Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Η ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΒΑΝΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗ

Η ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΒΑΝΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗ.
Επισήμανση: Οι επιστημονικές πληροφορίες έχουν ληφθεί από το έργο του John Casti "Raradigms Lost" William Morrow and Company, INC. New York

Εισαγωγή.
1.  Ποτέ δεν έπαψε να αιωρείται το ερώτημα αν η φιλοσοφία δύναται να έχει δικαιώματα στο χώρο της επιστήμης ή η επιστήμη στο χώρο της φιλοσοφίας. O κόσμος μας πηγαίνοντας μπροστά γυρίζει με κάποιο τρόπο πίσω. Η φιλοσοφία ξεκίνησε με τον Αναξίμανδρο, όπως είναι γενικά αποδεκτό, ως ένα είδος πρωτόγονης φυσικής επιστήμης όπου η φαντασία, η ενόραση, η παρατήρηση και κάποιες πρωτόγονες πειραματικές διαδικασίες, συνιστούσαν ένα ενιαίο γίγνεσθαι. Από τον Αριστοτέλη, είχε αρχίσει η επιστήμη, με κάποιον τρόπο να ξεχωρίζει από την φιλοσοφία, που ως την εποχή του Νεύτωνα, δεν φαίνεται να υπήρξε ξεκάθαρος  διαχωρισμός. Τα τελευταία χρόνια οι Νεοθετικιστές όρισαν τη φιλοσοφία σαν ειδική επιστήμη, ως «πραγματεία της λογικής της γλώσσα»ς, όπου κάθε άλλη διάστασή της να θεωρείται ένα έωλο και ασαφές είδος διαλογισμού. Ο ντετερμινισμός από κει και πέρα έγινε συνώνυμο με την επιστημονικότητα κι ο χώρος της φιλοσοφίας μέσα στην επιστήμη, είχε ελαχιστοποιθεί έως μηδενιστεί. Με την είσοδο όμως της κβαντομηχανικής στο προσκήνιο και το ντετερμινισμό ν’αποκαθηλώνεται, οι μεγάλοι επιστήμονες που θα έπρεπε να πρόσκεινται στον ντετερμινισμό, βλέπουμε να ανοίγουν ένα μακρόχρονο ιδεολογικό πόλεμο, επάνω στις αρχές και τις εξελίξεις της σύγχρονης επιστήμης. Αυτή η διαμάχη εμπλέκει βίαια τη φιλοσοφία μέσα στην καρδιά της επιστήμης, σε βαθμό που να μην είναι πλέον εφικτός ένας νέος διαχωρισμός. Την εποχή που ορισμένοι διακεκριμένοι φιλόσοφοι, έκλειναν τη θύρα της επιστήμης στη φιλοσοφία, κάποιοι άλλοι διακεκριμένοι επιστήμονες παραμερίζοντας όλες τις θεωρητικολογίες της εποχής τους περί διαχωρισμού επιστήμης και φιλοσοφίας, αυθόρμητα κι όλο ζωντάνια της άνοιγαν την πόρτα απλόχερα, προσφέροντας μερίδιο ηγεμονικό. Φανέρωναν έτσι ότι δε μπορεί πρωτοπόρα επιστήμη χωρίς φιλοσοφικό γνώμονα, μα την ίδια στιγμή και φιλοσοφία με τη σύγχρονη έννοια, χωρίς επιστημολογική γνώση.

2. Δεν θα υπήρχε λόγος να αναφέρουμε τον Αριστοτέλη, αφού ο Νεύτων είναι ο πιο ολοκληρωμένος εκπρόσωπος του αντικειμενικού τρόπου επιστημονικής σκέψης σήμερα. Όμως αυτό που πρέπει να ξεπεραστεί στο κβαντικό γίγνεσθαι δεν είναι μόνον η αντίληψη της αντικειμενικότητας και της επιστημονικότητας όπως ορίζεται απ’τη νευτώνεια σκέψη, που τελικά συνοψίζεται σήμερα ως ντετερμινισμός, αλλά και η Αριστοτελική λογική που στον κβαντικό κόσμο φαίνεται ν’ ακυρώνεται. 
     Ο νευτώνειος τρόπος αντίληψης για τον κόσμο, θα μπορούσε να πει άφοβα κάποιος, ότι είναι ο πιο ολοκληρωμένος αριστοτελικός. Δηλαδή υπάρχει μια μεγάλη πορεία που ξεκινά απ’τον Αριστοτέλη και ολοκληρώνεται στο Νεύτωνα.  Ότι πλήγμα λοιπόν μπορεί να δεχτεί η νευτώνεια σκέψη, στρέφεται με κάποιο τρόπο κι ενάντια στην αριστοτελική λογική πάνω όπου βασίζεται και ο ντετερμινισμός. Επειδή όμως σήμερα η επιστήμη «ότι έχει» στην έρευνα, είναι η τυπική λογική και ο ορθολογισμός, οι επιστήμονες μολονότι θέλουν να απορρίψουν τον ντετερμινισμό, κρατούν την ίδια την καρδιά του που είναι ο ορθολογισμός, δημιουργώντας ένα είδος διγλωσσίας και σύγχυσης.

Ο νευτώνειος τρόπος αντίληψης για το μικρόκοσμο, μπορεί να θεωρηθεί κόσμος δυνάμεων και  σωματιδίων που διαθέτουν κάθε στιγμή ιδιότητες μέσα στο χώρο, όπως η μάζα που είναι στατική αφού δεν αλλάζει κατά τη διάρκεια του χρόνου και η ταχύτητα που είναι δυναμική και αλλάζει.  Σύμφωνα με την νευτώνεια αντίληψη, το γίγνεσθαι στον κόσμο είναι αποτέλεσμα δυνάμεων που δρουν στα σωμάτια εξωτερικά, δημιουργώντας κίνηση, συνδυασμούς σωματιδίων  και συγκρούσεις. Ο ίδιος ο Νεύτων, αποφεύγει να σχολιάσει τη φύση αυτών των δυνάμεων με την περίφημη φράση του «hypotheses non fingo» (δεν κάνω καμιά υπόθεση).
    Το σύμπαν του Νεύτωνα είναι  ορθολογημένο απόλυτα  μέσα στα προαναφερθέντα όρια των προϋπαρχόντων και ανεξαρτήτων μεταξύ τους χώρου και χρόνου. Εκεί είναι δεδομένο πως οι ιδιότητες των σωμάτων είναι παρούσες άσχετα αν τις παρατηρούμε ή όχι. Με κορμό την αριστοτελική λογική, η νευτώνεια  αντίληψη έχει καθιερωθεί σαν αναμφισβήτητη στην ανθρώπινη καθημερινότητα και μέχρι χθες, στην επιστημονική κοινότητα.

3. Η πρώτη αμφιβολία για το κύρος αυτού του μοντέλου, γεννήθηκε απ’την ειδική θεωρία της σχετικότητος.  Εκεί ο Αϊνστάιν δείχνει, ότι οι έννοιες του χώρου και του χρόνου δεν μπορούν πια να γίνονται αντιληπτές με το νευτώνειο τρόπο. Δηλαδή δε μπορούν πια να θεωρούνται ξέχωρες, αλλά σαν μια ενότητα, τον χωρόχρονο. Ακόμα, σύμφωνα με την σχετικιστική αντίληψη, στον χωρόχρονο τα παρατηρούμενα γεγονότα από ένα παρατηρητή μπορεί να θεωρούνται χωρικά και από άλλον χρονικά την ίδια στιγμή. Λέγεται ακόμα, πως στο χωρόχρονο, δύο παρατηρητές μπορεί να δουν με αντίθετη χρονική ακολουθία, κάποιο γεγονός εν εξελίξει.  Πέραν τούτου όμως, ο ίδιος ο Αϊνστάιν κι η δουλειά του, δεν αντιστρατεύονται τη νευτώνεια τάξη, σε βαθμό που να διαφωνεί με την αντικειμενικότητα όπως είναι εκεί αποδεκτή. Αυτό, σύμφωνα με τον Αϊνστάιν, θα εστρέφετο κατά της επιστημονικότητας, όπως είχε πλέον διαμορφωθεί ως ντετερμινισμός. Η θεωρία της σχετικότητος, σε θέματα αντίληψης περί ιδιοτήτων των αντικειμένων, δεν αντιστρατεύεται την ουσία της νευτώνειας σκέψης.
   Τον ίδιο καιρό ο Πλάνκ ανακαλύπτει την κβαντική φύση της ακτινοβολίας του θερμού αντικειμένου. Εκεί φαίνεται πως η ενέργεια εκλύεται σε ορισμένα ελάχιστα ποσά που το μέγεθός τους εξαρτάται από τη συχνότητα του φωτός, δηλαδή τον χρωματισμό του. Λέγεται πως οι συνέπειες αυτής της εργασίας, υπονόμευσαν το κύρος του νευτωνείου οικοδομήματος σχετικά με τις αντιλήψεις των επιστημόνων για τον μεγάκοσμο και τον μικρόκοσμο.

4. Σύμφωνα με την νευτώνεια αντίληψη, για να διαπιστωθεί η θέση κάποιου βλήματος, που  αυτό λογίζεται σαν πράγμα ή αντικείμενο, κάποια ορισμένη χρονική στιγμή, το φωτίζουμε και το στατικοποιούμε ιδεατά σ’αυτή τη θέση, πάνω στο φωτογραφικό φιλμ. Το φως  δια μέσου του οποίου  γίνεται όλη η διεργασία, δηλαδή τα φωτόνια που αντανακλώνται από το σώμα και βρίσκουν τη φωτογραφική πλάκα, αν επιδρούν στο βλήμα, δεν ενδιαφέρει την έρευνα γιατί η διαφορά που προκύπτει είναι αμελητέα.  Για ένα ηλεκτρόνιο όμως το θέμα είναι πολύ διαφορετικό, λόγο της μεγάλης ταχύτητας και του μικρού μεγέθους του ηλεκτρονίου. Το φωτόνιο που θα βρει το ηλεκτρόνιο, πρέπει να έχει υψηλή συχνότητα για να δώσει στοιχεία μέτρησης κι έτσι αλλοιώνει σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση αυτού που ερευνάται.
      Για να γίνει αντιληπτή η περιγραφή του μικρόκοσμου απ’την κβαντική θεωρία, υπάρχει το κλασικό πείραμα που περιλαμβάνει κάποιον όργανο το οποίο εκτοξεύει σφαιρίδια, κύματα νερού ή ηλεκτρόνια αναλόγως. Αυτά μετά την εκτόξευση κατευθύνονται προς ένα παραπέτασμα το οποίο στο κέντρο έχει δυο οπές και κατά την απαίτηση του πειράματος, πότε η μια και πότε οι δυο μαζί είναι ανοικτές.  Πίσω από το παραπέτασμα, υπάρχουν ανιχνευτές  που καταγράφουν την παρουσία  και την συμπεριφορά των εκτοξευομένων αντικειμένων.
Α. Αν εκτοξεύσουμε μαύρα σφαιρίδια μέσω της μιας οπής, αυτά θα έχουν μια φυσιολογική διανομή αναμενόμενη για σφαιρίδια, όπου θα μπορούσε απόλυτα να υπολογιστεί η θέση τους.  Αν ανοιχτούν καί οι δυο τρύπες  και διοχετευτούν μαύρα σφαιρίδια απ’την μια και άσπρα απ’την άλλη, αυτά θα διαμοιραστούν πάλι όπως θα αναμενόταν, δηλαδή έχοντας συμπεριφορά σωματιδίων.
Β. Αν κάνουμε το ίδιο με τα κύματα νερού, το αποτέλεσμα θα ήταν επίσης αναμενόμενο. Θα έχουμε την ανάλογη συμπεριφορά  κυμάτων.
Γ. Αν εκτοξεύσουμε ηλεκτρόνια, αυτά όταν είναι ανοικτή η μια οπή συμπεριφέρονται ως σωματίδια. Όταν όμως ανοιχτούν κι οι δύο οπές, υπάρχει παρεμβολή κυματιακής φύσης.  Τα ηλεκτρόνια καταφτάνουν σαν ανεξάρτητα σωματίδια, όμως η άφιξή τους εκεί υπακούει σε κυματιακές διαδικασίες, κάνοντας αδύνατο τον προσδιορισμό από πια τρύπα έχουν περάσει.  Από κει προέρχεται το ερώτημα, πως είναι δυνατόν τα ηλεκτρόνια να διαθέτουν ιδιότητες και σωματιδίων και κυμάτων, χωρίς να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Έτσι δημιουργήθηκε στο μικρόκοσμο ένα πρόβλημα περιγραφής, όπου η νευτώνεια άποψη αμφισβητήθηκε ακόμα περισσότερο. 
    Στη σύγχρονη επιστήμη, για να γίνει περιγραφή ενός φαινομένου, πρέπει να προταθεί ένα μοντέλο,  το οποίο με μια μαθηματική διεργασία, θα παίρνει υπόψιν του όλες τις ιδιότητες και τις ιδιομορφίες που αφορούν το φαινόμενο. Έτσι στην περίπτωση του ηλεκτρονίου ως κβαντικού γεγονότος, χρειάζεται μια μαθηματική δομή, που να μπορεί να περιλάβει τις στατικές του ιδιότητες, που είναι το φορτίο και η μάζα και τις δυναμικές, που είναι η θέση και η ορμή (μάζα επί ταχύτητα), η διεύθυνση του σπιν, κλπ. Ακόμα, αυτή η δομή πρέπει ν’αντανακλά την κυματο-σωματιδιακή συμπεριφορά του κβαντικού γεγονότος.  Αυτό το πρόβλημα της περιγραφής του κβαντικού γεγονότος, έχει λυθεί με τρεις τρόπους από τους Χάιζεμπεργκ, Ντυράκ και Σρέντιγκερ. Λέγεται πως κι οι τρεις περιγραφές είναι ισάξιες μαθηματικά, αλλά η περιγραφή του Σρέντιγκερ, καθιερώθηκε σαν πιο εύχρηστη.
     Ο Σρέντιγκερ συνέλαβε μιαν εξίσωση που μπορεί να περιγράψει τις μετατροπές του γεγονότος σε κάθε δυνατή θέση στο χώρο κατά την διάρκεια του χρόνου. Η εξίσωση αυτή περιέχει ιδεατά όλες τις ιδιότητες, που θα πρέπει να διαθέτει ένα κβαντικό γεγονός, που στη δεδομένη περίσταση είναι το ηλεκτρόνιο.   Για να μπορέσει να υπολογίσει όλες τις αλλαγές της κάθε συγκεκριμένης αξίας κάθε ιδιότητας, πρότεινε μια συμπληρωματική μαθηματική διαδικασία που θα μπορεί να έχει όλες τις πιθανότητες.

5. Όταν ένα ηλεκτρόνιο εκλύεται από ένα διεγερμένο άτομο, στην κβαντομηχανική παρουσιάζεται σαν κυματοσυνάρτηση που διαδίδεται από το άτομο, όπως ένα αρμονικά διαστελλόμενο κύμα.  Το πλάτος διανομής του κύματος, δίνει τις πιθανότητες της θέσης του μέσ’το χώρο μια χρονική στιγμή. (Αυτό μπορεί να σημαίνει ακόμα, την πιθανότητα η μέση πυκνότητά του,  να φτάσει σε μία θέση μιαν ορισμένη στιγμή).
 Κατά την παρατήρηση ενός ηλεκτρονίου, τη στιγμή που προσκρούει σε ένα από τα άτομα του αργύρου που ευαισθητοποιούν τη φωτογραφική πλάκα, λέγεται ότι αυτό δίνει όλη του την ενέργεια αφήνοντας ένα ίχνος στην πλάκα. Αυτή ακριβώς είναι η στιγμή την οποία η κυματοσυνάρτηση που εκπροσωπεί το ηλεκτρόνιο, υποτίθεται πως καταρρέει αφήνοντας μόνο το ίχνος της στο φιλμ.  Λέγεται ότι μαζί με την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης χάνεται κι η αβεβαιότητα μένοντας μόνον η συγκεκριμένη τιμή της ιδιότητας.

Ας υποθέσουμε η ποσότητα W(x,t),  αναπαριστά την κατάσταση ενός κβαντικού σωματίου σε χρόνο t και χώρο x. Ας ορίσουμε με Α τη θέση που είναι η ιδιότητα που θέλουμε να διερευνήσουμε.  Ο Σρέντιγκερ όρισε, ότι κάθε ιδιότητα  πρέπει να σχετίζεται με τη δική της ομάδα κύματων. ΄Ετσι λοιπόν, η ομάδα κυμάτων που αντιστοιχεί στην ιδιότητα της θέσης του ηλεκτρονίου, παρουσιάζεται ως w1(xt), w2 (xt) ………κλπ.
     Η αξία της εργασίας αυτής,  συνίσταται στο ότι μπορεί να διαπιστώνει τη σχέση κάθε μέλους αυτής της ομάδας των κυμάτων, με μια απ’τις αξίες που πιθανόν πάρει η ιδιότητα όταν μετρηθεί. Αυτές οι ομάδες έχουν άπειρες τιμές, κι έτσι η Α έχει απειροστικό αριθμό πιθανοτήτων να οριστεί.  Η κατάσταση W(xt),  μπορεί με έναν μοναδικό τρόπο να αναλυθεί στους όρους της ομάδας κυμάτων, που σχετίζονται με την ιδιότητα Α.  Αυτό σημαίνει ότι θα δημιουργηθεί μια σειρά αριθμών c1, c2, c3…έτσι που W(xt)=c1w1(xt)+c2w2(xt) + c3w3(xt)... όπου w1(xt), 2(xt),w3(xt)…. ,  είναι η ομάδα κυμάτων που αντιστοιχεί στην ιδιότητα της θέσης.
   Στην περίπτωση που το λευκό φως διέρχεται από ένα πρίσμα και αναλύεται στα χρώματα της ίριδος, από κβαντική άποψη, η κυματοσυνάρτηση W(xt) αντιστοιχεί στο λευκό φως κι η ομάδα κυμάτων {wi(xt)},i =1,2,3… στα  συγκεκριμένα χρώματα της ίριδος.
    Για κάθε ιδιότητα που θέλουμε να διερευνήσουμε, αντιστοιχεί ένα διαφορετικό πρίσμα, δια μέσου του οποίου μπορούμε να δούμε την κυματοσυνάρτηση.  ΄Ετσι κάθε πρίσμα, αναλύει την κυματοσυνάρτηση, στο δικό της φάσμα κι έχουμε μια διαφορετική ομάδα κυμάτων {wi(xt)} και διαφορετική ομάδα  αριθμών [ci] στην ανάλυση, που εξαρτάται από πιο πρίσμα ιδιότητας θα χρησιμοποιήσουμε για ν’αναλύσουμε το W. Για να διαπιστώσουμε, μέσ’το πλήθος της διασποράς των τιμών που δίνει αυτή η ανάλυση, την τιμή που θα πρέπει να πάρει η ιδιότητα Α, πρέπει να συνδιάσουμε τον ξεχωριστό αριθμό {ci}, που σχετίζεται κάθε μέλος της ομάδας κυμάτων wi(xt) με την i-οστή αξία, που η ιδιότητα Α μπορεί να πάρει όταν μετρηθεί. . . .  Βλέπουμε λοιπόν μεγάλη διαφορά σ’αυτό τον τρόπο περιγραφής, απ’αυτόν που προτείνει η νευτώνεια άποψη.  Σύμφωνα με τη νευτώνεια άποψη, οι ιδιότητες ενός βλήματος, είναι προϋποτιθέμενες σε σχέση με αυτό και δε μπορεί να μην υπάρχουν. Για το ηλεκτρόνιο όμως η περιγραφή του Σρέντιγκερ, υπολογίζει τις πιθανότητες των τιμών της συγκεκριμένης αξίας της μετρούμενης ιδιότητας, που θα μπορούσε να πάρει το κβαντικό γεγονός όταν μετρηθεί. Η περιγραφή αυτή δεν αναφέρεται στο θέμα της σύμφυσης ή όχι των διερευνουμένων ιδιοτήτων του υπό μέτρησιν κβαντικού γεγονότος, προ της μέτρησης. Στη νευτώνεια άποψη που δέχεται το ηλεκτρόνιο σαν βλήμα, η θέση και η ορμή του, ως σωματίδιο γίνονται δεκτά σαν απολύτως ακριβή και πραγματικά, κάτι που είναι απόλυτα σύμφωνο με την κοινή λογική.  Στην κυματοσυνάρτηση του Σρέντιγκερ όμως, που είναι η κβαντική άποψη, υπάρχει απλά κύμα πιθανοτήτων που μορφοποιείται τη στιγμή της μέτρησης, όπως αποδέχονται οι περισσότεροι επιστήμονες και είναι μαθηματικής μορφής. Αυτός όμως είναι ο μόνος τρόπος που μπορούν να περιγραφούν τ’αποτελεσματα των εργαστηριακών δραστηριοτήτων κι έχοντας δοκιμαστεί χρόνια τώρα, θεωρείται επαρκής και σύμφωνος με τα πειραματικά δεδομένα.

6. Από δω και πέρα, προκύπτει το θέμα της ερμηνείας των πειραματικών δεδομένων. Οι μεγάλοι αυτοί επιστήμονες δεν αρκούνται απλά στις διαπιστώσεις, αλλά αναγκάζονται να προχωρήσουν σε οντολογικές και φιλοσοφικές διερευνήσεις, για να συλλάβουν το νόημα όλου αυτού του επιστημονικού γίγνεσθαι.
     Ξεκινώντας απ’την επιστημονική προσέγγιση της πραγματικότητας, που σ’αυτή την περίπτωση είναι η μέτρηση, η περιγραφή και η ερμηνεία, αυτών των δραστηριοτήτων, φτάνουν σε μια σειρά αλληλοσυγκρουομένων οντολογικών αποδοχών. Αυτές ξεκινούν απ’την αποδοχή του ντετερμινισμού και της αντικειμενικότητας του κβαντικού γεγονότος και περνώντας απ’όλες τις πιθανές αντιτερμινιστικές προσεγγίσεις, καταλήγουν ακόμα και σ’έναν αχαλίνωτο αντιτερμινιστικό μυστικισμό.
   Το γεγονός προ της μέτρησης, περιγράφεται από μια κυματοσυνάρτηση η οποία, όπως ισχυρίζονται κάποιοι επιστήμονες, αντιπροσωπεύει ιδεατά ορισμένες ιδιότητες των κβαντικών γεγονότων, όπως π.χ. κάποιου ηλεκτρονίου, (εδώ πρέπει να τονίσω, ότι υπάρχουν εξίσου σπουδαίοι επιστήμονες, που την εν λόγω συνάρτηση δε θεωρούν ιδεατή αλλά πραγματική).  Η κυματοσυνάρτηση αυτή, υποδηλώνει την σχετική πιθανότητα μιας ιδιότητας, ορίζοντας έτσι κάποια από τις εν δυνάμει αξίες που θα πάρει τη στιγμή της μέτρησης. Όμως όλα αυτά που φαίνονται απλά για την κοινή λογική, για την επιστημονική κοινότητα που έχει σαν αντικείμενο τον κβαντικό κόσμο, η έννοια του μέσου μέτρησης, είναι κάτι που χρειάζεται ιδιαίτερη διευκρίνιση.  Η κοινή λογική υπαγορεύει ότι το μέσο μέτρησης είναι κάθε συσκευή που καταγράφει πιστά το αποτέλεσμα της πειραματικής διαδικασίας.  Μια σειρά όμως μεγάλων επιστημόνων, όχι αναίτια, έχει πολύ διαφορετική άποψη. Υποστηρίζουν ότι το αντικείμενο μέτρησης και το μέσο μέτρησης αλληλεπιδρούν σε βαθμό, που να μην μπορεί να γίνει λόγος γι’ανεξαρτησία του ενός απ’το άλλο. Ακόμα υπάρχουν μεγάλοι επιστήμονες όπως ο Νόυμαν, που ισχυρίζονται πως κατά τη διαδικασία της μέτρησης, που έχει ως οριακή στιγμή την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης, η ανθρώπινη συνείδηση, το μέσον μέτρησης και το μετρούμενο αντικείμενο, συνιστούν κβαντική ενότητα, όπου η ανθρώπινη συνείδηση είναι ο βασικότερος παράγοντας, αφού αυτή εξαναγκάζει την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης.

7. Σύμφωνα με την κβαντική περιγραφή, κάθε μια από τις ιδιότητες μιας κβαντικής οντότητας, ανταποκρίνεται σε μια σειρά κυμάτων. Σε μια ανάλογη ομάδα κύμάτων, ανταποκρίνεται κι η ανάλογη συζυγής της ιδιότητα· (ενέργεια και χρόνος, παλμός και τόπος, παλμός περιστροφής και γωνία, είναι συζυγείς ιδιότητες).
   Ας υποθέσουμε ότι έχουμε δύο πρίσματα, ένα για την ιδιότητα Α κι ένα για τη συζυγή του ιδιότητα Β που ανταποκρίνονται, η Α σε κύμα W και η Β σε κύμα Μ.  Αν διοχετευτεί μια αυθαίρετη ομάδα κυμάτων Χ δια μέσου του πρίσματος W, θα λάβουμε ένα φάσμα που θ’αποτελείται από ένα Νw αριθμό χρωμάτων. Ο αριθμός Νw είναι αντιστρόφως αναλόγου μέτρου προσομοίωσης του κύματος Χ, ως προς την ομάδα του πρίσματος W. Δηλαδή όσο ο αριθμός των χρωμάτων Νw, του κύματος W μεγαλώνει, τόσο η ομοιότητα μικραίνει κι αντίθετα. Το ίδιο συμβαίνει, αν από το πρίσμα Μ περάσουμε την ομάδα Χ. Παίρνουμε φάσμα Μ, που συντίθεται από Νm αριθμό χρωμάτων και είναι αντιστρόφου ανάλογης προσομοίωσης της ομάδας Χ με την ομάδα Μ.  Το γινόμενο Nw επί Nm, είναι πάντοτε μεγαλύτερο του μηδενός, όπου Nw.Nm ≥R.  Για τους επιστήμονες αυτό σημαίνει ότι πρίσματα που ανταποκρίνονται σε ομάδες κυμάτων συζυγών ιδιοτήτων, δεν μπορούν να αναλύσουν την ίδια στιγμή αντίστοιχες συζυγείς ομάδες με ακρίβεια. Υπάρχει βαθμός αντίστασης βεβαιότητας μιας κοινής ανάλυσης, που σχετίζεται με το R.  Η αρχή της αβεβαιότητας του Χάιζεμπεργκ, καταρχήν είναι συνδεδεμένη μ’αυτό το θέμα. Δηλαδή αφορά τις συζυγείς ιδιότητες κι όχι αυτές που δεν είναι συζυγείς. Η ενέργεια κι η θέση του ηλεκτρονίου, μπορούν να μετρηθούν μ’ακρίβεια μαζί.

Αν θέλουμε να μετρήσουμε μια ιδιότητα Α, που είναι η θέση του ηλεκτρονίου, αυτή πρέπει να έχει το δικό της πρίσμα που ν’αντιστοιχεί σε μιαν ομάδα κυμάτων που σχετίζεται μ’αυτή την ιδιότητα. Παράλληλα έχουμε, αυτόματα και άνευ φόρτισης, μια συζυγή ιδιότητα Β  με το δικό της πρίσμα,  που ανταποκρίνεται στην ανάλογη ομάδα κυμάτων Β. Προηγουμένως αναφέραμε, ότι αν μια ομάδα κυμάτων Χ, που ανταποκρίνεται στη δική της ιδιότητα, περάσει δια μέσου των πρισμάτων Α και Β, τα φάσματα που ενεργοποιούνται πρέπει να ικανοποιούν τη σχέση που αναφέρει ότι «όσο περισσότερα χρώματα στο ένα φάσμα, τόσο λιγότερα στο άλλο».  Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μέτρο αντίστροφης ακρίβειας κατά τη μέτρηση της αξίας της ιδιότητας Χ. Αλλά αφού η αντίστροφη σχέση μπορεί να ισχύει για κάθε αυθαίρετη ομάδα, που μπορεί να είναι το Χ και θα ανταποκρινόταν στην ανάλογη ιδιότητα Χ, ας βάλουμε στη θέση του Χ την ιδιότητα Α. Περνώντας την ομάδα κυμάτων Α δια μέσου του δικού της πρίσματος θα δώσει πολύ λίγα χρώματα, αφού αυτή είναι η υποχρέωση του πρίσματος Α να κάνει, όταν αντιμετωπίζει την ομάδα κυμάτων Α.  Ακόμα είναι ανάγκη η συζυγής ομάδα κυμάτων Β, περνώντας από το πρίσμα Α να δώσει φάσμα μεγίστου αριθμού χρωμάτων, που θα πει ότι αυτό το πρίσμα δε δίνει ακριβείς αξίες της ιδιότητας Β.  Αν αλλάξουμε τους ρόλους των Α και Β, βάζοντας στη θέση του Χ το Β, τότε θα έχουμε τις ίδιες συνέπειες.  Εδώ έχουμε΄Ενα πρίσμα, με το οποίο πρέπει να κάνουμε την ανάλυση, και ενώ αυτό είναι κατάλληλο για την ανάλυση του κύματος της μιας ιδιότητας, δεν είναι για την ανάλυση του κύματος της άλλης ιδιότητας.  (Ενώ τυπικά φαίνεται έτσι, έχω την αίσθηση ότι το πρόβλημα έχει βαθύτερες ρίζες που πάνε ακόμα μακρύτερα, στη φύση των συζυγών ιδιοτήτων.  Ίσως να μην είναι απλά και μόνον η αδυναμία του ενός πρίσματος, να κάνει ακριβή παράλληλη μέτρηση και στις δύο συζυγής ιδιότητες, αλλά και η ίδια η σχέση των συζυγών ιδιοτήτων, που συνιστούν ένα είδος αντιφατικής ενότητας, που ενώ η μια δεν μπορεί χωρίς την άλλη, για κάποιο λόγο απωθούνται κι’όλας).   
     Στις δυναμικές ιδιότητες όπου κατ'ανάγκη αφορούν τον χρόνο συμβαίνει επίσης το εξής: 
Ο Χρόνος ως διάρκεια αφορά τον αντικειμενικό, τον ντετερμινιστικό, τον νευτώνειο κόσμο των πραγμάτων, ενώ ο Χρόνος ως συχνότητα επανάληψης κβαντικών ποσών αφορά τον κβαντικό κόσμο των κυματιακών συναρτήσεων, όπου η αντικειμενικότητα κι ο ντετερμινισμός αίρονται. Οι ερευνητές όμως μολονότι ισχυρίζονται ότι στον κβαντικό κόσμο η αντικειμενικότητα και ο ντετερμινισμός δεν ισχύουν, κατά τη διάρκεια των ερευνών τους στριμώχνουν παράνομα και αυθαίρετα στον ίδιο νοητικό χώρο, τον χρόνο των κβάντα που είναι η συχνότητα, με τον χρόνο των πραγμάτων που είναι η διάρκεια, προκαλώντας σε οριακές θέσεις των ερευνών τους αντινομίες και παραδοξότητες. Ακόμα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, τα κβαντικά αντικείμενα δεν μπορούν να διαθέτουν την  ιδιότητα της ταχύτητας, επειδή βρίσκονται σε συνεχή καταλυτικο-συνθετική κατάσταση, όντας Άλλα-Αλλού.
                                                                                                                                                                 8. Ένα άλλο θέμα που διχάζει τους επιστήμονες είναι, τι ιδιότητες μπορεί να έχει ή όχι ένα κβαντικό γεγονός, προ της μέτρησης. Οι βασικές αντιλήψεις γι’αυτό είναι δύο.  Η θέση της σχολής της Κοπεγχάγης, που θεωρείται ορθόδοξη και αρνείται την αντικειμενικότητα των κβαντικών οντοτήτων.  Αυτή έχει ηγέτες τους Μπόρ, Χάιζεμπεργκ, Σρέντιγκερ, Νόυμαν κ.λ.π, κι η σχολή της αντικειμενικότητας  με τους Αϊνστάιν, Ντε Μπρογί, Μπώμ κλπ.
             Οι Βασικές Θέσης της σχολής της Κοπεγχάγης.
α. Η κυματοσυνάρτηση δίνει πλήρη περιγραφή του συγκεκριμένου κβαντικού γεγονότος.
β. Τα κβαντικά γεγονότα που εκπροσωπούνται απ’την ίδια κυματοσυνάρτηση, είναι εκ φύσεως ίδια.
γ. Κάθε έλλειψη πληροφορίας περί των ιδιοτήτων των κβαντικών γεγονότων προ της μέτρησης, είναι έτσι γιατί δεν υπάρχουν εκεί συγκεκριμένες ιδιότητες να γίνουν γνωστές.
δ. Οι όποιες παρατηρούμενες διαφορές μεταξύ ομοίων κβαντικών γεγονότων προ της μέτρησης, οφείλονται στον παράγοντα του τυχαίου ο οποίος είναι σύμφυτος με αυτά.
           Οι Βασικές Θέσεις της Αντικειμενικότητας.
α. Η κυματοσυνάρτηση δίνει μόνο στατιστική περιγραφή ενός συνόλου αντικειμένων, άρα δε μπορεί να είναι πλήρης περιγραφή για κάθε συγκεκριμένο κβαντικό αντικείμενο.
β. Κβαντικά αντικείμενα που παρουσιάζονται απ’τις ίδιες κυματοσυναρτήσεις, μπορεί να μην είναι ίδια απ’τη φύση τους.
γ. Η έλλειψη παρατήρησης ιδιοτήτων των κβαντικών αντικειμένων υπαρχόντων προ της μέτρησης, οφείλεται στην ύπαρξη αγνώστων μεταβλητών, τις οποίες η κβαντομηχανική δεν διακρίνει ή αποκρύπτει.                                                                                                      

Είναι γεγονός όμως ότι οι περισσότεροι φυσικοί στους χώρους παραγωγής, αποδέχονται την κβαντομηχανική σαν μοναδικό εργαλείο έρευνας που διατίθεται αυτή τη στιγμή. Αυτοί δεν πολυνοιάζονται για τις φιλοσοφικές και κοσμολογικές διαστάσεις που μπορεί να πάρει αυτή η δραστηριότητα.  Ακόμα δε νοιάζονται αν προσβάλλεται ο ντετερμινισμός και για ν’αποκατασταθεί η αιτιοκρατία θα πρέπει να γίνουν αποδεκτές κρυφές μεταβλητές, για έναν λόγο πάρα πάνω αφού είναι μη παρατηρήσιμες.  Αυτά είναι θέματα που απασχολούν τους διακεκριμένους ερευνητές, που είναι άλλο τόσο φιλόσοφοι.
      Οι εκπρόσωποι των περισσοτέρων σχολών, γενικά αποδέχονται τις βασικές αρχές της σχολής της Κοπεγχάγης, αλλά καθένας με τον δικό του τρόπο πάει σε διαφορετικές οντολογικές και κοσμολογικές διερευνήσεις. Αυτοί δεν αρκούνται απλά στη διαπίστωση των αποτελεσμάτων της έρευνας, μολονότι αυτό θα μας φαινόταν αρκετό για επιστήμονες που είναι αρματωμένοι στο φρούριο του ντετερμινισμού και του θετικισμού. Αντίθετα με ότι διακηρύσσουν οι σύγχρονοι θετικιστές, αυτοί νοιώθουν την ανάγκη της φιλοσοφικής διερεύνησης ως συμπλήρωμα και πολλές φορές ως οδηγό στην έρευνα. 

9.΄Ολες οι σχολές που συγγενεύουν με αυτή της Κοπεγχάγης, δέχονται ότι οι δυναμικές ιδιότητες των κβαντικών αντικειμένων είναι συμβατικές και γεννώνται κατά τη διαδικασία της μέτρησης. ΄Οπως έχουμε ήδη αναφέρει, αυτή η αντίληψη βασίζεται στην αποδοχή, πως το μέσο και το αντικείμενο μέτρησης, και για πολλούς επιστήμονες καί ο παρατηρητής, συνιστούν μιαν ενότητα κβαντικής φύσης. (Αφού το αποτέλεσμα της μέτρησης θεωρείται αναμφισβήτητα επηρεασμένο απ’τη διαδικασία της μέτρησης).
     Η σχολή της Κοπεγχάγης απορρίπτει την ύπαρξη κρυφών μεταβλητών, βασιζόμενη στο  μαθηματικό πόνημα του φον Νόυμαν το οποίο στηρίζει και δικαιολογεί τις απόψεις της κβαντομηχανικής. Αυτό απορρίπτει την ύπαρξη αγνώστων μεταβλητών.  Επιπροσθέτως, σ’αυτή την εργασία δεν μπορεί μαθηματικά να οριστεί σημείο διαχωρισμού παρατηρητή, μέσου και αντικειμένου μέτρησης. Μ’αυτό τον τρόπο ο φον Νόυμαν συμπεραίνει την ενότητα αυτή. Αυτό όμως, όπως λέγεται, διαφαίνεται απ’τις απόψεις του χωρίς να το έχει διακηρύξει, έχοντας όμως ισχυριστεί πως η ανθρώπινη συνείδηση είναι ο καταλυτικός παράγοντας που κάνει τη διαφορά σ’αυτή τη διαδικασία, όντας κι ο πιο ουσιώδης.
    Ο Χουίλλερ,  που συμμερίζεται σε μεγάλο βαθμό τις βασικές απόψεις της Κοπεγχάγης, συμφωνεί κι αυτός με τον Νόυμαν, ότι η στιγμή της μέτρησης μπορεί να θεωρηθεί με έναν ήπιο τρόπο στιγμή δημιουργίας. Ότι δηλαδή η ανθρώπινη συνείδηση, μπορεί να συμμετέχει στο γίγνεσθαι της δημιουργίας των κβαντικών ιδιοτήτων αλλά μ’ένα πολύ περιορισμένο τρόπο και μόνο στο κβαντικό επίπεδο.
    Κατά το Χάιζεμπεργκ η κβαντική πραγματικότητα συνίσταται από δυο καταστάσεις: την εν δυνάμει και την εν ενεργεία, που συνδεόνται με τη διαδικασία της μέτρησης. Αυτή η άποψη είναι αποδεκτή σχεδόν απ’όλες τις σχολές που συγγενεύουν με τη σχολή της Κοπενχάγης αλλά με διαφορετικούς τρόπους. Ο εν ενεργεία κόσμος, δηλαδή αυτός των φαινομένων, κατά τον Χάιζεμπεργκ υπάρχει ουσιαστικά, αλλά κάτω απ’αυτόν υφέρπει η καθαρή δυνατότητα, δηλαδή η τάση των πραγμάτων να ουσιαστικοποιηθούν μ’ένα συγκεκριμένο τρόπο όταν μετρηθούν, δηλαδή όταν παρατηρηθούν γίνονται εν ενεργεία.  Λέγεται  ότι ο Χάιζεμπεργκ υποστηρίζει ότι η εν λόγω συνάρτηση περιέχει την ουσία απ’την οποία πραγματοποιούνται όλα τα πράγματα της καθημερινότητας. Δηλαδή αυτός όλος ο εν δυνάμει, μη παρατηρούμενος κόσμος, είναι κυματοσυναρτήσεις που αντιπροσωπεύουν την δυνατότητα που κατά τη μέτρηση γίνεται πραγματικότητα. (Η έννοια «μέτρηση» που ταιριάζει στην περίπτωσή μας, στο παγκόσμιο γίγνεσθαι μπορεί να παίρνει κι άλλες μορφές όπως επαφή, αλληλεπίδραση κλπ).

Ο΄Εβερετ ξεκινώντας απ’τη θέση ότι το αντικείμενο, το μέσον μέτρησης κι ο παρατηρητής, συνιστούν κβαντική ενότητα, αποδέχεται πως τη στιγμή που το αντικείμενο το μέσον κι ο παρατηρητής αλληλεπιδρούν, παράγεται ένα νέο σύστημα που συνίσταται απ’όσα αντίγραφα, υπάρχει πιθανότητα να δοθούν με όλους τους τρόπους μέτρησης. Για τον ΄Εβερετ, η κυματοσυνάρτηση, αντί να καταρρέει τη στιγμή της μέτρησης, όντας ιδεατών πιθανοτήτων, υπάρχει αληθινά σ’όλες τις πιθανές μετρήσεις, εκπροσωπώντας ισάριθμους αληθινούς κόσμους.  
    Βλέπουμε ότι η κυματοσυνάρτηση του Σρέντιγκερ αντιμετωπίζεται πολύ διαφορετικά από διάφορους επιστήμονες, οι οποίοι της δίνουν διαφορετική οντολογική διάσταση. Αυτοί θέλουν  να  διερευνήσουν οντολογικά το νόημα που θα μπορούσε να έχει το αποτέλεσμα του πειράματος, κάτι που άπτεται της φιλοσοφίας.

Η πιο αποδεκτή αντίληψη για την αντικειμενικότητα, μέσα στα όρια της κβαντομηχανικής, θεωρείται αυτή του Μπώμ που είναι μια άποψη κρυφών μεταβλητών.΄Οπως όλοι οι υποστηρικτές της ύπαρξης κρυφών μεταβλητών, ισχυρίζεται πως αν γίνουν γνωστές αυτές οι μεταβλητές, η αντικειμενικότητα της φύσης θα αποκατασταθεί.  Στην πρόταση αυτή, το κβαντικό σωμάτιο ακολουθείται από ένα κύμα πιλοτικό που όντας υπερφωτεινό μπορεί να πληροφορεί το κβαντικό σωμάτιο για κάθε δραστηριότητα που το αφορά με υπερβολική ταχύτητα· στην περίπτωση αυτή το πληροφορεί για τη μέτρηση κι έτσι είναι έτοιμο να αποκριθεί ανάλογα. Το πιλοτικό αυτό κύμα όμως, όντας υπερφωτεινό είναι μη ανιχνεύσιμο. Η αδυναμία αυτής της πρότασης που θα ήταν ανάσα για το θνήσκοντα ντετερμινισμό, είναι πως τον αντιστρατεύεται μ’έναν άλλο τρόπο. Καταρχήν πρέπει να δεχτεί ότι οι μεταβλητές αυτές είναι υπερφωτεινής ταχύτητας, αφού υποτίθεται πως διαδραματίζονται κάτω απ’την επιφάνεια του κβαντικού κόσμου. Αυτές είναι απαρατήρητες, επειδή τα μέσα μέτρησης που είναι δυνατόν να έχουμε στον κβαντικό κόσμο, δεν μπορεί παρά να αντιδρούν σε φωτόνια.  Σ’αυτόν τον υποτιθέμενο κόσμο των υπερφωτεινών δραστηριοτήτων, που είναι υποκβαντικός, για να λυθούν οι αντιφάσεις των όποιων αβεβαιοτήτων, θα πρέπει να αποκαλυφτούν οντότητες με ενέργεια μικρότερη απ’το κβάντο ενεργείας. Φαίνεται έτσι ότι η τοπικότητα, όπως τη θέλει ο ντετερμινισμός, αλλά κι οι θετικοί όροι που θέλει να πατά πάνω τους, ακόμα κι η ανιχνευσιμότητα που την έχει απόλυτα ανάγκη, δε μπορούν να είναι  προσιτά. Τελικά κι αυτή η πρόταση όπως διαμορφώνεται έτσι είναι πιθανόν να υπονομεύει το ντετερμινισμό. Μια τοπικότητα τέτοιου είδους αόριστη και υπερφωτεινή, ανοίγει το δρόμο σε μια διαδικασία απύθμενη με απειροστικό ένδυμα, αφού το ίδιο πρόβλημα θα περνούσε στα πάρα κάτω από το υποκβαντικό επίπεδα, αφήνοντας πάντα ένα βαθμό αβεβαιότητας παρακαταθήκη. Είναι ο βαθμός αβεβαιότητας που σκιάζει κάθε μαθηματική βεβαιότητα, όταν γίνεται ορατό το στοιχείο του απείρου.  Το στοιχείο του απείρου, που για έναν υγειή ντετερμινισμό, είναι «το άσυλο της ανοησίας» (σύμφωνα μ’έναν μεγάλο μαθηματικό). Το άπειρο, που μιας εξαρχής είχε εξοστρακίσει απ’τον υγειή ορθολογισμό, ο πρώτος εργάτης του ορθολογισμού και του ντετερμινιμού, Παρμενίδης.  Η πρόθεση λοιπόν του Μπώμ ν’αποκαταστήσει την αντικειμενικότητα, θα άνοιγε την ίδια στιγμή το δρόμο του τελικού της θανάτου.

Μια άλλη ερμηνεία είναι και αυτή του Κράμερ, κατά την οποία το κβαντικό γεγονός μ’ένα είδος προωθούμενης-επιβραδούμενης ανταλλαγής κυμάτων, αλληλεπιδρά στο χωρόχρονο.  Αυτή η ανταλλαγή ορίζεται ως μη τοπική, αφού γίνεται αποδεκτή μια αλληλεπίδραση απ’το παρελθόν στο μέλλον κι αντίθετα.  Στην άποψη αυτή γίνεται λόγος για αλληλεπίδραση του δρόντος παρατηρητή και του σύμπαντος. Εκεί κάθε σημείο του κόσμου, είναι κέντρο-απόκεντρο του σύμπαντος αφού το σύμπαν θεωρείται ως κβαντικό γίγνεσθαι ανταλλαγής μηνυμάτων. Σ’αυτό το γίγνεσθαι κάθε στοιχειώδες σημείο εκπέμπει στο σύμπαν μηνύματα, δίνοντάς του ζωή και το σύμπαν ανταποκρίνεται σε κάθε σημείο, κρατώντας το ζωντανό.

10. Θα πρέπει να τονιστεί, πως ορισμένες απόψεις που μας φαίνονται υπερβολικές και παράδοξες, έχουν προταθεί από μεγάλους επιστήμονες, που τις έχουν αιτιολογήσει. Από την άλλη όμως, το ότι αυτές οι προτάσεις είναι μεγάλων επιστημόνων που έχουν βασιστεί σε αυστηρά μαθηματικές διαδικασίες, δεν θα πει πως δε χωρούν αμφισβήτηση. Τα όποια μαθηματικά πάνω στα οποία στηρίζεται η επιστημονικότητα, είναι ένα απλό όργανο ανάπτυξης μιας φιλοσοφικο-ϊδεολογικής σύλληψης και είναι πιθανόν να περιέχει εξ’αρχής ένα σφάλμα.  Ακόμα υπάρχει περίπτωση, στον κόσμο των κβάντα να χρειάζεται μια άλλη λογική προσέγγιση κι αυτό θα σήμαινε και κάποιο άλλο μαθηματικό εργαλείο.
     Σε όλο αυτό το επιστημονικό γίγνεσθαι, παρατηρούμε ότι όλοι κατηγορούν όλους, για παραβίαση των δεδομένων της θεωρίας της σχετικότητος. Ο Αϊνστάιν κατηγορεί τη σχολή της Κοπενχάγης για σιωπηρή αποδοχή ακαριαίων αλληλεπιδράσεων, ενώ η σχολή της Κοπεγχάγης πως οι κρυφοί παράμετροι είναι υπερφωτεινοί. Μάλιστα ο ίδιος ο Αϊνστάιν με συνεπίκουρους τους Ποντόλσκυ και Ρόζεν, έχει προτείνει το γνωστό νοητικό πείραμα, όπου ένα μηχάνημα εκτόξευσης διδύμων ηλεκτρονίων εκτοξεύει ηλεκτρόνια. Αυτά κατά τον Αϊνστάιν πρέπει να έχουν εξ’αρχής αντίθετο σπιν, ενώ για τη σχολή της Κοπεγχάγης, το σπιν είναι εν δυνάμει αντίθετο ως τη στιγμή της μέτρησης, εξαιτίας της οποίας αυτόματα πραγματώνονται τα δίδυμα ηλεκτρόνια, παρουσιάζοντας αντίθετο σπιν. Ο Αϊνστάιν θέτει το ερώτημα: Αν τα δυο αυτά ηλεκτρόνια που εκτοξεύει το μηχάνημα έχουν απόσταση ετών φωτός, υπακούοντας στους νόμους του εν δυνάμει επιπέδου που αποδέχεται η σχολή της Κοπενχάγης, θα πρέπει να ανταποκρίνονται αυτομάτως στη διαδικασία μέτρησης.  Δηλαδή τη στιγμή της μέτρησης στο ένα ηλεκτρόνιο, το δίδυμό του σε απόσταση ετών φωτός, θα πρέπει να εκδηλώσει αυτομάτως αντίθετο σπιν απ’το άλλο. Ο Αϊνστάιν δείχνει μ’αυτό τον τρόπο, ότι η σχολή της Κοπενχάγης κάνει αποδοχή ακαριαίων αλληλεπιδράσεων σ’αυτό το εν δυνάμει επίπεδο του κόσμου.  Αν οι αλληλεπιδράσεις αυτές δεν είναι ακαριαίες, τότε πρέπει να υπάρχει χώρος για μεταβλητές που η κβαντομηχανική δεν μπορεί ν’ανιχνεύσει ή από αδυναμία αποκρύπτει, όντας ανεπαρκής.   Στις προτάσεις του Ντε Μπρογί για κρυφές μεταβλητές, η σχολή της Κοπενχάγης είχε αντιδράσει με το σκεπτικό, ότι αντί να δώσει λύσεις, το πρόβλημα θα περιεπλέκετο περισσότερο αφού τα μαθηματικά προβλήματα που θα προέκυπταν θεωρούντο ανυπέρβλητα.  Ακόμα περισσότερο η εργασία του φον Νόυμαν, λέγεται ότι δεν αφήνει περιθώρια για κρυφές μεταβλητές κι ότι δικαιολόγησε μαθηματικά τις θέσεις της Κοπεγχάγης.  Εκτός λοιπόν ότι κατηγορούν τη σχολή της Κοπενχάγης για σιωπηρή αποδοχή ακαριαίων αλληλεπιδράσεων καί αυτό το εν δυνάμει υποκβαντικό επίπεδο δεν είναι καθαυτό παρατηρήσιμο, μα βλέπουμε τ’αποτέλεσμα της δραστηριότητάς του όταν πραγματοποιούνται. Απ’την άλλη, ούτε οι κρυφές παράμετροι είναι ορατές όντας υπερφωτεινές. Γίνονται δεκτές μόνο και μόνο γιατί το κβαντικό γίγνεσθαι δεν πρέπει να ξεφεύγει από την αντικειμενικότητα και τον ντετερμινισμό. Όλοι λοιπόν κατηγορούν όλους ότι τελικά στηρίζονται σε υπερφωτεινές δραστηριότητες που όπως κι αν τις ονομάζουν, δε μπορεί παρά να είναι αλληλεπιδράσεις κι είναι αόρατες, αφού μπορούμε να «δούμε» μόνον ότι σχετίζεται με φωτόνια.
     Άσχετα όμως αν οι αντικειμενιστές θεωρούν ελλιπή την κβαντομηχανική, είναι το μόνο όργανο που διαθέτουν.  Αν ο Μπώμ ή κάποιος άλλος, είχε να προτείνει κάτι χρήσιμο στην έρευνα, ξεπερνώντας τα προβλήματα που λέγεται ότι προκύπτουν, όλοι θα έγερναν προς το ντετερμινισμό με χαρά, αφού όλοι αυτοί οι μεγάλοι επιστήμονες έχουν τραφεί στο τραπέζι του ντετερμινισμού μα φαίνεται ότι βλέπουν άλλα πράγματα στο εργαστήριο.΄Ολοι κάνουν κάθε προσπάθεια να περισώσουν ότι είναι δυνατόν όμως φαίνεται ότι το κβαντικό γίγνεσθαι δε μπορεί παρά να θεωρηθεί αντιτερμινιστικά και ίσως με άλλη λογική διαδικασία.
    Ακόμα ο Χάιζεμπεργκ ισχυρίζεται ότι κατά τις αντιδράσεις διαχωρισμού των κβαντικών σωματίων, από ένα τυπικά μικρότερο σωμάτιο είναι φορές που προκύπτουν μεγαλύτερα. ΄Ετσι που ούτε η έννοια της διαίρεσης ούτε η έννοια του στοιχειώδους να λειτουργεί, όπως θα έπρεπε να γίνεται τυπικά αντιληπτή. (Αυτό σύμφωνα με τους αντιτερμινιστές, φανερώνει ότι στις κβαντικές διεργασίες, εκτός απ’το μέσο μέτρησης, το μετρούμενο αντικείμενο και τον παρατηρητή, παίρνει μέρος κι αυτό το ασαφές μα υπαρκτό εν δυνάμει υπόβαθρο. Αυτό που ίσως οι αντικειμενιστές με τη σειρά τους να θεωρούν «κρυφές παραμέτρους»).
    Απ’την άλλη, ακόμα κι αυτοί που υπερασπίζονται το ντετερμινισμό φαίνεται πως έχουν αλλάξει κατευθύνσεις. Δε μπορούν πια να αρνούνται την κβαντομηχανική πρακτική και ψάχνουν για ένα άλλο είδος ντετερμινισμού, ίσως πιο ήπιου και εύπλαστου. Αυτό δείχνει η επισήμανση του Μπώμ ότι: «Στη θεωρία του πεδίου, κάθε κίνηση στην κβαντομηχανική, περιγράφεται με βάση τη δημιουργία-καταστροφή των στοιχειωδών σωματίων. ΄Ετσι κατά τη σκέδασή του προς άλλη κατεύθυνση ένα ηλεκτρόνιο, θεωρείται περιστατικό που περιγράφεται ως καταστροφή ενός ηλεκτρονίου σε μια θέση και δημιουργία άλλου σ’άλλη θέση. Εκεί γενικά η κίνηση ενός ελευθέρου σωματίου, περιγράφεται ως καταστροφή ενός σωματίου σ’ένα σημείο και δημιουργία άλλου-αλλού.  Η κίνηση γίνεται δεκτή, σαν μια σειρά θέσεων δημιουργίας-καταστροφής που ως γενικό αποτέλεσμα έχει συγχρόνως την αλλαγή». Έτσι η Αριστοτελική αντίληψη και λογική δεν ταιριάζει στον κβαντικό κόσμο,  αφού η αντικειμενικότητα που είναι το βάθρο όπου στηρίζεται ο ορθολογισμός, δε βοηθά πια τις λογικές διεργασίες.  ΄Οπως φαίνεται, εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ένα κόσμο όπου τα λεγόμενα αντικείμενα δεν είναι σαφώς αντικείμενα, μη έχοντας σαφή διαχωρισμό μεταξύ τους, έτσι οι ιδιότητες που τους προσδίδουμε παραδοσιακά, πρέπει να κοιταχτούν με «άλλο μάτι».  Επειδή η ταυτότητα των κβαντικών αντικειμένων, βρίσκεται σε μια συνεχή καταλυτικο-συνθετική διαδικασία παρουσιάζοντας αντιφατική φύση, η τυπική λογική θα πρέπει να ακυρώνεται.

Προσπάθεια για μιαν αντιφατική προσέγγιση                                                                                                                                            

11.  Όπως συζητήσαμε πριν, κάποιοι επιστήμονες πιστεύουν ότι τη στιγμή της μέτρησης η κυματοσυνάρτηση καταρρέει κι έχουμε μοναδική αξία μέτρησης, άρα καμιά αβεβαιότητα.  Το ηλεκτρόνιο έχοντας δώσει όλη του την ενέργεια, αφήνει ένα στίγμα στη φωτογραφική πλάκα και χάνεται. Έτσι που η κυματοσυνάρτηση να θεωρείται ένα ιδεατό μαθηματικό κατασκεύασμα. Για άλλους όμως επιστήμονες το ηλεκτρόνιο αλλάζει θέση  όντας σε συνεχή διαδικασία κίνησης και η κυματοσυνάρτηση είναι ουσιαστική υπάρχοντας πάντα, και δίνοντας νέες τιμές κατά τη διαδικασία της μέτρησης. Δηλαδή η περιγραφή της πορείας του ηλεκτρονίου, είναι θέμα σοβαρών αντιθέσεων. Οι αντικειμενιστές γενικά θα πρέπει να δέχονται, πως το ηλεκτρόνιο υπάρχει πάντα ως ένα  συνεχώς πορευόμενο  γεγονός, έχοντας συνεχώς συγκεκριμένες θέσεις, που εμείς δε μπορούμε να διαπιστώσουμε λόγω της δικής μας αδυναμίας στη μέτρηση. Αυτό γιατί η διαδικασία της μέτρησης, δε μπορεί παρά να είναι μια τμηματική πρακτική, που σε κάθε μέτρηση το ηλεκτρόνιο υπόκειται σ’ένα είδος σκέδασης, όντας αποτέλεσμα της αλλοίωσής του κατά τη μέτρηση. Έτσι το ηλεκτρόνιο αντιφάσκει όντας αυτό το ίδιο φαινομενικά Άλλο, Αλλού.  Αντίθετα, όσοι που πρόσκεινται στη σχολή της Κοπενχάγης, ισχυρίζονται ότι  δε μπορούμε να περιγράψουμε την πορεία του ηλεκτρονίου ως ένα γεγονός που διατηρεί τη συνέχειά του, γιατί δεν υπάρχει ως τέτοιο. Υπάρχει ως συγκεχυμένη κατάσταση «εν δυνάμει», όπου τη στιγμή της μέτρησης ουσιαστικοποιείται έτσι όπως γίνεται σε μας αντιληπτό.   Η διαφορά βρίσκεται στο ότι, οι μεν δέχονται πως το ηλεκτρόνιο υπάρχει σαν τέτοιο προ της μέτρησης, μα η περιγραφή μας το φανερώνει να καταλύεται-συντιθέμενο, ενώ οι άλλοι δέχονται ότι απλά έτσι έχει η κατάσταση. Δηλαδή η καταλυτική-συνθετότητα που βλέπουμε στο πείραμα, είναι έτσι επειδή το ηλεκτρόνιο προ της μέτρησης δεν υπάρχει ως τέτοιο αλλά σε μια αόριστη κατάσταση εν δυνάμει, που η μέτρηση το κάνει έτσι όπως εμείς  το βλέπουμε.  Αυτή η άποψη αφήνει περιθώριο να γίνει νοητό ότι ο κόσμος είναι Έτσι και δεν  είναι μόνον η πράξη της μέτρησης που δημιουργεί τέτοιου είδους καταλυτικο-συνθετικές «αυταπάτες». 
      Για ορισμένους απ’αυτούς, το σύμπαν είναι Γίγνεσθαι τέτοιων ανταλλαγών που δεν μπορεί παρά η ουσία να έχει ως αποτέλεσμα αυτό που συναντάμε στη μέτρηση.  Δηλαδή ότι το σύμπαν  είναι ένα  πληροφοριακό γίγνεσθαι, όπου η ανταλλαγή πληροφορίας είναι ένα είδος αλληλεπίδρασης. Αυτή η κατάσταση έχει σαν αποτέλεσμα τη διαδικασία της φαινομενικής ταυτότητας των γεγονότων, που συνεχώς ακυρώνεται απ’τη διαδικασία της καταλυτικής-σύνθεσης.  Η Ταυτότητα του αντικειμένου είναι Αυτή, όντας την ίδια στιγμή Άλλη-Όμοια.                                                              
    Εκείνοι που απ’τους αντικειμενιστές έχουν αποδεχθεί αυτή την κατάσταση, οργανώνουν τη στρατηγική τους ψάχνοντας για έναν ενδιάμεσο δρόμο. Αυτοί δε συμφωνούν πως αυτό το εν δυνάμει επίπεδο, που είναι αποδεκτό απ’τη σχολή της Κοπεγχάγης, υπάρχει άμεσα σαν υπόβαθρο του κβαντικού κόσμου. Πιστεύουν ότι υπάρχει κάποιο άλλο επίπεδο με αντικειμενικούς όρους που μπορούν να δικαιολογήσουν ντετερμινιστικά όλα τα παράδοξα της κβαντομηχανικής. Μια τέτοια όμως λύση, θα μετέθετε στις δικές του οριακές θέσεις το πρόβλημα του ιντετερμινισμού, που θα μπορούσε να αρθεί απ’την αποκάλυψη κρυφών μεταβλητών σ’ένα βαθύτερο επίπεδο και αυτό επ’άπειρο.
     Όπως έχουμε αναφέρει ξανά, η σχολή της Κοπεγχάγης δεν δέχεται άλλο επίπεδο, παρά αυτό το εν δυνάμει που εκεί λειτουργούν όροι που δεν έχουν ντετερμινιστικό χαραχτήρα.  Αυτό όμως που φανερώνεται έτσι εν δυνάμει, μπορεί να είναι άπειρα επίπεδα, που δεν μπορούμε να τα διαπιστώσουμε, μη έχοντας πειραματική πρόσβαση.  Έτσι λοιπόν οι νόμοι τους συγκεχυμένοι όλοι μαζί, είναι φυσικό να φτάνουν σ’εμάς, ντυμένοι με το ένδυμα του παραλόγου.  Ακόμα η ύπαρξη επιπέδων βαθύτερης πραγματικότητας, πάντα θα απαιτούσαν μια σκάλα μεγαλύτερης ταχύτητας από αυτήν του φωτός και αναλόγως ένα μικρότερο μέγεθος ποσού διάδοσης της ενεργείας για κάθε βαθύτερο επίπεδο.  Στο έσχατο επίπεδο η ταχύτητα θα πρέπει να είναι ακαριαία και μηδενική και το έσχατο ποσό ενεργείας μηδενικό και άπειρο.   Αυτό θα ήταν το Εν Δυνάμει Είναι, δηλαδή η αντιφατικότητα γυμνή.
   «Για να υπάρχει κάτι», λέει ο Ζήνων, «πρέπει να έχει μέγεθος και όγκο και κάποια απόσταση από κάποιο άλλο.Το ίδιο ισχύει και για το περιθώριο αναλόγως. Γιατί κι αυτό πρέπει να έχει μέγεθος και πάντοτε να περισσεύει κάτι αναλόγως. Θα το πω μια για πάντα, δεν είναι δυνατό να υπάρχει έσχατο μέρος κάποιου, ούτε του σώματος, ούτε του περιθωρίου, ακόμα δε μπορεί να υπάρξει τίποτα από μόνο του, δηλαδή άσχετα από κάποιο άλλο. Έτσι υπάρχοντας πολλά, είναι ανάγκη να είναι συγχρόνως  μεγάλα και μικρά. Τόσο μικρά που να μην έχουν μέγεθος και τόσο μεγάλα, που να είναι απείρου μεγέθους».

12.     Όταν ένα μικροσωμάτιο φωτίζεται για να φωτογραφηθεί η πορεία του, με τον φωτισμό αλλοιώνεται η συμπεριφορά του.  Ο φωτισμός, είναι παροχή ενεργείας στο κβαντικό γεγονός. Έτσι το αποτέλεσμα της μέτρησης δε μπορεί να είναι αντικειμενικό με τον τρόπο που είχε συνηθίσει η επιστήμη. Το μέσον, το αντικείμενο, ο παρατηρητής, και για κάποιους ακόμα, ένα υποτιθέμενο υποκβαντικό υπόβαθρο, συνιστούν ενότητα κβαντικής φύσης. Έτσι η αοριστία που ακολουθεί τη σύγχρονη μέτρηση των συζυγών ιδιοτήτων των κυματοσυναρτήσεων, ακολουθείται κι από μιαν ακόμα αδυναμία προσέγγισης της αντικειμενικής πραγματικότητας. Ο παρατηρητής αδυνατεί να προσεγγίσει το κβαντικό γεγονός, όπως αυτό είναι από μόνο του χωρίς τις αλλοιώσεις της ανθρώπινης παρέμβασης. Λέει ο Ρ. Φάινμαν: «Κανείς δε μπορεί να ισχυριστεί ότι γνωρίζει τι είναι ένα κβαντικό γεγονός προ της μέτρησης», αφού μετρώντας το, έχει να κάνει με άλλο παραπλήσιο γεγονός. Άρα καί αυτό, όπως να το λένε, είναι ένα είδος απροσδιοριστίας. Υπάρχει κι η περίπτωση του παραδόξου της μετακίνησης κάποιου ηλεκτρονίου, από στιβάδα σε στιβάδα περιστροφής γύρω από τον πυρήνα του ατόμου, κατά την αποβολή ενός κβάντου ενεργείας. Το πως μετατίθεται από μια στιβάδα  σε άλλη στιβάδα και τι είναι το ηλεκτρόνιο ανάμεσα στις δυο στιβάδες, δεν μπορεί παρά να είναι ένα είδος αοριστίας.  Εκεί δεν μπορεί να γίνει καμιά μέτρηση, αφού το κβάντο θεωρείται αδιαίρετο. Δηλαδή το ηλεκτρόνιο μη έχοντας το ολόκληρο κβάντο που έχασε, δε μπορεί να έχει στο ενεργειακό φορτίο του μισό κβάντο περισσότερο για να δικαιολογηθεί η ενδιάμεση θέση του ανάμεσα στις δυο στιβάδες.
    Ακόμα λέγεται ότι στις κβαντικές αντιδράσεις, μετά τη σύγκρουση  σωματίων και την δημιουργία άλλων νέων σωματίων, κατά την καταγραφή αυτού του γίγνεσθαι, ανάμεσα  στις δύο καταστάσεις παρεμβάλλεται ένα κενό.  Έτσι το νέο σωμάτιο εμφανίζεται σ’άλλη θέση από την αναμενόμενη αλματικά. Κι αυτό πρέπει να είναι ένα είδος απροσδιοριστίας. Δηλαδή η ορθολογική αντικειμενικότητα στην κβαντομηχανική γεννά διαφόρων ειδών «απροσδιοριστίες».
     Στο έργο του κ. Μπιτσάκη «Διαλεκτική και Νεώτερη Φυσική», πληροφορούμεθα πως σύμφωνα με τον Μπώμ, στην κβαντομηχανική η θεωρία του πεδίου, περιγράφει κάθε κίνηση σαν καταστροφή και δημιουργία των στοιχειωδών σωματίων.  Δηλαδή αν ένα ηλεκτρόνιο υποστεί σκέδαση από την αρχική του κατεύθυνση σε διαφορετική, το περιστατικό περιγράφεται σαν καταστροφή του αρχικού ηλεκτρονίου και δημιουργία άλλου, κινουμένου προς άλλη κατεύθυνση. Γενικότερα στην παράσταση του πεδίου, η κίνηση του ηλεκτρονίου περιγράφεται ως καταστροφή του ηλεκτρονίου σ’ένα σημείο και δημιουργία σ’άλλο παραπλήσιο. Κατά τη θεωρία αυτή, δεν υπάρχει σωμάτιο που να διατηρεί την ταυτότητά του.
     Νομίζω ότι εδώ ο Μπώμ ισχυρίζεται ό,τι και οι προσωκρατικοί και ειδικά ο Ηράκλειτος: την ίδια ουσία δεν ξαναγγίζουμε γιατί όλα αλλάζουν βίαια και γρήγορα, χωρίζονται και πάλι ενώνονται, φεύγουν-επιστρέφοντας και καταλύονται-συντιθέμενα συγχρόνως, είναι-μη όντας .
     Το κβαντικό γεγονός λοιπόν δεν έχει αληθινά διάρκεια, αφού συνεχώς αλλάζει. Έτσι ούτε ο Χρόνος του νευτώνιου κόσμου των πραγμάτων και της αντικειμενικότητας, αλλά ούτε η έννοια της Ταχύτητας του ταιριάζει αφού το κβαντικό γεγονός καταλύεται-συντιθέμενο όντας συνεχώς άλλο. Εκεί στον κβαντικό κόσμο, η συχνότητα επανάλυψης ως ρυθμός είναι ο αληθινός χρόνος. Οι ερευνητές όμως χρησιμοποιούν στις κβαντικές διαδικασίες, τον χρόνο μαζί με τη συχνότητα και την ταχύτητα, κάτι που θεωρητικά στον κβαντικό κόσμο πρέπει να είναι απορριπτέο. (Βλέπουμε λοιπόν στην περιγραφή του Σρέντγκερ να συμμετέχουν έννοιες όπως χρόνος συχνότητα ταχύτητα θέση κ.λ.π. που σύμφωνα με τη κβαντική διαλεκτική δεν πρέπει να συμβιβάζονται. Ακόμα και ο χαρακτηρισμός "ταχύτητα του φωτός", επειδή τα κβάντα δεν μπορούν αληθινά να έχουν ταχύτητα, αφού δεν διαρκούν, δεν είναι απόλυτα ακριβής. Όλες αυτές οι έννοιες και οι σχέσεις τους λειτουργούν παράνομα, μέσα στα όρια του νευτώνιου κόσμου, δίνοντας τιμές που ουσιαστικά είναι κατά προσέγγιση, όταν όμως οι διαδικασίες γίνονται πιο αυστηρές και σε οριακές καταστάσεις, τότε δημιουργούνται παραδοξότητες και αντινομίες).
     Υπάρχει υπόνοια ότι η σύγχρονη επιστήμη έχει ξεστρατίσει από τη λογική συνέπεια και χρησιμοποιεί νοητικά εργαλεία που δεν είναι απόλυτα συμβατά με το παγκόσμιο γίγνεσθαι.   Οι προσωκρατικοί μας δίνουν το στίγμα της λογικής που πρέπει να ακολουθήσουμε, για να μπορέσει το κβαντικό γίγνεσθαι να αποκτήσει ένα λογικό κορμό αντάξιό του.   Η ταυτότητα, σύμφωνα με τους διαλεκτικούς της προσωκρατικής σκέψης, βρίσκεται όπως κάθετι σε μια διαδικασία καταλυτικής-συνθετότητας όπου το αντικείμενο δεν αλλάζει θέση κινούμενο αυτό το ίδιο, αλλά είναι συνεχώς Άλλο σε Άλλη θέση.  Η κίνηση λοιπόν γι’αυτούς τους διανοητές, είναι το γίγνεσθαι και η αλλαγή. 
                                                                                                                                              Ἀναξίμανδρος:                                                                                                                            
[Ἀρχή καὶ στοιχεῖον τῶν ὄντων τὸ ἄπειρον.
Ἀρχήν εἶναι τὴν ἀΐδιον κίνησιν καὶ ταύτῃ τὰ μὲν γεννᾶσθαι τὰ δὲ φθείρεσθαι…. ] 

Ἡράκλειτος:
[Διαφερόμενον ἑαυτῷ ὁμολογέει.                                                                             
Ποταμῷ οὔκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ, οὐδέ οὐσίας ἅψασθαι κατ᾽ ἔξιν τῆς αὑτῆς ἀλλ᾽ ὀξύτητι καὶ τάχει μεταβολῆς σκίδνησι καὶ πάλιν συνάγει καὶ πρόσεισι καὶ ἄπεισι.
Συνάψιες ὅλα καὶ οὔχ ὅλα,  ξυμφερόμενον  διαφερόμενον συνᾷδον διᾷδον κ’ ἐκ πάντων τὸ ἓν  καὶ ἐξ᾽ ἑνός τὰ πάντα. 
Γναφεῖῳ ὁδός εὐθεία καὶ σκολιή μὶα ἐστί καὶ ἡ αὐτή].

Ζήνων:
[Τὸ κινούμενον  οὔτ' ᾽ἐν ᾧ τόπῳ ἔστι  κινεῖται,  οὔτ᾽ ἐν ᾧ μὴ ἔστι].

                   Μας λένε λοιπόν αυτοί οι διανοητές:
― Το στοιχειώδες,  δηλαδή το πολύ μικρό, και αυτό που άρχει, δηλαδή το πολύ μεγάλο, συμπίπτουν στο άπειρο. 
―Αυτό που άρχει, το άπειρο, είναι η αιώνια κίνηση κι αλλαγή, όντας αποτέλεσμα της συνεχούς γένεσης και φθοράς των όντων.                                                                                                  
―Αυτό που αλλάζει, συμφωνεί με τον εαυτό του.
―Στον ίδιο ποταμό δε μπαίνεις δυο φορές, ούτε την ίδια ουσία ξαναγγίζεις, γιατί βίαια και γρήγορα αλλάζει, χωρίζεται και πάλιν ενώνεται, φεύγει-επιστρέφοντας,  ― καταλύεται-συντιθέμενη―.
―Όλα συνιστούν ενότητες όντας την ίδια στιγμή ανεξάρτητα, συνίστανται-καταλυόμενα, συμφωνούν με τον εαυτό τους  διαφωνώντας με αυτόν.  Το Ένα συνίσταται  απ’τα Πολλά και τα Πολλά απ’το Ένα.
―Η ευθεία, είναι αποτέλεσμα της περιστροφής. Έτσι το κινούμενο, δεν κινείται ούτε εκεί που βρίσκεται, ούτε εκεί που δεν βρίσκεται, είναι συνεχώς άλλο αλλού.

13. Σύμφωνα με τις φιλοσοφικές τους απόψεις, ας κάνουμε μια υπόθεση για το πως θα έβλεπαν τό ηλεκτρόνιο και την κίνησή του:
    Το κινούμενο δεν κινείται, ούτε εκεί που βρίσκεται, ούτε εκεί που δεν βρίσκεται λέει ο Ζήνων. Οι σχολαστικοί σπεύδουν να παγιδευτούν, αποφαινόμενοι ότι ο Ζήνων απορρίπτει την έννοια της κίνησης.  Ο προσεκτικός αναγνώστης όμως διαπιστώνει ότι ο Ζήνων δεν απορρίπτει την κίνηση, γιατί μιλά για «κινούμενον». Διαφωνεί για τον τρόπο που γίνεται αποδεκτή η κίνηση και για τον τόπο πάνω στον οποίον θεωρείται ότι εξελίσσεται.
     Θα έλεγε κάποιος, ας πούμε ο Χέγκελ, «πως κάτι κινείται όχι επειδή βρίσκεται μια ορισμένη στιγμή εδώ και κάποια άλλη στιγμή πιο πέρα, αλλά επειδή την ίδια χρονική στιγμή κάτι βρίσκεται εδώ και όχι εδώ». Δηλαδή τονίζει ο Χέγκελ, «η κίνηση είναι μια αντίφαση». Η αποκάλυψη μιας έννοιας είναι πολυδιάστατη. Βλέπουμε εδώ μια προσέγγιση στην έννοια της κίνησης που μολονότι τονίζει την αντιφατικότητά της, δεν αντιστρατεύται την τυπική λογική, παρουσιάζοντας ένα αντικείμενο που διατηρεί την ταυτότητά του μέσα στο χώρο και το χρόνο. Ο Ζήνων πηγαίνοντας μακρύτερα, απορρίπτει αυτό το σκεπτικό.  Τα παράδοξά του, εκτός απ’τις αντινομίες του ορθολογισμού, μας φανερώνουν και τις αντινομίες του τρόπου  που αντιλαμβανόμαστε το Χώρο, το Χρόνο, την Ουσία και την Κίνηση.  Αυτό φαίνεται απ’τον τρόπου που  ο Ζήνων δέχεται την έννοια του πράγματος και φυσικά την έννοια της ταυτότητας.  Όταν λέει πως «το κινούμενο, δεν κινείται ούτε κεί που βρίσκεται, ούτε κεί που δε βρίσκεται», εννοεί ότι η αντίφαση της κίνησης έτσι όπως την αντιλαμβάνεται ο Χέγκελ δεν τον βρίσκει σύμφωνο, αφού το κινούμενο όπως κάθε τι καταλύεται-συντιθέμενο, μη έχοντας ταυτότητα, χρόνο Διάρκειας και χώρο Πάνω στον οποίον εξελίσσεται η κίνησή του. (Η ταυτότητα του όποιου κινούμενου, καταλύεται-συντιθέμενη, κάνοντας συνεχώς το γεγονός που εκπροσωπεί Άλλο-Όμοιο με τον εαυτό του, ενώ ο χώρος πάνω στον οποίον εξελίσσεται η κίνηση είναι αυτός που περιέχεται ευκαιριακά μέσα στο ίδιο το εξελισσόμενο γεγονός. Δηλαδή ― κάθε γεγονός κινείται μέσα του― κι ο χρόνος ως διάρκεια δε μπορεί να υπάρχει, αφού το γεγονός είναι συνεχώς άλλο.  Ο χρόνος εδώ είναι ο ρυθμός ή η συχνότητα επανάληψης των υπογεγονότων που συνιστούν το γεγονός ως καταλυτική-σύνθεση και χώρος η εκάστοτε ανάλογη διασπορά των στοιχειωδών που το συνιστούν κατά την αναχώρηση-επιστροφή τους στο σύμπαν).
     Ο Ζήνων μας δείχνει ότι η λογική είναι αλάνθαστο εργαλείο αν χρησιμοποιηθεί σωστά. Αν όμως δεχτούμε το πράγμα ως ουσία, άρα ως ταυτότητα, αναπτύσσοντας το συλλογισμό μας, γεννώνται αντινομίες στην έννοια της κίνησης ως μετακίνησης, του χώρου ως έκτασης και του χρόνου ως διάρκειας.  (Φαίνεται ότι κάποιος Χέγκελ της εποχής του αντελήφθει επιδερμικά το θέμα της αντιφατικότητας της κίνησης, του χώρου, του χρόνου και πάρα πέρα της αντιφατικότητας της κίνησης και του Είναι).
     Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, τον Αναξίμανδρο το Ζήνωνα αλλά και τους περισσότερους προσωκρατικούς, η ουσία δεν είναι τα πράγματα αλλά το γίγνεσθαι. Αυτά βρίσκονται σε μια συνεχή διαδικασία καταλυτικής-σύνθεσης, αφού σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, τίποτα δεν μπορούμε ν’αγγίξουμε δυο φορές.  Όλα Είναι-Μη Όντας, γιατί άλλα περνούν μέσα τους κάνοντάς τα πραγματικότητα, όμως συνεχώς διαφορετικά. Είναι Αυτά όντας Άλλα:  Τα νερά διέρχονται απ’τον ποταμό, κάνοντας τον να είναι συνεχώς άλλος. Αυτά χύνονται στη θάλασσα κι αυτά είναι σε συνεχή αλλαγή, δεχόμενη νερά που συνεχώς εξατμίζονται σε σύννεφα βροχής.  Έτσι γίνεται ένας κύκλος  όπου οι ουσίες αναχωρούν-επιστρέφοντας,  κάνουν τον ποταμό, τη θάλασσα και τον ουρανό να υπάρχουν Αυτά όντας Άλλα και μ’αυτό τον τρόπο να κινούνται. Το ίδιο ισχυρίζεται και για όλες τις ουσίες.  Καί αυτές συνίστανται από υπογεγονότα (απ’το αείζωον πυρ),  τα στοιχεία του οποίου με την αναχώρησή τους στο σύμπαν και την επιστροφή τους απ’αυτό, κάνουν αυτές τις ουσίες να καταλύονται-συντιθέμενες, έχοντας αντιφατική φύση. Σύμφωνα με αυτή  την αντίληψη  και την άποψη του Ηράκλειτου  ότι «η ευθεία είναι αποτέλεσμα περιστροφής», τα υπογεγονότα  που περνάν μέσα απ’την ουσία, την συνθέτουν και φεύγοντας την αποσυνθέτουν κιόλας. (Φεύγουν στο σύμπαν, επιστρέφοντας συγχρόνως).  Επειδή όμως το σύμπαν του Ηράκλειτου και του Αναξίμανδρου είναι άπειρο και ανοικτό, (κι αφού αυτοί δέχονται το γίγνεσθαι ως ουσία), συνεπάγεται ότι τα  υπογεγονότα που φεύγουν στο σύμπαν επιστρέφοντας, δεν κάνουν κύκλο αλλά μιαν ελικοειδή  περιστροφή,  που επαληθεύει-διαψεύδοντας το γεγονός σ’άλλη θέση λίγο πιο κεί, έτσι που το πράγμα κινείται όντας άλλο-αλλού.    Σύμφωνα με τις απόψεις αυτών των διανοητών, το ηλεκτρόνιο δε θα κινείτο Αυτό πηγαίνοντας Αλλού, μα Άλλα υποκβαντικά γεγονότα θα ταξίδευαν μέσα του, κάνοντάς το πραγματικότητα, φανερώνοντάς το ως κινούμενο. Αυτό όμως αληθινά συνίσταται-καταλυόμενο όντας άλλο αλλού. 
      Αν υποθέσουμε ότι τα υπογεγονότα αυτά, που συνιστούν κινούμενα το ηλεκτρόνιο, είναι κβάντα ενεργείας. Το ηλεκτρόνιο μετατίθεται στις θέσει που αυτά το συνιστούν.  Αν για κάποιο λόγο, ένα κβάντο δεν επιστρέψει να επαληθεύσει το ηλεκτρόνιο στην αναμενόμενη θέση, τότε  αυτό συνίσταται κάπου αλλού, σε θέση που να δικαιολογεί η απουσία αυτού του κβάντου, αλματικά.  Μια ανάλογη διαταραχή θα συμβεί όταν για κάποιο λόγο, αυτό δεχτεί ένα κβάντο  περισσότερο από τα αναμενόμενα. (Το ίδιο βέβαια ισχύει και για καθένα απ’αυτά τα όποια στοιχειώδη που θεωρούνται κβάντα ενεργείας, αφού καί αυτά καταλύονται-συντιθέμενα από άλλα στοιχειώδη βαθύτερου επιπέδου και μικρότερα και αυτό επ’άπειρον, έως το επίπεδο του ακίνητου και ακαριαίου όπου αυτά τα στοιχειώδη είναι μηδενικά και άπειρα και όπου έχουμε το εν δυνάμει επίπεδο της γυμνής αντιφατικότητας).
     Η θέση του Χέγκελ ότι η κνηση είναι αντιφατική, επειδή το κινούμενο «είναι και δεν είναι σε μια θέση την ίδια στιγμή» ενώ φαίνεται σωστή, είναι μια προσέγγιση απλοϊκή.  Αυτό το ίδιο το κινούμενο όντας σε κατάσταση καταλυτικής-συνθετότητας, είναι συνεχώς άλλο-αλλού. Εκεί μάλλον πρέπει ν’αναζητηθεί η αλήθεια κι όποιοι παράμετροι κρύβονται.                                                                                                                                                                                                                                    
14. Είναι πιθανόν τ’αδιέξοδα της ερμηνείας των κβαντικών διαδικασιών να ερμηνεύονται με τη διαλεκτική διαδικασία που υπαινίσσονται. Ο ορθολογισμός που μας προτείνουν, είναι ένας αντιφατικός ορθολογισμός, αφού η ταυτότητα που προτείνουν, είναι αντιφατικής  φύσης. Υπάρχει λοιπόν δυνατότητα να επιστρέψει η διαλεκτική ως ένα είδος φορμαλισμού, που να υπηρετεί την έρευνα.  Βέβαια η διαλεκτική κι ο φορμαλισμός φαίνονται έννοιες ασυμβίβαστες, εγώ όμως προτείνοντας τον τρόπο που η αντιφατική ταυτότητα είναι δυνατή σαν τυπική, νομίζω ότι κάνω ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, στα έργα μου: «Λογική Πράξη και Γλώσσα- Αντιφατική Μοναδολογία και Οικουμενική Βιο-Χαρτογράφηση». εκδ. Δωδώνη 1994, και «Αντιφατικότητα είναι η Κίνηση και η Υλικότητα». εκδ. Δωδώνη 1983

Αντιφατικότητα, χρόνος και χώρος

Αν γίνει αποδεκτή η αντιφατική ταυτότητα, δηλαδή το Είναι ως καταλυτική-συνθετότητα, εκεί το γίγνεσθαι θα είναι η ουσία. Τότε ούτε ο χρόνος ως διάρκεια, ούτε ο χώρος ως έκταση θα μπορεί να γίνούν αποδεκτοί, τουλάχιστον στις καταλυτικοσυνθετικές διεργασίες του Είναι.  Στην ανάπτυξη της αντιφατικής ταυτότητας, που θα  παρουσιάσω στην εξέλιξη αυτής της εργασίας, θα φανεί ότι ο χρόνος πρέπει να είναι η συχνότητα επανάληψης υπογεγονότων στη θέση της καταλυτικής-ανασύστασης του κβαντικού γεγονότος, αφού αυτό είναι πάντα άλλο.  Δηλαδή ο χρόνος δεν είναι διάρκεια αλλά ρυθμός επανάληψης χωρικών μέτρων  σε θέση.  Εκεί χωρικό μέτρο θα είναι το μέγεθος του υπογεγονότος που αναχωρεί-επιστρέφοντας στη συγκεκριμένη θέση,  πραγματώνοντας το γεγονός.    Όσο μικρότερο το μέγεθός του, τόσο μεγαλύτερος ο κύκλος αναχώρησης-επιστροφής, που καί αυτός είναι μια άλλη διάσταση του χώρου.  Η χωρική αυτή διάσταση είναι συμβατική, αφού τα στοιχειώδη υπογεγονότα που κάνουν αυτόν τον κύκλο επαναφοράς, υπόκεινται κι αυτά στην ίδια καταλυτικοσυνθετική διαδικασία όπου άλλα υπογεγονότα ακόμη βαθύτερου επιπέδου, μικρότερα και ταχύτερα, επαληθεύουν-διαψεύδοντας αυτά τα υπογεγονότα και αυτό επάπειρον. Ο χώρος είναι η έκταση  που καταλαμβάνει το ίδιο το γεγονός, απ’τη στιγμή της όποιας εκκίνησης της διαδικασίας αυτής ως τη στιγμή ανασύστασης αυτού του γεγονότος ως άλλου, όπου είναι και το σημείο άφιξης του συμβάντος.  Η διάρκεια τότε θα πρέπει να είναι η χωροχρονική σχέση της καταλυτικοσυνθετικής διεργασίας του κβαντικού συμβάντος.
Με την καταλυτικοσυνθετική νοητική προσέγγιση της κατάστασης αυτής, φαίνεται ότι ήδη από την κλασική φυσική στο θέμα των κυματισμών, οι ιδιότητες συχνότητα και χρόνος, δεν δικαιούνται να λειτουργήσουν μαζί με ακρίβεια, γιατί η συχνότητα είναι και αυτή χρόνος ως ρυθμός επανάληψης.  Έτσι χρόνος και συχνότητα είναι δυο όψεις του ιδίου πράγματος που εξελίσεται σ’άλλη διάσταση, ενώ εμείς παράνομα τα στριμώχνουμε νοητικά στον ίδιο χώρο.  Δηλαδή βάζουμε στο ίδιο μέρος της σκέψης μας τον χρόνο του κόσμου των πραγμάτων που κυριαρχεί η αντικειμενικότητα και το χρόνο του κόσμου των κβάντα που η αντικειμενικότητα ακυρώνεται. Θα μπορούσαμε να λέγαμε, πως η συχνότητα του κβαντικού γεγονότος, είναι ο χρόνος και το μήκος κύματός του ο χώρος.
Ακόμα στη θεωρία της σχετικότητας, όταν μιλούν για ταχύτητα του φωτός, αφού πρόκειται για κβαντικό γεγονός, δε συνειδητοποιούν ότι το γεγονός αυτό μπορεί να μην έχει ταχύτητα, ούτε καν κίνηση με τον τρόπο που εμείς θέλουμε να είναι.  Ίσως είναι η καταλυτικο-συνθετική πορεία ενός κβαντικού γεγονότος το οποίο δεν έχει ταχύτητα αφού το θεωρούμενο ως κινούμενο είναι κάθε στιγμή άλλο (διαφορετικό και όμοιο).
―Επίσης ο διαχωρισμός των συστημάτων δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτός στον κβαντικό κόσμο έτσι όπως γίνεται στον νευτώνιο κόσμο, για τον ίδιο λόγο που η τυπική λογική και ο ντετερμινισμός δε μπορούν εκεί να λειτουργούν.   Στον κόσμο των πραγμάτων, όλες οι εξελίξεις γίνονται πολύ αργά, κι έτσι προσεγγιστικά η πραγματικότητα δεν παραβιάζεται όλοφάνερα.   Στον κβαντικό κόσμο όμως, όπου οι εξελίξεις και οι αλληλεπιδράσεις είναι ταχύτατες κι ολοφάνερες στο αποτέλεσμά τους, πάνω σε πιο θεμέλιο θα μπορούσε να οριστεί και να έχει την αξία που να είναι χρήσιμη στον ντετερμινισμό, έστω και ένας προσεγγιστικός διαχωρισμός κάποιου συστήματος;   Εκεί ο διαχωρισμός μπορεί να είναι ευρύτερος και στα ακραία όρια κάποιου ολοκληρωμένου συστήματος, όντας συγχρόνως αντιφατικός. Αυτό θα είναι κάτι, που δε θα μπορούμε να το επιλέγουμε εμείς σύμφωνα με της ανάγκες της έρευνάς μας,  αλλά θα το υπαγορεύουν τα όρια του συστήματος. Εκεί το ερευνούμενο σύστημα θ’αντιμετωπίζεται ως αντιφατική μονάδα ή αντιφατική ταυτότητα, όπου μέσα του θα εξελίσσεται η έρευνα.  Μια έρευνα που θα αφορά εκπομπές-λήψεις μηνυμάτων και συντεταγμένες θέσεων.  Υπαυτή την έννοια, τα αντίθετα δεν τίθενται το ένα έναντι του άλλου, έχοντας σαφή κι απαραβίαστα όρια μεταξύ τους·  αυτά μολονότι διατηρούν μιαν ευκαιριακή ανεξαρτησία και ιδιαιτερότητα, προεκτείνονται το ένα μέσα στο άλλο, έτσι που συγχρόνως να μην αφήνουν κανένα περιθώριο απαραβίαστο μεταξύ τους, άρα να αναιρούν την ανεξαρτησία τους και την ευκαιριακή αντικειμενικότητά τους. Τ’αντίθετα έτσι συνιστούν ενότητα αντιφατικής φύσης, όπου τό’να απορρίπτει και μάχεται τ’άλλο αλλά συγχρόνως δε μπορεί χωρίς αυτό, αφού είναι η αιτία της ύπαρξής του. Η πιο ριζική αντίφαση είναι αυτή του Ενός και Πολλών,  Μεγάλου και Μικρού, Ενότητας και Τετμημένου, όπως το δεχνει ο Ζήνων: «εἰ μὴ ἔχοι μέγεθος τὸ ὄν οὔδ᾽ ἄν εἴει, εἰ δ᾽ἔστιν, ἀνάγκη ἕκαστον μέγεθός τι ἔχειν καὶ πάχος  καὶ απέχειν αὑτοῦ ἕτερον ἀπό τοῦ ἑτέρου·   καὶ περί τοῦ προύχοντος ὁ αὑτός λόγος· καί γὰρ ἐκεῖνο ἔξει μέγεθος καὶ προέξει αὑτοῦ ὅμοιόν τι δὴ τοῦτο·  ἅπαξ  τε εἱπεῖν  καὶ ἀεῖ λέγειν·  οὐδέν γὰρ αὑτοῦ τοιοῦτον ἔσχατον ἔσται· οὔτε ἕτερον πρὸς ἕτερον οὐκ ἔσται·  οὕτως εἰ πολλά ἐστιν,  ἀνάγκη αὐτά μικρά τε εἶναι καὶ μεγάλα, μικρά ὥστε μὴ ἔχειν μέγεθος, μεγάλα δὲ ὥστε ἄπειρα εἶναι».                
[Αν κάτι δεν έχει μέγεθος δε μπορεί να υπάρχει,αν υπάρχει πρέπει να έχει μέγεθος και όγκο κι απόσταση από κάποιο άλλο. Το ίδιο ισχύει και για το περιθώριο ανάλογα,  αφού κι αυτό πρέπει να έχει μέγεθος  και πάντα κάτι  πρέπει να περισσεύει ανάλογα. (Θέση).  Θα το πω μια για πάντα: Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει έσχατο μέρος κάποιου,  ούτε του σώματος ούτε του περιθωρίου. Ακόμα δε μπορεί να υπάρχει κάτι άσχετα από κάτι άλλο. (Αντίθεση). ― Έτσι αν υπάρχουν πολλά, πρέπει να είναι συγχρόνως  μεγάλα και μικρά. Τόσο μικρά  που να μην έχουν μέγεθος, τόσο μεγάλα που να είναι απείρου μεγέθους. (Σύνθεση)].
     Ο Ζήνων έτσι δείχνει την αντιφατική σχέση ενότητας και τετμημένου, ενός και πολλών, απείρου και μηδενικού, ακαριαίου κι ακινήτου. Αυτή η σχέση είναι η αντιφατικότητα του Είναι γυμνή, δηλαδή η Ύλη  ως τέτοια, η Υλικότητα,  που είναι το Εν Δυνάμει Είναι όλα  τα πρόσωπα και κανένα συγχρόνως.  Αυτό είναι το Άπειρο του Αναξίμανδρου, ο Αιθέρας του Αναξιμένη και το Πύρ του Ηράκλειτου. Το άπειρο αείζωον πυρ, ο δυναμικός αιθέρας των Μιλησίων δεν είναι τίποτε άλλο από το  Εν Δυνάμει του Χάιζεμπεργκ. Αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τον αδρανή αιθέρα των Ευρωπαίων, που απέρριψε το πείραμα Μίκελσον.

15.  Μια τυπική αντιφατική ορθολογική διαδικασία, καταρχήν θα θεωρούσε την ταυτότητα  ως ένα εν εξελίξει γεγονός και πάρα κάτω σαν γεγονός που διαψεύδει-επαληθεύοντας  τον εαυτό του.  Αφού το γεγονός που είναι η ταυτότητα, καταλύεται-συντιθέμενο διαρκώς, όντας Αυτό αλλά συγχρόνως Άλλο.  Η «αρχή της ταυτότητας»  σε μια τέτοια ορθολογική διαδικασία, πρέπει να μετατραπεί στην αρχή της «αντιφατικής ταυτότητας». Η ταυτότητα τότε θα είναι ένα κάποιο γίγνεσθαι, που το εύρος του θα ορίζεται κάθε φορά από το είδος της έρευνας.  Εκεί η αναλυτική και η συνθετική διεργασία θα είναι ενσωματωμένη μέσα στην ίδια την αντιφατική ταυτότητα.  Μόνον έτσι η τυπικότητα του ορθολογισμού θα μπορούσε να πάρει μορφή που ν’αντανακλά τη  ζωντανή φύση.  Έτσι η πολυσυζητημένη θέση του ηλεκτρονίου θα έπρεπε να υπολογιστεί πολύ διαφορετικά, αφού το ηλεκτρόνιο  θά’πρεπε να λογίζεται σαν γεγονός σε  κατάσταση καταλυτικής-σύνθεσης,  δηλαδή  όχι σαφώς ως αντικείμενο που επαληθεύει απόλυτα τον εαυτό του. Αυτό είναι Ταυτόν με τον εαυτό του, μα συγχρόνως Διάφορο απ’τον εαυτό του. Ο προσδιορισμός της θέσης λοιπόν συμπίπτει συγχρόνως με τον προσδιορισμό του Είναι αυτού του γεγονότος.  Γι’αυτό θα πρέπει να ξαναοριστεί η έννοια της ταχύτητας και του χρόνου στις κβαντικές διεργασίες.  ―Όταν λέμε πως  κάτι συνιστά κβαντική ενότητα, πρέπει να θυμόμαστε την καταλυτικο-συνθετική φύση του παντού και πάντα.
     Για να μπορεί να υπολογίζεται κάτι τέτοιο, πρέπει να συσταθούν υποθετικοί πίνακες ροής-αντιροής υπογεγονότων σε θέσεις πάνω σαυτούς τους πίνακες, που θα είναι θέσεις λήψης-εκπομπής μηνυμάτων.  Στους πίνακες αυτούς, κάθε κομβική θέση ροής αντιροής, λήψης-εκπομπής μηνυμάτων, θα εκπροσωπεί κάποιο γεγονός που η μετακίνησή του θα είναι αποτέλεσμα αυτής της προαναφερθήσης καταλυτικής-συνθετότητας και θα περιγράφεται πάνω στον πίνακα, ως καταστροφή σε μια θέση κι ανασύσταση σ’άλλη θέση του πίνακα.  Αυτοί οι πίνακες είναι ανάγκη να είναι υποθετικοί, γιατί δεν θα μπορέσουμε ποτέ να έχουμε πειραματική πρόσβαση στον υποκβαντικό χώρο.  Έτσι με την χρήση της λογικής που ταιριάζει στον κβαντικό κόσμο, οι πίνακες αυτοί θα επιβεβαιώνονται ή θα διαψεύδονται και μετά από κόπους και χρόνο, θα γίνει δυνατόν να οργανωθεί η χαρτογράφηση μιας Αντιφατικής Γεωμετρίας. Δηλαδή μιας Διαλεκτικής Λογικής.

----------------------------------------------------------------------------
Βοηθήματα: «Η Δυναμική του Ελαχίστου».  Ε. Μπιτσάκης. εκδ. Ζαχαρόπουλος.
«Συναντήσεις με τον Αϊνστάιν». Β.Χάιζεμπεργκ. εκδ.κάτοπτρο. Μετάφραση και επιστημονική επιμέλεια Ε.Γ.Βιτωράτος και Μ. Πετράκη

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΩΣ ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΟ ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΟ-ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΟΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ 
                                                               ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΕΡΜΗΝΕΥΣΕΙ
                                      ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΔΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΉ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ

Εισαγωγή
Ο άνθρωπος όντας αποτέλεσμα της παγκόσμιας εξέλιξης, είναι ο ίδιος μια καταγραφή όλης αυτής της πορείας, τουλάχιστον ως την τωρινή μορφοποίησή του. Η μορφή και η δομή του είναι μια ιδιάζουσα γλώσσα που περιγράφει όλο αυτό το γίγνεσθαι. Στις μέρες μας αποδεικνύεται μέσα από την έρευνα ότι αυτό το γίγνεσθαι υπάρχει σαν μια μικροδομική καταγραφή που ονομάζεται DNA. Αυτή η καταγραφή είναι ο κληρονομικός κώδικας του ανθρώπου· υπάρχουν στοιχεία αυτού του κώδικα σε κάθε άνθρωπο, που τον κάνουν ξεχωριστό. Ο εγκέφαλός του, όντας η κωδική καταγραφή της διαλεκτικής σχέσης του κόσμου με τον ίδιο τον άνθρωπο, δείχνει με τη δομή του την πορεία του ανθρώπου σ’αυτό το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Κάθε ενέργεια, σκέψη, αποτυχία ή επιτυχία καταγράφονται κωδικά και τροποποιούν την δομή του εγκεφάλου, κάνοντάς τη συνθετότερη.
     Κατά τη διαλεκτική διαδικασία του «έσω» ως προς το «έξω», δηλαδή την είσοδο της εμπειρίας μέσ’τη δομή του εγκεφάλου, ο εγκέφαλος παραβάλλει την εμπειρία αυτή με τον προϋπάρχοντα κληρονομικό γνωστικό μηχανισμό. Τα εμπειρικά δεδομένα, αφυπνίζουν αποκωδικοποιώντας τις κωδικές δομές του γνωστικού μηχανισμού. Το μέρος του γνωστικού μηχανισμού που αποκωδικοποιείται, είναι η συνείδηση και η λογική, ενώ το απύθμενο μέρος που παραμένει κωδικοποιημένο, είναι το αίσθημα, η φαντασία κι η ενόραση δηλαδή η αισθητική. Έτσι ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίζει τον κόσμο, γιατί η πορεία του κόσμου είναι κωδικά γεγραμμένη μέσα του.  Μια νέα εμπειρία η οποία, δε μπορεί να είναι γεγραμμένη ολόιδια στον κωδικοποιημένο γνωστικό μηχανισμό που είναι ο εγκέφαλος, ξανακωδικοποιείται διαμορφώνοντας τη δομή του εγκεφάλου κάπως διαφορετικά. Τα δυο μέρη του εγκεφάλου (κωδικοποιημένο κι αποκωδικοποιημένο), δεν είναι απόλυτα ξεχωριστά.  Η συνείδηση αντλεί συνεχώς απ’την αισθητική κι η αισθητική απ’τη συνείδηση. Δεν είναι δυνατή  ποτέ καμιά επιστήμη  χωρίς ενόραση και δεν είναι ποτέ αρκετή η εμπειρία  με οδηγό μόνο την ορθολογική διαδικασία. Ο (εκ των πρωτέρων) αυτός κληρονομικός κωδικός γνωστικός μηχανισμός μπορεί να γίνει κατανοητός με δυό τρόπους:
Α. Ο ένας δέχεται πως αυτή η κωδική γλώσσα καταγραφής, έχει στο βάθος της μια σειρά από έσχατα στοιχειώδη, που αλληλεπιδρώντας μεταξύ τους τη συνιστούν, αλλά χωρίς να παραβιάζουν τα όρια μεταξύ τους.  Σ’αυτήν την περίσταση το γλωσσικό σύστημα συνίσταται από απόλυτους όρους όντας κλειστό κι έτσι λειτουργώντας, από μια στιγμή και μετά, αρχίζει να επαναλαμβάνει τον εαυτό του. Δηλαδή απ’τη στιγμή που τέθησαν οι όροι λειτουργίας του, όλη η εξέλιξή του είναι προδιαγεγραμμένη τελεολογικά έχοντας εξαρχής μια σειρά από πρότυπα του τέλους, που περιμένουν εκ των πρωτέρων να πραγματοποιηθούν. Ο κλειστός αυτός κόσμος, που έχει εκ των πρωτέρων συγκεκριμένα όρια λειτουργίας, δε μπορεί παρά να προϋποθέτει έναν κόσμο ιδεών που υπάρχει από πριν περιμένοντας μέσα από τη λειτουργία του γλωσσικού αυτού νοητικού συστήματος να πραγματοποιηθεί. Αυτός ο τρόπος είναι ο Ορθολογικός και Αντιθετικός και το Γίγνεσθαι που προϋποθέτει είναι Φαινομενικό.
Β. Ο άλλος τρόπος είναι ο Αντιφατικός όπου η γλώσσα αποτελείται από αντιφατικά στοιχειώδη, κι έχει κορμό την αντιφατικότητα με τον τρόπο που θα επεξεργαστούμε στην πραγματεία περί του αντιφατικού ορθολογισμού, (που είναι ο σκοπός αυτού του έργου και θα αναπτυχθεί στη συνέχεια). Στον αντιφατικό τρόπο τ’αντίθετα αλληλεπιδρούν χωρίς ν’αφήνουν απαραβίαστα περιθώρια μεταξύ τους συνιστώντας αντιφατικές ενότητες.  Στο γλωσσικό αυτό σύστημα, τα αντιφατικά στοιχειώδη που το συνιστούν περιέχουν καθένα τους το Όλον  μ’ένα δικό του τρόπο, που είναι ο κώδικας καταγραφής του κόσμου, όπως έχει εξελιχθεί ως τη μορφοποίηση αυτού του γεγονότος. Από αντιφατική άποψη, αυτός ο κληρονομικός μηχανισμός γνώσης και δράσης περιέχει το Όλον, όπως έχει διαμορφωθεί έως τη στιγμή της μορφοποίησης του κάθε συγκεκριμένου ανθρώπου.
     Επειδή τα στοιχειώδη που συνιστούν το γλωσσικό αυτό σύστημα είναι αντιφατικά, ο μηχανισμός γνώσης του μπορεί να περιέχει με έναν τρόπο δαιδαλώδη και παράκεντρο,  εκτός από το Όλον όπως σχετίζεται με την εξελιγκτική πορεία του συγκεκριμένου ανθρώπου καί με κάθε πτυχή του κόσμου, αφού κοινωνεί μέσω της αντιφατικότητας των εσχάτων στοιχειωδών του, με το έσχατο επίπεδο του ακαριαίου και ακινήτου, μηδενός και απείρου.  (Περί του οποίου θα αναφερθούμε επανειλλημμένα στο επόμενο καφάλαιο).
Το αντιφατικό στοιχειώδες λοιπόν, είναι μ’αυτό τον τρόπο ενήμερο για ότι μπορεί να συμβαίνει στο σύμπαν με έναν έμμεσο και παράκεντρο τρόπο. Καί εδώ η εμπειρία που διοχετεύεται στον γνωστικό μηχανισμό, τον  διεγείρει  και τον αφυπνίζει, ξαναθυμίζοντας  αρχαίους δρόμους  που χάνονται βαθιά  μέσ’τους προγόνους και το ζώο,  ψάχνοντας για τις αντιστοιχίες που επιβεβαιώνουν τη γνώση. Επειδή όμως η νέα εμπειρία δεν είναι απολύτως ίδια με την καταγραφή της παλιάς, ο αρχαίος δρόμος αναδιαμορφώνεται και πλουτίζεται.  Έτσι την αποκωδικοποίηση του γνωστικού μηχανισμού που γίνεται με τη διοχέτευση και  την αφομοίωση της εμπειρίας, ακολουθεί η καταγραφή της επανακωδικοποίησης ή της συνειδητοποιημένης δομικής κωδικοποίησης στον εγκέφαλο, που τελικά είναι ο ίδιος ο εγκέφαλος.   
    Ξανατονίζω ότι: Η πορεία αποκωδικοποίησης του κληρονομικού γνωστικού μηχανισμού κι επανακωδικοποίησής του είναι η  Συνείδηση.  Σύμφωνα με την οντολογική άποψη αυτή,  η γνώση είναι δυνατή, γιατί μέσω της εμπειρίας αποκωδικοποιούμε την πορεία του κόσμου όπως είναι καταγεγραμμένη στο γνωστικό μας μηχανισμό. Ο εγκέφαλος είναι απεριόριστες κωδικές δομές που καταγράφονται ξανά και ξανά, σε μια συνεχή κι ατέλειωτη πορεία. Αυτές οι κωδικές επαναγραφές συνοψίζονται σε μία που είναι η Λογική. Από την άποψη αυτή το σύμπαν ως αποτέλεσμα του εαυτού του, δεν είναι τεμαχισμένο σε χώρους που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους.  Είναι μια γλώσσα που αυτο-επανακωδικοποιείται συνεχώς πιο οικονομικά και πιο δυναμικά. Έτσι λοιπόν θα πρέπει να υπάρχει μια οντολογική γραφή του παγκόσμιου γίγνεσθαι, που δεν είναι ασυνάρτητη αλλά λογική και μοναδική στην κάθε της στιγμή. Η γραφή αυτή είναι μια ιδιόμορφη γλώσσα που δεν είναι διαβασμένη ακόμα και «περιμένει» να διαβαστεί γεγραμμένη στο γνωστικό μας μηχανισμό.  Αυτή είναι συνεχώς πορευόμενη-εξελισσόμενη και όχι στατική.
    Τονίζω ξανά ότι: αν η νόησή μας είναι αποτέλεσμα της εξελιγκτικής πορείας του κόσμου κι όχι θεϊκής «πνοής», τότε η γλώσσα κι η λογική μας είναι συνέχεια της γλώσσας και της λογικής της φύσης.  Η γλώσσα και η λογική της φύσης είναι ένα γίγνεσθαι, που για να είναι αληθινό και με κάθε του στιγμή να έχει το στοιχείο του μοναδικού και ανεπανάληπτου, πρέπει να είναι Ένα-Μοναδικό. Απ’την άποψη αυτή όλες οι γλώσσες της επιστήμης μπορεί να συνοψίζονται σε μια: τη γλώσσα της φύσης.  Έτσι κάθε γλωσσική διερεύνηση που είναι η επιστήμη, για να συμπέσει με τη γλώσσα της φύσης, να είναι ζωντανή και εξελισσόμενη, δηλαδή να είναι το γίγνεσθαι ως ουσία, να μην έχει αρχή και τέλος και κάθε της στιγμή να είναι μοναδική, πρέπει να έχει όρους αυτοαναιρούμενους δηλαδή αντιφατικούς.  Που θα πεί να συνίσταται από αντιφατικά στοιχειώδη.
    Η αντιφατικότητα του κόσμου λοιπόν, είναι καταγεγραμμένη μέσα μας ή σωστότερα, εμείς οι ίδιοι είμαστε αυτή η καταγραφή, την οποία φέρουμε στη δομή και στη λογική μας· η Λογική λοιπόν αυτή πρέπει να είναι μια Αντιφατική-Διαλεκτική Λογική.

Επισήμανση:
Ο νεοθετικισμός, ο ορθολογισμός και ο σύγχρονος υλισμός δεν μπορούν να δεχτούν ότι μπορεί να υπάρξει η ύλη ως καθαυτή, δηλαδή να υπάρξει κάποιο χαραχτηριστικό της ύλης, που να ορίζεται ως «υλικότητα». Σκοπός αυτής της εργασίας είναι να δείξω επίσης, πως η Αντιφατικότητα είναι η Υλικότητα δηλαδή η Κίνηση ως Ουσία· και για το λόγο αυτό είναι δυνατή μια Διαλεκτική Λογική.
    Η ύλη με τη σύχρονη αντίληψη  δεν είναι απλά μόνο τα πράγματα, ούτε τα στοιχεία  που τα συνιστούν, αλλά είναι επίσης μηχανισμοί, πεδία, ενεργειακές διεγέρσεις, δυναμικοί συσχετισμοί και αλληλεπιδράσεις· δηλαδή όλα όσα θεωρούντο ιδιότητες της ύλης, είναι η ίδια η ύλη  και επειδή  η γενικότερη  ιδιότητά της είναι η  αντιφατικότητα, αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως Υλικότητα καθεαυτή. Αυτό βέβαια δεν είμαι σε θέση να το αποδείξω, όμως θα αναλάβω την υποχρέωση να ορίσω πως είναι λογικά δυνατόν.  Έτσι θα φανεί πως η υλιστική διαλεκτική πρέπει να πατά πάνω στην  αντιφατικότητα,  που  είναι το στοιχείο  που χαρακτηρίζει κάθε τι υλικό και κάθε τι υπαρκτό. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να παρουσιαστεί «πως η αντιφατική φύση της υλικότητας είναι δυνατή και πως μπορεί να λειτουργεί ως υπαρκτό γεγονός».                     
     Επίσης σκοπός αυτής της εργασίας είναι  να προτείνει κάποιες αρχές, για μιαν αντιφατική-ορθολογική (διαλεκτική) προσέγγιση, που αυτή θα μπορούσε να οριστεί  ως Αντιφατική  Μοναδολογία.

Η εργασία αυτή λοιπόν φιλοδοξεί να δώσει απάντηση στα εξής ερωτήματα:
1. Πως η αντιφατική μονάδα, το αντιφατικό στοιχειώδες, η αντιφατική ταυτότητα  και η αντιφατική  αιτιοκρατία  (η διαλεκτική) είναι δυνατά.
2. Πως ο κόσμος μας είναι δυνατός ως ανοικτό σύστημα.
3. Πως η κίνηση κι η αλλαγή είναι δυνατά ως αληθινά κι όχι ως φαινομενικά.
4. Πως η ενότητα μεγάλου και μικρού στον κόσμο μας είναι οντολογικά δυνατή.
5. Πως η νόηση και η ενόραση είναι δυνατές.
6. Πως το Όλον, (το Σύμπαν),  είναι δυνατό ως αμφίδρομο επικοινωνιακό πλέγμα θέσεων εκπομπής-λήψης μηνυμάτων.
7. Πως αυτό το επικοινωνιακό πλέγμα είναι δυνατόν ως οντολογική γλώσσα,  ως μια «Αντιφατική Βιογεωμετρία».

ΑΡΧΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΜΙΑΣ ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.
στ. (1 έως 33)

1. Ο κόσμος υπάρχει με δυο τρόπους που ενώ είναι αντίθετοι μεταξύ τους, ο ένας δεν αναιρεί τον άλλον αλλά σε προέκταση τον ολοκληρώνει.
2. Υπάρχει ως συγκεκριμένο γεγονός που κάθε στιγμή είναι μοναδικό κι αλληλοκαθορίζεται με τα άλλα συγκεκριμένα γεγονότα, που καθένα τους είναι πεπερασμένο.
3. Απ’την όψη των πεπερασμένων συγκεκριμένων γεγονότων, που μόνο μ’αυτά  μπορούμε  να έλθουμε σ’άμεση επαφή, ο κόσμος υπάρχει πάντα με κάποιο τρόπο πεπερασμένο.
4.  Κάθε  πεπερασμένο έχει όρια ύπαρξης τα άλλα συγκεκριμένα πεπερασμένα γεγονότα, που την κάθε δεδομένη στιγμή αλληλοκαθορίζεται με αυτά, σε ευρύτερη ή στενότερη συνάφεια.
5. Υπάρχει μια ποσοτική κλίμακα που εκφράζει αυτή τη συνάφεια· αυτή ξεκινά απ’τον  «αυτο-αλληλοκαθορισμό» βαθιά μέσα στον εαυτό, περνάει στον αλληλοκαθορισμό με τα γεγονότα του στενότερου περιβάλλοντος,  στη συνέχεια του ευρύτερου και τελικά με το σύμπαν, πού είναι ο παντοτινά άλλος «εαυτός»,  που αναγκάζει το γεγονός σε κάθε αντιπαράθεση με τον εαυτό του, να είναι διαφορετικό.
6. Έτσι το πεπερασμένο, από μιαν άλλη όψη, είναι ακριβώς αυτό το άπειρο αφού το γεγονός δε μπορεί να οριστεί απόλυτα από που αρχίζει και που τελειώνει.
7. Ο κόσμος, ως Όλον, είναι η Kαθολικότητα αυτών των αλληλοκαθορισμών που κάθε της στιγμή είναι Μοναδική και Πάντα Διαφορετική. 
8. Ο κόσμος καθεαυτός υπάρχει ως καθολικός αίροντας συνεχώς τον εαυτό του. Είναι Πάντα Αυτός, Όντας Συνεχώς Άλλος. Είναι η αντιφατικότητα γυμνή, ως Ουσία Καθαυτή, ―το Γίγνεσθαι ως Ουσία.
9. Το  Χθες δεν υπάρχει, το Αύριο δεν υπάρχει, το Τώρα είναι Πάντα, το Τώρα που δεν Είναι, που Είναι Πάντα Άλλο· είναι η αιώνια αιχμή του φθίνοντος παρόντος―που τείνοντας προς το Μηδέν τείνει συγχρόνως προς το Αιώνιο.
10.  Μολονότι δε μπορούμε να έχουμε καθολική εποπτεία του κόσμου ως Όλον, θα πρέπει να δεχτούμε ότι το Όλον υπάρχει ως τέτοιο.
  11. Ο κόσμος καθαυτός είναι η Υλικότητα, η αντιφατικότητα γυμνή, η ύλη ως καθεαυτή, το
  δυναμικό υπόβαθρο του κόσμου, το Εν Δυνάμει-Είναι.
12. Η υλική καθολικότητα είναι η συνέχεια των συγκεκεριμένων ασυνεχών ή η αφηρημένη έκφανση της γενικότητας των συγκεκριμένων αλληλοκαθορισμών.
13. Εδώ το μέγιστα αφηρημένο αίρεται ως τέτοιο και εξυψώνεται σ’ένα νέο συγκεκριμένο, την Αέναη Κίνηση ως Ουσία.                  
14. Ο κόσμος είναι απεριόριστα ασυνεχή γεγονότα, που όσο πιο στατικά τόσο  πιο συγκεκριμένα είναι και στη μέγιστη στατικότητα ή στην ελάχιστη χρονική τμήση, η στατικότητα αίρεται περνώντας στην Αέναη Κίνηση. (Οι ελάχιστες χρονικές τμήσεις τείνοντας προς στο Μηδέν, γίνονται άπειρη συνέχεια, δηλαδή  μοναδικό άπειρο μέτρο και τ’απεριόριστα ασυνεχή συγκεκριμένα, γίνονται μια συνέχεια αφηρημένη, που είναι ένα νέο συγκεκριμένο, ως Αέναη Κίνηση).
15. Τα  συγκεκριμένα  υλικά  γεγονότα, είναι τόσο σταθμιζόμενα και συγκεκριμένα, όσο σχετικά, ενώ σε σχέση μ’αυτά το αφηρημένο είναι το αστάθμητο, το ενιαίο, το συνεχώς διαφορετικό.  Όμως στην έσχατη διαφορικότητα και ακαριαία αλλαγή, η αφηρημένη  διαφορετικότητα, αίρεται σε ένα άλλο συγκεκριμένο που προϋποθέτει διαφορετική λογική στάθμιση και προσέγγιση.
16. Υπάρχουν δυο αντίδρομες λογικές προσεγγίσεις που προεκτείνονται η μια μέσα στην άλλη, έτσι που το συγκεκριμένο και το αφηρημένο να είναι ένα συνεχές,―η εξύψωση σ’ένα νέο συγκεκριμένο―, η Κίνηση ως ουσία.
17. Ο κόσμος μας είναι τόσο συνέχεια όσο ασυνέχεια, τόσο αφηρημένος όσο συγκεκριμένος, τόσο άπειρος όσο πεπερασμένος. Το τετμημένο και ασυνεχές προεκτείνεται στο Σύμπαν, ―στο συνεχές, ενώ το Σύμπαν, αντιπροεκτείνεται βυθιζόμενο στο τετμημένο, το ασυνεχές.
18. Όσο βαθαίνουμε στο συγκεκριμένο, τόσο μακρύτερα ταξιδεύουμε έξω απ’αυτό, στην υλική ενότητα του σύμπαντος.  Όσο απλωνόμαστε στο Σύμπαν, το αφηρημένο, τόσο επιστρέφουμε βυθιζόμενοι στο συγκεκριμένο γεγονός.

19. Κάθε γεγονός συνίσταται σε μια θέση, λόγω της ροής υπογεγονότων στη θέση αυτή που κάνουν το γεγονός πραγματικότητα.  Έτσι αυτό είναι σύνθεση μηνυμάτων ροής-αντιροής, όπου η φύση των γεγονότων είναι τόσο όμοια όσο και ανόμοια μεταξύ τους, τόσο όμοια όσο και ανόμοια με τον εαυτό τους.
20. Ο αλληλοκαθορισμός και η συνάφεια των συγκεκριμένων γεγονότων, προϋποθέτει την ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ τους. Έτσι κάθε γεγονός είναι μια Θέση, η οποία είναι αποτέλεσμα ροής-αντιροής-λήψης-εκπομπής υπογεγονότων  (μηνυμάτων), στο Σύμπαν και από το Σύμπαν και αυτά συνιστούν τη σχέση αντίθεσης και ενότητας των γεγονότων του κόσμου μας.
  21. Είναι αδύνατον κάποιο γεγονός, να κάνει λήψη-εκπομπή μηνυμάτων (δηλαδή
  ν’αντιλαμβάνεται αυτό το γίγνεσθαι λήψης-εκπομπής-ροής-αντιροής) απόλυτα ίδια με
  κάποιο άλλο γεγονός.
22. Υπάρχει κλίμακα διαφορετικής «αντίληψης» κάθε γεγονότος για τον κόσμο, από την αντίληψη των άλλων γεγονότων και για κάθε άλλο γεγονός ξεχωριστά.
23. Η αντίληψη του γεγονότος για τον κόσμο ξεκινά απ’την όψη αυτού του γεγονότος για τον ίδιο τον εαυτό του,  δηλαδή τον αυτοκαθορισμό του και διαφοροποιούμενη διαδοχικά, περνά στην όψη του γεγονότος για τα γεγονότα του περίγυρου, δηλαδή στον αλληλοκαθορισμού με τα Άλλα.  Η αντίληψη αυτή  διαμορφώνεται απ’την απόσταση και τον τρόπο λήψης-εκπομπής, που είναι μια κλίμακα σταδιακής διαφορετικότητας.
24.  Το γεγονός στέλνει μηνύματα στο σύμπαν που περνούν σταδιακά από τα γεγονότα του περιβάλοντος, αντιπαρατίθενται μ’αυτά και επιστρέφοντας πίσω στο γεγονός μεταφέρουν τη διαφορά.
25.  Υπάρχει κλίμακα λήψης-εκπομπής-ροής-αντιροής μηνυμάτων που ξεκινά απ’την αντιπαράθεση με τον εαυτό,  περνά στην αντιπαράθεση  με τα γεγονότα  του στενότερου  περιβάλλοντος,  μετά του ευρύτερου και τελικά με το Σύμπαν,  που είναι ο Αιώνια Άλλος Εαυτός.
26. Κάθε αντιπαράθεση είναι και ένας κόμβος αναχώρησης- επιστροφής. Έτσι το μήνυμα  διαμορφώνει το γεγονός που το έλαβε, διαμορφωνόμενο από αυτό, διαμορφώνοντας στην επιστροφή και το γεγονός που το έστειλε.
27. Κάθε μήνυμα κάνει απεριόριστους κύκλους αναχώρησης-επιστροφής σε μια κλίμακα διαφορετικότητας, διαμορφώνοντας το σύμπαν, διαμορφωνόμενο απ’το σύμπαν.
28. Κάθε κύκλος αναχώρησης-επιστροφής, είναι κι ένας κόμβος που θέτει τα όρια του συγκεκριμένου.   Περνώντας το μήνυμα από όλους τους κόμβους διαφορικότητας, σε κάθε κόμβο ορίζει τον εαυτό ως προς την αντίθετή του όψη. Η ολοκλήρωση γνώσης του εαυτού του βρίσκεται στο βαθμό που το ίδιο πια έχει αρθεί, αφού το απώτατα αντίθετό του όντας απόλυτα ίδιο δεν υπάρχει.
29. [Το γεγονός ξεκινά απ’την ίδια θέση με τον εαυτό του κι επανέρχεται-απομακρυνόμενο. Αυτό υπάρχει σε μια συνεχή ταύτηση με τον εαυτό, που ξεκινά από μέγιστη (που είναι η αέναη αναχώρηση) που ως ταύτηση συνεχώς αραιώνει, καταλήγοντας σ’ελάχιστη (που ακριβώς εκεί είναι η θέση της αέναης επιστροφής). Ανάμεσα σ’αυτές τις δυο ακραίες θέσεις, υπάρχουν απεριόριστες θέσεις-κόμβοι αναχώρησης-επιστροφής, όπου το γεγονός είναι τόσο υπαρκτό όσο σχετικό, ενώ στις δυο ακραίες και απόλυτες θέσεις δε μπορεί να υπάρξει, γιατί έχει αρθεί.  Όλο αυτό το γίγνεσθαι, θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε αντιφατική ταυτότητα].
30.  Αν ένα σημείο κινείται ευθύγραμμα και ομαλά στο σύμπαν, δεν φτάνει ποτέ εκεί  που ξεκίνησε,  περνά απεριόριστες φορές από κει, είναι πάντα εκεί. Μόνον αυτός ο ορισμός μπορεί να εκφράσει την ουσία της ευθύγραμμης πορείας,  που σε προέκταση είναι η ταυτότητα ως αφηρημένη.
31. Η απόλυτα ευθύγραμμη και ομαλή πορεία, είναι η κατάσταση που το γεγονός είναι ακίνητο, ακαριαίο, μηδενικό κι άπειρο. Είναι η αέναη αλλαγή.
32. Η ευθύγραμμη και ομαλή πορεία έχει ως σύνδρομο την κυρτότητα. Είναι η ευθεία που συνιστούν οι άπειροι κόμβοι, που καθένας είναι η πορεία που τείνει να καλύψει τις άπειρες θέσεις ελλειπτικής σφαίρας.  Έτσι η ευθύγραμμη και ομαλή πορεία, είναι κάτι που ένα γεγονός «επιτυγχάνει και δεν επιτυγχάνει» την ίδια στιγμή.  Το επιτυγχάνει στη μορφή της ελλειπτικής σφαίρας, αλλά συγχρόνως δεν το επιτυγχάνει στη μορφή της απόλυτης επιβεβαίωσης, που είναι η απόλυτη ευθεία.
33.  Αν ο κόσμος μας εξελίσσεται αληθινά, δηλαδή είναι ένα ανοικτό σύστημα που κάθε του στιγμή έχει μέσα το στοιχείο του ανεπανάληπτου, πρέπει οι όροι της ύπαρξής του να είναι αυτοαναιρούμενοι δηλαδή να έχουν αντιφατική φύση. Να συνιστούν μιαν Αντιφατική Γεωμετρία.

ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΔΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΒΙΟΓΕΩΜΕΤΡΙΚΉ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ, ― ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΕΣ―: στ. (33 έως 100)

34.  Μια Αντιφατική Γεωμετρία θα πρέπει να έχει στοιχεία αντίθετα απ’αυτά της Ευκλείδιας Γεωμετρίας. Στην Ευκλείδια Γεωμετρία, το σημείο η ευθεία κι ο χώρος είναι έννοιες σε ιδεώδη κατάσταση, όντας η μια ξέχωρη από την άλλη και ακίνητες.
35. Εκεί ο χώρος είναι τρισδιάστατος ακίνητος και προεκτείνεται επ’άπειρον προς όλες  τις κατευθύνσεις.  Είναι  κάτι ξέχωρο και μοναδικό που μέσα του τοποθετούνται όλα τ’άλλα, χωρίς η ύπαρξή του να εξαρτάται απ’αυτά. Μπορεί να υπάρχει και να είναι νοητός χωρίς αυτά που περιέχει, όντας τελικά μια έννοια.
―Το ευθύγραμμο τμήμα αν προεκταθεί επ’άπειρον δεν συναντά τον εαυτό του και οι παράλληλες ευθείες δεν τέμνονται.
―Το σημείο είναι ιδεώδες,  δηλαδή δεν έχει διαστάσεις. 
―Άσχετα με το τι μπορεί να συμβεί σε κάποιο απ’αυτά τα στοιχειώδη, δεν είναι αναγκαίο να συμβεί τίποτα στ’άλλα.
36. Αντίθετα μια Αντιφατική Γεωμετρία θα είχε το χαραχτηριστικό της εγγενούς κίνησης κι αλληλεξάρτησης των στοιχειωδών που τη συνθέτουν. 
Ο χώρος, η ευθεία, το σημείο και λόγω της εγγενούς της κίνησης καί ο χρόνος, είναι όλα μαζί ένα γεγονός σε συνεχή κίνηση κι αλληλεξάρτηση.  Καθένα από τα στοιχειώδη αυτά είναι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, γιατί η σχέση του με όλα τα άλλα το υπαγορεύει.  Αυτά συνιστούν γίγνεσθαι συνεχούς αλληλοδιαμόρφωσης και αλληλεπίδρασης.
37. Το σημείο στην κατάσταση αδρανείας, δεν μπορεί παρά να νοηθεί ως κινούμενο ευθύγραμμα κι ομαλά. Από την ευθύγραμμη και ομαλή πορεία του σημείου συνίσταται η ευθεία που έτσι δεν είναι ιδεώδης, όπως την έχουμε μέσα στο νού μας, αλλά πραγματική, έχοντας και την ανάλογη κυρτότητα.
38. Δηλαδή η πορεία του σημείου μέσ’το χώρο, μετατρέπεται από ευθύγραμμη σε κυρτή, αφού ο χώρος για να είναι αληθινός κι όχι ιδεώδης ως αδρανιακή κατάσταση έχει την περιστροφή.
39. Χώρος για το κινούμενο ευθύγραμμα και ομαλά σημείο, (το Ένα), είναι η απεριόριστη σειρά των συγκεκριμένων ομοίων σημείων (των Πολλών), που καθένα απ’αυτά πορεύεται ευθύγραμμα και ομαλά, από διαφορετική αφετηρία και προς διαφορετική κατεύθυνση συγχρόνως. Έτσι η πορεία αυτού του Ενός, τέμνει διαδοχικά τις πορείες όλων των άλλων συγκεκριμένων Πολλών, που το Ένα σχετίζεται μ’αυτά.  Γι’αυτό το λόγο, τα Πολλά συγκεκριμένα συνιστούν Όλον, που σχετικά με το πορεύμενο-Ένα είναι ο περιστρεφόμενος Χώρος του.
40.  Οι τομές της ευθύγραμμης πορείας του Ενός στις πορείες των Πολλών, λόγω της περιστροφής τους σαν Όλον σε σχέση με το Ένα, (που για το Ένα αυτό, το Όλον, είναι ο Χώρος), διαψεύδουν την ευθύγραμμη πορεία του, μετατρέποντάς την σε κυρτή.
41. Αν υποθέσουμε ότι το πορευόμενο-ένα ευθύγραμμα κι ομαλά, «θέλοντας» να πετύχει την απόλυτα ευθύγραμμη πορεία, αρχίζει να επιταχύνεται για να προλάβει την περιστροφή. Η πορεία του μπορεί να «ισιώνει»,  μα δεν μπορεί να γίνει απόλυτη ευθεία, παρά μόνο στην ακαριαία ταχύτητα.  Σε αυτήν την ταχύτητα όμως, κάθε απόσταση που θα μπορούσε να καλύψει  ένα σημείο κινούμενο «ευθύγραμμα και ομαλά», χάνει το νόημά της, αφού στην ακαριαία ταχύτητα βρίσκεται την ίδια στιγμή παντού, έχοντας διασταλλεί στο σύμπαν. Αν Α―Β είναι η απόσταση του υποθετικά ευθυγράμμου τμήματος, που θα καλύψει το πορευόμενο σημείο, τότε τα σημεία Α και Β απωθούνται στο άπειρο, ενώ συγχρόνως έχουν συμπέσει στην ίδια θέση, κάνοντας την απόσταση Α―Β  μηδενική και άπειρη. Αυτό  μπορούμε να το αντιληφθούμε σαν μιαν ακαριαία έκρηξη αλλαγής κι επαναφορά συγχρόνως στην ίδια θέση.
42. Το νοητικό αυτό πείραμα φανερώνει τη σχέση σημείου, πορείας και χώρου, που η συμπεριφορά του ενός εξαρτάται απ’τη σχέση του με τα άλλα, συνιστώντας μιαν ενότητα.
     Η ενότητα αυτή είναι μια αντιφατική χωρο-χρονικότητα.
43. Ανάλογα με την ταχύτητα του σημείου διαγράφεται κι η ευθύτητα της πορείας, που όσο μεγαλύτερη είναι, τόσο μεγαλύτερος κι ο χώρος που ορίζεται μέσ’την κυρτότητά της, επιτάσσοντας και την ανάλογη περιστροφή του πορευομένου σημείου γύρω απ’τον εαυτό του, μα και την περιστροφή του χώρου αντίθετα προς αυτή του σημείου.
44. Έτσι το σημείο είναι ένας αντίχωρος που ξετυλίγεται-απλώνοντας στο χώρο, ενώ ο χώρος τυλίγεται συμπτυσσόμενος μεσ’το σημείο. Αυτό γιατί οι θέσεις τομής της πορείας των Πολλών απ’το Ένα (που είναι ο χώρος που αντιστοιχεί στην πορεία του Ενός), διαμορφώνεται σε μια κλίμακα θέσεων τομής, που ξεκινά απ΄τη θέση τομής που το σημείο τέμνει την πορεία ενός εκ των Πολλών Άλλων και περνώντας από όλες τις πιθανές διαδοχικές θέσεις τομής Πολλών συγχρόνως. (Δηλαδή συγχρόνως τη θέση τομής της πορείας δύο άλλων, τριών άλλων, τεσσάρων, πέντε κλπ, καταλήγει στη θέση που το πορευόμενο-Ένα να τέμνει τις πορείες όλων των Άλλων συγχρόνως). Όπου εκεί είναι και το κέντρο του περιστρεφόμενου χώρου, ο οποίος σχετίζεται με το εν λόγω σημείο.  (Το σημείο πορεύεται-διαστελλόμενο στο χώρο, ενώ συγχρόνως ο χώρος αντιπορεύεται βυθιζόμενος και συστελλόμενος στο σημείο).
45. Το Ένα, τέμνοντας διαδοχικά και κλιμακωτά τις πορείες τομής των Πολλών-Άλλων, φτάνει στην πορεία αυτού που θεωρείται αντίθετό του, κι είναι το κέντρο του υποτιθέμενου περιστρεφόμενου χώρου.  Από κει και πέρα, αρχίζει να «επιστρέφει», κι έτσι κάποια στιγμή θα αρχίσει να τέμνει τη δική του πορεία και συνεχίζοντας κάποτε θα συμπέσει μ’αυτήν.
46.  Όλη αυτή η κυρτή πορεία που είναι ο χώρος και αντιστοιχεί στο πορευόμενο-Ένα, είναι ανοικτή γιατί η ολοκλήρωση της επιστροφής έχει γίνει μόνο ως κατεύθυνση κι όχι ως απόλυτη επαλήθευση της ίδιας θέσης. (Της υποτιθέμενης θέσης εκκίνησης).
47. Το πορευόμενο-Ένα επαληθεύει-διαψεύδοντας τη θέση εκκίνησης όπως και κάθε άλλη θέση, δηλαδή την αγγίζει λιγότερο ή περισσότερο, αναλόγως της κλίμακας θέσεων τομής της πορείας των Πολλών-Άλλων από το πορευόμενο-Ένα, αλλά ποτέ δεν μπορεί να συμπέσει απολύτως με αυτήν.  Είναι γι’αυτό που το σύστημα μπορεί να θεωρηθεί ανοικτό.

48. Ο χώρος ακολουθώντας τη διαδικασία του πορευομένου σημείου μ’αντίθετο τρόπο, περιστρέφεται-πορευόμενος-φεύγει-επιστρέφοντας-διαστέλλεται-συστελλόμενος, έτσι που σε σχέση με το πορευόμενο-Ένα σημείο να συμπεριφέρονται σαν μια ενότητα, μια μονάδα.
49. Ο μόνος χώρος που δεν περιστρέφεται ούτε πορεύεται, αλλά πάλλεται είναι το Όλον. Πάλλεται ακαριαία, όντας εν δυνάμει, και αντίθετα με κάθε άλλη μορφή χώρου δεν μπορεί να εκφραστεί σαν κάποια συγκεκριμένη ουσία αλλά ως αντιφατικότητα γυμνή. Δηλαδή διαθέτει εν δυνάμει όλες τις μορφές και ιδιότητες, μα συγχρόνως καμία. Αυτό είναι το άπειρο-μηδενικό-ακαριαίο-ακίνητο, η αντιφατικότητα γυμνή, η αντιφατικότητα ως ουσία, δηλαδή η υλικότητα. Αυτό είναι το έσχατο επίπεδο του κόσμου μας.
50. Όταν ο χώρος παύει να είναι το όλον, το ακαριαίο φεύγει απ’την επιφάνεια περνώντας στην υπόσταση και χάνεται στο βάθος όντας πολλοί χώροι. Με τον τρόπο αυτό η αντιφατικότητα παίρνει μορφή όντας κάτι συγκεκριμένο. Φεύγει από την επιφάνεια ξεφεύγοντας απ’το ακαριαίο και κρύβεται στο βάθος του κόσμου ξεχασμένη και αόριστη.  Σ’ακραίες όμως καταστάσεις παρουσιάζει το αντιφατικό της πρόσωπο και μας ξαφνιάζει.
51. Εκτός απ’τον απόλυτο χώρο που είναι η αντίφαση γυμνή, (όντας το παλλόμενο ακαριαία και ακίνητο, το άπειρο και μηδενικό), ο σχετικός χώρος είναι κυρτός, κινούμενος και περιστρεφόμενος και αποτείνεται σε σημείο σχετικό, πορευόμενο και περιστρεφόμενο αντίθετα προς το χώρο και σ’ευθύγραμμη πορεία σχετική. Στην περίπτωση αυτή, το σημείο είναι υπαρκτό, έχοντας μέγεθος, περιστροφή και πορεία με την ανάλογη κυρτότητά της, αυτή που επιτρέπει το μέγεθος του σημείου.
52. Τότε ο χώρος είναι πεπερασμένος-περιστρεφόμενος-πορευόμενος κι ορίζεται απ’την κυρτότητα της πορείας του σημείου απ’τη  μια κι απ’τη μορφή της περιστροφής του σημείου απ’την άλλη.
53. Υπάρχει χώρος κι αντίχωρος. Ο χώρος περιλαμβάνεται μέσα στην  κυρτότητα της πορείας του  σημείου κι ο αντίχωρος  μέσα στην περιστροφή του σημείου γύρω από τον εαυτό του. Και έτσι το Ένα (το μικρό)  διαστέλλεται  στο σύμπαν  και το σύμπαν  (το μεγάλο) που είναι τα Πολλά, βυθίζεται στο μικρό.
54. Οι δυο αυτοί χώροι συνιστούν μιαν ενότητα, ένα γεγονός, τον αντιφατικό χώρο, που είναι αδιαχώριστος από τα γεγονότα που σχετίζεται (που φαίνεται ότι περιέχει).
55. Επειδή αυτό που ήδη ονομάσαμε χώρο και πρέπει απ’την περιγραφή του να έχει γίνει αντιληπτό ότι είναι χωρόχρονος, ανάλογα με το σημείο ή τον τρόπο αναφοράς του  συστήματος, μπορεί να χαραχτηριστεί  μήκος κύματος κι αυτό που χαραχτηρίστηκε ως αντίχωρος, να είναι η συχνότητα, δηλαδή ο χρόνος. Σ’αυτά, ανάλογα με την περίσταση, ο χαραχτηρισμός τους μπορεί να αντιστραφεί, αλλά ποτέ δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ξέχωρα.
56. Ο σχετικός χώρος φεύγει-επιστρέφοντας, χωρίς να μπορέσει απόλυτα να επαληθεύσει τον εαυτό του, αφού το σημείο εκκίνησης που ανταποκρίνεται σ’αυτόν, πορευόμενο-επιστρέφει κάποτε και συμπίπτει με τη διεύθυνση της πορείας αλλά ποτέ στο ιδεατά υποτιθέμενο σημείο που ξεκίνησε. Δηλαδή αγγίζει τη θέση λιγότερο ή περισσότερο μα ποτέ δεν συμπίπτει απόλυτα με αυτήν.
57. Το άγγιγμα του πορευόμενου σημείου στη θέση, ξεκινά απ’αυτό που μόλις αγγίζει το όριό της, και σταδιακά περνώντας απ’όλες τις πιθανές διαβαθμίσεις επαλήθευσης-διάψευσης, φτάνει σ’αυτό που είναι η απόλυτη επαλήθευση-διάψευση, όπου εκεί το γεγονός είναι συγχρόνως στην εκκίνηση και κατάληξη που είναι το ακαριαίο κι ακίνητο, η αντιφατικότητα γυμνή, ο αντιφατικός χωρόχρονος. Αυτό παύει να είναι πλέον το συγκεκριμένο γεγονός, αλλά το Είναι Καθαυτό ως ουσία.

58. Η πορεία αναχώρησης-επιστροφής ανταποκρίνεται σε μιαν απεριόριστη σειρά επαληθεύσεων-διαψεύσεων, που ξεκινά από την απόλυτη επαλήθευση-διάψευση, που είναι το ακαριαίο, γιατί εκεί ο χώρος, φεύγοντας ακαριαία, είναι πάντα εκεί μα απόλυτα διαφορετικός  (η αντίφαση γυμνή). Τα όρια του σχετικού χώρου, μολονότι είναι πεπερασμένος, είναι ασαφή κι αόριστα, γιατί το πορευόμενο-Ένα που η πορεία του οριοθετεί το χώρο, δεν έχει απόλυτη αφετηρία, και έτσι τα όρια του χώρου αυτού μπορούν συνεχώς ν’αλλάζουν. Αυτά είναι πάντα σχετικά με κάποια πιθανή και συγκεριμένη αφετηρία του σημείου, που είναι ο τρόπος που η αντιφατική μονάδα μπορεί να εκφράζεται σαν ελάχιστο εκείνη τη στιγμή.
59.  Εφόσον κάθε σημείο κινούμενο ευθύγραμμα και ομαλά έχει ως σύνδρομο την κυρτότητα· η πορεία του από μια στιγμή και μετά, πρέπει να δημιουργήσει θέσεις τομής απ’τον εαυτό της. Αυτές οι θέσεις είναι εκεί,  που το πορευόμενο επαναλαμβάνεται περισσότερο από μια φορά, δημιουργώντας κλίμακα διαδοχικών θέσεων αυξανόμενης επανάληψης με όρια, απ’τη μια το μηδέν κι απ’την άλλη το άπειρο, (που είναι οι θέσεις επανάληψης μηδενός κι απείρου, αυτές που ανταποκρίνονται στην κατάσταση ακαριαίου και ακινήτου).
60. Αυτό από άλλη όψη, είναι το πορευόμενο που κάνει απεριόριστους κύκλους αναχώρησης-επιστροφής, τείνοντας να επληθεύσει τον εαυτό του. Έτσι ορίζει και τον ανάλογο χώρο που κάθε φορά του αντιστοιχεί. (Τόσο τον μεγάλο, που είναι η διαδρομή αναχώρησης-επιστροφής, όσο και το μικρό που είναι το μέγεθος του σημείου, που ορίζει η περιστροφή γύρω απ’τον εαυτό του).  Οι κύκλοι αυτοί ξεκινούν απ’αυτόν που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε γιατί το σημείο είναι πάντα εκεί, και φεύγοντας, αφού καλύψει όλους τους πιθανούς κύκλους αναχώρησης-επιστροφής, φτάνει σε αυτόν που δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ, γιατί δε θα επιστρέψει. Ο πρώτος κύκλος είναι αυτός της απόλυτης κατάφασης κι ο τελευταίος της απόλυτης άρνησης. Και οι δυό μαζί, συνιστούν τη σχέση μηδενός και απείρου, ακινήτου και ακαριαίου, που είναι η αντίφαση γυμνή. Εκεί όπου το γεγονός αρνείται απόλυτα τον εαυτό του και συγχρόνως τον επαληθεύει απόλυτα, κι έτσι αίρεται ως Κάτι και περνάει στον αόριστο αντιφατικό «κορμό» του όλου.
61. Ανάμεσα σ’αυτές τις δυο θέσεις (που θα πρέπει να έχουμε πάντα στο νου μας πως συνιστούν αδιάρρηχτη ενότητα), υπάρχουν απεριόριστες θέσεις αναχώρησης-επιστροφής που το γεγονός επαληθεύεται σχετικά. Στις θέσεις αυτές το γεγονός τέμνει την ιδεατή πορεία του, αλλά όχι απόλυτα. Δεν ξαναπερνά ποτέ απόλυτα απ΄τη θέση που είχει περάσει, την αγγίζει λιγότερο ή περισσότερο αναλόγως, (την επαληθεύει-διαψεύδοντάς την). Οι θέσεις αυτές συνιστούν κλίμακα διαδοχικών θέσεων τόσης επαλήθευσης, όση επιτρέπει η διάψευση που περιέχουν, συνιστώντας πίνακες εξελισσόμενης επιβεβαίωσης-διάψευσης του κινουμένου σημείου, από τον εαυτό του.
62. Το πορευόμενο σημείο στο σύμπαν, κάνοντας αυτές τις διαδρομές αναχώρησης-επιστροφής, ορίζει τη σχέση μεγίστου και ελαχίστου του χώρου. Αυτό είναι ο ιδεατός κύκλος διαδρομής του πορευομένου στο σύμπαν και τα όρια της περιστροφής του σημείου γύρω απ’τον εαυτό του.
63. Επειδή ο κύκλος αναχώρησης-επιστροφής δεν είναι απόλυτος, (δεν είναι κλειστός), και επειδή το πορευόμενο επαληθεύει-διαψεύδοντας τη θέση που ξεκίνησε, ο κύκλος του χώρου εκτός από περιστροφόμενος, είναι συγχρόνως και πορευόμενος. Έτσι το πορευόμενο σημείο, που μη όντας ακαριαίο έχει όγκο, περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, έχοντας άξονα μετακινούμενο και ταλαντώμενο. Η ταλάντωση είναι η ανάμνηση του χώρου ως όλον, που πάλλεται ακαριαία, μα που στην κατάσταση του σχετικού και συγκεκριμένου χώρου, ο παλμός όντας παράκεντρος μετατρέπεται σε κραδαίνουσα περιστροφή.

64. Υπάρχει σχέση του κύκλου της διαδρομής του πορευομένου, με το μέγεθος του ανοίγματος της περιστροφής, γύρω από τον εαυτό του. Η σχέση αυτή είναι εξελισσόμενη και ξεκινά από μηδενικό μέγεθος θέσης πορευμένου, κι από άπειρο χώρο άνοιγματος διαδρομής, (που είναι το ακαριαίο) και περνώντας απ’όλες τις πιθανές σχέσεις μεγάλου-μικρού, που το μέγεθος ανοίγματος της θέσης αυξάνεται κι ο χώρος διαδρομής ελαττώνεται, φτάνοντας στην αντίθετη, δηλαδή στην άπειρη θέση και τον μηδενικό χώρο, που είναι κι αυτή έκφραση του ακαριαίου. Εδώ  μπορεί να οριστεί επίσης η σχέση χώρου και χρόνου που η περιστροφή γύρω από τον εαυτό του είναι ο χρόνος, ενώ το άνοιγμα της διαδρομής είναι ο χώρος.
65. Αν δεχτούμε ότι υπάρχουν απεριόριστα τέτοια σημεία πορευόμενα «ευθύγραμμα και ομαλά», ακολουθώντας τη διαδικασία αναχώρησης-επιστροφής, είναι ανάγκη κάθε σημείο με τη σειρά του, να περάσει από τις θέσεις όλων των Πολλών άλλων σημείων κι όλα τ’άλλα σημεία να περάσουν από την ίδια θέση δηλαδή τη θέση του Ενός. Έτσι από τη μια έχουμε το Ένα, που πορευόμενο δια μέσου των Πολλών τα πραγματοποιεί, κι από την άλλη τα Πολλά, που πορευόμενα δια μέσου του Ενός, το κάνουν πραγματικότητα.
66. Έχουμε λοιπόν σειρά θέσεων που από τη μια, έχουν μια περιοδικότητα επανάληψης διαφορετικών σημείων μέσα τους και από την άλλη, θέσεις περιοδικότητας τομής από την πορεία του ίδιου του εαυτού τους. Οι θέσεις αυτές συνιστούν μια περιοδική κλίμακα που ορίζει το μέτρο αντιφατικότητας του γεγονότος.
67. Έχουμε τη σύνθεση αντιθέτων ποσοτικών κλιμάκων θέσεων ροής-αντιροής του Ενός μέσω των Πολλών, και των Πολλών μέσου του Ενός. 
68. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, τη σύσταση μιας σφαίρας θέσεων με πόλους Α, που είναι η εκκίνηση του Ενός κι η κατάληξη των Πολλών και αντιΑ που είναι η εκκίνηση των Πολλών κι η κατάληξη του Ενός. Στη θέση Α έχουμε μοναδική επανάληψη ροής του Ενός και μέγιστη επανάληψη αντιροής των Πολλών, ενώ στη θέση αντιΑ το αντίθετο.
69. Σ’όλο αυτό το γίγνεσθαι (που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι μια αντιφατική μονάδα και αυτό που κάνουμε τώρα είναι η όσο το δυνατόν  ακριβέστερη περιγραφή της αντιφατικότητάς της), το πορευόμενο-Ένα, είναι αυτό που είναι, γιατί έτσι ακριβώς και εκεί ακριβώς, το συνιστά η αντιπορεία των Πολλών.
70. Η αντιπορεία αυτή αποτελείται από τις πορείες απεριορίστων μοναδικών ομοίων, κινουμένων συγχρόνως καθένα προς διαφορετική κατεύθυνση, για να μπορούν να είναι τα Πολλά. Έτσι καθένα από τα Πολλά, καταλήγει με τρόπο διαφορετικό στη θέση συνιστώντας την όλα μαζί, κι αντιπορευόμενα προς αυτήν κάνουν το Ένα να είναι διαφορετικό κάθε φορά. Τα Πολλά την ίδια στιγμή υπάρχουν έτσι, αφού το Ένα διέρχεται με διαφορετική συχνότητα επανάληψης της τομής της πορείας του από τον εαυτό της, κάθε φορά στο καθένα από τα Πολλά ξεχωριστά.
71. Έχει γίνει νύξη, πως τα δυό αντίδρομα ρεύματα που συνιστούν τις θέσεις ροής-αντιροής, μπορούν να θεωρηθούν πως είναι η ολοκληρωμένη πορεία του Ενός-πορευομένου-ευθύγραμμα και ομαλά. Αφού ως αντιπορεία θα μπορούσε να θεωρηθεί η ίδια η τομή της πορείας του Ενός από τον ίδιο τον εαυτό του.
72. Ανάμεσα απ’τις θέσεις Α κι αντιΑ, υπάρχει κλίμακα απεριορίστων θέσεων διαδοχικής διαφορότητας σχέσης ροής-αντιροής της πορείας του ενός και της ανάλογης αντιπορείας των πολλών (που όπως τονίσαμε: η πορεία του Ενός είναι έτσι γιατί το απαιτεί η αντιπορεία των Πολλών και αντίθετα). Κάθε θέση, όντας αναπόσπαστο σημείο της κλίμακας, είναι και μια οντότητα που έχει δικό της χαραχτήρα. Είναι μια  διαφορετική  σχέση  ροής-αντιροής  Ενός και Πολλών, που παίρνει τη μορφή μιας ειδικής αντιφατικής ισορροπίας. Αυτή η ισορροπία, είναι η σχέση αναχώρησης-επιστροφής-λήψης-εκπομπής του μηνύματος της συγκεκριμένης θέσης στο σύμπαν.
73. Κάθε κλίμακα έχει απεριόριστες θέσεις αναχώρησης-επιστροφής μηνυμάτων που καθένα έχει τον δικό του «κώδικα» που ορίζεται από την ανάλογη λήψη σε σχέση με την ανάλογη εκπομπή. Το μήνυμα φεύγει στο σύμπαν επιστρέφοντας στη θέση.
74. Απ’τη μια, η θέση κινείται για να επαληθεύεται απ’το μήνυμα (ή κινείται γιατί το μήνυμα τη συνθέτει λίγο πιο κει), απ’την άλλη αλλάζει συνεχώς μήνυμα, για να βρίσκεται στη ίδια θέση (βρίσκεται «εκεί» αλλάζοντας κλίμακα) ή συντίθεται εκεί από διαδοχικά διαφορετικά μηνύματα.
75. Η   αλλαγή  στη  θέση της  κλίμακας,  αλλάζει  τον  κώδικα  λήψης εκπομπής, και η αλλαγή στον κώδικα λήψης-εκπομπής, αλλάζει τη θέση της κλίμακας.
76. Κάθε θέση βρίσκεται σε συνεχή και διαδοχική εναλλαγή κώδικα για να βρίσκεται στην ίδια κλίμακα, ή κρατά συνεχώς τον ίδιο κώδικα αλλάζοντας συνεχώς κλίμακες. Η θέση είναι μια δίνη που από τη μια βυθίζονται τα Πολλά και από την άλλη αναβλύζουν-επαληθεύοντας το Ένα, ενώ την ίδια στιγμή αντίδρομα, το Ένα διαπερνά τη θέση και εκτοξεύεται επαληθεύοντας διαδοχικά τα Πολλά. (Επαληθεύοντας το μήνυμα που συνθέτουν τα Πολλά).
77. Υποθέσαμε ότι το μοναδικό πορευόμενο-Ένα, που η τμήση της πορείας του απ’τον εαυτό της, έχει σαν αποτέλεσμα όλο αυτό το γίγνεσθαι Ενός-Πολλών-πορευομένων-αντιπορευμένων, τη στιγμή του ακαριαίου που είναι το Όλον ως Ουσία, είναι το Εν Δυνάμει.  Εκεί οι τομές της πορείας απ’τον εαυτό της, όντας ακαριαίες δε φαίνονται, αλλά υπάρχουν εν δυνάμει στο βάθος σαν ακαριαία συστολή-διαστολή του Όλου και έχουμε άπειρες τμήσεις μηδενικού μεγέθους.  Όταν όμως μιλάμε για διακριτές μονάδες κινούμενες ευθύγραμμα και ομαλά, το ακαριαίο χάνεται στο βάθος βγαίνοντας στην επιφάνεια η σχέση Ενός και Πολλών πορευομένων-αντιπορευομένων, έχοντας τμήσεις υπαρκτές και καθορισμένες και πορείες με ανάλογη κυρτότητα.
78. Υποθέσαμε πριν,  την ύπαρξη σφαίρας  θέσεων ροής-αντιροής, λήψης-εκπομπής μηνυμάτων με άξονα Α-αντιΑ. Επίσης υπόθέσαμε πως η πορεία του Ενός επαληθεύει την αντιπορεία των πολλών κι ότι η σφαίρα αυτή αποτελείται από θέσεις ροής-αντιροής-λήψης-εκπομπής  μηνυμάτων, που συνιστούν τα γεγονότα του κόσμου μας.
79. Η μετακίνηση του Ενός από θέση (α) σε θέση (β), που θα μπορούσαμε να φανταστούμε σαν ελάχιστο υπαρκτό διάστημα μετακίνησης στον υποθετικό άξονα των πόλων της σφαίρας ροής-αντι-ροής είναι αλματική, επειδή οι τμήσεις της πορείας του Ενός απ’τον εαυτό της έχουν μέγεθος κι έτσι η ταχύτητα δεν είναι ακαριαία. Όπως αναφέραμε το πορευόμενο-Ένα συνίσταται από τα αντιπορευόμενα-Πολλά, και τα Πολλά από το Ένα.
80. Η διαδρομή του πορευομένου-Ενός στον άξονα Α-αντιΑ, συντίθεται απ’την αντιδρομή των αντιπορευομένων-Πολλών. Η αντιδρομή των αντιπορευομένων-Πολλών από θέση (γ) σε θέση (β), στον άξονα της υποθετικής σφαίρας με πόλους Α―αντιΑ, φεύγει για τα απώτατα όρια αυτής της σφαίρας και συνιστά επιστρέφοντας το πορευόμενο-Ένα από τη θέση (α) στη θέση (β).
81. Η ταχύτητα της διαδρομής του πορευομένου-Ενός πάνω στον υποθετικό άξονα Α-αντιΑ, από θέση (α) σε θέση (β), (που είναι η υποτιθέμενη μικρότερη καταλυτικοσυνθετική αλματική μετακίνηση του πορευομένου-Ενός) θα πρέπει να είναι ασύλληπτα μικρότερη από την ταχύτητα των αντιπορευομένων-Πολλών που το συνιστούν, αφού η αντιδρομή που καλύπτουν τα Πολλά είναι τόση όση η ανάπτυξη όλης της σφαίρας θέσεων που αυτά συνιστούν.

82. Αν δεχτούμε ότι το πορευόμενο-Ένα είναι ένα φωτόνιο και τα αντιπορευόμενα-Πολλά είναι τα υποκβαντικά στοιχειώδη που υποθετικά το συνθέτουν. Η θεωρούμενη ως ταχύτητα του φωτoνίου είναι ασύλληπτα μικρότερη, από την ταχύτητα των υποκβαντικών αντιπορευομένων. Επειδή όμως η καταλυτικοσυνθετική πορεία του φωτονίου από θέση (α) σε θέση (β) δεν έχει «ταχύτητα» ακαριαία, κατά τη μετακίνηση του πορευομένου-Ενός υπάρχει μια τμήση, ένα διάστημα στατικότητας που συνιστά τη Θέση. Έτσι το κινούμενο-Ένα παρουσιάζεται να «στέκεται» στη θέση (α) για λίγο, μετά να χάνεται για να ξαναεμφανιστεί στη θέση (β).
83.«Χάνεται» σημαίνει: «δεν είναι ορατό». Αφού στο διάστημα από (α) που καταλύεται το πορευόμενο-Ένα έως (β) που θ’ανασυσταθεί,  κινείται με ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη από την ταχύτητα του φωτός.  Έτσι συνολικά εξισορροπεί τη στατικότητα της θέσης, έχοντας ολική ταχύτητα ίση με τη «λεγόμενη του φωτός».
84. Εδώ βλέπουμε δυο αντίδρομα συστήματα που το ένα επαληθεύει το άλλο κινούμενα σε διαφορετικές διαστάσεις. Αυτά αλληλοσυντίθενται, παρουσιάζοντας το γίγνεσθαι της μετακίνησης του πορευομένου και του αντιπορευομένου γεγονότος στον υποθετικό άξονα (Α-αντιΑ) και τον αντίδρομό του (αντιΑ-Α). Ενώ έχουν ασύλληπτα διαφορετικές ταχύτητες, συμπίπτουν αρμονικά σ’αυτό το γίγνεσθαι γιατί το αντίδρομο «ρεύμα» καλύπτει μια πορεία «σφαιρικής διαδοχικής ανάπτυξης στο σύμπαν», ενώ το άλλο καλύπτει διαδοχικά, όλες τις θέσεις του άξονα ανάπτυξης της σφαίρας αυτής. (Την ίδια στιγμή συμβαίνει και το αντίθετο με το αντίδρομο σύστημα που αντιστοιχεί σ’αυτό το γίγνεσθαι).
85. Αν, όπως είπαμε πριν, όλο αυτό το πορευόμενο-αντιπορευόμενο γίγνεσθαι του άξονα (Α-αντιΑ) και το αντίδρομο γίγνεσθαι του (αντιΑ-Α) συνιστούν χωρο-χρονική σχέση, που ανάλογα με τις συνθήκες μπορεί να αντιστρέφεται αμοιβαία, όπου κι οι αντίδρομοι άξονες να μπορούν ν’αντιστρέφονται, τότε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μετατροπή μιας κατάστασης από χωρική σε χρονική κι αντίθετα. Εδώ οι παραδοξολόγοι θα μπορούσαν να ισχυριστούν, πως ανάλογα με τη θέση του παρατηρητή και τον τρόπο που σκοπείται το σύστημα, μπορεί αυτό να κινείται καί από το μέλλον στο παρεθόν.  Εγώ θα απαντούσα ότι στο υποτιθέμενο αυτό γίγνεσθαι, το οποίο θα μπορούσε να ονομαστεί κβαντικό, δεν υπάρχει ούτε Παρελθόν ούτε Μέλλον, αλλά μόνο Παρόν· αυτό είναι χωροχρονικό και συντίθεται απ’τα δυο αντίδρομα ρεύματα, που δεν διαχωρίζονται. Αυτό είναι Ένα καταλυτικο-συνθετικό Γιγνεσθαι.
86. Η θέση  Α θα πρέπει να δέχεται-εκπέμποντας πορευόμενες μονάδες  και να  εκπέμπει-δεχόμενη συγχρόνως, αντιπορευόμενες εναλλάξ. Αυτό την υποχρεώνει να περιστρέφεται γύρω απ’τον εαυτό της. Μαζί της περιστρέφονται ανάλογα κι όλες οι άλλες θέσεις της κλίμακας, αφού κι αυτές είναι αποτέλεσμα ροής-αντιροής αντίδρομων ρευμάτων. Αυτές ξεκινούν απ’τη θέση Α όπου η περιστροφή είναι αρμονική και διαδοχικά αυτή η περιστροφή γίνεται αναλόγως παράκεντρη λόγω της διαφορετικής σχέσης συχνότητας των αντίδρομων ρευμάτων σε κάθε θέση.  Η  παράκεντρη τάση  αυξάνεται ως το μέσον του άξονα, (που είναι και το κέντρο της σφαίρας) και τείνοντας για τη θέση αντιΑ, διαδοχικά ισορροπείται. Στην  «καρδιά»  της  θέσης  Α  υπάρχει  ένα  «κενό»,  μια σαφής δυναμική οπή με συγκεκριμένη διεύθυνση (που είναι το μάτι της δίνης), ενώ στις διαδοχικές θέσεις του άξονα, το κενό αυτό είναι κρυμμένο απ’το ασαφές «νέφος» της διακύμανσης των πορευομένων αντίδρομα. 
87. Αυτό το νέφος της θέσης είναι μια δίνη, που ξεκινά από μια αόρατη μα υπαρκτή δυναμική οπή, διαστέλλεται στο σύμπαν κι επιστρέφει ως αντίδρομο απ’την αντίθετη θέση του συστήματος. (Αντίθετο στη θέση Α είναι το αντιΑ κ.λ.π.). Οι διαφορετικές θέσεις πάνω στον άξονα [(Α-αντιΑ)-(αντιΑ-Α)], α, β, γ, . . . . έχουν διαφορετική σχέση συχνότητας  λήψης-εκπομπής-πορευομένων-αντιπορευομένων, έχοντας κι ανάλογα διαφορετική γωνία περιστροφής σε σχέση με τον υποθετικό άξονα και ανάλογη ταλάντωση.
88. Το πολύ μικρό, αυτό που θα λέγαμε σημείο, προεκτείνεται στο πολύ μεγάλο, το σύμπαν, και το σύμπαν αντιπροεκτείνεται (βυθίζεται) στο μικρό συνιστώντας μαζί την αντιφατική μονάδα, όπου τα βαθύτατα όρια του εσωτερικού συμπίπτουν με τα απώτατα όρια του εξωτερικού.
89. Κάθε γεγονός του κόσμου μας συνίσταται από απεριόριστα τέτοια «σημεία» που το καθένα φεύγει-προεκτεινόμενο στο σύμπαν και επιστρέφει-επαληθεύοντας σχετικά τον εαυτό.  Όπως αναφέραμε, το σημείο αποτείνεται σ’όλες τις διαφορετικές κλίμακες του σύμπαντος συγχρόνως και με τρόπο διαφορετικό, περιέχοντας όλα τα πρόσωπα του σύμπαντος σ’αυτή τη διαδικασία λήψης-εκπομπής.
90. Έτσι κάθε θέση του σύμπαντος, όντας μέσα σε μια συγκεκριμένη κλίμακα ροής-αντιροής-πορευομένων-αντιπορευομένων σημείων είναι ένας κώδικας λήψης-εκπομπής μηνυμάτων. Αυτή η κλίμακα συνίσταται από απεριόριστες τέτοιες θέσεις που ξεκινούν από θέση μέγιστης λήψης κι ελάχιστης εκπομπής και περνώντας απ’όλες τις διαδοχικά διαφορετικές θέσεις της σχέσης λήψης-εκπομπής (όπου μεγαλώνοντας η λήψη αναλόγως μικραίνει η εκπομπή), καταλήγουν στη θέση ελάχιστης λήψης και μέγιστης εκπομπής.
91. Κάθε θέση αυτής της κλίμακας, αποτείνεται στις αφετηρίες όλων των άλλων πιθανών κλιμάκων, ακόμα και αυτής του ακαριαίου. Έτσι αυτή η ίδια μπορεί ν’αλλάζει διαδοχικά στέλνοντας όλα τα δυνατά μηνύματα αναλόγως.
92. Αυτά τα μηνύματα ξεκινούν από θέση, που αναχωρώντας όλα μαζί συγχρόνως, έχουν διαφορετικό κύκλο διαδρομής (διαδοχικά μεγαλύτερο καθένα), ανάλογα με τη συχνότητα λήψης-εκπομπής, έχοντας καθένα κι ανάλογη ταχύτητα επαναφοράς. Έτσι επιστρέφοντας στην θέση, την επαληθεύουν-διαψεύδοντάς την, όλα μαζί συγχρόνως και με διαφορετικό τρόπο.
93. Η θέση αυτή μπορεί ν’ανήκει και σ’άλλη κλίμακα συμπεριφοράς, που η κάθε θέση της κλίμακας να εκπέμπει απ’τη μια το ίδιο μήνυμα συνεχώς, αλλά συγχρόνως να εκπέμπει και μια απεριόριστη σειρά μηνυμάτων, αποτεινόμενη ταυτόχρονα και στις αφετηρίες των άλλων κλιμάκων.
94. Στην κλίμακα αυτής της συμπεριφοράς, όπως φαίνεται στο (89), υπάρχει διαδοχικότητα κύκλου διαδρομής των μηνυμάτων που έχουν διαφορετική συχνότητα αναχώρησης-επιστροφής.  Στους πόλους του άξονα της κλίμακας, υπάρχουν οι θέσεις όπου το μήνυμα είναι πάντα εκεί και συγχρόνως στο άπειρο. Αυτό είναι ακαριαίο κι ακίνητο. Είναι το εν δυνάμει Είναι σ’αυτή τη θέση.
95.  Το γεγονός που είναι μια θέση μέσα στο σύμπαν, από τη μια στέλνει απεριόριστα μηνύματα συγχρόνως, ευρισκόμενο σε συνεχή αλλαγή (αίροντας συνεχώς τον κώδικα μηνυμάτων του, για να μπορεί να διατηρεί τη θέση του), απ’την άλλη αλλάζει συνεχώς θέση για διατηρεί τον κώδικά του. Αυτό δείχνει πως το Ένα και Μοναδικό είναι η αντιπορεία των Πολλών και Διαφορετικών μέσα απ’Αυτό, ενώ συγχρόνως τα Πολλά είναι η πορεία επαλήθευσης του Ένός και Μοναδικού, μέσα απ’αυτά. Αυτή η διαδικασία μολονότι εκπροσωπεί  ένα αντιφατικό στοιχειώδες, είναι την ίδια στιγμή κι ένα πρόσωπο του Όλου.
96. Έτσι αυτό που λέμε «στίγμα μέσ’το σύμπαν», απ’τη μια πορεύεται κρατώντας συνεχώς τον κώδικά του, μα αλλάζοντας κλίμακα για να επαληθεύεται απ’τα όμοιά του που βρίσκονται στην ίδια θέση άλλων κλιμάκων, ενώ απ’την άλλη, αλλάζει συνεχώς κώδικα (με τη διαδικασία  της καταλυτικής-σύνθεσης), αλλάζοντας συνεχώς και διαδοχικά θέση στην ίδια κλίμακα. Αυτό υποχρεώνει το γεγονός, από τη μια να είναι σταθερά στίγμα πορευόμενο και από την άλλη συνεχώς ένα διαστελλόμενο νέφος.
97. Το στίγμα λοιπόν μέσα στο σύμπαν, είναι μια θολή μονοκοντυλιά η οποία έχει «μύτη» συγκεκριμένη που ταξιδεύοντας αφήνει πίσω της ένα ελλειπτικό, συνεχώς διαστελλόμενο νέφος που εκτείνεται σε όλο το σύμπαν.  Η μύτη αυτού του «στίγματος» πορευόμενη παντοτινά στο σύμπαν, επαληθεύει όλους τους κόκκους του νέφους της ουράς του,  επαληθευόμενη την ίδια στιγμή από αυτούς.
98. Από αντιφατική άποψη λοιπόν το αντίθετο σε κάτι είναι η απεριόριστη πολλαπλότητα που είναι το σύμπαν, όπως διαμορφώνεται έναντι της μοναδικότητας που εκπροσωπεί την κάθε φορά αυτό που είναι το ένα συγκεκριμένο γεγονός. Δηλαδή τ’αντίθετο στο συγκεκριμένο-Ένα, δε μπορεί να είναι απλά το Μείον Ένα, αλλά μια απεριόριστη σειρά από σχετικά όμοια και διαδοχικά διαφοροποιούμενα, που περιέχοντας και τον ίδιο τον εαυτό, υπό συνθήκες θα μπορούσε να παίξει το ρόλο του Μείον Ένα μια συγκεκριμένη στιγμή.
99. Αντιφατικά, το αντίθετο σε κάτι ξεκινά πολύ βαθιά μέσα απ’τον εαυτό, χωρίς ν’αφήνει περιθώριο ανεξαρτησίας, και πορευόμενο πολύ μακριά έξω απ’αυτόν, κάνει απεριόριστες διαδρομές αναχώρησης-επιστροφής και επαληθεύει-διαψεύδοντας τον εαυτό σε μια σχέση συνεχώς μεταβαλλόμενη, την αντιφατική σχέση.
100. Καθένα απ’αυτή την απεριόριστη σειρά ομοίων που υπάρχουν ταυτόχρονα, μπορεί  να λογίζεται ως ξεχωριστή θέση-εκκίνησης κάποιας άλλης κλίμακας. Μα στην κατάσταση του ταυτόχρονου, αλληλοεπαληθεύεται με τ’άλλα όμοια σ’όλες τις θέσεις, εκτός αυτών που εκείνη τη στιγμή παίζουν ρόλο εκκίνησης άλλων κλιμάκων. Έτσι μπορούμε ευκαιριακά να έχουμε διακριτές μονάδες, όπως το Ένα (που είναι έτσι ακριβώς όπως το ορίσαμε την αντιφατική μονάδα πριν) ή το Δύο, το Τρία κλπ. που είναι κι αυτά ίδιες καταστάσεις (αντιφατικές μονάδες), αλλά με δεδομένη τη διαφορετική εκκίνηση κλίμακας.

Ένα αντιφατικό συμπέρασμα στ. 101 έως 130

101. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε ένα κόσμο, που θα είχε ως υπόβαθρο ένα πλέγμα τέτοιων κομβικών στοιχειωδών θέσεων, τα οποία θα συνιστούσαν μιαν αντιφατική ενότητα. Κάθε μια τέτοια κομβική θέση ροής-αντιροής-λήψης-εκπομπής υπογεγονότων, μπορεί να είναι μια ξεχωριστή οντότητα (ένα γεγονός), που συντίθεται από αυτή την συγκεκριμένη πλοκή.
102. Αυτά τα υπογεγονότα  που η ροή-αντιροή τους συνιστά τα γεγονότα, είναι μηνύματα λήψης-εκπομπής, τα οποία εκπροσωπούν το δυναμικό υπόβαθρο του αντιφατικού πλέγματος, παίζοντας ρόλο ενέργειας για τις συγκεκριμένες οντότητες του πλέγματος αυτού.
103. Κάθε γεγονός, οντότητα ή πράγμα, συνίσταται από κάποιο σύνολο κομβικών θέσεων του πλέγματος αυτού, που λαμβάνει-εκπέμποντας μηνύματα στο σύμπαν κι απ’το σύμπαν.  Έτσι για κάθε συγκεκριμένη, συνεκτική (συγκεντρωτική) «Εδώ-Δομή» κάποιου πράγματος ή γεγονότος, να υπάρχει και μια ανάλογη συγκεκριμένη αποκεντρωτική «Από-Δομή», που να περιλαμβάνει όλο αυτό το συγκεκριμένο «νέφος» αναχώρησης-επιστροφής μηνυμάτων.
104. Κάθε γεγονός έχει ένα συγκεκριμένο «Συμπαντιακό Αντίλογο», που είναι η εκάστοτε «στιγμιαία αποδομική-δομή» του στο απώτατο σύμπαν. Αυτό το απύθμενο υλικό πλέγμα για τον άνθρωπο, θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε πνεύμα ή ψυχή.
105. Ο συνεχής διάλογος «Εδώ» και «Άπω» κάθε πράγματος και γεγονότος, είναι αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «υπόσταση» του γεγονότος και θα μπορούσε να έχει κάποια όρια που να συνιστούν το συγκεκριμένο Είναι του. Επίσης κάθε αλλαγή στο «Εδώ» δεν μπορεί παρά να ανταποκρίνεται σε μιαν ανάλογη αλλαγή στό «Άπο» και αντίθετα.
(΄Ισως κάποτε γνωρίζοντας τις ακριβείς «συντετεγμένες» των σχέσεων «Άπό» και «Εδώ»
κάποιου σώματος θα μπορούμε να επεμβαίνουμε διορθώνοντας καταστάσεις ή δυσλειτουργίες σε όλο το σύστημα ακόμα και στον οργανισμό των ανθρώπων).
106. Τα όρια αυτού του συγκεκριμένου που συνιστούν ευκαιριακά το γεγονός ως πεπερασμένο αναπάσα στιγμή παραβιάζονται, αφού κάθε στοιχειώδες κάθε γεγονότος, «κοινωνεί» του δυναμικού αντιφατικού στοιχειώδους, που ως «έσχατο» υπόβαθρο, είναι η αντιφατικότητα γυμνή, το μηδενικό και άπειρο, το ακαριαίο και ακίνητο, περιέχοντας μια μοναδική μορφή του Όλου κάθε συγκεκριμένη στιγμή, που είναι απειροστική.
107. Έτσι αν κάθε οντότητα που βρίσκεται σε μια κομβική θέση ή σύνολο κομβικών θέσεων του πλέγματος αυτού δεχτεί ενέργεια πέραν αυτής που δικαιούται για να βρίσκεται στη δεδομένη θέση, καταλύεται-εισερχόμενη στο αντιφατικό υπόβαθρο κι ανασυντίθεται στη θέση που δικαιούται. (Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσαν αν γίνουν μετακινήσεις μέσα σ’ένα παγκόσμιο πλέγμα τέτοιων κομβικών θέσεων· δηλαδή να καταλύεται ένα σώμα σ’ένα πλέγμα τέτοιων κοβικών θέσεων και «κατερχόμενο» στο πλέγμα ακίνητου και ακριαίου, ν’ανασυντίθεται «ανερχόμενο» σ’επιθυμητή  θέση άλλου πλέγματος τέτοιων κομβικών θέσεων σχεδον ακαριαία).                                                                                           
108. Υπ’αυτή την έννοια, ο κόσμος είναι πλέγμα ανταλλαγής πληροφοριών που η πλοκή του είναι το Γίγνεσθαι ως Ουσία.
109.  Μια τυπική διαλεκτική διεργασία, υπ’αυτήν την έννοια, θα θεωρούσε την Ταυτότητα ως ένα εν εξελίξει καταλυτικο-συνθετικό γεγονός, όπως είναι η αντιφατική μονάδα και με τον τρόπο που παρουσιάστηκε γενικά σ’αυτή την εργασία. Έτσι η αρχή της ταυτότητας, η τόσο αναγκαία για τις συγκριτικές διεργασίες της Λογικής, θα επέστρεφε ως αρχή της αντιφατικής ταυτότητας.
110. Επειδή η αντιφατική ταυτότητα, όπως δείξαμε μπορεί να περιέχει κι ένα πρόσωπο του όλου, για να μπορεί να λειτουργήσει ορθολογικά, το εύρος της θα πρέπει να ορίζεται απ’το είδος της έρευνας, το είδος των εμπλεκομένων μονάδων και τις ανάλογες αφετηρίες και αντιστοιχίες αυτών των μονάδων σ’άλλες παράλληλες κλίμακες.
111. Έτσι αφηρημένα θα μπορούσε να λεχτεί, ότι το γίγνεσθαι που αφορά το εύρος της αντιφατικής ταυτότητας κάθε συγκεκριμένη φορά, θα είναι ένα είδος καταλυτικο-συνθετικής διεργασίας, όπου η τυπικότητα θα υπερβαίνεται από το περιεχόμενο της εκάστοτε πραγματικότητας.
112. Για να μπορεί να πραγματοποιηθεί μια τέτοια αντιφατικο-ορθολογική διεργασία, θα πρέπει να έχουν συνταχτεί ιδεατοί πίνακες ροής-αντιροής-λήψης-εκπομπής (σαν αυτούς που αφηρημένα και χωρίς υπολογιστικά όργανα συνέταξα εδώ και προηγουμένως ονομάστηκαν «πλέγματα κομβικών θέσεων ροής-αντιροής μυνημάτων»), που θα μπορούν ολοκληρωμένα να περιέχουν όλο το φάσμα αυτού του αντιφατικού γίγνεσθαι.
113. Για τη σύνταξη τέτοιων πινάκων, πρέπει να οργανωθεί μια Αντιφατική Γεωμετρία με τους όρους που αναφέραμε πριν. Για κάθε μια συγκεκριμένη περίσταση ένταξης ενός γεγονότος στις συντεταγμένες κάποιου τέτοιου πίνακα, πρέπει να ορίζονται τα προσεγγιστικά όρια της αντιφατικής ταυτότητας του γεγονότος, ανάλογα με την έρευνα και το γεγονός που διερευνάται.
114. Η αντιφατική μονάδα για την οποία μιλήσαμε, είναι δυνατόν να παίρνει συγκεκριμένο νόημα, κάθε φορά που ορίζεται η θέση εκκίνησης του υποθετικού σημείου,  στην κλίμακα αναφοράς  που  θα  εξυπηρετούσε τη συγκεκριμένη έρευνα.

115. Αυτή η θέση εκκίνησης, η οποία θα μπορούσε να είναι η εκκίνηση για κάποιο καθορισμένο σύστημα αναφοράς, την ίδια στιγμή θα μπορούσε να σχετίζεται και με όλα τα άλλα απεριόριστα και πορευόμενα σημεία άλλων συστημάτων αναφοράς, με διαφορετικό τρόπο για το καθένα.
116. Aυτά τα συστήματα αναφοράς, συνιστούν «ξέχωρες» αντιφατικές ταυτότητες που στο βάθος του διαχωρισμού  και της αντικειμενικότητάς τους, έχουν κρυμμένη την ενότητα.  Έτσι η αντικειμενικότητα που μας προσφέρουν είναι συμβατική, αφού συνεχώς αίρεται.
117. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλες αυτές οι Μονάδες που θα μπορούσαν να φανούν ως ευκαιριακά αυτόνομες (ταυτότητες), όταν αγγίζουν τις θέσεις των πόλων των κλιμάκων τους, φέρουν στην επιφάνεια το στοιχείο του ακαριαίου και ακίνητου. (Αυτό είναι το μηδενικό και άπειρο, το εν δυνάμει, η ενότητα του Όλου, η αντιφατικότητα ως ουσία, όπου εκεί κάθε αντικειμενικότητα και αυτονομία αίρεται).
118. Όλα αυτά τα σημεία της ταυτόχρονης εκκίνησης, αναχωρούν για το σύμπαν επιστρέφοντας στις θέσεις εκκίνησης, ή οι θέσεις εκκίνησης στέλνουν μηνύματα στο σύμπαν λαμβάνοντας από αυτό. Αυτά επαληθεύουν-διαψεύδοντας τις θέσεις της δικής τους κλίμακας και όλων των άλλων κλιμάκων, εκτός των θέσεων των κλιμάκων που λογίζονται ως ταυτόχρονης εκκίνησης. Έτσι αναδύονται τα όρια που μπορεί να αναδεικνύεται το Ένα, το Δύο, το Τρία κλπ.
119. Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να υποθέσει κάποιο αιτιοκρατημένο και οργανωμένο γίγνεσθαι, το οποίο να σχετίζεται με τις θέσεις εκκίνησης, τα συστήματα αναφοράς, τη διάρκεια της έρευνας και τον τρόπο που θα συμπεριφέροντο τα μηνύματα αναχώρησης-επιστροφής σ’αυτό το γίγνεσθαι.
120. Η εργασία αυτή, θα μπορούσε να είναι η επιστήμη, που θα ιχνηλατούσε και θα οργάνωνε μιαν οικουμενική βιοχαρτογράφηση, για το πως συνίσταται η ενότητα του Μεγάλου με το Μικρό.  Είναι η Αντιφατική Μοναδολογία κι η Αντιφατική Βιο-Γεωμετρία που μόνο μέσα στα όριά της, μπορεί να περιγραφεί η Αντιφατική Ταυτότητα και κατά συνέπεια ο Αντιφατικός Ορθολογισμός.
121. Αυτή η φανταστική ιστορία του πορευομένου ευθύγραμμα και ομαλά σημείου, σ’όλη της την ανάπτυξη, είναι ο χαρακτηρισμός της Αντιφατικής Μονάδας ή του Αντιφατικού Στοιχειώδους, που είναι η Αντιφατική Ταυτότητα.
122.  Απ’αυτό το αντιφατικό γίγνεσθαι και το χαραχτηρισμό της αντιφατικής ταυτότητας, αναδύεται και η αρχή της αντιφατικής αιτιότητας.
123. Η αντιφατική αιτιότητα δεν είναι μονοδιάστατη, εκεί το αίτιο και το αιτιακό αποτέλεσμα λειτουργούν αμφίδρομα ή καί αμφίδρομα, ανάλογα με τις «αντίθεσεις» που συνιστά το εκάστοτε συγκεκριμένο αντιφατικό γίγνεσθαι. Όπως τονίσαμε, στην ορθολογική διαδικασία τα αντίθετα διαλέγονται χωρίς να παραβιάζουν τα όρια που υπάρχουν μεταξύ τους, δηλαδή τα όρια της ταυτότητάς τους. Έτσι αποκαθάρουν τη λογική διεργασία απ’τη συμμετοχή του Μη-Είναι μέσα της, που ορθολογικά είναι στοιχείο του ψεύδους και της αντιφατικότητας.  Ενώ αντίθετα στη διαλεκτική (αντιφατική) διαδικασία τ’αντίθετα αλληλοπροεκτείνονται το ένα μέσα στ’άλλο χωρίς ν’αφήνουν περιθώρια ανεξαρτησίας μεταξύ τους κι έτσι η αλληλεπίδραση είναι αμφίδρομη. Σε παράκεντρες όμως καταστάσεις, όπου τα θεωρούμενα ως αντίθετα μπορεί κοινωνούν και με άλλα αντιφατικά συστήματα, μπορεί ευκαιριακά να υπάρξει κάποια αιτιακή προτεραιότητα, χωρίς όμως ν’αποκλείεται και η αμφίδρομη διεργασία.
   Και από δω απορρέουν οι αρχές «της αντιφατικής σχετικότητας των αντιθέτων» και «της αμφίδρομης αιτιότητας», όπου η αλυσίδα της αιτίας όντας αμφίδρομη, προϋποθέτει: αιτία κι αποτέλεσμα ν’αλληλοκαταλύονται-αλληλοσυντιθέμενα, έχοντας  απεριόριστες διαστάσεις  που καταλήγουν τελικά στο ακαριαίο κι ακίνητο, μηδενικό κι άπειρο, το εν δυνάμει Είναι, την αντιφατικότητα γυμνή. Εκεί η αιτιότητα  είναι το γίγνεσθαι αναχωρήσεων-επιστροφών, όπως έχει χαραχτηριστεί  στη διάρκεια  αυτής της εργασίας.
124. Η αμφίδρομη διεργασία, είναι αυτή του ακαριαίου και ακινήτου, η οποία δε μπορεί να λείψει ποτέ, όντας το στοιχείο του απειροστικού υπόβαθρου μέσ’ τη διεργασία. Έτσι η αιτιακή διεργασία ξεκινά απ’την «αυτό-αλληλεπίδραση» του εαυτού, πολύ βαθιά μέσ’τον ίδιο του τον εαυτό, (χωρίς να αφήνει κανένα περιθώριο απαραβίαστο) και ταξιδεύοντας έξω απ’αυτόν, παραβιάζει τα όρια των άλλων που μπορεί να θεωρηθούν αντίθετα κάθε συγκεκριμένη στιγμή.  Ανάλογα με το βαθμό της αντίθεσής τους, για κάθε αντίθεση ορίζεται κι η ανάλογη παραβίαση. Αυτή η παραβίαση μπορεί κάποιες φορές να είναι τέτοια που να αφήνει κάποιο απαραβίαστο μέρος στο θεωρούμενο ως αντίθετο, και έτσι μπορεί ως ένα σημείο να λειτουργεί και ο ορθολογισμός.
125. Γενικά όμως είναι αντιφατικός ορθολογισμός, γιατί μαζί με την ακαριαία συγκριτική διαδικασία (που είναι η ακαριαία αλληλεπίδραση άρα και αντιφατική), υπάρχει κι ένα περιθώριο αντιθετικής (όρθολογικής) διεργασίας μέσα στα όρια της αντιφατικότητας.
126. Στη συγκριτική κι αιτιακή αυτή διεργασία, όλα εξαρτώνται από τα όρια που θα τεθούν στην αντιφατική ταυτότητα και την αντιθετική «αξία» των σκελών της αντιφατικής σχέσης. Όμως δεν πρέπει ποτέ να ξεχνιέται πως οι σχέσεις εκεί είναι συμβατικές και σχετικές με το γίγνεσθαι που συνιστούν όλοι οι παράγοντες της αντιφατικής σχέσης.
127. Όλη αυτή η εργασία ακολουθείται απ’την αδυναμία να έχει την ανάγκη της αμεσότητας και της πράξης, όντας κάτι που δεν μπορεί να γίνεται απόλυτα κατανοητό με τα λόγια. Ακόμα προϋποθέτει μιαν άλλη αντίληψη, περί χώρου, χρόνου, περί γίγνεσθαι και μιας διαφορετικής αντιφατικο-γεωμετρικής μαθηματικής στήριξης.                                                                                  
128. Όλη αυτή η φανταστική ιστορία του πορευομένου ευθύγραμμα και ομαλά σημείου, σ’όλη της την ανάπτυξη, την οποία χαρακτήρισα αντιφατική ταυτότητα, αντιφατικό στοιχειώδες ή αντιφατική μονάδα, είναι ανάγκη να τη λάβει υπόψιν της η σύγχρονη επιστήμη, αν θέλει να βαδίσει στο Νέο.
129. Υπ’αυτή την έννοια η γλώσσα της επιστήμης πρέπει να συμπέσει με τη γλώσσα της αντιφατικής βιογεωμετρίας, όπου ο κόσμος θα είναι βιοχαρτογραφημένος στους ανάλογους πίνακες οι οποίοι θα ορίζονται από τα ανάλογα αντιφατικά συστήματα ροής-αντιροής-λήψης-εκπομπής. 
    Θα υπάρξει και εδώ μια γλωσσική αντιφατική σύνταξη, που θα παίρνει υπόψιν το αντιφατικό στοιχειώδες όπως το όρισε ο Ζήνων, μα και τις διαλεκτικές νοητικές δομές της Ηρακλειτικής σκέψης. Αλλά ακόμα πρέπει να πάρει υπόψιν τον τρόπο που οριοθέτησα και γονιμοποίησα την αντιφατική σκέψη τους ολοκληρώνοντας το έργο τους.
130. Από κει και πέρα όλες οι επιστήμες θα πρέπει να ξανακοιταχτούν, παίρνοντας υπόψιν τον αντιφατικό τρόπο χαρτογράφησης του κόσμου. Έτσι η επιστήμη θα συμπέσει με τη φιλοσοφία, δηλαδή με τον Λόγο του Ηράκλειτου: την αντιφατικο-ορθολογική γλώσσα, τη διαλεκτική ως ουσία.

Ως Επίλογος μια επισήμανση για τον αντιφατικού χώρο και χρόνο:

Από αντιφατική όψη, ο χρόνος δεν είναι διάρκεια μα ούτε κι ο χώρος έκταση.  Στο επίπεδο αυτό του κόσμου μας, χρόνος είναι η συχνότητα επανάληψης υπογεγονότων (χωρικών μέτρων) σε θέση και χώρος το μήκος κύματος ή η διάσταση των χωρικών μέτρων προς επανάληψη.  Έτσι σ’αυτό τον κόσμο που θα μπορούσε να είναι ο κβαντικός, και ο οποίος σχετίζεται με φωτότια ή κβάντα ενεργείας, πρέπει να δεχτούμε ότι ο χώρος, ο χρόνος και η ταχύτητα, είναι κάτι άλλο απ’αυτό που έχουμε αποδεχθεί.  Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το φωτόνιο, υπάρχοντας καταλυτικο-συνθετικά, δεν μπορεί να έχει ταχύτητα, αφού ουσιαστικά κάθε στιγμή είναι Άλλο-Όμοιο με αυτό που ήταν.
     Όλα τα παράδοξα της θεωρίας της σχετικότητας πιθανόν οφείλονται στο γεγονός ότι το φωτόνιο είναι μια κβαντική οντότητα που εμείς παράνομα την ορίζουμε μέσ’τα όρια  της  Νευτώνιας  αντικειμενικότητας.  Το  ίδιο μπορεί να συμβαίνει και στην «αβεβαιότητα» που διέπει τις συζυγείς ιδιότητες των κβαντικών αντικειμένων. Ήδη από την κλασσική φυσική στο θέμα των κυματισμών,  στριμώχνουμε τον χρόνο και την συχνότητα ενός κβαντικού αντικειμένου στην ίδια διάσταση, τη Νευτώνια όπου εκεί υπάρχει αντικειμενικότητα και ο ντετερμινισμός μεσουρανεί, ενώ η συχνότητα είναι ο χρόνος σε μια άλλη διάσταση, την κβαντική, όπου η αντικειμενικότητα και ο ντετερμινισμός καταργείται.

Τονίζω ξανά:

Η επιστήμη δε θα μπορέσει να προχωρήσει άλλο θεωρητικά αν δε λάβει σοβαρά υπ’όψιν τη πρόταση περί αντιφατικού στοιχειώδους, όπως όρισε ο Ζήνων, τη Διαλεκτική Γλώσσα, το Λόγο, όπως όρισε ο Ηράκλειτος και τον Αντιφατικό Ορθολογισμό ή την Αντιφατική Μοναδολογία, όπως προτείνεται σ’αυτή την εργασία και σε μια σειρά άλλες εργασίες που έχω εκπονήσει. Αυτό γιατί ο κόσμος είναι ένα δυναμικό γεγονός που για να μπορεί να ερμηνευτεί ως δυναμικό γεγονός έχον αντιφατική φύση, χρειάζεται έναν ορθολογισμό που να λαμβάνει υπόψιν τον κόσμο αντιφατικά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου