνεχώς και αυτό το ίδιο το σύστημα.  Έτσι ο κόσμος για να εξελίσσεται αληθινά δηλαδή να είναι ανοικτός και κάθε στιγμή του να έχει μέσα της το στοιχείο του ανεπανάληπτου, οι όροι της ύπαρξής του πρέπει να είναι αυτοαναιρούμενοι δηλαδή να έχουν αντιφατική φύση.  Ο ορθολογισμός δεν μπορεί να περιγράψει αυτόν τον κόσμο πλήρως, ούτε να είναι εργαλείο για την ερμηνεία του.  Η λογική που ταιριάζει σε έναν κόσμο που συνεχώς εξελίσσεται, δηλαδή το είδος της διαλεκτικής του, είναι ο Αντιφατικός Ορθολογισμός, όπου “η αρχή της ταυτότητας”, θα είναι “η αρχή της Αντιφατικής Ταυτότητας”.  Για να γίνει αυτό κατανοητό, πρέπει να περιγραφεί η αντιφατική ταυτότητα σε όλες της τις διαστάσεις. Προηγουμένως όμως θα πρέπει πρώτα ν’αναλογιστούμε το αντίθετό του που είναι οι όροι της γεωμετρίας που γνωρίζουμε πολύ καλά. Σ’αυτή τη γεωμετρία, το σημείο, η ευθεία κι ο χώρος είναι έννοιες σε ιδεώδη κατάσταση, ξέχωρες η μια απ’την άλλη και ακίνητες.
      Το σημείο δεν έχει διαστάσεις, η ευθεία όσο κι αν προεκταθεί δεν συναντά τον εαυτό της και ο Χώρος προεκτείνεται επ’άπειρον προς όλες τις κατευθύνσεις. Άσχετα με το τι μπορεί να συμβεί σε καθένα, ούτε στα άλλα ούτε στο χώρο που τα περιέχει, είναι αναγκαίο να συμβεί τίποτα. Αντίθετα σε ένα είδος “Αντιφατικής Γεωμετρίας” όπου η ταυτότητα είναι αντιφατική, το βασικό χαραχτηριστικό της θα ήταν η εγγενής κίνηση και η αλληλεξάρτηση των στοιχειωδών που την απαρτίζουν. Ο χώρος, ο χρόνος, η ευθεία και το σημείο, βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση και αλληλοδιαμόρφωση.
      Για να μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο κατανοητό πρέπει να διευκρινιστούν οι όροι λειτουργίας αυτού του αντιφατικού συστήματος:
     Α. Το σημείο σε κατάσταση αδρανίας, δε μπορεί παρά να κινείται ευθύγραμμα και ομαλά. Απ’την ευθύγραμμη και ομαλή πορεία του σημείου γεννιέται η ευθεία που έτσι δεν είναι ιδεώδης (όπως τη φανταζόμαστα στο νου μας), αλλά είναι πορεία μέσα στο χώρο που για να είναι αληθινός κι όχι ιδεώδης σαν αδρανιακή κατάσταση έχει την περιστροφή. Έτσι η ευθύγραμμη κι ομαλή πορεία μέσ’τον περιστρεφόμενο χώρο πραγματοποιείται ως κυρτή.
    Ο χώρος, για το κινούμενο ευθύγραμμα και ομαλά σημείο, είναι η απεριόριστη σειρά ομοίων δηλαδή σημείων που καθένα απ’αυτά πορεύεται ευθύγραμμα και ομαλά από διαφορετική αφετηρία προς διαφορετική κατεύθυνση τη συγκεκριμένη στιγμή. Το πορευόμενο-Ένα ευθύγραμμα και ομαλά, κινείται σε χώρο που συνιστούν τα άλλα όμοιά του κινούμενα προς διαφορετική κατεύθυνση κι από διαφορετική αφετηρία, που γι’αυτόν τον λόγο ο χώρος που συνιστούν είναι περιστρεφόμενος.
   Η πορεία του Ενός συναντώντας τις πορείες των Πολλών που συνιστούν τον περιστρεφόμενο χώρο καταγράφουν την ευθύγραμμη και ομαλή αυτή πορεία, λόγω αυτής της περιστροφής, σαν κυρτή.
    Β. Για να εννοήσουμε τη σχέση σημείου, πορείας και χώρου, ας κάνουμε μια υπερβολική υπόθεση. Φανταζόμασται ότι το κινούμενο ευθύγραμμα και ομαλά σημείο, «θέλει» να επιτύχει την ευθύγραμμη και ομαλή πορεία. Αυτό τότε πρέπει να επιταχύνεται, έτσι που η πορεία του να «ισιώνει», τείνοντας να προλάβει την περιστροφή του χώρου. Όμως πάντα χάνει κάτι. Έτσι για να πετύχει την απόλυτα ευθύγραμμη πορεία, είναι δυνατόν μόνον όταν η ταχύτητά του γίνει ακαριαία.
   Στην ταχύτητα όμως αυτή όμως, το ευθύγραμμο τμήμα Α―Β που υποτίθεται πως θα μπορούσε να καλύψει το πορευόμενο ευθύγραμμα και ομαλά Ένα χάνει το νόημά του, αφού λόγω ακαριαίου βρίσκεται την ίδια στιγμή παντού. Η απόσταση των σημείων Α και Β έχει διασταλλεί στο σύμπαν και συγχρόνως έχει συσταλλεί στην ίδια θέση δηλαδή στο μηδέν και το άπειρο.  Αυτό είναι μια ακαριαία έκρηξη αλλαγής και επαναφορά πίσω την ίδια στιγμή.
    Γ. Η παραδοξολογία αυτή, μπορεί να φανερώσει τη σχέση σημείου, πορείας και χώρου, που η συμπεριφορά του ενός εξαρτάται από τη σχέση του με τ’άλλα, συνιστώντας μιαν ενότητα. Το μέγεθος του σημείου κάθε φορά είναι τόσο, όσο επιτρέπει η ταχύτητά του, διαγράφοντας πάντα και την ανάλογη κυρτότητα. Όσο μεγαλύτερη η ταχύτητα του σημείου, τόσο μικρότερη η κυρτότητα της ευθείας, τόσο μεγαλύτερος χώρος ορίζεται μέσα στην κυρτότητα, επιτάσσοντας και την ανάλογη περιστροφή του σημείου γύρω από τον εαυτό του, που είναι αντίθετη απ’αυτή του χώρου.  Έτσι το σημείο είναι αντίχωρος που ξετυλίγεται απλώνοντας στο χώρο κι ο χώρος τυλίγεται συμπτυσσόμενος στο σημείο.
     Δ.  Οι θέσεις τομής της πορείας των Πολλών από το Ένα, που είναι ο χώρος που αντιστοιχεί στην πορεία του Ενός, διαμορφώνονται σε κλίμακα θέσεων τομής, που ξεκινούν απ’τη θέση που το Ένα τέμνει την πορεία του Ένός-Άλλου  και περνώντας διαδοχικά από όλες τις πιθανές  θέσεις τομής, δηλαδή τέμνοντας συγχρόνως τις πορείες  δύο, τριών….κλπ,  καταλήγει στο σημείο, που το πορευόμενο-Ένα, τέμνει τις πορείες όλων των άλλων μαζί. Εκεί είναι το κέντρο του σχετικού πορευόμενου-περιστρεφόμενου χώρου. (Το σημείο πορεύεται-διατελλόμενο στο χώρο, ενώ ο χώρος αντιπορευόμενος- βυθίζεται στο σημείο).
     Ε. Ο χώρος ακολουθώντας την διαδικασία του πορευομένου σημείου μ’έναν αντίθετο τρόπο, περιστρέφεται-πορευόμενος, φεύγει-επιστρέφοντας, διαστέλλεται-συστελλόμενος έτσι που με το σημείο να συμπεριφέρονται σαν μια Μονάδα. Ο μόνος χώρος που δεν περιστρέφεται ούτε πορεύεται αλλά πάλλεται είναι το Όλον, που όντας παλμός ακριαίος (γι’ αυτό δεν πορεύεται), υπάρχει εν δυνάμει, που ως ουσία, η αντιφατικότητα γυμνή (έχει όλες τις ιδιότητες και καμία). Αυτό είναι το ακαριαίο και ακίνητο, το μηδενικό και άπειρο, η αντιφατικότητα γυνμνή, το εν δυνάμει Είναι. Απ’τη στιγμή που ο χώρος παύει να είναι Όλον, το ακαριαίο φεύγει απ’την επιφάνεια, περνάει στην υπόσταση και κρύβεται στο βάθος όντας Πολλοί εν δυνάμει Άπειροι χώροι. Έτσι η αντιφατικότητα παίρνει συγκεκριμένη μορφή στην επιφάνεια ξεφεύγοντας απ’το ακαριαίο, που κρύβεται στην υπόσταση ξεχασμένο και αόριστο. Σε ακραίες όμως και οριακές καταστάσεις παρουσιάζει κάποιο του πρόσωπο και μας ξαφνιάζει.
    Εκτός λοιπόν από τον απόλυτο χώρο που είναι η αντίφαση γυμνή, ο σχετικός χώρος, είναι κυρτός-πεπερασμένος και αποτείνεται σε σχετικό σημείο και σχετική ευθύγραμμη πορεία.  Στην περίπτωση αυτή το σημείο είναι υπαρκτό, έχει μέγεθος, περιστροφή και πορεία με ανάλογη κυρτότητα που ορίζει τον χώρο του και είναι αυτή η κυρτότητα που ορίζει και το μέγεθος του σημείου.
    Στην πρόταση αυτή περί χώρου υπάρχει μια ασάφεια που μπορεί να λυθεί, αν αναλογιστούμε ότι σ’αυτό το γίγνεσθαι υπάρχει χώρος κι αντίχωρος.  Ο ένας ορίζεται από την κυρτότητα της πορείας του πορευομένου-Ενός ενώ ο άλλος από την περιστροφή του σημείου γύρω από τον εαυτό του. Από αντιφατική άποψη, οι δυο αυτοί χώροι είναι μια ενότητα χωροχρονική που μαζί συνιστούν το ίδιο το γεγονός. Η περιστροφή του σημείου γύρω από τον άξονά του, μπορεί να είναι χρονική κι η κυρτότητα χωρική ή το αντίθετο, ανάλογα με το σημείο αναφοράς του συστήματος που το γεγονός συμμετέχει. Η συχνότητα περιστροφής του σημείου ορίζει τον ρυθμό επανάληψης ροής των υπογεγονότων όπως τα έχει προτείνει ο Ηράκλειτος και η κυρτότητα, την απόσταση φυγής-επιστροφής στο σύμπαν.
    ΣΤ. Εφόσον, κάθε σημείο πορευόμενο ευθύγραμμα και ομαλά, έχει σαν σύνδρομο την κυρτότητα, η πορεία του από κάποια στιγμή και μετά πρέπει να δημιουργήσει θέσεις τομής από τον εαυτό της. Οι θέσεις αυτές είναι εκεί που το πορευόμενο επαναλαμβάνεται περισσότερο από μια φορά. Έτσι δημιουργείται μία κλίμακα διαδοχικών θέσεων επανάληψης, με όρια από τη μια το μηδέν και από την άλλη το άπειρο (αυτές οι θέσεις μηδενός και απείρου ανταποκρίνονται στην κατάσταση του ακαριαίου και ακίνητου).     Το πορευόμενο λοιπόν κάνει απεριόριστους κύκλους αναχώρησης-επιστροφής, τείνοντας να επαληθεύσει  τον εαυτό του  σε μια θέση. Οι κύκλοι ξεκινούν από αυτόν που δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί το σημείο είναι πάντα εκεί κι αφού καλύψει όλους τους πιθανούς κύκλους αναχώρησης-επιστροφής, φτάνει σ’αυτόν που δεν θα πραγμαποιηθεί γιατί δεν θα μπορέσει να επιστρέψει. Ο πρώτος κύκλος είναι της απόλυτης κατάφασης και ο δεύτερος της απόλυτης άρνησης. Οι δυο αυτοί κύκλοι συνιστούν μια ενότητα, που είναι το ακαριαίο δηλαδή η αντίφαση γυμνή. Ανάμεσα σ’αυτές τις δυο θέσεις υπάρχουν απεριόριστες θέσεις αναχώρησης-επιστροφής όπου το γεγονός επαληθεύεται σχετικά.  Σ’αυτές τις θέσεις το πορευόμενο-Ένα τέμνει την ιδεατή πορεία του μα όχι απόλυτα, (δεν ξαναπερνά ποτέ απόλυτα από τη θέση που έχει περάσει αλλά την αγγίζει λιγότερο ή περισσότερο αναλόγως, δηλαδή την επαληθεύει-διψεύδοντάς την). Αυτές οι θέσεις συνιστούν διαδοχική κλίμακα, που ξεκινά από τη θέση ελάχιστης επαλήθευσης και μέγιστης διάψευσης και καταλήγει στη θέση μέγιστης επαλήθευσης, κι ελάχιστης διάψευσης.
     Ζ. Αν δεχτούμε ότι υπάρχουν απεριόριστα τέτοια σημεία πορευόμενα ευθύγραμμα και ομαλά που αναχωρούν-επιστρέφοντας στο σύμπαν, είναι αναγκαίο κάθε σημείο να περάσει απ’όλες τις θέσεις των άλλων σημείων, κι όλα τα άλλα σημεία να περάσουν απ’την ίδια θέση, τη θέση του Ένός. Έτσι από τη μια έχουμε το Ένα που πορεόμενο δια μέσου των Πολλών τα πραγματοποιεί,  και τα Πολλά που πορευόμενα δια μέσου του Ενός,  το κάνουν πραγματικότητα. Έτσι έχουμε σειρά θέσεων που από τη μια  έχουν περιοδικότητα επανάληψης διαφορετικών σημείων μέσα τους κι απ’την άλλη, οι ίδιες οι θέσεις, είναι θέσεις διαφορετικής τομής της πορεία του Ενός απ’τον εαυτό του. Έχουμε δυο αντίθετες ποσοτικές κλίμακες ροής-αντιρροής, του Ενός διαμέσου των Πολλών, και των Πολλών δια μέσου του Ενός. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία σφαίρας θέσεων, με πόλους Α, που είναι  η αφετηρία  των Πολλών και η άφιξη του Ενός και αντιΑ που είναι η αφετηρία του Ενός κι η άφιξη των Πολλών. Στη θέση Α υπάρχει μοναδικά επανάληψη ροής του Ενός και μέγιστη επανάληψη αντιρροής των Πολλών, και στη θέση αντιΑ το αντίθετο. Σε όλο αυτό το γίγνεσθαι (που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι μια αντιφατική μονάδα που προσπαθούμε να την περιγράψουμε) το πορευόμενο Ένα είναι αυτό που είναι, γιατί ακριβώς Εκεί το συνιστά η αντιπορεία των Πολλών Άλλων.  Αυτή αποτελείται από απεριόριστες πορείες μοναδικών ομοίων με διαφορετική διεύθυνση και διαφορετική εκκίνηση το καθένα (για να μπορούν έτσι να είναι πολλά).  Έτσι καταλήγουν με διαφορετικό τρόπο στην κάθε θέση μιας συγκεκριμένης κλίμακας συνιστώντας το Ένα σαν διαφορετικό την κάθε φορά. Την ίδια στιγμή τα Πολλά υπάρχουν έτσι γιατί το Ένα αντιπορεύεται μέσα τους με διαφορετική συχνότητα επανάληψης της τομής απ’τον εαυτό της, στο καθένα ξεχωριστά. Ανάμεσα απ’τις θέσεις Α κι αντιΑ υπάρχει κλίμακα διαδοχικά απεριορίστων θέσεων ροής-αντιρροής της πορείας του Ενός και της αντιπορείας των Πολλών.  Κάθε θέση, ενώ είναι σημείο αναπόσπαστο της κλίμακας, είναι και μια οντότητα που έχει διαφορετικό χαραχτήρα. Είναι αυτή, γιατί είναι μια διαφορετική σχέση ροής-αντιρροής Ενός και Πολλών.
      Η. Οι απεριόριστες αυτές θέσεις της κλίμακας ροής-αντιρροής μπορούν να χαραχτηριστούν κι ως θέσεις αναχώρησης-επιστροφής. Κάθε θέση είναι αποτέλεσμα διαφορετικής ροής-αντιρροής Ενός και Πολλών σημείων, που την κάνουν να έχει διαφορετικό χαραχτήρα με μια ορισμένη σχέση λήψης-εκπομπής, ενός ιδιόμορφου γεγονότος που φεύγει στο σύμπαν επιστρέφοντας στη θέση. Έτσι κάθε μια θέση είναι μία δίνη, που απ’τη μια βυθίζονται μέσα της τα Πολλά, κι απ’την άλλη αναβλίζουν, ενώ το Ένα αντιπορεύεται ορίζοντας με την συχνότητα επανάληψης της τομής του, το μέγεθος της διάστασης του ταξιδιού επαναφοράς των Πολλών (που μπορεί να χαραχτηριστεί ως μήκος κύματος).
  Όλο αυτό το σύστημα, όπως είπαμε, είναι η αντιφατική μονάδα εν τω γίγνεσθαι και όλα τα στοιχεία που τη συνιστούν βρίσκονται σε μια συνεχή αλληλεπίδραση και αλληλοδιαμόρφωση.  Κάθε μετακίνηση λοιπόν των γεγονότων από θέση σε θέση, διαφοροποιεί τη σχέση τους μέσα στην κλίμακα και κάθε αλλαγή στο χαραχτήρα λήψης-εκπομπής του σημείου, αναγκάζει το γεγονός να αλλάξει θέση στην κλίμακα. (Τονίζω ξανά, ότι στους πόλους που βρίσκεται το ανεπανάληπτο και άπειρα επαναλαμβανόμενο, είναι η αντιφατικότητα γυμνή που είναι όλες οι μορφές και καμία)
   Εδώ θα σταματίσω με την ανάπτυξη της αντιφατικής μονάδας που είναι κι η αντιφατική ταυτότητα και μας δίνει τη δυνατότητα να φανταστούμε πως θα μπορούσε να είναι ένας αντιφατικός ορθολογισμός, όπου η αλυσίδα της αιτίας θα ήταν αμφίδρομη και η αναλυτική διαδικασία θα ήταν την ίδια στιγμή συνθετική.
      Θ. Το πολύ μικρό, το σημείο, προεκτείνεται μακριά στο σύμπαν και το πολύ μεγάλο, το σύμπαν, βυθίζεται στο μικρό όντας αυτά τα δυο μαζί Ένα. Τα βαθύτατα όρια του εσωτερικού συμπίπτουν με τα απόμακρα όρια του εξωτερικού, συνιστώντας την αντιφατική μονάδα. Δηλαδή αυτό που θα λέγαμε στίγμα μέσα στο σύμπαν, από τη μια πορεύεται όντας συνεχώς ίδιο, μα αλλάζοντας κλίμακα για να επαληθεύεται συνεχώς από κάποιο όμοιό του, που βρίσκεται στην ίδια θέση άλλης κλίμακας, απ’την άλλη, μένοντας στη ίδια κλίμακα, αλλάζει συνεχώς θέση με τη διαδικασία της καταλυτικής-σύνθεσης, που ήδη έχουμε αναφέρει. Έτσι το γεγονός, που είναι το πορευόμενο Ένα μέσ’στο σύμπαν, απ’τη μια είναι στίγμα σταθερά πορευόμενο κι από την άλλη γεγονός συνεχώς διαστελλόμενο.  Έτσι που όλο αυτό μαζί είναι μια θολή μονοκοντυλιά, που έχει συγκεκριμένη μύτη και ταξιδεύει αφήνοντας πίσω της ένα διαστελλόμενο νέφος, που εκτείνεται σε όλο το σύμπαν. Αυτό το στίγμα που πορευόμενο παντοτινά, επαληθεύει όλους τους «κόκκους» της ουράς του,  επαληθευόμενο συχρόνως από αυτούς.
   Αυτό λοιπόν το γεγονός που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αντίθετο κάποιου, είναι η απεριόριστη πολλαπλότητα που είναι το ίδιο σύμπαν, όπως διαμορφώνεται έναντι της μοναδικότητας που εκπροσωπεί την κάθε φορά το συγκεκριμένο γεγονός. Δηλαδή το αντίθετο κάποιου συγκεκριμένου Ενός, διαλεκτικά δεν μπορεί να εκφραστεί σαν Μείον Ένα, αλλά σαν μια απεριόριστη σειρά από σχετικά όμοια και διαδοχικά διαφοροποιούμενα, που περιέχοντας και τον ίδιο τον εαυτό υπό ορισμένες συνθήκες, συνιστούν αυτό που μπορεί μια συγκεκριμένη στιγμή να παίξει το ρόλο του Μείον Ένα.
   Το αντίθετο σε κάτι, ξεκινώντας πολύ βαθιά μέσ απ’τον εαυτό, και χωρίς ν’αφήνει κανένα περιθώριο ανεξαρτησίας, πορεύεται μακρία έξω από αυτόν, κάνοντας απεριόριστες διαδρομές αναχώρησης-επιστροφής στις θέσεις των απεριορίστων που μπορούν να θεωρηθούν αντίθετά του και επαληθεύει-διαψεύδοντας τον εαυτό, σε μια συνεχώς πορευόμενη σχέση, που είναι η αντιφατική ταυτότητα.      Καθένα από αυτή την απεριόριστη σειρά ομοίων, που υπάρχουν ταυτόχρονα, μπορεί να λογίζεται σαν μία ξεχωριστή θέση εκκίνησης μιας κλίμακας που στη διάρκεια της διαδικασίας του ταυτόχρονου, αλληλο-επαληθεύεται με τα άλλα σ’όλες τις θέσεις, εκτός από αυτήν της εκκίνησης. Έτσι έχουμε το Δύο, το Τρία, το Τέσσερα . . . . κ.λ.π.
    Ι. Θα μπορούσαμε λοιπόν να φανταστούμε έναν κόσμο που θα ήταν πλέγμα τέτοιων κομβικών στοιχειωδών αντιφατικών θέσεων, οι οποίες να αποτελούν μιαν ενότητα, μα κάθε μια κομβική θέση, ροής-αντιρροής λήψης-εκπομπής υπογεγονότων μέσα του, να είναι μια ξεχωριστή οντότητα. Υπ’αυτή την έννοια μια αντιφατική τυπική ορθολογική διεργασία, θα θεωρούσε την ταυτότητα σαν εν εξελίξει γεγονός, όπως ακριβώς παρουσίασα την αντιφατική μονάδα.   Εκεί η αρχή της ταυτότητας,  η τόσο αναγκαία για τις συγκριτικές διαδικασίες θα γύριζε σε αρχή της αντιφατικής ταυτότητας.  Σ’ αυτή την ταυτότητα που είναι ένα τέτοιο γίγνεσθαι, για να μπορεί να λειτουργεί ορθολογικά, το εύρος της θα ορίζεται από το είδος έρευνας και το είδος  και τον τρόπο των εμπλεκομένων μονάδων.  Ο χρόνος ως διάρκεια και ο χώρος ως έκταση πρέπει να επανεξεταστούν αφού καταλυτικο-συνθετικά κάθε γεγονός είναι συνεχώς Άλλο-Αλλού-Όμοιο με τον εαυτό του. Κατά την καταλυτικο-συνθετική διεργασία η ταυτότητα δεν μπορεί να έχει διάρκεια κι ο χώρος πρέπει συνεχώς ν’αλλάζει. Όπως είπαμε λοιπόν και πριν ο χρόνος πλέον θα είναι ρυθμός επανάληψης χωρικών μέτρων σε θέση κι ο χώρος θα είναι η πορεία επαναφοράς των χωρικών μέτρων σε σχέση με τη θέση. Βέβαια η όλη ανάπτυξη αυτής της άποψης δε θα μπορούσε να γίνει σε τόσο λίγο χρόνο.
     Κ. Πάνω σε μια τέτοια προσέγγιση  για τη φύση του κόσμου μας θα μπορούσε να πατήσει μια διαλεκτική λογική όπου δε θα μπορούσε ποτέ ως διαλεκτική να είναι αντιθετική, αλλά αντιφατική».
    Ο Διόδωρος κατέβηκε απ’το βήμα την κατάλληλη στιγμή αφού το κοινό είχε χάσει την υπομονή του κι έδειχνε πολύ κουρασμένο. Πήρα αμέσως το λόγο κι έκανα την εξής διεκρίνιση: Όσο κι αν μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί κάποιος, με απόψεις σαν αυτές του Διόδωρου, που δεν το έχω ποτέ κρύψει ότι συμφωνώ απόλυτα, γιατί είναι και δικές μου απόψεις, πρέπει να δεχτεί ότι στηρίζονται λογικά και μας δείχνουν πως είναι δυνατόν ο κόσμος να υπάρχει και μ’έναν άλλο τρόπο απ’αυτόν που έχουμε μάθει να τον βλέπουμε.  Όλα για όσα είμαστε σίγουροι είναι δυνατόν να επαναπροσδιοριστούν χωρίς να χάνεται η αξία των παλαιοτέρων προσδιορισμών, αλλα να πλουτίζεται ο δικός μας κόσμος.

Όπου επεμβαίνει ο Βόρις αλλάζοντας την πορεία του συμποσίου
Τη στιγμή εκείνη ο Βόρις ίσως με την προτροπή του Νέαρχου παρενέβει σχεδόν βίαια και παρατήρησε ότι το ξεχείλωμα αυτών των αντιλήψεων που άπτονται στη λειτουργία της γνώσης και της κοινωνίας, δεν είναι ένα απλό παίγνιο για να διασκεδάζουμε ή να καιροσκοπούμε. Η Λογική κι η Δημοκρατία έχουν όρια αντοχής. Το όριο της λογικής είναι η αντιφατικότητα, και δεν μπορεί παρά το όριο της δημοκρατίας να είναι η αναρχία. Αυτά τα δύο, λογική και δημοκρατία, επικοινωνούν και δε μπορεί το ένα χωρίς το άλλο.  Είναι λοιπόν σαφές ότι αυτό που στρέφεται ενάντια στη λογική, στρέφεται κατά της δημοκρατίας, στρέφεται κατά του καθεστώτος και ενάντια στον θεσμοφύλακα τους τον άρχοντα Νέαρχο. Γι’αυτό εγώ αυτή τη στιγμή, θα κάνω μια παραίνεση σε όλους τους ομιλητές, με τη σειρά τους να βγούν στο βήμα και να δηλώσουν ότι τα λεγόμενά τους, δεν έχουν σκοπό να διαταράξουν ή να διακωμωδήσουν τη λογική και τη δημοκρατία ή τέλος πάντων έστω κι αν έγινε κάτι τέτοιο δεν υπήρχε αυτή η πρόθεση.
     Ξάφνου το πανηγυριώτικο κλίμα χάθηκε κι η αίθουσα γέμισε σύννεφα. Κάποιοι χειροκροτώντας, επικροτούσαν έντονα αυτά που είπε ο Βόρις, άλλοι σώπασαν αφού αυτό δεν είχε ξανασυμβεί. Αυτοί που ήταν φανερό ότι ενάντιά τους εστρέφετο ο Βόρις, άρχισαν να δυσανασχετούν, άλλοι χαμηλόφωνα και άλλοι πιο έντονα.  Τότε ακριβώς παρενέβει ο Νέαρχος και ζήτησε να διακόψουν για την επομένη μέρα και να συζητήσουν σαν εμβόλιμο το θέμα περί δημοκρατίας, για να μπορέσουν μετά να αναπτύξουν το θέμα της λογικής σε άλλο ανώτερο επίπεδο, που να έχει μέσα του το χαραχτήρα της νομιμότητος καί από κοινωνική άποψη.
     Ήταν φανερό ότι ο Νέαρχος έστηνε μηχανισμούς νομιμοφροσύνης και διασυρμού των αντιφρονούντων, που λίγο πολύ ήταν όλοι όσοι είχαν εκφράσει τις απόψεις τους, γύρω απ’το θέμα της διαλεκτικής.
     Είχαν περάσει τέσσερις μέρες και το συμπόσιο περί δημοκρατίας δεν είχε οργανωθεί.  Επίσης όλοι νιώθαμε υπό παρακολούθηση. Ακόμα διαδίδοντο φήμες, πως αν κάποιοι ήθελαν να φύγουν απ’την πόλη και φοβούνται, ο Νέαρχος δεν θα τους εμπόδιζε. Υπήρχαν όμως και πληροφορίες, πως ο Νέαρχος, ο Βόρις και ο Σαδής συσκέπτοντο συνεχώς για να καταλήξουν, πως θα ήταν καλύτερα να δράσουν ή να μεθοδεύσουν το συμπόσιο, αν τελικά γινόταν.  Γιατί ήταν φυσικό ο Νέαρχος να ένιωθε πως υπήρχαν πολλοί αντιφρονούντες, που πιθανόν να έβρισκαν ευκαιρία να εκδηλώσουν εκεί κάποιου είδους ανταρσία, που θα είχαν οργανώσει με ομοϊδεάτες τους εκτός συμποσίου. Βέβαια αυτός ήταν πανίσχυρος, αλλά θα μπορούσε να δημιουργηθεί κάποια αναταραχή, που θα ενίσχυε τις δυσαρέσκειες των πολιτών.  Μολονότι ήταν φυσικό να έχει κάποια αμφιβολία για την ομαλή έκβαση του εγχειρήματος, πίστευε ότι δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί γιατί πολλοί απ’τους αντιφρονούντες, είχαν αρχίσει να αποκτούν κάποιο κύρος στη συνείδηση του λαού.  Εγώ είχα πληροφορίες μέσα από το παλάτι, πως στις συνεδριάσεις ο Σαδής υποστήριζε, ότι αυτό το εγχείρημα ακόμα και αν είχε αίσιο αποτέλεσμα, θα ήταν αρνητικό, αφού οι μακροπρόθεσμες απώλειες θα ήταν περισσότερες από τα κέρδη.  Αντίθετα ο Βόρις προέβλεπε ότι αυτή η κατάσταση ήταν εξέγερση εν τη γενέσει μια που κάποιοι από τους αντιφρονούντες είχαν σχέσεις με μια ομάδα ακραίων δημοκρατικών αντιλήψεων, που έφταναν ως το σημείο να απαιτούν την κατάργηση της δουλείας, τη συμμετοχή των γυναικών στην εκκλησία του δήμου ή ακόμα και την κατάργηση της ιδιοκτησίας.  Ο Νέαρχος βέβαια δεν φοβόταν πως θα έχανε την εξουσία, αφού δεν υπήρχε φορέας να τη διεκδικήσει σοβαρά, αλλά αναρωτιώταν αν τελικά θα είχε κερδος ή ζημία.
    Συμφώνησαν λοιπόν ότι ήταν προτιμότερο, κάποιοι από μας και ειδικά εγώ, που φαίνεται ότι είχα περισσότερο κύρος, να «δραπέτευαν», κι έτσι ούτε αυτός θα αναγκαζόταν να πάρει αντιλαϊκά μέτρα, ούτε οι άλλοι θα πάθαιναν τίποτα.   Αν όμως αναγκαζόταν να πάρει σκληρά μέτρα, το λιγότερο θα ήταν να εξορίσει κάποιους και αν άλλοι εκδήλωναν βίαια την αντίθεσή τους, θα έπρεπε να φυλακίσει ή να καταδικάσει κάποιους σε θάνατο. Αντίθετα αν κάποιοι απ’τους αντιφρονούντες έφευγαν, θα του δινόταν η ευκαιρία να δείξει στους άλλους μιαν ανεκτικότητα που δε θα φαινόταν αδυναμία.
     Τελικά κανείς δεν έφυγε και ο Νέαρχος δεν υπέπεσε στον πειρασμό να τους συλλάβει όλους δια νυκτός, όπως τον ωθούσε να κάνει ο Βόρις.  Σύμφωνα με τον Βόριδα, τα προσωπεία είχαν πέσει κι ο ηγέτης έπρεπε να δράσει καταιγιστικά και αφού ξεκαθάριζε την κατάσταση, μετά θα πέρναγε μια σειρά έντονα φιλολαϊκών μέτρων, που θα βούλωνε τα στόματα όλων με μέλι κι αφού όλα καταλάγιαζαν θα έπαιρνε τα μέτρα σιγά-σιγά πίσω.

ΠΕΜΠΤΗ ΗΜΕΡΑ (συμποσίου)  όπου ο Νέαρχος κυρύσσει την έναρξη του διαλόγου περί Δημοκρατίας                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                  
Αποφασίστηκε να γίνει το συμπόσιο.  Οι φήμες που διαδίδονταν ήταν ότι κάποιοι θα έκαναν προκλητικές δηλώσεις και προτάσεις που έβαζαν σε δοκιμασία τον Νέαρχο. Απ’την άλλη κάποιοι διέδιδαν ότι ο ίδιος ο Βόρις θα έκανε εισήγηση, που δεν θα άφηνε περιθώριο διαφυγής. Οι αντιφρονούντες θα έπρεπε να συμφωνήσουν ή να εναντιωθούν.   Η κατάσταση λοιπόν ήταν ασαφής και εκτός ελέγχου κάτι που καταπίεζε τους διανοητές  και δημιουργούσε άγχος στον Νέαρχο και τον Σαδή ενώ ο Βόρις ένιωθε ότι ήταν μια πρόκληση που θα ξακαθάριζε τα πράγματα μια και καλή. Ουσιαστικά είχε υποκαταστήσει τον Νέαρχο σ’ότι αφορούσε το θέμα αυτό, οργανώνοντας παράλληλα τη φρουρά για πιθανή αιματηρή επέμβαση. Ο Σαδής ανησυχούσε περισσότερο για τις ενέργειες αυτές, παρά για την πιθανή εξέγερση. Η τυραννία είχε δειξει τα δόντια της και η δημοκρατία είχε κρυφτεί.
       Εγώ poy συνήθως έτρωγα στο σπίτι, η περιέργειά μου μ’έπρωχνε τελευταία να τρώγω στο κεντρικό μαγειρείο της πόλης για να μαθαίνω τα νέα. Εκεί με πλησίαζαν πολλοί αντιφρονούντες, λέγοντας τις απόψεις τους και τους φόβους τους.  Αληθινά όμως δεν έμαθα τίποτα, γι’αυτό αποφάσισα να ασκήσω το δικαίωμά μου, να σιτίζομαι στο οικοτροφείο του παλατιού (οι φιλόσοφοι, οι αθλητές και γενικά οι επιστήμονες είχαν δικαίωμα διατροφής χωρίς πληρωμή). Αλλά καί εκεί υπήρχε σκοτάδι, όλες οι φήμες ήταν μεθοδευμένες, κυριαρχούσε το τάλαντο του Βόριδος, ο οποίος θα πρέπει να ήταν σε «δημιουργική» και «δημοκρατική» έξαρση.
      Αποφάσισα να περιμένω την πρόσκληση για το συμπόσιο καρτερικά. Δεν πέρασε μια βδομάδα και μας κάλεσαν. Ο Νέαρχος τήρησε τους τύπους κι απ’το βράδυ είχε στείλει κάποιον νέο να μ’ενημερώσει για το συμπόσιο και το θέμα του.
      Την άλλη μέρα, οι απολογητές του καθεστώτος, πήγαν νωρίς και πήραν τις κατάλληλες θέσεις.  Υπήρχε όμως καί σ’αυτούς αβεβαιότητα, όλοι ένιωθαν ότι όποια τροπή κι αν έπαιρνε το συμπόσιο, θα ήταν το τελευταίο.
     Οι «αντιφρονούντες» ή τέλος πάντων αυτοί που θεωρούντο αντιφρονούντες, έφταναν την τελευταία στιγμή σποραδικά κι απρόθυμα.
     Όταν πλέον όλοι ήταν στις θέσεις τους, ακόμα κι ο Βόρις στη θέση του εξάρχοντα, συνέβει το αναπάντεχο. Το συμπόσιο ξεκίνησε χωρίς τον Νέαρχο και τον Σαδή.
     Δημιουργήθηκε μια αναταραχή. Όλοι άρχισαν να συζητούν χαμηλόφωνα. Ο Βόρις δεν επενέβει αμέσως αλλά άφησε λίγο ν’απλωθεί η αβεβαιότητα και ίσως η αγωνία.  Ήταν φανερό πως κάτι είχε γίνει ή κάτι εξελίσσετο που δεν είχε ακόμα εκδηλωθεί.
    Οι «νομοταγείς», άρχισαν σιγά-σιγά να απομακρύνονται καλού-κακού από τις θέσεις των «αντικαθεστωτικών», οι οποίοι ήταν τελικά τόσο λίγοι κι ο τρόμος που ένιωσαν ξάφνου μετετράπει σε περηφάνεια και οργή. Σηκώθηκαν όρθιοι και συμπτύχθησαν κάπως αυθόρμητα προς το μέρος μου,  δημιουργώντας μια χαλαρά συγκροτημένη παράταξη.
    Ο Βόρις χαμογέλασε, μουρμουρίζοντας κάτι ειρωνικά. Ήταν τόσο σίγουρος για την ενοχή τους, μα κι ένιωθε τόσο ισχυρός απέναντί τους. Εξ άλλου αυθόρμητα από μόνοι τους, φανερώθηκαν και εγκλωβίστηκαν. Ήμουν σίγουρος ότι με τις σκέψεις αυτές που υπέθετα ότι είχε κάνει, θα είχε τονίσει και το προσφιλές απόφθεγμά του, πως “η γενναιότητα πάει σχεδόν πάντα με την βλακεία”.
    Ξάφνου μετά από μεγάλη αναμονή και παγερή σιωπή, κτύπησε το σήμαντρο και μπήκε ο Νέαρχος, φορώντας ένα είδος επίσημης στολής και ένα πολύ λεπτό στεφάνι ελιάς καμωμένο από ήλεκτρο.
    Βάδιζε κάπως βίαια κι αποφασιστικά χωρίς να στρέψει το βλέμμα του πουθενά, παρά μόνον όταν μια ομάδα απολογητών του άρχισε να χειροκροτά, σταμάτησε και τους κάρφωσε με το βλέμμα του. Αυτοί βουβάθηναν. Κι όταν ο Βόρις τον κάλεσε στο βήμα, αυτός είχε σχεδόν ανέβει αφού μπαίνοντας κατευθύνθηκε προς τα’κει. Ο Βόρις παραμέρισε παραλείποντας το τυπικό της διαδικασίας.
    Ο Νέαρχος στάθηκε στο βήμα λίγο αμήχανος, αλλά ήταν φανερό ότι αυτή η αμηχανία δεν φανέρωνε αδυναμία ή αβεβαιότητα.
 ― Ότι πω τώρα, είναι γι’αυτούς που μου αντιτίθενται κι είναι αυτοί τους οποίους σέβομαι περισσότερο κι ακόμα κάποιοι απ’αυτούς είναι οι πιο αγαπημένοι μου. (Και το βλέμμα του στράφηκε προς τον Τύχωνα κι εμένα).
―Όλοι θα πρέπει να γνωρίζουν πως η εξουσία για μένα δεν υπήρξε ούτε αυτοσκοπός ούτε αυταρέσκεια, έκανα πάντα το καθήκον μου. Αυτό θα κάνω και τώρα. Είμαι ο ίδιος ο Νέαρχος που γνωρίζετε.  Θα αναρωτηθείτε γιατί τα λέω όλα αυτά.  Δεν σας κρύβω ότι έθεσα το καθήκον στον εαυτό μου, να επανατοποθετήσω τους όρους λειτουργίας της δημοκρατίας μας και φυσικά σαν έντιμος δημοκράτης, δεν θα το κάνω μόνος μου, αλλά εδώ μαζί σας. Σας προκαλώ λοιπόν εδώ στις εργασίες αυτού του συμποσίου, να καταθέσετε τις απόψεις σας με ειλικρίνεια και σύνεση, χωρίς υστεροβουλία ή φόβο, να δεχθήτε τα σφάλματά σας και να δώσετε όρκο υποταγής σ’αυτά που θα συμφωνηθούν από κοινού.
― Κηρύσσω την έναρξη του συμποσίου “Περί Δημοκρατίας και Λογικής”.
     Πρώτος το λόγο πήρε ο Σαδής που έκανε συνήθως διευκρινίσεις.
Είπε λοιπόν, ότι «το συμπόσιο θα περιστραφεί γύρω απ’την έννοια της δημοκρατίας, αφού ο λόγος περί λογικής είχε πλέον εξαντληθεί. Συσχετίζεται όμως το θέμα με τη δημοκρατία, περισσότερο για να μπορέσουμε να διευκρινίσουμε τουλάχιστον πιο είδος λογικής συμπορεύεται με την έννοια της δημοκρατίας».        «Δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου ο δήμος κρατεί, όπου ο δήμος έχει την εξουσία.  Εξουσία είναι η δυνατότητα λήψης και εκτέλεσης αποφάσεων.  Δήμος ή δέμος όμως τί είναι;  Αυτοί που συνιστούν δέμας, που είναι σύνολο, που δρούν μαζί, που δέονται απ’τους κανόνες, που υπακούουν. Η δημοκρατία λοιπόν που ο δήμος κρατεί, είναι κάτι που έχει ξεφύγει απ’τις αρχαίες αιώνιες κοινωνικές παραδόσεις. Η Δημοκρατία είναι απ’τη φύση της η κοινωνική επανάσταση, αφού ο δέμος (ο δήμος), που σύμφωνα με το όνομά του πρέπει να υπακούει, αντίθετα κυβερνά».
    Ο Σαδής κατέβηκε από το βήμα όπως ανέβηκε ξαφνικά, παραβαίνοντας το τυπικό κι όπως πάντα, βάζοντας το θέμα στη βάση που όλοι θα έπρεπε να γνωρίζουμε, αλλά που υποτίθεται ότι την είχαμε παραμερίσει από τη συνεχή χρήση, και ξεχάσει.
    Το λόγο ζήτησε Δημήτριος Δημητρεύς, ένας διανοητής που οι γονείς του ήταν Δωριείς, αλλά αδιερεύνητο από ποιά πόλη κατήγοντο, έζησαν στη Αθήνα και μάλιστα ήταν οπαδοί της δημοκρατίας. Ο ίδιος ο Δημητρεύς ήταν μεν δημοκράτης, αλλά συντηρητικός.  Μάλιστα ο λόγος που εγκαταστάθηκε στη Ελέα ήταν το πολίτευμα της, το οποίο ο ίδιος χαραχτήριζε πραγματιστικά δημοκρατικό και όχι έωλο, όπως των Αθηνών. Εκεί στην Αθήνα η εκκλησία του δήμου της οποίας οι βασικοί παράγοντες είχαν εκλεγεί δια κλήρου, μπορούσαν ανά πάσα στιγμή ν’ανατρέψουν σημαντικές αποφάσεις εν εξελίξει, προκαλώντας καταστροφές στον προγραμματισμό και στην εκτέλεση των αποφάσεων. Αυτό φανερώνει ακόμα, ότι οι αποφάσεις που είχαν πάρει ήταν πρόχειρες, κάτι που δεν θα μπορούσε να συμβεί σε μια δημοκρατία, που κυβερνά μια ομάδα ή ένας εκλεγμένος και δοκιμασμένος εκπρόσωπός τους.  Εκεί θα μπορούσαν να επανεξετάζουν τις αποφάσεις του δήμου ή ακόμα καλύτερα να τον υποκαθιστούν.
    Ανέβηκε αργά-αργά στο βήμα και δεν ήταν λίγοι αυτοί που ψιθύριζαν με θαυμασμό για τη φήμη του και την εντιμότητά του ως ανθρώπου πραγματιστή που ποτέ δεν παρασύρθηκε από συνασθηματισμούς, από ιαχές ή ανόητες επιδιώξεις των μαζών.
    «Το εύκολότερο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε σαν πολιτικοί» είπε, «είναι να ακροαστούμε τους πόθους του λαού και να του δώσουμε την εντύπωση ότι εμείς θα τους οδηγήσουμε σ’αυτούς.  Όμως η ουσία της σχέσης πολιτικού ηγέτη και λαού, είναι να δώσουμε στο λαό να αντιληφθεί αυτό που είναι εφικτό να γίνει και όχι αυτό που θα έπρεπε, σύμφωνα με τις προσδοκίες του λαού, να γίνει. Αυτό που προσδοκούμε, που για μας είναι το δέον γενέσθαι, από τη μια είναι πολύ διαφορετικό από άνθρωπο σε άνθρωπο για να γίνει πραγματικότητα, από την άλλη είναι έωλο αφού πάντα στηρίζεται σε σχήματα ιδεολογικοποιημένα.  Η ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας, είναι η ένωση του όντος με το δέον γενέσθαι, που δεν στηρίζεται ποτέ επαρκώς στις εμπειρικές διαδικασίες μα ούτε στην γονιμοποίησή τους από την ορθολογική διαδικασία.  Η ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας ξεκινά από την αποδοχή πρώτα κάποιου δέοντος, που μια κοινότητα θεωρεί ουσιώδες και δίκαιο κι επάνω εκεί στηρίζει την επεξεργασία των εμπειρικών δεδομένων, ενώ αντίθετα θα έπρεπε την δραστηριότητά της να στηρίζει πρώτα πάνω στα εμπειρικά δεδομένα και από κει να οργανώνει δράση γι’αυτό που είναι δυνατόν και όχι γι’αυτό που θα έπρεπε να γίνει.
     Το δέον γενέσθαι είναι αυτό που προϋποθέτει ένα άλμα πίστης, που ουσιαστικά τη στιγμή που εκτιμάται μια κατάσταση δεν Είναι (δεν υπάρχει), αλλά εμείς το ονειρευόμαστε. Είναι μια κατάσταση που αποδεχόμαστε ως εν τω γίγνεσθαι, και το γίγνεσθαι δε μπορεί παρά να πατά πάνω στο Μη-Είναι, αφού το γίγνεσθαι είναι η σχέση Είναι και Μη-Είναι, του Όντος-γενέσθαι, με το Δέον-Γενέσθαι πού μέρος μόνο μπορεί να είναι αληθινό.
    Κάθε ενέργεια του λογικού ανθρώπου πρέπει να βρίσκεται μέσ’τα όρια του εμπειρισμού και του ορθολογισμού. Δηλαδή να εκτιμώνται αντικειμενικά τα εμπειρικά δεδομένα κι οι αποφάσεις να παίρνονται με πυξίδα τον ορθολογισμό, όπως μας το δίδαξε ο δάσκαλος Παρμενίδης. Σύμφωνα με τα εμπειρικά δεδομένα, δεν είναι δυνατόν να συγκαλείται ανά πάσα στιγμή η εκκλησία του δήμου για να πάρει αποφάσεις, αφού τις πιο πολλές φορές οι εξελίξεις δεν μπορούν να περιμένουν, ούτε μπορούν να αιωρούνται ανάμεσα στους δια κλήρου εκλεγμένους εκπροσώπους που πιθανόν δεν έχουν την εξειδίκευση για να μπορούν κάποια στιγμή ν’αποφασίσουν.  Η εμπειρία δείχνει, ότι πρέπει να υπάρχει μια εκλεγμένη ομάδα ή ένας εκλεγμένος ηγέτης, που παίρνοντας υπόψιν του το γενικό πνεύμα της εκκλησίας του δήμου να δρά προσεγγιστικά σύμφωνα μ’αυτό στις επείγουσες καταστάσεις».
     «Νομίζω ότι δεν είναι ανάγκη να επεκταθώ σ’αυτό το θέμα αφού αυτό το σύστημα δεν θέλει πολλά λόγια, αλλά στηρίζεται στην πρακτική διαδικασία.  Είναι γενικά ένα σύστημα, όπου κανείς δεν ωθείται κοινωνικά να πάρει προδιαγεγραμμένες αποφάσεις ή να πιεστεί προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Αφήνουμε την ρέουσα πραγματικότητα, την καθημερινότητα και την εμπειρική αντικειμενικότητα να οδηγά τις πράξεις μας, χωρίς να μας καταδυναστεύει ο όποιος ιδεολογικός καταναγκασμός.  Έχουμε μια κοινωνία ανοικτή σε νέες ιδέες αλλά ποτέ μα ποτέ δε θα δεχτούμε να μας οδηγεί Μια Ιδέα, αλλά μετά από εμπειρική και ορθολογική διερεύνηση μπορεί να την χρησιμοποιήσουμε. 
     Όπως δείχνει και αυτό το συμπόσιο, είμαστε μια κοινωνία ανεκτική, δεχόμαστε να ακούσουμε το αντίθετο ή ακόμα και το παράδοξο, όμως δε μπορούμε να ανεχτούμε αυτό που μπορεί να οδηγήσει στο παράλογο. Το παράδοξο, μπορεί να οξύνει το διαλογική μας δυνατότητα, το παράλογο όμως σύμφωνα με τη δική μου άποψη, το μόνο που κάνει είναι να κατεδαφίζει ή να υποσκάπτει όλα όσα η δημοκρατική μας κοινωνία έχει οικοδομήσει».
     Τελειώνοντας έριξε μια ματιά στο κοινό, έγειρε το κεφάλι κάτω σα να σκέφτεται και ξαφνικά κατέβηκε απ’το βήμα. Το μεγάλο μέρος του κοινού ξέσπασε σε επεφημίες και χειροκροτήματα κι αυτός προχώρησε στη θέση του σχεδόν τρέχοντας, σαν να ήθελε να περάσει απαρατήρητος.
     Ο Νέαρχος είχε σηκωθεί και χειροκροτούσε διακριτικά κι ο Βόρις δεν έκρυβε την ευαρέσκειά του. Αυτός ο νέος, ήταν δικός του ευνοούμενος, δωρικός και περιεκτικός.
     Το λόγο ζήτησε ο Διονύσιος Ακραγαντίνος, που ήταν υπέρμαχος της αθηναϊκής δημοκρατίας και θαυμαστής του Περικλή.  Ήταν κάπως οργισμένος με τα λεγόμενα του Δημητρέα, αλλά έδειχνε συγκρατημένος.
    «Τη δημοκρατία που μας παρουσίασε ο αγαπητός Δημητρεύς, εγώ δεν μπορώ παρά να την θεωρήσω ολιγαρχική. Άραγε είναι πιο δημοκρατική από το ολιγαρχικό πολίτευμα της Σπάρτης;  Εκεί κυβερνά η Γερουσία που αποτελείται απ’όλους τους επιζήσαντες από τις μάχες άνω των πενήντα ετών Σπαρτιάτες, που αποφασίζουν, και η Απέλλα δηλαδή οι εν ενεργεία μαχητές άνω των τριάτα ετών, επιβεβαιώνουν δια βοής τις αποφάσεις. Υπάρχουν δυο εκλεγμένοι βασιλείς από την Γερουσία, ο ένας για τις εκστρατείες και ο άλλος για την άμυνα, οι οποίοι είναι ανακλητοί. Εγώ νομίζω ότι η ολιγαρχία των Σπαρτιατών είναι πιο δημοκρατική απ’τη δημοκρατία του Δημητρέα. Θα μπορούσα να υπεισέλθω σε λεπτομέριες, αλλά θεωρώ ότι σ’αυτό το συμπόσιο πλανάται μια σκιά δυσπιστίας και τρόμου κι έτσι δε θα ήθελα να βρεθώ στη δεινή θέση, οι απόψεις μου να τεθούν υπό την κρίση ενός φανατικού απλουστευτή όπως ο Βόρις».
    Ένα μουρμουρητό άρχισε να σύρεται στη αίθουσα, που δε μπορούσε κανείς να πεί ότι ήταν επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία. Ο Βόρις ως εξάρχων ζήτησε από τον Διονύσιο και από τους επόμενους ομιλητές να αποφεύγουν προσωπικές επιθέσεις γιατί θα διαταραχθεί το ήρεμο κλίμα του συμποσίου:
    «Θα παρακαλούσα τον σεβαστό Διονύσιο να αποσύρει τις παρατηρήσεις του για το πρόσωπό μου και για το κλίμα του συνεδρίου ή να τις δικαιολογήσει, παίρνοντας την ευθύνη των απόψεών του».
    Ο Διονύσιος σηκώθηκε αργά και χωρίς να πάει στο βήμα, απέσυρε τις παρατηρήσεις του  γιατί όπως είπε, είναι πολύ γέρος πια και δεν θα μπορούσε νά’χει το ψυχικό σθένος για να ξανοιχτεί σε μια τέτοια συζήτηση.  Θα κρατούσε όμως όλα όσα είπε κρίνοντας τις απόψεις του Δημητρέα.
    Τότε το λόγο ζήτησε και πήρε, ο Διογένης ο Ταραντίνος και είπε ότι αυτός μολονότι πιο γέρος απ’τον Διονύσιο θα ήθελε να κάνει κάποιες διευκρινίσεις για το κλίμα του συμποσίου.
    «Πιστεύω ότι αυτό το συμπόσιο θα είναι το τελευταίο, αφού γίνεται κάτω από μια αδικαιολόγητη ιδεολογικο-διαλογική πίεση για την αναπροσαρμογή του καθεστώτος και το ξεκαθάρισμα απ’τις αντίθετες φωνές που μπορεί να θεωρηθούν επικίνδυνες από το καθεστώς. Ο άρχοντας Νέαρχος, χρόνια τώρα, έχει δείξει την ικανότητα να γονιμοποιεί τις αντίθετες φωνές τις οποίες να διαχειρίζεται μισοδημοκρατικά μισοδικτατορικά, αλλά κοινώς αποδεκτά και χαριτωμένα, ακόμα και όλες τις αντικρουόμενες καταστάσεις, που αναφαίνονται σε αυτήν τη μικρή μας πόλη.  Τώρα όμως υπάρχει μια αλλαγή συμπεριφοράς, που δεν μπορώ να δεχτώ πως γι’αυτήν είναι υπεύθυνος ο Νέαρχος. Υπεύθυνος είναι ο σύμβουλός του Βόρις, που έχει δημιουργήσει την εντύπωση στο Νέαρχο ότι αυτός κι η «δημοκρατία», κινδυνεύουν απ’τη δημοκρατία.  Ο Βόρις, όπως οι άνθρωποι του βορρά, έχει μάθει στο σκότος, δεν νοιάζεται για τις λεπτές σκιές της εικόνας της δημοκρατίας. Η δημοκρατία γι’ αυτόν, είναι απλά ένα σύστημα λειτουργίας της κοινωνίας και όχι ένας αγαπημένος τρόπος ζωής, που μπορεί μόνο μαζί με όλες της τις αντιθέσεις και ιδιοτροπίες.  Η δημοκρατία είναι ο τρόπος που ο πολίτης ζει όσο το δυνατόν μακριά από το φόβο. Είναι συνώνυμο με την ελευθερία. Ο Βόρις δεν γνωρίζει την αυτο-πειθαρχία, γνωρίζει την πειθαρχία του τρόμου, όπου κάποιος είναι ελεύθερος πρώτον να υπακούει. Γι’αυτόν όλοι οι αντιφρονούντες είναι ύποπτοι και επειδή υπάρχει υποψία κινδύνου της πολιτείας, πρέπει να εξουδετερωθούν. Βέβαια δεν αγαπάει τη βία αλλά αυτό θεωρεί ως υπέρτατο καθήκον του.
   «Όλα αυτά δεν τα είπα για να καλοπιάσω το Νέαρχο, απλά νομίζω πως αυτή είναι η αιτία του σκοτειτού κλίματος του συμποσίου. Όσο για την δημοκρατία του Νεάρχου, βέβαια εγώ δεν είμαι απ’αυτούς που την εκτιμούν, αφού απέχει πολύ απ’αυτό που θα μπορούσε να ορίσει κάποιος σαν δημοκρατία.  Ακόμα αναρωτιέμαι αν ο Νέαρχος δεν εκλεγεί, θα το δεχθεί χωρίς αντίδραση ή θα επέμβει στρατιωτικά για να μην πέσει η πόλη στην αναρχία και «καταστραφεί». Γιατί συνήθως οι Τύραννοι θεωρούν καθήκον, να σώζουν τη δημοκρατία, καταργώντας την. Μπορώ να δείξω και άλλες αδυναμίες της δημοκρατίας του Νέαρχου, επίσης μπορώ να παραδεχτώ ότι η διακυβέρνηση του Νέαρχου είναι κατά το μάλλον ή ήττον επωφελής για την πόλη, εγώ όμως δε μπορώ να τη δεχτώ ως δημοκρατία».
    Ο γέρων Διονύσιος, σηκώθηκε επιδεικτικά και χειροκρότησε τον Διογένη.  Όμως κανείς δεν τον ακολούθησε. Άλλοι από φόβο, άλλοι από πνεύμα αντιπολιτευτικό στις γενικότερες απόψεις του, κι άλλοι γιατί δεν έκριναν σκόπιμο να οξύνουν προς το παρόν το κλίμα του συμποσίου.
    «Θα ήθελα ακόμα να τονίσω ότι η εμπειρική διαδικασία, όπως την παρουσίασε ο Δημητρεύς, δεν είναι κάτι το αντικειμενικό. Αφού στην πολιτική τουλάχιστον κι όχι μόνο, εμπειρικά κάποιο γεγονός ή κάποια κατάσταση είναι φυσικό να ερμηνεύεται διαφορετικά από τις ομάδες των πολιτών που έχουν αντίθετα συμφέροντα ή έχουν διαφορετική θέση στην κοινωνική κλίμακα της πόλης μας.  Στην πόλη μας υπάρχουν οικονομικές τάξεις που εισπράτουν διαφορετικά ένα γεγονός μεταξύ τους.  Έχουμε την τάξη των γαιοκτημόνων, την τάξη των παραγωγών προϊόντων, δηλαδή εργαλείων, όπλων, έργων τέχνης, προϊόντων οικιακής χρήσης κλπ, και την τάξη των εμπόρων και των πλοιοκτητών, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε και μια μικρή μα πανίσχυρη τάξη των μονίμων στρατιωτικών και γραφειοκρατών.
     Για παράδειγμα γίνεται ένας σεισμός και καταστρέφονται δημόσια κτίρια. Οι πολίτες πρέπει να βάλουν το χέρι βαθιά στο πουγκί να φορολογηθούν, ενώ οι αρχιτέκτονες κι οι οικοδόμοι, μολονότι θα φορολογηθούν κι αυτοί, απ’την άλλη θα αναλάβουν εργασίες που θα τους αποφέρουν. Το ίδιο και οι παραγωγοί όπλων και πολεμοφοδίων στην κατάσταση πολέμου, που ενώ αυτοί θα ωφελούνται, οι άλλοι θα χάνουν τη ζωή τους και την περιουσία τους.  Όταν ο πλοιοκτήτης χάνει το πλοίο του στην θαλασσοταραχή, ο ναυπηγός τρίβει κρυφά τα χέρια του, χαίρεται με συντριβή και σεμνότητα.
    Τώρα ας πάμε στην πολιτική: όταν κυβερνά μια τάξη, τότε οι νόμοι στρέφονται προς το συμφέρον της τάξης που κυβερνά και ενώ η εμπειρία απ’τη διακυβέρνηση για τα άτομα της τάξης αυτής και των συμμάχων της είναι άριστη, για τις άλλες τάξεις είναι από ανεκτή ως άθλια. Και για να είμαστε πλήρεις στην ανάλυσή μας, δεν πρέπει να ξεχνάμε τους δούλους, αλλά γιατί όχι και τις γυναίκες.  Αυτοί έχουν σαφώς διαφορετικά συμφέροντα και οι εμπειρίες τους από το ίδιο σύστημα είναι κάτι τελείως διαφορετικό γι’αυτούς απ’ότι στους άλλους.
   Εκείνη τη στιγμή σχεδόν από σύμπτωση, κάποιος αναβρασμός είχε δημιουργηθεί κάπου στό βάθος της τεράστιας αίθουσας και αφορούσε τα ανθρώπινα δικαιώματα των δούλων και των γυναικών. Ήταν συμπτωματικό και όχι προσχεδιασμένο. Κάποιοι πολίτες από αυτούς που βρίσκονταν στην είσοδο της αίθουσας και παρακολουθούσαν από έξω, κατάφεραν να εισέλθουν τραγουδώντας τoν ύμνο τους που αφορούσε την ελευθερία όλων των ανθρώπων και την ισότιμη αντιμετώπησή τους από την πολιτεία και το νόμο.
    Ο Βόρις μυρίστηκε ανταρσία και έσπευσε με μια ομάδα μυστικών φρουρών, που ήταν διάσπαρτοι στις άκρες της αίθουσας να επικουρήσουν του φρουρούς την εισόδου. Έσυραν τα ξίφη τους και επετέθησαν. Την ίδια στιγμή ο Σαδής με τη δική του ομάδα έσπευσεν απ’την αντίθετη μεριά για κατευνασμό. Δημιουργήθηκε πανικός κι αναστάτωση που κατέληξε σε αιματηρή συμπλοκή. Ο Νέαρχος έσπευσε άοπλος να ηρεμήσει την κατάσταση όμως, το κακό είχε γίνει.
     Οκτώ αντιφρονούντες νεκροί και τέσσερις τραυματίες, τέσσερις φρουροί νεκροί και δέκα τραυματίες. Μεταξύ των νεκρών και ο Σαδής, μεταξύ των τραυματιών, ελαφρά κι ο Νέαρχος.  Ο Σαδής είχε δεχτεί πλήγμα από κοντή δίκοπη μάχαιρα, αριστερά και οπίσω στην πλάτη. Από το μυαλό όλων πέρασε ο Βόρις, που πιθανόν βρήκε την ευκαιρία να ξεφορτωθεί αυτόν, που ήταν ο μεγαλύτερος αντίπαλός του και του χρέωνε μιαν ασυλλόγιστη επιείκεια απένατι στους αντιφρονούντες.
    Η αίθουσα είχε κυκλωθεί από οπλίτες πεζικού που είχαν στρατώνα λίγο έξω από την αίθουσα των συμποσίων.  Όλα συνέβησαν σχεδόν ακαριαία έτσι που πολλοί από τους συνδαιτυμόνες, οι πιο ψύχραιμοι δεν είχαν ακόμα σηκωθεί από τις θέσεις τους,  αλλά μπορεί να ήταν μ’ένα τσαμπί σταφύλι στο χέρι ή ένα ποτήρι κρασί.
    Λέγεται ότι ο Νέαρχος θα ήταν νεκρός, αν ο Τύχων ο Κρής που είχε σπεύσει να συμπαρασταθεί στους διαδηλωτές, δεν τον έσπρωχνε για να γλυτώσει απ’το μαχαίρι κάποιου μπλεγμένου μέσ’το πλήθος.
    Ο Νέαρχος πήρε τον λόγο και κάλεσε για ηρεμία και ψυχραιμία. Διέκοψε όμως το συμπόσιο επ’αόριστον.
    Τις επόμενες μέρες στην πόλη υπήρχε αναταρχή. Στους δρόμους περιπολούσαν ομάδες ενόπλων φρουρών με πλήρη εξάρτηση. Ομάδες ενόπλων πολιτών που ασκούσαν καθήκοντα αστικής ασφάλειας, επισκέπτοντο επιλεγμένα σπίτια αντικαθεστωτικών και καλούσαν κάποιους για ανάκριση στο αρχηγείο της ασφάλειας.  Όσοι απολύοντο και γύριζαν στην αγορά, έβγαλαν τη φήμη ότι στις ανακρίσεις ποτέ δεν παρευρέθη ποτέ ο Βόρις ενώ σποραδικά είχε εμφανιστεί κι ο ίδιος ο Νέαρχος.  Ήταν για πολλούς φανερό ότι ο Βόρις είχε συλληφθεί και του είχε χρεωθεί η αναταραχή και ο φόνος του Σαδή. Κάποιοι όμως από τους συλληφθέντες δεν γύρισαν σπίτι και κανείς δεν έμαθε τίποτα γι’αυτούς.
    Η ηρεμία στην πόλη ήλθε μετά από δέκα μέρες, όταν ο ίδιος ο Βόρις εμφανίστηκε ξανά σε δρόμους της πόλης. Μάθαμε ότι ανεκρίθει σκληρά απ’τους πραιτοριανούς του αλλά δεν έσπασε, μάλιστα κάλεσε τον Νέαρχο να απολογηθεί στον ίδιο.  Ο Νέαρχος πήγε και όταν τον έλυσαν απ’τα δεσμά, άρπαξε τη μάχαιρα ενός πραίτορα και μεσ’την ταραχή την έστρεψε κατά του εαυτού του. Μόλις που τον πρόλαβαν, μα είχε τραυματιστεί αρκετά, αφού η μάχαιρα μπήκε αρκετά μέσα του.  Όταν ανέρρωνε, όλοι τον άκουγαν τα βράδια να κλαίει σαν το σκυλί που έχασε τ’αφεντικό του.  Στο τέλος ο Νέαρχος λύγισε και ο Βόρις ανέβηκε πάλι στο βάθρο του.  Ένας Βόρις στριφνός και αμίλητος, συντετριμμένος και ταπεινός πού’σκυβε ελαφρά το κεφάλι στην εμφάνιση του αφέντη του. Αν δεν ήταν λευκός και ξανθός θα φαινόταν σαν αναχωρητής της ανατολής.
     Όταν ηρέμησαν τα πράγματα και οι οπλίτες σταμάτησαν να περιπολούν, οι ένοπλοι ασφαλίτες έγιναν πάλι άοπλοι πολίτες της αγοράς που ψώνιζαν και επισκέπτοντο το κουρείο και συζητούσαν με τους άλλους πολίτες σαν να μην είχε γίνει τίποτε, τότε μας ξανακάλεσαν για το συμπόσιο.

ΗΜΕΡΑ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΕΚΤΗ   όπου συμβαίνουν πολλά κι απερίγραπτα
Όπως ήταν φυσικό το συμπόσιο ξεκίνησε εκεί που είχε σταματήσει. Ο Διογένης αφού μας θύμησε συνοπτικά τις απόψεις του Δημητρέα και την περί μη αντικειμενικότητας της εμπειρίας κριτική του, εστράφει ενάντια στην άποψη του Δημητρέα περί εφικτού: «Ο φίλος μας ο Δημητρεύς μεγαλοποιεί  την έννοια του εφικτού. Αφού κι αυτό είναι σχετικό, όχι μόνο απ’τις δυνατότητες που δίνονται αλλά και απ’την ιδεολογική βούληση για τη διαμόρφωση της δεδομένης κατάστασης. Εφικτό επίσης είναι αυτό για το οποίο θες να παλέψεις με όλες σου τις δυνάμεις και να υπερβείς τον εαυτό σου.  Αν πετύχεις το σκοπό σου, τότε ήταν εφικτός. Η ίδια η δημοκρατία δεν είναι συμβατή με την έννοια του εφικτού όπως μας τη παρουσιάζει ο Δημητρεύς. Η επίτευξη της δημοκρατίας είναι συμβατή με την έννοια του υπερβατικού, όπου απαιτείται η υπέρβαση αυτού που ορίζεται από τον Δημητρέα ως εφικτό.  Όσο για την χαλαρή κοινωνία που ανέχεται τις αντίθετες απόψεις και μάλιστα τις γονιμοποιεί, τα γεγονότα του κοντινού παρελθόντος το διέψευσαν οικτρά.  Και χαμηλώνοντας τη φωνή μα τονίζοντας τις λέξεις για ν’ακουστούν, είπε: δε μάθαμε ακόμα τι έγιναν ορισμένοι συμπολίτες μας, ούτε γιατί κατηγορήθηκαν και αν καταδικάστηκαν.  Αυτό το συμπόσιο θα ήταν πρέπον πρώτα απ’όλα να διερευνήσει αυτό το οικτρό και τραγικό γεγονός».
   Από το βάθος της αίθουσας μια ομάδα αντιφρονούντων ακολούθησε τον Τύχωνα που χειροκροτούσε επιδεικτικά.  Σποραδικά ακολούθησαν κι άλλοι συνδαιτυμόνες απ’όλη την αίθουσα μα συγκρατημένα που φανέρωνε πως ακόμα επικρατούσε ο τρόμος.  
     Εκείνη τη στιγμή παρενέβη ο Νέαρχος φανερά ενοχλημένος παραμερίζοντας το τυπικό.  «Η παρατήρηση του Διογένη είναι λαϊκίστικη και άτοπη, όλοι γνωρίζουν ότι συνέβη ένα γεγονός που διερευνάται σαν μικρή ανταρσία.  Είχαμε νεκρούς και τραυματίες και όχι μόνο πολίτες, ακόμα μεταξύ των νεκρών βρίσκεται ένας από τους καλύτερούς μου φίλους και μεταξύ των τραυματιών εγώ ο ίδιος που παρενέβην άοπλος. Σας βεβαιώνω ότι όποιος κι αν ήταν ο υπαίτιος θα αποκαλυφθεί.  Το θέμα δεν είναι προσωπικό, αλλά θέμα λειτουργίας των θεσμών και της δημοκρατίας γενικότερα.  Αν η απάντησή μου  ικανοποίησε τον αγαπητό και σεβαστό Διογένη και μαζί μ’αυτόν και τον Διονύσιο, που έκανε προκλητικά φανερή την υποστήρηξή του σ’αυτόν, το καλώς διαλογικά φέρεσθαι απαιτεί να αποσυρθούν από μέρους τους αυτές οι παρατηρήσεις. Δεν το απαιτώ εγώ μολονότι θα είχα το δικαίωμα αλλά το ελπίζω».
     Το μεγάλο μέρος του κοινού  ξέσπασε σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές, κάτι που ο Νέαρχος περιφρονούσε, αλλά τώρα το χρειαζόταν πάρα πολύ.  Ήθελε να φανεί το μέγεθος της δύναμης που του προσέφερε το κοινό.
     Ο Νέαρχος έκανε ένα νεύμα στον Βόριδα και αυτός κάλεσε τους συνδαιτυμόνες να απολαύσουν το γεύμα και να χαρούν το καλλιτεχνικό πρόγραμμα που είχαν ετοιμάσει γι αυτή την περίσταση που τα πνεύματα θα οξύνονταν και θα συνέχιζαν το συμπόσιο την επόμενη μέρα.
    Το πρόγραμμα ήταν μια ιλαροτραγωδία πολύ χαριτωμένη που φανέρωνε τον τρόπο που οι πρωταγωνιστές έπεφταν σε κωμικοτραγικές καταστάσεις όταν υπερτιμούσαν τη σοβαρότητα των εν εξελίξει γεγονότων. Το έργο ενώ έδειχνε πως μπορούσε να εξελιχθεί σε τραγωδία γύριζε σε σάτιρα.  Ήταν φανερό ότι ο Νέαρχος έπαιζε μαζί τους και οδηγούσε τις εξελίξεις αφού είχε και ανάλογο θεατρικό έργο που σχεδόν απεικόνιζε την πολιτική κατάσταση στη Ελέα.  Ήταν ένας μεγαλοφυής άνθρωπος κι ένιωσα ότι αδίκως τον αντιπολιτευόμαστε.   Σίγουρα κανείς από μας δεν θα μπορούσε να τον υποκαταστήσει.   Όμως απ’την άλλη έπρεπε να ξέρει ότι δε μπορεί να παίζει μαζί μας στημένα παιγνίδια και ότι εμείς όλοι οι αντιφρονούντες δεν θα μπορούσαμε να παριστάνουμε πιόνια με προκαθορισμένες κινήσεις. Για όλους εμάς προείχε πάνω από όλα η νόηση ως τέχνη. Αν μας απαγόρευαν αυτή την ευτυχία δε θα μπορούσαμε να ζήσουμε.
       Εκείνο το βράδυ έφυγα με τον Διόδωρο Φύλακα που ήταν στενός μου φίλος και έντεχνα πλησιάσαμε τον Τύχωνα που κάπως μας απέφευγε.  Όσες φιλοσοφικές συζητήσεις και αν είχαμε ανοίξει στο παρελθόν κατέληγαν σε διαφωνία, που ξεκινούσε απ’τις βάσικες αρχές του σκέπτεσθαι.  Και οι δυό δεχόμασταν τον κόσμο εν τω γίγνεσθαι αλλά εγώ ως αντιφατικό ενώ εκείνος ως αντιθετικό. Στο θέμα όμως περί δημοκρατίας, πιθανόν κάτι θα μας ένωνε, αφού οι αντιλήψεις μας ήταν πολύ διαφορετικές απ’αυτές του Νεάρχου.
    Προχωρήσαμε στην ακροθαλασιά αμίλητοι, ο Διόδωρος που ο Τύχων θεωρούσε κάπως τσαρλατάνο περί τα φιλοσοφικά, για να σπάσει τον πάγος μίλησε για τα τραγικά γεγονότα που είχαν εξελιχθεί και τις πιθανές μελλοντικές εξελίξεις.  Ο Τύχων δεν έδωσε σημασία στα λεγόμενα του Διόδωρου και στράφηκε σ’εμένα λέγοντας:
    «Όπως όλοι το ξέρουμε η κατάσταση είναι από τραγική ως επικίνδυνη, είμαστε παγιδευμένοι. Δε νομίζω να υπάρχει κάποιος που πιστεύει πως οι προθέσεις του Νέαρχου και του σκύλου του Βόριδα είναι αγαθές, σήμερα φάνηκε ότι έχει προγραμματίσει και περιμένει τη στιγμή να μας συλλάβει. Δεν έχω αμφιβολία, πως είμαστε μέρος κάποιου σχεδίου.  Εμείς μπορούμε να το σκάσουμε ή μπορούμε να μείνουμε παίζοντας έτσι ή αλλιως το παιγνίδι του.  Αλλά εγώ λέω να του το χαλάσουμε. Ο μόνος τρόπος να του το χαλάσουμε είναι να κατεδαφίσουμε τις απόψεις του περί δημοκρατίας και να τον ξεγυμνώσουμε. Να τον αποκαλύψουμε σαν Τύραννο. Αν παίξουμε το παιγνίδι του, μπορεί ταπεινωμένοι και «δαρμένοι» να έχουμε ένα πιάτο φαΐ, σαν τον σκύλο του τον Βόριδα, αν και για σένα πολύ αμφιβάλλω.  Θέλει να σε βγάλει απ’τη μέση.  Σου φυλάει πάρα πολλά.  Αυτός ο άνθρωπος θέλει να ταΐζει και να δέρνει, θέλει υπακοή, θέλει υποταγή, θέλει αφοσίωση, θέλει να σκέφτεσαι γι’αυτόν.  Όσο για την τέχνη της νόησης, όπως τη λες εσύ, πρέπει να την αλλάξεις με την τέχνη της νοητικής υποταγής. Να ανταλλάξεις την ψυχή σου με λίγο φαγητό».
    Φτάσαμε στο μαγειρείο της ακρογιαλιάς και μπήκαμε. Το κλίμα ήταν και κει ζοφερό. Μικρές περέες αντιφρονούντων που μιλούσαν σιγά σαν συνωμοτικά και οι γνωστοί καταδότες και πράκτορες που είχαν τα μάτια ορθάνοικτα για να μπορούν να φανούν χρήσιμοι στο Βόριδα.  Ο δούλος έφερε μια κανάτα κρασί και ψιθύρισε «κερασμένο» από φίλους. Κάποιοι απ’τις παρέες γύρισαν και κοίταξαν κάνοντας με το κεφάλι ένα νεύμα φιλικό. Θύμωσα, «όλοι κάτι περιμένουν από μας» είπα «αλλά φοβούνται να εκδηλωθούν».
    «Έλα τώρα», είπε ο Τύχων, «δεν είναι καινούριο, έτσι γίνεται πάντα. Όλοι το ξέρουν ότι εμείς δε θα κάνουμε πίσω. Αυτό που κάνουν είναι συμπαράσταση. Μπορεί κάποια κρίσιμη στιγμή να πηδήσουν το χαντάκι».
     «Πως σου ήρθε κι έσωσες το Νέαρχο», τον ρώτησα, «μπορεί αν είχε πεθάνει να είχαν τελειώσει τα βάσανά μας».
     «Ξέρεις πολύ καλά ότι τα πράγματα θα ήταν χειρότερα», μου απάντησε. «Αυτός ο σκύλος ο Βόρις δε θα άφηνε ρουθούνι.  Εξάλλου ήταν τελείως αυθόρμητο, ούτε που το σκέφτηκα.    Ας χωριστούμε τώρα γιατί δεν έχουμε να πούμε τίποτα άλλο. Δε θα προγραμματίσουμε κάποια μέθοδο δράσης, γιατί τότε θα ανακύψουν οι διαφωνίες μας, αφού έχουμε διαφορετικό τρόπο σκέψης».
    «Ο καθένας απ’τη μεριά του και τον τρόπο του», απάντησα. Σηκώθηκε να φύγει. Τον σταμάτησα κρατώντας τον απ’το χέρι. Ήταν πολύ συμπαθής άνθρωπος.
    «Είσαι πολύ νέος», του είπα, «καλύτερα να φύγεις. Έχεις πολλά να δώσεις ακόμα».
    «Εσύ θα πρέπει να φύγεις», μου απάντησε, «εγώ κινδυνεύω μόνο να ταπεινωθώ γιατί ο Νέαρχος μου χρωστάει τη ζωή του και θα πληρώσει το χρέος του. Εσένα κινδυνεύει η ζωή σου».
    «Εγώ όμως δεν έχω που να πάω», του απάντησα. «Εξ’άλλου είμαι μεγάλος, την χόρτασα τη ζωή.  Μπορεί να κλείσω την αυλαία εντυπωσιακά. Σπάω το κεφάλι μου, να βρώ ένα τρόπο παράδοξο, όπως πάντα, όμως αυτή τη φορά δεν βρίσκω».
    Την επόμενη μέρα μάθαμε ότι ο Τύχων δεν έφτασε σπίτι του, είχε συλληφθεί.  Κανείς όμως από την συγκροτημένη ιδεολογικά ομάδα που συμμετείχε, δεν είχε συλληφθεί.  Έπεσε πανικός ανάμεσά τους αφού ο Τύχων ήταν η ψυχή της ομάδας και γενικά ο καθοδηγητής της. Αργότερα διαδόθηκε ότι ο Βόρις τον κρατούσε ώσπου να φανεί το πλοίο για την Αθήνα. Τον έβαλε δέσμιο μέσα και έδωσε εντολή να τον λύσουν μόνον όταν το πλοίο είχε ανοιχτεί και δεν υπήρχε φόβος να επιστρέψει κολυμβώντας.  Μάθαμε αργότερα ότι ο Βόρις τόνισε στον Τύχωνα ότι κατ’εντολη του Νεάρχου δεν θα έπρεπε να ξαναπατήσει στη Ελαία, γιατί κάθε φορά που ερχόταν θα γύριζε πίσω με τον ίδιο τρόπο. Και του είχε ψιθυρίσει χαμηλόφωνα, για να μην τον ακούσει κανείς: «Εξ’ άλλου δεν θα υπάρχει κανείς απ’τους φίλους σου για να δείς».
      Έτσι όλο το βάρος του αντίλογου στη δημοκρατία του Νεάρχου έπεσε επάνω σε μένα και το Διόδωρο. Ήταν φανερό, ότι η θυσία του Διόδωρου είχε μόνο τη μορφή της συμπαράστασης στο πρόσωπό μου κι έτσι έπεισα το Διόδωρο να φύγει για την Αθήνα.
      Ξαφνικά ένιωσα ανακουφισμένος και απελευθερωμένος δεν φοβόμουν και δεν σκεπτόπουν τίποτα. Ένιωσα ότι αυτές μπορεί να ήταν από τις καλύτερες μέρες της ζωής μου.  Σηκωνόμουν το πρωΐ έκανα βόλτα στην ακροθαλασιά και πήγαινα στο ταβερνάκι.  Ακολουθούσα τη συνταγή του Σωκράτη:  έπινα ένα ποτήρι κρασί κι έτρωγα ένα ψάρι ψητό. Όλα έδειχναν ότι ήμουν υπό περιορισμό. Κανείς δε μου μιλούσε, κι εγώ απέφευγα να μιλώ στους άλλους. Ένιωθα σαν να υπάρχω και να μην υπάρχω την ίδια στιγμή.
     Δεν ήταν και τόσο άσχημα. Ακόμα και ο ταβερνιάρης με απέφευγε, δεν ήθελε ούτε τα λεφτά μου. Όταν πλήρωνα απαντούσε σοβαρά και χαμηλόφωνα ότι είναι πληρωμένα και ανέβαζε τα μάτια του ψηλά να καταλάβω: «απ’το Νέαρχο».  Ένα βράδυ, καθώς ήμουν ξαπλωμένος, άνοιξε η πόρτα. Ήταν ο Βόρις. Άνοιξε το ελαφρί επανωφόρι του και μου έδειξε ότι ήταν άοπλος. «Έρχομαι μόνος μου», είπε. «Δεν είμαι εδώ κατ’εντολή του Νεάρχου», αλλά, -χαμήλωσε τη φωνή του-, «ο αφέντης μου είναι βαθιά στεναχωρημένος, όλο σκέφτεται χωρίς να μου μιλάει και έχει να φάει πέντε μέρες».  Με ακούμπησε με το χέρι του στον ώμο φιλικά και ψιθύρισε σχεδόν παρακλητικά: «σε παρακαλώ φύγε αν μείνεις θα χαθεί η πόλη, θα πεθάνεις και ο Νέαρχος δεν θα το αντέξει θα καταρρεύσει».
Σηκώθηκα του έφερα ένα ποτήρι κρασί, το ήπιε.  «Δε μπορώ» του είπα. «Δε μ’αφήνουν οι αρχές μου.  Έχω πάρει τις αποφάσεις μου. Θα μιλήσουμε για τη δημοκρατία και μετά ας κάνετε το καθήκον σας».

ΗΜΕΡΑ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΕΒΔΟΜΗ  όπου το συμπόσιο τελειώνει
Την άλλη μέρα μας προσκάλεσαν για το συμπόσιο. Πολλοί αντιφρονούντες έλειπαν, αλλά και πάρα πολλοί υποστηρικτές του καθεστώτος έλειπαν.  Το συμπόσιο είχε χάσει τον πανηγυριώτικο χαραχτήρα του. Κανένας δεν ήταν ευχαριστημένος από αυτήν την εξέλιξη, ούτε και αυτοί που μ’αντιπαθούσαν, που εξοργίζονταν με τις παραδοξολογίες μου. Τέλος πάντων ήταν Έλληνες και ένιωθαν πως το πράγμα είχε παρατραβήξει. «Μηδὲν ἄγαν», ψιθύριζαν μεταξύ τους.
      Μια επιτροπή πολιτών έφτασε στο σπίτι μου και ζήτησε να υποχωρήσω και να κάνω μια δήλωση, που είχαν ήδη ετοιμάσει και που θα εκτόνωνε τήν κατάσταση. Την ίδια στιγμή έστειλαν κάποιους προσκείμενους πολιτικά στο Νέαρχο και πρότειναν ν’αναβληθεί αυτό το καταραμένο συμπόσιο.
Ο Βόρις όμως δεν τους άφησε να τον δουν.  Αν γινόταν αυτό που ήθελαν, το κύρος του ηγέτη θα χανόταν. Δήλωσε πως δεν είναι δυνατόν ο άρχοντας να κάνει τέτοιου είδους υπαναχωρήσεις.  Η εξουσία του θα μετατρέπετο σ’ένα παίγνιο που χωρίς λόγο θα έμπαιναν παράγοντες ανάρμοστοι, όπως φιλοκυβερνητικοί πολίτες και το πείσμα ενός διακεκριμένου πολίτη που ήθελε να ταπεινώσει τον άρχοντα που είναι η ίδια η εξουσία. «Η εξουσία στέκεται πάνω απ’τα πρόσωπα, είναι η τάξη και ο νόμος και εκεί επάνω πατά η δημοκρατία».
     Μαζί με τη δική μου άρνηση οι πολίτες ένιωσαν πως τίποτα δεν τους εκπροσωπούσε σ’αυτό το συμπόσιο. Οι περισσότεροι απ’αυτούς που παρεβρέθησαν, ήταν εκεί από φόβο.
    «Ας τελειώνει κι’αυτό» είπε κάποιος, «τα συμπόσια του άρχοντα είναι πάντα ασύμβατα με τους πολίτες και τώρα μαθαίνουμε ότι είναι κι επικίνδυνα».
     Άργησα να πάω. Όταν μπήκα ο Βόρις μόλις είχε ανακοινώσει την έναρξη κι ο Νέαρχος καθόταν αδιάφορος και γαλήνιος, σα να βρίσκόταν αλλού. Φαίνεται πως όλοι ήλπιζαν να μην παρουσιαστώ κι έτσι το συμπόσιο θα τελείωνε γρήγορα-γρήγορα και η ζωή, έστω και λίγο λαβωμένη, θα έπαιρνε τους ρυθμούς της.
    Προχώρησα αργά μα σταθερά, καθευθείαν στο βήμα, χωρίς να με αναγγείλλει ο Βόρις  και μπήκα  αμέσως στο θέμα, για να τελειώνει αυτή η φάρσα.
   «Η δημοκρατία, όπως όλες οι ιδέες και τα πράγματα  του κόσμου μας, έχουν πολλά πρόσωπα κι αντιφατική φύση. Ακόμα η δημοκρατία είναι το πολίτευμα που δέχεται σαν συστατικό της την ανοχή και τη γονιμοποίηση αντιθέτων αντιλήψεων. Αυτό φυσικά το γνωρίζουν όλοι, μάλιστα τονίστηκε και από τον αγαπητό Δημητρέα νωρίτερα. Έτσι, το ότι θα προτείνω κι άλλες εκφάνσεις της δημοκρατίας, δεν πρέπει να θεωρηθεί παράδοξο. Είναι όμως ιδίωμά μου έννοιες που έχουμε αποδεχθεί και καταχωρήσει στη συνείδησή μας, να διερευνώ στα απώτατα όριά τους, για να δω το μέγεθος της αλήθειας που εκπροσωπούν σε σχέση με το όνομά τους.
      Πόσο αληθινή είναι η δημοκρατικότητα της δημοκρατίας; Πόσο είναι το δημοκρατικό μέγεθος, που κάθε είδους δημοκρατίας περιέχει μέσα της»; και συνέχισα: «Δημοκρατία, θα έλεγα, είναι το σύστημα που λαμβάνει υπ’όψιν τις ιδιαιτερότητες όλων των μελών της κοινωνίας και τις εξισορροπεί. Λέω όλων των μελών, γιατί από την στιγμή που ο Δήμος Κρατεί, που έχουμε εξουσία του λαού, όλοι είναι μέλη του λαού, ακόμα και οι πλούσιοι και οι γαιοκτήμονες.
    Η δημοκρατία λοιπόν είναι ένα σύστημα που συνίσταται από πολλές κοινωνικές τάσεις, που τα συμφέροντά τους είναι διαφορετικά και πολλές φορές ανταγωνιστικά. Οι σχέσεις των διαφόρων τάσεων μέσα στη δημοκρατία έχουν αντιφατική φύση.  Ο δούλος με τον αφέντη, έχουν αντίθετα συμφέροντα που μολονότι συγκρούονται τα συμφέροντά τους, την ίδια στιγμή δε μπορεί να υπάρξει η έννοια του δούλου χωρίς την έννοια του αφέντη και του αφέντη χωρίς την έννοια του δούλου. Αν δεν υπήρχαν δούλοι, δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε κάποιους σαν αφέντες. Το ίδιο συμβαίνει και μ’άλλα στρώματα της κοινωνίας μας. Από τη στιγμή που όπως είπε κι ο Ηράκλειτος «όλα μετατρέπονται σε χρήμα και το χρήμα σε όλα», η κοινωνία χωρίζεται σε παραγωγούς από τη μια, και κατόχους μεγάλων χρηματικών ποσών από την άλλη που τα χρησιμοποιούν για το εμπόριο. Ο έμπορος κι ο παραγωγός έχουν με τον ίδιο τρόπο που είπαμε πριν για τον δούλο και τον αφέντη, αντιφατική σχέση. Δε μπορεί να υπάρχει έμπορος χωρίς παραγωγό, ούτε παραγωγός χωρίς έμπορο. Για να ξεκαθαρίσουμε αυτή τη σχέση, πρέπει να ορίσουμε την έννοια εμπόρευμα.  Βέβαια μπορεί κάποιος να παράγει κάποια πράγματα για δική του χρήση ή για ανταλλαγές μ’άλλα προϊόντα, εμπόρευμα όμως είναι αυτό που συσσωρεύεται σε αποθήκες κι έχει την ανάγκη χρήματος για να διακινηθεί και να αξιοποιθεί.   Έτσι το χρήμα και το προϊόν, ο έμπορος και ο παραγωγός, έχουν αντιφατική σχέση, όπου ενώ ο ένας δε μπορεί χωρίς τον άλλον, την ίδια στιγμή συγκρούονται κιόλας. Τονίζω εδώ πως όταν λέω «παραγωγός», εννοώ τον παραγωγό των προϊόντων που μπορούν να ορθωθούν σαν εμπορεύματα κι όχι απλά για ιδία χρήση του παραγωγού. Στη φάση αυτή ο παραγωγός δε μπορεί χωρίς τον έμπορο ούτε ο έμπορος χωρίς τον παραγωγό, συγχρόνως όμως συγκρούονται γιατί έχουν διαφορετικά συμφέροντα.  Ο παραγωγός θέλει όσο το δυνατόν μεγαλύτερες τιμές στα προϊόνται ενώ ο έμπορος όσο το δυνατόν μικρότερες.
     Είναι φυσικό λοιπόν η κοινωνία μας να αποτελείται από ταξεις και στρώματα που έχουν αντίθετα συμφέροντα και κάθε τάξη να αγωνίζεται για την κατάχτηση της εξουσίας που θα της δίνει τη δυνατότητα να κάνει νόμους τα συμφέροντά της.
     Γενικά υπάρχουν οι τάξεις που παράγουν, δηλαδή οι τάξεις αυτών που εργάζονται κι οι τάξεις αυτών που διαθέτουν το χρήμα, για την αγοροπωλησία και διακίνηση των εμπορευμάτων. Απ’τη μια έχουμε το χρήμα κι απ’την άλλη την εργασία.  Αλλά γενικά στην εποχή μας έχουμε τη δημοκρατία του χρήματος, αφού οι έμποροι έχουν την δυνατότητα να κυκλοφορούν στην αγορά, αφού η αγορά είναι ο χώρος τους διαμορφώνοντας συνειδήσεις για προγράμματα λειτουργίας της δημοκρατίας.
     Μολονότι αυτή η δημοκρατία έχει έλλειμμα, το έλλειμμα αυτό καλύπτεται απ’το συγκεντρωτικό πνεύμα κατάχτησης της εξουσίας, από ένα πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης.  Έτσι το έλλειμα της δημοκρατίας καλύπτουμε με περισσότερο έλλειμα δημοκρατίας, δηλαδή με μια συγκαταβατική και κοινής αποδοχής Τυραννία.  Η όποια τυραννία μπορεί αναπάσα στιγμή να υπερβεί τα όρια της κοινής αποδοχής και να λειτουργήσει ιδιοτελώς.
     Όπως είδαμε τις τελευταίες μέρες, η «δημοκρατία» πέρασε το συμφωνημένο όριο και μετετράπει σε τυραννία.  Είδαμε μια διαμαρτυρία, που απ’την καχυποψία των ομάδων ασφαλείας και κυρίως του αρχηγού τους, να μετετρέπεται σε σφαγή και εξέγερση».
   «Εγώ δεν πιστεύω ότι αυτό έγινε κατά λάθος, αλλά εκ προθέσεως.  Ο Βόρις περίμενε καρτερικά να δημιουργηθεί αυτή η ευκαιρία, για να ενεργήσει όπως ενήργησε και να εκβιάσει καταστάσεις που δύσκολα θα μπορούν να γυρίσουν πίσω στην προηγούμενη κατάσταση».
―«Πολίτες αυτό είναι το τελευταίο δημοκρατικό συμπόσιο· οι εκλογές, αν ξανασυμβούν, θα είναι μεθοδευμένες».
     Κάποιες ομάδες αντιφρονούντων άρχισαν να εκτοξεύουν συνθήματα κατά του καθεστώτος, μα σχεδόν συγχρόνως η μεγάλη μάζα του κόσμου εκτόξευε συνθήματα και απειλές κατά των αντιφρονούντων και ειδικά εναντίον μου. Κάποιοι, πιθανόν βαλτοί όρμησαν να με τιμωρήσουν για την προσβλητική μου στάση ενάντια στη δημοκρατία και τον ίδιο το ηγέτη της Νέαρχο.  Ο Βόρις έστείλε μια ομάδα φρουρών να με «προστατέψει» απ’το αγριεμένο πλήθος και ως αποτέλεσμα αυτού, βρέθηκα καταρχήν «φρουρούμενος» στο χώρο του παλατιού και μετά από ανακρίσεις στη φυλακή.  Ο Βόρις ζητούσε επιμόνως, όταν παρευρέθηκε ο Νέαρχος, ν’αποκαλύψω τους συνεργάτες μου.  Όταν όμως έφυγε ο Νέαρχος μου θύμισε ότι «αυτός με είχε προειδοποιήσει». . . .

Εδώ σταματώ την επιστολή, τα άλλα τα γνωρίζεται ίσως καλύτερα από μένα, γιατί με κάποιο τρόπο σταμάτησα να «γνωρίζω».
     Εδώ στην Ουτοπία έμαθα αργότερα ότι πολύ σύντομα ο Νέαρχος αρρώστησε και πέθανε. Τότε με στρατιωτική επέμβαση, ο Βόρις κατέλαβε την εξουσία και την κράτησε έως το τέλος της ζωής του. Λέγεται ότι υπήρξε σκληρός αλλά δίκαιος ηγεμόνας, που ενέπνεε τρόμο στους εχθρούς του εσωτερικούς και εξωτερικούς.  Ούτε Έλληνες ούτε Φοίνικες ούτε βάρβαροι τόλμησαν ν’αμφισβητήσουν την επικράτεια της Ελέας.  Το σπίτι του Παρμενίδη έγινε ακαδημία.  Προσετέθησαν δυο δωμάτια ακόμα για υπνωτήρια των δασκάλων που κατά καιρούς φιλοξενούντο και εδίδασκαν.  Στο τεράστιο αίθριο τοποθετήθηκε σκέπαστρο και έγινε αίθουσα μαθημάτων.  Εκεί εδιδάσκετο φιλοσοφία, μαθηματικά και επιστήμες, ενώ στο σπίτι του Διονυσίου που είχε εξοριστεί, έγινε κέντρο τεχνών και μουσικής.
     Στην αγορά απαγορεύοντο οι συζητήσεις περί φιλοσοφίας και πολιτικής, επιτρέποντο μόνο στις σχολές, που ήταν ανοικτές καί στο κοινό. Έτσι στην αγορά συζητούσαν για παραγωγή, για προϊόντα, για εμπόριο και κουτσομπολιό.  Εκεί κλείνονταν και οι συμφωνίες.
     Οι φυλακές είχαν πάντα φιλοξενούμενους, όσοι απ’αυτούς κρίνονταν επικίνδυνοι εκτελούντο, οι άλλοι βασανίζοντο, δηλαδή παιδεύοντο να μάθουν ότι αυτό που θα ξαναποκτήσουν, δηλαδή την ελευθερία, είναι κάτι πολύτιμο που μόνο έτσι μπορεί να εκτιμηθεί.
    Η περίθαλψη των πολιτών στα ιατρεία που ανήκαν στην πολιτεία ήταν χωρίς χρήματα κι η παιδεία επίσης. Ακόμα κάποιοι πόροι σπουδαίοι, όπως η παραγωγή αλατιού στις αλυκές και τα ορυχεία κρατικοποιήθηκαν.
     Πέθανε ευτυχισμένος και ένδοξος. Τον βρήκαν πεσμένο, σαν να κοιμάται πάνω στο γραφείο του, με το πρόσωπο στο χειρόγραφό του.  Συνέγραφε ένα έργο περί φιλοσοφίας και διοίκησης το οποίο τοποθέτησαν οι επίγονοί του σε περίοπτη θέση για να εκτεθεί μελλοντικά στα μάτια των αναγνωστών στη βιβλιοθήκη της πόλης.  Ένα πρωινό βρέθηκε καμένο στην εστία του γραφείου του.  Κανείς δεν αναρωτήθηκε ποιος το έκαψε.
    Δυο χρόνια μετά η Πόλις δέχτηκε την επίθεση των Φοινίκων κι άντεξε μετά βίας, λόγω της εξαιρετικής κατασκευής των τειχών. Την επομένη όμως χρονιά, δέχτηκε συνδυασμένες επιθέσεις από Δωρικές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας και διελύθει.
   Η Πόλις κατεστράφει, κατά το συνήθειο των Δωριέων, μόνον οι ναοί αφέθησαν στην τύχη τους. Στο ναό της Θέμιδας και Δίκης υπήρχαν γι'αρκετό καιρό τα χειρόγραφα του Παρμενίδη και του Νεάρχου.  Τα δικά μου, σύμφωνα με το έθιμο για τις απαγορευμένες ιδέες, είχαν καεί και σκορπιστεί ανοιχτά στη θάλασσα.  Έμειναν μόνο μερικά αποσπάσματα που κάποιοι φίλοι έφεραν με τη μνήμη τους στην παλιά Ελλάδα.

Σκοτείνιασε, ο ήλιος γέρνοντας  προς τη θάλασσα, είχε αρχίσει να σκορπάει, να διαλύεται και το χρώμα του να κοκκινίζει.  Θυμήθηκα εκείνο το θαυμάσιο ηλιοβασίλεμα στη Ελέα με τον Αλοβέρδο Μονόλιθο και τον Ελευθερέα Εκγέλας.  Δεν τους ξαναείδα ποτέ, ούτε έμαθα τίποτα γι’αυτούς.  Ο Αλόβερδος είχε θυμηθεί τα λόγια του Ξενοφάνη και εγώ τον είχα συμπληρώσει με λόγια του Εμπεδοκλή, ο Ελευθερεύς είχε πει εκείνα τα ποιητικά λόγια για το ηλιοβασίλεμα την Ελλάδα και τον πολιτισμό της . . . .
   Νύχτωσε ένα θολό πέπλο έπεσε στα μάτια μου κι απλώθηκε παντού, μια γλυκιά νύστα με βυθίζει σ’αυτό το ανάλαφρο σκότος. Είναι το θείο ζόφος, το θείο σκότος. Στο στόμα μου υπάρχει ακόμα η γεύση του θαυμάσιου αυτού κρασιού που πίναμε στη Ελέα, δεν έφευγε. Μάλλον είμουν εγώ που έφευγα μ’αυτό.

                          





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου