Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Η ΚΟΜΗ ΤΗΣ ΒΕΡΕΝΊΚΗΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑΚΗ και η θεωρία της μεγάλης έκρηξης του Hubble


ΘΟΔΩΡΟΣ ΚΑΒΑΣΗΣ

Η ΚΟΜΗ ΤΗΣ ΒΕΡΕΝΊΚΗΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑΚΗ
και η θεωρία της μεγάλης έκρηξης του Hubble.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Μικρή εισαγωγή:

Μπροστά μας έχουμε μια μικρή επιστημολογική εργασία, με έντονη λογοτεχνική διάθεση, αυτό όμως σε φέρνει σε αμηχανία για την κατεύθυνση που θα στρέψεις την κριτική σου. Θα μου ήταν λοιπόν ευκολότερο ως αναγνώστης, να αφεθώ και να χαρώ άκριτα την επιστημολογική διήγηση του συγγραφέα, αλλά γεννώνται ερωτήματα που ο νοήμων άνθρωπος δε μπορεί να παρακάμψει. Εξάλλου, απ’την αρχαιότητα όσοι δήλωναν ή ήθελαν να είναι Έλληνες, αναζητούσαν σε κάθε θέμα όσο το δυνατόν περισσότερες όψεις, άσχετα πόσο παράδοξες ή πόσο τεκμηριωμένες θεωρούντο.  Μολονότι η κρίση μου για την επιστημονική διάσταση του θέματος υπολείπεται επιστημονικής γνώσης, ως νοήμων αναγνώστης πρέπει να το προσεγγίσω και απ’τη μεριά της λογικής. Η λογική ακόμα είναι η πυξίδα κάθε συνειρμού και κάθε νοητικής προσέγγισης σε όλα τα θέματα, μολονότι είναι αναμφισβήτητο ότι η σύγχρονη φυσική κάποιες φορές μας εκπλήσσει, προτείνοντας απόψεις που εκ πρώτης όψης φαίνονται παράδοξες ή παράλογες.
     Η εργασία του κ. Γραμματικάκη οικοδομείται πάνω στις βασικές θέσεις της θεωρίας της μεγάλης έκρηξης, που σύμφωνα μ’αυτήν είναι οι εξής:
Α. Είναι αναμφισβήτητο ότι οι γαλαξίες απομακρύνονται και μάλιστα με τον απλό γραμμικό τρόπο  που διατύπωσε ο Ηubble.  Τούτο όμως οδηγεί σε μια παραδοχή αναπότρεπτη.  Ότι κάποια στιγμή στο μακρινό παρελθόν, οι γαλαξίες είχαν μια κοινή εκκίνηση.
Β. Όλη δηλαδή η ύλη και η ενέργεια του σύμπαντος ήταν συγκεντρωμένα σε ένα σημείο! Ένα σημείο, την αρχή του σύμπαντος, που είχε άπειρη πυκνότητα και θερμοκρασία.
Γ. Στο σημείο αυτό το υπέρπυκνο ή σ’αυτή την αδιανόητη κοσμική σφαίρα, κάποτε, για λόγους που δεν γνωρίζουμε, έγινε η λεγόμενη Μεγάλη Έκρηξη από την οποία προήλθε το Σύμπαν.  Η φυγή των γαλαξιών, οφείλεται στη δύναμη αυτής της έκρηξης που ακόμα και σήμερα μπορεί να υπερνικά τις δυνάμεις έλξης ανάμεσα στους γαλαξίες.
Δ. Το συγκεκριμένο σημείο της έκρηξης δεν μπορεί να νοηθεί· όπως δεν νοείται το κέντρο του Σύμπαντος. Η Μεγάλη Έκρηξη έγινε παντού σ’όλα τα σημεία του Σύμπαντος, σ’όλα τα σημεία του χώρου.

Σύμφωνα με τήν πρόταση Α, θεωρείται αναμφισβήτητο ότι κάποια στιγμή στο παρελθόν η απομάκρυνση των γαλαξιών είχαν κοινή εκκίνηση. Αυτή η κοινή εκκίνηση που συνάγεται λογικά (δηλαδή υπολείπεται ατράνταχτης απόδειξης) έχει νοηθεί·  σύμφωνα λοιπόν με το συγγραφέα μας στο Δ, το επίκεντρο της έκρηξης πλέον, δεν μπορεί να νοηθεί, γιατί η έκρηξη έγινε σ’όλο το σύμπαν. Εδώ υπάρχει μια επιλεκτική χρήση λογικών όρων: ενώ προσεγγίζουμε αυτό το κοινό σημείο νοητά, τίθεται ο όρος ότι η ύπαρξη αυτού του κοινού σημείου δε μπορεί να γίνει νοητή. Δηλαδή ενώ νοητά (νοούμε) συλλαμβάνουμε  τη θεωρία της μεγάλης έκρηξης και συνάγουμε (νοούμε) ότι υπάρχει μια κοινή εκκίνηση των γαλαξιών, αυτή όμως δε μπορεί να νοηθεί γιατί έγινε σ’όλο το σύμπαν.
    Στη συνέχεια ο συγγραφέας, μας απαλλάσσει από «ενοχλητικές ερωτήσεις» περί του τι υπήρχε προ της έκρηξης, αφού ο Χώρος και ο Χρόνος δημιουργούνται τη στιγμή της έκρηξης: «Τίποτα δεν υπήρχε και τίποτα δεν έγινε πριν, αφού ο χώρος και ο χρόνος δεν υπήρχαν».
    Η άποψη ότι για να υπάρχει κάτι πρέπει όπωσδήποτε να υπάρχει χώρος και χρόνος είναι πεπαλαιωμένη και δεν μας βοηθάει σε τίποτα.  Ο χώρος ως έκταση κι ο χρόνος ως διάρκεια στο πεδίο που διαχειρίζεται ο συγγραφέας μας αληθινά δεν υπάρχουν, αυτά είναι στοιχεία του Νευτώνιου κόσμου της αντικειμενικότητας και του ντετερμινισμού. Στο πεδίο, που ο συγγραφέας μας προϊδεάζει ότι εξελίσσεται η μεγάλη έκρηξη που φυσικά είναι κβαντικό, η αντικειμενικότητα κι ο ντετερμινισμός αμφισβητούνται βίαια. 
     Στην θεωρία των πεδίων που σχετίζεται με την κβαντομηχανική όμως σύμφωνα με τον Μπώμ, «η κίνηση ενός σωματίου περιγράφεται σαν καταστροφή του σωματίου σε μια θέση και αναδημιουργία του σε άλλη θέση». Έτσι ο χρόνος δεν μπορεί να είναι διάρκεια αφού τα κβαντικά σωμάτια είναι συνεχώς άλλα-αλλου μη έχοντας διάρκεια. Αλλά για τον ίδιο λόγο ο χώρος δε μπορεί να είναι έκταση αφού το κβαντικό σωμάτιου καταλύεται-συντιθέμενο όντας άλλο-αλλού κι έτσι δεν μπορεί να έχει συγκεκριμένη έκταση.  Εκεί χρόνος είναι η συχνότητα και χώρος το μήκος κύματος, των κβαντικών γεγονότων που όντας σύμφυτα με το Είναι τους, συνιστούν μιαν αδιάρρηκτη ενότητα τον χωρόχρονο. Και επειδή η θεωρία της μεγάλης έκρηξης στηρίζεται στην ανάλυση φασμάτων θα πρέπει να σχετίζεται με τον κβαντικό κόσμο και την κβαντομηχανική, όπου τίποτα δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς το σύνδρομο συχνότητας και μήκους κύματος, όλα έχουν μιαν ιδιόμορφη χωρο-χρονική σωματο-κυματιακή φύση που χωρίς αυτή δεν μπορεί να νοηθεί καμιά ύπαρξη.
    Έτσι τα ενοχλητικά ερωτήματα που μας απαλλάσσει η ανυπαρξία χώρου και χρόνου, επανέρχονται με διαφορετικό τρόπο.

Οι επιστήμονες λοιπόν με δεδομένο το φαινόμενο Doppler, όπου η συχνότητα εκπομπής μιας φωτεινής πηγής μεγαλώνει όσο η πηγή πλησιάζει στον παρατηρητή, ενώ μικραίνει όσο απομακρύνεται απ’αυτόν και με δεδομένο ότι το φάσμα φωτός των γαλαξιών κινείται προς το ερυθρό κι όχι προς το ιώδες, συνάγουν ότι οι γαλαξίες απομακρύνονται και ότι το Σύμπαν διαστέλλεται.  Εδώ οι επιστήμονες χωρίς απτές αποδείξεις, αλλά συνάγοντας και κάνοντας γενικεύσεις με ορθολογικά επιχειρήματα, κάνουν ένα λογικό μεν άλμα πίστης και καταλήγουν σ’αυτό το απλοϊκό συμπέρασμα. Εγώ που δεν είμαι επιστήμονας αλλά ο σκεπτόμενος άνθρωπος, και είμαι αυτός στον οποίον αποτείνεται αυτό το βιβλίο, μπορώ δικαιολογημένα να θέσω κάποιες αντεπιστημολογικές παρατηρήσεις που ο αγαπητός συγγραφέας του έργου ίσως χαρακτηρίσει ανόητες ή ενοχλητικές: 

1. Σχετικά λοιπόν με το θέμα αυτό, υπενθυμίζω ότι οι ντετερμινιστές αποδέχονται στον κβαντικό κόσμο,  «κρυφές παραμέτρους» (αόρατες) οι οποίες σχετίζονται με τις ιδιότητες των κβαντικών σωμάτων, ενώ οι αντιτερμινιστές έναν αόρατο εν δυνάμει υποκβαντικό επίπεδο του κόσμου μας, που αποκρίνεται ανάλογα με τις δικές μας δραστηριότητες.  Καί για τις δύο αντίπαλες «παρατάξεις» του επιστημονικού κόσμου λοιπόν, υπάρχουν δυνάμεις τις οποίες δεν γνωρίζουμε και τις οποίες δεν πρέπει να περιφρονούμε, αλλά όταν η λογική μας «ενοχλείται», να τις έχουμε στην άκρη του νου μας. Έτσι την άκριτη αποδοχή ενός απόλυτου σημείου εκκίνησης της έκρηξης, που θα περιελάμβανε συμπεπικνωμένο όλο το σύμπαν κι όπου πριν απ’αυτό δεν υπήρχε τίποτα θεωρώ ανόητη.
     Ηγέτες των ντετερμινιστών είναι ο Αϊνστάιν, ο ντε Μρογί, ο Μπώμ κλπ, ενώ των αντιτερμινιστών οι Μπορ, Σρέντιγκερ, Νόυμαν, Χάιζενμπεργκ, Χουήλλερ κλπ. που μολονότι είναι άνθρωποι με άκρως αντίθετες απόψεις δεν είναι ευκαταφρόνητοι. Είναι όμως αυτοί που αποδέχονται με το ένα ή τον άλλο τρόπο την ύπαρξη πεδίου στον κόσμο μας το οποίο δεν μπορούμε πειραματικά να προσεγγίσουμε αλλά την ύπαρξή του υποχρεούμεθα να υποθέσουμε από τα φαινόμενα της υποθετικής δραστηριότητάς του.
     Όταν η παρατήρηση μέσω τηλεσκοπίων ορίζει μια διαστολή μεγακόσμου, πρέπει να έχουμε στη άκρη του νου μας ότι όλο αυτό το παρατηρούμενο γίγνεσθαι είναι αποτέλεσμα ενός άλλου απύθμενου υποκβαντικού και υπερφωτεινού γίγνεσθαι που μολονότι θεωρείται υπαρκτό, μας είναι άγνωστο. Έτσι η όποια διαστολή του σύμπαντος ίσως ακολουθείται και από κάποιαν «αόρατη» συστολή, ενός κόσμου μη προσιτού σ’εμάς ή οπωσδήποτε κόσμων που καταλύονται και γενώνται άλλοι.

2.  Αν αυτή η απομάκρυνση του σύμπαντος σχετίζεται με τη θέση του όποιου τηλεσκοπίου κάποιου παρατηρητή. Μήπως συμβαίνει το αστείο, κέντρο του σύμπαντος κάθε φορά να είναι το τηλεσκόπιο του όποιου παρατηρητή;

3. Που ξέρουν ότι η υποτιθέμενη αυτή έκρηξη αφορά όλο το Σύμπαν κι όχι ένα μέρος του Σύμπαντος (ορατό σ’εμάς), χωρίς ν’αποκλείονται κι άλλες απεριόριστες εκρήξεις, σ’άλλα μέρη του Σύμπαντος, αόρατες σ’εμάς.
    Αυτό θα σήμαινε ότι ο κόσμος μπορεί να έχει απεριόριστα σημεία «εκκινήσεων» τέτοιου τύπου, που εμείς δεν είμαστε σε θέση να δούμε, και κάτι τέτοιο θα απέρριπτε μιαν απόλυτα μοναδική εκκίνηση-έκρηξη όλου του σύμπαντος και μαζί μ’αυτό τον απλοϊκό θεολογικό χαραχτήρα μιας τέτοιας εκδοχής.  (Αυτή η μοναδική έκρηξη που έχουμε το προνόμιο να εξελίσσεται μπρος τα μάτια μας, μου θυμίζει το αίτημα της θρησκείας ότι η γη είναι ο μοναδικός τόπος ύπαρξης ανθρώπου και νοημοσύνης, αφού αν υπήρχαν κι άλλοι τέτοιοι τόποι ο καημένος ο Χριστός θα έπρεπε να βρίσκεται συνεχώς στο σταυρό, για να σώζει όλους αυτούς τους απεριόριστους κόσμους των αμαρτωλών. Μολονότι όμως δεν έχουμε δεί ανθρώπους αλλού, η λογική μας δε μπορεί να δεχτεί ότι είμαστε μόνοι σ’όλο το σύμπαν).
      Οι επιστήμονες λοιπόν μπορεί να έχουν παγιδευτεί, είδαν το τυρί και τρέξανε αλλά τη φάκα δεν την είδαν.  Τώρα το τυρί μπορεί να είναι η άκριτη αποδοχή μιας έκρηξης χωρίς αιτία, γιατί αν δεχτούμε την ύπαρξη αιτίας τότε πρέπει να δεχτούμε έναν κόσμο που δεν περιορίζεται στα όρια μόνον αυτής της έκρηξης, αλλά περιέχει κάποιο γίγνεσθαι εκτός και πρό της έκρηξης.  Άν όμως το τυρί είναι τα όβολα του Πάπα, τότε άλλοι τρώνε το τυρί και άλλοι μπαίνουν στη φάκα, κάτι πολύ ανήθικο από μέρους κάποιων επιστημόνων.

4.  Ισχυρίζεται ο συγγραφέας μας ότι σύμφωνα με τον Χαμπλ η ταχύτητα που οι γαλαξίες απομακρύνονται είναι ανάλογη με την απόστασή τους (από το σημείο παρατήρησης;). Αυτό πρέπει να δικαιολογηθεί, αφού έτσι καταστρατηγείται η αντικειμενικότητα στη σχέση μετακίνησης των συστημάτων με προνομιακή θέση το σημείο παρατήρησης αφού ένας παρατηρητής από άλλο γαλαξία θα βλέπει τη διαστολή αυτή διαφορετικά και με διαφορετική ταχύτητα από μας. Έτσι όταν παρατηρούμε τον γαλαξίας της Παρθένου απόμακρύνεται με ταχύτητα 11.200 χλ. το δευτερόλεπτο ενώ αυτόν της Ύδρας με 61.000 χλ. το δευτερόλεπτο, από άλλον γαλαξία η ταχύτητά τους θα είναι διαφορετική.

5. Η απόσταση των γαλαξιών κι η ταχύτητα έκρηξης υπολογίζεται «υποκειμενικά» από τη θέση του παρατηρητή αφού «αντικειμενικά» δεν μπορεί να υπολογιστιστεί αφού το επίκεντρο της έκρηξης θεωρείται ακαθόριστο. Αν δεχτούμε όμως ότι η ταχύτητα των γαλαξιών υπολογίζεται αντικειμενικά από κάποιο υποθετικό επίκεντρο της έκρηξης, στο σημείο εκκίνησης η ταχύτητα διαστολής θα είναι μηδενική. Έτσι σύμφωνα με τον ορθολογισμό και τον διαφωτισμό, πρέπει να υπάρχουν κι άλλες ιδιότητες αυτού του απείρως μικρού και απείρως πυκνού ακίνητου σημείου, εντός ή εκτός αυτού, τις οποίες δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε για να έχουμε απόλυτα αντικειμενική εικόνα κι έτσι επιστημονική βεβαιότητα για τα συμπεράσματά μας. 

6.  Αν η απομάκρυνση γίνεται με γραμμικό τρόπο σημαίνει ότι υπήρχε μια αρχική στιγμή, όπου η δυναμική της εκρηκτικής ώθησης ήταν η μοναδική, αφού δεν υπήρχε τίποτε άλλο να συμμετέχει σ’αυτό το εκρηκτικό γίγνεσθαι. Τότε η ύλη που θα περιέχετο σ’αυτή την έκρηξη, θα  πρέπει να διαστέλλετο απολύτως ομοιόμορφα και με την ίδια ταχύτητα αφού δεν υπάρχει κάποια σταθερή δύναμη που συνεχώς “έλκει” την έκρηξη δημιουργώντας επιτάχυνση όπως αυτή της πτώσης των σωμάτων στη γη και αφού τίποτα άλλο δεν υπάρχει να διαταράξει αυτή την μακάρια ομαλότητα.  Το ότι όμως κάθε σημείο του σύμπαντος, ακόμα κι ο φακός του τηλεσκοπίου θεωρείται ένα κέντρο απόκεντρο δημιουργεί ερωτήματα αφού η εξέλιξη αυτού του εκρηκτικού κοσμικού γεγονότος, ως συνεχώς γενομένη, πρέπει σε κάθε της σημείο να εκρήγνυται συνεχώς προς όλες τις κατευθύνσεις αναιρώντας τη γραμμικότητά της.

7.  Όταν ο συγγραφέας τονίζει ότι η Μεγάλη Έκρηξη έγινε για λόγους που δε γνωρίζουμε, εννοεί ότι η άγνοιά μας αφορά ή τις προθέσεις του θεού ή τις αιτίες που είχαν ως αποτέλεσμα αυτή την έκρηξη; Αν αφορά το θεό φυσικά δεν πρέπει να αναζητήσουμε αιτίες: θεός είναι και κάνει ότι θέλει, εξ άλλου μας έχει συνηθίσει σε ανεξήγητα θαύματα.  Αν όμως το ερώτημα αφορά τη συμπεριφορά της θεάς φύσης, η οποία μας έχει συνηθίσει στη λογική, δεν μπορούμε να συνάγουμε με βεβαιότητα συμπέρασμα για την θεωρούμενη μεγάλη έκρηξη, αν δεν γνωρίζουμε τα αίτια του γεγονότος που διαχειριζόμαστε. Επίσης τονίζω ξανά ότι: α. Αν υπάρχει αιτία της έκρηξης εκτός του υπέρπυκνου αυτού όντος μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι όλη η ύλη του σύμπαντος δεν ήταν συγκεντρωμένη μέσ’το υπέρπυκνο αυτό σημείο. β. Αν η αίτια της έκρηξης υπάρχει εντός του υπέρπυκνου αυτού όντος, τότε αυτό δεν έχει μόνο τα χαραχτηριστικά της υπερπυκνότητας αλλά κι άλλα άγνωστα χαρακτηριστικά που δεν λαμβάνουμε υπόψιν στους υπολογισμούς μας.

8. Αν στην εξέλιξη αυτής της έκρηξης δε γίνεται αποδεκτό κάποιο απόλυτο επίκεντρο ή δεν μπορεί να υπολογιστεί θεωρητικά κάποιο τέτοιο, τότε κάθε σημείο του σύμπαντος ως σημείο αναφοράς κάποιας μέτρησης θα ήταν αποδεκτό ως ένα κέντρο-απόκεντρο κι έτσι θα πρέπει ν’αμφισβητείται αυτός ο τρόπος της γραμμικής απομάκρυνσης, αφού κάθε σημείο του σύμπαντος συνεχίζει να εκρήγνυται ξέχωρα, ακόμα και μετά την πρώτη έκρηξη.  Έτσι μπορεί να δικαιολογηθεί η δημιουργία κάποιου Γίγνεσθαι όπου υπήρξε αυτός ―ας πούμε― ο «δημιουργικός κβαντισμός» (διαφόρων ειδών μονάδων διαφορετικών ιδιοτήτων και δυνατοτήτων), που σημαίνει ότι με την «τοπική» Άπωση της όποιας τοπικής έκρηξης, υπήρξε συγχρόνως και κάποια «αόρατη» σ’εμας πολυδιάστατη «τοπική» Έλξη. Αυτό όμως προϋποθέτει το υπέρπυκνο αυτό σημείο να μην είναι απόλυτα πυκνό αλλά να αποτελείται από εν δυνάμει μέρη μ’εν δυνάμει δικές τους ιδιότητες. Αυτό όμως περιπλέκει την αντίληψη περί γραμμικότητας της έκρηξης.

9. Τονίζω ξανά ότι: σύμφωνα και με τους αρχαίους διανοητές, αλλά και σύμφωνα με όλους τους σχετικιστές επιστήμονες, ούτε χρόνος ούτε χώρος υπάρχει πέραν των πραγμάτων. Δηλαδή χώρος και χρόνος υπάρχουν συνιστώντας με τα πράγματα μια χωροχρονική ενότητα. Το ότι υπάρχουν μαζί με τα πράγματα όμως δε σημαίνει πως δεν υπήρχε κάποια άλλη ενότητα χωροχρονική ως κάτι άλλο, πριν την έκρηξη που διαχειριζόμαστε νοητικά, το αντίθετο μάλιστα. Εγώ ο έμφρων άνθρωπος πιστεύω ότι πριν την υποτιθέμενη έκρηξη, υπήρξαν άπειρες τέτοιες ενότητες «ως κάτι άλλο», που μπορεί να ήταν η αιτία των υποτιθεμένων έκρηξεων, αλλά οι παράμετροί τους είναι κρυμμένες από το δικό μας «οπτικό πεδίο».  Δηλαδή επειδή μιλάμε για χώρο και χρόνο σε ένα πεδίο του κόσμου φασμάτων και κυματισμών μάλλον κβαντικής φύσης, πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι: άλλος είναι ο χρόνος και ο χρόνος των κβαντικών γεγονότων που αναπόφευκτα συνιστά μιαν ενότητα (το χωρόχρονο), και άλλος ο χώρος και ο χρόνος της νευτώνιας αντικειμενικότητας. Στον κβαντικό κόσμο, χρόνος είναι η συχνότητα των κβαντικών γεγονότων ενώ χώρος το μήκος κύματος,  τα οποία συνιστούν μιαν αδιαχώριστη ενότητα τον χωρόχρονο, ενώ στον νευτώνιο κόσμο των πραγμάτων δεν είναι καθόλου αναγκαίο να υπάρχει χωροχρονικό συνεχές. Εκεί ο χόρος είναι μια ιδεώδης έκταση η οποία μπορεί κάλλιστα να είναι κενή και ο χρόνος είναι η διάρκεια κάποιου γεγονότος. Έτσι οι όποιοι υπολογισμοί κάποιων γεγονότων με τα μέτρα άλλων επιπέδων του κόσμου, σίγουρα περιέχουν λάθη. Πχ. λέγοντας ότι η ταχύτητα του φωτός είναι 300.000 χλ το δευτερόλεπτο είναι μια έκφραση παράνομη, αφού συγχέονται μέτρα του νευτώνιου κόσμου με γεγονότα του κβαντικού κόσμου. Τα κβαντικά γεγονότα όπως τα ηλεκτρόνια και τα φωτόνια, έχει παρατηρηθεί ότι καταλύονται-συντιθέμενα όντας άλλα-όμοια-αλλού. Έτσι όντας συνεχώς άλλα δεν διαρκούν και δεν δικαιούνται αληθινά ως χρόνος να έχουν τη διάρκεια αλλά τη συχνότητα εκπομπής. Για τον ίδιο λόγο δε δικαιούνται να έχουν αληθινά ούτε ταχύτητα αφού είναι άλλα όμοια αλλού.

10. Σ’όλες αυτές τις υποθέσεις, ο συγγραφέας δεν αναφέρει το ρόλο που μπορεί να έπαιξε το κενό. Δηλαδή τι μορφή μπορεί να είχε σ’αυτό το γίγνεσθαι, ούτε πως θα μπορούσε να εννοηθεί. Υπάρχει ή όχι το κενό ως όν καθαυτό; Αν το κενό ως όν καθαυτό δεν υπάρχει τότε δε μπορεί να υπάρξει αληθινά έκρηξη. Έτσι ο κόσμος ούτε Ήταν, ούτε Θα Είναι, αλλά μόνον Είναι, αφού μη υπάρχοντας κενό, δε μπορεί να πάει πουθενά· κι έτσι δε μπορεί να υπάρξει ούτε γίγνεσθαι ούτε όλυσθαι, αλλά υπάρχει ως Ένα Νεκρό Αόριστο Αιώνιο Συνεχές Είναι Τώρα απόλυτα συμπυκνωμένο.   Αν τώρα το Κενό ως Όν Καθεαυτό υπάρχει, τότε αυτό παίζει συνεχώς μέσα στην εξελικτική πορεία του όποιου γίγνεσθαι, όντας μια συνεχής αντίδρομη και δημιουργική ώθηση. Έτσι το Κενό μπορεί να Είναι υπαρκτό καί έξω καί μέσα σ’αυτό το «υπέρπυκνο στίγμα» και τότε αυτό το στίγμα δεν μπορεί να είναι όλο το σύμπαν σαν μια απόλυτη πυκνότητα, αλλά ως πυκνότητα ένα μέρος του σύμπαντος. 
     Η προηγούμενη πρόταση περί ύπαρξης κενού ως καθαυτού βέβαια φαντάζει απλοϊκή αλλά όχι λιγότερο από αυτήν του συγγραφέα· δίνει όμως μιαν εντύπωση για το πόσο απλοϊκά αντιμετωπίζεται το Σύμπαν απ’το συγγραφέα και τους επιστήμονες που πρόσκεινται στη βεβαιότητα όλων αυτών που ιστορούνται εδώ.
     Διαλεκτικά το Κενό είναι όπως μας ορίζουν οι Ζήνων και Ηράκλειτος και συνάγεται από την περιγραφή του απείρου από τον Ζήνωνα και τον Αναξίμανδρο που θα δούμε πάρα κάτω.
α.  Ας ξαναδούμε λοιπόν την αφήγηση της δημιουργίας του Σύμπαντος που σχετίζεται με την μεγάλη έκρηξη, μ’ένα άλλο διαλεκτικό κριτικό βλέμμα: Σύμφωνα με τη μεγάλη έκρηξη, «υπήρξε κάποτε ένα υπέρπυκνο στίγμα, όπου όλη η υπαρκτή ύλη και ενέργεια, ήταν συγκεντρωμένα». «Αυτό» σύμφωνα με το συγγραφέα μας, «είχε άπειρη πυκνότητα κι άπειρη θερμοκρασία».  Εδώ τίθεται το ερώτημα: τι θα πεί άπειρη πυκνότητα κι άπειρη θερμοκρασία. Δηλαδή πως μπορούμε να συγκρίνουμε μεγέθη σε έναν κόσμο χωρίς χώρο και χρόνο, αφού ο απειροστικός βαθμός των χαραχτήριστικών ιδιοτήτων του ιδιόμορφου αυτού σημείου υπήρχε προ της γέννησης του χώρος και του χρόνου.  Ως γνωστόν χωρίς χώρο και χρόνο, δεν μπορεί να νοηθεί η έννοια του απείρου τα οποία συνιστούν με τα πράγματα, όπως είπαμε, μια χωροχρονική ενότητα. (Στην περίπτωση της άπειρης πυκνότητας πρέπει να έχουμε άπειρη συχνότητα και μηδενικό μήκος κύματος. Αυτό διαλεκτικά συμπίπτει με το εν δυνάμει επίπεδο του κόσμου, όπως ορίζεται από τον Αναξίμανδρο τον Ζήνωνα και τον Ηράκλειτο). 
     Ο συγγραφέας μας, θα πρέπει να ξαναρεσκάρει στο νού του την έννοια του απείρου για τη χρήση της εδώ αλλά και για τη χρήση του στο νοητικό πείραμα της ερμηνείας του ουράνιου σκότους (στη σελ 43 του έργου του). Το Άπειρο, σύμφωνα με τον Αναξίμανδρο, που αυτός το πρότεινε ως όνομα και έννοια, συσχέτισε με το Γίγνεσθαι, (άρα με τη σχέση χώρου και χρόνου) και ορίστηκε ως εξής:

ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ Φυσικά 24, 13
   εν και κινούμενον και άπειρον   …………
   αρχή τε και στοιχείον των όντων το άπειρον…
Ο κόσμος είναι ένας, κινούμενος (εν τω γίγνεσθαι) και άπειρος. . .
Αρχή (μέγιστο) και στοιχείο (ελάχιστο) των όντων είναι το άπειρο.
    Για τον Αναξίμανδρο ο κόσμος είναι Ένας σε ατέλεστη εξέλιξη, όπου το ελάχιστο (το στοιχειώδες) και το μέγιστο (το Όλον) συμπίπτουν στο άπειρο και περιέχονται μαζί στα όντα, ως Αντιφατικό Στοιχειώδες. Δηλαδή το ελάχιστο έχει τρόπο να περιέχει δυναμικά το άπειρο κι έτσι κάθε τι είναι άπειρο-πεπερασμένο.
ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
  ούτος άρχή των όντων έφη φύσιν τινά του απείρου,
  εξ'ης γίγνεσθαι τούς ουρανούς και τον εν αυτοίς κόσμον.
  ταύτην αΐδιον είναι και αγήρω και πάντας τους κόσμους
  περιέχειν.  λέγει δε χρόνον ως ωρισμένης της γενέσεως
  και της ούσίας και της φθοράς. . . . . . . . . . . . .
  ούτος μεν αρχήν και στοιχείον είρηκε των όντων το άπειρον,
  πρώτος τούνομα καλέσας της αρχής.
  προς δε τούτω κίνησιν αΐδιον είναι,
  εν η συμβαίνει γίγνεσθαι τους ουρανούς.
(Ο Αναξίμανδρος είπε ότι τα όντα εξουσιάζονται από κάποιο είδος απείρου, από το οποίο γεννιώνται οι ουρανοί και οι κόσμοι που περιέχονται μέσα τους. Αυτό είναι αέναο κι αγέραστο περιέχοντας όλους τους κόσμους. Γι’αυτό το λόγο ο χρόνος είναι σχετικός κι αποκτά νόημα απ’τη γέννηση και την φθορά της κάθε ουσίας. . . . .  Αυτός όρισε, πως άρχων και στοιχείο όλων είναι το άπειρο και είναι ο που πρώτος χρησιμοποίησε τη λέξη αυτή μ’αυτό το νόημα. Έπί πλέον όρισε πως το άπειρο είναι η αέναη κίνηση, που μέσα της συμβαίνει το γίγνεσθαι των ουρανών).

Εκτός λοιπόν απ’την έννοια του απείρου, πρωτοβλέπουμε και την έννοια του Γίγνεσθαι. Αυτό σημαίνει ότι οι στοχαστές της προσωκρατικής εποχής δεν έβλεπαν τον κόσμο ως στατικό, όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας μας, αλλά εν τω Γίγνεσθαι και γι’αυτό θεωρούσαν φυσικό να υπάρχουν εν εξελίξει άπειροι κόσμοι. Το σύμπαν γι’αυτούς ήταν αγέραστο και αιώνιο, λόγω της συνεχούς γένεσης και φθοράς των κόσμων που περιέχει. Ο χρόνος ήταν σχετικός με την ουσία, τη γένεση και τη φθορά της.  Αυτή είναι μια πολύ πιο ευφυής άποψη για ένα Άπειρο Σύμπαν ως Γίγνεσθαι, απ’αυτήν των συγχρόνων επιστημόνων που «βλέπουν» την έννοια του απείρου σύμπαντος ως στατική ή ως προεκτεινόμενη απ’αόριστον. 
     Και για να τελειώνουμε με το θέμα αν οι αρχαίοι Έλληνες έβλεπαν τον κόσμο στατικά ή εν τω γίγνεσθαι ας δούμε τι πίστευαν πολλοί απ’αυτούς και μαζί τους ο Αναξίμανδρος γύρω στο 500 π.Χ. για την εξέλιξη των έμβιων όντων:

ΑΕΤΙΟΣ V19,4
   αναξίμανδρος έφασκεν εν υγρώ γεννηθήναι τα πρώτα ζώα
   φλοιοίς περιεχόμενα ακανθώδεσι, προβαινούσης δε της ηλικίας
   αποβαίνειν επί το ξηρότερον και του φλοιού περιρρηγνυμένου,
   επ'ολίγον χρόνον μεταβιώνται.
 (Ο Αναξίμανδρος έλεγε πως τα πρώτα ζώα γεννήθηκαν σε υγρό περιβάλλον έχοντας λέπια, και όταν το περιβάλλον τους έγινε ξηρότερο, απέβαλλαν τα λέπια και προσαμόστηκαν στο νέο περιβάλλον).

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ Συμπ. VIII8,4
   αναξίμανδρος αποφαίνεται εν ιχθύσι εγγενέσθαι πρώτον τους ανθρώπους
   και τραφέντες ώσπερ οι γαλαίοι και γενομένους ικανούς εαυτοίς βοηθείν,
   εκβήναι τίνικαύτα και γης λαβέσθαι.
(Ο Αναξίμανδρος ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι γεννήθηκαν κατ’αρχήν ανάμεσα στα ψάρια και τρέφοντο σαν τους γαλαίους, και όταν έγιναν ικανοί βγήκαν στην ξηρά).

Τονίζω ξανά ότι Αναξίμανδρος πίστευε στην εξέλιξη των όντων και του ανθρώπου.  Δηλαδή οι Έλληνες δεν έβλεπαν τον Κόσμο, το Σύμπαν και τους Ουρανούς στατικά, όπως πιστεύει ο συγγραφέας μας.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Φυσικά  Γ4 203 b 6
   ως φησιν αναξίμανδρος  και πλείστοι των φυσιολόγων,
   του δε είναι τι άπειρον, η πίστις εν πέντε μάλιστ'αν συμβαίνει σκοπούσιν:
   εκ του τε χρόνου (ούτος γαρ άπειρος) και εκ τοις μεγέθεσι διαιρέσεως
   χρώνται γαρ οι μαθηματικοί το άπειρον, έτι τω ούτως αν μόνως μη
   υπολείπειν γένενεσιν και φθοράν,  ει άπειρον είη όθεν αφαιρείται
   το γινόμενον.  έτι τω το πεπερασμένον αεί πρός τι περαίνειν ανάγκην
   έτερον προς έτερον.  μάλιστα δε και κυριώτατον ο την κοινήν ποιεί
   απορίαν πάσιν, δια γαρ το εν τη νοήσει μη απολείπειν και αριθμός δοκεί
   άπειρος είναι και τα μαθηματικά μεγέθη και τι έξω του ουρανού,
   απείρου δ'όντος του έξω και σώμα άπειρον είναι δοκεί και οι κόσμοι.
(Λέγεται πως ο Αναξίμανδρος κι οι περισσότεροι φυσιολόγοι πιστεύουν, πως το άπειρο το αντιλαμβάνεται κάποιος με πέντε τρόπους: Από τον χρόνο που είναι άπειρος, από την διαιρετότητα των μαθηματικών μεγεθών, από το ότι μόνον έτσι θα μπορούσε να υπάρχει η συνεχής γέννηση και φθορά αφού μόνο από το άπειρο θα μπορούσε κάτι τέτοιο να αντλεί συνεχώς, ακόμα και απ᾽το ότι κάθε τι πεπερασμένο, αγγίζει κάποιο άλλο πεπερασμένο κι αυτό ατελείωτα. Αλλά το πιο σπουδαίο που προκαλεί απορία, γιατί ο κάθένας που διαθέτει τον κοινό νου θα μπορούσε να αντιληφθεί το απειροστικό των μαθηματικών μεγεθών και την άπειρη έκταση του ουρανού προς τα έξω, είναι ότι αφού το σύμπαν είναι άπειρο εξωτερικά και κάθε σώμα είναι άπειρο και οι κόσμοι είναι άπειροι).
        Ο Αριστοτέλης απλουστεύει τις απόψεις του Αναξίμανδρου περί απείρου. Οι τέσσερις πρώτες, που αναφέρει συμφωνώντας μαζί τους, δεν νομίζω ότι απηχούν το Άπειρο του Αναξίμανδρου. Αυτό εκφράζεται στην πέμπτη εκδοχή εκεί ακριβώς που ο Αριστοτέλης απορεί ειρωνικά: «Επειδή το σύμπαν είναι άπειρο, καί τα σώματα καί οι κόσμοι είναι άπειροι».
      Η πρόταση αυτή θα μπορούσε να γίνει  πιο κατανοητή αν προσεγγίσουμε το Άπειρο μέσω του Ζήνωνα, που κι αυτός όπως κι ο Ηράκλειτος συμφωνούσαν με την Αντιφατικότητα του κόσμου και συνεπώς του Απείρου: 

ΖΗΝΩΝ,   ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ  Φυσικά 140, 34
   εί μη έχοι μέγεθος το ον, ούδ'αν είη, ει δ'έστιν ανάγκη έκαστον μέγεθός τι έχειν και πάχος και
   απέχειν αυτού το έτερον από του ετέρου. και περί του προύχοντος ο αυτός λόγος.  και γαρ εκείνο
   έξει μέγεθος και προέξει αυτού τι όμοιον δη τούτον. απαξ τε ειπείν και αεί λέγειν. ουδέν γαρ αυτού
   τοιούτον έσχατον έσται. ούτε έτερον προς έτερον ουκ  έσται. ούτως ει πολλά εστιν, ανάγκη αυτά
   μικρά τε είναι και μεγάλα. μικρά μεν ώστε μη έχειν μέγεθος, μεγάλα δε ώστε άπειρα είναι.
(Για να υπάρξει κάτι πρέπει να έχει μέγεθος και ν’απέχει από κάποιο άλλο. Και το περιθώριο ανάμεσά τους το ίδιο.  Θα το πω μια για πάντα: δε μπορεί να υπάρξει  έσχατο μέρος κάποιου,  ούτε σώματος,   ούτε περιθωρίου, ούτε κάτι μπορεί να υπάρξει από μόνο του. Έτσι για να υπάρξουν πολλά είναι ανάγκη να είναι μεγάλα  και μικρά συγχρόνως,  τόσο μικρά που δεν έχουν μέγεθος, τόσο μεγάλα που είναι απείρου μεγέθους).
       Εδώ λοιπόν ο Ζήνων μας δείχνει το πως μπορεί να υπάρχει το άπειρο, δηλαδή ως σύμφυτο με το μηδέν. Επίσης μας δείχνει μιαν άλλη όψη περί Απείρου απ’αυτή του Αναξίμανδρου. Δηλαδή το Άπειρο δεν είναι μόνον αποτέλεσμα της συνεχούς καταλυτικής-συνθετότητας του γίγνεσθαι όπου ο κόσμος έχει απεριόριστες αρχές και τέλη, άρα Καμιάν Απόλυτη Αρχή και Απόλυτο Τέλος, όπου κάθε συγκεκριμένο όντας συνεχώς εν τω γίγνεσθαι, είναι καί αυτό Άπειρο. Ο Ζήνων αναλύει την άποψη του Αναξίμανδρου ακόμα βαθύτερα:  Αναδεικνύοντας την αντιφατική γενετική φύση κάθε στοιχειώδους, που τείνοντας προς το μηδέν, τείνει συγχρόνως προς το άπειρο, όντας συγχρόνως ακίνητο και ακαριαίο, κενό και πλήρες. Έτσι είναι η αντιφατικότητα γυμνή, έχοντας όλες τις μορφές και καμία συγχρόνως. Δηλαδή είναι η ύλη καθαυτή, το Εν Δυνάμει Είναι.
β.  Η άποψη περί εκρήξεως «σε όλο το σύμπαν», οδηγεί κάποιον λογικό αναγνώστη στην αντίληψη ότι δεν υπήρξε αρχική στιγμή έκρηξης από την οποία να προκαθορίζεται κάποιο γίγνεσθαι που να αφορά κάποιαν ορθολογική αιτιακή ακολουθία, αλλά ότι όλο το εκρηκτικό σύμπαν γίγνεται μόνο τώρα.  Έτσι μόνο μπορεί να ξεπεραστεί η ύπαρξη ενός σημείου μιας απόλυτης εκκίνησης του σύμπαντος, που εκτός των άλλων είναι και μια απόλυτη εκκίνηση του χρόνου, ο οποίος τότε δε θα μπορούσε να είναι σχετικός αλλά να είναι απόλυτος·  άποψη αντίθετη με τη θεωρία της σχετικότητας και τις διαλεκτικές προτάσεις των προσωκρατικών που ήταν σοφοί. Από την άλλη αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί ακόμα απ’την έλλειψη του χρόνου ως διάρκεια μια όπου ο κβαντικός κόσμος πρέπει να είναι μόνο τώρα.
γ. Όλα αυτά τα περί την μεγάλη έκρηξη, σύμφωνα με το συγγραφέα μας, δικαιολογούνται με τη θεωρία της σχετικότητας αλλά με το Αϊνστάιν διαφωνούντα πάνω σ’αυτό το θέμα.   Εγώ που βέβαια δεν είμαι επιστήμονας μπορώ αναρωτιέμαι, τι δουλειά έχει μια θεωρία σχετικότητας χώρου και χρόνου, να διαπραγματεύεται μιαν έκρηξη σ’ένα πεδίο χωρίς χώρο και χρόνο. Εκτός αν στη σύγχυση που έχει περιπέσει η επιστημονική κοινότητα για το θέμα χώρου και χρόνου, ίσως να μην έχει ξακαθαρίσει ότι στον κβαντικό κόσμο ο χώρος δεν είναι έκταση και ο χρόνος διάρκεια όπως στο νευτώνιο κόσμο, αλλά συχνότητα και μήκος κύματος, όπου εκεί η έννοια αρχής και τέλους είναι τελείως συμβατική.
δ.  Αν παραμερίσουμε τους χαραχτηρισμούς «άπειρη θερμοκρασία και πυκνότητα» που όπως τους προσφέρει ο συγγραφέας δε μπορούν να νοηθούν, τότε γεννιέται το ερώτημα, «τι δημιούργησε αυτή την έκρηξη».
    Ο νους μας πάει σε κάτι εκ των έσω ή σε κάτι εκ των έξω.  Αν υπήρχε κάτι έξω από αυτή την «απόλυτη» πυκνότητα, θα πεί ότι ο κόσμος όλος δεν ήταν συγκεντρωμένος σ’αυτό το υπέρπυκνο σημείο αλλά ότι δρούσαν κι άλλες δυνάμεις.  (Εκτός αν δεχτούμε τη «μεγαλειώδη» θεϊκή παρέμβαση, όπου όλα μπορούν να δικαιολογηθούν χωρίς την παρέμβαση της λογικής.  Ως γνωστόν ο Θεός μπορεί μόνο με το Λόγο του να δημιουργεί τα πάντα, ακόμα να επεμβαίνει στη φύση και στην ανθρώπινη ιστορία κι αν θέλει σταματά την κίνηση του ήλιου πάνω από την Ιεριχώ, και ανοίγει τη θάλασσα στα δυο ή την ενώνει, χωρίς άλλες συνέπειες και όλα γυρίζουν πάλι στην προηγούμενη λογική τάξη, χωρίς καμιά συνέπεια για τη φύση).
     Αυτές οι άλλες δυνάμεις που με τον πιο απλοϊκό και θεμελιακό τροπό θα μπορούσαν να εκφραστούν ως το «έξω» από το υπέρπυκνο αυτό σημείο θα ήταν το κενό.  Έτσι το κενό μπορεί να δρά ως δυναμικό αίτιο μιας συμβατικής εκρηκτικής κατάστασης. Αν όμως δεν είναι λογικά επαρκές το «έξω» και πρέπει ν’αναζητήσουμε το κινητικό αίτιο στο «έσω», τότε αυτό το σημείο πυκνότητας πρέπει να έχει κι άλλες ιδιότητες εκτός απ’την πυκνότητα καθαυτή και τη θερμοκρασία, άγνωστες που δεν αναφέρονται. Σε μια κατάσταση λοιπόν που ο χώρος ως έκταση δεν υπάρχει αλλά ούτε και ο χρόνος ως διάρκεια υπάρχει (όπως ετέθει αυτός ο όρος από τον συγγραφέα μας), ίσως μπορεί να υπάρξει κάποιου άλλου είδους χώρος και χρόνος που θα μπρούσε να γεννηθεί απ’τις ίδιες τις δομές αυτού του «υπέρπυκνου» όντος.  (Αφού για να μπορεί να γίνει Έκρηξη, χωρίς θεϊκή παρέμβαση, πρέπει να υπάρχει κάποια αλληλεπιδρούσα δομή). Για να προχωρήσει κάθε συλλογισμός από κει και πέρα πρέπει να τεθεί το ερωτημα αν οι έννοιες του χωρικού μεγέθους, της χρονικής διάρκειας και της κίνησης είναι υπαρκτά ορθολογικά και αντικειμενικά, ώστε επάνω τους να στηρίζουμε ολόκληρες θεωρίες χωρίς προηγουμένως να τα έχουμε λογικά ξεκαθαρίσει στο νου μας.
      Για να καταλίξουμε στο πως μπορεί να γίνει έκρηξη μ’αυτά τα δεδομένα ας ξαναδούμε πως οι προσωκρατικοί αντιλαμβάνονταν τον χρόνο τον χώρο και την κίνηση, αφού έκρηξη χωρίς αυτά δεν μπορεί να υπάρξει.

Λέει ο Ζήνων:
το κινούμενον ούτ'εν ω έστι τόπω κινείται ού τ' εν ω μη έστι.
[Tο κινούμενο δεν κινείται ούτε εκεί που βρίσκεται, ούτε εκεί που δεν βρίσκεται].
      Οι δοξογράφοι, ο Χέγκελ και εμείς σπεύδουμε να παγιδευτούμε, έχοντας όλοι μαζί εποδεχτεί ότι ο Ζήνων απορρίπτει της έννοια της κίνησης.  Ο Ζήνων όμως στην επίμαχη φράση ισχυρίζεται ότι υπάρχει κινούμενο αλλά αμφιβάλλει για τον τόπο πάνω στον οποίον κινείται και τον τρόπο που γίνεται. (Λέει ο Χέγκελ: «κάτι κινείται όχι γιατί βρίσκεται κάποια στιμή εδώ και μια άλλη πιο κει, αλλά γιατί κάτι είναι και δεν είναι την ίδια στιγμή κάπου». Και τονίζει: «η κίνηση είναι μια αντίφαση»). Φαίνεται κάποιος «Χέγκελ» εκείνης της εποχής προσέγγιζε την έννοια της κίνησης ως έννοια της μετακίνησης.  Ο Ζήνων θέτει το θέμα με Ηρακλειτικό τρόπο: Τα πράγματα δεν κινούνται γιατί καταλύονται-συντιθέμενα όντας συνεχώς άλλα, σε κάθε διαφορετική θέση. Ο Ζήνων βλέπει την αλλαγή ριζικότερα απ’τη μετακίνηση, η κίνηση γι’αυτόν και τον Ηράκλειτο συμπίπτει με την αλλαγή και το γίγνεσθαι.   
 Λέει λοιπόν ο Ηράκλειτος:
       ποταμώ γαρ ουκ έστιν εμβήναι δις τω αυτώ,
       ουδέ της αυτής  ουσίας άψασθαι κατ'έξιν,
       αλλ'οξύτητι και τάχει μεταβολής,  σκίδνησι και πάλιν συνάγει
       και πρόσεισι και άπεισι (μάλλον δε ουδέ πάλιν ουδ'ύστερον, αλλ'άμα
       συνίσταται και απολείπει).
[Στον ίδιο ποταμό δεν ξαναμπαίνεις, ούτε την ίδια ουσία ξαναγγίζεις, γιατί γρήγορα και βίαια αλλάζει, χωρίζεται και ξαναενώνεται, συστέλλεται και διαστέλλεται. (όχι ξανά ή μετά, αλλά συγχρόνως καταλύεται-συντιθέμενη)].

Σ’αυτό συμφωνεί κι ο Μπώμ.  Στο έργο του Ε. Μπιτσάκη «Διαλεκτική και Νεώτερη Φυσική», πληροφορούμεθα  ότι σύμφωνα με τον Μπώμ: «Στην κβαντομηχανική η θεωρία του πεδίου περιγράφει κάθε κίνηση ως καταστροφή και δημιουργία των στοιχειωδών σωματίων. Δηλαδή αν ένα ηλεκτρόνιο υποστεί σκέδαση απ’την αρχική του κατεύθυνση σε διαφορετική, αυτό το περιστατικό περιγράφεται ως καταστροφή του αρχικού ηλεκτρονίου και δημιουργία άλλου που κινείται προς άλλην κατεύθυνση. Γενικότερα στην παράσταση του πεδίου η κίνηση του ηλεκτρονίου περιγράφεται ως καταστροφή σ’ένα σημείο και δημιουργία σ’άλλο παραπλήσιο».
    Ο Μπώμ διαπιστώνει με την επιστημονική παρατήρηση μέσα στους πανάκριβους επιταχυντές και τους ηλεκτρονικούς αναλυτικο-υπολογιστές ό,τι οι Αναξίμανδρος, Ηράκλειτος και Ζήνων έχουν συνάγει μόνο με τη διαλεκτική σκέψη.
    Απ’αυτό εμείς συνάγουμε ότι ο χρόνος ως διάρκεια σε καταλυτικο-συνθετικά γεγονότα όπως είναι αυτά του μικρόκοσμου και και αληθινά του μεγάκοσμου είναι κάτι αυθαίρετο. Τα γεγονότα αυτά όπως ισχυρίζεται ο Ζήνων δεν κινούνται σε κάποιο χώρο αλλά μέσ’τον ίδιο τους τον εαυτό όντας συνεχώς Άλλα-Αλλού.  Ο Ηράκλειτος με το παράδειγμα του ποταμού και της καταλυτικο-συνθετικής διαδικασίας της  ύπαρξης των γεγονότων του κόσμου, μας δείχνει τον τρόπο που θα μπορούσε να είναι αποδεκτές οι έννοιες του χρόνου και του χώρου σ’αυτές τις διαδικασίες.
    Επειδή το πεδίο που εξελίσσεται η μεγάλη έκρηξη αφορά φάσματα, συχνότητες και μήκη κυμάτων, δηλαδή τρόπο διαχείρησης κβαντικής φύσης πρέπει να δούμε τον κόσμο και την ταυτότητα των οντοτήτων που διαχειριζόμαστε ως έχοντα ταυτότητα που καταλύεται-συντιθέμενη, άρα μη έχοντα σταθερή ταυτότητα. Ο χρόνος σε τέτοιες οντότητες δεν μπορεί να έχει τη χαρακτήρα της διάρκειας ούτε ο χώρος της έκτασης, αφού είναι συνεχώς Άλλά-Αλλού
    Ο χρόνος εδώ μπορεί μόνο να είναι η συχνότητα επανάληψης των υπογεγονότων, που συνθέτουν το κβαντικό γεγονός κι ο χώρος είναι το μήκος κύματός τους. 
     Η υπόθεση λοιπόν της μεγάλης έκρηξης, παίρνει διαστάσεις που απομακρύνονται πάρα πολύ απ’την προσέγγιση του ντετερτερμινισμού και ίσως του ορθολογισμού γενικότερα. Αυτό το θέμα ίσως χρειάζεται μιαν άλλη λογική προσέγγιση όπου θα μπορούσε να γίνει ορατό από τελείως διαφορετική όψη.
    Αν ερευνηθούν προσεκτικά, οι απόψεις των προσωκρατικών, συνιστούν μια λογική πρόταση που μπορεί να δώσει απαντήσεις σε άλυτα προβλήματα. Αυτή είναι η Διαλεκτική Λογική.

γ. Απ’το φαινόμενο Doppler επίσης μπορούμε να συνάγουμε κι άλλα πράγματα: Αν μια πηγή φωτός κινείται, η ταχύτητα του εκλυομένου φωτός είναι πάντα σταθερή προς όλες τις κατευθύνσης.  Αυτό σημαίνει ότι, το φως εκλυόμενο από την πηγή, μπαίνει σ’ένα άλλο επίπεδο απ’αυτό της φωτεινής πηγής.  Σ’ένα κόσμο άγνωστο και διαφορετικό όπου θα μπορούσαμε με τη Διαλεκτική Λογική των Αναξίμανδρου, Ηράκλειτου και Ζήνωνα να συνάγουμε κάποια λογικά συμπεράσματα, χωρίς καμιά απόδειξη βέβαια. Όμως με τις προαναφερθήσες προτάσεις των προσωκρατικών και τη διαπίστωση του Μπωμ που συμφωνεί με τις απόψεις τους, μπορούμε να  διακινδυνεύσουμε μιαν υπόθεση για το πως ο Αναξίμανδρος, ο Ηράκλειτος κι  ο Ζήνων θα έβλεπαν το ηλεκτρόνιο και την κίνησή του, και γενικά να αντιληφθούμε πως εννοούσαν την κίνηση. Είναι άραγε αυτό αναγκαίο; ή μήπως είναι μια υστερική αρχαιολατρεική εκτροπή;  Νομίζω ότι οι αρχαίοι που έθεσαν όλους αυτούς τους όρους περί το νοείν δεν είναι άξιοι περιφρόνησης. Όπως είπε κάποιος: «οι αρχαίοι είναι γίγαντες ενώ εμείς νάνοι»· του δόθηκε όμως η απάντηση «ότι είμαστε νάνοι αλλά στις πλάτες αυτών των γιγάντων». Ναι ξέρουμε πολύ περισσότερα, όμως πάνω στις πλάτες τους, και χωρίς να παραμερίζουμε τις βάσεις που αυτοί μας όρισαν, γιατί κάνουμε ζωτικές παραλήψεις και νοητικές παραβιάσεις.

Σύμφωνα με τους Αναξίμανδρο, Ηράκλειτο και Ζήνωνα η αποδοχή του πράγματος ως ουσία καθαυτή, ή ως ταυτότητα, γεννά αντινομίες στην έννοια της κίνησης, του χώρου ως έκτασης και του χρόνου ως διάρκειας.  Ο Αναξίμανδρος, ο Ηράκλειτος, και ο Ζήνων, δεν δέχονται ότι τα πράγματα είναι η ουσία αλλά το γίγνεσθαι, αφού τίποτα δε μπορούμε ν’αγγίξουμε δυο φορές επειδή όλα βρίσκονται σε μια συνεχή διαδικασία καταλυτικής-σύνθεσης. Όλα τα γεγονότα και τα πράγματα, «Είναι-Μη Όντας», γιατί άλλα περνούν από μέσα τους κάνοντάς τα να Είναι, όμως συνεχώς διαφορετικά. ―Είναι Αυτά όντας Άλλα. 
     Ισχυρίζονται λοιπόν ότι όλες οι ουσίες συνίστανται από υπογεγονότα που με την αναχώρηση-επιστροφή τους στο σύμπαν, κάνουν αυτές τις ουσίες να καταλύονται-συντιθέμενες, έχοντας αντιφατική φύση.  Σύμφωνα μ’αυτή την αντίληψη και την άποψη του Ηράκλειτου ότι «η ευθεία είναι αποτέλεσμα περιστροφής», (όπως στο υπόδειγμα του τόρνου), τα υπογεγονότα που περνούν μέσα από μιαν ουσία την συνθέτουν και φεύγοντας την αποσυνθέτουν κιόλας, ταξιδεύοντας στο σύμπαν με πορεία κυρτή. Ό,τι έχει πορεία κυρτή, κάποτε θα γυρίσει εκεί που ξεκίνησε. Επειδή όμως το σύμπαν των Αναξίμανδρου, Ηράκλειτου και Ζήνωνα είναι άπειρο και ανοικτό, (αφού αυτοί δέχονται το γίγνεσθαι ως ουσία), τα υπογεγονότα που φεύγουν- για το σύμπαν επιστρέφοντας από αυτό, δεν κάνουν απόλυτο κύκλο αλλά μιαν πυκνή ελικοειδή περιστροφή που επαληθεύει-διαψεύδοντας το γεγονός σ’άλλη θέση (το αγγίζει λιγότερο ή περισσότερο,αλλά δεν περνά απόλυτα από μέσα του).  Το διαψεύδει-επαληθεύοντάς το λίγο πιο κεί, έτσι που το πράγμα κινείται όντας Άλλο-Αλλού, όμοιο με τον εαυτό του. Το ίδιο ισχύει και για το υπογεγονότα που κάνουν τη διαδρομή τους πραγματοποιώντας το γεγονός. Καί μέσα απ’αυτά περνούν άλλα γεγονότα βαθύτερου επιπέδου, κάνοντάς τα να είναι, και αυτό επ’άπειρον. (Δηλαδή ως το επίπεδο της αντιφατικής σχέσης μηδενός και απείρου, ακίνητου και ακριαίου του Ζήνωνα, όπου εκεί υπάρχει το Εν Δυνάμει έσχατο αντιφατικό επίπεδο του κόσμου). 
     Σύμφωνα με τη λογική αυτών των διανοητών, το ηλεκτρόνιο δεν κινείται αυτό πηγαίνοντας αλλού, μα άλλα υποκβαντικά γεγονότα ταξιδεύουν μέσα του, που κάνοντάς το πραγματικότητα το φανερώνουν ως κινούμενο. Αυτό όμως ουσιαστικά είναι Άλλο-Αλλού. 
     Υποθέτουμε ότι τα υπογεγονότα αυτά, που συνιστούν κινούμενα το ηλεκτρόνιο, είναι τα κβάντα ενεργείας (στοιχεία του αείζωου φωτός, δηλαδή όπως τα έλεγαν “πυρίδια”). Τότε το ηλεκτρόνιο μετατίθεται στις θέσεις που αυτά το συνιστούν. Αν για κάποιο λόγο ένα κβάντο δεν επιστρέψει να επαληθεύσει το ηλεκτρόνιο στην αναμενόμενη θέση, τότε αυτό συνίσταται κάπου αλλού αλματικά, δηλαδή σε θέση που να δικαιολογεί η απουσία αυτού του κβάντου.  Μια ανάλογη διαταραχή θα συμβεί, όταν για κάποιο λόγο αυτό δεχτεί ένα κβάντο περισσότερο από τα αναμενόμενα.
    Είναι πιθανό ότι τ’αδιέξοδα της ερμηνείας των κβαντικών διαδικασιών, να ερμηνεύονται με τη διαλεκτική λογική που αυτοί υπαινίσσονται. Ο ορθολογισμός που μας προτείνουν, είναι ένας αντιφατικός ορθολογισμός, αφού «η αρχή της ταυτότητας» που  δέχονται είναι  αντιφατικής φύσης. 
    Μόνο με μια τέτοια λογική θα μπορούσαν να ερμηνευτούν καταστάσεις που αφορούν το όλον, αφού το όλον ως τέτοιο, είναι η αντιφατικότητα γυμνή, όπου η ακαριαία έκρηξη ακολουθείται και από μιαν ακαριαία επαναφορά στις προηγούμενες θέσεις συγχρόνως, όντας το εν δυνάμει Είναι, η αντιφατικότητα γυμνή, η ύλη ως ουσία καθαυτή. 
Λέει ο Ζήνων: [Δεν υπάρχει κάτι χωρίς μέγεθος, αν υπάρχει πρέπει να έχει και μέγεθος και όγκο και κάποια απόσταση το ένα από το άλλο. Το ίδιο ισχύει και για το περιθώριο, αναλόγως. Γιατί κι αυτό θα έχει μέγεθος και πάντα θα περισσεύει κάτι αναλόγως.  Θα το πω μια για πάντα. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει έσχατο μέρος κάποιου, ούτε του σώματος ούτε του περιθωρίου. Ακόμα δεν μπορεί κάτι να υπάρξει από μόνο του, άσχετα από κάτι άλλο. Έτσι, αν υπάρχουν πολλά, είναι ανάγκη να είναι συγχρόνως μεγάλα και μικρά. Τόσο μικρά που να μην έχουν μέγεθος και τόσο μεγάλα ώστε να είναι απείρου μεγέθους].

 Από το απόσπασμα αυτό οι ορθολογιστές κρίνουν ότι ο Ζήνων δείχνει ότι αληθινά τα πολλά δεν μπορούν να υπάρξουν λόγω της αντιφατικότητάς τους. Αυτή είναι μια απλουστευμένη αντίληψη που πτωχαίνει τον πολυσήμαντι χαραχτήρα και την αμφισημία των λεγομένων του Ζήνωνα. Εγώ αντίθετα πιστεύω ότι εδώ ο Ζήνων, με τη σχετικότητα Ενός-Πολλών, Μεγάλου-Μικρού, δείχνει ότι αυτά συνιστούν μιαν αντιφατική ενότητα όπου η μια έννοια γεννά την άλλη, αλλά συγχρόνως τη μάχεται κιόλας.  Αυτή είναι το ακίνητο και ακαριαίο, η αντιφατικότητα γυμνή που περιέχει όλα τα πρόσωπα και κανένα, το Εν Δυνάμει Είναι. Αντιστρατεύεται την ατομική θεωρία των Λεύκιππου και Δημόκριτου, η οποία δέχεται έσχατα άτομα αναλλοίωτα στοιχειώδη, που διαλέγονται χωρίς να παραβιάζου τα όρια μεταξύ τους, υπακούοντας στην αντιθετική ορθολογικότητα. Ενώ
το αντιφετικό στοιχειώδες του Ζήνωνα δέχεται ότι τα πάντα διαλέγονται χωρίς να αφήνουν απαραβίαστα όρια μεταξύ τους. [Για το θέμα αυτό μπορεί ο αναγνώστης αν ενημερωθεί εκτενέστερα στο έργο μου «Από τον Διθύραμβο στη Διαλεκτική» και «Λογική Πράξη και Γλώσσα» εκδ. Δωδώνη,  ή στην ανάρτησή μου «Διαλεκτική και ο κόσμος»   thodorowkavasia. blogspot.gr]

Υπάρχει λοιπόν δυνατότητα, να ξαναγυρίσει η διαλεκτική σαν ένα είδος φορμαλισμού, που να υπηρετεί την έρευνα.  Βέβαια φορμαλισμός και διαλεκτική φαίνονται έννοιες ασυμβίβαστες· εγώ όμως προτείνοντας τον τρόπο που «η αντιφατική ταυτότητα» μπορεί να είναι δυνατή ως τυπική, νομίζω ότι κάνω ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, στα έργα μου: «Λογική Πράξη και Γλώσσα». εκδ.Δωδώνη 1994, και «Αντιφατικότητα είναι η Κίνηση και η Υλικότητα». εκδ. Δωδώνη 1983, με τα οποία συντίθεται το έργο μου «Διαλεκτική κι ο Κόσμος» 2015 στην ανάρτησή μου tkavasis.blogspot,gr.

Αντιφατικότητα, χρόνος και χώρος

Ο σύγχρονος ορθολογισμός, ξεκινώντας απ’τον Αριστοτέλη ολοκληρώνεται στο Νεύτωνα. Ο Αριστοτέλης λοιπόν, (ο οποίος με μια μονοκοντυλιά, όπως δηλώνει ο Καρνάπ, έθεσε τις τρεις απ’τις τέσσερις αρχές της τυπικής λογικής, την τελευταία υποτίθεται ότι έθεσε ο Βάκων περί το χίλια εξακόσια μ.Χ.) επισείει την προσοχή μας στα «Φυσικά» του, για την έννοια του Χρόνου: Το χθες δεν υπάρχει, το αύριο δεν υπάρχει το τώρα υπάρχει μόνο· το τώρα που είναι η μηδενική αιχμή ενός φθίνοντος παρόντος. Αυτόε ο ίδιος ο Χρόνος ως διάρκεια αληθινά δεν υπάρχει, αφού ο κόσμος υπάρχει μόνο Τώρα. Τονίζει λοιπόν ο Αριστοτέλης την αντιφατικότητα του χρόνου.  Επίσης αν γίνει αποδεκτή η αντιφατική ταυτότητα, δηλαδή το γίγνεσθαι ως καταλυτική-σύνθεση, τότε ο χρόνος ως διάρκεια, επίσης δεν μπορεί να είναι αποδεκτός, τουλάχιστον στις καταλυτικο-συνθετικές διεργασίες του Είναι, όπου άπτονται του κβανικού κόσμου. 
      Στην ανάπτυξη της Αντιφατικής Ταυτότητας φαίνεται ότι ο Χρόνος δεν μπορεί να υπάρξει ως διάρκεια αλλά ως συχνότητα επανάληψης υπογεγονότων στη θέση της καταλυτικής-ανασύστασης του κβαντικού γεγονότος, αφού αυτό είναι πάντα Άλλο.  Έτσι ο χρόνος δεν είναι διάρκεια, αλλά ρυθμός επανάληψης χωρικών μέτρων σε θέση.  Χωρικό μέτρο είναι το μέγεθος του υπογεγονότος που αναχωρεί για το σύμπαν κι επιστρέφοντας στη θέση της καταλυτικής-ανασύστασης του κβαντικού γεγονότος, πραγματοποιεί το γεγονός.  Όσο μικρότερο το μέγεθός του, τόσο μεγαλύτερος ο κύκλος επαναφοράς (αναχώρησης-επιστροφής), όντας κι αυτός μια άλλη διάσταση του χώρου. Η χωρική αυτή διάσταση είναι συμβατική, αφού τα στοιχειώδη υπογεγονότα που κάνουν αυτόν τον “κύκλο” επαναφοράς, υπόκεινται κι αυτά καθένα ξεχωριστά στην ίδια καταλυτικο-συνθετική διαδικασία.  Δηλαδή άλλα υπογεγονότα βαθύτερου επιπέδου, μικρότερα και ταχύτερα, επαληθεύουν-διαψεύδοντας αυτά τα υπογεγονότα και αυτό επ’άπειρον, κάνοντάς τα να είναι Άλλα-Αλλού-Όμοια με τον εαυτό τους.  Έτσι Χώρος είναι η έκταση που καταλαμβάνει το ίδιο το γεγονός, απ’τη στιγμή της όποιας εκκίνησης της διαδικασίας του καταλυτικο-συνθετικού του κύκλου, έως τη στιγμή της ανασύστασης αυτού του γεγονότος ως άλλου που  είναι και το σημείο άφιξης του συμβάντος. Τότε η έννοια της διάρκειας πρέπει να είναι η χωρο-χρονική σχέση της καταλυτικο-συνθετικής διεργασίας του κβαντικού συμβάντος.
―Σύμφωνα με την διδασκαλία της κλασικής φυσικής αλλά και την κβαντική αντίληψη που συμπίπτει με την καταλυτικο-συνθετική νοητική προσέγγιση, οι ιδιότητες των κυματισμών Συχνότητα και Χρόνος δεν μπορούν να προσδιοστούν συγχρόνως με απόλυτη ακρίβεια, γιατί η Συχνότητα είναι κι αυτή Χρόνος ως Ρυθμός Επανάληψης. Έτσι χρόνος και συχνότητα, είναι δυο όψεις του ιδίου πράγματος που εξελίσσονται σε διαφορετική διάσταση κι εμείς παράνομα τις στριμώχνουμε στην ίδια διάσταση. Δηλαδή βάζουμε στο ίδιο μέρος της σκέψης μας «τον χρόνο του νευτώνιου κόσμου των πραγμάτων», όπου κυριαρχεί η αντικειμενικότητα και ο ντετερμινισμός, και «τον χρόνο του κόσμου των κβάντα», όπου ο ντετερμινισμός και η αντικειμενικότητα ακυρώνονται. Μπορούμε να λέμε ότι χρόνος είναι η συχνότητα του κβαντικού γεγονότος, ενώ χώρος είναι το μήκος κύματός του.
―Ακόμα στη θεωρία της σχετικότητας, όταν μιλάμε για ταχύτητα του φωτός, αφού πρόκειται για κβαντικό γεγονός, δεν συνειδητοποιούμε ότι το γεγονός αυτό μπορεί να μην έχει ταχύτητα, ούτε κίνηση με τον τρόπο που εμείς την αντιλαμβανόμεθα. Αλλά είναι η καταλυτικο-συνθετική πορεία ενός κβαντικού γεγονότος, το οποίο δεν έχει ταχύτητα, αφού εκεί  το θεωρούμενο ως κινούμενο είναι κάθε στιγμή άλλο-αλλού. Είναι διαφορετικό και όμοιο προς τον εαυτό του με τον Ηρακλειτικό και Ζηνώνιο τρόπο.

Κάθε μέτρηση και συλλογισμός λοιπόν που δεν παίρνει υπόψιν αυτή την πραγματικότητα, όπως γίνεται κατά συρροήν στη θεωρία της μεγάλης έκρηξης πρέπει να περιέχει λάθη υπολογισμών αλλά και λογικής προσέγγισης.

Ένα σύντομο χρονικό του σύμπαντος.

Σ’αυτό το μέρος του έργου και μ’αυτό τον τίτλο ο συγγραφέας πραγματεύεται τη δημιουργία του σύμπαντος με όρους κβαντικούς (δηλαδή πυρηνοσυνθέσεις κ.λπ). Λοιπόν ο χρόνος ως διάρκεια όπως γίνεται αντιληπτός εδώ, με δεδομένα τα μέτρα που χρησιμοποιούνται στο συμβατικό χρόνο ενός Νευτώνιου κόσμου αντικειμενικών πραγμάτων, στις κβαντικές διεργασίες δεν ταιριάζει καθόλου. 
    Όταν μιλά για πυρηνοσυνθέσεις και δευτερόλεπτα ή όταν ισχυρίζεται ότι χρησιμοποιήθηκε η θεωρία της σχετικότητας με τη θερμοδυναμική, μας πληροφορεί ότι έχουν ανακατευτεί θεωρίες και μέτρα ασύμβατα μεταξύ τους. Εκεί μας πληροφορεί «επιστημονικά» για το αποτέλεσμα ενός γίγνεσθαι αλληλο-συγκρουόμενων διεργασιών, όπου όπωσδήποτε πρέπει ν’αναρωτηθούμε για την ορθότητα ή τουλάχιστον για την ακρίβεια όλου του εγχειρήματος.
      Εγώ ένας διανοητής μέσης παιδείας, όλην αυτή την επιστημολαγνεία θεωρώ επιστημολογική μεταφυσική.

«Είμαστε όλοι εκεί» γράφει σαρκαστικά ο Ίταλο Καλβίνο, «που αλλού θα μπορούσαμε άλλωστε να είμαστε;  Ότι ήταν δυνατό να υπάρξει διάστημα ακόμα δεν το ξέραμε. Το ίδιο κι όσον αφορά τον χρόνο…Κάθε σημείο καθενός μας συνέπιπτε με το κάθε σημείο των άλλων, σ’ένα μοναδικό σημείο».
    Αυτό μάλιστα πολύ εμβριθές! άραγε τι εννοεί ο Καλβίνο;  Το δέχεται ή ειρωνεύεται; και ο συγγραφέας μας με ποιάν έννοια το χρησιμοποιεί;  Αυτό θέλει συζήτηση:  Αν μπορούσε αυτό να συμβεί, τότε πράγματι «όλοι είμαστε εκεί», κι ο κόσμος θα ήταν ένα κλειστό προδιαγεγραμμένο σύστημα. Δηλαδή απ’τη στιγμή που τέθησαν οι «όροι» της έκρηξης, τα όρια του τέλους είναι εκεί προσμένοντας να πραγματοποιηθούν από αυτή την προδιαγεγραμμένη λειτουργία του «εκρηκτικού γίγνεσθαι». Δηλαδή ο Θεός κούρδισε το ρολόι του κι ο αρχιερέας του Νεύτων θα μας εξηγήσει όλη τη διαδικασία· ακόμα θα προβλέψει τη στιγμή που το ρολόι θα σταματήσει. 
     Απ’την άλλη ο Καλβίνο μπορεί να ειρωνεύεται, αφού η αυτάρκης Φύση, μας έχει δείξει επανειλημμένα ότι «κρύπτεθαι φιλεῖ», κατά τον Ηράκλειτο, αλλά κάποιοι επιστήμονες βιάζονται να παγιδευτούν «θεολογώντας επιστημονικά».


Παρατηρήσεις επί της κόμης της Βερενίκης:

Στη σελ. 33  αναφέρεται ο ινδός αστρονόμος του 5ου μ.Χ. αιώνα Aryabhata, να ισχυρίζεται ότι η γη γυρίζει γύρω απ’τον άξονά της, ο οποίος αγνοείται λόγω πίστης προς τις απόψεις του Αριστοτέλη. Ο συγγραφέας ξεχνά ότι δεν είναι υπαίτιος ο Αριστοτέλης αλλά ο Πτολεμαίος για την πίστη αυτή, η οποία δεν ήταν πίστη αλλά μαθηματική απόδειξη που «κάλυπτε» όλες τις τότε αντιλήψεις για τον Κόσμο. Επίσης ξεχνά τον Αρίσταρχο το Σάμιο (320-230) π.Χ. ο οποίος περιέγραψε μαθηματικά τις φάσεις της σελήνης κάτι που φανερώνει ότι πρέπει να γνώριζε ότι η γη γυρίζει γύρω από τον εαυτό της, η σελήνη γύρω από τη γη και η γη γύρω από τον ήλιο. Ακόμα υπάρχουν πληροφορίες για την πρόταση του ηλιοκεντρικού συστήματος εκτός απ’τον Αρίσταρχο και απ’τους Πυθαγόριους, τον Κλέαρχο, τον Ηρακλείδη τον Ποντικό και άλλους.  Και μολονότι ο συγγραφέας μας ονομάζει το έργο του «Κόμη της Βερενίκης», θυμίζοντάς μας τη δόξα της Αλεξάνδρειας· ξεχνά όλους τους μεγάλους μαθηματικούς και αστρονόμους της.  Ο Ερατοσθένης είχε μετρήση την περίμετρο της γης θεωρώντας την σφαιρική, αντίθετα με τις επικρατούσες λαϊκές αντιλήψεις και για το λόγο αυτό πιθανόν ήξερε και την απόσταση της γης από τον ήλιο. Επίσης λέγεται ότι είχε ηλιοκεντρικές αντιλήψεις. Φαίνεται ο συγγραφέας βρήκε ένα τίτλο «πιασάρικο» χωρίς να γνωρίζει σε βάθος την ευθύνη που επωμίζεται με την χρήση του.
    Επειδή όμως τα «ιστορικά ντοκουμέντα» των ανατολικών λαών συγχέονται πάντα με το μύθο, είναι πιθανόν ο Αριαμπάτα να ήταν ο Αρίσταρχος. Ας μην ξεχνάμε ότι το 400 περίπου μ.Χ. όταν οι παγανιστικές βιβλιοθήκες μ’επιμέλεια παραδόθησαν στην πυρά, οι επιστήμονες, οι φιλόσοφοι και οι καλλιτέχνες,  έπρεπε να σιωπήσουν ή να πεθάνουν (σιγᾶν ἤ τεθνᾶναι). Πανικόβλητοι λοιπόν έφευγαν για την Αυλή του Πέρση βασιλιά Χοσρόη παίρνοντας όσα συγγράμματα μπορούσαν μαζί τους.  Όντας όμως πάρα πολλοί δεν μπορούσαν ν’απορροφηθούν κι έφευγαν για την ανατολή όπου εκτός από την μεταφορά διαφόρων επιστημονικών θεωριών, όπως την ηλιοκεντρική, δημιούργησαν την Ελληνο-ϊνδική τέχνη της Καντάρα και την Ελληνο-χμεριανή τέχνη της Καμπότζης. Το όνομα λοιπόν Αριαμπάτα, ίσως είναι Αρίσταρχος, όπως τ’όνομα Σκεντέρ, Ισκαντάρ, Σικαντάρ, είναι Αλέξανδρος, Ισνίκ ή Νις η Νίκαια, Ναμπλούς η Νεάπολη, Ισταμπούλ η Κωνσταντινούπολις και όλα τα ελληνικά ονόματα με βαρβαρική προφορά, όπως π.χ. και οι λέξεις μπίσοπ ο επίσκοπος, μποντρούμ ο υπόδρομος κ.λπ.
    Υπενθυμίζω αυτό, γιατί σε μιαν εποχή (γύρω στο 200 μ.Χ.), όπου το Πτολεμαϊκό σύστημα ήταν κυρίαρχο παντού, ένας επαναστάτης που έζησε πέντε αιώνες νωρίτερα ο Αρίσταρχος ο Σάμιος αγνοήθηκε. Ας μη συνεχίζουμε να τον αγνοούμε, αφού ο ίδιος ο Κοπέρνικος έχει δεχτεί ότι γνώριζε τις απόψεις του, κι αν δεν απατώμαι καί ο Γαλιλαίος. 
    Επίσης ο Μέγας Αριστοτέλης δεν εκπροσωπεί όλες τις γνώσεις του αρχαίο-ελληνικού κόσμου για να είναι πάντα μέτρο αναφοράς σε όλα, όπως το γαιοκεντρικό σύστημα.  Ο Αριστοτέλης χωρίς να είναι ευκαταφρόνητος δεν είναι το ζενίθ της αρχαιο-ελληνικής σκέψης, όπως παρουσιάζεται πολύ συχνά. (Ο Αριστοτέλης απλά πρότεινε την τυπική λογική διαδικασία η οποία είναι πάλι απλά αλλά συγκλονιστικά ότι έχουμε σήμερα ως εργαλείο στη έρευνα και την τεχνιτή νόηση. Επίσης έβαλε τα θεμέλια σε πάρα πολλές επιστήμες Δεν χρειάζεται λοιπόν να μεμψιμοιρούμε επάνω σε κάποια λάθη που έχει κάνει).
    Οι απόψεις του Αρίσταρχου όπως οι απόψεις του Ερατοσθένη δεν ήταν ευρέως γνωστές. Το πτολεμαϊκό σύστημα συνέχιζε να μεσουρανεί πολύ μετά το μεσαίωνα. Ακόμα αν ο Μαγκελάνος γνώριζε τις μετρήσεις του Ερατοσθένη δεν θα έπεφτε τόσο έξω στο ταξίδι του γύρω από τη γη. (Ο Ερατοσθένης είχε υπολογίσει την περίμετρο της γης με απόκλιση σαράντα χιλιομέτρων, ίσως επειδή θεωρούσε τη γη απόλυτα σφαιρική).

Στη σελ.43 θα επισημάνω ότι: Ο Αναξίμανδρος που πρώτος πρότεινε την έννοια του Απείρου και την έννοια του Γίγνεσθαι ως σχετιζομένου με ένα Άπειρο σε καταλυτική-σύνθεση: Αυτός όρισε ότι κάθε τι «πεπερασμένο» εφόσον ο Κόσμος είναι καταλυτικο-συνθετικά άπειρος, είναι κι αυτό δυναμικά άπειρο. Δηλαδή για τον Αναξίμανδρο, όχι μόνο το σύμπαν, αλλά κάθε τι είναι Άπειρο-Πεπερασμένο αφού μέσω της καταλυτικής του συνθετότητας και της εναλλαγής θανάτου και γένεσης, τείνει συνεχώς για το άπειρο. Επίσης τόνιζε ότι ο χρόνος σχετίζεται πάντα με τη γέννηση και το θάνατο του γεγονότος προς διαπραγμάτευση, κάτι που οδηγεί στην άποψη περί της σχετικότητας χρόνου, χώρου και πραγμάτων. 
    Η σχετικότητα που σήμερα είναι μια επιστημονική θεωρία, την εποχή των προσωκρατικών ήταν ο τρόπος ζωής και σκέψης.  Ως σκέψη την ονόμαζαν «Διαλεκτική» και ως ζωή «Τραγικότητα».

Το ουράνιο σκότος.

Στη σελίδα 43 ο συγγραφέας μας θέτει μιαν απλή και «όχι απλοϊκή ερώτηση» περί του σκότους του σύμπαντος:  Γιατί ο ουρανός είναι σκοτεινός τη νύκτα;  Και απαντά: Σ’ένα σύμπαν άπειρο και που υπάρχει από πάντα η ματιά μας προς οποιαδήποτε κατεύθυνση θα συναντούσε την επιφάνεια ενός άστρου. Τότε ο ουρανός θα έπρεπε ακόμη και τη νύκτα να είναι φωτεινός.  Μια πιο εκλεπτισμένη ερμηνεία για το φαινόμενο αυτό είναι πως το φως των άστρων φθάνει ως εμάς εξασθενισμένο, επειδή απορροφάται από την αραιή μεσοαστρική ύλη. Αλλά τότε θα έπρεπε αυτή η ύλη να θερμαίνεται και να εκπέμπει ακτινοβολία. Το αποτέλεσμα συνεπώς θα ήταν το ίδιο.
     Μόνον αν τα άστρα δεν υπάρχουν από πάντα αλλά άναψαν το φως τους κάποια στιγμή στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, οι ερμηνείες αυτές έχουν κάποια βάση.  Διότι τότε είτε το φως από τα μακρινά αστρα δεν θα είχε φτάσει ακόμα στη γη ή η παρεμβαλλόμενη ύλη δε θα είχε υπερθερμανθεί αρκετά.  Το σκοτάδι της νύκτας λοιπόν υποδεικνύει ότι το σύμπαν έχει μιαν αρχή και ένα τέλος στο χρόνο.            Ακόμα πάρα κάτω συνεχίζει να ερμηνεύει:
    Η απλή ερώτηση που αναφέραμε και που έμεινε στην ιστορία με το όνομα «παράδοξο του Olbers», διατυπώθηκε οστόσο το 19ο αιώνα και δεν μπορούσε εκείνη τη στιγμή να έχει τη σωστή απάντηση. Γιατί όλοι πίστευαν ότι το σύμπαν είναι αιώνιο κι αμετάβλητο όντας έτσι και θα είναι πάντα.
    Αυτή η εικόνα ανατράπηκε ριζικά από τη σπουδαία ανακάλυψη που φέρει το όνομα «φαινόμενο Ντόππλερ». Σύμφωνα μ’αυτό η συχνότητα κάποιου κινουμένου σώματος, όταν πλησιάζει στον παρατηρητή κινείται πρός το ιώδες ενώ όταν απομακρύνεται προς το κόκκινο.  Κι επειδή ο Χαμπλ παρατήρησε ότι το φάσμα των γαλαξιών κινείται προς το ιώδες, το σύμπαν διαστέλλεται.
      Εδώ φαίνεται μια σύγχυση περί της έννοιας του απείρου την οποία δεν έχει μόνο ο συγγραφέας μας αλλά και οι άλλοι επιστήμονες που έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Διατηρούν ακόμα την αντίληψη περί απείρου των μεσαιωνικών μοναστηριών που απέχει από την ευφυεί άποψη των Ελλήνων.
     Επίσης φαίνεται ολοκάθαρα ότι η επιστήμη δεν μπορεί χωρίς φιλοσοφική πυξίδα. Αφού έννοιες που αρχαίοι φιλόσοφοι έχουν εξαντλήσει, οι σύγχρονοι επιστήμονες διαχειρίζονται με πρωτόγονο και απλοϊκό τρόπο.
     Αν ο συγγραφέας μας, που φαίνεται πως είναι ευρωανατεθραμμένος διαλογικά, γνώριζε περί του «καλού και κακού απείρου» του Χέγκελ, δε θα έπεφτε στην απλοϊκότητα.  Ακόμα αν ήταν ενήμερος περί των απόψεων του Αναξίμανδρου και του Ζήνωνα για την έννοια του απείρου, θα θεωρούσε απλοϊκές όλες αυτάς τις ερμηνείες περί του ουρανίου σκότους.
     Ο συγγραφέας μας και οι επιστήμονες που θεωρούν ότι το άπειρο σύμπαν είναι αιώνιο κι αμετάβλητο, πέφτουν σε αντινομία γιατί κάτι αμετάβλητο δεν μπορεί να είναι άπειρο αφού είναι τετελεσμένο.  Το άπειρο, όπως το όρισε ο Αναξίμανδρος, συμπίπτει με το αέναο γίγνεσθαι, όπου μέσα του όντα και κόσμοι απ’τη μια χάνονται απ’την άλλη γεννώνται, όντας σε μια καταλυτική συνθετότητα. Επίσης όλα τα όντα είναι άπειρα-πεπερασμένα, γιατί βρίσκονται σε συνεχές καταλυτικο-συνθετικό γίγνεσθαι.  Υπ’αυτή την έννοια λοιπόν το σύμπαν δικαιούται να είναι κυρίως σκοτεινό αφού σίγουρα υπάρχουν σώματα που χάνονται, παύοντας να εκπέμπουν φως κι άλλα που γεννώνται και το φως τους δεν έφτασε σ’εμάς ακόμα.    Επίσης μαζί με την πυκνότητα που ο συγγραφέας φαίνεται να θεωρεί ως μόνη ύπαρξη, υπάρχει και το Κενό το οποίο συνεχώς ξεχνά. Το κενό που η αρχαία μυθολογία χαραχτηρίζει ως θείο σκότος ή ως θείο ζόφος, το οποίο για τους αρχαίους,  παίζει πάντα ρόλο στο δημιουργικό γίγνεσθαι του κόσμου.

Ας γυρίσουμε πάλι στη Διαλεκτική όπου υπάρχει η ρήση: «η μεγάλη ευθεία οφείλει να είναι κυρτή», όπως επίσης: «το ίδιο το φως είναι σκοτεινό».
   Για τη μεγάλη ευθεία: γνωρίζουμε ότι κάθε σώμα κινούμενο ευθύγραμμα και ομαλά κάποτε, σύμφωνα με τον Αϊνστάιν, επιστρέφει στη θέση που ξεκίνησε. Ενώ σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, επειδή το σύμπαν δεν είναι κλειστό και πεπερασμένο, αλλά άπειρο και ανοικτό, δεν επιστρέφει απόλυτα στη θέση που ξεκίνησε, αλλά την επαλυθεύει-διαψεύδοντάς την. Έτσι για την επαλήθευσή της η θέση υποχρεούται να μετακινείται ευθύγραμμα και ομαλά συγχρόνως. Από την κυρτότητα λοιπόν του κινουμένου ευθύγραμμα και ομαλά, έχουμε πάλι μιαν άλλη ευθύτητα: την ευθύτητα της πορείας της θέσης σε συνεχή επαληθευόμενη-διάψευση.
    Για το ίδιο το φως: Αν μπορούσαμε να δούμε «το ίδιο το φως», θα βλέπαμε και κάθε ακτίνα φωτός που ταξιδεύει στο ηλιακό μας σύστημα, αφού ο ήλιος μας και άλλοι ήλιοι εκπέμπουν φως παντού. Αυτό που βλέπουμε ως φως δεν είναι το φως καθαυτό αλλά η διέγερση μιας κάποιας ουσίας απ’την οποία διέρχεται το φως και από τα εγκεφαλικά μας κύτταρα, που διεγείρονται και ευθύνονται για την όραση.
    Δηλαδή βλέπουμε μόνο συχνότητες από το φως που εκπέμπεται όταν ανακλάται περνώντας μέσα από κάποια ουσία.  Η συχνότητα του ιδίου του φωτός είναι ασυλληπτή απ’το μάτι μας, που όντας απόλυτο φως, συμπίπτει με το κενό ή το σκότος.

Ο υποκβαντικός κόσμος: Υπάρχει πιθανότητα ότι υπάρχει ένας υποκβαντικός κόσμος, όπως ισχυρίζονται οι επιστήμονες, κατά την διαπραγμάτευση περί την κβαντική θεωρία, τον οποίον δεν μπορούμε να «δούμε», γιατί μόνον αυτό που αναδύεται στο φωτονιακό κόσμο «βλέπουμε». (Δηλαδή αυτός ο κόσμος είναι υπερφωτεινός). Ό,τι άλλο αναδύεται στο φωτονιακό κόσμο μας φαίνεται σκότος ή κενό και μόνον όταν κάποιοι κρυφοί παράμετροι αυτού του αγνώστου κόσμου ταράσσουν τον ορθολογισμό μας, νοιώθουμε την ύπαρξή του. Το υποκβαντικό επίπεδο του κόσμου μας, που έμμεσα αποδέχεται ο Μπωμ με την αποδοχή κρυφών παραμέτρων και ο Χάιζενμπεργκ με την αποδοχή του Εν Δυνάμει υποκβαντικού κόσμου. Αυτός ο Εν Δυνάμει κόσμος σύμφωνα με τον Χάιζενμπεργκ, υπάρχει συγκεχυμένα ως υπόβαθρο των ιδιοτήτων των κβαντικών γεγονότων τα οποία κατά τη διαδικασία της μέτρησής τους γίνονται Εν Ενεργεία.  Έτσι μαζί με τα φάσματα ουρανίων σωμάτων που «βλέπουμε», ίσως υπάρχουν κι άλλα που δεν «βλέπουμε».  Μπορεί λοιπόν τα ουράνια σώματα να απομακρύνονται, αλλά ένα άλλο μέρος ύλης αόρατο σ’εμάς να συγκλίνει, τηρώντας ένα είδος «διαλεκτικής ισορροπίας» του σύμπαντος. Το σκότος όπως και το κενό, δεν είναι Ένα φαινόμενο το οποίο βλέπουμε ή δεν βλέπουμε, είναι πολλά φαινόμενα τα οποία παρουσιάζονται ως κενό αφού είναι αδύνατο να φανούν στον κόσμο του φωτός.
     Δεν μπορώ να μην επισημάνω επίσης ότι στο πολύ μεγάλο και το πολύ μικρό, που κυριαρχεί η κβαντική θεωρία, ο ντετερμινισμός και η αντικειμενικότητα των συστημάτων αμφισβητούνται βίαια. Στις θεωρίες όμως «περί την μεγάλη έκρηξη» δεν βλέπουμε να υπάρχει καμιά αμφιβολία, για την αξία της αντικειμενικότητας ή του ντετερμινισμού. Μάλιστα όλα στηρίζονται μακάρια εκεί.

Κάποτε πιστεύαμε πως η γη είναι επίπεδη κι ότι γύρω της περιστρέφεται όλο το σύμπαν.  Δεν είμασταν τρελοί, ούτε ηλίθιοι.  Απλά εμπιστευόμασταν τα εμπειρικά δεδομένα που είχαμε.  Το ίδιο κάνουμε και τώρα.  Τότε όμως μπορούσαμε να δικαιολογηθούμε, γιατί η εμπειρία μας ήταν πρωτόγονη κι απλοϊκή. Τώρα η απλοϊκότητα δεν γίνεται αποδεκτή, αφού γνωρίζουμε πια ότι δεν κρατάμε τη Φύση μέσα στους κλειστούς τοίχους των εργαστηρίων και των πειραμάτων και ότι «ἡ φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ».

                                               * * *
Στη σελ. 51, η αναφορά στο σκέρτσο του Αϊνστάιν περί θεού «που μπορεί να είναι περίπλοκος αλλά όχι κακεντρεχής» ή κάπου αλλού που «ο θεός δεν παίζει ζάρια», εκτός του ότι είναι ότι χειρότερο απ’τα λεγόμενα του μεγάλου επιστήμονα και ανθρωπιστή, δεν προσφέρει στο έργο, αλλά υποκύπτει σ’ένα είδος επιστημονικού απλουστευτικού λαϊκισμού, ο οποίος χαϊδεύει τ’αφτιά του λαϊκο-θρησκό-ληπτου μαντριού… 
     Δεν έχουμε καμιά απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού, ούτε καμιά ανάγκη να πιστεύουμε σε κάτι τέτοιο αλλά ούτε να αναφέρουμε τέτοιες ανόητες "παρόλες".

Ο συγγραφέας στη διάρκεια της εργασίας του παρουσιάζει και θεωρίες που αντίκεινται ή που ερμηνεύουν διαφορετικά όλο αυτό το Γίγνεσθαι της ορατής απομάκρυνσης των γαλαξιών, όμως ο βασικός κορμός του έργου, δίνει την εντύπωση της συμφωνίας με την τρέχουσα άποψη περί της μεγάλης έκρηξης. Η οποία στην ολοκληρωμένη ανάπτυξή της είναι λογικοφιλοσοφικά μικρόψυχη και ανεπαρκής επιστημολογικά. Θεολογικά όμως μετά χαράς αποδεκτή και ίσως χρηματοδοτούμενη από τον ίδιο τον Πάπα, αφού απηχεί το δόγμα με τον καλύτερο τρόπο.  Με λίγη δουλειά ακόμα θα δούμε να εμφανίζεται και το «μποζόνιο του Θεού», ίσως και το δάκτυλό Του να αγγίζει το δάκτυλο του Αδάμ. Τελικά η Εκκλησία δε στέλνει πια στην πυρά τους επιστήμονες αλλά τους χρηματοδοτεί, δηλαδή τους λαδώνει.

Γιατί πιστεύουμε στη Μεγάλη Έκρηξη

«Αυτό που οδήγησε στην αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της θεωρίας της Μεγάλης Εκρήξεως, που η ισχύς της χαραχτηρίζεται ανάλογη μ’αυτή της Νευτώνιας Μηχανικής, είναι καταρχήν η συνηγορία της θεωρίας της σχετικότητας. Οι εξισώσεις με τις οποίες περιγράφεται τη δομή του κόσμου από τη μεγαλοφυία του Αϊνστάιν, προβλέπουν τη σύγκλιση όλων των σημείων του χωρόχρονου, σε μια μαθηματική «ανωμαλία», που αυτή ταυτίζεται με το σημείο της μεγάλης έκρηξης. Είναι μάλιστα δραματικό το γεγονός ότι ο ίδιος ο Αϊνστάιν, αρνούμενος να δεχτεί φιλοσοφικά ένα σύμπαν διαστελλόμενο, εισήγαγε μιαν αυθαίρετη σταθερά στις εξισώσεις του  που απέκλεισε τη δυνατότητα διαστολής».
     Εγώ ο σκεπτόμενος αναγνώστης, που αποτείνεται η εργασία αυτή νοιώθω ότι τουλάχιστον εδώ περιφρονείται η νοημοσύνη μου:
    Α.  Κατά ποιόν τρόπο η θεωρία της Μεγάλη Έκρηξης, μπορεί να συγκριθεί με τη  Νευτώνια Μηχανική, η οποία μολονότι πλέον θεωρείται συμβατική, δεν παυεί να είναι ότι έχουμε, όσον αφορά τις καθημερινές δραστηριότητες, που αφορούν τα πράγματα. Αντίθετα η θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης, εκτός του ότι δεν είναι αποδεδειγμένη, δε νομίζω πως έχει κάποιαν εφαρμογή που έστω η ίδια η πρακτική να της δίνει το κύρος και το ανάστημα της Νευτώνιας Μηχανικής, της Σχετικότητας ή της Κβαντομηχανικής.
    Β. Ο χωρόχρονος που γίνεται αντιληπτός από τη θεωρίας της σχετικότητας του Αϊνστάιν, (που τονίσαμε ότι είναι θεωρία σχετικότητας χώρου και χρόνου), από ότι έχω διαβάσει χρησιμοποιεί ένα είδος Ρημάνιας Γεωμετρίας που αποτείνεται σε κλειστό σύστημα. Αν είναι πράγματι έτσι, η τυπικότητα του κλειστού συστήματος είναι φυσικό να προϋποθέτει κάποιο σημείο σύγκλισης, χωρίς η αλήθεια του να είναι απόλυτη. 
     Λέγεται ότι ο Αϊνστάιν που γέννησε τη θεωρία της σχετικότητας και θέλησε να της δώσει μιαν απαράβατη παγκοσμιότητα, ήξερε καλά ότι ένα διαστελλόμενο και ανοικτό σύμπαν, θα εστρέφετο κατά του ντετερμινιστικού χαραχτήρα που αυτός είχε δώσει στη σχετικότητά του, αφού η ορθολογική αλήθεια του ντετερμινισμού δε μπορεί χωρίς κλειστό σύμπαν.
     Για να ξεπεραστεί αυτή η αντινομία, το σύμπαν ονομάστηκε «άπειρο-πεπερασμένο», χωρίς κανείς να έχει φανταστεί της συνέπειες αυτής της αποδοχής. (Βέβαια το σύμπαν εδώ θεωρείται Άπειρο αλλά ευκαιριακά μέσα σ’ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, πεπερασμένο, έχοντας μικρή απώλεια αλήθειας).   Μια τέτοια αποδοχή όμως οδηγεί καλπάζοντας στην κατάργηση του ίδιου του ορθολογισμού, ως αδιάψευστου οργάνου λογικής διεργασίας και στη συνέχεια, στην ίδια την απόρριψη του Ντετερμινισμού.  (Αφού ο ντετερμινισμός χωρίς ορθολογισμό, τυπική λογική και κλειστό σύστημα, δε μπορεί να υπάρξει).  Από κει και πέρα καλπάζουμε προς τη Διαλεκτική Λογική, η οποία μπορεί να δώσει θαλπωρή στη σχετικότητα, αφού είναι ο φυσικός της χώρος.  Μια σχετικότητα που δεν έχει ανάγκη από ντετερμινιστικούς συμβιβασμούς και κλειστά συστήματα λειτουργίας.
    Γ.  Η «εγκυρότητα» της θεωρίας της σχετικότητας, που στη θεωρία της μεγάλης έκρηξης έχει αμφισβητηθεί απ’τον ίδιο τον Αϊνστάιν, δε μπορεί να θεωρηθεί θετικό επιστημονικό αποδεικτικό στοιχείο. Αφού η μεγάλη έκρηξη θεωρείται να ξεκινά «χωρίς χώρο και χρόνο», όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας, όπου μια θεωρία «σχετικότητας Χώρου και Χρόνου» δεν έχει θέση. Η χρήση της βέβαια, στην διαδικασία της μετά την έκρηξη εξέλιξης, εμένα μου φαίνεται επιλεκτική.  Δηλαδή είναι ένα μπάλωμα της θεωρίας εκ των υστέρων. Έτσι λοιπόν θα στηρίξουν την εγκυρότητα του διαλογικού τους εγχειρήματος, σε δυο ενδείξεις: «Η πρώτη απ’αυτές αναφέρεται στην πυρηνοσύνθεση που οδήγησε όπως είδαμε, στο σχηματισμό των στοιχείων του περιοδικού συστήματος. Κι έχει ως βάση το γεγονός ότι παρά τη φαινομενική ποικιλία της, η ύλη στο σημερινό σύμπαν αποτελείται από 75% υδρογόνο· το ήλιο συνιστά το 23%,  ενώ βαρύτερα στοιχεία (π.χ. οξυγόνο, άζωτο ή σίδηρος), που είναι πιο οικεία στην ανθρώπινη ζωή, δε συνιστούν περισσότερο 2-3% της ύλης του σύμπαντος».
    Η γνώση μας για την πυρηνοσύνθεση, μολονότι ο συγγραφέας μας θεωρεί απόλυτα κεκτημένη, είναι τελείως υποθετική και στη σφαίρα της επιστημολογικής μεταφυσικής. Αφού η κβαντομηχανική που πραγματεύεται αυτά τα θέματα, δηλώνει με σεμνότητα δια στόματος του Ρ. Φέινμαν «ότι κανείς δεν ξέρει τι είναι το ηλεκτρόνιο προ της μέτρησης», αφού μετά τη μέτρηση είναι κάτι που δεν έχει απόλυτη σχέση με το μετρούμενο, επειδή η πρακτική της μέτρησης το μεταμορφώνει σε κάτι όμοιο, αλλά διαφορετικό. Αυτό θα πεί ότι όλη η γνώση που διαθέτουμε περί την πυρηνοσύνθεση είναι υποθετική, συμβατική και στο επίπεδο ενός όχι πλήρως εμπεδομένου εμπειρισμού.
     Είναι επίσης προκλητική η βεβαιότητα «επιστημόνων» οι οποίοι μιλάνε για «όλη την ύλη του σύμπαντος», (θεωρώντας το κλειστό), ορίζοντάς την σε ποσοστιαίες μονάδες στοιχείων ή όταν δέχονται μ’απόλυτη σιγουριά ότι ο κόσμος συντίθεται από απλούστερα σε συνθετότερα στοιχεία και όχι από συνθετότερα -ας πούμε ραδιενεργά- σ’απλούστερα που μεταστοιχειώνονται. Όταν μάλιστα ο Χάιζενμπεργκ έχει τονίσει ότι κατά τις διασπάσεις που γίνονται στους επιταχυντές, ένα κβαντικό αντικείμενο είναι φορές που αντί για μικρότερα και απλούστερα σωμάτια παραδόξως δίνει μεγαλύτερα, διαταράσσοντας τη βεβαιότητά μας καί για την έννοια της διαίρεσης.
    Επίσης ο ισχυρισμός ότι «οι πυρήνες του ηλίου, σχηματίστηκαν απ’την ένωση δύο πρωτονίων και δύο νετρονίων, τα  πρώτα 15 λεπτά μετά τη μεγάλη έκρηξη, που τότε και μόνο ήταν ευνοϊκές οι ενεργιακές συνθήκες για την πυρηνική αυτή διαδικασία», προκαλεί.
    Πως ξέρουν ότι 15 τρισεκατομμύρια χρόνια πριν, υπήρχαν πρωτόνια και νετρόνια, ή αν αυτά τα στοιχειώδη είχαν κάποια διαφορετική μορφή που εμείς δε μπορούμε σήμερα να φανταστούμε. Ακόμα πως ξέρουν τι σημαίνει «15 τρισεκατομύρια χρόνια» τώρα και τι σήμαινε τότε και κατά συνέπεια τι σήμαινε τότε «15 λεπτά»!
      Μπορούν βέβαια να κάνουν υποθέσεις κι αυτό είναι θαυμάσιο αλλά  πρέπει να τονίζεται,  ότι πρόκειται για έωλους συνειρμούς με πολύ μικρό επιστημονικό αντίκρισμα. Αυτές είναι υποθέσεις που έχουν επιστημολογικό χαραχτήρα που αφορά το άγνωστο κι όχι το γνωστό, και δεν μπορούν να παρουσιάζονται ως επιστήμη, αλλά ως ένα είδος μεταφυσικής της επιστήμης.

«Η δεύτερη απ’αυτές είναι μια από τις εντυπωσιακότερες ανακαλύψεις της επιστήμης:  Είδαμε, πως όταν το σύμπαν είχε την ηλικία των 700000 ετών κι ενώ διαρκώς διαστέλλετο  και εψύχετο, η φωτεινή ακτινοβολία έπαψε να αλληλεπιδρά με την ύλη».
      Εμείς θα θέλαμε να ξέρουμε πως το είδατε. Επίσης θα θέλαμε να ξέρουμε πως εκτιμάτε τα 700000 χρόνια και πως μπορεί να συνειδητοποιηθεί εξελικτικά ένα τόσο μεγάλο διάστημα σ’ένα “Χρόνο” που συνεχώς αλλάζει περιεχόμενο μέσα σ’αυτό το αχανές πυρηνο-συνθετικό γίγνεσθαι. Ακόμα πως συνήγαγαν ότι η φωτεινή ακτινοβολία έπαψε ν’αλληλεπιδρά από τότε με την ύλη και μάλιστα σε μια εποχή πυρηνοσύνθεσης όπου η αλληλεπίδραση των κβαντικών σωματίων (που έτσι μόνο θα μπορούσαμε να φανταστούμε την ύλη) πρέπει να ήταν αναπόφευκτη. Αυτό δε νομίζω ότι θα πεί πως υπάρχει εξελικτική «εποχή» του κόσμου μας, όπου η αλληλεπίδραση φωτός και κβαντικών σωματίων έχει σταματήσει.  Ακόμα εδώ θα υπενθυμίσω ξανά την αβεβαιότητα περί του τι είναι τα κβαντικά γεγονότα πρό της μέτρησης, αφού κατά τον Ρ. Φέινμαν, η ακτινοβολία αλλάζει την δομή των κβαντικών γεγονότων σε βαθμό που δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι γνωρίζουμε πως είναι προ της μέτρησης. Επίσης ο Χάιζενμπεργκ μας προϊδεάζει ότι κάτω από τον κβαντικό κόσμο υπάρχει ένα Εν Δυνάμει επίπεδο που με την μέτρηση, δηλαδή την παροχή ενέργειας μέσω του φωτισμού, «γεννά» τις ιδιότητες των υποθετικά υπαρκτών κβαντικών γεγονότων.

Μολαταύτα μπορούμε να επιστημολογούμε, να μελλοντολογούμε ή να ονειρευόμαστε  κι αυτό είναι αναγκαίο και άκρως ποιητικό, αλλά δεν μπορούμε τέτοιες υποθέσεις  να τις ντύνουμε με τέτοιου είδους «επιστημονική ακρίβεια», όπου μια υπόθεση να παρουσιάζεται ως μια θεωρία απόλυτα τεκμηριωμένη επιστημονικά.
     Ως δύσπιστος αλλά νοήμων αναγνώστης νομίζω ότι κάποιοι επιστημόνες εκμεταλεύονται μια κατάσταση επιστημολογικής υστερίας για ίδιον συμφέρον. Την ώρα μάλιστα που ο μεγάλος χρηματοδότης αδημονεί για αποτελέσματα, που θα δείξουν στο πλήθος τη δόξα του Θεού και την φαινομενικότητα της «βδελυράς ύλης».
     Ακόμα κάποιοι επιστημολόγοι συγγραφείς εκμεταλεύονται το θρησκευτικό αίσθημα του ποιμνίου και του επιτρέπουν να βελάζει με ευχαρίστηση.
     Αν δεχτούμε ότι το σύμπαν έχει μια αρχή και ένα τέλος και δεν είναι μια απεριόριστη σειρά αυτοαναιρούμενων Αρχών και Τελών, δηλαδή το ίδιο το Γίγνεσθαι, τότε είναι ολοφάνερο ότι ο Θεός κούρδισε το ρολόι του και αυτό όπως είναι φυσικό, κάποτε να ξεκουρδιστεί.  Η άποψη αυτή όμως είναι ο κανόνας που μεσουρανούσε και οδηγούσε τη φιλοσοφική και «επιστημονική» σκέψη στα μοναστήρια της μεσαιωνικής ευρώπης και ονομαζόταν τελεολογία.

Ο συγγραφές μας κάποτε είχε δηλώσει πίστη στην “Θεωρία του Χάους”. Κατ’αυτήν μια μικρή ασάφεια στην αρχή ενός δυναμικού συστήματος μπορεί να έχει χαοτικές συνέπειες στη χαρτογραφική εξέλιξη αυτού του συστήματος, άρα και στην κατανόησή του.
     Άραγε όλοι αυτοί οι επιστήμονες και επιστημολόγοι που δείχνουν τυφλή πίστη στη θεωρία της μεγάλης έκρηξης είναι τόσο σίγουροι για τα αρχικά δεδομένα και το απότέλεσμα της ακριβούς περιγραφή τους για μια τέτοια χρήση.

Η θρησκεία

Δηλώνω άθεος αλλά υπήρξα στη νεότητά μου πιστός:  Η επιδίωξη απόδειξης περί της ύπαρξης του θεού μ’έναν τέτοιο τρόπο, τον υποβιβάζει ως ανώτατο όν, αφού τον περιορίζει μέσα στα όρια απλοϊκών και μικροεπιστημολογικών ορίων. Επίσης είναι βέβηλο θεολογικά να ορίζεται το θείο δημιούργημα στα όρια μιας μικρόψυχης και απλοϊκής θεωρίας. Αν υπάρχει θεός, αυτός μόνο με έναν τρόπο υπερβατικό μπορεί να γίνει αισθητός κι όχι κατανοητός,―τουλάχιστον όχι ορθολογικά ή ντετερμινιστικά.
     Η προσέγγιση του θεού με τέτοια μέσα προσβάλλει και το θεό και το άνθρωπο, αλλά βολεύει τις διανοητικές μετριότητες των διοικήσεων των δογμάτων οι οποίες προσδοκούν ωφέλη. Ακόμα η επένδυση της πίστης σε τέτοιες «επιστημονικές» ανακαλύψεις θα φέρει δυσπιστία όταν αυτές θεωρηθούν απλοϊκές και ανόητες με την εξέλιξη της επιστήμης. Οι τόκοι του δανείου είναι πολύ μεγάλοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου