Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Η ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΤΕΟΝΤΟΡ ΑΝΤΟΡΝΟ


ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ 
 ΤΕΟΝΤΟΡ ΑΝΤΟΡΝΟ
 

ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ:
Α. Στην κριτική ανάγνωση αυτού του έργου χρησιμοποιώ την απόδοση των εκδ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, μετάφραση και τις σημειώσεις του Λευτέρη Αναγνώστου.  Θεωρώ δεδομένο ότι η ασάφεια του έργου δεν οφείλεται στη επική προσπάθεια του μεταφραστή μα στην πρόθεση του Αντόρνο να είναι ακραία αφηρημένος και ασαφής.
Β. Τα αποσπάσματα του προς κρίσιν έργου, θα παρουσιάζονται με τονισμένα στοιχεία, όπως τα παρόντα, οι παρατηρήσεις όπως τα παρόντα, ενώ οι τονισμένες παρατηρήσεις, με τονισμένα λοξά, όπως τα παρόντα.
Γ. Ο πρόλογος έχοντας γραφτεί για την έκδοση αυτή το 1966, είναι αποδεκτός απ’το συγγραφέα, άρα κι οι απόψεις που περιέχονται σ’αυτόν θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στην όποια κριτική.

Εισαγωγική επισήμανση:
Λέγεται ότι ο Χέγκελ ήταν ο τελευταίος με την εμφατική έννοια φιλόσοφος. Όμως μετά τον Χέγκελ υπήρξαν χωρίς αμφιβολία μεγάλοι διανοητές, οι οποίοι ξεγλιστρώντας απ’την κερκόπορτα της μεταφυσικής, άρχισαν να παραχωρούν στη θέση του Λόγου άλλες ιδιότητες του ανθρώπου. Δηλαδή στο φιλοσοφικό έργο τους, παράλληλα με τη Λογική, άρχισαν να διεκδικούν σημαντικό διαλογικό χώρο η Αισθητική, η Ενόραση και γενικά ιδιότητες που σχετίζονται με την ψυχολογία. Επειδή αυτός ο διαλογικός χώρος κρυφά ή φανερά, συνειδητά ή ασυνείδητα φύεται στο αόριστο κι ασυνεπές έδαφος της μεταφυσικής δεν διαθέτει ατράνταχτα και ουσιαστικά λογικά φιλοσοφικά ερείσματα. Έτσι κινείται ή τουλάχιστον τις περισσότερες φορές άθελα παραδρομεί, προς τον μυστικισμό. Αυτά τα διαλογικά ρεύματα, που συνήθως γεννήθησαν από διακεκριμένους λόγιους, στηρίχτηκαν στην επαναστατική αντίληψη του Ηράκλειτου, κατά την οποία το Είναι, το Νοείν και το Λέγειν συμπίπτουν στο αέναο Γίγνεσθαι, συνθέτοντας μιαν Αντιφατική Λογικογλωσσική Σύνταξη ―τον Λόγο―.  Από κει και πέρα κάθε διανοητής που σεβόταν τον εαυτό του, έπρεπε να υποστηρίξει το έργο του με μια δική του λογικογλωσσική σύνταξη. Τα έργα λοιπόν αρκετών διακεκριμένων λογίων-διανοητών βασίζονται σε μια περιληπτική αναφορά κι αόριστη κριτική των έργων μεγάλων φιλοσόφων, χρησιμοποιώντας παράλληλα και μιαν ιδιόρυθμη λογικογλωσσική σύνταξη.  Συνήθως όμως αυτές οι λογικογλωσσικές συντάξεις, δεν έχουν όπως του Ηράκλειτου και του Χέγκελ μια νέα Λογική να προτείνουν, έτσι που αληθινά να μπορούν να είναι “λογικογλωσσικές”. Πάσχουν λοιπόν από μια λογικογλωσσική ασυνέπεια και τσαλαβουτώντας συγχρόνως στον Ορθολογισμό και την Διαλεκτική δημιουργούν μιαν ασάφεια κι ασυνενοησία.

     Έχοντας λοιπόν ως λόγιοι, το χάρισμα του λέγειν και του γράφειν, βασίζουν τα κείμενά τους μάλλον στο “πώς θα πουν κάτι” παρά στο “τι θα πουν”, αφοί πιθανόν δεν έχουν κάτι νέο να πουν. Επειδή λοιπόν το λέγειν είναι το δυνατό τους σημείο, δεν νοιάζονται για την ανάγκη της λογικογλωσσικής συνέπειας στο κείμενό τους. 
Πρόλογος
Αρχικές αρνητικές διαπιστώσεις κατά την κριτική ανάγνωση αυτής της «Αρνητικής Διαλεκτικής» είναι ότι:
Α. Η ρητορική του έργου προσφέρεται σαν συγκεχυμένη ενότητα που δυσκολεύει την ανάγνωση και την κατανόηση του έργου, δημιουργώντας συναισθήματα αρνητικά στον αναγνώστη.  Ένα φιλοσοφικό κείμενο όταν θέλει να δείξει αντί να κρύψει, έχει καθήκον τουλάχιστον να προσπαθεί να γίνει όσο το δυνατό προσιτό και κατανοητό. Εδώ βλέπουμε το αντίθετο κι ο νους μας πάει αμέσως στο ότι -μη έχοντας αληθινά κάτι νέο να πει, προσπαθεί ό,τι έμαθε να παρουσιάσει μ’ένα διαφορετικό ρητορικό σχήμα.
Β. Προσφέρει τις απόψεις του σε αποφθεγματικές ριπές που βαδίζουν σ’ένα χαλαρό σχοινί αοριστίας. Και ενώ έτσι μπορεί να μην είναι ευκολοκατανόητος, επιτυγχάνει ένα είδος φιλοσοφικο-υπερρεαλιστικής ποιητικής ρητορείας.  Όμως αμφιβάλλω αν αυτός είναι ο σκοπός του.
Γ. Η “κριτική” με αποφθεγματικές ριπές, που ασκεί στους μεγάλους φιλοσόφους Καντ, Χέγκελ, Χαϊντεγκερ κλπ, είναι αλαζονική και προσβλητική. Αφού ούτε μ’αυτόν τον τρόπο αλλά ούτε με ευφυείς υπαινιγμούς είναι δυνατό να ορθωθεί η κριτική στάση που απαιτεί η φιλοσοφία. Ο υπαινιγμός αφήνει χώρο για μιαν ασάφεια που εκεί μπορεί να δροσίζεται κάθε «πονεμένη» ψυχή αλλά όχι η κλασική Λογική ούτε μια Διαλεκτική Λογική, έστω και Αρνητική.
Δ. Προσπαθεί να εντυπωσιάσει βάλλοντας κατά πάντων και «ψαρεύει στα θολά νερά» εκφέροντας τις απόψεις του «σιβυλικά», χωρίς τη διαλεκτική ευρωστία του Ηράκλειτου, του Ζήνωνα ή του Λάο Τσε.
Ε. Το χειρότερο: Σ’αυτό το περί διαλεκτικής λογικής «εχθρικό τοπίο» έχουν δραστηριοποιηθεί οι προσωκρατικοί κι έτσι έχει εξαντληθεί ακόμα και ρητορικά.
     Η εργασία αυτή δε μπορεί παρά ν’αντιμετωπιστεί αποσπασματικά αφού προσφέρεται σαν μια συρροή κεχυμένων αποσπασμάτων. Θα επιμείνω λοιπόν σε ορισμένες «κριτικές ριπές» του, οι οποίες μου κάνουν ιδιαίτερη εντύπωση και τις οποίες θεωρώ ακρογωνιαίες.  Είναι ειδικά αυτές τις οποίες αν μπορώ θα κρίνω ή θα τις δείξω παράλληλα με ανάλογα αποσπάσματα των προσωκρατικών.

Από τον Πρόλογο (του
εκδότη)―σελ.9                                                                                                                                           Η διατύπωση Αρνητική Διαλεκτική προσβάλλει την παράδοση. Ήδη στον Πλάτωνα η διαλεκτική με το νοητικό μέσο της άρνησης, επεδίωκε την αποκατάσταση ενός θετικού στοιχείου· το σχήμα «άρνηση της άρνησης» αργότερα, κατονόμασε αυτή τη διαδικασία επιγραμματικά. Το παρόν βιβλίο θέλει ν’απαλλάξει τη διαλεκτική από ένα τέτοιο καταφατικό χαραχτήρα, χωρίς να επιτρέψει οποιαδήποτε αοριστία.

Η Πλατωνική “Διαλεκτική” είναι μια ολοκληρωμένη ανάπτυξη του Ορθολογισμού. Από τον ορθολογισμό του Παρμενίδη, το Μηδέν (το Μη-Είναι) απορρίπτεται απ’τη λογική, επιδιώκοντας στηρίγματα θετικά (καταφατικά) για να πατά και να προχωρεί σ’ορθές κρίσεις. Στον ορθολογισμό λοιπόν το στοιχείο της άρνησης, δεν είναι κάποιο εκπληκτικό στοιχείο της διαλεκτικής, αλλά το αρνητικό στοιχείο που εκφράζεται απ’την «της αρχή του αποκλείοντος τρίτου», ώστε η λογική να πατά σε θετικά στοιχεία που απορρίπτουν το Μη-Είναι, το Μή-Υπάρχον. Επίσης το σχήμα της «άρνηση της άρνησης» του Χέγκελ, είναι μια επική προσπάθεια
να μετατραπεί η αντιφατικότητα σ’αντιθετικότητα, δηλαδή να μην αποκοπεί τελείως η Διαλεκτική Λογική απ’τον Ορθολογισμό.   Ως γνωστόν ο Ορθολογισμός στη θέση της αντιφατικότητας θέτει την αντιθετικότητα  .   
       Στην αντιθετικότητα, τα αντίθετα διαλέγονται χωρίς να παραβιάζουν τα έσχατα όρια της ταυτότητάς τους, ενώ στην αντιφατικότητα ο διάλογος δεν αφήνει κανένα όριο απαραβίαστο.
       Επειδή η Διαλεκτική ως
αντιφατική, δεν μπορεί να περιγράφει το Γίγνεσθαι και την αντιφατικότητα του Είναι, μόνον ως καταφατικότητα ή μόνον ως αρνητικότητα, παρουσιάζεται ως καταφατική-αρνητικότητα. Κι αφού η Διαλεκτική δέχεται τον κόσμο εν τω Γίγνεσθαι, δέχεται επίσης ό,τι αυτός παρουσιάζεται ως συνεχής καταλυτική–συνθετότητα. Η προσπάθειά του Αντόρνο ν’απαλλάξει τη Διαλεκτική, έστω κι ως Αρνητική, απ’το στοιχείο της κατάφασης, εκ προοιμίου λαθεύει, αφού έτσι απορρίπτει το ένα από τα δύο στοιχεία της αντίφασης που είναι ο γενέθλιος τόπος του Γίγνεσθαι και της ίδιας της Διαλεκτικής Σκέψης. Μπορεί όμως να υπάρξει ως ένας Αρνητικός Ορθολογισμός, που να πατά στα χνάρια της «αρχής του αποκλείοντος τρίτου», ο οποίος όμως πατά στην «αρχή της μη αντίφασης» (που είναι η βάση του ορθολογισμού). Αλλά στον ορθολογισμό βλέπουμε ότι η αρνητικότητα χρησιμοποιείται έτσι που να φωτίσει τη νόηση, όπως έκαναν οι Παρμενίδης, Πλάτων και Καντ και όχι να την σκοτίσει, όπως φαίνεται ότι κάνει ο Αντόρνο.

Δεν προσφέρεται μόνο μια μεθοδολογία των καθ’ύλην εργασιών του συγγραφέα: σύμφωνα με την θεωρία της Αρνητικής Διαλεκτικής, δεν υπάρχει μια συνέχεια ανάμεσα σ’αυτές και τη θεωρία. Το βιβλίο πραγματεύεται ασφαλώς αυτή την ασυνέχεια και τις επιταγές που εμπεριέχει για τη σκέψη.  Η μέθοδος δεν θεμελιώνεται αλλά δικαιολογείται.  Όσο του είναι δυνατόν, ο συγγραφέας φανερώνει τα χαρτιά του, κάτι που δεν συμπίπτει  με το παιγνίδι.

Η “θεωρία της Αρνητικής Διαλεκτικής”, όποια κι αν είναι, για να οργανώσει συλλογισμούς πρέπει να χρησιμοποιήσει κάποια λογικο-γλωσσική σύνταξη και απ’ότι ξέρουμε, δύο λογικο-γλωσσικές συντάξεις υπάρχουν: Η Διαλεκτική λογική και ο Ορθολογισμός. Η πρώτη πατά στις αρχές που υπαγορεύονται από αντιφατικότητα ενώ η άλλη από αντιθετικότητα. Θα έπρεπε λοιπόν ο συγγραφέας να είχε ορίσει τις αρχές ποιάς λογικής θα ακολουθήσει ή να μας ενημερώσει ότι θα τσαλαβουτά ανάμεσα στις δυο λογικές, όπως συνηθίζουν πολλοί συγχρονοι διανοούμενοι όταν πραγματεύονται διαλεκτικές καταστάσεις. Κι αυτό δε θα ήταν αναγκαίο, πρώτον αν δεν επρόκειτο για λογικο-φιλοσοφική πραγματεία και δεύτερον αν η γραφή του δεν ήταν  τόσο πυκνή και σιβυλλικά επιγραμματική
κάπου, ενώ φλύαρα περιγραφική αλλού. Εγώ νιώθω ότι εργασία αυτή θα μπορούσε να γίνει ευκολότερα κατανοητή, αν εκτός μιας αφηρημένης κι αόριστης κριτικής είχε να προτείνει κάτι δικό της συγκεκριμένο.
        Η Διαλεκτική πρωτίστως είναι μια Λογική, που για να την ονομάζουμε έτσι, πρέπει να διαφέρει απ’τον ορθολογισμό. Αλλά ακόμα κι ο Ορθολογισμός δεν περιορίζεται στην τυπική λογική, όπως πάρα πολλοί νομίζουν· είναι μια σύνθετη μέθοδος διάψευσης-επαλήθευσης ή μια αναλυτική και συνθετική μαθηματική διαδικασία αντικειμενικών συστημάτων, που μπορεί να είναι καί εν εξελίξει. Μπορεί επίσης ν’αφορά καί διαφορικές διαδικασίες, που στηρίζονται στην αντιθετικότητα, οι οποίες είναι ένα είδος δυναμικού ορθολογισμού. Αυτός ο δυναμικός ορθολογισμός, απ’τους ιδεαλιστές ονομάστηκε διαλεκτική και αφορά τον φαινομενικό κόσμο, πίσω απ’τον οποίον υπάρχει ο κόσμος των καθαυτών υπάρξεων. Τα καθαυτά όντα μπορεί να είναι ιδεατά ή υλικά έσχατα αναλλοίωτα, που παίζουν τον ρόλο αληθινών αναλλοίωτων ταυτοτήτων, ώστε να είναι δυνατή η απρόσκοπτη λειτουργία του Ορθολογισμού, όπως έδειξε ο βάρδος του Ορθολογισμού Παρμενίδης στο νεανικό του έργο «Περί Φύσεως». Η «ορθολογική διαλεκτική» λοιπόν δεν είναι αληθινή διαλεκτική, αλλά ένας «Δυναμικός Ορθολογισμός», που υπάρχει απ’την ίδρυση της συνειδητής ορθολογικης σκέψης. Ήδη απ’την εποχή του Αρχιμήδη, του Γαλιλαίου, του Ντεκάρτ, του Λάιμπνιτς και του Νέυτωνα, η διαφορικότητα των ορθολογικών συστημάτων, υπολογιζόταν με τέλειες μαθηματικές μεθόδους και δεν χρειαζόταν η ευφυία του Χέγκελ να προτείνει ή να οργανώσει τη διαφορικότητα ως Διαλεκτική Λογική.  Αντίθετα από την εποχή του Αναξίμανδρου, του Ηράκλειτου και του Ζήνωνα, υπήρχε η αληθινή Διαλεκτική ως αντανάκλαση του ουσιαστικού κι όχι φαινομενικού Γίγνεσθαι του κόσμου. Εκεί το κινούμενο καταλύετο-συντιθέμενο όντας άλλο-αλλού και έτσι
η ταυτότητά του δεν ήταν σταθερή, αλλά εν εξελίξει.
      Στον δυναμικό ορθολογισμό τα συστήματα υπάρχουν αντικειμενικά και συνιστούν ενότητες ταυτοτήτων σε διαφορική διαδικασία, όπου οι ταυτότητες αληθινά δεν επηρεάζονται απ’τη διαφορικότητα, αλλά οι σχέσεις των συστημάτων. Η αντικειμενικότητα προϋποθέτει ότι: αν συμβεί κάτι σ’ένα σύστημα, δεν είναι αναγκαίο να επηρεαστούν αλλά παραπλήσια συστήματα, ούτε αναμένεται κάποια αναγκαία επίδραση στο Όλον.  Επίσης η διαφορικότητα εδώ δεν αφορά απόλυτες ταυτότητες, δηλαδή τα αιώνια και αναλλοίωτα υλικά ή ιδεατά στοιχειώδη που υποθετικά συνιστούν τα συστήματα, τα οποία μάλιστα οι περισσότεροι των διακεκριμένων ορθολογιστών, μολονότι δέχονται την υποθετική ύπαρξή τους τα θεωρούν μη γνώσιμα. Αυτά γίνονται αποδεκτά αφού ο ορθολογισμός χωρίς αυτή την αποδοχή χάνει την εγκυρότητά του.
      Έτσι τίθεται το ερώτημα ποιά η διαφορά της φαινομενικής διαλεκτικής από την ουσιαστική διαλεκτική;
Απαντώ: Η ορθολογική-φαινομενική «διαλεκτική» είναι αντιθετική, ενώ η ουσιαστική διαλεκτική είναι αντιφατική.
Α. Στην αντιφατική διαλεκτική τα αντίθετα διαλέγονται χωρίς να αφήνουν κάποιο έσχατο ή απαραβίαστο στοιχεώδες μεταξύ τους, συνιστώτας αντιφατικές ενότητες. Εκεί το κινούμενο καταλύεται-συντιθέμενο όντας Άλλο-Αλλού κι έτσι κατά την κίνηση αλλάζει η ταυτότητά του όντας άλλη αλλού, διαφορετική και όμοια με τον εαυτό της.
Β. Στην αντιθετική διαλεκτική (φαινομενική), τα αντίθετα διαλέγονται χωρίς να παραβιάζουν τα έσχατα όρια της ύπαρξής τους. Δηλαδή ο διάλογός τους σταματά εκεί ακριβώς που αρχίζει να γίνεται αληθινός. Λοιπόν πέραν των άλλων αντινομιών του, ο ορθολογισμός δέχεται ότι: μπορεί να γνωρίζει μόνο τον φαινομενικό κόσμο ενώ τον Καθαυτό Κόσμο, -αυτόν που ορίζει ως αληθινό-, δηλαδή τα έσχατα καθαυτά, αιώνια και αναλλοίωτα στοιχειώδη δε μπορεί να γνωρίσει.  Στην αντιθετική διαλεκτική (τον δυναμικό ορθολογισμό) το κινούμενο αλλάζει θέση χωρίς ν’ αλλάζει η ταυτότητά του.
        Μέχρι τώρα η επιστήμη μπορούσε να λειτουργεί με την ορθολογική μέθοδο· επειδή όμως μετά την Θεωρία της Σχετικότητας και την Κβαντομηχανική αλλά και σε σύγχρονες κοινωνικές φόρμες, η ορθολογική αντιθετικότητα έδειχνε να υστερεί, αναζητήθηκε μια νέα λογική προσέγγιση, η οποία για να είναι χρήσιμη πρέπει να έχει μια μέθοδο. Η μέθοδος κι η λογική διαδικασία, αντίθετα με τους υπαινιγμούς του Αντόρνο, δεν μπορεί παρά να είναι σύμφυτες.  Ήδη από την εποχή του Ηράκλειτου, η διαλεκτική είχε προταθεί ως σύμφυτος τρόπος ύπαρξης, Είναι, Λέγειν και Νοείν. Γι’αυτό δεν μπορεί να λέγεται ότι «στην όποια διαλεκτική, μπορεί να μη θεμελιώνεται η μέθοδός της μα (αόριστα) να δικαιολογείται», αφού τέλος πάντων, με κάποια Λογική πρέπει να δικαιολογείται, η οποία συγχρόνως είναι και μέθοδος. Και τι θα πει: «όσο του είναι δυνατόν ο συγγραφέας φανερώνει τα χαρτιά του…»! Μήπως είναι καμιά χαρτορίχτρα που περιμένει τις εξελίξεις της τράπουλας;  Ή δεν έχει ήδη κατασταλάξει σ’αυτά που θα πει, περιμένοντας από «μια δημιουργική ασάφεια» να γεννηθεί κάτι εν τη εξελίξει της γραφής του; κι αυτό που είναι το «κάτι που δε συμπίπτει με το παιγνίδι», μήπως είναι άσχετο με την πραγματεία του;

Όταν ο Μπένγιαμιν το 1937 διάβασε το αποπερατωμένο μέρος της «Μετα-κριτικής της Γνωσιολογίας», το τελευταίο κεφάλαιο εκείνης της έκδοσης, αποφάνθηκε ότι πρέπει να περάσει κανείς από την παγωμένη έρημο της αφαίρεσης για να φτάσει με συνέπεια σε συγκεκριμένες φιλοσοφικές σκέψεις. 

                                                                                                                                   Ο Χέγκελ είχε δώσει μια Διαλεκτική Λογική που καμάρωνε ότι πραγματεύεται το αφηρημένο, άρα το τοπίο του αφηρημένου δεν είναι τόσο ερημικό, το έχουν πατήσει κι άλλοι. Βέβαια δεν ξέρω αν ο Μπένγιαμιν λέγοντας κάτι τέτοιο, ανταποκρινόταν σ’αυτό που αληθινά ο Αντόρνο εννοούσε ή παρουσιάζεται απ’τον εκδότη αυτό το ηχηρό αλλά κούφιο σχήμα λόγου, για την χρήση ενός ηχηρού αλλά υπερτιμημένου ονόματος.

Τα συγκεκριμένα συμπεράσματα στη σύγχρονη φιλοσοφία συνήθως ήταν μόνο λαθραία.  Απεναντίας το παρόν κείμενο, που σε μεγάλη έκταση είναι αφηρημένο, θέλει να υπηρετήσει τόσο την αυθεντικότητα της διαλεκτικής σκέψης, όσο και την εξήγηση της συγκεκριμένης μεθοδολογίας του συγγραφέα.

Επειδή η σύγχρονη φιλοσοφία επανήλθε στα αρχικά της καθήκοντα, δηλαδή να πραγματεύεται την τέχνη της νόησης (τη λογική), είναι υπερβολή να κατηγορηθεί η σύγχρονη φιλοσοφία ότι τα συμπεράσματά είναι της ως συγκεκριμένα, λαθραία και μόνον. Αλλά ακόμα κι αν είχε δίκιο ο συντάξας αυτόν τον πρόλογο, τι νόημα έχει η φιλοσοφία αν δεν προσφέρει κάτι στο χώρο του συγκεκριμένου, όπως στη Λογική, την Ηθική και την Πολιτική.  Εκτός αν την λογαριάζει ως τέχνη της ηδονής του λόγου ή του λέγειν “περί το αφηρημένο”, για να διασκεδάζουν διαλογικά ή να καταλαμβάνουν διδακτικές θέσεις κάποιοι, απολαμβάνοντας προνόμια, αλλά μη έχοντας τίποτα να διδάξουν. Ακόμα είναι απορίας άξιον, ότι μέσω της αφηρημένης αυθεντικότητάς του θα μας εξηγήσει τη συγκεκριμένη μεθοδολογία του, την οποία μας όρισε προηγουμένως ως περιστασιακή, δηλαδή ως μη-μεθοδολογία. 
Λοιπόν η φιλοσοφία εκτός απ’την τέχνη της λογικής έχει κι άλλα σπουδαία καθήκοντα: Την αισθητική και την ηθική, μέσω των οποίων και την πολιτική, των οποίων τα συμπεράσματά μολονότι συγκεκριμένα, δεν μπορούν να θεωρηθούν λαθραία.

Άν στη νεώτερη αισθητική αναζήτηση γίνεται λόγος για το αντι-δράμα και τον αντι-ήρωα, η Αρνητική διαλεκτική η οποία απέχει απ’όλα τα αισθητικά θέματα, θα μπορούσε να αποκληθεί αντι-σύστημα.  Με συνεπή λογικά μέσα προσπαθεί στη θέση της αρχής της ενότητας και της παντοκρατορίας της υπερκείμενης έννοιας, να προβάλλει την ιδέα όσων βρίσκονται έξω από το μαγικό κλοιό μιας τέτοιας ενότητας.   Αφότου ο συγγραφέας άρχισε να εμπιστεύεται τις δικές του πνευματικές παρορμήσεις, θεώρησε ως καθήκον του, να σπάσει με τη δύναμη του υποκειμένου το απατηλό κατασκεύασμα της συστατικής υποκειμενικότητας. Ένα από τα καθοριστικά μοτίβα του ήταν να ξεπεράσει μ’αυστηρό τρόπο τον επίσημο διαχωρισμό μεταξύ καθαρής φιλοσοφίας και της καθ’ύλην σκέψης ή της τυπικής επιστήμης.

Αν η φιλοσοφία είχε να προτείνει το αντι-σύστημα, αν απείχε απ’όλα τα αισθητικά θέματα, κι αν «με συνεπή λογικά μέσα (όμως χωρίς λογικό σύστημα) στη θέση της ενότητας και της παντοκρατορίας της υπερκείμενης έννοιας, είχε προβάλλει την ιδέα όσων βρίσκονται έξω από τον κύκλο μιας τέτοιας ενότητας» τότε δε θα ήταν φιλοσοφία, αλλά ένα μυστικιστικό υπερρεαλιστικό γλέντι του λέγειν ό,τι είναι άρρητο. Τότε πολύ πιθανόν η κοινωνία μας χωρίς το φιλοσοφικό οδηγό ζωής, δηλαδή την πολιτική σκέψη και την ηθική αρετή, που ορθώθηκε στην αρχαία Ελλάδα και έχει φράξει τον δρόμο της αυθαιρεσίας και του θεολογικού σκότους, θα ήταν ένα τεράστιο Αφγανιστάν, αφού όλες οι έννοιες ως αφηρημένες και ιδεατές, θα ορίζοντο απ’αυτόν που εξουσιάζει. Και στην περίπτωση αυτή, θα ήταν ο Πάπας, ο Παπάς ή ο Μουλάς.  Και μην πει κανείς ότι το αντι-σύστημα επιδιώκει ακριβώς το αντίθετο, αφού όλοι ξέρουν ότι μια τέτοια ακραία επιδίωξη, πάντα σαν αποτέλεσμα έχει την απόλυτη δεσποτεία αυτού που είναι το πιο αφηρημένο (το θεοκρατικό), το οποίο μάλιστα όταν γίνει εξουσία δεν είναι πλέον καθόλου αφηρημένο.  Ακόμα κάθε αντι-σύστημα συνθέτει απλά ένα σύστημα πολύ πιο σύνθετο με τελικά εξίσου άκαμπτους αλλά πιο δυσνόητους κανόνες, που μπορούν να «ερμηνεύονται μόνον από τους ειδικούς» αυτού του αντι-συστήματος και όχι από το ίδιο το λαό.
     Πέρα απ’όλα αυτά όμως θα έπρεπε να είχε κάνει εξαρχής σαφές αν με τον ασαφή χαραχτηρισμό “αρνητική διαλεκτική σκέψη” εννοεί μια συγκεκριμένη λογική ή επισημοποιεί το αγοραίο τσαλαβούτημα ανάμεσα σε δύο λογικές.

Εισαγωγή του συγγραφέα                                                                                             
Η φιλοσοφία που κάποτε φαινόταν ξεπερασμένη, διατηρείται στη ζωή, επειδή πέρασε και χάθηκε η στιγμή της  πραγματοποίησής της.

Πάντοτε υπάρχουν τάσεις που θεωρούν τη φιλοσοφία ξεπερασμένη, χωρίς ποτέ να έχει αληθινά ξεπεραστεί. Τώρα ποια είναι η στιγμή της πραγματοποίησής της και πότε πέρασε και χάθηκε! Πολύ εντυπωσιακό αλλά κι Α-νόητο ξεκίνημα για εισαγωγή φιλοσοφικής αντι-θεωρίας. Εκτός και αν το αντι-σύστημα της αντι-θεωρίας σηματοδοτεί και την αντι-λογική αυθαιρεσία.

Η αθροιστική κρίση, σύμφωνα με την οποία, η φιλοσοφία απλώς ερμήνευε τον κόσμο, και παραιτούμενη ενώπιον της πραγματικότητας έχει παραμορφωθεί και στο εσωτερικό της, αποβαίνει μια ηττοπάθεια του Λόγου μετά την αποτυχία της αλλαγής του κόσμου.

Ενώ τη φιλοσοφία παρουσιάζει ως τον αφηρημένο τρόπο της ερμηνείας του κόσμου, χωρίς να ορίζεται μια άλλη ιδιότητα που θα την έκανε συγκεκριμένη, της επισυνάπτει και μιαν ηττοπάθεια Λόγου και μιαν αποτυχία αλλαγής του κόσμου, που μάλλον στη σκέψη του θα ταίριαζε συγκεκριμένα, η λεγόμενη εφαρμογή του διαλεκτικού υλισμού, ως υπαρκτού σοσιαλισμού. Αφηρημένος Λογισμός μπορεί να οριστεί ο εγελιανός, το άκριτο πέρασμα όμως απ’το αφηρημένο στο συγκεκριμένο χωρίς επεξηγηματικούς προσδιορισμούς καταλύει κάθε Λόγο. Όμως ούτε ειδικά ο Διαλεκτικός Υλισμός απέτυχε να αλλάξει τον κόσμο, αφού η προσπάθειά του συνεχίζεται, αλλά ούτε κι οι άλλες θετικιστικές εμπειρο-κριτικο-ορθολογικές φιλοσοφικές θεωρίες απέτυχαν. Τον έχουν ήδη αλλάξει, γι’άλλους προς το καλύτερο και γι’άλλους προς το χειρότερο.
     Ακόμα η επάρατη αθροιστική κρίση την οποία λοιδωρεί, είναι ακριβώς αυτή που επαγγελματικά χρησιμοποιεί στην κρίση του περί φιλοσοφίας. Δηλαδή αντί για τη φιλοσοφία ως ζέον γίγνεσθαι του νοείν, διδάσκει την ιστορία της φιλοσοφίας, αθροίζοντας αμφίβολες “κριτικές” απόψεις γύρω από διακεκριμένους διανοητές.

Δεν προσφέρει (η φιλοσοφία) κανέναν τόπο, απ’όπου η θεωρία ως τέτοια θα μπορούσε να αποδειχθεί συγκεκριμένα αναχρονιστική, ενώ αυτή η υποψία παραμένει. Η ερμηνεία που επαγγελλόταν την πρακτική μετάβαση ήταν ίσως ανεπαρκής.  Η στιγμή στην οποία στηριζόταν η κριτική της θεωρίας, δεν μπορεί να παραταθεί θεωρητικά. Η πρακτική που έχει αναβληθεί επ’αόριστον, δεν είναι πια αρχή της αρνησικυρίας κατά της αυτάρεσκης θεωρητικής εικοτολογίας, αλλά συνήθως ένα πρόσχημα δια του οποίου υπό εκτελεστικές εκτιμήσεις να στραγγαλίζεται ως μάταια η κριτική σκέψη, την οποίαν έχει ανάγκη η πρακτική της αλλαγής. Αφότου η φιλοσοφία αθέτησε την υπόσχεσή της ότι είναι ταυτόσημη με την πραγματικότητα ή βρίσκεται στα πρόθυρα της επίτευξης της πραγματικότητας, είναι αναγκασμένη να ασκήσει αδυσώπητη αυτοκριτική.

[Αυτό το διαλογικό μπάχαλο, φανερώνει την ιδεολογική καταπίεση που η πολιτεία στην Αμερική ασκεί στους “αριστερούς” διανοητές, οι οποίοι δεν θέλουν να χάσουν τις διδακτικές τους έδρες, αλλά δε θέλουν κιόλας ν’αποπατήσουν πάνω στην κρυφή ιδεολογία τους. Επίσης δεν θέλουν ολοκάθαρα να στραφούν ενάντια στον “επάρατο” υπαρκτό σοσιαλισμό της εποχής τους, αλλά να κρατούν μιαν εξ αποστάσεως εποικοδομιτική κριτική στάση].

Η φιλοσοφία στην αρχαιοελληνική της μορφή δεν αθέτησε τίποτα από ότι υποσχέθει, γιατί ποτέ μα ποτέ δε σκαρφάλωσε σε έωλα ύψη με τη σκάλα της Μεταφυσικής και της Αφαίρεσης.  Η αρχαοελληνική φιλοσοφία ξεκίνησε από τη λατρεία της φύσης, πέρασε στην προσπάθεια κατανόησης της φύσης, κι επεκτάθει στη Λογική και την Ηθική. Απέφυγε το αφηρημένο ως υβριστικό και ανόητο. Έδωσε τον ορθολογισμό ως συνειδητή πρακτική, την τυπική λογική που χωρίς αυτή ως τώρα δεν μπορούμε να πάμε πουθενά, έδωσε την ηθική πρακτική συμπεριφορά στον άνθρωπο ως κοινωνικό αλλά ελεύθερο όν, κι ακόμα έδωσε την Ορθή Διαλεκτική Λογική, που θα χρειαστούμε από δω και πέρα, στα όρια του κβαντικού κόσμου. Κι όλα αυτά η “επάρατη” φιλοσοφία περί το συγκεκριμένο που είναι η Λογική, το επιστημονικό ήθος, η πολιτική και η κοινωνική συμπεριφορά ως κατάκτηση της αρετής.  Να λοιπόν μια αυτοκριτική της φιλοσοφίας.
    Αν οι ευρωπαίοι θέλησαν, μέσα απ’τον ιουδαιο-χριστιανικό καθετήρα, να υπερβούν την παγανιστική φιλοσοφία που πραγματευόταν τη λατρεία της φύσης, δε φταίει η φιλοσοφία. Ακόμα, οι ιδέες του Πλάτωνα που αποτέλεσαν τη βάση του ευρωπαϊκού ιδεαλισμού, στον ίδιον είχαν πιο σεμνό κι επιστημονικό περιεχόμενο. Ήταν μια εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα του όντος. Δε μπορούσε ο Πλάτων να γνωρίζει πως οι ιδέες ως «εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα», μετά από 2500 χρόνια θα μπορούσαν να αναχθούν στην κληρονομική καταγραφή του DNA. Άλλωστε στον «Παρμενίδη» του έθεσε κι ερωτήματα που αμφισβήτησαν τις αρχές της ορθολογικής σκέψης, αλλά και την έννοια της Ιδέας ως απόλυτης και καθαρής.

Ο εσωτερικός αρχιτέκτονας της σκέψης δεν ζει στο παρόν τη στιγμή που οι εξωστρεφείς τεχνικοί κάνουν κατάσχεση του φεγγαριού. Τα εννοιολογικά περιβλήματα στα οποία, σύμφωνα με τα φιλοσοφικά έθιμα, θα έπρεπε να μπορεί να χωρέσει το Όλον,  παραβαλλόμενα με την απροσμέτρητη επέκταση της κοινωνίας και τις προόδους της θετικής γνώσης της φύσης, μοιάζουν με υπολείμματα της απλής εμπορευματικής κοινωνίας μέσα στον όψιμο βιομηχανικό καπιταλισμό.

Η φιλοσοφία ούτε παπούτσια πρέπει να φιάχνει, ούτε αεροπλάνα, αλλά  ούτε στέλνει πυραύλους στο φεγγάρι, αυτά κι άλλα πολλά μπορούν και πρέπει να κάνουν άλλες τέχνες. Αυτή έχει άλλα καθήκοντα όπως: την τέχνη της νόησης και της ηθικής συμπεριφοράς, που είναι το υπόβαθρο του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ο εννοιολογικός αρχιτέκτονας της σκέψης λοιπόν ζει στο παρόν και τα εννοιολογικά περιβλήματα της διαλεκτικής του, μπορούν να χωρέσουν το Όλον ποιοτικά, αλλά και μ’έναν διανοητικά “αντιοικονομικό” και παράκεντρο τρόπο και ποσοτικά.
     Η Διαλεκτική Λογική δεν έφτασε ακόμα στο επίπεδο να υποκαταστήσει τον ορθολογισμό, τον ντετερμινισμό και την τυπική λογική.  Κι αυτή η αντικατάσταση δεν είναι κάτι αυθαίρετο ή φανταστικό αλλά μια επείγουσα ανάγκη της επιστήμης. Οι εξωστρεφείς τεχνικοί κι όλοι οι διακεκριμένοι οραματιστές επιστήμονες, από το 1930 με την έλευση κβαντομηχανικής αναζητούν τρόπο σκέψης για να ερμηνεύσουν το επιστημονικό γίγνεσθαι. Έτσι θα δούμε πολλούς μεγάλους επιστήμονες που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην έρευνα, να φιλοσοφούν. Ως γνωστόν ο Αϊνστάιν, ο Μπόρ και ο Χάιζενμπεργκ ήταν συγχρόνως εραστές της φιλοσοφικής σκέψης. Ο Μπόρ ως οικόσημό του έχει επιλέξει το ανατολίτικο σύμβολο της ενότητας των αντιθέτων κι ο Χάιζενμπεργκ δεν κρύβει το θαυμασμό του για τον Ηράκλειτο και τον Πλάτωνα: Ποταμῷ οὔκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ, οὐδέ τῆς αὐτῆς οὐσίας ἅψασθαι κατ᾽ἔξιν τῆς αὑτῆς, ἀλλ᾽ ὀξύτητι καὶ τάχει μεταβολῆς σκίδνησι καὶ πάλιν συνάγει καὶ πρόσεισι καὶ ἄπεισι. (μᾶλλον δὲ οὐδὲ πάλιν  οὐδ᾽ὕστερον,  ἀλλ’ ᾽ἅμα συνίσταται καὶ ἀπολείπει). (Στον ίδιο ποταμό δεν ξαναμπαίνουμε, ούτε τη ίδια ουσία ξαναγγίζουμε γιατί βίαια και γρήγορα αλλάζει, αναχωρεί-επιστρέφοντας, χωρίζεται-ενώνοντας, καταλύεται-συντιθέμενη)  συγχρόνως.  Επίσης σύμφωνα με τον Μπώμ, «στην κβαντομηχανική, η θεωρία του πεδίου περιγράφει κάθε κίνηση σαν καταστροφή και δημιουργία των στοιχειωδών σωματίων. Δηλαδή αν ένα ηλεκτρόνιο υποστεί σκέδαση απ’την αρχική του κατεύθυνση σε διαφορετική, το περιστατικό περιγράφεται ως καταστροφή του αρχικού ηλεκτρονίου και δημιουργία άλλου, κινουμένου προς άλλη κατεύθυνση. Γενικότερα στην παράσταση του πεδίου η κίνηση του ηλεκτρονίου περιγράφεται ως καταστροφή σ’ένα σημείο και δημιουργία σ’άλλο παραπλήσιο».
      Ο Μπώμ λοιπόν "φιλοσοφώντας" επιστημονικά, διαπιστώνει ότι το κβαντικό γίγνεσθαι συμφωνεί με την Ηρακλειτική αντίληψη για την καταλυτική-συνθετότητα και την αντιφατικότητα του Είναι.
     Τα τελευταία χρόνια οι Νεοθετικιστές, όρισαν τη φιλοσοφία ως ειδική επιστήμη, σαν «πραγματεία της λογικής της γλώσσα»ς, όπου κάθε άλλη διάστασή της να θεωρείται ένα έωλο κι ασαφές είδος διαλογισμού. Ο ντετερμινισμός στη συνέχεια, έγινε συνώνυμο με την επιστημονικότητα και ο χώρος της φιλοσοφίας μέσα στην επιστήμη, ελαχιστοποιήθηκε έως μηδενίστηκε. Με την είσοδο
όμως της κβαντομηχανικής στο προσκήνιο των επιστημών και το ντετερμινισμό ν’αποκαθηλώνεται, μεγάλοι επιστήμονες που θα έπρεπε να πρόσκεινται στον ντετερμινισμό, βλέπουμε να ανοίγουν ένα μακρόχρονο ιδεολογικό πόλεμο, επάνω στις αρχές και τις εξελίξεις της σύγχρονης επιστήμης. Η διαμάχη αυτή εμπλέκει βίαια τη φιλοσοφία, μέσα στην καρδιά της επιστήμης, έτσι που να μην είναι πλέον εφικτός ένας νέος διαχωρισμός. Την εποχή που ορισμένοι διακεκριμένοι φιλόσοφοι, έκλειναν τη θύρα της επιστήμης στη φιλοσοφία, κάποιοι μεγάλοι επιστήμονες παραμερίζοντας όλες τις θεωρητικολογίες της εποχής τους, περί διαχωρισμού επιστήμης και φιλοσοφίας, αυθόρμητα και όλο ζωντάνια της άνοιγαν την πόρτα απλόχερα προσφέροντας μερίδιο ηγεμονικό.
      Εκτός απ’την τέχνη της νόησης όπου η φιλοσοφία έχει επιφορτιστεί το καθήκον της δημιουργίας μιας Διαλεκτικής Λογικής ανώτερης απ’την Εγελιανή, δηλαδή κάποιας «εκσυγχρονισμένης» Ηρακλειτικής διαλεκτικής, έχει κι άλλα καθήκοντα: να περιμαζέψει τις ηθικές φθορές που έχει επιφέρει στον κοινωνικό ιστό ο καπιταλισμός και το «πολιτισμικό του εποικοδόμημα», που είναι ο άκρατος καταναλωτισμός. Δηλαδή να ανοίξει ξανά το δρόμο για έναν αληθινό σοσιαλισμό. Έτσι η διαλεκτική φιλοσοφία προτείνοντας το σοσιαλιστικό όραμα πέρα από κάθε δογματισμό κι αντίθετα με την άποψη του Αντόρνο, δικαιούται ν’αγκαλιάζει τα πάντα.

Η επιβαλλόμενη από επιμέρους της επιστήμης υποπλασία της φιλοσοφίας, στα μέτρα μιας επιμέρους επιστήμης είναι η πιο απτή έκφραση του ιστορικού της πεπρωμένου. (έδειξα πριν ότι αυτή η πρόθεση του νεοθετικισμού δεν ισχύει πανηγυρικά). Αν κι ο Καντ είχε απαλλαγεί απ’τη σχολική έννοια της φιλοσοφίας για να προχωρήσει στην κοσμική έννοιά της, εν τω μεταξύ η ίδια αναγκάστηκε να επαναστραφή στη σχολική της έννοια. . . .(σχολική υποθέτω σχολαστική ή ακαδημαϊκή)
     Μια παραπλήσια παρατήρηση είχε κάνει ο Χέγκελ για το έργο του Κάντ, συνέβει όμως το ίδιο καί στον Χέγκελ αλλά καί στον Αντόρνο. Στους Καντ και Χέγκελ γιατί ανέβασαν το έργο τους στο Απόλυτο «ύψος» της Μεταφυσικής και υπό το βάρος της επιστήμης που επικαλούντο το έργο τους γκρεμίστηκε, ενώ ο Αντόρνο έχει ήδη
βγει, με τις διακηρύξεις του, έξω απ'τα όρια της τέχνης της νόησης που είναι η Φιλοσοφία, αφού επεδίωκε με κόπους αυτό που δεν νοείται.
      Λέει ο Αντόρνο για τον Χέγκελ:  Όπου συγχέει αυτήν την τελευταία (τη φιλοσοφία) με την κοσμική έννοια, οι υπεραξιώσεις της γίνονται γελοίες.   Ναι όταν η φιλοσοφία σκοπό ή οδηγό έχει την όποια Μεταφυσική. Αντίθετα όταν είναι Αληθινά Διαλεκτική, δικαιούται ν’αγκαλιάσει με αξιώσεις Όλο το Παγκόσμιο Γιγνεσθαι, για ένα λόγο πάρα πάνω, που είναι από αρχαιοτάτων χρόνων η επιστήμη του Γίγνεσθαι και των κοινωνικών σχέσεων.

Παρά τη διδασκαλία του για το Απόλυτο Πνεύμα στο οποίο την συγκαταλόγιζε, ο Χέγκελ θεωρούσε τη φιλοσοφία ως απλό στοιχείο μέσα στην πραγματικότητα, ως μια δραστηριότητα στο πλαίσιο του καταμερισμού, κι έτσι την περιόριζε.

Το επιλήψιμο στη διαλεκτική του Χέγκελ είναι η ίδια η διδασκαλία του για το απόλυτο πνεύμα κι όχι ο αυτοπεριορισμός σε σχέση με την πραγματικότητα. Εξάλλου η πραγματικότητα όπως την εννούσε ο Χέγκελ, είναι αυτή των ιδεών και της νόησης.  Η άλλη, αυτή που ο καθένας εννοεί ως πραγματικότητα, ήταν (σύμφωνα με τη γνώμη του), ψευδής και πολύ λίγα από αυτήν, θα μπορούσαν να φέρουν μ’επίφαση τ’όνομα της αλήθειας..
    Εγώ πάλι δε βλέπω κανένα καταμερισμό απ’τον Χέγκελ στη φιλοσοφία, όταν μάλιστα της συνδέει με το Όλον, δηλαδή το Απόλυτο και την Μεταφυσική. Αν ο Αντόρνο εβλέπε κάτι τέτοιο θα έπρέπει να το παρουσιάσει μ’επιχειρήματα. Βέβαια σ’ένα κείμενο σαν την Επιστήμη της Λογικής, κάθε αναγνώστης μπορεί να βρει ό,τι λαχταρά η ψυχή του εκτός από μιαν Επιστήμη της λογικής.

Αυτό είχε ως συνέπεια το δικό της περιορισμό, τη δυσαναλογία της προς την πραγματικότητα και μάλιστα τόσο περισσότερο όσο πιο συστηματικά ξεχνούσε αυτόν τον περιορισμό και, σαν να επρόκειτο για κάτι ξένο προς την ίδια, δεν δεχόταν να στοχαστεί τη δική της θέση σ’ένα όλον το οποίο θα μονοπωλεί ως αντικείμενό της αντί να το γνωρίζει,  όσο και αν εξαρτάται από αυτό μέχρι την εσωτερική σύνθεσή της, την ενύπαρκτη αλήθεια της.

Εδώ έχουμε από τον Αντόρνο μια συρροή αντιστικτικών σκέρτσων χωρίς αληθινό περιεχόμενο. Όπως έψαχνε για την αντίφαση μέσ’την αντίφαση τώρα ψάχνει για τον περιορισμό και τη δυσαναλογία των εγελιανών απόψεων, σε σχέση με μια ιδεατή πραγματικότητα, η οποία αληθινά δεν υπάρχει. Αυτή η δυσαναλογία δεν σχετίζεται με την πραγματική πραγματικότητα, αλλά με την ιδεατή του Νοείν σε σχέση με τα Καθαυτά όντα: §84 σελ.201: Δεν πρέπει το Πράγμα (η ουσία του κόσμου), να φέρει το ελάττωμα της Αντίφασης. Αυτό πρέπει ν’αποδοθεί στη λογική ικανότητα, (την ουσία του πνεύματος). Δηλαδή τα πράγματα καθαυτά που γι'αυτόν και τον Καντ είναι η ουσία του κόσμου, δεν αντιφάσκουν, αλλά είναι ο εμπειρικός κόσμος που αντιφάσκει. Αυτός όμως κατά τον Χέγκελ δεν είναι αληθής, αφού δεν δέχεται ότι η εμπειρία είναι απόλυτα αληθής κι ότι ο εμπειρικός κόσμος απέχει πολύ από την πραγματικότητα: § 40 σελ. 122: Η κριτική φιλοσοφία θεωρεί την εμπειρία ως Μοναδική βάση των γνώσεων· δεν θεωρεί όμως ότι είναι αλήθειες, αλλά μόνο γνώσεις φαινομένων. Έτσι κατ'αυτόν, το Νοείν υποχρεούται να αντιφάσκει παρουσιάζοντας αναντιστοιχία με τον καθαυτό κόσμο τον οποίο θεωρεί πραγματικό.  Αν όμως εμείς οι υλιστές δεχτούμε ότι αυτή η εμπειρική πραγματικότητα είναι η πραγματική που αντιφάσκει, τότε το αντιφάσκειν της λογικής δεν παρουσιάζει αναντιστοιχία με την πραγματικότητα. Δηλαδή είναι ο ιδεαλισμός του Χέγκελ που τον υποχρεώνει στην αποδοχή αυτής της αναντιστοιχίας.

Μόνο τη φιλοσοφία που απαλλάσσεται από μια τέτοιαν αφέλεια αξίζει κανείς να εξακολουθήσει να σκέφτεται.  Αλλά  ο κριτικός αυτοστοχασμός δεν επιτρέπει να αφήνει έξω τις κορυφαίες εξάρσεις στην ιστορία της φιλοσοφίας.  Καθήκον του θα ήταν να ρωτά, αν και πως είναι ακόμη δυνατή, μετά την πτώση της Εγελιανής φιλοσοφίας, όπως ο Καντ εξέταζε τη δυνατότητα της μεταφυσικής μετά την κριτική του ορθολογισμού. Αν η Εγελιανή διδασκαλία περί διαλεκτικής είναι η ανώτατη προσπάθεια της σκέψης να φανεί αντάξια του ετερογενούς αντικειμένου της, χρησιμοποιώντας φιλοσοφικές έννοιες, τώρα πρέπει  να δώσει κανείς λόγο  για την εκκρεμή σχέση της προς τη διαλεκτική, εφόσον η προσπάθειά του απέτυχε.

 Έχω την εντύπωση πως μια κριτική στο έργο του Χέγκελ που φλερτάρει με το άρρητο, δεν επαρκεί θα έπρεπε να είναι πιο συγκεκριμένη και ν’άφηνε το χορό του αφηρημένου σ’άλλες δικές του προτάσεις περί διαλεκτικής, αφού τελικά τα νοήματα, που είναι ήδη ισχνά, χάνονται αφήνοντας πίσω μόνο τη ρητορεία μιας υπερρεαλιστικής μουσικότητας.
    Εγώ θα συμφωνήσω στο ότι η προσπάθειά του Χέγκελ για μια Διαλεκτική Λογική τελικά απέτυχε, αλλά έχω κάνει μια προσπάθεια να το δικαιολογήσω σ’ένα έργο 140 σελίδων όπου εκτίθεμαι κι εγώ εκεί στα μάτια του αναγνώστη, παραθέτοντας και τα υπό κρίσιν αποσπάσματα. Κάθε κρίση στο έργο των Καντ και Χέγκελ, κρυμμένη πίσω από νεφελώδεις ατάκες είναι το λιγότερο ασεβής και άνανδρη.

Καμιά θεωρία δεν ξεφεύγει πια από την αγορά: η κάθε μια προσφέρεται ως δυνατή ανάμεσα στις ανταγωνιζόμενες απόψεις. Όλες θέτουν υποψηφιότητα, όλες καταπίνωνται.

Αυτή η έννοια της αγοράς, η τόσο χυδαία, η τόσο διάτρητη και οπωσδήποτε τόσο ξεπουλημένη σ’όλες τις μορφές δεν ταιριάζει ως παράδειγμα σε ένα κανένα  φιλοσοφικό δοκίμιο· η όποια της μορφή, ακόμα κι αυτή η συμβολική, είναι εξοργιστική.  Εξάλλου όλοι γνωρίζουμε πια, ότι η αγορά δεν αφήνει τίποτα στην αγορά. Κουμαντάρει τα πάντα και τα σερβίρει όπως τη συμφέρει. Η αγορά αυτή που δεν είναι όπως η αρχαία, "δικαστήριο του λόγου" αλλά το αλαλάζον παζάρι των τοκογλύφων.  Επειδή όμως η τέχνη κι η φιλοσοφία δε σταματούσαν ποτέ στα όριά τους, αλλά πάντα είχαν διάσταση κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική, η εκάστοτε εξουσία θρησκευτική, πολιτική ή οικονομική, την ποδηγετούσε προς την κατευθύνση του αφηρημένου ή του μεταφυσικού. Έτσι η αγορά του λόγου κουμαντάρει με τα λεφτά της τον πολιτισμό και το όραμα όπως θέλει. (Επενδύει κι αναμένει το Διάφορο).

Τ’όνομά της (Διαλεκτικής) δε λέει κατ’αρχάς παρά μόνον ότι τα αντικείμενά της δεν χωρούν ακριβώς στην έννοιά τους, ότι έρχονται σε αντίθεση με τον παραδοσιακό κανόνα της adaequatio (την αντιστοιχία έννοιας και πραγματικότητας).  Αυτή η αντίθεση δεν είναι όπως ήταν αναγκασμένος να την εξωραΐσει ο απόλυτος ιδεαλισμός του Χέγκελ: δεν έχει το χαραχτήρα της ηρακλείτειας ουσίας. Η επίφαση της ταυτότητας ενυπάρχει όμως στην ίδια τη σκέψη σύμφωνα με την καθαρή μορφή της. «Σκέπτομαι άρα ταυτίζω».  Με ικανοποίηση το εννοιολογικό σύστημα μπαίνει μπροστά και σκεπάζει αυτό που η σκέψη θέλει να καταργήσει.

Η Διαλεκτική δεν έχει καμιά σχέση μ’αυτό που ισχυρίζονται ο Αντόρνο και ο Χέγκελ. Δηλαδή ότι «τ’αντικείμενά της δε χωρούν ακριβώς στην έννοιά τους», κατά τον Αντόρνο, ούτε ότι «δεν μπορούμε να χρεώσουμε την αδυναμία της αντίφασης στα πράγματα αλλά στην νόηση», κατά το Χέγκελ. Δεν υπάρχει καμιά επίφαση στην ίδια τη σκέψη, αλλά ούτε καθαρή μορφή σκέψης υπάρχει.   Η πρόταση "σκέπτομαι άρα ταυτίζω" είναι υπερβολική και λανθασμένη, αφού μπορώ να σκέπτομαι χωρίς να ταυτίζω ή να αρνούμαι την ταυτίση ή ακόμα να αντιλαμβάνομαι την αντίφαση του Είναι μέσα στην ίδια την Ταυτότητα.                  Η Διαλεκτική δεν είναι ένα παίγνιο ευφυίας που επιδίδονται κάποιοι «ξεχωριστοί» άνθρωποι, αλλά μια λογική που θέλει, αντίθετα απ’τον ορθολογισμό, να έχει απόλυτη αντιστοιχία με την πραγματικότητα. Επειδή τα πράγματα έχουν τον καταλυτικο-συνθετικό χαραχτήρα της ηρακλείτειας Ουσίας (όντας αντιφατικά), έγινε μια προσπάθεια από τους αρχαίους πάγανες διανοητές για τη σύλληψη Διαλεκτικής Λογικής που μπορεί να «λέγει» τον κόσμο όπως είναι.  

     Επαναλαμβάνω: υπάρχουν δυο Διαλεκτικές: η αντιθετική όπου ο διάλογος σταματά στα όρια των διαλεγομένων χωρίς να τα παραβιάζει, η οποία παίζει το ρόλο των δυναμικών και διαφορικών του διεργασιών, όντας η ολοκλήρωση του ορθολογισμό, και η άλλη είναι η αντιφατική διαλεκτική όπου ο διάλογος παραβιάζει τα όρια των διαλεγομένων, χωρίς να αφήνει κάποιο έσχατο απαραβίαστο. Η πρώτη είναι διαλεκτική της φαινομενικότητας κι η άλλη διαλεκτική της ουσίας.
       Ο Χέγκελ, ως μελετητής του Πλάτωνα, προσπάθησε να δώσει απάντηση στις αντινομίες του ορθολογισμού όπως ετέθησαν στον διάλογο του Πλάτωνα «Παρμενίδης».  'Ετσι συνέλαβε μια “διαλεκτική” της καθαρής νόησης, που ξεκινά από το Είναι ως καθαυτό (απόλυτο και καθαρό) και μέσ’από ένα «αντιφατικό» ταξίδι αυτοαναίρεσης, αυτοπροσδιορισμού κι αυτοεπαλήθευσης στην φαινομενικότητα της ιδέας, επιστρέφει στο Απόλυτο, πλέον ως προσδιορισμένο. Κατ’αυτόν «τα πράγματα, καθαυτά ή όχι, δεν πρέπει  να φέρουν  την αδυναμία  της αντίφασης·  είναι η λογική που βρίσκεται σε ένα αντιφατικό και φαινομενικό γίγνεσθαι».   Η αντιφατικότητα λοιπόν που διατυμπανίζει ο Χέγκελ, αναγκαστικά εκτρέπεται συνεχώς σ’αντιθετικότητα, δημιουργώντας ένα περιρρέον νέφος ασάφειας γύρω απ’το θέμα περί την αντιφατικότητα.  Δε θέλει ν’αποκοπεί τελείως απ’τον ορθολογισμό. ΄Ετσι οι λογικές αρχές του, μη όντας αρχές αληθινής διαλεκτικής λογικής, δεν μπόρεσαν να υποκαταστήσουν την τυπική λογική του Αριστοτέλη στην επιστημονική έρευνα, για ένα λόγο πάρα πάνω ότι δεν ήταν αρχές λογικής χρήσης αλλά μάλλον ορθά συμπεράσματα.

Η φαινομενικότητά της (Διαλεκτικής) κι η αλήθεια της διασταυρώνονται. Η πρώτη δεν μπορεί να απαληφθεί με διατάγματα π,χ, με τη διαβεβαίωση περί μιας αυθυπαρξίας έξω απ’την ολότητα των νοητικών ορισμών.

     (Για την ουσιαστική Διαλεκτική δεν χρειάζεται ούτε καμιά διαβεβαίωση ούτε κάποιο διάταγμα αφού έτσι είναι η πραγματικότητα κι ο τρόπος που αντανακλάται στη νόηση). 
     Στα κρυφά αυτό υπάρχει στη φιλοσοφία του Καντ κι ο Χέγκελ το χρησιμοποίησε εναντίον του: το «καθαυτό» πέρα απ’την έννοια, ως εντελώς ακαθόριστο, είναι ανύπαρκτο. Το μόνο που είναι ανοικτό για τη συνείδηση του φαινομενικού χαραχτήρα της εννοιολογικής ολότητας είναι να σπάσει εκ των ένδον τη φαινομενικότητα της απόλυτης ταυτότητας σύμφωνα με το κριτήριό της. (Απ’την στιγμή που θα δεχτούμε ότι το Καθαυτό είναι ανύπαρκτο, ο ορθολογισμός αποδομείται κι η όποια φαινομενικότητα της όποιας διαλεκτικής καταρρέει).
    Επειδή όμως η ολότητα αυτή δομείται σύμφωνα με τη λογική, τον πυρήνα της οποίας αποτελεί η αρχή του αποκλειομένου τρίτου, ό,τι δεν συμμορφώνεται με αυτή την αρχή, κάθε τι ποιοτικά διαφορετικό, λαμβάνει τον χαρακτήρα της αντίφασης.
    (Εδώ ο συγγραφέας μας απ’τη μια υπερβάλλει, αφού χωρίς την «αρχή της ταυτότητας» και την «αρχή της μη αντίφασης» δε μπορεί να υπάρξει «αρχή του αποκλείοντος τρίτου» κι απ’την άλλη αφήνει να διαφαίνεται ως μοναδική λογική ο ορθολογισμός). 
     Η αντίφαση είναι το μη ταυτόσημo από την άποψη της ταυτότητας· η πρωτοκαθεδρία της αντίφασης στη διαλεκτική κρίνει το ετερογενές κατ’αντιπαραβολή με την ενιαία σκέψη.  Καθώς αυτή σκοντάφτει στα όριά της, ξεπερνά τον εαυτό της.  Διαλεκτική είναι η συνεπής συνείδηση της μη ταυτότητας. Δε λαμβάνει εκ των προτέρων θέση. Η σκέψη οδηγείται στη διαλεκτική απ’την αναπόφευκτη ανεπάρκειά της, απ’το χρέος της  απέναντι σε αυτό που σκέπτεται.
     Όλο αυτό το ρητορικό δαιδαλώδες, ο Ηράκλειτος όρισε πριν 25 αιώνες ως εξής: «Διαφερόμενον ἑαυτῷ ὀμολογέει», τηρώντας τον συνοπτικό χαρακτήρα του αντιφατικού Λόγου και την συνοπτική γλώσσα της Διαλεκτικής.  Αυτό θα πεί ότι η Διαλεκτική είναι η συνείδηση της αυτο-αναιρούμενης ταυτότητας και όχι της «μη ταυτότητας». Κάτι που τονίζεται απ’τον Αντόρνο ως ένα θεμέλιο της Αρνητικής Διαλεκτικής, αλλά με τον τρόπο που δικαιολογείται φαντάζει αγοραίο.

Το εσωτερικά διαφοροποιημένο φαίνεται ως αποκλίνων διάφωνο, αρνητικό, όσο η συνείδηση από την ίδια της τη μορφή είναι αναγκασμένη να τείνει προς την ενότητα: όσο η συνείδηση κρίνει καθετί μη ταυτόσημο μ’αυτή, κατ’αντιπαραβολή προς την αξίωση της ολότητας που προβάλλει η ίδια.  Αυτή την αντίφαση επιρρίπτει η διαλεκτική στη συνείδηση. Επειδή η συνείδηση εμμένει στον εαυτό της, η ίδια η αντιφατικότητα έχει τον χαραχτήρα της αναπόφευκτης νομοτέλειας. Αντίφαση είναι η μη ταυτότητα υπό τη μαγική ισχύ του νόμου ο οποίος προσβάλλει και το μη ταυτόσημο.

Αντόρνο μέσω της αντιφατικής φαινομενολογίας της ιδέας (της συνείδησης) του Χέγκελ, ξεπερνά ακόμα κι αυτόν στην ιδεαλιστική διαπραγμάτευση! Οι Ευρωπαίοι διανοητές, ακόμα κι όταν θέλουν να είναι υλιστές, έχοντας πληγεί τόσο απ’την ιδεοκρατία, που λόγω των ιουδο-χριστιανικών τους καταβολών, είναι πιο ιδεαλιστές απ’τον Πλάτωνα.  Ο Αντόρνο ψάχνει να βρεί την αντιφατικότητα μέσα στην αντιφατικότητα για να την ανεβάσει σε ακόμα υψηλότερο επίπεδο (να την Ιδεοποιήσει).    Γνώμη μου είναι ότι η αντιφατικότητα δεν είναι για να βγάζουμε το υπολανθάνον ιδεαλιστικό μας «άχτι», αλλά για να μπορούμε να ερμηνεύουμε τον κόσμο που είναι αντιφατικός· και όταν αντινομούμε (όχι αντιφάσκουμε) ορθολογικά, δεν φταίει η συνείδησή μας γι’αυτό, αλλά η συνήθειά μας να βλέπουμε τον κόσμο να μην αλλάζει.     Ακόμα γνωρίζοντας ότι ο κόσμος και τα πράγματα αλλάζουν, κι αφού η αλλαγή είναι τόσο αργή μπορούμε να προβούμε σε συγκριτικές ορθολογικές διεργασίες, δεχόμενοι συμβατικά ότι ο κόσμος δεν αντιφάσκει.  Τόσο απλά, χωρίς καμιά μεταφυσική, χωρίς άχτι για τον χαμένο ιδεαλισμό που υποφώσκει ακόμα στην συνείδηση του κάθε «μεταμελημένου» μεταφυσικού ιδεαλιστή, χωρίς καθαυτά όντα και συγχρόνως χωρίς την απαίτηση της αλάθητης ορθολογικής αλήθειας.  Είναι γι’αυτό που ο ορθολογισμός μπορεί να ζει ακόμα. Όμως αν θέλουμε η συνείδηση να συμβαδίζει με την αντικειμενική πραγματικότητα, επειδή ο κόσμος, ως πραγματικότητα είναι αντιφατικός, που καταλύεται-συντιθέμενος, (Είναι―ΜηΌντας), πρέπει να υπακούει στις αντιφατικές διαδικασίες της Διαλεκτικής Λογικής. Έτσι απλά, χωρίς το μπάχαλο του εσωτερικού διαλόγου, όπου αυτές οι καταστάσεις και σχέσεις εξατομικεύονται και προσωποποιούνται “λογοτεχνικά”.
                                                                                          
Και συνεχίζει: Αυτός όμως δεν είναι νόμος της σκέψης μα της αντικειμενικής πραγματικότητας. Όποιος πειθαρχεί στη διαλεκτική σκέψη, πληρώνει χωρίς αμφιβολία ένα πικρό τίμημα θυσιάζοντας κάτι απ’την ποιοτική ποικιλομορφία της εμπειρίας.

Εδώ πρέπει να αναρωτηθούμε αν οι νόμοι της σκέψης μπορούν να είναι διαφορετικοί από τους νόμους της αντικειμενικής πραγματικότητας, αν η Διαλεκτική διαφέρει απ'αυτούς ή ο ορθολογισμός συμπίπτει μ'αυτούς.
    Φαίνεται ότι ο Αντόρνο όπως κι οι Ευρωπαίοι γενικά, βλέπουν την αντίφαση μέσα απ’τα μάτια του Καντ, ως αντινομία της νόησης και του Χέγκελ ως μετακίνηση της θέσης ή μετασχηματισμού κάποιου νοήματος μέσα στη συνείδηση. Επίσης όταν καταπιάνονται με την νόηση, για κάποιο λόγο, μάλλον υπολανθάνοντα θεολογικό την αυτονομούν, αποσπώντας την απ’το νοούμενο που είναι ο κόσμος.  Αντίθετα όμως όταν η τέχνη της νόησης έχει αντιστοιχία με την ίδια τη ζωή και τη φύση, πως θα μπορούσε να συμβεί αυτό το μέσω της διαλεκτικής απορίας άξιον, δηλαδή «…η θυσία απ’την ποιοτική ποικιλομορφία της εμπειρίας»· αφού η εμπειρία και ο κόσμος που την προσφέρει, είναι ακριβώς σε εξέλιξη έτσι όπως τα αντιλαμβάνεται η διαλεκτική και όχι όπως τη φαντάζεται ο ορθολογισμός.  Στη συνείδηση σχεδόν όλων των ευρωπαίων φιλοσόφων έχει καταγραφεί ανεξίτηλα η Καντιανή «εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα του όντος», που έχει αυτονομηθεί ως Καθαρό Εγώ, Καθαρή Συνείδηση, Ενδοϋπαρξιακή Εννόηση ή ό,τι άλλο. Ο Αντόρνο όπως κι άλλοι φιλόσοφοι την εξομοιώνουν ή την συνδέουν με χαλαρό τρόπο με τον ορθολογισμό. Αυτό επειδή δε γνώριζαν ότι "η εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα" του ανθρώπου δεν έχει καμιά σχέση με την ψυχή ή τη μεταφυσική, αλλά με το DNA, όντας μια κωδική κληρονομική εμπειρική καταγραφή η οποία είναι άκρως φυσική, που έχει μπει πλέον στη διαδικασία της αποκωδικοποίησης. Θα μπορούσε λοιπόν αυτό το θέμα να έχει ως εξής:                        Αν ο άνθρωπος είναι προϊόν της εξελικτικής πορείας του κόσμου, πρέπει να περιέχει στη δομή του όλες τις στιγμές αυτής της πορείας, γεγραμμένες κωδικά μέσα του με πολλούς τρόπους.  Η μορφή και η δομή του, είναι πρόσωπα αυτής της καταγραφής, όντας μια γλώσσα. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι μια κωδική καταγραφή εμπειρίας και γνώσης της πορείας του κόσμου στον κάθε άνθρωπο.  Όλες λοιπόν οι καταγραφές αυτές συνοψίζονται στον κώδικα ζωής, δηλαδή στο DNA, που είναι μια γλώσσα γεγραμμένη μέσα του που δεν έχει ακόμα διαβαστεί.
     Η οντολογική αυτή άποψη μπορεί να γίνει νοητή με δυο τρόπους:
Α. Ο ένας δέχεται ότι στο βάθος αυτή η γλώσσα μπορεί να συντίθεται από μια σειρά έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη, που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους έως τα όρια της ταυτότητας με τον εαυτό τους. Αυτά τα έσχατα στοιχειώδη που συνιστούν αυτό το γλωσσικό σύστημα, δρώντας ως απόλυτοι όροι, προϋποθέτουν λειτουργώντας από μια στιγμή και μετά να επαναλαμβάνουν τα συνθετικά πρότυπα του τέλους αυτού του παιγνίου. Δηλαδή απ’τη στιγμή που τέθησαν οι όροι του, (ή τη στιγμή της γέννησής του εμβίου όντος), όλη η εξέλιξή του είναι τελεολογικά προδιαγεγραμμένη· αφού έχοντας τεθεί οι απόλυτοι όροι της λειτουργίας του, τα συνθετικά πρότυπα του τέλους, τα οποία αυτοί οι όροι προϋποθέτουν, είναι εκεί εξαρχής περιμένοντας να πραγματοποιηθούν. Ένας κόσμος κλειστός ο οποίος έχει προκαθορισμένα όρια λειτουργίας, δεν μπορεί παρά να προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κόσμου ιδεών που υπάρχει από πριν περιμένοντας να πραγματοποιηθεί.   Ένας τέτοιου είδους κόσμος ιδεών, πρέπει να υπάρχει πριν απ’τα πράγματα, μετά τα πράγματα και μαζί με τα πράγματα, συνιστώντας ένα κλειστό σύστημα.  Η συζήτηση σ’αυτή την περίπτωση, δηλαδή αν η ιδέα υπάρχει πριν ή μετά τα πράγματα, δεν έχει νόημα. Νόημα έχει η συζήτηση αν ο κόσμος είναι ανοικτό ή κλειστό σύστημα, πως αυτό είναι δυνατόν και τι ικανοποιεί το διανοητή που επιλέγει από κει και πέρα το γνωστικό ήθος και τη λογική του.
Β.  Ο δεύτερος τρόπος είναι ο αντιφατικός, όπου η γλώσσα είναι ένα Όλον σε συνεχή εξέλιξη, κάτι το οποίον είναι δυνατόν μόνον όταν δεν υπάρχει σύστημα αναλλοίωτων στοιχειωδών εσχάτων. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, κάθε στοιχειώδες έχει αντιφατική φύση περιέχοντας το όλον με ένα δικό του τρόπο, που αυτός είναι ο κώδικας καταγραφής του κόσμου, όπως έχει εξελιχθεί ως τη μορφοποίηση του συγκεκριμένου στοιχειώδους, περιέχοντας με τρόπο δαιδαλώδη και παράκεντρο, όλες τις εξελικτικές στιγμές και τα πρόσωπα, του έως τότε κόσμου. Η οντολογική άποψη για το είδος του γνωστικού αυτού μηχανισμού, προϋποθέτει ο κόσμος να είναι ένα όλον, μια γλώσσα και μια γραφή σε συνεχές γίγνεσθαι. Μ’αυτή την προϋπόθεση, ο κληρονομικός μηχανισμός γνώσης και δράσης του όντος έχει φύση αντιφατική, προϋποθέτοντας κόσμο ανοικτό, που κάθε στοιχείο του να περιέχει τη δυνατότητα του ανεπανάληπτου.
     Κάθε εμπειρία που διοχετεύεται στο γνωστικό μηχανισμό, από τη μια διεγείρει και αφυπνίζει το μηχανισμό, ξαναθυμίζοντάς του «αρχαίους δρόμους», που χάνονται βαθιά μέσα στους προγόνους, το ζώο και τη φύση, και απ’την άλλη μη όντας αυτή η εμπειρία απόλυτα ίδια, αναδιαμορφώνει τον αρχαίο δρόμο που βρίσκει, πλουτίζοντάς τον. Έτσι την αποκωδικοποίηση του γνωστικού μηχανισμού που γίνεται με τη διοχέτευση της εμπειρίας, ακολουθεί και μια καταγραφή επανακωδικοποίησης ή συνειδητοποιημένης κωδικοποίησης που αναδιαμορφώνει τη δομή του ίδιου του εγκεφάλου.
      Σύμφωνα με την οντολογική αυτή άποψη, η γνώση είναι δυνατή γιατί μέσω της εμπειρίας αποκωδικοποιούμε την πορεία του κόσμου, όπως αυτή είναι γεγραμμένη στον κληρονομικό γνωστικό μας μηχανισμό.  Όλες οι δομές του ανθρώπινου γνωστικού μηχανισμού, είναι επανακωδικοποιημένες ξανά και ξανά, σε μιαν πορεία ατέλειωτη μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Η πορεία αυτή είναι μια γλώσσα, που είναι η Συνείδηση κι η Λογική.  Ενώ το μέρος του γνωστικού μηχανισμού που δεν έχει ακόμα αποκωδικοποιηθεί είναι η Αισθητική, δηλαδή το αίσθημα η ενόραση και η φαντασία.
     Δεν είναι λοιπόν αναγκαίο η λογική να συμπίπτει με τον ορθολογισμό, ούτε η συνείδηση ακολουθώντας τον αντιφατικό δρόμο, να αντινομεί.  Και επειδή οι όροι λειτουργίας αυτού του αυτογνωσιακού συνειδησιακού γίγνεσθαι, δεν είναι θετικοί και απόλυτοι για να είναι Ορθολογικό, αλλά όντας αντιφατικοί και εν τω Γίγνεσθαι, μπορεί να είναι Διαλεκτικό.

Μια διαφορετική εκδοχή της διαλεκτικής θα έπρεπε να αρκεστεί στην ανίσχυρη αναγέννησή της: την παραγωγή της ως ιστορία του πνεύματος μέσα από τις απορίες (τα αδιέξοδα) του Καντ κι όσα προγραμματίστηκαν στα συστήματα των διαδόχων του αλλά δεν πραγματοποιήθηκαν. . .

Ο Αντόρνο όπως πάρα πολλοί σύγχρονοι φιλόσοφοι, για να μπορούν να έχουν αντικείμενο στη δουλειά τους, φοράνε τις παρωπίδες τους παραμερίζοντας ότι έχει ειπωθεί απ'τους αρχαίους περί διαλεκτικής κι έτσι μπορούν να «κάνουν παιχνίδι». Θέλει να ξαναρχίσει τη διαλεκτική απ’την αρχή, χωρίς καμιά ουσιαστική αναφορά στον Ζήνωνα, τον Ηράκλειτο ούτε καν τον Λάο Τσε. Το έργο των οποίων αν συγκεντρωθεί και αξιοποιηθεί περιέχει μέσα του όλη τη Διαλεκτική.  Αντ'αυτού παίρνει τα φοιτητικά του τετράδια, με κρυφό καμάρι για τις επιδόσεις του πάνω στον Καντ και ξεκινά από κει. Δηλαδή απ’τον πιο μίζερο και σχολαστικό ορθολογισμό και τις ανόητες τέσσερις αντινομίες του. Ο Χέγκελ τουλάχιστον, που ο Αντόρνο θέλει να παρακάμψει χωρίς ουσιαστική κριτική αλλά με σχήματα λόγου, ξεκίνησε απ’τις αντινομίες του ορθολογισμού, που περιέχονται στο έργο του Πλάτωνα «Παρμενίδης»· όπου εκεί ο Πλάτων μολονότι είναι ίσως ο ανώτερος τεχνίτης του ορθολογισμού, στο έργο αυτό φανερώνει όλες τις βασικές έννοιες του ορθολογισμού ακόμα και των Ιδεών, ν’αντινομούν.  Ο Χέγκελ έχει τονίσει αυτό που ο Ζήνων έδειξε με τα νοητικά του πειράματα (τα παράδοξά του), ότι «ο ορθολογισμός αντινομεί όλος μαζί».  

Και συνεχίζει: Αυτά, μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνον αρνητικά. Η διαλεκτική αναπτύσσει την απαγορευμένη από το γενικό, διαφορά του ειδικού από το γενικό.  Ενώ αυτή η διαφορά, η συνειδητοποιημένη ρήξη μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, είναι αναπόφευκτη για το υποκείμενο και διαυλακώνει κάθε τι που αυτό σκέφτεται, ακόμη και κάθε τι αντικειμενικό, στη συμφιλίωση θα εύρισκε τέλος.  Η τελευταία θ'απελευθέρωνε το μη ταυτόσημο, θα το απάλλασσε ακόμη κι από τον εκπνευματισμένο καταναγκασμό και πρώτη φορά θα φανέρωνε το πλήθος των διαφορετικών, πάνω στο οποίο η διαλεκτική δεν έχει καμιάν εξουσία.                                                                                            

H διαλεκτική δεν μπορεί να είναι μόνον αρνητική γιατί έτσι μετατρέπεται σε ορθολογική αναλυτική αρνητικότητα. Η διαλεκτική ως αντιφατική είναι αρνητική-καταφατικότητα.   Η "απελευθέρωση του μη-ταυτόσημου" σημαίνει απλά την κατάλυση ή τη διάλυση του Λόγου.  Έτσι ούτε η διαλεκτική μπορεί μόνο με αρνητικότητα. αλλά ούτε ο ορθολογισμός. Στη διαλεκτική υπάρχει αντιφατικότητα και άρα αρνητική-καταφατικότητα και στον ορθολογισμό αντίθεση άρνησης και κατάφασης, όπου η Άρνηση είναι ελεύθερη από την Κατάφαση και αμφότερες υπάρχουν αντικειμενικά. Δηλαδή κάθε αρνητικότητα δεν προϋποθέτει και την καταφατικότητά της για να υπάρχει ή για να διαμορφώνεται αναλόγως.
                                                                                                                              Και συνεχίζει:   Η συμφιλίωση θα θυμόταν τιμητικά και θα ενστερνιζόταν, τα όχι πια εχθρικά πολλά και διάφορα, τα οποία ο υποκειμενικός Λόγος αναθεματίζει. Η διαλεκτική υπηρετεί την συμφιλίωση. Αποσυναρμολογεί τον καταναγκαστικό λογικό χαραχτήρα τον οποίον ακολουθεί· γι’αυτό κατηγορείται ως πανλογισμός. Ως ιδεαλιστική ήταν αλληλένδετη με την ηγεμονική θέση του απόλυτου υποκειμένου ως δύναμης που αρνητικά προκαλεί κάθε μεμονωμένη κίνηση της έννοιας και την όλη πορεία.

Αν δεν κάνω λάθος, ο Αντόρνο μιλά για μιαν άλλη συμφιλίωση την οποία απ'αυτή που αναφέρει ο Χέγκελ στην § 6 σελ. 61: Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η φιλοσοφία έχει περιεχόμενο αυτό που παράγεται και παράγει τον εαυτό του μέσ’την περιοχή της πνευματικής ζωής, έτσι που να γίνει, ο εξωτερικός και ο εσωτερικός κόσμος, κόσμος της συνείδησης κι η Πραγματικότητα είναι το περιεχόμενο αυτό. Μάλιστα η συμφωνία με την πραγματικότητα μπορεί να θεωρηθεί τουλάχιστον, σαν ένα εξωτερικό κριτήριο της αλήθειας της Φιλοσοφίας.  Έτσι πρέπει να θεωρηθεί ως ανώτατος και τελικός σκοπός αυτής της λογικής επιστήμης, η συμφιλιώση της αυτοσυνειδητοποιημένης λογικής ικανότητας με την υπαρκτή λογική ικανότητα ―την πραγματικότητα.                                                                                                                            Αυτό όμως, που είναι ο ανώτατος και τελικός σκοπός της Επιστήμης της Λογικής του Χέγκελ είναι η συμφιλίωση της αυτοσυνειδητοποιημένης, αντιφατικής και φαινομενικής λογικής ικανότητας, με την υπαρκτή Λογική της ορθολογικής πραγματικότητας. 
     Κατά τη γνώμη μου αυτή η συμφιλίωση, αντίθετα με την άποψη του Αντόρνο, δεν υπηρετεί τη διαλεκτική αλλά την κατατρώγει ύπουλα.   Αφού στην πρότασή του αυτή ο Χέγκελ δείχνει ότι δεν προτίθεται ν’αποχωριστεί τις βασικές αρχές του ορθολογισμού. Αυτό το διαπιστώνουμε συνεχώς κατά την ανάπτυξη των βασικών προσδιορισμών του έργου του, αλλά και στη διατύπωση των “αρχών της Διαλεκτικής Λογικής” του. Εκεί μετασχηματίζει μ’επιμέλεια τις θεμελιώδης προτάσεις της από αντιφατικές σ’αντιθετικές δίνοντας συνεχή αναφορά στον ορθολογισμό.
     Ακόμα στην πρότασή του αυτή ο Αντόρνο φαίνεται πως δεν γνωρίζει ότι η διαλεκτική ως συνειδητή πρακτική δεν γεννήθηκε σαν κριτική ή αντίλογός στους κόλπους του ορθολογισμού αλλά το αντίθετο:   Τον πέμπτο αιώνα π.Χ. ο Παρμενίδης σαν αντίλογο στη επικρατούσα τότε Διαλεκτική Λογική των Μιλησίων και του Ηράκλειτου κι ακόμα στην επικρατούσα τραγικότητα ως κοινωνική πρακτική, πρότεινε την συνειδητή χρήση του ορθολογισμού.      Πατώντας ο Παρμενίδης σ’αυτό που θεωρούσε αντινομία της διαλεκτικής σκέψης, δηλαδή στην αποδοχή της ύπαρξης του Μη-Όντος μέσα στην αντιφατικότητα του λογικού σχήματος για ό,τι «Είναι-ΜηΌντας», απέβαλλε την αντιφατικότητα από την λογική, διαχωρίζοντας έτσι τον ορθολογισμό από την διαλεκτική. Η συμφιλίωση αυτή λοιπόν είναι ένα είδος υπαναχώρησης των θέσεων της διαλεκτικής απέναντι στον ορθολογισμό τον οποίον ο Παρμενίδης έχει διαχωρίσει.
      Στη συνέχεια αναρωτιέμαι πως η αληθινή διαλεκτική, που χαρακτηρίζεται από αντιφατικότητα και δικαιολογεί πραγματικά την ύπαρξη της ιδιαιτερότητας και των πολλών ως σχετικών και εν τω γίγνεσθαι, δεν έχει καμιά «εξουσία» επ’αυτών, αλλά την αποκτά μ’αυτή την υποθετική συμφιλίωση η οποία δεν υπήρχε πριν;

Στο κομφούζιο αυτό της φιλοσοφολογίας θα μπορούσα να υπενθυμίσω κάποια διαλεκτικά αποφθέγματα των προσωκρατικών, σ’αντίθεση με τα οποία αναδύεται και ο παρμενίδειος ορθολογισμός. Αποσπάσματα τα οποία οι ευρωπαίοι διανοητές παραμερίζουν ή ενθυμούνται «ως μουσειακά υπολείμματα» για να έχουν περιθώριο να φιλοσοφούν παίρνοντας πανεπιστημιακές έδρες.
     ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ: Διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ, τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος ξυνοῦ, ζώουσιν οἱ πολλοί ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν. (Λόγος είναι το αντιφατικό νοείν και λέγειν).  [Επειδή πρέπει ν’ακολουθούμε το Λόγο, που είναι κοινός-ένας για όλους, γι’αυτό οι άνθρωποι, -οι πολλοί-, ζουν έχοντας δική τους βούληση κι ιδιαιτερότητα].
    Η ιδιαιτερότητα των ατόμων, είναι εκ φύσεως νόμιμη, γιατί το κοινό έδαφος που πατά, είναι ο Λόγος, η Διαλεκτική, η Αντιφατικότητα, που γεννά τη διαφορότητα.
     Αναξίμανδρος:
1.  Ο κόσμος είναι Ένας, Κινούμενος και Άπειρος.
2.  Το Άπειρο υπάρχει συγχρόνως ως Όλον και ως στοιχειώδες, ως αιτία και   αποτέλεσμα του γίγνεσθαι.
3.  Αφού το σύμπαν είναι άπειρο και κάθε τι μέσα του είναι ουσιαστικά άπειρο.

      Λάο-Τσε:    
1.   Η μεγάλη ευθεία ωφείλει να είναι κυρτή.  
2.   Το μεγάλο τετράγωνο δεν έχει γωνίες.

      Ηράκλειτος:   
1.   Στον ίδιο ποταμό μπαίνουμε και δε μπαίνουμε, είμαστε και δεν είμαστε.
2.  Την ίδια ουσία δεν ξανααγγίζουμε, γιατί όλα αλλάζουν βίαια και γρήγορα, καταλύονται-συντιθέμενα, χωρίζονται-ενώνοντας φεύγουν-επιστρέφοντας, Είναι-ΜηΌντας συγχρόνως
3.  Αυτό που διαφέρει συμφωνεί με τον εαυτό του.
4.  Αυτόν τον κόσμον που είναι ίδιος για όλους δεν τον έφτιαξε ούτε θεός ούτε ανθρωπος, ήταν, είναι και θα είναι αείζωον πυρ που αναβοσβήνει με μέτρο.
5. Η ευθεία είναι αποτέλεσμα περιστροφής (η ευθεία είναι αποτέλεσμα κυρτότητας στον τόρνο).

     Ζήνων:          
1. Δεν υπάρχει κάτι χωρίς μέγεθος, αν υπάρχει πρέπει να έχει και μέγεθος και όγκο και κάποιαν απόσταση από άλλο. Το ίδιο ισχύει και για το περιθώριο. Γιατί και αυτό θα έχει μέγεθος και πάντα θα περισσεύει κάτι αναλόγως. Θα το πω μια για πάντα. Δε μπορεί να υπάρχει έσχατο μέρος κάποιου, ούτε σώματος, ούτε περιθωρίου μεταξύ σωμάτων.  Ακόμα  δεν μπορεί κάτι να υπάρξει από μόνο του,  άσχετα από κάτι άλλο. Έτσι αν υπάρχουν πολλά, είναι ανάγκη να είναι συγχρόνως μεγάλα και μικρά. Τόσο μικρά που να μην έχουν μέγεθος και τόσο μεγάλα ώστε να είναι απείρου μεγέθους. (Μηδενικά και άπειρα, συγχρόνως).
2.  Το κινούμενο δεν κινείται ούτε στον τόπο που βρίσκεται, ούτε στον τόπο που δεν βρίσκεται.

     Η Διαλεκτική αυτών των διανοητών, είναι ακριβώς όπως πιστεύουν ότι είναι ο κόσμος: αντιφατική. Τιμούν την αντιστοιχία Νοείν και Είναι, ορίζοντάς την με τον ηρακλειτικό αντιφατικό τρόπο, που είναι ο Λόγος, επειδή μόνον έτσι μπορεί ο κόσμος να είναι και να λέγεται. Κάθε παρέκλιση από αυτόν, από ανάγκη ή άγνοια, είναι παραχώρηση στον ορθολογισμό και γι’αυτό αντινομεί.
     Ας δούμε τώρα πως ο Παρμενίδης οργανώνει τον ορθολογισμό, σ’αντίθεση με την ηρακλειτική διαλεκτική:

Απόσπασμα 2
     εἰ δ᾽ ἄγ᾽ἐγὼν ἐρέω, κομίσαι δὲ σὺ μῦθον ἀκούσας,
     αἵπερ ὁδοὶ μοῦναι διζήσιος εἱσι νοῆσαι,
     ἡ μὲν, ὅπως ἔστιν τε καὶ οὐκ ἔστι, μὴ εἶναι, 
     πειθοῦς ἐστι κέλευθος (ἀληθείῃ γὰρ ὀπηδεῖ),
     ἡ δ᾽ὡς οὐκ ἔστιν, τε καὶ ὡς χρεῶν ἐστι, μὴ εἶναι,
     τὴν δή τοι φράζω παναπευθέα ἔμμεν ἀταρπόν·
     οὔτε γὰρ ἂν γνοίης τὸ γε μὴ ἐόν (οὐ γὰρ ἀνυστόν)
     οὔτε φράσαις.

[Άκουσε λοιπόν με προσοχή αυτά που θα σου πω: αυτοί οι δύο δρόμοι μόνον είναι αντιφατικοί.  Ο ένας, πως κάτι δεν μπορεί να Είναι και να Μην Είναι (να είναι-μη όντας), αυτός είναι ο δρόμος της πειθούς, γιατί απ’την αλήθεια διαφεύγει. Ο άλλος (το Μη-Είναι), όπως έχει χρέος δεν μπορεί να υπάρχει.  Απ’αυτόν σ’αποτρέπω τελείως, γιατί το Μη-Είναι δε μπορείς ούτε να το νοήσεις, ούτε να το γνωρίσεις, ούτε να το πείς].

Απόσπασμα 6  3-9
       πρώτης γὰρ σ᾽ἀφ᾽ὁδοῦ ταύτης διζήσιος <εἴργω>
       αὐτὰρ ἔπειτ᾽ἀπὸ τῆς, ἣν δὴ βροτοί εἰδότες οὐδὲν
       πλάττονται δίκρανοι, ἀμηχανίη γὰρ ἐν αὐτῶν
       στήθεσιν ἰθύνει πλαγκτόν νόον. οἱ δὲ φοροῦνται
       κωφοί, τυφλοί τε, τεθηπότες ἄκριτα φῦλα οἷς τὸ
       πέλειν τε καὶ οὐκ,  εἶναι ταὐτὸν νενόμισται κοὐ
       ταὐτόν,  πάντων δὲ παλίντροπός ἐστι κέλευθος. 
                                  

[Απ’τον δρόμο αυτό, τον πρώτο, τον αντιφατικό, σ’αποτρέπω. (είναι ο πρώτος απ’τους δυο δρόμους που παρουσιάζει στο απόσπασμα 2 και στίχο 3)
Οι θνητοί απ’αυτόν δεν έμαθαν τίποτα, γίνονται δίβουλοι, γιατί η αμηχανία στα στήθια τους σαλεύει το νου.  Φαντάζουν κουφοί, τυφλοί και χαμένοι, χωρίς κρίση, αυτοί που νομίζουν ότι η συγκριτική βεβαιότητα, είναι και δεν είναι έγκυρη, γιατί δέχονται πως για όλα υπάρχει και αντίδρομος τρόπος συγχρόνως να είναι]

Απόσπασμα 7
      οὐ γὰρ μήποτε τοῦτο δαμῇ, εἶναι μὴ ἐόντα·
      ἀλλὰ σὺ τῆσδ᾽ἀφ᾽ ὁδοῦ διζήσιος εἶργε νόημα,
      μηδὲ σ᾽ἔθος πολύπειρον ὁδὸν κατά τήνδε βιάσθω
      νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα και ἠχήεσαν ἀκουήν
      καὶ γλῶσσαν, κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον
      ἐξ  ἐμέθεν ρηθέντα.

[Γιατί ποτέ μα ποτέ η Ταυτότητα δε θ’αναγκαστεί, να Είναι-μηΌντας· να είσαι λοιπόν μακριά απ’τον αντιφατικό δρόμο και μην παρασύρεσαι απ’την συνήθεια, αλλά ότι βλέπεις ή ακούς, κρίνε το με τον τρόπο που σου έμαθα το δοκιμασμένο].

Απόσπασμα 8 στ. 1-18 
                                    μόνος δ᾽ἔτι μῦθος ὁδοῖο
     λείπεται ὠς ἔστιν·  ταύτῃ δ᾽ἐπὶ σήματα ἔασι
     πολλὰ μάλ᾽, ὠς ἀγένητον καὶ ἀνώλεθρόν ἐστιν,
     οὗλον, μουνογενές τε καὶ ἀτρεμές οὐδ᾽ ἀτέλεστον,
5   οὐδέ ποτ᾽ἧν οὐδ᾽ἐσταί, ἐπεί νῦν ἐστιν ὁμοῦ πάν
     ἕν, συνεχές·  τίνα γὰρ γένναν διζήσεαι αὑτοῦ;
     πῇ πόθεν αὐξηθέν;  οὕτ᾽ ἐκ τοῦ μὴ ἐόντος ἐάσσω
     φάσθαι σ᾽οὐδέ νοεῖν· οὐ γὰρ φατόν ούδὲ νοητόν
     ἔστιν ὅπως οὐκ ἔστι.  τί δ᾽ἄν μιν καὶ χρέος ὦρσεν 
10  ὕστερον ἣ πρόσθεν τοῦ μηδενός ἀρξάμενον φῦν;
     οὕτως ἣ πάνπαν πελἐναι χρεών ἐστιν ἢ οὐχί
     οὔτε ποτ᾽ἐκ μὴ ἐόντος ἐφήσει πίστιος ἰσχὺς
     γίγνεσθαί τι πάρ᾽αὐτό.  τοῦ εἴνεκεν οὔτε γίγνεσθαι
     οὔτ᾽ ὄλλυσθαι ἀνῆκε δίκη χαλάσασα πέδῃσιν            
15  ἀλλ᾽ ἔχει. ἡ δὲ κρίσις περὶ τούτων ἐν τῷδ᾽ἐστιν·
     ἔστιν ἢ οὐν ἔστιν.  κέκριται δ᾽οὗν ὥσπερ ἀνάγκη
     τὴν μὲν ἐᾶν ἀνόητον ἀνώνυμον, οὐ γὰρ ἀληθής
     ἔστιν ὁδός.  τὴν δ᾽ ὥστε πέλειν καὶ ἐτήτυμον εἶναι.

[Μόνος δρόμος που μπορούμε να μιλάμε γι’αυτόν μας μένει το Είναι. Πάνω σ’αυτόν υπάρχουν πάρα πολλά στοιχεία, όπως ότι το αθάνατο είναι αγέννητο, όλον, αταλάντευτο, τετελεσμένο. Ποτέ δεν ήταν, ούτε θα είναι (δεν έχει παρελθόν ή μέλλον), γιατί όλο αυτό μαζί είναι ένα, συνεχές, μόνο τώρα. Τι είδους γέννα να αναζητήσεις σ’αυτό; Από που προς τα που να επεκταθεί;  Για το Μη όν, το Μη Υπάρχον, δεν μπορείς να πείς ή να καταλάβεις τίποτα, επειδή δεν υπάρχει, ούτε λέγεται ούτε νοείται. Δεν μπορεί τίποτα να αναγκάσει κάτι να υπάρξει πριν ή μετά το Μηδέν. Έτσι λοιπόν κάθετι πρέπει να συμπέσει με το Όλον, το σύμπαν ή το μηδέν που δεν υπάρχει. Από το μη υπάρχον δεν μπορεί να περιμένει κάποιος, ούτε γίγνεσθαι, ούτε όλλυσθαι, αφού αυτό ορίζει η λογική. Κάθε κρίση πρέπει να βρίσκεται  μέσα σ’αυτά τα όρια: να Είναι ή να Μην Είναι. Όπως είν’αναγκαίο λοιπόν ο ένας δρόμος κρίνεται ανώνυμος και χωρίς νόημα (ανύπαρκτος).  Ενώ ο άλλος κρίνεται ο δρόμος της βεβαιότητας των συγκριτικών διαδικασιών όπου τα όμοια ανήκουν σε συγγενή ομάδα κι είναι ο σωστός].

Απόσπασμα 8 στ. 50-61
50  ἐν τῷ σοὶ παύω πιστόν λόγον ἠδὲ νόημα· ἀμφὶς
      ἀληθείης δόξας ἀπὸ τοῦδε βροτείας μάνθανε
      κόσμον, ἐμῶν ἐπέων, ἀπατηλόν, ἀκούων μορφάς
      γὰρ κατέθετο δύο γνώμας ὀνομάζειν, τῶν μίαν
      οὐ χρεών ἐστιν, ἐν ᾧ πεπλανημένοι εἰσίν.
55  τ᾽ἄντια ἐκρίνατο δέμας καὶ σήματ᾽ἔθεντο
      χωρὶς ἀπ᾽ ἀλλήλων·  τῇ μὲν φλογός αἰθέριον πῦρ,
      ἤπιον ὄν, μέγ᾽ ἐλαφρόν,  ἑαυτῷ πάντοσε τωὐτόν,
      τῷ δ᾽ἑτέρῳ μὴ τωὐτόν, ἀτὰρ κἀκεῖνο κατ᾽αυτό
      τἀντία, νύκτ᾽ἀδαῇ, πυκινὸν δέμας ἐμβριθές τε.
60  τὸν σοι ἐγώ διάκοσμον ἐοικότα πάντα φατίζω,
      ὡς οὐ μὴ ποτέ τίς σε βροτῶν γνώμη παρελάσῃ.

[Εδώ σταματώ το λόγο που έχει αληθινό νόημα· θα μιλήσω για τον κόσμο της αμφίδρομης αλήθειας, της φθαρτής τον απατηλό. Νομίζουν πως κάθε τι έχει δυο τρόπους να υπάρχει έχοντας δυο μορφές, η μια δεν τους αρκεί. Εδώ ακριβώς κάνουν λάθος. Τα αντίθετα θεωρούν ενωμένα, ενώ συγχρόνως έβαλαν διαχωριστικά όρια μεταξύ τους. Απ’τη μια το αιθέριο πυρ της φλόγας, ίδιο πάντα με τον εαυτό του, απ’την άλλη, διάφορο απ’τον εαυτό του· αυτό το ίδιο ενάντια στον εαυτό του, δηλαδή σκοτάδι πυκνό μπερδεμένο. Σου μιλώ για τον φαινομενικό κόσμο, το διάκοσμο, για να μην ξεγελαστείς ποτέ απ’τη φθαρτή σκέψη].

Μετά απ’αυτή τη διευκρίνιση, φαίνεται ο λόγος που ο Χέγκελ αλλά και ο Αντόρνο δε μπορούν να μιλάνε για τελική συμφιλίωση μεταξύ διαλεκτικής κι ορθολογισμού.
     Εξάλλου εδώ φαίνεται ότι ο Χέγκελ μολονότι συμφωνεί με τον Παρμενίδη ότι ο καθημερινός εμπειρικός κόσμος είναι φαινομενικός, για να φτάσει στην Αλήθεια
δεν ακολουθεί τον ορθολογικό δρόμο του Είναι, ο οποίος παραμερίζει την αντίφαση που περιέχει το ψεύδος του Μη-Είναι. Αυτός παράδοξα δέχεται ότι ενώ το γίγνεσθαι της καθημερινότητας, αντίθετα με τα πράγματα (καθαυτά;) που δεν αντιφάσκουν, είναι αντιφατικό και φαινομενικό, γι’αυτό η νόηση υποχρεούται να αντιφάσκει. Αντί λοιπόν να ακολουθήσει τον ορθολογισμό που απορρίπτει μιας εξαρχής την αντίφαση απ’το Νοείν, ακολουθεί μια διαλεκτική φαινομενική, η οποία μετά μια πορεία, είναι πολλές φορές ανακόλουθη και τελικά συμφιλιώνεται με τον ορθολογισμό, φτάνοντας στο ίδιο τέρμα. 
     Δηλαδή ξεκινά απ’το Παγκράτι και πάει στον Πειραιά μέσω Θεσσαλονίκης.
     Ο Αντόρνο στην κριτική του παρασύρεται απ’τον Χέγκελ και πολύ συχνά “ξεχνά” ότι τα “Πολλά” και το “Ένα”. το “Ανόμοιον” και το “Όμοιον” και γενικά ό,τι στον ορθολογισμό έχει αντιθετικό χαρακτήρα στη διαλεκτική έχει αντιφατικό χαρακτήρα. Δηλαδή στον ορθολογισμό τ’αντιθετικά, ως έσχατα-αναλλοίωτα, διαλέγονται χωρίς να παραβιάζουν τα όρια μεταξύ τους, ενώ στη Διαλεκτική τα αντιφατικά αλληλο-προεκτείνονται χωρίς ν’αφήνουν απαραβίαστο περιθώριο μεταξύ τους. Αυτά συνιστούν αντιφατικές ενότητες, όπου το ένα γεννά το άλλο συγχρόνως το μάχεται κιόλας. Αυτή είναι η βάση της διαλεκτικής σκέψης την οποία ο Αντόρνο απωθεί στο περιθώριο, σκεπτόμενος αντιθετικά-ορθολογικά. Γι’αυτό ακριβώς διαπιστώνεται ότι αποδρά συνεχώς από το θέμα του που είναι η Διαλεκτική. Παλινδρομεί με χρονική καθυστέρηση μεταξύ ιδεαλιστικο-διαλεκτικών ρευμάτων, κάνοντάς τους μιαν αόριστη και χωρίς νόημα διακορευμένη ορθολογική κριτική.
      Όταν το 1955 ήμουν στο γυμνάσιο, είχαμε έναν μαθηματικό, τον Πατσουυρέα. Αυτός ήταν στριφνό και σκληρό άτομο.  Κι ενώ εμείς, οι μέτριοι και αδιάβαστοι μαθητές αλλά “αστέρες” της μπάλας, για να εκδικηθούμε τους καλούς μαθητές και να πάρουμε το αίμα μας πίσω, περιμέναμε να βάλει προβλήματα τα οποία σαν “πιο έξυπνοι” από τους καλούς θα λύναμε, αυτός επέμενε στην αποστήθιση των μαθηματικών κανόνων. Έπρεπε λοιπόν να τους αποδίδουμε με απόλυτα φραστική ακρίβεια και με τη γλώσσα που αποδίδετο στο βιβλίο. Κάποια στιγμή όταν ήταν “στις καλές του” μας εξήγησε ότι τα μαθηματικά κατ’αρχήν είναι η γλωσσική απόδοση και σύνταξη των νοημάτων και μόνο μ’αυτή τη γλώσσα του βιβλίου μπορούν να αποδοθούν απόλυτα οι μαθηματικοί κανόνες.
     Ακριβώς αυτό ισχύει και με την Διαλεκτική. Αυτή έχει τη δική της λογικο-γλωσσική σύνταξη την οποία έχει ορίσει πριν 2500 χρόνια ο μεγάλος βάρδος της διαλεκτικής Ηράκλειτος.  Μολονότι ιδρυτής της διαλεκτικής φέρεται να είναι ο Αναξίμανδρος, ο Ηράκλειτος οργάνωσε το αντιφατικό Γίγνεσθαι του Αναξίμανδρου στον Λόγο. Ο Λόγος είναι μια αντιφατική γλώσσα όπου το Είναι, το Νοείν και το Λέγειν συμπίπτουν.
    Ο Χέγκελ, μολονότι έκανε μιαν επική προσπάθεια, λόγω του ιδεαλισμού του απέτυχε. Δηλαδή το έργο του προσπαθώντας τον συγκερασμό ιδεαλισμού και διαλεκτικής αντιφατικότητας εξ ανάγκης υπέπεσε στην αναντιστοιχία Είναι, Νοείν και Λέγειν.   Ο Χέγκελ για τον προηγούμενο λόγο, υποχρεούιαι να δεχτεί εξαρχής ότι τα πράγματα δε μπορούν να φέρουν την αδυναμία της αντίφασης, αλλά είναι η νόηση που αντιφάσκει, αποδεχόμενος την αναντιστοιχία του Είναι και του Νοείν και γι'αυτό καί του Λόγου. Εκεί ανακόλουθα το Απόλυτο υποχρεούται
λαθραία να συνδέεται με την Αντιφατικότητα και το Γίγνεσθαι δημιουργώντας σύγχυση.
    Ο Αντόρνο δεν ακολουθεί καν τον αντιφατικό λόγο που ο Χέγκελ προσπάθησε αποτυχημένα ν’ακολουθήσει. Αυτός ακολουθεί την πεπατημένη ενός ορθολογικού λόγου, τον οποίον εκφέροντας συνοπτικά με υπαινικτικές ριπές φιλοδοξεί να αρθρώσει έναν δικό του διαλεκτικό Λόγο. Αυτός όμως ο Λόγος, ως ορθολογικός απορρίπτεται από το αντιφατικο-διαλεκτικό Νοείν. Αυτό είναι κάτι που ο διακεκριμένος μουσικολόγος να έπρεπε να είχε, πρώτα απ’όλα αναζητήσει, αφού εκεί επάνω θα βασιζόταν η κριτική του στον Χέγκελ, αλλά και η διατύπωση της διαλεκτικής που είχε σκοπό να προτείνει.

ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ, ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Κανένα Είναι χωρίς Όν. Το Κάτι ως οντολογικά λογικά αναγκαίο υπόστρωμα της έννοιας, ακόμα και της έννοιας του Είναι, είναι η έσχατη, αλλά διόλου καταργήσιμη από την πάρα πέρα πορεία της σκέψης, αφαίρεση του αντικειμενικού περιεχομένου που δεν ταυτίζεται με την σκέψη· χωρίς το Κάτι δε μπορεί να νοηθεί η τυπική λογική.

          Τὸ δὲ Εἶναι ούθενός εἶναι.  Αριστοτέλης.
Το Κάτι που είναι υπόσταση δεν είναι μόνο αναγκαίο στη τυπική λογική αλλά και γενικά στον ορθολογισμό (τονίζω αυτό γιατί κάποιοι θέλουν να χωρίσουν τον ορθολογισμό από την τυπικότητά του).  Ούτε όμως η διαλεκτική λογική μπορεί χωρίς αντιστοιχία μ’αυτό το Κάτι. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι αυτό το Κάτι ορθολογικά είναι έσχατο, αναλλοίωτο και αυτόνομο (τελικά δεκτό ως απόλυτα ταυτό με τον εαυτό του).  Oρθολογικά ο αντιθετικός διάλογός του με τα άλλα δεν παραβιάζει το όρια των ταυτοτήτων μεταξύ τους.   Ενώ το Κάτι της διαλεκτικής είναι το αντιφατικό στοιχειώδες, το μηδενικό και άπειρο, το ακίνητο και ακαριαίο το εν δυνάμει Είναι. Εκεί τα έσχατα είναι αντιφατικά και διαλέγονται χωρίς να αφήνουν κανένα περιθώριο απαραβίαστο μεταξύ τους συνιστώντας αντιφατικές ενότητες οι οποίες είναι σε συνεχές Γίγνεσθαι.
      Στην πρώτη περίπτωση το Κάτι και το Νοείν δεν αντιστοιχούν. Αφού το Καθαυτό που είναι το «κάτι» του ορθολογισμού, είναι μη γνώσιμο, ενώ ό,τι μπορεί να γνωστεί με την ορθολογική διαδικασία, θεωρείται απ’τους ορθολογιστές φαινομενικό και απατηλή αντανάκλαση της αλήθειας. Αντίθετα στη Διαλεκτική Λογική, το Νοείν, το Είναι και το Λέγειν, συμπίπτουν στο αληθινό Γίγνεσθαι.
     Για τον σύγχρονο υλισμό η ύλη δεν εκπροσωπείται μόνο απ’τα πράγματα, αλλά κι οι μηχανισμοί της φύσης διαθέτουν επαρκές μερίδιο υλικότητας (αφού και τα υλικά πράγματα είναι δυναμικοί μηχανισμοί). Για τον υλισμό λοιπόν το Είναι, είναι η υλική πραγματικότητα. Αν ο υλισμός είναι ορθολογικός και αντιθετικός, τότε δεν υπάρχει ουσία που να την εκπροσωπεί αποκλειστικά, ή έννοια Είναι ως καθαυτό. Εκεί η έννοια Είναι ως καθαυτή είναι κενή περιεχομένου.  Αν ο υλισμός είναι διαλεκτικός, τότε το Είναι αποκτά μορφή κι υπάρχει ως συγκεκριμένη ουσία. Όπως όρισε ο Ζήνων: Δεν υπάρχει κάτι χωρίς μέγεθος, αν υπάρχει πρέπει να έχει και μέγεθος και όγκο και κάποια απόσταση το ένα απ’το άλλο. Το ίδιο ισχύει και για το περιθώριο, αναλόγως. Γιατί κι αυτό θα έχει μέγεθος και πάντα θα περισσεύει κάτι αναλόγως. Θα το πω μια για πάντα. Δεν είναι δυνατόν, να υπάρχει έσχατο μέρος κάποιου, ούτε του σώματος ούτε του περιθωρίου. Ακόμα δεν μπορεί κάτι να υπάρξει από μόνο του, άσχετα από κάτι άλλο. Έτσι αν υπάρχουν πολλά, είναι ανάγκη να είναι συγχρόνως μεγάλα και μικρά. Τόσο μικρά  που να μην έχουν μέγεθος και τόσο μεγάλα ώστε να είναι απείρου μεγέθους.
     Ο Ζήνων με την πρόταση αυτή δείχνει ότι «δεν υπάρχει έσχατο μέρος του κόσμου», αντιτίθεται στην άποψη των «ατομικών» Λεύκιππου και Δημόκριτου, περί της ύπαρξης «τελικών άτμητων εσχάτων»). Αυτή την αντίληψη, η σύγχρονη επιστημολογία
έχει αρχίσει να υποψιάζεται (αφού μόνον έτσι τα παράδοξα της κβαντομηχανικής και της σχετικότητας μπορούν ν’αποκτήσουν νόημα). Αντί λοιπόν για έσχατα κι άτμητα στοιχειώδη, πρέπει να γίνει αποδεκτό Ένα Εν Δυνάμει υπόβαθρο με μόνο συγκεκριμένο χαραχτήρα την αντιφατικότητα. Το υπόβαθρο αυτό πρέπει να «αποτελείται» από αντιφατικά στοιχειώδη που έχουν άπειρο και μηδενικό μέγεθος, είναι απείρου και μηδενικού αριθμού, είναι ακαριαία κι ακίνητα, συγχρόνως, έτσι που να συνιστούν μιαν αντιφατική κεχωρισμένη-ενότητα. Αυτό μπορεί να είναι, το εν δυνάμει υπόβαθρο του κόσμου, που έχει όλες τις μορφές και καμία συγχρόνως. Η αντιφατικότητα λοιπόν που είναι ο γενικότερος χαραχτήρας της υλικότητας μπορεί να οριστεί ως μοναδικό υλικό «Καθαυτό Είναι», (το οποίο βρίσκεται σε συνεχή αυτοαναίρεση).

Από μιαν ορισμένη άποψη η διαλεκτική λογική είναι πιο θετικιστική απ’τον θετικισμό, ο οποίος την καταφρονεί: ως σκέψη σέβεται το νοούμενο, το αντικείμενό της, ακόμα και όταν δεν συμμορφώνεται με τους κανόνες της σκέψης. Η ανάλυσή του θίγει αυτούς τους κανόνες.

Ο θετικισμός, στηρίζεται στον εμπειρισμό και τον ορθολογισμό, ενώ η διαλεκτική, ως ιδεαλιστική, αφαιρεί ένα μεγάλο μέρος από την αξία της εμπειρίας κι απορρίπτει εν μέρει τον ορθολογισμό. Από την άλλη η
ηρακλειτική διαλεκτική, ως υλιστική, αποδέχεται πλήρως την αξία της εμπειρίας, όμως την ερμηνεύει τελείως διαφορετικά, αφού αποδέχεται την αντιφατικότητά της κι απορρίπτει την ορθολογική προσέγγιση προς αυτήν. Εγώ δεν βλέπω σε τι η διαλεκτική σχετίζεται με το θετικισμό, ο οποίος πάσχει από διγλωσσία, αφού δέχεται ότι ο κόσμος αλλάζει, αλλά τον αντιμετωπίζει στατικά, ―ορθολογικά.
     Σ’αυτή την πρόταση όμως υπάρχει ένας «περιρρέων» υπαινιγμός του Αντόρνο που λάθρα εμφανίζεται κι αλλού μέσα στην εργασία: το ότι στη διαλεκτική η σκέψη σέβεται το νοούμενο ακόμα και όταν δεν συμμοφώνεται με κανόνες της σκέψης που είναι ορθολογικοί. Δηλαδή είναι η τυπική λογική, με τους κανόνες της οποίας η Διαλεκτική δε συμμορφώνται.
     Βέβαια υπάρχει μια εξήγηση σ’αυτό, αφού ο Αντόρνο ισχυρίζεται ότι:  Η διαλεκτική δεν μπορεί να επεκταθεί στη φύση, δηλαδή να γίνει οικουμενική αρχή εξήγησης· αλλά απ’την άλλη μεριά δεν μπορεί κανείς να στήσει δύο είδη αλήθειας τη μια πλάι στην άλλην, μια διαλεκτική αλήθεια που αφορά την κοινωνία και μιαν άλλη που είναι αδιάφορη προς την πρώτη.
     Αυτό το μικρό απόσπασμα βρίσκεται μέσα στη κοινωνική διαπραγμάτευση για την οποία δεν θα εκφέρω κρίση.  Αυτή η ίδια όμως η άποψη είναι τόσο χαρακτηριστική που δεν μπορώ να μην την αναφέρω κριτικά.
    Δηλαδή ο Αντόρνο δέχεται ότι η διαλεκτική της φύσης δεν ισχύει, αλλά τη δέχεται για λόγους υποκειμενικούς και μάλιστα για λόγους ομοιομορφίας!! Αυτό βέβαια έχει ακουστεί κι απ’τον Σαρτρ κι ίσως είναι μέσα στο «ρεύμα» κάποιων ευρωμαρξιστών, οι οποίοι αποδέχονται την διαλεκτική στο κοινωνικό γίγνεσθαι αλλ’οι επιστημονικές επιτυχίες του ντετερμινισμού τους έχουν «πείσει» ότι η φύση δεν υπακούει στη διαλεκτική.
    Δεν μπορώ να δεχτώ ότι ο Αντόρνο και όλη αυτή η ευρωμαρξιστική παρέα, δεν έχει «πάρει χαμπάρι» για τις εξελίξεις της σύγχρονης φυσικής και ειδικά της Σχετικότητας και της Κβαντομηχανικής που αμφισβητεί βάναυσα το ντετερμινισμό και ήπια τον ίδιο τον ορθολογισμό. Είναι τραγικό, οι διανοητές της ευρω«αριστεράς» όσο η νευτώνεια ορθολογικότητα ήταν αδιαμφισβήτητη, μιλούσαν για διαλεκτική της φύσης, κι όταν η νευτώνεια ορθολογικότητα έχει αρχίσει να ξηλώνεται, να τα «γυρίζουν» και είναι απολογητές του ορθολογισμού στη φύση ή να καλπάζουν βίαια προς το μυστικισμό.
      Αυτό βέβαια συμβαίνει επειδή, οι ευρωπαίοι φιλόσοφοι έχουν γαλουχηθεί με το θεολογικό απωθημένο του διαχωρισμού του Νοείν και του Φυσικού-Είναι, αφού πιστεύουν ότι υπάρχει και κάποιο άλλο Είναι (καθαρό, υπερβατικό, απόλυτο, μεταφυσικό). Και ακόμα όταν πια έχουν απαλλαγεί από την ιδεαλιστική τους «θρησκευτικότητα», τους έχει μείνει στο υποσυνείδητο το «κεντητό ταγάρι» της ορθολογικότητας, που στο κρυφό της βάθος είναι παντα ιδεαλιστικό. Έτσι οι επιστήμονες που αναζητούν στο βάθος του κόσμου κάποια αιώνια έσχατα υλικά δομικά στοιχειώδη σαν τ’άτομα του Δημόκριτου, δαπανούν τεράστια ποσά για την αποκάλυψή τους χωρίς ποτέ να τα βρουν. Τους προτείνω σεμνά επιστροφή «στους προσωκρατικούς και στον Ηρακλειτικό Λόγο»!

Η αποκήρυξη του Χέγκελ γίνεται απτή πάνω σε μιαν αντίφαση που αφορά το όλον και δεν διευθετείται προγραμματικά ως μερική. Κριτικός του καντιανού διαχωρισμού μεταξύ μορφής και περιεχομένου, ο Χέγκελ,  ήθελε μια φιλοσοφία χωρίς αποσπάσιμη μορφή, χωρίς μια μέθοδο που χειρίζεται κανείς ανεξάρτητα από το αντικείμενο, κι όμως ακολούθησε μια μέθοδο.

Η Εγελιανή αντίφαση που αφορά το Όλον, είναι αυτή του Είναι και Μηδενός (το Είναι με μηδενικό προσδιορισμό)· απ’τη στιγμή όμως του πρώτου προσδιορισμού, την αντιφατικότητα μορφοποιεί λάθρα σε αντιθετικότητα, που έτσι διευθετείται ως μερική. Επίσης δε νομίζω ότι ο Χέγκελ ήθελε τη φιλοσοφία του χωρίς μέθοδο με αποσπάσιμη μορφή απ’το αντικείμενο…, και μια ατράνταχτη απόδειξη είναι οι αρχές της Διαλεκτικής Λογικής που πρότεινε. Εκτός αν ο Αντόρνο όπως και άλλοι, μέθοδο μ’όλο το νόημά της θεωρούν πάντα ό,τι σχετίζεται με τον ορθολογισμό.  Ακόμα η αντίληψη του Αντόρνο για τον Χέγκελ, ότι θέλει μια μέθοδο που να μην την χειρίζεται ανεξάρτητα από το αντικείμενο δεν είναι σαφής. Κανείς δεν ξέρει αληθινά και κάθε φορά ποιό είναι το αντικείμενο στον Χέγκελ. Αν υποτεθεί ότι αντικείμενο είναι η υλική πραγματικότητα, φυσικά τη μέθοδό του χειρίζεται ανεξάρτητα απ’αυτήν (κι αν φαίνεται κάποια εξάρτηση είναι συμπτωματική). Όταν όμως αποτείνεται στο Απόλυτο είναι πάλι ασύμβατη μ’έναν άλλο τρόπο. Μόνον όταν έχει τη Φαινομενικότητα του Γίγνεσθαι της Ιδέας ως αντικείμενό της, η μέθοδός του είναι συμβατή με αυτό αλλά πάλι φαινομενικά.

Δεν είναι μέθοδος διότι το εσωτερικά ασυμφιλίωτο αντικείμενο απ’το οποίο λείπει η ταυτότητα την οποίαν υποκαθιστά η σκέψη, είναι πλήρες αντιφάσεων κι αντιστέκεται απέναντι σε κάθε απόπειρα εσωτερικά συνεκτικής ερμηνείας του. Ο ασυμφιλίωτος χαραχτήρας του κι όχι η οργανωτική διάθεση της σκέψης επιβάλλει τη διαλεκτική. Δεν είναι κάτι αντικειμενικά πραγματικό διότι η αντιφατικότητα είναι κατηγορία του στοχασμού, ή η στοχαζόμενη αντιπαράθεση μεταξύ έννοιας και πράγματος.

Άρα πάλι βλέπουμε ότι η αρχή της ταυτότητας για τον Αντόρνο, θεωρείται όρος της μεθοδικότητας. Είναι λοιπόν φανερό ότι στη «Αρνητική Διαλεκτική» του δεν προτίθεται ν’ακολουθήσει τις αρχές της αντιφατικότητας και μολονότι ως τώρα, μιλάει συχνά για αντιφατικότητα, μάλλον τη χρησιμοποιεί διακοσμητικά, αφού σ’όλους τους συλλογισμούς του χρησιμοποιεί την τυπική Λογική.
    Ο Αντόρνο λοιπόν εδώ ισχυρίζεται μ’άλλα λόγια και για τον αντίθετο λόγο, αυτό που πρότεινε ο Παρμενίδης θέλοντας «να δείξει τις αντινομίες και την αδυναμία της, να οργανώσει μια αξιόπιστη αντιφατική μέθοδο», δηλαδή να πεί πως δεν μπορεί να υπάρξει αντιφατική λογική και μέθοδος:
   οὐ γὰρ μήποτε τοῦτο δαμῇ, εἶναι μὴ ἐόντα·
   ἀλλὰ σὺ τῆσδ᾽ἀφ᾽ ὁδοῦ διζήσιος εἶργε νόημα.

[Γιατί ποτέ μα ποτέ η ταυτότητα δεν θα αναγκαστεί ν’αντιφάσκει, αλλά απ’αυτόν τον δρόμο της αντιφατικής σκέψης σε αποτρέπω].
   πρώτης γὰρ σ᾽ἀφ᾽ὁδοῦ ταύτης διζήσιος <εἴργω>
   αὐτὰρ ἔπειτ᾽ἀπὸ τῆς, ἣν δὴ βροτοί εἰδότες οὐδὲν
   πλάττονται δίκρανοι, ἀμηχανίη γὰρ ἐν αὐτῶν
   στήθεσιν ἰθύνει πλαγκτόν νόον.  οἱ δὲ φοροῦνται
   κωφοί ὁμῶς τυφλοί τε, τεθηπότες ἄκριτα φῦλα,  οἷς
   τὸ πέλειν τε καὶ οὐκ,  εἶναι ταὐτὸν νενόμισται κ᾽οὔ
   ταὐτόν,  πάντων δὲ παλίντροπός ἐστι κέλευθος.

[Από τον δρόμο αυτό, τον πρώτο, τον αντιφατικό, σ’αποτρέπω. Οι θνητοί από αυτόν δεν έμαθαν τίποτα, γίνονται δίβουλοι, γιατί η αμηχανία στα στήθια τους σαλεύει το νου.   Φαντάζουν κουφοί τυφλοί και χαμένοι, χωρίς κρίση, αυτοί που νομίζουν ότι η συγκριτική βεβαιότητα, είναι και δεν είναι έγκυρη, γιατί δέχονται πως για όλα υπάρχει αντίδρομος τρόπος να είναι]
    ἐν τῷ σοὶ παύω πιστόν λόγον ἠδὲ νόημα·  ἀμφὶς
    ἀληθείης δόξας ἀπὸ τοῦδε βροτείας μάνθανε
    κόσμον, ἐμῶν ἐπέων, ἀπατηλόν, ἀκούων.  μορφάς
    γὰρ κατέθετο δύο γνώμας ὀνομάζειν, τῶν μίαν
    οὐ χρεών ἐστιν,  ἐν ᾧ πεπλανημένοι εἰσίν. τ᾽ἄντια
    ἐκρίνατο δέμας καὶ σήματ᾽ ἔθεντο χωρὶς  ἀπ’
    ἀλλήλων·  τῇ μὲν φλογός αἰθέριον πῦρ, ἤπιον ὄν,
    μέγ᾽ἐλαφρόν,  ἑαυτῷ πάντοσε τωὐτόν, τῷ δ᾽ἑτέρῳ
    μὴ τωὐτόν, ἀτὰρ κἀκεῖνο κατ᾽αυτό. τἀντία,
    νύκτ᾽ἀδαῇ, πυκινὸν δέμας ἐμβριθές τε. τὸν σοι ἐγώ
    διάκοσμον ἐοικότα πάντα φατίζω,
    ὡς οὐ μὴ ποτέ τίς σε βροτῶν γνώμη παρελάσῃ.

[Εδώ σταματώ το λόγο που έχει αληθινό νόημα· και θα μιλήσω για τον κόσμο της αμφίδρομης αλήθειας, της φθαρτής τον απατηλό. Νομίζουν ότι κάθετί έχει δυο τρόπους να υπάρχει έχοντας δυο μορφές, η μια δεν τους αρκεί.  Εδώ ακριβώς κάνουν λάθος. Τα αντίθετα θεωρούν ενωμένα, ενώ συγχρόνως έβαλαν διαχωριστικά όρια μεταξύ τους. Απ’τη μια το αιθέριο πυρ της φλόγας ίδιο πάντα με τον εαυτό του, απ’την άλλη, διάφορο απ’τον εαυτό του· αυτό το ίδιο ενάντια στον εαυτό του, δηλαδή σκοτάδι πυκνό μπερδεμένο. Σου μιλώ για τον φαινομενικό κόσμο, τον διάκοσμο, για να μην ξεγελαστείς ποτέ απ’τη φθαρτή σκέψη].

Δεν χρεώνω στον Αντόρνο «ορθολογισμό», αλλά τα επιχειρήματά του σε πολλά σημεία συμπίπτουν μ’αυτά του ορθολογιστή βάρδου.  Όλες οι αδυναμίες ν’αφομοιώσει η λογική (ως ορθολογισμός) την αντίφαση, έχουν λεχτεί εδώ και 2500 χρόνια, ως κριτική στην διαλεκτική του Ηράκλειτου. Κι όποτε γίνεται μια τέτοια κριτική, ως λογική θεωρείται μόνον ο ορθολογισμός. Έτσι σ’αυτό το θέμα ο Αντόρνο μιλά ορθολογικά με μιαν Εγελιανή γλωσσική σύνταξη. Ο Αντόρνο πάσχει από υπολανθάνοντα ορθολογισμό.   Και συνεχίζει:                                                                                                                           
Διαλεκτική ως μέθοδος σημαίνει να σκεφτόμασται βάσει αντιφάσεων, παίρνοντας υπόψιν την αντίφαση που διαπιστώσαμε μια φορά στο πράγμα και κατά της αντίφασης. Η αντίφαση πραγματικά αντιτίθεται η ίδια στην πραγματικότητα.
                                                                                                                                 Ο Χέγκελ δηλώνει ότι «η λογική αντιφάσκει και όχι τα πράγματα», η πραγματικότητα. Εν συνεχεία ο Αντόρνο βρίσκει την αντιφατικότητα της νόησης να αντιτίθεται στην φυσική πραγματικότητα. Με την έννοια «αντιτίθεται», ξεπερνά την αδιαφορία της σύνταξης του Χέγκελ: νομίζω πως βλέπει την αντιφατικότητα ως λογική μέθοδο να αντιφάσκει ως  προς την αντιφατική της διαπίστωση για την  φύση. Δηλαδή βρίσκει την αντίφαση ν’αντινομεί. Νομίζω ότι έπρεπε να είχε ξεκαθαρίσει την έννοια της αντίφασης απ’την έννοια της αντινομίας.  Η αντίφαση οδηγεί στο υπερβατικό και το Γιγνεσθαι, ενώ η αντινομία στο απότοκο, την πτώση, και το Όλλυσθαι, είναι η σύνταξη για τα πράγματα που έχουν εξαντληθεί.             Όταν όμως ο Παρμενίδης είχε ισχυριστεί αυτό (το 480 π.Χ), ίσως να ήταν πρωτοπόρο, μετά όμως 2500 χρόνια και την κβαντομηχανική να μεσουρανεί…; Είναι φανερό πως η διαλεκτική στάση του Αντόρνο «μπάζει» ορθολογικά περιφρονώντας την πραγματικότητα που είναι αντιφατική.

Το ενδιαφέρον της φιλοσοφίας:

 
α. Καί οι δύο (Χούσσερλ και Μπερξόν), μένουν προσκολλημένοι στον κύκλο της υποκειμενικής ενύπαρξης.  Σε πείσμα και των δύο, πρέπει να επιμείνει κανείς σε αυτό που μάταια φαντάστηκαν και σ’αντίθεση προς τον Βιτγκενστάιν να πει αυτό που δεν μπορεί να λεχτεί.
β. Η απλή αντίφαση αυτής της επιθυμίας, ενυπάρχει στην ίδια τη φιλοσοφία: τη χαραχτηρίζει ήδη ως διαλεκτική προτού καν αυτή εμπλακεί στις επιμέρους αντιφάσεις της.


Ο διαχωρισμός των δυο αυτών προτάσεων έγινε, πρώτα για να διευκρινιστούν και μετά για να γίνει σαφέστερη η συνέχεια.
   α.  Η υποκειμενική ενύπαρξη πλέον δεν περιλαμβάνεται σ’αυτά που δε μπορούν να λεχτούν (δηλαδή τα άρρητα των αρχαίων), είναι τα συνεπακόλουθα της αισθητικής ως προς την καντιανή «εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα του όντος».  Η ανακάλυψη του ανθρώπινου DNA, όλ’αυτά τα άρρητα έχει ήδη αρχίσει να τα μιλά με τον πιο αμετάκλειτο και επιστημονικό τρόπο. Η «εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα» η «υποκειμενική ενύπαρξη» κι όλες οι εκφάνσεις της «επιστημονικής μεταφυσικής», έπαψαν πλέον να έχουν μεταφυσικό χαραχτήρα και υπάγονται στη νευροφυσική βιολογία. Άρα όλ’αυτά τα γλωσσο-συντακτικά σκέρτσα μπορούν πλέον να χαραχτηριστούν ως α-νόητα, όπως με το ίδιο τρόπο α-νόητο μπορεί να χαραχτηριστεί καί το έργο του Βιτγκενστάιν «περί α-νοησίας αυτού που είναι αδύνατο να λεχθεί».
   β. Άρα τέτοιου είδους αντίφαση δεν υπάρχει πλέον στη φιλοσοφία και όποιοι λαθεμένα το ισχυρίζοται, δειχνούν ότι αντιλαμβάνονται ακόμα και τη διαλεκτική με ορθολογικούς όρους. Έτσι δείχνουν τη βαθιά άγνοιά τους περί διαλεκτικής αλλά και περί αντιφατικότητας του Είναι.
    Αυτοί όποτε πραγματεύονται θέματα περί διαλεκτικής, πατούν σε δυο λογικές συντάξεις συγχρόνως (την ορθολογική και την διαλεκτική,) γεννώντας αντιφάσεις μέσ’τις αντιφάσεις, όπως εδώ ο Αντόρνο.

γ. Η εργασία του φιλοσοφικού αυτοστοχασμού συνίσταται στη διάλυση αυτού του παράδοξου. Όλα τ’άλλα είναι σηματοδότηση, ανασύνθεση τόσο σήμερα όσο και στις μέρες του Χέγκελ, κάτι προφιλοσοφικό.
δ. Μια έστω προβληματική εμπιστοσύνη στη φιλοσοφία ότι παρά τις δυσκολίες μπορεί να τα καταφέρει·  ότι η έννοια μπορεί να ξεπεράσει την έννοια, αυτή που κόβει και ράβει, και έτσι να φτάσει σ’αυτό που δεν έχει έννοιες·  μια τέτοια εμπιστοσύνη είναι απαραίτητη για τη φιλοσοφία και μ’αυτό αποτελεί μέρος της αφέλειας από την οποία υποφέρει.


   γ. Να που μετά τον Βιτγκενστάιν καί ο Αντόρνο δηλώνει αλαζονικά ότι έως τη διαδικασία του φιλοσοφικού αυτοστοχασμού, η φιλοσοφία ήταν προφιλοσοφικές σηματοδοτήσεις και ανασυνθέσεις.  Όλοι λοιπόν οι μεγάλοι φιλόσοφοι μέχρι τότε, που δεν ασχολήθησαν με τη διάλυση των αντιφάσεων του παραδόξου που ορίστηκε προηγουμένως, δηλαδή την ενασχόληση με τον φιλοσοφικό αυτοστοχασμό, μάλλον αυτοϊκανοποιούντο διανοητικά.
    δ. Η λύση λοιπόν είναι «η έννοια να ξεπεράσει την έννοια και να φτάσει σ’αυτό που δεν έχει έννοιες». Δηλαδή να φτάσει σε αυτό  που δεν λέγεται, στο άρρητο, που είναι ο μυστικισμός. Αλλά πως είναι δυνατόν κάποια φιλοσοφία να φτάσει στο χωρίς νόημα, νοώντας;  Αυτό λοιπόν είναι ο φιλοσοφικός αυτοστοχασμός;

ε. Αλλιώς είναι καταδικασμένη να καταθέτει τα όπλα και μαζί της όλο το πνεύμα. Ούτε η πιο απλή πράξη δε θα ήταν νοητή, δεν θα υπήρχε καμιά αλήθεια και τα πάντα θα ήταν απλώς ένα τίποτε.
ζ. Όση αλήθεια όμως βρίσκεται με τη βοήθεια των εννοιών έξω απ’την αφηρημένη έκτασή τους, δεν έχει άλλον τρόπο ύπαρξης από την περιοχή που καταπιέζεται, περιφρονείται και απορρίπτεται από τις έννοιες.
η. Η ουτοπία της γνώσης θα ήταν να ανοίξει κανείς το μη εννοιολογικό με τη βοήθεια των εννοιών χωρίς να το εξομοιώσει μ’αυτές.
                                                                                                                           
 

     ε. Επειδή ο κόσμος καταλύεται-συντιθέμενος, δηλαδή είναι εν τω γίγνεσθαι, είναι φυσικό και η αλήθεια να μην είναι αιώνια. Αυτό δε θα πει ότι πρέπει να ξεπεραστεί το νοείν και μαζί του το νόημα, ούτε θα πεί ότι μπορούν να υπάρχουν νοήματα που εκπροσωπούν αιώνιες αλήθειες. Τα ίδια τα νοήματα είναι εν τω γίγνεσθαι κι αυτή ακριβώς είναι η αξία τους. Επείδη όμως ο ορθολογισμός, με τα σύγχρονα δεδομένα, δεν ανταποκρίνεται με τον απόλυτο τρόπου που είχε υποσχεθεί και μολονότι έχει θεμέλια πιστοκρατούμενα, δεν έχει απορρηφθεί. Γι’αυτό ο ορθολογιστής αναγκάζεται να καλπάσει βίαια προς το μυστικισμό. Γι’ αυτό οι προσωκρατικοί που έβλεπαν τη φύση καθαρά, μακριά από ιδέες και μεταφυσική, πρότειναν τη δική τους διαλεκτική πριν ακόμα ορθωθεί ο ορθολογισμός ως συνειδητός και συγκροτημένη λογική.
    ζ. Η αλήθεια, πέρα από έννοιες ως φυσική πραγματικότητα, δεν έχει καμιά ανάγκη να αναφέρεται πουθενά αλλού, αφού απλά ήταν, είναι και θα είναι έτσι.  Η αλήθεια, για την οποία μπορούμε να μιλάμε, είναι η αντιστοιχία της δικής μας νόησης, άρα των νοημάτων, με την πραγματικότητα που είναι το παγκόσμιο γίγνεσθαι και γι’αυτό το λόγο είναι αυτοαναιρούμενη κι αντιφατική.  Η αντιφατικότητά της λοιπόν δεν είναι στοιχείο απορριπταίο αλλά η ίδια η αλήθεια και η αξία της.
    η. Έτσι αυτό που ο Αντόρνο ονομάζει ουτοπία της γνώσης, είναι πιθανόν γιατί η γνώση δεν είναι η στατική κι η αιώνια, αλλά η διαλεκτική γνώση, εν τω γίγνεσθαι, που σύμφωνα με το βάρδο της διαλεκτικής σκέψης Ηράκλειτο, όντας σεμνή γνωρίζει πολύ καλά ότι «όλα αλλάζουν βίαια και γρήγορα συντίθενται-καταλυόμενα, είναι-μη όντας».
     Οι αρχαίοι έλληνες σε κάθε απάντηση κάποιου προβλήματος, έφερναν μαζί της και δύο νέα ερωτήματα. Στην θέση του Αντόρνο, περί της ουτοπίας της γνώσης, έβαλαν τη διαλεκτική σεμνότητα, η οποία συνίσταται περισσότερο από ερωτήματα. Αφού αν υπήρχαν απόλυτες απαντήσεις στα ερωτήματα, ο κόσμος θα ήταν κλειστός και τετελεσμένος.  Αυτό η διαλεκτική δεν μπορεί να δεχτεί, ενώ αντίθετα ο ορθολογισμός κι ο ντετερμινισμός το θεωρεί προϋπόθεση.

θ. Μια τέτοια έννοια διαλεκτικής δημιουργεί αμφιβολίες για τη δυνατότητά της.  Την προεξόφληση μιας συνεχούς κίνησης από αντίφαση σε αντίφαση φαίνεται ότι διδάσκει, έστω σε παραλλαγές, η ολότητα του πνεύματος, δηλαδή η ακυρωμένη αρχή της ταυτότητας.
ι. Σύμφωνα με αυτήν, το πνεύμα που αδιάκοπα στοχάζεται την αντίφαση στο αντικείμενο, πρέπει να είναι το ίδιο το αντικείμενο, ώστε αυτό να είναι οργανωμένο σύμφωνα με μια μορφή αντίφασης.


      θ. Δεν μπορεί να υπάρξει διαλεκτική που να μην κινείται από αντίφαση σε αντίφαση (ούτε στην υλιστική της μορφή), όπως δεν είναι αναγκαίο η ακύρωση της αρχής της ταυτότητας να προϋποθέτει ως αληθή μόνον την ολότητα του πνεύματος. Η αντιφατικότητα συγχρόνως αφορά κι αυτή την ίδια την ταυτότητα. Το επιλήψιμο λοιπόν της ιδεαλιστικής διαλεκτικής δεν είναι ακριβώς αυτό.  Ο αφηρημένος τρόπος που χειρίζεται ο Χέγκελ τη λογικο-γλωσσική του σύνταξη, είναι αναγκαίος για να αποκαθάρει πλήρως τους μηχανισμούς της Λογικής του απ’την υλική πραγματικότητα, αφού κατ’αυτόν η Λογική είναι η Ουσία. Το στοιχείο όμως του αφηρημένου ως κριτική διαδικασία σε έργο αφηρημένο, βυθίζεται στην α-νοησία.
    ι. Σύμφωνα με την υλιστική διαλεκτική όλα είναι αντιφατικά, και έτσι ακόμα και το πνεύμα που στοχάζεται την αντίφαση είναι επίσης αντιφατικό. Στην ιδεαλιστική διαλεκτική όμως, αυτό το «επιλήψιμο» κατά τον Αντόρνο, δεν ισχύει. Το απόλυτο, διαλεκτικά, ούτε στην εκκίνηση της «αντιφατικής» πορείας του, ούτε στην ολοκλήρωσή της μπορεί να υπάρχει ως αντιφατικό, όπως κι αν χαρακτηρίζεται.   Ακόμα κι αυτή η ίδια η αντιφατικότητα του Νοείν στη Λογική του Χέγκελ, πολύ προσεκτικά και μέσω της λογικής σύνταξης του έργου αίρεται σε αντιθετικότητα.  Η αντιθετικότητα δέχεται την ύπαρξη του πράγματος καθαυτού για το οποίο ο Χέγκελ τονίζει πως «δεν μπορεί το πράγμα να χρεωθεί με την αντιφατικότητα, αλλά μόνον η νόηση», κάτι που «ανακουφίζει» την ορθολογική σκέψη. 
      Και βέβαια ο Αντόρνο ξεχνά ότι στην προηγούμενη σελίδα, μας όρισε με εμβρίθεια την πρακτική του φιλοσοφικού αυτοστοχασμού, που μόνο δια μέσου αυτής θα μπορέσει η φιλοσοφία να υπερβεί την έννοια και να φτάσει σ’αυτό που δεν έχει έννοιες.  Όμως μολονότι στο έργο του θέλει να υπερβεί τη δεσποτεία της έννοιας, κινούμενος στο «ερημικό τοπίο του αφηρημένου», μπορεί μόνο με έννοιες να συναλλάσσεται.  Μας θυμίζει τους «διαλεκτικούς» διανοητές και φιλοσόφους εκτός του Ηράκλειτου και του Ζήνωνα, που ενώ μάχονται βίαια τον ορθολογισμό και την τυπική λογική, μέσα στη διαδικασία των συνειρμών τους χρησιμοποιούν μόνο την τυπική λογική.
      Στη συνέχεια προσπαθεί με μια δαιδαλώδη ορολογία να «ανατρέψει» την ιδεαλιστική διαλεκτική του Χέγκελ, αλλά η μέθη της αυθαιρεσίας των αφορισμών του, είναι πολύ ακραία για να μας απασχολήσει. Σε κάθε του πρόταση, θα μπορούσε ο αναγνώστης να τον καλέσει στην τάξη του Λόγου αφού η αφηρημένη μορφή του λέγειν που χρησιμοποιεί, δεν προσφέρεται για κριτική πρακτική.  Μιμούμενος τη γλωσσική σύνταξη του Χέγκελ, όπου εκεί το αφηρημένο προτίθεται να ορίσει τη λογική γενικότητα, παρασύρεται στο λέγειν κρίσεων που αυτοκαταρρέουν.

κ. Η φιλοσοφία περιλαμβανομένης και της εγελιανής, εκτίθεται στη γενική ένσταση, αναγκασμένη να χρησιμοποιεί έννοιες ως υλικό, κάνει ιδεαλιστική προεπιλογή.
λ. Στην πραγματικότητα καμιά φιλοσοφία, ούτε καν ο ακραίος εμπειρισμός, δε μπορεί να τραβήξει από τα μαλλιά τα ωμά δεδομένα παρουσιάζοντάς τα σαν περιπτώσεις στην ανατομία ή σαν πειράματα στη φυσική·  καμιά δε μπορεί, όπως της προτείνουν απατηλά μερικές τάσεις της ζωγραφικής, να πάρει τα μεμονωμένα αντικείμενα και να τα κολλήσει στα κείμενα.


Με τα σημερινά δεδομένα, και σε σχέση με τις προηγούμενες παρατηρήσεις κ. και λ. αλλά ακόμα και στην μ. και ν. που ακολουθούν, ως απάντηση είναι ταιριαστό το εξής: Ο άνθρωπος ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας εξέλιξης, είναι αυτός ο ίδιος κωδική καταγραφή όλης αυτής της εξελικτικής πορείας. Η μορφή κι η δομή του είναι μια ιδιάζουσα γλώσσα, που περιγράφει ιστορικά όλο αυτό το εμπειρο-βιοματικό γίγνεσθαι. Απεδείχθει σήμερα, ότι αυτό το κωδικά γεγραμμένο εμπειρικό γίγνεσθαι υπάρχει ως δομική κληρονομική καταγραφή μέσα μας, που λέγεται DNA και αυτό είναι ο κληρονομικός γνωστικός μηχανισμός κάθε ανθρώπου. Ο εγκέφαλος μέσω του DNA, είναι μια ιδιόμορφη καταγραφή όλης της πορείας κάθε όντος μέσ’το παγκόσμιο γίγνεσθαι κι η καταγραφή αυτή του παγκοσμίου γίγνεσθαι δίνει την δυνατότητα στο όν να έχει έγκυρες γνωστικές αντιστοιχίες δηλαδή: ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίζει και η εμπειρία του να είναι πραγματική και όχι φαινομενική, γιατί η πορεία του κόσμου είναι γεγραμμένη κωδικά μέσα του. Είναι αυτή που συνιστά τον ίδιο τον άνθρωπο ως εξελισσόμενο ον.   Έτσι τα πράγματα και τα νοήματα μπορούν να έχουν μέσα του έγκυρη ανταπόκριση.
    κ. Μόλαταύτα με την εμφάνιση του ανθρώπου τα πάντα ανταποκρίνονται σε νοήματα κι από κει και πέρα είναι αδύνατο να γίνει κάτι χωρίς συλλογισμό και σκέψη που κι αυτά δεν μπορούν να υπάρχουν χωρίς έννοιες και λογική.
    λ. Ούτε η εμπειρία αληθινά μπορεί να υπάρξει και να γονιμοποιηθεί λογικά χωρίς νόηση και νόημα, ούτε το νόημα μπορεί ναγονιμοποιηθεί χωρίς εμπειρία. Γιατί έτσι όχι μόνο φιλοσοφία, μα ούτε επιστήμη, ούτε πολιτισμός θα μπορούσε να υπάρξει. Στην μανία του «γι’αντιστικτική ντρίπλα» έχει αρχίσει να ντριπλάρει και τον εαυτό του.

μ. Αλλά το εγχείρημα στην τυπική γενικότητα, λαμβάνει την έννοια τόσο φετιχιστικά όπως αφελώς εκτίθεται στην περιοχή της, ως μια αυτάρκης ολότητα πάνω στην οποία η σκέψη δεν έχει καμιά εξουσία.
ν. Στην πραγματικότητα όλες οι έννοιες, ακόμα κι οι φιλοσοφικές, ανάγονται σε μη εννοιολογικά πράγματα, διότι απ’την μεριά τους είναι στοιχεία της πραγματικότητας, η οποία επιβάλλει το σχηματισμό τους, προ πάντων, για τους σκοπούς της κυριαρχίας πάνω στη φύση.


Αφού ο άνθρωπος είναι αποτέλεσμα του παγκοσμίου γίγνεσθαι, οι νοητικές του λειτουργίες δεν είναι έξω απ’αυτό ώστε να είναι παραφύση και εμβόλιμες. Αντίθετα είναι απόλυτα συμβατές με το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Η ένσταση λοιπόν αυτή, για όλα αυτά τα «κακά», που υπάρχουν γιατί η φιλοσοφία κι η νόηση χρησιμοποιούν «τα επάρατα νοήματα, δεν δημιουργούν καμιά γενικότητα τυπική που μπορεί να είναι αυτάρκης και πέραν της νόησης».  Όπως έδειξα υπάρχει αντιστοιχία του ανθρώπου με το γίγνεσθαι και της Διαλεκτικής. Άρα το πρόβλημα είναι ανούσιο.
      Μήπως όμως υπάρχει κάποια άλλη πρακτική;  Ή μήπως ο όποιος υλισμός μπορεί χωρίς νοήματα;  Μήπως σχοινοβατεί στον κόσμο του κριτικού αυτοστοχασμού και της ενδοϋποκειμενικής εννόησης;   Ή μήπως φοβάται να μιλήσει καθαρά, χωρίς κώδικες και δαιδαλώδεις περιστροφές για κάποιον διαλεκτικό υλισμό ή κάτι τέτοιο, μη διωχθεί ή χάσει τη θέση του κι έτσι λέει τα πράγματα με τρόπο που δε μπορεί κι ο ίδιος να καταλάβει.
    Ο συγγραφέας μας φθέγγεται ως σίβυλλα, νοήματα με τη αποφθεγματική του σύνταξη, που έχουν πλέον απ’την αρχαιότητα εξαντληθεί, ή λέει πράγματα που δε λέγονται γιατί φαίνεται ότι αυτοκαταρρέουν.

ξ. Εκείνο που εμφανίζεται απέναντι στον εαυτό του εκ των ένδο, η εννοιακή διαμεσολάβηση, η πρωτεραιότητα της δικής της σφαίρας, χωρίς την οποίαν τίποτε δεν μπορούμε να γνωρίσουμε, δεν πρέπει να συγχέεται με αυτό που είναι η ίδια καθεαυτήν.   Μια τέτοια επίφαση αυθυπαρξίας, της προσδίσει η κίνηση που την εξαιρεί απ’την περιοχή της πραγματικότητας, στην οποία η ίδια είναι ενταγμένη.

Όλο αυτό το σιβυλλικό και περίτεχνο λέγειν, θα μπορούσε να οριστεί με την πρόταση ότι: η έννοια, ως απότέλεσμα της σκέψης, δεν μπορεί να υπάρξει από μόνη της, αλλά είναι αντανάκλαση των πραγμάτων ή των περί τη λογική διαπραγμάτευση γεγονότων. Ή ακόμα καλύτερα ότι ο κόσμος των ιδεών είναι αντανάκλαση του γίγνεσθαι της πραγματικότητας κι όχι η πραγματικότητα του γίγνεσθαι των εννοιών. Τόσο απλά, πεζά και αριστοτελικά.
     Αντίθετα η διαλεκτική ‘παράδοξα’ δέχεται ότι: Πραγματικότητα και Λογική, συνιστούν μια αντιφατική σχέση όπου το ένα προεκτείνεται στο άλλο, χωρίς να αφήνουν περιθώρια αυτονομίας μεταξύ τους, συνιστώντας γίγνεσθαι συνεχούς αλληλοδιαμόρφωσης, όπου το Είναι, το Νοείν και το Λέγειν συμπίπτουν.  Δηλαδή το Γίγνεσθαι που είναι η πραγματικότητα, το Νοείν που είναι το νόημα και το Λέγειν που είναι η γλωσσική εκφορά των νοημάτων, διαλεκτικά συμπίπτουν. Διαλεκτικά όλα περιστρέφονται γύρω από τη σχέση Είναι, Γίγνεσθαι και Νοημάτων, ενώ στην ορθολογική προσέγγιση, απ’την εκφορά του νοήματος και μετά, αυτά θεωρούνται ως ξέχωρα και αντικειμενικά.

ο. Η ανάγκη της φιλοσοφίας να δουλεύει με έννοιες δεν πρέπει να είναι μια φιλοτιμία που διεκδικεί την προτεραιότητα, όπως κι αντίστροφα δεν πρέπει η κριτική αυτής της φιλοτιμίας να μετατρέπεται σε συνολική ετυμηγορία για την φιλοσοφία. Αλλά η αντίληψη ότι ο εννοιολογικός χαραχτήρας της, αν και αναπόφευκτος, δεν είναι κάτι απόλυτο γι’αυτή, είναι πάλι διαμεσολαβημένη απ’την ποιοτική σύσταση της έννοιας και όχι δογματική, πόσω μάλλον ρεαλιστική θέση.

Ότι λοιπόν όρισε «ως πρακτική του φιλοσοφικού αυτο-στοχασμού που θέλει να υπερβεί το νόημα, οδηγώντας τη φιλοσοφία σ’έναν τόπο χωρίς νοήματα», τώρα το απορρίπτει χωρίς δικαιολογία άμεσα και έμεσα.
     Όμως εδώ φαίνεται ότι ο Αντόρνο δίνει πιο πολύ σημασία στον τρόπο που θα πει κάτι κι όχι στο τι λέει. Στο ο. λοιπόν κάνει μια «νέα διαπραγμάτευση» περί ιδεαλιστικής διαλεκτικής σα να μη γνωρίζει ότι ο σύγχρονος ευρωπαϊκός ιδεαλισμός διαπραγματεύεται την έννοια κυρίως ως Καθαρή, κι αποδέχεται ως τόπο καταγωγής της Λογικής τη Μεταφυσική όπου οι έννοιες έχουν προτεραιότητα. Έτσι όταν μιλά γι’ανάγκη της φιλοσοφίας να δουλεύει κατά προτεραιότητα με έννοιες, θα πρέπει να ξεκαθαρίζει ότι αυτή η προτεραιότητα αφορά στην ιδεαλιστική φιλοσοφία.  Ενώ αντίθετα, στη διαλεκτική υλιστική φιλοσοφία και σκέψη, επειδή το νόημα είναι υλικές δομές που σχετίζονται με «δομικές καταγραφές στον εκ των προτέρων κληρονομικό νοητικό μηχανισμό του όντος», δεν υπάρχει προτεραιότητα αλλά συνεχής διάλογος: το ένα γεννά το άλλο από καταβολής ύπαρξης της ύλης όντας αυτό το ίδιο το Γίγνεσθαι ως ουσία.

π. Έννοιες όπως το Είναι στην αρχή της Λογικής του Χέγκελ, σημαίνουν κατ’αρχάς κάτι εμφατικά μη εννοιο-λογικό· σύμφωνα με την έκφραση του Λασκ, το νόημά τους παραπέμπει πέρα από τον εαυτό τους.  Στοιχείο του νοήματός τους είναι ότι δεν ικανοποιούνται στο εννοιολογικό τους πλαίσιο, μολονότι καθώς περικλείουν το μη εννοιολογικό ως νόημά τους, τείνουν να το εξομοιώσουν με τον εννοιολογικό τους χαραχτήρα κι έτσι παραμένουν προκατειλημένες μέσα τους.

Ο συγγραφέας υπερβάλλει «για να κάνει παιγνίδι»: το Είναι στη Λογική του Χέγκελ από όπου κι αν γίνει ορατό δεν παρουσιάζεται μη εννοιολογικό αλλά εμφατικά το αντίθετο.  Ο Χέγκελ στη διαπραγμάτευση του περί του Είναι το δέχεται ως Καθαρό, συμφωνώντας με την περί καθαρότητας αντίληψη του Καντ. Αλλά όμως αυτό το Είναι μόνον ως εννοιολογικό δεν μπορεί να γίνει ορθολογικά αντιληπτό, αφού το «Εἶναι οὐθενός εἶναι». Δεν υπάρχει τίποτα συγκεκριμένο που να εκπροσωπεί το Καθαυτό Είναι οντολογικά, αλλά αφηρημένα είναι «τα πάντα και τίποτα». (Αυτά βέβαια για τον ορθολογισμό και την Εγελιανή λογική, που για το λόγο αυτό δεν μπορούν χωρίς καθαυτά). Αντίθετα στην Ηρακλειτική και Ζηνώνια Διαλεκτική αυτό μπορεί να τεθεί ως εξής: «Για να υπάρχει κάτι», λέει ο Ζήνων, «πρέπει να έχει μέγεθος και όγκο και κάποιαν απόσταση από κάποιο άλλο. Το ίδιο ισχύει και για το περιθώριο αναλόγως. Γιατί και αυτό πρέπει να έχει μέγεθος και πάντοτε να περισσεύει κάτι αναλόγως. Θα το πω μια για πάντα, δεν είναι δυνατό να υπάρχει έσχατο μέρος κάποιου, ούτε του σώματος, ούτε του περιθωρίου, ακόμα δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα από μόνο του, δηλαδή άσχετα  από κάποιο άλλο.  Έτσι υπάρχοντας πολλά, είναι ανάγκη να είναι συγχρόνως μεγάλα και μικρά.  Τόσο μικρά που να μην έχουν μέγεθος τόσο μεγάλα, που να είναι απείρου μεγέθους».
     Αυτό είναι το έσχατο επίπεδο της αντιφατικότητας του κόσμου, είναι το Είναι ως διαλεκτικό (αντιφατικό) καθαυτό: Ένα και πολλά, ακίνητο κι ακαριαίο, η γυμνή αντιφατικότητα, όλα τα πρόσωπα και κανένα εν δυνάμει.
    Η Λογική του, κατά τον Χέγκελ, είναι ένα αφηρημένο λογικό παίγνιο που ως έσχατα όρια έχει απ’τη μια το μηδέν κι απ’την άλλη το Απόλυτο Είναι. Η Λογική αυτή αδιαφορεί για την πραγματική πραγματικότητα. Η πραγματικότητα που πραγματεύεται είναι αυτή του φαινομενικού γίγνεσθαι της έννοιας. Γι’αυτό όταν αναφέρεται στον εμπειρικό κόσμο, συγκαταβατικά αποδέχεται μια κάποια αλήθεια σ’αυτόν αλλά κάπου στο περιθώριο.

ρ. Ο φιλοσοφικός στοχασμός εξασφαλίζει μέσα στην έννοια τη βεβαιότητα για το μη εννοιολογικό. Αλλιώς η έννοια θα ήταν κενή όπως έλεγε ο Καντ, και τελικά δεν θα συνιστούσε πια την έννοια ενός πράγματος, κατά συνέπεια θα ήταν ανάξια. . .  Η έννοια είναι το ενεργό στοιχείο όπως κάθε τι άλλο στη διαλεκτική Λογική.  Μέσα της επιζεί η διαμεσολάβησή της από το μη εννοιολογικό δυνάμει της σημασίας της, η οποία από τη μεριά της θεμελιώνει τον εννοιολογικό της χαρακτήρα.  Τη χαραχτηρίζει τόσο η αναφορά της στον μη εννοιολογικό κόσμο ―ακριβώς όπως τελικά σύμφωνα με την παραδοσιακή γνωσιολογία, κάθε ορισμός εννοιών χρειάζεται τα μη εννοιολογικά δεικτικά στοιχεία―, όπως κι αντίθετα η απομάκρυνσή της, ως αφηρημένης ενότητας των όντων που περιλαμβάνει, από τον οντικό κόσμο.
     Η αλλαγή της κατεύθυνσης αυτής της εννοιολογίας, η στροφή προς το μη ταυτόσημο είναι ο άξονας της αρνητικής διαλεκτικής. Η κατανόηση του συστατικού χαραχτήρα του μη εννοιολογικού στοιχείου, θα μπορούσε να διαλύσει τον καταναγκασμό της ταυτότητας που συνεπάγεται η έννοια χωρίς έναν τέτοιο ανασχετικό στοχασμό. Από την επίφαση της αυθυπαρξίας της έννοιας ως ενότητας του νοήματος, μας βγάζει ο αυτο-στοχασμός της έννοιας πάνω στο δικό της νόημα.


Φλερτάρει με το άρρητο και τον μυστηκισμό: Αντίθετα η Διαλεκτική μέσω του ηρακλειτικού Λόγου δεν αποδέχεται την ύπαρξη του άρρητου αφού το Είναι, το Νοείν και το Λέγειν συμπίπτουν με το αέναο, αντιφατικό Γίγνεσθαι. Έτσι δεν μπορεί να υπάρξει έννοια χωρίς ουσία αλλά ούτε ουσία χωρίς έννοια.
     Ο Αντόρνο μέχρι τώρα με μιαν ιδιόμορφη λογικο-νοητική σύνταξη, μας μιλά συνεχώς για διαλεκτική, αλλά οι προτάσεις και η κριτική του περί διαλεκτικής συνεχίζουν να είναι ορθολογικές.  Απ’ότι έχω αντιληφθεί, την αντιφατικότητα που είναι πορεία επαληθεύσης-διάψευσης της σχέσης ουσίας-νοήματος μέσα στο γίγνεσθαι θέλει να ορίσει ως αντιθετικότητα. Η εμφατική «στροφή προς το μη ταυτόσημο» την οποία θεωρεί άξονα της Αρνητικής διαλεκτικής του, ο Χέγκελ το έχει ήδη κάνει στην πράξη, με την διαδικασία της «άρνησης της άρνησης», όπου η αντιφατικότητα αίρεται  περίτεχνα σε αντιθετικότητα.  Η κριτική του για τη χρήση της έννοιας απ’τον Χέγκελ, όποια κι αν είναι, δεν μπορεί να γίνει κινητήριος στοχασμός για τη δημιουργία της όποιας Αρνητικής Διαλεκτικής "λογικής".  Στη διαλεκτική λογική η χρήση της έννοιας θα αναφανεί ξεκάθαρα μετά τον ορισμό μιας τέτοιας διαλεκτικής λογικής. Εκεί το Είναι ως γίγνεσθαι, το Νοείν ως λογική και νόημα κι η Γλώσσα ως λέγειν, ηρακλειτικά, συμπίπτουν στον αντιφατικό Λόγο, που ολοκληρώνεται ως Υλιστική Διαλεκτική. Εκεί ο Λόγος αναβαθμίζεται στην αδιαίρετη σχέση του Είναι του Γίγνεσθαι και του Λόγου ως αυτο-αναιρούμενης Αντιφατικής Ουσίας.  Η αντιφατικότητα της διαλεκτικής επιτάσσει την Αρνητική-Κατάφαση και όχι την όποια Άρνηση έναντι κάποιας ξέχωρης Κατάφασης.
      Η ύπαρξη της Λογικής ως Ουσίας στην αδιάρρηκτη ενότητά της με το Είναι και το Γίγνεσθαι, φαντάζει κάτι υπερβολικό, αλλά η επιστήμη πλέον με την ανακάλυψη του DNA, δείχνει τον τρόπο που αυτή η Λογική Γραφή, δηλαδή το DNA, συνιστά αυτή την ενότητα ως Υλική Ουσία.

Η απομαγικοποίηση της έννοιας είναι το αντίδοτο της φιλοσοφίας, το οποίο εμποδίζει τη νοσηρή υπερ-ανάπτυξη της έννοιας, ώστε να μην απολυτοποιηθεί.

Οι αρχαίοι βάρδοι της διαλεκτικής σκέψης, αφού δε γνώριζαν τον Πλάτωνα, ούτε το χριστιανισμό, ούτε τον Καντ, ούτε τον Χέγκελ, αλλά ούτε κανέναν ευρωπαίο ιδεαλιστή φιλόσοφο, είχαν αφήσει το απόλυτο στα αζήτητα. Γι’αυτούς τους λάτρεις της φύσης, όλα ξεκινούσαν από το γίγνεσθαι.  Η διαλεκτική τους σκέψη όντας αντιφατική, δε μπορούσε να αφομοιώσει το απόλυτο. Όταν αυτό εμφανίζεται στη διαλεκτική επιχειρηματολογία μόνο με το μηδέν ή το μη υπάρχον μπορεί να συμπέσει.

Πρέπει να μεταβληθεί η λειτουργία μιας ιδέας, η οποία κληροδοτήθηκε απ’τον ιδεαλισμό κι έχει φθαρεί απ’τον ίδιο, περισσότερο από κάθε άλλη: της ιδέας του Απείρου. . . .  Οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι ξεστόμιζαν με τόσο μοιραία ευκολία τη λέξη άπειρο, ίσως γιατί ήθελαν να καταπραϋνουν τη βασανιστική αμφιβολία τους για την πενιχρότητα του πεπερασμένου εννοιολογικού τους μηχανισμού, ακόμη και του Χέγκελ παρά τις αντίθετες προθέσεις του.

Η ίδια η έννοια της όποιας ιδέας, θεωρούμενη αληθινά ως αιώνια και αναλλοίωτη, είναι συνυφασμένη με την έννοια του «κακού» απείρου. Άρα ο ίδιος ο ιδεαλισμός δε μπορεί χωρίς ένα τέτοιο συσσωρευτικό άπειρο.
    Για να γίνει όμως μια μνεία περί απείρου, όπως αυτή που προτίθεται ο Αντόρνο, πρέπει να υπενθυμίσουμε με λίγα λόγια τι πίστευαν γι’αυτήν οι αρχαίοι βάρδοι, που τη συνέλαβαν πρώτοι. (Τους οποίους πολλοί σύγχρονοι φιλόσοφοι παρακάμπτουν θέλοντας να καταπραϋνουν τη βασανιστική τους αμφιβολία για την πενιχρότητα του εννοιολογικού τους εξοπλισμού, που είναι ήδη εξαντλημένος και με καλύτερο τρόπο από τους αρχαίους).
     Ο Αναξίμανδρος που πρώτος πρότεινε την έννοια του απείρου, τη θεώρησε εξαρχής σύμφυτη με την κίνηση και το αέναο γιγνεσθαι, όριζοντας το άπειρο ως συνεχή γένεση και φθορά του κόσμου. Έτσι εκτός απ’την πρόταση της έννοιας του απείρου, συνέδεσε το άπειρο με την έννοια του Γίγνεσθαι και την έννοια της ύπαρξης των όντων και των κόσμων σε καταλυτικο-συνθετική κίνηση: Δηλαδή κατά τον Αναξίμανδρο δεν είναι μόνον ο κόσμος άπειρος αφού καταλύεται-συντιθέμενος κι έτσι συνεχώς αλλάζει, αλλά και κάθε ον είναι εν δυνάμει άπειρο αφού και αυτό καταλύεται-συντιθέμενο, Είναι-ΜηΌντας. Μ’αυτήν την άποψη συμφωνεί απόλυτα και ο Ηράκλειτος ο οποίος οικοδομεί τη διαλεκτική του στην καταλυτική-συνθετότητα του Είναι την οποία τονίζω ξανά γιατί έχει θεμελιώδη σημασία στη διαλεκτική σκέψη: την ίδια ουσία δε ξαναγγίζουμε γιατί όλα αλλάζουν γρήγορα και βίαια, διαλύονται-συνιστάμενα, Είναι-μηΌντας, συγχρόνως. Κι ο δαιμόνιος Ζήνων ολοκληρώνει την έννοια του απείρου: Δεν υπάρχει κάτι χωρίς μέγεθος, αν υπάρχει, πρέπει να έχει μέγεθος και όγκο, και κάποιαν απόσταση το ένα απ’ το άλλο. Το ίδιο ισχύει και για το περιθώριο, αναλόγως. Γιατί κι αυτό θα έχει μέγεθος και πάντα θα περισσεύει κάτι αναλόγως. Θα το πω μια για πάντα. Δεν είναι δυνατό να υπάρχει έσχατο μέρος κάποιου, ούτε του σώματος ούτε του περιθωρίου. Ακόμα δε μπορεί κάτι να υπάρξει από μόνο του, άσχετα από κάτι άλλο. Έτσι, αν υπάρχουν πολλά, είναι ανάγκη να είναι συγχρόνως μικρά και μεγάλα. Τόσο μικρά που να μην έχουν μέγεθος και τόσο μεγάλα ώστε να είναι απείρου μεγέθους.
      Εδώ ο Ζήνων, με τη σχετικότητα Ενός και Πολλών, Μεγάλου και Μικρού, εκτός απ’την ολοκληρωμένη αντίληψη περί απείρου, μας δείχνει και την αντιφατική μονάδα της διαλεκτικής (το αντιφατικό στοιχειώδες), που είναι η αντιφατικότητα γυμνή, το έσχατο αντιφατικό υπόβαθρο του κόσμου, το εν Δυνάμει Είναι, η υλικότητα, το Είναι ως αντιφατικό καθαυτό (το μόνο Καθαυτό που μπορεί να γίνει διαλεκτικά αποδεκτό).
      Σύμφωνα με τους προσωκρατικούς βάρδους της νόησης, Διαλεκτική χωρίς το πεπερασμένο, ως καταλυτικο-συνθετικό άπειρο, δεν μπορεί να υπάρξει.
      Ο Αντόρνο πέφτει κι αυτός στο ίδιο ατόπημα που επισυνάπτει στους άλλους διακεκριμένους φιλοσόφους, οι οποίοι τουλάχιστον δικαιολογούνται αφού είναι συνειδητά ιδεαλιστές.  Αυτοί ξεκινούν από την ιδέα και το νόημα. Από τη μεριά τους είναι δικαιολογημένο, αφού η εμπειρία αξιολογείται κι εκτιμάται μέσω των νοητικών μηχανισμών.  Αυτός όμως γιατί κόπτεται; Μήπως θέλει να βρεί κάποιο «σκαλοπατάκι» και ν’αρχίσει κάποια κριτική διαδικασία «τραβηγμένη από τα μαλλιά», για να μπορέσει να κάνει φιλοσοφικό παιγνίδι.  Ήδη, η κριτική του για τη χρήση της έννοιας, άσχετα αν την θέλει αρνητική, τον αναγκάζει να ξεκινά κι αυτός απ’την έννοια. Ενώ αντίθετα, από μιαν αφετηρία πραγματιστική και υλιστική, ο τρόπος χρήσης της έννοιας ως αντανάκλασης της πραγματικότητας ορίζεται από μόνος του, χωρίς την ανάγκη κάποιας κριτικής φιλολογίας τύπου Αντόρνο.

Η παραδοσιακή φιλοσοφία πιστεύει πως κατέχει το αντικείμενό της ως άπειρο και αυτό την κάνει πεπερασμένη, τελειωτική.  Μια διαφορετική φιλοσοφία θα έπρεπε ν’ακυρώσει αυτή την αξίωση, να μην προσπαθεί πια να πείσει τον εαυτό της και τους άλλους, ότι κατέχει το άπειρο.  Αντ’αυτού όμως η ίδια θα γινόταν άπειρη εφόσον απαξίωνε να εμπεδωθεί μέσα σ’ένα σώμα ευαρίθμων θεωρημάτων.

Όλ’αυτά, έχουν εξαντληθεί από τους αρχαίους πριν 2500 χρόνια στην Ιωνία, όπως ανέφερα στη διαπραγμάτευση της προηγούμενης πρότασης. Ο Αντόρνο προφανώς δεν γνωρίζει την έννοια του απείρου όπως την αντιλαμβάνοντο οι αρχαίοι  παρακάμπτοντάς τους σκανδαλωδώς.
    Τώρα πως μια φιλοσοφία είναι αυτή η ίδια άπειρη ή πως θα μπορούσε να γίνει τέτοια, είναι συλλογισμός με τον οποίον οι αρχαίοι στην αγορά θα γέλαγαν

Η συγγένεια της φιλοσοφίας με την τέχνη δεν της παρέχει το δικαίωμα να δανείζεται κάτι από την δεύτερη, πολύ λιγότερο δυνάμει των διαισθήσεων [εμπνεύσεων], τις οποίες οι βάρβαροι θεωρούν προνόμια της τέχνης.  Ακόμα και στην καλλιτεχνική εργασία δεν ενσκήπτουν ίσως ποτέ μεμονωμένες σαν κεραυνοί από ψηλά. Είναι συμφυείς με τον  μορφολογικό νόμο  του καλλιτεχνικού μορφώματος· αν ήθελε κανείς να τις αναδείξει ως κάτι ξεχωριστό θα διαλυόταν.  Επιπλέον η σκέψη δε φυλάσσει πηγές που η δροσεράδα τους θα την απάλλασσε απ’τη σκέψη, δεν υπάρχει κανένας τύπος γνώσης απολύτως διαφορετικός απ’τον προκάτοχό της, τον οποίον η διαισθησιοκρατία πανικόβλητη μάταια αποφεύγει.     Μια φιλοσοφία που θα προσπαθούσε να μιμηθεί την τέχνη, που από μόνη της θα ήθελε να είναι έργο τέχνης, θα αυτοδιαγραφόταν.

Η φιλοσοφία με την αρχαιότερη έννοια (των προσωκρατικών) αλλά και την πιο σύγχρονη, δεν θεωρείται ότι συγγενεύει με την τέχνη, αλλά ότι είναι αυτή η ίδια μια τέχνη. Οι αρχαίοι σαν πιο νοήμονες κι έξυπνοι από μας, τα πάντα αντιμετώπισαν σαν τέχνες, ανεβάζοντάς τα έτσι σε ένα ανώτατο στάδιο συνειδητότητας. Όπως η ρητορική έγινε τέχνη του λόγου, έτσι η φιλοσοφία έγινε τέχνη του νοείν. Η φιλοσοφία ως τέχνη του Νοείν λοιπόν, συμπίπτει με τη Λογική και έτσι εμπλέκεται μέσα σε όλες τις τέχνες και τις επιστήμες. Δευτερογενώς μπορεί να έχει κι επιστημολογικό χαραχτήρα ως οδηγός κι ερμηνεία των δραστηριοτήτων της επιστήμης ή να πραγματεύται θέματα ηθικής, όπως η δικαιοσύνη, η πολιτική και η αρετή.  Με τον ίδιο τρόπο θα λέγαμε ότι τα μαθηματικά δεν μπορεί παρά να βρίσκονται, ως εργαλείο της νόησης, μέσα στο αληθινό σώμα της φιλοσοφίας. Αυτό το είχαν αντιληφθεί οι αρχαίοι και μαζί τους ο Καντ, με διαφορετικό τρόπο και για διαφορετικούς λόγους ο καθένας.
    Ο Αντόρνο, ως θεωρητικός της μουσικής τέχνης, μπορεί να πραγματεύεται εκεί το άρωμα του αφηρημένου χωρίς καμιά λογική συνέπεια, στη φιλοσοφία όμως που υπάρχουν και οι αρχαίοι «δεν είναι παίξε-γέλασε».
     Η φιλοσοφία ως τέχνη της νόησης, είναι η ανώτατη τέχνη: στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Καντ και σ’όλους τους μεγάλους μαθηματικούς ως Ορθολογισμός ή στον Αναξίμανδρο, τον Ηράκλειτο, τον Ζήνωνα ως Διαλεκτική.                   

    Τίποτα υπερβατικό όπως η τέχνη, η φιλοσοφία κι η επιστήμη δεν μπορεί χωρίς ενορατική σύλληψη. Διαλεκτικά η Ενόραση κι η Λογική αλληλο-προεκτείνονται, χωρίς να αφήνουν περιθώριο αυτονομίας μεταξύ τους, όπως ακριβώς η εμπειρία κι η εκ των προτέρων κληρονομική γνωστική δυνατότητα του ανθρώπου συνιστούν αδιαχώριστη ενότητα.
     Εξορίζοντας την ενόραση απ’την φιλοσοφία δεν κάνεις ούτε υλισμό, ούτε διαλεκτική, αλλά το λεγόμενο από παλιά χυδαίο ή αγοραίο υλισμό. Ως μαθητής του νεο-καντιανισμού με υλιστικές κορώνες, ο Αντόρνο θα έπρεπε να είχε φανταστεί, πως η σύγχρονη διαλεκτική υλιστική σκέψη βλέπει ως υπαρκτή τη σχέση ενόρασης και συνείδησης;  Σήμερα η επιστήμη έχει τον τρόπο να μιλά για θέματα τέτοιου ενδιαφέροντος, με χαραχτηρισμούς που αφορούν υλιστικά τη δομή του ίδιου του εγκεφάλου, χωρίς να είναι ακόμα απολύτως σίγουρο σε ποιάν ακριβώς λειτουργία αποτείνεται κάθε συγκεκριμένο μέρος αυτής της δομής. Βρίσκεται ακόμα στην έρευνα. Μας δείχνει όμως πως μια φιλοσοφική προσέγγιση στη λειτουργία της νόησης του είδους που επιχειρούν οι Καντ και Χέγκελ είναι αμετροεπής.  Οι λέξεις και τα λεγόμενα, έχουν υβριστικά υπερβεί το ύψος και τη δύναμή τους κι έτσι δε μπορούν να σηκώσουν το φορτίο τους, εκπληρώνοντας τον σκοπό τους.
      Σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, την νοήση, την συνείδηση, ακόμα και την αισθητική, συνθέτουν δομές που έχουν σαν αποτέλεσμα αυτό που θεωρούμε λειτουργία της.
     Αν θέλαμε να δώσουμε κάποιον ορισμό ή να «περιγράψουμε» φιλοσοφικά αυτή την κατάσταση δηλαδή να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα «πως η νόηση είναι δυνατή» θα ήταν πιο ταιριαστό και σεμνό το εξής: ―Ο άνθρωπος,  ως αποτέλεσμα  της παγκόσμιας εξέλιξης, αυτός ο ίδιος είναι η καταγραφή όλης αυτής της πορείας μέχρι σήμερα.  Η μορφή και η δομή του είναι μια ιδιάζουσα γλώσσα, που περιγράφει όλο αυτό το γίγνεσθαι. Δηλαδή η μορφή, τα όργανά κι ο εγκέφαλός του είναι αποτέλεσμα και την ίδια στιγμή φανερώνουν δομικά όλο αυτό γίγνεσθαι.
     Έχει αποδειχθεί, ότι όλο αυτό το γίγνεσθαι υπάρχει ως μικροδομική καταγραφή μέσα μας και ονομάζεται DNA. Αυτός είναι ο κληρονομικός κώδικας κάθε ανθρώπου και έχει σε κάθε άνθρωπο κάποια στοιχεία που τον κάνουν να είναι ιδιαίτερος.
     Ο εγκέφαλος είναι μια ιδιόμορφη καταγραφή όλης της πορείας του όντος και κατά συνέπειαν κάθε συγκεκριμένου ανθρώπου σ’αυτό το παγκόσμιο γίγνεσθαι.  Κάθε ενέργεια ή σκέψη, επιτυχία ή αποτυχία, τροποποιούν τη δομή του εγκεφάλου, κάνοντάς την πιο σύνθετη. Η πορεία της διαλεκτικής σχέσης της υπάρχουσας δομής με την εμπειρία, είναι η διαδικασία δημιουργίας του εγκεφάλου, αλλά και της σωματικής διάπλασης του ανθρώπου (που καί αυτή είναι γεγραμμένη στη δομή του εγκεφάλου). 
     Από κάποια στιγμή και μετά, το όν άρχισε να κάνει αφηρημένους συλλογισμούς, που ήταν αποτελεσμα της παραβολής των αρχαίων δομών με τις νέες εμπειρίες.  Μπαίνοντας η νέα εμπειρία στο γνωστικό μηχανισμό, με τη διαδικασία της παραβολής μ’αυτόν, τον αφυπνίζει αποκωδικοποιώντας τις αρχαίες κωδικές δομές και τον επανακωδικοποιεί ως νέο. Δηλαδή η παραβολή του «έσω» που είναι η δομική κωδική καταγραφή του κόσμου στον εγκέφαλο, με το «έξω», που είναι η εμπειρική  διέγερση, αποκωδικοποιεί τον κληρονομικό γνωστικό μηχανισμό αφυπνίζοντάς τον.  Επειδή μια νέα εμπειρία, δεν μπορεί να είναι γεγραμμένη δομικά ολόιδια στο κωδικό γνωστικό μηχανισμό, που είναι ο εγκέφαλος, γι’αυτό επανακωδικοποιείται συνειδητά, διαμορφώνοντας μ’αυτό τον τρόπο  τη δομή του  λίγο διαφορετικά. αυτή η νέα κωδική καταγραφή είναι η Συνείδηση και η Λογική, ενώ το μέρος της δομής του εγκεφάλου που μένει ακόμα ανεξερεύνητο και κωδικό, είναι το Αίσθημα η Ενόραση κι η Αισθητική.
      Ο άνθρωπος λοιπόν μπορεί να γνωρίζει έγκυρα γιατί η πορεία του κόσμου είναι κωδικά γεγραμμένη μέσα του. Η καταγραφή αυτή είναι η ίδια η δομή του που συμπυκνώνεται στον κληρονομικό γνωστικό μηχανισμό του και στη δομή του εγκεφάλου του.
      Τα δύο μέρη του εγκεφάλου, το αποκωδικοποιημένο, και το κωδικό, όπως όλα τα μέρη του ανθρωπίνου σώματος, δεν είναι απόλυτα ξεχωριστά μεταξύ τους.  Έτσι η συνείδηση συνεχώς αντλεί από το απύθμενο μέρος του εγκεφάλου, που είναι η Αισθητική, η Ενόραση, το Συναίσθημα κι η Φαντασία.  Δεν είναι ποτέ  δυνατή μια επιστήμη χωρίς  Ενόραση και δεν είναι ποτέ αρκετή η εμπειρία με μόνον οδηγό την Ορθολογική διαδικασία. Έτσι κάθε επιλογή που ακολουθείται απ’τον παράγοντα του αγνώστου ή του νέου προϋποθέτει ένα μικρό ή μεγάλο «άλμα πίστης» για να υπερπηδάμε το κενό γνώσης· και επειδή κάθε βήμα στο Νέο προϋποθέτει και ένα εμπειρικό κενό, αυτό προσωρινά αναπληρώνεται απ’την Αισθητική. Ο ερευνητής πατά στον απύθμενα γεγραμμένο κωδικά κληρονομικό γνωστικό μηχανισμό του, τον ανθρώπινο εγκέφαλο, που είναι η ασυνείδητη γνωστική δυνατότητα κι η υπαρξιακή αυτογνωσία του Είναι ως Εγώ (η Ενόραση και η Αισθητική), διακινδυνεύοντας αποφάνσεις.  Αυτές μπαίνουν στη διαδικασία της επαλήθευσης, που ανάλογα είναι ή εφαρμογή ή το πείραμα, δημιουργώντας την κατάσταση επάνω στην οποία μπορεί στέρεα να πατά η έρευνα.
      Βλέπουμε λοιπόν ότι η διαισθαντικότητα την οποία ο Αντόρνο θεωρεί προνόμιο της τέχνης, δε μπορεί σαφώς να διαχωριστεί απ’τη Λογική, αφού η Νόηση είναι μια απύθμενη σχέση ενόρασης και  λογικής.  Αυτό γιατί ο κόσμος είναι υπερβατικός δηλαδή σε συνεχές γίγνεσθαι και αλλαγή κι έτσι αναπάσα στιγμή παρεμβάλλεται το Νέο. Δεν μπορεί κάποιος να βαδίσει στο Νέο χωρίς να πατήσει με το ένα πόδι στην ενόραση και τ’άλλο στη λογική. Έτσι μπορεί με κάποιο τρόπο να δικαιολογηθεί στη φιλοσοφική δραστηριότητα ο αυτοστοχασμός, αφού η διερεύνηση του έξω σε πολύ μεγάλο βαθμό επιτελείται από τις κληρονομικές καταβολές του έσω. Η φύση είναι γεγραμμένη κωδικά μέσα μας ή ακριβώς εμείς είμαστε μια κωδική καταγραφή της φύσης, δηλαδή ο κόσμος είναι γεγραμμέος στο DNA μας και περιμένει, μέσω της ερμηνείας της εμπειρίας, να τον «αναγνώσουμε».
     Όσο για το Νέο, μπορεί καί αυτό να γίνει γνωστό όταν και αυτό αλλά καί οι γνωστικοί μηχανισμοί κοινωνούν της αντιφατικότητας του εν δυνάμει εσχάτου αντιφατικού υπόβαθρου του κόσμου. Εκεί το στοιχειώδες μ’έναν δαιδαλώδη και παράκεντρο τρόπο κάθε φορά, κοινωνεί-περιέχοντας το Όλον.

Μικρός επίλογος

Αυτό το έργο όπως φαίνεται, δεν έχει κάποια διαλεκτική διαδικασία να προτείνει αφού η όποια διαλεκτική πρέπει να είναι μια λογική διαδικασία και μέθοδος προσέγγισης της αλήθειας ή τέλος πάντων, της πραγματικότητας όπως την αντιλαμβάνεται.  Ο Αντόρνο λοιπόν δεν αποδέχεται την ύπαρξη αρχών της διαλεκτικής λογικής και όταν τη δέχεται, με έναν παράδοξο τρόπο θεωρεί ότι η φύση δεν μπορεί να ερμηνευτεί ή δεν υπακούει στη διαλεκτική σκέψη. Η σκέψη στην οποία πατά ο Αντόρνο, μολονότι θέλει να το κρύβει είναι ο ορθολογισμός.
       Βέβαια αυτό εγώ έχω εισπράξει κατά την κριτική ανάγνωση των μερών που έχω κάνει. Επειδή όμως συνεχώς τσαλαβουτάει ανάμεσα στην αντιφατικότητα και την ορθολογικότητα, μπορεί να με έχει επανειλημμένα ξεγελάσει και να έχω παρανοήσει τη όποια διαλεκτική του. Ο όρος Αρνητική Διαλεκτική δεν είναι διαλεκτικός αφού η Διαλεκτική δεν μπορεί παρά να είναι αρνητικο-καταφατική. Αν μπορεί κάτι να θεωρηθεί ¨Αρνητική Διαλεκτική¨, είναι αυτό που παρουσιάζεται από τον Πλάτωνα στο έργο του «Παρμενίδης».  Επίσης κατεξοχήν Αρνητική Διαλεκτική θα μπορούσε να ονομαστεί ή διαλεκτική του Ζήνωνα, που αναδεικνύει τις αντινομίες του Ορθολογισμού μέσω της ίδιας του της χρήσης.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου