Σάββατο 23 Μαΐου 2015

TRACTATUS LOGICO-PHILOSOPHICUS― L. WITTGENSTEIN ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΒΑΘΡΟΥ

TRACTATUS LOGICO-PHILOSOPHICUS― L. WITTGENSTEIN
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΒΑΘΡΟΥ
                  ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ

Το υπό κρίσιν κείμενο παρουσιάζεται με τα παρόντα στοιχεία. Οι δικές μου παρατηρήσεις με τα παρόντα στοιχεία και οι τονισμένες με τα παρόντα.

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ:
ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΥΤΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ Γ. ΒΑΜΒΑΛΗ, Θ. ΚΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ Ζ. ΛΩΡΕΝΤΖΑΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ  ΕΡΕΥΝΩΝ «ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ»  ΤΕΥΧΟΣ 21  ΜΑΡΤΙΟΣ 1978. ΚΑΙ ΩΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΤΙΚΟ ΒΟΉΘΗΜΑ, ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ  D.F.PEARS & B.F. MC GUINNESS.ΕΚΔ. ROUTLEDGE & KEGAN PAUL, LONDON 1963.

ΩΣ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ, ΠΑΡΑΚΑΜΠΤΩ ΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΟ ΤΟΥ Ζ. ΛΟΡΕΝΖΑΤΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΕΧΩ ΜΙΑ, ΟΣΟΝ ΕΠΙΤΡΕΠΟΥΝ ΟΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ, ΑΜΕΣΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ, ΤΟ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΟ ΘΑ ΑΝΑΓNΩΣΩ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ

«Η σωστή μέθοδος της φιλοσοφίας θα ήταν στην πραγματικότητα αυτή: Να μη λέμε τίποτα εκτός από αυτό που μπορεί να ειπωθεί, δηλαδή προτάσεις των φυσικών επιστημών, κάτι που δεν έχει να κάνει με τη φιλοσοφία·  και κάθε φορά που κάποιος θα έλεγε κάτι  μεταφυσικό να του αποδεικνύουμε ότι άφησε σημεία σε ορισμένες προτάσεις χωρίς να τους δώσει νόημα. . .Και αυτή είναι αυστηρά η μόνη σωστή μέθοδος φιλοσοφίας».
                                                          6.53 TRACTATUS LOGICOPHILOSOPHICUS

―Στην κριτική ανάγνωση της οντολογικής διάστασης αυτού του έργου προτίθεμαι ν’ακολουθήσω την προτροπή αυτή του συγγραφέα―.
Ο συγγραφέας προτίθεται να περιορίζει τη μέθοδο της φιλοσοφίας στο λέγειν και να ορίσει το λέγειν μέσα στα όρια των επιστημονικών προτάσεων. Έτσι λοιπόν, μολονότι φιλοσοφεί, συγχρόνως αρνείται την αξία της φιλοσοφίας πέραν του λέγειν επιστημονικών προτάσεων και μας προετοιμάζει για μια φιλοσοφία διαφορετική απ’αυτή που ασκείτο ως τώρα. (Μια φιλοσοφία που δεν έχει να κάνει με φιλοσοφία αλλά με προτάσεις φυσικών επιστημών). Και συμβαίνει το εξής παράδοξο: μολονότι μας προετοιμάζει για μιαν άλλη προσέγγιση στη φιλοσοφία, εμφατικά λογικο-γλωσσική, παρακάμπτει το ακανθώδες περί τη φιλοσοφία ερώτημα, δηλαδή «τι λογική θα προτιμήσει και γιατί;». Συμβαίνει επίσης το εξής: μολονότι ο συγγραφέας μας βλέπει το θέμα της φιλοσοφίας στην αρχαιότερή του μορφή, νομίζει ότι η ματιά του είναι νέα.
     Οι αρχαίοι βάρδοι της φιλοσοφίας, μιας εξαρχής έθεσαν το θέμα που πραγματεύεται ο συγγραφέας μας ξεκινώντας απ’το ερώτημα «ποια λογική και ποια γλώσσα μπορεί να περιγράψει τον κόσμο καλύτερα» και στη συνέχεια, μέσα στα πλαίσια αυτού του τρόπου σκέψης, ανέπτυξαν παράλληλα την Ηθική και την Πολιτική Σκέψη, οι οποίες μολονότι σήμερα θεωρούνται από κάποιους ξέχωρες επιστήμες, είναι ακόμα σύμφυτες με τη φιλοσοφία.     Ακόμα, μολονότι θα τονίσει στην επόμενη σελίδα της εργασίας του, ότι το έργο του δεν έχει σκοπό να διδάξει, μας διδάσκει μιαν αόριστη «Λογική της Γλώσσας», χωρίς αναφορά στη Λογική που επιλέγει.   Και αφού τονίζει ότι η λογική της γλώσσας είναι προτάσεις της φυσικής, (θα μας διδάξει κι επιστήμη) και ίσως τους επιστήμονες «Λογική της επιστήμης μέσω της Γλώσσας».
       Κοντολογίς χτυπά τα τύμπανα της αλαζονείας κραυγάζοντας ότι οι φιλόσοφοι μέχρις αυτόν δεν φιλοσόφησαν, ούτε οι επιστήμονες αληθινά υπήρξαν επιστήμονες, αφού το Λέγειν τους, που φυσικά ως Λέγειν πρέπει να είναι συνυφασμένο με το Νοείν τους, δεν συνοδοιπορούσε απόλυτα μέσα στη ορθή «Λογική της Γλώσσας».  Θα διδάξει αυτό που για φιλοσόφους κι επιστήμονες είναι άγνωστο. 
      Ας κτυπήσουν λοιπόν οι καμπάνες χαρμόσυνα αφού: Ένας νέος κόσμος γεννάται στην επιστήμη και στην φιλοσοφία ο Μετα-Βιντγκενστάνιος κόσμος.

Οι προτάσεις των επιστημών κι η μεταφυσική.

Βάση της μεταφυσικής θεωρείτο η Πλατωνική "κοινωνία του ανθρώπου με τον κόσμο των Ιδεών", ως “εκ των προτέρων συγκριτικές λογικές αντιστοιχίες του Όντος”, η οποία κατάγεται από την πρόταση του Παρμενίδη για την καταγραφή του Νοείν και του Λέγειν μέσα στο Είναι. Ο Καντ τις προτάσεις αυτές  μετέτρεψε στην “εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα του Όντος και τις κρίσεις που απορρέουν απ'αυτήν”, δηλαδή αποφάνσεις χωρίς εμπειρικό βάρος ή αποφάνσεις και κρίσεις που απορρέουν εμπειρικά άμεσα απ'αυτές. Μπορούμε να αναρωτηθούμε όμως: ποια επιστημονική προσέγγιση για τον κόσμο είναι ολοκάθαρα προεμπειρική, αφού αυτό που θεωρείτο επιστημονικότητα της Μεταφυσικής από τον Καντ και μετά, λόγω άγνοιας, ήταν μια απόλυτα φυσική λειτουργία. Δηλαδή η «εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα του ανθρώπου», σήμερα θεωρείται «εκ των πρoτέρων κωδική κληρονομική εμπειρική συσσώρευση ως αποτέλεσμα της καταγραφής του παγκοσμίου γίγνεσθαι στο ανθρώπινο DNA». 
       Μολονότι όμως η εμπειρία είναι ό,τι διαθέτουμε για τη γνώση, δεν μπορούμε να λέμε ότι είναι απόλυτα αδιάψευστη. Αφού η εμπειρία μας δεν περιέχει πάντα όλα τα στοιχεία μιας κατάστασης, ούτε η γνωστική μας δυνατότητα είναι πάντα στο ανάλογο κριτικό της επίπεδο, έτσι που όταν θεωρούμε τα συμπεράσματά μας ως απόλυτα ακριβή απατώμεθα. Μολαταύτα εμείς μέσω του κληρονομικού μας γνωστικού μηχανισμού, συνάγουμε συμπεράσματα τελεσίδικα κι «άκρως επιστημονικά» τα οποία με την εξέλιξη της αποκάλυψης των «δυνατοτήτων του εκ των προτέρων γνωστικού μηχανισμού μας» και τη βελτίωσή του, δηλαδή με την καλύτερη κριτική προσέγγιση στα εμπειρικά δεδομένα, οι επιστημονικές μας γνώσεις ανατρέπονται και διορθώνονται, μολονότι είχαν θεωρηθεί τελεσίδικες.  Αυτό σημαίνει ότι η σχέση παρατήρησης-εμπειρίας-λογικής-συμπεράσματος, είναι επάνω σε μια νεφελώδη ή σε όχι τόσο στέρεα βάση ακόμα. Επίσης ακολουθούμε μια “λαθεμένη” λογική προσέγγιση που είναι ο Ορθολογισμός.  Η λογική αυτή μπορεί να λειτουργεί στις σχέσεις της νευτώνειας αντικειμενικότητας άριστα, αλλά όταν οι ερευνούμενες καταστάσεις ξεπερνούν την καθημερινότητα όντας στα όρια του πολύ μεγάλου και του πολύ μικρού, παρουσιάζουν έλλειμμα αξιοπιστίας. Ο ντετερμινισμός κι η ορθολογική αντικειμενικότητα αμφισβητούνται βίαια από την κβαντική επιστήμη και ήπια από την θεωρία της σχετικότητας. Έτσι αναδύεται στο επιστημονικό προσκήνιο ξανά η Διαλεκτική. Γι’αυτό το λόγο κι επειδή ο Wittgenstein θέλει η φιλοσοφία να είναι προτάσεις φυσικών επιστημών και θέλοντας ανυποψίαστα, να είναι απόλυτα σαφής, ως ορθολογιστής δεν μπορεί παρά να υπολείπεται στη λογική προσέγγιση. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί και προτίθεται να μας διδάξει, θα έχει πάντα μέσα της στοιχεία ασάφειας και αναντιστοιχίας με το παγκόσμιο γίγνεσθαι και την επιστήμη. Επίσης δεν μπορεί να μιλά για «προτάσεις της επιστήμης» ως σαφείς και τελεσίδικες, αφού ό,τι γνωρίζαμε ως επιστήμη, η σύγχρονη έρευνα, τις θεωρεί πρωτόγονες στατικές προσεγγίσεις, σ’ένα κόσμο που αλλάζει βίαια και γρήγορα (Ηράκλειτος).
       Υπάρχουν όμως μέρη του έργου τα οποία κάνουν κάποια διευκρινιστικά βήματα σε μια μαθηματική γλώσσα συναρτήσεων. Εκεί εγώ δεν είμαι σε θέση να κρίνω ούτε αν οι προτάσεις του είναι νέες, ούτε αν προσθέτουν κάτι στο λογικο-γλωσσικό σύστημα που προϋπάρχει, όμως αυτό το απλοϊκό οντολογικό μέρος του έργου, μόνο ζημιά μπορεί να κάνει.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

«Το βιβλίο αυτό θα καταλάβει ίσως μόνον όποιος έχει κιόλας κάνει ο ίδιος τις σκέψεις που εκφράζονται σ’αυτό, τουλάχιστον παρόμοιες σκέψεις. Δεν πρόκειται λοιπόν για διδακτικό βιβλίο. Σκοπός του είναι να προσφέρει ευχαρίστηση σ’ αυτόν που θα το καταλάβει. Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται τα προβλήματα της φιλοσοφίας και δείχνει -όπως πιστεύω-, πως αυτά δημιουργήθηκαν από την παρανόηση της λογικής της γλώσσας μας.  Όλο το νόημα του βιβλίου, θα μπορούσε να συνοψιστεί περίπου με τα ακόλουθα λόγια:  Ό,τι μπορεί γενικά να ειπωθεί, μπορεί να ειπωθεί με σαφήνεια και για όσα δεν μπορεί να μιλά κάποιος,  πρέπει να σωπαίνει».

Υπάρχουν πάρα πολλά που δεν μπορούν να ειπωθούν μ’απόλυτη σαφήνεια, ίσως τα περισσότερα, αλλά εγώ τουλάχιστον είμαι πεπεισμένος ότι τίποτα δεν μπορεί να λεχθεί με απόλυτη σαφήνεια. Γιατί όπως λέει και Ηράκλειτος, που αναμφισβήτητα ήταν σοφός, «όλα αλλάζουν γρήγορα και βίαια, καταλύονται-συντιθέμενα, Είναι-ΜηΌντας».  Αλλά κι αν ακόμα δεχτούμε μιαν απόλυτη δυνατότητα σαφήνειας του Λέγειν, τότε δεν θα χρειαζόταν «για να καταλάβει κάτι προτεινόμενο κάποιος, να έχει κάνει γι’αυτό τουλάχιστον παραπλήσιες σκέψεις από πριν».  Η σαφήνεια της γλώσσας του τότε δε θα ήταν επαρκώς σαφής, για να χρειάζεται και κάτι άλλο για να γίνει απόλυτα κατανοητή.
      Όμως δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι: αν για να μιλάμε ο λόγος μας θα έπρεπε να είναι απόλυτα σαφής, δεν θα υπήρχε το πρόσχημα της συζήτησης για να καταλήξουμε σε κάτι νέο κι άγνωστο, και έτσι δεν θα έπρεπε να μιλάμε καθόλου, αφού μια προσέγγιση στο νέο πάντα περιέχει ένα μικρό στοιχείο ασάφειας.  Επίσης όλα τα σαφέστατα λεγόμενα θα έπρεπε να είναι πρώτα απ’όλα απόλυτα γνωστά, απόλυτα αληθινά και μη αναιρέσιμα.  Τότε αποκλείοντας το λέγειν από κάθε δυναμική του Είναι, θα ήμασταν πάμπτωχοι, γιατί η μικρή ασάφεια στο λέγειν προϋποθέτει καταστάσεις εν τω γίγνεσθαι, ενώ το αντίθετο, έναν τετελεσμένο και κλειστό κόσμο.

Η φράση «παρανόηση της Λογικής της Γλώσσας» αυτοκαταρρέει, αφού το Λέγειν εκφερόμενο, προϋποτίθεται ότι έχει λογική συγκρότηση. Ο Λόγος δε μπορεί παρά να είναι σύμφυτος με τη Λογική και έτσι η αναζήτηση της «Λογικής της Γλώσσας», μοιάζει σαν αναζήτηση της «λογικής μέσα στη Λογική». Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση του ανοήτου, που ενώ κοινωνεί όλων αυτών έχοντας πληροφόρηση δεδομένων σαφέστατη, τα συμπεράσματά του δεν είναι σωστά· ή ακόμα η περίπτωση του πιστού σε ότι δε μπορεί να αποδειχθεί, αλλά αυτά δεν είναι ο κανόνας για να μας απασχολεί.
     Οι ευρωπαίοι, άνθρωποι πρακτικοί ακριβείς και λεπτολόγοι, ώθησαν την επιστήμη πολύ μακριά, όταν όμως ασχολήθηκαν με την φιλοσοφία και μάλιστα ως ιδεαλιστές, θέλοντας να την «επιστημονικοποιήσουν», τρελαίνονται: στις ιδέες ζητάνε έναν ιδεαλισμό ανώτατο, πέραν των ιδεών, ενώ στη λογική, όπως ο συγγραφέας μας, αναζητούν κάτι ακόμα βαθύτερο: μια Λογική μέσ’την ίδια τη Λογική. Κι ενώ η λογική μπορεί να φανεί μόνο μέσα στη γλώσσα, αυτός ψάχνει για κάτι ειδικότερο μέσα στην ίδια τη γλώσσα, μια ξεχωριστή «ειδική λογική της γλώσσας».
    Το ανθρώπινο ον είναι σύμφυτο με Λογική και Λόγο. Ήδη απ’τα σπήλαια και το μετέπειτα εξελικτικό του γίγνεσθαι, ο ίδιος ο Άνθρωπος έγινε μια λογικο-ιδεο-ομιλητική «μηχανή», που με την ανάλογη παιδεία πάνω σε κάθε πραγματεία, εξειδικεύεται στο χειρισμό των αναλόγων εμπειρικών δεδομένων.  Έτσι η έκφραση «λογική της γλώσσας» είναι ένας εμφατικός τρόπος να λέμε «η λογική της Λογικής».  Αυτό όμως είναι καταχρηστικό, αφού ούτε λογική χωρίς γλώσσα υπάρχει, ούτε γλώσσα χωρίς λογική υπάρχει.  Κι αυτό βέβαια ήταν γνωστό από τη χαραυγή της φιλοσοφίας αφού και ο Παρμενίδης συνδέει τον Λόγο με το Νοείν και το Είναι αλλά και ο Ηράκλειτος πρότεινε τον Λόγο, ως αντιφατική λογικο-γλωσσική σύνταξη του παγκοσμίου γίγνεσθαι και των όντων μέσα του.
     Όταν κάποιος προτείνει κάτι σε μια συζήτηση, έχει τουλάχιστον καθήκον, αν δεν έχει αποδείξεις, να προτείνει κι έναν τρόπο που η πρότασή του είναι λογικά δυνατή.  Ο συγγραφέας λοιπόν για να είναι σχετικά σαφής σε μια ΛογικοΦιλοσοφική Πραγματεία, θα πρέπει πρώτα να ορίσει το λογικό πλαίσιο που σκοπεύει να κινηθεί.  Δηλαδή να απαντήσει στο ερώτημα «πως θεωρεί ότι η Νόηση είναι δυνατή» και με ποιό είδος λογικής θα μπορούσε να περιγράψει ορθά τον κόσμο και να εκφέρει τις σκέψεις του, (ορθολογικά ή διαλεκτικά).

Από αρχαιοτάτων χρόνων είχε τεθεί το ερώτημα «πως η νόηση είναι δυνατή». Οι Ιουδαίοι έδωσαν μιαν απάντηση που μέσω του χριστιανισμού, διαδόθηκε γεννώντας το Μεσαίωνα.  Ήταν απλή και δε δεχόταν αντιρρήσεις: «ο θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’εικόνα και ομοίωσή του»· κι απ’ότι γνωρίζω οι αρχαίοι Έλληνες έδωσαν σ’αυτό το ερώτημα τουλάχιστον δυο απαντήσεις:
Α.  Ο Ηράκλειτος, έχοντας αποδεχθεί τη «Θεωρία της Εξέλιξης των Όντων» του Αναξίμανδρου, πρότεινε την κοινωνία της ανθρώπινης ψυχής με τον απειροστικά βαθύ Λόγο που θεωρούσε αποτέλεσμα του κοσμικού γίγνεσθαι. Απ’τα αποσπάσματά του συνάγουμε ότι το «Είναι», το «Νοείν» και το «Λέγειν», συμπίπτοντας στο Λόγο, περιέχονται στην ανθρώπινη ψυχή·  έτσι που ο Λόγος είναι η Διαλεκτική ως Ουσία  και Λέγειν, δηλαδή το Γίγνεσθαι ως Ουσία και «όπως αυτό μπορεί λέγεται». Αυτό σημαίνει ότι ο Λόγος που προτείνει είναι η ενότητα του Είναι, της Λογικής και της  Γλώσσας.  Επειδή, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, το Είναι έχει φύση αντιφατική,  γι’αυτό όργανο της Νόησης είναι το Αντιφατικό Λέγειν, η Διαλεκτική. (η γλώσσα  όπως τη «φθέγγεται» ο Ηράκλειτος στα αποσπάσματά του).
Β.  Ο Παρμενίδης, συνεχίζοντας την ορθολογική παράδοση του Ξενοφάνη, δέχεται ως αυταπόδειχτο, ότι μόνο το Εόν (το Είναι) υπάρχει, ενώ ότι το «Μη-Είναι» δεν υπάρχει. Έτσι προτείνει ότι στο σύμπαν, επειδή μόνον Είναι, είναι τετελεσμένο και πεπερασμένο.  Γι’αυτό το Γίγνεσθαι που η αλήθεια του είναι φαινομενική, μπορεί  να ακολουθεί το δρόμο της διαλεκτικής που είναι απατηλός.  Αν όμως ο άνθρωπος θέλει το δρόμο της ολοκάθαρης αλήθειας, πρέπει ν’απορρίψει τελείως το Μη-Είναι· και επειδή  ο κόσμος, σύμφωνα με τον Παρμενίδη, είναι κλειστό σύστημα και αφού μόνο το «Είναι» υπάρχει, το Είναι, το Νοείν και το Λέγειν, τα οποία εξ’ανάγκης περιλαμβάνονται μέσα στο Είναι, πρέπει να συμπέσουν. 
      Για τον Παρμενίδη αν θέλουμε να σκεφτόμαστε σωστά, δηλαδή να έχουμε ένα όργανο λογικής που να οδηγεί τη νόηση και το λέγειν με βεβαιότητα από τα γνωστά στα άγνωστα, αυτό είναι ο Ορθολογισμός.  Αυτός σε κάθε βήμα του απορρίπτει κάθε στοιχείο που «Είναι-Μη Όντας», δηλαδή την αντίφαση, επειδή περιέχει μέσα της το Μη-Είναι, το οποίο όπως οφείλει δεν μπορεί να υπάρξει. 
      Σύμφωνα με τους Παρμενίδη και Ηράκλειτο, η Λογική είναι σύμφυτη με το Είναι και τη Γλώσσα κι αν ο διανοητής ακολουθήσει σωστά τους όρους τις λογικής που ο καθένας απ’αυτούς έχει προτείνει, (για τον Ηράκλειτος τη Διαλεκτική και για τον Παρμενίδη τον Ορθολογισμό), θα έχει ακριβή περιγραφή και συμπεράσματα για τον κόσμο.
        Επειδή λοιπόν ο Wittgenstein προτίθεται να πραγματευτεί λογικο-φιλοσοφικά θέ-ματα, έπρεπε να προτείνει πρώτα τη λογική που θα χρησιμοποιήσει και το λόγο που θα το κάνει, γιατί αυτό θα βοηθούσε τον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα τις οντολογικές ρίζες της πραγματείας του.
     Αν αυτή η πραγματεία προϋποθέτει, ότι η γλώσσα που θα χρησιμοποιήσει υστερεί στη λογικο-γραμματική σύνταξη, δηλαδή αν η σχέση λογικής και γλώσσας είναι ασύμμετρη για ιστορικούς και εξελικτικούς λόγους και η λογική του προτίμηση είναι ο ορθολογισμός, μπορεί να αποτανθεί στη γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, με τον τρόπο που οργανώθηκε από τους γραμματικούς της Ελληνιστικής εποχής.  Η ουσία της εργασίας αυτών των διανοητών ήταν η οργάνωση της γλώσσας ως αλάθητο εργαλείο έκφρασης νοημάτων και παραγωγής ακριβών συλλογισμών.  Αν αντίθετα προτιμά τη Διαλεκτική ως Λογική, τότε μπορεί να μπει στο λαβύρινθο του Ηρακλειτικού Λόγου, που μέσα στη φαινομενική ασάφειά του, είναι πιο σαφής από τον Ορθολογικό Λόγο.  Ακόμα αν ο σκοπός του είναι άλλος, δηλαδή η συμβολή του στη μαθηματική τυπική γλώσσα των νεοθετικιστών της εποχής του, δεν θα έπρεπε ν’ανακατέψει στην προσπάθειά του την πρωτόγονη κι ανακόλουθη οντολογία που προτείνει.   Η οντολογία του έργου, παραπατά μεταξύ αντικειμενικού και υποκειμενικού ιδεαλισμού και νεοθετικισμού μη όντας σαφώς καμιά. Το μόνο που οντολογικά προσπαθεί να επιβεβαιώσει είν'ένας πρωτόγονος ντετερμινισμός.
      Εδώ έχουμε έναν συγγραφέα που ενώ μας βεβαιώνει ότι δε σκοπεύει να μας διδάξει, κάνει ακριβώς τ’αντίθετο διδάσκοντάς μας λογική και γραμματική με έναν αδόκιμο τρόπο. Δηλαδή λογική χωρίς Λογική και γραμματική χωρίς Γραμματική.
     Οι βάρδοι Ηράκλειτος και Παρμενίδης, όρισαν μιας εξ’αρχής τους όρους της λογικής τους και τους λογικούς μηχανισμούς σύνταξης της γλώσσας τους. Ας δούμε τώρα πως ο Wittgenstein θα αναπληρώσει τα υποτιθέμενα κενά της λογικο-φιλοσοφικής γλωσσικής τους συμπεριφοράς εκφέροντας το Νέο. 
     Άραγε αν τα «άλυτα προβλήματα της φιλοσοφίας» που είχαν γεννηθεί «από την παρανόηση της λογικής της γλώσσας», είχαν λυθεί απο κάποιον Wittgenstein, πριν τους Ηρακλειτο, Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Καντ, Χέγκελ κλπ αυτοί δεν θα χρειαζόταν να φιλοσοφήσουν;
        «Όσο πιο άδειο το πιθάρι τόσο πιο βαθύ και σοβαρό ήχο κάνει». Λάο-Τσε.

Οι ευρωπαίοι δε θα πρέπει να είναι τόσο σοβινιστές ούτε να ντρέπονται που γλώσσες τους είναι ασύμμετρες με τη λογική. Αυτοί ενώ πέτυχαν πάρα πολλά στο πολιτισμό, (αντί να «ανακαλύψουν» την ψηλότερη κορυφή των Ιμαλαΐων με τους «ανώνυμους ιθαγενείς» οδηγούς δίνοντάς της το όνομα Έβερεστ, ενώ είχε πριν όνομα), ας πάρουν την ελληνιστική γλώσσα, (την Κοινή), και ας την χρησιμοποιούν στην ρητορική της επιστήμης και του κοινωνικού γίγνεσθαι, ώστε να μην έχουν προβλήματα σαφήνειας κι έτσι να μη χρειάζεται ο Σοφός μας «να ξανανοίγει νέους δρόμους», εκεί που προϋπήρχαν.

«Έτσι η προσφορά αυτού του βιβλίου είναι να βάλει ένα όριο στη σκέψη, ή μάλλον όχι στη σκέψη, αλλά  στην έκφραση των σκέψεων:  Γιατί για να βάλουμε όριο στη σκέψη,  πρέπει να μπορούμε να σκεφτούμε κι απ’τις δυο μεριές αυτού του ορίου (δηλαδή θα πρέπει να μπορούμε να σκεφτούμε αυτό που δε μπορεί κανείς να σκεφτεί).  Έτσι το όριο δεν μπορεί παρά να μπει μέσα στη γλώσσα και ό,τι βρίσκεται πέρα από αυτό το όριο θα είναι απλά α-νοησία.    Η αξία αυτής της εργασίας είναι δυο λογιών. Πρώτον ότι εκφράζει σκέψεις· και θα είναι τόσο μεγαλύτερη η αξία της, όσο καλύτερα έχουν εκφραστεί, όσο η εργασία αυτή πετυχαίνει ακριβέστερα το στόχο.  
      Έχω επίγνωση εδώ ότι έχω μείνει πολύ πίσω απ’ό,τι είναι δυνατόν να κατορθώσει κανείς.  Οι δυνάμεις μου είναι μικρές για το τελείωμα του έργου. Μακάρι να έλθουν άλλοι και να πράξουν καλύτερα. Παρόλα αυτά η αλήθεια των σκέψεων που εκφράζω εδώ, μου φαίνεται απρόσβλητη και οριστική.  Είμαι της γνώμης, πως  στα κύρια σημεία έχω λύσει οριστικά τα προβλήματα.  Και αν δε γελιέμαι σ’αυτό, τότε η αξία αυτής της εργασίας συνίσταται -δεύτερον-, ότι δείχνει το πόσα λίγα πετυχαίνουμε λύνοντας αυτά τα προβλήματα».

Το σχόλιο ότι η αξία της εργασίας του συνίσταται από τη μια στο ότι εκφράζει σκέψεις και από την άλλη ότι η αξία αυτή θα είναι τόσο μεγαλύτερη όσο καλύτερα εκφραστούν, είναι ρητορικό τέχνασμα. Σε όλα τα δοκίμια, σκέψεις προτείνονται με πρόθεση να εκφραστούν καλύτερα.

Άραγε πως θα μπορούσε να είναι λογικά δυνατό να μπει «το όριο της σκέψη μέσα στη γλώσσα»; Το όριο για το οποίο είναι τόσο υπερήφανος στηρίζοντας το νόημα της πραγματείας του, για να μπορεί να μπει, θα πρέπει να θέσει πρώτα τους όρους της όποιας λογικής θα χρησιμοποιήσει, γιατί μόνον έτσι μπορεί να οριστεί που θα μπει αυτό το όριο.
     Έτσι η αποδοχή ορίων της λογικής μέσα στη γλώσσα, προϋποθέτει την αποδοχή του κόσμου, ως Παρμενίδειο κλειστό και τετελεσμένο σύστημα, όπου το Είναι περιέχεται στο Νοείν και το Νοείν στη Γλώσσα: Κάθε κλειστό και τετελεσμένο οντολογικό λογικογλωσσικό σύστημα συνίσταται από μιαν, άσχετα πόσο μεγάλη, σειρά, εσχάτων, αναλλοίωτων αντικειμενικών ορθολογικών όρων λειτουργίας, οι οποίοι προϋποθέτουν μια τετελεσμένη και προκαθορισμένη σειρά ορίων του τέλους. Αυτά τα όρια που τελικά είναι γλωσσικά παίγνια, παίζουν ρόλο προτύπων, τα οποία απ’τη στιγμή που ετέθησαν οι όροι του τετελεσμένου λογικο-γλωσσικού συστήματος, είναι εκ των προτέρων εκεί, περιμένοντας την σειρά τους να παιχτούν απ’τη λειτουργία του συστήματος, το οποίο λειτουργώντας από μια στιγμή και μετά θα επαναλαμβάνει τα ίδια όρια του τέλους. Αυτά τα λογικογλωσσικά όρια, που μπορούν να ονομαστούν «συνθετικά πρότυπα του τέλους» και να γίνουν αποδεκτά ως Ιδέες, που βρίσκονται εκεί, πριν, μαζί και μετά τα πράγματα.  Από αυτό συνάγουμε ότι η αποδοχή «εσχάτων και αναλλοίωτων ορίων στην έκφραση της σκέψης μέσα στη γλώσσα ως καθομιλουμένη ή ως τυπική μαθηματικών συναρτήσεων», τελικά εκτροχιάζει τον συγγραφέα σε θέσεις που ο ίδιος απαξιώνει, δηλαδή μεταφυσικές.
     Αντίθετα η αποδοχή των γλωσσικών ορίων μέσ’τη Λογική, προϋποθέτει αποδοχή ενός κόσμου Ηρακλειτικού, όπου η Γλώσσα είναι το ίχνος από το πέρασμα του γίγνεσθαι της σχέσης Είναι, Λογικής και Πράξης. Έτσι συνίσταται το Γίγνεσθαι μιας συνεχούς ενότητας αλληλοδιάψευσης, αλληλοεπαλήθευσης κι αλληλοδιαμόρφωσης, Είναι, Λογικής, Πράξης και Γλώσσας.

Για να έχω ορίσει τις θέσεις μου ώστε να μην κρίνω τον συγγραφέα από αόριστη σκοτεινή και θολή σκοπιά, αλλά να κρίνομαι κιόλας, προτείνω μια νεοηρακλειτική άποψη, για τον τρόπο που η Νόηση, η Συνείδηση και η Αισθητική είναι λογικά δυνατά:  ―Αν ο άνθρωπος είναι αποτέλεσμα της παγκόσμιας εξέλιξης και όχι θεϊκής δημιουργίας, η δομή του κάθε συγκεκριμένη στιγμή, είναι μια κωδική καταγραφή του παγκόσμιου γίγνεσθαι, η οποία συνοψίζεται στο DNA του. Ο εγκέφαλός του είναι μια πυκνή κωδική καταγραφή εμπειρίας και δράσης συνιστώντας το γνωστικό κληρονομικό του μηχανισμό.
      Μπαίνοντας η εμπειρία στο γνωστικό μηχανισμό, τον αφυπνίζει θυμίζοντάς του αρχαίους δρόμους κι έτσι αποκωδικοποιείται-επανακωδικοποιούμενος σταδιακά, πιο σύνθετα και πιο δυναμικά.  Το αποκωδικοποιημένο και επανακωδικοποιημένο μέρος του εγκεφάλου είναι η Συνείδηση και η Λογική, ενώ το απύθμενο και μη αποκωδικοποιημένο ακόμα μέρος του, είναι η Αισθητική δηλαδή η Ενόραση, η Φαντασία και το Συναίσθημα.   Σύμφωνα μ’αυτή την οντολογική άποψη, μπορούμε να γνωρίζουμε  και  να νοούμε,  γιατί όλος ο κόσμος  είναι κωδικά γεγραμμένος μέσα μας (ή μπορούμε να λέμε ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε ένα ολοκληρωμένο πρόσωπο μιας καταγραφής του σύμπαντος και για τον λόγο αυτό η εμπειρία είναι γνωσιολογικά συμβατή με την νόησή μας, δηλαδή αληθινή και όχι απατηλή).
     Είναι φορές που ο άνθρωπος μη έχοντας αρκετά εμπειρικά δεδομένα για δράση ενσυνείδητη, παρακάμπτει τη συνείδηση κι αποφαίνεται ή δρα χωρίς επαρκές εμπειρικό βάρος, πατώντας στην αισθητική, την ενόραση και το συναίσθημα, αλλά και τη Λογική πλέον ως μια αφηρημένη λειτουργία που συνιστά “τη στάση ζωής του”.   Έτσι αυτό που ορίζει ο Καντ ως βάση της μεταφυσικής, δεν είναι άλλο από τον «εκ των πρoτέρων κληρονομικό γνωστικό μηχανισμό» του ανθρώπου, ο οποίος είναι συνυφασμένος με τη δομή και τη φύση του.  Η μεταφυσική λοιπόν με την καντιανή έννοια δεν μπορεί να υπάρξει αφού συμπίπτει με την ίδια τη φυσική λειτουργία των νοητικών καταβολών. Επειδή όμως στην εποχή του και πριν την αποκάλυψη του DNA, δεν γνωρίζαμε τις φυσικές ατραπούς που ακολουθεί η νόηση, τις είχαμε Ιδεοποιήσει.
     Η κληρονομική γνωστική μας δυνατότητα, που είναι το εξελικτικό γίγνεσθαι όπως είναι γεγραμμένο μέσα μας, μπορεί να γίνει αποδεκτό με δυο τρόπους οι οποίοι αντανακλούν δυο είδη σκέψης:
Α. Ο πρώτος αποδέχεται ότι κόσμος, το λογικογλωσσικό σύστημα που τον περιγράφει και ο γνωστικός μηχανισμός του ανθρώπου, συνίσταται από έσχατα κι αναλλοίωτα δομικά στοιχειώδη που αλληλεπιδρούν χωρίς να παραβιάζουν τα τελικά όρια μεταξύ τους. Τότε έχουμε ένα δυναμικό αντικειμενικό ορθολογικό λογικο-γλωσσικό σύστημα το οποίο είναι τετελεσμένο, πεπερασμένο, κλειστό και του οποίου το γίγνεσθαι είναι φαινομενικό.
Β. Ο δεύτερος αποδέχεται ότι ο κόσμος, το λογικογλωσσικό σύστημα που τον περιγράφει και ο γνωστικός μηχανισμός του ανθρώπου συνίσταται από αντιφατικά κι αυτοαναιρούμενα δομικά στοιχειώδη που αλληλεπιδρούν χωρίς ν’αφήνουν περιθώρια απαραβίαστα μεταξύ τους. Τότε έχουμε ένα αντιφατικό-διαλεκτικό λογικο-γλωσσικό σύστημα, άπειρο ανοικτό και του οποίου το γίγνεσθαι είναι αληθινό.
     Στην πρώτη περίπτωση (στον ορθολογισμό), η νόηση μπορεί να υπάρχει μέσα στα όρια της γλώσσας.  Στη δεύτερη, (τη διαλεκτική), η γλώσσα είναι το ίχνος από το πέρασμα της αμφίδρομης οριοθέτησης λογικής και πράξης.  Εκεί μολονότι η γλώσσα «θέλει» να στατικοποιήσει το ζωντανό γίγνεσθαι στα λεγόμενα, η διαλεκτική σχέση νόησης και πράξης «τραβά συνεχώς το χαλί κάτω απ’τα πόδια της» αναγκάζοντάς την ν’αλλάζει.
     Επειδή όμως είναι πολύ λίγα που μπορούν να λέγονται χωρίς μεταφυσικό ένδυμα, ο Ηράκλειτος είπε αυτά τα λίγα αυτοαναιρούμενα, «σπάζοντας όλα τ’απολιθωμένα κελύφη της ορθολογικής συνήθειας». Αληθινά η μόνη γλώσσα χωρίς μεταφυσικό ένδυμα, είναι η ίδια η πράξη που συμπίπτει με το παγκόσμιο γίγνεσθαι.  

Ήδη απ’τις διευκρινίσεις της εισαγωγής, ο πρωτοπόρος και ανατόμος της γλωσσικής σαφήνειας, προσπαθεί με σοβαρότητα να είναι ασαφής.
    Εμείς κατά τη διάρκεια της κριτικής ανάγνωσης των «αφορισμών» του, θα έχουμε κατά νου τα περί σαφήνειας λόγια του  και θα επισημαίνουμε  τις ασάφειές του, αξιολογώντας την κατά τη διακήρυξή του «επίγνωση, ότι τόσο οι σκέψεις, όσο κι οι λύσεις που προβάλλονται στο έργο του, είναι απρόσβλητες και οριστικές». Όμως η πρόθεσή μας σίγουρα είναι πολύ δύσκολη αφού η κριτική ενός τόσο ασαφούς και πολλές φορές ανακόλουθου οντολογικού κειμένου, οδηγεί και τον κριτικό αναγνώστη σε κριτική απόγνωση και λάθη.

ΤΟ ONTΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

1.         Ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν κάθε φορά.
1.1       Ο κόσμος είναι η ολότητα των γεγονότων, όχι των πραγμάτων.
1.11     Ο κόσμος καθορίζεται από τα γεγονότα κι από το πως όλα τους είναι γεγονότα.           
1.12     Γιατί η ολότητα των γεγονότων,  καθορίζει όλα όσα συμβαίνουν καθώς και όλα όσα 
            δεν συμβαίνουν την κάθε φορά.

Οι σκέψεις αυτές φιλοδοξούν να δημιουργήσουν ένα κοσμολογικό υπόβαθρο για τη συνέχεια της πραγματείας.  Εδώ εμείς κρίνοντας τη σαφήνεια και την οντολογική αξία αυτών των προτάσεων, θα αναρωτηθούμε αν αυτές είναι «προτάσεις φυσικών επιστημών» ή ένα έωλο κι ασαφές νοητικό ταξίδι μέσα σε μια πρωτόγονη και απλοϊκή μεταφυσική.

Στο 1. Αναρωτιέμαι τι θα πει «κάθε φορά». Εννοεί την κάθε χρονική στιγμή του παγκοσμίου γίγνεσθαι ή μια χρονική περίοδο, μιας κάποιας αόριστης τμήσης. Ακόμα όμως μια τέτοια διευκρίνιση για να γίνει σαφής θα πρέπει να οριστεί: η «κάθε φορά» ως προς τι.  Επίσης η λέξη «κόσμος» είναι ασαφής επιστημονικά αφού δεν έχει οριστεί αλλά βρισκόμαστε σε μια συνεχή αποκάλυψή του.
Ο κόσμος είναι ότι πιο κοντινό και πιο μακρινό σε μας κι όταν προσπαθούμε να ορίσουμε την έννοιά του με σαφήνεια, δίνουμε απαντήσεις που γεννούν περισσότερα ερωτήματα.  Όλος λοιπόν ο αφορισμός (1.) δεν μπορεί παρά να είναι έωλος και οπωσδήποτε όχι των φυσικών επιστημών.

Στο 1.1: α) με τη λέξη «ολότητα» δεν διευκρινίζει αν εννοεί Όλον ή Σύνολο. β) με τη λέξη «γεγονότα» αν εννοεί οντότητες ως αποτέλεσμα του γίγνεσθαι ή φαινομενικές καταστάσεις απλά υπάρχουσες.
 γ)  Πως εννοεί την έννοια «πράγματα» και γιατί τα αποκλείει απ’την ολότητα του κόσμου;
     Θα μπορούσε να ερμηνευτεί ο αποκλεισμός των πραγμάτων από την ολότητα του κόσμου μόνο μ’έναν ιδεαλιστικό τρόπο ο οποίος είναι και η βάση της οντολογικής μεταφυσικής:  Κατά τον Παρμενίδη, τον Χέγκελ, τον Καντ και ίσως τον Πλάτωνα, ο κόσμος ως γίγνεσθαι είναι φαινομενικός, ενώ τα πράγματα (ως καθαυτά), υπάρχουν έξω από το φαινομενικό γίγνεσθαι που είναι ο κόσμος.  Μολονότι τα «πράγματα» ως καθαυτά ή ως ιδέες είναι έξω από τον κόσμο, τον έχουν ως αποτέλεσμα. Ο Βιττγκενστάιν όμως δεν είναι σαφής σ’αυτό κι εμείς μόνον υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε ή να τον παρανοήσουμε.

Στο 1.11 με τη φράση «ο κόσμος καθορίζεται από τα γεγονότα», μας ξαφνιάζει αρνητικά. Σε ένα κείμενο που εκφράζεται με «αφορισμούς», οι λέξεις κι οι εκφράσεις έχουν μεγάλη βαρύτητα και δεν έχουν περιθώρια για ασάφειες.
    Όταν ορίζει ότι ο κόσμος είναι τα γεγονότα ή είναι η ολότητα των γεγονότων, περιμένουμε να διευκρινιστεί, πως εννοεί ότι ο κόσμος είναι αυτά. Αντ’αυτού αντιστρέφει την έννοια της πρότασης, μετατρέποντας το είναι σε καθορίζεται.  Αν «ο κόσμος καθορίζεται από τα γεγονότα και το πως είναι όλα τους γεγονότα», οι προτάσεις 1. και 1.1 είναι περιττές κι αόριστες δημιουργώντας σύγχυση.

Στο 1.12 εξηγεί: Γιατί η ολότητα των γεγονότων καθορίζει όλα όσα συμβαίνουν. Ξέρουμε όμως από το 1. ότι: «ο κόσμος είναι η ολότητα των γεγονότων» δηλαδή τελικά ο κόσμος καθορίζεται απ’τον κόσμο (ταυτολογία). Εδώ διαφαίνεται ότι τα γεγονότα είναι τα συμβάντα, σ’αντίθεση με τα πράγματα, τα οποία οι ιδεαλιστές δέχονται ότι, όντας καθαυτά, δεν είναι συμβάντα αλλά υπάρχουν πάντα. (Δηλαδή η ολότητα των συμβάντων καθορίζει όσα συμβαίνουν).  
    Και στη συνέχεια αυτό που είναι απορίας άξιο! (η ολότητα των γεγονότων καθορίζει) «. . . καθώς και όσα δεν συμβαίνουν κάθε φορά».
    Τίποτα δεν μπορεί να καθορίσει όσα δεν συμβαίνουν, ούτε να καθοριστεί απ’αυτά! Ακόμα και στο κλειστό ορθολογικό σύστημα, μπορεί να προβλεφθεί το δυνατόν κι όχι το αδύνατο (ως προς την ολότητα των γεγονότων που είναι ο κόσμος), γιατί το αδύνατο όντας εκτός του κλειστού συστήματος που είναι μια ολοκληρωμένη-τετελεσμένη ολότητα γεγονότων, έχει απειροστικό χαραχτήρα κι έτσι η σχέση του συστήματος μ'αυτό, αίρει την έννοια του κλειστού, ορθολογικού και αντικειμενικού συστήματος. 
     Αφού λοιπόν διευκρινίζει με «σαφήνεια», όλα αυτά που θα συμβούν, δημιουργεί διευκρινιστικό προγεφύρωμα και γι’αυτά που δεν θα συμβούν.  (Έτσι σκέφτεται ότι δεν μπορεί να είναι νοητό, μιλώντας γι’αυτό που δεν λέγεται).
    Σ’ένα κλειστό αντικειμενικό σύνολο, μπορούν να οριστούν όλα όσα θα συμβούν· στον «κόσμο» όμως που θεωρεί «ολότητα γεγονότων» και όχι πραγμάτων καθαυτών, δεν μπορούν να οριστούν ούτε όσα θα συμβούν, ούτε όσα δε θα συμβούν, γιατί ο κόσμος των γεγονότων όντας αντιφατικός κι άπειρος είναι ανοικτό σύστημα αφού τα συμβάντα του είναι αντιφατικά σε άπειρο γίγνεσθαι). 
     Ο συγγραφέας μας δείχνει άγνοια γι’αυτά που θα έπρεπε να είχε διευκρινίσει ξεκινώντας ένα τέτοιο εγχείρημα.

Και συνεχίζει:
1.13  Τα γεγονότα στο λογικό χώρο είναι ο κόσμος.

Αυτό το απόφθεγμα επιδιώκοντας ένα είδος σαφήνειας για τη σχέση κόσμου και λογικής, γίνεται ασαφές αφού τονίζοντας κάτι τέτοιο, ο αναγνώστης αποπροσανατολίζεται, αναζητώντας στην απλότητα της πρότασης κάτι βαθυστόχαστο, το οποίο όμως δεν συνάγεται από πουθενά. Αυτή η πρόταση όχι μόνο βαθυστόχαστη δεν είναι αλλά και πεπαλαιωμένη. Σήμερα η επιστήμη έχει απορρίψει την άποψη της ορθολογικής αντικειμενικότητας όπου τα γεγονότα υπάρχουν μέσα σε κάτι άσχετα αν αυτό είναι ο χώρος ή έστω ο λογικός χώρος. Εμείς, ακολουθώντας τη σχετικιστική θεση των Αναξίμανδρου, Ηράκλειτου και Ζήνωνα, την οποία επανέφερε ο Αϊνστάιν πλέον ως επιστήμη, «τα γεγονότα δηλαδή το Είναι, ο Χώρος, ο Χρόνος, το Νοείν και το Λέγειν συνιστούν την αδιάρρηκτη ενότητα του παγκοσμίου Γίγνεσθαι».   Δηλαδή ακόμα κι αν ισχυρίζεται ότι ο χώρος αυτός δεν είναι κυριολεκτικά χώρος αλλά συμβολικά “χώρος της λογικής”, ακόμα και τότε, τα γεγονότα (που σημαίνει «αυτά που έχουν γίνει»), ως πραγματοποιημένα είναι αποτέλεσμα λογικής διαδικασίας κι έτσι συνυπάρχουν με τη λογική σαν αδιάρρηκτη ενότητα.  Στην ενότητα αυτή τα γεγονότα δεν βρίσκονται στο λογικό χώρο αλλά αυτά τα ίδια είναι ο λογικός χώρος και ο κόσμος. Και βέβαια αυτή η σημαντική λεπτομέρεια πρέπει να τονιστεί αφού τότε «το γεγονός, το Είναι, ο κόσμος, ο χώρος, ο χρόνος, το νοείν και το λέγειν συμπίπτουν στο άπειρο γίγνεσθαι» και αυτό αφορά την διαλεκτική σκέψη.  Η μόνη λοιπόν αναγκαία διευκρίνιση για τη σχέση λογικής και κόσμου σε ένα λογικο-γλωσσικό πόνημα θα ήταν: «ποια λογική θα επιλέξει και γιατί». 
         Βέβαια έτσι μπορεί ξαφνικά ο κόσμος και μαζί του τα γεγονότα να σαλτάρουν μέσα σ’αυτόν τον αόριστο λογικό χώρο, αλλά ακόμα κι αυτό το περιέγραψαν με τη σαφήνεια της δικής τους Λογικής, ο Παρμενίδης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Καντ, ο Χέγκελ από τη μια και ο Ηράκλειτος από την άλλη. Πρέπει λοιπόν κι αυτός με τη σειρά του να διευκρινίσει, πως εννοεί «τα γεγονότα μέσα στο λογικό χώρο» και πως αυτός ο «λογικός χώρος είναι ο κόσμος».  Αν όχι, να μας πληροφορήσει ποιά πρόταση περί λογικής από τις προϋπάρχουσες προτιμά για να βγούμε απ’τη σύγχυση. (Θέλει να περάσει από μια απλοϊκή οντολογία σε μια «λογική της γλώσσας» χωρίς καμιά διευκρίνιση, κάνοντάς το στα «θολά νερά»).  

1.2    Ο κόσμος κομματιάζεται σε γεγονότα.
1.21  Κάτι μπορεί να συμβαίνει ή να μην συμβαίνει και όλα τα άλλα μένουν ίδια.

Οι προτάσεις αυτές είναι ασαφείς. Εμείς όμως που έχουμε αρχίσει κιόλας να «υποψιαζόμαστε»· κρίνουμε ότι πρόκειται για τη βασικότερη αρχή της οντολογικής μεταφυσικής.
     Η έννοια «κομματιάζεται» δεν σημαίνει ότι χωρίζεται σε μέρη Όλου, που σχετίζονται γενετικά επικοινωνώντας άμεσα και έμμεσα μεταξύ τους, αλλά εννοείται ως διαχωρισμός γεγονότων που σύμφωνα με την πρόταση (1.21) δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, αφού «κάτι μπορεί να συμβαίνει ή να μην συμβαίνει κι όλα τ’άλλα να μένουν ίδια».  (Αρχή της αντικειμενικότητας).
     Γνώμη μου είναι ότι αυτή η σχέση «δεν μπορεί να συμβεί», όντας κάτι που «δε μπορεί να ειπωθεί», έτσι ούτε «μπορεί να νοηθεί» δηλαδή είναι «α-νοησία»). 
     Η έννοια «κομματιάζεται» εδώ, προτείνεται ως έννοια απόλυτου διαχωρισμού κι αν ο συγγραφέας είχε μελετήσει σοβαρά τον «Παρμενίδη» του Πλάτωνα, θα είχε  διαπιστώσει πόσο ακανθώδης είναι  η έννοια του απόλυτου διαχωρισμού ή ακόμα της ταυτότητας και της ομοιότητας που συνεπάγεται ο όποιος διαχωρισμός, ώστε να χρησιμοποιείται χωρίς διευκρίνιση.
     Το αν μπορεί να συμβαίνει κάτι κάπου, χωρίς να συμβεί τίποτα σε όλα τ’άλλα, διδάσκεται στη Συναγωγή και μόνον ο Γιαχβέ μπορεί να το πετύχει. (Συμβαίνει μόνο στην παλιά διαθήκη, όπου ο Θεός σταματά τον ήλιο κατά βούληση ή μονομιάς σκοτεινιάζει τους ουρανούς χωρίς να συμβεί τίποτα σ’όλα τα άλλα).  Αν όμως η λογική του θέλει να συμβαδίζει με την φυσική πραγματικότητα: ό,τι συμβεί κάπου, έχει την αιτία του στο ότι κάτι συνέβη αλλού και το αποτέλεσμά του επηρεάζει κάτι άλλο όρθολογικά αλλά και το σύμπαν διαλεκτικά. 
      Βέβαια σύμφωνα με την αριστοτελική σκέψη και τον νευτώνειο αντικειμενικό ντετερμινισμό, μπορεί συμβατικά να συμβαίνει κάτι σε ένα σύστημα και να μην συμβαίνει σε κάποιο άλλο. Δηλαδή συμβατικά, η αντικειμενικότητα μπορεί να δεχτεί αυτόνομα συστήματα αλληλεπιδρώντα, αλλά έχοντα κάποια όρια απαραβίαστα στην αλληλεπίδραση μεταξύ τους, (με έναν τρόπο συμβατικό και όχι απόλυτο).  Έτσι όμως που ο  Βιττγκενστάιν το ορίζει επιγραμματικά και χωρίς άλλους περιορισμούς και προσδιορισμούς, ως απαράβατη και απόλυτη αλήθεια, για να μπορεί να θεωρηθεί θεμελιακός και αποφθεγματικός όρος της “λογικής της γλώσσας”, καταρρέει. Ο απόλυτος διαχωρισμός απαγορεύει την όποια διαλογική σχέση ή αλληλεπίδραση. Ο Πλάτων στον Παρμενίδη του το έχει διευκρινίσει. Ενώ αντίθετα σύμφωνα με την Ηρακλειτική σκέψη, συστήματα απόλυτα αυτόνομα δεν υπάρχουν, αλλά υπάρχει το Όλον όπου μέσα του αναλόγως βρίσκονται όλα σε συνεχή ολική και μερική αλληλεπίδραση και γι’αυτό σε συνεχές Γίγνεσθαι.
     Το 1.12 και το 1.21 αντινομούν, γιατί η ολότητα των γεγονότων δεν μπορεί να καθορίζει ούτε να επιδρά σ’αυτά που είναι απόλυτα διαχωρισμένα μεταξύ τους, αφού κατά τη γνώμη του: «κάτι μπορεί να συμβεί ή να μη συμβεί και τα άλλα να μένουν ανεπηρέαστα».  Εδώ ακόμα πρέπει να τονιστεί ότι μπορεί να γίνεται συζήτηση μόνο στην περίπτωση που μπορεί να συμβεί κάτι, ενώ στην περίπτωση που δεν μπορεί να συμβεί κάτι, δεν μπορεί να γίνει συζήτηση.

2.01     Η κατάσταση πραγμάτων είναι μια σύνδεση αντικείμενων (πραγμάτων).
2.011  Ουσιαστικά για το πράγμα είναι ότι μπορεί να είναι συστατικό στοιχείο μιας κατάστασης  πραγμάτων.
2.012  Στη λογική τίποτα δεν είναι τυχαίο:  Αν το πράγμα μπορεί να εμφανίζεται
στην κατάσταση πραγμάτων, τότε η δυνατότητα της κατάστασης πρέπει να προδικάζεται ήδη μέσα στο πράγμα.

Αφού το πράγμα, σύμφωνα με το συγγραφέα μας, είναι απλό (2.02), δεν έχει δομή, ούτε δυναμική, έτσι τίποτα δεν μπορεί «να προδικάζεται μέσα από το πράγμα».  Εδώ φαίνεται η χαρακτηριστική ασάφεια αυτών των προτάσεων που επιτρέπουν ακόμα και αυτοαναίρεση ή παρανόηση μεγάλου βαθμού.   Ακόμα η αντίληψή του περί τυχαίου είναι ντετερμινιστικά δογματική και με τη σύγχρονη έννοια απλοϊκή. Ορθολογικά το τυχαίο είναι επιλογή ανάμεσα σε πολλά αναγκαία, ενώ διαλεκτικά οι έννοιες τυχαίο και αναγκαίο αλληλο-αναδύονται κι αλληλο-προεκτείνονται γεννώντας και αρνούμενες η μια την άλλη. Δηλαδή συνιστούν μιαν αντιφατική ενότητα.

2.0121 Θα φαινόταν σύμπτωση, αν στο πράγμα που θα μπορούσε να υπάρχει από μόνο του, ταίριαζε εκ των υστέρων με μια κατάσταση. Αν μπορούν τα πράγματα να εμφανίζονται σε καταστάσεις πραγμάτων, αυτό (η δυνατότητα να ταιριάζει εκ των υστέρων στην κατάσταση), ενυπάρχει ήδη σε αυτά.

Αυτός ο ισχυρισμός διευκρινίζεται στον Πλατωνικό «Παρμενίδη»,  με πιο ολοκληρωμένο και ευφυή τρόπο και σ’όλες του τις διαστάσεις. Βέβαια είναι καλύτερα ο αναγνώστης να μην αρκεστεί στην περιληπτική κι απλουστευμένη παρουσίασή μου, αλλά να μελετήσει ο ίδιος το έργο.  Όπου θα δει ότι αυτό το απλοϊκό φιλοσοφικό «ψέλλισμα» εννοιών, που κάνει ο Βιττγκενστάιν και έχει διεκρινιστεί με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο από τους αρχαίους, είναι αν όχι εξοργιστικό, τουλάχιστον απαράδεχτο. «Οι κουτσοί χορεύουν και οι ψευδοί τραγουδούν».
          Ας δούμε λοιπόν περιληπτικά, πως ο Πλάτων βλέπει το ακανθώδες θέμα του διαχωρισμού των συστημάτων, καταστάσεων και πραγμάτων (δηλαδή στο 2.0121 πως ένα πράγμα μπορεί να εμφανίζεται από μόνο του ή όχι):  
―Για να διεκρινιστεί αν υπάρχουν Ιδέες και με ποιο τρόπο μπορούν να υπάρχουν, ο Παρμενίδης μπαίνει στον κόπο ν’απαντήσει σ’ορισμένα ερωτήματα που είχε ο Σωκράτης (ως νέος κι άμαθος στους λαβυρίνθους της υψηλής νόησης).  [Ξεκινά με το ερώτημα «αν η Ιδέα υπάρχει αντικειμενικά ως κάτι γενικό περιλαμβάνοντας την ομοιότητα όλων ή ως κάτι ειδικό που σχετίζεται περιλαμβανόμενη μέσα σε κάθε ειδικό αντικείμενο».   Ο Παρμενίδης δείχνει πως όποια θέση κι αν γίνει αποδεχτή, γεννιέται μια σειρά από αντινομίες. Για να μπορέσουν να διερευνήσουν περεταίρω το θέμα, τίθεται το ερώτημα αν μπορεί ή όχι να υπάρχει το Ένα και πως.  
       Το θέμα τίθεται λοιπόν ως εξής: 
Α)  Αν υπάρχει το ένα σαν απόλυτο κι ανεξάρτητο απ’τα άλλα, δεν μπορεί να είναι όλον, ούτε να έχει μέρη, δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα στον εαυτό του, ούτε μέσα στ’άλλα. Δεν μπορεί ούτε να κινείται ούτε να είναι ακίνητο. Δε μπορεί να είναι όμοιο, ούτε ανόμοιο με τα άλλα ή τον εαυτό του.  Είναι εκτός τόπου και χρόνου και γενικά είναι ανύπαρκτο, μη γνώσιμο κι αδύνατο να ειπωθεί τίποτα γι’αυτό.  Δεν έχει μορφή.  
Β)  Αν το ένα υπάρχει σε σχέση με τ’άλλα, κοινωνεί της ουσίας, είναι όλον κι έχει μέρη, είναι ένα κι άπειρα πολλά, είναι  πεπερασμένο κι άπειρο, έχει μορφή, βρίσκεται μέσα στον εαυτό του και στα άλλα, κινείται κι είναι ακίνητο, είναι ίδιο και δεν είναι ίδιο με τον εαυτό του  και με τα άλλα.  Είναι ίσο, μικρότερο και μεγαλύτερο απ’τον εαυτό του και τα άλλα.  Επίσης βρισκόμενο μέσα στο χρόνο, είναι μικρότερο ίσο  και μεγαλύτερο απ’τον εαυτό του και από τα άλλα.  Δηλαδή μετέχει του παρόντος, του παρελθόντος και του μέλλοντος, γεννιέται, μεταβάλλεται και χάνεται. ―Μπορεί να γίνει γνωστό και μπορούν να ειπωθούν τα πάντα γι’αυτό.
Γ)  Αν το Ένα υπάρχει σε σχέση με τ’Άλλα, τότε τα Άλλα είναι μέρη της Ιδέας αφού είναι μέρη του Ενός που είναι  Όλον.  Έτσι συνιστούν Όλον με Μέρη,  που το Όλον και τα Μέρη μετέχουν του Ενός,  που έχουν και δεν έχουν πέρας, είναι όμοια κι ανόμοια με τον εαυτό τους και μεταξύ τους. ―Μπορούν έτσι να έχουν όλους τους χαρακτηρισμούς.
Δ)  Αν το Ένα υπάρχει απολύτως και ανεξαρτήτως των Άλλων,  γενικά δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα γι’αυτό και για τα άλλα.
Ε)  Αν το Ένα δεν υπάρχει σε σχέση με τα Άλλα, είναι αδύνατο να γνωστεί, είναι απόλυτα διαφορετικό από τα Άλλα και είναι δυνατόν να πάρει όλα τα κατηγορήματα.
      Πάρα κάτω ο Πλάτων  αναπτύσσει  όλες τις πιθανές σχέσεις  Ενός και Πολλών, Υπάρχοντος και μη-Υπάρχοντος, με τον πιο ακραίο και οριακό τρόπο ως κριτική στις δικές του απόψεις και ειδικά στην έννοια της ιδέας.  Επίσης ως μια αναθεώρηση όλων αυτών με τη ματιά του Ζήνωνα, για μια διαλεκτική άλλη απ’τη δική του που να μην είναι ορθολογική].

Ο συγγραφέας μας λοιπόν αδαής περί την τέχνη της Νόησης πραγματεύεται θέματα που δεν μπορεί να διαχειριστεί, ενώ θα μπορούσε να τα διαβάσει, σε συγγράμματα μεγαλοφυών και έτσι δε θα είχε κανένα τέτοιο πρόβλημα. Εγώ νομίζω ότι μεγαλοπιάνεται!  Μας κάλεσε να μας παίξει πιάνο με τα δύο δάκτυλα! Κι ένα αφιονισμένο ακροατήριο παραληρεί χειροκροτώντας, όπως συμβαίνει πάντα και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών! Όπου όλοι χειροκροτούν ακατάπαυστα άσχετα αν έχει τελειώσει το έργο ή αν υπάρχει παύση, άσχετα αν ο εκτελεστής ή η ορχήστρα αξίζουν χειροκρότημα ή γιουχάρισμα!

Στο 2,02 όπου «το αντικείμενο είναι απλό», αντινομεί με το 2.012, όπου «η δυνατότητα της κατάστασης πραγμάτων προδικάζεται ήδη μέσα στο αντικείμενο», που έτσι έχει δομή «να μην είναι απλό»· ακόμα στο 2.021 τα πράγματα που μπορούν να εμφανίζονται σε καταστάσεις πραγμάτων, έχουν δυνατότητα που ενυπάρχει ήδη σ’αυτά. Το απλό όμως δεν μπορεί να προϋποθέτει μέσα του άλλη δυνατότητα εκτός από το ότι Είναι.

«Κάτι που είναι λογικό δεν μπορεί να είναι μόνο δυνατό.  Η λογική ασχολείται με κάθε δυνατότητα κι όλες οι δυνατότητες είναι τα γεγονότα της».

Αν η λογική δεν ασχολείται μόνο με ότι είναι δυνατόν, μήπως ασχολείται και με ότι είναι αδύνατο; Τότε όλες οι δυνατότητες που είναι τα γεγονότα της περιλαμβάνουν μέσα τους και το αδύνατο;  Όταν όμως το αδύνατο είναι δυνατόν ο συλλογισμό του αυτοκαταρρέει.
      Εδώ ο συγγραφέας μας σκέπτεται κι απ’τις δυο μεριές του ορίου που έθεσε στη νόηση. (Η δυνατότητα ως ουσιαστικό γεγονός και όχι ως φαινομενικό υπάρχει σε άλλο λογικο-γλωσσικό παίγνιο από τον ορθολογισμό, τον οποίον θεωρεί μοναδική λογική δηλαδή υπάρχει στη Διαλεκτική. Εκεί η ουσία ως αντιφατικότητα, περιέχει όλες τις δυνατότητες και καμία συγχρόνως.  Μόνον έτσι το εν δυνάμει μπορεί να εκφραστεί ως γεγονός, αφού η αντιφατική δυνατότητα περιέχει μέσα της και την κατάφαση και την άρνηση συγχρόνως).

Αναφέρει στο 2: «το γεγονός είναι ύπαρξη κατάστασης πραγμάτων» στο 2.01ότι: «η κατάσταση πραγμάτων είναι σύνδεση αντικειμένων» και στο 2.0121: «δεν μπορεί να φανταστεί αντικείμενο έξω από τη δυνατότητα σύνδεσής του με τα άλλα».  Στα 1.2, 1.21, ότι: «ο κόσμος χωρίζεται σε γεγονότα που αν συμβεί κάτι σε ένα τ’ άλλα μένουν ίδια». (δεν επικοινωνούν μεταξύ τους). 
      Τελικά μετά από όλα αυτά τα οποία, αν και «είναι απλά» μη έχοντας δομή «και ότι  συμβεί σε κάτι, τίποτα δεν συμβαίνει στα άλλα», αλλά και ότι «δεν μπορεί να τα φανταστεί έξω από τη σύνδεσή τους με τα άλλα», γεννιέται το ερώτημα πως εννοεί τη δυνατότητα σύνδεσης αυτών των αντικειμένων. Επίσης αναρωτιέμαι αν όλο αυτό το αντινομούν «μπάχαλο» μπορεί να είναι μια διαφωτιστική επιστημονική διευκρίνιση ή παραπλανητική συσκότιση. 
       Αλλού λέει: Όπως δε μπορούμε να φανταστούμε χωροδιάστατα αντικείμενα έξω από το χώρο και χρονικά αντικείμενα έξω απ’το χρόνο,  έτσι δε μπορούμε να φανταστούμε κανένα αντικείμενο έξω απ’τη δυνατότητα σύνδεσής του με άλλα. Αν δε μπορώ να φανταστώ το αντικείμενο στο σύνδεσμο της κατάστασης πραγμάτων, δε μπορώ να το φανταστώ έξω από τη δυνατότητα αυτού του συνδέσμου.

Στο θέμα περί χωροδιάστατων και χρονοδιάστατων αντικειμένων, φαίνεται πως δεν ήταν ενήμερος για το χωροχρονικό συνεχές και τον χωροχρονικό τρόπο ύπαρξης των αντικειμένων, όπου αντικείμενα, χρόνος και χώρος συνιστούν ένα γίγνεσθαι αδιαχώριστο. Άσχετα όμως από αυτό, θα έπρεπε να προσδιορίσει ποιά εννοεί «χρονοδιάστατα αντικείμενα» και ποια όχι.  Καί εδώ ξέχασε ότι: «η φιλοσοφία πρέπει να περιέχει μόνο προτάσεις φυσικών επιστημών», (αλλά βέβαια με σωστό τρόπο).
     Επίσης να μην ξεχνάμε ότι: τ’αντικείμενα για να μπορούν να συνδέονται με καταστάσεις πραγμάτων, πρέπει να έχουν δομή που να επιτρέπει αυτό τον σύνδεσμο, και άρα να μην είναι απλά.

2.0122  Το πράγμα είναι ανεξάρτητο εφόσον μπορεί να εμφανίζεται σε όλες τις δυνατές καταστάσεις, αλλά αυτή η μορφή ανεξαρτησίας, είναι μια μορφή συσχέτισης με την κατάσταση πραγμάτων, μια μορφή εξάρτησης.  (Είναι αδύνατο οι λέξεις να εμφανίζονται με δυο διαφορετικούς τρόπους, μόνες και μέσα στην πρόταση).
2.0123  Αν γνωρίζω το αντικείμενο, γνωρίζω και όλες τις δυνατότητες της εμφάνισής του σε καταστάσεις πραγμάτων. (Κάθε τέτοια δυνατότητα πρέπει ν’ανήκει στη φύση του αντικειμένου). Δεν μπορεί να βρεθεί εκ των υστέρων μια νέα δυνατότητα. 

Εδώ αναδύεται με κάποιο τρόπο η τελεολογία του Παρμενίδη και η εντελέχεια του Αριστοτέλη οι οποίες τουλάχιστον είναι σεμνές.  Διαλεκτικά όμως τα πράγματα είναι τόσο απύθμενα, που ποτέ δεν θα γνωστούν όλες οι ιδιότητες και οι δυνατότητές τους, άσχετα αν ο συγγραφέας μας τις έχει όλες στο τσεπάκι του. Λέει ο Ηράκλειτος: «δεν μπορείς να ξαναγγίξεις την ίδια ουσία, γιατί όλα αλλάζουν γρήγορα και βίαια καταλύονται-συντιθέμενα, συμφωνούν-διαφωνώντας με τον εαυτό τους, είναι αυτά τα ίδια και συγχρόνως άλλα».                       

2.01231  Για να γνωρίζω το αντικείμενο, μολονότι δεν είμαι υποχρεωμένος να γνωρίζω τις εξωτερικές του ιδιότητες,  πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίζω όλες τις εσωτερικές του ιδιότητες.
2.0124  Όταν είναι δοσμένα όλα τα αντικείμενα, τότε είναι δοσμένες κι όλες οι δυνατές καταστάσεις πραγμάτων.

Αυτή η τελεολογική οντολογία είναι αφόρητα απλοϊκή. Πως θα μπορούσαν να γίνουν γνωστές, όλες οι εσωτερικές δυνατότητες των αντικειμένων, όλα τ’ αντικείμενα κι οι δυνατές καταστάσεις πραγμάτων, σ’ένα κόσμο εν εξελίξει που ως όλον, δεν θα μπορούσε να γίνει αντιληπτός αλλιώς παρά σαν έκρηξη αλλαγής. Αυτό μόνο σ’ένα μηχανιστικό, πεπερασμένο και τετελεσμένο κόσμο θα μπορούσε να είναι δυνατό. Ήδη από την εποχή του η ύπαρξη ενός τέτοιου κόσμου είχε απορριφθεί απ’την επιστήμη και την φιλοσοφία.

2.013 Κάθε πράγμα βρίσκεται σαν σε χώρο δυνατών καταστάσεων πραγμάτων. Αυτό το χώρο μπορώ να τον φανταστώ κενό, όχι όμως το πράγμα χωρίς το χώρο.

Δεν υπάρχει «δοχείο» του χώρου που κατ’ανάγκη πρέπει να βρίσκονται όλα μέσα του.  Ήδη ο Ζήνων μας είχε προϊδεάσει, αλλά και οι σύγχρονη επιστήμη, ότι τα «πράγματα και οι καταστάσεις πραγμάτων», ο χώρος κι ο χρόνος συνιστούν ένα αδιαχώριστο συνεχές που είναι το γίγνεσθαι και όπου όλες αυτές οι έννοιες είναι σχετικές.     Δεν υπάρχει απόλυτα κενός χώρος, αλλά ούτε και απόλυτος χρόνος. ―Άραγε μήπως κι αυτή του η πρόταση είναι επιστημονική;

2.0131 Το χωροδιάστατο αντικείμενο, είναι ανάγκη να κείται στον άπειρο χώρο. (Το σημείο του χώρου είναι μια θέση ορίσματος). Η κηλίδα στο οπτικό πεδίο δεν πρέπει να είναι βέβαια κόκκινη, αλλά να έχει ένα χρώμα: περιβάλλεται θα λέγαμε από ένα χωρόχρωμα. Ο τόνος πρέπει να έχει μιαν οξύτητα, το αντικείμενο της αφής μια σκληρότητα κ.λπ.

Αναρωτέμαι τι είδους σαφήνεια έχει αυτή η εκστατική μπουρδολογική οντολογία. Από που και με ποια λογική συνάγει όλα αυτά τα ακαταλόγιστα συμπεράσματα, μήπως είναι προτάσεις της Φυσικής;  (Ενώ υπάρχουν άνθρωποι που έχουν να πουν, δεν τους επιτρέπεται και σ’άλλους ανοίγονται όλοι οι δρόμοι κι ένα αφιονισμένο εκκλησίασμα να παραληρεί).

2.014  Στα αντικείμενα περιέχεται η δυνατότητα όλων των καταστάσεων.

Ο Αναξαγόρας το είπε πολύ καλύτερα και με λογική υποστήριξη, ενώ αυτός δεν μπορεί να ισχυρίζεται κάτι τέτοιο όταν: στο 2.02 «τα αντικείμενα είναι απλά» και όταν: «κάτι μπορεί να συμβεί κάπου και τίποτα δεν συμβαίνει στα άλλα».  Αφού έτσι απαγορεύονται όλες οι δυνατότητες όλων των καταστάσεων πραγμάτων λογικά.

2.141 Η μορφή του αντικειμένου είναι η δυνατότητα της εμφάνισής του σε καταστάσεις  πραγμάτων.

Η μορφή του αντικειμένου είναι αποτέλεσμα σχέσης περιβάλλοντος και δομής.

2.02  Το αντικείμενο είναι απλό.

Πως είναι λογικά δυνατό το αντικείμενο να είναι απλό, όταν του προσδίδονται τόσες εσωτερικές και εξωτερικές ιδιότητες. Υπενθυμίζω τη σύμβαση περί των φιλοσοφικών
προτάσεων που έθεσε ο ίδιος ως διαλογική αρχή και τον περί σαφήνειας όρο του.

2.021 Τ’αντικείμενα αποτελούν την ουσία του κόσμου. Γι’αυτό δεν είναι σύνθετα.

Α. Κι αφού δεν είναι σύνθετα πως περιέχουν τη δυνατότητα όλων των καταστάσεων;
Β. Αυτός είναι ο απλοϊκότερος όρος της πιο απλοϊκής μεταφυσικής. Δηλαδή μ’άλλα λόγια μας λέει ότι υπάρχουν έσχατα αναλλοίωτα πράγματα Καθαυτά.

Στο 2.01: «αντικείμενα θεωρούνται τα πράγματα» και στο 1.1: «ο κόσμος είναι η ολότητα των γεγονότων κι όχι των πραγμάτων».

Και φυσικά καμιά απ’αυτές τις προτάσεις δε μου θυμίζουν προτάσεις φυσικών επιστημών.
      Το 2.021 είναι η βασική αρχή μιας οντολογικής μεταφυσικής όπου: Τα θεωρούμενα ως αντικείμενα όντας απλά, είναι αναλλοίωτα, έσχατα στοιχειώδη.  Όταν ένα σύστημα αποτελείται από έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη, είναι ένα κλειστό σύστημα που προϋποθέτει λειτουργώντας, την ύπαρξη προκαθορισμένων τελικών παιγνίων, που μπορούν να θεωρηθούν ως όρια της λειτουργίας του συστήματος.  Τα τελικά αυτά παίγνια, μολονότι φαίνονται αποτέλεσμα του συστήματος, απ’τη στιγμή που τέθησαν οι όροι του συστήματος βρίσκονται εκεί απ’την αρχή ως Ιδεατά, περιμένοντας την πραγματοποίηση τους από τη λειτουργία του.  Αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «συνθετικά πρότυπα του τέλους» και δε μας εμποδίζει τίποτα να τα ονομάσουμε Ιδέες ενός σύστηματος, το οποίο είναι αιτία αλλά και αποτέλεσμά τους την ίδια στιγμή.      Αυτό όμως το παίγνιο από μιαν άλλη διαλεκτική όψη ουσιαστικά δεν μπορεί να λειτουργήσει αφού είναι τελείως ιδεατό. Στην πραγματικότητα για να λειτουργήσει ένα σύστημα δε μπορεί τα στοιχεία του να είναι απλά, γιατί όπως έδειξε κι ο ίδιος ο Πλάτων δεν μπορούν να σχετιστούν μεταξύ τους. Αν όμως παρακάμψουμε όλες αυτές τις αντινομίες θα μπορούσαμε να το δεχτούμε σαν το τεράστιο ρολόι του θεού που είναι ανοιχτό μόνο κατά τη διαδικασία του κουρδίσματος και από κει και έπειτα είναι προδιαγεγραμμένο και τετελεσμένο, όπως ακριβώς μας έδειξε ο αρχιερέας του Νεύτων. Η αλήθεια του είναι στερεότυπη κι ο ορθολογισμός έχει ένα θαυμάσιο τρόπο να τη λέει ψευδόμενος.  Γιατί ο κόσμος δεν είναι έτσι, έχει αντιφατική φύση και για να τον πείς πρέπει η γλώσσα και η λογική να συμβαδίζουν μαζί του.  Αν ο ορθολογισμός λειτούργησε μέχρι τώρα δίνοντας αποτελέσματα ήταν γιατί προσεγγιστικά δεν έμπαινε σε τέτοιες λεπτομέριες που η σύγχρονη επιστήμη σήμερα απαιτεί.
      Ακόμα κι η κοινωνική αλήθεια, η τόσο συμβατική, δε μπορεί να είναι στρεότυπα ορθολογική.  Γιατί εκτός απ’τα «δεδομένα» και τα «γεγονότα», υπάρχει ένα ζωντανό νέφος προθέσεων, συναισθημάτων και μετατροπών, που δεν είναι πλασματικό.  Η «αληθινή» αλήθεια του γίγνεσθαι, είναι θνησιγενής, αφού γεννάται-πεθαίνοντας, και πεθαίνει-ζώντας.  Δεν μοιάζει καθόλου με τα απλά πράγματα του συγγραφέα μας, αλλά με τα στοιχείωδη του Ηράκλειτου και του Ζήνωνα, που είναι αντιφατικά κι αυτοαναιρούμενα.

2.0201 Κάθε αποφατική πρόταση για πλέγματα, μπορεί ν’αναλυθεί σε μια αποφατική πρόταση για τα συστατικά στοιχεία τους και στις προτάσεις που περιγράφουν πλήρως τα πλέγματα.

Προσπαθεί να κάνει λογικό προγεφύρωμα απ’την οντολογία στη γλώσσα αλλά δεν είναι σαφής. Πρέπει να δείξει τις προθέσεις του για να αποφεύγονται οι παρανοήσεις κάτι για το οποίο μας πληροφόρησε ότι τον ενδιαφέρει πολύ.

2.0211  Αν ο κόσμος δεν είχε ουσία, τότε το αν μια πρόταση έχει νόημα θα εξαρτάτο από το αν μια άλλη πρόταση είναι αληθής.

Αντιστρέφω: Επειδή όμως ο κόσμος έχει ουσία, τότε το νόημα μιας πρότασης δεν εξαρτάται απ’το αν μια άλλη πρόταση είναι αληθής;  Όμως πρέπει να ορίσει τι εννοεί ως ουσία: τα έσχατα αναλλοίωτα ή τα αντιφατικά στοιχειώδη του ηρακλειτικού γίγνεσθαι; Γιατί τότε το νόημα της φράσης θα ήταν διαφορετικό για κάθε περίσταση.

2.0212  Στην περίπτωση αυτή, θα ήταν αδύνατο να σχεδιάσουμε μιαν εικόνα του κόσμου (αληθή ή ψευδή).

Αν όριζε κάπως την έννοια «ουσία», έστω και υποθετικά θα μπορούσε να γίνει τουλάχιστον μια μεταφυσική συζήτηση, όχι όμως μια συζήτηση προτάσεων της επιστήμης. Ορθολογικά η ουσία είναι το ζητούμενο της επιστήμης, ενώ αυτός την δια-χειρίζεται σαν να την έχει στο τσεπάκι του.

2.022  Είναι φανερό πως ένας φανταστικός κόσμος, όσο διαφορετικός κι αν είναι απ’τον πραγματικό, πρέπει να έχει κάτι -μια μορφή- από κοινού με αυτόν.
2.023  Αυτή η σταθερή μορφή αποτελείται ακριβώς απ’τα αντικείμενα.

Αυτή η «σταθερή μορφή» δεν υπάρχει, γιατί ο κόσμος συνεχώς αλλάζει, υπάρχει όμως το κοινό γνωσιολογικό έδαφος που είναι ο κληρονομικός γνωστικός μηχανισμός γεγραμμένος στον άνθρωπο σαν DNA. (Αυτός ο μηχανισμός αντανακλά τη σχέση μιας ασταθούς μορφής με τα αντικείμενα).

2.0231 Η ουσία του κόσμου μπορεί να καθορίζει μόνο τη μορφή και διόλου τις υλικές ιδιότητες.  Γιατί αυτές μπορεί να παριστάνονται μόνο με προτάσεις
―να διαμορφώνονται μόνο από το σχηματισμό των αντικειμένων.
2.021   Τα αντικείμενα είναι η ουσία του κόσμου.
2.025   Η ουσία είναι μορφή και περιεχόμενο.
2.024  Η ουσία είναι αυτό που υπάρχει ανεξάρτητα από ότι κάθε φορά συμβαίνει.
(«κάθε τι μέσ’τα πράγματα που είναι η υπόσταση είναι μόνιμο» είναι συνθετική και κατεξοχήν μεταφυσική πρόταση) Καντ «Προλεγόμενα…»
       Το 2.024, είναι βασικός κανόνας της οντολογικής Μεταφυσικής. Η ουσία που υπάρχει ανεξάρτητα απ’ότι συμβαίνει κάθε φορά, είναι το Εόν του Παρμενίδη, οι Ιδέες του Πλάτωνα και τα Καθαυτά Όντα του Κάντ. Ενώ σύμφωνα με τη μεταφυσική τα γεγονότα είναι ο κόσμος των φαινομένων, τα συμβάντα.    Οι έννοιες «ουσία» και «περιεχόμενο» είναι ασαφείς στο έργο, παρά την επιδίωξή του για το αντίθετο:  Ενώ «τα αντικείμενα είναι η ουσία του κόσμου», και «η ουσία είναι μορφή και περιεχόμενο», αυτή «η ουσία καθορίζει μόνο την μορφή  και όχι το περιεχόμενο, που είναι οι υλικές ιδιότητες». Στη συνέχεια, «η ουσία υπάρχει ανεξάρτητα απ’ότι συμβαίνει κάθε φορά και ότι δεν συμβαίνει κάθε φορά», ενώ στα 1, 1.1, 1.11, 2, «ο κόσμος είναι τα γεγονότα κι όχι τα πράγματα, ενώ η ουσία του είναι τα αντικείμενα», και αλλού «τα αντικείμενα είναι τα πράγματα που συμβαίνουν κάθε φορά».  Αναμφισβήτητα σ’αυτές τις οντολογικές διευκρινίσεις, που προτείνονται μ’απλοϊκό τρόπο ως αξιώματα και χωρίς αιτιολογία υπάρχει ασάφεια κι αυθαιρεσία που συσκοτίζει.  Οπωσδήποτε δεν είναι «προτάσεις των φυσικών επιστημών» όπως υπόσχεται.

2.0232   Παρεμβατικά θα λέγαμε:  τα αντικείμενα είναι άχρωμα.
2.0251 Ο χώρος, ο χρόνος και το χρώμα, (χρωματισμός), είναι μορφές των αντικειμένων.

Εδώ προτείνει μια καινούρια θεωρία περί αντικειμένων χώρου και χρωμάτων, η οποία αναιρεί την προηγούμενη. Επίσης στο 2.0132 «το χωροδιάστατο αντικείμενο βρίσκεται σε άπειρο χώρο» τον οποίον στο 2.013 «μπορεί να φανταστεί κενό (χωρίς τα πράγματα), ενώ δε μπορεί να φανταστεί τα πράγματα χωρίς αυτόν».

Θα πρέπει να εξηγήσει πως σχετίζεται η μορφή του αντικειμένου με το χώρο και μάλιστα να είναι μορφή του στο 2.0251; Επίσης πως εννοεί το χρόνο και το χρώμα όταν δέχεται τ’αντικείμενα στο 2.0232, ως άχρωμα. Να διευκρινίσει τι εννοεί με την έννοια χώρο, χρόνο ή χρώμα.  Ήδη από την εποχή του γνώριζαν ότι το χρώμα σχετίζεται με την ατομική δομή των ουσιών κι ότι οι ουσίες και τα πράγματα συνιστούν ένα αδιαχώριστο χωρο-χρονικό συνεχές. Άρα η έννοια του κενού χώρου κι η θεωρία του περί του χρώματος, δεν μπορεί να είναι πρόταση των φυσικών επιστημών!  

2.026   Μόνον όταν υπάρχουν αντικείμενα μπορεί να υπάρχει μια σταθερή μορφή του κόσμου.
2.027    Το σταθερό, το υπάρχον και το αντικείμενο, είναι Ένα.
2.0271 Το αντικείμενο είναι το σταθερό το υπάρχον· ο σχηματισμός είναι το μεταβλητό, το ασταθές.

Στην απλοϊκή μεταφυσική αντιθετική οντολογία του Wittgenstein, τ’αντικείμενα ακόμα παραμένουν σταθερά. Αντίθετα ο Ηράκλειτος που πιθανόν ο Βιττγενστάιν κι η παρέα του θεωρούν πρωτόγονο, πρότεινε, με μόνο όπλο τη διαλεκτική του, αυτό ακριβώς που η σύγχρονη φυσική επιστήμη διαπιστώνει: ότι τα αντικείμενα στο μικρόκοσμο καταλύονται-συντιθέμενα κι έτσι ούτε σταθερότητα έχουν ούτε καν ταυτότητα. Σύμφωνα με τον μεγάλο επιστήμονα κι ανθρωπιστή Μπώμ: «Στη θεωρία του πεδίου, κάθε κίνηση στην κβαντομηχανική, περιγράφεται ως δημιουργία-κατα-στροφή των στοιχειωδών σωματίων.  Εκεί η κίνηση ενός ελευθέρου σωματίου, περιγράφεται ως καταστροφή του σε ένα σημείο και δημιουργία άλλου-αλλού. Έτσι η κίνηση γενικά είναι δεκτή σαν μια σειρά θέσεων δημιουργίας-καταστροφής που συγχρόνως έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή». Δηλαδή η σύγχρονη επιστήμη δέχεται ότι στα έσχατα όρια του κόσμου μας τα λεγόμενα μικροσωμάτια καταλύονται-συντιθέμενα συνεχώς χάνοντας τη στατικότητα της θεωρούμενης ταυτότητάς τους.

2.0272―2.03   Ο συσχηματισμός των αντικειμένων διαμορφώνει την κατάσταση πραγμάτων.  ―Στην κατάσταση πραγμάτων τ’αντικείμενα συνδέονται μεταξύ τους όπως οι κρίκοι της αλυσίδας.

Όπως οι κρίκοι της αλυσίδας;  Αξιοθαύμαστη φιλοσοφική κι επιστημονική πρόταση! Σωθήκαμε!

2.031―2.032 Στην κατάσταση πραγμάτων τ’αντικείμενα συμπεριφέρονται το ένα ως προς το άλλο μ’έναν ορισμένο τρόπο. ―Ο τρόπος που συνδέονται τ’αντικείμενα στην κατάσταση πραγμάτων είναι η δομή της κατάστασης  πραγμάτων.

Όταν στο 2.02 «τα αντικείμενα είναι απλά» και στο 2.01 (τα αντικείμενα με τα πράγματα εξομοιώνονται) είναι χωρίς δομή, άρα δεν μπορούν να συγκροτήσουν καταστάσεις πραγμάτων.

2.033 ―2.034 Η μορφή είναι η δυνατότητα της δομής.―Η δομή του γεγονότος αποτελείται από τις δομές των καταστάσεων πραγμάτων.
2.04    Η ολότητα των καταστάσεων πραγμάτων είναι ο κόσμος.

Αυτή η «βαθύτατη γνώση» που προσφέρεται με αφορισμούς, είχε συγκλονίσει το αφιονισμένο ακροατήριο που απολάμβανε τη λιτή σαφήνεια του «Λόγου». Παράλληλα όμως και βήμα-βήμα ανακάλυπτε τη μεταφυσική οντολογία εκφέροντάς τη με τον πιο απλοϊκό τρόπου που έγινε ποτέ.  Έτσι επιδίδεται σε μιαν ακατάσχετη ρητορική «λεγομένων που δε λέγονται».  Σύμφωνα λοιπόν με τη δική του αρχική προσέγγιση σ’αυτή του την εργασία, όλα είναι μεταφυσικές α-νοησίες, που δεν έχουν σχέση με προτάσεις φυσικών επιστημών.   Στο 2.01, με τη λέξη αντικείμενο, εννοεί το πράγμα· κι αν αυτό συμφωνεί με το πράγμα και το αντικείμενο όπως το αντιλαμβάνεται η φυσική, δε μπορεί να είναι κάτι σταθερό όπως νομίζει ο συγγραφέας μας, αλλά συνεχώς διαφοροποιούμενο.  Η μεταφυσική οντολογία των αρχαίων θέλει, στη θέση των πραγμάτων του Wittgenstein, κάποια ιδεατά ή υλικά αναλλοίωτα στοιχειώδη, που συνιστούν προδιαγεγραμμένο, πεπερασμένο, τετελεσμένο γίγνεσθαι, που όντας φαινομενικό και τελεολογικό, είναι διαλεκτικά ψευδές. Το Όλον γι’αυτούς αληθινά δεν υπάρχει ως συγκεκριμένη ουσία, άρα η έννοια κόσμος είναι τελείως έωλη κι α-νόητη. Έπίσης η κατάσταση πραγμάτων, όπως την εννοεί, είναι αυθαίρετη κι επιστημονικά απορριπτέα, άρα α-νόητη.  Όποιος στηρίζεται σε α-νόητα θεμέλια, δε μπορεί να διεκδικεί λέγειν στα όρια της λογικής, ούτε λογική στα όρια της γλώσσας. Κι επειδή σύμφωμα τους όρους του τα λεγόμενά του δεν είναι «προτάσεις φυσικών επιστημών», πρέπει να σωπαίνει.

2.05  Η ολότητα των υπαρχουσών καταστάσεων πραγμάτων καθορίζει ακόμα ποιες καταστάσεις πραγμάτων δεν υπάρχουν.

Αυτό πια αν δεν είναι α-νόητο! Εδώ έχουμε την τελεολογία μιας ολότητας που δεν της αρκεί να «προλέγει» τι είναι το δυνατόν υπαρκτό, αφού οι όροι λειτουργίας του κλειστού συστήματος που πραγματεύεται προϋποθέτουν προκαθορισμένους κι απαραβίαστους όρους και όρια, αλλά θέλει να προκαθορίσει και το ανύπαρκτο, δηλαδή το απόλυτα α-νόητο, αυτό που «δεν λέγεται». Ο συγγραφέας μας ούτε την έννοια της τελεολογίας δεν αντιλαμβάνεται. Τελεολογικά μπορεί να οριστεί το φαινομενικό «γίγνεσθαι» της ολότητας κλειστού συστήματος, αλλά όχι κι ό,τι δεν θα μπορούσε να γίνει. Αυτό αφορά το «έξω» από το σύστημα της ολότητας που είναι ο κόσμος και αυτό το «έξω» είναι ανοικτό άρα απειροστικό και απροσδιόριστο.

2.063  Η σύνολη πραγματικότητα είναι ο κόσμος.

Η πραγματικότητα και ο κόσμος δεν είναι ένα σύνολο αλλά Όλον σε συνεχές γίγνεσθαι, όπου κόσμος και πραγματικότητα καταλύονται-συντιθέμενα όντας Αυτά-Άλλα-Αλλού.  Έτσι το όλον ουσιαστικά είναι μια ακαριαία έκρηξη αλλαγής και συγχρόνως επαναφορά, συνιστώντας το ακίνητο και ακαριαίο. Άρα είναι η αντίφαση καθαυτή.

2.06     Η ύπαρξη και η μη ύπαρξη καταστάσεων πραγμάτων είναι η πραγματικότητα.  (Την ύπαρξη ονομάζουμε θετικό και τη μη ύπαρξη αρνητικό).

Δεν μπορώ να δεχτώ ότι η ύπαρξη είναι το θετικό και η μη-ύπαρξη το αρνητικό. Η επίστήμη έχει δείξει ότι το αρνητικό υπάρχει άλο τόσο όσο το θετικό.  Κι ενώ η έννοια περί της ύπαρξης κατάστασης πραγμάτων, όπως την έχει ορίσει, είναι άκρως ασαφής, της βάζει δίπλα και την μη ύπαρξη κατάστασης πραγμάτων, που είναι πια τελείως αόριστη όντας ανύπαρκτη, για να μπορεί να υπάρχει και η αρνητικότητα στο γλωσσικό προγεφύρωμα που θα κάνει.  Και δεν αρκεί που μιλάει για μιαν αόριστη «κατάσταση πραγμάτων», μαζί με την ανύπαρκτη «συντίθεται» κι η έννοια κόσμος, ο κόσμος που είναι η πιο γνωστή και προσιτή έννοια στον καθένα, μα ουσιαστικά η πιο άγνωστη κι αόριστη. Κι όλα τελικά αυτά συνθέτουν μια «πραγματικότητα» τόσο ταλαιπωρημένη που θα της ήταν σωτήριο να νοείται χωρίς αυτούς τους αφοριστικούς «προσδιορισμούς».  Επισημαίνω επίσης ότι απέχει από την επιστημονικότητα.

2.061    Οι καταστάσεις πραγμάτων είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους.
2.062  Από την ύπαρξη ή τη μη ύπαρξη μιας κατάστασης πραγμάτων δεν μπορούμε να συμπεράνουμε την ύπαρξη ή την μη ύπαρξη μιας άλλης.

Γιατί; γιατί έτσι!  Ενώ αφήνει να εννοηθεί ότι η ολότητα καταστάσεων πραγμάτων καθορίζει ακόμα και τις καταστάσεις πραγμάτων που δεν υπάρχουν ως μια ολότητα που είναι ο κόσμος κι πραγματικότητα· και που  υποτίθεται ότι αυτό ως Όλον θα είχε μια λειτουργική σχέση, εδώ μας πληροφορεί ότι αυτές οι καταστάσεις πραγμάτων, αδιαφορούν απόλυτα η μια για την άλλη.  Θέλει έτσι να βεβαιώσει την απόλυτή τους αντικειμενικότητά. Εδώ όμως πρέπει Α. να του υπενθυμίσουμε τη φιλισοφική ανάλυση του Πλάτωνα περί αυτού στον «Παρμενίδη» του, αλλά Β. και να του υποδείξουμε ότι οι φιλοσοφικές προτάσεις του «δεν έχουν σχέση με τις φυσικές επιστήμες και υπάρχουν σημεία που δεν τους έχει δώσει νόημα». Ακόμα θα ήταν πολύ επίπονο να ξαναγυρίσουμε πάλι στο «διάλογο» των Χιούμ και Καντ περί «της αρχής της αιτιότητας». Άσχετα με τις απόψεις αυτών των μεγάλων διανοητών, όμως η κλασική φυσική επιστήμη δέχεται το νόμο αυτό σαν αδιάψευστο. (Τουλάχιστον στην νευτώνεια και ντετερμινιστική της διάσταση), Αντίθετα η διαλεκτική δεν αρνείται αυτόν τον νόμο, αλλά τον δέχεται αμφίδρομα και πολυδιάστατα.

Στη συνέχεια θα μπει σε μιαν άλλη διάσταση της εργασίας του, και πρέπει να τονίσουμε ξανά ορισμένες προτάσεις που διευκρινίζουν τις προθέσεις του: [―6.522  Χωρίς άλλο υπάρχει αυτό που λέγεται και αυτό που δε λέγεται με λόγια. Είναι αυτό που δείχνεται, το μυστικό στοιχείο.  ―6.53 Η σωστή μέθοδος της φιλοσοφίας θα ήταν στην πραγματικότητα αυτή: Να μη λέμε τίποτα εκτός από αυτό που μπορεί να ειπωθεί, δηλαδή προτάσεις φυσικών επιστημών ―δηλαδή κάτι που δεν έχει να κάνει με φιλοσοφία― και κάθε φορά που κάποιος άλλος θα ήθελε να πεί κάτι μεταφυσικό, να του αποδεικνύουμε ότι άφησε σημεία στις προτάσεις του χωρίς να τους προσδώσει σημασία. Αυτή η μέθοδος δε θα ικανοποιούσε τον άλλον αφού δεν θα είχε το αίσθημα πως διδάσκεται φιλοσοφία, αλλά αυτή θα ήταν η μόνη αυστηρά σωστή μέθοδος. ―6.54 Για όποιον με καταλαβαίνει οι προτάσεις μου αποτελούν διευκρινίσεις, όταν με τη βοήθειά τους (πατώντας πάνω τους), τις υπερπηδήσει και προχωρήσει πέρα από αυτές, τελικά θα τις αναγνωρίσει πέρα από κάθε νόημα. (Θα λέγαμε ότι πρέπει να πετάξει μακριά την ανεμόσκαλα αφού πρώτα ανέβει μ’ αυτήν). Πρέπει να ξεπεράσει  αυτές τις προτάσεις και να δει τον κόσμο σωστά.
     Και από την εισαγωγή: ―…η αλήθεια των σκέψεων που εκφράζεται εδώ, μου φαίνεται απρόσβλητη και οριστική. Είμαι δηλαδή της γνώμης ότι στα κύρια σημεία έχω λύσει τα προβλήματα.]
      Λοιπόν υπάρχει τίποτα από αυτά που πρότεινε ως τώρα που να δικαιολογούν τους όρους που έχει θέσει;  Αφού ως τώρα λέει πράγματα τουλάχιστον με τρόπο που δεν λέγονται, αφού όλα όσα προτείνει δεν τα δικαιολογεί. Επίσης έστω και λιτά ορίζει ότι υπάρχουν πράγματα που δε λέγονται ―μιλώντας γι’αυτά―, όσο για τις προτάσεις των φυσικών επιστημών, «τις έχει γράψει στα παλιά του παπούτσια».
     Βέβαια ισχυρίζεται ότι οι προτάσεις του είναι διευκρινίσεις· (τι άλλο μπορεί να ήταν;) Όμως αντί να διευκρινίζουν συσκοτίζουν. Μάλιστα είναι «τόσο τελεσίδικες, που για να φιλοσοφήσουμε πρέπει να τις χρησιμοποιήσουμε σαν σκάλα κι αφού ανέβουμε στο ύψος αυτών των διεκρινίσεων, να την πετάξουμε γιατί η αλήθεια τους είναι οριστική και απρόσβλητη».   Από κει και πέρα λοιπόν μας επιτρέπει πια να φιλοσοφούμε λέγοντας ΤΙΠΟΤΑ, αφού «μόνο προτάσεις φυσικών επιστημών μπορούν να λέγονται».   Άρα αυτό το έργο φιλοδοξεί να είναι «τα προλεγόμενα για κάθε μελλοντική φιλοσοφία, που σεβόμενη τον εαυτό της παύει να είναι φιλοσοφία αλλά επιστήμη».    Επειδή όμως η κάθε επιστήμη πρέπει να έχει το δικό της τομέα έρευνας, στη φιλοσοφία μένει η Λογική της Γλώσσας. Από αρχαιοτάτων χρόνων όμως οι Έλληνες ασχολήθηκαν με τον τομέα αυτόν και όπως με όλες τις ασχολίες τους, εξαρχής όρισαν τη φιλοσοφία, εκτός απ’όλες τις άλλες φροντίδες της, ως τέχνη της νόησης.  Επειδή όμως γι’αυτούς  το Είναι το Νοείν και το Λέγειν συμπίπτουν, η φιλοσοφία διερεύνησε και την τέχνη του λόγου, αλλά και του λέγειν, ως Ρητορική.
     Όταν λοιπόν ο συγγραφέας μας ισχυρίζεται πως η φιλοσοφία είναι παρανόηση της λογικής της γλώσσας είναι αλαζόνας κι αδαής. Μήπως όλοι οι ως τότε φιλόσοφοι, όπως ο Ηράκλειτος, ο Παρμενίδης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Καντ, ο Χέγκελ κ.λπ. παρανόησαν την λογική της γλώσσας.   Γενικά αυτοί οι φιλόσοφοι μαζί με τη Λογική ασχολήθηκαν και με ποια γλώσσα, τα συμπεράσματά τους θα μπορούσαν να λεχθούν. Και μάλιστα απ’αυτούς οι Διαλεκτικοί όρισαν ότι ο Χώρος, ο Χρόνος, το Είναι, το Νοείν και το Λέγειν συμπίπτουν στο αέναο Γίγνεσθαι.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ  ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

2.1      Για το γεγονός σχηματίζουμε εικόνες.
2.11   Η εικόνα παρουσιάζει μια κατάσταση στο λογικό χώρο, δηλαδή την ύπαρξη και τη μη ύπαρξη καταστάσεων πραγμάτων.
2.12    Η εικόνα είναι ένα υπόδειγμα της πραγματικότητας.
2.13   Τα αντικείμενα έχουν μέσα στην εικόνα τα στοιχεία της εικόνας που τους αντιστοιχούν.
2.131  Τα στοιχεία της εικόνας υποκαθιστούν στην εικόνα να αντικείμενα.
2.14    Μια εικόνα συνίσταται στο πως τα στοιχεία της σχετίζονται μεταξύ τους με έναν ορισμένο τρόπο.

Ο συγγραφέας αφήνει την κοσμολογική του περιπλάνηση (που κατά τη γνώμη του είναι προτάσεις φυσικών επιστημών, ενώ κατά τη δική μου ένα απλοϊκό βάθρο μεταφυσικής) και με τις διευκρινίσεις του περί εικόνας, μπαίνει στην ατραπό της γνωσιολογίας, με μοναδικό όπλο την απλοϊκή βεβαιότητα του αδαούς. Η γνωσιολογία όμως σήμερα είναι πλέον ένα ακανθώδες πεδίο της νευροφυσικής επιστήμης.

2.15  Το πως τα στοιχεία της εικόνας συσχετίζονται μεταξύ τους μ’ορισμένο τρόπο, φανερώνει πως έτσι συσχετίζονται μεταξύ τους τα πράγματα. Ας ονομάσουμε τη σχέση των στοιχείων της εικόνας δομή και τη δυνατότητα της δομής, μορφή απεικόνησης.

Επειδή έχει «διευκρινιστεί» η σχέση των αντικειμένων στην κατάσταση πραγμάτων, όπως «οι κρίκοι της αλυσίδας» στο (2.03) κι επειδή αυτό είναι απλοϊκό κι ανεπαρκές που δεν αρμόζει σ’επιστημονικές προτάσεις, θα έπρεπε τουλάχιστον στο άλμα από την οντολογία στη γλώσσα να ήταν πιο σαφής: Η μετάβαση από την οντολογία στη γλώσσα δεν είναι ένα νοητικό παίγνιο, που με κάποιες διευκρινίσεις θέτουμε κάποιους όρους και αυτό λειτουργώντας έχει σαν αποτέλεσμα την πραγματικότητα. Για τέτοια θέματα υπάρχει ολόκληρη «νευροεγκεφαλική» επιστήμη, απεριόριστα σύνθετη, που σχετίζεται με την «αποκωδικοποίηση» και ανάλυση του DNA. ΄Όπου εκεί ακριβώς βρίσκονται «οι προτάσεις της επιστήμης».

2.151― 2.1511  Η μορφή της απεικόνισης, είναι η δυνατότητα να σχετίζονται τα πράγματα μεταξύ τους, όπως σχετίζονται τα στοιχεία της εικόνας.―Μ’αυτόν τον τρόπο  η εικόνα  συνδέεται με την πραγματικότητα φτάνει ως αυτήν.
2.1512   Τοποθετείται σαν μετρικός κανόνας  πάνω στην πραγματικότητα.
2.15121 Έτσι  στην εικόνα ανήκει ακόμα και η απεικονιστική σχέση που την κάνει να είναι εικόνα.
2.1514   Η απεικονιστική σχέση αποτελείται απ’το συνταίριασμα των στοιχείων της εικόνας και των πραγμάτων.
2.1515   Τα συνταιριάσματα αυτά είναι κάτι σαν κεραίες των στοιχείων της εικόνας, με τις οποίες η εικόνα αγγίζει την πραγματικότητα.
2.16      Το γεγονός για την εικόνα, πρέπει να έχει κάτι κοινό με το απεικονιζόμενο.
2.161    Στην εικόνα και το εικονιζόμενο πρέπει να υπάρχει κάτι ταυτόσημο, ώστε γενικά το ένα να μπορεί να είναι εικόνα του άλλου.
2.17      Αυτό  που η εικόνα  πρέπει να έχει κοινό με την πραγματικότητα, ώστε να μπορεί να την απεικονίζει σωστά ή λαθεμένα, είναι η απεικονιστική μορφή της εικόνας.
2.171   Κάθε πραγματικότητα της οποίας η εικόνα έχει τη μορφή, μπορεί η εικόνα να την απεικονίζει. Η χωροδιάστατη εικόνα απεικονίζει κάθετί χωροδιάστατο, η χρωματιστή κάθετί χρωματιστό κλπ.
2.172    Η είκονα όμως δε μπορεί να απεικονίζει την απεικονιστική μορφή της·  τη δείχνει.
2.173    Η εικόνα παριστάνει το θέμα της από θέση έξω από αυτό (η θέση είναι η παραστατική μορφή της), γι’αυτό η εικόνα παριστάνει το θέμα της σωστά ή λαθεμένα.
2.174    Η εικόνα όμως δε μπορεί να τοποθετηθεί εξω απ’την παραστατική μορφή της.

Τόσο απλά! «Δένουμε γύρω από τη μέση μας τύμπανα κι έχουμε μπροστά μας ένα φλεγόμενο δοχείο με δάδες στην άκρη αναμμένες. Χορεύουμε γύρω απ’το φλεγόμενο δοχείο μιμούμενοι με τα τύμπανα τους κεραυνούς, πετώντας στον ουρανό ψηλά τις φωτιές για να αστράφτει».  Αυτή είναι η αλάθητη μέθοδος του Μάγου Βροχοποιού που θα φέρει τη βροχή. Μέθοδος ηδονική αφού νομίζει πως κοινωνεί των δυνάμεων του σύμπαντος, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
 ―Η απεικόνιση του κόσμου στον εγκέφαλο είναι πολύ σύνθετη και άπτεται μιας απύθμενης νευροεγκεφαλικής πλοκής. Η επιστήμη βρίσκεται στο σωστό δρόμο, αλλά δεν έχει φτάσει ακόμα στο στόχο της. Επίσης σχετίζεται με την αποκωδικοποίηση της πλοκής του DNA.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ

2.18   Αυτό που κάθε εικόνα, αδιάφορο ποιας μορφής, πρέπει να έχει κοινό με την πραγματικότητα για να μπορεί γενικά να την απεικονίζει, σωστά ή λαθεμένα είναι η λογική μορφή δηλαδή η μορφή της πραγματικότητας.

Όταν χαραχτηρίζουμε τη δυνατή σχέση εικόνας και πραγματικότητας ως «λογική μορφή, δηλαδή μορφή της πραγματικότητας», οι φράσεις «αδιάφορο ποιάς μορφής» και «σωστά ή λαθεμένα», αντιφάσκουν με το νόημα ή περιττεύουν. Όταν ο «αφορισμός» περιορίζει τη μορφή της εικόνας στη λογική, η φράση «αδιάφορο ποιάς μορφής» περιλαμβάνοντας έτσι και την παράλογη μορφή αντινομεί με τον εαυτό της· κι η φράση «σωστά ή λαθεμένα» που σχετίζεται με την πραγματικότητα, (η οποία είναι το υπάρχον και άρα το σωστό), αντινομεί με τον εαυτό του ως «λαθεμένο», έτσι η έκφραση «λαθεμένα» περιττεύει κι επειδή περιττεύει το «λαθεμένα», περιττεύει και το «σωστά», περιττεύει και όλη η συζήτηση γύρω απ’αυτό. (Αυτό περί σαφήνειας).

2.181  Αν η μορφή της απεικόνισης είναι η λογική μορφή, τότε η εικόνα ονομάζεται λογική εικόνα.

Αν ως λογική της πραγματείας του ορίζεται ο ορθολογισμός, κάτι που το προηγηθέν οντολογικό υπόβαθρο δε μας αφήνει να υποθέσουμε τίποτε άλλο, τότε η Νόηση, ο Λόγος και το Είναι, δηλαδή η πραγματικότητα, η εικόνα και η γλώσσα, πρέπει να συμπίπτουν. Τότε μόνη μορφή απεικόνισης μπορεί να είναι η ορθολογική κι έτσι άλλη απ’αυτή τη «λογική εικόνα» δεν υπάρχει. Άρα καί ο όρος 2.182 είναι καταχρηστικός, δίνοντας μόνον επίφαση επιστημονική εκεί που δεν υπάρχει ή «ψαρεύει σε θολά νερά».   Αν λογική μιας άλλης πραγματείας είχε οριστεί η διαλεκτική, τότε επειδή οι όροι και τα στοιχειώδη της θα ήταν αντιφατικά, η Νόηση, ο Λόγος και το Είναι θα συνέπιπταν, αλλά θα υπερπηδούσαν τον στερεότυπο χαραχτήρα του ορθολογισμού· οι «λογικές εικόνες» θα ήταν εν τω γίγνεσθαι και κάθε μια εν δυνάμει άπειρη.

2.182  Κάθε εικόνα είναι και λογική εικόνα.  (Αντίθετα κάθε εικόνα δεν είναι χωροδιάστατη).

Επιβεβαιώνει εδώ την παρατήρησή μου για το 2.181. Επίσης στη φράση «κάθε εικόνα δεν είναι χωροδιάστατη» πρέπει να ορίσει πως εννοεί τη λέξη «χωροδιάστατη», αλλιώς αντινομεί προς τη λογική που δείχνει να έχει επιλέξει. Σύμφωνα με τον σύγχρονο ορθολογισμό, που ως οντολογικό υπόβαθρο όρισε στην πραγματεία του, αλλά και τις προτάσεις της φυσικής επιστήμης, που όρισε ως κανόνα στο λέγειν του, δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα ξέχωρα από την έννοια του χωρό-χρονου. Αυτά συνιστούν μια λειτουργική ενότητα, όπου μέσα την όλα συνυπάρχουν.

2.19      Η λογική εικόνα μπορεί να απεικονίζει τον κόσμο.
2.2        Η εικόνα έχει με το απεικονιζόμενο κοινή τη λογική μορφή απεικόνισης.
2.201    Η εικόνα  απεικονίζει την πραγματικότητα,  με το να παριστάνει μια δυνατότητα για την ύπαρξη και τη μη ύπαρξη καταστάσεων πραγμάτων.

Η απεικόνιση της πραγματικότητας συμπίπτει με τη δυνατότητα της “παράστασης της ύπαρξης κατάστασης πραγμάτων”, όχι όμως της μη ύπαρξης αφού η μη ύπαρξη δεν απεικονίζεται. Θέλοντας να περάσει καί την έννοια της άρνησης του λόγου στο «σύστημά» του, αντινομεί με το λογικό υπόβαθρο της οντολογίας που το στηρίζει.  Όλη η συζήτηση περί του μη-Είναι ως υπαρκτού ανάγεται στη Εγελιανή Λογική, που το όλοο σύστημα του Βιττγκενστάιν δεν μπορεί να αφομοιώσει. Το άλμα που επιχειρεί από την εικόνα στο λόγο είναι αγοραίο.

2.202  Η εικόνα παριστάνει μια δυνατή κατάσταση στο λογικό χώρο.
2.203  Η εικόνα περιέχει τη δυνατότητα της κατάστασης που παριστάνει.
2.21    Η εικόνα συμφωνεί ή δε συμφωνεί με την πραγματικότητα· είναι σωστή ή όχι, αληθής ή ψευδής.
2.22   Η εικόνα παριστάνει αυτό που παριστάνει, με την απεικονιστική της μορ-φή, ανεξάρτητα από την αλήθεια ή το ψεύδος.
2.221  Αυτό που η εικόνα παριστάνει είναι το νόημά της.      
    Ενώ στο :  6.45 Το νόημα του κόσμου βρίσκεται έξω απ’αυτόν.
Στο 2.04,  «Η ολότητα των υπαρχουσών καταστάσεων, είναι ο κόσμος», και στο 2.061,  «αυτές είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους»

Άρα ο κόσμος δεν είναι Όλον (Μια Ουσία) αλλά Σύνολο και άρα ξέχωρες εικόνες νοημάτων· κι ως εικόνες, περιέχουν το νόημά τους, (που όμως είναι και νόημα του κόσμου).  Πως λοιπόν ισχυρίζεται στο 6.45 ότι «το νόημα του κόσμου βρίσκεται έξω απ’αυτόν»;
      Εγώ στο αλλοπρόσαλλο περί εικόνας, βλέπω μιαν απέλπιδα προσπάθεια απ’την εικόνα ως δυνατότητα αντανάκλασης της πραγματικότητας, μετά την αποδοχή της δυνατότητας απεικόνισης και του ψεύδους (του μη υπαρκτού).  Κι αυτή ν’αυτονομείται για να γίνει υποκείμενο της σχέσης εικόνας-πραγματικότητας. Νομίζω ότι αυτός είναι ένας αγοραίος τρόπος γένεσης της «Λογικής της Γλώσσας» ως αυτόνομης.

2.222    Η αλήθεια ή η μη αλήθεια της έγκειται στη συμφωνία ή τη μη συμφωνία του νοήματος με την πραγματικότητα.
2.223   Για να γνωρίσουμε αν η εικόνα είναι αληθείς ή ψευδής, πρέπει να την συγκρίνουμε με την πραγματικότητα.

Δίνεται η εντύπωση εδώ, ότι η εικόνα έχει «γεννηθεί» από μόνη της (που έρχεται από μέσα) και πρέπει εκ των υστέρων να επιβεβαιώνεται η αντιστοιχία της με την πραγματικότητα. Αντίθετα όμως υποτίθεται πως η εικόνα δημιουργείται σαν αντανάκλαση της πραγματικότητας στον εγκέφαλο. Πρέπει λοιπόν κατά τη διαδικασία της δημιουργίας της να παραβάλλεται συνεχώς με την πραγματικότητα· έτσι η σχέση εικόνας και πραγματικότητας δε μπορεί ποτέ να είναι απόλυτα σαφής που μπορεί απόλυτα να στηριχτεί επάνω του μια θετική πρόταση. Αφού η σχέση εικόνας και πραγματικότητας είναι ένα συνεχές γίγνεσθαι που θεωρητικά δεν τελειώνει ποτέ γιατί ο κόσμος συνεχώς αλλάζει.  Δεν μπορεί λοιπόν να ισχύει η απόφανσή του πως: ό,τι μπορεί γενικά να ειπωθεί, μπορεί να ειπωθεί με σαφήνεια και για όσα δεν μπορεί να μιλά κάποιος, πρέπει να σωπαίνει, αφού τότε δεν πρέπει να μιλάμε για τίποτα, (επειδή όλα συνεχώς αλλάζουν).

2.224  Δεν είναι δυνατόν να γνωρίσουμε αν η εικόνα είναι αληθής ή ψευδής μόνο από την εικόνα.
2.225  Δεν υπάρχει μια a priori αληθείς εικόνα.
3         Κάθε σκέψη είναι λογική εικόνα των γεγονότων.
3.01   «Μια κατάσταση πραγμάτων είναι νοητή», αυτό θα πει: μπορούμε γι’αυτή να σχηματίσουμε  μια εικόνα.

Βλέπουμε η έννοια της εικόνας να ξεχειλώνει, να τραβιέται σαν νάιλον κάλτσα και να παίρνει όποια μορφή τον βολεύει χωρίς να το δικαιολογεί. Απ’την ουσιαστική απεικόνιση της πραγματικότητας, ολισθαίνει σιγά-σιγά στο υπόδειγμα της ουσίας και τελικά «απεικονίζει» ακόμα και το μη υπάρχον.  Μετά απ’αυτό, δηλαδή όταν η ουσιαστικότητα γίνεται νόημα, μπορεί να γίνει σκέψη, που τότε χρειάζεται επαλήθευση απ’την πραγματικότητα. (Αυτό το δικαιούται, αφού όταν γίνει νόημα, μπορεί πλέον να παρουσιάζει εκτός απ’το υπάρχον και το μη υπάρχον).       Εμένα αυτό μου φαίνεται απλοϊκό, δε με ικανοποιεί λογικά κι αναρωτιέμαι πως διανοητές και φιλόσοφοι, συγκλονίστηκαν παραληρώντας με θαυμασμό.  Είναι ένας μεταφυσικός και μάταιος τρόπος να απαλλαγεί μια μεταφυσική γλώσσα απ’τη μεταφυσική. Αφού καμιά απ’τις προτάσεις του δε στηρίζονται στη φυσική επιστήμη και το πείραμα (όπως μας υποσχέθηκε).  Τα θεμέλια της ορθολογικής τυπικότητας στην οποίαν στηρίζεται η λογική της γλώσσας του αντινομούν, γιατί αντίθετα με τις απόψεις του ο κόσμος αντιφάσκει.

3.02    Μια σκέψη περιέχει τη δυνατότητα της κατάστασης την οποία σκέφτεται. Ότι είναι νοητό είναι και δυνατό.
3.03  Δεν μπορούμε να σκεφτούμε τίποτα μη λογικό, γιατί τότε θα έπρεπε να σκεφτόμαστε μη λογικά.
3.031  Ειπώθηκε κάποτε πως ο Θεός μπορεί να δημιουργεί τα πάντα, εκτός από αυτό που θα ήταν αντίθετο στους νόμους της λογικής. Δεν θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε ότι θα φαινόταν ένας κόσμος μη λογικός.

Το 3.02 πρέπει να δικαιολογηθεί. Όπως προσπάθησαν να κάνουν ο Χέγκελ, ο Καρτέσιος και ο Παρμενίδης.  Όπως βέβαια καί το 3.03, γιατί τότε όλη η πραγματεία του θα ήταν περιττή, όπως και «η επιστήμη της λογικής της γλώσσας» η οποία μας προφυλάσσει από παράλογα λεγόμενα που δεν είναι προτάσεις της επιστήμης.      Μια λοιπόν που αναφέρεται στην περίπτωση αυτή κι ο Θεός, ας θυμηθούμε τα κατορθώματά του. Είναι όλα, ακόμα και η ύπαρξή του πέραν της λογικής. Η σύλληψη περί υπάρξεως του Θεού όπως και η δημιουργία του κόσμου δια του λόγου, ακόμα και κάθε του επέμβαση είναι παράλογη. Όποτε θέλει σταματά τη κίνηση του ήλιου, χωρίς να συμβεί τίποτα άλλο κι όποτε στρέφει το βλέμμα του επί της γης αυτή τρέμει. Βλέπουμε λοιπόν ότι και αυτοί που συνέταξαν την παλιά διαθήκη παραλογίζοντο κατ’εξακολούθηση αλλά δεν έπαθαν τίποτα, γιατί «ο κόσμος είναι ο κόσμος τους» κι ο δικός τους κόσμος έχει τη «δική του παράλογη λογική». Και μετά από τόση επιστημονική πρόοδο, αυτό μπορούν να το κάνουν και διανοητές όπως ο συγγραφέας μας, χωρίς αρνητικές συνέπειες, αλλά αντίθετα να τους επιβραβεύουν κι όλοι μαζί να ηδονίζονται αλαλάζοντας με την παράλογη «λογική» του.

3.0321 Μπορούσαμε βέβαια να παραστήσουμε στο χώρο μια κατάσταση πραγμάτων που να αντιβαίνει στους νόμους της φυσικής αλλά όχι στους νόμους της γεωμετρίας.

Δηλαδή πάει περίπατο ο περίφημος αφορισμός του «περί της εγκυρότητας των φιλοσοφικών προτάσεων μόνον αν είναι προτάσεις της φυσικής επιστήμης».
       Η σύγχρονη φυσική περιγράφεται σήμερα με κάποια γεωμετρία, έτσι φυσική και γεωμετρία έχουν κοινό τη λογική.  Η γεωμετρία είναι η αφηρημένη λογική της φύσης που απορρέει απ’την αποκωδικοποίηση του κληρονομικού γνωστικού μας μηχανισμού μέσω της εμπειρίας. Τίθεται όμως και θέμα «είδους γεωμετρίας», αφού η «κατάσταση πραγμάτων» στη Λομπετσέφσκια γεωμετρία, μπορεί ν’αντιβαίνει στους νόμους της Ευκλείδειας.   Αφού όμως πιάσαμε αυτό το θέμα θα πω ότι: ακόμα κι ο ορθολογισμός, δηλαδή η λογική που ο Wittgenstein θεωρεί «καθαυτή Λογική» έχει χαραχτηριστεί απ’τον Ηράκλειτο παράλογη. Αφού βλέπει τον κόσμο συμβατικά ακίνητο, ενώ αυτός είναι εν τω γίγνεσθαι.  Έτσι δε συμφωνεί με τους κανόνες της φύσης, αλλά αν το ψάξουμε καλά ούτε με τους νόμους της γεωμετρίας ως πραγματικής.
      Ο Ζήνων έδειξε ορθολογικά ότι «τα πράγματα δεν κινούνται ούτε στον τόπο που βρίσκονται ούτε στον τόπο που δεν βρίσκονται» και με τα «παράδοξά του», ξετίναξε τη Λογική όπως την αντιλαμβάνετο ο Wittgenstein. Επίσης ο Μεγάλος ορθολογιστής Πλάτων στον «Παρμενίδη» του, υπονόμευσε σε όλες τις θεμελιώδεις έννοιές του, τον ορθολογισμό.
      Η λογική που ο Wittgenstein θεωρεί «Λογική», διαψεύδεται απ’τη φύση και το παγκόσμιο γίγνεσθαι κι ο Θεός του, που κάποιες φορές επικαλείται, τη διαψεύδει κατά συρροήν αφού κάθε κρίσιμη στιγμή παρεμβαίνει με το θαύμα.  Ακόμα κι η ευρωπαϊκή παράδοση δεν δέχεται δυνατή την πρόσβαση στα καθαυτά όντα αλλά στα φαινόμενά τους, έτσι ο ορθολογισμός υποβιβάζεται σ’ένα είδος καπρίτσιου φαινομενολογικού, αφού παραδέχεται πως δεν μπορεί να πραγματεύεται την ίδια την ουσία αλλά την φαινομενική αντανάκλασή της.        Η εργασία του Wittgenstein λοιπον θέλει πολλές διευκρινίσεις για όσα πραγματεύεται κι επειγόντως τι εννοεί με την έννοια «λογική».  Όλ'αυτά τα περί «Λογικής της Γλώσσας», τα περί σαφήνειας και περί της χρήσης των λέξεων «πέραν της συνήθειας», που θέλει να μας διδάξει, πρέπει να τα εφαρμόσει πρώτα ο ίδιος.        Η πιο μοντέρνα μορφή φιλοσοφίας δηλαδή η τέχνη του νοείν, που ο Wittgenstein πιστεύει ότι πραγματεύεται, έχει ήδη εξαντληθεί από τον «διάλογο» των δύο μεγάλων βάρδων της λογικής και της φιλοσοφίας, Παρμενίδη και Ηράκλειτο δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν.  Όσο για τη «λογική της γλώσσας» ως επιστήμη, την έχουν εξαντλήσει στην πράξη ορθολογικά οι γραμματικοί της Αλεξάνδρειας αλλά και διαλεκτικά (αντιφατικά) ο Ηράκλειτος, όπως και τη ρητορική τους, την τέχνη του λέγειν.
     Θα τον είχε ωφελήσει η μελέτη της αττικής διαλέκτου, που οι αλεξανδρινοί οργάνωσαν ως «κοινή» και την οποίαν ο ευρωπαϊκός σοβινισμός δεν έχει ακόμα αποδεχθεί ως παγκόσμια.

3.04   Μια a priori σωστή σκέψη, θα ήταν μια σκέψη από τη δυνατότητα της οποίας, θα εξαρτιόταν η αλήθεια της.
3.05  Μόνον έτσι θα μπορούσαμε να ξέρουμε a priori πως μια σκέψη είναι αληθής: όταν από την ίδια τη σκέψη (χωρίς αντικείμενο σύγκρισης) θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε την αλήθεια της.

Προκλητικά παραβλέπει όσα περί σαφήνειας και επιστημονικότητας έχει διακηρύξει.  Άραγε θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί χωρίς μια συσσωρευμένη κληρονομική συγκριτική εμπειρία; όχι βέβαια! Ο άνθρωπος ως αποτέλεσμα του παγκόσμιου γίγνεσθαι περιέχει κωδικά στο DNA του όλη την εξελικτική γραφή του παγκόσμιου γίγνεσθαι, έτσι γνωρίζει γιατί το Όλον είναι γεγραμμένο κωδικά μέσα του. Στην περίπτωση αυτή ότι χαραχτηρίζεται a priori, είναι κάτι «κληρονομικά a posteriori». Δε μπορεί να υπάρξει κρίση ολοκάθαρη από εμπειρία ή έστω από εμπειρία κληρονομικά κωδικοποιημένη, όπως θεωρείται «η εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα του όντος».

ΑΠΟ ΤΗ ΛΟΓΙΚΗ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

3.1   Στην πρόταση, η έκφραση της σκέψης γίνεται αντιληπτή απ’ τις αισθήσεις. 3.11 Το σημείο της πρότασης που γίνεται αντιληπτό απ’τις αισθήσεις (φθόγγος ή γράμμα), το χρησιμοποιούμε σαν προβολή της δυνατής κατάστασης. Η μέθοδος της προβολής είναι να σκεπτόμεθα το νόημα της πρότασης.
3.12  Το σημείο με το οποίο εκφράζουμε μια σκέψη ονομάζω προτασιακό σημείο.  Κι η πρόταση είναι το προτασιακό σημείο στην προβολική του σχέση με τον κόσμο.
3.13 Στην πρόταση ανήκει ό,τι ανήκει στην προβολή· όχι όμως το προβαλλόμενο. Δηλαδή η δυνατότητα του προβαλλομένου, αλλά όχι αυτό το ίδιο.  Έτσι στην την πρόταση δεν περιέχεται ακόμα το νόημά της, αλλά η δυνατότητα για την πρότασή του. («Περιεχόμενο της πρότασης» θα πεί: περιεχόμενο της πρότασης που έχει νόημα). Στην πρόταση περιέχεται η μορφή μα όχι το περιεχόμενο του νοήματος της πρότασης. (συμπήρωμα δικό μου: το κρύβει γιατί είναι μπορεί να το κλέψουν. Εγώ νομίζω ότι νόημα και πρόταση συμπίπτουν, αλλιώς δε θα υπήρχε Λόγος).
3.14 Το προτασιακό σημείο συνίσταται στο πως συσχετίζονται κατά έναν ορισμένο τρόπο μεταξύ τους, τα στοιχεία του, οι λέξεις. Το προτασιακό σημείο είναι ένα γεγονός.

Σ’ένα έργο αποφθεγματικό σαν αυτό, οι λέξεις είναι βαρυσήμαντες όντας οχήματα σαφών νοημάτων. Ας δούμε τη χρήση που κάνει στην έννοια «γεγονός» στο έργο. Ξεκινά έχοντας οντολογικό χαραχτήρα, όπου στο 1.1: «Ο κόσμος είναι η ολότητα των γεγονότων κι όχι των πραγμάτων», στο 2.034: «Η δομή των γεγονότων αποτελείται από καταστάσεις πραγμάτων», στο 2: «Αυτό που συμβαίνει κάθε φορά, το γεγονός, είναι η ύπαρξη καταστάσεων πραγμάτων», στο 2.06: «Η ύπαρξη ή μη καταστάσεων πραγμάτων είναι η πραγματικότητα. (Η ύπαρξη ή μη ύπαρξη καταστάσεων  πραγμάτων  ονομάζεται  αναλόγως αρνητικό ή θετικό γεγονός)».      Από εκεί, στο 2.1 το νόημα της λέξης γεγονός μετακινείται λάθρα απ’την ουσία στην απεικόνηση κι από κει στο προτασιακό σημείο της γλώσσας.όπου: «Τα γεγονότα σχηματίζουν εικόνες», ή 2.12: «Η εικόνα είναι υπόδειγμα της πραγματικότητας», ή 2.141: «Η εικόνα είναι ένα γεγονός» ή στο 3.14  «Το προτασιακό σημείο είναι ένα γεγονός».  Επίσης ο προσδιορισμός της έννοιας γεγονός σε σχέση με τις άλλες έννοιες δεν είναι όσο μας υπόσχεται σαφής, γιατί ο συσχετισμός τους σιγά-σιγά ξεχειλώνεται προκλητικά.

3.141  Η πρόταση δεν είναι συνονθύλευμα από λέξεις. (Όπως το μουσικό θέμα δεν είναι συνονθύλευμα από τόνους).  Η πρόταση είναι διαρθρωμένη.

Είναι φυσικό αφού εκφράζει σκέψεις (3.12) κι οι σκέψεις έχουν λογική δομή.

3.142  Μόνο γεγονότα μπορούν να εκφράζουν ένα νόημα, μια ομάδα ονομάτων δεν μπορεί.  (Only facts can express a sense, a set of names cannot).

Τα γεγονότα εδώ μετετρέπονται σε υποκείμενα που μπορούν να εκφράζουν. (Δεν τηρεί ο ίδιος τους κανόνες του περί της απόρριψης του λέγειν ως συνήθειας δημιουργώντας σύγχυση). Ο άνθρωπος εκφράζει το νόημα των γεγονότων μέσα στον λόγο.  Η λογική, το νόημα, η εικόνα κι η γλώσσα, δεν έχουν καμία αυτονομία απ’τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Αυτό πρέπει να τονίζεται, ώστε η πραγματεία να μην διολυσθαίνει λαθραία στον Ιδεαλισμό. Τονίζω αυτό γιατί κάποιοι αυτονομούν τη γλώσσα από τον άνρωπο, θεωρώντας ότι η “Λογική της Γλώσσας” από μόνη της, μπορεί να οδηγεί στην αλήθεια.

Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ

Στη συνέχεια ο συγγραφέας ξανανακαλύπτει τη γραμματική και τη λογική της σύνταξη γεννώντας μια νέα γλώσσα και γραφή, η οποία πολυδιαφημίστηκε αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε. Σχεδόν όλα τα Νεοβιττγκενστάνια έργα, συνεχίζουν την τακτική του ίδιου του Wittgenstein: διευκρινίζουν τη σκέψη του, αλλά ποτέ δεν τολμούν αυτό που δεν τόλμησε κι ο ίδιος. Δηλαδή να μιλήσει τη γλώσσα που ο ίδιος ευαγγελίζεται.

3.143  Το πως το προτασιακό σημείο είναι ένα γεγονός, αποκρύπτεται από τη συνηθισμένη μορφή έκφρασης γραφής ή τυπογραφίας.  Στην τυπωμένη πρόταση π.χ. δεν φαίνεται ουσιαστικά διαφορετικό από τη λέξη. (Έτσι ο Frege μπόρεσε να ονομάσει την πρόταση: σύνθετο όνομα).
3.1431 Η ουσία του προτασιακού σημείου γίνεται πολύ σαφής, αν το φανταστούμε συντεθημένο όχι από σημεία γραφής, αλλά από χωροδιάστατα αντικείμενα (όπως τραπέζια, καθίσματα, βιβλία). Η διάταξη αυτών των πραγμάτων στο χώρο εκφράζει το νόημα της πρότασης.
3.1432  Αντί: «Το σύνθετο σημείο <αRβ>» να λέει πως «το <α> βρίσκεται σε μια ορισμένη σχέση R ως προς το <β>», να λέει ότι «το <α> βρίσκεται σε μιαν ορισμένη σχέση ως πρός το <β>», να λέει: «<αRβ>».
3.144  Μπορούμε να περιγράφουμε τις καταστάσεις αλλά όχι να τις ονομάζουμε.
(Τα ονόματα μοιάζουν με τελείες, οι προτάσεις με βέλη, δηλαδή έχουν νόημα εξελίσσονται)

Η λέξη «κατολίσθηση» ονομάζει περιγράφοντας μια κατάσταση. Η γλώσσα θα πτώχαινε πολύ αν αποφεύγαμε τέτοιες ονομασίες καταστάσεων.
     Ακόμα το παράδειγμα των «τελειών και βελών», που θυμίζει μια μαθηματική τυπικότητα μέσα στην φιλοσοφική ορθολογική τυπικότητα (μια τυπικότητα μέσα σε τυπικότητα), δεν τηρεί τους όρους περί σαφούς περιγραφής των κατάστασεων. Η αξία αυτής της παρομοίωσης είναι πτωχή μη επιτρέποντας να είναι τόσο σαφής, όπως ένα απόλυτα σαφές επιστημονικό κείμενο επιθυμεί. Αυτή η αντιμεταφυσική συμβολική μαθηματική γλώσσα, απ’ό,τι γνωρίζω δεν το πέτυχε αφού η επιστήμη δεν την χρειάστηκε για ν’ανοίξει νέους ορίζοντες, αλλά χρησιμοποιείται σε παρωχημένες επιστημονικές περιγραφές ντετερμινιστικών συναρτήσεων. Η ντετερμινιστική τυπική αντικειμενικότητα όμως αμφισβητείται πλέον απ’την σύγχρονη επιστήμη σαν εργαλείο σαφούς περιγραφής, αφού ο κόσμος στο βάθος του είναι πολύ διαφορετικός απ’ ότι τον συνέλαβαν οι νεοθετικιστές αλλά κι ο Βιττγκενστάιν. Στον νέο κόσμο όπου μεσου-ρανούν οι θεωρίες της σχετικότητας και των κβάντα ο ντετερμινισμός κι η ορθογική αντικειμενικότητα έχουν υποβιβαστεί σε συμβατικό εργαλείο καθημερινότητας που όμως απέχει από τις σύγχρονες και προωθημένες επιστημονικές εξελίξεις.

3.2       Στην πρόταση, μια σκέψη μπορεί να εκφράζεται έτσι ώστε, στα αντικείμενα της  σκέψης  να αντιστοιχούν στοιχεία του προτασιακού σημείου.
3.201   Αυτά τα στοιχεία ονομάζω «απλά σημεία» και την πρόταση «πλήρως αναλυμένη».
3.202   Ονόματα λέγονται όλα τ’απλά σημεία που χρησιμοποιούνται στην πρόταση.
3.203    Ένα όνομα σημαίνει ένα αντικείμενο. Το αντικείμενο είναι η σημασία του.  («Α» είναι το ίδιο  σημείο όπως «Α»).
3.22     Το όνομα υποκαθιστά στην πρόταση το αντικείμενο.

Θα παραβάλλω εδώ ένα μικρό μέρος από τα «Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική Μεταφυσική» του Κάντ για διευκρίνιση: [...γιατί αυτή η επιστήμη (η Μεταφυσική) έχει κάτι ιδιαίτερο κατά την παραγωγή των απριορικών γνώσεων, κάτι που πρέπει να διακριθεί απ’ότι έχει κοινό με άλλες νοητικές γνώσεις· η πρόταση πχ.: «Κάθετί μέσ’τα πράγματα που είναι υπόσταση, είναι μόνιμο» είναι συνθετική και κατεξοχήν μεταφυσική πρόταση. Αν σύμφωνα με ορισμένες αρχές συγκεντρωθούν, οι απριορικές έννοιες που αποτελούν το οικοδομικό εργαλείο της Μεταφυσικής, η ανάλυση αυτών των εννοιών έχει μεγαλη αξία· μια τέτοια ανάλυση μπορεί να παρουσιάζεται ως ιδιαίτερο τμήμα (τρόπον τινά ως philosophia definitiva ―Φιλοσοφία των ορισμών), γιατί περιέχει μόνο αναλυτικές προτάσεις, που ανήκουν στη μεταφυσική κι είναι τμήμα ξεχωριστό από όλες τις συνθετικές προτάσεις που γεννιόνται με βάση τις απριόρικες έννοιες, όταν τούτες αναλυθούν. Έτσι συμπεραίνουμε ότι η Μεταφυσική ασχολείται με συνθετικές προτάσεις a priori κυρίως και μόνον αυτές αποτελούν τον σκοπό της·  για να επιτύχει το σκοπό της  η μεταφυσική χρειάζεται πολλές αναλύσεις των εννοιών της, συνεπώς αναλυτικές κρίσεις,..].     Εδώ βλέπουμε μια διαβολική ομοιότητα, τρόπον τινά μια «philosophia definitiva», που αν την ψάξει κάποιος καλά διαπιστώνει ότι δεν αρκούν οι προσφερόμενες διευκρινίσεις για να ξεφύγει από τη μεταφυσική, χρειάζονται πολλές άλλες.  Έτσι στο 2.02 όπου: «το αντικείμενο είναι απλό» και στο 3.203 όπου: «Το όνομα σημαίνει ένα αντικείμενο, που είναι η σημασία του ονόματος», φαίνεται ότι το όνομα και τ’αντικείμενο αλληλοπροσδιορίζονται.  Αυτό όμως γεννά κάποια προβλήματα  αφού το απλό δεν μπορεί να έχει νόημα που να λέγεται, αλλά σύμφωνα με προηγούμενους προσδιορισμούς του απλώς Είναι, κι έτσι απλά δείχνεται. Δηλαδή αυτό που κυριολεκτικά -Απλά Είναι- συμπίπτει με το Καθαυτό της Μεταφυσικής. (Ενώ η διαλεκτική δεν δέχεται ότι κάτι μπορεί απλά και μόνο να Είναι).  Ένα κάτι απόλυτα απλό όμως δεν έχει δομή κι έτσι δυνατότητες να συνδιαλλαγεί με άλλα, δηλαδή να έχει ομοιότητες και διαφορές, έτσι πέφτει στις αντινομίες που όρισε ο Πλάτων στον «Παρμενίδη» του: Αν υπάρχει το ένα σαν απόλυτο κι ανεξάρτητο απ’τα άλλα δεν μπορεί να είναι όλον, ούτε να έχει μέρη, δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα στον εαυτό του, ούτε μέσα στ’άλλα. Δε μπορεί ούτε να κινείται ούτε να είναι ακίνητο. Δε μπορεί να είναι όμοιο, ούτε ανόμοιο με τα άλλα ή τον εαυτό του.  Είναι εκτός τόπου και χρόνου και γενικά είναι ανύπαρκτο, μη γνώσιμο κι αδύνατο να ειπωθεί τίποτα γι’αυτό. Δεν έχει μορφή.  

3.21  Ο συσχηματισμός των αντικειμένων μέσα σε μια κατάσταση, αντιστοιχεί στο συσχηματισμό των απλών σημείων μέσ’το προτασιακό σημείο.
3.221 Τα αντικείμενα μπορώ μόνο να ονομάζω. Τα υποκαθιστούν σημεία. Μπο-ρώ να μιλάω γι’ αυτά·  τα ίδια όμως δεν μπορώ να τα μιλήσω. Μια πρόταση μπορεί μόνο να πει πως είναι το πράγμα, όχι τι είναι.

Όταν «Το αντικείμενο είναι απλό», άρα και τ’όνομα που το υποκαθιστά στην πρόταση είναι απλό, το ονομάζουμε αλλά δεν μπορούμε να μιλάμε γι’αυτό. Αντίθετα αυτός μιλά συνεχώς γι’αυτά που δεν μπορεί να μιλά. Εμείς όμως για να προχωρήσουμε στους συλλογισμούς του θα κάνουμε μια παραχώρηση στην μεταφυσική οντολογία του, μαζί μ’όλες τις άλλες οντολογικές παραχωρήσεις που κάναμε. Έτσι θα μπορεί να ισχυριστεί ότι: 3.23  Το αίτημα για τη δυνατότητα των απλών σημείων, είναι το αίτημα για νόημα καθορισμένο. Νομίζω πιο σωστά (αίτημα για νόημα προ-καθορισμένο).

Τα απλά σημεία κι οι θετικοί κανόνες κάνουν το γλωσσικό παίγνιο του Wittgenstein «Παρμενίδειο», δηλαδή κλειστό και τετελεσμένο. Έτσι απ’τη στιγμή που τέθησαν οι όροι του κλειστού συστήματος, τα όρια του τέλους του είναι εκεί περιμένοντας τη σειρά τους να πραγματοποιηθούν. Γι’αυτό καί η λογική του βρίσκεται μέσ’τα όρια της γλώσσας του, καί «το αίτημα για τη δυνατότητα των απλών σημείων είναι για νόημα προκαθορισμένο».       Η γλώσσα που οραματίζεται όντας αντανάκλαση μιας οντολογίας ενός κόσμου τετελεσμένου και προδιαγεγραμμένου δεν είναι αληθινή. μα ένα συμβατικό νοητικό κατασκεύασμα, που στηρίζεται ακριβώς σ’αυτό που θέλει ν’αποφύγει. Προτείνει μια γλώσσα που ως συνήθεια, φέρει μαζί της όλα «τα θρυμματισμένα αρχαία κελύφη» της Μεταφυσικής οντολογίας.
     Απ’τη στιγμή που θα αποδεχτούμε τ’οντολογικό μεταφυσικό του υπόβαθρο και με συγκατάβαση στις επισημάνσεις και τις διευκρινίσεις του, μπορούμε να δεχτούμε μια γλώσσα όπως αυτή που προτείνει να αναπτύσσεται.  Όμως και αυτή ακόμα η γλώσσα δεν νομίζω ότι θα προσέφερε στην έκφραση των σκέψεων ένα σαφέστερο όργανο ανώτερης ποιότητας, από γλώσσες όπως η Ελληνική, η Λατινική και ίσως άλλες.
Όμως αν θέλει μια γλώσσα συμβόλων και δεδομένων, υπάρχουν αιώνες τώρα τα συμπληρώματα μαθηματικών συναρτήσεων του ορθολογισμού, τα οποία η σύγχρονη επιστήμη αμφισβητεί βίαια αναζητώντας μια λογική άλλη ―διαλεκτική.
     Όσο για την αληθινή και φυσική γλώσσα της ομιλίας, αυτή ακολουθείται (κι έτσι πρέπει) από σκιές, υπονοούμενα, φόβους, πάθη που η ρητορική τέχνη την έχει φτάσει στο απόγειο με στην λογοτεχνία και την ποίηση.  Έχουν κι αυτές οι γλώσσες την δική τους σαφήνεια και ίσως είναι εξίσου ακριβείς (με τον δικό τους τρόπο), όσο τα μαθηματικά και η τυπική λογική. Αυτές οι γλώσσες πραγματεύονται άλλες καταστάσεις, πολλές φορές αόριστες, παράλογες και αντιφατικές, που οι μαθηματικές ορθολογικές γλώσσες δεν μπορούν να χειριστούν.

Μετά τις επισημάνσεις αυτές, η γλωσσο-αναλυτική του πρόταση μπορεί να γίνει δεκτή απ’όσους αποδέχονται την ορθολογική οντολογική μεταφυσική του βάση, ενώ απ’αυτούς που δεν την αποδέχονται και μεταξύ αυτών κι εγώ, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, γιατί σήμερα δεν προσθέτει τίποτα πουθενά.

΄Όσο για την σαφήνειά του παραθέτω και τα εξής:
5.453  Όλοι οι αριθμοί της λογικής πρέπει να μπορούν να δικαιολογούνται. Ή μάλλον πρέπει να γίνει φανερό πως στη λογική δεν υπάρχουν αριθμοί. Δεν υπάρχουν προνομιούχοι αριθμοί.

Επειδή εδώ κατά τη γνώμη του: [α) στη λογική υπάρχουν αριθμοί αλλά πρέπει να δικαιολογούνται, β) πρέπει να γίνει φανερό ότι στη λογική δεν υπάρχουν αριθμοί, αλλά ακριβέστερα δ) δεν υπάρχουν προνομιούχοι αριθμοί]. (Δηλαδή υπάρχουν αριθμοί αλλά δεν είναι προνομιούχοι ως τέτοιοι), νομίζω ότι υπάρχει σύγχυση.    Μπορεί όμως αυτό που φαίνεται σ’εμένα ασαφές και συγκεχυμένο, να είναι κάτι μεγαλοφυές που δεν το αντιλαμβάνομαι. Ίσως αν είχε χρησιμοποιήσει την γλωσσική τυπικότητα της δικής του σαφήνειας το πρόβλημα θα είχε λυθεί, αλλά φοβάμαι ότι αυτή η γλάσα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για δυο λόγους: πρώτον το απόφθεγμα αυτό αντανακλά σολιψιστική μέθη, όπου μπορείς να λές ότι θες χωρίς να πάθεις τίποτα· και δεύτερον οι συμβολικές γλώσσες πολύ-πολύ στενά αφορούν τα “σύκα σύκα και την σκάφη σκάφη" και αποφεύγουν το υπεβατικό, το αισθητικό, το ενορατικό ή το νέο. Είναι πολύ λιγα που μπορούν να κάνουν και να πουν. Ακόμα κι οι Russell και Whitehead θεωρούνται υπόλογοι από τον Βιττγκενστάιν στο 5.452 γιατί στο principia methematica, οι ορισμοί και τα αξιώματα εκφράζονται με λόγια. Γιατί ξαφνικά με λόγια; Αυτό θα χρειαζόταν δικαιολογία. Αλλά δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρχει, αφού αυτή η διαδικασία είναι ανεπίτρεπτη.   Όμως αυτό που κάνει και ο ίδιος στο Tractatus είναι ακριβώς το ίδιο: προσπαθεί με λόγια να ορίσει τα αξιώματα της λογικογλωσσικής του σύνταξης.

5.454   Στη λογική δεν υπάρχει παράθεση και δεν μπορεί να υπάρχει ταξινόμηση.
Στη λογική δεν μπορεί να υπάρχει ειδικότερο και γενικότερο.

Όλοι ξέρουμε ότι η βάση κι η χρήση της λογικής στηρίζεται στην παράθεση, τη σύγ-κριση και την ταξινόμηση σε ειδικές και γενικές, ποιοτικές και ποσοτικές κατηγορίες.
Γι’αυτό και αντίθετα με το 5.453, πρέπει να υπάρχουν αριθμοί όταν τουλάχιστον πραγματεύεται ποσοτικά το συγκεκριμένο. Λογική δεν εξώκοσμη ούτε απόκοσμη γι’αυτό δεν είναι μόνο οι αφηρημένοι της“μηχανισμοί”, αλλά κι η συγκεκριμένη χρήση της.

5.4541  Οι λύσεις των λογικών προβλημάτων πρέπει να είναι απλές, αφού αυτές θέτουν τον κανόνα της απλότητας. Οι άνθρωποι πάντα προαισθάνονται πως πρέπει να υπάρχει περιοχή από ερωτήματα που οι απαντησεις τους –a priori- βρίσκονται ενωμένες συμμετρικά και σε ένα κανονικό κλειστό σχήμα. Είναι μια περιοχή όπου ισχύει η πρόταση: simplex sigillum veri.

Να ένας απαράβατος κανόνας που στηρίζεται στην επιστήμη!. Εδώ μάλιστα όλα εξηγούνται απ’την απλότητα των λύσεων κι απ’την αφηρημένη αισθαντικότητα των ανθρώπων. Να κι η απόδειξη: η αλήθεια φανερώνεται με απλότητα ή η απλότητα φανερώνει την αλήθεια.

5.4731 Το πως η ίδια η λογική εμποδίζει οποιοδήποτε λογικό λάθος, κάνει αχρείαστο στη λογική το φανερό για το οποίο μίλησε τόσο πολύ ο Russell. Το πως η λογική είναι a priori συνίσταται στο πως δεν μπορεί κάποιος να σκεφτεί μη λογικά.

Αν δεν μπορούσε κάποιος να σκεφτεί μη λογικά, η Λογική δεν θα χρειαζόταν. Όμως όλοι γνωρίζουμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι πάρα πολλές φορές βάζουν στην άκρη τη λογική σαν χρειαζούμενη παρακαταθήκη και σκέφτονται ή δρουν παρορμητικά.  Βέβαια δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που αυτό δεν το ξέρει, αλλά ο Βιττγκενστάιν εγκλωβισμένος στον ευκαιριακό σολιψισμό του, είναι φορές που εκφέρει αποφάνσεις ξεχειλωμένες λογικά που απορρέουν από εκεί.

5.5262   Η αλήθεια ή το ψεύδος κάθε πρότασης, αλλάζει κάτι στη γενική κατασκευή του κόσμου.  Και το ελεύθερο πλαίσιο που το σύνολο των στοιχειωδών προτάσεων αφήνει στην κατασκευή του κόσμου, είναι αυτό ακριβώς που τα όριά του καθορίζονται από τις ολότελα γενικές προτάσεις. (Αν μια στοιχειώδης πρόταση είναι αληθής σημαίνει ότι ακόμα μια στοιχειώδης πρόταση είναι αληθής).

Αντίθετα με το πρώτο μέρος της πρότασης 5.5262, στην 1.21 έχει ισχυριστεί ότι: κάτι μπορεί να συμβαίνει ή να μην συμβαίνει (κάπου) και όλα τα άλλα να μένουν ίδια. Στην 1.21 ορίζεται κάπως πρωτόγονα η αρχή της ορθολογικής αντικειμενικότητας, την οποία όμως στο 5.5262 αμφισβητεί. Επίσης στη δεύτερη πρόταση του 5.5262 χρησιμοποιεί τη φράση «κατασκευή του κόσμου» που ανάγει στην πιο σκοτεινή θρησκοληψία. Εγώ τη λέξη “κατασκευή” θα αντικαταστήσω με τη λέξη «Γίγνεσθαι», αφού ακόμα κι οι ιδεαλιστές τη δέχονται (τουλάχιστον ως φαινομενικότητα).
      Σύμφωνα με τους αρχαίους το αντιθετικό-ορθολογικό λογικο-γλωσσικό σύστημα δέχεται ότι ο κόσμος συνίσταται από έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη, σαν αυτά που ορίζει συχνά ο Βιττγκενστάιν στο 2.02: τα αντικείμενα είναι απλά, και άρα έσχατα αναλλοίωτα, στο 2.021: Τα αντικείμενα είναι η ουσία του κόσμου και γι’αυτό δεν μπορούν να είναι σύνθετα. Δηλαδή είναι ολοφάνερα έσχατα αναλλοίωτα στοιχειώδη.  Σύμφωνα με αυτήν την αποδοχή, που είναι η παρμενίδεια, από την στιγμή που ετέθησαν οι όροι λειτουργίας αυτού του αντιθετικού δυναμικού ορθολογικού συστήματος, το γίγνεσθαι της λειτουργίας του, προϋποθέτει μια σειρά, ασχέτως μεγέθους, από έναν πεπερασμένο και προδιαγεγραμμένο αριθμό παιγνίων, τα οποία μπορούν να ονομαστούν συνθετικά πρότυπα του τέλους. Αυτά θα παίζονται επ’άπειρον με τη σειρά τους, αναπαράγοντας τον νεκρό εαυτό τους. Αυτό είναι το κλειστό, τετελεσμένο, πεπερασμένο, αντικειμενικό, δυναμικό, λογικο-γλωσσικό σύστημα, δηλαδή ο ορθολογικό-ντετερμινισμός.

ΠΕΡΙ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑΣ

5.551  Η αρχή μας είναι πως κάθε ζήτημα που γενικά λύνεται με τη λογική, πρέπει το δίχως άλλο να λύνεται. (Κι αν βρεθούμε στη θέση που πρέπει να δώσουμε απαντήσεις σ’ένα τέτοιο πρόβλημα κοιτάζοντας τον κόσμο, αυτό δείχνει ότι ακολουθούμε τελείως λανθασμένο δρόμο).
5.552  Η «εμπειρία» που χρειαζόμαστε για να καταλάβουμε τη λογική, δεν είναι πως κάτι είναι έτσι ή αλλιώς αλλά πως κάτι είναι: αυτό όμως δεν είναι εμπειρία. ―Η λογική είναι πριν από κάθε εμπειρία πως κάτι είναι έτσι.  Είναι πριν από το Πως, όχι πριν από το Τι.
5.5521  Κι αν αυτό δεν ήταν έτσι, πως θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε τη λογική;  Θα μπορούσε να πει κανείς: Αν υπήρχε μια λογική, ακόμα κι αν δεν υπήρχε ο κόσμος, πως θα ήταν τότε δυνατόν να είναι δεδομένο λογικά ότι «αυτό είναι κόσμος»; 

Μ’αυτά τα τρία αποφθέγματα μας διδάσκει με μεταφυσικούς όρους πως θα συνάγουμε “επιστημονικά συμπεράσματα”; Άραγε υπάρχει τίποτε εδώ που να συμφωνεί με την επιστήμη; Η αντίληψή του περί λογικής είναι άκρως θεολογική ή καντιανή μεταφυσική.  Όσο για την επισήμανσή του με το “ευφυές ρητορικό” του ερώτημα για το Πως και το Τι περί της εμπειρίας, σήμερα όλοι ξέρουμε ότι η λογική δεν μπορεί χωρίς εμπειρία αλλά ούτε η εμπειρία χωρίς λογική: το ένα γονιμοποιεί το άλλο αναπτύσσοντάς το.  Επειδή όμως αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος είναι αποτέλεσμα του παγκοσμόυ Γιγνεσθαι κι όχι δημιούργημα θεϊκό, συνίσταται από μια κωδικά γεγραμμένη και λογικά συντεταγμένη εμπειρική συσσώρευση η οποία υπάρχει σπερματικά ως μικροδομή στο ανθρώπινο DNA. Όλα λοιπόν τα “εκ των προτέρων” που αφορούν
τη σχέση λογικής κι εμπειρίας, αφορούν την επιστήμη της νευροβιολογίας και ειδικά την ανάγνωση του ανθρώπινου DNA. Έτσι η «εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα» ή οι εκ των προτέρων γνωστικοί ή κριτικοί μηχανισμοί είναι κωδικές καταγραφές του παγκοσμίου γίγνεσθαι στο ανθρώπινο DNA. Αυτό όμως αποδομεί όλα τα μεταφυσικά οράματα, αλλά και τις νεοθετικιστικές υποδόριες εκδοχές τους.

Σχετικά με την 5.551: Άραγε υπάρχει ζήτημα που λύνεται μόνο με τη λογική και χωρίς καμιά αναφορά στον κόσμο (την εμπειρία); Αν ναι τότε ένα νεογέννητο μπορεί να λύνει αυτά τα προβλήματα που αφορούν την λογική μόλις γεννηθεί. Και στην 5.552: Η έκφραση  «να καταλάβουμε τη λογική»,  είναι τελείως  χωρίς νόημα αφού τη λογική δεν την καταλαβαίνεις, αλλά είναι εργαλείο που μέσω της εμπειρίας σε βοηθά να καταλάβεις.   Ίσως θα μπορούσε να πεί: να προσδιορίσουμε την έννοια της «λογικής» ή τι είδους λογική και πως θα την χρησιμοποιήσουμε.  Αλλά κι αυτό πρέπει να γίνει μέσω της λογικής που έχει γονιμοποιηθεί από την εμπειρία.
     Απ’το οντολογικό υπόβαθρο του έργου, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι ο τρόπος που εννοεί τη λογική, είναι ακραία καντιανός- Μεταφυσικός: λέει στο 6.41 το νόημα του κόσμου βρίσκεται έξω από τον κόσμο.
5.5521:  Εδώ ολοφάνερα η ασάφεια και η μεταφυσική μεσουρανεί.

5.553     Ο Russell έλεγε, πως υπάρχουν απλές σχέσεις ανάμεσα σε διαφορετικούς αριθμούς πραγμάτων (individuals).  Αλλά ανάμεσα σε ποιούς αριθμούς; Και πως μπορεί ν’αποφασιστεί αυτό; -Με την εμπειρία; (Δεν υπάρχει προνομιούχος αριθμός).
5.554     Θα ήταν ολότελα αυθαίρετο να δώσουμε ειδική μορφή.
5.5541   Θα πρέπει να είναι δοσμένο a priori το αν π.χ. είμαι σε θέση να υποσημάνω κάτι με το σημείο μιας 27-ψήφιας σχέσης.

Ο Wittgenstein παραβλέπει ότι τόσο η οντολογία του Russell όσο κι η δική του έχει σχέση μ’έναν αριθμό προνομιούχο. Έναν αλγόριθμο μεταφυσικών «διεκρινίσεων», που είναι ίσως περισσότερο πολυψήφιος, αλλά δεν παύει να εκφράζεται αριθμητικά.  Είναι ο αριθμός των «προκαθορισμένων οριακών προτύπων του τέλους», που ακολουθούν λογικά το κλειστό ορθολογικό και τελεολογικό σύστημα, του οποίου απ’τη στιγμή που ετέθησαν οι όροι, τα πρότυπα του τέλους του είναι εκεί εν των προτέρων, περιμένοντας να υλοποιηθούν από τη λειτουργία του συστήματος. Αυτό επίσης “συμβαίνει και στις απλές σχέσεις ανάμεσα σε διαφορετικούς αριθμούς πραγμάτων” το οποία προϋποθέτουν μιαν αριστοτελική Εντελέχεια. Αυτή η διαφωνία των Wittgenstein και Russell μοιάζει με διαφωνίες θρησκευτικών αιρέσεων, που επιστρατεύουν όλη τους εφευρετικότητά, διαπληκτιζόμενοι «λογικά» για παράλογα θέματα.

5.5542  Μπορούμε γενικά να κάνουμε ένα τέτοιο ερώτημα; Μπορούμε να δώσουμε μια μορφή σημείου και να μην ξέρουμε αν μπορεί να αντιστοιχεί κάτι σ’ αυτήν; Έχει νόημα η ερώτηση; Πρέπει να συμβαίνει για να μπορεί κάτι να συμβεί;

Ένα πολύ «εμβριθές ερώτημα» που δέχεται μια απλή απάντηση: «Απ’τη στιγμή που δώσαμε μορφή σε ένα σύμβολο ξέρουμε ότι αντιστοιχεί στη μορφή του αφού εμείς την ορίσαμε», εκτός αν είμαστε παλαβοί.  Στο ερώτημα αν «πρέπει να συμβαίνει για να μπορεί κάτι να συμβεί;», το μόνο που μπορεί να λεχθεί είναι ότι απ’τη μέγιστη σαφήνεια της απλότητας δε χάνουμε μόνον εμείς το μπούσουλα αλλά κι αυτός.

5.555 Είναι φανερό πως έχουμε μιαν έννοια για τη στοιχειώδη πρόταση ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη λογική μορφή της.  Όπου όμως μπορούμε να φτιάχνουμε σύμβολα σύμφωνα με ένα σύστημα, εκεί το λογικά σημαντικό είναι το σύστημα κι όχι τα ξεχωριστά σύμβολα. Στη λογική δε θα ήταν δυνατό να έχω να κάνω με μορφές που θα μπορώ να εφευρίσκω· πρέπει να έχω να κάνω με αυτό που μου δίνει τη δυνατότητα να τις εφευρίσκω.

Το σύστημα δεν παύει να είναι μια σύνθεση συμβόλων όντας και αυτό το ίδιο συμβολικό· δεν μπορεί λοιπόν ούτε κι αυτό να έχει την εξέχουσα σημασία που του δίνει.  Όσο για τη λογική, αυτή η ίδια έχει να κάνει με ότι εφευρίσκεται αφού η «δυνατότητα» εκφράζεται μ’αυτό.   Αλλιώς δεν θα υπήρχε δυνατότητα.

5.556  Δεν μπορεί να υπάρχει ιεραρχία στις μορφές στοιχειωδών προτάσεων.  Μπορούμε να προβλέπουμε μόνον αυτό που κατασκευάζουμε οι ίδιοι.

Η εργασία αυτή ξεκινά από μια σειρά «διευκρινιστικών» προτάσεων που παίζουν ρόλο ιεραρχικό στην μεταφυσική του οντολογία, αλλά και στο λογικό υπόβαθρο του λογικο-γλωσσικού συστήματος που πατά η εργασία. Συνίσταται μια από σειρά αριθμημένων προνομιούχων προτάσεων που κάποιες απ’αυτές είναι οι αρχές του ορθολογισμού. Όταν «ανεβείς στο ταρατσάκι με μια σκάλα της μεταφυσικής μπορείς να την πετάξεις» αν θέλεις, όχι όμως και να την ξεχάσεις.  Όπου δε φαίνεται η ιεραρχία στο ορθολογικό σχήμα, αυτή είναι κρυμμένη. Ο ορθολογισμός δε μπορεί χωρίς ιεραρχία. Μπορεί και πρέπει όμως να έχει μια προκαθορισμένη σειρά αρχών στοιχειωδών που δεν ιεραρχούνται μεταξύ τους, γιατί αυτές οι αρχές αντλούν υπόσταση απ’τα ιδεατά αναλλοίωτα στοιχειώδη που έχουν την ιδιοτροπία να είναι Μη Γνώσιμα. Δηλαδή δε μπορούν να νοηθούν κι έτσι δεν έχει νόημα να ιεραρχηθούν.

5.5561 Το εμπειρικά πραγματικό οριοθετείται απ’την ολότητα των αντικειμένων.  Το όριο πάλι φανερώνεται στην ολότητα των στοιχειωδών προτάσεων.  Οι ιεραρχίες είναι και πρέπει να είναι ανεξάρτητες απ’ το πραγματικό.

Άραγε τι είναι η ολότητα των αντικειμένων; Είναι η ολότητα κάτι τετελεσμένο ώστε να την έχουμε υπό την γνώση και τον έλεγχό μας ή είναι το παγκόσμιο γίγνεσθαι που συνεχώς αλλάζει και έτσι είναι αδύνατο να οριοθετηθεί;       Το όριο που φανερώνεται στην ολότητα των στοιχειωδών προτάσεων είναι τόσο αόριστο όσο κι η ολότητα. ―Τι θα πεί «είναι και πρέπει να είναι»; ―Τι θα πει «ιεραρχίες ανεξάρτητες από το πραγματικό»;  Άραγε μπορεί κάτι λογικό να είναι ανεξάρτητο απ’το πραγματικό;  Αυτές είναι προτάσεις όχι μόνον αόριστες αλλ’αυτοκαταρρέουν κιόλας.

5.5562  Αν από καθαρά λογικές βάσεις γνωρίζουμε ότι πρέπει να υπάρχουν προτάσεις στοιχειώδης, αυτό πρέπει να το γνωρίζει όποιος καταλαβαίνει τις προτάσεις,  προτού αναλυθεί η μορφή τους.

Αν η γλώσσα αντανακλά τη λογική και το γίγνεσθαι του κόσμου, τότε η ύπαρξη καθορισμένων στοιχειωδών προτάσεων, προϋποθέτει γίγνεσθαι και κόσμο κλειστό και τετελεσμένο και άρα πρωτόγονο αντικειμενικό ντετερνινισμό. Από την άλλη είναι κι ένας άκομψος τρόπος να πει μ’άλλα λόγια περί της «εκ των προτέρων γνωστικής δυνατότητα του όντος», που έχει διατυπώσει ο Καντ ως βάση για τη σύγχρονη μεταφυσική, κάτι που η σύγχρονη επιστήμη έχει πια διαψεύσει καί ως μεταφυσική. Αφού η εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα θεωρείται πλέον καταγραφή του παγκοσμίου γίγνεσθαι στον κληρονομικό γνωστικό μηχανισμού, δηλαδή το ανθρώπινο DNA με το οποίο δεν σχετίζεται η μεταφυσική αλλά ο κλάδος της νευροβιολογίας.

5.5563   Στην πραγματικότητα όλες οι προτάσεις της κοινής γλώσσας μας, έτσι όπως είναι, βρίσκονται βαλμένες σε τέλεια λογική τάξη.  ―Εκείνο το απλούστατο που έχουμε να διατυπώσουμε εδώ, δεν είναι ένα ομοίωμα της αλήθειας, αλλά η ίδια η αλήθεια στην ολότητά της. (Τα προβλήματά μας δεν είναι αφηρημένα αλλά μπορεί να είναι τα πιο συγκεκριμένα που γίνεται).

Η ίδια η πρόταση του «Tractatus», θέτει εξαρχής σε αμφιβολία σαφήνειας την αξία της καθομιλουμένης· τώρα την παρουσιάζει ως άρτια. Ποιό είναι λοιπόν το νόημα της εργασίας του;
     Η ορθολογική γλώσσα όμως για την οποία μιλάει ο συγγραφέας δεν εκφέρει την πραγματικότητα, αφού είναι συμβατικό στατικό μόρφωμα ενός κόσμου εν τω γίγνεσθαι, όπου αληθινά ως «ολότητα» μπορεί μόνο να είναι η αντιφατικότητα γυμνή. ―Η πρόταση πάλι πως «τα προβλήματα δεν είναι αφηρημένα», δεν χρειάζεται, αφού λέει πως είναι «όσο πιο συγκεκριμένα γίνεται».  Το «όσο πιο συγκεκριμένα γίνεται» περιέχει και το αφηρημένο. Σύμφωνα όμως με τις περί σαφήνειας προθέσεις του, δεν μπορεί να είναι απόλυτα ούτε συγκεκριμένα ούτε αφηρημένα. Αντίθετα ο σκεπτόμενος ηρακλειτικά δέχεται ότι τίποτα δεν μπορεί να είναι απόλυτα συγκεκριμένο ή αφηρημένο, αφού οι έννοιες συγκεκριμένο κι αφηρημένο αλληλο-προεκτείνονται η μια μέσ’την άλλη χωρίς ν’αφήνουν απαραβίαστα όρια μεταξύ τους.

5.557  Η εφαρμογή της λογικής αποφασίζει ποιες στοιχειώδεις προτάσεις υπάρχουν.  Η λογική δεν μπορεί να προεξοφλεί τι περιέχει η εφαρμογή.   Τούτο είναι φανερό:  Η λογική δεν πρέπει να έρχεται σε σύγκρουση με την εφαρμογή της.  Η λογική πρέπει να έρχεται σ’επαφή με την εφαρμογή της.  Έτσι η λογική και η εφαρμογή δεν πρέπει να μπαίνουν η μια στα όρια τη άλλης.

Η Λογική και η εφαρμογή της είναι αδιαχώριστές και μάλλον η εφαρμογή είναι η ίδια η λογική κι έτσι έχουν τα ίδια όρια.

5.5571  Αν δεν μπορώ να δίνω a priori τις στοιχειώδης προτάσεις, τότε το να θέλω να τις δίνω, πρέπει να οδηγεί σε φανερή α-νοησία.

Αν οι όποιες προτάσεις αφορούν τον κόσμο κι αν δεχόμαστε τον κόσμου εν εξελίξη, τίποτα δεν είναι a priori. Ακόμα κι η λεγόμενη «εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα του όντος», είναι κληρονομική, που για να λειτουργήσει χρειάζεται εμπειρική αποκωδικοποίηση. Έτσι ο άνθρωπος γεννήθηκε με την, «εκ των προτέρων Αισθητική Δυνατότητα», η οποία μέσω της αποκωδικοποίησής της απ’την εμπειρία, οργανώνεται σε Συνείδηση και Λογική· εκτός αν Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’εικόνα και ομοίωση του.  Τονίζω ξανά ότι: ο άνθρωπος γεννήθηκε μαζί με την αισθητική του, που είναι η “εκ των προτέρων κωδική κληρονομική γνωστική δυνατότητά του” και η οποία είναι η κωδική καταγραφή όλου του εξελικτικού Γίγνεσθαι μέσ’τον άνθρωπο ή ακριβέστερα είναι οι ίδιες οι δομές του ανθρώπου.
      Η Αισθητική λοιπόν περιέχοντας κωδικά όλο το γίγνεσθαι, μέσω της ενόρασης και της φαντασίας, είναι φορές που μας επιτρέπει να ενεργήσουμε χωρίς επαρκές εμπειρικό βάρος κι ενώ αυτό φαντάζει ως συμβολή της μεταφυσικής στις πράξεις μας, αντίθετα είναι μια καθαρά φυσική πρακτική. 

Από το απόφθεγμα 4.001 και στην συνέχεια οργανώνει μιαν δυναμική ορθολογική λογικο-γλωσσική τυπικότητα της οποίας μόνον η διαδικασία της γραφής μπορεί να είναι κάτι νέο ή τουλάχιστον να προσφέρει κάτι νέο στις προϋπάρχουσες γραφές. Η λογική της συγκρότηση όμως είναι ακραία ντετερμινιστική και μάλιστα επιδιώκει την ακραία ανάπτυξη μιας λογικά αδιαπραγμάτευτης τυπικότητας μέσ’τα όρια της αριστοτελικής τυπικότητας η οποία κατά τη γνώμη του θα μπορεί να μιλά την από-λυτη αλήθεια.  Αυτή είναι μια επιστημονική πρόταση που μπορεί να έχει αξία μέσ’τα όρια της νευτώνειας επιστήμης ως ντετερνινιστικής ορθολογικής αντικειμενικότητας, αυτή όμως με την έλευση της θεωρίας της σχετικότητας και της θεωρίας των κβάντα, αμφισβητείται βίαια εκ θεμελίων.  Εκτός όλων των άλλων, ο κόσμος έπαψε πλέον να είναι ο κόσμος του Βιττγενσταϊιν και μέσα στα όρια της γλώσσας του ή του όποιου υποκειμενικού ιδεαλιστή, αλλά είναι σαν αυτόν του Μπώμ: Στην κβαντομηχανική, η θεωρία του πεδίου περιγράφει κάθε κίνηση των στοιχειωδών σωματίων, ως δημιουργία-καταστροφή τους. Έτσι αν ένα ηλεκτρόνιο υποστεί σκέδαση απ'την αρχική του πορεία σε διαφορετική, αυτό το περιστατικό περιγράφεται ως «καταστροφή» αυτού του ηλεκτρονίου και «δημιουργία» άλλου που κινείται σε νέα κατεύθυνση. Δηλαδή δεν υπάρχει σωμάτιο που να διατηρεί πάντα την ταυτότητά του. Έτσι αν δούμε την παράσταση του πεδίου κίνησης ενός ελευθέρου σωματίου βαθύτερα, διαπιστώνουμε ότι η κίνησή του περιγράφεται μαθηματικά ως μια σειρά αναδημιουργίας-καταστροφής που έχει συγχρόνως ως αποτέλεσμα και τη συνεχή αλλαγή του σωματίου μέσα στο χώρο.  Ή ακόμα σαν αυτόν του Ηράκλειτου: “Αυτόν τον κόσμον που είναι ίδιος για όλους, ούτε θεός ούτε άνθρωπος εποίησεν, αλλ’ήταν, είναι και θα είναι αείζωον πυρ που αναβοσβήνει με Μέτρο” και η αντίληψη περί κόσμου: Στον ίδιο ποταμό δεν ξαναμπαίνουμε, ούτε την ίδια ουσία ξαναγγίζουμε, γιατί όλα αλλάζουν γρήγορα και βίαια, σκορπάνε-μαζεύοντας, Είναι-ΜηΌντας, καταλύονται-συντιθέμενα,.

Δεν θα συνεχίσω την κριτική της απλοϊκής ορθολογικής τυπικότητας των προτάσεών του περί γλώσσας.  Αυτά όταν ελέχθησαν για πρώτη φορά είχαν και νόημα αλλά καί κριτικό ενδιαφέρον, μπορεί να ήταν δεκτό κι έτσι στην εποχή του Βιττγκενστάιν, σήμερα όμως αυτό έχει κατά πολύ αλλάξει.

5.6   Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου.

Βέβαια αν ο κόσμος δεν υπάρχει αντικειμενικά, αλλά μόνο μέσα στη συνείδησή του, αυτός ο κόσμος γεννήθηκε απ’την μήτρα της μάνας του τη στιγμή της γέννησής του. Τότε όμως αυτός ο κόσμος δεν πρέπει να έμεινε ίδιος, αλλά εξελίχτηκε μαζί με την πορεία της ζωής του, δηλαδή διαμορφώθηκε από την εμπειρική διαπραγμάτευση της λογικής του με την εμπειρία και τις πράξεις του. Αυτό όμως του αφαιρεί το δικαίωμα να ισχυρίζεται ότι στο απόφθεγμα 5.6. αφού φαίνεται ότι τα όριά του συνεχώς αλλάζουν.  Κι αν ο κόσμος του είναι αντιφατικός σε συνεχές και αληθινό γίγνεσθαι, κάποια στιγμή θα τον ξεπεράσει και δεν θα είναι πλέον δικός του.
       Έχει πει όμως στο 4.1212, ότι «αυτό που μπορεί να δείχνεται δε μπορεί να λέγεται».  Αυτό λοιπόν που δείχνεται είναι έξω από τα όρια της γλώσσας όχι όμως έξω από τα όρια του κόσμου.  Κι αν η γλώσσα του είναι ο κόσμος του, τότε αυτά που μπορεί αυτός να δείχνει δεν είναι μέσα στον κόσμο του;
    Επιδίδεται σ’ένα είδος τέχνης της εντύπωσης που είναι μεν μια ποιητική κι επηρεασμένη από τα «Χάϊ Κου», αλλά για φιλοσοφικό δοκίμιο, που σαν απώτερο σκοπό έχει τη γλωσσική σαφήνεια, υπολείπεται.

5.61  Η λογική γεμίζει τον κόσμο· τα όρια του κόσμου είναι δικά της όρια.  Έτσι στη λογική δε μπορούμε να πούμε: Αυτό κι αυτό υπάρχει στον κόσμο, εκείνο δεν υπάρχει. Με αυτό θα προϋποθέταμε ότι αποκλείουμε ορισμένες δυνατότητες, κάτι που δεν μπορεί να συμβαίνει, επειδή διαφορετικά η λογική θα έπρεπε να βγεί έξω απ’τα όρια του κόσμου· θα έπρεπε δηλαδή να μπορεί να θεωρεί τα όρια αυτά κι απ’την άλλη πλευρά.  Δε μπορούμε να σκεφτούμε ότι δε μπορούμε να σκεφτούμε· και δεν μπορούμε να πούμε αυτό που δεν μπορούμε να σκεφτούμε.

Ο κόσμος δεν είναι δοχείο που μπορούμε να το γεμίζουμε! Σύμφωνα με τους προσωκρατικούς ο χώρος, ο χρόνος, ο κόσμος (το Είναι), το νοείν (η λογική) και το λέγειν συνιστούν ενότητα στο αέναο και αντιφατικό γίγνεσθαι. Γι’αυτό τίποτα απ’όλα αυτά δεν έχει όρια. Αυτά αλληλο-ορίζονται, αλληλο-αναιρώντας το όριά τους επειδή έχουν αντιφατική φύση και γι’αυτό βρίσκονται σε συνεχή εξέλιξη κι αλλαγή. Και ακριβώς γι’ αυτό συνεχώς σκεφτόμαστε και από τα δύο όρια του κόσμου, δηλαδή συγχρόνως απ'την κατάφαση και την άρνηση.

Στο 1.12 όμως ο ίδιος μιλάει για την ολότητα των γεγονότων που είναι ο κόσμος, η οποία «καθορίζει όσα συμβαίνουν κι όσα δεν συμβαίνουν κάθε φορά».   Αν αυτά που δε συμβαίνουν είναι αυτά που δεν υπάρχουν. Μήπως καθορίζοντάς τα σκέφτεται κι απ’τις δυό μεριές του ορίου που αυτός ο ίδιος θέσει;

5.62   Αυτή η παρατήρηση δίνει κλειδί στη λύση του ζητήματος ως πιο σημείο ο Σολιψισμός είναι μια αλήθεια.  Αυτό δηλαδή που ο Σολιψισμός εννοεί είναι ολότελα αληθινό μόνο που δεν λέγεται, αλλά φανερώνεται.  Πως «ο κόσμος είναι ο κόσμος μου», φανερώνεται στο πως τα όρια της γλώσσας (της γλώσσας που μόνο εγώ καταλαβαίνω) σημαίνουν τα όρια του κόσμου.

Αν όπως ισχυρίστηκε «η λογική γεμίζει τον κόσμο, ορίζεται από την γλώσσα και τα όριά της είναι όρια κόσμου», η γλώσσα και ο κόσμος μας δεν πρέπει να είναι ιδιωτικά αλλά κοινά όλων. Μια ιδιωτική γλώσσα κάποιου που εκφράζει ένα ιδιωτικό κόσμο δε μπορεί να υπάρχει, αφού ως γλώσσα πρέπει να κοινωνεί κάποιας λογικής, της οποίας δεν μπορεί παρά να είναι κι άλλοι κοινωνοί, αφού γεννήθησαν κι αναπτύχθησαν στο ίδιο κοσμικό γίγνεσθαι. Μια απόλυτα ιδιωτική γλώσσα που είναι απόλυτα ακατανόητη δεν μπορεί να υπάρχει, γιατί θα πρέπει να υπάρχει κι ένας Απόλυτα ιδιωτικός Κόσμος και μια Απόλυτα ιδιωτική λογική. Δηλαδή θα πρέπει να υπάρχει το απόλυτα παράλογο, το απόλυτα α-νόητο, δηλαδή αυτό που απόλυτα δεν μπορούμε να διανοηθούμε. Αυτό όμως δεν υπάρχει, επειδή ο κόσμος είναι λογικός, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος στο (5.61) κι όλοι κοινωνούμε φυσικά και λογικά μαζί του, κάτι που απορρίπτει το Σολιψισμό.  Επίσης για τον ίδιο λόγο, μπορούμε να διανοηθούμε όχι μόνον αυτό που πιθανόν την στιγμή αυτή υπάρχει, αλλά κι αυτό που πιθανώς λογικά θα υπάρξει, δηλαδή το Εν Δυνάμει.
    Δεν υπάρχει κάτι που να φανερώνεται αλλά να μη λέγεται (γιατί ο κόσμος μας δεν αποτελείται από έσχατα αναλλοίωτα τα οποία απλά Είναι και μόνον μπορούν να δείχνονται, ούτε υπάρχει αληθινά κανενός είδους μεταφυσική όπως δικαιολόγησα πριν). Απλά αυτό που εμείς δεν έχουμε κατανοήσει πλήρως και δε μπορούμε να εκφράσουμε γλωσσικά ακόμα, το ονομάζουμε έτσι. Επίσης όντας ο κόσμος Όλον εν τω Γίγνεσθαι και εμείς μη έχοντας κατανοήσει πλήρως αυτό το κόσμικό γίγνεσθαι, θα μας «ζητηθεί» κάποτε να αλλάξουμε ακόμα και την λογική μας (κάτι που η κβαντομηχανική ήδη απαιτεί). Έτσι ούτε ο Ορθολογισμός, που είναι η Λογική για πολλούς φιλοσόφους και μαζί τους κι ο Wittgenstein, θα μπορεί να είναι a priori, ούτε η όποια άλλη λογική, αφού θα προσαρμοστούν στα νέα εμπειρικά δεδομένα.

5.621   Κόσμος και ζωή είναι ένα.

Γι’αυτό όλα τα ζωντανά όντα κοινωνούν αυτού του κόσμου, τον νοούν σχεδόν ίδια και γι’αυτό ο Σολοψισμός δεν μπορεί να υπάρχει.

5.63   Είμαι ο κόσμος μου. (Ο μικρόκοσμος)

Επειδή όμως αυτός ο μικρόκοσμος δεν είναι απόλυτα μόνος ή ανεξάρτητος, γι’αυτό ο Σολιψισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει.  Απ’την άλλη σύμφωνα με το 1.21 κάτι μπορεί να συμβαίνει ή να μην συμβαίνει κι όλα τα άλλα μένουν ίδια.  Δηλαδή αυτός ο κόσμος του, τονίζεται εμφατικά έτσι ώστε να αναφαίνεται και το άλλο αποφθεγμά του όπου:

5.631  Το παραστατικό, σκεφτόμενο υποκείμενο δεν υπάρχει. Αν έγραφα ένα βιβλίο «Ο κόσμος όπως τον βρήκα» θα είχα να μιλήσω εκεί για το σώμα μου και να πω ποιά μέλη υπόκεινται στη θέλησή μου και ποιά όχι κλπ. που είναι μια μέθοδος που απομονώνει το υποκείμενο ή μάλλον δείχνει πως από μια σημαντική όψη δεν υπάρχει υποκείμενο: μόνο γι’αυτό το υποκείμενο δεν θα μπορούσε κανείς να μιλήσει στο βιβλίο αυτό.

Αυτό το παράδειγμα δείχνει ακριβώς το αντίθετο. Όλα όσα το υποκείμενο ισχυρίζε-ται, είναι δυνατόν μελλοντικά ν’αναιρεθούν, έτσι όλη αυτή η διαδικασία της γραφής του βιβλίου περί του κόσμου μόνον την ύπαρξη πραγματικά του υποκειμένου μπορεί να βεβαιώσει και όχι απολύτως, αφού όλα βρίσκονται εν τω γίγνεσθαι, ακόμα και το υποκείμενο «Είναι-Μη Όντας», όπως ισχυρίζεται ο Ηράκλειτος. Όλα αυτά θα μπορούσα άφοβα να χαραχτηρίσω, ως μια εμβριθή μπαρουφολογία.
    Βέβαια ο μυστικισμός όπου υπεισέρχεται μπορεί λάθρα να δημιουργεί ένα ποιητικό φάσμα που είναι πολύ αγαπητό σ’αυτούς και όπου η όποια λογική στάθμιση φαίνεται πεζή, όμως κι αυτό είναι λαθραίο. Όπως λαθραία, ως φιλοσοφία, είναι και κάθε μυστικιστική σκέψη. ―Ο μυστικισμός είναι η σοφία των απλοϊκών και των ανοήτων, οι οποίοι σιτίζονται εκεί που αποπατεί η σκέψη και η λογική.

5.632  Το υποκείμενο δεν ανήκει στον κόσμο αλλά είναι όριο του κόσμου.

Που θα πει: Μολονότι «Ο κόσμος είναι ο κόσμος μου» όμως «εγώ δεν ανήκω στον κόσμο» είμαι υπερκόσμιος!  Και επεξηγεί:

5.633  Που μέσα στον κόσμο μπορεί να βρεθεί το μεταφυσικό υποκείμενο; Θα μου πείτε: εδώ συμβαίνει ότι ακριβώς με το μάτι και το οπτικό πεδίο.  Αλλά το μάτι πραγματικά δεν το βλέπεις. Και τίποτα στο οπτικό πεδίο δεν αφήνει να συμπεράνουμε ότι είναι ορατό απ’το μάτι.

Εκνευριστικά απλοϊκό! Ίσως να μη βλέπουμε το μάτι αλλά όλοι ξέρουμε ότι όλη η διαδικασία της όρασης γίνεται μέσ’απ’το μάτι. Ο εγκέφαλος λοιπόν που διαχειρίζεται το οράν «βλέπει» μέσα απ’το μάτι, περπατά με τα πόδια τα οποία δεν είναι ξέχωρα αλλά ενώνονται μ’αυτόν με μιαν σχεδόν άπειρη σειρά από νεύρα.  Ο εγκέφαλος, έχοντας μια κληρονομική κωδική συσσώρευση εμπειρίας και κριτικής, εισπράττει όλ’αυτά όπως πρέπει όντας συγχρόνως και αυτός ο ίδιος μέρος της διαδικασίας. Το οπτικό πεδίο και το περιεχόμενό του, είναι αδιάρρηκτα συνυφασμένο με το μάτι, τον εγκέφαλο και την κριτική μας κληρονομική δυνατότητα.

6.1      Οι προτάσεις της λογικής είναι ταυτολογίες.
6.11    Οι προτάσεις της λογικής δεν λένε τίποτα (είναι αναλυτικές).
6.111  Οι θεωρίες που έχουν να κάνουν περί περιεχομένου των λογικών προτάσεων, είναι λανθασμένες.
6.13    Η λογική δεν είναι θεωρία, αλλά ένας κατοπτρισμός του κόσμου. Η λογική είναι υπερβατική.

Μιλάει με την εκνευριστική έπαρση της αυθεντίας περί λογικής, λέγοντας πομπώδεις ανοησίες. Υπενθυμίζω: όλα τα περί λογικής είναι εξαντλημένα από τους αρχαίους ακόμα και εκείνα  που δεν έχει φανταστεί.  Αν η λογική  αποτελείτο από  ταυτολογίες που δε λένε τίποτα, τότε ο «κατοπτρισμός του κόσμου που είναι η λογική», δεν έχει να πεί τίποτα;  Αντίθετα με την άποψη του συγγραφέα νομίζω ότι όλες οι προτάσεις της λογικής έχουν περιεχόμενο.  ― Η αρχή της ταυτότητας, προϋποθέτει ότι: κάθε τι είναι ταυτόν με τον εαυτό του και όχι όμοιο. Αυτό μπορεί να είναι ένας πενιχρός προσδιορισμός, αλλά θέλει να πει κάτι. ―Η αρχή της μη αντίφασης, προσδιορίζει ότι αυτό  που είναι ταυτόν με τον εαυτό του δεν  μπορεί να τον αναιρεί συγχρόνως.  Και οι άλλες δυο αρχές ορίζουν τις συγκριτικές διαδικασίες ομοίων, που συγγραφέας κάνει το λάθος να συγχέει, θεωρώντας τις ταυτίσεις.  Η ταύτιση είναι κάτι απόλυτο ενώ η ομοιότητα ήδη περιέχει μέσα της και το ανόμοιο.  Όμως καί η ομοιότητα καί η ταύτιση, έχουν αρκετά να πουν όταν αφορούν τον ορθολογισμό άρα και το πως αντιλαμβανόμαστε μέσω αυτού τον κόσμο.
     Επίσης στο 6.41 ισχυρίζεται ότι: Το νόημα του κόσμου βρίσκεται έξω απ’ αυτόν.  και στο 5.551 ότι:   Η αρχή μας είναι πως κάθε ζήτημα που γενικά λύνεται με τη λογική, πρέπει το δίχως άλλο να λύνεται. (Κι αν βρεθούμε στη θέση που πρέπει να δώσουμε απαντήσεις σ’ένα τέτοιο πρόβλημα κοιτάζοντας τον κόσμο, αυτό δείχνει ότι ακολουθούμε τελείως λανθασμένο δρόμο).
5.552   Η «εμπειρία» που χρειαζόμαστε για να καταλάβουμε τη λογική, δεν είναι πως κάτι είναι έτσι ή αλλιώς αλλά πως κάτι είναι: αυτό όμως δεν είναι εμπειρία. ―Η λογική είναι πριν από κάθε εμπειρία πως κάτι είναι έτσι.  Είναι πριν από το Πως, όχι πριν από το Τι.
      Αυτά όμως τ’αποφθέγματα δεν συμφωνούν με το απόφθεγμα ότι  η λογική είναι κατοπτρισμός του κόσμου.   Αν υπάρχει κάποια εξήγηση είναι ασαφής.
     Αντίθετα λοιπόν προς τον συγγραφέα οι προτάσεις του ορθολογισμού, που μόνον αυτόν θεωρεί λογική έχουν να πουν κάτι αλλά δεν κατοπτρίζουν τον κόσμο. Ενώ οι λογικές προτάσεις της διαλεκτικής έχουν να πουν ακόμα περισσότερα: δηλαδή κυριολεκτικά αυτόν τον ίδιο τον κόσμο ο οποίος είναι εν τω γίγνεσθαι.

6.1262  Διαδικασία κι αποτέλεσμα στη λογική είναι ισοδύναμα. (Γι’αυτό και δεν υπάρχουν εκπλήξεις).

Η διαλογική οργάνωση αυτού του έργου περί λογικής, είναι τουλάχιστον ελλιπής· ο ίδιος ο ορθολογισμός είναι γεμάτος εκπλήξεις.  Αν είχε μελετήσει τον Παρμενίδη του Πλάτωνα, όπως ο Χέγκελ, θα είχε άλλη γνώμη. Και αν είχε μελετήσει προσεκτικά τα παράδοξα του Ζήνωνα δε θα ξεστόμιζε τέτοιες ανόητες ταυτολογίες.
―Η μεγάλη ευθεία οφείλει να είναι κυρτή. ―Το μεγάλο τετράγωνο δεν έχει γωνίες.
―Ο κύκλος είναι πολύγωνο απείρων γωνιών. ―Την ίδια ουσία δεν ξαναγγίζουμε γιατί όλα αλλάζουν βίαια και γρήγορα καταλύονται-συντιθέμενα Είναι-ΜηΌντας. ―Το κινούμενο δεν κινείται ούτε στον τόπο που βρίσκεται ούτε στον τόπο που δεν βρίσκεται.

6.36311  Πως αύριο θα βγει ο ήλιος, είναι μια υπόθεση· κι αυτό σημαίνει ότι: Δεν ξέρουμε άν θα βγεί.

Αυτό προϊστορικά θα φάνταζε μεγαλοφυές. Οι Φοίνικες κατά το Χειμερινό Ηλιοστάσιο επιδίδοντο σε ανθρωποθυσίες, αναμένοντας εναγωνίως την πρώτη ανατολή του νέου χρόνου. Με την πρόοδο όμως της επιστήμης μπορεί να θεωρηθεί βλακώδης ισχυρισμός.  Την ύπαρξη μιας τέτοιας έκτακτης περίπτωσης, όπως να μην ανατείλει αύριο ο ήλιος, θα πληροφορηθούμε πολύ πριν· άσε που θα έχουν προηγουμένως συμβεί «σημεία και τέρατα» κι ίσως να μην υπάρχουμε για να βεβαιωθούμε γι’αυτό.  Με τέτοιες μπούρδες είναι αδύνατο να διαταραχθεί η βεβαιότητα της αρχής της αιτιότητας. ―Ακόμα επειδή ο κόσμος μας είναι πολύμορφος, πολύπλοκος και με αντιφατική φύση, η αλυσίδα της αιτίας δεν είναι τόσο απλή όσο τη δέχεται ο ορθολογισμός, είναι τόσο πολυδιάστατη που στη μέγιστη ανάπτυξή της, είναι αυτοαναιρούμενη κι αμφίδρομη. Έτσι δείχνει απροσδόκητη σε πολύ σύνθετες καταστάσεις, αλλά δεν θα πει ότι η αιτιότητα δεν ισχύει επειδή εμείς δεν ήμαστε σε θέση να το διαπιστώσουμε εκείνη τη στιγμή.

6.37    Δεν υπάρχει καταναγκασμός σύμφωνα με τον οποίο κάτι πρέπει να συμβεί, επειδή έχει συμβεί κάτι άλλο. Υπάρχει μόνον λογική αναγκαιότητα.

Εκνευριστικό! Αν του δώσεις πενήντα βουρδουλιές στον πισινό, το ότι ο πισινός του μετά από λίγο θα πρηστεί, θα έχει συμβεί μόνον ένεκα λογικής αναγκαιότητας;  Άσε που η ορθολογική αναγκαιότητα (την οποία αυτός θεωρεί λογική) στην πράξη πάρα πολλές φορές διαψεύδεται, όπως συμβαίνει στην κβαντομηχανική.  Η αρχή της αιτιότητας προϋποθέτει την αλληλουχία αιτίας κι αποτελέσματος. Ο Χιούμ ως εμπειριστής αμφισβήτησε την εμπειρική επαληθευσιμότητα αυτής της αρχής, προτείνοντας την ως a priori. Όμως δε γνωρίζουμε τίποτα που να μην έχει την αιτία του σε κάτι άλλο, εκτός απ’το Θεό που δεν υπάρχει. Η λογική αναγκαιότητα, γίνεται αναγκαιότητα όταν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλιώς είναι ενδεχόμενο.

6.371 Ολόκληρη η σύγχρονη κοσμοθεωρία βασίζεται στην πλάνη, πώς οι λεγόμενοι φυσικού νόμοι αποτελούν εξηγήσεις των φυσικών φαινομένων.

Αλίμονο!! Αυτή η πλάνη είναι τόσο διαδεδομένη, που θα πρέπει πάσει θυσία να επισημαίνεται το αντίθετο στις εισόδους των πανεπιστημίων και των ερευνητικών ιδρυμάτων!!

6.372 Έτσι οι άνθρωποι σταματούν μπροστά στους φυσικούς νόμους σαν μπροστά σε κάτι απαραβίαστο όπως οι παλαιότεροι μπροστά στο θεό ή τη μοίρα.  Καί οι δυο έχουν πραγματικά και δίκιο καί άδικο. Οι παλιοί τουλάχιστον είναι σαφέστεροι στο βαθμό που με σαφήνεια αναγνωρίζουν ένα τέρμα, την ώρα που στο νέο σύστημα είναι σα να φαίνεται πως όλα έχουν εξηγηθεί.

Παραλήρημα α-νοησίας. Οι επιστήμονες πάντοτε επαναδιαπραγματεύονται τους φυσικούς νόμους όταν μια νέα θεωρία επιβεβαιώνεται γιατί γνωρίζουν το πόσο πολυδιάστατος είναι ο κόσμος. Σήμερα με τη γένεση της κβαντομηχανικής ακόμα και η λογική επαναδιαπραγματεύται.      Όσο για τη θεολογική και μυστικιστική σαφήνεια των Μουσουλμάνων, των Χριστιανών, των Ιουδαίων και γενικά αυτών που αντλούν σαφήνεια από το μυστήριο, σαν τον ίδιο το συγγραφέας μας, είναι η σαφέστερη ασάφεια.
    (Το παίγνιο της αρίθμησης των «αποφθεγμάτων» του καταλήγει στο Επτά, όπως οι Επτά σοφοί, τα Επτά θαύματα, οι Επτά μέρες της δημιουργίας, η Επτάφωτος λυχνία και πάει λέγοντας. Τελικά όμως οι μπούρδες ξεπέρασαν πολύ τις Επτά κοντεύουν με τις «μεγαλοφυείς» υπαριθμήσεις, τις Επτακόσιες).
     Ξεκίνησε το έργο του επισημαίνοντας ότι η φιλοσοφία πρέπει να απαρτίζεται από προτάσεις της επιστήμης δηλαδή να διέπεται από φυσικούς νόμους κι έχει καταλήξει στο ότι η επιστήμη δεν πρέπει να στηρίζεται σε φυσικούς νόμους.

6.375  Όπως υπάρχει μόνο λογική αναγκαιότητα, το ίδιο υπάρχει μόνο λογική αδυνατότητα.
   Απορούμε και επεξηγεί:
6.3751 Είναι αδύνατο π.χ. να υπάρχουν δυό χρώματα ταυτόχρονα στο ίδιο σημείο του οπτικού πεδίου και μάλιστα λογικά αδύνατο γιατί αυτό αποκλείεται απ’τη λογική δομή του χρώματος.
             Καί εδώ έχουμε μια ακόμα πρόταση των φυσικών επιστημών!!!
Απ’τα λίγα που ξέρω περί χρωμάτων είναι ότι τα χρώματα είναι αποτέλεσμα της φασματικής ανάλυσης του λευκού φωτός.  Έτσι δεν υπάρχει απόλυτα καθαρό χρώμα.  Δηλαδή σε κάθε σημείο ενός εκπέμποντος ακτινοβολία σώματος (που είναι το χρώμα), υπάρχει ένα μικρό μέρος χρωματικού φάσματος. Έτσι ένα χρώμα που μας φαίνεται κόκκινο, συνήθως δεν είναι ακριβώς τέτοιο, αλλά μια ανάμιξη με λίγο κίτρινο ή μπλέ κι έτσι είναι μεν κόκκινο αλλά περιέχον μέσα του και άλλο χρώμα, που το οδηγεί πρός το γκρενά ή προς το πορτοκαλί.  Στη συγκεκριμένη θέση λοιπόν είναι αδύνατον να υπάρχει απόλυτα ένα χρώμα αλλά υπάρχουν απεριόριστα χρώματα, που ακόμα ανάλογα με τη θερμοκρασία ή τις καιρικές συνθήκες βρίσκονται σε συνεχή αλλοίωση και αλλαγή.

6.41  Το νόημα του κόσμου πρέπει να βρίσκεται έξω απ’τον κόσμο. Στον κόσμο όλα είναι, όπως είναι, κι όλα συμβαίνουν όπως συμβαίνουν· μέσ’τον κόσμο δεν υπάρχει καμιά αξία, και αν υπήρχε δε θα είχε αξία.  Αν υπάρχει μια αξία που να έχει αξία, πρέπει να βρίσκεται έξω απ’όλα όσα συμβαίνουν και έχουν έτσι.  Γιατί όλα όσα συμβαίνουν κι έχουν έτσι είναι συμπτωματικά.  Αυτό που τα κάνει να μην είναι συμπτωματικά δε βρίσκεται μέσ’τον κόσμο γιατί θα ήταν καί αυτό συμπτωματικό.  Πρέπει να βρίσκεται έξω απ’τον κόσμο.

Αυτός ο ιδεαλισμός, που συνεχίζεται και πιο κάτω περί Αισθητικής και Ηθικής, είναι τόσο απλοϊκός και αφοπλιστικός, μόνο το αλληλούια λείπει.  Ξέχασε ότι: «η λογική γεμίζει τον κόσμο», μετά ότι: «το νόημα του κόσμου είναι έξω από τον κόσμο» κι ότι η αξία που «αν υπάρχει ως αξία, για να έχει αξία πρέπει να είναι έξω από τον κόσμο», δηλαδή έξω από αυτό που αναζητάμε θα βρούμε την αξία του. Αυτός ο κόσμος λοιπόν είναι ένα μεγάλο κουτί που κάτι έχει και μέσα και έξω απ’αυτό, και ότι αξίζει αλίμονο βρίσκεται απ’έξω.
                         Και λίγα περί θεού και θανάτου:
6.431     Με τον θάνατο ο κόσμος δεν αλλάζει αλλά σταματάει.

Αυτό μάλιστα είναι άκρως επιστημονικό!!
    Τουλάχιστον ο Επίκουρος το είπε πιο χαριτωμένα: αδιαφορώ για το θάνατο αφού όταν έλθει εγώ θα λείπω.

6.4311  Ο θάνατος δεν είναι συμβάν της ζωής. Τον θάνατο δεν τον ζούμε. Αν με την αιωνιότητα δεν εννοούμε την άπειρη χρονική διάρκεια αλλά την αχρονι-κότητα, τότε αυτός που ζει στο παρόν ζει αιώνια.  Η ζωή μας είναι το ίδιο χωρίς τέρμα, όπως το οπτικό πεδίο χωρίς όρια.

Όμως για να πούμε και μιαν άλλην εκδοχή: ο θάνατος δεν είναι κάτι ιδεατό που έρχεται έξω απ’τον κόσμο (αυτό το «έξω απ’τον κόσμο» δεν υπάρχει) αλλά έρχεται από μέσα και «ζεί» μαζί με τον κόσμο. Η ζωή και ο θάνατος συνιστούν αντιφατική ενότητα, που είναι το γίγνεσθαι.  Όλα καταλύονται-συντιθέμενα, ζουν-πεθαίνοντας. Έτσι ούτε το χθές ούτε το αύριο υπάρχει αλλά μόνο το τώρα. Το Τώρα που είναι μια φθίνουσα αιχμή μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος που είναι συνεχώς άλλη.

6.432  Το πως είναι ο κόσμος, είναι εντελώς αδιάφορο για το Ανώτερο. Ο Θεός δεν αποκαλύπτεται μέσα στον κόσμο.

Αν υπάρχει κάτι Ανώτερο εκτός κόσμου, δηλαδή Θεός, κι αν ο κόσμος είναι ένα σύστημα πεπερασμένο, αφού υπάρχει και Κάτι «έξω από αυτόν», ο κόσμος είναι δημιούργημα του Θεού.  Ο μόνος τρόπος ν’αποκαλυφθεί ο Θεός είναι μέσα απ’τα δημιουργήματά του, που βέβαια δεν πρέπει να του είναι καθόλου αδιάφορα.      Όμως δεν υπάρχει κάτι Ανώτερο εκτός κόσμου. Ο τρόπος αυτοδυναμίας του κόσμου είναι αυτός του Ηράκλειτου: «Αυτός ο κόσμος που είναι ίδιος για όλους» (όπου «ο κόσμος» δεν «είναι ο κόσμος μου»), «δεν είναι δημιούργημα ούτε θεών ούτε ανθρώπων, ήταν, είναι και θα είναι αείζωον πυρ που ανάβει-σβήνοντας με μέτρο».  Αυτό  το ηρακλειτικό απόφθεγμα επικροτεί κι ο Χάιζενμπεργκ, λέγοντας ότι το αείζωον πυρ του Ηράκλειτου είναι η ενέργεια της σύγχρονης φυσικής.

6.4321  Τα γεγονότα ανήκουν όλα στο πρόβλημα, όχι στη λύση.
6.44      Το μυστικό στοιχείο δεν είναι πως είναι ο κόσμος, αλλά ότι είναι.

Αν τα γεγονότα δεν είχαν σχέση με τη λύση τους, θα ήταν μυστικό το πως είναι ο κόσμος.  Όμως, το πως είναι ο κόσμος δεν είναι πλέον μυστικό, όχι επειδή έχει αποκαλυφθεί, μα επειδή είμαστε στην πορεία της αποκάλυψής του.  Όσο για το Είναι, οι προσωκρατικοί που ήταν σοφοί ορίζουν ότι είναι το αιώνιο Γίγνεσθαι.
    Αν υπάρχει Δημιουργός το Είναι του κόσμου δεν είναι μυστήριο. Αν δεν υπάρχει δημιουργός, τότε θα πρέπει να δεχτούμε ό,τι επιτάσσει η εμπειρία μας: ό,τι απλά Είναι-Μη Όντας, καταλύεται-συντιθέμενο, είναι η αντιφατικότητα γυμνή.  Το Πως λοιπόν και το Τι στην περίπτωση αυτή συμπίπτουν έξω απ’το μυστήριο.

ΣΥΜΠΈΡΑΣΜΑ       
Η εργασία αυτή, σκοπό έχει να δείξει ότι το Tractatus μολονότι θέλει να αποστρέφεται την ασάφεια, είναι κατεξοχήν ασαφές και ότι, ως φιλοσοφικό κείμενο, όλες του οι προτάσεις δεν πληρούν το αίτημα που ο ίδιος έθεσε. Δηλαδή να είναι προτάσεις φυσικών επιστημών· κι όποτε επιχειρεί να κάνει προτάσεις που «στηρίζονται» στη επιστήμη, αυτές αγγίζουν την αστειότητα.   Επίσης μολονότι η βασική αρχή του για το Λόγο, είναι να λέγονται μόνον όσα μπορούν να λεχτούν, συνηθίζει πανευτυχής να την παραβιάζει κατά συρροήν.  Τελικά ακόμα κι όταν προτείνει αυτό το λαθραίο μεταφυσικό κείμενο αποτυγχάνει. Όσο γι’αυτή τη γλώσσα που ευαγγελίζεται, όποτε επιχειρεί τη χρήση της, εκφέρει α-νοησίες. (Βεβαίως η κρίση αυτή δεν αφορά τις προτάσεις του για την γλώσσα των συναρτήσεων την οποία δεν μπορώ να κρίνω).
     Ως συνέχεια του έργου του ακούγονται «διευκρινιστικές» διερευνήσεις για μια γλώσσα που κανείς μαθητής του δεν τη «μίλησε». Το παράδοξο είναι πως έκανε τόσο μεγάλο «πάταγο» με προσδοκίες τόσο υψηλές, σε μιαν εποχή που η επιστήμη αναμόχλευε τον κόσμο όλο και υπήρχαν πραγματικά στοιχεία να πατήσει κάποιος για μια κοσμολογική προσέγγιση ανώτερη απ’την απλοϊκή που μας προτείνει.
    «Πατώντας» σε μια τέτοια οντολογία, δεν μπορείς να πας πουθενά, αλλά ούτε να ακουστεί ακόμα και ο πάταγος της πτώσης σου. Επίσης παράδοξο είναι, πως σε μιαν εποχή άνθησης της φιλοσοφίας και της επιστήμης μπόρεσε ν’ακουστεί και να απασχολήσει αυτό το κείμενο!
     Τα στοιχεία της τυπικής γλώσσας των μαθηματικών συναρτήσεων που προτείνει, αν πράγματι έχει να προτείνει κάτι νέο, με την οντολογία που το προσδιορίζει αντί να το αναδεικνύει το θάβει.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η κριτική ανάγνωση του Tractatus δε μας πρόσφερε αυτό που υποσχέθηκε, δηλαδή τη σαφήνεια προτάσεων των φυσικών επιστημών.  Κάποιος φταίει γι’αυτό!  πιθανόν εγώ που παρανόησα ίσως αυτό το «ολόλαμπρο» κείμενο. Ας δούμε λοιπόν πως το «εισπράττει» κι ο Ζήσιμος Λορενζάτος ως κριτικός αναγνώστης, που εκφράζει την αγάπη του γι’αυτό.
      Οι προτάσεις του κ. Λορενζάτου και όποιες προτάσεις του Βιττγκενστάιν που  χρησιμοποιεί παρουσιάζονται με τα παρόντα στοιχεία.

ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΖΑΤΟΣ
Ο TRACTAUS ΤΟΥ WITTGENSTEIN ΚΑΙ Ο ΑΝΑΞ ΟΥ ΤΟ ΜΑΝΤΕΊΟΝ. . .

…Τα δύο συνθετικά του τίτλου δείχνουν το αρχικό ενδιαφέρον του Βιττγκενσταϊν (α) για τη λογική και το γενικότερο (β) για τη φιλοσοφία. Τα σχετικά με το πρώτο συνθετικό, δηλαδή το «Logico» χρειάζονται «τεχνική» προπαρασκευή που δεν την έχω· σχετικά με το δεύτερο συνθετικό, το «Philosophicus» είναι γενικότερο.  Όλοι όσοι διαβάσουν το κείμενο του Tractatus καταλαβαίνουν ότι εκεί μέσα συμβαίνει κάτι σοβαρό, αλλά λίγοι, -κι απ’τους «τεχνικούς» ακόμα- είναι σε θέση να μας πουν τι συμβαίνει. Με την επιφύλαξη αυτή λοιπόν προχωρώ πάνω κάτω per una selva oscura.  Αναίτια;  Μόνη αιτία για μένα, η ακατανίκητη σαγήνη μιας προσωπικότητας απομόναχης που «στο σκοτάδι της εποχής» έκρυβε. . . .πνευματικό πάθος, αληθινή φωτιά κλπ. . .παρουσίαζε αυτός ο παράφορα δύσκολος την απροσχημάτιστη απλότητα που ανταμώνουμε πάντα ή στα παιδιά ή στους αληθινά μεγάλους.

Ο κ.Λορενζάτος μας διαφωτίζει πως απ’τον τίτλο συνάγει ότι ο συγγραφέας πραγματεύεται (α) τη λογική, αλλά ο ίδιος δε διαθέτει την «τεχνική» για ν’ακολουθήσει την πραγματεία.   ―Περίεργο αφού όλοι οι ιδεαλιστές πιστεύουν ότι οι άνθρωποι έχουν αυτή την τεχνική που είναι η Λογική (αφού τη διαθέτουμε όλοι σύμφωνα με τους σοφούς μας a priori) και κάτι πάρα πάνω ένας διανοούμενος όπως ο Λορενζάτος που ανέλαβε να μας «ξεναγήσει».  ―Μα και για το δεύτερο συνθετικό δηλαδή τη Φιλοσοφία δεν διευκρινίζει. Απλά τονίζει ότι είναι έργο ακατανόητο ακόμα κι απ’τους «τεχνικούς» δηλαδή τους φιλοσόφους και έχει την απλότητα που συναντάμε στους Μεγάλους.  Αφού διαβάσαμε τις φιλοσοφικές διευκρινίσεις του συγγραφέα, που ισχυρίζεται ότι είναι σαφείς προτάσεις της φυσικής επιστήμης, τώρα δεχόμαστε και τις διευκρινίσεις του Λορενζάτου, που αντί να μας διαφωτίζουν συσκοτίζουν την κατάσταση αμφισβητώντας έμπρακτα τη σαφήνεια του ίδιου του Wittgenstein στο έργο του, αφού είναι ακατανόητο ακόμα κι απ'τους φιλοσόφους.

. . . .Τα όσα κάθησε και λογάριασε ο Βιττγενσταϊν για τη γλώσσα, θέλοντας να βάλει ένα όριο σε αυτό που ονομάζουμε σκέψη  ή στην διατύπωση των σκέψεων -καθώς γράφει στον πρόλογο- βρήκε πως το όριο της σκέψης δεν μπορεί παρά να μπεί μονάχα μέσ’στη γλώσσα.  Η γλώσσα δεν είναι όργανο της σκέψης, μπορεί μάλιστα να συμβαίνει το αντίθετο. . . . .

Ισχυρίζεται ο κ. Λορενζάτος ότι: όπως «λογάριασε» ο Βιττγκενστάιν αν χρησιμοποιήσουμε μια σειρά λέξεων με τη σωστή σύνταξη, ω του θαύματος, από κει θα ξεπεταχτούν τα Νοήματα· μόνο που αυτά μπορεί να μην είναι δικά μας, αλλά νοήματα καθεαυτά, που δίνουν λογαριασμό μόνον στον εαυτό τους και μεις ήμαστε το όργανο αυτών των νοημάτων. Είμαστε απλά το στόμα που τα λέει, που εκφέρει τα Θέσφατα.
     Να λοιπόν που κι ο «ερμηνευτής» λέει πράγματα που δε λέγονται αλλά ούτε είναι προτάσεις των φυσικών επιστημών.
     Έχουμε δει μεγαλοφυείς δημιουργούς, που αν τους ζητηθεί να ερμηνεύσουν το έργο τους τους πιάνει γλωσσοδέτης και λαϊκούς που κάνουν θαύματα, αλλά αν ερωτηθούν δεν μπορούν να μιλήσουν γι’αυτά.  Ο γλωσσοαναλυτής βέβαια θα πει ότι η γλώσσα αυτών των ανθρώπων, είναι η ίδια η δουλειά τους· αλλ’ακόμα κι αν είναι έτσι όλα ξεκινούν από τη λογική συγκρότηση και καταλήγουν στη γλωσσική εκφορά κι όχι το αντίθετο.
     Αυτό που ισχυρίζεται ο Λορεντζάτος προϋποθέτει να ορίσουμε πρώτα τον κόσμο ως κλειστό, με λογική το ντετερμινισμό.  Εκεί, απ’τη στιγμή που ετέθησαν οι όροι αυτού του παιγνίου, αυτόματα τίθενται και τα «οριακά παίγνια του τέλους» που ως πρότυπα είναι εκεί απ’την αρχή, περιμένοντας με τη σειρά τους να παιχτούν. Έτσι το γλωσσικό τους παίγνιο είναι προδιαγεγραμμένο και τετελεσμένο κι η λογική του περιέχεται μέσ’τα όρια της γλώσσας. Από κει και πέρα δε μιλάμε εμείς, αλλά είμαστε όργανα της εκφοράς της γλώσσας, που είναι κι αυτή προδιαγεγραμμένη και τετελεσμένη, δηλαδή νεκρή απ’τη στιγμή της γέννησής της.

Ως αποτέλεσμα μιας παρόμοιας αντίληψης για τη γλώσσα, ο Βιττγκενσταϊν θεωρούσε ότι η φιλοσοφία είναι προσωπική.

Όμως στο 6.55 ο Βιττγκενστάιν ορίζει ότι «η φιλοσοφία πρέπει να είναι προτάσεις φυσικών επιστημών, κάτι που δεν έχει σχέση με την φιλοσοφία, και όταν κάποιος θα έλεγε κάτι μεταφυσικό, να του υποδεικνύουμε ότι άφησε σημεία στις προτάσεις του χωρίς να τους προσδώσει σημασία». 
      Η φιλοσοφία λοιπόν δε μπορεί να είναι προσωπική, αφού αν είναι προτάσεις των φυσικών επιστημών δεν το δικαιολογούν.

Μπορεί το σπερματικότερο -με την έννοια της Στοάς- μέρος του Tractatus να είναι η διαπίστωση πως πρέπει να υπάρχει κάτι κοινό στην πρόταση και το γεγονός που θέλει να βεβαιώσει, ανάμεσα στη δομή,  στην πλέξη θα λέγαμε πιο απλά και των δυο τους.  Ένα γεγονός για να μπορεί να εικονίζεται (σε μια γλώσσα) πρέπει να έχει κάτι κοινό με αυτό που εικονίζει (2.141 και 2.16),  Πρέπει μ’άλλα λόγια η πρόταση να έχει κάτι κοινό με την πραγματικότητα για να μπορεί να την παρουσιάσει και να μιλήσει γι’αυτήν (4.12).

Ο Λορενζάτος συνεπαρμένος με τον Βιττγενστάιν, ξανανακαλύπτει τη γλώσσα. Αυτό έκαναν μέσ’τα σπήλαια οι προϊστορικοί άνθρωποι και κατά την εξέλιξη της κοινωνίας, αυτή η εργασία ολοκληρώθηκε πλήρως στις μέρες των Αλεξανδρινών γραμματικών. Δε φταίει γενικά η Γλώσσα που οι ευρωπαϊκές τοπολαλιές υστερούν· αν δεν ήταν σοβινιστές, αντί να μπαλώνουν τις γλώσσες τους με ελληνικά κουρέλια και είχαν μιας εξαρχής αποδεχτεί την ελληνιστική γλώσσα, (την Κοινή) δε θα είχαν κανένα πρόβλημα. Απορίας άξιον όμως είναι, ότι προκύπτει γλωσσικό θέμα και στο ελληνικό εκκλησίασμα της Βιττγκενστάνιας θρησκείας.

4.12 Το κοινό αυτό που έχει -η λογική μορφή- δε μπορεί η πρόταση να το πει ή να το παρουσιάσει με τη σειρά του, όπως παρουσιάζει το γεγονός, γιατί αυτό καθρεφτίζεται μεσ’την πρόταση κι επομένως η πρόταση δε μπορεί να το καθρεφτίσει- θα χρειαζόταν η πρόταση (κι εμείς μαζί της) να τοποθετηθεί έξω από τη λογική, που θα πει έξω από τον κόσμο.

Εδώ έχουμε ένα υπόδειγμα παραλογισμού: Η λογική μορφή που προβάλλεται μέσα στην πρόταση δεν είναι δυνατό να προβληθεί απ’την πρόταση, αλλά η πρόταση «την κρατάει δεν την δίνει, γιατί έτσι θα μαθευτούν τα μυστικά της».  Εδώ ο λογικός άνθρωπος σκάει στα γέλια κάνει καινούριο συκώτι.  Εκτός αυτού “αν η πρόταση εκφράσει τη λογική της μορφή, θα πρέπει να βγει και εμείς οι τρισκατάρατοι μαζί της, έξω από τον κόσμο”.  Όσο για τον κόσμο είναι ένα κουτί που έχει και μέσα και έξω!  Και μάλιστα αυτά που είναι έξω είναι πιο ενδιαφέροντα από τα μέσα.

Εκείνο που μέσα στη γλώσσα εκφράζεται δε μπορούμε εμείς με τη γλώσσα να το εκφράσουμε (4.121).

Δηλαδή η γλώσσα είναι κάτι ανεξάρτητο απ’τον άνθρωπο κι ο άνθρωπος υπάρχει μόνο και μόνο, γιατί η γλώσσα χρησιμοποιεί το στόμα του.  Εμείς δεν μπορούμε να εκφράσουμε αυτό που εκφράζεται στη γλώσσα, -τη λογική μορφή-, η γλώσσα μας έρχεται απ'αλλού περνάει μέσα μας φθέγγεται και φεύγει.
     Η λογική μορφή είναι η ανακάλυψη που αποκόπτει την γλώσσα από την ανθρώπινη λογική κανοντάς της αυτόνομη;         Οι μεγαλοφυείς αυτές προτάσεις αφοπλίζουν με την ανοησία τους.

Δε μπορεί κανείς να σκεφτεί αυτό που δε μπορεί να σκεφτεί (με την πρόταση ή τη λογική), κι ότι δε μπορεί να σκεφτεί, δε μπορεί να το πει (5.61).

Ότι σκέφτεται όμως, (για να το έχει σκεφθεί), μπορεί να το σκεφτεί και ότι λέει, μπορεί να το πει. Άρα δεν υπάρχει λόγος να τονίσουμε κάτι τέτοιο. Εκτός αν ο συγγραφέας κι ο ερμηνευτής του, θέλουν να ξεχωρίσουν μ’αυτόν το μεταφυσικό τρόπο τα λεγόμενα απ’τη μεταφυσική, αλλά τότε όλο αυτό το έργο μη περιέχοντας προτάσεις της φυσικής, δε θα έπρεπε να είχε γραφεί, γιατί είναι μια συρροή ρητορικής μεταφυσικών λεγομένων.

Όμως αν δε μπορεί να πει, να παρουσιάσει ή να καθρεφτίσει, μπορεί ωστόσο η πρόταση, δηλαδή η γλώσσα, να δείξει αυτό που δε λέγεται. Κι αυτό κάνει. Η πρόταση δείχνει τη λογική μορφή της πραγματικότητας (4.121).

Τώρα μάλιστα! έγινε σαφής κι όλοι με τις ίδιες λέξεις, καταλάβαμε το ίδιο πράγμα. Εξ’άλλου αυτό είναι το σημαντικότερο που προσφέρει η γλωσσοανάλυση: να κατανοούμε τα λεγόμενα και να μπορούμε να έχουμε ένα σαφές εργαλείο της γλώσσας!!  Μιας γλώσσας που οπωσδήποτε λέει αυτά που δεν λέγονται.

Αυτό πάλι που δείχνεται, δε λέγεται (4.121). Διαπίστωση αποφασιστική. Έχουμε τουλάχιστον έτσι προσδιορίσει ακριβολογικά αυτό που δε λέγεται. Κι εκεί δε χωράνε πια απροσδιοριστίες ή ψευδολογική απεραντολογία, όπως συνηθιζόταν απεριόριστα από τους φιλοσόφους και συνηθίζεται ακόμα.  Η αρχή μας είναι- λέει ο Tractatus- πως κάθε ζήτημα,  που γενικά λύνεται με τη λογική δίχως άλλο πρέπει να λύνεται (5.551). Νεφελοκοκκυγίες ψευδολογικού τύπου όπως τα περισσότερα γραφτά των περισσοτέρων φιλοσόφων που δε φιλοσοφούν στην έννοια του Βιττγενστάιν.

Εδώ πάλι η γλώσσα αντί να λέει δείχνει και το δικαιολογεί:  τονίζει το πως έχει προσδιοριστεί ακριβολογικά αυτό που δεν λέγεται. Πως; Με την φράση πως «ότι δεν λέγεται δείχνεται»· αυτό αρκεί! για ν’αποφεύγονται οι απροσδιοριστίες κι οι ψευτολογικές απεραντολογίες των φιλοσόφων. Γιατί μόνο προτάσεις φυσικών επιστημών επιτρέπεται να λέγονται στη φιλοσοφία όπως κάνει ο συγγραφέας κι ο ερμηνευτής του. Αφού «ότι λύνεται με τη λογική δίχως άλλο πρέπει να λύνεται» όπως ακριβώς «ότι μπορεί να λέγεται, μπορεί να λέγεται» κι «ότι μπορεί να νοείται μπορεί να νοείται» κι ότι «δε μπορεί να λέγεται δε μπορεί να λέγεται» κ.λπ. με τη δικαιολογία πως αν κάτι απ’αυτά συμβεί, η φυσική επιστήμη ορίζει ότι: θα βρεθούμε όλοι μαζί εκτός κόσμου.

Αφού προσδιορίστηκαν έτσι ακριβολογικά, τα καθήκοντα της φιλοσοφίας!, όλα όσα έχουν γραφεί απ’τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Ηράκλειτο, τον Παρμενίδη, τον Καντ, το Χέγκελ κλπ, που δε φιλοσοφούν με την έννοια του Βιττγκενστάιν είναι νεφελοκοκκυγίες.  ―Όχι, όχι θα πει, δεν εννοούσα αυτούς!   Αλλά ποιούς; 

Η φιλοσοφία οροθετεί τα λεγόμενα (ξεκαθαρίζει τις προτάσεις των φυσικών επιστημών, 4.112, 4.113). Παρουσιάζοντας ακριβολογικά αυτό που λέγεται, η φιλοσοφία σημαίνει εκείνο που δεν λέγεται ή το ανείπωτο (4.115).  

Εδώ αν κατάλαβα η φιλοσοφία οριοθετεί τα λεγόμενα αλλά η ίδια σημαίνει αυτό που δεν λέγεται. Δηλαδή η φιλοσοφία μαθαίνει τους επιστήμονες, να μιλάνε για τις ανακαλύψεις τους ή πως λέγονται με σαφήνεια οι επιστημονικές προτάσεις, αλλά  επίσης διδάσκει ότι ο φιλόσοφος πρέπει να σωπαίνει.
     Έτσι όλοι οι βιττγκενστάνιοι σοφοί θα έχουν σίγουρα βρει δουλειά προσπαθώντας να «μιλήσουν» τη κβαντομηχανική επιστήμη, αλλά δεν το έχουν καταφέρει. Αν ναι θα έπρεπε να παραθέσουν κάποιο παράδειγμα για την προόδο της φυσικής επιστήμης απ’τη χρήση της βιττγκενστάνιας σαφήνειας.

Με τον τρόπο αυτό στηρίζει και νομιμοποιεί και τα δύο. Καί αυτό που λέγεται, καί εκείνο που δε λέγεται, που δεν μπαίνει μέσα σε λέξεις (στη γλώσσα) και που ο Βιττγκενστάιν αποκαλεί μυστικό στοιχείο (6.522). 

Εδώ δε μπορούμε να πούμε πολλά, γιατί η μεγάλη ανοησία αφοπλίζει. Τονίζω με οργή, ότι ο μυστικισμός είναι ο απόπατος της λογικής και της φιλοσοφίας. Επιστημονικά λέγεται ότι «ο μυστικισμός είναι το άσυλο της ανοησίας», είναι η φιλοσοφία και η επιστήμη των ανοήτων.  Ο μυστικισμός είναι η πιο ανόητη μορφή μεταφυσικής και τον συναντάμε στην παλιά διαθήκη, στις ανατολικές και στις μονοθεϊστικές θρησκείες όπου η ανοησία περισσεύει.

Έχουμε εδώ μια πρώτη ριζική διαφορά από τον θετικισμό που νομιμοποιεί μόνο το ένα απ’τα δύο, αυτό που λέγεται. Ὁ Ἄναξ, λέει ο Ηρακλειτος, οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὐτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει, όπως δηλαδή κάνει η φιλοσοφία στον Βιττγκενστάιν για τα πράγματα που δε μπαίνουν σε λέξεις αλλά μονάχα δείχνονται.

Η ρήση αυτή του Ηράκλειτου, (ούτε λέγει ούτε κρύβει αλλά σημαίνει), είναι ακριβώς αντίθετη από τα λεγόμενα του Βιττγκενστάιν, αφού αυτός και «λέγει» και «κρύβει»· μάλιστα άλλοτε λέγει κι άλλοτε κρύβει ξεχωριστά· τώρα αν «σημαίνει» και τι σημαίνει δεν φαίνεται πουθενά. Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια πομπώδη έκφραση του Λορενζάτου, που φανερώνει την άγνοιά του περί Ηρακλείτου αλλά ίσως και περί Βιττγκενστάιν. Υπάρχει τεράστιο νοητικό χάσμα μεταξύ αυτών των δύο: Ο Βιττγκενστάιν είναι ένας «ασυνείδητος» υπέρμαχος του ορθολογισμού. «Ανέβηκε στο ταρατσάκι του ορθολογισμού με τη σκάλα της μεταφυσικής, την πέταξε και το ξέχασε.  Μιλάει για λογική χωρίς να έχει καν ορίσει τι είδους λογική.  Αντίθετα ο Ηράκλειτος, που είναι ο ιδρυτής της διαλεκτικής λογικής και σκέψης, η οποία είναι μια Άλλη Λογική, Αντιφατική, δηλαδή εν τω Γίγνεσθαι και είναι ίσως μια από αυτές που απ’τον Λορεντσάτο χαραχτηρίστηκε «απροσδιόριστη ψευδολογική απεραντολογία».

Δείχνω και σημαίνω χωνεμένα και τα δυό μέσα στο σιβυλλικό σημαίνειν του Πύθιου Απόλλωνα. (Είναι αυτή πρόταση των φυσικών επιστημων;) Δουλειά της φιλοσοφίας, -αντίθετα με το Μαντείο- που δεν είναι φιλοσοφία, ο Βιττγενστάιν στη φιλοσοφία του, καί λέγει καί δεν κρύπτει-. (Να λοιπόν που αναιρεί το «ούτε λέγει ούτε κρύπτει»)· θα ήταν ουσιώδες να μας λέει μονάχα όσα λέγονται: τις προτάσεις των φυσικών επιστημών (που θεωρεί κάτι άσχετο προς τη φιλοσοφία).  Τίποτε άλλο.
    Εγώ πάλι τις προτάσεις των φυσικών επιστημών δεν τις είδα στο έργο του, κι ενώ πριν μας παραλλήλισε τον Βιττγκενστάιν με τον Ηράκλειτο και τα λεγόμενα της Σίβυλλας, που «ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει», έξαφνα μας τονίζει ότι «καί λέγει καί δεν κρύβει», μολονότι μας τόνισε, ότι διαχειρίζεται καί το μυστικό στοιχείο, το κρυφό, εξίσου με το λογικό, το φανερό.
    Αν αστειευόμουν θα έλεγα: «εδώ παππάς, εκεί παππάς, πού’ν’ο παππάς»;  Είναι αυτό για τον ερμηνευτή του συγγραφέα, οροθέτηση προτάσεων φυσικών επιστημών;  Άραγε μπορούμε να βρούμε έστω και μια πρόταση των φυσικών επιστημών μέσα στο έργο ή στην ερμηνεία του Λορεντζάτου;  Άραγε η ερμηνεία συμφωνεί με το ίδιο το έργο;

Αν κάποιος δοκίμαζε να πει κάτι άλλο (από κείνα που δε λέγονται ή κάτι μεταφυσικό),  θα έπρεπε αμέσως η φιλοσοφία να του αποδείκνυε ότι δεν έδωσε νόημα σε ορισμένα σημεία απ’τις προτάσεις του (6.53). Αυτή θα ήταν η σωστή μέθοδος της φιλοσοφίας.  Και με αυτό τον τρόπο, η φιλοσοφία θα έπαυε να είναι γεμάτη συγχύσεις (όπως είναι τώρα). 
                Είδε κανείς κάτι τέτοιο σ’αυτό το έργο και την ερμηνεία του;

Γιατί η φιλοσοφία δεν είναι διδαχή ή σύστημα φιλοσοφικό, αλλά μια δραστηριότητα, δουλειά.  Η φιλοσοφία δεν καταλήγει σε «φιλοσοφικές προτάσεις» αλλά ξεκαθαρίζει προτάσεις (4.112). Ένα φιλοσοφικό έργο ουσιαστικά αποτελείται από αυτά τα ξεκαθαρίσματα.

Ότι λοιπόν προτείνεται στο Tractatus δεν είναι φιλοσοφικές προτάσεις συστήματος κάθαρσης της γλώσσας απ’τη μεταφυσική α-νοησία; Είναι διευκρινίσεις, που δε βασίζονται σε μια κατεξοχήν μεταφυσική οντολογία; Ή μήπως είναι προτάσεις της φυσικής επιστήμης!
    Το Tractatus σύμφωνα με τον Βιττγκενστάιν είναι «διευκρινίσεις, που η αλήθεια τους είναι απρόσβλητη και οριστική και με τη βοήθειά τους θα ανέβει κάποιος πάνω απ’αυτές, για να προχωρήσει αφού τελικά θα τις αναγνωρίσει ως στερημένες νοήματος»;. Δηλαδή «πρέπει να πετάξει την ανεμόσκαλα» της μεταφυσικής «αφού ανέβει μ’αυτή» και μετά να αρχίσει «την κάθαρση των προτάσεων της γλώσσας» που μόνο προτάσεις των φυσικών επιστημών «επιτρέπει» ο Βιττγκενστάιν
να λέγονται, ή ίσως μια υπερεαλιστική ποίηση, που σκόπιμα επιδίδεται στο λέγειν που δε λέγεται και είναι το μυστικό μέρος του λέγειν.   Όμως αν όλα αυτά είναι στερημένα νοήματος, «τί νόημα έχουν»;

 Άραγε ο ερμηνευτής μας τι κάνει;  Ξαναλέει τους «αφορισμούς» του Βιττγκενστάιν ή τους ερμηνεύει;  Άν τους ξαναλέει δε χρειάζεται να το κάνει. Αν τους ερμηνεύει υποτιμά τη σαφήνειά τους.  Εκτός αν ασκεί την «εξουσία» που του δίνει το ίδιο το έργο, και δείχνει στο Βιττγκενστάιν ευγενώς, «ότι υπάρχουν κάποια σημεία στις προτάσεις του που δεν τους έχει δοθεί νόημα».
     Έτσι δε νομίζω ότι χρειάζεται να συνεχίσω την ανάλυση της ερμηνείας, μα ούτε της «ερμηνείας» του Eric Stenius: «Η δομή του Tractatus Logicophilosophicus του L.Wittgenstein». Υποπίπτει στα ίδια ατοπήματα του Λορενζάτου.
      Επίσης η μετά δέκα χρόνια «επανεμφάνιση» του Βιττγκενστάιν με το έργο του «Φιλοσοφικές Έρευνες», δείχνει να μην αρκεί και στον ίδιο η σαφήνεια του Tractatus μολονότι στην εισαγωγή του έργου τονίζει ότι: «η αλήθεια των σκέψεών μου που εκφράζονται εδώ μου φαίνεται απρόσβλητη και οριστική», και στο (6.54) «για όποιον με καταλαβαίνει οι προτάσεις μου αποτελούν διευκρινίσεις, αφού με τη βοήθειά τους, -πατώντας πάνω τους-,  τις υπερπηδήσει και προχωρήσει πέρα από αυτές, τελικά τις αναγνωρίσει ως στερημένες από νόημα. (Πρέπει θα λέγαμε, να πετάξει μακριά την ανεμόσκαλα αφού ανέβει πρώτα μ’αυτή). Μολαταύτα έψαξε και ξαναβρήκε τη σκάλα που είχε πετάξει για να ανεβεί στις «Φιλοσοφικές του Έρευνες» και μετά να την ξαναπετάξει όπως έκανε με το Tractatus.

Αφού ορίσει στο Tractatus και το τέλος της φιλοσοφίας και κλείσει όλο τον κύκλο της σκέψης του έχοντας αυτό το εκκλησίασμα των παραληρούντων πιστών με αρχιερέα τον Ράσσελλ, τους απογοητεύει επιστρέφοντας με τις «Φιλοσοφικές Έρευνες». Αυτό ακόμα δείχνει ότι άλλο εννοούσε ο αυτός κι άλλο κατάλαβε το παραληρόν εκκλησίασμα.

«. . . Μελανώσαμε χιλιάδες σελίδες υπερασπιζόμενοι τη νέα μέθοδο ή εγκωμιάζοντας το προϊόν της.  Όλ’αυτά θαυμάσια και πολύ χρήσιμα.  Αλλά τι σχέση έχουν με τη φιλοσοφία;   Ότι σχέση έχει η εικόνα της μηλιάς με την πραγματική μηλιά.  Δεν είναι διόλου εύκολο πράγμα να δώσεις πλήρη και λεπτομερή περιγραφή ενός περίπλοκου πράγματος, όπως η γλωσσοανάλυση. Πραγματικός άθλος θα έλεγα. Αλλά δεν είναι φιλοσοφία.  Ίσως είναι δυσκολότερο. Δεν ξέρω. Για ένα είμαι σίγουρος. Αν θέλω να φάω μήλα δε θα προσφύγω στην εικόνα της μηλιάς».  (Απ’την εισαγωγή των «Φιλοσοφικών Περιηγήσεων» του Κωστή Κωβαίου Εκδ. Δωδώνη 1988)

Αυτό το ποιητικό κείμενο χτυπά στ’αυτιά μου σαν μια πένθιμη καμπάνα. Όπως το έργο του Καντ, σύμφωνα με τον Χέγκελ δεν μπόρεσε να προσφέρει στην επιστημονική έρευνα και με τη σειρά του το έργο του Χέγκελ, το ίδιο ισχύει και για το έργο του Βιττγκενστάιν. Ακόμα στις μέρες μας, ό,τι έχει η έρευνα, είναι η «επάρατη» αριστοτελική τυπική λογική, που όλοι κατηγορούν, μα όλοι χρησιμοποιούν στους συλλογισμούς τους.

Το νέο ξημέρωμα διαφαίνεται μόνον από τη διαλεκτική του Ηράκλειτου, τον Λόγο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου