Σάββατο 23 Μαΐου 2015

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΡΗΤΟΡΕΙΑ



ΘΟΔΩΡΟΣ ΚΑΒΑΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ
ΑΝΤΙΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΡΗΤΟΡΕΙΑ
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΥΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τελευταία διαβάζουμε άρθρα κι ακούμε απόψεις για τον σοσιαλισμό, που είναι φανερό ότι υπάρχει σύγχυση γύρω απ’το θέμα.  Ο καθένας για κάθε όρο, έχει κάτι διαφορετικό στο νου του κι έτσι κάθε συζήτηση περί αυτού παίρνει την μορφή θεάτρου του παραλόγου.  Στο θέατρο του παραλόγου όμως, υπάρχει η πρόθεση να γίνεται ορατή η καθημερινότητα μέσα από φακούς παραμορφωτικούς και κάτοπτρα, έτσι που να διαρρηγνύεται το πέπλο της πεπατημένης στις σχέσεις των ανθρώπων, δημιουργώντας την προϋπόθεση για μια νέα διαπραγμάτευση. Οι αναλυτές αυτοί του Μαρξισμού είναι οι ίδιοι μια θεατρική παράσταση του παραλόγου, που όμως διεγείρει τον παρατηρητή να διαρρήξει το πέπλο της ασυνενοησίας που έχουν δημιουργήσει. Αυτό είναι καλό γιατί θα μπορέσουμε να κάνουμε ένα ξακαθάρισμα των όρων για να μπορέσει να δημιουργηθεί ξανά το υπόβαθρο πάνω στο οποίο να οικοδομηθεί ο Λόγος.
    Αυτό βέβαια δεν είναι εύκολο, γιατί ο χώρος της αριστεράς είναι διάτρυτος από εραστές της δικαιοσύνης, ιεραπόστολους που θέλουν ν’αλλάξουν την κοινωνία προς το καλύτερο ή έκπτωτους αγγέλους που θέλουν να την καταστρέψουν για να γεννηθεί άλλη καλύτερη, χωρίς όμως ποτέ να έχουν αναρωτηθεί σε βάθος, τι είναι πραγματικά αυτό το καλύτερο. Κάτι που δε μπορεί να απαντηθεί, αν δεν τεθούν πρώτα οι όροι της λογικής, πάνω στην οποίαν θα γίνει η διαπραγμάτευση.
     «Οι γενναίοι φουσκώνουν σαν το πανί του καραβιού στους βοριάδες των ταραγμένων καιρών, αλλά χωρίς σύνεση όταν πέσει ο άνεμος τις μέρες της βροχής, πρέπει να υποσταλλούν γιατί όπως τα πανιά του καραβιού με το νερό, έτσι κι αυτοί λασπώνουν και γίνονται εμπόδιο».  Ξιφουλκούν κάνοντας αναλύσεις με περίτεχνους συλλογισμούς, ποτέ μα ποτέ όμως δεν είδαν που στηριζόταν όλο αυτό το διαλογικό οικοδόμημα κι αν τα θεμέλια πάνω στα οποία κτίζουν είναι σαθρά.  Το λιγότερο που θα μπορούσε να γίνει, είναι μια συζήτηση για το ξεκαθάρισμα των όρων, έτσι που αυτός ο παράλληλος μονόλογος που εξελίσσεται, να γίνει διάλογος.
     Δεν είναι λίγοι αυτοί που θέλουν να εκσυγχρονίσουν την αριστερά έχοντας ξεχάσει ότι ο λόγος της στηρίζεται πάνω στη διαλεκτική λογική και σκέψη που όμως έχει δική της «γλώσσα». Το να αρθρώνει κάποιος μαρξιστικούς όρους μέσ’απ’την ορθολογική αστική γλώσσα, η οποία αντιλαμβάνεται αυτούς του όρους διαφορετικά, δημιουργεί μια διγλωσσία που οδηγεί στην α-νοησία.
    Επειδή η επιστήμη μέσ’απ’τον ορθολογισμό και την τυπική λογική έχει σαφώς κάνει τεράστια άλματα και όποτε έγινε προσπάθεια η φερόμενη ως «διαλεκτική λογική» να πρωτοπορήσει οδήγησε σε επιβράδυνση, για πολλούς μαρξιστές και αριστερούς διανοητές η διαλεκτική έγινε ύποπτη.  Έτσι οι ευρωπαϊστές της αριστεράς ονόμασαν «Διαλεκτική» τις δυναμικές διεργασίες του ορθολογισμού και το λιγότερο που έκαναν είναι να «κομίζουν γλαύκας εις Αθήνας», λες και οι αστοί δε γνώριζαν αυτές τις δυναμικές διεργασίες και περίμεναν τους «μαρξιστές» να τους τις υποδείξουν.  Οι δυναμικές διεργασίες του ορθολογισμού ανακαλύφθησαν ήδη απ’την εποχή του Αρχιμήδη, από ορθολογιστές μαθηματικούς για την ορθολογική διερεύνηση και περιγραφή  καταστάσεων  εν τω γίγνεσθαι.
     Έτσι με το ξεκαθάρισμα των όρων πρέπει κατ’αρχήν να οριστεί, τι είναι η Διαλεκτική, και τι είναι αυτό που επιθυμεί όποιος θέλει ν’αυτοονομάζεται μαρξιστής.  Ευτυχώς υπάρχουν απεριόριστες συγγενείς ιδεολογίες ν’αποτανθούν, αφού το «μπαούλο» του μαρξισμού δεν τους χωράει όλους.
     Σε μιαν εποχή σαν τη δική μας που η προσφορά της πληροφορίας είναι τελείως απρόσκοπτη, αλλά την ίδια στιγμή και η παραπληροφόρηση, -η βιομηχανία του ψεύδους-  και της προπαγάντας μεσουρανεί, τίποτα δεν είναι κρυφό κι όλα έχουν ακουστεί.  Νομίζω λοιπόν ότι το πρώτο βήμα για την «κατάκτηση» μιας ιδεολογίας σαν τον μαρξισμό είναι η κατανόηση της Διαλεκτικής. Αυτή είναι το θεμέλιο του οικοδομήματος, μα την ίδια στιγμή και το κονίαμα για τη συγκόλληση όλων των δομικών στοιχείων.  Τίποτα δε μπορεί να γίνει χωρίς διαλεκτική. Χωρίς διαλεκτική σκέψη η μαρξιστική ιδεολογία θα σύρεται εδώ κι εκεί σ’ένα σοφιστικό παζάρι μιας αγοραίας επαναστατικότητας ή αστικοκοινοβουλευτικής συναλλαγής που δε μας πάει πουθενά.

Η   ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

Διαλεκτική όπως κι Ορθολογισμός είναι σε χρήση απ’τη σύσταση της ανθρώπινης κοινωνίας και υπάρχουν συγγράμματα που το μαρτυρούν· κάποια από αυτά θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη διαμόρφωση της αντίληψης μας για το θέμα αυτό.  Κι επειδή η διαλεκτική «ήλθε» σ’εμας κάπως συγγεχυμένα και με διαφορετικά πρόσωπα τέθηκε το θέμα, «ποιά διαλεκτική είναι η σωστή  και πως διαχωρίζεται αυτή από τον ορθολογισμό».
     Λέει, ο διακεκριμένος διανοητής της αριστεράς Χ. Θεοδωρίδης, στην μικρή πραγματεία του «Περί της Έννοιας του Μηδέν στη Διαλεκτική Νόηση»: «…η διαλεκτική ήταν και εξακολουθεί να είναι μπερδεμένη ―αυτό δεν πρέπει να διστάσουμε να τ’ομολογήσουμε― κι έδωσε αφορμή σε συζητήσεις που δεν έκλεισαν ακόμα» και συνεχίζει: «Ο Πλάτων με τη διαλεκτική του εννοούσε πρώτα τις απλές λογικές πράξεις και το ξεχώρισμα των αντικειμένων ή των εννοιών σε γένη και είδη.  Ο Πλάτων ακόμα εννοούσε διαλεκτική, τη διαδικασία εξεύρεσης της αλήθειας με ερωτήσεις κι απαντήσεις».  Και συνεχίζει πάρα κάτω: «Σήμερα η πιο απλωμένη αντίληψη για τη διαλεκτική, είναι αυτή που έχει στενή σχέση με το γίγνεσθαι, την κίνηση και την αλλαγή. Διαλεκτικοί μ’αυτή την έννοια και μάλιστα οι πρώτοι, ήταν αδιαφιλονίκητα οι Ίωνες φυσικοί. Με αυτή την έννοια πήρε ο Χέγκελ τη διαλεκτική, ως δημιουργική κίνηση της ιδέας. Ενώ ο διαλεκτικός υλισμός ξεκινώντας απ’τον Χέγκελ ξαναγυρίζει με κάποιο τρόπο στην Ηρακλειτική διαλεκτική παράδοση». (Θα σημειώσω εδώ ότι το όνομα «Διαλεκτική» μπορεί να προήλθε από τη λεγόμενη διαλογική διαδικασία του Πλάτωνα, αλλά κατά τους προσωκρατικούς αυτός ο διάλογος δε σταματά στα όρια των διαλεγομένων εννοιών. Αυτός εισέρχεται και συνεχίζει μέσα στις ίδιες τις έννοιες, χωρίς ν’αφήνει απαραβίαστα όρια μεταξύ τους).
    Ο Χ. Θεοδωρίδης μολονότι δέχεται την ύπαρξη διαλεκτικής λογικής επιμένει ότι δεν είναι κατασταλαγμένη. Ένας άλλος διακεκριμένος διανοητής της αριστεράς, ο Ε. Μπιτσάκης, στο έργο του «Διάλεκτική και Νεώτερη Φυσική» με τη σειρά του θέτει το ερώτημα: «αν η διαλεκτική είναι επιστήμη και αν οι νόμοι της έχουν το status των επιστημονικών νόμων», κι ο Ε.Μπιτσάκης καταλήγει: «…η φιλοσοφία, δεν είναι ειδική επιστήμη όπως π.χ. η φυσική ή η χημεία.  Οι νόμοι της κατά συνέπεια δε μπορούν να έχουν το status των φυσικών γενικά των ειδικών επιστημών» … Συνεχίζοντας ο κος Μπιτσάκης θέτει το πρόβλημα της διαλεκτικής λογικής.  «Υπάρχει ή όχι διαλεκτική λογική»; Και απαντά: « Η διαλεκτική λογική είναι η λογική της αντίθεσης και όχι της αντίφασης. Εκφράζει την ύπαρξη αντιθέσεων στα ίδια τα πράγματα τη συγκεκριμένη κι ιστορικά διαφοροποιούμενη ενότητα αμοιβαία αποκλειομένων κατηγορημάτων. Εκφράζει την ύπαρξη απλών αντιθέσεων, που συνιστούν μια σχετικά στάσιμη αντιθετική ολότητα ή ύπαρξη αντιθέσεων που η σχέση τους εξελίσσεται και που η αντίθεση μπορεί να λυθεί με την καταστροφή του ενός πόλου της. Πως όμως είναι δυνατό να εκφραστεί η σύνθετη αντιθετική κίνηση του πραγματικού, η γένεση κι’η καταστροφή των μορφών στο επίπεδο της νόησης;  Η λογική αντίφαση είναι απαράδεκτη και για τη διαλεκτική λογική. Η λογική της αντίθεσης δεν είναι αντιφατική». Και ο Ε. Μπιτσάκης παραθέτει την άποψη του Η. Lefebvre:  «Η διαλεκτική νόηση ορίζεται κι αυτή από κανόνες και νόμους, διαψεύδει την τυπική λογική αλλά δεν την καταργεί, δεν πέφτει στο παράλογο. Η διαλεκτική δεν επιτρέπει για το ίδιο αντικείμενο, την ίδια στιγμή, να διατυπώνουμε αντιφατικές αποφάνσεις. Δεν επιτρέπεται να πούμε ότι αυτό το χαρτί είναι ταυτόχρονα λευκό και μαύρο.  Από όπου και το αξίωμα ότι―η θεωρία των αντιθέσεων δε μπορεί να είναι αντιφατική».
     Εδώ ο κ. Λεφέμπβρ ισχυρίζεται ότι «η αρχή της μη αντίφασης», που πάνω της πατά «η αρχή της ταυτότητας» κι επικροτεί ο κος Μπιτσάκης, είναι η πεμπτουσία της λογικής και κατ’επέκταση της διαλεκτικής, μια που και η διαλεκτική λογική δεν πρέπει να αντιφάσκει, αφού σύμφωνα με το απλοϊκό παράδειγμα τους, το άσπρο χαρτί δε μπορεί συγχρόνως να είναι μαύρο. Θα μπορούσα ν’αντικρούσω αυτή τη βεβαιότητα των Μπιτσάκη και Λεφέμπβρ, μια που όλοι ξέρουμε ότι στη φύση όλα τα χρώματα είναι προσεγγιστικές συμβάσεις, που δεν υπάρχουν ως καθαυτά, αλλ’αυτή είναι μια άλλη συζήτηση που θα αποπροσανατόλιζε την ουσία  αυτού του θέματος. Τονίζω επίσης ότι ο Χέγκελ, ο Έγκελς κι ο Ηράκλειτος, δέχονται ότι η αντιφατικότητα είναι η ουσία της διαλεκτικής λογικής, κάτι που θα δούμε στη συνέχεια αυτής της εργασίας. Και επειδή οι Μπιτσάκης και Λεφέμπβρ ισχυρίζονται ότι η λογική αντιτίθεται προς την αντιφατικότητα θα κάνουμε μια μικρή αναδρομή στον ορθολογισμό για να δούμε αν και πόσο οι θέσεις του ορθολογισμού διαφέρουν από αυτή τη «διαλεκτική» των ευρωπαϊστών.
    Οι κ. Μπιτσάκης και Λεφέμπβρ υποτιμούν και τον ορθολογισμό και τη διαλεκτική, ακόμα και όλους τους επιστήμονες που χειρίζονται χρόνια τώρα αυτά τα εργαλεία. Δε γνωρίζω ορθολογιστή ή «λάτρη» της τυπικής λογικής σήμερα, να ισχυρίζεται ότι υπάρχει ταυτότητα που δεν αλλάζει μέσα στο χρόνο.  Όλοι έχουν πειστεί ότι όλα αλλάζουν, αλλά τα «στατικοποιούν» ιδεατά για να μπορεί τη συγκεκριμένη στιγμή, να γίνουν αντικείμενα μιας συμβατικής λογικής επεξεργασίας. Ακόμα όλες οι μαθηματικές διαδικασίες διαφορικότητας έχουν προταθεί από ορθολογιστές, για να ξεπεραστεί η αδυναμία της στατικής προσέγγισης των σχημάτων της τυπικής λογικής διεργασίας. Δηλαδή να επεξεργαστούν με ακρίβεια καταστάσεις που δεν είναι δυνατόν να στατικοποιηθούν.
     Η απαγωγική και επαγωγική διαδικασία της τυπικής λογικής προβλέπουν ήδη την κίνηση και αλλαγή των ερευνουμένων καταστάσεων.  Έτσι όλοι οι κλασικοί του ορθολογισμού, βλέπουμε να απωθούν το καθαυτό, την ακινησία και τη στατικότητα στο βάθος του Είναι, πολύ βαθιά μέσα στην ουσία ή πολύ μακριά έξω απ’αυτήν στο Όλον.  Τόσο μακριά από το γίγνεσθαι της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, που το καθαυτό να «ορίζεται» ως άγνωστο ή μη γνώσιμο. Οι κλασικοί του ορθολογισμού λοιπόν δέχονται την ύπαρξη του καθαυτού όντος, όμως μακριά απ’τις εν εξελίξει διαδικασίες «της σφαίρας της φαινομενικότητας», η οποία κατ’αυτούς είναι το φαινομενικό γίγνεσθαι που βιώνουμε.
   Ο Παρμενίδης δέχεται το καθαυτό ως ουσιαστικότητα του Όλου, μάλιστα το θεωρεί κλειστό, πεπερασμένο και τετελεσμένο, αφού, κατ’αυτόν, υπάρχει μόνο το Είναι, ενώ το Μη–Είναι δε μπορεί να υπάρξει. Το Είναι λοιπόν πληρεί τα πάντα κι έτσι δεν έχει που αλλού να πάει, δηλαδή να κινηθεί ή να εξελιχθεί. Ορίζει λοιπόν τον κόσμο ως κλειστό σύστημα κι έτσι είναι δυνατή η απρόσκοπτη ορθολογική διεργασία, (κάτι που συχνά ξεχνούν οι σύγχρονοι ορθολογιστές. Ο Παρμενίδης απορρίπτει την ύπαρξη του «Μη-Είναι» αφού το «Μη-Είναι» είναι η αντίφαση καθαυτή και πάρα κάτω, απορρίπτει ως περιέχοντα ψεύδος κάθε αντιφατικό συλλογισμό.  Μας προϊδεάζει για τις αρχές της τυπικής λογικής,  που σε συνδιασμό με την αποδοχή του κλειστού Όλου και τις προτάσεις για αλάνθαστη μετάβαση απ’τα γνωστά στα άγνωστα δια μέσου της λογικής, μας θυμίζει το ντετερμινισμό.
    Ο Πλάτων ακολουθώντας τα χνάρια του Παρμενίδη για να υπερβεί τη διαφορικότητα της καθημερινότητας και να δώσει απάντηση στο μυστήριο του Νοείν και του Γνωρίζειν, τροποποίησε το Εόν (το Υπάρχον) του Παρμενίδη σε Κόσμο των Ιδεών.  Αυτή ήταν μια σπουδαία σύλληψη για την κατανόηση της διαδικασίας της νόησης. Μολονότι θεωρούμε ότι σήμερα αυτή η άποψη έχει ξεπεραστεί απ’την επιστήμη, η βασική ιδέα είναι περίπου η ίδια. Αντί να αντλούμε τις συγκριτικές αντιστοιχίες για λογική βεβαιότητα απ’τις Ιδέες, αντλούμε από τον κληρονομικό γνωστικό μας μηχανισμό, που είναι το DNA.  Οι ιδέες ήταν σταθερά καθεαυτά θεμέλια που πάνω τους θα μπορούσε να πατήσει ο ορθολογισμός, για να λειτουργήσουν οι συγκριτικές διαδικασίες.
    Χωρίς την κοινωνία με τον «κόσμο των Ιδεών» (των κληρονομικών καταγραφών στο DNA, όπως έχουν οι Ιδέες μεταμορφωθεί σήμερα), ο ορθολογισμός δε μπορεί να λειτουργήσει.  Ο Πλάτων γνώριζε καλά ότι οι καταστάσεις και τα πράγματα αλλάζουν, δε θα «περίμενε» τους ευρωμαρξιστές «διαλεκτικούς» να το υποδείξουν ούτε βέβαια ο Αριστοτέλης.
    Στη συνέχεια ο Πλάτων στο έργο του «Παρμενίδης» φανερώνει τους όρους που έστω κι αρνητικά μπορούν να οριοθετήσουν αυτό που είχε οριστεί απ’τον Παρμενίδη (στο ποίημά του «Περί Φύσεως») ως το αντιφατικό φαινομενικό γίγνεσθαι της καθημερινότητας.  Από κει ξεκινώντας ο Χέγκελ προσπαθεί να ορίσει την πορεία της Ιδέας μέσα στη φαινομενικότητα.  Δημιουργικός μελετητής των Πλάτωνα και Παρμενίδη, περιγράφει την πορεία της Ιδέας μεταξύ δυο Απόλυτων πόλων, που εκπροσωπούν το Εόν, (το Υπάρχον) του Παρμενίδη. Φαίνεται ότι κάθε σχέση του Χέγκελ με τον Ηράκλειτο είναι συμπτωματική και έχει προστεθεί αργότερα σαν μπάλωμα. Ο Χέγκελ θέλει να «ολοκληρώσει» το έργο του Πλάτωνα «Παρμενίδης». Ο προσεκτικός παρατηρητής θα διαπιστώσει την προσπάθεια του Χέγκελ να συγκεράσει τον ορθολογισμό με την αντιφατικότητα της κίνησης και της αλλαγής της Έννοιας, όμως συστηματικά μετατρέπει την αντιφατικότητα σε αντιθετικότητα δημιουργώντας σύγχυση.
     Γυρίζοντας πίσω στην έννοια του καθεαυτού όντος δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Καντ δέχεται την ύπαρξή του για να μπορεί να αποδεχθεί την εγκυρότητα του ορθολογισμού. Οι αρχές του ορθολογισμού έχουν κύρος όταν αγγίζουν στο «αιώνια αληθινό και αναλλοίωτο» που στην περίσταση αυτή είναι τα καθαυτά. Θεωρεί ότι μόνο έτσι οι ορθολογικές αρχές κι οι συγκριτικές νοητικές αντιστοιχίες, είναι δυνατές.
     Το ίδιο κάνει κι ο Χιούμ ο οποίος όμως δέχεται τον ορθολογισμό, όμως με έρμα και εμφατική προϋπόθεση την εμπειρική πραγματικότητα.
     Νομίζω ότι οι ορθολογιστές που σέβονται την ιδεολογία τους θα πρέπει να δεχτούν πως ακολουθούν τον δρόμο που χάραξε ο Παρμενίδης, τον ώθησε στ’ανώτατα όριά του ο Πλάτων, τον τυποποίησε ο Αριστοτέλης και ολοκληρώθηκε ως συνειδητός ντετερμινισμός στη ευρώπη.
    Ο ντετερμινισμός έχει τεθεί από την αρχή μέσα στο σώμα του ορθολογισμού και στοιχεία του υπάρχουν ως γενικές προτάσεις στο ποίημα του Παρμενίδη «Περί Φύσεως».  Ακόμα και η τυπικότητα του ορθολογισμού που προτάθηκε από τον Αριστοτέλη, υπάρχει σπερματικά στο έργο του Παρμενίδη που έχει ως σκοπό τον ντετερμινισμό.  Το τονίζω αυτό γιατί υπάρχουν διανοητές που κάτω απ’την πίεση της κβαντομηχανικής, όπου αμφισβητείται έντονα ο ντετεμινισμός, προσπαθούν να τον διαχωρίσουν από τον ορθολογισμό, ξεχνώντας ότι ο ντετερμινισμός είναι το απώτατο όραμα και η ολοκλήρωση του ορθολογισμού από τη στιγμή που ετέθη.    Επίσης τονίζω ότι δε μπορεί ο ορθολογισμός χωρίς την αρχή της μη αντίφασης που σκοπό έχει να στηρίξει την αρχή της ταυτότητας, έστω και στην συμβατική της μορφή.
    Για να ολοκληρωθεί αυτή η συζήτηση, έστω και επιγραμματικά, πρέπει να δείξουμε τον τρόπο, που και η Διαλεκτική θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί απ’τη λειτουργία της δομής της γνωστικής καταγραφής του παγκόσμιου γίγνεσθαι στο DNA:  «Αν δεχτούμε ότι ο άνθρωπος είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης του κόσμου κι όχι αποτέλεσμα θεϊκής δημιουργίας, τότε αυτός ο ίδιος είναι μια καταγραφή του παγκοσμίου γίγνεσθαι. Αυτή η καταγραφή περιέχει κωδικά όλες τις στιγμές της εξέλιξης του κόσμου.   Επειδή ο κόσμος σύμφωνα με την διαλεκτική έχει φύση αντιφατική, τα στοιχειώδη που τον συνιστούν έχουν καί αυτά αντιφατική φύση, έτσι οι αντιστοιχίες που ανταποκρίνεται, (που είναι η δομή της κωδικής καταγραφής και μέσω αυτής μπορεί να λειτουργεί η λογική), είναι τα αντιφατικά στοιχειώδη».

Κι ο κ. Μπιτσάκης συνεχίζει: «Η διαλεκτική κίνηση της πραγματικότητας εκφράστηκε συχνά στην προμαρξιστική φιλοσοφία έστω και στα πλαίσια ιδεαλιστικών κατασκευών.  Το έργο του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Σπινόζα, του Χέγκελ, του Θωμά Ακινάτη,  του Καρτέσιου και των Γάλλων Υλιστών, φανερώνει ότι ο μαρξισμός κι ειδικά η διαλεκτική της φύσης δε διεκδικούν τα πρωτεία ούτε του ορθολογισμού ούτε της ιστορικής-διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη».  Εδώ ο κος Μπιτσάκης βάζει Πλάτωνα, Αριστοτέλη και Καρτέσιο “στο ίδιο τσουβάλι” με τον Χέγκελ και τους Γάλλους Υλιστές.  Οι τρεις πρώτοι, είναι πυλώνες του ορθολογισμού, της τυπικής λογικής και του ντετερμινισμού, ο Χέγκελ είναι ο πατέρας της σύγχρονης ιδεαλιστικής διαλεκτικής λογικής και οι Γάλλοι Υλιστές έχουν χαρακτηριστεί απ’το μαρξισμό ως «αγοραίοι υλιστές» γιατί ο υλισμός τους δεν ήταν διαλεκτικός αλλά ορθολογικός.  Και βέβαια παραλείπει τους προσωκρατικούς που είναι οι μόνοι αληθινά διαλεκτικοί.
    Ο μαρξισμός έχει τραβήξει διαχωριστική γραμμή απ’τον ορθολογισμό. Τον σέβεται, αλλά τον θεωρεί ανεπαρκή για τα σύγχρονα κοινωνικά κι επιστημονικά δεδομένα.  Εξ’άλλου ο Μαρξισμός είναι γέννημα της διαλεκτικής σκέψης, ενώ ο κ. Μπιτσάκης κι κ. Λεφέμπβρ αποδέχονται ως κοινό στοιχείο κάθε είδους «διαλεκτικής» λογικής τον ορθολογισμό, υποβιβάζοντας τη διαλεκτική σκέψη σε «βοηθητικό» δυναμικό εργαλείο του ορθολογισμού.
     Βέβαια καί ο Χέγκελ καί οι κλασικοί του μαρξισμού καί ο κος Μπιτσάκης μολονότι αμφιβάλλουν έντονα για τη «διαλεκτική αξία» της τυπικής λογικής, πάντα τη χρησιμοποιούν ως εργαλείο συγκριτικής βεβαιότητας στους συλλογισμούς τους, πολύ περισσότερο από την όποια διαλεκτική σκέψη.  Ατυχώς τσαλαβουτάνε μεταξύ δυο τρόπων σκέψης κι έτσι ο λογισμός τους καταλήγει σε ένα συγκερασμό ορθολογισμού-διαλεκτικής. Έναν «ακάθαρτο» εκλεκτικισμό που κι οι ίδιοι οι διαλεκτικοί υλιστές είχαν παλαιότερα χαρακτηρίσει «αγοραίο».
     Ο κ. Μπιτσάκης κι οι ευρωπαϊστές πιστεύουν ότι η διαλεκτική δε διαφέρει από τον ορθολογισμό συμφωνώντας με την πλατωνική παράδοση, αλλά ότι διαφέρει μόνο απ’την τυπική λογική. Ξεχνούν όμως οτι η τυπική λογική είναι η πεμπτουσία του ορθολογισμού.
    Οι ευρωπαϊστές αρνούνται την παραδοσιακή μαρξιστική διαλεκτική αποκόπτοντας και τον τυπικό δεσμό με αυτήν, με σκοπό να αποκαθάρουν τον μαρξισμό από την «αντιφατική ανοησία». Αυτό όμως το έχει κάνει 2500 χρόνια πριν ο Παρμενίδης. Είχε αποκαθάρει τη σκέψη από το «Μη-Είναι», συνεπώς και από την αντιφατικότητα οργανώνοντας το ολοκάθαρο ορθολογικό σχήμα.  Οι ευρωμαρξιστές βέβαια, δεν έχουν τόσο υψηλές προθέσεις, εξ’αλλου το λογικό σχήμα που προτείνουν υπάρχει ήδη.  Αυτοί το κάνουν κάτω από την πίεση των επιτυχιών της επιστήμης, που με μοναδικό όργανο τον ορθολογισμό και την τυπική λογική, ώθησε τα όρια της γνώσης μακρύτερα απ’τους λεγόμενους διαλεκτικούς επιστήμονες.
     Τώρα λοιπόν που η επιστήμη με την κβαντομηχανική έφτασε να ακυρώνει τον ντετερμινισμό, να αμφισβητεί τον ορθολογισμό και να ξαναφέρνει στην επιφάνεια τη διαλεκτική σκέψη, αντί να αποκαταστήσουν τη διαλεκτική, τη μάχονται, «έχουντας καεί στο χυλό φυσσάν και το γιαούρτι».
     Όταν κρίνουμε την τυπική λογική δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής που είναι το κατ’εξοχήν εργαλείο της έρευνας σήμερα, είναι αποτέλεσμα της τυπικής ορθολογικής διαδικασίας και αυτή η τυπικότητα είναι η αξία του.  Άρα είναι η τυπική λογική που αναγκάζει αυτούς τους «μαρξιστές» να πάρουν αυτή τη θέση σχετικά με τη διαλεκτική λογική.
     Ο διαλεκτικός ορθολογισμός που οραματίζονται δεν διαφέρει από τον τυπικό ορθολογισμό και μάλιστα είναι ένα ορθολογικό τυπικό συμπλήρωμα, που έχει προταθεί αιώνες τώρα από ορθολογιστές, για να λυθεί το θέμα της διαφορικότητας,  σε καταστάσεις που δε μπορούν να στατικοποιηθούν.  Ας μη ντρέπονται λοιπόν, διαλεκτική λογική γι’αυτούς δεν υπάρχει. (Η διαφορικότητα που οραματίζονται δε διαταράσσει την ουσία της ευκαιριακής ταυτότητας, ούτε της αναλυτικής πρακτικής που ζητά κάποια έσχατα στοιχειώδη, να «πατά» η ορθολογική τάξη και διεργασία). Αυτή η επιλογή τους θα ήταν ακλόνητη, αν δεν είχε προκύψει η κβαντομηχανική που απορρίπτει βίαια τον ντετερμινισμό, τις τυπικές ορθολογικές διαδικασίες και για πολλούς, ακόμα τον ίδιο τον ορθολογισμό.
    Υπάρχει η αίσθηση ότι στη διαλεκτική του κβαντικού κόσμου η «αρχή της ταυτότητας» στρέφεται σε «αρχή της αντιφατικής ταυτότητας» κι η «αρχή της μη αντίφασης», σε «αρχή της αμφίδρομης αιτιότητας».  Η «αρχή της αντιφατικής ταυτότητας», απομακρύνεται απ’την θέση ότι η διαφορικότητα είναι αιτία της αντιφατικότητας του Είναι. Εκεί η ταυτότητα είναι η Ίδια Αντιφατική έχοντας ως αποτέλεσμα τη διαφορικότητα, αφού το ερευνούμενο γεγονός καταλύεται-συντιθέμενο, είναι Αυτό όντας συγχρόνως Άλλο, όμοιο κι ανόμοιο με τον εαυτό του. Στην διαλεκτική τα αντίθετα αλληλο-προεκτείνονται, χωρίς να αφήνουν έσχατο απαραβίαστο περιθώριο απόλυτης ανεξαρτησίας ανάμεσά τους. Έτσι πάλι επιστρέφουμε στην «αρχή της αλληλοδιείσδησης των αντιθέτων» την οποίαν οι ευρωπαϊστές είχαν απαρνηθεί «μετά βδελυγμίας», αφού προσέβαλλε την απόλυτη αντικειμενικότητα πραγμάτων και συστημάτων, υπονομεύοντας τον ντετερμινισμό.   Με αυτόν τον τρόπο η Διαλεκτική γυρίζει πίσω στο «Αντιφατικό της Μεγαλείο», πίσω στους προσωκρατικούς και στον Διαλεκτικό Ηρακλειτικό Λόγο.
      Οι ευρωπαϊστές αντιμετωπίζουν διαφορετικά «την αρχή της μη αντίφασης» απ’τους παραδοσιακούς μαρξιστές και το Χέγκελ: Για τους πρώτους τα πράγματα κι οι καταστάσεις δεν αντιφάσκουν κι έτσι ούτε η λογική δικαιούται να το κάνει, ενώ για τους δεύτερους αντιφάσκουν. Ο Χέγκελ, αντίθετα από τους μαρξιστές, θεωρεί ότι «τα πράγματα δεν πρέπει να χρεωθούν με την αδυναμία της αντίφασης, αλλά είναι η λογική κι η έννοια που αντιφάσκει».  Και για να καταστήσει χρήσιμη τη λογική του στην επιστημονική έρευνα, ακολούθησε και αυτός το παράδειγμα του Αριστοτέλη. Όπως ο Αριστοτέλης πρότεινε την τυπική ορθολογική διαδικασία, έτσι κι ο Χέγκελ πρότεινε ως απαύγασμα της Λογικής του μια τυπική διαλεκτική διαδικασία.

Οι αρχές της τυπικής λογικής (που μπορούμε να πούμε ότι είναι η μεγαλύτερη επιστημονική σύλληψη μέχρι σήμερα), είναι αναμφισβήτητα το ξεκίνημα της επιστήμης, η οποία μετά μια μακρά και επίπονη πορεία κατέληξε στο Νεύτωνα και ξεπερνώντας τον Νεύτωνα έγινε και η βάση της τεχνητής νόησης, Οι κλασικοί του μαρξισμού, όντας ευφυείς, αμέσως αναζήτησαν ένα τυπικό όργανο διαλεκτικό-υλιστικό, που μπορεί να υποκαταστήσει την αριστοτελική ορθολογική τυπικότητα.  Ο Έγκελς δεν είχε παρά να το παραλάβει από την εγελιανή λογική, και να το εκτρέψει στον υλιστικό δρόμο.  Όπως τονίζει: «με τον τρόπο αυτό, η διαλεκτική θα αναπτυχθεί σαν επιστήμη αλληλεξαρτήσεων σε αντίθεση προς τη μεταφυσική».  Δέχεται λοιπόν τις εξής αρχές:
Α΄. Της μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα κι αντιστρόφα.
Β΄. Της αλληλοδιείσδησης των αντιθέτων.
Γ΄. Της άρνησης της άρνησης.
Λέει ο Έγκελς: «Οι τρεις αυτοί νόμοι αναπτύσσονται απ’τον Χέγκελ με τρόπο ιδεαλιστικό σαν απλοί νόμοι της σκέψης.  Ο πρώτος στο πρώτο μέρος της «Λογικής» του, στη θεωρία του Όντος.  Ο δεύτερος καταλαμβάνει ολόκληρο το δεύτερο μέρος που είναι και το πιο σημαντικό της «Λογικής» του, δηλαδή τη διδασκαλία περί της Ουσίας. Και τέλος, ο τρίτος παρουσιάζεται σαν ο θεμελιώδης νόμος για τη συγκρότηση όλου του συστήματος». Και ο Έγκελς συνεχίζει: «Το λάθος βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτοί οι νόμοι επιβάλλονται αυθαίρετα στη φύση και στην ιστορία της σκέψης, αντί να συνάγονται απ’αυτές».     Είναι λυπηρό ότι ο Έγκελς θέλει να χωθεί γρήγορα-γρήγορα στο καβούκι της αντικειμενικότητας, ξεχνώντας ότι η διαλεκτική αντίληψη περί αντικειμενικότητας είναι διαφορετική από την ορθολογική.  Διαλεκτικά υπάρχει αμφίδρομη διαδικασία σε όλα. Το αντικειμενικό, δε μπορεί παρά να είναι την ίδια στιγμή κι «υποκειμενικό», κι η γνώση ένας συνεχής διάλογος υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας, που τελειώνει με την άρση και των δυο εννοιών και τη γένεση μιας νέας. Αυτή η νέα είναι η αντιφατική καταγραφή της σχέσης έσω και έξω, ολοκληρωμένη μέσα στη δομή του ίδιου του ανθρώπου.
     Ο Έγκελς ξαστόχησε στην κριτική της Εγελιανής Διαλεκτικής Λογικής, γιατί στη βιάση του να την «υλιστικοποιήσει», είδε όλο το θέμα ορθολογικά.
     Ο Χέγκελ δεν μπόρεσε να δώσει το τυπικό διαλεκτικό όργανο επιστημονικής έρευνας, όπως είχε κάνει ο Αριστοτέλης για τον ορθολογισμό κι όπως μπορούσε να είχε γίνει μέσα από τον «Ηρακλειτικό Λόγο» για την διαλεκτική. Οι αρχές του τυπικού εγελιανού διαλεκτικού οργάνου, μολονότι σωστές, έρχονται ως αποτέλεσμα της έρευνας, ως μια απλή επιβεβαίωση κι όχι ως αδιάψευστος οδηγός.    Για παράδειγμα: η μετατροπή της ποιότητας σε ποσότητα δε μπορεί να είναι οδηγός σε μιαν έρευνα επιστημονική αλλά μια τελική διαπίστωση. Αυτό δεν αρνείται ούτε ο ορθολογισμός αφού τ’αναλλοίωτα καθαυτά είναι πάντα απωθημένα στό βάθος της «υπόστασης» και δε μπλέκονται στις διαδικασίες των συλλογισμών. (Να λοιπόν παρεπιπτόντως και η μεγάλη αντινομία του ορθολογισμού, στηρίζει τα πάντα στο καθαυτό που είναι μη γνώσιμο, θεωρώντας ότι αυτό είναι το απόλυτα αληθές, ενώ όλα τ’άλλα που υπόκεινται στη δικαιοδοσία ορθολογικών διεργασιών και τα οποία μπορεί να γνωρίσει, θεωρεί φαινομενικά. Δηλαδή ο ορθολογισμός αντιφάσκει όλος μαζί: δέχεται ότι μπορεί να γνωρίζει μόνον αυτά που ορίζει ως φαινομενικά, ενώ αυτά που ορίζει ως αληθινά και στηρίζει πάνω τους τη λογική του, δε μπορεί να γνωρίσει).
     Το ίδιο ισχύει και για την «αρχή της αλληλοδιείσδυσης των αντιθέτων», αφού δεν έχει οριστεί προηγουμένως ο όποιος τρόπος ύπαρξης της «αρχής της αντιφατικής ταυτότητας» ώστε να φανεί από την περιγραφή της, πως αυτή η αλληλοδιείσδηση είναι δυνατή στη φύση. Δήλαδή η αρχή αυτή που θα ορίζει σαφώς τι είναι η αντιφατικότητα και πως είναι δυνατόν να συμμετέχει στις φυσικές διεργασίες.
     Επίσης και στην αρχή «της άρνησηςτης άρνησης» συμβαίνει ακριβώς το ίδιο.
Η «Διαλεκτική» του Χέγκελ καταρρέει κάτω από το βάρος του ιδεαλισμού της.
   Ακόμα ο Χέγκελ είχε κατανοήσει την έννοια της αντιφατικότητας διαφορετικά από τον Ηράκλειτο και τον Ζήνωνα.  Υπενθυμήσω ότι ο Χέγκελ έλεγε: «Κάτι δεν κινείται γιατί κάποια στιγμή είναι εδώ και μια άλλη στιγμή αλλού, αλλά επειδή το κινούμενο είναι και δεν είναι, στην ίδια θέση, την ίδια στιγμή. Η κίνηση λοιπόν είναι μια αντίφαση».  (Η αντιφατικότητα της κίνησης όπως την αντιλαμβάνεται ο Χέγκελ, προϋποθέτει και δεν παραβιάζεται η ύπαρξη της ταυτότητας του κινουμένου). Ο Ζήνων πάνω σ’αυτό θα του απαντούσε ότι: «το κινούμενο δεν κινείται ούτε εκεί που βρίσκεται ούτε εκεί που δεν βρίσκεται». Κι αμέσως οι σχολαστικοί δοξογράφοι μαζί τους καί ο Χέγκελ, θα έπεφταν στην παγίδα και θ’αποφαίνοντο ότι ο Ζήνων απορρίπτει την κίνηση. Όμως ο Ζήνων δε λέει ότι «τα πράγματα δεν κινούνται» αλλά ότι «το κινούμενο δεν κινείται ούτε εκεί …». Δηλαδή δεν ενίσταται για το αν υπάρχει κίνηση αλλά για το πως και που γίνεται η κίνηση.
   Αν συνδιάσουμε την πρόταση του Ζήνωνα με τις προτάσεις του Ηράκλειτου: «στον ίδιο ποταμό δεν ξαναμπαίνουμε, ούτε την ίδια ουσία ξαναγγίζουμε, γιατί όλα αλλάζουν βίαια και γρήγορα, φεύγουν-επιστρέφοντας, καταλύονται-συντιθέμενα, είναι-μη όντας», «αυτό που αλλάζει συμφωνεί με τον εαυτό του»  και «η ευθύγραμμη πορεία είναι αποτέλεσμα της κυρτότητας»,  τότε μπορούμε να αντιληφθούμε ότι: με την αντιφατικότητα του Είναι εννούσαν πως κάθε στοιχείο του κόσμου μας όντας σε κατάσταση αδρανείας, αναχωρεί-επιστρέφοντας στο σύμπαν επαληθεύοντας τον εαυτό του στη θέση που ξεκίνησε («αν κάτι κινείται ευθύγραμμα κι ομαλό στο σύμπαν, κάποια στιγμή θα επιστρέψει στη θέση που ξεκίνησε»―Αϊνστάιν). Επειδή όμως το σύμπαν των Ηράκλειτου και Ζήνωνα είναι άπειρο, αυτά δεν επαληθεύουν ποτέ απόλυτα αυτή τη θέση, αλλά την επαληθεύουν-διαψευδοντάς την. Δηλαδή την αγγίζουν αλλά όχι απόλυτα, επαληθεύοντάς την λίγο πιο κει. Το κινούμενο λοιπόν δεν κινείται αυτό το ίδιο, αλλά καταλύεται-συντιθέμενο, όντας Άλλο-Αλλού.    Δηλαδή η κίνηση είναι το ίδιο το Γίγνεσθαι που επιτελείται μέσα στο Είναι του αντικειμένου που καταλύεται-συντιθέμενο κι έτσι ο τόπος κίνησής του είναι ο ίδιος ο εαυτός του, που αλλάζοντας θέση είναι Άλλος-Αλλού..
     Με την περιγραφή αυτή φαίνεται να συμφωνεί κι η σύγχρονη, κβαντική φυσική. Στο έργο του κ. Μπιτσάκη «Διαλεκτική και Νεώτερη Φυσική» πληροφορούμεθα ότι σύμφωνα με τον Μπώμ: «στην κβαντομηχανική η θεωρία του πεδίου περιγράφει την κίνηση των μικροσωματίων ως καταστροφή ενός σωματιδίου σε μια θέση και δημιουργία άλλου σωματίου σ’άλλη θέση. Έτσι που τα σωμάτια δεν διατηρούν την ταυτότητά τους».
   Φαίνεται ότι ο Χέγκελ δεν είχε κατανοήσει την έννοια της αντιφατικότητας όπως ο Ηράκλειτος και ο Ζήνων που ήταν ιδρυτές της Διαλεκτικής σκέψης, αλλά ως φαινομενικότητα της ιδέας.  Έτσι βλέπουμε στον Χέγκελ μιαν αχαλίνωτη αμετροέπεια που δημιουργείται από τον γλωσσικό συγκερασμό δυο λογικών συστημάτων, αυτού της διαλεκτικής αντιφατικότητας και αυτού της ορθολογικής αντιθετικότητας.  Τον συγκερασμό αυτόν, μ’ένα διαφορετικό τρόπο, κάνουν και οι μαρξιστές παρασυρόμενοι από τον Χέγκελ. Θέλοντας να μιλήσουν την διαλεκτική στην ορθολογική γλώσσα, την «ομορφαίνουν» με ορθολογικές κορώνες και αντικειμενικότητα ντετερμινιστικού τύπου.
   Ο Χέγκελ όμως κάνει υποχρεωτικό λογικό συγκερασμό αφού θέλει τον ιδεαλισμό να μετατρέψει σε διαλεκτική, κάτι που ουσιαστικά δεν γίνεται.  Υποχρεώνεται λοιπόν σε ορθολογικές παρεμβάσεις μέσ’τη διαλεκτική λογική που ακολουθείται από ένα είδος αντιφατικής σύνταξης δημιουργώντας στον απρόσεχτο αναγνώστη την εντύπωση της ακατάσχετης ασυνενοησίας. Είναι κρίμα ένας απ’τους μεγαλύτερους διανοητές όλων των εποχών, να πέσει στην παγίδα αυτού του διαλογικού και γλωσσικού λαβύρινθου, σπέρνοντας σύγχυση στη διαλεκτική σκέψη αιώνες τώρα.  Έτσι μας μένει η επιστροφή στον Ηράκλειτο και τον Ζήνωνα, που ο πρώτος οργάνωσε συνειδητά το Διαλεκτικό Λόγο κι ο δεύτερος έβαλε τις τελευταίες «πινελιές», για να μιλήσουμε τα κοινωνικά και επιστημονικά προβλήματα με μια νέα διαλεκτική «γλώσσα» που είναι και η πιο παλιά.

(Ο αναγνώστης μπορεί να πληροφορηθεί τις προτάσεις μου για τον «Αντιφατικό Ορθολογισμό»,  στην εργασία «Γλώσσα, Λογική και Πράξη» εκδ. Δωδώνη 1994. ή στην επαναδιαπραγμάτευση του κειμένου «Αντιφατικότητα είναι η Κίνηση και η Υλικότητα» εκδ.Δωδώνη 1983. Αυτές οι δύο εργασίες έχουν συμπτυχθεί σε μία που ονομάζεται «Ο Κόσμος και η Διαλεκτική Σκέψη» στην ανάρτησή μου thodoroskavasis.blogspot.gr. Εκεί οριοθετείται καταλυτική-συνθετότητα του Είναι και η Αντιφατική Μοναδολογία, που μέσα από αυτήν ορίζονται και οι αρχές μιας Αντιφατικής, Διαλεκτικής Λογικής).

Στη συνέχεια θα ιχνηλατήσουμε με οδηγό τη διαλεκτική λογική και γλώσσα τις κοινωνικές αντιφάσεις. Αυτή η εργασία λοιπόν έχει σκοπό να εκθέσει συνοπτικά τον διαλεκτικό υλιστικό πυρήνα της μαρξιστικής σκέψης αποφεύγοντας κάθε παρεμβολή της εκάστοτε επικαιρότητας, αφού οι συνθήκες αλλάζουν, θέλοντας συνεχώς τη διαφορετική προσαρμογή του για κάθε συγκεκριμένη περίσταση.

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ:
Οι προτάσεις που θα περιληφθούν στο επόμενο μέρος αυτής της εργασίας, είναι περιρρέουσες στη μαρξιστική σκέψη αλλά ως ένα μεγάλο μέρος ξεχασμένες και παραμερισμένες από θέσεις «νεωτερικές» που έχουν προταθεί ως «εξέλιξη» του μαρξισμού. Εδώ γίνεται μια συνοπτική προσπάθεια επαναπροσδιορισμού τους, με έμφαση στην διαλεκτική τους υπόσταση που καί αυτή πια είναι σχεδόν παραμερισμένη και ξεχασμένη.

ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Κανείς δεν έχει αντίρρηση ότι κάθε κοινωνικό σύνολο αποτελείται από ταξικές ομάδες και στρώματα που τα συμφέροντά τους, δεν είναι μόνο διαφορετικά, αλλά πολλές φορές είναι αντίθετα και συγκρούονται. Έτσι οι νόμοι σε κάθε χώρα έχουν σκοπό να ρυθμίσουν τις σχέσεις των κοινωνικών ομάδων που έχουν διαφορετικά συμφέροντα.   Οι ομάδες που έχουν κοινά συμφέροντα, οργανώνονται σε τάξεις και προσπαθούν να θεσμοθετούν νόμους που προωθούν τις επιδιώξεις τους.  Στην προσπάθεια αυτή υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός.΄Οποια τάξη καταφέρει να υπερισχύσει, δηλαδή να πάρει την εξουσία, οργανώνει σύστημα λειτουργίας με το οποίο οριοθετεί τις δραστηριότητες των ατόμων μέσα στο σύστημα, αλλιώς αυτά απωθούνται βίαια στο περιθώριο. Το σύστημα που η κάθε τάξη νομοθετεί και ασκεί εξουσία τ’ονομάζει δημοκρατία, αφού οι όροι που το κάνουν να λειτουργεί, είναι ίδιοι για όλα τα άτομα του συνόλου (χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν το ταξικό πλαίσιο, κι οι μηχανισμοί που εγγυούνται την λειτουργία και την άμυνα του συστήματος, που είναι το κράτος).  Μολονότι οι όροι κάθε δημοκρατίας είναι ίδιοι για όλους τους πολίτες ως άτομα, κάθε νόμος που ευνοεί μια τάξη, το κάνει έτσι που να είναι σε βάρος των άλλων τάξεων ή και κάνει δυσμενέστερη την κατάσταση αυτών που έχουν διαφορετικά ταξικά συμφέροντα. Το σύστημα λοιπόν αυτό που λέγεται δημοκρατία, είναι τόσο πιο δημοκρατικό για την τάξη που κυβερνά όσο πιο δικτατορικό για τις τάξεις και τα ταξικά στρώματα που δε συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας.
     Το αστικοδημοκρατικό σύστημα, που θεωρείται απ’τους φίλους του συνώνυμο της δημοκρατίας, έχει κι αυτό αντιφατική φύση. Είναι τόσο πιο δημοκρατικό για την αστική τάξη, όσο πιο δικτατορικό είναι για τη εργατική τάξη. Ενώ οι όροι της λειτουργίας αυτού του συστήματος φαίνονται δίκαιοι και τυπικά όλοι μπορούν, σύμφωνα με το νόμο, να συμμετέχουν στη λειτουργία αυτής της δημοκρατίας ή τουλάχιστον να έχουν ίσα δικαιώματα κι υποχρεώσεις, στην πράξη υπάρχει ένας παράγων που ρυθμίζει τα πάντα με τον δικό του τρόπο. Ο παράγων αυτός είναι το χρήμα, που μ’αυτό κάποιος μπορεί να συμμετέχει παντού και χωρίς αυτό πουθενά.   Οι άνθρωποι λοιπόν σ’αυτή τη δημοκρατία δεν είναι ίσοι, άλλοι γεννιώνται δούλοι και άλλοι ελεύθεροι. Ο γεννημένος φτωχός είναι αδύνατον ν’ανταγωνιστεί το γεννημένο πλούσιο, στον αγώνα για ισότιμη κοινωνική συμμετοχή και κοινωνική καταξίωση. Το κοινοβούλιο είναι «απαγορευτικό» για τον εργάτη, αφού χρειάζονται πάρα πολλά λεφτά και γνωριμίες για να προβληθούν οι απόψεις του απ’τα «μέσα ενημέρωσης». Κι αν οι εργαζόμενοι καταφέρουν να προβάλλουν κάποιους, που να προωθούν τα συμφέροντά τους μέσ’το αστικό κοινοβούλιο, δε διασφαλίζονται, αφού οι αντίπαλοί τους, άνθρωποι του χρήματος, θα μπορούν να τους εξαγοράζουν ή να κρίνουν παράνομους, αυτούς που δεν εξαγοράζονται ή δεν κινούνται στα «νόμιμα» πλαίσια, που τους έχουν καθορίσει. Ακόμα αν επιτύχουν οι εργαζόμενοι να οργανωθούν, έτσι που να μπορέσουν κάποτε να πάρουν την εξουσία με τους όρους που έχει θέσει η αστική τάξη δε θα τους επιτραπεί. Το αστικό κράτος έχει μηχανισμούς «προστασίας» των θεσμών και σε κάθε τέτοια περίσταση, επεμβαίνει «δικαίως», αφού η εργατική τάξη παίρνοντας την εξουσία, είναι φυσικό να θέλει την αλλαγή όλων των οικομοτεχνικών δομών, του πολιτισμικού εποικοδομήματος και των μηχανισμών προστασίας των θεσμών. Δηλαδή θέλει ένα άλλο είδος κρατικού μηχανισμού.
     Η δημοκρατία λοιπόν είναι ένα αντιφατικό γεγονός γιατί η κοινωνία έχει αντιφατική φύση. Δε μπορεί να υπάρξει κεφάλαιο χωρίς μισθωτή εργασία, ούτε μισθωτή εργασία χωρίς κεφάλαιο, αυτά όμως έχοντας αντίθετα συμφέροντα, συγκρούονται κιόλας.
     Αντίθετα η εργατική τάξη έχει να προτείνει τη δική της δημοκρατία που λέγεται ανάλογα λαϊκή ή προλεταριακή. Εκεί το κοινοβούλιο είναι διαφορετικό και αποτελείται από εκπροσώπους των σωματίων των εργαζομένων που αναπάσα στιγμή είναι ανακλητοί για να μην εξαγοράζονται και να ελέγχεται η τιμιότητα κι η αξία τους. Ο αριθμός των εκπροσώπων θα εξαρτάται απ’το ποσό των μελών των σωματείων. Οι εργάτες μετάλλου που ίσως είναι περισσότεροι απ’τους ξυλουργούς θα έχουν περισσότερους εκπροσώπους. Οι βιοτέχνες ή κάποιοι εργοστασιάρχες ή εφοπλιστές, σε μια λαοκρατική εξουσία δε θα έχουν κανέναν, γιατί δε θα τους «παίρνει το μέτρο».  Αυτοί αν θέλουν να  εκπροσωπηθούν, θα πρέπει να συνασπιστούν μεταξύ τους. Αυτό είναι δημοκρατικότατο και πολύ φυσικό από την πλευρά της Λαϊκής Δημοκρατίας, αφού οι εκπρόσωποι εκλέγονται κατ’αναλογίαν με την ποσότητα των εργαζομένων δηλαδή των ενεργών μελών της κοινωνίας.  Απ’την πλευρά των αστών όμως, αυτό είναι απαράδεκτο, γιατί η ανθρώπινη υπόσταση με μόνον το ένδυμα του εργαζομένου, δεν περιέχει όλη την αξία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος κατά την αστική αντίληψη βαραίνει μαζί με την περιουσία του και τη συμμμετοχή του στη διακίνηση του χρήματος μέσα στο σύστημα.  Έτσι αυτό που θεωρείται δημοκρατία για τους εργαζομένους, είναι στυγνή δικτατορία για τους αστούς και τ’αντίθετο. Όταν λοιπόν μιλάμε για αστική δημοκρατία, εννοούμε τη δημοκρατική-δικτατορία των αστών, κι όταν μιλάμε για λαϊκή δημοκρατία, εννοούμε τη δημοκρατική-δικτατορία του λαού κι όταν μιλάμε για δικτατορία του προλεταριάτου, εννοούμε τη δημοκρατική-δικτατορία των εργατών.
      Η δημοκρατία και η δικτατορία συνιστούν αντιφατική σχέση, που ενώ το ένα γεννά τ’άλλο, την ίδια στιγμή το μάχεται και το αναιρεί κιόλας. Στην περίπτωση της δημοκρατικής δικτατορίας των αστών, αληθινά έχουμε τη δημοκρατία και την εξουσία του χρήματος. Εκεί οι άνθρωποι αληθινά ψηφίζουν στο χρηματιστήριο και στις τράπεζες με τα λεφτά τους και την κίνηση κεφαλαίων μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι.  Χωρίζονται σ’αυτούς που όταν «εργάζονται» κινείται το χρήμα και σε αυτούς που εργάζονται όταν κινηθεί το χρήμα. Όλοι οι άλλοι βρίσκονται στο περιθώριο και μια επένδυση μπορεί να τους ξεθεμελιώσει αν το κομπιούτερ της τράπεζας δεν τους υπολογίσει. Αυτό υπολογίζει μόνον ότι μπορεί να αποφέρει κέρδος. Αντίθετα στην περίπτωση της δημοκρατίκης-δικτατορίας του λαού οι άνθρωποι αληθινά ψηφίζουν με τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων, στο χώρο της υλικής και πνευματικής παραγωγής. Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε τη δημοκρατική-δικτατορία του χρήματος και στη δεύτερη, τη δημοκρατική-δικτατορία της εργασίας.  Καί στις δυο περιπτώσεις υπάρχει αντιφατική σχέση χρήματος-εργασίας κι ανάλογα με το ποιός έχει την εξουσία το σύστημα αλλάζει.
      Αν την εξουσία έχει το χρήμα κι η εργασία είναι υπηρέτης στην παραγωγή κέρδους έχουμε καπιταλισμό, αν την εξουσία έχει η εργασία και το χρήμα είναι υπηρέτης της εργασίας, για τη διακίνηση των προϊόντων έχουμε σοσιαλισμό.
     Ο άνθρωπος οργανώνοντας τη ζωή του κι εξελισσόμενος, το αποτέλεσμα της δουλειάς του που θα μπορούσε ν’αποθηκευθεί, μετέτρεψε σ’εμπόρευμα και εμπορεύματα που θεωρούντο μεγάλης και διαρκούς αξίας μετέτρεψε σε μέσο συναλλαγής δηλαδή χρήμα. Έχουμε μια πορεία εξέλιξης απ’την εργασία στο προϊόν, απ’το προϊόν στο εμπόρευμα κι απ’το εμπόρευμα στο χρήμα. Ως εκεί ήταν μια φυσιολογική εξέλιξη, που με κάποιο τρόπο εξυπηρέτησε τις ανάγκες του ανθρώπου. Απ’τη στιγμή όμως που το χρήμα γίνεται κεφάλαιο, φανερώνει την αντιφατική του φύση: από τη μια υπηρετεί το προϊόν και από την άλλη το υποδουλώνει.  Ο κεφαλαιούχος σιγά-σιγά αποκόπτεται απ’τη συγκεκριμένη παραγωγική δραστηριότητα κι έτσι το χρήμα απελευθερώνεται απ’την παραγωγή.  Δεν έχει μοναδικό σκοπό την εξυπηρέτηση του παραγωγού αλλά τον μετατρέπει σε υπηρέτη της κερδοσκοπικής διαδικασίας.
    Η απελευθέρωση του χρήματος γεννά την ανάγκη του χρηματιστηρίου. Το χρήμα που γεννήθηκε για την υπηρεσία του προϊόντος και της εργασίας, τελικά τα υποτάσσει και το χρηματιστήριο που γεννήθηκε για να υπηρετεί το χρήμα, τελικά το υποτάσσει. Το στάδιο που όλες οι οικονομικές και παραγωγικές δραστηριότητες έχουν υποταχτεί στο κέρδος ως Καθαυτό, δηλαδή στο χρηματιστηριακό κεφάλαιο, έχουμε ιμπεριαλισμό.
     Καμιά δραστηριότητα δεν ενεργοποιείται, αν δεν αφήνει ένα προϋπολογισμένο  κέρδος, άσχετα αν είναι κοινωφελής ή όχι.  Ακόμα όποια δραστηριότητα αφήνει κέρδος είναι δυνατή, αν μπορεί να παρουσιάζεται σαν νομότυπη, ή δεν προβλέπει κάποιος νόμος την τιμωρία της.  Από κει και πέρα η ελεύθερη αγοροπωλησία, «ο νόμος της προσφοράς και ζήτησης», τα ρυθμίζει όλα. Τα «μέσα ενημέρωσης» κι ειδικά η τηλεόραση, που καί αυτή λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο, δεν παρέχει υπηρεσίες αν δεν αφήνουν κέρδος. Φροντίζει να υπηρετεί αυτούς που πληρώνουν.   Βασικό καθήκον και έσοδο έχει την διαφήμηση, δηλαδή τη διαμόρφωση από την παιδική ηλικία αγοραστών και καταναλωτών.  Έτσι η τέχνη που έχει σκοπό την διαμόρφωση κοινωνικού ήθους, την εποχή του ιμπεριαλισμού είναι η διαφήμηση. Όποια δραστηριότητα δεν προσφέρει στην ανάπτυξη και τη λειτουργία του συστήματος ή δεν μπορεί να γίνει δελεαστικό προϊόν, δηλαδή εμπόρευμα μένει στο περιθώριο φυτοζωώντας. Ακόμα πάρα κάτω, ο ιμπεριαλισμός γνωρίζοντας, ότι η πολιτισμική ανάπτυξη των λαϊκών μαζών γεννά ρεύματα αντίστασης, κάνει ότι του είναι δυνατό, να διαστρέψει το πολιτισμικό ήθος του λαού.  Πνίγει τα μέσα ενημέρωσης και γενικά τους χώρους επικοινωνίας με αντιπολιτισμικά και αντιαισθητικά εκτρώματα και φημώνει κάθε πολιτισμική προσπάθεια, προωθώντας έτσι τη βαρβαρότητα.
     Ο ιμπεριαλισμός είναι αντίθετος σε κάθε οραματισμό, μια που η αυτοκρατορία του κέρδους υπάρχει ως πραγματικότητα.  Εκεί το κέρδος είναι μια οντότητα που ζούμε και πεθαίνουμε, για να την κρατάμε ζωντανή.  Είναι η ανώτατη ιδέα, όπου περνώντας σαν τη φωτιά τα καίει όλα, αναλώνοντας τα πάντα μέσα της για να μπορεί να ζει και θα πάψει να υπάρχει μόνον όταν θα τα έχει κάψει όλα.  Γι’αυτό, οι νέοι θεωρητικοί του ιμπεριαλισμού, μιλούν για το τέλος της ιστορίας αφού με την έννοια που την αντιλαμβάνονται αυτοί, η ιστορία κάνει πλέον φαύλους κύκλους, επαναλαμβάνοντας τον τετελεσμένο εαυτό της, έχοντας φτάσει στην ολοκλήρωσή του αστικού οράματος.
    Κάθε δημοκρατική παροχή σε κάποιο κοινωνικό στρώμα είναι φυσικό να καταπιέζει περισσότερο τα στρώματα, που δεν την απολαμβάνουν. Αυτός ο νόμος θα ήταν ολοφάνερος αν δεν υπήρχε η αντιφατική σχέση ιμπεριαλισμού και εξάρτησης.  Στις χώρες που βρίσκονται στην κορυφή του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού σχήματος, είναι δυνατόν να γίνονται παροχές από την άρχουσα τάξη στις τάξεις που την ανταγωνίζονται, στέλνοντας τον δικτατορικό τους αντίποδα έξω απ’τη μητρόπολη, στις εξαρτημένες οικονομικά χώρες.  Έτσι μπορεί να γίνεται λόγος για μια δημοκρατία, που το βρώμικό της πρόσωπο δεν το βλέπουν τα κατώτερα στρώματα της χώρας αυτής, γιατί είναι κολλημένο στη μούρη κάποιων κολασμένων σε κάποια άλλη χώρα μακρινή.
     Εδώ έχουμε μια ταξική συμμαχία που μπορεί να υπάρχει, όσο ο λαός της εξαρτημένης χώρας υπομένει το ζυγό. Από τη στιγμή που η εξαρτημένη χώρα ενεξαρτοποιείται ή μπαίνει στην εξάρτηση άλλης χώρας, ο δικτατορικός αντίποδας μετατίθεται, μπαίνοντας σταδιακά στη μητρόπολη.  Η μητρόπολη κάτω απ’την πίεση των κοινωνικών ταραχών και των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, ψάχνει τρόπο με πολέμους ή οικονομικούς εκβιασμούς να πάρει πίσω τη θέση της στην πυραμίδα της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας.
     Η δύναμη και ο πλούτος, είναι αυτό που μπορεί να δικαιώσει κάθε ενέργεια, άσχετα πόσο ανήθικη είναι από τη «φιλοσοφία» του ιμπεριαλισμού.  Έτσι ο πόλεμος και οι καταστροφές, η σπατάλη της ενέργειας και των υλών, είναι το αποτέλεσμα του ιμπεριαλισμού επειδή δεν μπορεί να φρενάρει τον ανταγωνισμό, απειλώντας τον κόσμο με καταστροφή.  Έχει λοιπόν και ο ιμπεριαλισμός την αδυναμία του εκεί που βρίσκεται η δύναμή του.   Ο ανταγωνισμός που είναι το βάθρο πάνω στο οποίο οικοδομεί την εντατικοποίηση για να προωθείται οικονομικά, είναι και η αδυναμία του να φρενάρει.  Να φρενάρει το κατρακύλισμα στην οικολογική καταστροφή και την ηθική και οικονομική εξαθλιωση του ανθρώπου.
    Στο παίγνιο του ιμπεριαλισμού, κυρίαρχος είν’αυτός που βρίσκεται στην κορυφή, ελέγχοντας το χρηματιστήριο και τους εξοπλισμούς.  Ελέγχοντας όμως το χρηματιστήριο πνίγει το ίδιο το σύστημα. Όπως κάθε τι έτσι κι ο ιμπεριαλισμός  συνίσταται από αντιφάσεις, που απ’τη μια τον ωθούν και από την άλλη είναι η αιτία του θανάτου του.  Ο άκρατος ανταγωνισμός γεννά τον ατομικισμό που καταλήγει στη θεοποίηση του κέρδους και την παντοδυναμία του χρηματιστηρίου.  Αυτό το πνεύμα είναι υπερεθνικό ενώ συγχρόνως είναι νεοεθνικό. Ο εθνικισμός δε μπορεί χωρίς ιμπεριαλισμό, μα στο ανώτατο στάδιό του θέλει να τον υπερπηδήσει.  Θέλει τον έλεγχο του χρηματιστηρίου, ενώ η «υγιής» ιμπεριαλιστική οικονομία θέλει το χρηματιστήριο υπερεθνικό, όμως ο ανταγωνισμός που γεννά καί τον ιμπεριαλισμό καί την αξία του χρηματιστηρίου, θέλει το χρηματιστήριο υποταγμένο στη χώρα που βρίσκεται στην κορυφή των εξοπλισμών.   Η εγγενής αυτή αντίφαση θα είναι πάντα η αιτία κάποιας σύγκρουσης, που θα κρέμεται πάνω στο κεφάλι της ανθρωπότητας σα «Δαμόκλειος σπάθη».  Ο ιμπεριαλισμός συσσωρεύει ισχή απ’την καταπίεση των λαών και θρέφεται από τις αντιθέσεις, γι’αυτό επιζητά την αδικία και την συντηρεί.  Κάθε προσπάθεια για την οικοδόμηση οικονομικού μοντέλου που δεν υπακούει στην ιεραρχία του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού σχήματος είναι φυσικό να ποδοπατείται άγρια αφού ο ανταγωνισμός είναι η φύση του ιμπεριαλισμού.  Επιζητεί τη βία και χρησιμοποιεί όλες τις αιτίες που του δίνονται και όταν δεν έχει αρκετές, τις γεννά αυτοσπαρασσόμενος.
    Ο ιμπεριαλισμός απορρίπτει κάθε ανθρωπιστικό όραμα στη φιλοσοφία και την τέχνη, υπακούοντας μόνο στο νόμο της ζούγκλας, όπου ο ισχυρός καρασπαράσσει τον αδύναμο πολλές φορές χωρίς επαρκή αιτία.    
    Αντίθετα ο σοσιαλισμός «έχει διαφορετική άποψη» από τον ιμπεριαλισμό. Στο σύστημα αυτό, το χρήμα είναι μέσο συναλλαγής και υπηρέτης της εργασίας. Απώτερος σκοπός του σοσιαλισμού είναι ότι ολοκληρώνοντας την πορεία του, δηλαδή φτάνοντας στο στάδιο του κομμουνισμού, να καταργήσει το χρήμα αφού δεν θα χρειάζεται πιά.  Δεν θα υπάρχουν πλέον διακρίσεις που να μπορούν να εκφραστούν με το χρήμα.
     Στο σοσιαλισμό το χρήμα λογίζεται σαν συσσωρεμένη ανθρώπινη εργασία που είναι αφηρημένη κι ιδεατή, εκεί ο άνθρωπος δεν χρησιμοποιείται σαν μέσο για την αναπαραγωγή του χρήματος, αλλά το χρήμα χρησιμοποιείται σαν μέσον για την εξυπηρέτηση του ανθρώπου. Δηλαδή χρησιμοποιείται σε επενδύσεις που δεν έχουν αυτοσκοπό το κέρδος, αλλά την δημιουργία εξελίξεων για την ανάπτυξη πλαισίου πολιτισμικού που να προωθεί την κατάργηση κάθε διάκρισης και τελικά του χρήματος που είναι η διάκριση γυμνή.  Κι αυτό το σύστημα έχει την αδυναμία του εκεί που βρίσκεται η δύναμή του.  Έχοντας σαν όραμα να οδηγεί τον άνθρωπο σε μια κοπιαστική ανοδική πορεία, ξεφεύγει απ’την πεπατημένη των ανταγωνισμών και του κέρδους, έχοντας απέναντί του το αντίθετό του, τον ιμπεριαλισμό που είναι ο κατηφορικός δρόμος όπου όλα πορεύονται σαν το νερό στ’αυλάκι προς την καταστροφή.
    Ο σοσιαλισμός επιχειρεί το νέο, το σωτήριο για την ανθρωπότητα που είναι το δύσκολο. Ο δρόμος της ποιοτικής ανόδου, της προσφοράς, της αυτοθυσίας, της ισότητας, της λιτότητας και όλων των ιδιοτήτων που θέλουν παιδεία και πολιτισμό,  είναι αντίθετος με τον δρόμο της απληστίας, της αρπαγής, της σπατάλης, της χυδαιότητας και της εκμετάλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ο ένας δρόμος απαιτεί απ’τον δυνατό σεβασμό και προσφορά προς τον αδύναμο, ενώ ο άλλος επιτάσσει την εκμετάλευσή του αδυνάτου από τον δυνατό, αν θέλει να επιβιώσει ή αν θέλει να ενισχύσει τον αδύναμο. Στην περίπτωση του ιμπεριαλισμού, άσχετα αν οφελείται ο κόσμος ή όχι, «η οικονομία πρέπει να προοδεύει». Εκεί κάθε επένδυση θα γίνει μετά από προσεχτική εκτίμηση και μηχανογραφικούς υπολογισμούς αν αποφέρει το προϋπολογισμένο κέρδος, άσχετα αν είναι για το καλό του ανθρώπου ή όχι, και ποιές επιπτώσεις θα έχει στο περιβάλλον. Αντίθετα, στην περίπτωση του σοσιαλισμού, οι δραστηριότητες δεν πρέπει να έχουν αποκλειστικό γνώμονα το κέρδος, αλλά να σχοινοβατούν ανάμεσα στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη. Αν η οικονομία μεγαλώνει εις βάρος του πολιτισμού, γεννώνται αντιθέσεις που τη λύση θα δώσει η παλινόρθωση του καπιταλισμού.  Αν η πολιτισμική ανάπτυξη γίνεται εις βάρος της οικονομίας, δημιουργούνται οι αντιθέσεις που θα έχουν αποτέλεσμα την κατάρευση της οικονομίας. Τότε το σύστημα είναι ευάλωτο στον ανταγωνισμό που ασκεί ο ιμπεριαλισμός, άρα δεν μπορεί να αντισταθεί τις οικονομικές και πολεμικές του προκλήσεις.  Έτσι φαίνεται ότι ο αγώνας του σοσιαλισμού ενάντια στον ιμπεριαλισμό είναι άνισος αν δε ληφθεί υπόψιν ένας άλλος παράγοντας: Ενώ ο άνθρωπος κουράζεται από τη συνεχή πολιτισμική επαναστατική πορεία, που είναι ανοδική, ξέρει ότι θα τον ελευθερώσει απ’τη βαρβαρότητα και την ανοησία που θέλει τον άνθρωπο δούλο του κέρδους και την επιστήμη καταστροφέα του περιβάλλοντος.
    Ο άνθρωπος στο βάθος της ψυχής του, είναι περήφανος κι έχει αντιστάσεις στη βαρβαρότητα. Ο σοσιαλισμός απελευθερώνει απεριόριστες κοινωνικές δυνάμεις που δε φοβούνται το δύσκολο έργο που γεννά το όραμα του σοσιαλισμού.  Θέλουν να εργαστούν γι’αυτό το ένδοξο έργο, που δικαιολογεί το μύθο που πλέκει για τον ανθρωπο και τη σχέση του με τη δουλειά το όραμα του σοσιαλισμού. Επιστήμονες κι εργαζόμενοι, μακριά απ’τον ατομικισμό, ζουν την εμπειρία της συλλογικότητας, δηλαδή μιας άλλης διάστασης του εαυτού, που τους οδηγεί πολύ συχνά στην εμπειρία της υπέρβασης του εαυτού από τον εαυτό.  Έτσι δημιουργούνται απεριόριστες προϋποθέσεις, για μιαν αληθινή κοινωνική ανάπτυξη και όχι αλόγιστη ανάλωση του δυναμικού της κοινωνίας όπως στον ιμπεριαλισμό.
   Βέβαια στον καιρό μας η ανοησία και η χυδαιότητα έχουν περισσέψει, η δουλειά κι η αυτοθυσία θεωρούνται ντροπή  και όλοι θαυμάζουν αυτούς που βρίσκονται «ψηλά», ποδοπατώντας ότι άξιο προσέφερε ο πολιτισμός. Αυτό όμως δε μπορεί να περάσει έτσι, επειδή οι συνέπειες θα φανούν. Τότε ειρηνικά ή με τη βία, θα βρεθεί πάλι ο σοσιαλισμός να περιμαζέψει τις φθορές να γειάνει τις πληγές, ανοίγοντας ξανά τον δρόμο για το όραμα.

ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ

Ως εδώ οριοθετήθηκε διαλεκτικά, η αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου, δημοκρατίας και δικτατορίας. Στη διαλεκτική λοιπόν τα αντίθετα δε μπορούν να υπάρχουν από μόνα τους, αυτά προεκτείνονται το ένα μέσα στο άλλο χωρίς ν’αφήνουν περιθώριο ανεξαρτησίας μεταξύ τους, συνιστώντας αντιφατικές ενότητες που ενώ το ένα είναι αιτία της ύπαρξης του άλλου, μάχονται θέλοντας το ένα ν’απορρίψει τ’άλλο. Το αρνείται επαληθεύοντάς το.
    Ενώ η μισθωτή εργασία γεννιέται από το κεφάλαιο, συγχρόνως είναι η αιτία του κεφαλαίου· κι ενώ το ένα δε μπορεί χωρίς τ’άλλο, συγχρόνως σπαράσσονται.
    Στην αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου, όταν η εξουσία ανήκει στην αστική τάξη έχουμε καπιταλισμό κι όταν η εξουσία ανήκει στην εργατική τάξη, έχουμε σοσιαλισμό.  Καί στις δυο περιπτώσεις υπάρχουν διακρίσεις οι οποίες μπορούν να εκφραστούν με το χρήμα.  Η μόνη λύση της αντιφατικής σχέσης μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου είναι ο κομμουνισμός, όπου το χρήμα δεν χρειάζεται, αφού η εργασία και τα αγαθά, εκεί παύουν να είναι εμπορεύματα. Η εργασία εκεί θα είναι συνυφασμένη με τη δημιουργικότητα του όντος, άρα το προϊόν θα είναι ιερό και θ’αντιμετωπίζεται με σεβασμό. Εκεί οι ύλες και γενικότερα η φύση θα πάρουν τη διάσταση που πρέπει στην ανθρώπινη συνείδηση. Εκεί δε θα υπάρχει ούτε δικτατορία ούτε δημοκρατία αφού η αντιφατική σχέση κυριαρχίας και υποταγής (μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου) θα έχει λυθεί.
    Υπάρχει η εντύπωση ότι η κρατικοποιημένη οικονομία είναι συνώνυμο του σοσιαλισμού, έτσι θα κάνω την εξής διευκρίνιση: Αφού, η αντιφατική σχέση  μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου, συνεχίζεται και στη διάρκεια του σοσιαλισμού,  η συσσώρευση αξίας σε κρατικές αποθήκες κι οι κρατικές παραγωγικές επενδύσεις αν έχουν την ανάγκη και γεννούν μισθωτή εργασία, είναι κεφάλαιο. Ακόμα αν το κεφάλαιο εξουσιάζεται από γραφειοκρατικό μηχανισμό, τότε έχουμε καπιταλισμό. Αν αυτός ο κρατικός μηχανισμός δεν είναι γραφειοκρατικός αλλά λαϊκός ή προλεταριακός, μολονότι η αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου συνεχίζει να υπάρχει, τότε έχουμε σοσιαλισμό.  Καί στις δυο περιπτώσεις όσο μεγαλύτερος είναι ο γραφειοκρατικός μηχανισμός, τόσο περισσότερα βάρη επωμίζεται το προλεταριάτο για να τον συντηρεί. Καί σ’αυτή την κοινωνική φόρμα υπάρχουν δυο ομάδες με οργανωμένα ταξικά συμφέροντα: Το προλεταριάτο και η νεοαστική γραφειοκρατική τάξη. Ανάμεσά τους υπάρχουν στρώματα τεχνικών κι επιστημόνων που είναι αναγκαία καί στις δυο τάξεις για να ασκήσουν εξουσία.
    Οι τεχνικοί που έχουν υψηλές ειδικεύσεις, είναι φυσικό στην πλειοψηφία τους να θέλουν τη διάκριση, γι’αυτό συντάσσονται με τους γραφειοκράτες. Όμως ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς, λόγω κουλτούρας, περιφρονούν τις διακρίσεις και τάσσονται με το μέρος του προλεταριάτου παίζοντας ρόλο πρωτοποριακό. Σ’αυτή την αντιφατική σχέση, πάλι δεν είναι μόνον οι οικονομοτεχνικές δομές που δείχνουν αν υπάρχει σοσιαλισμός ή καπιταλισμός, αλλά και ο φορέας της εξουσίας.  Αν φορέας της εξουσίας είναι η γραφειοκρατία έχουμε καπιταλισμό, αν φορέας της εξουσίας είναι οι εργαζόμενοι έχουμε σοσιαλισμό.
     Δεν πρέπει λοιπόν να κοιτάμε τις ταμπέλες ή το πως αυτοονομάζεται ένα καθεστός αλλά να βλέπουμε τις δομές της εξουσίας. Η ύπαρξη τακτικού στρατού, τακτικής δικαιοσύνης και γενικά τακτικού κρατικού μηχανισμού, φανερώνει πως την εξουσία έχει η γραφειοκρατία. Αν το κοινοβούλιο, η δικαιοσύνη και ο στρατός είναι προλεταριακά, τότε την εξουσία έχει η εργατική τάξη.  Όταν όμως είναι προωθημένο ένα σχήμα προλεταριακής εξουσίας, χαραχτήρας του σοσιαλισμού είναι και η λαϊκή εξουσία με προλεταριακή πρωτοπορεία. Δηλαδή λαϊκός στρατός, λαϊκή δικαιοσύνη, και λαϊκό κοινοβούλιο.

[Στην περίπτωση του τακτικού κρατικού μηχανισμού, μισθωτοί γραφειοκράτες κρατάνε όλες τις θέσεις κλειδιά που φαίνεται ότι υπακούν σε κάποια κυβέρνηση, ορισμένη από κάποιο εκλεγμένο κοινοβούλιο. Όσους κι αν απολύσει η κυβέρνηση για να προσλάβει άλλους, αυτό το κράτος έχει θεσμούς που ορίζουν τον τρόπο που λειτουργεί από μόνο του.  Ο γραφειοκρατικός μηχανισμός είναι το ουσιαστικό υπόβαθρο της εξουσίας, που δεν έχει την ανάγκη κοινοβουλίου ή εκλεγμένης κυβέρνησης για να κυβερνά. Απ’την άλλη αυτό το είδος κοινοβουλίου δεν μπορεί χωρίς γραφειοκρατικό μηχανισμό.  Ακόμα και το κοινοβούλιο των λεγομένων χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», μολονότι έχει μεγαλύτερη εξουσία απ’το αστικό κοινοβούλιο, είναι ένα «δημοκρατικό όργανο» που εκφράζει συμφέροντα των γραφειοκρατών και των τεχνοκρατών. Αυτοί είναι σίγουροι πως η εργατική τάξη δεν είναι σε θέση να ασκήσει εξουσία. Για χάρη λοιπόν των εργατών και των αγροτών, αυτοί τους «υπηρετούν» κάνοντας αυτό το δύσκολο έργο. Για το λόγο αυτό οι εργαζόμενοι πρέπει να τους περιβάλλουν με τιμές και διακρίσεις, που πάντα εκφράζονται και με το ανάλογο χρήμα. Παίρνουν έτσι την οικονομία στα χέρια τους και στο βαθμό που έχουν καί την εξουσία, αυτοί είναι οι νέοι κεφαλαιοκράτες.
    Οι παλιοί κεφαλαιοκράτες, σκληροί, δραστήριοι και αυτοδημιούργητοι ήταν πολλές φορές πρωτοπόροι. Οι νέοι παμπόνηροι χυδαίοι αετονύχιδες δε θέλουν την παλινόρθωση του παλιού καπιταλισμού.  Στο μεγάλο μονοπώλιο που είναι ο χώρος τους ξέρουν να διαφεντεύουν. Αυτοί δεν έχουν δουλέψει ποτέ γι’αυτό είναι πιο σκληροί απέναντι στην εργατική τάξη. Με μια μονοκοντυλιά ανεβάζουν τις «νόρμες» των εργατών και τις δικές τους αποδοχές στο όνομα ενός «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», αφού ο άνθρωπος είναι ατελής κι όχι ιδεώδης και στο όνομα μιας «πραγματιστικής πολιτικής στον τομέα της εξέλιξης της παραγωγικότητας».  Μέσ’τους κόλπους τους υπάρχει σκληρή πάλη, αφού ένα μέρος των ειδικών δε θέλει να δεσμεύεται καθόλου μέσα σε αυτό το μονοπώλιο, γιατί ορίζει κάποια κλίμακα μισθών που περιορίζει τα όρια της φιλοδοξίας και της αλαζονίας μιας ομάδας αυθεντιών. Αυτοί θέλουν ελεύθερη αγοροπωλησία της προσφοράς του ανθρώπινου δυναμικού που τους ευνοεί, αφού οι ατάλαντοι γραφειοκράτες έχουν μετατρέψει την δημοκρατική-δικτατορία του λαού, σε δικτατορία της νεοαστικής γραφειοκρατίας].
    Αντίθετα στην περίπτωση της λαοκρατικής εξουσίας:  [το λαϊκο κοινοβούλιο πρέπει ν’απαρτίζεται από εκπροσώπους λαϊκών επιτροπών που δεν έχουν μονιμότητα, όντας αναπάσα στιγμή ανακλητοί. Οι επιτροπές μπορούν και πρέπει να στέλνουν διαφορετικούς εκπροσώπους για την ανάλογη περίσταση που θα παίρνουν απόφάσεις για θέματα που θα προωθούνται εκεί από άλλα λαϊκά όργανα.
    Απ’το λαϊκό κοινοβούλιο πρέπει να εκλέγεται μια επιτροπή επαγρύπνησης που θα παίζει το ρόλο κυβέρνησης εκτάκτων περιστάσεων μη έχοντας καμιά μονιμότητα. Μπορεί ν’αλλάζει μετά από κάθε συνέλευση, κι έτσι η εξουσία ουσιαστικά θα ασκείται απ’το λαϊκό κοινοβούλιο. Όσο λιγότερη μονιμότητα έχουν τα όργανα  εκπροσώπησης, τόσο μεγαλύτερη η δημοκρατία για το λαού κι η δικτατορία πάνω στους γραφειοκράτες. Ακόμα έτσι είναι υποχρεωμένοι όλοι να συμμετέχουν και να είναι άγρυπνοι στις εξελίξεις του κοινωνικού γίγνεσθαι.  Θα ήταν προτιμότερο οι λαϊκοί εκπρόσωποι να είναι μέλη του Κ.Κ., αυτό όμως δεν είναι αναγκαίο αφού θα λειτουργούν κι άλλα κόμματα (το κόμματα δεν πρέπει να καταργούνται, αλλά να μαραίνονται από μόνα τους όταν πάψει η αναγκαιότητά τους). Πρέπει να υπάρχουν εκπρόσωποι απ’όλες τις ζωντανές τάσεις.  Καθήκον του Κ.Κ. είναι να πάρει την πρωτοπορεία μέσ’το λαό με τους αγώνες, το ήθος και την εργατικότητά του.  Θα βάλει τα άλλα κομματα σε μαρασμό, αν καταφέρει να πείσει ότι είναι το καλύτερο, κάτι που είναι δύσκολο και προπάντων μακροπρόθεσμο. Έτσι το Κ.Κ. συνεχώς θα δοκιμάζεται, κατακτώντας μιαν ανώτερη ποιότητα και όχι ασκώντας μια στείρα δικτατορία των λίγων πάνω στους πολλούς, ξαφνικά χωρίς να το καταλάβει να έχει διαβρωθεί και να έχει μετατραπεί σε γραφειοκρατικό, ευρισκόμενο σε αντιλαϊκές και αντεργατικές θέσεις.
    Είναι φυσικό μετά από μια επανάσταση, αυτοί που έπαιξαν ρόλο, να έχουν τον ανάλογο λαό και οπλισμό, διαφορφώνοντας την εξουσία, σε διάφορους φορείς και περιοχές τη δεδομένη στιγμή. Η εξουσία μετεπαναστατικά διαμορφώνεται απ’τους φορείς των παραγωγικών στρωμάτων, που με τη σειρά τους δίνουν τη μάχη για την ειρήνη. Έτσι τα διάφορα επαναστατικά κόμματα, θα μεταμορφώνονται από την εισβολή νέων μελών μέσα τους. Μέσα απ’αυτή την ειρηνική διαδικασία, το Κ.Κ. μπορεί να χάσει την εξουσία ή μέρος της εξουσίας που δεν του ανήκει πια, από άλλους φορείς που επάξια μπορεί να του την πάρουν.  Έτσι δε θα μπορεί να επαναπαυθεί και να γίνει βάρος στο λαό.  Με τον τρόπο αυτό η ευμετάβλητη σύνθεση του λαϊκού κοινοβουλίου θα φανερώνει την αληθινή εξέλιξη της σοσιαλιστικής πορείας.  Η πορεία αυτή ξεκινά από ένα πολύμορφο και μικτό λαϊκό κοινοβούλιο καταλίγοντας σ’ένα κοινοβούλιο αμιγώς προλεταρικό, αν όλα πάνε καλά, αφού υποτίθεται ότι το Κ.Κ. με τη δραστηριότητά του θα καταφέρει να προλεταριοποιήσει το μέρος των λαϊκών στρωμάτων, που θα πρόσκεινται σε άλλα κόμματα.  Η εξελικτική πορεία αυτής της διαδικασίας θα ζητήσει κάποια  στιγμή το μαρασμού όλων των κομμάτων και κατα συνέπεια, την κατάργηση του ίδιου του Κ.Κ. αφού δε θα υπάρχει πλέον ανάγκη κομματικών ανταγωνισμών.  Η αντιφατική σχέση των κομματικών ανταγωνισμών και η λύση τους, είναι η ίδια η σοσιαλιστική πορεία όπου στο τέλος της δεν θα υπάρχουν κόμματα κι αντιθέσεις.
   Ο Λαϊκός στρατός είναι οι ένοπλοι πληθυσμοί, που ακούνε στις λαϊκές επιτροπές της τοπικής αυτοδιοίκησης.  Αυτός ο στρατός είναι κατεξοχήν αμυντικός κι η αμυντική του δύναμη είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την επιθετική του.
    Μπαίνοντας ο εισβολέας στη χώρα σχετικά εύκολα, θα έχει τόσο πιο δύσκολη προέλαση και θα δέχεται τόσο μεγαλύτερη πίεση από παντού, όσο πιο βαθιά και πιο πολύ μένει στη χώρα, σε βαθμό που τελικά να μη μπορεί να υποχωρήσει. Αυτό γιατί οι πληθυσμοί θα συντάσσονται σε μεγάλες στρατιές λαϊκής άμυνας (νέων, γέρων, ανδρών και γυναικών), που θα σαμποτάρουν και θα χτυπούν κλέφτικα ή τακτικά, έναν εχθρό έρμαιο της δικής τους τακτικής επιλογής στο σημείο της σύγκρουσης.
     Αφού όμως υπάρχουν σύνορα, το λαϊκό κράτος έχει ανάγκη από ένα μικρό τακτικό συνοριακό στρατό, που θα ελέγχεται από επιτροπές των συνοριακών πληθυσμών.  Αυτός ο στρατός μαζί με τα ένοπλα λαϊκά στρώματα των συνοριακών πληθυσμών,  θα έχει καθήκον να καθιστερεί τον εισβολέα, έως ότου οι εργαζόμενοι πληθυσμοί συνταχτούν και αν είναι δυνατόν, έντεχνα να οδηγεί τον εισβολέα σε επιθυμητές θέσεις σύγκρουσης.
     Έτσι ο λαϊκός στρατός καί από τη σύνθεσή του, δεν μπορεί να έχει επιθετικό χαρακτήρα, αφού οι ένοπλοι πληθυσμοί, δεν μπορούν να κάνουν εκστρατείες. Ακόμα τμήματα που θα μπορούσαν να κάνουν μιαν εκστρατεία, δεν θα μπορούν να ελέγχονται από λαϊκές επιτροπές. Όσο πιο μεγάλα είναι τα τακτικά εκστρατευτικά τμήματα, τόσο πιο επικίνδυνα είναι να καταλύσουν την λαϊκή εξουσία, πολύ περισσότερο επιστρέφοντας νικηφόρα. Επίσης γνωρίζουμε πως τα μέλη επιθετικών στρατιωτικών σωμάτων, χάνουν ένα μέρος απ’την ανθρωπιά τους και τη λαϊκή τους κουλτούρα.  Γι’αυτό γίνονται πιο επικίνδυνοι με την αίγλη μιας νίκης.
    Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του λαϊκού στρατού είναι η αφαίρεση της στρατιωτικής εξουσίας από τα χέρια των γραφειοκρατών και των τεχνοκρατών με την κατάργηση του τακτικού στρατού.  Αυτό είναι μια απόλυτη ανάγκη, με όλα τα μειονεκτήματα που ακολουθούν μια τέτοια επιλογή, αλλά «ο λαός χωρίς λαϊκό στρατό δεν έχει τίποτα». Η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η εξουσία καταχτώνται κι ασκούνται με τα όπλα, κανένας δεν τα χαρίζει. Επίσης ο γραφειοκράτης χωρίς όπλα δηλαδή χωρίς τον έλεγχο του στρατού, έχει μόνο την δύναμη της δουλειάς του κι είναι ανίκανος να πάρει πλήρως την εξουσία. Για ν’αφαιρέσει ο λαός από τους γραφειοκράτες και το μέρος της εξουσίας που ασκούν μέσα από τη δουλειά τους, τοποθετεί λαϊκούς επιτρόπους, περιορίζοντας όσο είναι δυνατόν για κείνη τη στιγμή καί τη δύναμη καί το κύρος των γραφειοκρατών.  Μένει λοιπόν στους γραφεικράτες μόνον η διάκριση της ειδίκευσής τους και της μισθολογικής τους κλίμακας.
   Ας σκεφτούμε πόσοι μόνιμοι γραφειοκράτες στρατιωτικοί και άλλοι ειδικοί και τεχνικοί, απασχολούνται απ’τον τακτικό στρατό και ζουν προνομιούχα εις βάρος του λαού.  Όλοι αυτοί διατηρούνται για την περίπτωση πολέμου και όταν έλθει ο πόλεμος, στέλνουν το λαό στο σφαγείο.  Αυτοί στην πλειονότητα σχεδιάζουν στα χαρτιά και υπογράφουν διαταγές από απόσταση, στα επιτελικά γραφεία, την ώρα που οι λαϊκές μάζες πατάνε μέτρο-μέτρο ότι σχεδιαστεί στο χαρτί και κάθε ριπή σωριάζει δεκάδες κάτω.
    Οι τακτικοί στρατοί όντας επιπλέον μισθοφορικοί (και μάλιστα στην ηγεσία) πάσχουν απ’την αρρώστια αυτών των στρατών: είναι γενναίοι και σκληροί όταν αντιμετωπίζουν αόπλους ή όταν ο πόλεμος είναι μακριά, αλλά δειλιάζουν όταν ο κίνδυνος πλησιάζει. Ακόμα είναι άπιστοι στους δημοκρατικούς θεσμούς κι όταν τους δωθεί η ευκαιρία, τους καταλύουν.  Είναι φυσικό ένας μόνιμος πολεμικός μηχανισμός να υπηρετεί την τάξη που τον γέννησε και στην περίπτωση αυτή, την αστική τάξη.  Ο τακτικός στρατός είναι ο κυριώτερος παράγων προστασίας των αστικών συμφερόντων και θεσμών, κι είναι υπέρμαχος της διάκρισης.  Όσο μεγαλύτερος ο τακτικός στρατός σε μια λαϊκά εξουσιαζόμενη ή σοσιαλιστική χώρα, τόσο μεγαλύτερη η δύναμη της γραφειοκρατίας στη χώρα αυτή. Εκεί όπωσδήποτε βρίσκονται οι δυνάμεις της ανατροπής και της αντίδρασης.

Η λαϊκή αστυνόμευση είναι κι αυτή καλύτερη.  Οι πολίτες αστυνομεύουν εκ περιτροπής το δικό τους χώρο αφού έτσι κι αλλιώς είναι ένοπλοι και ανήκουν σε λαϊκές στρατιωτικές οργανώσεις· οι εργάτες στο εργοστάσιο και οι λαϊκοί στη γειτονιά. Ακόμα η λαϊκή αστυνόμευση είναι πιο αποτελεσματική αφού οι γείτονες γνωρίζονται μεταξύ τους και πολύ γρήγορα εντοπίζονται οι πιθανοί ένοχοι.  Αντίθετα το τακτικό σώμα της αστυνομίας, είναι φυσικό να υπακούει στους γραφειοκράτες, να είναι ταξικά αντιμέτωπο με το προλεταριάτο κι εχθρικό προς την λαϊκή εξουσία.

Η λαϊκή δικαιοσύνη είναι καί αυτή ανώτερη και άμεση. Αποδίδει αυστηρότητα όπου χρειάζεται κι ανάλογη επιείκεια όταν πρέπει, αφού οι δικαστές είναι οι ίδιοι οι γείτονες που γνωρίζουν από πρώτο χέρι τις εκδικαζόμενες υποθέσεις, το χαρακτήρα και τις διαφορές των διαδίκων γειτόνων τους.  Οι λαϊκοί δικαστές δεν είναι μισθοφόροι ούτε επαγγελματίες που λαχταράνε ν’αποκομίσουν κέρδη και να «αξιοποιήσουν» οικονομικά τις σπουδές τους δηλαδή να διακριθούν μ’όποιο τρόπο μπορεί να φανταστεί κανείς σε μια ανταγωνιστική και διεφθαρμένη κοινωνία. Για αυτούς είναι θέμα ταξικής τιμής να δικάζουν όχι εξ επαγγέλματος.  Ο ίδιος ο λαός της γειτονιάς είναι ο μέγιστος κριτής, που όταν διαφωνεί παρεμβαίνει. Έτσι η λαϊκή αστυνόμευση και δικαιοσύνη περιορίζει στο μέγιστο τη γραφειοκρατία και προωθεί τη λαϊκή αμεσότητα.

Σε μια χώρα λαϊκή-προλεταριακή φυλακές δε χρειάζονται. Αφού κανείς δε μπορεί να αποδράσει. Κανείς δεν μπορεί να πάει κάπου χωρίς να ενημερώσει τις τοπικές επιτροπές, αφού για να μετακινηθεί θα πρέπει να παρουσιαστεί κάπου, για δουλειά, κατοικία και φαγητό κλπ. Κανείς δεν είναι απρόσωπος. Έτσι ο κατάδικος θα εκτίει την ποινή στο σπίτι του, θα τιμωρείται από τη συμπεριφορά των γειτόνων του και τις εργασίες που θα του αναθέτουν.  Όταν όμως πρόκειται για επικίνδυνους κακοποιούς, θα πρέπει να υπάρχουν ειδικά χωριά-ιδρύματα, με σύγχρονες εγκαταστάσεις και ψυχιατρική φροντίδα για σωστή διαβίωση-διαπαιδαγώγηση.  Εκεί θα στέλνεται κάποιος μετά από απόφαση των γειτόνων, των συνεργατών και των συγγενών του, όταν κανείς πλέον δε θα μπορεί να εγγυηθεί για τη μελλοντική συμπεριφορά του.   Οι χώροι αυτοί θα αυτοδιοικούνται και θα έχουν αυτόνομη παραγωγική δραστηριότητα.  Οι εκλεγμένες επιτροπές τους θα συνεργάζονται με ειδικούς που θα παίρνουν εντολές από τους λαϊκούς επιτρόπους της περιοχής, που θα φιλοξενείται το σωφρονιστικό χωριό και όπου θ’ανήκει πολιτιστικά και παραγωγικά.  Η καλύτερη “τιμωρία” και διαπαιδαγώγηση είναι αυτή που παύει να είναι τιμωρία.  Αυτή είναι ο άθλος να μπορείς να ζεις έντιμα και με την αξία σου, χωρίς να επιβαρύνεις ή να αδικείς κανέναν. Αυτό που φαίνεται αυτονόητο για άλλους, για άτομα αντικοινωνικά ή απροσάρμοστα στις απαιτήσεις του σοσιαλισμού, είναι ένας άθλος άξιος φροντίδας και αγάπης.
   Σε ήπιες όμως περιπτώσεις αντικοινωνικότητας που παρουσιάζεται σε άτομα με καλλιτεχνική ή ιδιόμορφη δημιουργική φύση, η λαϊκή μέριμνα θα έχει φροντίσει.  Αυτοί οι ευφυείς άνθρωποι πρέπει για το καλό της κοινωνίας και τις αξίας που αυτά τα άτομα είναι ενδεδυμένα, να έχουν από μικρά μιαν ιδιαίτερη φροντίδα, για να μπορεί να διοχετευτεί η δημιουργικότητά τους.

Η ουσία της λαϊκής εξουσίας είναι ο προγραμματισμός παραγωγής στο εργοστάσιο και τον αγρό από τη βάση. Στο λαϊκό κοινοβούλιο θα παίρνονται αποφάσεις ευρύτερου παραγωγικού προγραμματισμού προσανατολισμού και σχεδιασμού που θα διαμορφώνονται από τις προτάσεις των εκπροσώπων της βάσης που θα είναι και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι. Οι ερευνητές κι οι τεχνοκράτες θα δουλεύουν υπό τη διακριτική επιτήρηση και συνεργασία εξειδικευμένων λαϊκών επιτρόπων και θα χαίρουν εκτίμησης, αφού δεν θα είναι απλοί υπάλληλοι όπως στον καπιταλισμό αλλά συνεργάτες. Όμως πρέπει κι αυτοί να μην ξεχνούν τη φροντίδα, την αγάπη, τις σπουδές και ότι άλλο τους έχει προσφέρει χωρίς καμιά πληρωμή ο λαός.  Για όσους τεχνοκράτες δεν προλεταριοποιούνται όμως θα είναι αρκετή η μισθολογική τους διάκριση, ενώ για τους άλλους που γίνονται προλετάριοι, ο θαυμασμός, το κύρος και η εξουσία. Ο λαϊκός οικονομικός και παραγωγικός προγραμματισμός είναι νίκη πάνω στη γραφειοκρατία. Το προλεταριάτο πρέπει να παλεύει όλες οι αποφάσεις να παίρνονται από τη βάση, ώστε η κοινωνία να είναι προλεταριακή στην πράξη και όχι στα λόγια.
     Εδώ ο σοσιαλισμός φανερώνεται με το δυναμικό προτσές δύο πόλων που συνιστούν αντιφατική ενότητα. Απ’τη μια ο πόλος της προλεταριακής αμεσότητας (αποκέντρωσης) κι απ’την άλλη ο πόλος της γραφειοκρατίας (συγκέντρωσης). Αυτό το προτσές είναι μια πορεία που ξεκινά από συγκεντρωτικές θέσεις και καταλίγει σε θέσεις αποκεντρωτικές περνώντας από όλες τις ενδιάμεσες θέσεις της σχέσης συγκέντρωσης-αποκέντρωσης. Στο τέλος αυτής της πορείας, έχουμε την άρση της αντιφατικής αυτής σχέσης, που δεν θα μπορεί να ονομαστεί πλέον ούτε αποκετρωτική ούτε συγκεντρωτική,  αφού η αντιφατική σχέση γραφειοκρατίας-προλεταριάτου δε θα υπάρχει. Στον κομμουνισμό δεν υπάρχει ούτε γραφειοκρατία μα ούτε προλεταριάτο, έχουμε μια νέα ποιότητα.

     Το σοσιαλιστικό προτσές μπορεί ακόμα να ξεκινά απ’τη στιγμή που το προλεταριάτο θα πάρει την εξουσία, με όσο δυνατόν μικρότερη προλεταριακή συμμετοχή, με συμμάχους όμως άλλα λαϊκά στρώματα. Το δικαίωμα αυτό το αντλεί απ’την πείρα του παγκόσμιου προλεταριακού κινήματος ή την ύπαρξη  άλλων ισχυρών προλεταριακών χωρών, αν υπάρχουν.  Μπορεί το προλεταριάτο και τα λαϊκά στρώματα να μην περιμένουν να ωριμάσει το οικονομοτεχνικό υπόβαθρο της χώρας τους, αν έχει προηγηθεί σ’άλλη μεγάλη χώρα η κατάκτηση και η εδραίωση της εξουσίας απ’τους εργαζομένους και τα λαϊκά στρώματα. Σε μια τέτοια φάση το προλεταριάτο για να μπορεί ν’ασκήσει εξουσία, έχει ανάγκη τη γραφειοκρατία και την τεχνοκρατία, τη διάκριση και το χρήμα αφού δεν είναι ακόμα στη θέση, να άρει την αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου. Κατά την εξέλιξη της πορείας του όμως, το προλεταριάτο πρέπει να οργανώνει μηχανισμούς λαϊκής εξουσίας έτσι που η γραφειοκρατία να περιορίζεται απ’τη Λαϊκή και προλεταριακή αμεσότητα. Αυτή η πορεία της αντιφατικής σχέσης γραφειοκρατίας-λαοκρατίας, είναι η πορεία της λαϊκοποίησης των γραφεικρατικών μηχανισμών κι είναι ένα πρόσωπο της πορείας του σοσιαλισμού.
    Η σοσιαλιστική πορεία είναι σύμφυτη με τη σταδιακή ανάπτυξη προλεταριακού πολιτισμού και ενός τεχνολογικού επιπέδου, που να μπορεί να υποκαταστήσει την γραφειοκρατία στους διοικητικούς και τεχνολογικούς μηχανισμούς·  για να γίνει αυτό δυνατό, πρέπει παράλληλα με την πολιτιστική επανάσταση, μέσα στους κόλπους της, να προωθείται κι η τεχνολογική επανάσταση κι η μεταρύθμιση των οικομοτεχνικών δομών. Αν η πολιτισμική δραστηριότητα γίνεται είς βάρος της οικομοτεχνικής, τότε η οικονομία καταρρέει και το προλεταριάτο αδυνατώντας να ακολουθήσει τους διεθνείς ανταγωνισμούς, θα χάσει την εξουσία. Το ίδιο θα συμβεί και με την ασύμμετρη ανάπτυξη της οικονομίας εις βάρος του πολιτισμού.  Η οικονομική ανάπτυξη, χωρίς προλεταριακή πολιτιστική ανάπτυξη, αλλοτριώνει την προλεταριακή συνείδηση, λειτουργώντας υπέρ της γραφειοκρατίας και της παλιόρθωσης του καπιταλισμού.  Τότε το σύστημα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της γραφειοκρατικής εξουσίας χωρίς καμιά προσπάθεια από μέρους των γραφειοκρατών, θα πέσει στα χέρια τους για να το «σώσουν» απ’την κατάρρευση.
    Θα μπορούσαμε λοιπόν να δούμε, μέσα στο σοσιαλισμό, ένα πανίσχυρο προλεταριάτο να χάνει την εξουσία απ’τους γραφειοκράτες κι έναν αδύναμο λαϊκοδημοκρατικό μηχανισμό που προχωρά με σύνεση να κατακτά την εξουσία, να την εδραιώνει και να προωθεί τον αληθινό σοσιαλισμό.  Όταν το προλεταριάτο είναι στη εξουσία πρέπει το Κ.Κ. να είναι ανοικτό στο λαό πρωτοπορώντας δημοκρατικά σε λαϊκούς και ταξικούς αγώνες και όχι να είναι κλειστό στο λαό κι ανοικτό στις αυθεντίες, που διαμορφώνουν την παραγωγή πίσω από ηλεκτρονικούς υπολογιστές σύμφωνα με το «συμφέρον» των εργατών. Το Κ.Κ έχει καθήκον να οδηγεί το λαό στο δρόμο της αυτοοργάνωσης και του αυτοπρογραμματισμού που είναι μεν δύσκολος αλλά αυτοσκοπός.  Βέβαια το αποτέλεσμα παίζει μεγάλο ρόλο, αλλά μεγαλύτερο παίζει ο τρόπος που κάνει αυτή την αυτοοργάνωση δυνατή. Αυτή είναι η ταξική πάλη μέσ’το σοσιαλισμό. Ο προγραμματισμός, οι αποφάσεις και η δυνατότητα να πραγματοποιεί αυτό που επιλέγει η εργατική τάξη, είναι η εξουσία.    Είναι βέβαιο πως οι γραφειοκράτες, εχθροί του προλεταριάτου, κι όσοι από τους λαϊκούς έχουν γραφειοκρατική συνείδηση όταν βρίσκονται σε θέσεις παραγωγής και επιλογής αποφάσεων, κι ακόμα περισσότερο όταν βρίσκονται μέσα στο Κ.Κ, έχουν μεγάλο μέρος της εξουσίας. Έτσι η ταξική πάλη μέσ’το σοσιαλισμό μπορεί να πάρει μορφή εξεγέρσης σε περιπτώσεις που το Κ.Κ. θα έχει γραφειοκρατικοποιηθεί-αστικοποιηθεί.  Ο δρόμος της εξέγερσης μέσ’το σοσιαλισμό, μπορεί να φαίνεται αβέβαιος δρόμος, ενώ ο γραφειοκρατικός βέβαιος και σταθερός δρόμος, το προλεταριάτο όμως τέτοιο δρόμο είχε και πριν την επανάσταση.  Γι’αυτό το προλεταριάτο αγωνίζεται πρώτα από όλα για την εξουσία που είναι η δυνατότητα επιλογής και πραγματοποίησης των επιδιώξεών του, όντας η ελευθερία του. Αυτός που χαρακτηρίζεται σαν αβέβαιος δρόμος, είναι ο καλύτερος αφού ως την κατάκτηση της αταξικής κοινωνίας το προλεταριάτο, είναι η τάξη που προσφέρει περισσότερα και απολαμβάνει λιγότερα.  Η κατάκτηση της εξουσίας απ’το προλεταριάτο δε σημαίνει απολαύσεις και διακρίσεις όπως στο αστικό καθεστός και στο σοσιαλγραφειοκρατικό, αλλά περισσότερη δουλειά και ευθύνη για ένα καλύτερο αύριο για όλο το κοινωνικό σύνολο.
    Ο «αβέβαιος» αυτός δρόμος είναι της πάλης και της αλλαγής, αφού κάθε σταθερότητα και στατικότητα, είναι σε βάρος της εργατικής τάξης και υπέρ της γραφειοκρατίας.
    Η ανάπτυξη της λαϊκής κουλτούρας και της τεχνολογικής παιδίας, της συνεχούς αφύπνησης και της ταξικής συνείδητοτητας της εργατικής τάξης, είναι μια εξελικτική πορεία που κι αυτή είναι ένα πρόσωπο του σοσιαλισμού. Γενικά σοσιαλισμός είναι η ταξική πάλη με την εξουσία στα χέρια του Κ.Κ. ή του λαού.

Με την άνοδο του επιπέδου τεχνολογικής εξειδίκευσης των εργαζομένων, κάποτε ο εργάτης θα χειρίζεται μηχανήματα υψηλής τεχνολογίας κι η δουλειά του θα είναι επιστημονική, που θα διαφέρει μόνο απ’τη δουλειά των ερευνητών, των χειροτεχνών και των καλλιτεχνών.  Τεχνοκράτες, εκείνη της εποχή, θα είναι μόνον οι ερευνητές, αλλά φτάνοντας στο ύψος της ιδιότητάς τους, αυτό θα είναι και το όριό τους, αφού εκεί η έρευνα θα γίνεται με τη βοήθεια τεραστίων συγκροτημάτων που θ’ανήκουν στο προλεταριάτο και θα είναι υπό την καθοδήγηση μικτών ομάδων τεχνικών και εκπροσώπων του προλεταριάτου. Εκεί μολονότι ο ερευνητής θα έχει πάντα σαν άτομο τον σεβασμό, την αξία και τις προοπτικές των προσωπικών του οραμάτων, θα είναι ο μικρότερος παράγοντας στα θέματα κοινωνικών επιλογών.

Ο κόσμος μας ξεκινώντας από κοινωνικές φόρμες όπου το άτομο παίζει ηγετικό και πρωτεύοντα και ρόλο, καταλήγει σε φόρμες όπου το σύνολο παίζει αυτό το ρόλο. (Ανάμεσα απ’αυτούς τους δυο πόλους, που συνιστούν μιαν αντιφατική σχέση, υπάρχουν απεριόριστες θέσεις δυναμικής σχέσης ατόμου-συνόλου). Στην εξέλιξη αυτής της δυναμικής σχέσης, θα έλθει η ώρα που η χειρονακτική εργασία, η τέχνη και η έρευνα, θα είναι αξεχώριστα και κάθε άλλη εργασία θα γίνεται από αυτόματα συστήματα. (Μόνον η έρευνα κι η τέχνη θα είναι «χειρονακτικές-πνευματικές»).  Αυτή η πορεία της τάσης για τελική συνάντηση χειρονακτικής και διανοητικής εργασίας, δείχνει κι άλλο ένα πρόσωπο της σοσιαλιστικής πορείας.

Η αστική τάξη έχοντας την εξουσία μπορεί να προωθεί την τεχνολογία, χωρίς ν’ αναγκάζεται να προωθεί συγχρόνως το πολιτιστικό επίπεδο των λαϊκών μαζών, γιατί αυτό μπορεί να γίνει ο δικός της τάφος.  Ενώ αντίθετα, τα λαϊκά στρώματα και το προλεταριάτο για να μπορούν ν’ασκήσουν την εξουσία, πρέπει προθώντας την τεχνολογία να προωθούν και το πολιτιστικό επίπεδο του λαού.  Η αστική και η γραφειοκρατική νεοαστική τάξη, για να μπορούν να ασκούν απρόσκοπτα την εξουσία, πρέπει να προωθούν την τεχνολογία αντιστρόφως ανάλογα με τον πολιτισμό, ενώ το προλεταριάτο πρέπει να προωθεί την τεχνολογία ανάλογα και παράλληλα με τον πολιτισμό.
    Ακολουθώντας αυτό το δρόμο το προλεταριάτο θα μπορέσει να εκπληρώσει το ιστορικό του καθήκον, καταργώντας τη γραφειοκρατία από την προλεταριακή αμενότητα και οδηγώντας τις λαϊκές μάζες σε μια ειρηνική σοσιαλιστική πορεία προς τον κομμουνισμό.
    Αν την εξουσία την έχει η γραφειοκρατική νεοαστική τάξη ή ο κάθε λογής ιμπεριαλισμός, με την υψηλή τεχνολογική ανάπτυξη θ’αφήνει πίσω ανειδίκευτους παρίες, που κάνοντας κάτι «εδώ κι εκεί» θα φυτοζωούν. Αυτοί μάλλον θα είναι εθνικές μειονότητες που πιθανόν δε θα έχουν απορροφηθεί κι ομογενοποιηθεί εθνικά και κάνοντας τυφλές αιματηρές εξεγέρσεις θ’ανεβάσουν το πολιτικό τους επίπεδο και θα ενωθούν με το προλεταριάτο συνιστώντας έναν επαναστατικό χείμαρο.  Τότε θα γίνει η πιο αιματηρή σύγκρουση, η καθαρή προλεταριακή επανάσταση, που θα οδηγήσει άμεσα στον κομμουνισμό.  Τότε η σοσιαλιστική πορεία θα είναι η ίδια η διαδικασία της εξέγερσης. Έτσι έχουμε δυο δρόμους προς τον κομμουνισμό: Τον ειρηνικό δρόμο που είναι ο σοσιαλισμός και ωθείται με συνεχείς πολιτιστικές εξεγέρσεις. Εκεί το προλεταριάτο έχει την εξουσία κι οδηγεί την μετάβαση ειρηνικά στον κομμουνισμό μ’ελεγχόμενη ταξική πάλη. Και τον βίαιο δρομο, που την εξουσία έχει ο ιμπεριαλισμός ή η νεοαστική γραφειοκρατική τάξη όπου η μετάβαση θα είναι η ίδια επαναστατική η διαδικασία της εξέγερσης.

Ένας άλλος δείκτης για την κατάσταση της σοσιαλιστικής πορείας σε μια χώρα, είναι ο ρόλος που παίζει το χρήμα μέσα στο σύστημα.  Όσο υπάρχει χρήμα, υπάρχει η αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας-κεφαλαίου, προλεταριάτου-γραφειοκρατίας, υπάρχει διάκριση και οικονομικά κίνητρα. Όσο υπάρχει χρήμα υπάρχει εμπόριο φανερό ή κρυφό, κρατικό ή ιδιωτικό. Πάντοτε κάποιος στη διάρκεια της σοσιαλιστικής πορείας, θα μπορεί να συσσωρεύει το χρήμα που του περισσεύει και με αυτό να αγοράζει προϊόντα, που θα διαθέτει σε «φίλους» με κέρδος, όταν κάποιος θέλει κάτι περισσότερο απ’ότι δικαιούται. Ακόμα ομάδες οργανωμένες, μπορεί να κάνουν αγορές, δημιουργώντας τεχνητή έλλειψη στην αγορά για να πουλήσουν αργότερα ακριβά.  Όταν υπάρχει χρήμα, υπάρχει παραεμπόριο ή εμπόριο, που δημιουργεί συσσώρευση ιδιωτικών κεφαλαίων. Αυτά τα κατέχουν ομάδες που ο σοσιαλισμός δεν τις εκφράζει και είναι φυσικό να  τον υπονομεύουν με πάρα πολλούς τρόπους.  Οι τρόποι αυτοί ξεκινούν από την παγιωποίηση της κάθε κοινωνικής κατάστασης, αφού η όποια προώθηση του σοσιαλισμού τους θίγει, φτάνοντας ως την πάλη για την παλινόρθωση του καπιταλισμού.
    Είναι φυσικό όταν υπάρχει διάκριση στην αξία της ανθρώπινης εργασίας και της ανθρώπινης προσφοράς, να υπάρχει ο τρόπος που αυτή να υλοποιείται, δηλαδή το χρήμα. Επίσης υπάρχει και ένας βίαιος αγώνας για την κατάχτησή του.  Όταν κάποιος δουλεύει οκτάωρο και δε μπορεί να απολαύσει όλα τα προϊόντα της διατροφής και του πολιτισμού, ενώ άλλος με τον ίδιο χρόνο δουλειάς ή ακόμα και λιγότερο, να τα απολαμβάνει και να έχει και περίσσευμα, είναι μια κατάσταση που κάνει το χρήμα αναγκαίο. Το χρήμα που είναι ο τελευταίος προμαχώνας της αστικής τάξης, το χρήμα που είναι η διάκριση γυμνή.

Το προλεταριάτο έχοντας την εξουσία, μόνο με την τεχνολογικη και πολιτιστική του ανάπτυξη θα μπορέσει να άρει τη διάκριση, τη γραφειοκρατία, το χρήμα, το κράτος, την εξουσία, δηλαδή την αντιφατική σχέση μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου. Αυτά θα μαραθούν ειρηνικά όλα μαζί, αν την εξουσία ασκεί αληθινά το προλεταριάτο. Η προλεταριακή εξουσία που δεν είναι ακριβώς εξουσία, αλλά η άμυνα των αδυνάτων στις επιδομές των ισχυρών.

ΒΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ

«Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού  την τρομερή
 σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετρά τη γη».

Δεν αρκεί μόνο μια τάξη να θέλει να πραγματοποιήσει τις αποφάσεις της και το πρόγραμμά της, (στην περίπτωσή μας το προλεταριάτο), αλλά να μπορεί κιόλας. Δηλαδή να έχει την εξουσία.  Η εξουσία δεν χαρίζεται, αλλά καταχτάται με τα όπλα, «απορρέει απ’τις κάνες των πυροβόλων». Η συζήτηση γι’αυτό το θέμα είναι πια εξαντλημένη και μπορεί μόνο να περιστραφεί στο ποιός πλέον θα μπορούσε  να είναι ο φορέας της εξέγερσης.  Μολονότι κι αυτό το ερώτημα είχε απαντηθεί εξαντλητικά, ο τρόπος που εξελίσσεται η κοινωνία μας διαμορφώνεται έτσι, που η χρήση της τεχνολογικής ανάπτυξης να είναι αποκλειστική από τα ανώτερα οικονομικά στρώματα, που έχουν συσπειρωθεί γύρω απ’το χρηματιστήριο και τις τράπεζες. Αυτό βέβαια συνέβαινε και πριν μα η τεχνολογία τώρα είναι πανάκριβη και απρόσιτη για τους πολλούς, όντας στα χέρια των ολίγων.
    Η τεχνολογία, μ’όλες τις προσδοκίες του αιώνα της τεχνολογικής επανάστασης αντί για κοινωνική χρήση, τελικά έγινε όργανο κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού πάνω στο διεθνές προλεταριάτο. Κι έτσι με τη χρήση της τεχνολογίας στις παραγωγικές διαδικασίες, η ταξική διάταξη που ξέραμε έχει διαταραχθεί ποιοτικά και ποσοτικά. Η δύναμη που έχει συσσωρεύσει αυτή η παγκόσμια νεοαστική τάξη, είναι η μεγαλύτερη που έχει γίνει ποτέ σε τόσο λιγότερα χέρια. Αυτό που θα μπορούσε να γίνει κάποτε σε μια χώρα, δηλαδή η εξέγερση κι η εγκαθίδρυση λαϊκής εξουσίας, μετά την επιτυχή εφαρμογή της παγκοσμιοποίησης από τον ιμπεριαλισμό τώρα θα πρέπει να έχει παγκόσμια διάσταση ή τουλάχιστον σ’ένα μεγάλο και αναπτυγμένο μέρος του κόσμου.
    Η μετακίνηση κεφαλαίων προς τις χώρες που βρίσκονται στη βάση της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας, απ’τη μια ανεβάζει το βιοτικό επίπεδο αυτών των χωρών, σηκώνοντας το καπάκι της χύτρας που βράζει και από την άλλη, με ομαλό τρόπο κατεβάζει το επίπεδο των λαών που βρίσκονται στις ανώτερες ή μεσαίες βαθμίδες της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής πυραμίδας. Αν καταφέρει να εξισορροπήσει την κατάσταση χωρίς απώλειες, ίσως περάσουμε έναν μακρύ μεσαίωνα υψηλής τεχνολογίας, η οποία θα γιγαντώνεται με βασικό σκοπό την παγίωση αυτής της κατάστασης.
    Η απληστία και ο ανταγωνισμός των χωρών που βρίσκονται στα ανώτατα επίπεδα της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας και το χρηματιστηριακό κεφάλαιο που στηρίζεται σε ιδεατές αξίες αφού το χρήμα δεν είναι παρά τυπωμένα χαρτιά, που η αξία τους είναι συμβατική ή επιβάλλεται με τη βία. Ο ανταγωνισμός λοιπόν αυτών των τεχνολογικά απεπτυγμένων χωρών, δε μπορεί παρά να οξύνει τις σχέσεις τους. Δεν είναι εύκολο μια τεχνολογικά ανεπτυγμένη και ισχυρή στρατιωτικά χώρα, να δεχτεί αμαχητί έναν τέτοιου είδους υποβιβασμό. Ο αναταγωνισμός αυτός μπορεί να φέρει σε δύσκολη θέση τις τάξεις των εργαζομένων της χώρας που θα ηττηθεί. Εκεί μπορεί να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για επαναστατική αλλαγή. Οι στρατιές των ανέργων υψηλής και χαμηλής ειδίκευσης, μπορεί να συστήσουν φορέα εξέγερσης και ένοπλης αλλαγής. Ένοπλη αλλαγής, γιατί μόνον έτσι θα μπορούν να κρατήσουν την εξουσία κι ακόμα μετά τη νίκη, δεν θα πρέπει να αποχωριστούν τον οπλισμό τους, γιατί «ο λαός χωρίς όπλα δεν έχει τίποτα».
    Σε μια μεγάλη χώρα όπως η Αμερική, η Γερμανία, η Γαλλία κλπ. μπορεί μια επανάσταση να γίνει πραγματικότητα, αφού δεν είναι εύκολο να στραγγαλιστεί οικονομικά από τις τράπεζες ή στρατιωτικά απ’τον ιμπεριαλισμό.  Επειδή ο ιμπεριαλισμός θα φοβηθεί μια άμεση στρατιωτική επέμβαση αφού ένας μεγάλος πόλεμος σε μια χώρα που έχει καταρρεύσει ως ιμπεριαλιστική, πάντα θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάρρευση της ισορροπίας όλου του ιμπεριαλιστικού συστήματος.  Έτσι το παιγνίδι θα παιχτεί στο οικονομικό επίπεδο, αφού ο ιμπρεριαλισμός νοιώθει ότι αυτό είναι το στοιχείο του και μ’εκβιασμούς, εμπορικούς αποκλεισμούς και προπαγάντα θα περιμένει την επανάσταση να καταρρεύσει από μέσα. Αν οι επαναστάτες μπορέσουν να ορθώσουν αξιόπιστο κρατικό μηχανισμό και ν’αντέξουν, κι αν το παράδειγμά τους ακολουθήσει κι άλλη επανάσταση σ’άλλη μεγάλη χώρα, τότε μπορεί να ορθωθεί μια παγκόσμια αλλαγή, που θα στηριχθεί στη δικαιοσύνη και τον πολιτισμό, αποφεύγοντας τα λάθη της Παρισινής Κομμούνας, της Οκτωβριανής Επανάστασης και της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην Λαϊκή Κίνα.
     Αν μια οικονομική αναταραχή στη λεγόμενη «ζώνη του ευρώ», δεν αντιμετωπιστεί γρήγορα και με ανάλογους χειρισμούς, κάτω απ’τον ανταγωνισμό των «ανερχόμενων χωρών», των χωρών της ανατολής κι ειδικά της Κίνας, μπορεί να δημιουργήσει οικονομικό χάος, που μόνο με την κατάληψη της εξουσίας από επαναστατικές επιτροπές θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί. 
     Άσχετα αν αυτή η εξουσία μπορεί να είναι καθαρά επαναστατική ή ένα πραξικόπημα μιας «επαναστατικής χούντας», αυτό θα μπορούσε να εξελιχτεί σε μια λαϊκοδημοκρατική αλλαγή, αφού για να λειτουργήσει αυτή η κατάσταση, θα έχει ανάγκη τη λαϊκή συμμετοχή και την αυθόρμητη προσφορά των δραστήριων αυτόνομων λαϊκο-πολιτικών ομάδων δράσης που θα έχουν ήδη πάρει μέρος σε διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις.
    Αν κάτι τέτοιο γινόταν συγχρόνως σε δυο ή τρείς χώρες της Κεντρικής Ευρώπης με βασικό άξονα τη Γερμανία και τη Γαλλία, η επιτυχία θα ήταν σχεδόν βέβαιη. Τότε θα βλέπαμε η Γερμανία του Μαρξ να αναδύεται πάλι, σαν ο πιθανός φορέας της σοσιαλιστικής επανάστασης που θα παρέσυρε όλη την Ευρώπη. Μια Ευρώπη αποκλεισμένη απ’την αγορά και τους φυσικούς πόρους, θα μπορούσε να πάρει το φυσικό της δρόμο που θα ήταν ένας σοσιαλισμός εξ ανάγκης για να αποφευχθεί η κοινωνική κατάρρευση και εξαθλίωση. Αν οι παραγωγικές διαδικασίες σ’ αυτό το σοσιαλιστικό σχήμα περνούσαν στη εξουσία επιτροπών των εργαζομένων, τότε θα ήταν δυνατή μια ειρηνική επαναστατική αλλαγή.

Η Ευρώπη έχει επαναστατική πείρα και παράδοση, επίσης έχει υψηλή τεχνολογική ανάπτυξη, ακόμα υπάρχουν χώρες που θά’θελαν ανταλλαγή τεχνολογίας με πρώτες ύλες (οι μουσουλμανικές) και τέλος θα μπορούσε να εκμεταλευτεί τον ανταγωνισμό Κίνας-Ρωσίας-Ιαπωνίας-Δύσης.  Τον ανταγωνισμό σωβινισμού-χρηματιστηρίου,  κεφαλαιούχων του υπανάπτυχτου κόσμου και του ιμπεριαλισμού, τον ανταγωνισμό ΗΠΑ με τις άλλες ιπεριαλιστικές χώρες που θα επιδιώκουν την κορυφή κλπ.

     Ο Ευρωπαίος:
Α. Έχει τη μεγαλύτερη δημοκρατική πείρα στο σύγχρονο κόσμο.
Β. Έχει τη μεγαλύτερη επαναστατική πείρα στο σύγχρονο κόσμο.
Γ. Έχει το υψηλότερο τεχνολογικό επίπεδο.
Δ. Έχει μάθει σε υψηλό επίπεδο διαβίωσης και δεν θα αποδεχτεί επίπεδο τριτοκοσμικό
Ε. Έχει ανώτερο πολιτιστικό, αισθητικό και πολιτικό επίπεδο.
Ζ. Έχει υπερηφάνεια και καλλιέργεια τέτοια, που να μη δεχτεί να βάλει το κουστούμι που του έχει ετοιμάσει ο ιμπεριαλισμός.
Η Ευρώπη αναδύεται ξανά σαν ελπίδα του κόσμου.
Η Ευρώπη «θα ανατείλει κόκκινη».

Όμως πέρα απ’όλα όσα επιγραμματικά αναφέραμε πρέπει να τονιστεί πως απώτερο καθήκον του σοσιαλισμού δεν είναι απλά η ισονομία ή η δικαιοσύνη. Αυτά έχουν προταθεί κι από άλλα κοινωνικά συστήματα ή φιλοσοφικές θεωρείες, μια που «το τί είναι δίκαιο», είναι πολυδιάστατο και όχι απόλυτο.  Η ισονομία και η δικαιοσύνη είναι μια σκάλα που ανεβάζει το Ον σε άλλο υψηλότερο αισθητικό επίπεδο όπου ο άνθρωπος κοινωνώντας του τραγικού «ορθώνεται μπρος στον ισχυρό και γέρνει μπρος τον αδύνατο».  Το ουσιαστικότερο στοιχείο του τραγικού είναι η αυτοθυσία και ο πολιτισμός πρέπει ξανά να πατήσει εκεί για να μπορέσει να δώσει καρπούς.
    Ο σοσιαλισμός πέρα από όλα αυτά, μέσα από τη σοσιαλιστική παιδία που είναι η κοινωνία του τραγικού, θέλει να οδηγήσει τον άνθρωπο σε μια Νέα υπερβατική ποιότητα. Το Νέο άνθρωπο το Σοσιαλιστικό Άνθρωπο.
    Το πρόβλημα λοιπόν που δημιουργήθηκε στον λεγόμενο υπαρκτό σοσιαλισμό, ήταν πως δεν έλαβε αρκετά υπόψιν τη σωστή ανέλιξη του πολιτισμικού επιπέδου της κοινωνίας και οι επίγονοι της επανάστασης δε συνέχισαν το ασκητικό έργο των επαναστατών. Δε μπορεί ποτέ στην επανάσταση ηγετικά στελέχη ν’απολαμβάνουν αγαθά που δεν απολαμβάνει ο λαός και ειδικά τα αδύναμα μέλη της κοινωνίας.

Αν ο σοσιαλισμός σκοπεύει μόνον στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατωτέρων στρωμάτων, με την επιτυχία αυτού του σκοπού, χωρίς άνοδο της σοσιαλιστικής κουλτούρας μπαίνει στο φαύλο κύκλο του καταναλωτισμού. Ο καταναλωτισμός είναι ο τάφος του πολιτισμού, ο τάφος του σοσιαλισμού και ο τάφος κάθε ανθρωπιστικής ποιότητας. Ο καταναλωτής συνεχώς θέλει ότι φαντάζεται πως δεν έχει· θέλει με την κατανάλωση να καλύψη το κενό της ανθρωπιάς που γεννά ο ίδιος ο καταναλωτισμός.
     Αν η επανάσταση θέλει να αλλάξει τον κόσμο και όχι μόνο να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής των κατωτέρων στρωμάτων, πρέπει να ξεκινήσει πάλι απ’τις πηγές του πολιτισμού, να τις ξαναεπεξεργαστεί, να τις ανανεώσει και να τις εντάξει μέσα στην κοινωνική παιδεία της επανάστασης. Οι ρίζες του πολιτισμού μας είναι το τραγικό πνεύμα μέσα στο οποίο γεννήθηκε η Διαλεκτική σκέψη και το εκπροσωπευτικό πολίτευμα.  Λοιπόν η βάση του τραγικού πνεύματος είναι η λατρεία της φύσης, δηλαδή ο Παγανισμός. Με τα σύγχρονα δεδομένα ο παγανισμός είναι η επιστημονικότητα ως τέχνη υπερβατική κι η τραγικότητα ως αίσθηση αυτοθυσίας για το κοινωνικό σύνολο.
   Ο σοσιαλιστικός άνθρωπος βάζει πάντα το καλό του συνόλου πάνω από το καλό του ατόμου και ειδικά του εγώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου